Μ.Σ. ν. Μ.Σ. κ.α., Αρ. Απαίτησης: 517/2024, 1/8/2025
print
Τίτλος:
Μ.Σ. ν. Μ.Σ. κ.α., Αρ. Απαίτησης: 517/2024, 1/8/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Αφρ. Χαραλαμπίδη.Ε.Δ.                                                                                     

Αρ. Απαίτησης: 517/2024 (IJ)

 

Μεταξύ:

 

Μ.Σ.

 

Ενάγοντα,

ν.

 

1.    Μ.Σ

2.    Β.Π

 

Εναγόμενων.

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 2/7/24 για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου

 

Ημερομηνία1η Αυγούστου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για τους Εναγόμενους 1 και 2 / Αιτητές: κος Δ.Τερψόπουλος

Ενάγοντας / Καθ’ου η Αίτηση: προσωπικά, χωρίς νομική εκπροσώπηση

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

I.    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.   Στις 6/6/2024 ο Ενάγοντας/Καθ’ου η Αίτηση (στο εξής θα αναφέρεται ως ο «Ενάγοντας») καταχώρησε, δυνάμει του Μέρους 7 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, Έντυπο Απαίτησης εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2/Αιτητών (στο εξής θα αναφέρονται μαζί ως οι «Εναγόμενοι»), στο οποίο ενσωματώνεται και η Έκθεση Απαίτησης του.

 

2.   Με την απαίτηση του, ο Ενάγοντας αξιώνει από τους Εναγόμενους διάταγμα του Δικαστηρίου που να τους διατάσσει όπως του παραδώσουν ελεύθερη και κενή κατοχή ενός υποστατικού (στο εξής το «Επίδικο Υποστατικό»), απόφαση σε σχέση με οφειλόμενα ενοίκια καθώς και αποζημιώσεις και έξοδα εκτίμησης. 

 

3.   Στις 21/6/2024 οι Εναγόμενοι μέσω δικηγόρου καταχώρησαν κοινό σημείωμα εμφάνισης, δια του οποίου δήλωσαν ότι προτίθενται να αμφισβητήσουν τόσο την απαίτηση του Ενάγοντα όσο και τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

 

II.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΙΤΗΣΗ & ΕΝΣΤΑΣΗ

ΑΙΤΗΣΗ

 

4.   Ακολούθησε από πλευράς των Εναγομένων στις 2/7/2024 η καταχώρηση της παρούσας αίτησης, δυνάμει του Μέρους 12 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, δια της οποίας ζητούν άδεια και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου για: α) παραμερισμό του Έντυπου Απαίτησης του Ενάγοντα, β) μεταφορά της διαδικασίας στο Δικαστήριο το οποίο έχει δικαιοδοσία στον βαθμό στον οποίο απαιτείται ή επιτρέπεται από τον Νόμο ή Κανονισμό και γ) διακοπή της Αγωγής και παραπομπή της προς εκδίκαση στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο. 

 

5.   Η αίτηση βασίζεται στο Άρθρο 2 του περί Ενοικιοστασίου Νόμο του 1983, συγκεκριμένα στην υποπαράγραφο «Ενοικίασης», παρ.(α) Θέσμιος Ενοικιαστής, παρ.(ε) «Πρώτη Ενοικίαση» και στο άρθρο 11(1), επί του Άρθρου 64(Α) του Περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60), όπως τροποποιήθηκε δυνάμει του Ν.138(1)2009, παρ.1 και 2, και επί των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, Μέρος 12 (1α και 2-9).

 

6.   Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 2 (στο εξής η «ΕΔ-ΒΠ»), ο οποίος αναφέρει ότι είναι συνεργάτης του Εναγόμενου 1 και ασκούν εργασίες μαζί παρέχοντας υπηρεσίες ταξί, χρησιμοποιώντας το επίδικο υποστατικό ως γραφείο. Ο ομνύον περαιτέρω αναφέρει ότι από το 1995 είναι ενοικιαστής του επίδικου υποστατικού μαζί με τον πατέρα του Εναγόμενου 1, κατόπιν προφορικής συμφωνίας που είχαν κάνει με τον πατέρα του Ενάγοντα. Το 2013, όταν αποχώρησε ο πατέρας του Εναγόμενου 1, τον διαδέχθηκε ο Εναγόμενος 1 στην ενοικίαση μαζί με τον Εναγόμενο 2 και από τότε είναι ενοικιαστές του επίδικου υποστατικού. Μετά τον θάνατο του πατέρα του Ενάγοντα, η ενοικίαση συνεχίστηκε κανονικά με τον Ενάγοντα καταβάλλοντας σε αυτόν το συμφωνημένο ενοίκιο, χωρίς να τους δίδει αποδείξεις.

 

7.   Σύμφωνα με τον ομνύοντα / Εναγόμενο 2, το επίδικο υποστατικό έχει αναγερθεί πριν τις 31/12/1999, ευρίσκεται στο κέντρο της Λεμεσού, δηλαδή σε Ελεγχόμενη περιοχή δυνάμει της Κ.Δ.Π.519/2007, προσφερόταν για ενοικίαση και ενοικιάστηκε πριν τις 31/12/1999, οι Εναγόμενοι διατηρούν αδιάλειπτα την κατοχή του από το 1995 πληρώνοντας το μηνιαίο ενοίκιο και προκύπτει από την Έκθεση Απαίτησης  του Ενάγοντα, η ύπαρξη προφορικής συμφωνίας ενοικίασης κατόπιν τερματισμού της οποίας, οι Εναγόμενοι συνεχίζουν να κατέχουν το επίδικο υποστατικό, τα οποία ο ενόρκως δηλών επιβεβαιώνει. Σε σχέση με τα οφειλόμενα ενοίκια, αναφέρει ότι αυτά είναι στην διάθεση του Ενάγοντα αλλά ο ίδιος αρνείται να τα παραλάβει.

ΕΝΣΤΑΣΗ

8.   Η Αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση του Ενάγοντα, η οποία βασίζεται, μεταξύ άλλων, στα Άρθρα 2 και 4(1) του περί Ενοικιοστασίου Νόμο του 1983, στα Άρθρα 2, 21, 22, 29-31 και 64(Α) του Περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60), επί των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, Μέροι 1.2-1.5, 2.1, 2.3, 3.1, 3.2, 3.8, 12, 22, 23.1, 23.7, 23.13, 32.14, 32.15 και 32.17 και στο Άρθρο 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

9.   Οι λόγοι ένστασης μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: 1. Η Αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή νομικά και/ή πραγματικά αστήρικτη και/ή ανυπόστατη και/ή στερείται νομικού και/ή δικονομικού και/ή πραγματικού υποβάθρου, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας και αποσκοπεί στην καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, 2. Η Αίτηση βασίζεται σε αναληθή και/ή παραπλανητικά γεγονότα και/ή σε γεγονότα που δεν αποτελούν νόμιμη και/ή ικανοποιητική βάση για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, η οποία δεν θα ήταν ορθή και δίκαιη και δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις του Νόμου και/ή της Νομολογίας, 3. Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση καθότι δεν στοιχειοθετείτε μέσα από τα γεγονότα η ύπαρξη ενοικίασης και/ή σχέση ιδιοκτήτη και ενοικιαστή και/ή η πρόθεση μεταξύ των μερών για τη δημιουργία νομικής σχέσης, και, 4. Η Απαίτηση είναι καθόλα νομότυπη και/ή δικαιολογημένη και αποκαλύπτει αγώγιμα δικαιώματα υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον των Εναγόμενων.

 

10.          Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του ίδιου του Ενάγοντα (στο εξής η «ΕΔ-ΜΣ»), ο οποίος παραδέχεται ότι οι Εναγόμενοι είναι συνεργάτες και ασκούν εργασίες μαζί παρέχοντας υπηρεσίες ταξί, χρησιμοποιώντας το επίδικο υποστατικό ως γραφείο. Αρνείται και απορρίπτει όμως το υπόλοιπο περιεχόμενο της ΕΔ-ΒΠ και αναφέρει ότι το επίδικο υποστατικό, αρχικά και πριν την χρήση του από τους Εναγόμενους, άνηκε στη μητέρα του και ενοικιαζόταν από τρίτο πρόσωπο ονόματι Πανίκος, δυνάμει μεταξύ τους προφορικής συμφωνίας. Δυνάμει συμφωνίας στο πλαίσιο μεταξύ τους διαζυγίου, η μητέρα του Ενάγοντα κατά το 2002 μεταβίβασε το επίδικο υποστατικό στον πατέρα του, ο οποίος συνέχισε τη συμφωνία ενοικίασης με τον Πανίκο. Μετά τον θάνατο του τελευταίου, οι Εναγόμενοι οι οποίοι είχαν σχέσεις με τον Πανίκο, έλαβαν κατοχή του επίδικου υποστατικού και κατέβαλαν μηνιαίο ποσό στον πατέρα του Ενάγοντα για τη χρήση του, χωρίς να υπάρχει οιαδήποτε συμφωνία μεταξύ τους.

 

11.          Σύμφωνα με τον Ενάγοντα, μετά τον θάνατο του πατέρα του κατέστη ιδιοκτήτης του επίδικου υποστατικού στις 2/1/2006 και επισυνάπτει στην ΕΔ-ΜΣ αντίγραφο του σχετικού τίτλου ιδιοκτησίας ως Τεκμήριο 1. Οι Εναγόμενοι συνέχισαν να κατέχουν το επίδικο υποστατικό και να καταβάλουν μηνιαίο ποσό στον Ενάγοντα, στην απουσία μηνιαίας συμφωνίας μεταξύ τους και χωρίς αυτός ποτέ να τους αναγνωρίσει ως ενοικιαστές ή να έχει πρόθεση να συνάψει οιαδήποτε συμφωνία μαζί τους. Αναφέρει ότι αποδεχόταν το εν λόγω ποσό για να μειώσει τη ζημιά του εφόσον δεν μπορούσε να ενοικιάσει ή να εκμεταλλευτεί άλλως πως το επίδικο υποστατικό. Με την πάροδο του χρόνου και τη συνέχιση της κατοχής του επίδικου υποστατικού από τους Εναγόμενους, αυτοί άρχισαν να επιδεικνύουν ανάρμοστη συμπεριφορά προς την οικογένεια του, η οποία κατοικεί στο ίδιο κτήριο με το επίδικο υποστατικό.

 

12.          Ο Ενάγοντας αναφέρει ότι επανειλημμένως ζήτησε από τους Εναγόμενους να του παραδώσουν κατοχή του επίδικου υποστατικού, αυτοί όμως αρνήθηκαν, και συνέχισαν να το κατέχουν και να του καταβάλλουν το μηνιαίο ποσό. Μεσολάβησε η περίοδος της πανδημίας και ήταν αδύνατο να λάβει οιαδήποτε μέτρα έξωσης εναντίον τους. Κατά τη διάρκεια της χρήσης του επίδικου υποστατικού από τους Εναγόμενους, αυτοί κατανάλωναν και πλήρωναν το ηλεκτρικό ρεύμα και νερό που αντιστοιχούσε σε αυτό, στην απουσία λογαριασμού κοινής ωφελείας στο όνομα τους. Κατά ή γύρω στις 25/9/2023, χωρίς τη συγκατάθεση του Ενάγοντα και εν αγνοία του, μεταβίβασαν επ’ονόματι τους την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας για το επίδικο υποστατικό και διαμαρτυρόμενος ο Ενάγοντας, μέσω των δικηγόρων του, απέστειλε σχετική επιστολή στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτει στην ΕΔ-ΜΣ ως Τεκμήριο 2.

 

13.          Λόγω των πιο πάνω, σύμφωνα με τον Ενάγοντα, επειδή οι Εναγόμενοι παρέλειπαν συστηματικά να του καταβάλουν το συμφωνημένο μηνιαίο ποσό για τη χρήση του επίδικου υποστατικού, απέστειλε στις 13/12/2023, μέσω των δικηγόρων του, επιστολή με την οποία τους πληροφορούσε ότι δεν επιθυμούσε τη συνέχιση της κατοχής του από τους Εναγόμενους και τους καλούσε να του παραδώσουν ελεύθερη και κενή την κατοχή του και να του καταβάλουν τα οφειλόμενα ποσά.


 

III. ΑΚΡΟΑΣΗ

 

14.          Κατόπιν έκδοσης σχετικού διατάγματος με το οποίο καθορίστηκε το χρονοδιάγραμμα εκδίκασης της αίτησης, το οποίο προνοούσε και για την, από πλευράς και των δύο μερών, δυνατότητα καταχώρησης τυχόν συμπληρωματικής μαρτυρίας και αίτησης για αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων, η ακρόαση της εν τέλει διεξήχθη μόνο στην βάση της πιο πάνω αναφερόμενης γραπτής μαρτυρίας που προσάχθηκε εκατέρωθεν προς υποστήριξη της Αίτησης και Ένστασης.

 

15.          Σημειώνεται ότι, ενώ ο Ενάγοντας αρχικά εκπροσωπείτο από δικηγορικό γραφείο, μέσω των οποίων καταχώρησε και την ένσταση του, κατόπιν απόσυρσης τους από την εκπροσώπηση του, αφού καταχώρησε αντίστοιχη ειδοποίηση στον φάκελο του Δικαστηρίου, εκπροσώπησε τον εαυτό του κατά το ακροαματικό στάδιο.

 

16.          Τόσο ο συνήγορος των Εναγόμενων όσο και ο Ενάγοντας, καταχώρησαν γραπτές αγορεύσεις εντός της καθορισθείσας προθεσμίας. Κατά την ημερομηνία ακρόασης προέβηκαν επίσης σε προφορική επιχειρηματολογία ενώπιον του Δικαστηρίου προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους, η οποία έχει ακουστεί και ληφθεί υπόψη από πλευράς του Δικαστηρίου. 

 

17.          Έχω μελετήσει την αίτηση, την ένσταση, τις εκατέρωθεν υποστηρικτικές ένορκες δηλώσεις σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης του Ενάγοντα, ως το μοναδικό δικόγραφο που έχει καταχωρηθεί στα πλαίσια της κυρίως διαδικασίας, και έχω λάβει υπόψη μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί με αναφορά τόσο στη μαρτυρία όσο και, όπου κρίνω κατάλληλο, στις αγορεύσεις, ποιες από τις θέσεις της κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

IV. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

18.          Το ζήτημα αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου διέπεται από το Μέρος 12 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Συγκεκριμένα, ο καν.12.1(α) επί του οποίου βασίζεται η υπό κρίση αίτηση προνοεί ότι ο Εναγόμενος ο οποίος επιθυμεί να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να εκδικάσει την απαίτηση δύναται να αιτηθεί από το δικαστήριο την έκδοση διατάγματος το οποίο να αναγνωρίζει ότι στερείται τέτοιας δικαιοδοσίας ή δεν θα πρέπει να ασκήσει οποιαδήποτε δικαιοδοσία δυνατόν να έχει.

 

19.          Ο Εναγόμενος, ο οποίος επιθυμεί να υποβάλει τέτοια αίτηση, οφείλει πρώτα να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης, σύμφωνα με το Μέρος 10, και να σημειώσει την κατάλληλη επιλογή, η οποία υποδηλώνει την πρόθεση του αυτή,[1] και να υποβάλει την αίτηση εντός 14 ημερών από την καταχώρηση του σημειώματος εμφάνισης, η οποία πρέπει να υποστηρίζεται από μαρτυρία.[2] 

 

20.          Ο Περί Ενοικιοστασίου Νόμος του 1983 (Ν.23/1983), με τον οποίο καθιδρύθηκαν τα Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων, θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την εκδίκαση μιας διαφοράς από τα τελευταία, οι οποίες πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς και που έχουν συνοψιστεί στην σχετικά πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΛΕΖΟΥ κ.α. v. ΧΑΡΗΣ ΚΑΦΑΡΙΔΗΣ ΕΣΤΕΗΤ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 295/2018, ημερ.28/3/24, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Για να υπάγεται μία διαφορά στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

 

α) το ακίνητο να υπάγεται στα πλαίσια εφαρμογής του Ν.23/83, δηλαδή να ευρίσκεται εντός των ορίων ελεγχόμενης περιοχής και να συμπληρώθηκε μέχρι και την 31.12.1999,

β) να υφίσταται ενοικίαση ή άλλη κατοχή του ακίνητου δυνάμει της οποίας δημιουργείται η σχέση ιδιοκτήτη και ενοικιαστή και

γ) ο ενοικιαστής να είναι θέσμιος και κατ' επέκταση η ενοικίαση να είναι θέσμια.

 

Σύμφωνα με τον νόμο, «θέσμιος ενοικιαστής» σημαίνει ενοικιαστής ακίνητου o οποίος κατά τη λήξη ή τον τερματισμό της πρώτης ενοικίασης εξακολουθεί να κατέχει το ακίνητο. Ως «πρώτη ενοικίαση» ορίζεται η πρώτη ενοικίαση του ακίνητου από τον εκάστοτε ενοικιαστή και η διάρκεια της καθορίζεται από το ενοικιαστήριο έγγραφο ή την προφορική συμφωνία ή ελλείψει αυτών από τον τρόπο πληρωμής του ενοικίου.»

 

21.          Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Ν.23/1983 «ακίνητο» σημαίνει «κτίριο υπό ή προς ενοικίαση για κατοικία ή κατάστημα που βρίσκεται μέσα στα όρια ελεγχόμενης περιοχής και συμπληρώθηκε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1999» ενώ «ελεγχόμενη περιοχή» σημαίνει «οποιαδήποτε περιοχή της Κύπρου ήθελε κηρυχθεί ως τέτοια με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (3) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου».

 

22.          Περαιτέρω, η έννοια της λέξης «ακίνητο», έτυχε ερμηνείας στην υπόθεση ΦΥΣΕΝΤΖΙΔΗ v. K&C SNOOKER & POOL ENTERTAINMENT, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 30/2019, 1/6/20, ECLI:CY:AD:2020:A171 και συγκεκριμένα επιβεβαιώθηκε η κατάληξη του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου στην Κωνσταντινίδη ν. Βραχίμη, αρ. αγωγής 567/1991, ημερ. 30/6/93 ότι, πέραν από την ανάγκη να αποδεικνύεται ότι το ακίνητο βρίσκεται σε ελεγχόμενη περιοχή και ότι συμπληρώθηκε μέχρι την 31/12/1999, πρέπει επιπρόσθετα να προσκομίζεται μαρτυρία με την οποία να καταδεικνύεται ότι το ακίνητο προσφερόταν προς ενοικίαση ή να ήταν ενοικιασμένο κατά την πιο πάνω περίοδο.

 

23.          Προκύπτει από την πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση ΔΗΜΟΣ ΛΑΚΑΤΑΜΙΑΣ v. ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΡΑΤΗ, Πολιτική Έφεση αρ. E47/2025, ημερ.28/5/25, με αναφορά στην ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ v. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E178/2014, ECLI:CY:AD:2020:A285, ημερ.11/8/20 ότι, εφόσον προβλέπεται από το Μέρος 12 των Νέων Κ.Π.Δ. μηχανισμός εξέτασης αμφισβήτησης δικαιοδοσίας πριν την καταχώριση υπεράσπισης, ζητήματα αρμοδιότητας τα οποία δεν γίνονται παραδεκτά στα δικόγραφα, πρέπει να αποδεικνύονται με θετική μαρτυρία ή με παραδοχή γεγονότων τα οποία είναι ικανά να θεμελιώσουν την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

 

24.          Ως προς το βάρος απόδειξης περί του ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας και ότι αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεως το φέρουν οι ίδιοι οι Εναγόμενοι, εφόσον αυτοί έχουν εγείρει το υπό εξέταση ζήτημα και αίτηση.

 

V.  ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΤΑ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

25.          Καταρχάς, είναι ξεκάθαρο από τον φάκελο του Δικαστηρίου και δεν έχει αμφισβητηθεί από πλευράς του Ενάγοντα, ότι οι Εναγόμενοι συμμορφώθηκαν με τις τυπικές προϋποθέσεις του Μέρους 12. Δηλαδή καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης σημειώνοντας την επιλογή ότι προτίθενται να αμφισβητήσουν την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και καταχώρησαν την υπό εξέταση αίτησης, η οποία υποστηρίζεται από μαρτυρία (ΕΔ-ΒΠ), εντός της σχετικής προθεσμίας.

 

26.          Προχωρώ τώρα στην εξέταση της ουσιαστικής πτυχής του αιτήματος των Εναγόμενων, ειδικότερα σε σχέση με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ώστε να υπάγεται μία διαφορά στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων.

 

27.          Σε σχέση με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να θεωρείται το επίδικο υποστατικό «ακίνητο» υπό την έννοια του Άρθρου 2 του Ν.23/1983, αρχικά να αναφέρω ότι αποτελεί ισχυρισμό της έκθεση απαίτησης του Ενάγοντα,[3] ο οποίος έχει καταστεί παραδεκτός από πλευράς των Εναγόμενων στα πλαίσια της αίτησης τους, ότι το επίδικο υποστατικό βρίσκεται εντός του Δήμου Λεμεσού. Το εν λόγω γεγονός επιβεβαιώνεται και μέσω της μαρτυρίας του Ενάγοντα, συγκεκριμένα από το αντίγραφο του τίτλου ιδιοκτησίας που επισυνάπτεται στην ΕΔ-ΜΣ ως Τεκμήριο 1, ο οποίος δεν έχει αμφισβητηθεί με οιονδήποτε τρόπο από πλευράς των Εναγόμενων. Συνεπώς κρίνω ότι το ακίνητο βρίσκεται εντός των ορίων «ελεγχόμενης περιοχής», για το οποίο διατηρώ και δικαστική γνώση δυνάμει της Κ.Δ.Π. 519/2007[4].

 

28.          Αναφορικά με το ερώτημα κατά πόσο το επίδικο υποστατικό ολοκληρώθηκε μέχρι τις 31/12/1999 και κατά πόσο ενοικιαζόταν ή προσφερόταν για ενοικίαση εντός της ίδιας περιόδου, έχοντας διεξέλθει του περιεχομένου της Έκθεσης Απαίτησης δεν διαπιστώνω να αποκαλύπτονται τα εν λόγω δεδομένα. Από την άλλη, η μόνη μαρτυρία που προσκόμισαν οι Εναγόμενοι είναι η θέση ότι το επίδικο υποστατικό ενοικιαζόταν εντός της προαπαιτούμενης περιόδου, καθότι από το 1995 ο Εναγόμενος 2 ήταν ενοικιαστής του επίδικου υποστατικού, αρχικά μαζί με τον πατέρα του Εναγόμενου 1, κατόπιν προφορικής συμφωνίας που είχαν κάνει με τον πατέρα του Ενάγοντα. Στην αντίπερα όχθη, ο Ενάγοντας στην ΕΔ-ΜΣ, προς αντίκρουση της εν λόγω θέσης αναφέρει ότι, η ενοικίαση του επίδικου υποστατικού από πλευράς του πατέρα του, ήταν αδύνατη κατά το χρόνο που εισηγούνται οι Εναγόμενοι, εφόσον ο πατέρας του δεν ήταν ιδιοκτήτης του επίδικου υποστατικού πριν το 2002. Περαιτέρω αναφέρει ότι, σε κάθε περίπτωση, ο ενοικιαστής κατά τον χρόνο εγγραφής του επίδικου υποστατικού επ’ονόματι του πατέρα του, δεν ήταν οι Εναγόμενοι αλλά 3ο πρόσωπο (Πανίκος), με τον οποίο ο πατέρας του Ενάγοντα συνέχισε την ενοικίαση.

 

29.          Ο Ενάγοντας, στα πλαίσια των προφορικών αγορεύσεων των μερών και διευκρινήσεων που ζήτησε το Δικαστήριο, δήλωσε ότι παραδέχεται τη θέση των Εναγόμενων ότι το επίδικο υποστατικό ολοκληρώθηκε πριν το 1999. Ως εκ τούτου, κρίνω ότι με βάση το εν λόγω παραδεκτό υπόβαθρο, το επίδικο υποστατικό ολοκληρώθηκε μέχρι τις 31/12/1999. Από την άλλη, δεν θεωρώ ότι μπορώ να βασιστώ επί της γενικής δήλωσης του Ενάγοντα κατά το στάδιο των προφορικών αγορεύσεων, ότι ‘παραδέχεται’ ότι το επίδικο υποστατικό ήταν διαθέσιμο για ενοικίαση πριν το 1999, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί κατά την άποψη μου ως παραδεκτό γεγονός. Ως προανέφερα, η θέση των Εναγόμενων, ως προκύπτει από τη μαρτυρία που προσήγαγαν προς ικανοποίηση της σχετικής προϋπόθεσης, είναι ότι το επίδικο υποστατικό τελούσε ήδη υπό ενοικίαση από το 1995 από τον Εναγόμενο 2 μετά τρίτου προσώπου.[5] Με την γενική δήλωση του Ενάγοντα ότι το επίδικο υποστατικό ήταν διαθέσιμο για ενοικίαση[6] πριν το 1999, εκτός του ότι δεν καθιστά παραδεκτή την συγκεκριμένη θέση των Εναγόμενων, γίνεται εισαγωγή μαρτυρίας η οποία δεν περιλαμβάνεται στην μαρτυρία (ΕΔ-ΜΣ) που συνοδεύει την ένσταση του αλλά ούτε και δικογραφείται στην έκθεση απαίτησης του και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη αλλά ούτε και να τύχει εξέτασης από το Δικαστήριο στην υπό εξέταση διαδικασία[7].

 

30.          Σημειώνεται ότι, πέραν της αναφοράς του Εναγόμενου 2 στην ΕΔ-ΒΠ σε σχέση με την ενοικίαση του επίδικου υποστατικού από το 1995, δεν έχει προσαχθεί οιαδήποτε περαιτέρω μαρτυρία από πλευράς των Εναγόμενων προς υποστήριξη της θέσης αυτής, όπως π.χ. αποδείξεις πληρωμών ενοικίων για την εν λόγω περίοδο αλλά ούτε και οιαδήποτε δικαιολογία για την παράλειψη τους αυτή. Περαιτέρω, εφόσον οι Εναγόμενοι επέλεξαν να μην προβούν στην καταχώρηση συμπληρωματικής μαρτυρίας και αίτησης για αντεξέταση του Ενάγοντα επί του περιεχομένου της ΕΔ-ΜΣ, παρά το γεγονός ότι παρέχετο σε αυτούς η δυνατότητα, τα όσα ανέφερε ο Ενάγοντας προς αντίκρουση της εκδοχής τους, δεν αμφισβητήθηκαν από πλευράς τους και οι ισχυρισμοί του, τουλάχιστον για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, παρέμειναν ακλόνητοι.[8] Κατά συνέπεια, εφόσον το απαραίτητο υπόβαθρο των γεγονότων παραμένει αμφισβητούμενο, δεν μπορεί να αποτελέσει σταθερό σημείο αναφοράς στο παρόν στάδιο για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και θα πρέπει να διεξαχθεί κανονική ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης και η εκατέρωθεν μαρτυρία να αξιολογηθεί ενδελεχώς.[9]

 

31.          Ως εκ των πιο πάνω, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι οι Εναγόμενοι πέτυχαν στο παρόν στάδιο να αποδείξουν στον απαιτούμενο βαθμό ότι το επίδικο υποστατικό προσφέρθηκε προς ενοικίαση πριν από το 1999 και ότι κατ' επέκταση, θεωρείται «ακίνητο» υπό την έννοια του Άρθρου 2 του Ν.23/1983. Εφόσον οι σχετικές προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικά, κρίνω ότι οι Εναγόμενοι απέτυχαν να αποσείσουν το σχετικό βάρος που έφεραν για απόδειξη των ισχυρισμών τους ότι το παρόν Δικαστήριο  δεν έχει καθ' ύλην δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα Απαίτηση.

 

32.          Παρά το γεγονός ότι η πιο πάνω κατάληξη μου, σφραγίζει την μοίρα της Αίτησης των Εναγόμενων, θεωρώ ορθό, έστω επιγραμματικά, να αναφερθώ και στις υπόλοιπες προϋποθέσεις που θα έπρεπε να πληρούνται για να εμπίπτει η παρούσα υπόθεση εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων. Συγκεκριμένα, πέραν των προϋποθέσεων που εξετάστηκαν ανωτέρω, πρέπει να υφίσταται επίσης ενοικίαση ή άλλη κατοχή του επίδικου υποστατικού δυνάμει της οποίας δημιουργείται η σχέση ιδιοκτήτη και ενοικιαστή, και, ο ενοικιαστής να είναι θέσμιος και κατ' επέκταση η ενοικίαση να είναι θέσμια.

 

33.          Ενώ προκύπτει ως παραδεκτό γεγονός μεταξύ των μερών ότι οι Εναγόμενοι διατηρούν κατοχή του επίδικου υποστατικού και ότι, παρά την απουσία γραπτής συμφωνίας, κατέβαλαν στον Ενάγοντα ποσά σε μηνιαία βάση, από την Έκθεση Απαίτησης, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της ΕΔ-ΜΣ, προκύπτει ασάφεια ως προς το καθεστώς των Εναγόμενων, υπό την έννοια ότι ο Ενάγοντας δεν φαίνεται να τους αναγνωρίζει ως ενοικιαστές του. Από την άλλη, οι Εναγόμενοι, ως προς τη σχέση ενοικίασης μεταξύ των διαδίκων, βασίζονται κυρίως σε αναφορές του ίδιου του Ενάγοντα στην Έκθεση Απαίτησης, ορισμένες από τις οποίες προωθούνται σε διαζευκτική βάση, τόσο ως προς γεγονότα όσο και ως προς τη νομική πτυχή τους. Παραθέτουν φυσικά με τη μαρτυρία τους δεδομένα ενισχυτικά της θέσης του Ενάγοντα, όπως ότι ο τελευταίος ουδέποτε τους έδιδε απόδειξη και ότι δεν εισπράττει τα οφειλόμενα από πλευράς τους ενοίκια, αν και είναι στην διάθεση του. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τη νομολογία δεν εξυπακούεται η συνομολόγηση νέας σύμβασης μίσθωσης εκ μόνου του γεγονότος της πληρωμής ενοικίου αλλά αυτή εξαρτάται από την πρόθεση των μερών και τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.[10]

 

34.          Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι ούτε για σκοπούς εξέτασης των εν λόγω προϋποθέσεων υφίσταται στο στάδιο αυτό το απαραίτητο πραγματικό υπόβαθρο, και, η υπόθεση θα πρέπει να οδηγηθεί σε ακρόαση για να δοθεί περισσότερο φως επ' αυτού, μέσω της μαρτυρίας που θα προσφερθεί για εξακρίβωση και αποκρυστάλλωση των γεγονότων που περιβάλλουν το θέμα της δικαιοδοσίας της παρούσας υπόθεσης.


 

VI. ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

35.          Υπό το φως των πιο πάνω η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

36.          Για τη μετέπειτα πορεία της υπόθεσης να εφαρμοστούν οι πρόνοιες του Μ.12 Κ.1(7) και σε περίπτωση που καταχωρηθεί πρόσθετο σημείωμα εμφάνισης από τους Εναγόμενους, η υπεράσπιση των τελευταίων να καταχωρηθεί εντός 28 ημερών από την ημερομηνία καταχώρισης του πρόσθετου σημειώματος εμφάνισης και αντίγραφο της να επιδοθεί στον Ενάγοντα εντός περαιτέρω 28 ημερών από την καταχώρηση της.[11]

 

37.          Σε ότι αφορά τα έξοδα, και έχοντας υπόψη ότι ο Ενάγοντας έτυχε νομικής εκπροσώπησης για μέρος της υπό εξέταση διαδικασίας αλλά εκπροσώπησε τον εαυτό του κατά το ακροαματικό στάδιο, εμφανιζόμενος ενώπιον του Δικαστηρίου και καταχωρώντας γραπτή αγόρευση, δεν βρίσκω κανένα λόγο να αποκλίνω από το γενικό κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα.

 

38.          Λαμβάνεται όμως επίσης υπόψη ότι τα μέρη, συμπεριλαμβανομένου του Ενάγοντα, κατά παράβαση του Κ.39.9(1), δεν συμμορφώθηκε με το καθήκον του για υποβοήθηση του Δικαστηρίου στον συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων. Ως αποτέλεσμα, έχοντας υπόψη μου τον Κ.39.9(2), θεωρώ ότι οιονδήποτε ποσό επιδικαστεί υπέρ του, είναι ορθό υπό τις περιστάσεις να μειωθεί κατά 10%.

 

39.          Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, ο Ενάγοντας πλέον εκπροσωπεί τον εαυτό του και τυχόν έξοδα που δικαιούται διέπονται από τον κ.39.3, που περιλαμβάνει έξοδα τα οποία αποδεικνύονται προς ικανοποίηση του Πρωτοκολλητή, κρίνω ότι δικαιολογείται απόκλιση από τον γενικό κανόνα με βάση τον κ.39.7 σε σχέση με τον συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων από πλευράς του Δικαστηρίου.

 

40.          Ως εκ των πιο πάνω, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα / Καθ’ου η Αίτηση και εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2 / Αιτητών, τα οποία να υπολογιστούν λεπτομερώς από τον πρωτοκολλητή και τα οποία θα τελούν υπό την αίρεση της έγκρισης του δικαστηρίου, μειωμένα κατά 10%.

 

41.          Τα έξοδα θα είναι καταβλητέα εντός 28 ημερών από την κοινοποίηση στην πλευρά των Εναγόμενων 1 και 2 του εγκεκριμένου από πλευράς του Δικαστηρίου σχετικού καταλόγου.

 

 

                                                                                     (Υπ.)............................

                                                                                   Αφρ. Χαραλαμπίδη, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής         



[1] καν.12.1(2) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

[2] καν.12.1(3) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

[3] Βλ. παρ.1 της Έκθεσης Απαίτησης.

[4] Περί Ενοικιοστασίου (Ελεγχόμενες Περιοχές) Διάταγμα του 2007.

[5] Δηλαδή «υπό ενοικίαση», βλ. άρθρο 2 του Ν.23/1983.

[6] Δηλαδή «προς ενοικίαση», βλ. άρθρο 2 του Ν.23/1983.

[7] Βλ. ΝΑ Theophanous (Matic) Laundries Ltd v Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 739, Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 ΑΑΔ 379), Ζαχαρία ν Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3(Α) ΑΑΔ 293) και Ιωσηφίδη ν Αστυνομίας, (2014) 2 ΑΑΔ 307.

[8] Βλ. Iacovou Bros. v. Fashionwise Ltd (2000) 1(B) Α.Α.Δ. 1377 και Thinking Steel International BV ν. Caramondani Bros Public Co Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 1460.

[9] Karik Banka D.D. v. Χαρίλαος Αποστολίδης Σία Λτδ (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 530.

[10] Βλ. Λιμνατίτη κ.α. ν. Σύννου κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 817, Νίκος Κυθρεώτης και άλλοι v. Άθου Μιχαηλίδη, MilingtonWard (2001) 1Α.Α.Δ. 1480 και ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΛΕΖΟΥ κ.α. v. ΧΑΡΗΣ ΚΑΦΑΡΙΔΗΣ ΕΣΤΕΗΤ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 295/2018, 28/3/24.

[11] Υπενθυμίζεται το περιεχόμενο του καν.12.1(5) των Ν.Κ.Π.Δ.: «Η αποδοχή από διάδικο δικαιοδοσίας δεν συνεπάγεται ανάληψη δικαιοδοσίας από δικαστήριο εκεί όπου αυτό στερείται δικαιοδοσίας δυνάμει Νόμου.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο