Α. Σ. ν. ΙΔΡΥΜΑ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ κ.α., Αρ. Απαίτησης: 790/2024, 5/8/2025
print
Τίτλος:
Α. Σ. ν. ΙΔΡΥΜΑ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ κ.α., Αρ. Απαίτησης: 790/2024, 5/8/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Αφρ. Χαραλαμπίδη.Ε.Δ.                                                                                     

Αρ. Απαίτησης: 790/2024 (IJ)

 

Μεταξύ:

 

Α. Σ.

Ενάγουσας,

ν.

 

1.   ΙΔΡΥΜΑ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

2.   Λ. Κ., ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

3.   Φ. Μ., ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

4.   Π. Θ., ΜΕΛΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

5.   Α. Ε., ΜΕΛΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

6.   ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εναγόμενων.

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 17/9/24 υπό του Εναγόμενου 6

για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου

 

Ημερομηνία5η Αυγούστου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για τον Εναγόμενο 6 / Αιτητή: κα Δ.Παπαμιλτιάδου για ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Για την Ενάγουσα / Καθ’ης η Αίτηση: κα Σ.Ευριπίδου για Ρ.ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

I.    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.   Στις 22/8/2024[1] η Ενάγουσα/Καθ’ης η Αίτηση (στο εξής θα αναφέρεται ως η «Καθ’ης η Αίτηση») καταχώρησε, δυνάμει του Μέρους 7 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, Έντυπο Απαίτησης εναντίον των Εναγόμενων, στο οποίο ενσωματώνεται και η Έκθεση Απαίτησης της.

 

2.   Με την απαίτηση της, η Ενάγουσα αξιώνει από τους Εναγόμενους αποζημιώσεις δυνάμει του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 1967 (24/1967) λόγω παράνομης απόλυσης της. Περαιτέρω, διεκδικεί αποζημιώσεις για απώλεια καριέρας, για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ συμπεριλαμβανομένων αποζημιώσεων αποκατάστασης, για ηθική βλάβη, για απόλυση κατόπιν εκβιασμού και παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις.

 

3.   Στην Έκθεση Απαίτησης της, η Ενάγουσα εκθέτει τις συνθήκες που, κατά την ίδια, οδήγησαν στον παράνομο τερματισμό της απασχόλησης της από την Εναγόμενη 1, εργοδότρια της δυνάμει σχετικής σύμβασης, μετά από περιστατικό που μεσολάβησε με συγκεκριμένη οικοτρόφο. Μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ότι η παύση της μεθοδεύτηκε από τους Εναγόμενους 1-5 και κατόπιν απειλής και/ή εκβιασμού από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας και/ή τον Γενικό Διευθυντή του, χωρίς να αξιολογηθεί η δική της εκδοχή και στερώντας της το δικαίωμα ακρόασης. Ισχυρίζεται ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της είναι παράνομος, παραβιάζει ανθρώπινα και συνταγματικά της δικαιώματα και υπέστη σοβαρή οικονομική και άλλου είδους ζημιές ως αποτέλεσμα αυτού.

 

4.   Στις 4/9/24[2] ο Εναγόμενος 6 καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης, δια του οποίου δήλωσε ότι προτίθεται να αμφισβητήσει τόσο την απαίτηση της Ενάγουσας όσο και τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Οι Εναγόμενοι 1-5 επίσης εμφανίστηκαν στην διαδικασία καταχωρώντας μέσω δικηγόρου κοινό σημείωμα εμφάνισης στις 24/9/24, δηλώνοντας μόνο την πρόθεση τους να αμφισβητήσουν την απαίτηση της Ενάγουσας.

 

II.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΙΤΗΣΗ & ΕΝΣΤΑΣΗ

ΑΙΤΗΣΗ

 

5.   Ακολούθησε στις 17/9/2024 η από πλευράς του Εναγόμενου 6/Αιτητή (στο εξής θα αναφέρεται ως ο «Αιτητής») καταχώρηση της παρούσας αίτησης, δυνάμει του Μέρους 12 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, δια της οποίας ζητεί α) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να αναγνωρίζεται ότι το παρών Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την απαίτηση και/ή να εκδώσει τις θεραπείες που ζητούνται με αυτή, για το λόγο ότι η βάση της Απαίτησης και/ή τα όσα εκεί εκτίθενται από την Καθ’ης η Αίτηση, εδράζονται στον περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμο 24/67 και/ή απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας και/ή την συμβατική εργασιακή σχέση της Ενάγουσας με τους Εναγόμενους 1-5 με αποτέλεσμα δικαιοδοσία εκδίκασης να έχει μόνο το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, β) Άνευ βλάβης και/ή διαζευκτικά του προαναφερθέντος διατάγματος, ζητεί διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να αναγνωρίζεται ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να εκδώσει τις αιτούμενες θεραπείες, για το λόγο ότι αυτές, εδράζονται στον Περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμο 24/67 και/ή απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας και/ή την συμβατική εργασιακή σχέση της Ενάγουσας με τους Εναγόμενους 1-5 με αποτέλεσμα δικαιοδοσία εκδίκασης να έχει μόνο το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, γ) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να παραμερίζεται το Έντυπο Απαίτησης ημερ.21/8/24, δ) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να παραμερίζεται η επίδοση του Έντυπου Απαίτησης ημερ.21/8/24 και, ε) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διαγράφεται η Έκθεση Απαίτησης της Καθ’ης η Αίτηση ημερ.21/8/24.

 

6.   Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στο Άρθρο 30 του Συντάγματος, στο Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, στο Άρθρο 12(1) του περί Ετησίων Αδειών μετ’Απολαβών Νόμο του 1967 (8/1967), στα Άρθρα 3 και 30 του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967 (24/1967), στα Άρθρα 21, 22, 29, 31, 32, 57 και 64Α του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/1960 και στα Μέρη 1-4, 7, 10, 12, 16, 22, 23, 25, 32 και 39 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

 

7.   Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση διοικητικού λειτουργού του Υφυπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας (στο εξής η «ΕΔ-ΝΝ»), ο οποίος δηλώνει ότι εμπλέκεται προσωπικά υπό την εν λόγω ιδιότητα του στο αντικείμενο της απαίτησης. Ο ενόρκως δηλών αναφέρεται  στο πλήρες ιστορικό των διαδικασιών που προηγήθηκαν της καταχώρησης της υπό εξέταση αίτησης ως προκύπτουν από τον φάκελο της υπόθεσης και, με αναφορά στο περιεχόμενο του έντυπου απαίτησης, της Έκθεσης Απαίτησης και των συνημμένων σε αυτήν εγγράφων, προβάλλει τη θέση ότι δεν προκύπτει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του Αιτητή, εφόσον οι αξιώσεις της Καθ’ης η Αίτηση εδράζονται σε συμβατική σχέση μεταξύ της τελευταίας και των Εναγόμενων 1-5, στην οποία ουδεμία εμπλοκή είχε. Όσο αφορά την ουσία της υπό κρίση αίτησης, προβάλλοντας επιχειρηματολογία, κυρίως νομικής φύσεως, την οποία έλαβε κατόπιν συμβουλών των δικηγόρων που χειρίζονται την υπόθεση, εισηγείται ότι εν όψει της βάσης της απαίτησης της Ενάγουσας και των αξιώσεων της, το μόνο Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

ΕΝΣΤΑΣΗ

8.   Η Αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση της Καθ’ης η Αίτηση, η οποία βασίζεται, μεταξύ άλλων, στα Άρθρα 3 και 30(1)(2) του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967 (24/1967), επί του περί Ετησίων Αδειών μετ’Απολαβών Νόμο του 1967 (8/1967), επί των Άρθρων 21, 22, 29, 31, 32, 57 και 64Α του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/1960 και στα Μέρη 1-4, 7, 10, 12, 16, 22, 23, 25, 32, 39 και Μέρος 23 Κανονισμός 7 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, στα Άρθρα 30 και 12 του Συντάγματος, επί του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, επί του άρθρου 51(α)(β) και επί των Άρθρων 1-68 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148 και επί της απόφασης Eleftherios Zivlas v. The Municipality of Limassol 2 Joannou & Paraskevaides Ltd 1973 C.L.R..

 

9.   Οι λόγοι ένστασης μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: 1. Η απαίτηση της Καθ’ης η Αίτηση δεν εδράζεται αποκλειστικά επί του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967 Άρθρο 30(1), 2. Διεκδικούνται με την απαίτηση αξιώσεις που υπερβαίνουν αυτές που δύναται να διεκδικηθούν και/ή επιδικαστούν από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών και με βάση το Άρθρο 30(2) και/ή την νομολογία δεν αποκλείεται η προσαγωγή της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και, 3. Η Αίτηση είναι επιπόλαιη, ενοχλητική και καταχρηστική.

 

10.          Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η ένσταση εκτίθενται στην συνημμένη στην τελευταία ένορκη δήλωση δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Καθ’ης η Αίτηση (στο εξής η «ΕΔ-ΕΚ»). Σύμφωνα με το περιεχόμενο αυτής, η οποία σε μεγάλη έκταση προσλαμβάνει τη μορφή αγόρευσης, εφόσον προβάλλεται κυρίως επιχειρηματολογία προς υποστήριξη των λόγων ένστασης, με αναφορά στο περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης, τις αξιώσεις της Καθ’ης η Αίτηση αλλά και την νομική πτυχή των υπό εξέταση ζητημάτων.

 

III. ΑΚΡΟΑΣΗ

 

11.          Για σκοπούς πληρότητας, σημειώνεται ότι, ενώ η πλευρά των Εναγόμενων 1-5 έλαβε γνώση της παρούσας αίτησης, και ως επιβεβαιώνεται από τη σχετική ηλεκτρονική επικοινωνία των συνηγόρων της η οποία βρίσκεται στον φάκελο της υπόθεσης, επέλεξε να μην καταχωρήσει ειδοποίησης ένστασης και δήλωσε ότι θα παρακολουθήσει την διαδικασία.

 

12.          Για την ακροαματική διαδικασία της αίτησης εκδόθηκε σχετικό διάταγμα με το οποίο καθορίστηκε το χρονοδιάγραμμα εκδίκασης της το οποίο προνοούσε και για την, από πλευράς και των δύο μερών, δυνατότητα καταχώρησης τυχόν συμπληρωματικής μαρτυρίας και αίτησης για αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. Η ακρόαση της αίτησης εν τέλει διεξήχθη μόνο στην βάση της πιο πάνω αναφερόμενης γραπτής μαρτυρίας που προσάχθηκε εκατέρωθεν προς υποστήριξη της Αίτησης και Ένστασης.

 

13.          Και οι δύο πλευρέςς, μέσω των συνηγόρων τους, καταχώρησαν γραπτές αγορεύσεις στον φάκελο της υπόθεσης, και κατά την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η αίτηση για ακρόαση, προέβηκαν επίσης σε προφορική επιχειρηματολογία ενώπιον του Δικαστηρίου προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους. 

 

14.          Έχω μελετήσει την αίτηση, την ένσταση, τις εκατέρωθεν υποστηρικτικές ένορκες δηλώσεις σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του έντυπου απαίτησης, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης απαίτησης, και έχω λάβει υπόψη μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων και δεν κρίνεται σκόπιμο να αναφερθώ σε αυτό στη συνέχεια.

 

IV. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

15.          Το ζήτημα αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου διέπεται από το Μέρος 12 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Συγκεκριμένα, ο καν.12.1(α) επί του οποίου βασίζεται η υπό κρίση αίτηση προνοεί ότι ο Εναγόμενος ο οποίος επιθυμεί να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να εκδικάσει την απαίτηση δύναται να αιτηθεί από το δικαστήριο την έκδοση διατάγματος το οποίο να αναγνωρίζει ότι στερείται τέτοιας δικαιοδοσίας ή δεν θα πρέπει να ασκήσει οποιαδήποτε δικαιοδοσία δυνατόν να έχει.

 

16.          Ο Εναγόμενος, ο οποίος επιθυμεί να υποβάλει τέτοια αίτηση, οφείλει πρώτα να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης, σύμφωνα με το Μέρος 10, και να σημειώσει την κατάλληλη επιλογή, η οποία υποδηλώνει την πρόθεση του αυτή,[3] και να υποβάλει την αίτηση εντός 14 ημερών από την καταχώρηση του σημειώματος εμφάνισης, η οποία πρέπει να υποστηρίζεται από μαρτυρία.[4] 

 

17.          Η αίτηση εδράζεται επί του Άρθρου 12 των περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμο (Ν.24/67) με το οποίο καθορίζεται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και προνοεί τα εξής:

 

«12.-(1) Καθιδρύεται Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών, (εν τω παρόντι Νόμω καλούμενον “Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών”) εις την αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν του οποίου υπάγεται η διάγνωσις και απόφασις επί των ακολούθων διαφορών:

(α) απασών των εργατικών διαφορών των αναφυομένων συνεπεία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων, περιλαμβανομένου και παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού προς τοιαύτας διαφοράς θέματος·

(β) απασών των εργατικών διαφορών, συμπεριλαμβανομένου και παντός συμπληρωματικού ή παρεμπίπτοντος θέματος παραπεμπομένου αυτώ δυνάμει ρητής διατάξεως οιουδήποτε ετέρου νόμου ή Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων·

(γ) πάσης εργατικής διαφοράς παραπεμπομένης αυτώ υπό του Υπουργού, είτε κοινή συναινέσει αμφοτέρων των μερών, είτε δυνάμει οιασδήποτε εν ισχύϊ συλλογικής συμβάσεως ή διευθετήσεως αφορώσης την επίλυσιν εργατικών διαφορών διά διαιτησίας·

(δ) οιασδήποτε ετέρας διαφοράς, συμπεριλαμβανομένης και οιασδήποτε απαιτήσεως διά παροχήν ή αποφάσεως αρμοδίου λειτουργού, δυνάμει των διατάξεων του εκάστοτε περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων ισχύοντος Νόμου, ήτις ήθελε παραπεμφθή αυτώ, ως ήθελεν εκάστοτε καθορισθή διά νόμου ή διά Κανονισμών εκδοθέντων κατ’ εφαρμογήν του εδαφίου τούτου·

(ε) αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας και περιλαμβάνουν απαιτήσεις για ετήσιες άδειες, δεδουλευμένο ημερομίσθιο, φιλοδώρημα, δέκατο τρίτο μισθό και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα προκύπτει από νόμο, κανονισμό, έθιμο, ατομική ή συλλογική σύμβαση·

(στ) οποιωνδήποτε διαφορών αστικής φύσεως αναφύονται συνεπεία της εφαρμογής του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου.»

 

18.          Ο όρος «εργατική διαφορά» καθορίζεται στο άρθρο 2 του Ν.24/67 και σημαίνει «οιανδήποτε διαφοράν μεταξύ εργοδοτών και εργοδοτουμένων ή μεταξύ εργοδοτουμένων και εργοδοτουμένων, εν σχέσει προς την απασχόλησιν ή την μη απασχόλησιν ή τας συνθήκας απασχολήσεως ή τους όρους απασχολήσεως οιωνδήποτε προσώπων είτε εργοδοτουμένων υπό του εργοδότου μετά του οποίου εγείρεται η διαφορά είτε μη».

 

19.          Η καθ’ύλη αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, σε σχέση με εργατικές διαφορές που προκύπτουν από τον τερματισμό απασχόλησης και δίδουν δικαίωμα αποζημίωσης σε εργοδοτούμενο,[5] οριοθετείται ερμηνεύοντας το άρθρο 12 του Ν.8/67 σε συνδυασμό με το άρθρο 30 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, Ν.24/67 το οποίο προνοεί τα εξής: 

«30.-(1) Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών κέκτηται αποκλειστικήν αρμοδιότητα να αποφασίζη επί απασών των εργατικών διαφορών των αναφυομένων συνεπεία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων, περιλαμβανομένου και παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού προς τοιαύτας διαφοράς θέματος.

(2) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω ερμηνεύεται ως επηρεάζον το δικαίωμα εργοδοτουμένου όπως, αναφορικώς προς τερματισμόν απασχολήσεως, προσφύγη εις το Επαρχιακόν Δικαστήριον της Επαρχίας εν η ο εργοδοτούμενος ηργοδοτείτο κατά τον χρόνον καθ' ον ανέκυψεν η διαφορά εις περίπτωσιν καθ' ην η αξίωσις αυτού είναι δι' αποζημιώσεις υπερβαινούσας τας διά του παρόντος Νόμου δυναμένας να διεκδικηθώσι.

(3) [Καταργήθηκε]»

20.          Στις ερμηνευτικές του διατάξεις, ο Ν.24/67 προσδίδει στον όρο «εργατική διαφορά» έννοια όμοια με την αντίστοιχη του Νόμου 8/67. Το δικαίωμα εργοδοτούμενου σε επιδικαζόμενης από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αποζημίωσης ένεκα τερματισμού της απασχόλησης του, διέπεται από το άρθρο 3(1) του Ν.24/67 το οποίο παραπέμπει στον Πρώτο Πίνακα του Παραρτήματος που συνοδεύει τον Νόμο, σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού της. Στην παράγραφο 3 του Πρώτου Πίνακα αναφέρεται πως σε καμία περίπτωση, η αποζημίωση δεν θα υπερβαίνει τα ημερομίσθια δύο ετών. Συνεπώς το ποσό αυτό είναι η οροφή για την άσκηση αποκλειστικής δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

 

21.          Το ζήτημα της καθ' ύλης αρμοδιότητας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ως προκύπτει από τις προαναφερόμενες Νομοθετικές πρόνοιες, αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις Phassouri Plantations v. Georghiou (1982) 1 CLR 766 και Στέλιος Στυλιανίδης ν. The British American Insurance Co Ltd (1990) 1 ΑΑΔ 517, και αποφασίστηκε πως η εκδίκαση αξιώσεων για αποζημιώσεις λόγω τερματισμού απασχόλησης εμπίπτει στην δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου, όταν αυτές υπερβαίνουν το ύψος της αποζημίωσης που είναι δυνατόν να επιδικαστούν δυνάμει του Νόμου 24/67. Επίσης, στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Δ.Σ. Αρτοκουλουροποιείον Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 1381 αποφασίστηκε πως η καθ' ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών συσχετίζεται άμεσα με το ύψος της αποζημίωσης που διεκδικεί ο εργοδοτούμενος.[6] Στην Ιnteramerican Insurance Co. Ltd. v. Μακρίδου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1529, όπου προβλήθηκε το επιχείρημα ότι, εφόσον επιδικάστηκαν αποζημιώσεις που δεν υπερέβαιναν τα ημερομίσθια δύο ετών, διαφάνηκε εκ του αποτελέσματος ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία, αναφέρθηκε (σελ. 1534) ότι:

 

«Αναπόφευκτα, η ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο στηρίζεται κατ' αρχάς στους διατυπωθέντες ισχυρισμούς με τους οποίους προσδιορίζονται τα επίδικα θέματα. Από την πλούσια επ'  αυτού νομολογία αρκεί η αναφορά στη Sevegep Ltdv. United Sea Transport (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 729 όπου λέχθηκε, στη σελ. 732, ότι:

 

"Τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν την απαίτηση. Στην προκείμενη περίπτωση περιέχονται στην έκθεση απαιτήσεως."

 

Δεν ακολουθεί όμως εξ αυτού ότι οι εκ των υστέρων διαπιστώσεις του Δικαστηρίου είναι πάντοτε άνευ σημασίας. Εξαρτάται από το τι προβλέπει η δικαιοδοτική νομοθετική διάταξη. Όπου ορίζονται προϋποθέσεις με την έννοια των σταθερών δεδομένων, το κατά πόσο πληρούνται παραμένει ζήτημα ανοικτό μέχρι τέλους της υπόθεσης· και αν τότε προκύψει αρνητική απάντηση, η υπόθεση ναυαγεί λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, του υπό συζήτηση άρθρου 30(1) και (2) του νόμου, δεν τίθεται όμως τέτοιου είδους προϋπόθεση. Τίθεται ως κριτήριο μόνο το ύψος της αξίωσης του εργοδοτουμένου. Του παρέχεται το δικαίωμα να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο εφόσον "η αξίωσις αυτού είναι δι΄ αποζημιώσεις υπερβαίνουσας τας διά του παρόντος Νόμου δυναμένας να διεκδικηθώσι." Το δικαίωμα του να προβάλει αξίωση πέραν ορισμένου ύψους προσδιορίζει και την αντίστοιχη δικαιοδοσία που είναι η γενική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η διάταξη δεν συναρτά τη δικαιοδοσία με την επιτυχία της αξίωσης. Ούτε άλλωστε θα μπορούσε να αναμένεται να υπάρχει τέτοια εξάρτηση στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Επομένως, από άποψης του άρθρου 30(1) και (2), το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν στερείτο εν προκειμένω δικαιοδοσίας με αναφορά στο ύψος των επιδικασθεισών αποζημιώσεων.» (Η υπογράμμιση δική μου)

 

22.          Προκύπτει από την πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση ΔΗΜΟΣ ΛΑΚΑΤΑΜΙΑΣ v. ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΡΑΤΗ, Πολιτική Έφεση αρ. E47/2025, ημερ.28/5/25, με αναφορά στην ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ v. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E178/2014, ECLI:CY:AD:2020:A285, ημερ.11/8/20 ότι, εφόσον προβλέπεται από το Μέρος 12 των Νέων Κ.Π.Δ. μηχανισμός εξέτασης αμφισβήτησης δικαιοδοσίας πριν την καταχώριση υπεράσπισης, ζητήματα αρμοδιότητας τα οποία δεν γίνονται παραδεκτά στα δικόγραφα, πρέπει να αποδεικνύονται με θετική μαρτυρία ή με παραδοχή γεγονότων τα οποία είναι ικανά να θεμελιώσουν την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

 

23.          Ως προς το βάρος απόδειξης περί του ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας και ότι αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών το φέρει ο ίδιος ο Αιτητής, εφόσον αυτός έχει εγείρει το υπό εξέταση ζήτημα και αίτηση.

 

V.  ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΤΑ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

24.          Καταρχάς να αναφέρω ότι, προκύπτει και από τις αγορεύσεις της πλευράς του Αιτητή, ότι η Αίτηση έχει προωθηθεί αποκλειστικά σε σχέση με το ζήτημα αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, εν όψει της βάσης της αγωγής της Καθ’ης η Αίτηση ως προκύπτει από το έντυπο και την έκθεση απαίτησης της, και η οποία αφορά παράνομη απόλυση της σε συνδυασμό με την αξίωση της για μισθούς που αντιστοιχούν σε 24 μήνες ως αποζημιώσεις δυνάμει του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 1967 (24/1967).

 

25.          Περαιτέρω, είναι ξεκάθαρο από τον φάκελο του Δικαστηρίου και δεν έχει αμφισβητηθεί από πλευράς της Καθ’ης η Αίτηση, ότι ο Αιτητής συμμορφώθηκε με τις τυπικές προϋποθέσεις του Μέρους 12. Δηλαδή καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης σημειώνοντας την επιλογή ότι προτίθεται να αμφισβητήσει την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και καταχώρησε την υπό εξέταση αίτησης, η οποία υποστηρίζεται από μαρτυρία (ΕΔ-ΝΝ), εντός της σχετικής προθεσμίας.

 

26.          Προχωρώ τώρα στην εξέταση της ουσιαστικής πτυχής του αιτήματος των Εναγόμενων, ειδικότερα σε σχέση με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ώστε να υπάγεται μία διαφορά στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

 

27.          Υπενθυμίζεται ότι το βάρος απόδειξης των θέσεων του στην παρούσα περίπτωση το φέρει ο Αιτητής. Στην υπό εξέταση περίπτωση όμως, το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του τις δικογραφημένες θέσεις του ώστε να αναζητηθεί εκεί η θέση που προωθεί σε σχέση με τη δικαιοδοσία.[7] Επίσης παρά του ότι η Αίτηση του συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, ως προαναφέρθηκε ανωτέρω, αυτή περιέχει κυρίως νομική επιχειρηματολογία και όχι μαρτυρία ως προς τα γεγονότα. Το ίδιο ισχύει και για την μαρτυρία που προσάχθηκε προς υποστήριξη της Ένστασης. Προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας που προσάχθηκε προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων ότι τα ζητήματα που εγείρονται είναι νομικής φύσεως, ενώ το υπόβαθρο των γεγονότων επί του οποίου στηρίζονται η αίτηση και ένσταση και απορρέει από τον φάκελο της υπόθεσης, δεν τελεί υπό αμφισβήτηση.

 

28.          Εφόσον εγείρεται ζήτημα έλλειψης δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τη νομολογία, το Δικαστήριο έχει καθήκον να το εξετάσει,[8] εάν παρέχεται αυτή η δυνατότητα στην υπό εξέταση περίπτωση. Ως προανέφερα, η θέση του Αιτητή επικεντρώνεται στην διατύπωση της απαίτησης και αξίωσης της Καθ’ης η Αίτηση. Όντως προκύπτει τόσο από το Έντυπο Απαίτησης της όσο και από την Έκθεση Απαίτησης της ότι διεκδικεί αποζημιώσεις δυνάμει του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 1967 (24/1967) για παράνομη απόλυση και στα πλαίσια της τελευταίας συγκεκριμενοποιεί το σχετικό ποσό στους μισθούς δύο ετών (24 μήνες).[9] Όμως η αξίωση της Καθ’ης η Αίτηση δεν περιορίζεται στην συγκεκριμένη θεραπεία αλλά διεκδικούνται και αποζημιώσεις για απώλεια καριέρας,[10] για παραβίαση των ανθρώπινων της δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων αποζημιώσεων αποκατάστασης[11], για ηθική βλάβη[12], για απόλυση της κατόπιν εκβιασμού[13] και παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις[14]. Για τις προαναφερόμενες αξιώσεις, δεν καθορίζονται συγκεκριμένα ποσά από πλευράς της Καθ’ης η Αίτηση και αναμένεται ότι θα καθοριστούν από πλευράς του Δικαστηρίου, εάν και εφόσον επιτύχει η απαίτηση της και κριθεί ότι δικαιούται στις εν λόγω θεραπείες.

 

29.          Η κλίμακα της απαίτησης καθορίστηκε από την ίδια την Καθ’ης η Αίτηση επί του Έντυπου Απαίτησης της στις €50.000-€100.000[15] που συνεπάγεται ότι, κατά την ίδια, δικαιούται σε αποζημιώσεις μεταξύ €50.000-€100.000. Προκύπτει από την έκθεση απαίτησης της και δεν έχει αμφισβητηθεί ούτε αντικρουστεί, τουλάχιστον στο στάδιο αυτό, από πλευράς του Αιτητή, ότι οι μισθοί που διεκδικεί και αντιστοιχούν σε δύο έτη ανέρχονται στο ποσό των €67.488 (€2.812 Χ 24 μήνες). Δηλαδή, ανέρχονται σε μικρότερο ποσό από το μέγιστο ποσό που θεωρεί η Καθ’ης η Αίτηση ότι δύναται να λάβει με την απαίτηση της ως αποζημιώσεις, δηλαδή €100.000.

 

30.          Συνεπάγεται ότι, εφόσον το ύψος της αποζημίωσης που διεκδικεί η Καθ’ης η Αίτηση, υπερβαίνει το ύψος της αποζημίωσης που είναι δυνατόν να επιδικαστεί δυνάμει του Νόμου 24/67, η εκδίκαση της παρούσας απαίτησης εμπίπτει στην δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

VI. ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

31.          Υπό το φως των πιο πάνω η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

32.          Για τη μετέπειτα πορεία της υπόθεσης να εφαρμοστούν οι πρόνοιες του Μ.12 Κ.1(7) και σε περίπτωση που καταχωρηθεί πρόσθετο σημείωμα εμφάνισης από τον Εναγόμενο 6, η υπεράσπιση του τελευταίου να καταχωρηθεί εντός 28 ημερών από την ημερομηνία καταχώρισης του πρόσθετου σημειώματος εμφάνισης και αντίγραφο της να επιδοθεί στην πλευράς της Ενάγουσας εντός περαιτέρω 7 ημερών από την καταχώρηση της.

 

33.          Σε ότι αφορά τα έξοδα, δεν βρίσκω κανένα λόγο να αποκλίνω από το γενικό κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα. Λαμβάνεται όμως υπόψη ότι τα μέρη, συμπεριλαμβανομένης της Ενάγουσας, κατά παράβαση του Κ.39.9(1), δεν συμμορφώθηκε με το καθήκον της για υποβοήθηση του Δικαστηρίου στον συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων. Ως αποτέλεσμα, έχοντας υπόψη μου τον Κ.39.9(2), θεωρώ ότι οιονδήποτε ποσό επιδικαστεί υπέρ της, είναι ορθό υπό τις περιστάσεις να μειωθεί κατά 10%.

 

34.          Ως εκ των πιο πάνω, τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας/Καθ’ης η Αίτηση και εναντίον του Εναγόμενου 6/Αιτητή, μειωμένα κατά 10%. Σε σχέση με τους Εναγόμενους 1 -5, εφόσον δεν συμμετείχαν στην ενδιάμεση διαδικασία, δεν εκδίδω διαταγή για έξοδα.

 

35.          Επειδή στην προκείμενη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής ο Κ.39.7 και θα πρέπει να γίνει συνοπτικός υπολογισμός των εξόδων, οι δικηγόροι, κατ' εφαρμογή του Κ.39.9 να υποβάλουν καταλόγους εξόδων μέχρι τις 22/8/25 και ώρα 13.00 μ.μ. Ο συνοπτικός υπολογισμός των εξόδων ορίζεται στις 10/9/25 και ώρα 9.30 π.μ. με απαραίτητη τη φυσική παρουσία των δικηγόρων των διαδίκων στο Δικαστήριο.

 

 

 

 

                                                                                    (Υπ.)............................

                                                                                   Αφρ. Χαραλαμπίδη, Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής         

 



[1] Βλ. Καν. 16, περί της Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης Διαδικαστικός Κανονισμός του 2024, σε σχέση με ημερομηνία καταχώρησης στο σύστημα I-JUSTICE.

[2] Βλ. Καν. 16, περί της Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης Διαδικαστικός Κανονισμός του 2024, σε σχέση με ημερομηνία καταχώρησης στο σύστημα I-JUSTICE.

 

[3] καν.12.1(2) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

[4] καν.12.1(3) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

[5] Βλ. Άρθρο 3 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, Ν.24/67. 

 

[6] Βλ. επίσης Ιnteramerican Insurance Co. Ltd. v. Μακρίδου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1529 και Kapsou ν. Middle East Airlines Airliban (1988) 1 C.L.R. 152.

[7] Βλ.ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ v. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E178/2014, ECLI:CY:AD:2020:A285, ημερ.11/8/20.

[8]  Βλ.PHILIPPOU ν. PHILIPPOU (1986) 1 CLR 689.

[9] Βλ.Έκθεση Απαίτησης, παρ.35, σημείο Β.

[10] Ibid, σημείο Γ.

[11] Ibid, σημείο Δ.

[12] Ibid, σημείο Ε.

[13] Ibid, σημείο Ζ.

[14] Ibid, σημείο Η.

[15] Ο καθορισμός της κλίμακας είναι συνέπεια της αξίωσης, όπως διατυπώνεται στην έκθεση απαιτήσεως, Βλ. Βασιλειάδης Αθηνόδωρος κ.α. ν. Πετρολίνα, (1994) 1 Α.Α.Δ. 16 και Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1996) 1 ΑΑΔ 1085.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο