Στέλιος Χριστοφίδη ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ως του κατά Νόμο εκπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αριθμός Αγωγής: 882/2021, 15/9/2025
print
Τίτλος:
Στέλιος Χριστοφίδη ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ως του κατά Νόμο εκπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αριθμός Αγωγής: 882/2021, 15/9/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

Ενώπιον: Χ. Στρόππου, Ε.Δ.

                                                                                                                       

        Αριθμός Αγωγής: 882/2021

 

 

  Στέλιος Χριστοφίδη

 

    Ενάγοντες

 

-και-

 

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ως του κατά Νόμο εκπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας

 

 

                                                                                                                                                                                                      Εναγόμενοι

 

Ημερομηνία: 15/09/2025

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγοντα/Καθ’ ου η Αίτηση: κυρία Μιχαήλ για C. HADJICOSTI LLC

 

Για Εναγόμενους/Αιτητές: κυρία Τσιντίδου Ι. για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας  

 

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

(Εκδίκαση προδικαστικού σημείου)

 

I.          Εισαγωγή

 

 

1.         Το Δικαστήριο δια Απόφασης του ημερομηνίας 10/01/2025 αποφάσισε ότι οι προδικαστικές ενστάσεις που προβάλλονται στην παράγραφο 1 (α) – (κ) της Έκθεσης Υπεράσπισης  συνιστούν νομικά ζητήματα, τα οποία δύνανται να εκδικαστούν και να αποφασισθούν προδικαστικά και ότι σε περίπτωση που οι προδικαστικές ενστάσεις επιτύχουν, η επίλυση τους αδιαμφισβήτητα θα συμβάλει στην εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων, ως είναι ο σκοπός της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

2.         Επιπλέον, το Δικαστήριο στην πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση του ομαδοποίησε τις σχετικές προδικαστικές ενστάσεις σε τρείς κατηγορίες. (α) Στις προδικαστικές ενστάσεις δια των οποίων προβάλλεται ότι ο Ενάγοντας δεν αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του Εναγόμενου. (β) Στις προδικαστικές ενστάσεις δια των οποίων προβάλλεται ότι το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την διαφορά καθότι αυτή ανάγεται στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου. (γ) Στις προδικαστικές ενστάσεις δια των οποίων προβάλλεται ότι ο Ενάγοντας δεν ενήργησε στην βάση των όσων αναφέρονται στο άρθρο 146.6 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθότι δεν απέστειλε επιστολή καθορίζοντας την ζημιά του αλλά ζητούσε απλά συμμόρφωση με την Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου. Για σκοπούς της παρούσας ενδιάμεσης Απόφασης υιοθετείται εκ νέου η πιο πάνω ομαδοποίηση.

 

3.         Υπενθυμίζεται ότι δια μέσου της πιο πάνω Αγωγής ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι τον Ιούνιο του 2016 είχε προκηρυχθεί από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, η μόνιμη θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση. Κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας προήγαγε τον κύριο Παπούλα Α. αντί τον Ενάγοντα. Ο Ενάγοντας προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο καταχωρώντας την Διοικητική Προσφυγή 866/2017 εναντίον της πιο πάνω Απόφασης της Επιτροπής. Το Διοικητικό Δικαστήριο ακύρωσε την Απόφαση προαγωγής  του κύριου Παπούλα Α. και ο Ενάγοντας απέστειλε μέσω των Δικηγόρων του δύο επιστολές προς την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ζητώντας συμμόρφωση με την Απόφαση και να προχωρήσουν στην προαγωγή του Ενάγοντα στην πιο πάνω θέση.

 

4.         Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας αγνόησε τις δύο επιστολές του. Αποτέλεσμα τούτων ήταν να υποστεί ζημιές, τις οποίες τώρα διεκδικεί από τον Εναγόμενο.

 

II.         Τα παραδεκτά γεγονότα

 

5.         Οι Συνήγοροι των Διαδίκων καταχώρισαν στο Δικαστήριο κατάλογο παραδεκτών γεγονότων. Σύμφωνα με τον εν λόγω Κατάλογο Παραδεκτών Γεγονότων:

 

(i)            Η Απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 15/02/2017 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 31/03/2017. Παραδεκτό κατέστη και το Τεκμήριο 1 που επισυνάπτεται στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση ημερομηνίας 16/05/2023, που είναι η Απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας.

 

(ii)          Το Διοικητικό Δικαστήριο με Απόφαση του στην Προσφυγή 866/2017 μεταξύ του Ενάγοντα και της Κυπριακής Δημοκρατίας και η οποία εκδόθηκε στις 20/08/2019 ακύρωσε την Απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 15/02/2017 για προαγωγή του κύριου Παπούλα Α. στην θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση από 20/02/2017. Παραδεκτά κατέστησαν τα Τεκμήρια 3 και 4 της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση ημερομηνίας 16/05/2023 και που είναι η Προσφυγή που καταχωρίστηκε στο Διοικητικό Δικαστήριο και η Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου αντίστοιχα.

 

(iii)         Ακολούθως με νέα απόφαση της η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αριθμό 5269 στις 27/03/2020, γνωστοποίηση αριθμός 286, αποφάσισε να προάγει τον κύριο Παπούλα Α. στη θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση αναδρομικά από 20/02/2017. Παραδεκτό κατέστη και το Τεκμήριο 2 στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση ημερομηνίας 16/05/2023

 

(iv)         Εναντίον της νέας Απόφασης της Διοίκησης δεν ασκήθηκε Προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο.

 

III.       Αξιολόγηση των προδικαστικών σημείων

 

6.         Από μια ανάγνωση της Έκθεσης Απαίτησης που καταχώρισε ο Ενάγοντας προκύπτει ότι τις ζημιές που διεκδικεί από τον Εναγόμενο, τις στηρίζει σε ένα πλέγμα γεγονότων που αφορούν τον μη διορισμό του στην θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση και την ακύρωση της Απόφασης της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 15/02/2017.

 

7.         Η επιχειρηματολογία του Εναγόμενου αλλά και οι προδικαστικές ενστάσεις περιστρέφονται γύρω από το άρθρο 146.6 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς επίσης και στο ότι ο Ενάγοντας στηρίζει τις αξιώσεις του στο δημόσιο δίκαιο.

 

8.         Κατωτέρω, θα εξεταστούν οι προδικαστικές ενστάσεις σύμφωνα με την ομαδοποίηση την οποία έκανε το Δικαστήριο στην προηγούμενη Απόφαση του. Σημειώνεται εκ προοιμίου ότι οι προδικαστικές ενστάσεις που άπτονται της ύπαρξης αγώγιμου δικαιώματος θα εξεταστούν στην ίδια ενότητα με τις προδικαστικές ενστάσεις που άπτονται της μη τήρησης από τον Ενάγοντα της διαδικασίας που προνοεί το άρθρο 146.6 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας λόγω συνάφειας.

 

Οι προδικαστικές ενστάσεις που άπτονται της έλλειψης αγώγιμου δικαιώματος – Οι προϋποθέσεις του άρθρου 146.6 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας

 

9.         Σχετικές επί του προκειμένου είναι οι προδικαστικές ενστάσεις που προβάλλονται στην παράγραφο 1 (α), (β), (γ), (δ), (ζ), (η) (θ)  της Έκθεσης Υπεράσπισης δια μέσου των οποίων προβάλλεται επί της ουσίας ότι ο Ενάγοντας δεν έχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του Εναγόμενου ή/και δεν αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα ή/και ότι η παράλειψη του Ενάγοντα να προσφύγει εναντίον της απόφασης της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας μετά την επαναξιολόγηση, αποστερεί από τον Ενάγοντα το δικαίωμα να διεκδικεί αποζημιώσεις.  

 

10.      Επιπλέον, στην προδικαστική Ένσταση που προβάλλεται στην παράγραφο 1 (στ) της Έκθεσης Υπεράσπισης διαπιστώνεται ότι και αυτή αφορά ένα σημείο το οποίο είναι άμεσα συνυφασμένο με το αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα. Συγκεκριμένα με την εν λόγω προδικαστική ένσταση, προβάλλεται ότι το αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα δεν «γεννήθηκε» καθότι στην επιστολή που απέστειλε στο αρμόδιο διοικητικό όργανο δεν καθόρισε την ζημιά του αλλά αρκέστηκε να ζητήσει την συμμόρφωση της Διοίκησης με την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

11.      Το αγώγιμο δικαίωμα για αποζημιώσεις μετά την έκδοση ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, το οποίο καθιερώνει το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, είναι ιδιόμορφο (cause sui generis).  Οι προϋποθέσεις γένεσης του δικαιώματος αυτού καθώς και οι κανόνες καθορισμού του ύψους των αποζημιώσεων είναι ιδιαίτεροι και διαφέρουν από τους αντίστοιχους του κοινοδικαίου και της επιείκειας (Frangoulides ν. Republic (1982) 1 C.L.R 462).

 

12.      Το άρθρο 146.6 έχει ερμηνευθεί στην Εγγλεζάκη κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1992) 1 Α.Α.Δ. 697. Στην εν λόγω υπόθεση υπογραμμίστηκε ότι η ακύρωση διοικητικής απόφασης δε θεμελιώνει αφ’ εαυτής δικαίωμα για αποζημίωση από πολιτικό δικαστήριο. Δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται εφ’ όσον η αξίωση αυτού δεν ικανοποιήθηκε υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου. Η αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας, όπως διαπιστώνεται στην ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, αποτελεί ευθύνη του αρμόδιου διοικητικού οργάνου στο πεδίο του δημοσίου δικαίου. Παράλειψη αποκατάστασης της νομιμότητας με την εξαφάνιση της πράξης, συνιστά παράλειψη εκπλήρωσης υποχρέωσης που θέτει το άρθρο 146.5 του Συντάγματος που επιβάλλει την ενεργό συμμόρφωση με τη ακυρωτική απόφαση, και συνιστά παράλειψη υποκείμενη σε αναθεώρηση βάσει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Από την στιγμή που η Διοίκηση συμμορφώθηκε με την εξαφάνιση της πράξης και την επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης, τότε  η μη αμφισβήτηση της νέας απόφασης, σε συνδυασμό με το τεκμήριο της νομιμότητας, επισφραγίζουν το πλαίσιο της νομιμότητας αναφορικά με τη διοικητική λειτουργία. Όπως σημείωσε το Ανώτατο Δικαστήριο, το δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται αν, παρά την αποκατάσταση της νομιμότητας, προέκυψε ζημία, η οποία δεν είχε ικανοποιηθεί, από την αρμόδια διοικητική αρχή (βλ. και ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΦΙΛΙΑΣΤΙΔΗΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ (2014) 1 ΑΑΔ 2137, ECLI:CY:AD:2014:A738). 

 

13.      Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Κοινοπραξία A.D.T. - ΩΜΕΓΑ Α.Τ.Ε ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Αναθεωρητική Έφεση 42/2015 ημ. 12/1/2022, ECLI:CY:AD:2022:C4, ECLI:CY:AD:2022:C4 και Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 629 έκρινε ότι είναι καθήκον της διοίκησης να προβεί σε επανεξέταση για αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας όπως αυτή αποτυπώνεται στην αναθεωρητική ακυρωτική απόφαση. Καθήκον που δεν υποχωρεί ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να γίνει φυσική (in natura) αποκατάσταση των πραγμάτων, στην προτέρα τους κατάσταση.

 

14.      Η αξίωση, που εφόσον δεν ικανοποιηθεί δημιουργεί δικαίωμα επιδίκασης αποζημίωσης, πρέπει να θεμελιώνεται στην ίδια την απόφαση που κηρύχθηκε άκυρη. Τίθεται ζήτημα αποζημίωσης μόνο εφόσον η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπειά της. (Βλ. Attorney-General ν. Andreas Marcoullides and Another (1966) 1 C.L.R. 242, Costas Tsakkistos v. Attorney-General (1969) 1 C.L.R. 355, Kambis v. Republic (1984) 1 C.L.R. 314, Πελαγίας Εγγλεζάκης και Άλλοι ν. Γενικός Εισαγγελέας (1992) 1(A) Α.Α.Δ. 697 και Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ν. Χάρης Θεοδωρίδης (1993) 1 Α.Α.Δ. 420).

 

15.      Η δικαστική ακύρωση διορισμού δεν εμπεριέχει και δήλωση για παράλειψη διορισμού άλλου ούτε, βέβαια, γεννά με οποιοδήποτε τρόπο δικαίωμα διορισμού ώστε να δεσμεύεται εκ των προτέρων η διακριτική εξουσία της διοίκησης που καθηκόντως θα επανεξετάσει το ζήτημα. (Βλ. Frangoulides v. The Republic (1982) 1 C.L.R. 462).

 

16.      Στην πρόσφατη Απόφαση του Εφετείου J. N. Christofides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση αρ. 321/2018, ημερομηνίας 26 Ιουλίου 2024 υπογραμμίστηκε η αναγκαιότητα ύπαρξης επανεξέτασης προκειμένου να δημιουργηθεί αγώγιμο δικαίωμα δυνάμει του άρθρου 146. 6 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου η Απόφαση της Διοίκησης ακυρώθηκε λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Η αναγκαιότητα ή μη της επανεξέτασης προκύπτει από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης με βασικό κριτήριο να συνιστά η αιτιολογία ακύρωσης της διοικητικής πράξης. Η παράλειψη του εκάστοτε Ενάγοντα/Ενάγουσας να προσβάλει την μη επανεξέταση της διοικητικής πράξης ανάκλησης, του/της στερεί το αγώγιμο δικαίωμα να αιτείται αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.

 

17.      Στην Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Nada Terzian κ.α.ECLI:CY:AD:2014:A167, Πολιτική Έφεση αρ. 151/10, ημερ. 7/3/2014 σημειώνεται ότι το κατά πόσο η δικογραφία αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα συνιστά νομικό ζήτημα και όχι άσκησης διακριτικής ευχέρειας (IN RE PELMAKO DEVELOPMENT LTD (1991) 1 ΑΑΔ 246). Η διαγραφή δικογράφου δυνάμει της Δ.27 θ. 3 των ΘΠΔ που αποτελεί το νομικό υπόβαθρο για την διαγραφή της Έκθεσης Απαίτησης λόγω μη αποκάλυψης αγώγιμου δικαιώματος (βλ. Νίκος Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1998) 1 AAΔ 1338).

 

18.      Από ανάγνωση της Έκθεσης Απαίτησης, η οποία αποτελεί την πηγή αναζήτησης των γεγονότων που συνθέτουν την απαίτηση (βλ. Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 229)  του Ενάγοντα διαπιστώνεται ότι αυτό το οποίο δικογραφεί ο Ενάγοντας είναι ότι «συνεπεία της επιβεβαιωμένης παράνομης και άδικης μεταχείρισης που έτυχε από το Αρμόδιο Όργανο της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει υποστεί και εξακολουθεί να υφίσταται ζημιές ή/και απώλειες για τις οποίες νομιμοποιείται να απαιτήσει τις ανάλογες αποζημιώσεις».

 

19.      Στην Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου εντοπίζεται ότι ο λόγος ακύρωσης του διορισμού του κύριου Παπούλα ήταν επειδή η Απόφαση του Διοικητικού Οργάνου δεν ήταν «επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ δεν φαίνεται να προηγήθηκε αυτής η δέουσα έρευνα ως προς τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα των υποψηφίων και δη αυτών των Αιτητή. Συνακόλουθα, και το ενδεχόμενο εμφιλοχωρήσασας πλάνης κατά την λήψη της εν λόγω Απόφασης δεν μπορεί να αποκλειστεί.»

 

20.      Ταυτόχρονα, διαπιστώνεται ότι σε κανένα σημείο της Έκθεσης Απαίτησης του Ενάγοντα δεν καταγράφεται η επαναξιολόγηση στην οποία προέβη το Διοικητικό Όργανο μετά την ακύρωση από το Διοικητικό Δικαστήριο αλλά ούτε και καθορίζεται κατά πόσο η ζημιά την οποία επικαλείται ο Ενάγοντας επήλθε παρά την επαναξιολόγηση και τον αναδρομικό διορισμό του κύριου Παπούλα. Επιπλέον, προκύπτει τόσο από την Έκθεση Απαίτησης όσο και από τα παραδεκτά γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι αυτό το οποίο ζήτησε ο Ενάγοντας από το αρμόδιο Διοικητικό όργανο δεν ήταν «αποζημιώσεις» αλλά όπως ρητώς καταγράφεται στις σχετικές επιστολές του Δικηγόρου του Ενάγοντας ημερομηνίας 05/09/2019 ήταν «η προαγωγή του πελάτη μου στην θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης από την 20η Φεβρουαρίου 2017» ενώ δια της επιστολής του ημερομηνίας 13/11/2019 καλούσε το αρμόδιο Διοικητικό Όργανο να σταματήσει «να αγνοεί την προτροπή» του Ενάγοντα. 

 

21.      Είναι όμως νομολογημένο ότι για να γεννηθεί δικαίωμα αποζημίωσης από πολιτικό Δικαστήριο θα πρέπει η αξίωση του Ενάγοντα να μην έχει ικανοποιηθεί από το περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου. Η αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας, όπως διαπιστώνεται στην αναθεωρητική ακυρωτική απόφαση, αποτελεί ευθύνη του αρμόδιου διοικητικού οργάνου στο πεδίο του δημόσιου δικαίου. Παράλειψη αποκατάστασης της νομιμότητας με την εξαφάνιση της πράξης, συνιστά παράλειψη εκπλήρωσης υποχρέωσης που θέτει το άρθρο 146.5 του Συντάγματος που επιβάλλει την ενεργό συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, και συνιστά παράλειψη υποκείμενη σε αναθεώρηση βάσει του άρθρου 146.1 (βλ. Εγγλεζάκη κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1992) 1 Α.Α.Δ. 697).

 

22.      Στην προκείμενη περίπτωση, η Διοίκηση συμμορφώθηκε με την εξαφάνιση της πράξης και την επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης. Η μη αμφισβήτηση της νέας απόφασης, σε συνδυασμό με το τεκμήριο της νομιμότητας, επισφράγισαν το πλαίσιο της νομιμότητας αναφορικά με τη διοικητική λειτουργία. Γι’ αυτό τον λόγο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό το επιχείρημα της Συνηγόρου ότι η «Διοίκηση βρήκε τρόπο να παρανομήσει εκ νέου». Το παρόν Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αξιολογήσει κατά πόσο η επανεξέταση που ακολούθησε ήταν σύννομη ή παράνομη. Αντίθετα, από την στιγμή που η σχετική απόφαση της Διοίκησης δεν προσβλήθηκε εκ νέου στο αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο, φέρει το τεκμήριο της νομιμότητας.

 

23.      Δικαίωμα για αποζημίωση θα εγειρόταν αν, παρά την αποκατάσταση της νομιμότητας, προέκυψε ζημία, η οποία δεν είχε ικανοποιηθεί, από την αρμόδια διοικητική αρχή. Ένα τέτοιο ζήτημα θα μπορούσε να τεθεί ενδεχομένως αν στην επίδικη περίπτωση, ο Ενάγοντας ισχυριζόταν ότι παρά την αποκατάσταση της νομιμότητας από το Διοικητικό Όργανο δια μέσου της επανεξέτασης, έχει υποστεί ζημιά. Στην προκείμενη περίπτωση ο Ενάγοντας δεν είναι αυτό που επικαλείται όμως και είναι γι’ αυτό το λόγο που δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη τα όσα επιχείρησε να εισάγει δια των γραπτών της αγορεύσεων η Συνήγορος του Ενάγοντα. Συγκεκριμένα, η Συνήγορος του Ενάγοντα αναφέρει στις γραπτές της αγορεύσεις ότι με δεδομένη την αφυπηρέτηση του Ενάγοντα από την υπηρεσία στις 31/08/2019 οποιαδήποτε θεραπεία και μέτρο ήταν ανέφικτο με αποτέλεσμα να παραμένει ως μοναδικό ενδεδειγμένο μέτρο η χρηματική αποζημίωση. Πέραν του ότι τέτοιοι ισχυρισμοί δεν δικογραφούνται, είναι καλά εμπεδωμένη η αρχή ότι οι γραπτές αγορεύσεις των Συνηγόρων δεν μπορούν να αποτελέσουν αποδεχτό τρόπο εισαγωγής μαρτυρίας (El Fath Co. For International Trade S.A.E. v. E.D.T. Shipping Ltd κ. Α. (1992) 1 ΑΑΔ 1255).

 

24.      Τέλος, όπως ήδη σημειώθηκε δια μέσου των επιστολών που απέστειλε ο Δικηγόρος του Ενάγοντα προς την Διοίκηση δεν ζητούσε την καταβολή της οποιασδήποτε αποζημίωσης. Αντίθετα, αυτό που ζητούσε ήταν την προαγωγή του Ενάγοντα στην θέση του Πρώτου Λειτουργού, δηλαδή την εκ νέου αξιολόγηση, η οποία και έγινε πριν καταχωριστεί η παρούσα Αγωγή.

 

25.      Με βάση τον τρόπο που δικογραφήθηκε η Απαίτηση και με δεδομένο ότι ο Ενάγοντας παρέλειψε να προσβάλει την επαναξέταση της Διοίκησης μετά την έκδοση της Απόφασης, σφραγίζουν το αποτέλεσμα των προδικαστικών ενστάσεων που ήγειρε η πλευρά του Εναγόμενου και που αναφέρονται στις παραγράφους 1 (α), (β), (γ), (δ), (ζ), (η) (θ) και (στ) της Έκθεσης Υπεράσπισης με αποτέλεσμα η Αγωγή να υπόκειται σε απόρριψη.

 

26.      Ενόψει των πιο πάνω, η εξέταση των λοιπών προδικαστικών ενστάσεων παρέλκει.

 

IV.      ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

 

27.      Ενόψει των όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω, η Αγωγή απορρίπτεται.

 

28.      Τα έξοδα της Αγωγής επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον του Ενάγοντα ως αυτά θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

 

 

 

                                                               (Υπ.)…………………………………………..

                                                                                     Χ. Στρόππος, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο