Promsvyazbank PJSC ν. Wipasena Holding Ltd, Γενική Αίτηση Αρ. 1/2022, 18/9/2025
print
Τίτλος:
Promsvyazbank PJSC ν. Wipasena Holding Ltd, Γενική Αίτηση Αρ. 1/2022, 18/9/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Γενική Αίτηση Αρ. 1/2022

 

Αναφορικά με τον περί Κυρωτικό Νόμο της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής

Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για

παροχή νομικής συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου,

Νόμος 172/86

 

-και-

 

Αναφορικά με τον περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση,

Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμο 121(Ι)/2000)

 

Μεταξύ:

 

Promsvyazbank PJSC

Αιτήτριας

-και-

 

Wipasena Holding Ltd

Καθ’  ης η Αίτηση

---------------------------

 

 

Ημερομηνία: 18.9.2025

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτήτρια:  κα Κ. Φιλιππίδου για Πατρίκιος Παύλου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Για Καθ’  ης η Αίτηση:  κ. Τ. Παντελή για Ανδρέας Μ. Σοφοκλέους & Σία ΔΕΠΕ


 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

            Η Promsvyazbank PJSC (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Αιτήτρια), με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση της αξιώνει την έκδοση διατάγματος το οποίο να αναγνωρίζει ως δεσμευτική και να διατάζει την εγγραφή και εκτέλεση της απόφασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου της Μόσχας, η οποία εκδόθηκε εναντίον της Wipasena Holding Ltd (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Καθ’ ης η Αίτηση) κατά την 27.6.2019 στην υπόθεση αρ. Α40 - 183868/18-7-1395.

 

            Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της κας Διονυσίου, δικηγόρου στη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί την Αιτήτρια. Σ’ αυτήν αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

            Η Αιτήτρια είναι τράπεζα με κύρια έδρα της τη Ρωσία, δραστηριοποιείται όμως και στην Κύπρο, είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη ως αλλοδαπή εταιρεία και διατηρεί τον τόπο εργασίας της στη Λεμεσό.

 

            Κατά την 27.6.2019 η Αιτήτρια εξασφάλισε απόφαση εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση από το Διαιτητικό Δικαστήριο της πόλης της Μόσχας, στην υπόθεση υπ’ αρ. Α40 - 183868/18-7-1395, με την οποία η Καθ’ ης η Αίτηση διατάχθηκε όπως πληρώσει στην Αιτήτρια: (α) ποσό RUB 8.500.000.000, το οποίο αποτελεί το ποσό της οφειλής βάσει των συμφωνιών του δανείου No. 0465-17-2-0 ημερομηνίας 28.9.2017 και No. 0549-17-2-0 ημερομηνίας 3.11.2017 και (β) τα έξοδα καταβολής παραβόλου δημοσίου/κρατικών τελών ύψους RUB12.000.

 

            Όπως πληροφορείται από την Αιτήτρια και τους Ρώσους δικηγόρους της, η Καθ’ ης η Αίτηση είχε καταχωρίσει έφεση εναντίον της ανωτέρω απόφασης. Στις 17.9.2019 το Ένατο Διαιτητικό Εφετείο της Ρωσίας εξέδωσε απόφαση με την οποία επικύρωσε την απόφαση που εξέδωσε το Διαιτητικό Δικαστήριο της Μόσχας κατά την 27.6.2019. Η Καθ’ ης η Αίτηση προχώρησε στην καταχώριση έφεσης επί της εφετειακής απόφασης και στις 26.12.2019 εκδόθηκε απόφαση από το Διαιτητικό Δικαστήριο της περιφέρειας της Μόσχας, με την οποία η απόφαση ημερομηνίας 27.6.2019 που εκδόθηκε από το Διαιτητικό Δικαστήριο της Μόσχας, καθώς και η εφετειακή απόφαση επικυρώθηκαν. Ακολούθησε η καταχώριση από την Καθ’ ης η Αίτηση αίτησης αναίρεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας κατά την 22.4.2020. Το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε τη διαβίβαση της αίτησης αναίρεσης προς εξέταση κατά τη δικαστική συνεδρία της δικαστικής επιτροπής για οικονομικές διαφορές. Όπως πληροφορείται από τους Ρώσους δικηγόρους της Αιτήτριας, η εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης δεν αναστάληκε και κατέστη πλέον τελεσίδικη και εκτελεστή.

           

Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ

 

            Η Καθ’ ης η Αίτηση εναντιώθηκε στην αιτούμενη θεραπεία. Με την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης, την οποία καταχώρισε, προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ένστασης:

 

1.      Η Αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη.

2.      Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος και η νομολογία για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

3.      Η Αίτηση καταχωρίστηκε λανθασμένα και ή παράτυπα και ή κατά παράβαση των ρητών προνοιών της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για την παροχή νομικής προστασίας σε θέματα αστικού και ποινικού δικαίου.

4.      Δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη από τις πρόνοιες της Συνθήκης διαδικασία για την αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης αλλοδαπού Δικαστηρίου.

5.      Η Αιτήτρια δεν έχει τη μόνιμη ή προσωρινή διαμονή της στην Κυπριακή Δημοκρατία και ή δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι διαμένει μόνιμα ή προσωρινά στην Κυπριακή Δημοκρατία.

6.      Η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να καταχωρίσει και προωθήσει την Αίτηση. Υπό τις περιστάσεις ο ορθός διάδικος ή και το πρόσωπο το οποίο νομιμοποιείται να καταχωρίσει την Αίτηση είναι ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης.

7.      Το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία ή και εξουσία να επιληφθεί της Αίτησης.

 

            Η Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της διευθύντριας της Καθ’ ης η Αίτηση, κας Άγγονας.  Αυτή περιλαμβάνει, κατά το πλείστο, νομική επιχειρηματολογία, στην οποία θα γίνει αναφορά στο κατάλληλο στάδιο της απόφασής μου.  Από άποψη γεγονότων, η κα Άγγονας αναφέρει τα ακόλουθα:

 

            Η μόνιμη ή προσωρινή διαμονή της Αιτήτριας κατά την καταχώριση της Αίτησης ήταν ή και είναι στη Ρωσία. Η Αιτήτρια δεν διεξήγαγε οποιαδήποτε τραπεζικές εργασίες ούτε και δραστηριοποιείτο καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην Κυπριακή Δημοκρατία κατά την καταχώριση της Αίτησης. Πριν το 2018, σε άγνωστο χρόνο, αποφάσισε να τερματίσει τις εργασίες του υποκαταστήματός της στην Κύπρο και ενημέρωσε προς τούτο την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, η οποία κατά την 14.8.2018 με σχετική ανακοίνωσή της απαγόρευσε στο υποκατάστημα να διεξάγει τραπεζικές εργασίες εκτός από συγκεκριμένες περιορισμένες ενέργειες, οι οποίες και καταγράφονται στην ανακοίνωση που εξέδωσε με τον τίτλο «τροποποίηση της άδειας λειτουργίας της Promsvyazbank PJSC». Η ίδια η Αιτήτρια με ανακοίνωσή της ημερομηνίας 31.7.2019, η οποία αναρτήθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα της, ανακοίνωσε τον οριστικό τερματισμό των τραπεζικών της εργασιών και το οριστικό κλείσιμο του υποκαταστήματός της στην Κυπριακή Δημοκρατία καθώς και την οικειοθελή παράδοση της άδειας λειτουργίας του υποκαταστήματός της. Μετά την απόφαση της ίδιας της Αιτήτριας να τερματίσει τις εργασίες του υποκαταστήματός της, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου με ανακοίνωσή της ημερομηνίας 31.7.2019 ανακάλεσε παντελώς την άδεια λειτουργίας του υποκαταστήματος της Αιτήτριας. Κατόπιν της ως άνω ανακοίνωσης, η Αιτήτρια διαγράφηκε από το «Μητρώο Πιστωτικών Ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Κύπρο».

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

           

            Η Αίτηση στηρίζεται στη Συνθήκη μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου (Κυρωτικός) Νόμος 172(Ι)/1986, στον περί του Πρωτόκολλου μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας για το Ευρετήριο των Διμερών Συμφωνιών (Κυρωτικός) Νόμος 34(ΙΙΙ)/2001, στον περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση δυνάμει Συμβάσεως) Νόμο 121(Ι)/2000, άρθρα 2 - 6, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/1960, άρθρα 2, 21, 31 και 41 και στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Θεσμούς Δ.1 θ.2, Δ.48 θ.θ. 1 - 4 και 9, Δ.49Δ.55 θ.θ. 1 - 4, Δ.57 και Δ.64.

 

            Ως έχει ήδη αναφερθεί, η Αιτήτρια εξαιτείται την έκδοση διατάγματος το οποίο να αναγνωρίζει και να επιτρέπει την εγγραφή και εκτέλεση στην Κύπρο της απόφασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου της Μόσχας ημερομηνίας 27.6.2019, η οποία εκδόθηκε εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση στην υπόθεση αρ. Α40 - 183868/18-7-1395. Στο άρθρο 23 του Κυρωτικού Νόμου 172(Ι)/1986 καθορίζεται ποιες δικαστικές αποφάσεις θα αναγνωρίζονται και εκτελούνται, ενώ στο άρθρο 24 τίθενται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση και εκτέλεση τους. Ειδικότερα, τα άρθρα 23 και 24 προνοούν τα ακόλουθα:

 

«Άρθρο 23

 

Ποιες Δικαστικές Αποφάσεις θα Αναγνωρίζονται και Εκτελούνται

 

1. Δικαστικές αποφάσεις των αρχών εκάτερου Συμβαλλόμενου Μέρους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του Άρθρου 1 θα αναγνωρίζονται και εκτελούνται στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους κάτω από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη Συνθήκη αυτή.

 

2. Όπως χρησιμοποιείται στην παράγραφο 1, ο όρος «δικαστικές αποφάσεις» σημαίνει: (1) δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε αστικές υποθέσεις και φιλικούς συμβιβασμούς που επικυρώθηκαν από δικαστήριο* (2) δικαστικές αποφάσεις για την πληρωμή δικαστικών εξόδων (3) δικαστικές αποφάσεις σε ποινικές υποθέσεις που αφορούν στην πληρωμή αποζημιώσεων και σε άλλες απαιτήσεις αστικού δικαίου.

 

Άρθρο 24

 

Οι Δικαστικές αποφάσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 23 θα αναγνωρίζονται και εκτελούνται µε την προϋπόθεση ότι:

(1) είναι τελεσίδικες και εκτελεστές δυνάμει του δικαίου του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου εκδόθηκαν·

(2) ο διάδικος ο οποίος παρέλειψε να εμφανισθεί και να λάβει µέρος στη διαδικασία και εναντίον του οποίου εκδόθηκε η απόφαση κλητεύθηκε κανονικά και εμπρόθεσμη σύμφωνα µε το δίκαιο του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση·

(3) η υπόθεση δεν εμπίπτει εντός της αποκλειστικής αρμοδιότητας κάποιας αρχής του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να αναγνωρισθεί και εκτελεσθεί η απόφαση·

(4) καμιά δικαστική απόφαση, η οποία να έχει καταστεί τελεσίδικη, δεν έχει εκδοθεί προηγουμένως για το αυτό επίδικο αντικείμενο μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους όπου πρόκειται να αναγνωρισθεί και εκτελεσθεί η δικαστική απόφαση·

(5) δεν εκκρεμεί ενώπιον δικαστικής αρχής του παραγγελλόμενου Συμβαλλόμενου Μέρους διαδικασία μεταξύ των ίδιων διαδίκων για το ίδιο επίδικο αντικείμενο, και η διαδικασία αυτή ήταν η πρώτη που είχε εγερθεί».

 

Πρωτίστως θα πρέπει να αναφερθεί ότι δεν αμφισβητείται από πλευράς Καθ’ ης η Αίτηση ότι η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου της Μόσχας ημερομηνίας 27.6.2019 αποτελεί «δικαστική απόφαση», όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στο άρθρο 23 του Κυρωτικού Νόμου. Επισημαίνεται ότι πρόκειται για απόφαση η οποία εκδόθηκε σε αστική υπόθεση. Κατά συνέπεια αποτελεί απόφαση η οποία δύναται να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί στην Κύπρο.

 

Καθ’ όσον αφορά τις καθοριζόμενες στο άρθρο 24 του κυρωτικού νόμου προϋποθέσεις για την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικής απόφασης, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην ένορκη δήλωση της κας Διονυσίου αναφέρεται ρητά ότι η ανωτέρω αναφερομένη απόφαση εκδόθηκε από το Διαιτητικό Δικαστήριο της Μόσχας μετά που η Καθ’ ης η Αίτηση ειδοποιήθηκε νομότυπα στη βάση των σχετικών Νόμων και Κανονισμών της Ρωσικής Ομοσπονδίας, περαιτέρω ότι έχει τεθεί σε ισχύ και αποτελεί τελεσίδικη απόφαση από την 17.9.2019, ημερομηνία έκδοσης της εφετειακής απόφασης. Με την ένορκη δήλωσή της παρουσιάζεται το πρωτότυπο της επίσημης βεβαίωσης ημερομηνίας 7.4.2021 που εκδόθηκε από το Διαιτητικό Δικαστήριο της Μόσχας, η οποία βεβαιώνει και πιστοποιεί ότι η Καθ’ ης η Αίτηση ενημερώθηκε δεόντως για τον χρόνο και τον τόπο εκδίκασης της διαφοράς, περαιτέρω δε ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση είναι τελεσίδικη και εκτελεστή (Τεκμήριο 8 της ένορκης δήλωσής της). Θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν έχει αμφισβητηθεί από πλευράς Καθ’ ης η Αίτηση η συνδρομή των ανωτέρω περιγραφόμενων προϋποθέσεων καθώς και των υπόλοιπων καθοριζομένων στο άρθρο 24 προϋποθέσεων, όπως το ότι η υπόθεση δεν εμπίπτει εντός της αποκλειστικής αρμοδιότητας κάποιας άλλης αρχής της Κυπριακής Δημοκρατίας, ότι καμμιά άλλη τελεσίδικη απόφαση έχει εκδοθεί προηγουμένως για την ίδια επίδικη διαφορά μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ότι δεν εκκρεμεί ενώπιον δικαστικής αρχής του παραγγελλόμενου κράτους, δηλαδή της Ρωσικής Ομοσπονδίας, άλλη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το ίδιο επίδικο αντικείμενο.

 

Στο άρθρο 28 του Κυρωτικού Νόμου καθορίζονται τα έγγραφα τα οποία θα πρέπει να συνοδεύουν την Αίτηση. Πιο συγκεκριμένα το άρθρο αυτό προνοεί τα ακόλουθα:

 

Άρθρο 28

 

Η αναφερόµενη στο Άρθρο 27 αίτηση θα πρέπει να συνοδεύεται από:

 

(1) το πρωτότυπο ή ένα πιστοποιηµένο αντίγραφο της δικαστικής απόφασης µαζί µε ένα πιστοποιητικό για το τελεσίδικο και εκτελεστό αυτής εκτός αν αυτό µαρτυρείται από αυτή την ίδια τη δικαστική απόφαση·

(2) ένα έγγραφο που να πιστοποιεί ότι ο διάδικος σε βάρος του οποίου εξεδόθη η δικαστική απόφαση είχε προσηκόντως και εµπροθέσµως κλητευθεί σύµφωνα µε την υποπαράγραφο (2) του Άρθρου 24·

 

(3) µια πιστοποιηµένη µετάφραση της αίτησης και των εγγράφων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (1) και (2)».

 

Η κα Διονυσίου με την ένορκη δήλωση της παρουσιάζει τα ακόλουθα έγγραφα:

 

1.      Πιστοποιημένο αντίγραφο της Διαιτητικής Απόφασης ημερομηνίας 27.6.2019 η οποία εκδόθηκε στην υπόθεση αρ. Α40 - 183868/18-7-1395 μαζί με δεόντως πιστοποιημένη μετάφρασή της στα αγγλικά και δεόντως πιστοποιημένη μετάφρασή της στα Ελληνικά (Τεκμήριο 4).

2.      Πιστοποιημένο αντίγραφο της εφετειακής απόφασης του ένατου Διαιτητικού Εφετείου ημερομηνίας 17.9.2019, μαζί με πιστοποιημένη μετάφρασή της στα Αγγλικά (Τεκμήριο 5).

3.      Πιστοποιημένο αντίγραφο της δεύτερης εφετειακής απόφασης του περιφερειακού Διαιτητικού Δικαστηρίου της Μόσχας ημερομηνίας 26.12.2019, μαζί με πιστοποιημένη μετάφρασή της στα Αγγλικά (Τεκμήριο 6).

4.      Πιστοποιημένο αντίγραφο της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας ημερομηνίας 22.4.2020 και πιστοποιημένη μετάφρασή της στα Αγγλικά (Τεκμήριο 7)

5.      Πρωτότυπη επίσημη βεβαίωση ημερομηνίας 7.4.2021, συνοδευόμενη από πιστοποιημένη μετάφρασή της στα Αγγλικά που εκδόθηκε από το Διαιτητικό Δικαστήριο της Μόσχας, η οποία βεβαιώνει και πιστοποιεί ότι η Καθ’ ης η Αίτηση ενημερώθηκε δεόντως για τον χρόνο και τόπο εκδίκασης της διαφοράς και ότι η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου της Μόσχας ημερομηνίας 27.6.2019 έχει τεθεί σε ισχύ από την 17.9.2019 και είναι εκτελεστή.

 

Τα ανωτέρω παρουσιασθέντα από την κα Διονυσίου έγγραφα είναι αυτά τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 28 του Κυρωτικού Νόμου, με αποτέλεσμα η Αίτηση να συνοδεύεται από τα ορθά έγγραφα. Θα πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι δεν έχει αμφισβητηθεί από πλευράς Καθ’ ης η Αίτηση ότι η Αίτηση συνοδεύεται από τα καθοριζόμενα στο ανωτέρω άρθρο έγγραφα.

 

Όπως καθορίζει ρητά το άρθρο 26.3 (κατωτέρω) του Κυρωτικού Νόμου, η διαδικασία εξασφάλισης της άδειας για εκτέλεση καθώς και η διαδικασία της εκτέλεσης διέπονται από το δίκαιο του Συμβαλλόμενου Μέρους, στο έδαφος του οποίου επιδιώκεται η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, στην προκείμενη περίπτωση από το Κυπριακό δίκαιο. Αναμφισβήτητα, το νομοθέτημα που ρυθμίζει τα ως άνω ζητήματα είναι ο Περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως Νόμος), 121(Ι)/2000. Το άρθρο 5 του ως άνω Νόμου προνοεί επί λέξει τα ακόλουθα: 

 

«5.—(1) Η διαδικασία η οποία ακολουθείται δυνάμει του παρόντος Νόμου για την εγγραφή, αναγνώριση ή εκτέλεση απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου είναι η ακόλουθη:

 

(α) Η διαδικασία αρχίζει με καταχώριση στο δικαστήριο αίτησης διά κλήσεως που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, με τις ανάλογες προσαρμογές, στην οποία εμφαίνεται ως αιτητής η αρμόδια αρχή ή το πρόσωπο προς όφελος του οποίου εξεδόθη η απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, αναλόγως της περιπτώσεως, και ως καθ' ου η αίτηση το πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείται η αναγνώριση, εγγραφή ή εκτέλεση της απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου:

 

……………………………....................................................................».

 

Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου επεξηγείται ότι «δικαστήριο» σημαίνει το επαρχιακό ή εμπορικό Δικαστήριο της επαρχίας όπου ο καθ’ ου η αίτηση διαμένει.

 

Από τα όσα αναφέρονται αμέσως πιο πάνω, καθίσταται φανερό ότι η Αίτηση υπεβλήθη με τον ορθό τύπο και ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου. Επισημαίνεται ότι, όπως υπήρξε αδιαμφισβήτητο, όχι μόνο η Καθ’ ης η Αίτηση, αλλά και η ίδια η Αιτήτρια έχουν το εγγεγραμμένο τους γραφείο εντός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Τα όσα αναφέρονται πιο πάνω αναπόφευκτα με οδηγούν στην απόρριψη του λόγου ένστασης ότι το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της Αίτησης. Με τους υπόλοιπους λόγους ένστασης, η Καθ’ ης η Αίτηση διατείνεται ότι δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη από τις πρόνοιες της Συνθήκης διαδικασία για την αναγνώριση και εκτέλεση της επίδικης απόφασης, περαιτέρω δε ότι η Αίτηση καταχωρίστηκε κατά παράβαση των ρητών προνοιών της Συνθήκης. Συναφής είναι και ο λόγος ένστασης ότι ο ορθός υπό τις περιστάσεις διάδικος ή και το πρόσωπο το οποίο νομιμοποιείτο να καταχωρίσει την Αίτηση, ήταν ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης.

 

Η Καθ’ ης η Αίτηση υποστηρίζει, μέσω της ένορκης δήλωσης της κας Άγγονας, ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 26 και 27 του Κυρωτικού Νόμου, η διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης απόφασης Ρώσικου Δικαστηρίου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας περιλαμβάνει δύο στάδια. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο στάδιο είναι η διαδικασία εξασφάλισης άδειας για εκτέλεση της απόφασης, η οποία γίνεται από τις δικαστικές αρχές των συμβαλλομένων μερών, μέσω της διαδικασίας νομικής συνδρομής, η δε αίτηση για αναγνώριση της απόφασης μπορεί να υποβληθεί στο αρμόδιο Κυπριακό Δικαστήριο αποκλειστικά και μόνο από την αρμόδια αρχή, δηλαδή τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. Το δεύτερο στάδιο, που είναι η διαδικασία εκτέλεσης της απόφασης, δηλαδή της λήψης μέτρων για εκτέλεσή της, δύναται να γίνει με δύο τρόπους: (α) είτε μέσω των δικαστικών αρχών των συμβαλλομένων μερών με τη διαδικασία της νομικής συνδρομής και η σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί στο Κυπριακό Δικαστήριο μόνο από την αρμόδια αρχή, δηλαδή τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, και (β) είτε απευθείας από τον εξ αποφάσεως πιστωτή, εφόσον διατηρεί τη μόνιμη ή προσωρινή του διαμονή στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους στο οποίο επιδιώκεται η εκτέλεση της απόφασης, χωρίς να χρειάζεται να υποβληθεί σχετικό αίτημα για νομική συνδρομή μέσω των αρμόδιων δικαστικών αρχών των Συμβαλλομένων Μερών. Όπως περαιτέρω υποστηρίζεται από την Καθ’ ης η Αίτηση, δυνατόν να υποβληθεί ένα αίτημα για αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης Ρώσικου Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία, στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 27.1 του Κυρωτικού Νόμου, δηλαδή στην περίπτωση που ο εξ αποφάσεως πιστωτής δεν διαμένει μόνιμα ή προσωρινά στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας όπου επιδιώκεται να εκτελεστεί η απόφαση. Σ’ αυτή την περίπτωση η αίτηση υποβάλλεται στο Κυπριακό Δικαστήριο από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, ως αρμόδια αρχή.

 

Τα άρθρα 26 και 27 του Κυρωτικού Νόμου προνοούν τα ακόλουθα:

 

«Άρθρο 26

 

Διαδικασία Αναγνώρισης και Εκτέλεσης Δικαστικών Αποφάσεων

 

1. Για το σκοπό εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων που αναφέρονται στο 'Άρθρο 23, τα δικαστήρια του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου επιδιώκεται να εκτελεσθεί η δικαστική απόφαση θα εκδίδουν απόφαση που να επιτρέπει τέτοια εκτέλεση. Η παραγγέλλουσα αρχή πρέπει να ενημερώνεται για την έκδοση τέτοιας απόφασης.

 

2. Κατά τη χορήγηση της άδειας εκτέλεσης το δικαστήριο θα περιορίζεται στο να διαπιστώσει κατά πόσο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις των Άρθρων 24 και 25 καθώς και οι απαιτήσεις του Άρθρου 28.

 

3. Η διαδικασία εξασφάλισης της άδειας για εκτέλεση, καθώς και η διαδικασία της εκτέλεσης θα διέπεται από το δίκαιο του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου επιδιώκεται η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης».

 

«Άρθρο 27

 

1. Η αίτηση για την εκτέλεση δικαστικής απόφασης θα υποβάλλεται σε δικαστική αρχή του τόπου της έκδοσης της. Η αρχή αυτή θα διαβιβάζει την αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.

 

2. Αν το πρόσωπο που υποβάλλει την αίτηση για εκτέλεση διατηρεί μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους όπου επιδιώκεται να εκτελεσθεί η δικαστική απόφαση, η αίτηση μπορεί επίσης να υποβάλλεται απ' ευθείας στο αρμόδιο δικαστήριο του Συμβαλλόμενου τούτου Μέρους.»

 

Αναφορικά με τον τρόπο ερμηνείας διμερών διεθνών συμβάσεων μπορεί να αντληθεί καθοδήγηση από την υπόθεση VTB Bank (Open Joint-Stock Company) v. Alekseyevich κ.ά. Πολ. Έφ. Αρ. 206/2014, ημερομηνίας 12.6.2020, ECLI:CY:AD:2020:A188, από την οποία παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Η γραμματική ερμηνεία κάθε νόμου περιλαμβανομένης και μιας διμερούς ή πολυμερούς σύμβασης είναι η πρωταρχική ερμηνεία που χρησιμοποιείται και αποτελεί στην ουσία τον χρυσό κανόνα ερμηνείας των νομοθετημάτων.  Σύμφωνα με αυτή τη γραμματική ερμηνεία αποδίδεται στο νομοθετικό κείμενο η αυθεντική ερμηνεία που το Δικαστήριο θεωρεί ότι αναδύεται από το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε ως η αντικειμενική θεώρηση του πράγματος ανεξάρτητα από την όποια υποκειμενική πρόθεση του νομοθέτη.  Αυτό ισχύει και στη βάση του Άρθρου 31(1) της Σύμβασης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών του 1969, στην οποία αναφέρθηκαν αμφότεροι οι διάδικοι, σύμφωνα με το οποίο μια σύμβαση πρέπει να ερμηνεύεται καλή τη πίστει και σύμφωνα με τη συνήθη έννοια που πρέπει να αποδίδεται στους όρους που χρησιμοποιεί η σύμβαση, έχοντας υπόψη το αντικείμενο και το σκοπό της.  Μόνο εάν υφίσταται λόγος μπορεί να προσφύγει κάποιος και στα συμπληρωματικά μέσα ερμηνείας, όπως προνοείται στο Άρθρο 32, (Re Deep Vein Thrombosis and Air Travel Group Litigation (2006) 1 AC 495)».

 

            Θα πρέπει να αναφερθεί ότι το ίδιο επακριβώς ζήτημα είχε εξεταστεί από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αίτησης της Καθ’ ης η Αίτηση ημερομηνίας 14.6.2022, με την οποία αιτήθηκε τον παραμερισμό ή και την ακύρωση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης για τον ίδιο λόγο τον οποίο προβάλλει και στην παρούσα διαδικασία. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 8.4.2024:

 

«Το λεκτικό των άρθρων 26 και 27 της Συνθήκης καθώς και το άρθρο 5(1) του Νόμου 121(Ι)/2000 καθορίζουν, κατά τρόπο που δεν χωρεί περιθώριο διαφορετικής ερμηνείας, ότι η διαδικασία για άδεια εκτέλεσης  όπως και για εκτέλεση της δικαστικής απόφασης είναι ενιαία.  Το ότι στο άρθρο 26.3 της Συνθήκης γίνεται αναφορά σε διαδικασία εξασφάλισης της άδειας για εκτέλεση καθώς και σε διαδικασία της εκτέλεσης, σε καμιά περίπτωση συνηγορεί υπέρ της θέσης ότι στη Συνθήκη γίνεται διαχωρισμός μεταξύ της διαδικασίας εξασφάλισης της άδειας για εκτέλεση της απόφασης και της διαδικασίας εκτέλεσης της απόφασης, όπως λανθασμένα υποστηρίζει η ευπαίδευτη συνηγόρου της Αιτήτριας στη γραπτή της αγόρευση. Στη διαδικασία για την εξασφάλιση της αδείας για εκτέλεση της απόφασης ενσωματώνεται και η άδεια εκτέλεσης της απόφασης, χωρίς να απαιτείται η υποβολή ξεχωριστού αιτήματος για άδεια λήψης μέτρων εκτέλεσης της απόφασης, μετά την εξασφάλιση της άδειας για εκτέλεση της απόφασης.  Θα πρέπει δε να επισημανθεί ότι το άρθρο 5(1) του Νόμου 121(Ι)/2000 αναφέρει ρητά ότι η διαδικασία για την εγγραφή, αναγνώριση ή εκτέλεση της απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου αρχίζει με καταχώρηση στο δικαστήριο αίτησης δια κλήσεως.  Ουδόλως το άρθρο αυτό απαιτεί την εξασφάλιση άδειας για εκτέλεση της απόφασης ως επακόλουθο μέτρο της αναγνώρισης και εγγραφής της απόφασης του αλλοδαπού δικαστηρίου, στην προκείμενη περίπτωση του Ρωσικού Δικαστηρίου.  Απλά το εδάφιο (2) του ως άνω άρθρου παρέχει τη δυνατότητα υποβολής αίτησης για αναγνώριση και εγγραφή της αλλοδαπής απόφασης χωρίς να είναι απαραίτητο να ζητείται ταυτόχρονα και η εκτέλεση της.  Εξάλλου, ούτε το άρθρο 14(Ι) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6 στο οποίο καθορίζονται τα μέτρα εκτέλεσης απαιτεί την εξασφάλιση άδειας από το Δικαστήριο για τη λήψη καθενός από τα μέτρα εκτέλεσης, όπως το μέτρο της κατάσχεσης και πώλησης ακίνητης περιουσίας του εξ αποφάσεως χρεώστη ή την επιβάρυνση ακίνητης του περιουσίας με την εγγραφή της δικαστικής απόφασης».

 

            Η απόρριψη της θέσης της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αιτήτριας ότι η αναγνώριση και η εκτέλεση της απόφασης του Ρωσικού Δικαστηρίου διαχωρίζεται σε δύο διαδικασίες, με οδηγεί αναπόφευκτα στην απόρριψη και της θέσης της ότι η διαδικασία εξασφάλισης της άδειας για εκτέλεση της απόφασης του Ρωσικού Δικαστηρίου γίνεται απαρέγκλιτα μέσω των αρχών του κάθε Συμβαλλομένου Μέρους, όπως αυτές καθορίζονται στην Συνθήκη.  Αντίθετα, όπως επιμαρτυρεί το ξεκάθαρο λεκτικό του άρθρου 27.2 της Συνθήκης, αν το πρόσωπο που υποβάλλει το αίτημα διατηρεί μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους όπου επιδιώκεται να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση, στην προκείμενη περίπτωση στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχει το δικαίωμα να υποβάλει το αίτημα απευθείας στο αρμόδιο Δικαστήριο του Συμβαλλόμενου αυτού Μέρους, χωρίς να απαιτείται από το πρόσωπο αυτό να ακολουθήσει την προνοούμενη στο άρθρο 27.1 της Συνθήκης διαδικασία, δηλαδή να το υποβάλει στη δικαστική αρχή του τόπου έκδοσης της απόφασης η οποία το διαβιβάζει στη συνέχεια στο αρμόδιο Δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση. Το ότι στο άρθρο 26.1 της Συνθήκης προνοείται ότι η παραγγέλλουσα αρχή θα πρέπει να ενημερώνεται από το Δικαστήριο του Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση για την έκδοση τέτοιας άδειας για εκτέλεση, ουδόλως υποστηρίζει, κατά την ταπεινή μου άποψη, τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αιτήτριας ότι η διαδικασία εξασφάλισης αδείας για εκτέλεση της απόφασης γίνεται απαρέγκλιτα μέσω των αρχών του κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους και σε καμιά περίπτωση απευθείας από το πρόσωπο το οποίο επιδιώκει την εξασφάλιση τέτοιας αδείας.  Αναμφισβήτητα η παραγγέλλουσα αρχή, στην προκείμενη περίπτωση η αρμόδια αρχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας, θα πρέπει να ενημερώνεται για την έκδοση της σχετικής άδειας για εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, αυτό όμως μόνο στην περίπτωση που το αίτημα για την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης διαβιβάζεται στο αρμόδιο Δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου  επιδιώκεται η εκτέλεση από τη δικαστική αρχή του τόπου έκδοσης της, δηλαδή μόνο στην περίπτωση που στη διαδικασία εξασφάλισης άδειας εκτέλεσης της απόφασης εμπλέκονται οι αρμόδιες αρχές αμφότερων των Συμβαλλομένων Μερών».

 

            Τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Καθ’ ης η Αίτηση κατά την ακρόαση της παρούσας Αίτησης δεν δικαιολογούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη διαφοροποίηση του Δικαστηρίου από την ερμηνεία την οποία προσέδωσε στα άρθρα 26 και 27 του Κυρωτικού Νόμου, όπως αυτή καταγράφεται στο ανωτέρω παρατεθέν απόσπασμα από την ενδιάμεση απόφασή του. Θα ήθελα, επίσης, να αναφέρω ότι η κατάληξη στην οποία έχει αχθεί το Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία των ανωτέρω άρθρων, υποστηρίζεται, κατά την ταπεινή μου άποψη, από τα όσα νομολογήθηκαν στην υπόθεση VTB Bank (Open Joint-Stock Company) v. Alekseyevich κ.ά. (ανωτέρω), από την οποία παραθέτω αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα:

 

 «Το άρθρο 27 είναι λοιπόν ένα ιδιαίτερο άρθρο, εφόσον το εδάφιο (1) αυτού καθορίζει το βασικό τρόπο εισαγωγής αίτησης για εκτέλεση δικαστικής απόφασης που συνάδει με το σκοπό της Συνθήκης για την παροχή νομικής συνδρομής μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών όπως ήδη καταγράφηκε προηγουμένως.  Ο βασικός τρόπος αυτός προδιαγράφει ότι για την εκτέλεση δικαστικής απόφασης θα υποβάλλεται αίτηση σε δικαστική αρχή του τόπου έκδοσης της, η οποία με τη σειρά της θα διαβιβάζει την αίτηση «στο αρμόδιο δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.».  Επομένως, η πρόνοια για την παροχή συνδρομής μέσω της διπλωματικής οδού που προνοείται στο άρθρο 4 εμπεριέχεται ουσιαστικά και στο άρθρο 27(1) και συνάδει με όσα αναφέρονται στο άρθρο 23(1) ότι οι δικαστικές αποφάσεις θα αναγνωρίζονται «κάτω από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη Συνθήκη αυτή.».  Προδήλως δε στο άρθρο 27(1) υπεισέρχεται και η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου το οποίο καλείται να αναγνωρίσει και να εκτελέσει τη δικαστική απόφαση.  Αυτό συνάδει επίσης με τα προνοούμενα στο άρθρο 26(3), ότι:

 

«Η διαδικασία εξασφάλισης της άδειας για εκτέλεση, καθώς και η διαδικασία της εκτέλεσης θα διέπεται από το δίκαιο του συμβαλλόμενου μέρους στο έδαφος του οποίου επιδιώκεται η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης.»

 

Ως εξαίρεση ή ως επιπρόσθετη δυνατότητα στη βασική πρόνοια του άρθρου 27(1) για τη συνδρομή της μιας δικαστικής αρχής προς το αρμόδιο Δικαστήριο του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, προνοείται κατά το εδάφιο (2), ότι εάν το πρόσωπο που υποβάλλει την αίτηση για εκτέλεση:

 

 «.. διατηρεί μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στο έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους όπου επιδιώκεται να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση, η αίτηση μπορεί επίσης να υποβάλλεται απ΄ ευθείας στο αρμόδιο Δικαστήριο του συμβαλλόμενου τούτου μέρους.».

 

…………………………………………………………………………………………..

 

Με βάση τα πιο πάνω, το άρθρο 27(2) δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τον τρόπο που εισηγείται η εφεσείουσα εφόσον  αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας μπορεί να είναι μόνο εκείνο το οποίο έχει κατά τόπο αρμοδιότητα, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από τη μόνιμη ή προσωρινή διαμονή του προσώπου που υποβάλλει την αίτηση για εκτέλεση.  Αυτή είναι η απλή γραμματική ερμηνεία του άρθρου 27, χωρίς να χρειάζεται άλλο ερμηνευτικό βοήθημα.  Η απλή αυτή γραμματική ερμηνεία δεν θέτει, όπως εισηγήθηκε η εφεσείουσα, σε δυσμενέστερη θέση ένα αιτητή που χρησιμοποιεί τη διαδικασία του εδαφίου (2) του άρθρου 27, έναντι εκείνου που χρησιμοποιεί τη διαδικασία του εδαφίου (1) του ιδίου άρθρου, διότι και στην περίπτωση αυτή η δικαστική αρχή του τόπου έκδοσης της απόφασης διαβιβάζει την αίτηση για εκτέλεση και πάλι στο «αρμόδιο Δικαστήριο» του έτερου συμβαλλόμενου μέρους, το οποίο βέβαια εάν δεν έχει αρμοδιότητα δεν θα την αναλάβει. 

 

Άλλωστε,  η προσφερόμενη από το άρθρο 27(2) διαδικασία αποτελεί μια ταχύτερη ρύθμιση στην προσπάθεια εγγραφής υπό το δεδομένο όμως ότι ο αιτούμενος την αναγνώριση και εγγραφή διαμένει ήδη στη Δημοκρατία.  Σε τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει λόγος για διαβίβαση από αρχή του συμβαλλόμενου μέρους στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση στο αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας αφού ο εξ αποφάσεως πιστωτής βρίσκεται ήδη στο έδαφος της».

 

            (η υπογράμμιση είναι δική μου)

 

            Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Καθ’ ης η Αίτηση υποστηρίζει στη γραπτή του αγόρευση ότι η αμέσως πιο πάνω υπόθεση είναι άσχετη με την παρούσα για τον λόγο ότι δεν απασχόλησε το Δικαστήριο στην υπόθεση εκείνη με το θέμα του διαχωρισμού της διαδικασίας εξασφάλισης άδειας για εκτέλεση και της λήψης μέτρων εκτέλεσης μεταξύ των άρθρων 26 και 27 του Κυρωτικού Νόμου.

 

            Η ως άνω θέση δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Παρά το ότι το εγερθέν ζήτημα στην υπόθεση εκείνη δεν ήταν το ίδιο με αυτό της παρούσας υπόθεσης, εντούτοις το Δικαστήριο ασχολήθηκε με την ερμηνεία των άρθρων 26 και 27 του Κυρωτικού Νόμου, ειδικότερα του άρθρου 27, την οποία και παραθέτει στην απόφασή του. Συνεπώς, τα όσα αναφέρθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, κάθε άλλο παρά άσχετα είναι με την παρούσα υπόθεση.

 

            Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Καθ’ ης η Αίτηση, στην προσπάθεια του να στηρίξει τη θέση του ότι η διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης απόφασης Ρώσικου Δικαστηρίου περιλαμβάνει δύο στάδια, ως αυτά επεξηγήθηκαν ανωτέρω, προβαίνει στη γραπτή του αγόρευση σε παραλληλισμό των άρθρων 26 και 27 του Κυρωτικού Νόμου με τις πρόνοιες του καταργηθέντος Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 αλλά και του νεότερου ΕΚ 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές διαφορές. Όπως συγκεκριμένα υποστηρίζει, κατά το άρθρο 38.1 του ΕΚ44/2001, οι αποφάσεις που εκδόθηκαν και είναι εκτελεστές στο κράτος μέλος που εκδόθηκαν, εκτελούνται σε άλλο κράτος μέλος αφού κηρυχθούν εκεί εκτελεστές με αίτηση κάθε ενδιαφερόμενου. Η διαδικασία τέτοιας αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 40 του Κανονισμού, διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο επιδιώκεται η εκτέλεση. Σύμφωνα δε με το άρθρο 41, η απόφαση κηρύσσεται ως εκτελεστή απευθείας με την ικανοποίηση των τυπικών προϋποθέσεων του άρθρου 53, το οποίο προνοεί ότι πρόσωπο που επιδιώκει την κήρυξη εκτέλεσης της απόφασης θα πρέπει να προσκομίσει (α) αντίγραφό της το οποίο ικανοποιεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις που αποδεικνύουν την αυθεντικότητά της και (β) το προνοούμενο στο άρθρο 54 του Κανονισμού πιστοποιητικό, το οποίο ουσιαστικά πιστοποιεί ότι η απόφαση είναι εκτελεστή στο κράτος μέλος στο οποίο αυτή εκδόθηκε. Κατά τον κο Παντελή, το ανωτέρω προνοούμενο στο άρθρο 54 του Κανονισμού πιστοποιητικό, αποτελεί μέρος του ελέγχου που έχει το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση, στην περίπτωση που ο διάδικος επιθυμεί την εκτέλεσή της σε άλλο κράτος μέλος. Παρομοίως, στον Κυρωτικό Νόμο τέτοιος έλεγχος διατηρείται από το κράτος στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση, καθότι η διαδικασία για τη λήψη άδειας εκτέλεσής της ενεργοποιείται μόνο από τη δικαστική αρχή του Συμβαλλόμενου Μέρους στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση μέσω αιτήματος για νομική συνδρομή προς τη δικαστική αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, στο έδαφος του οποίο επιδιώκεται η εκτέλεση της απόφασης.

 

            Με κάθε σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, θα χαρακτήριζα τον ως άνω επιχειρούμενο παραλληλισμό ως άστοχο. Πρωτίστως θα ήθελα να αναφέρω ότι η προνοούμενη στον ΕΚ44/2001 αλλά και στον νεότερο ΕΚ1215/2012 διαδικασία για αναγνώριση και εκτέλεση, είναι πιο απλουστευμένη σε σύγκριση με την προνοούμενη στον Κυρωτικό Νόμο διαδικασία. Η προνοούμενη στον ΕΚ44/2001 διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης περιορίζεται στην παρουσίαση από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, αυθεντικού εγγράφου της απόφασης μαζί με το προνοούμενο στο άρθρο 54 πιστοποιητικό, το οποίο ουσιαστικά πιστοποιεί ότι η απόφαση είναι εκτελεστή στο κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκε. Αξίζει να αναφερθεί ότι το ανωτέρω αναφερόμενο πιστοποιητικό είναι αντίστοιχο με το προνοούμενο στο άρθρο 28(1) του Κυρωτικού Νόμου πιστοποιητικό για το τελεσίδικο και εκτελεστό της απόφασης. Πέραν όμως της παρουσίασης του ανωτέρω πιστοποιητικού, ο αιτούμενος την αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης με βάση τις πρόνοιες του Κυρωτικού Νόμου, θα πρέπει να παρουσιάσει και τα υπόλοιπο προνοούμενα στο άρθρο 28 αυτού έγγραφα, επιπρόσθετα δε, θα πρέπει να ικανοποιήσει και όλες τις περιγραφόμενες στο άρθρο 24 του Κυρωτικού Νόμου προϋποθέσεις. Επίσης, σε αντίθεση με τον ΕΚ44/2001, η διαδικασία για την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικής απόφασης με βάση τον Κυρωτικό Νόμο γίνεται κατά κανόνα μέσω της νομικής συνδρομής και της παρεμβολής του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση, ως παραγγέλλουσας αρχής, προς την αρμόδια αρχή του Συμβαλλόμενου Μέρους στο οποίο επιδιώκεται να αναγνωριστεί και εκτελεστεί η απόφαση, με εξαίρεση φυσικά την περίπτωση που το πρόσωπο που υποβάλλει την αίτηση διατηρεί μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους όπου επιδιώκεται να εκτελεστεί η απόφαση. Στην τελευταία περίπτωση η αίτηση, ως έχει ήδη αναφερθεί, δύναται να υποβληθεί απευθείας από τον αιτούντα στο αρμόδιο Δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου επιδιώκεται να εκτελεστεί η απόφαση.

 

            Είναι λοιπόν φανερό ότι η προνοούμενη στον Κυρωτικό Νόμο διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης, δεν θα μπορούσε να συγκριθεί και παραλληλιστεί με την προνοούμενη στον ΕΚ44/2001 διαδικασία. Θα ήθελα ακόμα να αναφέρω ότι δεν με βρίσκει σύμφωνο ούτε και η θέση της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου της Καθ’ ης η Αίτηση ότι με βάση τις πρόνοιες του ΕΚ44/2001, ειδικότερα του άρθρου 47 αυτής, υπάρχει επίσης διαχωρισμός μεταξύ της διαδικασίας κήρυξης της απόφασης ως εκτελεστής και της διαδικασίας εκτέλεσης της, δηλαδή της λήψης μέτρων εκτέλεσης, όπως δηλαδή και στην περίπτωση της προνοούμενης στον Κυρωτικό Νόμο διαδικασίας αναγνώρισης και εκτέλεσης, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο. Τέτοιο συμπέρασμα περί ξεχωριστής διαδικασίας ουδόλως προκύπτει από τις πρόνοιες του ΕΚ44/2001, καθώς και του μεταγενέστερου ΕΚ1215/2012, οι οποίες είναι σαφείς και ξεκάθαρες. Το γεγονός ότι σε αμφότερους τους ανωτέρου Κανονισμούς γίνεται αναφορά σε αναγνώριση της απόφασης (recognition) και ακολούθως σε εκτέλεση (enforcement) σε καμιά περίπτωση υποστηρίζει τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου περί ύπαρξης ξεχωριστής διαδικασίας. Ομοίως, ως το Δικαστήριο έχει ήδη καταλήξει, ούτε και ο Κυρωτικός Νόμος προνοεί τη διπλή διαδικασία την οποία εισηγείται η Καθ’ ης η Αίτηση.

 

            Υποστηρίχθηκε ακόμα από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Καθ’ ης η Αίτηση κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου αγόρευσή του, ότι επειδή η τότε Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, κατά τη συνομολόγηση της επίδικης Συνθήκης ήταν κομμουνιστικό καθεστώς και ήθελε να ασκεί έλεγχο επί των πολιτών της, κατ’ επέκταση και επί των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες εκδίδονταν στο έδαφός της, δεν ήταν δυνατό να επιτρέπει σε πολίτες της να προσφεύγουν απευθείας ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων αξιώνοντας την αναγνώριση και λήψη άδειας εκτέλεσης αποφάσεων που είχαν εκδοθεί στο έδαφός της.

 

            Ούτε αυτή η θέση μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο. Δεν έχει παρουσιαστεί οποιαδήποτε μαρτυρία από πλευράς Καθ’ ης η Αίτηση προς τεκμηρίωση της θέσης της περί άσκησης ελέγχου από το τότε καθεστώς επί των πολιτών της, πολύ περισσότερο επί των αποφάσεων που εκδίδονταν στο έδαφος της τότε Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, καθώς και του τρόπου εκτέλεσής τους. Μόνο εικασίες θα μπορούσαν να γίνουν από το Δικαστήριο, κάτι το οποίο δεν είναι επιτρεπτό.

 

            Ως κατακλείδα, θα ήθελα να αναφέρω ότι με βρίσκει σύμφωνο η θέση της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αιτήτριας ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποστεί από την ενδιάμεσή του απόφαση ημερομηνίας 8.4.2024, με την οποία αποφάσισε το ανωτέρω εγερθέν από πλευράς Καθ’ ης η Αίτηση ζήτημα περί της μη νομιμοποίησης της Αιτήτριας να καταχωρίσει και προωθήσει την παρούσα Αίτηση. Οποιαδήποτε αντίθετη υπό του Δικαστηρίου προσέγγιση θα συνιστούσε, κατά την ταπεινή μου άποψη, υπέρβαση των εξουσιών του (Mikis & Marcos Sideris Holdings Limited v. Σιδέρη κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 286).

 

            Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, οι ανωτέρω λόγοι ένστασης της Καθ’ ης η Αίτησης δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.

 

            Πέραν των πιο πάνω, η Καθ’ ης η Αίτηση διατείνεται ότι σε κάθε περίπτωση η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται στην καταχώριση και προώθηση της παρούσας Αίτησης για τον λόγο ότι κατά το χρόνο καταχώρισής της, δεν είχε τη μόνιμη ή προσωρινή διαμονή της στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

            Το άρθρο 27.2 του Κυρωτικού Νόμου καθιερώνει, ως εξαίρεση στον κανόνα παροχής νομικής συνδρομής μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών, τη δυνατότητα του προσώπου που υποβάλλει την αίτηση για άδεια εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης, να την υποβάλει απευθείας στο αρμόδιο Δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους στο οποίο επιδιώκεται να εκτελεστεί, νοουμένου ότι διατηρεί μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στο έδαφος του ως άνω Συμβαλλόμενου Μέρους.

 

            Ως έχει ήδη αναφερθεί, η Αιτήτρια διατείνεται, μέσω της ένορκης δήλωσής της κας Διονυσίου, ότι έχει την κύρια έδρα της στη Ρωσία, διατηρεί όμως έδρα και στην Κύπρο και είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη ως αλλοδαπή εταιρεία, έχοντας ως τόπο διεξαγωγής των εργασιών της τον Άγιο Αθανάσιο στη Λεμεσό. Η Καθ’ ης η Αίτηση από πλευράς της, ισχυρίζεται, μέσω της ένορκης δήλωσης της κας Άγγονας, ότι η Αιτήτρια σε χρόνο προγενέστερο της καταχώρισης της υπό εξέταση Αίτησης, με απόφασή της τερμάτισε τις εργασίες του υποκαταστήματος και έκλεισε το υποκατάστημά της στην Κύπρο. Κατόπιν αυτού, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, με ανακοίνωσή της ημερομηνίας 31.7.2019, ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας του υποκαταστήματος της Αιτήτριας.

 

            Η Αιτήτρια δεν ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου να αντικρούσει τους ανωτέρω ισχυρισμούς της κας Άγγονας, είτε μέσω αντεξέτασής της είτε μέσω καταχώρισης συμπληρωματικής/απαντητικής ένορκης δήλωσης. Όπως προκύπτει όμως από το περιεχόμενου του δικαστικού φακέλου, στην ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την ένσταση της Αιτήτριας στην αίτηση της Καθ’ ης η Αίτηση ημερομηνίας 14.6.2022 για ακύρωση ή και παραμερισμό της υπό εξέταση Αίτησης, η ενόρκως δηλούσα κα Λαμπριανού, φαίνεται να παραδέχεται τον τερματισμό της άσκησης τραπεζικών εργασιών από την Αιτήτρια, ως επίσης και την ανάκληση από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου της άδειας άσκησης τραπεζικών εργασιών. Αποτελεί όμως θέση της ενόρκως δηλούσας ότι ο τερματισμός της άσκησης τραπεζικών εργασιών από την Αιτήτρια σε καμμιά περίπτωση επηρεάζει το ότι αυτή εξακολουθεί να διατηρεί το υποκατάστημα της καθώς και έδρα στην Κύπρο και να είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη. Εξακολουθεί επίσης να συμμορφώνεται με διάφορα κριτήρια λόγω της εγγραφής της στην Κύπρο, όπως η καταχώριση οικονομικών καταστάσεων στον Έφορο Εταιρειών.

 

             Η ανωτέρω αναφερόμενη ένορκη δήλωση της κας Λαμπριανού δύναται να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, αφού, ως έχει ήδη αναφερθεί, αποτελεί μέρος του δικαστικού φακέλου της παρούσας υπόθεσης. Αξίζει να επισημανθεί ότι η κα Άγγονας στην ένορκη δήλωσή της η οποία συνοδεύει την ένσταση της Καθ’ ης η Αίτηση στην υπό εξέταση Αίτηση, σχολιάζει το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της κας Λαμπριανού, χωρίς να αντικρούει ή να απορρίπτει τους αμέσως πιο πάνω περιγραφόμενους ισχυρισμούς. Συνεπώς, με βάση τα πιο πάνω αποτελεί εύρημά μου ότι η Αιτήτρια ακόμα και μετά την ανάκληση της άδειάς της από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, εξακολουθεί να διατηρεί το υποκατάστημα της στην Κύπρο και να είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών. Περαιτέρω, εξακολουθεί να συμμορφώνεται με τις επιβαλλόμενες από τον Νόμο υποχρεώσεις της, όπως η καταχώριση οικονομικών καταστάσεων στο Γραφείο του Εφόρου Εταιρειών.

 

            Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Καθ’ ης η Αίτηση υποστηρίζει ότι η διαμονή “residence” μιας εταιρείας, καθορίζεται από τον τόπο στον οποίο βρίσκεται η κεντρική της διοίκηση (central management).

 

            Θα πρέπει να αναφερθεί ότι το ίδιο ζήτημα είχε εγερθεί από πλευράς Καθ’ ης η Αίτηση στο πλαίσιο της Αίτησης της ημερομηνίας 14.6.2022 για ακύρωση ή και παραμερισμό της Αίτησης. Το Δικαστήριο, εξετάζοντάς το, ανέφερε τα ακόλουθα στην απόφασή του ημερομηνίας 8.4.2024, τα οποία μεταφέρω αυτούσια:

 

  Το Αγγλικό κείμενο του άρθρου 27.2 της Συνθήκης έχει ως ακολούθως:

 

«If a person applying for enforcement has his permanent or temporary residence in the territory of the Contracting Party where the judgment is to be enforced, the application may also be submitted directly to the competent court of this Contracting Party.»

 

Στο σύγγραμμα Palmer's Company Law Vol.I, 1982, σελ. 102 παρ. 8 - 11 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«The residence of a company is not as easily established as its nationality or its domicile. The test of residence is mainly used if questions pertaining to taxation, the character of the company as an overseas trading corpora­tion, service of process on the company and attribution of enemy character to the company arise. In these cases, the residence of the company is not determined by the application of a uniform test but a different meaning is given to those words in each of them. Moreover, a company—like an individual—may have several residences at the same time, whereas it can have one domicile and one nationality only

 

(Η υπογράμμιση είναι δική μου)

 

Αυτό το οποίο προκύπτει από το ως άνω απόσπασμα είναι ότι μια εταιρεία μπορεί να έχει διάφορους τόπους διαμονής (residences).  Η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας στη γραπτή της αγόρευσης υποστηρίζει ότι η διαμονή μιας αλλοδαπής εταιρείας καθορίζεται από τον τόπο στον οποίο βρίσκεται η κεντρική της διοίκησης (central management). Υποστηρίζει ακόμα ότι μια εταιρεία μπορεί μεν να έχει περισσότερες από μια διαμονή, φτάνει η διοίκηση και ο έλεγχος της (control) να μπορεί να μοιραστεί και, σε τέτοια περίπτωση, η εταιρεία θεωρείται ότι έχει διαμονή (residence) στην κάθε χώρα όπου μπορεί να εντοπιστεί η διεξαγωγή ενός μέρους της διοίκησης και του ελέγχου της.

 

  Οι ως άνω θέσεις δεν βρίσκουν σύμφωνο το Δικαστήριο.  Όπως τουλάχιστον προκύπτει από την παρ. 8 -12 του ως άνω συγγράμματος, θεωρείται μεν ως συνήθης διαμονή μιας εταιρείας (ordinary residence) ο τόπος όπου διεξάγεται η πραγματική διοίκηση της, αυτό όμως μόνο για σκοπούς φορολογικού δικαίου (Tax Law).  Για του λόγου το αληθές παραθέτω αυτούσια την ως άνω παράγραφο:

 

«In tax law a company is ordinarily resident where the actual management of the company is carried on, even though it ought to be managed elsewhere according to its constitution. If this is done at several places, the company has a dual residence (or possibly even more resi­dences), but in that case at least some part of the superior and directing authority of the company must be present in the country in which it is sought to establish the residence of the company. A company incorpor­ated under one of the British Companies Acts and having its registered office in England may not be resident in England at all although, of course, it has British nationality, and is domiciled here. Thus, it was held in Egyptian Delta Land and Investment Co. Ltd. v. Todd that the company, which was incorporated in England and had its registered office in this country, but was entirely controlled and managed from Cairo, where the director and the secretary permanently resided, was not resident in England but was solely resident in Egypt.»

 

Δεν θεωρώ όμως ότι ο όρος «permanent or temporary residence» που απαντάται στο άρθρο 27.2 της Συνθήκης θα πρέπει να ερμηνευθεί με τον ίδιο τρόπο που έχει ερμηνευθεί για καθαρά φορολογικούς σκοπούς.  Είμαι της άποψης ότι, το ότι η Καθ'  ης η Αίτηση είναι εγγεγραμμένη στην Κύπρο ως αλλοδαπή εταιρεία, διατηρεί εγγεγραμμένο γραφείο, το υποκατάστημα της συνεχίζει να υφίσταται και οφείλει να συμμορφώνεται με διάφορα κριτήρια της εγγραφής της στην Κύπρο, αποτελούν επαρκή στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν ότι έχει, τουλάχιστον προσωρινή διαμονή στην Κυπριακή Δημοκρατία.»

 

            Θα πρέπει να αναφέρω ότι δεν έχει προταθεί οτιδήποτε από πλευράς Καθ’ ης η Αίτηση, το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη διαφοροποίηση του Δικαστηρίου από τα όσα έχει παραθέσει στην ανωτέρω ενδιάμεση του απόφαση. Θα ήθελα, ακόμα, να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση της αδελφού Δικαστή Στ. Χριστοδουλίδου – Μέσσιου, Π.Ε.Δ. (όπως ήταν τότε), στην υπόθεση Αναφορικά με την Promsvyasbank PJSC, αρ. Γεν. Αίτησης 140/2020, ημερ. 9.3.2021, ECLI:CY:AD:2021:B206 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

 

«Σε ό,τι αφορά τη διαμονή της Αιτήτριας στην Κυπριακή Δημοκρατία, παραμένει αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι αυτή τη χρονική στιγμή η Αιτήτρια διαθέτει εγγεγραμμένο γραφείο και υπόσταση στην Κυπριακή Δημοκρατία. Το ότι έχει ανακληθεί η άδεια της από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και δεν μπορεί να πια διεξάγει τραπεζικές εργασίες δεν σημαίνει αυτόματα ότι χάνει και τη νομική της υπόσταση σαν εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κυπριακή Δημοκρατία, άρα το επιχείρημα ότι θα έπρεπε η αίτηση να υποβληθεί μέσω των Δικαστικών Αρχών της Ρωσικής Ομοσπονδίας δεν ευσταθεί.»

             

            Το αμέσως πιο πάνω παρατεθέν απόσπασμα βρίσκεται σε συμφωνία με την κατάληξη στην οποία άχθηκε το Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση επί του ζητήματος της διαμονής της Αιτήτριας στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

            Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω, καταλήγω ότι η Αίτηση θα πρέπει να επιτύχει και να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.

 

            Καθ’ όσον αφορά τα έξοδα, δεν βλέπω οποιονδήποτε λόγο για απόκλιση από τον Γενικό Κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διάδικου.

 

            Εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος 1 της Αίτησης, πλέον έξοδα υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

(Υπ.) …………………………………

                                                                                                            Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

 

 

 

Πιστόν Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Subject: Civil Jurisdiction/General Application/Final

Αναφορά: Αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση Διαιτητικής Απόφασης Ρώσικου Δικαστηρίου


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο