Robert Joseph Gereige ν. CREDIT LIBANAIS S.A.L, Αρ. Αγωγής: 32/23, 16/9/2025
print
Τίτλος:
Robert Joseph Gereige ν. CREDIT LIBANAIS S.A.L, Αρ. Αγωγής: 32/23, 16/9/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. Μιχαηλίδη, Π.Ε.Δ.               

 

           Αρ. Αγωγής: 32/23

 

 

Μεταξύ

 

                                    

                                                Robert Joseph Gereige

                                                                                         Ενάγων     

 

                                                                  και 

     

                                               CREDIT LIBANAIS S.A.L

                                                                                    Εναγόμενοι

 

 

 

 

Ημερομηνία: 16.9.25

Εμφανίσεις:

Για την Εναγόμενη εταιρεία/Αιτήτρια: κα Μ. Γιωρκάτζη για κκ Α. Γιωρκάτζη ΔΕΠΕ  

Για τον Ενάγοντα/Καθ’ ου η αίτηση: κ. Τ. Χαχολιάδης για κκ Andreas S. Petrou Law Office LLC

 

      --------------------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Αφορμή για την έκδοση της παρούσης απόφασης αποτέλεσε αίτηση που υποβλήθηκε εκ μέρους της Εναγόμενης εταιρείας/Αιτήτριας στις 7.3.23 με την οποία ζητείται η έκδοση των ακόλουθων διαταγμάτων:

  1. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται και/ή παραμερίζεται το Κλητήριο Ένταλμα της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αγωγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με αριθμό 32/2023 και/ή να αναστέλλεται (stay) κάθε διαδικασία που εκκρεμεί στα πλαίσια αυτής καθότι δεν λήφθηκε άδεια για σφράγιση του Κλητηρίου Εντάλματος και/ή καθότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή και/ή δεν είναι αρμόδια να εκδικάσουν την οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των μερών.

 

2.    Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται και/ή να παραμερίζεται η επίδοση των εγγράφων που αφορούν την παρούσα Αγωγή  που έγινε προς την ΧΧΧΧ ΧΧΧΧ στις 25/1/2023.

 

3.    Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται και/ή να παραμερίζεται το προσωρινό διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 20/1/2023.

 

Η υπό κρίση αίτηση συνοδεύεται από ένορκο δήλωση υπαλλήλου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων της Αιτήτριας και δεόντως εξουσιοδοτημένης από την Αιτήτρια να προβεί στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση, από τώρα και στο εξής «η υπάλληλος».  Η υπό κρίση αίτηση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6, όπως τροποποιήθηκε, άρθρα 3-6 και 9, στους Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς Δ.2, θθ.1-3, Δ.5, Δ.5A, Δ.6, Δ.16, θθ.1-7 και 9, Δ.27, θ.3, Δ.39, Δ.48, θθ.1-3, 8, 9, 11-13, Δ.64, στον Περί Δικαστηρίων Νόμο, Ν.14/60, όπως τροποποιήθηκε, άρθρα 21 και 32, στις συμφυείς εξουσίες και την διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα.  Η απαίτηση του Ενάγοντα/Καθ’ ου η αίτηση δεν αφορά στο υποκατάστημα της Αιτήτριας στην Κύπρο ή τις εργασίες του, ούτε στρέφεται εναντίον αυτού.  Αντιθέτως, αφορά σε λογαριασμό και κατάθεση που διατηρείται στο Λίβανο όπου βρίσκεται η έδρα της Αιτήτριας.

 

Στις 25.1.23 ο Καθ’ ου η αίτηση επέδωσε στην εξουσιοδοτημένη αντιπρόσωπο του υποκαταστήματος της Αιτήτριας στην Κύπρο, η οποία και κατονομάζεται, το κλητήριο ένταλμα και αίτηση για έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος ημερομηνίας 16.1.23 καθώς και το εκδοθέν στα πλαίσια αυτής διάταγμα ημερομηνίας 20.1.23. 

 

Προτού καταχωρήσει την παρούσα αγωγή η οποία στρέφεται εναντίον της Αιτήτριας που αποτελεί τραπεζικό ίδρυμα στον Λίβανο ο Καθ’ ου η αίτηση όφειλε να λάβει άδεια για την σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος αφότου πρώτα ικανοποιούσε το Δικαστήριο ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία, αρμοδιότητα και καταλληλότητα να εκδικάσουν την παρούσα υπόθεση, κάτι που δεν έπραξε.  Ενόψει των πιο πάνω, η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Επίσης η πραγματοποιηθείσα επίδοση είναι παράνομη και πρέπει να ακυρωθεί αφού, ως προκύπτει από τον φάκελο του Δικαστηρίου, δεν προηγήθηκε αίτηση και λήψη άδειας για επίδοση της αγωγής και των άλλων εγγράφων στην Αιτήτρια στον Λίβανο, εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.  Τέλος δεν επιδόθηκε ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος αλλά το ίδιο το κλητήριο ένταλμα.  Ενόψει των πιο πάνω η επίδοση θα πρέπει να παραμεριστεί.  Περαιτέρω και ανεξάρτητα με τα όσα αναφέρονται πιο πάνω τα εκδοθέντα διατάγματα και η παρούσα αγωγή θα πρέπει να ακυρωθούν και παραμεριστούν ή έστω ανασταλούν αφού για τους λόγους που πιο κάτω επεξηγούνται τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την αγωγή.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση κατάγεται από τον Λίβανο και διαμένει μόνιμα εκτός της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων.  Με βάση τα στοιχεία που παρασχέθηκαν από τον Καθ’ ου η αίτηση στις 16.10.18, ήτοι διεύθυνση και λογαριασμό κοινής ωφέλειας, κατά τον χρόνο ελέγχου των λογαριασμών που ο Καθ’ ου η αίτηση διατηρούσε με την Αιτήτρια, προκύπτει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση διέμενε μόνιμα στον Λίβανο.  Επισυνάπτεται, επίσης, ως Τεκμήριο 2 έντυπο με την ονομασία KYC Form - Know your Customer - το οποίο συμπληρώθηκε από τον Καθ’ ου η αίτηση στις 16.10.18 και επιβεβαιώνει τα πιο πάνω.  Ακόμα και αν η θέση που προβάλλεται στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για συντηρητικό διάταγμα ευσταθεί και ο Καθ’ ου η αίτηση διαμένει στην Ελβετία, πάλι, βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων.  Ο Καθ’ ου η αίτηση ήταν γνώστης του τομέα των τραπεζών και επενδύσεων, κατείχε καλές επενδυτικές γνώσεις και πείρα και έχει προβεί σε αριθμό επενδύσεων τα τελευταία χρόνια.  Toύτο επιβεβαιώνεται από έντυπο που ο ίδιος υπέγραψε ονόματι Investor KYC - Τεκμήριο 1.

 

Η Αιτήτρια είναι παραδεκτά τραπεζικό ίδρυμα το οποίο διεξάγει τραπεζικές εργασίες στο Λίβανο και εποπτεύεται από την Κεντρική Τράπεζα του Λιβάνου. Διατηρούσε δε μέχρι το τέλος του Αυγούστου του 2022 υποκατάστημα (branch) εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας το οποίο διεξήγαγε τραπεζικές εργασίες στην Κυπριακή Δημοκρατία υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Μετά από σχετική απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας του Λιβάνου ημερομηνίας 2.3.22 η Αιτήτρια αποφάσισε να τερματίσει τις δραστηριότητες της στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Αφού εκπλήρωσε όλες της τις υποχρεώσεις έναντι των καταθετών της η Αιτήτρια με επιστολή της προς την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου αναφέρει ότι έχει συμμορφωθεί με όλες τις προϋποθέσεις για κλείσιμο του υποκαταστήματος της στην Κύπρο και σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες των Περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο Ν. 66(Ι)/1997 προχώρησε με γραπτή ειδοποίηση για την παράδοση  (surrender) της οποιασδήποτε αδειοδότησης από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.  Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου βρίσκεται στη διαδικασία απόσυρσης της άδειας του Κυπριακού υποκαταστήματος.  Σχετική εκτύπωση από την ιστοσελίδα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 3.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση από το 2009 διατηρούσε λογαριασμούς με την Αιτήτρια τόσο με το υποκατάστημα της τελευταίας στην Κυπριακή Δημοκρατία όσο και στην έδρα της στον Λίβανο.  Στις 5.7.19 κατόπιν αιτήματος του Καθ’ ου η αίτηση και υπογραφής αίτησης για άνοιγμα λογαριασμού αξιογράφων και χρηματοοικονομικών (application for the opening of securities and financial accounts) το οποίο έγινε αποδεκτό από την Αιτήτρια, η τελευταία άνοιξε σε υποκατάστημα της στον Λίβανο και συγκεκριμένα στο υποκατάστημα που βρίσκεται στο Kaslik του Λιβάνου, τον λογαριασμό με αριθμό 00ΧΧ-ΧΧΧΧΧΧ-0ΧΧ, από τώρα και στο εξής «ο Λογαριασμός».  Κατά την διαδικασία του ανοίγματος του Λογαριασμού ο Καθ’ ου η αίτηση υπέγραψε τους Ειδικούς Όρους και Προϋποθέσεις της Αιτήτριας (special terms and conditions governing the opening of securities and financial accounts), από τώρα και στο εξής «οι Όροι», oι οποίοι διέπουν την λειτουργία του Λογαριασμού και άλλων μεταγενέστερων λογαριασμών καθώς επίσης και γενικά την σχέση των μερών.  Αντίγραφο της αίτησης και των Όρων τόσο στα Αραβικά όσο και σε μετάφραση τους στα Αγγλικά επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 4.

 

Mετά το άνοιγμα του Λογαριασμού κατά ή περί τις 23.7.19 με γραπτές οδηγίες του Καθ’ ου η αίτηση προς τον Περιφερειακό Διευθυντή (Regional Manager) της Αιτήτριας στον Λίβανο, ο Καθ’ ου η αίτηση εξουσιοδότησε την Αιτήτρια να προβεί σε μεταφορά στο Λογαριασμό ολόκληρου του ποσού που διατηρούσε ο Καθ’ ου η αίτηση σε συγκεκριμένο λογαριασμό στο υποκατάστημα της Αιτήτριας στην Κυπριακή Δημοκρατία με σκοπό να δεσμευθούν 10.000.000 USD ως προθεσμιακή κατάθεση για περίοδο 3 χρόνων, δηλαδή, μέχρι τις 27.7.22.  Το ποσό των 10.000.000 USD σύμφωνα με τις ρητές οδηγίες θα έφερε τόκο ύψους 14% πληρωτέο ανά τριμηνία (quarterly) για την πιο πάνω περίοδο.  Οι σχετικές χειρόγραφες οδηγίες του Καθ’ ου η αίτηση επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 5.  Οι εν λόγω οδηγίες του Καθ’ ου η αίτηση υλοποιήθηκαν και ως εκ τούτου το ποσό που κατατέθηκε στο Λογαριασμό δεσμεύθηκε ως προθεσμιακή κατάθεση στον υπο-λογαριασμό (sub-account) του Λογαριασμού, ήτοι τον λογαριασμό με αριθμό 00ΧΧ-ΧΧΧΧΧΧ-ΥΥΥ, από τώρα και στο εξής «ο λογαριασμός προθεσμιακής κατάθεσης», για περίοδο 3 ετών.  Όπως προκύπτει από το ίδιο το κλητήριο ένταλμα αλλά και την αίτηση για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων ημερομηνίας 16.1.23 η απαίτηση του Καθ’ ου η αίτηση αφορά και σχετίζεται με την εν λόγω προθεσμιακή κατάθεση, από τώρα και στο εξής «η προθεσμιακή κατάθεση».  Ο λογαριασμός προθεσμιακής κατάθεσης και η προθεσμιακή κατάθεση διατηρούνται στον Λίβανο και όχι στο υποκατάστημα της Αιτήτριας στην Κύπρο.  Το εν λόγω υποκατάστημα δεν είχε καμία σχέση με την προθεσμιακή κατάθεση και ούτε την παρουσίαζε στα βιβλία του.  Δεν μπορούσε να την διαχειριστεί και δεν ήταν υπόλογο στον Καθ’ ου η αίτηση αναφορικά με αυτή.  Εκπρόσωπος του υποκαταστήματος της Αιτήτριας στο Kaslik επιβεβαίωσε την εκτέλεση των οδηγιών του Καθ’ ου η αίτηση.  Αντίγραφο της επιβεβαιωτικής επιστολής επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 6.

 

Λίγους μήνες αργότερα, ο Καθ’ ου η αίτηση απέστειλε αριθμό ηλεκτρονικών μηνυμάτων στην Αιτήτρια για να τερματίσει την προθεσμιακή κατάθεση πρόωρα και πριν την λήξη της, κάτι που δεν έγινε αποδεκτό από την Αιτήτρια.  Με επιστολή δε των Κυπρίων δικηγόρων του ημερομηνίας 21.7.22, η οποία στάλθηκε λίγες μέρες πριν την λήξη της προθεσμιακής κατάθεσης, ο Καθ’ ου η αίτηση ζήτησε όπως ποσό της προθεσμιακής κατάθεσης σταλεί σε λογαριασμό του στο υποκατάστημα στην Κύπρο ή εναλλακτικά σε λογαριασμό που διατηρεί στην Ελβετία.  Αντίγραφο της επιστολής επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 7.  Η προθεσμιακή κατάθεση δεν μπορούσε να τερματιστεί πρόωρα.  Αλλά και μετά την λήξη της οι οδηγίες για μεταφορά των ποσών για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να εκτελεστούν.  Λόγω της μη εκτέλεσης των πιο πάνω οδηγιών του Καθ’ ου η αίτηση ο Καθ’ ου η αίτηση προχώρησε στην καταχώρηση της αγωγής.    

 

Ως προκύπτει από τους Όρους οποιαδήποτε διαφορά ή δικαστική διαδικασία μεταξύ των διαδίκων σε σχέση με την συμφωνία μεταξύ των μερών η οποία διέπει, μεταξύ άλλων, την προθεσμιακή κατάθεση και τον λογαριασμό προθεσμιακής κατάθεσης θα ερμηνεύεται με βάση τoν Νόμο του Λιβάνου και θα υπάγεται στην δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Βηρυτού.  Η σχετική πρόνοια αναφέρει ότι η Αιτήτρια θα έχει δικαίωμα να αρχίσει διαδικασίες εναντίον του πελάτη της ή οποιουδήποτε εγγυητή σε οποιαδήποτε δικαιοδοσία ενώ οποιεσδήποτε διαδικασίες από τον πελάτη εναντίον της Αιτήτριας θα διέπονται και ερμηνεύονται με βάση του νόμους του Λιβάνου και θα υπάγονται στην  δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Βηρυτού.  Ο όρος ΧΧΙΙ των Όρων αναφέρει τα εξής:

 

«Any dispute or litigation arising between the Bank and the Customer with respect to the present Agreement shall be governed and construed in accordance with the Lebanese Laws, under the jurisdiction of the Beirut Courts. However, this shall not limit the right of the Bank to bring any proceedings against the Customer or any of its guarantors before any jurisdiction the Bank shall see fit, including those where the Customer has elected domicile or where the real estate of the Customer is located. Proceedings undertaken by the Customer against the Bank shall be solely governed and construed in accordance with Lebanese Laws and under the jurisdiction of the Beirut Courts.

 

Καμία σχέση δεν υπάρχει μεταξύ της απαίτησης του Καθ’ ου η αίτηση, της προθεσμιακής κατάθεσης ή του λογαριασμού προθεσμιακής κατάθεσης με την Κυπριακή Δημοκρατία και το υποκατάστημα της Αιτήτριας στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Το ότι τα χρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς της προθεσμιακής κατάθεσης και δεσμεύθηκαν για περίοδο 3 χρόνων προήλθαν από τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε ο Καθ’ ου η αίτηση με το υποκατάστημα της Αιτήτριας στην Κύπρο δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να προσδώσουν δικαιοδοσία στα Κυπριακά Δικαστήρια και σίγουρα δεν καθιστούν την παρούσα απαίτηση ως απαίτηση εναντίον του υποκαταστήματος.

 

Στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για προσωρινό διάταγμα υπάρχει ο ισχυρισμός ότι μετά την λήξη των τριών χρόνων της προθεσμιακής κατάθεσης είχε δήθεν συμφωνηθεί μεταξύ των μερών ότι το ποσό θα μεταφέρονταν στον λογαριασμό που διατηρούσε ο Καθ’ ου η αίτηση στο υποκατάστημα της Αιτήτριας και ότι ο τόκος που θα έφερε η προθεσμιακή κατάθεση, επίσης, θα κατατίθετο στον εν λόγω λογαριασμό.  Τα πιο πάνω δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αποτελούν προϊόν δεύτερων σκέψεων για να μπορεί ο Καθ’ ου η αίτηση να επικαλείται εικονική διασύνδεση με το υποκατάστημα της Αιτήτριας στην Κύπρο.  Ακόμα, όμως, και έτσι να είχαν τα πράγματα και πάλι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν θα είχαν δικαιοδοσία καθώς η χώρα προορισμού του ποσού της προθεσμιακής κατάθεσης δεν επαρκεί για να προσδώσει δικαιοδοσία ή να αναιρέσει τις πρόνοιες των Όρων.

 

Μεταξύ των μερών υπάρχει δεσμευτική συμφωνία για παραπομπή των διαφορών στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Λιβάνου τα οποία έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία να επιλύσουν οποιαδήποτε διαφορά σε σχέση με την λειτουργία του λογαριασμού προθεσμιακής κατάθεσης και της προθεσμιακής κατάθεσης.  Ως εκ τούτου η οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων θα πρέπει να ανασταλεί αφού τα Κυπριακά Δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας να εκδικάσουν τις αξιώσεις που εγείρονται εναντίον της Αιτήτριας με την παρούσα αγωγή.

 

Ακόμα και αν δεν είχε εφαρμογή η πιο πάνω ρήτρα τα Κυπριακά Δικαστήρια και πάλι δεν θα είχαν δικαιοδοσία καθώς το κατ’ ισχυρισμό αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα δεν εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που περιλαμβάνονται στην Διαταγή 6(1)(a)–(h) και ως εκ τούτου δεν δύναται να αναληφθεί και ασκηθεί δικαιοδοσία στην παρούσα περίπτωση για την εκδίκαση της αγωγής εναντίον κατοίκου εξωτερικού.  Η απαίτηση δεν στρέφεται εναντίον του υποκαταστήματος της Κύπρου και δεν αφορά αυτό ή τις εργασίες του.  Η απαίτηση στρέφεται εναντίον της έδρας της Αιτήτριας και η  όποια παράβαση σύμβασης, την οποία η Αιτήτρια αρνείται ότι έγινε, έλαβε  χώρα στον Λίβανο.  Εκεί διεξάγει η Αιτήτρια τις εργασίες που σχετίζονται με την επίδικη διαφορά και εκεί ανοίχθηκε και τηρείται ο λογαριασμός προθεσμιακής κατάθεσης και η προθεσμιακή κατάθεση.

 

Παράλληλα, κανένα άλλο βήμα (forum) πέραν από το Λίβανο δεν είναι κατάλληλο για την εκδίκαση της παρούσας αγωγής αφού ο Λογαριασμός και ο λογαριασμός προθεσμιακής κατάθεσης ανοίχθηκε και διατηρείται στο Λίβανο, οι σχετικές εργασίες της Αιτήτριας διεξάγονται στο Λίβανο, όπου  βρίσκεται και η έδρα της, η πλειοψηφία αν όχι όλη η μαρτυρία και το μαρτυρικό υλικό βρίσκεται στο Λίβανο, κανένας μάρτυρας δεν μιλά την Ελληνική γλώσσα και η διαφορά θα διέπεται από το δίκαιο του Λιβάνου.

 

Τα όσα αναφέρονται από την Αιτήτρια στα πλαίσια της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση για προσωρινή θεραπεία και αλλά και γενικά τα γεγονότα επί των οποίων επιχειρεί να βασίσει την αξίωση της δεν μπορούν να προσδώσουν δικαιοδοσία στα Κυπριακά Δικαστήρια, τα οποία δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την παρούσα υπόθεση αφού σε καμία περίπτωση η οποιαδήποτε κατ’ ισχυρισμό παράβαση σύμβασης δεν επισυνέβη στην Κυπριακή Δημοκρατία, η απαίτηση δεν αφορά το υποκατάστημα της Αιτήτριας στην Κύπρο  και παράλληλα υπάρχει ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της διαφοράς από τα Δικαστήρια της Βηρυτού στο Λίβανο.

 

Για τους πιο πάνω λόγους είναι ορθό, εύλογο και δίκαιο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση.  Η πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση μόνο αναφορικά με κάποια γεγονότα διατυπώνει διαφωνία.  Κάποια από αυτά δεν είναι καν ουσιώδη για τους σκοπούς της παρούσης απόφασης γι’ αυτό και καμία μνεία δεν θα γίνει σε αυτά.  Μνεία στην απόφαση γίνεται μόνο στα ουσιώδη γεγονότα επί των οποίων υπάρχει διαφωνία καθώς και στις διαφορετικές θέσεις που αναπτύσσονται από την πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση επί νομικών ζητημάτων.  

 

Στο Κεφάλαιο 2 (Chapter 2) του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/12 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12.12.12 για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, από τώρα και στο εξής «ο Κανονισμός», βρίσκονται τα άρθρα που αφορούν στην δικαιοδοσία.  Τα άρθρα που ενδιαφέρουν είναι τα άρθρα 17-19 τα οποία ομαδοποιούνται στο Τμήμα 4 (Section 4) κάτω από τον τίτλο «Jurisdiction over consumer contracts» (Δικαιοδοσία σε καταναλωτικές συμβάσεις).  Υποδεικνύεται ότι αν τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία δυνάμει του Κανονισμού, τότε, δεν τίθεται θέμα καταλληλότητας των Κυπριακών Δικαστηρίων.  Το ίδιο ισχύει και αν τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία δυνάμει της Συνθήκης για την Διεθνή Διαδικασία, την Αναγνώριση και Εκτέλεση Αποφάσεων σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις η οποία υπογράφηκε στο Λουγκάνο στις 30.10.07, από τώρα και στο εξής «η Συνθήκη».  Με άλλα λόγια αν τα Δικαστήρια κέκτηνται δικαιοδοσίας δυνάμει του Κανονισμού ή της Συνθήκης η αγωγή δεν μπορεί να ανασταλεί για τον λόγο ότι κάποια άλλη χώρα είναι πιο κατάλληλο βήμα για εκδίκαση της απαίτησης του Καθ’ ου η αίτηση. 

 

Υποδεικνύεται ότι αντίστοιχα άρθρα με τα άρθρα 17-19 του Κανονισμού υπάρχουν πανομοιότυπα και στην Συνθήκη.  Επομένως ανεξαρτήτως τι ισχύει στην προκειμένη περίπτωση - είναι η εισήγηση της πλευράς της Αιτήτριας ότι στην προκειμένη περίπτωση έχει εφαρμογή η Συνθήκη και όχι ο Κανονισμός - επιλέγω να παραθέσω τα άρθρα 17-19 του Κανονισμού αφού αυτά ως ανωτέρω αναφέρθηκε είναι πανομοιότυπα με τα αντίστοιχα άρθρα της Συνθήκης – άρθρα 15-17 αντίστοιχα.  Τα άρθρα 17-19 του Κανονισμού προνοούν ως ακολούθως:

 

«Article 17

 

1.In matters relating to a contract concluded by a person, the consumer, for a purpose which can be regarded as being outside his trade or profession, jurisdiction shall be determined by this Section, without prejudice to Article 6 and point 5 of Article 7, if:

 

(a)

 it is a contract for the sale of goods on instalment credit terms;

 

(b)

it is a contract for a loan repayable by instalments, or for any other form of credit, made to finance the sale of goods; or

 

(c)

in all other cases, the contract has been concluded with a person who pursues commercial or professional activities in the Member State of the consumer’s domicile or, by any means, directs such activities to that Member State or to several States including that Member State, and the contract falls within the scope of such activities.

 

2.Where a consumer enters into a contract with a party who is not domiciled in a Member State but has a branch, agency or other establishment in one of the Member States, that party shall, in disputes arising out of the operations of the branch, agency or establishment, be deemed to be domiciled in that Member State.

 

3.This Section shall not apply to a contract of transport other than a contract which, for an inclusive price, provides for a combination of travel and accommodation.

 

Article 18

 

1.A consumer may bring proceedings against the other party to a contract either in the courts of the Member State in which that party is domiciled or, regardless of the domicile of the other party, in the courts for the place where the consumer is domiciled.

 

2.Proceedings may be brought against a consumer by the other party to the contract only in the courts of the Member State in which the consumer is domiciled.

 

3.   This Article shall not affect the right to bring a counter-claim in the court in which, in accordance with this Section, the original claim is pending.

 

Article 19

 

The provisions of this Section may be departed from only by an agreement:

(1)

   which is entered into after the dispute has arisen;

 

(2)

which allows the consumer to bring proceedings in courts other than those indicated in this Section; or

 

(3)

which is entered into by the consumer and the other party to the contract, both of whom are at the time of conclusion of the contract domiciled or habitually resident in the same Member State, and which confers jurisdiction on the courts of that Member State, provided that such an agreement is not contrary to the law of that Member State».

Είναι παραδεκτό ότι η Αιτήτρια συστάθηκε στον Λίβανο όπου και εδρεύει και διεξάγει τραπεζικές εργασίες.  Συνεπώς είναι νομικό πρόσωπο το οποίο βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας των Κυπριακών αλλά και των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων.  Δυνάμει του άρθρου 17(2) ο Κανονισμός εφαρμόζεται και σε αλλοδαπούς εναγόμενους με αποτέλεσμα να προσδίδεται δικαιοδοσία σε δικαστήρια κράτους μέλους έστω και αν ο εναγόμενος έχει την μόνιμη διαμονή του σε κράτος εκτός της Ευρωπαϊκής ένωσης νοουμένου ότι πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.    

Θέση της πλευράς της Αιτήτριας είναι ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δεν είναι καταναλωτής.  Η θέση αυτή προβάλλεται από την πλευρά της Αιτήτριας χωρίς, όμως, να τεκμηριώνεται.  Ο ισχυρισμός της υπαλλήλου στην παράγραφο 16 της ένορκης της δήλωσης περί γνώσεων του Καθ’ ου η αίτηση στον τομέα των τραπεζών και επενδύσεων είναι εξ’ ακοής αφού ως η ίδια σημειώνει πηγή της πληροφόρησης της είναι υπάλληλοι της Αιτήτριας.  Οι υπάλληλοι, όμως, αυτοί δεν κατονομάζονται από την υπάλληλο.  Επίσης καμία αναφορά δεν γίνεται στο πώς αυτοί οι υπάλληλοι γνωρίζουν για τις υπό της υπαλλήλου ισχυριζόμενες γνώσεις του Καθ’ ου η αίτηση.  Τα πιο πάνω αποδυναμώνουν την βαρύτητα του ισχυρισμού της υπαλλήλου σε βαθμό που αυτός να μην μπορεί να γίνει αποδεκτός.  Όσον δε αφορά στο Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση της υπαλλήλου υποδεικνύονται τα ακόλουθα. 

Το εν λόγω τεκμήριο είναι έντυπο με τίτλο «Investment Knowledge & Experience» και φέρεται να υπογράφεται από τον Καθ’ ου η αίτηση.  Σκοπό έχει, ως φαίνεται, την αξιολόγηση της γνώσης και εμπειρίας του Καθ’ ου η αίτηση στις εμπορικές επενδύσεις (assessment of the clients knowledge and experience regarding securities and financial investments).  Στην δεύτερη σελίδα του τεκμηρίου υπάρχει πίνακας με κάθετες στήλες.  Στην πρώτη στήλη αναγράφονται, ως μπορώ να αντιληφθώ, διάφορα είδη επενδύσεων (security type), 12 στον αριθμό.  Στην δεύτερη στήλη ζητείται από τον επενδυτή να δηλώσει το επίπεδο της γνώσης του με μια από τις λέξεις weak, good και excellent.  Σύμφωνα με τον Καθ’ ου η αίτηση ο τελευταίος έχει αδύνατη (weak) γνώση σε 6 από τις 12 επενδύσεις, ενώ στις υπόλοιπες 6 η γνώση του είναι καλή (good). 

Κατά την κρίση μου το Τεκμήριο 1 για τους ακόλουθους λόγους δεν προωθεί την θέση της πλευράς της Αιτήτριας.  Κατ’ αρχή καμία μαρτυρία δεν προσκομίσθηκε που να εξηγεί τι διαλαμβάνουν οι 12 επενδύσεις ώστε και το Δικαστήριο να αντιληφθεί ποια η συσχέτιση τους με το αντικείμενο της επίδικης συμφωνίας.  Δεύτερο η δηλωμένη «καλή» γνώση δεν αποτελεί κατά την κρίση μου ασφαλή δήλωση.  Το Δικαστήριο δεν γνωρίζει τι γνώσεις έχει ο Καθ’ ου η αίτηση αναφορικά με το τι διαλαμβάνουν οι 6 επενδύσεις για τις οποίες δηλώνει ότι η γνώση του είναι καλή.  Αλλά ούτε και το βάθος της γνώσης του Καθ’ ου η αίτηση γνωρίζει το Δικαστήριο αναφορικά με αυτές.  Η δηλωθείσα καλή γνώση είναι μια προσωπική εκτίμηση του Καθ’ ου η αίτηση με άγνωστα τα κριτήρια πάνω στα οποία η εκτίμηση αυτή στηρίζεται.  Ο Καθ’ ου η αίτηση μπορεί να δηλώνει ότι έχει καλή γνώση, αλλά στην πραγματικότητα η γνώση του να μην είναι καλή.  Και αυτό από άγνοια εκ μέρους του του εύρους και του βάθους του αντικειμένου. Επίσης το εν λόγω έγγραφο φέρει ημερομηνία 25.11.20, ήτοι μεταγενέστερη του επίδικου χρόνου.  Όπως και να χει η εικόνα που δίδεται με την ένορκο δήλωση του δικηγόρου επί του προκειμένου είναι διάφορη.  Εκεί αναφέρεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δεν έχει επαγγελματική πείρα στην διενέργεια επενδύσεων και ως εκ τούτου παρά το ότι ήταν πελάτης για χρόνια στο τμήμα Private Banking της Αιτήτριας, εντούτοις, στις επενδύσεις του ενεργούσε βασιζόμενος στις επαγγελματικές συμβουλές που λάμβανε από επαγγελματίες οικονομικούς αναλυτές περιλαμβανομένων και υπαλλήλων της Αιτήτριας.  Στην παράγραφο 27 του δικηγόρου κατονομάζεται συγκεκριμένο πρόσωπο, υπάλληλος της Αιτήτριας, ο οποίος διαχειριζόταν τους λογαριασμούς του Καθ’ ου η αίτηση στον Λίβανο και τον οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση εμπιστεύονταν πλήρως.  Όλα αυτά εις βάθος χρόνου μπορεί να αντάμειψαν τον Καθ’ ου η αίτηση με κάποια γνώση γύρω από τις επενδύσεις, δεν σημαίνει, όμως, ότι ο Καθ’ ου η αίτηση έγινε ειδήμων στις επενδύσεις ή ότι στις επενδύσεις του μπορεί να ενεργεί χωρίς την συνδρομή ειδικών επί των επενδύσεων.        

Όπως και να χει φρονώ πως το ζήτημα δεν θα κριθεί στην βάση του Τεκμηρίου 1.  Ο αποφασιστικός κατά την κρίση μου λόγος είναι ότι το άρθρο 17(1) του Κανονισμού καθορίζει την έννοια του καταναλωτή ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε γνώση. Καταναλωτής είναι σύμφωνα με το άρθρο 17(1) του Κανονισμού το πρόσωπο εκείνο που εισέρχεται σε σύμβαση ο σκοπός της οποίας βρίσκεται εκτός του πεδίου του επιτηδεύματος ή του επαγγέλματος του.  Η γνώση ως φαίνεται δεν αποτελεί κριτήριο.  Επομένως και αφ’ ης στιγμής ο σκοπός για τον οποίο έγινε η επίδικη σύμβαση βρίσκεται εκτός του πεδίου του επιτηδεύματος ή του επαγγέλματος του – ο Καθ’ ου η αίτηση είναι απόφοιτος ιατρικής σχολής, εργάσθηκε χρόνια ως ιατρός στις ΗΠΑ και το 1998 συνταξιοδοτήθηκε - ο τελευταίος εμπίπτει στον ορισμό του καταναλωτή. 

Αναμφίβολα η επίδικη σύμβαση δεν εμπίπτει στις υποπαραγράφους (a) και (b) του άρθρου 17(1).  Ακολουθεί ότι για να μπορεί να καθορισθεί η δικαιοδοσία δυνάμει του Τμήματος 4 θα πρέπει απαραίτητα να ικανοποιηθεί η υποπαράγραφος (c) του άρθρου 17(1). 

Σύμφωνα με το άρθρο 18 ο καταναλωτής δύναται να εγείρει διαδικασία εναντίον του άλλου μέρους στην σύμβαση είτε στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το άλλο μέρος έχει την μόνιμη κατοικία του ή, ανεξαρτήτως πού έχει την μόνιμη κατοικία του το άλλο μέρος, στα δικαστήρια του μέρους στο οποίο ο καταναλωτής έχει την μόνιμη του κατοικία.  Αφ’ ης στιγμής η αγωγή καταχωρήθηκε στην Κύπρο το ερώτημα που αναφύεται είναι αν η Αιτήτρια έχει την μόνιμη της κατοικία στην Κύπρο. 

Σύμφωνα με το άρθρο 17(2) όταν ο καταναλωτής συνομολογεί σύμβαση με πρόσωπο που δεν έχει την μόνιμη του κατοικία σε κράτος μέλος, αλλά έχει υποκατάστημα (branch), αντιπροσωπεία (agency) ή άλλως είναι εγκατεστημένος (establishment) σε ένα από τα κράτη μέλη, τότε, το μέρος εκείνο της σύμβασης θεωρείται ότι έχει την μόνιμη κατοικία του σε εκείνο το κράτος μέλος αναφορικά με διαφορές οι οποίες ανακύπτουν από την λειτουργία του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας.   

Με άλλα λόγια για να αποκτήσουν δικαιοδοσία τα Κυπριακά Δικαστήρια να δικάσουν την παρούσα αγωγή δυνάμει του Τμήματος 4 πρέπει η Αιτήτρια να έχει υποκατάστημα (branch), αντιπροσωπεία (agency) ή άλλως να είναι εγκαταστημένη (establishment) στην Κύπρο και η επίδικη διαφορά να ανακύπτει από την λειτουργία του εν λόγω υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας.  Σε μια τέτοια περίπτωση η Αιτήτρια θεωρείται ότι έχει την μόνιμη κατοικία της στην Κύπρο και, επομένως, μπορεί να εναχθεί στην Κύπρο.  Θα πρέπει, επίσης, να ικανοποιηθεί και η παράγραφος (γ) του άρθρου 17(1).

Η Αιτήτρια έχει υποκατάστημα στην Κύπρο.  Αναφορές σε υποκατάστημα βρίσκονται διάσπαρτες στην ένορκο δήλωση της υπαλλήλου, όπως στις παραγράφους 9, 10, 23-26, 32 αλλά και σε άλλες.  Στην παράγραφο 21 της ένορκής της δήλωσης γίνεται αναφορά σε υποκατάστημα που διατηρούσε η Αιτήτρια εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας και το οποίο διεξήγαγε τραπεζικές εργασίες στην Κυπριακή Δημοκρατία υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας.  Κάτι το οποίο αναφέρει και η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας στην γραπτή της αγόρευση.  Στην δε ένορκη δήλωση του δικηγόρου που υποστηρίζει την ένσταση αναφέρεται, χωρίς αυτό να αμφισβητείται από την πλευρά των Αιτητών, ότι η Αιτήτρια είναι αδειοδοτημένη τράπεζα του Λιβάνου η οποία για χρόνια διατηρεί αδειοδοτημένο από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου παράρτημα στην Κυπριακή Δημοκρατία.    

Η θέση της πλευράς της Αιτήτριας ότι η επίδικη διαφορά δεν προκύπτει από την λειτουργία του υποκαταστήματος της Αιτήτριας στην Λεμεσό με βρίσκει σύμφωνο.  Ο λογαριασμός προθεσμιακής κατάθεσης και η προθεσμιακή κατάθεση διατηρούνται στον Λίβανο και όχι στο υποκατάστημα της Κύπρου.  Το υποκατάστημα της Κύπρου δεν έχει καμία σχέση με την προθεσμιακή κατάθεση. Η μόνη εμπλοκή του στην υπόθεση, αν μπορεί να χαρακτηρισθεί εμπλοκή, ήταν η μεταφορά των χρημάτων από αυτό στον Λογαριασμό για να επενδυθούν.  Η επίδικη, όμως, διαφορά δεν προκύπτει από αυτή την ενέργεια.  Αλλά από την άρνηση της Αιτήτριας να μεταφέρει τα χρήματα της προθεσμιακής κατάθεσης που διατηρείται στον Λίβανο στον λογαριασμό που ο Καθ’ ου η αίτηση διατηρούσε με το υποκατάστημα της Κύπρου ή σε υποκατάστημα της Ελβετίας πριν την λήξη της αλλά ακόμα και μετά και την παράλειψή της να καταβάλει στον ίδιο λογαριασμό τον συμφωνηθέντα τόκο σε Δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών ως συμφωνήθηκε, αλλά μισά σε Δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών και τα υπόλοιπα σε Λίρες Λιβάνου.  Και, επομένως, από πράξεις και/ή παραλείψεις της Αιτήτριας που έλαβαν χώρα στον Λίβανο σε σχέση με την διαχείριση και/ή την λειτουργία του λογαριασμού προθεσμιακής κατάθεσης η οποία βρίσκεται στον Λίβανο.  Ορθά, λοιπόν, διατείνεται η πλευρά της Αιτήτριας ότι η απαίτηση του Καθ’ ου η αίτηση δεν αφορά στο υποκατάστημα της Αιτήτριας ή τις εργασίες του.  Αφορά σε λογαριασμό και κατάθεση που διατηρείται στο Λίβανο όπου βρίσκεται η έδρα της Αιτήτριας.  Το ότι τα χρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς της προθεσμιακής κατάθεσης και δεσμεύθηκαν για περίοδο 3 χρόνων προήλθαν από τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε ο Καθ’ ου η αίτηση με το υποκατάστημα της Αιτήτριας στην Κύπρο, αυτό, δεν μπορεί να προσδώσει εμπλοκή στο υποκατάστημα και, μάλιστα, τέτοια ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η διαφορά απορρέει από τις εργασίες του υποκαταστήματος.  Ούτε και προσδίδει εμπλοκή στο υποκατάστημα το ότι ως ισχυρίζεται η πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση είχε συμφωνηθεί – πράγμα που η πλευρά της Αιτήτριας δεν δέχεται - ότι μετά το πέρας των 3 χρόνων το ποσό της επένδυσης θα επιστρέφονταν στον λογαριασμό του Καθ’ ου η αίτηση στο υποκατάστημα στην Λεμεσό. 

Ακολουθεί ότι τα άρθρα 17-18 δεν προσδίδουν δικαιοδοσία στα Κυπριακά Δικαστήρια.  Ενόψει τούτου η εξέταση αν ικανοποιείται η παράγραφος (γ) του άρθρου 17(1) παρέλκει.    

Ενόψει των πιο πάνω καθίσταται επιβεβλημένο να εξετάσω αν τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία δυνάμει των ούτω καλούμενων παραδοσιακών ή εθνικών κανόνων δικαιοδοσίας (traditional rules of jurisdiction) οι οποίοι έχουν εφαρμογή σε περιπτώσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στον Κανονισμό και την Συνθήκη.  Σύμφωνα με το Αγγλικό σύγγραμμα Cheshire & Norths Private International Law, 11η έκδοση, σελ. 186 τα Αγγλικά Δικαστήρια και, κατά συνέπεια, και τα Κυπριακά είναι αρμόδια να εκδικάσουν προσωποπαγή αγωγή (action in personam) στις ακόλουθες τρεις περιπτώσεις:

 

1.    όταν έχει γίνει επίδοση κλητηρίου εντάλματος σε εναγόμενο ο οποίος βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας

2.    όταν ο εναγόμενος έχει υπαχθεί (submitted) στην δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων

3.    όταν έχει γίνει επίδοση κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας δυνάμει της παλαιάς Αγγλικής Διάταξης 11 των παλαιών Κανόνων του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας (Rules of the Supreme Court) οι οποίοι αντιστοιχούν με την Διάταξη 6 των δικών μας παλαιών Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας. 

 

Αναφορικά με την πρώτη περίπτωση η οποία και ενδιαφέρει υποδεικνύονται τα ακόλουθα ως υποδειχθέντα από την Αγγλική Νομολογία.  Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξαρτάται από την παρουσία του εναγόμενου εντός της δικαιοδοσίας.  Ως αποτέλεσμα η μετέπειτα αναχώρηση του από την δικαιοδοσία δεν καθιστά το Δικαστήριο αναρμόδιο (Βλ. Razelos v. Razelos (No 2) (1970) 1 All E R 386).  Aκόμα και η προσωρινή ή μικρής διάρκειας παραμονή του εναγόμενου στην Αγγλία είναι αρκετή για να τον καταστήσει υπόλογο στην δικαιοδοσία των Αγγλικών Δικαστηρίων έστω και αν το αντικείμενο της αγωγής είναι εντελώς άσχετο με την Αγγλία (Βλ. Carrick v. Hancock (1895) 12 TLR 59). 

 

Όσον αφορά σε εταιρικές οντότητες, όπως είναι ο Αιτητής, ισχύουν τα ακόλουθα.  Μια εταιρεία η οποία είναι εγγεγραμμένη στην Αγγλία δυνάμει του Αγγλικού Περί Εταιρειών Νόμου του 1985 θεωρείται παρούσα στην Αγγλία.  Αναφορικά με αλλοδαπές εταιρείες, όπως είναι η Αιτήτρια, το θέμα είναι πιο σύνθετο.  Προς διευκόλυνση της επίδοσης κλητηρίου εντάλματος σε αλλοδαπή εταιρεία το άρθρο 352 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, όπως τροποποιήθηκε – το αντίστοιχο Αγγλικό είναι το άρθρο 691 του Αγγλικού Περί Εταιρειών Νόμου του 1985 – υποχρεώνει την εταιρεία να παραδώσει στον Έφορο Εταιρειών τα ονόματα και τις διευθύνσεις του προσώπου ή περισσοτέρων προσώπων τα οποία είναι εξουσιοδοτημένα να δέχονται επίδοση κλητηρίου εντάλματος ή άλλης εναρκτήριας διαδικασίας εκ μέρους της εταιρείας.  Ενόσω το όνομα ενός τέτοιου προσώπου υπάρχει στον Έφορο Εταιρειών επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στο πρόσωπο αυτό καθιστά την εταιρεία υπόλογη (amenable) στην δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων παρόλο που η εταιρεία μπορεί και να μην διεξάγει πλέον δραστηριότητες ή εργασίες στην Κύπρο (Sabatier v. Trading Co (1927) 1 Ch 495).  Παρατίθεται αυτούσιο το άρθρο 352 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, όπως τροποποιήθηκε:    

 

«Οποιοδήποτε νοµικό έγγραφο ή ειδοποίηση που απαιτείται να επιδοθεί σε αλλοδαπή εταιρεία επιδίδεται ικανοποιητικά αν κοινοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο που το όνοµά του έχει παραδοθεί στον έφορο µε βάση τις πιο πάνω διατάξεις του Μέρους αυτού και εγκαταλειφθεί ή αποσταλεί µε το ταχυδροµείο στη διεύθυνση που δόθηκε στον έφορο µε τον τρόπο αυτό:

 

Νοείται ότι —

 

(α) όταν οποιαδήποτε τέτοια εταιρεία παραλείπει να παραδώσει στον έφορο το όνοµα και διεύθυνση προσώπου που διαµένει στην Δηµοκρατία που είναι εξουσιοδοτηµένο να δέχεται για λογαριασµό της εταιρείας επίδοση νοµικών εγγράφων ή ειδοποιήσεις ή

 

(β) αν οποτεδήποτε όλα τα πρόσωπα που τα ονόµατα και οι διευθύνσεις παραδόθηκαν µε τον τρόπο αυτό, πέθαναν ή έπαυσαν να διαµένουν µε τον τρόπο αυτό, ή αρνούνται να αποδεχτούν επίδοση για λογαριασµό της εταιρείας, ή για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι δυνατό να τους γίνει επίδοση, έγγραφο δύναται να επιδοθεί στην εταιρεία αφήνοντάς το ή αποστέλλοντάς το µε το ταχυδροµείο σε οποιοδήποτε τόπο εργασίας που ιδρύθηκε από την εταιρεία στη Δηµοκρατία».

 

Η Αιτήτρια είναι αλλοδαπή εταιρεία εντός της έννοιας του άρθρου 346 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, όπως τροποποιήθηκε, αφού συστάθηκε εκτός της Δημοκρατίας και μετά την έναρξη του εν λόγω Νόμου εγκαθίδρυσε τόπο εργασίας      εντός της Δηµοκρατίας.  Επί του τελευταίου υποδεικνύεται ότι η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας στην γραπτή της αγόρευση αναφέρει ότι η Αιτήτρια διατηρούσε υποκατάστημα εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας το οποίο διεξήγαγε τραπεζικές εργασίες στην Δημοκρατία υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.  Η Αιτήτρια είχε ορίσει μέσω του Εφόρου Εταιρειών το πρόσωπο που ήταν εξουσιοδοτημένο από αυτήν να δέχεται επίδοση αγωγών εκ μέρους της.  Το Τεκμήριο 2 που επισυνάπτεται στην ένορκο δήλωση του δικηγόρου είναι κοινοποίηση εκ μέρους της Αιτήτριας του ονόματος του προσώπου αυτού και των στοιχείων του.  Το πρόσωπο αυτό δηλώνεται εκ μέρους της Αιτήτριας ως «πρόσωπο που διαμένει στη Δημοκρατία και είναι εξουσιοδοτημένο να αποδέχεται για λογαριασμό της εταιρείας επίδοση νομικών εγγράφων και ειδοποιήσεων που απαιτούνται να επιδοθούν στην εταιρεία».  Σύμφωνα με την ένορκο δήλωση ιδιώτη επιδότη ημερομηνίας 25.1.23 η οποία παρουσιάσθηκε/αναρτήθηκε βεβαιούται ότι αντίγραφο του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος στην παρούσα αγωγή επιδόθηκε στο πρόσωπο αυτό ως το «εξουσιοδοτημένο πρόσωπο παραλαβής νομικών εγγράφων στην Κύπρο εκ μέρους των Εναγομένων».  Η πλευρά του Αιτητή δεν αμφισβητεί ότι το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε στο πρόσωπο αυτό εκ μέρους της Αιτήτριας.  Μάλιστα, στην παράγραφο 9 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση δηλώνεται ως αποδεκτό ότι το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε «στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του υποκαταστήματος των Εναγομένων στην Κύπρο» η οποία και κατονομάζεται και είναι το πρόσωπο που η Αιτήτρια όρισε για τον σκοπό αυτό και γνωστοποίησε στον Έφορο Εταιρειών με το Τεκμήριο 2 στην ένορκο δήλωση του δικηγόρου.  Η επίδοση στο εν λόγω υποκατάστημα καθιστά σύμφωνα με το άρθρο 352 την Αιτήτρια υποκείμενη στην δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων. 

 

Άδεια για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας απαιτείται σύμφωνα με τους παλιούς Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας όταν το κλητήριο ένταλμα πρόκειται να επιδοθεί εκτός δικαιοδοσίας.  Στην προκειμένη περίπτωση η Αιτήτρια για τους λόγους που πιο πάνω υποδείχθηκαν θεωρείται παρούσα εντός της δικαιοδοσίας και το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε σε αυτήν εντός της δικαιοδοσίας.  Είναι δε άσχετο σύμφωνα με το δικό μας δίκαιο το ότι το υποκατάστημα της Κύπρου δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την υπόθεση.  Ακολουθεί ότι δεν απαιτείτο άδεια είτε για σφράγιση, είτε για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.  Ούτε και επιβάλλετο να επιδοθεί ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος αφ’ ης στιγμής η επίδοση έγινε εντός της δικαιοδοσίας.  Ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος επιδίδεται σε μη Κύπριο υπήκοο όταν η επίδοση γίνεται στο εξωτερικό κατόπιν αδείας για επίδοση εκτός της δικαιοδοσίας.  Υπό το φως των πιο πάνω και σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες δικαιοδοσίας τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία. 

 

Παρά το ότι το Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εκδικάσει μια υπόθεση στην βάση των εθνικών κανόνων δικαιοδοσίας, εντούτοις, μπορεί να αρνηθεί την ανάληψη δικαιοδοσίας και να αναστείλει την διαδικασία που ξεκίνησε ενώπιόν του.  Η αναστολή (stay) αναγκάζει τον ενάγοντα να καταφύγει στα δικαστήρια του εξωτερικού.  Η εξουσία του Δικαστηρίου να αναστείλει την διαδικασία ενώπιόν του προέρχεται από την σύμφυτη του εξουσία.  Αυτή η εξουσία ασκείται, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που ισχύει το δόγμα του forum non conveniens ή όταν υπάρχει συμφωνημένος όρος επιλογής αλλοδαπής δικαιοδοσίας (foreign choice of jurisdiction clause). 

 

Είναι η θέση της πλευράς του Καθ’ ου η αίτηση ότι οι Όροι και, κατά συνέπεια, ο όρος αποκλειστικής δικαιοδοσίας για εκδίκαση στον Λίβανο δεν έχουν εφαρμογή και, επομένως, δεν έχουν ισχύ στην προκειμένη περίπτωση και δη στην προθεσμιακή κατάθεση και τον τρεχούμενο λογαριασμό.  Προς επίρρωση της πιο πάνω θέσης ο δικηγόρος επικαλείται δυο νομικές γνωματεύσεις κατονομαζόμενου Λιβανέζου δικηγόρου – Τεκμήρια 6 και 7.  Πρόσθετα αναφέρει ότι η υπογραφή που φαίνεται στους Όρους ως η υπογραφή του Καθ’ ου η αίτηση είναι προϊόν πλαστογραφίας.  Προς επίρρωση της πιο πάνω θέσης επικαλείται γνωμάτευση κατονομαζόμενου γραφολόγου – Τεκμήριο 9.  Οπότε και σύμφωνα με την πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση είτε στην μια είτε στην άλλη περίπτωση ο όρος αποκλειστικής δικαιοδοσίας δεν έχει εφαρμογή.      

 

Στην υπόθεση The Cyprus Potato Marketing Board v. Primlaks (Pacific Violet) BV και Άλλος (1990) 1 ΑΑΔ 219 η αξίωση των εναγόντων αφορούσε σε αποζημιώσεις για μη παράδοση μέρους της ποσότητος πατατών που είχαν φορτώσει στο πλοίο της εναγομένης 1.  Μετά την πραγματοποίηση της επίδοσης στην εναγομένη 1 η τελευταία υπέβαλε αίτηση όπως το κλητήριο ένταλμα και η επίδοση ακυρωθούν ή όπως η διαδικασία ανασταλεί.  Ένας από τους λόγους επί των οποίων βασιζόταν το αίτημα ήταν ρήτρα της φορτωτικής ότι αποκλειστική δικαιοδοσία προς εκδίκαση αξίωσης όπως η επίδικη είχαν τα Δικαστήρια της Ολλανδίας.  Οι ενάγοντες δεν δέχθηκαν την δεσμευτικότητα της εν λόγω ρήτρας προβάλλοντας ότι η εναγομένη είχε δεχθεί τους όρους προκήρυξης προσφορών για μεταφορά των εμπορευμάτων των εναγόντων όπου ανεφέρετο ότι δικαιοδοσία είχαν τα Κυπριακά Δικαστήρια.  Στην δε ένορκο δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης της εναγομένης 1 ανεφέρετο, επίσης, ότι η μόνη δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ήταν το ναυλοσύμφωνο το οποίο προέβλεπε διαιτησία στην Γαλλία.  Ενόψει των πιο πάνω αντιφατικών εκδοχών και της μη κλήτευσης και αντεξέτασης των ενόρκως δηλούντων το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν πρόωρη η ενασχόληση με το θέμα της δικαιοδοσίας όπως αυτό ετέθη.  Παρατίθεται απόσπασμα διαφωτιστικό από την πιο πάνω υπόθεση:

 

«Στο σημείο αυτό είναι αναγκαία μια παρεμβολή. Στην υπόθεση Katarina Shipping vShip "Poly" (1978) 1 C.L.R. 271, υποβλήθηκε, ακριβώς όπως εδώ, αίτηση για ακύρωση του Writ. Η έλλειψη δικαιοδοσίας ήταν ένα από τα επίδικα θέματα. Όμως το αποδεικτικό υλικό δεν επέτρεπε τη διαμόρφωση οριστικής κρίσης επί του θέματος. Ήταν ορθό, όπως συμπέρανε το δικαστήριο, να κριθεί κατά τη δίκη. Παραθέτω το σκεπτικό από τη σελ 284:

 

"I would reiterate once again, that it is not proper to set aside the writ of summons at this preliminary stage of the hearing, without hearing on oath all parties concerned, and with this in mind the action should proceed in the usual way, and at the appropriate time, when the pleadings, would be closed and all the facts during the hearing would be ascertained, due con-sideration would be given to all arguments ... ... "

 

Αντιμετωπίζοντας όμοιο θέμα η απόφαση Anagnostou v. Ship «Holcor I» (1981) 1 C.L.R. 461, ακολούθησε την ίδια γραμμή.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση οι μάρτυρες δεν κλήθηκαν για αντεξέταση. Ούτε παρασχέθηκαν άλλα συμπληρωματικά στοιχεία ή μαρτυρία. Είναι επομένως παρακινδυνευμένο, ενόψει των αμφισβητήσεων που δημιουργεί το υλικό που παρατέθηκε, να μορφώσει γνώμη το δικαστήριο στην αφετηρία της υπόθεσης. Ο ασφαλέστερος τρόπος είναι να αφεθεί το θέμα της δικαιοδοσίας για τελική κρίση στη δίκη αφού προηγηθεί η κατάθεση συμπληρωμένης δικογραφίας».

 

Υπό το φως των πιο πάνω φρονώ πως θα ήταν παρακινδυνευμένο στο στάδιο αυτό και πριν την κατάθεση συμπληρωμένης δικογραφίας να αποφασίσω ή να δεχθώ τους πιο πάνω ισχυρισμούς του Καθ’ ου η αίτηση και να κάνω ευρήματα σε ουσιώδη ζητήματα όπως τα πιο πάνω.  Κρίνω πως ο ασφαλέστερος τρόπος είναι να αφεθεί το θέμα αυτό για τελική κρίση στην δίκη αφού προηγηθεί η κατάθεση συμπληρωμένης δικογραφίας και οι μάρτυρες καταθέσουν ενόρκως.  Επομένως θα προχωρήσω να εξετάσω την υπό κρίση αίτηση στην βάση του ότι ο όρος αποκλειστικής δικαιοδοσίας είναι σε ισχύ.  Είναι αξιοσημείωτο ότι και η πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση μέσω του δικηγόρου προβάλει την θέση ότι αν η υπογραφή του Καθ’ ου η αίτηση είναι προϊόν πλαστογραφίας, αυτό, θα μπορέσει να ξεκαθαρίσει μόνο κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής.      

 

Σύμφωνα με την Αγγλική Νομολογία και στην βάση του ότι οι συμβατικοί όροι πρέπει να τιμούνται τα Αγγλικά Δικαστήρια εκ πρώτης όψεως θα αναστείλουν αγωγή η οποία ηγέρθη ενώπιόν τους κατά παράβαση όρου επιλογής αλλοδαπής δικαιοδοσίας.  Το θέμα, όμως, ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου το οποίο εν πάση περιπτώσει έχει την εξουσία να επιτρέψει όπως συνεχίσει η αγωγή στην Αγγλία αν είναι της άποψης ότι η δικαιοσύνη θα απονεμηθεί καλύτερα με δίκη στην Αγγλία.  Οι αρχές διατυπώθηκαν στην Αγγλική υπόθεση The Eleftheria (1970) P 94 και επαναλήφθηκαν στην υπόθεση The El Amria (1981) 2 Lloyds Rep 119.  Το απαύγασμα της Αγγλικής Νομολογίας είναι ότι σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να αποδίδεται μεγάλη σημασία στο ότι τα μέρη σε μια συμφωνία θα πρέπει να τηρούν τα συμφωνηθέντα.  Πράγμα που σημαίνει ότι τα Δικαστήρια θα πρέπει να έχουν ως αρχή την σκέψη ότι σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να αναστέλλουν τις ενώπιόν τους διαδικασίες.  Το βάρος απόδειξης είναι στον ενάγοντα να δείξει γιατί δεν θα πρέπει να διαταχθεί αναστολή. 

 

Παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα από την Κυπριακή υπόθεση Photos Photiades & Co v. Jadranska Slobodna Plovidba (1963) 2 CLR 345:

     

«The question of disputes arising out of contracts embodying a foreign jurisdiction clause has come up for consideration by this Court in a number of cases. In the case of Photos Photiades & Co. v. Jadranska Slobodna Plovidba (1963) 2 C.L.R. 345, Vassiliades, J. as he then was, sitting in the first instance in the exercise of the Admiralty jurisdiction of this Court had this to say at pp. 354, 355:

 

"If the plaintiffs have in fact knowlingly agreed that disputes arising from their contract should be referred to arbitration; or to a foreign tribunal; or shall be determined according to the Law of a foreign country, ‘there is no indisposition on the part of the Courts in this Country (to use Lord Hudson’s words in the Fehman case, infra to give effect to such a bargain’. But, before doing so, the Court must be satisfied that that was indeed the parties’ bargain ……………………………………………………………………………….

On appeal, the above approach was upheld (Jadranska v. Photos Photiades & Co. (1965) 1 C.L.R. 58). Josephides, J. at p. 69, said:

 

"On the authorities there is a prima facie presumption that the Court will insist on the parties honouring their bargain in cases where they have agreed that all disputes arising under a contract should be determined by a foreign Court. The Court will, however, consider whether there are sufficient grounds for displacing this prima facie presumption so as to entitle the parties to take advantage of the jurisdiction of the Court. Such a presumption may be displaced on good and sufficient reasons (The Fehmarn, ibid. at page 338)" …………………………………………………………………………

 

In Cubazucar and Another v. Camelia Shipping Co. Ltd. (1972) 1 C.L.R. 61 and Sonco Canning Limited v. Adriatica (1972) 1 C.L.R. p. 210, A. Loizou J. after having reviewed the relevant case Law on the matter followed what was held by the Full Bench in Jadranska case (supra). In Sonco Canning Limited v. Adriatica (supra) the learned Judge in considering the question of disputes arising under a contract embodying a term for reference of same to a foreign Court summed up the legal position as follows (at n. 213):

 

"It is now well settled that the burden of showing strong cause why an agreement to refer disputes to a foreign Court should not be observed, and why the Court’s discretion should not be exercised in favour of such a stay, is upon the plaintiff. In exercising such discretion, the Court must take into account all the circumstances of the particular case, including in what country the evidence on the issue of facts is situated or more readily available and the effect of that on the relative convenience and expense of trial as between Cyprus and foreign Courts.

 

Another fact to be considered is whether the Law of the foreign Court applies and if so, whether it differs from the Cypriot Law in any material respects …..

…………………………………………………………………………………………

 

A point which has to be examined is also with what country either party is connected and how closely. Of course the plaintiffs are a Cyprus Company with business here, but the defendants are not a company which has no links in Cyprus. They have been represented for many years by the firm A.L. Mantovani & Sons Ltd. and their ships call regularly in Cyprus ports. There is no question and it has been argued that the defendants are not genuinely desiring trial in their country or that they are only seeking procedural advantages. The issue does not arise that the plaintiffs would be prejudiced by having to sue in the foreign Court, because they would be deprived of security for that claim or be unable to enforce any judgment obtained or be faced with a time bar not applicable here or for political, racial, religious or other reasons be unlikely to get a fair trial."

 

The above case concerned damage to two consignments of fruit shipped from Italy to Famagusta and which arrived at the port of destination at Famagusta in bad condition. Notwithstanding the fact that the Bills of Lading embodied a similar clause as the one in the present case, the application for stay was refused as on the facts of the case it was found that it would be more convenient for both sides to have the trial held in this country than in Italy because the bulk of the evidence as to the quality of goods upon arrival was in this country, that the defendants had long links with Cyprus, a lot of expenses would be saved and no prejudice would result to the defendants.

 

The principles as stated in Jadranska case and in Fehmarn have also been applied in Archangelos Domain Ltd. v. Van Nievelt etc. (1974) I C.L.R. 137.

 

Useful reference may also be made to some English authorities on the matter, such as The Fehmarn [1957] 1 Lloyd’s Rep. 511, [1957] 1 W.L.R. 815 and The Eleflheria [1969] 2 All E.R. 641 which were considered and the principles enunciated therein were followed and applied in Jadranska Slobodna Plovidba case (supra) and in a series of other cases of this Court.

 

In the Fehmarn case (supra) Willmer L.J., directed himself as follows ([1957] 1 W.L.R. 815 at p. 819):

"Where there is an express agreement to a foreign tribunal, clearly it requires a strong case to satisfy this Court that that agreement should be overridden and that proceedings in this country should be allowed to continue."

 

That direction was approved by the Court of Appeal in the same case [1957] 2 Lloyd’s Rep. 551; [1958] 1 W.L.R. 159. In the years that have followed similar statements of the principle to be followed have been made in numerous cases both at first instance, and in the Court of Appeal notably Mackender v. Feldia, [1966] 2 Lloyd’s Rep. 449; [1967] 2 Q.B. 590, The Chaparral [1968] 2 Lloyd’s Rep. 158, The Eleftheria, [1969] 1 Lloyd’s Rep. 237; [1970] P. 94, Evans Marshall & Co. Ltd. v. Bertola S.A., [1973] 1 Lloyd’s Rep. 453; [1973] 1 W.L.R. 349 and YTC Universal v. Trans Europa Companies de Aviacion, [1973] 1 Lloyd’s Rep. 480.

 

The test of "just and proper" is enunciated in the Fehmarn case by Willmer, J. [1957] 1 W.L.R. at p. 819 where he says:

 

"...it is well established that, where there is a provision in a contract providing that disputes are to be referred to a foreign tribunal, then prima facie this Court will stay proceedings instituted in this country in breach of such agreement, and will only allow them to proceed when satisfied that it is just and proper to do so. I think that fairly states the principle to be applied."

 

Brandon, J. in The Eleftheria [1969] 2 All E.R. 641 at p. 645 summarised the principles as follows:

 

"The principles established by the authorities can, I think, be summarised as follows: (I) where plaintiffs are in England in breach of an agreement to refer disputes to a foreign Court, and the defendants apply for a stay, the English Court, assuming the claim to be otherwise within its jurisdiction, is not bound to grant a stay but has a discretion whether to do so or not. (II) The discretion should be exercised by granting a stay unless strong cause for not doing so is shown. (III) The burden of proving such strong cause is on the plaintiffs. (IV) In exercising its discretion, the Court should take into account all the circumstances of the particular case. (V) In particular, but without prejudice to (IV), the following matters, where they arise, may properly be regarded: (a) In what country the evidence on the issues of fact is situated, or more readily available, and the effect of that on the relative convenience and expense of trial as between the English and foreign Courts: (b) Whether the Law of the foreign Court applies and, if so, whether it differs from English Law in any material respects; (c) With what country either party is connected, and how closely; (d) Whether the defendants genuinely desire trial in the foreign country, or are only seeking procedural advantages; (e) Whether the plaintiffs would be prejudiced by having to sue in the foreign Court because they would—(i) be deprived of security for that claim, (ii) be unable to enforce any judgment obtained, (iii) be faced with a time-bar not applicable in England, or (iv) for political, racial, religious or other reasons be unlikely to get a fair trial." ……………………………………………………………………….

 

In Dicey and Morris, The Conflict of Laws, 10th Edition, 1980 p. 255, in the comments under Rule 31, it reads:

"The Court’s power to grant a stay under this Rule is discretionary but, once the contract has been proved, the onus of inducing it not to do so rests on the plaintiff, and not, as in cases under the inherent jurisdiction to prevent injustice (Rule 30), on the defendant. This is because the ground on which the court grants a stay is that the court makes people abide by their contracts."

 

Αναμφίβολα η χώρα με την οποία η υπόθεση συνδέεται είναι ο Λίβανος.  Εκεί βρίσκονται ο Λογαριασμός και η προθεσμιακή κατάθεση και εκεί βρίσκονται οι μάρτυρες, αν όχι όλοι, η συντριπτική πλειοψηφία των μαρτύρων της υπόθεσης.  Όσον δε αφορά στον Καθ’ ου η αίτηση, αυτός, έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να ταξιδέψει από την Ελβετία για σκοπούς της δίκης.  Ίδια ή παρόμοια θα είναι η ταλαιπωρία που θα υποστεί είτε έρθει στην Κύπρο είτε μεταβεί στον Λίβανο αφού η απόσταση μεταξύ των δυο χωρών είναι μικρή. Επίσης τα έξοδα για τον Καθ’ ου η αίτηση μπορεί να είναι και λιγότερα αν η δίκη λάβει χώρα στον Λίβανο μιας και στον Λίβανο που είναι η χώρα καταγωγής του ο Καθ’ ου η αίτηση διατηρεί διαμέρισμα σύμφωνα με τον δικηγόρο.  Το ίδιο, όμως, δεν μπορεί να λεχθεί για τους υπόλοιπους μάρτυρες.  Η ταλαιπωρία που θα υποστούν οι μάρτυρες από τον Λίβανο για να μεταβούν στην Κύπρο είναι υπαρκτή και δεδομένη.  Όπως και τα έξοδα της μετάβασης και τυχόν διαμονής τους στην Κύπρο.  Ακόμα μια σημαντική παράμετρος είναι ότι ως είναι κοινή θέση και των δυο πλευρών το δίκαιο που διέπει την υπόθεση είναι το δίκαιο του Λιβάνου.  Όλοι οι πιο πάνω παράγοντες συνηγορούν με χορήγηση αναστολής. 

 

Η πλευρά, όμως, του Καθ’ ου η αίτηση κατέδειξε ότι αν η αγωγή ανασταλεί δεν θα έχει δίκαιη δίκη στον Λίβανο.  Σύμφωνα με τον δικηγόρο που υπογράφει την ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση διάφορες πηγές, μεταξύ άλλων, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και το Transparency International, μια από τις μεγαλύτερες και πιο έγκυρες δεξαμενές σκέψεως παγκοσμίως, θέλουν τον Λίβανο να κατατάσσεται 150ος ανάμεσα από 180 χώρες στην παγκόσμια κατάταξη της διαφθοράς για το 2022.  Η αύξηση της διαφθοράς οφείλεται προδήλως στην οικονομική και τραπεζική κρίση του 2019.  Σχετικό είναι το Τεκμήριο 31 από το Transparency International.  Η πλευρά της Αιτήτριας δεν αμφισβήτησε την πιο πάνω θέση του Καθ’ ου η αίτηση.  Ούτε και στην γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου γίνεται οποιαδήποτε νύξη για το θέμα αυτό.  Θα πρέπει να σημειωθεί ως πλέον σημαντικό ότι αναντίλεκτα από πλευράς της Αιτήτριας παρέμειναν και τα όσα πιο κάτω υποδεικνύονται για το υπό συζήτηση θέμα.      

 

Περαιτέρω και όπως φαίνεται από δημοσιεύματα που δημοσιεύθηκαν στο διαδίκτυο – Τεκμήριο 32 – στον Λίβανο υπάρχει οικονομική εξαθλίωση.  Η εξαθλίωση αυτή οδήγησε σε εξαθλίωση και την δικαστική εξουσία με αποτέλεσμα να καθίσταται ευκολότερη η παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας στο έργο της.  Σύμφωνα με τα εν λόγω δημοσιεύματα η δικαιοσύνη στον Λίβανο μαραζώνει λόγω έλλειψης ανεξαρτησίας.  Η δραματική μείωση στους μισθούς των δικαστών λόγω της οικονομικής κρίσης του 2019 ενέχει τον σοβαρό κίνδυνο της παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στην δικαστική εξουσία.  Τα δημοσιεύματα χαρακτηρίζουν την πολιτική ανάμειξη και παρέμβαση στα δικαστήρια του Λιβάνου ως επικίνδυνη και η εισήγηση για συγκρότηση ακόμα και επανάστασης είναι έντονη.  Οι μισθοί των δικαστών μειώθηκαν δραματικά.  Για παράδειγμα, εκεί που δικαστής πριν την κρίση του 2019 λάμβανε ως μισθό το ποσό των Δολαρίων 4.000 τον μήνα μετά την κρίση λαμβάνει το πενιχρό ποσό των Δολαρίων 50 τον μήνα.  Η κατάσταση που επικρατεί στα κτήρια των δικαστηρίων είναι, επίσης, τραγική.  Στα δικαστηριακά κτήρια δεν υπάρχει ηλεκτρισμός, νερό, τουαλέτες, χαρτική ύλη.  Δεν υπάρχει καν χαρτί για να γράφουν οι υπάλληλοι των δικαστηρίων και οι δικαστές.  Και όχι μόνο αλλά τα έξοδα για τα αναγκαία αυτά υλικά θα πρέπει να τα επωμίζονται οι δικαστές.  Ως αποτέλεσμα οι δικαστές έχουν παύσει να εργάζονται με αποτέλεσμα οι υποθέσεις να μην εκδικάζονται.  Η κατάσταση όχι μόνο δεν βελτιώνεται, αλλά γίνεται χειρότερη με την πάροδο του χρόνου.  Οι δικαστές βοούν για ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και προς τούτο προέβηκαν σε απεργιακά μέτρα.  Αίτημα τους η αύξηση στους μισθούς τους, καλύτερες συνθήκες εργασίας και η εξασφάλιση της δικαστικής ανεξαρτησίας.  Η απεργία ανέστειλε την εκδίκαση πολλών υποθέσεων με αποτέλεσμα την δημιουργία χάους.  Για παράδειγμα, εκατοντάδες άνθρωποι έχουν ξεχασθεί στα κρατητήρια περιμένοντας την εκδίκαση των υποθέσεών τους και μυριάδες υποθέσεις καταθετών εναντίον των τραπεζών, οι οποίες μετά την κρίση κατακρατούν τις καταθέσεις των καταθετών, για ανάκτηση των καταθέσεων τους έχουν αναβληθεί επ’ αόριστον.  Η παραμέληση της δικαστικής εξουσίας από την εκτελεστική θεωρείται σκόπιμη ώστε να είναι ευκολότερη η παρέμβαση στην δικαστική εξουσία.  Δημοσιεύματα καταλογίζουν στον πρωθυπουργό της Αιγύπτου να ζητά από τις δυνάμεις ασφαλείας να αγνοήσουν και να μην εκτελέσουν απόφαση δικαστή με την οποία διατάχθηκε αναφορικά με κάποιες τράπεζες η άρση του τραπεζικού απορρήτου με την συγκεκριμένη δικαστή να χαρακτηρίζει την κίνηση αυτή της κυβέρνησης ως μια άνευ προηγουμένου παρέμβαση στην δικαστική εξουσία. 

 

Τα πιο πάνω είναι πολύ λυπηρά για την κατάσταση, πολιτική και οικονομική, που επικρατεί στον Λίβανο αλλά και για την κατάσταση που την ίδια στιγμή επικρατεί στην δικαστική εξουσία στην εκεί χώρα.  Την ίδια στιγμή θέτουν σε έντονο προβληματισμό το Δικαστήριο.  Αν η αγωγή ανασταλεί και ο Καθ’ ου η αίτηση σταλεί να δικασθεί στον Λίβανο είναι βέβαιο ότι θα βρεθεί σε πολύ μειονεκτική θέση σε σύγκριση με το αν η αγωγή εκδικαζόταν στην Κύπρο.  Κατ’ αρχή θα είναι αβέβαιο πότε θα δικασθεί αφ’ ης στιγμής οι δικαστές ένεκα της ανέχειας έπαυσαν να εργάζονται και κατέρχονται σε απεργίες.  Αλλά και αν ακόμη επιστρέψουν στην εργασία τους είναι αβέβαιο αν θα είναι αντικειμενικοί και αμερόληπτοι και η εκτελεστική εξουσία δεν επέμβει στο έργο τους με τόση εξαθλίωση που επικρατεί στην δικαστική εξουσία. 

 

Επίσης το ενδεχόμενο οι καταθέτες να υποστούν ζημία μέσω άλλης οδού δεν είναι απομακρυσμένο.  Ήδη επιχειρήθηκε μια φορά η απαγόρευση της συνέχισης ή της καταχώρησης δικαστικών διαδικασιών εναντίον των τραπεζών του Λιβάνου.  Ο δικηγόρος αναφέρει συγκεκριμένα ότι νομοσχέδιο για τους κεφαλαιακούς ελέγχους γνωστοί και ως capital controls το οποίο είχε δοκιμαστεί να ψηφιστεί από το Νομοθετικό σώμα του Λιβάνου περιείχε όρο με τον οποίο στην ουσία απαγορευόταν η συνέχιση ή η καταχώρηση δικαστικών διαδικασιών εναντίον των τραπεζών του Λιβάνου επηρεάζοντας, έτσι, αναδρομικά ήδη καταχωρημένες αγωγές αλλά και νέες, όπως θα είναι η παρούσα αν διαταχθεί αναστολή.  Εν τέλει το εν λόγω νομοσχέδιο δεν συγκέντρωσε την απαραίτητη πλειοψηφία, αλλά δεδομένης της έλλειψης κεφαλαίων και/ή ξένου συναλλάγματος των Λιβανέζικων τραπεζών και της Κεντρικής Τράπεζας του Λιβάνου, αφενός, και του όγκου των αγωγών που έχουν καταχωρηθεί εναντίον των Λιβανέζικων τραπεζών στον Λίβανο και στο εξωτερικό, αφετέρου, είναι σχεδόν σίγουρο ότι και το επόμενο νομοσχέδιο που θα αφορά στους κεφαλαιακούς ελέγχους θα περιέχει παρόμοιες διατάξεις.  Ακόμα, όμως, και αν δεν είναι σίγουρο δεν παύει να είναι πιθανό έως πολύ πιθανό.  Καθότι αν επιχειρήθηκε μια φορά το τολμηρότατο εκχείρημα με νομοθετική παρέμβαση να απαγορευθούν οι αγωγές το ενδεχόμενο να επιχειρηθεί εκ νέου κάτι παρόμοιο στο μέλλον δεν μπορεί να αποκλεισθεί, είναι δε ο φόβος προς αυτή την κατεύθυνση υπαρκτός κατά την κρίση μου.  Σχετικό είναι το Τεκμήριο 28. 

 

Συμφωνώ με την θέση που προβλήθηκε από την πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση ότι σε μια τέτοια περίπτωση τα Κυπριακά Δικαστήρια, τα οποία αν εκδίκαζαν την παρούσα υπόθεση θα εφάρμοζαν το δίκαιο του Λιβάνου, δεν θα ήταν δεσμευμένα να εφαρμόσουν μια τέτοια Νομοθεσία, σε αντίθεση με τα Λιβανέζικα, δυνάμει του άρθρου 9 της Συνθήκης της Ρώμης γνωστής ως Rome I η οποία ως είναι κοινά αποδεκτό εφαρμόζεται στην παρούσα διαφορά.  Το άρθρο 9 φέρει τίτλο «overriding mandatory provisions, ήτοι «υπερισχύουσες αναγκαστικές διατάξεις» και διαλαμβάνει τα ακόλουθα:    

 

1.    Overriding mandatory provisions are provisions the respect for which is regarded as crucial by a country for safeguarding its public interests, such as its political, social or economic organisation, to such an extent that they are applicable to any situation falling within their scope, irrespective of the law otherwise applicable to the contract under this Regulation

 

2.    Nothing in this Regulation shall restrict the application of the overriding mandatory provisions of the law of the forum ………………………………….

 

Σε μετάφραση:

 

1.    Οι υπερισχύουσες αναγκαστικές διατάξεις είναι κανόνες η τήρηση των οποίων θεωρείται ζωτικής σημασίας από μια χώρα για την διασφάλιση των δημοσίων συμφερόντων της, όπως της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής της οργάνωσης σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι εφαρμοστέες σε κάθε περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, ανεξάρτητα από το δίκαιο που κατά τα άλλα είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό 

 

2.    Καμία πρόνοια στον Κανονισμό δεν μπορεί να περιορίσει την εφαρμογή των υπερισχυουσών αναγκαστικών διατάξεων που ισχύουν στο δίκαιο του κράτους/βήματος ………………………………………………………………………….

 

Συμφωνώ με τον δικηγόρο ότι αν στο μέλλον ψηφισθεί στον Λίβανο νομοθεσία για τους κεφαλαιουχικούς ελέγχους ή γενικά οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία που θα εξαλείφει το δικαίωμα των καταθετών να καταχωρήσουν ή να συνεχίσουν αγωγή ενώπιον των Λιβανικών δικαστηρίων για ανάκτηση των καταθέσεών τους, κάτι που δεν είναι καθόλου απίθανο ως ανωτέρω υποδείχθηκε, στην Κύπρο αυτή η διάταξη δεν θα τυγχάνει εφαρμογής αφού θα ήταν αντίθετη στο άρθρο 23 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του  Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι αν η αγωγή ανασταλεί ο Καθ’ ου η αίτηση δεν θα έχει δίκαιη δίκη.  Ακολουθεί ότι η πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση κατάφερε να καταδείξει ότι συντρέχουν ισχυροί και ικανοποιητικοί λόγοι για να μην διαταχθεί αναστολή.  

 

Αν η κρίση μου ότι η απόφαση επί του όρου αποκλειστικής δικαιοδοσίας είναι πρόωρη είναι εσφαλμένη και αν ο εν λόγω όρος θα μπορούσε από το στάδιο αυτό να κηρυχθεί άκυρος, τότε, η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να αποφασισθεί στην βάση του δόγματος του forum non conveniens.  Αναφορικά με το δόγμα αυτό υποδεικνύονται τα ακόλουθα.  Το δόγμα του forum non conveniens αναγνωρίσθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία στην υπόθεση Spiliada Maritime Corpn v. Cansulex Ltd (1986) 3 All E R 843.  Αναστολή διατάσσεται στην βάση του εν λόγω δόγματος όταν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει κάποιο άλλο διαθέσιμο forum που έχει δικαιοδοσία το οποίο είναι το κατάλληλο (appropriate) για την εκδίκαση της αγωγής, δηλαδή, στο οποίο η υπόθεση μπορεί να δικασθεί καταλληλότερα προς το συμφέρον όλων των διαδίκων και των σκοπών της δικαιοσύνης.  Τα Δικαστήρια θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τρία στοιχεία: (α) την διακρίβωση του κατάλληλου forum για την δίκη, (β) άλλες σχετικές περιστάσεις και (γ) την εξισορρόπηση μεταξύ των δυο αυτών στοιχείων. 

 

Ως προς την διακρίβωση του κατάλληλου forum το ερώτημα είναι αν υπάρχει ξεκάθαρα καταλληλότερο forum για δίκη στο εξωτερικό.  Ό,τι αναζητείται είναι η χώρα με την οποία η αγωγή έχει την πιο ουσιαστική και ουσιώδη σύνδεση (the most real and substantial connection).  Συνδετικοί παράγοντες είναι παράγοντες που επηρεάζουν την βολικότητα (convenience) ή τα έξοδα (expense), όπως η διαθεσιμότητα των μαρτύρων, καθώς και παράγοντες όπως το δίκαιο που διέπει την σύμβαση και ο τόπος όπου διαμένουν τα μέρη ή ασκούν τις δραστηριότητές τους.  Η ύπαρξη όρου επιλογής αλλοδαπής δικαιοδοσίας (foreign choice of jurisdiction clause) είναι σοβαρή ένδειξη ότι το κατάλληλο forum είναι στο εξωτερικό και λειτουργεί ως παράγοντας με ιδιαίτερη αυξημένη βαρύτητα υπέρ της αναστολής.  Αντίστροφα όταν τα μέρη σε μια σύμβαση συμφωνούν για δίκη στην Αγγλία και ιδιαίτερα ότι το Αγγλικό δίκαιο θα διέπει την σύμβαση, αυτό, είναι παράγοντας με ιδιαίτερη αυξημένη βαρύτητα εναντίον της αναστολής των Αγγλικών διαδικασιών.  Αν υπάρχει ξεκάθαρα καταλληλότερο forum για δίκη στο εξωτερικό τα Δικαστήρια δεν θα διατάξουν αναστολή αυτόματα, αλλά θα προχωρήσουν να λάβουν υπόψη όλες τις άλλες σχετικές στην υπόθεση περιστάσεις.       

 

Το δεύτερο στοιχείο καταπιάνεται με όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης και επεκτείνεται πέραν των παραγόντων που εξετάζονται κατά την διακρίβωση του κατάλληλου forum.  Τέτοιοι παράγοντες είναι, για παράδειγμα, ότι ο ενάγων δεν θα έχει δίκαιη δίκη στο εξωτερικό γιατί, για παράδειγμα, η δικαστική εξουσία δεν είναι ανεξάρτητη.  Ως συνήθως τα Δικαστήρια ασχολούνται με το αν σε περίπτωση που διαταχθεί αναστολή ο ενάγων θα στερηθεί ενός πλεονεκτήματος το οποίο θα λάμβανε από δίκη στην Αγγλία.  Το βάρος είναι στον ενάγοντα να δικαιολογήσει ότι θα πρέπει να δικασθεί στην Αγγλία αφ’ ης στιγμής καταδείχθηκε ότι υπάρχει ξεκάθαρα καταλληλότερο forum στο εξωτερικό (Βλ. Spiliada Maritime Corpn v. Cansulex Ltd (1986) 3 All E R 843). 

 

Το πλεονέκτημα μπορεί να είναι προσωπικό (personal) ή δικονομικό (juridical).  Τα Δικαστήρια, όμως, δεν θα πρέπει να καταπιάνονται με σύγκριση της ποιότητας της δικαιοσύνης που επιτυγχάνεται με το Αγγλικό σύστημα δικονομίας, από την μια, έναντι αυτού που επιτυγχάνεται με το ηπειρωτικό σύστημα, από την άλλη (Βλ. Amin Rasheed Shipping Corpn v. Kuwait Insurance Co (1984) AC 50).  Εκτός αν υπάρχει αδιάσειστη μαρτυρία ενός συγκεκριμένου ουσιώδους σημασίας δικονομικού πλεονεκτήματος στον ενάγοντα από δίκη στην Αγγλία.  Επίσης αν υπάρχει θετική και αξιόπιστη μαρτυρία ότι ο ενάγων δεν θα τύχει δίκαιης δίκης στο εξωτερικό γιατί η δικαστική εξουσία στο εξωτερικό δεν είναι ανεξάρτητη, αυτό, είναι κάτι που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη (Βλ. The Abidin Daver (1984) AC 398).    

 

Όποιες και αν είναι οι αβεβαιότητες γύρω από το νομικό καθεστώς που αφορά στο δικονομικό πλεονέκτημα το βέβαιο είναι ότι αυτό πρέπει να είναι νόμιμο (legitimate).  Δεν είναι νόμιμο όταν ο ενάγων επιζητεί να αποκτήσει πλεονέκτημα βλάπτοντας τον εναγόμενο.  Αν το κατάλληλο forum είναι στο εξωτερικό και δεν υπάρχει ουσιώδες πλεονέκτημα στον ενάγοντα από δίκη στην Αγγλία θα διαταχθεί αναστολή.  Αν, όμως, υπάρχει ξεκάθαρα καταλληλότερο forum στο εξωτερικό και ο ενάγων θα αποκομίσει ουσιώδες πλεονέκτημα από δίκη στην Αγγλία, τότε, καθίσταται αναγκαία η εξισορρόπηση μεταξύ των διαφόρων αυτών στοιχείων.  

 

Η νέα προσέγγιση στην εξισορρόπηση δόθηκε στην υπόθεση Spiliada Maritime Corpn v. Cansulex Ltd (1986) 3 All E R 843.  Με την νέα προσέγγιση η βαρύτητα που δινόταν προηγουμένως στο πλεονέκτημα κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου μειώθηκε.  Σύμφωνα με την νέα προσέγγιση αν υπάρχει κάποιο άλλο forum το οποίο εκ πρώτης όψεως είναι ξεκάθαρα καταλληλότερο για την εκδίκαση της αγωγής το Δικαστήριο υπό κανονικές συνθήκες θα διατάξει αναστολή εκτός αν συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις που το δίκαιο υπαγορεύει όπως μη διαταχθεί αναστολή.  Το ότι ο ενάγων θα έχει νόμιμο προσωπικό ή δικονομικό συμφέρον από δίκη στην Αγγλία δεν είναι αποφασιστικής σημασίας.  Για παράδειγμα το Αγγλικό Δικαστήριο υπό κανονικές περιστάσεις δεν θα διστάσει να διατάξει αναστολή έστω και αν ο ενάγων θα λάβει μεγαλύτερες αποζημιώσεις από τα Αγγλικά Δικαστήρια.  Ως αποτέλεσμα της Spiliada το κύριο κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η καταλληλότητα (appropriateness) του forum.  Όμως το κριτήριο δεν παύει να είναι τα συμφέροντα των διαδίκων και οι σκοποί της δικαιοσύνης.  Επομένως, όλες οι περιστάσεις της υπόθεσης θα πρέπει να ληφθούν υπόψη.  

      

Φρονώ πως δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά.  Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου κάτω από το δόγμα του forum non conveniens δεν θα οδηγούσε σε διάφορο αποτέλεσμα.  Το κατάλληλο forum είναι ο Λίβανος αφού, όπως υποδείχθηκε και ανωτέρω, είναι η χώρα με την οποία η υπόθεση έχει την στενότερη σύνδεση τόσο από άποψης διαθεσιμότητας μαρτύρων, βολικότητας, εξόδων και εφαρμοστέου δικαίου.  Αναφορικά με το τελευταίο υποδεικνύεται ότι στην Αγγλική υπόθεση The Eleftheria (1969) 2 All E R 641 λέχθηκε ότι το Αγγλικό Δικαστήριο αποφασίζει ζητήματα αλλοδαπού δικαίου στην βάση μαρτυρίας εμπειρογνωμοσύνης από αλλοδαπούς δικηγόρους.  Γι’ αυτό και υποδείχθηκε ότι είναι πιο ικανοποιητικό τέτοια ζητήματα να αποφασίζονται από τα αλλοδαπά Δικαστήρια.  Επίσης η οποιαδήποτε κατ’ ισχυρισμό παράβαση έγινε στον Λίβανο.  Η απαίτηση του Καθ’ ου η αίτηση σχετίζεται με ισχυριζόμενη παράλειψη της Αιτήτριας η οποία έλαβε χώρα στον Λίβανο.  Στον Λίβανο βρίσκεται η προθεσμιακή κατάθεση και εκεί διατηρείται και ο Λογαριασμός.  Όμως αν η δίκη γίνει στον Λίβανο ο Καθ’ ου η αίτηση για τους λόγους που υποδείχθηκαν ανωτέρω θα στερηθεί δίκαιης δίκης.  Αυτή είναι μια παράμετρος που το Δικαστήριο δεν μπορεί να αγνοήσει.  Όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε όλες οι περιστάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.  Το κριτήριο είναι τα συμφέροντα των διαδίκων και οι σκοποί της δικαιοσύνης.  Είναι δε τόσο σημαντική η πιο πάνω παράμετρος που κατά το έργο της εξισορρόπησης κρίνω πως γέρνει την πλάστιγγα εναντίον της αναστολής.           

 

Οι λόγοι ένστασης με αριθμούς 10-15 και 18(i-iii) και (vi) ευσταθούν.  Η εξέταση των λοιπών λόγων ένστασης παρέλκει. 

 

Συνακόλουθα η υπό κρίση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Ενάγοντα/Καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της Εναγόμενης/Αιτήτριας όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα είναι εισπρακτέα στο τέλος της αγωγής. 

 

                                                                               (Υπ.) …..…………………………

                                                                                            Π. Μιχαηλίδης, Π.Ε.Δ.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο