ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Αφρ. Χαραλαμπίδη.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 600/2024 (IJ)
Μεταξύ:
THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED
Ενάγουσας,
ν.
1. Μ.Μ
2. Κ.Μ.
3. Κ.Μ.
Εναγόμενων.
Αίτηση (εκκρεμούσα διαδικασία) ημερομηνίας 14/11/24
Ημερομηνία: 22 Σεπτεμβρίου, 2025
Για την Ενάγουσα / Αιτήτρια: κος Τ.Κουκούνης για ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΚΟΥΝΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε..
Για τους Εναγόμενους 1, 2 και 3/ Καθ’ων η Αίτηση: κα Α.Παναγή για ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ & ΤΙΜΟΘΕΟΥ Δ.Ε.Π.Ε..
ΑΠΟΦΑΣΗ
I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Με την παρούσα Αίτηση, η Ενάγουσα / Αιτήτρια (στο εξής θα αναφέρεται ως η «Ενάγουσα») επιδιώκει την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον των Εναγόμενων 1, 2 και 3 / Καθ’ων η Αίτηση (στο εξής θα αναφέρονται μαζί ως οι «Εναγόμενοι») ως η απαίτηση της επί του έντυπου απαίτησης της. Συγκεκριμένα, ζητεί την έκδοση διαταγμάτων για την άρση της κατ’ισχυρισμόν από πλευράς των Εναγομένων παράνομης επέμβασης στο οικόπεδο με αρ.εγγραφής 0/ΧΧ5ΧΧ, Φύλλο/Σχέδιο Χ4/Χ1, τμήμα 0, τεμάχιο ΧΧ8Χ το οποίο ευρίσκεται στην τοποθεσία ΧΧΧΧΧΧΧ, στην ενορία Αγίας Φύλαξης του Δήμου Λεμεσού, στην Λεμεσό, και το οποίο αποτελεί ιδιοκτησία της Ενάγουσας (στο εξής θα αναφέρεται ως το «Επίδικο Ακίνητο»), €378 μηνιαίως ως ενδιάμεσα οφέλη και/ή αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση από 20/2/24 και/ή 4/9/23, πλέον νόμιμο τόκο, και γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις για ζημιές και/ή απώλειες που υφίσταται η Ενάγουσα συνεπεία της παράνομης επέμβασης και/ή της μείωσης της αξίας του επίδικου ακινήτου συνεπεία ζημιών που υπέστη αυτό από τους Εναγόμενους.
II. ΟΙ ΔΙΚΟΓΡΑΦΗΜΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ
Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ
2. Στην έκθεση απαίτησης που συνοδεύει το Έντυπο Απαίτησης της Ενάγουσας, η τελευταία ισχυρίζεται ότι κατέστη εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου στις 4/9/2023 μέσω της διαδικασίας μετεγγραφής ενυπόθηκου ακινήτου στο Κτηματολόγιο δυνάμει των σχετικών διατάξεων του Ν.9/1965 σε αντικατάσταση των Εναγόμενων οι οποίοι ήταν οι προηγούμενοι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες και/ή κάτοχοι του. Συνεπεία της προαναφερόμενης μετεγγραφής, η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι οι Εναγόμενοι μετέπειτα κατέστησαν παράνομοι επεμβασίες στο επίδικο ακίνητο.
3. Η Ενάγουσα, δια της αποστολής σχετικών επιστολών, ενημέρωσε τους Εναγόμενους για την εγγραφή του επίδικου ακινήτου επ’ονόματι της, καλώντας τους παράλληλα να απομακρύνουν τα αντικείμενα τους και να της παραδώσουν ελεύθερη και κενή την κατοχή του εντός καθορισμένης προθεσμίας. Επιπρόσθετα, αποστάλθηκε από πλευράς της στους Εναγόμενους και προδικαστηριακό πρωτόκολλο. Οι τελευταίοι όμως δεν ανταποκρίθηκαν στις επιστολές της αλλά ούτε και συμμορφώθηκαν με το περιεχόμενο αυτών και συνεχίζουν παράνομα να κατακρατούν και να επεμβαίνουν στο επίδικο ακίνητο.
4. Αποτελεί επίσης ισχυρισμό της Ενάγουσας ότι η ενοικιαστική αξία του επίδικου ακινήτου κατά την καταχώρηση του έντυπου απαίτησης ήτο €378 μηνιαίως, το οποίο ποσό αντικατοπτρίζει τη ζημιά που έχει υποστεί σε μηνιαία βάση από 20/2/24 ή/και 4/9/23 και θα συνεχίσει να υφίσταται μέχρι την παράδοση της κατοχής του ακινήτου από τους Εναγόμενους. Περαιτέρω, σύμφωνα με την Ενάγουσα, η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου ανέρχετο κατά τον ίδιο χρόνο στο ποσό των €227.000.
Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ
5. Οι Εναγόμενοι εμφανίστηκαν στην διαδικασία καταχωρώντας κοινό σημείωμα εμφάνισης σημειώνοντας στο σχετικό έντυπο ότι προτίθενται να αμφισβητήσουν την απαίτηση ή μέρος αυτής.
6. Ακολούθως, οι Εναγόμενοι καταχώρησαν κοινή υπεράσπιση μέσω της οποίας εγείρουν προδικαστικές ενστάσεις σε σχέση με τα ακόλουθα ζητήματα: α) την έγερση της αγωγής εναντίον ανύπαρκτου νομικά και/ή λανθασμένου προσώπου όσο αφορά την Εναγόμενη 3, β) την καταχρηστικότητα της αγωγής εν όψει της παράλληλης προώθησης άλλων διαδικασιών προς επιδίωξη όμοιων σκοπών, και γ) την μη εξόφληση των δικηγορικών εξόδων των Εναγόμενων στην αγωγή αρ.2794/2018 (στο εξής η «Αγωγή 2794/2018») σύμφωνα με το Διάταγμα και/ή πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ.15/1/24.
7. Σε σχέση με την ουσία της απαίτησης, ενώ οι Εναγόμενοι από την μια αρνούνται ότι η Ενάγουσα είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου, παραδέχονται την μετεγγραφή του επ’ονόματι της Ενάγουσας μέσω του Ν.9/1965 ισχυριζόμενοι όμως ότι η εν λόγω διαδικασία πάσχει ακυρότητας, είναι παράνομη, αντισυνταγματική και παραβιάζει κατοχυρωμένα δια του Νόμου ανθρώπινα δικαιώματα. Οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι έχει καταχωρηθεί σχετική αγωγή (στο εξής η «Αγωγή 158/2024») από πλευράς τους μαζί με τρίτο πρόσωπο εναντίον της Ενάγουσας και τρίτης εταιρείας, με τους ίδιους διαδίκους και τα ίδια επίδικα θέματα με την παρούσα η οποία εκκρεμεί.
8. Οι Εναγόμενοι παραδέχονται ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 ήταν οι προηγούμενοι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου, το οποίο σύμφωνα με τους ίδιους αποτελεί εργοστάσιο, αλλά ισχυρίζονται ότι η Εναγόμενη 3 ουδεμία σχέση έχει με τα επίδικα θέματα και/ή το επίδικο ακίνητο εφόσον δεν συμμετείχε ή είχε οιαδήποτε σχέση με την δανειοδότηση που εξασφάλιζε η υποθήκη επί του επίδικου ακινήτου, στην βάση της οποίας υλοποιήθηκε η μετεγγραφή του επ’ονόματι της Ενάγουσας.
9. Οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η μετεγγραφή του επίδικου ακινήτου επ’ονόματι της Ενάγουσας έγινε δυνάμει της Υποθήκης ΥΧΧΧ8/2010 ημερ.26/2/2010 δια το ποσό των €264.000, πλέον τόκους, η οποία παραχωρήθηκε από πλευράς των Εναγομένων 1 και 2 προς περαιτέρω εξασφάλιση του Δανείου τρίτου προσώπου ημερ.11/2/2010 από την Τράπεζα Κύπρου για το ποσό των €120.000. Η τελευταία τερμάτισε την εν λόγω συμφωνία δανείου στις 24/9/2018 στην βάση ισχυριζόμενων ανεξόφλητων καθυστερήσεων και καταχώρησε την Αγωγή 2794/2018. Η προαναφερόμενη αγωγή αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 15/1/24 με έξοδα υπέρ των Εναγομένων τα οποία θα είναι πληρωτέα σε περίπτωση που η Ενάγουσα καταχωρήσει αγωγή σε σχέση με τα ίδια τα επίδικα θέματα εναντίον οποιουδήποτε εκ των Εναγομένων, κάτι που η Ενάγουσα δεν το έχει πράξει.
10. Η μόνη επιστολή της Ενάγουσας σύμφωνα με τους Εναγόμενους, παραλήφθηκε από την Εναγόμενη 3 και ήταν το προδικαστηριακό πρωτόκολλο ημερ.3/4/24. Ισχυρίζονται όμως ότι το περιεχόμενο του δεν συμμορφώνεται με τη διαδικασία που επιτάσσουν οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας.
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ
11. Η Ενάγουσα καταχώρησε πολυσέλιδη απάντηση στην υπεράσπιση των Εναγομένων, μέσω της οποίας απαντά στις προδικαστικές ενστάσεις και ισχυρισμούς που περιέχονται στην τελευταία.
12. Η Ενάγουσα, μεταξύ άλλων, εμμένει στις θέσεις της ως προκύπτουν από την Έκθεση Απαίτησης, τις οποίες σε κάποιο βαθμό επαναλαμβάνει, αναφέρεται στο αντικείμενο, την διαδικασία και τις συνθήκες που περιέβαλλαν τις Αγωγές αρ.2794/2018 και αρ.158/2024 ισχυριζόμενη ότι τα επίδικα θέματα και σκοποί αυτών δεν σχετίζονται με το αντικείμενο της παρούσας και συνεπώς καμία υποχρέωση έχει να καταβάλει οιαδήποτε δικηγορικά έξοδα και ούτε είναι η παρούσα διαδικασία καταχρηστική.
13. Ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη 3 είναι υπαρκτό πρόσωπο, μητέρα των Εναγόμενων 1 και 2 και εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια κατοικίας, στην οποία συγκατοικούν. Η εν λόγω κατοικία συνορεύει με το επίδικο ακίνητο, και οι Εναγόμενοι χρησιμοποιούν το τελευταίο ως αυλή και κήπος και έχουν παράνομα κτίσει πισίνα την οποία και παράνομα χρησιμοποιούν. Η Εναγόμενη παρέλαβε την επιστολή της Ενάγουσας ημερ.5/2/24, στις 8/2/24 και εκ μέρους των Εναγομένων 1 και 2, ως μητέρα και συγκάτοικος.
III. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΙΤΗΣΗ & ΕΝΣΤΑΣΗ
ΑΙΤΗΣΗ
14. Ακολούθησε στις 14/11/2024 η από πλευράς της Ενάγουσας καταχώρηση της παρούσας αίτησης, η οποία υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του λειτουργού διαχείρισης ακινήτων στο Τμήμα Διαχείρισης ακινήτων της Ενάγουσας (στο εξής η «ΕΔ-ΝT») και εδράζεται, μεταξύ άλλων, επί του Μέρους 24 καν.1-6.
15. Ο ομνύων στα πλαίσια της ΕΔ-ΝΤ επαναλαμβάνει σε εκτενέστερο βαθμό τις δικογραφημένες θέσεις της Ενάγουσας, επισυνάπτοντας σχετικά έγγραφα ως τεκμήρια προς υποστήριξη αυτών και εξαιτείται εκ μέρους της Ενάγουσας την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον των Εναγομένων. Αναφέρει περαιτέρω ότι η Ενάγουσα πιστεύει ότι οι Εναγόμενοι δεν έχουν πραγματική προοπτική επιτυχίας της υπεράσπισης τους και ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε, πόσο μάλλον επιτακτικός, λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να ακουστεί σε δίκη.
ΕΝΣΤΑΣΗ
16. Οι Εναγόμενοι καταχώρησαν κοινή ένσταση, μέσω της οποίας προβάλλουν διάφορους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει η αίτηση της Ενάγουσας να επιτύχει και τους οποίους παραθέτω συνοπτικά ως εξής: 1. Η Αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη και καταχρηστική και επιδιώκεται ως μοχλός πίεσης εναντίον των Εναγομένων, 2. Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης συνοπτικής απόφασης και δεν δικαιολογείται απο τα γεγονότα της ΕΔ-ΝΤ, 3. Οι Εναγόμενοι έχουν πολύ καλή υπεράσπιση και μέσω των ισχυρισμών τους προκύπτουν δικάσιμα θέματα για τα οποία πρέπει να τους δοθεί το δικαίωμα να παρουσιάσουν την εκδοχή τους προς υποστήριξη της υπεράσπισης τους, 4. Η Ενάγουσα αποκρύπτει ουσιώδη γεγονότα και προσπαθεί να παραπλανήσει, και 5. Η καταχώρησης της αγωγής και της υπό κρίση αίτησης κρίνεται ως κακόβουλη, εκδικητική και καταχρηστική η οποία αντίκειται στα συμφωνηθέντα μεταξύ των μερών.
17. Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η ένσταση, εκτίθενται σε κοινή ένορκη δήλωση των Εναγόμενων 1 και 2 (στο εξής η «ΕΔ των Εναγομένων 1 και 2) και σε ξεχωριστή ένορκη δήλωση της Κ.ΜΑ, μητέρας των Εναγόμενων 1 και 2 (στο εξής η «ΕΔ-ΚΜ).
18. Μέσω της ΕΔ των Εναγομένων 1 και 2, οι ομνύοντες αρνούνται γενικά τις θέσεις και τη μαρτυρία που προσάχθηκε προς υποστήριξη της Αίτησης της Ενάγουσας, ισχυρίζονται ότι η μητέρα τους δεν ονομάζεται Κ.Μ. αλλά Κ.ΜΑ και σε κάθε περίπτωση ουδεμία σχέση έχει με τα επίδικα γεγονότα και το επίδικο ακίνητο. Αρνούνται τους ισχυρισμούς περί παράνομης χρήσης του επίδικου ακινήτου ως αυλής και κήπου και περί παράνομης κατασκευής πισίνας και της χρήσης αυτής. Υποστηρίζουν ότι το επίδικο ακίνητο είναι άσχετο οικόπεδο με την οικία όπου διαμένουν με την οικογένεια τους και στην οποία η Ενάγουσα εισήλθε παράνομα εντός του 2023 και υποβλήθηκε σχετική καταγγελία από πλευράς τους στην Αστυνομία. Αναφέρουν επίσης ότι ουδεμία επιστολή έλαβαν από την Ενάγουσα και ισχυρίζονται ότι η επιστολή της Ενάγουσας ημερ.30/4/24 δεν συμμορφώνεται με τους σχετικούς Κανονισμούς και δεν εξυπηρετεί τον σκοπό της εξώδικης διαδικασίας.
19. Οι Εναγόμενοι 1 και 2 παραδέχονται ότι ήταν νόμιμοι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου το οποίο υποθηκεύτηκε προς όφελος της Τράπεζας Κύπρου δυνάμει υποθήκης ΥΧΧΧ8/2010 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού ημερ.26/2/2010 για το ποσό των €264.000 πλέον τόκους μέχρι εξοφλήσεως. Η υποθήκη παραχωρήθηκε προς περαιτέρω εξασφάλιση του Δανείου τρίτου προσώπου από την Τράπεζα Κύπρου ημερ.11/2/2010 για το ποσό των €120.000. Η Τράπεζα Κύπρου τερμάτισε κατά ή περί τις 24/9/2018 την Συμφωνία Δανείου ένεκα ισχυριζόμενων ανεξόφλητων καθυστερήσεων του λογαριασμού και καταχωρίστηκε ακολούθως η Αγωγή 2794/2018, η οποία αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 15/1/2024 με έξοδα υπέρ των Εναγομένων, τα οποία ήταν πληρωτέα σε περίπτωση που οι Ενάγοντες καταχωρούσαν νέα αγωγή σε σχέση με τα ίδια επίδικα θέματα εναντίον οποιουδήποτε εκ των Εναγομένων. Η θέση τους είναι ότι η παρούσα αγωγή πρόκειται για τα ίδια επίδικα θέματα και για το ίδιο επίδικο ακίνητο και, εφόσον οι Ενάγοντες δεν εξόφλησαν τα δικηγορικά έξοδα στην Αγωγή 2794/2018, αυτή προωθείται καταχρηστικά.
20. Επιπρόσθετα, οι Εναγόμενοι απαντούν στο περιεχόμενο της ΕΔ-ΝΤ, και ειδικότερα στις θέσεις της Ενάγουσας σε σχέση με τις συνθήκες υπό τις οποίες αποσύρθηκε η Αγωγή 2794/2018 και επαναλαμβάνουν τους ισχυρισμούς τους περί ακυρότητας της διαδικασίας μετεγγραφής του επίδικου ακινήτου επ’ονόματι της Ενάγουσας.
21. Η ενόρκως δηλούσα στην ΕΔ-ΚΜ, προβαίνει ομοίως σε γενική άρνηση των θέσεων της Ενάγουσας ως προκύπτουν από την μαρτυρία που προσάχθηκε μέσω της ΕΔ-ΝΤ και ειδικότερα των αναφορών περί παράνομης επέμβασης από πλευράς της στο επίδικο ακίνητο. Αναφέρει ότι δεν είναι η Κ.Μ. αλλά ονομάζεται Κ.ΜΑ. και ουδεμία σχέση έχει με τα επίδικα γεγονότα και ότι διαμένει σε κατοικία που σε καμία περίπτωση δεν είναι ιδιοκτησίας της Ενάγουσας.
IV. ΑΚΡΟΑΣΗ
22. Για την ακροαματική διαδικασία της αίτησης εκδόθηκε σχετικό διάταγμα με το οποίο καθορίστηκε το χρονοδιάγραμμα εκδίκασης της το οποίο προνοούσε και για την, από πλευράς και των δύο μερών, δυνατότητα καταχώρησης τυχόν συμπληρωματικής μαρτυρίας και αίτησης για αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. Η ακρόαση της αίτησης εν τέλει διεξήχθη μόνο στην βάση της πιο πάνω αναφερόμενης γραπτής μαρτυρίας που προσάχθηκε εκατέρωθεν προς υποστήριξη της Αίτησης και Ένστασης.
23. Και οι δύο πλευρές, μέσω των συνηγόρων τους, καταχώρησαν γραπτές αγορεύσεις στον φάκελο της υπόθεσης, και κατά την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η αίτηση για ακρόαση, προέβηκαν επίσης σε προφορική επιχειρηματολογία ενώπιον του Δικαστηρίου προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους.
24. Έχω μελετήσει την αίτηση, την ένσταση, τις εκατέρωθεν υποστηρικτικές ένορκες δηλώσεις σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των δικογράφων, τα οποία συμπληρώθηκαν πριν την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης, και έχω λάβει υπόψη μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων και δεν κρίνεται σκόπιμο να αναφερθώ σε αυτό στη συνέχεια.
V. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
25. Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, επί των νέων Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (στο εξής ως οι «ΝΚΠΔ») Μέρος 24 καν. 1-6, στον Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ.148, άρθρα 1-42, 43, 44 και 45-69, στον Περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και Συναφή Θέματα Νόμο του 2015, Ν.169(Ι)/2015, άρθρα 1-17, 18 και 19-26, στους Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμους του 1965 έως 1981, άρθρα 1-44, 44Α-44ΙΑΑ, 44ΙΣΤ-62.
26. Παρά το γεγονός ότι δεν γίνεται σχετική ρητή αναφορά στο ίδιο το αιτητικό της υπό κρίση Αίτησης, προκύπτει από τη γραπτή μαρτυρία που συνοδεύει αυτή ως και το περιεχόμενο των αγορεύσεων του ευπαίδευτου συνήγορου της Ενάγουσας, σε συνυφασμό με την νομική βάση της Αίτησης, ότι επιδιώκεται έκδοση συνοπτικής απόφασης η οποία διέπεται από το Μέρος 24 των ΝΚΠΔ.
27. Ανάμεσα στις εξουσίες του Δικαστηρίου να εκδίδει διατάγματα για τη συνοπτική διεκπεραίωση των ζητημάτων που δεν χρήζουν «ενδελεχούς διερεύνησης και εκδίκασης»[1] περιλαμβάνεται και η εξουσία έκδοσης συνοπτικής απόφασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους 24, όταν ο ενάγων ή ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας. Το Δικαστήριο δηλαδή έχει την ευκαιρία να εκτελέσει μέρος του καθήκοντος του όσο αφορά την ενεργό διαχείριση υποθέσεων και δύναται να αποφασίσει επί απαίτησης ή συγκεκριμένου ζητήματος χωρίς δίκη.[2]
28. Στην υπόθεση Swain v Hillman [2001] 2 All ER 91, τονίστηκε ότι «[ε]ίναι σημαντικό, σε κατάλληλες περιπτώσεις, ο δικαστής να κάνει χρήση των εξουσιών που περιέχονται στο Μέρος 24. Ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο, υλοποιεί τον πρωταρχικό σκοπό που περιλαμβάνεται στο Μέρος 1. Εξοικονομεί δαπάνες, διασφαλίζει την επιτάχυνση της διαδικασίας και την εξοικονόμηση των πόρων του δικαστηρίου και γενικώς, είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Εάν ο ενάγων έχει μια υπόθεση η οποία είναι προδήλως απορριπτέα, τότε είναι προς το συμφέρον του ενάγοντα να το γνωρίζει το συντομότερο δυνατόν.Ομοίως, εάν μία απαίτηση είναι βέβαιο ότι θα ευοδωθεί, ο ενάγων θα πρέπει να το γνωρίζει το συντομότερο δυνατόν.»
29. Με βάση τον κ.24.2 των ΝΚΠΔ το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον Εναγομενου επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος α) αν κρίνει ότι ο τελευταίος ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης ή του ζητήματος (κ.24.2(1)(α)(ii)) και β) δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη (κ.24.2(1)(β)). (‘ουσιαστικές προϋποθέσεις’).
30. Σε σχέση με τη διαδικασία (‘τυπικές προϋποθέσεις’), ο κ.24.4 διαλαμβάνει ότι η αίτηση υποβάλλεται σύμφωνα με το Μέρος 23, η δε αίτηση ή η μαρτυρία η οποία περιέχεται ή αναφέρεται σε αυτή προσδιορίζει περιεκτικά οποιοδήποτε νομικό σημείο ή πρόνοια σε έγγραφο στα οποία στηρίζεται ο αιτητής και/ή αναφέρει ότι υποβάλλεται διότι ο αιτητής πιστεύει ότι, με βάση τη μαρτυρία, ο καθ' ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης και αναφέρει ότι ο αιτητής δεν γνωρίζει άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση ή το ζήτημα πρέπει να εκδικαστεί. Το σύνολο της γραπτής μαρτυρίας που προς υποστήριξη της Αίτησης πρέπει να επιβεβαιώνεται από δήλωση αλήθειας (Κ.24.5(5)). Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον κ. κ.24.3(1) ένας Ενάγοντας δεν δύναται να αιτηθεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης μέχρις ότου ο Εναγόμενος εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης, εκτός αν το δικαστήριο δώσει άδεια.
31. Στον κ.24.6 προβλέπονται τα πιο κάτω διατάγματα, τα οποία δύναται να εκδώσει το Δικαστήριο κατόπιν εκδίκασης αίτησης δυνάμει του Μέρους 24:
(α) απόφαση επί της απαίτησης,
(β) διαγραφή ή απόρριψη της απαίτησης (σε περίπτωση που η αίτηση καταχωρείται από τον εναγόμενο),
(γ) απόρριψη της αίτησης,
(δ) διάταγμα υπό όρους, το οποίο απαιτεί από διάδικο να καταβάλει χρηματικό ποσό στο δικαστήριο, ή να πραγματοποιήσει συγκεκριμένο βήμα σε σχέση με την απαίτηση ή υπεράσπιση του διαδίκου, κατά περίπτωση, και προνοεί ότι η απαίτηση του διαδίκου αυτού θα απορρίπτεται ή το δικόγραφό του θα διαγράφεται αν ο διάδικος δεν συμμορφωθεί.
32. Σύμφωνα με τον κ.24.6, το δικαστήριο δύναται, επίσης, να δώσει οδηγίες ως προς την καταχώριση και επίδοση υπεράσπισης και περαιτέρω οδηγίες για τη διαχείριση της υπόθεσης.
33. Ως προς την ερμηνεία των σχετικών προνοιών του Μέρους 24 και συγκεκριμένα των όρων «πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης» και «επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη», εν όψει της σχετικά πρόσφατης λόγω της σχετικά πρόσφατης υιοθέτησης των ΝΚΠΔ, αντλώ καθοδήγηση από την Νομολογία σε σχέση με την αντίστοιχη δικονομική πρόνοια στην Αγγλία, δηλαδή το Μέρος 24.2 των Αγγλικών Θεσμών, η οποία είναι πανομοιότυπη με το Μέρος 24.2 των ΝΚΠΔ.
34. Στην υπόθεση Easyair Ltd v Opal Telecom Ltd [2009] EWHC 339 (Ch) (η οποία επικυρώθηκε από το Court of Appeal στην υπόθεση AC Ward & Sons Ltd v Catlin (Five) Ltd [2009] EWCA Civ 1098), παράγραφο 15, καθορίστηκε ως η ορθή προσέγγιση όσον αφορά αιτήσεις, της φύσεως ως η υπό εξέταση, η πιο κάτω:
i) Το δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν ο ενάγοντας έχει «ρεαλιστική» και όχι «ευφάνταστη» προοπτική επιτυχίας (Swain ν Hillman [2001] 2 All ER 91),
ii) Μια «ρεαλιστική» απαίτηση είναι αυτή που έχει μια καλή προοπτική επιτυχίας. Αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για απαίτηση η οποία δεν είναι απλώς συζητήσιμη (ED & F Man Liquid Products v Patel [2003] EWCA Civ 472),
iii) Για να καταλήξει στο συμπέρασμά του περί «ρεαλιστικής» υπόθεσης, το δικαστήριο δεν πρέπει να διεξαγάγει «μικρή δίκη» (“mini trial”) (Swain ν Hillman, πιο πάνω),
iv) Αυτό δεν σημαίνει ότι το δικαστήριο πρέπει να δεχτεί τα όσα λέει ο ενάγων ενώπιον του ασυζητητί και χωρίς ανάλυση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να αποδοθεί πραγματική υπόσταση στα γεγονότα που προβάλλονται, ιδιαίτερα εάν δεν συνάδουν με σχετικά επί του θέματος έγγραφα (ED & F Man Liquid Products v Patel, πιο πάνω),
v) Εντούτοις, για να καταλήξει στο συμπέρασμά του, το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη όχι μόνον τη μαρτυρία ενώπιον του κατά την αίτηση για συνοπτική απόφαση, αλλά και τη μαρτυρία που ευλόγως αναμένεται ότι θα είναι διαθέσιμη στη δίκη (Royal Brompton Hospital NHS Trust v Hammond (No 5) [2001] EWCA Civ 550),
vi) Παρόλο ότι μια υπόθεση μπορεί να αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της δίκης ότι δεν είναι πραγματικά περίπλοκη, αυτό δεν σημαίνει ότι το δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει χωρίς ενδελεχή διερεύνηση όλων των γεγονότων στη δίκη, (εξέταση η οποία δεν είναι δυνατή ή επιτρεπτή στη διαδικασία της συνοπτικής απόφασης). Συνεπώς, όταν υπάρχει εύλογη αιτία ότι μια πληρέστερη εξέταση των γεγονότων της υπόθεσης θα προσέθετε ή θα διαφοροποιούσε τη μαρτυρία που έχει ενώπιον του ο δικαστής και ως εκ τούτου θα επηρέαζε το αποτέλεσμα της υπόθεσης, το δικαστήριο θα πρέπει να είναι επιφυλακτικό να αποφασίζει κατά τρόπο συνοπτικό, ακόμα και όταν δεν υπάρχει εμφανής σύγκρουση των γεγονότων κατά τον χρόνο που επιλαμβάνεται της αίτησης (Doncaster Pharmaceuticals Group Ltd ν Bolton Pharmaceutical Co 100 Ltd [2007] FSR 63),
vii) Από την άλλη, δεν είναι σπάνιο μια αίτηση δυνάμει του Μέρους 24 να εγείρει ένα σύντομο νομικό ζήτημα και, αν το δικαστήριο πεισθεί ότι κατέχει όλη την αναγκαία μαρτυρία για τη σωστή επίλυση του ζητήματος και ότι οι διάδικοι είχαν επαρκή δυνατότητα να επιχειρηματολογήσουν επί τούτου, το δικαστήριο θα πρέπει με θάρρος να αποφασίσει επί του θέματος.
35. Τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής σε αιτήσεις για συνοπτική απόφαση τόσο από ενάγοντες όσο και από εναγόμενους. Ο Αιτητής φέρει το βάρος απόδειξης να αποδείξει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας και ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος για τη διεξαγωγή δίκης (κ.24.2). Ωστόσο, εάν ο αιτητής προσκομίσει αξιόπιστη μαρτυρία προς υποστήριξη της αίτησής του για συνοπτική απόφαση, τότε ο καθ’ ου η αίτηση φέρει το αποδεικτικό βάρος να αποδείξει ότι έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας ή ότι υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τη διεξαγωγή δίκης (βλ. παράγραφο 24.2.5 του White Book 2021, Patel και New Zealand Cricket v Neo Sports). Το επίπεδο απόδειξης που απαιτείται από τον καθ’ου η αίτηση δεν είναι υψηλό (βλ. Patel, ανωτέρω).
VI. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΤΥΧΗΣ ΣΤΑ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
36. Στρέφομαι τώρα στην εξέταση του κατά πόσο δικαιολογείται με βάση τα όσα έχουν προσαχθεί η έκδοση συνοπτικής απόφασης που ζητεί η Ενάγουσα.
37. Με βάση τις νομικές αρχές που έχω παραθέσει ανωτέρω, και συγκεκριμένα τις τυπικές προϋποθέσεις που θέτει το Μέρος 24, η Ενάγουσα αποτάθηκε στο Δικαστήριο προωθώντας την υπό κρίση αίτηση σύμφωνα με το Μέρος 23 μετά την καταχώρηση του σημειώματος εμφάνισης από πλευράς των Εναγομένων. Το σύνολο της γραπτής μαρτυρίας, η οποία καταχωρίστηκε προς υποστήριξη της αίτησης επιβεβαιώνεται με δήλωση αληθείας. Επιπρόσθετα, από απλή ανάγνωση της υπό εξέταση αίτησης και της μαρτυρίας που καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της (ΕΔ-ΝΤ), προκύπτει συμμόρφωση με τις πρόνοιες του κ24.4(2)(β), εφόσον γίνονται σχετικές αναφορές στο περιεχόμενο της ΕΔ-ΝΤ και ειδικότερα στην παράγραφο 32 της τελευταίας ως εξής: «Η παρούσα αίτηση για συνοπτική απόφαση καταχωρείται και υποβάλλεται διότι οι ενάγοντες-αιτητές (α) πιστεύουν ότι, με βάση τη μαρτυρία και όλα όσα αναφέρω ανωτέρω, οι εναγόμενοι 1-3-καθ’ων η αίτηση δεν έχουν πραγματική προοπτική επιτυχίας της υπεράσπισης τους ούτε και έχουν προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης των εναγόντων, και (β) δεν γνωρίζουν άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση τους πρέπει να εκδικαστεί.»
38. Στην πιο πάνω βάση κρίνεται πως η Ενάγουσα έχει συμμορφωθεί με τις τυπικές προϋποθέσεις που θέτει το Μέρος 24.
39. Ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που διέπουν την έκδοση συνοπτικής απόφασης, εκείνο που επιβάλλεται να εξεταστεί από το Δικαστήριο είναι α) ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης ή του ζητήματος και β) δεν υπάρχει κάποιος άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή τα ζητήματα που εγείρονται πρέπει να αποφασιστούν σε δίκη. Το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει στην παρούσα περίπτωση η Ενάγουσα, ως Αιτήτρια στα πλαίσια της υπό κρίση Αίτησης.[3]
40. Η βάση της απαίτησης της Ενάγουσας εναντίον των Εναγομένων εδράζεται στο αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 43(1) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148, συνίσταται σε παράνομη είσοδο ή σε παράνομη πρόκληση ζημιάς ή σε παράνομη παρέμβαση στην ιδιοκτησία αυτή από οποιοδήποτε πρόσωπο. Ο Ενάγοντας φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης της ισχυριζόμενης επέμβασης, αλλά με την απόδειξη της, αυτό μετατίθεται στους ώμους του Εναγομένου να αποδείξει ότι αυτή δεν ήταν παράνομη.[4] Το εν λόγω αστικό αδίκημα είναι αγώγιμο per se και δεν χρειάζεται απόδειξη ζημιάς.[5]
41. Ως προς το μέτρο αποζημίωσης, στην υπόθεση Adrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1836) αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία είναι αγώγιμο per se. Όπου όμως δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ζημιάς, μπορεί να επιδικαστούν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις και να μη δοθούν έξοδα ή ακόμη και να διαταχθεί ο ενάγων να καταβάλει έξοδα στον εναγόμενο. (Παπακόκκινου κ.ά. ν. Θεοδοσίου;(1991) 1 Α.Α.Δ. 379, Kakoullou and Another v. Kakoulli;(1985) 1 C.L.R. 355, Ttantis v. Hadjimichael and Another;(1982) 1 C.L.R. 301 και Ευθυβούλου κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κισσόνεργας κ.ά.;(1998) 1 A.A.Δ. 1059).
Όπου αποδεικνύεται παράνομη κατοχή ακινήτου το μέτρο αποζημιώσεων είναι η αγοραία ενοικιαστική αξία του ακινήτου και όχι το όφελος που προσπορίζεται ο παράνομος κάτοχος από τη χρήση της γης ή η ακριβής απώλεια του ιδιοκτήτη. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό, αλληλένδετο με την ενοικιαστική αξία της περιουσίας (Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Kύπρου (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 882). Η καταβολή αποζημιώσεων με βάση τις πιο πάνω αρχές επιβάλλεται, έστω και αν ο ιδιοκτήτης δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο ίδιος την περιουσία ή να την ενοικιάσει (Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαhchecioglou και Άλλος;(1998) 1 A.A.Δ. 426 όπου γίνεται αναφορά σχετικά με το θέμα στην Strand Electric and Engineering Co. Ltd v. Brisford Ltd [1952] 1 All E.R. 796).»
42. Η Ενάγουσα, προσκόμισε μαρτυρία ως προς την ιδιότητα της ως εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου, η οποία επιβεβαιώνεται από τον τίτλο ιδιοκτησίας του επίδικου ακινήτου, ο οποίος έχει επισυναφθεί στην ΕΔ-ΝΤ ως Τεκμήριο. Οι Εναγόμενοι δεν αμφισβήτησαν το εν λόγω έγγραφο με οιονδήποτε τρόπο, ούτε γενικότερα την εγγραφή του επίδικου ακινήτου επ’ονόματι της Ενάγουσας στις 4/9/2023. Αντιθέτως, προκύπτει από τις δικογραφημένες θεσεις, αλλά και την προσαχθείσα στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας μαρτυρίας, ως παραδεκτό γεγονός μεταξύ των διαδίκων της Αγωγής 158/2024, μέσω της οποίας οι Εναγόμενοι αμφισβητούν την εγκυρότητα της διαδικασίας με την οποία διενεργήθηκε η εν λόγω εγγραφή του επίδικου ακινήτου επ’ονόματι της Ενάγουσας.
43. Περαιτέρω, η Ενάγουσα προσκόμισε μαρτυρία ως προς την διαμονή των Εναγόμενων σε κατοικία η οποία ευρίσκεται σε παρακείμενο ακίνητο και της διάπραξης από πλευράς τους επέμβασης στο επίδικο ακίνητο, χρησιμοποιώντας το επίδικο ακίνητο ως αυλή και ως κήπος, έχοντας κτίσει σε αυτό και παράνομα πισίνα, την οποία χρησιμοποιούν. Προς περαιτέρω υποστήριξη της σχετικής θέσης τους, επισυνάφθηκε ως τεκμήριο αεροφωτογραφία του Κτηματολογίου των δύο ακινήτων ως και έκθεση εκτίμησης του επίδικου ακινήτου, εις την οποία γίνεται αναφορά στην επιτόπου κατάσταση. Οι Εναγόμενοι, πέραν της προβολής γενικών αρνήσεων, τόσο στην υπεράσπιση αλλά και στην μαρτυρία που υποστηρίζει την ένσταση τους, δεν έχουν αμφισβητήσει με οποιονδήποτε συγκεκριμένο ή πειστικό τρόπο την εν λόγω θέση ή σχετική μαρτυρία. Η γενική άρνηση των εν λόγω ισχυρισμών της Ενάγουσας, τόσο στην μαρτυρία που συνοδεύει την ένσταση τους, αλλά και στην έκθεση υπεράσπισης τους, στερείται πειστικότητας και δεν αρκεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας να καταρρίψει την εκδοχή της Ενάγουσας η οποία υποστηρίζεται τόσο από το περιεχόμενο της ΕΔ-ΝΤ αλλά και από τα συνημμένα Τεκμήρια.
44. Επίσης, η Ενάγουσα προσήγαγε μαρτυρία ως προς την κατοχή από πλευράς των Εναγόμενων του επίδικου ακινήτου χωρίς να τους έχει δοθεί από πλευράς της, ως ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου, οποιαδήποτε άδεια ή συγκατάθεση. Αποτελεί παραδεκτό γεγονός μεταξύ των διαδίκων ότι η Εναγόμενη 3 έλαβε πριν την καταχώρηση της αγωγής το προδικαστηριακό πρωτόκολλο ημερ.3/4/24, μέσω του οποίου η Ενάγουσα προέβαλε τις εναντίον των Εναγομένων απαιτήσεις της, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης για την παράδοση της κατοχής του επίδικου ακινήτου. Η Ενάγουσα επισύναψε τεκμήριο την ένορκη δήλωση του ιδιώτη επιδότη (Βλ.Τεκμήριο Ν.Τ.6) που αναφέρει ότι διεκπεραίωσε την εν λόγω επίδοση στην Εναγόμενη 3, προσωπικά, και εκ μέρους των Εναγομένων 2 και 3 ως συγκάτοικων αυτής. Η επίδοση της επιστολής στην Εναγόμενη 3 γίνεται παραδεκτή από πλευράς των Εναγόμενων στην υπεράσπιση τους και δεν έχουν επικαλεστεί την ύπαρξη οιασδήποτε συμφωνίας ή άλλως πως άδειας να κατέχουν ή να χρησιμοποιούν το επίδικο ακίνητο, ούτε δίδουν οποιονδήποτε λόγο ή κατέθεσαν οποιοδήποτε τεκμήριο που να δικαιολογεί την κατοχή και/ή χρήση του επίδικου ακινήτου ή ότι δεν έλαβαν γνώση, μέσω της συγκεκριμένης επίδοσης, περί των δικαιωμάτων της Ενάγουσας. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι εκκρεμεί αγωγή με αντικείμενο την αμφισβήτηση της διαδικασίας μέσω της οποίας ενεγράφηκε επ’ονόματι της Ενάγουσας το επίδικο ακίνητο, δεν αναιρεί τα δικαιώματα της στο παρών στάδιο ως ιδιοκτήτρια του.
45. Όσο αφορά τις προδικαστικές ενστάσεις των Εναγομένων, θεωρώ ότι η ένσταση τους σε σχέση με την εκκρεμότητα παράλληλης διαδικασίας για την επιδίωξη όμοιων σκοπών, και συγκεκριμένα της Αγωγής 158/2024, δεν δύναται να πετύχει με βάση το παραδεκτό υπόβαθρο των γεγονότων που προανέφερα σε σχέση με την εν λόγω διαδικασία, το οποίο επιβεβαιώνεται και από τα δικόγραφα της που επισυνάπτονται ως Τεκμήριο στην ΕΔ-ΝΤ. Ως προανέφερα, η εν λόγω αγωγή κινήθηκε υπό των Εναγόμενων 1 και 2 και εδράζεται στην αμφισβήτηση της νομιμότητας της διαδικασίας μέσω της οποίας διεκπεραιώθηκε η εγγραφή του επίδικου ακινήτου επ’ονόματι της Ενάγουσας, στην βάση παρανομίας και αντισυνταγματικότητας. Από την άλλη, η παρούσα αγωγή εγέρθηκε από πλευράς της Ενάγουσας και αφορά παράνομη επέμβαση στο επίδικο ακίνητο. Οι βάσεις των αγωγών διαφέρουν όπως και το αποτέλεσμα αυτών εάν και εφόσον πετύχουν. Σε κάθε περίπτωση, επαναλαμβάνω ότι αποκλειστικά η εκκρεμότητα της Αγωγής 158/2024, δεν επηρεάζει, τουλάχιστον στο παρών στάδιο και με βάση τα όσα έχουν ενώπιον μου προσαχθεί, δικαιώματα της Ενάγουσας που αντλεί ως ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου.
46. Ερχόμενη τώρα στην ένσταση των Εναγόμενων σχετικά με τον όρο για την καταβολή των εξόδων τους στην Αγωγή 2794/2018, ο οποίος θα ενεργοποιείτο με την καταχώρηση νέας αγωγής σε σχέση με τα ίδια επίδικα ζητήματα. Η Ενάγουσα παραδέχεται την ύπαρξη του εν λόγω όρου και έχει μέσω της ΕΔ-ΝΤ προσκομίσει ως τεκμήριο το σχετικό πρακτικό. Όμως, προβάλλεται μέσω της μαρτυρίας της ότι η εν λόγω διαδικασία δεν αφορά τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής και ότι αφορούσε μη εξυπηρετούμενες πιστωτικές διευκολύνσεις που είχαν παραχωρηθεί από την Bank of Cyprus Public Company Limited στον Εναγόμενο 1 με την εγγύηση του Εναγόμενου 2 και με την ενυπόθηκη εξασφάλιση του επίδικου ακινήτου. Η Ενάγουσα αργότερα αντικατέστησε και υποκατέστησε το προαναφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα σε σχέση με τις εν λόγω διευκολύνσεις και εξασφαλίσεις. Οι εν λόγω θέσεις δεν αμφισβητήθηκαν από πλευράς των Εναγομένων, αντιθέτως προκύπτει ότι συνάδει και με το περιεχόμενο των όσων οι ίδιοι αναφέρουν τόσο στην δικογραφία τους όσο και στην μαρτυρία που προσάχθηκε προς υποστήριξη της ένστασης τους. Δεν προσάχθηκε από πλευράς τους οιαδήποτε μαρτυρία ή έγγραφο που να υποδεικνύει το αντίθετο. Ως προαναφέρθηκε, η παρούσα αγωγή κινήθηκε υπό της Ενάγουσας υπό την ιδιότητα της ως πλέον ιδιοκτήτρια του και αφορά παράνομη επέμβαση στο επίδικο ακίνητο, συνεπακόλουθα τα επίδικα ζητήματα διαφέρουν εκ διαμέτρου μεταξύ των δύο διαδικασιών, και δεν διαφαίνεται, πάντα με βάση τα όσα έχουν προσαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, να αποτελεί κώλυμα ο εν λόγω όρος στην προώθηση της.
47. Όσο αφορά τώρα την ένσταση των Εναγόμενων σε σχέση με την καταχώρηση της αγωγής ανύπαρκτου και/ή λανθασμένου προσώπου αναφορικά με την Εναγόμενη 3. Η θέση της Ενάγουσας μέσω της ΕΔ-ΝΤ, η οποία συνάδει και με το περιεχόμενο των δικογράφων της, είναι ότι πρόκειται για την μητέρα και συγκάτοικο των Εναγόμενων 1 και 2. Οι Εναγόμενοι από την άλλη, επικαλούνται ότι η μητέρα τους ονομάζεται Κ.ΜΑ και όχι Κ.Μ., ως αναγράφεται στο Έντυπο Απαίτησης. Παραταύτα, ως έχει ήδη αναφερθεί, και οι τρεις Εναγόμενοι ανταποκρίθηκαν στην επίδοση του έντυπου απαίτησης καταχωρώντας κοινό σημείωμα εμφάνισης, χωρίς να εγείρεται στα πλαίσια αυτού οιονδήποτε ζήτημα που αφορά το όνομα της Εναγόμενης 3. Σύμφωνα με τον κ.10.2 (2) των Ν.Κ.Π.Δ., όταν το όνομα του εναγόμενου αναγράφεται εσφαλμένα στο έντυπο απαίτησης, πρέπει να αναγράφεται ορθά στο σημείωμα εμφάνισης και να ακολουθείται από τις λέξεις «ο οποίος/η οποία/ το οποίο περιγράφεται ως» και το εσφαλμένο όνομα. Κάτι τέτοιο δεν έπραξαν οι Εναγόμενοι, αντιθέτως προχώρησαν σε κατοπινό στάδιο στην καταχώρηση κοινής υπεράσπισης. Ούτε ισχυρίστηκαν με βάση το Μέρος 12, στα πλαίσια του σημειώματος εμφάνισης τους, ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του, σε σχέση με την Εναγόμενη 3. Τέτοια παράλειψη, σύμφωνα με τον κ.12.1(4) οδηγεί στην αποδοχή από πλευράς των Εναγόμενων τη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και δεν δύναται να ισχυριστούν ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του σε σχέση με την Εναγόμενη 3, η οποία εμφανίστηκε άνευ όρων στην παρούσα διαδικασία. Πέραν των διαδικαστικών ζητημάτων που διέπουν την συμμετοχή της Εναγόμενης 3 στην παρούσα υπόθεση, η Ενάγουσα έχει προσαγάγει μέσω της ΕΔ-ΝΤ μαρτυρία και υπό τη μορφή εγγράφων ότι το προδικαστηριακό πρωτόκολλο ημερ.3/4/24 επιδόθηκε με το όνομα της Εναγόμενης 3 ως αναγράφεται στο έντυπο απαίτησης, στην Εναγόμενη 3, τόσο υπό την προσωπική της ιδιότητα, όσο και εκ μέρους των Εναγομένων 1 και 2. Η παραλαβή της εν λόγω επιστολής από την Εναγόμενη 3 είναι παραδεκτή από πλευράς των Εναγόμενων στην Έκθεση Υπεράσπισης τους.
48. Με δεδομένο τα πιο πάνω, η Ενάγουσα έχει προσαγάγει αξιόπιστη, και σε μεγάλη έκταση αδιαμφισβήτητη ή παραδεκτή, μαρτυρία μέσω της οποίας διαφαίνεται ότι είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου, ότι οι Εναγόμενοι χρησιμοποιούν και κατέχουν αυτό ενώ δεν έχουν κανένα δικαίωμα να επεμβαίνουν ή να χρησιμοποιούν ή να κατέχουν ή να το εκμεταλλεύονται με οποιονδήποτε τρόπο. Στην αντίπερα όχθη, οι Εναγόμενοι, δεν κατάφεραν να αποσείσουν το αποδεικτικό βάρος που τους αναλογεί και να αποδείξουν ότι η υπεράσπιση τους, σε σχέση με το προαναφερόμενο σκέλος της απαίτησης, έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας ή ότι υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τη διεξαγωγή της δίκης.
49. Δεν μου διαφεύγει ότι η Ενάγουσα διεκδικεί επίσης, συνοπτικά, ενδιάμεσα οφέλη και προσκόμισε το Τεκμήριο ΝΤ7 το οποίο αφορά εκτίμηση του επίδικου ακινήτου που αναφέρεται τόσο στην αγοραία αξία του, καθώς και το μηνιαίο αγοραίο ενοίκιο (ύψους €378 μηνιαίως). Ως προς το πώς προσεγγίζονται τέτοιες αξιώσεις στα πλαίσια διαδικασίας της παρούσας φύσης παραπέμπω στα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση MUKHTAR MOHAMED AL NWILI v. MAREMONTE INVESTEMENTS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε205/2017, 9/1/2024:
«Σε σχέση με την επιδίκαση αποζημιώσεων μέχρι την παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της κατοικίας, σημειώνουμε ότι στο Ειδικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα ζητείτο αποζημίωση €1.500 μηνιαίως μέχρι την εκκένωση και παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της κατοικίας στην Εφεσίβλητη. Ωστόσο, δεν επρόκειτο για προσυμφωνημένη αποζημίωση στην οποία η Εφεσίβλητη θα εδικαιούτο χωρίς άλλο. Δικογραφείτο ότι το ποσό, δηλαδή €1.500 μηνιαίως, ήταν η ενοικιαστική αξία της επίδικης κατοικίας, όμως δεν ήταν περίπτωση ανάκτησης κατοχής από ενοικιαστή που ήταν υπόχρεος στην καταβολή συγκεκριμένου ενοικίου. Δεν εγειρόταν καν ζήτημα διαπίστωσης υπεράσπισης του Εφεσείοντα στην επιμέρους απαίτηση, αλλά αξίωσης που η Εφεσίβλητη όφειλε να αποδείξει με μαρτυρία, που θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν αξιολόγησης, στο πλαίσιο της μόνης προσφερόμενης διαδικασίας, της «κανονικής» δίκης. Το μηνιαίο ποσό που επιδικάστηκε ως αποζημίωση με την πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν €1.500, αλλά €1.067, για το οποίο είχε προσφερθεί μαρτυρία με την επισύναψη σχετικού τεκμηρίου, έκθεσης εκτίμησης ημερ.13.3.2017, στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για συνοπτική απόφαση. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την αποδοχή ως αξιόπιστης της σχετικής μαρτυρίας (έκθεσης) από το πρωτόδικο Δικαστήριο, διεργασία ανεφάρμοστη στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης για συνοπτική απόφαση.
Στην J. & M. Loizides Ag. Ltd κ.ά. ν. Τράπ. Κύπρου Δημ. Ετ. Λτδ (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1280, 1288-9, αναφέρθηκε ότι:
«Στο στάδιο εξέτασης αίτησης για συνοπτική απόφαση, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στα γεγονότα της υπόθεσης για να τα κρίνει. Κάτι τέτοιο δεν συνάδει με το ρόλο του Δικαστηρίου. ........Εξάλλου, διαφορετικός τρόπος προσέγγισης δεν θα συνήδε με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη θέση ότι κάθε διάδικος έχει το δικαίωμα όχι μόνο να προσφύγει στο Δικαστήριο, αλλά και να απαιτήσει να παρουσιάσει και να εξετάσει μάρτυρες και γενικά να του δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσει μέσα στα πλαίσια ακροαματικής διαδικασίας τις θέσεις και τα επιχειρήματά του (βλ. Άρθρο 30 του Συντάγματος)».
Υπόλογος ή όχι να πληρώσει αποζημιώσεις για την κατοχή της κατοικίας μέχρι την παράδοση της, ο Εφεσείων είχε κάθε δικαίωμα να αντεξετάσει τον εκτιμητή της Εφεσίβλητης και να παρουσιάσει και δικό του, για να καταδείξει ότι η ενοικιαστική αξία της κατοικίας ήταν μικρότερη και συνεπώς και η αποζημίωση που όφειλε να καταβάλει πιο μικρή. Αυτό μόνο στο πλαίσιο της «κανονικής» δίκης μπορούσε να γίνει.»
50. Με γνώμονα τα πιο πάνω συνεπώς, τα ενδιάμεσα οφέλη και/ή αποζημιώσεις που διεκδικεί η Ενάγουσα, υπό σημεία Ζ και Η της Απαίτησης, εφόσον δεν προκύπτει, με βάση την ίδια την απαίτηση της Ενάγουσας αλλά και τη μαρτυρία που προσήγαγε στα πλαίσια της παρούσας, να συνιστούν προσυμφωνημένες ή προκαθορισμένες αποζημιώσεις αλλά αποζημιώσεις το ύψος και η φύση των οποίων θα πρέπει να αποδειχτεί με την ανάλογη μαρτυρία και συνεπώς μόνο στο πλαίσιο της «κανονικής» δίκης μπορούν να εξεταστούν. Συνεπακόλουθα, το ίδιο ισχύει και για τον νόμιμο τόκο που διεκδικείται επί των εν λόγω ποσών, ως το σημείο Θ της Απαίτησης.
VII. ΚΑΤΑΛΗΞΗ
51. Καταληκτικά, για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η Αίτηση επιτυγχάνει μερικώς.
52. Συνακόλουθα εκδίδεται συνοπτική απόφαση στην απαίτηση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγόμενων 1, 2 και 3 ως τα σημεία Α, Β, Γ, Δ, Ε και ΣΤ της περιεκτικής δήλωσης της φύσης της απαίτησης, επί του Έντυπου Απαίτησης. Ο χρόνος συμμόρφωσης με τα εν λόγω διατάγματα ορίζεται στις 60 ημέρες από την επίδοση τους.
53. Οι υπόλοιπες θεραπείες που αξιώνονται μέσω της απαίτησης της Ενάγουσας, οι οποίες διεκδικήθηκαν μέσω της παρούσας αίτησης συνοπτικά, θα κριθούν μέσα από την ακρόαση της υπόθεσης.
54. Εφόσον έχει καταχωρηθεί ήδη έκθεση υπεράσπισης από πλευράς των Εναγόμενων, η ορισμένη σήμερα συνεδρία διαχείρισης της απαίτησης αναβάλλεται και η απαίτηση ορίζεται εκ νέου για Διαχείριση (Προκαταρκτικό Στάδιο) στις 22/10/25 και ώρα 9 π.μ. ώστε να έχουν την ευκαιρία οι συνήγοροι να αποστείλουν ή να προβάλουν δια ζώσης τυχόν απόψεις για σκοπούς ταξινόμησης της απαίτησης προς το Δικαστήριο στο ενδιάμεσο.
55. Σε ότι αφορά τα έξοδα, δεν βρίσκω κανένα λόγο να αποκλίνω από το γενικό κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα. Λαμβάνεται όμως υπόψη ότι, η αίτηση έχει επιτύχει μερικώς και ότι η Ενάγουσα δεν συμμορφώθηκε με το καθήκον της για υποβοήθηση του Δικαστηρίου στον συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων καταχωρώντας κατάλογο εξόδων ως προνοεί ο κ.39.9(1). Για τον τελευταίο λόγο κρίνω επίσης ότι δικαιολογείται παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα όσο αφορά τον συνοπτικό υπολογισμό από πλευράς του ίδιου του Δικαστηρίου.
56. Συνεπακόλουθα επιδικάζονται έξοδα της αίτησης και της αγωγής υπέρ της Ενάγουσας/Αιτήτριας και εναντίον των Εναγόμενων 1,2 και 3/Καθ’ων η Αίτηση, μειωμένα κατά 1/2, ως υπολογιστούν από πλευράς του Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Επιδικάζεται ένα σετ εξόδων.
(Υπ.)............................
Αφρ. Χαραλαμπίδη, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Βλ. κ.1.5(2)(γ) των ΝΚΠΔ.
[2] Βλ. κ.24.1 (1) ΝΚΠΔ.
[3] Βλ. κ24.4 των ΝΚΠΔ και The White Book Service 2024: Civil Procedure, Vol.1, παρ. 24.2.3 υπό τον τίτλο «Burdens of proof».
[4] Βλ. άρθρο 43(2) του Κεφ. 148 και Μάρκου ν. Χρυσοστόμου κ.α., (2004) 1Β Α.Α.Δ. 813).
[5] Αρτέμης & Ερωτοκρίτου, Κεφ. 148, Αστικά Αδικήματα, Δίκαιο και Αποφάσεις, Τόμος 1, σελ. 130-135 και Παπακόκκινου και άλλες ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο