ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. Παρπαρίνου, Ε.Δ.
Αρ. Απαίτησης: 650/24 (i-justice)
Μεταξύ:
Διαχειριστική Επιτροπή της Πολυκατοικίας με την Ονομασία «Lordos Les Sirenes»
Ενάγουσα
εναντίον
Solfo Properties Ltd
Εναγόμενη
---------------------
Αίτηση ημερ. 16.05.25 για έκδοση διαταγμάτων τύπου «Norwich»
Ημερομηνία: 13.10.25
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Εναγόμενη/Αιτήτρια: κα. Κ. Ηροδότου για A. Καριτζής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για Ενάγουσα/Καθ’ης η Αίτηση: κα. Μ. Πορνάρη για Giorgos Landas LLC
Για Ενδιαφερόμενο μέρος «L.F.M. Limited»: κ. Σ. Α. Πούγιουρος για Σώζος Α. Πούγιουρος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η παρούσα απαίτηση της Ενάγουσας αφορά την καταβολή οφειλόμενων κοινόχρηστων από την Εναγόμενη. Ειδικότερα αξιώνεται το ποσό των €7.444,94 που αποτελεί την αναλογία της Εναγόμενης στην συμμετοχή και/ή συνεισφορά στην συντήρηση, επιδιόρθωση, αποκατάσταση και διαχείριση της πολυκατοικίας «Lordos Les Sirenes» (εφ’εξής «η πολυκατοικία») για την χρονική περίοδο από 01.07.23 μέχρι 30.06.24, το ποσό των €16.188,97 που αποτελεί την αναλογία της Εναγόμενης για την αντικατάσταση του κοινόχρηστου ανελκυστήρα της πολυκατοικίας και το ποσό των €748 μηνιαίως ως προϋπολογισθέντα κοινόχρηστα έξοδα της Εναγόμενης από 01.07.24 μέχρι έκδοσης τελικής απόφασης.
Η επίδικη αίτηση
Με την παρούσα αίτηση ημερ. 16.05.25 (εφ’εξής «η επίδικη αίτηση») η Αιτήτρια αιτείται την έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης τύπου «Norwich Pharmacal» με το οποίο να διατάσσεται τόσο η Ενάγουσα/Αιτήτρια όσο και το Ενδιαφερόμενο Μέρος, το οποίο στην αίτηση κατονομάζεται ως «Lordos Flat Management Limited» και όχι «L.F.M. Limited», όπως καταχωρήσουν και επιδώσουν στην Αιτήτρια ένορκη δήλωση η οποία θα περιλαμβάνει αντίγραφα όλων των εγγράφων που είναι στην κατοχή, φύλαξη ή έλεγχο τους αναφορικά με οικονομικά ζητήματα της πολυκατοικίας, συμπεριλαμβανομένου οικονομικών καταστάσεων όλων των εσόδων και εξόδων της πολυκατοικίας και τις σχετικές αποδείξεις, στοιχεία και δικαιολογητικά για αυτά.
Η επίδικη αίτηση στηρίζεται στους Κ. 7.1(4), 22.1, 23.1, 23.2, 23.4, 23.6, 233.8 και 23.9, 25.1 (θ), (ι), 25.4, 25.6, 25.7 κσι 25.9, 32.14, 23.15 23.17 των Κ.Π.Δ. του 2023, στα άρθρα 29, 32 και 48 Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, στα άρθρα 2, 5, 9, 91 (Α) - (Δ) του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, στον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο (Κεφ. 224) και στους Πρότυπους Κανονισμούς, στη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου σε σχέση με την έκδοση Παρεμπιπτόντων Διαταγμάτων τύπου «Norwich Pharmacal», στις νομικές αρχές που καθιερώθηκαν από το κοινοδίκαιο στην υπόθεση Norwich Pharmacal and Co and Others ν. Commissioners and Customs Excise (1973) 2 ALL E.R. 943 και/ή σε οποιαδήποτε άλλο καθοδηγητικό νόμο και νομολογία καθώς επίσης και στις συμφυείς εξουσίες και γενική πρακτική του Δικαστηρίου.
Η επίδικη αίτηση υποστηρίζεται από Δήλωση αληθείας και Ε/Δ της Ν. Παπακωνσταντίνου (εφ’ εξης «η Ε/Δ Παπακωνσταντίνου»). Σε αυτήν η ομνύουσα αναφέρει ότι είναι δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Αιτήτρια και δεόντως εξουσιοδοτημένη από αυτήν να προβεί στην παρούσα ένορκη δήλωση που αφορά νομικά ζητήματα. Στην Ε/Δ Παπακωνσταντίνου αναφέρεται ότι η Αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια 6 διαμερισμάτων (με αριθμούς θύρας […] και […]) τα οποία βρίσκονται στην πολυκατοικία επί της οδού [….], […] στον Ποταμό […], στη Λεμεσό στο ακίνητο με αρ. εγγραφής […], Φ/Σχ. […], Τμήμα […], Τεμάχιο […]. Προς τούτο προσκόμισε, ως Τεκμήριο 1, αντίγραφα των τίτλων ιδιοκτησίας των προαναφερόμενων διαμερισμάτων. Θέση της ομνύουσας είναι ότι η πολυκατοικία διέπεται από τους Πρότυπους Κανονισμούς που περιλαμβάνεται στην σχετική Νομοθεσία, δηλαδή το Κεφ. 224 και προς τούτο επισύναψε, ως Τεκμήριο 2, αντίγραφο πιστοποιητικού έρευνας από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερ. 24.11.23, όπου υπάρχει σχετική βεβαίωση για την εφαρμογή των Πρότυπων Κανονισμών.
Στην Ε/Δ Παπακωνσταντίνου καταγράφεται ότι μια εκ των θέσεων της Αιτήτριας, που θα προβληθεί με περαιτέρω λεπτομέρεια στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση της, είναι ότι τα ποσά που απαιτεί η Καθ’ης η Αίτηση είναι λανθασμένα και/ή ανυπόστατα και/ή καταχρηστικά και/ή παράνομα και/ή έχουν υπολογιστεί με λανθασμένο και/ή παράτυπο και/η παράνομο τρόπο. Γι’ αυτό το λόγο η Αιτήτρια χρειάζεται τα απαιτούμενα έγγραφα για να προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και να προβάλλει την θέση της. Επιπρόσθετα, η ομνύουσα αναφέρει ότι με βάση τον Πρότυπο Κανονισμό 46 του Κεφ. 224 παρέχεται στην Αιτήτρια η δυνατότητα πρόσβασης στα απαιτούμενα έγγραφα. Ακολούθως, η ομνύουσα εξιστορεί το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης, ήτοι ότι ο πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Αιτήτριας, ο κ. «D.B» κάλεσε πολλές φορές στο παρελθόν την Καθ’ης η Αίτηση και την εταιρεία διαχείρισης της πολυκατοικίας «Lordos Flat Management», δηλαδή το Ενδιαφερόμενο Μέρος, να του προσκομίσουν τα απαιτούμενα δεδομένα αλλά αυτοί αρνηθήκαν. Συνεπώς, ως αναγράφεται στην Ε/Δ Παπακωνσταντίνου, η Αιτήτρια στις 15.09.23 αποφάσισε να προσλάβει ελεγκτή από την εταιρεία «Cyprus Audit Services Ltd» με σκοπό να διεξάγει έλεγχο των εσόδων, εξόδων και γενικά των οικονομικών καταστάσεων της πολυκατοικίας. Προς τούτο, συμφωνία παροχής υπηρεσιών ημερ. 15.09.23 επισυνάφθηκε ως Τεκμήριο 3. Ως καταγράφεται στην Ε/Δ Παπακωνσταντίνου, η Αιτήτρια επωμίστηκε το κόστος πληρωμής των πιο πάνω ελεγκτικών υπηρεσιών και θέση της ομνύουσας είναι ότι συμφωνήθηκε με την τότε διαχειριστική επιτροπή ότι εάν οι κύριοι των μονάδων δεχόταν, σε μεταγενέστερο χρόνο και αφού έβλεπαν την προαναφερθείσα έκθεση οικονομικού ελέγχου, να πληρώσουν την χρέωση του ελεγκτή και ως εκ τούτου η Αιτήτρια θα λάμβανε τα χρήματα της πίσω. Προς τούτο τιμολόγιο της «Cyause Audit Services Ltd», βεβαίωση πληρωμής και ηλεκτρονικό μήνυμα όπου κατά την ομνύουσα διαφαίνεται ο διακανονισμός μεταξύ της Αιτήτριας, της τότε διαχειριστικής επιτροπής και του ελεγκτή κατατέθηκε ως Τεκμήριο 4. Ακολούθως, η ομνύουσα αναφέρει ότι η «Lordos Flat Management» αρνήθηκε να παρέχει τα απαιτούμενα έγγραφα στον ελεγκτή, ως προκύπτει από την αλληλογραφία που επισυνάφθηκε ως Τεκμήριο 5 και συνεπώς ο ελεγκτής της «Cyause Audit Services Ltd» παρέδωσε στην Αιτήτρια βεβαίωση ότι δεν ήταν δυνατό να προχωρήσει με τον έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων της πολυκατοικίας. Προς τούτο η βεβαίωση ημερ. 06.08.24 της «Cyause Audit Services Ltd» κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6.
Η ομνύουσα ανάφερε ότι η Καθ’ης η Αίτηση δεν παρείχε στην Αιτήτρια τα απαιτούμενα έγγραφα και κατά την διαδικασία προδικαστηριακού πρωτόκολλου μεταξύ των μερών και ότι η Αιτήτρια πιστεύει ότι διεξάγεται ξεκάθαρα προσπάθεια απόκρυψης πληροφοριών στις οποίες δια νόμου έχει δικαίωμα πρόσβασης και για να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της με ακρίβεια και να εγείρει την ανταπαίτηση της στην πιο πάνω απαίτηση εναντίον της Καθ’ης η Αίτηση πρέπει να λάβει τα απαιτούμενα έγγραφα.
Ένσταση Καθ’ης η Αίτηση και Ενδιαφερόμενου Μέρους
Η επίδικη αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση τόσο της Ενάγουσας/Αιτήτριας όσο και του Ενδιαφερόμενου Μέρους (εφ’εξής «το Ε.Μ»).
Η ένσταση της Καθ’ης η Ένσταση ημερ. 16.07.25 υποστηρίζεται από 28 λόγους ένστασης που δύναται να συνοψισθούν ως εξής: (1) η επίδικη αίτηση προωθείται καταχρηστικά και με αλλότρια κίνητρα αφού όλα τα έξοδα είναι διαθέσιμα στους ιδιοκτήτες, μέσω της παροχής τριμηνιαίας κατάστασης εξόδων μαζί με κάθε τιμολόγιο και ετησίου ελεγμένου οικονομικού υπολογισμού στη Γενική Συνέλευση, καθώς και ήταν εις γνώση της αιτήτριας όπου αντιπρόσωπος της ήταν μέλος της διαχειριστικής επιτροπής της πολυκατοικίας (λόγοι ένστασης 1, 2, 5, 16, 25 και 28), (2) οι πληροφορίες μπορούν να εξασφαλιστούν από άλλες πηγές και να επιτευχθούν με κλήση μάρτυρα ή διαδικασία αποκάλυψης και συνεπώς η παρούσα διαδικασία δεν αποτελεί το ορθό δικονομικό διάβημα (λόγοι ένστασης 2, 7, 10 και 13), (3) δεν υπάρχει αναγκαιότητα έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης αυτών συμπεριλαμβανομένου ότι δεν δίδονται λεπτομέρειες για ανάμειξη της Καθ’ης η Αίτηση σε οποιαδήποτε αδικοπραξία (λόγοι ένστασης 3, 4, 7, 9, 12, 14, 15, 18, 19, 20, 21, 22 και 24), (4) τα αιτούμενα διατάγματα είναι γενικά και καλύπτουν ευρύ φάσμα οδηγιών για ακαθόριστη χρονική περίοδο καθιστώντας την συμμόρφωση αδύνατη (λόγοι ένστασης 6 και 11), (5) η Αιτήτρια δεν προσήλθε με καθαρά χέρια (λόγοι ένστασης 8 και 26), (6) η επίδικη αίτηση προωθήθηκε καθυστερημένα για σκοπούς περαιτέρω καθυστέρησης στην εκδίκαση της παρούσας απαίτησης και στην δημιουργία εξόδων (λόγοι ένστασης 1, 17, 25 και 27) και (7) η επίδικη αίτηση είναι αντικανονική και/ή παράτυπη και/ή αντίθετη με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και/ή τις πρόνοιες του νόμου και/ή της νομολογίας (λόγος ένστασης 23).
Η νομική βάση της ένστασης της Καθ’ης η Αίτηση βασίζεται στους Κ.4, 16, 22, 23.7 (5), 25, 32 των Κ.Π.Δ. 2023, στα άρθρα 29, 32 και 48 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/ 60, στα άρθρα 2, 3, 4, 5, 6, 9, 91Α, 91Γ στον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ.6 αρ. 2, 3, 4, 5, 6, 9, 91Α, 91Γ, στον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμο (Κεφ. 224), στους Πρότυπους Κανονισμούς, στα άρθρα 15, 31 και 32 του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου του 2018, Ν.125(Ι)/2018, στη νομολογία, στις αρχές του Κοινοδικαίου, στις αρχές τις Επιείκειας, στις αρχές και στη Νομολογία που διέπει την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων και διαταγμάτων αποκάλυψης και/ή τύπου «Norwich Pharmacal» και την διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.
H ένσταση της Καθ’ης η Αίτηση υποστηρίζεται από την Ε/Δ Πινδάρου (εφ’εξης «η Ε/Δ Πινδάρου»), ο οποίος είναι δικηγόρος στην δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί την Καθ’ης Αίτησης και δηλώνει εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση. Στην Ε/Δ Πινδάρου αναφέρεται ότι το αίτημα είναι για ακαθόριστο χρονικό πλαίσιο και δεν εξειδικεύονται ποια ακριβώς έγγραφα απαιτούνται από την Αιτήτρια. Περαιτέρω, ο ομνύοντας αναφέρει ότι μέχρι το 2022 η Αιτήτρια κατέβαλε κανονικά τα οφειλόμενα κοινόχρηστα, χωρίς αμφισβήτηση αναφορικά με την ορθότητα ή την νομιμότητα των καταστάσεων. Ως προς τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ο ομνύοντας αναφέρει ότι η ανέγερση του συγκροτήματος της πολυκατοικίας πραγματοποιήθηκε σταδιακά από 1992 έως 1995 και η Αιτήτρια απέκτησε τις μονάδες της μεταγενέστερα από το 2006 έως και το 2011. Συνεπώς η έκδοση διατάγματος για έγγραφα από το έτος ανέγερσης μέχρι σήμερα θα ήταν, σύμφωνα με τον ομνύοντα, δυσανάλογο και μη εφαρμόσιμο καθώς δεν υπάρχει νομοθετική πρόνοια για διατήρηση λογιστικών και οικονομικών εγγράφων που εκτείνεται πέραν της επταετίας σύμφωνα με την ισχύουσα φορολογική και εμπορική νομοθεσία.
Αναφορικά με την διαχείριση των οικονομικών θεμάτων της πολυκατοικίας, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής, ταξινόμησης και αρχειοθέτησης όλων των σχετικών εγγράφων και παραστατικών, αυτή εκτελείται αποκλειστικά από εξωτερική εταιρεία διαχείρισης, δηλαδή το Ε.Μ. και τον εκάστοτε συνεργαζόμενο λογιστή ενώ η Καθ’ης η Αίτηση δεν ανέλαβε ποτέ, ούτε κατέχει, ούτε οφείλει να διατηρεί τα αρχεία αυτά. Συνεπώς, θέση της Καθ’ης η Αίτηση, είναι ότι η επίδικη αίτηση στρέφεται εναντίον αναρμόδιου προσώπου. Περαιτέρω, ο ομνύοντας αναφέρει ότι όλα τα έξοδα της πολυκατοικίας διαχειρίζονται με απόλυτη διαφάνεια και είναι πλήρως διαθέσιμα στους ιδιοκτήτες, όπου παρέχεται, σε τακτική βάση, τριμηνιαίος οικονομικός απολογισμός συνοδευόμενος από τα αντίστοιχα τιμολόγια και επιπλέον καταρτίζεται και υποβάλλεται στη Γενική Συνέλευση ετήσιος ελεγμένος οικονομικός απολογισμός. Προς τούτο, σύμφωνα με τον ομνύοντα, το Ε.Μ. διασφαλίζει την ενημέρωση όλων των ιδιοκτητών, συμπεριλαμβανομένης της Αιτήτριας, η οποία επιλέγει να μη συμμετέχει στις συνελεύσεις ή να συνεργαστεί εποικοδομητικά. Επιπλέον, στην Ε/Δ Πινδάρου αναφέρεται ότι οι ετήσιοι απολογισμοί εγκριθήκαν χωρίς ένσταση από τον εκπρόσωπο της Αιτήτριας, ο οποίος διετέλεσε μέλος της διαχειριστικής επιτροπής της πολυκατοικίας για έξι συνεχόμενα έτη και συνεπώς η παρούσα αίτηση είναι αβάσιμη. Προς τούτο αντίγραφο αναλυτικής κατάστασης για το πρώτο τρίμηνο του 2025 κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1.
Σε σχέση με την πρόσληψη της «Cyause Audit Services Ltd», ο ομνύοντας αναφέρει ότι ο κ. «D.Β» προχώρησε μονομερώς, χωρίς ενημέρωση και συνεννόηση με την Καθ’ης η Αίτηση στην προαναφερθείσα πρόσληψη ενώ παραιτήθηκε από μέλος της διαχειριστικής επιτροπής της πολυκατοικίας τον Οκτώβριο του 2023. Θέση της Καθ’ης η Αίτηση είναι ότι η μονομερής αυτή πρόσληψη, χωρίς την έγκριση της Γενικής Συνέλευσης ή τη συναίνεση της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών, στερείται νομιμοποίησης. Επιπλέον, στην Ε/Δ Πινδάρου αναφέρεται ότι η πολυκατοικία τελεί υπό την εποπτεία νομίμως διορισμένου εξωτερικού ελεγκτή, ήτοι την εταιρεία «Soutzis Prime Audit» όπου ο οικονομικός έλεγχος για τα έτη 2023 – 2024 βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Προς τούτο ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 15.07.25 προς επιβεβαίωση των πιο πάνω κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2.
Περαιτέρω, ως η Ε/Δ Πινδάρου, από το έτος 2018 έως το 2023, ο κ. «D.B» και τα προηγούμενα έτη ο πατέρας του, συμμετείχαν ενεργά στη Διαχειριστική Επιτροπή της πολυκατοικίας, συμπεριλαμβανομένου της οικονομικής εποπτείας της πολυκατοικίας, όπου προέβαιναν στην έγκριση και υπογραφή των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων και στη διαχείριση των σχετικών εξόδων και ελέγχων. Συνεπώς, η Αιτήτρια είχε άμεση πρόσβαση στα έγγραφα και στοιχεία κατά την προαναφερθείσα περίοδο ενώ οι οικονομικές καταστάσεις για τα έτη 2023-2024 θα είναι διαθέσιμα σε όλους τους ιδιοκτήτες, συμπεριλαμβανομένου της Αιτήτριας, πριν την προσεχή Ετήσια Γενική Συνέλευση του 2025, ως προβλέπεται από τις διαδικασίες και πρακτικές της πολυκατοικίας. Ως εκ τούτου, θέση της Καθ’ης η Αίτηση είναι ότι τα αιτούμενα διατάγματα, σε χρονική περίοδο που οι ίδιοι έλεγχαν και ενέκριναν τις αντίστοιχες αποφάσεις, δεν είναι καλόπιστα και υποδηλώνουν προσπάθεια εκτροπής της διαδικασίας.
Επιπρόσθετα, στην Ε/Δ Πινδάρου αναφέρεται ότι δεν παρουσιάστηκε τεκμηριωμένη ένδειξη περί ύπαρξης πραγματικής ή έστω πιθανολογούμενης αδικοπραξίας από τελικό αδικοπραγούντα, ούτε οποιαδήποτε ανάμειξη της Καθ’ης η Αίτηση σε ενδεχόμενη παρανομία και ο ομνύοντας περαιτέρω εξήγα γιατί δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του Ν.14/60 αλλά και πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος Norwich.
Αναφορικά με την ένσταση του Ε.Μ. ημερ. 21.07.25 αυτή υποστηρίζεται από 14 λόγους ένστασης που συνοπτικά έχουν ως εξής: (1) η επίδικη αίτηση είναι νομικά αβάσιμα, (2) η αίτηση βασίζεται σε λανθασμένα γεγονότα με βάση την νομολογία καθώς η Αιτήτρια επιζητεί τα αιτούμενα διατάγματα όχι για εξεύρεση τρίτου άγνωστου προσώπου ο οποίος αδικοπράγησε κατά της Αιτήτριας αλλά για σκοπούς ετοιμασίας Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, (3) το Ε.Μ. ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες της Καθ’ης η Αίτηση και ουδέποτε απέκρυψε οτιδήποτε από οποιονδήποτε ιδιοκτήτη στο κτηριακό συγκρότημα της πολυκατοικίας, συμπεριλαμβανομένου της Αιτήτριας, (4) η αίτηση είναι πρόωρη καθώς αξιώνονται διατάγματα αποκάλυψης πριν το στάδιο όπου γίνεται αποκάλυψη εγγράφων μεταξύ των μερών, (5) η αίτηση είναι καταχρηστική καθώς έχει ήδη καταχωρηθεί ανταπαίτηση εναντίον της Καθ’ης η Αίτηση, (6) η αίτηση είναι γενική και αόριστη καθιστώντας την συμμόρφωση αδύνατη σε περίπτωση έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, (7) η αίτηση είναι παραπλανητική καθώς το ενδιαφερόμενο μέρος δεν έχει υποχρέωση να παράσχει πληροφορίες σε μη εξουσιοδοτημένο, από την Καθ’ης η αίτηση, ελεγκτικό οίκο, το οποίο θα συνιστούσε παραβίαση προσωπικών δεδομένων των ιδιοκτητών, (8) δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 και οι προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, ούτε το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, (9) το Ε.Μ. καθ’ όλη τον ουσιώδη χρόνο ενημέρωνε και εξακολουθεί να ενημερώνει ανελλιπώς τους ιδιοκτήτες του συγκροτήματος της πολυκατοικίας, συμπεριλαμβανομένης της Αιτήτριας, για τις οικονομικές καταστάσεις του συγκροτήματος, (10) η αίτηση δεν αναγράφει το ορθό όνομα του Ε.Μ. και (11) το Ε.Μ. ενεργεί για λογαριασμό της Καθ’ης η Αίτηση και έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα προκαλέσει παραβίαση του Ν.125(Ι)/18.
H ένσταση του Ε.Μ. βασίζεται στον Κ. 23 των Κ.Π.Δ. 2023, στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, στο άρθρο 15 του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου του 2018, Ν.125(Ι)/2018 και στην νομολογία.
H ένσταση του Ε.Μ. υποστηρίζεται από την Ε/Δ Χριστοφόρου (εφ’εξης «η Ε/Δ Χριστοφόρου»), ο οποίος είναι ο διευθυντής στο γραφείο του Ε.Μ. και εξουσιοδοτημένος να προβεί στην παρούσα ένορκη δήλωση. Στην Ε/Δ Χριστοφόρου αναφέρεται το ορθό όνομα του Ε.Μ. και πως αυτό μετονομάστηκε στις 22.04.1988. Προς τούτο πιστοποιητικό αλλαγής ονόματος του Ε.Μ. ημερ. 22.04.1998 κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1. Ο ομνύοντας ανάφερε ότι επί τακτικής βάσης το Ε.Μ. από το 1996 που συμπληρώθηκε το συγκρότημα της πολυκατοικίας μέχρι σήμερα παρείχε πλήρης στοιχεία εσόδων – εξόδων του συγκροτήματος της πολυκατοικίας σε όλους τους ιδιοκτήτες. Περαιτέρω, επιβεβαιώνει ότι δεν παρείχε στοιχεία σε ελεγκτή τον οποίο επέλεξε η Αιτήτρια καθώς δεν διορίστηκε από την Καθ’ης η Αίτηση. Επιπλέον, ο ομνύοντας αναφέρει ότι το Ε.Μ. δεν διατηρεί στοιχεία ή έγγραφα πέραν από 10 χρόνια στο παρελθόν και ότι σε περίπτωση έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων θα είναι αδύνατη η συμμόρφωση. Συνεπώς, θέση του ομνύοντα είναι ότι η επίδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Συμπληρωματικές Ένορκες Δηλώσεις Αιτήτριας
Η Αιτήτρια προέβη σε δυο συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις εις απάντηση των Ε/Δ της Καθ’ης η Αίτηση και του Ε.Μ.
Ειδικότερα, η Ένορκη Δήλωση του κ. «D.Β» στην αγγλική γλώσσα προσκομίζεται ως Τεκμήριο Β στην Ένορκη Δήλωση της Β. Συμεού και πιστή μετάφραση αυτής στην ελληνική γλώσσα ως Τεκμήριο Α στην Ένορκη Δήλωση της Β. Συμεού ημερ. 22.07.25, η οποία είναι ασκούμενη δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Αιτήτρια και αναφέρει πως γνωρίζει καλά την αγγλική γλώσσα. Στην προαναφερθείσα Ε.Δ. του κ. «D.Β» (εφ’εξης «η Ε.Δ. D.Β») εις απάντηση της Ε/Δ Πινδάρου, ο ομνύοντας αναφέρει ότι είναι αντιπρόσωπος της Αιτήτριας και δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση. Περαιτέρω, αναφέρεται στον Πρότυπο Κανονισμό 46 του Κεφ. 224 και πως δεν τίθεται ζήτημα χρονικού περιορισμού αυτού. Προς τούτο προσκόμισε, ως Τεκμήριο 12, φωτογραφία από την ιστοσελίδα του Κτηματολογίου (από το 1993 και 1963) όπου κατά την θέση του διαφαίνεται το κτίσιμο των «Μπλοκ Α και F» ταυτόχρονα. Περαιτέρω αναφέρει ότι με βάση τον Πρότυπο Κανονισμό 45 η Καθ’ης η Αίτηση τηρεί καταστάσεις εσόδων και εξόδων και τις υποβάλλει προς έγκριση με όλες τις σχετικές αποδείξεις και στοιχεία στην τακτική γενική συνέλευση. Συνεπώς, απορρίπτει την θέση της Καθ’ης η αίτηση ότι δεν φέρει ευθύνη για την φύλαξη και τήρηση των οικονομικών καταστάσεων, ως αβάσιμο. Αναφορά γίνεται επιπλέον στον τρόπο υπολογισμού των κοινόχρηστων που ακολουθείται από το Ε.Μ. και ότι αυτό αντιβαίνει την νομοθεσία για πληρωμή κοινόχρηστων με βάση τα τετραγωνικά μέτρα της κάθε μονάδας. Προς απόδειξη της θέση του αυτής προσκομίζονται καταστάσεις λογαριασμού του 1997 και 2010 (Τεκμήριο 7), πίνακας αναφορικά με ποια θα έπρεπε να ήταν η συνεισφορά έκαστου διαμερίσματος με βάση τα τετραγωνικά μέτρα αυτής καθώς και των ιδιοκτητών που αποκλείστηκαν (Τεκμήριο 8) και «Ανάλυση των Εξόδων» και η σχετική Τριμηνιαία Δήλωση που εκδόθηκε από το Ε.Μ. (Τεκμήριο 9). Επιπλέον, στην Ε.Δ. D.Β αναφέρεται στον παράνομο αποκλεισμό του «Μπλοκ F» από την συμμετοχή στα κοινόχρηστα χωρίς να έχει νομίμως διαχωριστεί από την υπόλοιπη πολυκατοικία, γεγονός που ανακάλυψε το καλοκαίρι του 2023. Συνεπώς, τα αιτούμενα διατάγματα είναι αναγκαία για να τεκμηριώσει η Αιτήτρια την πιο πάνω θέση της. Περαιτέρω, ο ομνύοντας αναφέρεται και σε υπερχρεώσεις αναφορικά με τα κοινόχρηστα και γι’αυτό επιβάλλεται η πρόσβαση στις απαιτούμενες οικονομικές καταστάσεις.
Ο ομνύοντας περαιτέρω αναφέρεται και στην πισίνα ότι δεν λειτουργεί και δεν έχει άδεια λειτουργίας εξαιτίας της Καθ’ης η Αίτηση. Περαιτέρω αναφορά γίνεται από τον ίδιο σχετικά με τον νομότυπο της πρόσληψης της «Cyause Audit Services Ltd», που έλαβε χώρα περί την 17/09/23 με απόφαση των 2/3 μελών της τότε Διαχειριστικής Επιτροπής ενώ αναφέρει ότι η Αιτήτρια δεν έλαβε γνώση για την πρόσληψη της ελεγκτικής εταιρείας «Soutzis Prime Audit». Στην Ε.Δ. D.Β αναφέρεται ότι το Ε.Μ. δρα αυθαίρετα χωρίς κανένα έλεγχο και/ή εποπτεία από την Καθ’ης η Αίτηση ενώ προβάλει τον ισχυρισμό ότι ο ίδιος, όταν ήταν μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής, δεν είχε αρμοδιότητες οικονομικού ελέγχου που ασκούσε η κα. «Α.Ε.S», ως υποδηλώνει σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα που κατέθεσε ως Τεκμήριο 10. Συνεπώς, θέση της Αιτήτριας είναι ότι ουδέποτε είχε στην κατοχή της αποδείξεις/τιμολόγια, τα οποία ζήτησε.
Αναφορά γίνεται από τον ομνύοντα στους ιδιοκτήτες του καταστήματος […] Μπλοκ […] και ότι πιθανόν να εξυπηρετούνται συμφέροντα με την παράνομη απαλλαγή τους από την πληρωμή των κοινόχρηστων. Προς τούτο προσκόμισε σχετικό Πιστοποιητικό Έρευνας ημερ. 24.01.25 που κατάθεσε ως Τεκμήριο 11. Στην Ε.Δ. D.Β επαναλαμβάνει ότι τα αιτούμενα διατάγματα επιζητούνται για να υπερασπιστεί ορθά και δίκαια η Αιτήτρια τον εαυτό της, να προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και να στοιχειοθετήσει με ακρίβεια την ανταπαίτηση της. Επιπλέον αναφέρεται ο ομνύοντας στην μη νόμιμη σύσταση της Καθ’ης η Αίτηση για το οποίο αποτάθηκε αρχικά με αίτηση στον Διευθυντή του Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού και ακολούθως προχώρησε στην καταχώρηση Αίτησης/Έφεσης 99/24, όπου επιφυλάχθηκε απόφαση. Ο ομνύοντας επιπλέον αναφέρει ότι η αποκάλυψη εγγράφων γίνεται σε κατοπινό στάδιο μετά την καταχώρηση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης και επειδή δεν γνωρίζει αν αυτά θα αποκαλυφθούν από την Αιτήτρια και σε περίπτωση μη αποκάλυψης θα προχωρά η απαίτηση και θα βρίσκεται η Αιτήτρια σε δυσμενέστερη θέση.
Η Αιτήτρια προχώρησε επίσης και στην καταχώρηση Ένορκης Δήλωσης του κ.«D.Β» στην αγγλική γλώσσα ως Τεκμήριο Β στην Ένορκη Δήλωση της Ν. Παπακωνσταντίνου και πιστή μετάφραση αυτής στην ελληνική γλώσσα ως Τεκμήριο Α στην Ένορκη Δήλωση της Ν. Παπακωνσταντίνου ημερ. 23.07.25, η οποία είναι δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Αιτήτρια και αναφέρει πως γνωρίζει καλά την αγγλική γλώσσα. Στην προαναφερθείσα Ε/Δ. του κ. «D.Β» (εφ’εξης «η Ε.Δ. D.Β 1»), εις απάντηση της Ε/Δ Χριστοφόρου, ο ομνύοντας αναφέρει ότι είναι αντιπρόσωπος της Αιτήτριας και δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί και σε αυτήν την Ε.Δ. Περαιτέρω, ο ομνύοντας επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς του αναφορικά με την πρόσληψη της «Cyause Audit Services Ltd» και πως τεκμηριώνεται από το Τεκμήριο 4. Στην Ε.Δ. D.Β 1 αναφέρεται ότι ο ομνύοντας ζήτησε τις απαιτούμενες πληροφορίες από το Ε.Μ. στις 02.10.23, όταν ήταν ακόμα μέλος της τότε Διαχειριστικής επιτροπής (ενώ ακολούθως παραιτήθηκε στις 08.10.23), όπου το Ε.Μ. αρνήθηκε να προσκομίσει στην Αιτήτρια τις οικονομικές καταστάσεις για τις περιόδους 2019 έως 2021. Προς τούτο προσκόμισε, ως Τεκμήριο 13, την σχετική ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ των μερών. Ο ομνύοντας επαναλαμβάνει ότι δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός για διατήρηση των απαιτούμενων εγγράφων και ούτε η προσκόμιση τους παραβιάζει προσωπικά δεδομένα, αφού οι ιδιοκτήτες μονάδων δικαιούνται διά νόμου πρόσβαση και επιθεώρηση σε προσωπικές πληροφορίες των άλλων ιδιοκτητών, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Κεφ. 224. Τέλος, ο ομνύοντας αναφέρεται στις συνθέσεις των διευθυντών του Ε.Μ. και των ιδιοκτητών των καταστημάτων […] στο «Μπλοκ […]» και πως είναι τα ίδια άτομα. Προς τούτο προσκομίζει, ως Τεκμήριο 14, ηλεκτρονική έρευνα του Έφορου Εταιρειών και Διανοητικής Ιδιοκτησίας αναφορικά με τους Διευθυντές και Γραμματέας των εταιρειών αυτών.
Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση Καθ’ης η Αίτηση
Η Σ.Ε.Δ. της Καθ’ης η Αίτηση ημερ. 06.08.25 γίνεται από την Α. Ζαχαριάδη (εφ’εξής «η Ε/Δ Ζαχαριάδη»), η οποία είναι ασκούμενη δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Καθ’ης η Αίτηση και εξουσιοδοτημένη να προβεί στην παρούσα Σ.Ε.Δ. Αναφορά γίνεται από την ομνύουσα στο ότι ο Κανονισμός 46 του Κεφ. 224 αναφέρεται σε επιθεώρηση, των καταστάσεων εσόδων και εξόδων και στις σχετικές αποδείξεις και στοιχεία, εντός εύλογου χρόνου και επαναλαμβάνει ότι η Αιτήτρια λάμβανε τις οικονομικές καταστάσεις από το Ε.Μ. κάθε χρόνο πριν από την Ετήσια Γενική Συνέλευση. Περαιτέρω, η ομνύουσα αναφέρει ότι ο κ «D.B», όταν ήταν μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής, μια από τις κύριες αρμοδιότητες του ήταν η εξέταση των οικονομικών καταστάσεων που διανέμονταν στους ιδιοκτήτες. Στην Ε/Δ Ζαχαριάδη επαναλαμβάνονται αρκετοί ισχυρισμοί που αναφέρθηκαν στην Ε/Δ Πινδάρου σχετικά με την ασάφεια των αιτούμενων διαταγμάτων, την μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, την έλλειψη υποχρέωσης διατήρησης λογιστικών αρχείων πέραν της επταετίας, την καταβολή των κοινόχρηστων από την Αιτήτρια όταν ο κ. «D.B» ήταν μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής μέχρι την παραίτηση του και ότι η Καθ’ης η Αίτηση συνεργάζεται με εγκεκριμένο λογιστή και προς τούτο προσκόμισε, ως Τεκμήριο 1, σχετική βεβαίωση ημερ. 16.07.25. Αναφορά γίνεται από την ομνύουσα στο σύστημα κατανομής των κοινόχρηστων στη βάση ψήφων και πως αυτό υπολογίζεται και είναι αποδεκτός από όλους τους συνιδιοκτήτες χωρίς να αμφισβητείται η νομιμότητα αυτού. Προς τούτο προσκόμισε, ως Τεκμήριο 2, έγγραφο από τον εργολάβο, κατά την ανέγερση της πολυκατοικίας, αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμό ψήφων. Η ομνύουσα αναφέρει επιπλέον ότι ο αποκλεισμός του «Μπλοκ Φ» από τα κοινόχρηστα είναι ζήτημα που συνδέεται με την ουσία της διαφοράς και θα κριθεί κατά την ακροαματική διαδικασία ενώ αρνείται τον ισχυρισμό περί κοινής πρόσληψης της εταιρείας «Cyause Audit Services Ltd» και επαναλαμβάνει την θέση της για διορισμό της ελεγκτικής εταιρείας «Soutzis Prime Audit».
Γραπτές Αγορεύσεις των μερών
Στα πλαίσια της επίδικης αίτησης ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε και αμφότεροι συνήγοροι αγόρευσαν γραπτώς και προφορικά προς υποστήριξη των θέσεων τους. Σημειώνεται ότι κατά την ακρόαση της παρούσας αίτησης, αναφέρθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο της Αιτήτριας ότι δεν επιμένουν στο αιτητικό (3) της επίδικης αίτησης για έκδοση διατάγματος αναστολής της προθεσμίας καταχώρησης της Ε/Υ και τυχόν ανταπαίτησης, ενόψει της καταχώρησης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, εκ μέρους της Αιτήτριας, στις 03.06.25, ήτοι ημερομηνία μεταγενέστερη της επίδικης αίτησης. Αναφέρω επιπλέον, ότι ακολούθως, στις 16.06.25 καταχωρήθηκε στον ηλεκτρονικό φάκελο της παρούσας απαίτησης η Απάντηση στην Υπεράσπιση και η Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση της Ενάγουσας και στις 6.08.25 η Απάντηση στην Υπεράσπιση της Εναγόμενης.
Εξέτασα με πολύ προσοχή τις θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων και την Νομολογία στην οποία παρέπεμψαν το Δικαστήριο για σκοπούς υποστήριξης των θέσεων που εγείρουν. Σημειώνεται ότι στην αγόρευση της Εναγόμενης/Αιτήτριας γίνεται αναφορά στον Κ.25.1.(γ)(ii) και 25.5.(1)(β) και 25.5.(2)(β) των Κ.Π.Δ. 2023 καθώς και προβάλλεται θέση ότι η Αιτήτρια έπεσε θύμα απάτης. Τέτοια νομική βάση και τέτοιοι ισχυρισμοί δεν προωθούνται μέσω της επίδικης αίτησης και της πιο πάνω προσκομισθείσας μαρτυρίας. Ούτε καν στα δικόγραφα της Αιτήτριας, που καταχωρήθηκαν μεταγενέστερα της επίδικης αίτησης, προβάλλεται ισχυρισμός ότι η Αιτήτρια έπεσε θύμα απάτης. Συνεπώς, οι προαναφερθέντες Κανονισμοί καθώς και ο ισχυρισμός περί απάτης, ως μη επίδικο, δεν θα τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης της επίδικης αίτησης.
Νομική Πτυχή
Ως προανάφερα η επίδικη αίτηση καταχωρήθηκε πριν την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση της Εναγόμενης ημερ. 03.06.25. Η δυνατότητα παροχής ενδιάμεσης θεραπείας πριν την έγερση απαίτησης είναι πλέον επιτρεπτό με βάση τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (εφ’εξής «οι Κ.Π.Δ. 2023»). Ειδικότερα, ως προς τα εγειρόμενα ζητήματα, ο Κ.25.1 (θ) και (ι) των Κ.Π.Δ. 2023 διαλαμβάνουν ότι:
«25.1. Διατάγματα για ενδιάμεσες θεραπείες
(1) Οι ενδιάμεσες θεραπείες, τις οποίες δύναται να χορηγήσει το δικαστήριο, περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται στις ακόλουθες:
[…]
(θ) διάταγμα αποκάλυψης εγγράφων ή επιθεώρησης περιουσίας πριν από την έγερση απαίτησης
(ι) διάταγμα σε συγκεκριμένη διαδικασία για αποκάλυψη εγγράφων ή επιθεώρηση περιουσίας εναντίον μη διαδίκου»
Περαιτέρω, ο Κ.25.2 διαλαμβάνει τα εξής ως προς τον χρόνο έκδοσης ενδιάμεσου διατάγματος για ενδιάμεση θεραπεία
«25.2. Χρόνος έκδοσης διατάγματος για ενδιάμεση θεραπεία
(1) Διάταγμα για ενδιάμεση θεραπεία μπορεί να εκδοθεί σε οποιοδήποτε χρόνο περιλαμβανομένου του χρόνου:
(α) πριν από την καταχώριση απαίτησης· και
(β) μετά την έκδοση απόφασης.
(2) Ωστόσο:
(α) η παράγραφος (1) τελεί υπό την επιφύλαξη οποιασδήποτε άλλης πρόνοιας σε κανονισμό ή νομοθεσία η οποία προνοεί διαφορετικά·
(β) το δικαστήριο δύναται να χορηγήσει ενδιάμεση θεραπεία πριν από την καταχώριση απαίτησης μόνο αν:
(i) το θέμα είναι επείγον ή
(ii) υφίστανται άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις.»
Οι Κ.25.1 (θ) και (ι) των Κ.Π.Δ. 2023 αντιστοιχούν στους Κ.25.1 (j) και (k)[1] των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας της Αγγλίας, όπου εκεί προκύπτει ότι τέτοια διατάγματα εκδίδονται κάτω από συγκεκριμένες διατάξεις των Senior Courts Act 1981 και του County Courts Act 1984 που αφορούν προσωπικές βλάβες ή θάνατος. Οι Κ.Π.Δ. 2023 δεν διαφαίνεται να τυγχάνουν τέτοιο περιορισμό όμως δεν είναι ξεκάθαρο ποια είναι η «συγκεκριμένη διαδικασία» για έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος αποκάλυψης εγγράφων ή επιθεώρησης περιουσίας εναντίον μη διαδίκου.
Αναφορικά με τα εγειρόμενα ζητήματα φρονώ είναι σχετικός ο Κ.31.6 των Κ.Π.Δ. 2023, επί του οποίου όμως δεν βασίζεται η επίδικη αίτηση. Ειδικότερα o K.31.6 των Κ.Π.Δ. 2023 προνοεί τα εξής:
«31.6. Ειδική Αποκάλυψη από μη διάδικο
(1) Διάδικος έχει το δικαίωμα, εντός του χρόνου ο οποίος έχει διαταχθεί από το δικαστήριο, να υποβάλει αίτηση για έκδοση διατάγματος Ειδικής Αποκάλυψης Εγγράφων εναντίον προσώπου το οποίο δεν είναι διάδικος στην απαίτηση.
(2) Η αίτηση πρέπει να υποστηρίζεται από μαρτυρία για τα θέματα τα οποία αναφέρονται στον κανονισμό 31.5(2).
(3) Χωρίς επηρεασμό της εξουσίας του δικαστηρίου να διατάξει αποκάλυψη και προσαγωγή εγγράφων από μη διάδικο, δυνάμει οποιουδήποτε άλλου κανονισμού ή νόμου, το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα, δυνάμει του παρόντος κανονισμού μόνο όταν:
(α) έχουν ικανοποιηθεί οι απαιτήσεις του κανονισμού 31.6(2)·
(β) δεν εφαρμόζεται κανένας από τους λόγους ένστασης οι οποίοι παρατίθενται στον κανονισμό 31.5(7).»
Θεωρώ ορθό στο σημείο αυτό να τονίσω, σε αντίθεση με όσα αναγράφονται στις Γραπτές Αγορεύσεις της Αιτήτριας, ότι άλλο αποτελεί η αποκάλυψη εγγράφων πριν την έγερση απαίτησης με βάση τις πιο πάνω διατάξεις των Κ.Π.Δ. 2023 και άλλο η έκδοση διατάγματος τύπου «Norwich», ως τα αιτητικά της επίδικης αίτησης. Από την ερμηνεία των Κ.Π.Δ. 2023 προκύπτει ότι μέσω αυτών παρέχεται πλέον η διαδικασία με την οποία μπορεί να ζητηθεί, πριν από την έγερση απαίτησης, η έκδοση διατάγματος αποκάλυψης κατά προσώπου που πιθανό να είναι διάδικος σε επακόλουθη δικαστική διαδικασία. Σε αντιδιαστολή με τα διατάγματα τύπου Norwich, που, ως θα αναφέρω κατωτέρω, εκδίδονται, υπό προϋποθέσεις, προκειμένου o Αιτητής να λάβει, συμπεριλαμβανομένου από πρόσωπο που δεν θα είναι διάδικος σε μεταγενέστερη διαδικασία, πληροφορίες και/ή έγγραφα με τα οποία να αποκαλύπτεται ο αδικοπραγούντας και με τα οποία δύναται να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα.
Τα διατάγματα αποκάλυψης τύπουNorwich Pharmacal έλαβαν το όνομα τους από την ομώνυμη υπόθεση Norwich Pharmacal Co and others v. Commissioners of Customs & Excise [1973] 2 All E.R. 943 (βλ. επίσης Banker's Trust v. Shabira [1980] 1 W.L.R. 1274) και αποτελούν δημιούργημα του δικαίου της επιείκειας. Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου RPM Services Europe Ltd v. 1. Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. Πολιτική Έφεση Αρ. Ε137/2021, ημερ. 31.01.24, συνοψίστηκαν οι αρχές έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
«Τέτοια διατάγματα αποτελούν σημαντικό εργαλείο για τους διάδικους που επιτρέπει στο θύμα αδικοπραξίας να λάβει πληροφορίες και/ή έγγραφα με τα οποία να αποκαλύπτεται ο αδικοπραγούντας και με τα οποία δύναται να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα. Τα διατάγματα αυτά μπορούν να εκδοθούν, όχι μόνο εναντίον του καθ'αυτού αδικοπραγούντα αλλά και εναντίον κάθε ατόμου που αποδεικνύεται ότι έλαβε μέρος ή αναμείχθηκε στην παράνομη πράξη, έστω και άθελα του.
Η θεραπεία που ζητείται με αίτηση έκδοσης διαταγμάτων αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal, μπορεί να εγκριθεί όταν η αίτηση επιζητεί αποκάλυψη σημαντικών πληροφοριών, ώστε να καταστεί δυνατή η καταχώριση της απαίτησης. Στην υπόθεση Avila Management Services Ltd κ.α. v. Stepanek κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1403, γίνεται νομολογιακή ανασκόπηση των εφαρμοστέων αρχών και τονίζεται το επιβεβλημένο καθήκον ατόμου, το οποίο αναμείχθηκε σε αδικοπραξίες άλλων, χωρίς κατ' ανάγκη να υπέχει προσωπική ευθύνη, να διευκολύνει δίνοντας πλήρεις πληροφορίες, συμβάλλοντας έτσι στην επιτυχή προώθηση αξιώσεων μέσω της λήψης δικαστικών μέτρων εναντίον όλων όσων ενέχονται σε αδικοπραξίες.
Τα κυπριακά δικαστήρια επίσης, υιοθετώντας τη σχετική επί του θέματος απόφαση Mitsui & Co Ltd v. Nexen Petroleum UK Ltd [2005] EWHC 625, ελέγχουν κατά πόσο εφαρμόζονται οι ειδικές προϋποθέσεις οι οποίες και θα πρέπει να συντρέχουν προς έκδοση διαταγμάτων αυτής της μορφής με προεξάρχουσα το συμφέρον της δικαιοσύνης. Αυτές είναι:
  1. πρέπει να έχει λάβει χώρα ή κατ' ισχυρισμό να έχει λάβει χώρα μία  αδικοπραξία από έναν τελικό αδικοπραγούντα, 
2. πρέπει να διαπιστώνεται  ανάγκη για την έκδοση διατάγματος, ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής  εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και 
  3. το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση, πρέπει α) να έχει  αναμιχθεί κατά τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και β) να είναι σε  θέση ή πιθανόν να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες που θα  καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος. 
  Όπως έχει αναφερθεί και στην METAQUOTES  SOFTWARE  LTD κ.α.  ν. DABABOU  Πολιτική Έφεση αρ. Ε324/16, ημερ.  14.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A501, ECLI:CY:AD:2018:A501, η δυνατότητα έκδοσης  διατάγματος και αυτής της μορφής τελεί πάντοτε υπό την αίρεση της διακριτικής  ευχέρειας του Δικαστηρίου. Τελικό ζητούμενο δεν θα πρέπει να είναι η ευκολία ή  η επιθυμία λήψης των πληροφοριών, αλλά η αναγκαιότητα του όλου εγχειρήματος. Με  αυτά ως δεδομένα, αίτημα για αποκάλυψη δεν είναι ορθό να ικανοποιηθεί, αν οι  αξιούμενες πληροφορίες μπορούν να ληφθούν με κάποιο άλλο διαθέσιμο τρόπο ή αν  το Δικαστήριο δεν πεισθεί περί της πραγματικής πρόθεσης έγερσης αγωγής εναντίον  του αδικοπραγούντα»  
Συνεπώς η έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης τύπου «Norwich» αναγνωρίζεται από την Κυπριακή Νομολογία (βλ. Avila (ανωτέρω) και Penderhill Holdings Ltd κ.ά. ν. Ιωάννη Κλουκινά (2014) 1 Α.Α.Δ. 118), εφόσον βέβαια ικανοποιηθούν οι ακόλουθες τρείς προϋποθέσεις προκειμένου το Δικαστήριο να ενασκήσει τις εξουσίες του και να διατάξει την έκδοση Διατάγματος τύπου «Norwich»:
(α) Θα πρέπει να έχει διαπραχθεί αδικοπραξία ή πιθανή αδικοπραξία από ένα τελικό αδικοπραγήσαντα,
(β) Θα πρέπει να υφίσταται ανάγκη για την έκδοση διατάγματος ώστε να μπορεί να εγερθεί αγωγή κατά του τελικού αδικοπραγήσαντα και
(γ) το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται το διάταγμα:
i) να είναι αναμειγμένο έτσι ώστε να έχει διευκολύνει τη διάπραξη του αδικήματος, και
ii) να είναι ικανό η πιθανώς ικανό να παράσχει πληροφορίες που είναι απαραίτητες προκειμένου να δύναται να εναχθεί ο αδικοπραγήσαντας.
Χρήσιμη καθοδήγηση αναφορικά με την ικανοποίηση των πάνω προϋποθέσεων, υπό το φως της Αγγλικής Νομολογίας, γίνεται στην πρωτόδικη απόφαση TSVETAN VASSILEV ν. 1. BAKER TILLY KLITOU AND PARTNERS LTD, Αρ. Αίτησης 1030/24, ημερ. 30.05.25 της Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ. Επιπρόσθετα, στην Avila (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής:
«Βεβαίως, η δυνατότητα έκδοσης του διατάγματος τελεί πάντοτε υπό την αίρεση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου το οποίο δεν θα ικανοποιήσει το αίτημα εάν οι πληροφορίες μπορούν να ληφθούν με κάποιο άλλο διαθέσιμο τρόπο ή το Δικαστήριο δεν πεισθεί ότι υπάρχει πράγματι πρόθεση έγερσης αγωγής εναντίον του αδικοπραγούντος. Περαιτέρω το Δικαστήριο θα ζυγίσει παράγοντες όπως τη σοβαρότητα της συμπεριφοράς του κατ’ισχυρισμόν αδικοπραγούντος, (Interbrew SA v. Financial Times Ltd The Times 4.1.2002). Το ζητούμενο δεν είναι η ευκολία ή η επιθυμία λήψης των πληροφοριών, αλλά η αναγκαιότητα του όλου εγχειρήματος. Εάν υπάρχουν γεγονότα τα οποία χρήζουν διερεύνησης κατά τη δίκη, δεν θεωρείται πρέπον να εκδοθεί διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal επί αιτήματος πριν την ίδια τη δίκη. Το διάταγμα δεν αποσκοπεί στην απλή ικανοποίηση της λήψης στοιχείων για σκοπούς περιέργειας.»
Περαιτέρω, στην Abyzov, Πολ. Αίτηση 217/2019 ημ. 20/01/2020, ECLI:CY:AD:2020:D19, λέχθηκαν τα πιο κάτω, αναφορικά με την φύση των διαταγμάτων τύπου Norwich:
«Θα πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι διαδικασίες τύπου Norwich Pharmacal δεν είναι συνηθισμένη διαδικασία αντιπαλότητας αλλά διαδικασία που έχει ως σκοπό την αποκάλυψη σχετικών στοιχείων, με το ποιος θα εναχθεί, την αιτία αγωγής, την διαμόρφωση της τελικής θεραπείας εναντίον του αδικοπραγούντος, την τυχόν έκδοση προσωρινών θεραπειών (ενδιάμεσο διάταγμα) και ακόμη σε σχέση με την εφαρμογή/εκτέλεση τυχόν μελλοντικής απόφασης.
Οι προϋποθέσεις όμως έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων εξετάζονται κατ΄επίκληση και εφαρμογή του άρθρου 32 του Ν.14/60, εφόσον αξιώνεται ως ενδιάμεση θεραπεία, γι΄αυτό και πρέπει το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί πρωταρχικώς για τη συνδρομή των προϋποθέσεων του αρθ.32 του Ν.14/60 (βλ. Αθανασίου κ.ά. ν. Οντόνι (2014) 1 Α.Α.Δ. 2669, Sobolev κ.α. ν. Weitzer, Πολιτική Έφεση Ε177/2018 ημερ. 21.05.2019).
Οι προϋποθέσεις που πρέπει απαραίτητα να συνυπάρχουν για να δικαιολογείται η έκδοση προσωρινού διατάγματος, με βάση το άρθρο 32 του Ν.14/60 και ως έχει αναλυθεί και ερμηνευθεί σε σωρεία αποφάσεων των Κυπριακών Δικαστηρίων (βλ. μεταξύ άλλων τις κλασσικές αυθεντίες Odysseos v Pieris Estates Ltd (1982) 1 C.L.R 557 και ΚΟΤ ν Θεωρή (1989) 1 Α.Α.Δ. 255) είναι:
(α) Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση,
(β) Η ύπαρξη πιθανότητας ότι ο αιτητής να δικαιούται σε θεραπεία
(γ) Θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο εκτός αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.
Όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd. and Others (1982) 1 C.L.R. 557, το θέμα δεν τελειώνει εδώ, και το Δικαστήριο πρέπει επιπρόσθετα να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει τέτοιο διάταγμα (βλ. Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Πασχάλη Χ΄΄Βασίλη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 152).
Σύμφωνα με την νομολογία, για σκοπούς ικανοποίησης της πρώτης προϋπόθεσης, δηλαδή της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, είναι αρκετό να αποκαλύπτεται συζητήσιμη υπόθεση με βάση τα δικόγραφα (βλ. Κωνσταντίνος Λόρδος κ.ά ν. Πέτρου Σιακόλα κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε143/2015, ημερ. 23.03.2017, ECLI:CY:AD:2017:A102). Επίσης, το σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση μπορεί να εξακριβωθεί μέσα από τις ένορκες δηλώσεις που έχουν καταχωρηθεί και που μπορούν να αποτελέσουν το πραγματικό υπόβαθρο για την εξακρίβωση εάν όντως αντικειμενικά εξακριβώνεται συζητήσιμη υπόθεση ούτως ώστε να πληρείται η πρώτη προϋπόθεση (βλ. Resola (Cyprus) Ltd v Χάρη Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598).
Σε ότι αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, ήτοι αυτή της ύπαρξης πιθανότητας επιτυχίας, είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι, με βάση την ενώπιον του μαρτυρία, υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας (βλ. Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253). Χρήσιμη καθοδήγηση παρέχεται στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. CYFIELD-NEMESIS κ.ά., Πολ.Έφ. Ε52/21 ημερ. 10.02.22, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
«Η δεύτερη προϋπόθεση, εξυπακούει την ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας της αγωγής, όρος που, κατά την Odysseos, έχει την έννοια ότι ο αιτητής οφείλει να καταδείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας, δηλαδή κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά πολύ λιγότερο από το επίπεδο που καθορίζει το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις, γνωστό ως «ισοζύγιο των πιθανοτήτων». Η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο αιτητής σε θεραπεία συσχετίζεται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα, με βάση τη μαρτυρία που παρουσιάζει («evidential strength of the case of the plaintiff»). Η αξιολόγηση γίνεται χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται στην ουσία και πολύ περισσότερο να καταλήγει σε ευρήματα επί της ουσίας. Σε αυτό το στάδιο αξιολογείται η αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του διαδίκου που ζητά ενδιάμεση θεραπεία, σε συνάρτηση με τυχόν αντίθετη εκδοχή, για τους περιορισμένους σκοπούς της διαδικασίας (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Demades Overseas Ltd v. Studio Ma. St Ltd (1996)1 Α.Α.Δ. 799, Bacardi & CoLtd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015, Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980, Μιχαηλίδης v. Παπακυριακού (2004) 1 Α.Α.Δ. 209, Λόρδος κ.α. ν. Σιακόλα κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε143/2015, ημερ. 23.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A102, Gabov v. Bakadri Limited κ.α., Πολ. Έφ. Αρ. Ε148/20, ημερ. 20.12.2021).»
Επομένως, το Δικαστήριο, στο στάδιο αυτό, δεν αξιολογεί την προσαχθείσα μαρτυρία και δεν προβαίνει σε ευρήματα αναφορικά με τους συγκρουόμενους ισχυρισμούς των διαδίκων. Κάτι τέτοιο θα γίνει όταν το Δικαστήριο θα ακούσει την υπόθεση στην ουσία της. Περεταίρω, όσον αφορά την ορατή πιθανότητα επιτυχίας, στο σύγγραμμα των Π. Αρτέμη &, Γ. Ερωτοκρίτου, «Διατάγματα/Injunctions» (2016) 1η έκδοση στη σελ. 128-129 αναφέρονται τα εξής σχετικά:
«…η διακρίβωση της πιθανότητας επιτυχίας γίνεται με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία. Γι’ αυτό και είναι επάναγκες όπως η μαρτυρία να αναφέρεται με ακρίβεια στα γεγονότα από τα οποία καταδεικνύεται η ύπαρξη πιθανότητας. Στην ένορκη δήλωση πρέπει να αποφεύγονται οι γενικότητες. Το δικαστήριο από τα ενώπιον του στοιχεία μπορεί να σχηματίσει την άποψη ότι υπάρχουν πιθανότητες επιτυχίας…»
(υπογράμμιση του Δικαστηρίου).
Τέλος, όσο αφορά την τρίτη προϋπόθεση, σύμφωνα με την νομολογία, η «ανεπανόρθωτη βλάβη» υπάρχει και εξακριβώνεται εάν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, όπως για παράδειγμα εάν η ζημιά που θα υποστεί δεν μπορεί να επανορθωθεί με την καταβολή χρηματικών αποζημιώσεων ή δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα έχοντας πάντοτε υπόψη ότι η έννοια της πλήρους δικαιοσύνης δεν συναρτάται πάντοτε με την υλική αποκατάσταση (βλ Highgate Primary School Ltd κ.α. v Φυλακτίδη κ.α. (2009) 1 ΑΑΔ 317). Το Δικαστήριο κατά τη διαμόρφωση της δικανικής του κρίσης αναφορικά με το κατά πόσον πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση λαμβάνει υπόψη του και άλλους παράγοντες και κριτήρια πέραν της ζημιάς του Αιτητή, όπως για παράδειγμα την λειτουργία και υποχρέωση του Δικαστηρίου να ενεργεί ως θεματοφύλακας του Κράτους Δικαίου (βλ. Κυρισάββα ν Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245) με τον χρηματικό παράγοντα της αποζημίωσης να είναι μόνο ένας εξ’ αυτών (βλ. Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 231).
Το Δικαστήριο αφού ελέγξει και καταλήξει ότι πληρούνται οι τρείς (3) προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, θα πρέπει ακολούθως να αποφασίσει κατά πόσον είναι δίκαιο και πρόσφορο να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης του ή να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Αίτηση 41/2023, ημερ. 4.7.2023). Με άλλα λόγια, έστω και εάν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις για την έκδοση του διατάγματος το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει κατά πόσον είναι ορθό, δίκαιο και πρέπον να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα και υπάρχει η δυνατότητα αλλά και η ευχέρεια να μην εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα εάν θεωρεί ότι η έκδοση του δεν θα είναι δίκαιη και πρόσφορη υπό της περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης (βλ. Αβερκίου ν Θεο Κτηματική Λτδ (2013) 1 Α.Α.Δ. 222).
Εξέταση προϋποθέσεων έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων
Αιτητικό (1) έκδοση διατάγματος αποκάλυψης τύπου «Norwich» εναντίον της Ενάγουσας/Καθ’ης η Αίτηση
Λαμβάνοντας υπόψη το αιτητικό (1) της επίδικης αίτησης αυτό που ζητείται είναι η έκδοση διατάγματος αποκάλυψης τύπου «Norwich» εναντίον της Ενάγουσας. Προς τούτο προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος με βάση την ένορκη μαρτυρία, ως αναφέρεται ανωτέρω, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη και την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση που καταχωρήθηκε στο ενδιάμεσο και βρίσκεται εντός του ηλεκτρονικού φακέλου του Δικαστηρίου, στο οποίο φρονώ ότι το Δικαστήριο δύναται να ανατρέξει (Γεωργίου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (Αρ. 2), (1999) 1 Α.Α.Δ. 1938).
Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση
Ως προκύπτει από την Ε/Δ Παπακωνσταντίνου, μια εκ των θέσεων της Αιτήτριας, που θα προβληθεί με περαιτέρω λεπτομέρεια στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση της, είναι ότι τα ποσά που απαιτεί η Καθ’ης η Αίτηση είναι λανθασμένα και/ή ανυπόστατα και/ή καταχρηστικά και/ή παράνομα και/ή έχουν υπολογιστεί με λανθασμένο και/ή παράτυπο και γι’αυτό χρειάζεται τα απαιτούμενα έγγραφα για να μπορεί να υπερασπιστεί η Αιτήτρια τον εαυτό της με ακρίβεια και να εγείρει την ανταπαίτηση της στην πιο πάνω απαίτηση εναντίον της Καθ’ης η Αίτηση.
Ακολούθως στην Ε.Δ. D.Β αναφέρεται ο κατ’ισχυρισμό λανθασμένος υπολογισμός των κοινόχρηστων, ο κατ’ισχυρισμό παράνομος αποκλεισμός του «Μπλοκ F» από την συμμετοχή στα κοινόχρηστα, η μη νόμιμη σύσταση της Καθ’ης η Αίτηση καθώς και ότι τα αιτούμενα διατάγματα επιζητούνται για να υπερασπιστεί η Αιτήτρια ορθά και δίκαια τον εαυτό της, να προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και να στοιχειοθετήσει με ακρίβεια την ανταπαίτηση της, που στο ενδιάμεσο καταχωρήθηκε. Επιπρόσθετα αναφέρεται ο ομνύοντας στον προβληματισμό του, σχετικά με την αποκάλυψη εγγράφων, ήτοι ότι επειδή δεν γνωρίζει αν τα επιζητούμενα θα αποκαλυφθούν από την Αιτήτρια και ότι σε περίπτωση μη αποκάλυψης θα προχωρά η απαίτηση και θα βρίσκεται η Αιτήτρια σε δυσμενέστερη θέση. Περαιτέρω στην Ε.Δ. D.Β 1 γίνεται αναφορά στις συνθέσεις των διευθυντών του Ε.Μ. και των ιδιοκτητών των καταστημάτων […] και […] στο Μπλοκ […], υποδηλώνοντας ζητήματα σχετικά με σύγκρουση συμφερόντων.
Από τα πιο πάνω αλλά και με βάση το περιεχόμενο της Ανταπαίτησης της Εναγόμενης, όπου δικογραφούνται λεπτομέρειες αμέλειας και/ή συντρέχουσας αμέλειας και/ή παράβαση των εκ του νόμου και των κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων της Ενάγουσας, προκύπτει ότι πληρείται η πρώτη προϋπόθεση αναφορικά με το σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση.
Ορατή πιθανότητα επιτυχίας
(i) Αδικοπραξία
Περαιτέρω, από την πιο πάνω μαρτυρία και με βάση το προαναφερόμενο περιεχόμενο της Ανταπαίτησης της Εναγόμενης έχω ικανοποιηθεί ότι έχει προσκομιστεί ικανοποιητική μαρτυρία αναφορικά με την διάπραξη αδικοπραξίας όπως αμέλεια και/ή συντρέχουσα αμέλεια και/ή παράβαση των εκ του νόμου και των κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων της Ενάγουσας, ως δικογραφείται στην Ανταπαίτηση της Εναγόμενης.
Αναγκαιότητα Παροχής Αιτούμενων Πληροφοριών
Εντούτοις, έχοντας υπόψη την προαναφερθείσα νομολογία, δεν έχω ικανοποιηθεί όμως ως προς την αναγκαιότητα έκδοσης του αιτούμενος διατάγματος. Ειδικότερα, τέτοια διατάγματα εκδίδονται ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος. Κάτι τέτοιο άλλωστε προκύπτει από τις προαναφερθείσες ένορκες δηλώσεις, που καταχωρηθήκαν εκ μέρους της Αιτήτριας, όπου αναφέρεται ότι τα αιτούμενα διατάγματα είναι για σκοπούς έγερσης και στοιχειοθέτησης της ανταπαίτησης. Στο μεταξύ όμως καταχωρήθηκε η Ανταπαίτηση της Εναγόμενης. Κατ’επέκταση αυτή η αναγκαιότητα της Αιτήτριας έχει εκλείψει. Οι φοβίες αναφορικά με την μη αποκάλυψη των απαιτούμενων εγγράφων, ως αναφέρεται στην Ε.Δ. D.Β θεωρώ ότι είναι πρόωρες σκέψεις του ομνύοντα και δεν τεκμηριώνουν προς τούτο την αναγκαιότητα έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος. Η Αιτήτρια δύναται εφόσον δεν αποκαλυφθούν μεταξύ αυτής και της Καθ’ης η Αίτηση τα απαιτούμενα έγγραφα να αποταθεί στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος ειδικής αποκάλυψης τόσο εναντίον της Εναγόμενης όσο και εναντίον του Ε.Μ. με βάση τους Κ.31.5 και 31.6 των Κ.Π.Δ. 2023.
Επιπλέον, στην Ε/Δ Πινδάρου αναφέρεται ότι τα έξοδα της πολυκατοικίας είναι πλήρως διαθέσιμα στους ιδιοκτήτες καθώς και ότι παρέχεται σε τακτική βάση τριμηνιαίος οικονομικός απολογισμός συνοδευόμενος από τα αντίστοιχα τιμολόγια και επιπλέον καταρτίζεται και υποβάλλεται στη Γενική Συνέλευση ετήσιος ελεγμένος οικονομικός απολογισμός. Στην ίδια ένορκη δήλωση αναγράφεται ότι η Αιτήτρια από το έτος 2018 έως το 2023 είχε άμεση πρόσβαση στα έγγραφα και στοιχεία κατά την προαναφερθείσα περίοδο ενώ οι οικονομικές καταστάσεις για τα έτη 2023-2024 θα είναι διαθέσιμα σε όλους τους ιδιοκτήτες, συμπεριλαμβανομένου της αιτήτριας, πριν την προσεχή Ετήσια Γενική Συνέλευση του 2025. Επιπρόσθετα, στην Ε/Δ Χριστοφόρου αναφέρεται ότι επί τακτικής βάσης το Ε.Μ. από το 1996, που συμπληρώθηκε το συγκρότημα της πολυκατοικίας, μέχρι σήμερα παρείχε πλήρης στοιχεία εσόδων – εξόδων του συγκροτήματος σε όλους τους ιδιοκτήτες. Οι προαναφερθέντες ομνύοντες δεν αντεξετάστηκαν επί των πιο πάνω ισχυρισμών τους και οι οποίοι δεν έχουν απαντηθεί με σαφήνεια στις Συμπληρωματικές Ένορκες Δηλώσεις της Αιτήτριας παρά μόνο αναφέρεται ότι ο κ «D.B.», όταν ήταν μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής, δεν είχε αρμοδιότητες οικονομικού ελέγχου και ότι η Αιτήτρια δεν έχει στην κατοχή της αποδείξεις/τιμολόγια, τα οποία ζήτησε, χωρίς να ξεκαθαρίζει τι ακριβώς έχει στην κατοχή της και τι της υπολείπεται και κατ’επέκταση επιζητά. Το ζήτημα δεν είναι κατά πόσο ο κ. «D.B.» είχε αρμοδιότητες οικονομικού ελέγχου αλλά κατά πόσο λάμβανε και είχε στην κατοχή του τα έγγραφα υπό συζήτηση. Συνεπώς και γι’ αυτόν τον λόγο κρίνω ότι δεν είναι αναγκαίο η έκδοση του απαιτούμενου διατάγματος.
Δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο
Έχοντας υπόψη ότι δεν πληρείται η προϋπόθεση αναγκαιότητας έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, ως αναφέρω ανωτέρω, το αιτητικό (1) είναι καταδικαστέο σε απόρριψη. Εντούτοις θα απέρριπτα το αιτητικό (1) και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν θεωρώ ότι θα είναι δύσκολό ή αδύνατο να αποδοθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, ήτοι κατά την διαδικασία αποκάλυψης εγγράφων μεταξύ των μερών, με βάση τον Κ.31 των Κ.Π.Δ. 2023. Επαναλαμβάνω ότι σε περίπτωση μη προσκόμισης των απαιτούμενων, κατ’ισχυρισμό της Αιτήτριας, εγγράφων, αυτή δύναται να ακολουθήσει τις πρόνοιες των Κ.31.5 και 31.6 των Κ.Π.Δ. 2023.
Ισοζύγιο της ευχέρειας
Περαιτέρω, θεωρώ ότι δεν είναι δίκαιο και πρόσφορο να ασκήσει το Δικαστήριο την διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος καθώς από το αιτητικό δεν προσδιορίζεται η χρονολογία, που επιζητείται για τις οικονομικές καταστάσεις, τα έσοδα και έξοδα της πολυκατοικίας, τις σχετικές αποδείξεις, στοιχεία και δικαιολογητικά για αυτά. Συνεπώς, το αιτούμενο διάταγμα είναι ασαφής καθιστώντας την συμμόρφωση της Καθ’ης η Αίτησης καταπιεστική και αδύνατη. Εν πάση περίπτωση η έκδοση διατάγματος για περίοδο από την ανέγερση της πολυκατοικίας μέχρι σήμερα, έχοντας υπόψη την δικογραφία και την επίδικη περίοδο που καθορίζεται σε αυτά, δεν θα εξυπηρετούσε την διαχείριση της υπόθεσης με τρόπο ανάλογο προς τον πρωταρχικό σκοπό, ως ορίζεται στο Μέρος 1 των Κ.Π.Δ. 2023.
Συνεπώς, όσο αφορά το αιτητικό (1), ως αυτό αναγράφεται στην επίδικη αίτηση, για λόγους ως αναφέρω ανωτέρω, αυτό απορρίπτεται. Θεωρώ ορθό όμως όπως επισημάνω ότι ακόμη και εάν η Αιτήτρια επιζητούσε με το αιτητικό (1) ενδιάμεση θεραπεία αποκάλυψης εγγράφων με βάση τους Κ.Π.Δ. 2023 και ειδικότερα τον Κ.25.1 (θ) των Κ.Π.Δ. 2023, αυτό είναι επίσης καταδικαστέο σε απόρριψη καθώς η Αιτήτρια έχει ήδη καταχωρήσει στο μεταξύ την απαίτηση της, δηλαδή την ανταπαίτηση της. Η οποιαδήποτε αποκάλυψη μεταξύ των μερών της παρούσας διαδικασίας θα ακολουθήσει με βάση τις πρόνοιες του Μέρους 31 των Κ.Π.Δ. 2023. Εν πάση περίπτωση αναφέρω ότι το ορθό δικονομικό πλαίσιο για έκδοση τέτοιου διατάγματος αποτελεί ο Κ.31.7. των Κ.Π.Δ. 2023 που προνοεί για ειδική αποκάλυψη πριν από την έναρξη της διαδικασίας, όπου με βάση τον Κ.31.7 (3) των Κ.Π.Δ. 2023, το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα, δυνάμει του προαναφερθέντος κανονισμού, μόνο όταν: (α) ο καθ’ ου η αίτηση ενδέχεται να είναι διάδικος σε επακόλουθη διαδικασία, (β) ο αιτητής επίσης ενδέχεται να είναι διάδικος σε αυτή τη διαδικασία, (γ) έχουν ικανοποιηθεί οι απαιτήσεις του κανονισμού 31.7(2) και (δ) δεν εφαρμόζεται κανένας από τους λόγους ένστασης οι οποίοι παρατίθενται στον κανονισμό 31.5(7) (βλ. Black and others v Sumitomo Corporation and others [2003] 3 All ER 643 αναφορικά με την ερμηνεία της αντίστοιχης πρόνοιας 31.16 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας της Αγγλίας).
Αιτητικό (2) έκδοση διατάγματος αποκάλυψης τύπου «Norwich» εναντίον του Ε.Μ.
Λαμβάνοντας υπόψη το αιτητικό (2) της επίδικης αίτησης αυτό που ζητείται είναι η έκδοση διατάγματος αποκάλυψης τύπου «Norwich» εναντίον του Ε. Μ. Όσα αναφέρω ανωτέρω για την μη έκδοση του αιτούμενου διατάγματος αποκάλυψης τύπου «Norwich» για την Καθ’ης η Αίτηση, ήτοι την έλλειψη αναγκαιότητας έκδοσης του αιτούμενος διατάγματος, ότι δεν θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο με τον τρόπο που προανάφερα και ότι δεν θα είναι δίκαιο και ορθό να εκδοθεί τέτοιο ασαφές διάταγμα, ισχύουν κατ’ αναλογία και στην παρούσα περίπτωση για το Ε.Μ. Συνεπώς, το αιτητικό (2), ως αναγράφεται, είναι καταδικαστέο σε απόρριψη.
Σε περίπτωση που η Αιτήτρια επιζητούσε με το αιτητικό (2) διάταγμα σε συγκεκριμένη διαδικασία για αποκάλυψη εγγράφων ή επιθεώρηση περιουσίας εναντίον μη διαδίκου με βάση τον Κ.25.1 (ι) των Κ.Π.Δ. 2023, αυτό επίσης υπόκειται σε απόρριψη και εξηγώ. Ως αναφέρω ανωτέρω, ο νομοθέτης δεν εξηγεί ποια είναι αυτή η «συγκεκριμένη διαδικασία» που αναγράφεται στον Κ.25.1 (i) των Κ.Π.Δ. 2023. Αν η συγκεκριμένη διαδικασία που εννοεί ο νομοθέτης είναι αυτή του κοινοδικαίου για έκδοση διατάγματος «Norwich» εναντίον τρίτου προσώπου που δεν είναι διάδικος, τότε το αιτητικό (2) είναι καταδικαστέο σε απόρριψη για τους λόγους που ήδη ανάφερα. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε για την έκδοση τέτοιου διατάγματος να εφαρμόζεται όπως στην περίπτωση του αντίστοιχου Κ.25.1 (k) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας της Αγγλίας, δηλαδή σε περιπτώσεις προσωπικής βλάβης ή θάνατος, τότε η νομοθετική πρόνοια δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, όπου τα επίδικα θέματα δεν αφορούν προσωπική βλάβη η θάνατο. Συνεπώς, προκύπτει ένα νομοθετικό κενό αναφορικά με την έκδοση διατάγματος με βάση τον Κ.25.1 (i) των Κ.Π.Δ. 2023, το οποίο δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να συμπληρώσει με βάση την αρχή της διάκρισης των εξουσιών ως κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα.
Κατάληξη
Για λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, τα αιτητικά (1) και (2) της επίδικης αίτησης απορρίπτονται ενώ το αιτητικό (3) απορρίπτεται ως αποσυρθείσα.
Τα έξοδα
Όσο αφορά τα έξοδα ο γενικός κανόνας, με βάση τον Κ. 39.2 των Κ.Π.Δ. 2023, είναι ότι ο αποτυχών διάδικος διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα τού επιτυχόντα διαδίκου και ότι τέτοια διαταγή ή διαταγές θα εκδίδονται ή πρέπει να εκδίδονται σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται κατά την πορεία της δικαστικής διαδικασίας. Συνεπώς τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Καθ’ης η Αίτηση και του Ε.Μ. και εναντίον της Αιτήτριας.
Αποτελεί επιπλέον γενικός κανόνας ότι το δικαστήριο προβαίνει σε συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων κατά την ολοκλήρωση οποιασδήποτε ακρόασης η οποία διήρκησε συνολικά όχι πέραν των 6 ωρών και σε τέτοια περίπτωση η διαταγή θα καλύπτει τα έξοδα της αίτησης ή του θέματος με τα οποία σχετιζόταν η ακρόαση (βλ. Κ. 39.7 των Κ.Π.Δ. 2023). Προς τούτο αποτελεί καθήκον των διαδίκων και των δικηγόρων τους να βοηθούν το δικαστήριο στην πραγματοποίηση συνοπτικού υπολογισμού εξόδων σε κάθε υπόθεση στην οποία εφαρμόζεται ο Κ.39.7 υποβάλλοντας προς τούτο κατάλογο εξόδων των αξιούμενων ποσών δύο μέρες πριν την τελική ακρόαση (βλ. Κ. 39.9. (1) των Κ.Π.Δ. 2023). Σε περίπτωση παράλειψη συμμόρφωσης με τις πιο πάνω πρόνοιες του Κ. 39.9. (1), χωρίς εύλογη αιτία, αυτό λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο όταν αυτό αποφασίζει σχετικά με το συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων σύμφωνα με τον Κ.39.7 (βλ. Κ. 39.9 (2) των Κ.Π.Δ. 2023).
Στην παρούσα περίπτωση κατάλογο εξόδων υποβλήθηκε μόνο από την Καθ’ης η Αίτηση στις 18.09.25 και όχι από το Ε.Μ., που είναι οι επιτυχόντες διάδικοι.
Σε κάθε περίπτωση όμως, το Δικαστήριο έχει προβεί σε συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων της επίδικης αίτησης λαμβάνοντας υπόψη την παράλειψη του Ε.Μ. στην υποβολή καταλόγου εξόδων και τα όσα καταγράφονται στο Παράρτημα Β των Κ.Π.Δ. 2023. Συνεπώς, επιδικάζονται εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ της Καθ’ης η Αίτηση έξοδα ύψους €1.492 πλέον Φ.Π.Α. πλέον πραγματικά έξοδα ύψους €41 και επιδικάζονται έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ του Ε.Μ. ύψους €1.240 πλέον Φ.Π.Α. πλέον πραγματικά έξοδα ύψους €8.
Τα έξοδα της Καθ’ης η Αίτηση και του Ε.Μ. να καταβληθούν εντός 20 ημερών από σήμερα.
Η υπόθεση ορίζεται για διαχείριση της υπόθεσης στις 18.11.2025 και ώρα 9:00 π.μ.
(Υπ.) …….…………………...
Α. Παρπαρίνου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
Subject: Civil/Other Actions /Interim
(Αναφορά: Πολιτική – αίτηση για έκδοση διαταγμάτων τύπου “Norwich”).
[1] Court’s powers: «25.1.—(1) Interim remedies include —
[…]
(j) an order under section 33 of the Senior Courts Act 1981(2) or section 52 of the County Courts Act 1984(3) (order for disclosure of documents or inspection of property before a claim has been made);
(k) an order under section 34 of the Senior Courts Act 1981 or section 53 of the County Courts Act 1984 (order in certain proceedings for disclosure of documents or inspection of property against a non-party);»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο