OVERSEAS PETROL TRADE & SHIPPING LTD κ.α. ν. LARTON CONSULTANTS LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 1028/15, 17/10/2025
print
Τίτλος:
OVERSEAS PETROL TRADE & SHIPPING LTD κ.α. ν. LARTON CONSULTANTS LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 1028/15, 17/10/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. Μιχαηλίδη, Π.Ε.Δ.

 

       Αρ. Αγωγής: 1028/15

 

 

 

Μεταξύ

 

 

1.OVERSEAS PETROL TRADE & SHIPPING LTD, από την Αγγλία

2.BITHOLDER SRL, από Ρουμανία

                                                                                            Ενάγοντες

 

                                              και

 

              1.LARTON CONSULTANTS LTD, από την Κύπρο

                2.MACHTZEVAT HAEMEK LTD, από το Ισραήλ

                           3.ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

                         4.ΘΩΜΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

                            5.YISRAEL SHAPIRA

                             6.HAREL SHAPIRA

                               7.GIL SHAPIRA

                            8.YAAKOV SHAPIRA

                                9.HEN SHAPIRA

 

 

Ημερομηνία: 17.10.25   

Εμφανίσεις:

Για τον Εναγόμενο/Αιτητή: κα Στ. Ματθαίου για κκ Chrysses Demetriades & Co LLC      

Για την Ενάγουσα 1/Καθ’ ης η αίτηση: κκ Γ. Γεωργιάδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ 

 

                                            ------------------------------------

                        Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την υπό κρίση αίτηση ημερομηνίας 26.5.23 οι Εναγόμενοι 3 και 4/Αιτητές εξαιτούνται διατάγματος του Δικαστηρίου που να διατάσσει την Ενάγουσα 1/Καθ’ ης η αίτηση να δώσει ασφάλεια εξόδων για το ποσό των Ευρώ 71.090,06 σεντ.  Επιπλέον εξαιτούνται διατάγματος του Δικαστηρίου που να διατάσσει την αναστολή της απαίτησης των Εναγόντων μέχρις ότου δοθεί η αιτούμενη ασφάλεια και που να προνοεί ότι σε περίπτωση που δεν δοθεί η πιο πάνω ασφάλεια εντός του χρόνου που θα ορίσει το Δικαστήριο η απαίτηση να θεωρείται ως αυτόματα απορριφθείσα.   

   

Η υπό κρίση αίτηση συνοδεύεται από ένορκο δήλωση δικηγορικής υπαλλήλου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων των Αιτητών η οποία είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από τους Αιτητές να προβεί στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση, από τώρα και στο εξής «η δικηγορική υπάλληλος».  Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση της Καθ’ ης η αίτηση.  Οι λόγοι ένστασης παρατίθενται στο σώμα της Ειδοποίησης σύμφωνα με την Δ.48, θ.4(1) των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας.  Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκο δήλωση δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων της Καθ’ ης η αίτηση, δεόντως εξουσιοδοτημένης από την Καθ’ ης η αίτηση να προβεί στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση, από τώρα και στο εξής «η δικηγόρος».  Προέβη δε στην ένορκο δήλωση η δικηγόρος και όχι κάποιος αντιπρόσωπος της Καθ’ ης η αίτηση καθότι οι αντιπρόσωποι της Καθ’ ης η αίτηση βρίσκονται στο εξωτερικό και η μετάβασή τους στην Κύπρο για σκοπούς υπογραφής της ένορκης δήλωσης ήταν αδύνατη. 

 

Η ακρόαση διεξήχθη στην βάση των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την υπό κρίση αίτηση και την ένσταση αντίστοιχα.  Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων με τις γραπτές τους αγορεύσεις υποστήριξαν τις θέσεις των πελατών τους. 

 

Στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα.  Όπως φαίνεται από τον τίτλο της αγωγής και το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης η Καθ’ ης η αίτηση είναι αλλοδαπή εταιρεία με εγγεγραμμένο γραφείο στην Αγγλία και, επομένως, με διαμονή εκτός της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Δεν έχει περιουσία στην Κύπρο, κινητή ή ακίνητη.  Οι Αιτητές έχουν καλή και βάσιμη υπεράσπιση.  Η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης οφείλεται στο ότι μέχρι και το 2020 η Αγγλία ήταν ακόμα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων είναι αναγκαία προς διασφάλιση των δικαιωμάτων των Αιτητών σε περίπτωση που η απαίτηση της Καθ’ ης η αίτηση απορριφθεί και επιδικασθούν έξοδα εναντίον της. 

 

Οι λόγοι ένστασης παρατίθενται αυτούσιοι πιο κάτω:

 

1.    Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος και/ή Νομολογία και/ή οι Κανονισμοί για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων

 

2.    Δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία από τους Αιτητές ότι η Καθ’ ης η αίτηση είναι αφερέγγυα και/ή οικονομικά αδύνατη

 

3.    Δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε ικανοποιητική μαρτυρία και/ή απόδειξη από τους Αιτητές ότι υπάρχει εύλογη ανησυχία ότι στην περίπτωση που επιτύχουν στην Υπεράσπιση τους δεν θα επανακτήσουν τα έξοδα τους

 

4.    Η αίτηση είναι νομικά και/ή πραγματικά αβάσιμη και/ή παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή αντίθετη των διαδικαστικών κανονισμών και της πρακτικής του Δικαστηρίου

 

5.    Η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση, ήτοι 8 χρόνια μετά την έναρξη της αγωγής

 

6.    Εν πάση περιπτώσει, οι Αιτητές σε κάθε περίπτωση κωλύονται από το να επιζητούν την ασφάλεια εξόδων, ενόψει του ότι η Αγωγή εγείρεται σε σχέση με χρέος που οφείλεται στην Ενάγουσα 1 ύψους RON 7,952,520.08 (€1,598,111.4) για το οποίο οι ίδιοι οι Αιτητές, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Εναγόντων, είχαν άμεση εμπλοκή κατόπιν ψευδών παραστάσεων και/ή κατόπιν δόλου και/ή απάτης και/ή αμέλειας, στην καταδολίευση και/ή την αποφυγή αποπληρωμής του χρέους προς τους Ενάγοντες 1 και/ή 2 ως πιστωτές της ΧΧΧΧ ΧΧΧΧ ΧΧΧΧ και/ή το αίτημα τους αντίκειται στους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και/ή τους προστατεύει και/ή τους δημιουργεί πλεονέκτημα έναντι των καλόπιστων Καθ’ ων η αίτηση

 

7.    Εν πάση περιπτώσει δια της ενόρκου δηλώσεως δεν αποκαλύπτονται λόγοι που να στοιχειοθετούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος βάση της ισχύουσας νομοθεσίας και νομολογίας.

 

8.    Εν πάση περιπτώσει το αιτούμενο ποσό που επιζητείται όπως δοθεί για ασφάλεια εξόδων είναι υπέρμετρα υψηλό σε σχέση με τα έξοδα που στην πραγματικότητα ψηφίζονται από το Πρωτοκολλητείο και εγκρίνονται από το Δικαστήριο

 

9.    Η υπό κρίση αίτηση είναι υπό τις περιστάσεις κακόπιστη και/ή καταχρηστική και/ή επιδιώκει την καθυστέρηση και/ή αναστολή της διαδικασίας και/ή δημιουργεί αχρείαστα έξοδα.

 

Στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

  1. η υπάλληλος δεν προσκόμισε μαρτυρία ή τεκμήριο που να αποδεικνύει ότι η Καθ’ ης η αίτηση είναι αφερέγγυα ή οικονομικά αδύνατη ή αναξιόχρεη. Πρόσφατες δε οικονομικές καταστάσεις της Καθ’ ης η αίτηση οι οποίες εντοπίσθηκαν από την δημόσια ιστοσελίδα του Companies House του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο είναι το αντίστοιχο με τον Έφορο Εταιρειών, διαψεύδουν τους ισχυρισμούς της υπαλλήλου και καταδεικνύουν ότι η Καθ’ ης η αίτηση έχει τόσα περιουσιακά στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να καταβάλει τα έξοδα που τυχόν ήθελαν επιδικασθεί εναντίον της.  Σύμφωνα με τις εν λόγω καταστάσεις - Τεκμήριο 1 - η Καθ’ ης η αίτηση είχε καθαρά έσοδα (profit) Ευρώ ΧΧΧΧ το έτος 2022 και Ευρώ ΥΥΥΥ το έτος 2023.  Η Καθ’ ης η αίτηση είναι φερέγγυα και ενεργή και δεν υπάρχει κίνδυνος να μην πληρωθούν τα έξοδα των Αιτητών σε περίπτωση απόρριψης της απαίτησης     

 

  1. η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε με 8 χρόνια καθυστέρηση.  Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί λόγο για έγκριση της αίτησης χωρίς την απαραίτητη νομική ρύθμιση

 

  1. από την νομική βάση της αίτησης ελλείπει το άρθρο 382 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, όπως τροποποιήθηκε

 

  1. το ποσό που ζητείται να δοθεί ως ασφάλεια είναι «υπέρμετρα ψηλό και ασυνήθιστο σε σχέση με τα έξοδα που στην πραγματικότητα ψηφίζονται από το Πρωτοκολλητείο και εγκρίνονται από το Δικαστήριο».    

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει εγγυοδοσία σε σχέση με τα έξοδα της δίκης ρυθμίζεται από την Δ.60, θ.1 των παλαιών Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας επί του οποίου βασίζεται και η υπό κρίση αίτηση. 

 

 Ο εν λόγω θεσμός προνοεί ως ακολούθως:

 

«Ο Ενάγων (και σε σχέση με ανταπαίτηση, η οποία δεν έχει την φύση συμψηφισμού, ο Εναγόμενος) ο οποίος διαμένει συνήθως εκτός Κύπρου ή Κράτους – Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της αγωγής, να διαταχθεί να δώσει ασφάλεια για έξοδα παρόλο που μπορεί να διαμένει προσωρινά στην Κύπρο ή σε Κράτος – Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

 

Ο θεσμός 1 της Διάταξης 60 είναι ταυτόσημος, με εξαίρεση, βεβαίως, της πρόνοιας για σύνηθη διαμονή σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον Αγγλικό θεσμό 6Α της Δ.65 των παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών και προσομοιάζει με τον Κανονισμό 185 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου).  Έτσι, τόσο οι Αγγλικές αποφάσεις επί του θέματος όσο και οι αποφάσεις του δικού μας Ναυτοδικείου είναι βοηθητικές στην ανάλυση των σχετικών αρχών.   

 

Το γεγονός και μόνο ότι ο ενάγων είναι κάτοικος εξωτερικού δεν δικαιολογεί αυτόματα την έκδοση διατάγματος για ασφάλεια εξόδων.  Το θέμα ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου όπως υποδηλώνει ο όρος «may» (δύναται) που συναντάται στον θεσμό 1 της Διάταξης 60 η οποία ασκείται δικαστικά (Βλ. Abdula Ahmad Alahmari v. Alia The Royal Jordanian Airline (1990) 1 ΑΑΔ 434 Union De Cooperatives Agricoles de Cereales de Semences v. Apak Agro Industries Ltd και άλλοι (Αρ. 2) (1992) 1 ΑΑΔ 1170 και Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 37, σελίδες 384-385).  

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος ασφάλειας εξόδων είναι ευρύτατη γιατί οι θεσμοί δεν καθορίζουν τα κριτήρια για την άσκησή της.  Αξιοσημείωτη επί του προκειμένου είναι η ανάπτυξη του θέματος από τον Λόρδο Wright στην Evans v. Bartlam (1934) 2 All E R 646, 655:

 

«I see no reason to interfere with the judge´s order.  The respondent´s counsel in my judgment has entirely failed to satisfy the onus of showing that the judge was wrong.  Order 27, r.15, gives a discretion untramelled in terms: it does not even require an affidavit as a condition and the discretion may be exercised on any proper material, though in practice an affidavit is generally required.  To quote again from Bowen L.J. in Gardner v. Jay (1885) 29 Ch. C. 50 at 58: ”When a tribunal is invested by Act of Parliament or by rules with a discretion, without any indication in the Act or rules of the grounds upon which the discretion is to be exercised, it is a mistake to lay down any rules with a view of indicating the particular grooves in which the discretion should run, for if the Act or the rules did not fetter the discretion of the judge why should the court do so?”.  Similarly it has been held by the Court of Appeal in Hope v. Great Western Railway Co. (1937) 1 All E.R. 625, that the discretion to grant or refuse a jury in King´s Bench cases is in truth, as it is in terms, unfettered.  It is, however, often convenient in practice to lay down, not rules of law, but some general indications, to help the court in exercising the discretion, though in matters of discretion no one case can be an authority for another.  As Kay, L.J., said in Jenkins v. Bushby (1981) 1 Ch. 484 at 495, “the court cannot be bound by a previous decision, to exercise its discretion in a particular way, because that would be in effect putting an end to the discretion”.  A discretion necessarily involves a latitude of individual choice according to the particular circumstances, and differs from a case where the decision follows ex debito justitiae once the facts are ascertained».

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Δεν βλέπω κανένα λόγο να επέμβω στο διάταγμα του Δικαστή.  Ο συνήγορος του εφεσίβλητου κατά την κρίση μου έχει εντελώς αποτύχει να αποδείξει ότι ο Δικαστής έσφαλε.  Η Διάταξη 27, θεσμός 15 παρέχει απεριόριστη διακριτική εξουσία.  Δεν απαιτείται καν ένορκος δήλωση ως προϋπόθεση και η διακριτική εξουσία (του Δικαστηρίου) δύναται να ασκηθεί στην βάση οιουδήποτε κατάλληλου υλικού παρόλο που στην πρακτική απαιτείται γενικά ένορκος δήλωση.  Παραθέτοντας για άλλη μια φορά τα λόγια του Bowen L.J. στην Gardner v. Jay (1885) 29 Ch. C. 50 at 58: “Όταν παρέχεται σε δικαστήριο διακριτική εξουσία από νόμο της Βουλής ή από κανονισμούς χωρίς οποιαδήποτε ένδειξη στον νόμο ή τους κανονισμούς για τις αρχές επί των οποίων η εξουσία (αυτή) ασκείται είναι σφάλμα να δημιουργούνται κανόνες που να υποδεικνύουν συγκεκριμένα στεγανά εντός των οποίων θα πρέπει να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια (του Δικαστηρίου) καθότι αν ο νόμος ή οι κανονισμοί δεν περιορίζουν την εξουσία (του Δικαστηρίου) γιατί να κάνει κάτι τέτοιο το Δικαστήριο;”.  Ομοίως, έχει αποφασισθεί από το Εφετείο στην Hope v. Great Western Railway Co. (1937) 1 All E.R. 625 ότι η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να αρνηθεί ή να διατάξει ασφάλεια σε υποθέσεις του King´s Bench είναι, στ’ αλήθεια, απεριόριστη.  Είναι, όμως, συχνά βολικό στην πρακτική να παρατίθενται, όχι κανόνες δικαίου, αλλά κάποιες γενικές κατευθυντήριες γραμμές προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου παρόλο που στις περιπτώσεις άσκησης της διακριτικής εξουσίας (του Δικαστηρίου) καμία υπόθεση δεν μπορεί να αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο για την άλλη.  Όπως είπε ο Kay, L.J. στην Jenkins v. Bushby (1981) 1 Ch. 484 at 495 “το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεσμευτεί από προηγούμενη απόφαση στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, διότι κάτι τέτοιο θα έθετε τέρμα στην εξουσία του”.  Η άσκηση της διακριτικής εξουσίας προϋποθέτει απαραίτητα ευρύτητα ατομικής επιλογής στην βάση των ιδιαίτερων περιστατικών και διαφέρει από μια υπόθεση όπου η απόφαση ακολουθεί με την διακρίβωση των γεγονότων ως εκ δικαιώματος».          

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει σε ακόμη δύο Αγγλικές αποφάσεις.  Στην υπόθεση Kohn v. Rinson & Stafford Ltd (1947) 2 All E R 839 ο Δικαστής Denning με την λιτότητα και πυκνότητα του λόγου που τον χαρακτηρίζει ανέφερε σχετικά:

 

«The law on the matter is plain, that it is in the discretion of the court to order security for costs, but it does so as a matter of course when a plaintiff is out of the jurisdiction and there are no assets of the plaintiff which can be reached within the jurisdiction, the reason being that if a judgment is thereafter obtained by the defendant against the plaintiff for costs such an order cannot be enforced by the direct process of the English court».

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Το δίκαιο επί του ζητήματος είναι απλό.  Επαφίεται στην διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει ασφάλεια εξόδων, αλλά κατά την σύνηθη πορεία διατάσσεται ασφάλεια όταν ο ενάγων είναι εκτός δικαιοδοσίας και δεν έχει περιουσιακά στοιχεία εντός της δικαιοδοσίας.  Ο λόγος είναι γιατί αν αργότερα εξασφαλισθεί από τον εναγόμενο εναντίον του ενάγοντα απόφαση για έξοδα μια τέτοια απόφαση δεν μπορεί να εκτελεσθεί με την απευθείας διαδικασία του αγγλικού δικαστηρίου».    

 

Είναι, επίσης, αξιοπρόσεχτη η αντιμετώπιση στην πολύ μεταγενέστερη υπόθεση Porzelack (KG) v. Porzelack (U.K.) Ltd (1987) 1 All E R 1074 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα (στην σελίδα 1077):  

 

« … it seems to me that I have an entirely general discretion either to award or refuse security, having regard to all the circumstances of the case.  However, it is clear on the authorities that, if other matters are equal, it is normally just to exercise that discretion by ordering security against a non-resident plaintiff.  The question is what, in all the circumstances of the case, is the just answer».

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Μου φαίνεται ότι έχω μια εντελώς ευρεία διακριτική εξουσία να αρνηθώ ή να διατάξω ασφάλεια εξόδων λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστατικών της υπόθεσης.  Όμως, είναι ξεκάθαρο από την νομολογία, ότι αν οι άλλοι παράγοντες ισοζυγίζονται συνήθως είναι δίκαιο όπως η διακριτική εξουσία (του Δικαστηρίου) ασκείται με την έκδοση διαταγής για ασφάλεια εξόδων εναντίον ενός ενάγοντα εκτός δικαιοδοσίας.  Το ερώτημα είναι ποιο είναι το δίκαιο σύμφωνα με τα περιστατικά της υπόθεσης».      

 

Ο σκοπός της παροχής ασφάλειας εξόδων και η φύση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου συνοψίσθηκαν ως ακολούθως από τον τότε Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Στυλιανίδη στην υπόθεση Standard Fruit Co (Bermuda) Ltd v. Gold Seal Ship Co Ltd (1993) 1 ΑΑΔ 121:

 

«Η πρόνοια για ασφάλεια εξόδων σκοπό έχει να διασφαλίσει στον εναγόμενο την είσπραξη των εξόδων που θα δοθούν υπέρ του, στις περιπτώσεις που ο Ενάγων είναι κάτοικος εξωτερικού και δεν έχει περιουσία στην Κύπρο.  Διασφαλίζεται, έτσι, η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης για έξοδα – τα έξοδα του εναγομένου εναντίον του ενάγοντος, ή του ενάγοντος εναντίον ανταπαιτητή, αναλόγως της περίπτωσης.

 

Η εξουσία που απονέμεται στο Δικαστήριο με τον Κανονισμό αυτό δεν είναι δέσμια, αλλά διακριτικής φύσεως.  Η διακριτική αυτή εξουσία ασκείται από το Δικαστήριο δικαστικά ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

 

Είναι γεγονός ότι στο παρελθόν η συνήθης πρακτική ήταν να εκδίδεται διαταγή ασφάλειας εξόδων όταν ο ενάγων ήταν κάτοικος εξωτερικού.  Η άκαμπτος αυτή πρακτική, όμως, δεν είναι σύμφωνη ούτε με το γράμμα, ούτε με το πνεύμα του Κανονισμού …

 

Όταν ο ενάγων είναι κάτοικος εξωτερικού και δεν έχει περιουσία στην Κύπρο, το Δικαστήριο αποκλίνει στην έκδοση του διατάγματος, εκτός εάν τα περιστατικά της υπόθεσης υποστηρίζουν ότι είναι δίκαιο να μην εκδοθεί τέτοιο διάταγμα». 

 

Στην υπόθεση Hesham Enterprises v. The Ship «Rami» (1978) 1 CLR 195 ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως ήταν τότε, κ. Τριανταφυλλίδης υιοθετώντας την απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Aeronave SPA v. Westland Charters Ltd (1971) 3 All E R 531 ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«…although it is not an inflexible rule that, but a matter of discretion whether, a foreign plaintiff should be ordered to provide security for costs, it is the usual practice to order so if the justice of the case demands it».

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«… παρόλο που δεν είναι άκαμπτος ο κανόνας αλλά επαφίεται στην διακριτική εξουσία (του Δικαστηρίου) αν ένας αλλοδαπός ενάγων θα πρέπει να διαταχθεί να δώσει ασφάλεια εξόδων η συνήθης πρακτική είναι να διατάσσεται ασφάλεια εξόδων αν το δίκαιο της υπόθεσης το απαιτεί».  

 

Τέλος, στην υπόθεση Sally Line Ltd v. Greenmar Navigation Ltd (1993) 1 ΑΑΔ 633 ο τότε Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κ. Πογιατζής, αφού ανασκόπησε την νομολογία συνόψισε όλα τα δεδομένα ως ακολούθως στις σελίδες 637-638:

 

«Από την μελέτη των πιο πάνω αυθεντιών προκύπτει το συμπέρασμα ότι αν και ο άκαμπτος κανόνας όπως διατυπώθηκε από τον Άγγλο Δικαστή Lopes το 1894 στην υπόθεση Crozat v. Brogden (1894) 2 Q.B. 30, σύμφωνα με τον οποίο ο εναγόμενος δικαιούται σε ασφάλεια των εξόδων του οποτεδήποτε ενάγεται από αλλοδαπό ενάγοντα, έπαυσε να εφαρμόζεται, το Δικαστήριο συνήθως αποκλίνει υπέρ της έκδοσης διαταγής για παροχή ασφάλειας για τα έξοδα του εναγομένου αν ο ενάγων είναι αλλοδαπός και δεν έχει περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο δυνάμενα να εκποιηθούν για την κάλυψη των εξόδων του εναγομένου, εκτός αν ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης καθιστούν άδικη την έκδοση τέτοιας διαταγής.  Είναι, εντούτοις, πολύ καθαρό ότι η έκδοση της αιτούμενης διαταγής είναι πάντοτε προϊόν άσκησης διακριτικής και όχι δέσμιας εξουσίας από το Δικαστήριο». 

 

Όπως εξάγεται τόσο από το λεκτικό του θεσμού 1 της Διαταγής 60 όσο και από την Νομολογία που πιο πάνω παρατέθηκε η διακρίβωση του θέματος της συνήθους διαμονής του ενάγοντα είναι το θεμέλιο και η βασική προκείμενη ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να ασκήσει δικαιοδοσία στην βάση της Διάταξης αυτής.  Σύμφωνα με το Αγγλικό Σύγγραμμα Annual Practice 1958, σελ. 1885 δεν αρκεί ο εναγόμενος να καταδείξει ότι ο ενάγων είναι πρόσωπο που δεν διαμένει συνήθως στην χώρα όπου κινήθηκε η αγωγή ή, κατ’ επέκταση, σε χώρα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Οφείλει να καταδείξει ότι έχει την συνήθη διαμονή του σε χώρα εκτός δικαιοδοσίας, ήτοι σε συγκεκριμένη χώρα εκτός δικαιοδοσίας ή, κατ’ επέκταση, σε συγκεκριμένη χώρα που δεν είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Στην υπόθεση Tarib Rashid v. Άλκης Παπόρη, Πολιτική Έφεση 198/12, ημερομηνίας 7.12.12 αίτηση για ασφάλεια εξόδων απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο γιατί ο αιτητής όχι μόνο δεν απέδειξε αλλά ούτε καν ισχυρίσθηκε ότι ο καθ’ ου η αίτηση είχε την συνήθη διαμονή του εκτός Κύπρου ή εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Λέχθηκε ότι αν ο εναγόμενος αμφισβητεί τον τόπο διαμονής του ενάγοντα ο ίδιος έχει το βάρος απόδειξης του τόπου διαμονής του ενάγοντα εκτός Κύπρου και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση η Καθ’ ης η αίτηση είναι αλλοδαπή εταιρεία με εγγεγραμμένο γραφείο στην Αγγλία.  Αυτό προκύπτει ευθέως από τον τίτλο της αγωγής και την παράγραφο 1 της Έκθεσης Απαίτησης όπου αναφέρεται ότι η εν λόγω εταιρεία είναι δεόντως εγγεγραμμένη στην Αγγλία.  Ανάλογος δε ισχυρισμός προωθηθείς από την πλευρά των Αιτητών προς την πιο πάνω κατεύθυνση δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση.        Στην υπόθεση Sally Line Ltd v. Greenmar Navigation Ltd (1993) 1 ΑΑΔ 633 διατάχθηκε η παροχή ασφάλειας εξόδων εναντίον της ενάγουσας η οποία ήταν εταιρεία εγγεγραμμένη στην Αγγλία χωρίς περιουσία στην Κύπρο.

 

Στην υπόθεση Abdula Ahmad Alahmari v. Alia The Royal Jordanian Airline (1990) 1 ΑΑΔ 434 λέχθηκε ότι:

 

«Όταν τεθεί το θεμέλιο για την άσκηση της δικαιοδοσίας με την διαπίστωση ότι ο ενάγων έχει την σύνηθη κατοικία του στο εξωτερικό, οι παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του … Δικαστηρίου είναι κατ’ εξοχή δύο, η κατοχή εκ μέρους του ενάγοντα περιουσίας και ιδίως ακίνητης (που δεν μετακινείται εύκολα από την Κύπρο) και η ισχύς της υπόθεσής του».   

 

Αναφορικά με την ισχύ της υπόθεσης της Καθ’ ης η αίτηση υποδεικνύεται ότι από τα δικόγραφα δεν μπορεί να γίνει ασφαλής πρόβλεψη και η ισχύς της υπόθεσης θα κριθεί στην δίκη. Σημειώνεται ότι στην Αγγλική υπόθεση Porzelack (KG) v. Porzelack (U.K.) Ltd (1987) 1 All E R 1074 σχολιάσθηκε αρνητικά η προσπάθεια των διαδίκων να ερευνήσουν την πιθανότητα της επιτυχίας της αγωγής.  Υποδείχθηκε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι ορθό καθότι η απόφαση λαμβάνεται σε πρώιμο στάδιο της αγωγής και βασίζεται σε ανεπαρκές υλικό χωρίς προηγουμένως να ακουσθεί οποιαδήποτε μαρτυρία.  Λέχθηκαν τα ακόλουθα:    

«This is the second occasion recently on which I have had a major hearing on security for costs and in which the parties have sought to investigate in considerable detail the likelihood or otherwise of success in the action.  I do not think that is a right course to adopt on an application for security for costs.  The decision is necessarily made at an interlocutory stage on inadequate material and without any hearing of the evidence …».    

 

Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το γεγονός ότι ενώ η δικηγορική υπάλληλος ισχυρίζεται ότι οι Αιτητές έχουν καλή και βάσιμη υπεράσπιση η δικηγόρος στην ένορκό της δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση δεν δηλώνει την παραμικρή πεποίθηση για την ισχύ της υπόθεσης της Καθ’ ης η αίτηση.  Στην παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσης της κάνει μια αναφορά στο θέμα αυτό, πλην όμως αυτή περιορίζεται στο απαύγασμα της Νομολογίας που διέπει το θέμα της ισχύος της υπόθεσης του ενάγοντα σε αιτήσεις για ασφάλεια εξόδων.  Ουδόλως προβαίνει σε δήλωση για το ποια είναι η ισχύς της υπόθεσης της Καθ’ ης η αίτηση στην παρούσα υπόθεση.  Συναφώς δεν ισχυρίζεται ότι η Καθ’ ης η αίτηση έχει καλή βάση αγωγής ή ότι η απαίτηση της έχει δυνατότητες επιτυχίας.  Ούτε καν υιοθετεί το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης.  Κάποιες σχετικές αναφορές γίνονται στην γραπτή αγόρευση των δικηγόρων της Καθ’ ης η αίτηση πλην όμως αυτές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.  Είναι σαφώς νομολογημένο ότι δηλώσεις δικηγόρων κατά την αγόρευσή τους δεν υπέχουν μορφή μαρτυρίας και για τον λόγο αυτό δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη (Βλ. Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2002) 1 ΑΑΔ 223 και Kings Development Co Ltd  v. Πηλέα (2001) 1 ΑΑΔ 733).  Υπό το φως όλων των πιο πάνω θεωρώ ότι δεν καταδείχθηκε από την πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση ότι η Καθ’ ης η αίτηση έχει ισχυρή υπόθεση.     

 

Επίσης η πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση δεν κατέδειξε ότι η τελευταία έχει περιουσία στην Κύπρο.  Ακίνητη σίγουρα δεν έχει αφού κάτι τέτοιο ουδόλως υποστηρίζεται από την δικηγόρο στην ένορκο της δήλωση.  Αυτό είναι και παραδεκτό από την πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση διά της γραπτής αγόρευσης των δικηγόρων της (Βλ. σελίδα 6).   Όσον δε αφορά στην κινητή περιουσία για την οποία γίνεται λόγος στην ένορκο δήλωση της δικηγόρου δεν υπάρχει ισχυρισμός τουλάχιστον σαφής από την δικηγόρο ότι τα έσοδα στα οποία η δικηγόρος αναφέρεται και που η Καθ’ ης η αίτηση είχε τα έτη 2022 και 2023 βρίσκονται εντός της δικαιοδοσίας.  Τουναντίον αφ’ ης στιγμής το Τεκμήριο 1 είναι έγγραφο που εκδόθηκε από Αγγλική αρχή εύλογα μπορεί να υποτεθεί ότι η κινητή αυτή περιουσία βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας και όχι εντός.  

 

Υποδεικνύεται ότι η θέση της πλευράς της Καθ’ ης η αίτηση ότι το βάρος είναι στους ώμους του αιτητή να αποδείξει ότι ο ενάγων είναι αφερέγγυος ή οικονομικά αδύναμος είναι κατά την κρίση μου λανθασμένη.  Σε αίτηση για ασφάλεια εξόδων το βάρος είναι στους ώμους του ενάγοντα να αποδείξει ότι έχει περιουσία εντός της χώρας στην οποία εγέρθηκε η αγωγή δυνάμενη να εκποιηθεί για την κάλυψη των εξόδων του εναγόμενου.  Και αυτό νοουμένου ότι ο εναγόμενος/αιτητής αποσείσει το δικό του βάρος να αποδείξει ότι ο ενάγων διαμένει συνήθως εκτός Κύπρου ή κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Υπό το φως των πιο πάνω και αφ’ ης στιγμής δεν καταδείχθηκε ότι η Καθ’ ης η αίτηση έχει περιουσία στην Κύπρο ο ισχυρισμός της δικηγόρου ότι δεν υπάρχει κίνδυνος να μην ανακτήσουν τα έξοδά τους οι Αιτητές σε περίπτωση απόρριψης της απαίτησης είναι χωρίς αντίκρισμα. 

 

Η Νομολογία κατέδειξε ότι όταν ο ενάγων είναι αλλοδαπός και δεν έχει περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο δυνάμενα να εκποιηθούν για την κάλυψη των εξόδων του εναγόμενου το Δικαστήριο εκδίδει διαταγή για ασφάλεια εξόδων εκτός αν ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης καθιστούν άδικη την έκδοση μιας τέτοιας διαταγής. 

 

Μια περίπτωση κατά την οποία η έκδοση διαταγής για ασφάλεια εξόδων είναι άδικη είναι όταν ο ενάγων δεν διαθέτει τα οικονομικά μέσα ή είναι σε άσχημη οικονομική κατάσταση ώστε να αδυνατεί να συμμορφωθεί με διάταγμα για ασφάλεια εξόδων.  Σε μια τέτοια περίπτωση έκδοση διαταγής για ασφάλεια εξόδων ισοδυναμεί με άρνηση του ενάγοντα να προσφύγει στο Δικαστήριο και, κατ’ επέκταση, του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο το οποίο διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών που κυρώθηκε με τον Νόμο 39/62 (Βλ. Επίσημος Παραλήπτης ως εκκαθαριστής της K.S.S. Trading Ltd v. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (2005) 1 ΑΑΔ 1446, Λεωνίδας Κίμωνος ως εκκαθαριστής της Blue Seal Shoes Ltd ν. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ, Πολιτική Έφεση 66/13, ημερομηνίας 30.1.15, Conway v. Ηλία (2002) 1 ΑΑΔ 1653, Γιωργαλλά ν. Χ΄΄Χριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2060.  Στην υπόθεση Θεμιστοκλής Σολωμού Χαραλαμπίδης ν. Ιάκωβου Πέτρου κ.α. (2003) 1 ΑΑΔ 1698 λέχθηκε ότι αν η έκδοση διαταγής για παροχή ασφάλειας εξόδων απολήγει σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, τότε, δεν εκδίδεται διαταγή.  Υπερισχύει το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο.  Η προκειμένη, όμως, περίπτωση δεν είναι τέτοια.  Το Τεκμήριο 1, το οποίο κατατέθηκε από την πλευρά της ίδιας της Καθ’ ης η αίτηση, κατέδειξε ότι η τελευταία είναι οικονομικά εύρωστη και μπορεί να καταβάλει τα έξοδα της διαδικασίας.  Διαπίστωση την οποία συμμερίζεται και η ίδια η πλευρά των Αιτητών μέσω της γραπτής αγόρευσης της δικηγόρου της (Βλ. παράγραφο 24).    

 

Η Διάταξη 60 επί της οποίας βασίζεται η αίτηση είναι η ορθή νομική βάση εφόσον στην προκειμένη περίπτωση η Καθ’ ης η αίτηση διαμένει στο εξωτερικό και η πλευρά των Αιτητών δεν αμφισβητεί την φερεγγυότητα της.  Η αίτηση υποβάλλεται για τον λόγο ότι η Καθ’ ης η αίτηση έχει την συνήθη διαμονή της εκτός της δικαιοδοσίας και δεν διαθέτει περιουσία εντός της δικαιοδοσίας.  Το άρθρο 382 του Κεφ. 113, όπως τροποποιήθηκε, αναφέρεται, γενικά, σε οποιαδήποτε εταιρεία είναι ενάγουσα σε αγωγή και όχι απαραίτητα σε εταιρεία που έχει την συνήθη διαμονή της στο εξωτερικό και εφαρμόζεται στην περίπτωση που η εταιρεία αυτή είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγόμενου σε περίπτωση που αυτός πετύχει στην υπεράσπισή του.  Στην παρούσα υπόθεση η Καθ’ ης η αίτηση δεν είναι αφερέγγυα, αλλά ικανή να καταβάλει τα έξοδα των Αιτητών.  Έχει δε την σύνηθη διαμονή της εκτός Κύπρου.  Καθίσταται έκδηλο από τα πιο πάνω ότι η μη συμπερίληψη του άρθρου 382 του Κεφ. 113, όπως τροποποιήθηκε, στην νομική βάση της αίτησης δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της.        

 

Η Δ.60, θ.1 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας αναφέρει ρητά ότι η ασφάλεια εξόδων μπορεί να διαταχθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της αγωγής.  Έχει, ωστόσο, νομολογηθεί ότι κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και τυχόν καθυστέρηση στην έγερση του αιτήματος.  Στην υπόθεση Union de cooperatives agricoles de cereales de semences v. Apakagro industries Ltd κ.α. (1992) 1 CLR 1170 υιοθετήθηκε η απόφαση στην Αγγλική υπόθεση Sir Lindsay Parkinson Ltd ν. Triplan Ltd (1973) 2 All E.R. 273 στην οποία αναφέρθηκε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η καθυστέρηση του διαδίκου να αποταθεί για ασφάλεια εξόδων σε συσχετισμό με άλλους ενισχυτικούς παράγοντες είναι δυνατό να οδηγήσει στην απόρριψη του αιτήματος για παροχή ασφάλειας εξόδων.

 

Στην υπόθεση Genemp Trading Ltd v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 1314 λέχθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Στα ευρύτερα κριτήρια για την παροχή ασφάλειας εξόδων συγκαταλέγεται και η δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα διότι αν έχει καλή υπόθεση, η δε υπεράσπιση φαίνεται να μην ευσταθεί, τότε θα ήταν αντίθετο με το πνεύμα της δικαιοσύνης να διαταχθεί η καταβολή ασφάλειας εξόδων επιβραβεύοντας έτσι ουσιαστικά τον εναγόμενο και καθυστερώντας την όλη διαδικασία. Ο χρόνος υποβολής της αίτησης είναι ένα πρόσθετο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη και δεν αποκλείεται η περίπτωση η καθυστέρηση του διαδίκου να αποταθεί εγκαίρως για ασφάλεια εξόδων, σε συσχετισμό με άλλους ενισχυτικούς παράγοντες, να οδηγήσει το Δικαστήριο στην απόρριψη του αιτήματος».

 

Στην παρούσα υπόθεση είναι γεγονός ότι παρατηρείται καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης.  Καθότι ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση επίσημα την 1.2.20 η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε στις 26.5.23, ήτοι 3 χρόνια και πλέον αργότερα.  Διαφωνώ με την πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση ότι η καθυστέρηση μετρά από την έγερση της αγωγής και ότι είναι της τάξης των 8 ετών.  Το μέγεθος της καθυστέρησης θα πρέπει σύμφωνα και με την πλευρά των Αιτητών να κριθεί από την 1.2.20 και έπειτα αφού πριν την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση η παροχή ασφάλειας εξόδων δεν ήταν εξ’ αντικειμένου δυνατή μιας και η Καθ’ ης η αίτηση είχε την συνήθη διαμονή της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Διαφωνώ, επίσης, με την πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση ότι η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για έγκριση αίτησης για ασφάλεια εξόδων.  Βεβαίως και μπορεί αφού από της εν λόγω αποχώρησης η ανάκτηση των εξόδων δεν μπορεί να γίνει, για να χρησιμοποιήσω και τα λόγια του Λόρδου Δικαστή Denning στην υπόθεση Kohn v. Rinson & Stafford Ltd (1947) 2 All E R 839, «by the direct process» των Κυπριακών Δικαστηρίων.  

      

Σύντομη αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης είναι βοηθητική.  Το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα καταχωρήθηκε στις 13.3.15 και η Έκθεση Απαίτησης στις 31.10.17, ήτοι 2½ χρόνια αργότερα.  Στις 10.12.19 και πριν την 1.2.20 το Δικαστήριο εξέδωσε τρεις αποφάσεις, μια για κάθε αίτηση που καταχωρήθηκε εκ μέρους των Εναγόμενων 1-4 για περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες.  Μετά την έκδοση των τριών αποφάσεων η υπόθεση ορίσθηκε ξανά από το Δικαστήριο στις 21.9.20.  Ένεκα των πιο πάνω αιτήσεων τα δικόγραφα έκλεισαν τον Δεκέμβριο του 2020 και η πρώτη φορά που το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες για καταχώρηση ενόρκων δηλώσεων αποκάλυψης ήταν στις 22.4.21.  Η αποκάλυψη των Αιτητών έγινε με καθυστέρηση. Συγκεκριμένα ενώ η ένορκη δήλωση αποκάλυψης εκ μέρους της Καθ’ ης η αίτηση καταχωρήθηκε στις 23.3.22 η ένορκη δήλωση αποκάλυψης του Εναγόμενου 4, ο οποίος ορκίσθηκε και εκ μέρους του Εναγόμενου 3, καταχωρήθηκε 8 μήνες αργότερα, ήτοι την 1.12.22.  Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο δεν επιδίκασε έξοδα κατά τις ημερομηνίες 30.2.22, 13.5.22 και 22.6.22.  Επιδίκασε έξοδα στην πορεία μόνο στις 15.9.22 και 20.10.22.  Έξοδα δεν επιδικάσθηκαν ούτε στις ημερομηνίες που ακολούθησαν και δη στις 5.12.22, 30.1.23, 31.1.23, 5.4.23 και 22.6.23, η δε υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε στις 26.5.23.  Από τα πιο πάνω προκύπτει με ενάργεια ότι η καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος δεν προκάλεσε έξοδα ή σημαντικό ποσό εξόδων για τα οποία ζητείται από την Καθ’ ης η αίτηση η παροχή ασφάλειας.  Με δεδομένο τούτο και λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων που έχουν ήδη γίνει και εντοπισθεί πιο πάνω και δη ότι αίτηση για ασφάλεια εξόδων μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της αγωγής, η Καθ’ ης η αίτηση έχει την σύνηθη διαμονή της εκτός Κύπρου και δεν διαθέτει περιουσία στην Κύπρο η καθυστέρηση δεν θα πρέπει να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της αίτησης και οπωσδήποτε δεν δικαιολογεί την απόρριψη της αίτησης.                

 

Υπό το φως των πιο πάνω ακολουθεί ότι η αίτηση δεν είναι ούτε κακόπιστη, ούτε καταχρηστική.  Επίσης κανένας λόγος δεν ευσταθεί και η έκδοση διατάγματος για παροχή ασφάλειας εξόδων κρίνεται δικαιολογημένη.  Όσον αφορά στον 6ο λόγο ένστασης υποδεικνύεται ειδικά ότι αυτός παρέμεινε ατεκμηρίωτος αφού δεν υποστηρίχθηκε από μαρτυρία.  Είναι για τον λόγο αυτό έκθετος σε απόρριψη δίχως άλλο.  Κάποιες σχετικές αναφορές που γίνονται στην γραπτή αγόρευση των δικηγόρων του δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη αφού όπως υποδείχθηκε και ανωτέρω δηλώσεις δικηγόρων κατά την αγόρευσή τους δεν υπέχουν μορφή μαρτυρίας και για τον λόγο αυτό δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη (Βλ. Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2002) 1 ΑΑΔ 223 και Kings Development Co Ltd  v. Πηλέα (2001) 1 ΑΑΔ 733).      

 

Απομένει για το Δικαστήριο να αποφασίσει το ποσό για το οποίο θα διαταχθεί να δοθεί η ασφάλεια.  Το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει κατά νου ότι δεν πρέπει να εκδίδεται διάταγμα για ποσό τέτοιο που να εμποδίζει το αδύναμο μέρος να προσφύγει στο Δικαστήριο και με τον τρόπο αυτό να επιτρέπει στο ισχυρό μέρος να ασκεί καταπίεση στο αδύναμο.  Στην υπόθεση Standard Fruit Company (Bermuda) Ltd και άλλοι ν. Gold Seal Shipping Company Ltd (1993) 1 ΑΑΔ 121 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Το ύψος του ποσού ασφάλειας εξόδων είναι στην κρίση του Δικαστηρίου. Τα έξοδα δεν πρέπει να είναι, ούτε φανταστικά, ούτε καταπιεστικά. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασµα από την υπόθεση Lindsay Parkinson Ltd v Triplan Ltd [1973] 2 All E.R. 273, στη σελ. 280:-

 

"The court is always mindful of the possibility that an order for security can become a weapon of oppression available to the strong to prevent the weak from getting access to the courts or the arbitrator to have their claims properly adjudicated according to law."». 

 

Στην υπόθεση Senior Service Ltd and Others v. Chrysanthi Shipping Co. Ltd And Another (1975) 1 CLR 316 λέχθηκε ότι το ποσό της ασφάλειας είναι το ποσό εκείνο που υπό κανονικές συνθήκες θα υποστεί ο διάδικος που εξαιτείται την ασφάλεια.    

 

Παρά το ότι η αίτηση υποβλήθηκε με καθυστέρηση εντούτοις, επειδή δεν προκλήθηκαν έξοδα ως εκ της καθυστέρησης ως ανωτέρω εξηγήθηκε η ασφάλεια που θα διαταχθεί είναι δυνατό να καλύψει πέραν των μελλοντικών εξόδων και έξοδα που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, τόσο πριν αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και μετά.  Μελετώντας τον κατάλογο εξόδων που παρατίθεται στην παράγραφο 5 της ένορκης δήλωσης της δικηγορικής υπαλλήλου παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

  1. οι Αιτητές δεν δικαιούνται στα έξοδα υπό παραγράφους 3 και 5 του καταλόγου καθότι τα έξοδα της αίτησης ημερομηνίας 15.3.18 για έκδοση απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρησης Υπεράσπισης επιδικάσθηκαν εναντίον τους

 

  1. με την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 10.12.19 στην αίτηση των Αιτητών για περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες ημερομηνίας 30.7.18 επιδικάσθηκε το 1/3 των εξόδων.  Συνεπώς οι Αιτητές δεν δικαιούνται ολόκληρα τα ποσά που αναγράφονται υπό παραγράφους 6-16 του καταλόγου, αλλά το 1/3 αυτών και για τις ημερομηνίες που δικαιούνται έξοδα ως κατωτέρω υποδεικνύεται

  

  1. στην παράγραφο 13 του καταλόγου οι Αιτητές δεν δικαιούνται έξοδα για τις ημερομηνίες 24.1.19 και 29.3.19 καθότι στις ημερομηνίες αυτές δεν εκδόθηκε υπό του Δικαστηρίου διαταγή για έξοδα

 

  1. στην παράγραφο 21 του καταλόγου οι Αιτητές δεν δικαιούνται έξοδα για τις ημερομηνίες 13.5.22 και 22.6.22 καθότι στις ημερομηνίες αυτές δεν εκδόθηκε υπό του Δικαστηρίου διαταγή για έξοδα

 

  1. στην παράγραφο 22 του καταλόγου οι Αιτητές δεν δικαιούνται έξοδα για τις ημερομηνίες 14.12.21 και 30.3.22 καθότι στις ημερομηνίες αυτές δεν εκδόθηκε υπό του Δικαστηρίου διαταγή για έξοδα

 

  1. στην παράγραφο 25 του καταλόγου οι Αιτητές δεν δικαιούνται έξοδα για τις ημερομηνίες 5.12.22, 30.1.23, 31.1.23 και 5.4.23 καθότι στις ημερομηνίες αυτές δεν εκδόθηκε υπό του Δικαστηρίου διαταγή για έξοδα

 

  1. στην παράγραφο 12 οι Αιτητές δικαιούνται μεγαλύτερο ποσό από αυτό που αναφέρουν και δη το ποσό των Ευρώ 1.108 διαιρεμένο, ωστόσο, κατά το 1/3    

 

  1. στην παράγραφο 13 οι Αιτητές δικαιούνται στο μεγαλύτερο ποσό των Ευρώ 1.108 διαιρεμένο, ωστόσο, κατά το 1/3   

 

  1.  στην παράγραφο 27 του καταλόγου χρεώνονται 15 δικάσιμοι.  Είμαι διατεθειμένος να δεχθώ τον πιο πάνω αριθμό αφ’ ης στιγμής και η πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση δεν τον αμφισβήτησε και αφού έλαβα υπόψη την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, το ότι θα καταθέσουν μάρτυρες από το εξωτερικό, πράγμα που θα επιμηκύνει τον χρόνο ολοκλήρωσης της διαδικασίας αφού η μαρτυρία τους θα δοθεί με την βοήθεια μεταφραστών, και ότι οι πλευρές θα είναι τέσσερεις, γεγονός το οποίο, επίσης, θα επιμηκύνει τον χρόνο ολοκλήρωσης της διαδικασίας.       

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω θεωρώ ορθό και δίκαιο να διατάξω την παροχή ασφάλειας για ποσό ύψους Ευρώ 35.000,00 σεντ αφού έλαβα, επίσης, υπόψη μου ότι σύμφωνα με την πρακτική δεν διατάσσεται ασφάλεια στην βάση πλήρους κάλυψης των εξόδων.  Θεωρώ ότι το πιο πάνω ποσό είναι εύλογο και καθόλου καταπιεστικό.  Συνακόλουθα η αίτηση εγκρίνεται και εκδίδονται τα ακόλουθα διατάγματα:   

 

  1. Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο η Ενάγουσα 1/Καθ’ ης η αίτηση διατάσσεται όπως μέχρι τις 17.11.25 της ημερομηνίας αυτής συμπεριλαμβανομένης παράσχει προς όφελος των Εναγόμενων 3 και 4/Αιτητών ασφάλεια εξόδων ύψους Ευρώ 35.000,00 σεντ με την κατάθεση του πιο πάνω ποσού με τραπεζική επιταγή (bankers draft) εκδομένη προς τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ή με τραπεζικό έμβασμα (bank transfer) στον λογαριασμό του Γενικού Λογιστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

  1. Περαιτέρω εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η αναστολή κάθε διαδικασίας στην απαίτηση της Ενάγουσας 1/Καθ’ ης η αίτηση εναντίον των Εναγόμενων 3 και 4/Αιτητών μέχρις ότου δοθεί από την Ενάγουσα 1/Καθ’ ης η αίτηση η υπό της παραγράφου 1 ανωτέρω διαταχθείσα ασφάλεια.  Αν η υπό της παραγράφου 1 ανωτέρω διαταχθείσα ασφάλεια δεν δοθεί εντός της προθεσμίας που όρισε το Δικαστήριο στην παράγραφο 1 ανωτέρω τότε η απαίτηση της Ενάγουσας 1/Καθ’ ης η αίτηση εναντίον των Εναγόμενων 3 και 4/Αιτητών θα θεωρείται ως αυτόματα απορριφθείσα με έξοδα υπέρ των Εναγόμενων 3 και 4/Αιτητών και εναντίον της Ενάγουσας 1/Καθ’ ης η αίτηση. 

 

Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων 3 και 4/Αιτητών και εναντίον της Ενάγουσας 1/Καθ’ ης η αίτηση όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Σε περίπτωση που η υπό της παραγράφου 1 ανωτέρω διαταχθείσα ασφάλεια δοθεί εντός της προθεσμίας που καθόρισε το Δικαστήριο κατά ικανοποίηση του Πρωτοκολλητή θα είναι εισπρακτέα στο τέλος της διαδικασίας της αγωγής.

 

   

                                                                                (Υπ.) ........………...……………

                                                                                             Π. Μιχαηλίδης, Π.Ε.Δ.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

 

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο