Χρίστου Γεωργίου Χρίστου κ.α. ν. Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Αρ. Απαίτησης: 153/2025, 26/9/2025
print
Τίτλος:
Χρίστου Γεωργίου Χρίστου κ.α. ν. Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Αρ. Απαίτησης: 153/2025, 26/9/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Χρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.

 

 Αρ. Απαίτησης: 153/2025 (i-justice)

Μεταξύ:

1.   Χρίστου Γεωργίου Χρίστου, Α.Δ.Τ. ΧΧΧΧ, ΧΧΧΧ, Κάτω Πολεμίδια

2.   Γεώργιου Χρίστου Αντωνίου , Α.Δ.Τ. ΧΧΧΧ, ΧΧΧΧ, Κάτω Πολεμίδια

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                     Ενάγοντες

και

 

Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Η.Ε. 387704, ΧΧΧΧ, Ύψωνας.

                                                                                                                                                         Εναγόμενων

---------------------------------------------------------------------

 

Αίτηση ημερομηνίας 19/02/2025 για έκδοση προσωρινού διατάγματος.

 

Ημερ.: 26/09/2025.

Εμφανίσεις:

Για τον Ενάγοντα αρ. 2 – Αιτητή : κα. Ν. Αβραάμ για κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ & ΑΒΡΑΑΜ ΔΕΠΕ.

Για τους Εναγόμενους – Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Μ. Λουκά για κ.κ. Χριστάκης Λουκά & Σία ΔΕΠΕ.

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η  Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι ενάγοντες, καταχώρησαν την παρούσα απαίτηση στις 14/02/2025, με την οποία αξιώνουν από το Δικαστήριο διάφορες αναγνωριστικές αποφάσεις και ειδικότερα Αναγνωριστική Απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι εναγόμενοι συνωμότησαν σε βάρος τους προκειμένου να τους εξαπατήσουν και/ή καταδολιεύσουν προκειμένου να αποστερήσουν από αυτούς νόμιμα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και την αποστέρηση της περιουσίας τους με σκοπό να πλουτίσουν αδικαιολόγητα, ότι η εγγραφή της επίδικης υποθήκης επί της περιουσίας του ενάγοντα αρ.2 είναι παράνομη και/ή εξ’ υπαρχής άκυρη καθότι επιτεύχθηκε κατόπιν άσκησης δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή ψυχικής πίεσης προς τον ενάγοντα αρ.2 και συνάφθηκε κατά παράβαση των Άρθρων 5, 8  και 21 του Περί Μεταβιβάσεων Νόμου και ότι οι επίδικες συμφωνίες δανείου και/ή εγγύησης και/ή υποθήκης είναι παράνομα και/ή άκυρα και/ή ακυρώσιμα και/ή ανεφάρμοστα λόγω του ότι προσκρούουν στο Νόμο και/ή τους ευρωπαϊκους κανονισμούς και τις οδηγίες της ΕΚΤ και/ή λόγω δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων προς τους ενάγοντες και/ή λόγω ανεύθυνου δανεισμού εκ μέρους των εναγόμενων και/ή στη βάση παράβασης της υποχρέωσης τους για αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των εναγόμενων.

 

Πέραν των πιο πάνω, οι ενάγοντες αξιώνουν €75,124.18 ειδικές αποζημιώσεις οι οποίες αποτελούν παράνομες υπερχρεώσεις του επίδικου λογαριασμού δανείου και €600,000 και/ή οποιοδήποτε ποσό ήθελε βρεθεί ότι απώλεσε ο ενάγοντας αρ.2 προς ζημιά του στην περίπτωση διάθεσης και/ή αποξένωσης δια μέσου της διαδικασίας πώλησης της ενυπόθηκης περιουσίας του και/ή διαγραφή όλων των τόκων επί του δανειζόμενου ποσού μέχρι εκδίκασης της αγωγής στη βάση παράνομων υπερχρεώσεων και/ή παράνομης παροχής δανείου σε πιστοληπτικά μη ικανά πρόσωπα. Επίσης, αξιώνουν διαγραφή και κήρυξη των όρων 2 – 25 της Συμφωνίας Δανείου ως καταχρηστικούς και παράνομους και τη διαγραφή των όρων 11, 12, 13 και 14 του Εγγράφου Υποθήκης, τους όρους 2, 8, 14 και 18 της Σύμβασης Εγγύησης και τη Δήλωση Υποθήκης στην ολότητα του σαν άκυρο και παράτυπο έγγραφο και το οποίο συστάθηκε κατά παράβαση των σχετικών νόμων και χωρίς τα δέοντα πιστοποιητικά και βεβαιώσεις.

 

Η απαίτηση των εναγόντων συνοδεύεται από την Έκθεση Απαίτησης, στην οποία παραθέτουν τους ισχυρισμούς τους που υποστηρίζουν τις πιο πάνω αξιούμενες θεραπείες. Συνοπτικά, ισχυρίζονται ότι ο ενάγοντας αρ. 1 είναι ο φερόμενος ως δανειολήπτης του επίδικου δανείου, ήτοι συμφωνίας στεγαστικού δανείου ημερ. 16/09/2011 και ο ενάγοντας αρ.2, πατέρας του ενάγοντα αρ.1, ο φερόμενος ενυπόθηκος οφειλέτης και/ή εγγυητής της επίδικης συμφωνίας στεγαστικού δανείου συμφώνως της Σύμβασης και Δήλωσης Υποθηκεύσεως Ακινήτου ημερ. 16/09/2011. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο ενάγοντας αρ.1 εμφανίζεται ως πρωτοφειλέτης, όμως, ο ίδιος δεν αιτήθηκε ή συμφώνησε να λάβει ένα τέτοιο δάνειο και εμφανίζεται ως τέτοιος επί τη βάσει δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων που διενέργησαν σε βάρος του οι λειτουργοί του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού (ΣΤΛ) προς το σκοπό εξώθησης του σε σύναψη συμφωνίας δανείου εν αγνοία του και/ή εν αγνοία του ως προς την ιδιότητα του γνωρίζοντας ότι ο ενάγοντας αρ.1 ουδεμία δανειοληπτική ικανότητα είχε αφού κατά τον επίδικο χρόνο σύναψης της συμφωνίας καλώς εγνώριζαν ότι ήταν άνεργος και μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του. Επίσης, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οδηγήθηκαν στις πιο πάνω διαδικασίες δανειοδότησης από τους αξιωματούχους και/ή υπαλλήλους άνευ δυνατότητας οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης χωρίς να λάβουν οιανδήποτε ανεξάρτητη συμβουλή και/ή χωρίς να μπορέσουν να αξιολογήσουν τις ρήτρες και τους όρους των συμφωνιών δανείων οι οποίοι επιβλήθηκαν μονομερώς και/ή ως καταχρηστικοί. Ο ενάγοντας αρ.2 συμφώνησε στην υπογραφή των επίδικων εγγράφων έχοντας την πεποίθηση ότι λάμβανε ο ίδιος ως πρωτοφειλέτης το εν λόγω δάνειο και/ή ότι ο γιός του ενάγοντας αρ.1 παρείχε τυπικά προσωπική εγγύηση τελώντας υπό τις οδηγίες και/ή υποδείξεις των εκπροσώπων του ΣΤΛ.

 

Άνευ βλάβης των πιο πάνω, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι υπάρχουν παράνομες χρεώσεις και/ή υπερχρεώσεις και/ή ανατοκισμοί στο λογαριασμό δανείου ύψους €75,124.18.

 

Στις 19/02/2025, ο ενάγοντας αρ.2 (από τώρα και στο εξής ο «αιτητής») καταχώρησε στο Δικαστήριο την υπό κρίση αίτηση, μονομερώς, αξιώνοντας προσωρινό διάταγμα, ως θα αναφερθεί κατωτέρω, η οποία, όμως, στη συνέχεια κατέστη δια κλήσεως.

 

Ειδικότερα, με την υπό κρίση αίτηση, ο αιτητής, αξιώνει από το Δικαστήριο:

 

«1. Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο ν’ απαγορεύει στους Εναγόμενους να προχωρήσουν σε οποιανδήποτε πώληση και/ή εκποίηση και/ή διάθεση της υποθηκευμένης περιουσίας του δυνάμει της πιο κάτω υποθήκης μέχρι την πλήρη εκδίκαση της παρούσας αγωγής και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου, ήτοι:

 

(α) Υποθήκη υπ’ αριθμόν 5/Υ/6917/2011 συσταθείσα και εγγραφείσα στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού στις 16/09/2011 επί του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/24300, Φ/Σχ. 54/49, τεμάχιο 765, ευρισκόμενο στην ενορία Κάτω Πολεμιδιών στη Λεμεσό, προς όφελος της Εναγόμενης προς εξασφάλιση του επίδικου λογαριασμού 03020-7337857-4.»

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη ομολογία του ιδίου του αιτητή, ο οποίος εκθέτει τα γεγονότα που περιβάλλουν και υποστηρίζουν την αίτηση και επισυνάπτει 12 συνολικά τεκμήρια. Συνοπτικά, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι προωθεί την παρούσα αίτηση κατόπιν κοινοποίησης προς αυτόν αλλά και στον ενάγοντα αρ.1, Ειδοποίησης Τύπου Ι και ΙΒ σε σχέση με τροχειοδρομηθείσα εκποίηση της ενυπόθηκης περιουσίας του, της οποίας ζητούν την ακύρωση της με την παρούσα αγωγή λόγω παρανομίας και παρατυπίας εκ μέρους των εναγόμενων καθώς ο πρωτοφειλέτης της επίδικης σύμβασης κατά το χρόνο σύναψης της ήταν άνεργος και καθόλου αξιόχρεος ως όφειλε να ήταν.

 

Ο αιτητής, επίσης, αναφέρει ότι πέραν των ισχυρισμών τους για ακύρωση, εγείρονται ζητήματα παράνομου τοκισμού και υπερχρεώσεων. Επισυνάπτει οικονομική ανάλυση εμπειρογνώμονα στην οποία αναφέρεται ότι κατά τις 31/12/2020 το ισχυριζόμενο υπόλοιπο εκ μέρους των εναγόμενων ανέρχεται σε €233,666.11 ενώ υπάρχουν υπερχρεώσεις ύψους €75,124.18. Η δε αξία του ενυπόθηκου ακινήτου ανέρχεται σε €600,000 και ξεπερνά κατά πολύ το ισχυριζόμενο οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο αιτητής αναφέρει ότι στην παρούσα αγωγή εγείρουν ζήτημα παράνομων υπερχρεώσεων επί οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού καθώς και ζήτημα καταχρηστικών και ετεροβαρών ρητρών στην επίδικη συμφωνία δανείου, μονομερών αυξήσεων επιτοκίου και άλλα τα οποία καταστρατηγούν και παραβιάζουν τη σχετική οδηγία σχετικά με την χρήση παράνομων και καταχρηστικών όρων σε δανειακές συμβάσεις, ήτοι ρήτρες 2 μέχρι 25 και επισυνάπτει τη συμφωνία δανείου.

 

Συνεχίζοντας, ο αιτητής αναφέρει ότι η βάση της αγωγής τους περιλαμβάνει εκ μέρους των εναγόμενων δόλο, απάτη, ψευδείς παραστάσεις και ανεύθυνο δανεισμό λόγω της μη σωστής και νομότυπης αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του ενάγοντα αρ.1, υιού του και ο οποίος κατά την περίοδο της δανειοδότησης δεν είχε κανένα εισόδημα και ήταν φοιτητής. Υπό το φως των γεγονότων που τίθενται στην απαίτηση τους με τον τρόπο εξώθησης τους σε υπογραφή των επίδικων εγγράφων άνευ επεξήγησης ή διαπραγμάτευσης και/ή σωστής αξιολόγησης του ενάγοντα αρ.1, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την εμπλοκή του ενάγοντα αρ.1, υιού του, τότε άνεργου ως πρωτοφειλέτη και στη δική του ως ενυπόθηκου εγγυητή, αποτελεί θέση του ότι, τεχνηέντως οι εκπρόσωποι του ΣΤΛ τους εξώθησαν σε υπογραφή των συμφωνιών εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία τους να αντιληφθούν από μόνοι τους και άνευ νομικής συμβουλής τη σημασία του περιεχομένου των επίδικων εγγράφων και της ιδιότητας τους καθώς δεν άσκησαν σωστά και νομότυπα τα καθήκοντα τους ως όφειλαν, δηλαδή να αξιολογήσουν δεόντως και ως όφειλαν την πιστοληπτική ικανότητα του πρωτοφειλέτη.

 

Επί της ανεγειρόμενης πολυκατοικίας επί του επίδικου ενυπόθηκου ακινήτου βρίσκεται η μόνιμη και πρώτη κατοικία του υιού του, ενάγοντα αρ.1, ο οποίος διαμένει με την οικογένεια του καθώς και η επαγγελματική στέγη του ιδίου καθώς εκεί στεγάζεται το γραφείο της εργοληπτικής εταιρείας την οποία διατηρούν στο ισόγειο κατάστημα.   

 

Οι εναγόμενοι – καθ’ ων η αίτηση με την ένσταση τους προβάλλουν 15 λόγους γιατί το αιτούμενο διάταγμα δεν θα πρέπει να εκδοθεί, ως φαίνονται στο σώμα της. Η ένσταση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της κας Δόξιας Παρμαξής, η οποία είναι στην υπηρεσία της εταιρείας DOVALUE CYPRUS LIMITED, η οποία δυνάμει συμφωνίας με τους Καθ’ ων η Αίτηση ενεργεί δια λογαριασμό τους και έχει αναλάβει την διαχείριση αριθμού χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων των Καθ’ ων η Αίτηση, συναφών εξασφαλίσεων – εγγυήσεων και συναφών θεμάτων εκ των οποίων και τα δάνεια και οι σχετικές εξασφαλίσεις και εγγυήσεις που αφορούν την παρούσα απαίτηση και αίτηση. Έλαβα υπόψη μου το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση και τα σχετικά τεκμήρια.

 

Συνοπτικά η πιο πάνω ενόρκως δηλούσα απορρίπτει όλους τους ισχυρισμούς του αιτητή. Ειδικότερα αναφέρει ότι καμία παράνομη χρέωση υπάρχει στο επίδικο δάνειο. Από την ημέρα της έκδοσης του μέχρι σήμερα χρεώνεται με το επιτόκιο που έχει αρχικά καθορισθεί στη σύμβαση, ήτοι 5,75%. Επίσης, ο διαιρέτης του δανείου ως αναφέρεται και στη σύμβαση δανείου ήταν εξ’ αρχής 365 μέρες. Απορρίπτει την έκθεση του οικονομικού συμβούλου του αιτητή και αναφέρει ότι είναι εντελώς προσχηματική και αυθαίρετη και σε καμία περίπτωση δεν στηρίζεται στους όρους της επίδικης σύμβασης δανείου. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω σύμβουλος προκύπτει να χρησιμοποιεί, χωρίς κανένα λόγο και χωρίς αυτό να υποστηρίζεται από τους όρους της σύμβασης δανείου, επιτόκια πολύ χαμηλότερα από αυτά που συμφωνήθηκαν και συγκεκριμένα χρησιμοποιεί ως βασικό επιτόκιο αυτό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και το εξαμηνιαίο Εuribor, χωρίς όμως κάποιο από τα προαναφερόμενα επιτόκια να καθορίζεται ως το βασικό επιτόκιο της επίδικης σύμβασης δανείου.

 

Επίσης, απορρίπτει τους ισχυρισμούς περί ανεύθυνου δανεισμού και αναφέρει ότι σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία ο αιτητής παρουσιάζει, ο ενάγοντας αρ.1 κατά τη λήψη του επίδικου δανείου κατείχε ήδη πτυχίο στον κλάδο της οικοδομικής βιομηχανίας και όπως είχε αναφέρει στους ενάγοντες κατά τη δανειοδότηση του, θα εργοδοτείτο στην οικογενειακή εργοληπτική επιχείρηση του πατέρα του, ενάγοντα αρ.2. Επιπρόσθετα, ο ισχυρισμός περί δήθεν μη αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του ενάγοντα αρ.1, εγείρεται εντελώς προσχηματικά και καταρρίπτεται πλήρως από το γεγονός ότι καταβάλλονταν κανονικά οι συμφωνηθείσες δόσεις μέχρι το τέλος του 2012 ενώ υπάρχουν, επίσης, σημαντικές πληρωμές μέχρι και το τέλος του 2013, δύο χρόνια μετά την εκταμίευση του και επισυνάπτει αναλυτική κατάσταση του λογαριασμού. Αμφισβητεί, περαιτέρω, την υποχρέωση των καθ’ ων η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο να εξετάσουν την πιστοληπτική ικανότητα του ενάγοντα αρ.1 και το γεγονός ότι τούτο δύναται να οδηγήσει σε ακυρότητα τη συμφωνία.

 

Πέραν των πιο πάνω, η ενόρκως δηλούσα παραπέμπει στον όρο 30 της δανειακής σύμβασης σύμφωνα με τον οποίο ο ενάγοντας αρ.1 δήλωσε ότι υπόγραψε την συμφωνία κατόπιν ατομικής διαπραγμάτευσης και ότι είχε την ευκαιρία να συμβουλευθεί δικηγόρο της επιλογής του και ότι έχει κατανοήσει την σύμβαση και ελεύθερα συμβάλλεται και την υπογράφει. Επίσης, ισχυρίζεται ότι στον ενάγοντα αρ.2 παραχωρήθηκε ενημερωτική επιστολή προτιθέμενου εγγυητή δανείου (βλ. τεκμήριο Γ) ενώ ο ίδιος ο αιτητής υπέγραψε και παράδωσε στους καθ’ ων η αίτηση δήλωση ότι έλαβε ανεξάρτητη νομική συμβουλή και ότι του επεξηγήθηκαν οι υποχρεώσεις του ως εγγυητή (βλ. τεκμήριο Δ). Ουδέποτε, επίσης, διαμαρτυρήθηκαν ή έθεσαν προς τους καθ’ ων η αίτηση τους ισχυρισμούς που οι ενάγοντες προβάλλουν σήμερα και επιζητούν τόσα χρόνια μετά και επειδή έχει προωθηθεί πλειστηριασμός του ενυπόθηκου ακινήτου. Ούτε, περαιτέρω, έχουν εγείρει μέχρι σήμερα οποιοδήποτε ζήτημα παράνομων χρεώσεων, που εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχουν και στον υπολογισμό του υπολοίπου έχουν αφαιρεθεί οποιαδήποτε έξοδα έχουν επιβληθεί στο επίδικο δάνειο και με υπολογισμό μόνο του τόκου επί ποσοστού 5,75%.

 

Πέραν των πιο πάνω, η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι ο αιτητής διατηρεί και άλλα δάνεια στους καθ’ ων η αίτηση για τα οποία ευθύνεται, είτε ως πρωτοφειλέτης είτε ως εγγυητής και έχουν υποβληθεί από τον αιτητή κάποιες προτάσεις για συνολική διευθέτηση των υποχρεώσεων του. Από το 2022 έχουν ζητηθεί από τον αιτητή να προσκομίσει διάφορα έγγραφα που απαιτούνται για την εξέταση και εξεύρεση λύσεων για διευθέτηση των δανείων του, χωρίς να το έχει πράξει. Επίσης, ο αιτητής μέσω του δικηγόρου του υπέβαλε πρόταση ημερομηνίας 12/09/2024 για διευθέτηση των οφειλών του και πάλι του ζητήθηκαν να προσκομίσει διάφορα έγγραφα και πληροφορίες για να εξεταστούν λύσεις για διευθέτηση όλων των οφειλών του, χωρίς όμως να το πράξει (βλ. τεκμήριο       Ε). Περαιτέρω, ο αιτητής υπέβαλε μέσω του δικηγόρου του νέα πρόταση ημερομηνίας 21/01/2025 αλλά πάλι ζητήθηκαν διάφορα έγγραφα τα οποία παρέλειψε να παρουσιάσει (βλ. τεκμήριο ΣΤ) και σε επικοινωνία με τον δικηγόρο του ανάφερε ότι δεν προτίθεται να τα παρουσιάσει.

 

Υπάρχει και η Αγωγή Αρ. 853/2023 στην οποία η παρούσα υποθήκη που εξασφαλίζει εκείνο το δάνειο είναι Β΄ Υποθήκη ενώ στο επίδικο δάνειο είναι Α΄ Υποθήκη.

      

Η ακρόαση της παρούσας αίτησης έγινε κατά κύριο λόγο στη βάση γραπτών αγορεύσεων που αμφότερες οι πλευρές κατάθεσαν στο Δικαστήριο. Οι αγορεύσεις των μερών έχουν μελετηθεί επισταμένα από το Δικαστήριο, λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και δεν κρίνω απαραίτητο για σκοπούς της παρούσας απόφασης να προβώ σε αναφορά σε αυτές. Αναφορά στις θέσεις των μερών θα γίνει κατωτέρω και όπου κρίνεται απαραίτητο.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ:   

Η γενική εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων πηγάζει από το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60 όπως έχει τροποποιηθεί. Το εν λόγω άρθρο δίδει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να εκδίδει τέτοια διατάγματα σε περίπτωση που ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, ο αιτών έχει πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία και ότι σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Το εν λόγω άρθρο και οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος, έχoυν ερμηνευθεί και επεξηγηθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Another (1982) 1 C.L.R. 557, Ανδρέας Σάββα Κυτάλα v. Άννα Χρυσάνθου (1996) 1 Α.Α.Δ. 253, Κ.Ο.Τ. v. Αλκιβιάδης Θεωρή (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 255, Parico Aluminium Designs Ltd. v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.α. (2002) 1Γ Α.Α.Δ. 2015 , Jonitexo Ltd v Adidas (1984) 1 C.L.R. 263).

 

Εξετάζοντας τις προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου και ασκώντας την διακριτική του ευχέρεια, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει επί της απαίτησης του αιτητή και επιμελώς θα πρέπει να αποφεύγει την κρίση της ουσίας της αγωγής. Κατά το στάδιο αυτό το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήξει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης (βλ. Άκης Γρηγορίου κ.α. v Xριστίνας Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Επίσης, στην υπόθεση T.A. Micrologic Consultants Ltd v Microsoft Corporation (2002) 1Γ Α.Α.Δ. 1802 τονίστηκε πως σε ενδιάμεση διαδικασία για έκδοση προσωρινού διατάγματος, εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξης του.

 

Επομένως, το Δικαστήριο περιορίζεται και προσεγγίζει το μαρτυρικό υλικό με μόνο σκοπό τη διακρίβωση της ύπαρξης ή όχι των πιο πάνω προϋποθέσεων και κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα (βλ. Jonitexo Ltd v Adidas (ανωτέρω)).   

 

H πρώτη προϋπόθεση του σχετικού άρθρου ικανοποιείται εφόσον αποκαλυφθεί από τον αιτητή συζητήσιμη υπόθεση με βάση τα όσα φαίνονται στις έγγραφες προτάσεις.

 

Όσον αφορά την δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή την ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας της αγωγής, ικανοποιείται αν καταδειχθεί από τον αιτητή ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από μια απλή δυνατότητα επιτυχίας, δηλαδή να υπάρχει πιθανότητα επιτυχίας χωρίς να χρειάζεται να το αποδείξει αυτό στο επίπεδο της στάθμισης των πιθανοτήτων (balance of probabilities) που χρειάζεται για την απόδειξη της αγωγής. Η διακρίβωση αυτή γίνεται με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία η οποία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη πιθανότητας.

 

Η τρίτη προϋπόθεση που θέτει το άρθρο, δηλαδή κατά πόσο θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, εξαρτάται από τα συγκεκριμένα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Πρέπει να αποδειχθεί ότι ο αιτητής δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί σε χρήμα καθότι θα είναι αδύνατος ο υπολογισμός τυχόν αποζημιώσεων που θα δικαιούται. Άλλη περίπτωση είναι εκείνη στην οποία αν και μπορεί να υπολογιστεί ή αποτιμηθεί η ζημιά του αιτητή σε χρήμα εντούτοις δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί λόγω της οικονομικής αδυναμίας του εναγομένου. (βλ. Poltava Petroleum Company v. Mexana Oil Limited και άλλοι (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1301). Επίσης, ακόμη και εκεί που η ζημιά θα μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα ο αιτητής δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί πλήρως με την καταβολή χρηματικού ποσού (βλ Μ & Ch. Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. The Timberland Co (1997) 1 A.A.Δ. 1791). Περαιτέρω, στην 1. HIGHGATE PRIMARY SCHOOL LTD κ.α. v. 1. Στέλιος Φυλακτίδης κ.α., Πολ. Έφεση Αρ. 216/2006, Ημερομηνίας 24/3/2009 λέχθηκε ότι «Η έννοια της απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν είναι ταυτόσημη με την αποκατάσταση μόνο της υλικής ζημιάς, αλλά είναι ευρύτερη και σε αυτήν περιλαμβάνεται και η προστασία των δικαιωμάτων των αιτητών. Το γεγονός δηλαδή ότι οι εφεσείοντες μπορεί να είναι σε οικονομική κατάσταση που τους επιτρέπει να αποζημιώσουν τους εφεσίβλητους σε περίπτωση επιτυχίας των εφεσίβλητων στην αγωγή, δεν εξυπακούει αυτόματα ότι δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε αδικία στους εφεσίβλητους – ενάγοντες, υπό την ευρύτερη έννοια».   

 

Εφόσον το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα. Το ζήτημα παραμένει πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου το οποίο θα πρέπει να σταθμίσει όλους τους παράγοντες που βρίσκονται ενώπιον του και να εξετάσει το ισοζύγιο της ευχέρειας μεταξύ των διαδίκων. Σχετική είναι η Parico Aluminium Designs Ltd. v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.α. (2002) 1Γ Α.Α.Δ. 2015. Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρεια δεν είναι εξαντλητικοί.

 

Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω θα προχωρήσω να εξετάσω την παρούσα αίτηση επί της ουσίας της και κατά πόσο πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 και της νομολογίας έτσι ώστε το Δικαστήριο να δύναται να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος.

 

Έχω μελετήσει την Έκθεση Απαίτησης των εναγόντων και στη βάση των εκεί ισχυρισμών τους, κρίνω ότι αποκαλύπτουν την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και καλή βάση αγωγής. Ειδικότερα, προκύπτει οι ενάγοντες να επικαλούνται δόλο, απάτη και ψευδείς παραστάσεις κατά τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας δανείου και υποθήκης από τους υπαλλήλους του τότε Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού (ΣΤΛ) και ότι αυτοί τους παραπλάνησαν ότι πρωτοφειλέτης θα ήταν ο αιτητής και τυπικός εγγυητής ο ενάγοντας αρ.1, γιος του, ο οποίος δεν είχε πιστοληπτική ικανότητα. Αντί αυτού καταρτίστηκε η επίδικη συμφωνία δανείου, που όπως διαφάνηκε εν τέλει πρωτοφειλέτης ήταν ο γιος του αιτητή, ενάγοντας αρ.1 και εγγυητής και ενυπόθηκος εγγυητής ο αιτητής. Επίσης, επικαλούνται ακυρότητα της επίδικης Υποθήκης καθότι συνάφθηκε κατά παράβαση των Άρθρων 5, 8 και 21 του Νόμου 9/65. Στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών, έστω και αν δεν παρατίθενται στην Έκθεση Απαίτησης συγκεκριμένες λεπτομέρειες αναφορικά με τον τρόπο σύναψης των επίδικων συμφωνιών, κρίνω ότι αποκαλύπτουν αναγνωρισμένο αγώγιμο δικαίωμα. Πέραν τούτων, οι ενάγοντες επικαλούνται καταχρηστικότητα συγκεκριμένων ρητρών στην επίδικη συμφωνία δανείου, εγγύησης και εγγράφου υποθήκης, υπερεχρεώσεις ή παράνομες χρεώσεις οι οποίες συμποσούνται στο ποσό των €75,124.18, ζητήματα τα οποία το Δικαστήριο καθηκόντως εξετάζει, στη βάση πάντοτε των περιστάσεων που οδήγησαν στη σύναψη των συμφωνιών και της φύσης των όρων αυτών καθώς και εξέταση κατά πόσο το οφειλόμενο υπόλοιπο προέκυψε κατόπιν έγκυρων όρων και συμφώνως έγκυρης συμφωνίας. Σημειώνω, το ότι ούτε και για τους πιο πάνω ισχυρισμούς και/ή διαζευκτικές βάσεις αγωγής υπάρχουν περαιτέρω λεπτομέρειες των γεγονότων που οδηγήσαν στην σύναψη των επίδικων συμφωνιών, πέραν από την αναφορά ότι οι συγκεκριμένοι όροι επιβλήθηκαν μονομερώς και χωρίς να παρασχεθεί στους ενάγοντες δικαίωμα διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, έστω και με τον τρόπο που παρουσιάζονται, καταδεικνύεται αναγνωρισμένο αγώγιμο δικαίωμα. Αυτό το οποίο εξετάζεται εν σχέσει με την πρώτη προϋπόθεση είναι το κατά πόσον αποκαλύπτεται κάποια γνωστή στον νόμο αιτία αγωγής, η οποία αν επιτύχει θα έχει ως συνέπεια τη χορήγηση ανάλογης ουσιαστικής θεραπείας. Το επίπεδο απόδειξης για αυτή την προϋπόθεση δεν είναι ιδιαίτερα ψηλό (βλ. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Λοϊζίδου, Πολ. Έφ.Ε7/18, ημερ.21.3.19).

 

Κατά συνέπεια, κρίνω ότι ο αιτητής, μέσω της Έκθεσης Απαίτησης, αποκαλύπτει συζητήσιμη υπόθεση και πληρείται η πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60.

 

Θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο πληρείται η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Νόμου, έχοντας υπόψη μου τη μαρτυρία που έχει παρατεθεί ενώπιον μου από την πλευρά του αιτητή, μέσω της ένορκης του ομολογίας σε συνάρτηση και συσχετισμό πάντοτε με τους ισχυρισμούς των καθ’ ων η αίτηση, όπως αυτοί προβάλλονται με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση τους.

 

Επαναλαμβάνω, ότι στο στάδιο αυτό εξετάζεται η μαρτυρία η οποία τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς αυτή φυσικά να αξιολογείται και αποφασίζεται κατά πόσο είναι τέτοια που καταδεικνύει πιθανότητα οι ενάγοντες να δικαιούνται σε θεραπεία (βλ. Louis Vuitton v. Δερμοσακ Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, Dolego Estates Ltd κ.α. v. Θεόδωρος Φιλίππου κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1217 και Fashion Box S.R.L. v. Ferro Fashions Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1858). Παραπέμπω επίσης στην Odysseos ν. Pieris Estates & Others (ανωτέρω) όπου αναφέρθηκε ότι η έννοια "πιθανότητας" (probability) στην επιφύλαξη του άρθρου 32(1) απαιτεί από τον αιτητή να καταδείξει ότι έχει ορατή ευκαιρία να επιτύχει. Αναφέρεται δε το εξής απόσπασμα στη σελίδα 569:-

 

"The standard required for the plaintiff to overcome the evidential hurdle is not very high; he is only required to establish "a probability" of success. The concept of "a probability" imports something more than a mere possibility but something much less than the "balance of probabilities", the standard required for proof of a civil action. A legal probability is something different from a mathematical probability as the Court explained in Re IS. (a minor) [1980] 1 All E.R. 1061 (C.A.).

 

"A probability", in the context of the proviso to s. 32(1), requires the applicant to demonstrate that he has a visible chance of success.".

 

Επαναλαμβάνεται, όμως, πως η μαρτυρία θα πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία με μια προκαταρκτική αξιολόγηση να καταδεικνύονται σοβαρές ενδείξεις για ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, στην γραπτή του αγόρευση, προωθεί τον δεύτερο λόγο ένστασης με τον οποίο αναφέρει ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο Αιτητής στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση του, είναι σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς που προβάλλει στην έκθεση απαίτησης του και επομένως δεν υπάρχει η απαιτούμενη σύνδεση και/ή συνάφεια μεταξύ των ισχυρισμών της ένορκης δήλωσης και της έκθεσης απαίτησης. Ενώ, αναφέρει, το αγώγιμο δικαίωμα το οποίο οι ενάγοντες προβάλλουν με την Έκθεση Απαίτησης είναι ότι οι εναγόμενοι με δόλο και/ή απάτη και/ή αμελώς και/ή με ψευδείς παραστάσεις παρουσίασαν στον ενάγοντα αρ.2 ότι αυτός ήταν που θα υπέγραφε ως πρωτοφειλέτης στην επίδικη συμφωνία και ο ενάγοντας αρ.1 θα ήταν απλώς και τυπικά εγγυητής του δανείου, αλλά τελικά πρωτοφειλέτης ήταν ο ενάγοντας αρ.1 και εγγυητής ο ενάγοντας αρ.2 και οι όποιες αναφορές ότι ο ενάγοντας αρ.1 δεν είχε πιστοληπτική ικανότητα να αποπληρώνει το χρέος, είναι μεμονωμένες και δεν συνάδουν με τον τρόπο που παρουσιάζονται τα γεγονότα με την Έκθεση Απαίτησης.

 

Κατ’ αντίθεση με τους πιο πάνω ισχυρισμούς των εναγόντων στην Έκθεση Απαίτησης, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, τα γεγονότα παρουσιάζονται με εντελώς διαφορετικό τρόπο και η θέση του αιτητή στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν αξιολόγησαν την πιστοληπτική ικανότητα του ενάγοντα αρ.1, ως κατά τους ισχυρισμούς τους είχαν υποχρέωση να πράξουν, γεγονός που συνιστά ανεύθυνο δανεισμό.

 

Η ίδια αντιφατικότητα υπάρχει και στην ένορκη δήλωση του αιτητή, ο οποίος από την μια προβάλλει τη θέση περί δόλου, απάτης και ανεύθυνου δανεισμού επειδή δήθεν οι καθ’ ων η αίτηση δεν αξιολόγησαν την πιστοληπτική ικανότητα του ενάγοντα αρ.1 και από την άλλη προβάλλει τη θέση ότι ήταν με την εντύπωση ότι αυτός θα ήταν ο πρωτοφειλέτης του δανείου και όχι ο ενάγοντας αρ.1.

 

Η πιο πάνω αντιφατικότητα και η προβολή αντικρουόμενων ισχυρισμών, δεν προσδίδει οποιαδήποτε αξιοπιστία και είναι ανεπίτρεπτη σε τέτοιου είδους αιτήματα.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, επιχειρηματολογεί, παραπέμποντας σε συγκεκριμένες νομοθεσίες για να υποστηρίξει τη θέση ότι η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2008/48 ΕΚ, η οποία ως ισχυρίζονται οι ενάγοντες επιβάλλει την υποχρέωση στα πιστωτικά ιδρύματα να αξιολογούν, πριν την παραχώρηση του δανείου, την ικανότητα του καταναλωτή να αποπληρώσει το δάνειο του, η οποία υιοθετήθηκε στην Κυπριακή έννομη τάξη με συγκεκριμένα νομοθετήματα, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην επίδικη δανειακή σύμβαση.

 

Όσον αφορά τη θέση του αιτητή περί παράνομων χρεώσεων, και την έκθεση του οικονομικού του συμβούλου (τεκμήριο 3), ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζει ότι αυτή είναι εντελώς αυθαίρετη και οι υπολογισμοί του δεν υποστηρίζονται από την επίδικη σύμβαση και υποθήκη. Το επιτόκιο που επιβαλλόταν στο λογαριασμό δανείου ήταν το συμφωνημένο, ύψος 5,75% ενώ οι υπολογισμού του συμβούλου του αιτητή αναφέρονται σε επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και το εξάμηνο Euribor, τα οποία δεν έχει καμία σχέση με την επίδικη σύμβαση δανείου. Επίσης, στη σύμβαση δανείου αναφέρεται ως διαιρέτης οι 365 μέρες και όχι 360 μέρες ως εντελώς αυθαίρετα αναφέρει ο οικονομικός σύμβουλος του αιτητή.

 

Τέλος, η θέση των καθ’ ων η αίτηση και του συνηγόρου τους, είναι ότι ο ισχυρισμός ότι στις επίδικες συμβάσεις υπάρχουν καταχρηστικοί όροι προβάλλεται με εντελώς γενικό και αόριστο τρόπο χωρίς να εξειδικεύεται ή να εξηγείται για ποιο λόγο οι όροι είναι καταχρηστικοί και πως αυτοί επηρεάζουν την εκτέλεση της επίδικης σύμβασης.

 

Έχω λάβει υπόψη μου όλα τα πιο πάνω καθώς και τις θέσεις των συνηγόρων του αιτητή. Εκείνο το οποίο προκύπτει ως γενική παρατήρηση είναι ότι η ένορκη δήλωση του αιτητή διέπεται από μια γενικότητα και αοριστία κατ’ αντίθεση με την υποχρέωση που υπάρχει να γίνεται αναφορά επ’ ακριβώς στα γεγονότα που συνθέτουν το αγώγιμο δικαίωμα. Ο αιτητής στο στάδιο αυτό έχει το βάρος να αποδείξει σοβαρές ενδείξεις ότι δικαιούται σε θεραπείες παρουσιάζοντας τα επ’ ακριβή γεγονότα. Κάτι τέτοιο, παρατηρώ ότι δεν γίνεται στην παρούσα περίπτωση. Εκείνο το οποίο πράττει ο αιτητής στην ένορκη του ομολογία είναι να παραπέμπει στους ισχυρισμούς της Έκθεσης Απαίτησης και να επεξηγεί στην ουσία ποια είναι τα αγώγιμα δικαιώματα του παρά να παρουσιάζει επ’ ακριβώς τα γεγονότα που οδήγησαν στην σύναψη των επίδικων συμφωνιών, συγκεκριμένες παραστάσεις που του έγιναν από τους λειτουργούς του ΣΤΛ και πώς εν τέλει υποχρεώθηκε τόσο ο ίδιος όσο και ο ενάγοντας αρ.1 να συνάψουν τις επίδικες συμφωνίες ή πώς εξωθήθηκαν στην σύναψη αυτών κτλ.  

 

Ειδικότερα και σε σχέση με το αγώγιμο δικαίωμα του δόλου και/ή των ψευδών παραστάσεων και/ή της απάτης που κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκε από τους υπαλλήλους των καθ’ ων η αίτηση, ουδεμία μαρτυρία παρέχεται από τον αιτητή. Ειδικότερα δεν επεξηγείται ποιοι ήταν αυτοί οι υπάλληλοι, με ποιόν τρόπο τους παραπλάνησαν και/ή συνομώτησαν στο να τους εξωθήσουν να συνάψουν την επίδικη συμφωνία δανείου και με ποιόν τρόπο κατάφεραν να είναι πρωτοφειλέτης ο ενάγοντας αρ.1 και εγγυητής ο εναγόμενος αρ. 2, αιτητής αντί το ανάποδο. Το μόνο το οποίο πράττει ο αιτητής στην ένορκη του ομολογία είναι να παραπέμπει στους ισχυρισμούς της Έκθεσης Απαίτησης, χωρίς να παραθέτει συγκεκριμένη μαρτυρία. Πέραν τούτου, είναι άξιον απορίας, ένα δάνειο το οποίο έγινε το 2011, για το οποίο μέχρι και το 2013 καταβάλλονταν δόσεις, στις 19/07/2018 αποστάληκαν επιστολές τερματισμού στις οποίες αναφέρεται ξεκάθαρα η ιδιότητα των εναγόντων, να γίνονταν μέχρι πρόσφατα προσπάθειες εξώδικης διευθέτησης, οι ενάγοντες να ισχυρίζονται ότι μόλις έλαβαν τις Ειδοποιήσεις για τη διαδικασία του πλειστηριασμού αντιλήφθηκαν τις ιδιότητες τους στο επίδικο δάνειο. Πέραν τούτου, όπως προκύπτει από την ένορκη δήλωση της ένστασης και τα τεκμήρια Γ και Δ, τα οποία παρέμεινα αναντίλεκτα, κατά τη σύναψη του επίδικου δανείου ο αιτητής είχε λάβει τη σχετική ενημέρωση προτιθέμενου εγγυητή και παρέδωσε επιστολή ότι έλαβε ανεξάρτητη συμβουλή και ότι του επεξηγήθηκαν οι υποχρεώσεις του ως εγγυητή. Η εν λόγω μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου από τους καθ’ ων η αίτηση παρέμεινε αναντίλεκτη και αναπάντητη και δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση γι’ αυτήν από πλευράς αιτητή.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο αιτητής επιζητεί την ακύρωση της επίδικης Υποθήκης επί του ότι καταρτίστηκε κατά παράβαση των Άρθρων 5, 8 και 21 του Νόμου 9/65, αλλά ουδεμία μαρτυρία παραθέτει αναφορικά με τον τρόπο που συνάφθηκε η εν λόγω Υποθήκη. Ούτε επεξηγείται η πιο πάνω γενική θέση του αιτητή που προβάλλεται στην ένορκη του ομολογία από τους συνήγορους του κατά την αγόρευση τους.  

 

Κρίνω ότι δεν καταδεικνύεται ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής των εναγόντων στις πιο πάνω βάσεις έτσι ώστε να μπορούν να ακυρώσουν τις επίδικες συμφωνίες δυνάμει δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων. Κανένα γεγονός δεν παρουσιάζεται που να υποστηρίζει αυτή την αιτία αγωγής, πέραν γενικών αναφορών και τη διασύνδεση του με τον μη έλεγχο της πιστοληπτικής ικανότητας του ενάγοντα αρ.1.

 

Είναι ορθή, επίσης, η θέση του συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, ότι με τον τρόπο που επιχειρείται να προωθηθεί το ζήτημα της ακύρωσης των επίδικων συμφωνιών στα πλαίσια της αίτησης, τουλάχιστον διαφέρει και αποκλίνει από τους δικογραφημένους ισχυρισμούς. Συγκεκριμένα, προκύπτει να επιζητείται με την μαρτυρία που παρουσιάζεται η ακυρότητα των συμφωνιών καθότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν εξέτασαν την πιστοληπτική ικανότητα του ενάγοντα αρ.1, παρά ότι βρέθηκε πρωτοφειλέτης αντί τυπικός εγγυητής. Ταυτόχρονα, όμως, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω υιοθετούνται και οι ισχυρισμοί της Έκθεσης Απαίτησης περί πρωτοφειλέτη και εγγυητή, θέσεις αντιφατικές. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι δεν παρατίθεται συγκεκριμένη μαρτυρία αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι ενάγοντες σύναψαν το επίδικο δάνειο με τους ενάγοντες για να μπορούσε να λεχθεί ότι σε περίπτωση που οι εν λόγω ισχυρισμοί ευσταθούσαν τότε θα δικαιούνταν σε θεραπεία.

 

Πέραν των πιο πάνω, στην αίτηση αλλά και στην αγόρευση του οι συνήγοροι του αιτητή επικεντρώνονται στον ανεύθυνο δανεισμό και στον μη έλεγχο της πιστοληπτικής ικανότητας του ενάγοντα αρ.1. Ενώ στην αίτηση και στην ένορκη δήλωση επικαλούνται τα πιο πάνω ως λόγο ακυρότητας των επίδικων συμφωνιών, στην αγόρευση των συνηγόρων με παραπομπή σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, υποστηρίζουν ότι σε μια τέτοια περίπτωση οι ενάγοντες ενδεχομένως να δικαιούνται στη διαγραφή των τόκων. Από την άλλη η πλευρά των εναγόμενων προβάλλουν τη θέση ότι με βάση την σχετική Οδηγία της Ευρώπης η οποία κυρώθηκε με συγκεκριμένα νομοθετήματα τα οποία παραθέτουν δεν υφίστατο τέτοια υποχρέωση δεδομένης της φύσης και του ύψους του δανείου και ότι αυτό εξασφαλίζεται από υποθήκη.

 

Είναι γεγονός ότι οι συνήγοροι των αιτητών, στην αγόρευση τους αναφέρονται στην πιο πάνω αναφερόμενη Οδηγία και σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου η οποία την ερμηνεύει, χωρίς να έχουν διασυνδέσει τις πρόνοιες της εν λόγω Οδηγίας με την επίδικη σύμβαση δανείου και στην ουσία κατά πόσο αυτή εφαρμόζεται. Έχω διεξέλθει των θέσεων της πλευράς των καθ’ ων η αίτηση και έλαβα υπόψη μου την φύση της επίδικης δανειακής σύμβασης και το ποσό που αφορά. Όπως προκύπτει από το τεκμήριο 4 της ένορκης δήλωσης του αιτητή, η επίδικη συμφωνία δανείου διενεργήθηκε στις 16/09/2011, αφορούσε την παραχώρηση στεγαστικού δανείου στον ενάγοντα αρ.1 ύψους €150,000, με εγγυητή και ενυπόθηκο οφειλέτη τον αιτητή και διέπεται, όπως αναφέρεται στην ίδια τη Σύμβαση από τον «Περί Καταναλωτικής Πίστης (Συμφωνίες Στεγαστικών Δανειών και Ενοικιαγορών) Νόμους του 2001 μέχρι 2010 και εφαρμόζεται για δάνεια μέχρι €200,000».

 

Η Οδηγία 2008/48 ΕΚ την οποία επικαλείται η αιτητής, προκύπτει να μην εφαρμόζεται την επίδικη δανειακή σύμβαση. Η ίδια η εν λόγω Οδηγία, στο Άρθρο 2, ορίζει τον σκοπό και εμβέλεια της και η εν λόγω Οδηγία μεταφέρθηκε στην Κυπριακή έννομη τάξη. Με βάση τον Περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμο του 2010, Ν. 106(Ι)/2010, ο οποίος κύρωσε την πιο πάνω Οδηγία, οι πρόνοιες της οποίας και ειδικότερα η υποχρέωση πιστωτικού ιδρύματος στην λήψη στοιχείων για την πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη, δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις συμβάσεων πίστωσης που εξασφαλίζονται είτε με υποθήκη είτε με άλλη παρόμοια εγγύηση που επιβαρύνει ακίνητα περιουσιακά στοιχεία ή που εξασφαλίζονται βάσει δικαιώματος σχετιζόμενου με ακίνητα περιουσιακά στοιχεία ή σε συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των €200 ή μεγαλύτερο των €75,000. Είναι ξεκάθαρο ότι ο εν λόγω Νόμος ο οποίος κυρώνει την συγκεκριμένη Οδηγία που επικαλούνται οι ενάγοντες δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση δανειακή σύμβαση. Ούτε το Δικαστήριο παραπέμφθηκε ή άλλως πως επεξηγήθηκε από τον αιτητή κατά πόσο οι πρόνοιες της συγκεκριμένης Οδηγίας έχουν εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση. Ούτε έγινε επίκληση άλλων νομοθετημάτων που επέβαλλαν τέτοια υποχρέωση τους καθ’ ων η αίτηση κατά τη σύναψη της επίδικης δανειακής σύμβασης.

 

Αντιθέτως, εκείνο το οποίο προκύπτει είναι ότι το επίδικο δάνειο διεπόταν από τις πρόνοιες του Νόμου 39(Ι)/2001, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν επέβαλλε τέτοια υποχρέωση στα πιστωτικά ιδρύματα.

 

Κατά συνέπεια δεν προκύπτει από τα πιο πάνω, ο αιτητής να αποκαλύπτει ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής, ακόμα και να θεωρηθεί ανεξάρτητη και αυτόνομη βάση η θέση του περί ακυρότητας λόγω μη ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας του ενάγοντα αρ.1. Ακόμη, όμως, και να ίσχυαν τα όσα ο αιτητής αναφέρει και με βάση τη νομολογία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που οι συνήγοροι του επικαλούνται δεν σημαίνει ότι η συμφωνία θα μπορούσε να κριθεί άκυρη άνευ άλλου. 

 

 

Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του αιτητή για την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών, αυτοί είναι γενικοί και αόριστοι χωρίς την παράθεση του αναγκαίου πραγματικού υποβάθρου έτσι ώστε να καθιστά ευχερή την εξέταση τους από το Δικαστήριο (βλ. Frakapor Courier Ltd κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1Β Α.Α.Δ. 1487) και Varbedian κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση 302/19, ημερ. 23.6.25). Ουδεμία μαρτυρία έχει τεθεί αναφορικά με τις συνθήκες κατάρτισης των επιδίκων όρων και των επίδικων συμφωνιών. Επιπρόσθετα, ακόμη και να μπορούσε να λεχθεί ότι ενδεχομένως κάποιοι όροι να είναι καταχρηστικοί, δεν έχει καταδειχθεί από τον αιτητή ότι τούτο θα μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα των επίδικων συμφωνιών ή ότι καθιστούν τις επίδικες συμφωνίες ανεφάρμοστες. Έχει νομολογηθεί ότι σε περίπτωση που οι καταχρηστικές ρήτρες δεν είναι δεσμευτικές για τον καταναλωτή, η σύμβαση στο σύνολο της εξακολουθεί να δεσμεύει τα μέρη, αν μπορεί να συνεχίσει χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες (βλ. Γεωργιάδης v. Μarfin Popular Bank Co Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. 195/2018, ημερ. 18/12/2024). Κατά συνέπεια σε μια τέτοια περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα ακυρότητας της συμφωνίας.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο αιτητής επικαλείται παράνομες υπερχρεώσεις και προς τούτο επισυνάπτει έκθεση οικονομικού αναλυτή, την οποία η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση αμφισβητεί. Δεν είναι επί του παρόντος να αξιολογηθεί η εν λόγω έκθεση και να εξεταστεί η ορθότητα της, στη βάση των εκεί δεδομένων που λαμβάνει υπόψη και/ή να κριθεί ότι αυτά είναι λανθασμένα όπως οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται. Εκείνο το οποίο θα πρέπει να λεχθεί, όμως, είναι ότι στη βάση αυτή εκείνο το οποίο επικαλείται ο αιτητής είναι ότι θα πρέπει να αφαιρεθεί ένα ποσό της τάξης των €75,124.18 από το οφειλόμενο υπόλοιπο. Τίθεται δηλαδή ζήτημα καθορισμού του οφειλόμενου ποσού και σε καμία περίπτωση ακυρότητα της συμφωνίας.

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, ο αιτητής δεν έχει καταδείξει ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής του σε σχέση με την ακυρότητα των επίδικων συμφωνιών και της Υποθήκης. Η διαζευκτική αξίωση του που αφορά ισχυρισμούς περί παράνομων χρεώσεων και υπερχρεώσεων, με βάση την έκθεση του αναλυτή του και χωρίς να αξιολογείται καταδεικνύει ορατή επιτυχίας της αγωγής του, αναφορικά μόνο με το ύψος του οφειλόμενου ποσού.

 

Προχωρώντας να εξετάσω την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, ο αιτητής θα πρέπει να καταδείξει ότι στην περίπτωση μη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά και θα είναι αδύνατο στο μέλλον να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη. Επ’ αυτού στηρίζει τη θέση του στο ότι θα απωλεσθεί το ακίνητο του και σε περίπτωση την οποία η σύμβαση δανείου κριθεί άκυρη, αυτό θα συνεπαίρνει και την ισχυριζόμενη από τον ίδιο εγγύηση και η όλη αγωγή θα παραμείνει άνευ αντικειμένου. Επίσης, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι στο επίδικο ακίνητο βρίσκεται η πρώτη κατοικία του ενάγοντα αρ.1 και η επαγγελματική στέγη της εταιρείας του. Στην                                                                                          1. LOUCAS PANAYIOTOU ESTATES LTD κ.α. v.  HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD,          Πολ. Έφεση Αρ. Ε203/2013, Ημερ. 11/09/2019, ECLI:CY:AD:2019:A360 λέχθηκε ότι «Η «παραμονή» της ιδιοκτησίας στους εφεσείοντες με δική τους συγκατάθεση έχει, εκ των προτέρων, τεθεί υπό αμφισβήτηση καθότι τα συγκεκριμένα ακίνητα έχουν αποτελέσει αντικείμενο υποθήκης. Με αυτό τον τρόπο οι ίδιοι οι εφεσείοντες έχουν απεμπολήσει ένα μέρος της δικής τους απολύτου ιδιοκτησίας, θέτοντας την περιουσία υπό ενδεχόμενη πώληση λόγω εκποίησης της υποθήκης.».

 

Παρόλα αυτά στην παρούσα, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι θα είναι αδύνατο να απονεμηθεί στο μέλλον δικαιοσύνη καθότι στο επίδικο ακίνητο υπάρχει η κατοικία του ενάγοντα αρ.1 και η επαγγελματική στέγη της επιχείρησης του αιτητή και ότι η αγωγή του θα παραμείνει χωρίς αντικείμενο σε περίπτωση ακύρωσης των επίδικων συμφωνιών.

 

Το  θέμα θα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τη θεραπεία την οποία θα δικαιούται στην περίπτωση που επιτύχει ο αιτητής και κυρίως στο κατά πόσον αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί σε μελλοντικό στάδιο. Ως προς αυτό το ερώτημα έχει διαφανεί πιο πριν ότι σε περίπτωση κατά την οποία επιτύχει πλήρως στην αξίωση για μείωση λόγω υπερχρεώσεων, τότε το οφειλόμενο υπόλοιπο θα πρέπει να μειωθεί κατά €75,124.18. Είναι εκ των πραγμάτων προφανές ότι δεν τίθεται κανένα ζήτημα αδυναμίας απόδοσης θεραπείας στο μέλλον αφού υπάρχει η δυνατότητα απόδοσης της τυχόν οικονομικής αυτής διαφοράς καθώς και της καταβολής της από τους Καθ’ ων η αίτηση. Η θέση της ενόρκως δηλούσα ότι οι καθ’ ων η αίτηση είναι φερέγγυοι με μεγάλη οικονομική ευρωστία και είναι σε θέση να καλύψουν οποιαδήποτε ζημιά ήθελε υποστούν οι ενάγοντες σε περίπτωση που επιτύχουν στην αγωγή τους, παρέμεινε αναντίλεκτη.

 

Έχοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι η παρούσα αίτηση δεν δύναται να επιτύχει και απορρίπτεται. Λαμβάνοντας υπόψη μου το αποτέλεσμα, τα έξοδα θα πρέπει να επιδικαστούν και επιδικάζονται υπέρ των εναγόμενων – καθ’ ών η αίτηση και εναντίον του ενάγοντα αρ.2 – αιτητή (βλ. Μέρος 39.2 των Νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023). Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του Μέρους 39.7 έχω υπολογίσει συνοπτικά τα έξοδα και αυτά ανέρχονται στο ποσό των €2,981 πλέον Φ.Π.Α. (αν υπάρχει) πλέον €12 πραγματικά έξοδα. Τα εν λόγω έξοδα να μειωθούν κατά 15% δεδομένου ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν έχουν υποβάλει κατάλογο εξόδων χωρίς οποιαδήποτε δικαιολογία για αυτή την παράλειψη, δυνάμει των προνοιών του Μέρους 39.9.  

 

 

 

 

                                      (Υπ.) ……………………………………………

                                                           Χρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

Πιστόν Αντίγραφον     

 

Πρωτοκολλητής        

 

 

 

 

 

 

Civil/Other Actions/Interim

Αναφορά: Anastoli ekpoiisis

 

                    

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο