SAUDI OGER LIMITED (υπό εκκαθάριση), εκπροσωπούμενη μέσω των από κοινού (joint) εκκαθαριστών της, κ. Aiman Almeqham, κ. Tarek Alshabani και κ. Rashed Awaja ν. BANKMED SAL κ.α., Αριθμός Απαίτησης: 347/2024, 8/9/2025
print
Τίτλος:
SAUDI OGER LIMITED (υπό εκκαθάριση), εκπροσωπούμενη μέσω των από κοινού (joint) εκκαθαριστών της, κ. Aiman Almeqham, κ. Tarek Alshabani και κ. Rashed Awaja ν. BANKMED SAL κ.α., Αριθμός Απαίτησης: 347/2024, 8/9/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.

 

                                                            Αριθμός Απαίτησης: 347/2024 (i-justice)

 

Μεταξύ:

SAUDI OGER LIMITED (υπό εκκαθάριση), εκπροσωπούμενη μέσω των από κοινού (joint) εκκαθαριστών της, κ. Aiman Almeqham, κ. Tarek Alshabani και κ. Rashed Awaja

                     Εναγόντων

και

 

1.    BANKMED SAL

2.    NAJIB E. HAWILLA (υπό την ιδιότητά του ως εξουσιοδοτημένος  αντιπρόσωπος της BANKMED SAL

3.    GEORGE M. ABI CHAMOUN (υπό την ιδιότητά του ως   εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της BANKMED SAL)

                                                                                                        Εναγόμενων  

--------------------

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 8/9/2025

EMΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για ενάγοντες - αιτητές: κ. Σ. Πίττας με κ. Κ. Πίττα, για ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΙΤΤΑΣ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ

Για εναγόμενους 1, 2 και 3 - καθ’ ων η αίτηση: κ. Θ. Χριστοδούλου με κα Χ. Λουγκρίδου, για CRHYSSES DEMETRIADES & CO LLC

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι ενάγοντες καταχώρισαν την απαίτησή τους εναντίον των εναγόμενων επί εντύπου απαίτησης, δυνάμει της εναλλακτικής διαδικασίας η οποία καθορίζεται στο Μέρος 8 των - νέων - Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (στο εξής «ΚΠΔ»). Με αυτή αξιώνουν εναντίον των εναγόμενων τα ακόλουθα:

«Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάττει την Εναγόμενη Αρ. 1 και τους διευθυντές ή τους εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους της στην Κύπρο, ήτοι τους Εναγόμενους Αρ. 2-3 και/ή τους αντιπροσώπους ή υπηρέτες τους, εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία επίδοσης του Διατάγματος:

1.         Ετοιμάσουν, καταχωρήσουν και επιδώσουν στους Δικηγόρους της Ενάγουσας, Ένορκη Δήλωση που θα υπογραφεί από τον Εναγόμενο Αρ. 2 και/ή τον Εναγόμενο Αρ. 3, η οποία θα:

(α)     Αποκαλύπτει και αναφέρει όλα τα έγγραφα που επαρουσιάσθηκαν ή καταχωρήθηκαν, ή συλλέχθηκαν ή παραλήφθηκαν από τους Εναγόμενους Αρ. 1-3, για το άνοιγμα του τραπεζικού λογαριασμού και/ή τραπεζικών λογαριασμών που διατηρούντο από τη SAUDI OGER LIMITED εκ του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας (“SAUDI OGER”) με το Κυπριακό παράρτημα (branch) της Εναγόμενης Αρ. 1, συμπεριλαμβανομένων –(αλλά χωρίς κανένα περιορισμό)- αντιγράφων όλων των εγγράφων ή εντύπων ή αιτήσεων που καταχωρήθηκαν ή υπογράφηκαν εκ μέρους της SAUDI OGER για το άνοιγμα αυτών των τραπεζικών λογαριασμών, ως επίσης και όλες τις πληροφορίες και έγγραφα που συλλέχθηκαν ή διατηρήθηκαν (maintained) από τους Εναγόμενους Αρ. 1-3 προς συμμόρφωση της Πολιτικής ή του καθήκοντος KYC (Know Your Client) («Γνωρίστε τον πελάτη σας») και/ή με βάση τη νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή οποιωνδήποτε άλλων διεθνών κανονισμών∙ 

(β)     Αποκαλύπτει την ταυτότητα και πλήρεις πληροφορίες του προσώπου ή προσώπων τα οποία ενεργούσαν ως υπογράφοντες (signatories) ή διαχειριστές του τραπεζικού λογαριασμού ή τραπεζικών λογαριασμών της SAUDI OGER που διατηρούντο στο Κυπριακό υποκατάστημα (branch) της Εναγόμενης Αρ. 1∙  και

(γ)     Αποκαλύπτει και/ή αναφέρει όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς της SAUDI OGER στο Κυπριακό υποκατάστημα (branch) της Εναγόμενης Αρ. 1, συμπεριλαμβανομένου – (αλλά χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό) – να αποκαλύπτει και να αναφέρει οποιεσδήποτε εισπράξεις (collections) ή πιστώσεις (credits) ή χρεώσεις (debits) ή μεταφορές ή πληρωμές, που υλοποιήθηκαν ή καταγράφηκαν ή  έγιναν μέσω των τραπεζικών λογαριασμών της SAUDI OGER που διατηρούντο στο Κυπριακό υποκατάστημα (branch) της Εναγόμενης Αρ. 1, μεταξύ της περιόδου από την 1/1/2011 μέχρι σήμερα, συμπεριλαμβανομένου – (αλλά χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό) – αντίγραφα όλων των εγγράφων τα οποία παρουσιάστηκαν στο Κυπριακό υποκατάστημα (branch) της Εναγόμενης Αρ. 1 για να δικαιολογήσουν ή να υποστηρίξουν τέτοιες πληρωμές ή χρεώσεις (debits) ή πιστώσεις (credits) ή μεταφορές ή συναλλαγές μαζί με τις γραπτές οδηγίες που δόθηκαν στην Εναγόμενη Αρ. 1 για την εκτέλεση ή υλοποίηση ή πραγματοποίηση τέτοιων πληρωμών ή πιστώσεων (credits) ή χρεώσεων (debits) ή μεταφορών ή συναλλαγών και/ή τις πλήρεις λεπτομέρειες της ταυτότητας του προσώπου ή προσώπων, τα οποία έδωσαν ή απέστειλαν ή υπέγραψαν εκ μέρους της SAUDI OGER τέτοιες γραπτές οδηγίες προς την Εναγόμενη Αρ. 1.

2.         Να παρουσιάσουν και να παραδώσουν στους δικηγόρους της Ενάγουσας, αντίγραφα όλων των εγγράφων που είναι στην άμεση ή έμμεση κατοχή ή φύλαξη ή έλεγχο των Εναγόμενων Αρ. 1-3 ή οποιουδήποτε εξ αυτών, που αποδεικνύουν ή επιμαρτυρούν τα ζητήματα που αναφέρονται στην παράγραφο Α(1) ανωτέρω, συμπεριλαμβανομένων (αλλά χωρίς κανένα περιορισμό), αντιγράφων εταιρικών εγγράφων ή ψηφισμάτων του Διοικητικού Συμβουλίου (directorsresolutions) ή ψηφίσματα των μετόχων (shareholdersresolutions), αιτήσεων, εντύπων, συμφωνιών, γραπτών οδηγιών, τραπεζικών καταστάσεων, τιμολογίων, προτιμολογίων, πληρεξουσίων, ως επίσης και αντιγράφων οποιωνδήποτε άλλων εγγράφων που είναι στην άμεση ή έμμεση κατοχή, φύλαξη ή έλεγχο των Εναγόμενων Αρ. 1-3 ή οποιουδήποτε εξ αυτών, σχετικά με τους τραπεζικούς λογαριασμούς της SAUDI OGER που διατηρούντο στο Κυπριακό Παράρτημα της Εναγόμενης Αρ. 1 για την περίοδο 1/11/2011 μέχρι σήμερα, ως επίσης και τα οποία αφορούν οποιαδήποτε πληρωμή ή πίστωση (credit) ή χρέωση (debit) ή μεταφορά ή συλλογή που υλοποιήθηκε ή πραγματοποιήθηκε ή εκτελέστηκε μέσω των τραπεζικών λογαριασμών της SAUDI OGER που διατηρούντο στο Κυπριακό Παράρτημα της Εναγόμενης Αρ. 1 για την περίοδο 1/11/2011 μέχρι σήμερα.

Β.      Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να εξουσιοδοτεί ή να επιτρέπει στην Ενάγουσα να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε πληροφορία και/ή έγγραφο, που θα αποκαλυφθεί και θα παραδοθεί στην Ενάγουσα και/ή στους δικηγόρους της Ενάγουσας από κάθε ένα από τους Εναγόμενους Αρ. 1-3, δυνάμει του Διατάγματος ως η παράγραφος (Α) ανωτέρω, προς υποστήριξη των απαιτήσεών της εναντίον της Οικογένειας AL HARIRI, των συνδεδεμένων (affiliated) με αυτούς πρόσωπα και συνεργάτες (associates) τους, ως επίσης και εναντίον οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή προσώπων, φυσικών (physical) ή νομικών (legal), που ενδεχομένως να φανεί να έχουν εμπλακεί στις αδικοπραξίες που διαπράχθηκαν εναντίον της Ενάγουσας και/ή προς υποστήριξη οποιασδήποτε άλλης αστικής διαδικασίας που ενδεχομένως να καταχωρηθεί από την Ενάγουσας σχετικά με τα ανωτέρω, είτε στην Κύπρο, είτε στο εξωτερικό, εναντίον των εν λόγω προσώπων.

Γ.       Οιονδήποτε άλλο διάταγμα και/ή οδηγίες ήθελε θεωρήσει ορθό και πρέπον να εκδώσει το Σεβαστό Δικαστήριο υπό τι περιστάσεις.

Δ.      Έξοδα πλέον ΦΠΑ (Αρ. Εγγραφής [ ]).»

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η απαίτηση εκτίθενται στη συνημμένη ένορκη δήλωση τής συνεταίρου και δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων των από κοινού εκκαθαριστών των εναγόντων, Μαρίας Πίττα.

 

Οι εναγόμενοι καταχώρησαν την ακόλουθη ένσταση στην απαίτηση:

   

«1.       Η Απαίτηση είναι νομικά και ουσιαστική αβάσιμη και κακόπιστη.

 

2.         Οι Ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται στην έγερση και /ή προώθηση της Απαίτησης και δεν νομιμοποιούνται να αξιώνουν τα αιτούμενα διατάγματα και/ή τις επίδικες θεραπείες.

 

3.         Οι φερόμενοι ως εκκαθαριστές των Εναγόντων δεν έχουν εξουσία και/ή δεν έχουν αποδείξει ότι δικαιούνται να ενεργούν για τους Ενάγοντες.

 

4.         Η Απαίτηση δεν πληροί τις νομικές και νομολογιακές προϋποθέσεις και/ή αρχές για έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης και/ή Norwich Pharmacal.

 

5.         Τα αιτούμενα διατάγματα και/ή θεραπείες δεν επιδιώκονται και/ή δεν είναι απαραίτητα για και/ή δεν εξυπηρετούν τους σκοπούς που αναφέρουν οι Ενάγοντες.

 

6.         Δεν επιτρέπεται η έκδοση διαταγμάτων Norwich Pharmacal όπου τα έγγραφα και/ή οι πληροφορίες θα χρησιμοποιηθούν σε διαδικασία στο εξωτερικό.

 

7.         Οι Ενάγοντες δε διευκρινίζουν πού και σε τι είδους διαδικασία θα χρησιμοποιηθούν τα οποιαδήποτε έγγραφα και/ή πληροφορίες τους δοθούν. 

 

8.         Δεν δίδονται οιεσδήποτε και/ή ικανοποιητικές και/ή επαρκείς λεπτομέρειες δόλου και/ή αδικοπραξίας εναντίον των Εναγομένων και σε κάθε περίπτωση δεν καταδεικνύεται οποιαδήποτε ανάμειξη και/ή εμπλοκή των Εναγομένων/Καθ' ων η Αίτηση σε οποιαδήποτε αδικοπραξία ώστε να δύναται να συμπεριληφθούν ως Εναγόμενοιστην Απαίτηση με την οποία ζητείται η έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal και/ή η επιδίωξη εκδόσεως διαταγμάτων Norwich Pharmacal στην υπό κρίση περίπτωση παραβιάζει τον κανόνα ότι δεν μπορούν να εκδίδονται τέτοια διατάγματα.

 

9.         Το ισοζύγιο της ευχέρειας κλείνει υπέρ της μη έκδοσης και/ή οριστικοποίησης των αιτούμενων διαταγμάτων και/ή εν πάση περιπτώσει η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων δεν είναι εύλογη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις και/ή θα αποτελούσε δυσανάλογη και/ή μη αναγκαία και/ή αδικαιολόγητη παραβίαση των προσωπικών δεδομένων.

 

10.       Οι Ενάγοντες δεν εξάντλησαν όλους τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα αιτούμενα έγγραφα και/ή πληροφορίες πριν την καταχώρηση της παρούσας διαδικασίας και/ή οι Ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι δεν υπάρχει εναλλακτικός τρόπος απόκτησης των αναγκαίων πληροφοριών τις οποίες χρειάζονται για να μπορέσουν να στοιχειοθετήσουν την υπόθεση τους και/ή ότι εξάντλησαν εναλλακτικούς τρόπους απόκτησης των εν λόγω πληροφοριών πριν αποταθούν στο Σεβαστό Δικαστήριο για έκδοση διαταγμάτων Norwich Pharmacal και/ή οι Ενάγοντες μπορούν να κάνουν χρήση των προνοιών του Περί Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Μαρτυρία) Κεφ. 12.

 

11.       Το εύρος των αιτούμενων διαταγμάτων αποκάλυψης είναι ιδιαίτερα εκτενές και/ή μεγάλο σε βαθμό που η προώθηση της Αίτησης αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και/ή δεν συνάδει με τους σκοπούς, καθώς και τη φιλοσοφία παροχής βοήθειας σε θύματα απάτης μέσω των διαταγμάτων αποκάλυψης Norwich Pharmacal.

 

12.       Δεν είναι δίκαιο και/ή εύλογο υπό τις περιστάσεις να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, ούτε είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

13.       Η αποκάλυψη που ζητούν οι Ενάγοντες είναι καταπιεστική και/ή ευρύτατη και/ή γενική και/ή δυσανάλογη προς τους σκοπούς για τους οποίους ζητείται.

 

14.       Τα αιτούμενα διατάγματα αποσκοπούν στην αποκάλυψη πληροφοριών και/ή εγγράφων τα οποία δεν βρίσκονται στην Κύπρο και τα οποία μέχρι στιγμής δεν έχουν εντοπιστεί ούτε και στο Λίβανο.

 

15.       Ένεκα του εύρους των αιτούμενων διαταγμάτων, σε περίπτωση έκδοσης αυτών, οι Εναγόμενοι δεν θα είναι σε θέση να γνωρίζουν πώς θα πρέπει να πράξουν ούτως ώστε να μπορούν να συμμορφωθούν με αυτά.

 

16.       Δεν αποσαφηνίζονται ποιες πληροφορίες και/ή έγγραφα είναι αναγκαίες και πως θα χρησιμοποιηθούν.

 

17.       Τα αιτούμενα διατάγματα και/ή θεραπείες είναι καταχρηστικά και/ή προκαλούν αδικία και/ή καταπίεση και δεν δικαιολογούνται από την μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς των Εναγόντων.

 

18.       Οι Ενάγοντες δεν έχουν έννομο συμφέρον (locus standi) να προωθούν την παρούσα Απαίτηση διότι ότι εγείρουν την παρούσα Απαίτηση προς όφελος και/ή για λογαριασμό τρίτων, συγκεκριμένα του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας αντί τω ιδίων των Εναγόντων.

 

19.       Τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και/ή θεραπειών θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στους Εναγόμενους.

 

20.       Οι Ενάγοντες αποσκοπούν αποκλειστικά σε ψάρεμα μαρτυρίας.»

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του εναγόμενου 3, στην οποία προέβη κατ’ εξουσιοδότηση και των άλλων δυο εναγόμενων.

Τόσο η Πίττα όσο και ο εναγόμενος 3 προέβησαν και σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση.

 

Η ακρόαση της απαίτησης διεξάχθηκε στη βάση των γεγονότων και της γραπτής μαρτυρίας που αναφέρονται στην απαίτηση και την ένσταση. Δεν προτίθεμαι να επαναλάβω το περιεχόμενο των παραπάνω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν γραπτών αγορεύσεων των δικηγόρων των διαδίκων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Πρόκεται για διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal και Bankers Trust τα αιτούμενα διατάγματα, επομένως τυγχάνουν εφαρμογής οι ακόλουθες νομολογιακές αρχές:

 

Σύμφωνα με τη θεμελιακή, θα έλεγα, απόφαση στην υπόθεση Avila Management Services Limited και άλλος ν. Frantisek Stepanek και άλλων (2012) 1 Α.Α.Δ. 1403:

 

«Το κοινοδίκαιο, εύπλαστο και εύκαμπτο, βοηθούμενο πάντοτε από τις αρχές της επιείκειας, δεν σταμάτησε ποτέ να εξελίσσεται, να αναδιπλώνεται και να προσαρμόζεται στις  εκάστοτε απαιτήσεις του οικονομικού και κοινωνικού γίγνεσθαι της Αγγλικής κοινωνίας. Μέσα από αποφάσεις εξέχοντων νομικών, διαμορφωνόταν πάντοτε, αργά, προσεκτικά και σταθερά, το υπόβαθρο εκείνο που παρείχε ανάλογα το οπλοστάσιο ή την ασπίδα στην αντιμετώπιση των ραγδαία εξελισσόμενων καταστάσεων, τοπικών και παγκόσμιων. Τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal εμπίπτουν σ' αυτή τη διάπλαση του δικαίου, επηρεάζοντας όλες τις χώρες που εφαρμόζουν τη φιλοσοφία του Αγγλοσαξωνικού δικαίου.

Από το 1871, με την υπόθεση Upmann v. Elkan [1871] L.R. 12 Eq. 140, αναγνωρίσθηκε η ύπαρξη δικαιοδοσίας που επιβάλλει καθήκον σε άτομο που αναμείχθηκε με αδικοπραξίες άλλων ώστε να τις διευκολύνει, παρά το γεγονός ότι μπορεί να μην έχει το ίδιο προσωπική ευθύνη, να παραχωρήσει τη βοήθεια του δίδοντας πλήρεις πληροφορίες, αποκαλύπτοντας και τα ονόματα των αδικοπραγούντων. Η αρχή αυτή υιοθετήθηκε από τη Βουλή των Λόρδων στη Norwich Pharmacal - ανωτέρω -, η οποία στη συνέχεια εφαρμόστηκε και αναπτύχθηκε σε σειρά άλλων υποθέσεων, όπως την P v. T Ltd [1997] 1 WLR 1309. Σ' αυτήν, η Norwich Pharmacal επεκτάθηκε έτσι ώστε η αποκάλυψη εναντίον εναγομένου να είναι δυνατό να προσφέρει στον ενάγοντα τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τους καρπούς της αποκάλυψης για να εγερθεί αγωγή εναντίον τρίτου προσώπου έστω και αν δεν θα ήταν δυνατό να διακριβωθεί χωρίς τις πληροφορίες, κατά πόσο το τρίτο αυτό πρόσωπο, διέπραξε αστικό αδίκημα εναντίον του ενάγοντα. Περαιτέρω, στην Ashworth Hospital Authority v. MGN Ltd [2002] UKHL 29, η Βουλή των Λόρδων αποφάσισε ότι ως θέμα αρχής δεν χρειάζεται η δικαιοδοσία αποκάλυψης να περιορίζεται στην αποκάλυψη της ταυτότητας του αδικοπραγούντος εναντίον τρίτου προσώπου που αναμείχθηκε στην αδικοπραξία μόνο σε υποθέσεις αστικών αδικημάτων, αλλά η δικαιοδοσία αυτή είναι γενικής φύσεως, στο δίκαιο της επιείκειας, εφαρμόσιμη οποτεδήποτε ένα πρόσωπο, εναντίον του οποίου διατάσσεται η αποκάλυψη, αναμείχθηκε («mixed up») σε παράνομες ενέργειες που επεμβαίνουν και παραβιάζουν τα νόμιμα δικαιώματα του ενάγοντα. Και ενώ αρχικά το διάταγμα εκδιδόταν με αναφορά στην αναγκαιότητα αποκάλυψης της ταυτότητας του αδικοπραγούντος, στην πορεία μετεξελίχθηκε ώστε να είναι δυνατή και η συλλογή διαφόρων σχετικών πληροφοριών, (Mercantile Group (Europe) AG v. Aiyela [1994] Q.B. 366).

Στην Carlton Film Distributors Ltd v. VCI Plc [2003] EWHC 616, η αρχή επεκτάθηκε ακόμη περαιτέρω ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της σε προτιθέμενη αγωγή παραβίασης συμβατικών υποχρεώσεων. Η υπόθεση αφορούσε την αποκάλυψη πληροφοριών από τρίτο άτομο το οποίο κατασκεύαζε εμπορεύματα εκ μέρους του προτιθέμενου εναγόμενου στην αγωγή που θα εγειρόταν, ώστε ο προτιθέμενος ενάγων να μπορούσε να διαμορφώσει με ακρίβεια την αξίωση του.

Οι προϋποθέσεις εξέτασης και έκδοσης διατάγματος Norwich Pharmacal συνοψίστηκαν στην Mitsui & Co Ltd v. Nexen Petroleum UK Ltd [2005] EWHC 625όπου λέχθηκε ότι:

«(i) a wrong must have been carried out, or arguably carried out, by an ultimate wrongdoer; (ii) there must be the need for an order to enable action to be brought against the ultimate wrongdoer; and (iii) the person against whom the order is sought must: (a) be mixed up in so as to have facilitated the wrongdoing; and (b) be able or likely to be able to provide the information necessary to enable the ultimate wrongdoer to be sued.»

Σε μετάφραση:

«(i) πρέπει να έχει λάβει χώραν ή κατ' ισχυρισμόν να έχει λάβει χώραν μια αδικοπραξία από ένα τελικό αδικοπραγούντα, (ii) πρέπει να διαπιστώνεται ανάγκη για την έκδοση διατάγματος ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και (iii) το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση πρέπει: (α) να έχει αναμειχθεί κατά τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και (β) να είναι σε θέση ή πιθανόν να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.»

Βεβαίως, η δυνατότητα έκδοσης του διατάγματος τελεί πάντοτε υπό την αίρεση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου το οποίο δεν θα ικανοποιήσει το αίτημα εάν οι πληροφορίες μπορούν να ληφθούν με κάποιο άλλο διαθέσιμο τρόπο ή το Δικαστήριο δεν πεισθεί ότι υπάρχει πράγματι πρόθεση έγερσης αγωγής εναντίον του αδικοπραγούντος. Περαιτέρω, το Δικαστήριο θα ζυγίσει παράγοντες όπως τη σοβαρότητα της συμπεριφοράς του κατ' ισχυρισμόν αδικοπραγούντος, (Interbrew SA v. Financial Times Ltd The Times 4.1.2002). Το ζητούμενο δεν είναι η ευκολία ή η επιθυμία λήψης των πληροφοριών, αλλά η αναγκαιότητα του όλου εγχειρήματος. Εάν υπάρχουν γεγονότα τα οποία χρήζουν διερεύνησης κατά τη δίκη, δεν θεωρείται πρέπον να εκδοθεί διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal επί αιτήματος πριν την ίδια τη δίκη. Το διάταγμα δεν αποσκοπεί στην απλή ικανοποίηση της λήψης στοιχείων για σκοπούς περιέργειας.

…..

…..

Άλλο ουσιαστικό ζήτημα το οποίο εγείρεται με την έφεση και τέθηκε και πρωτοδίκως ήταν ότι τα διατάγματα Norwich Pharmacal δεν εκδίδονται για υποβοήθηση έγερσης αγωγής εκτός δικαιοδοσίας, δηλαδή, σε δικαιοδοσία άλλη από αυτή στην οποία επιδιώκεται και εκδίδεται το διάταγμα. Τα διατάγματα Norwich Pharmacal εμπίπτουν στη γενικότερη δυνατότητα της παροχής πληροφοριών και αποκάλυψης εγγράφων και στοιχείων. Όπως κάθε διάταγμα αποκάλυψης και παρουσίασης εγγράφων, όπως για παράδειγμα διάταγμα που εκδίδεται κάτω από το Bankers' Books Evidence Act 1879, έτσι και το διάταγμα Norwich Pharamacal χρειάζεται τη συνδρομή των αρμοδίων αρχών, συνήθως των Πρωτοκολλητών των Δικαστηρίων, για την εκτέλεση του. Γι' αυτό και το Δικαστήριο δεν εκδίδει κατά κανόνα τέτοιο διάταγμα επί αλλοδαπού ή επί αλλοδαπής τράπεζας που είναι ή μπορεί να είναι μέρος της επί Δικαστηρίω αγωγής και που βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας.  Ιδιαιτέρως, όταν η επιχείρηση διεξάγεται στο εξωτερικό (Mackinnon v. Donaldson Lufkin & Jenrette Securities Corp. [1986] 1 All E.R. 653).

Δεν υπάρχει όμως κώλυμα ως θέμα αρχής τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal να είναι δυνατόν να εκδοθούν και προς υποβοήθηση λήψης στοιχείων και πληροφοριών για έγερση αγωγής εκτός δικαιοδοσίας. Με την πολυπλοκότητα των σύγχρονων εμπορικών δραστηριοτήτων,  κατά τη διεξαγωγή των οποίων δυνατό να εμπλέκονται διάφορα φυσικά και νομικά πρόσωπα εντός και εκτός δικαιοδοσίας, θα ήταν πολύ περιοριστική η εμβέλεια του διατάγματος εάν αποφασιζόταν να ισχύει μόνο για τις εντός της δικαιοδοσίας προτιθέμενες αγωγές. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί πάνω σε οποιαδήποτε νομική ή ακόμη και λογική βάση. Στη Smith Kline & French Laboratories Ltd v. Global Pharmaceuticals [1986] RPC 394, η οποία αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στην United Company Rusal Plc and others v. HSBS Bank Plc and others [2011] EWHC 404 (QB), αναγνωρίστηκε ότι τα διατάγματα αυτού του τύπου εναντίον ενός εναγομένου έχουν σκοπό να δώσουν τη δυνατότητα σε ενάγοντα να εντοπίσει τον αδικοπραγούντα ακόμη και σε ξένη χώρα, ώστε να εγερθεί εκεί σχετική διαδικασία χρησιμοποιώντας τα έγγραφα και τις πληροφορίες που αποκαλύφθηκαν σε άλλη δικαιοδοσία. Αρκεί το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει αδικοπραξία από άτομο ή άτομα τρίτα προς τη διαφορά ή τους διαδίκους σε μια αγωγή ώστε ο αιτούμενος το διάταγμα να εγείρει την αγωγή του ακόμη και στο εξωτερικό, (Steven Gee: Commercial Injunctions 5η έκδ. σελ. 689). 

Στην Κύπρο, έχει αναγνωριστεί μέσα από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Seamark Consultancy Services Limited ν. Joseph P. Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162, η δυνατότητα για τα Κυπριακά Δικαστήρια να εκδίδουν διατάγματα τύπου Mareva, ακόμη και αν αφορούν περιουσιακά στοιχεία εκτός δικαιοδοσίας. Κρίθηκε, υπό το φως της ευρύτατης εξουσίας που παρέχεται από το Άρθρο 32 του Νόμου αρ. 14/60, ότι είναι δυνατή η έκδοση διαταγμάτων που να λαμβάνουν υπόψη «... τις σύγχρονες μεταβολές στους τρόπους συναλλαγής των ανθρώπων», ώστε να επιτρέπεται η έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων δεσμευόντων και περιουσιακά στοιχεία εναγομένων εκτός δικαιοδοσίας.  Σημειώθηκε ότι το Άρθρο 32, δεν θέτει οποιουσδήποτε περιορισμούς εκτός από τις τρείς προϋποθέσεις που εκεί αναφέρονται.  Επομένως, η ευρύτητα της εξουσίας που παρέχει το Άρθρο 32, όπως αναγνωρίσθηκε και επεξηγήθηκε στην BP Holdings Ltd v. Ανδρέα Κιταλίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694, μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά περίπτωση  ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη με την έκδοση εκείνου του διατάγματος που θεωρείται αναγκαίο υπό τις περιστάσεις.

Περαιτέρω, ο λόγος που κατά κανόνα τα Δικαστήρια δεν εκδίδουν με ευκολία ένα διάταγμα το οποίο πιθανώς να αφορά ξένους υπηκόους, είναι η πρακτική δυσκολία εφαρμογής του. Στην υπό κρίση υπόθεση, όμως, η αγωγή που ηγέρθηκε από τους εφεσίβλητους εναντίον των εφεσειόντων αφορά την έκδοση διατάγματος Norwich Pharmacal επιδιώκοντας τη λήψη των σχετικών πληροφοριών από εναγομένους που κατοικούν ή έχουν τη διεύθυνση του εγγεγραμμένου εταιρικού γραφείου τους στην Κύπρο. Η εφαρμογή επομένως του διατάγματος μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί με  διαδικασία καταφρόνησης του Δικαστηρίου εναντίον των εναγομένων-εφεσειόντων, σε περίπτωση που αυτοί δεν συμμορφωθούν με το διάταγμα, εφόσον υπόκεινται στην Κυπριακή δικαιοδοσία.» 

Οι παραπάνω αρχές επαναλαμβάνονται και στη μεταγενέστερη υπόθεση METAQUOTES SOFTWARE LTD κ.ά. ν. DABABOU, Πολ. Έφ. Αρ. E324/2016, ημερ. 14/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A501. Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα:

 

«Η έκδοση διατάγματος της μορφής Norwich Pharmacal, το οποίο συνιστά κατ΄ ουσίαν διάταγμα αποκάλυψης, προϋποθέτει την ύπαρξη τρίτου μέρους («Norwich Pharmacal respondent») το οποίο, έστω και αν είναι αθώο, είχε ανάμειξη στην αδικοπραξία άλλων, προκειμένου να αποκαλύψει στον εν δυνάμει ενάγοντα την ταυτότητα του αδικοπραγήσαντα και, σε κάποιες περιπτώσεις, περαιτέρω πληροφορίες, αναλόγως της υπόθεσης και των γεγονότων που την περιβάλλουν. Είναι γνωστό ότι αυτού του τύπου τα διατάγματα έλκουν την ονομασία τους από την υπόθεση Norwich Pharmacal Co vCommissioners of Customs & Excise (1974) AC 133εταιρεία Norwich Pharmacal, ιδιοκτήτες πατέντας, αντελήφθησαν ότι εμπορεύματα που παραβίαζαν την εν λόγω πατέντα εισήχθησαν στη Βρετανία. Εμμεση ανάμειξη είχε το βρετανικό τελωνείο, μέσω του οποίου είχαν εκτελωνισθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές η προαναφερόμενη εταιρεία ενήγαγε το τελωνείο ζητώντας, μεταξύ άλλων, και διάταγμα που να το υποχρεώνει στην αποκάλυψη του ονόματος του προσώπου που εκτελώνισε τα εμπορεύματα. Οι αρμόδιοι του τελωνείου  παραδέχθηκαν την εισαγωγή των προϊόντων και τη γνώση ως προς την ταυτότητα των προσώπων που τα εισήξαν. Προέβαλαν όμως ότι δεν είχαν υποχρέωση να αποκαλύψουν τα ονόματα των εν λόγω προσώπων. Το Δικαστήριο, η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, όπου τελικά ήχθη η όλη υπόθεση, ομόφωνα ανέτρεψε την προηγηθείσα απόφαση του Εφετείου και εξέδωσε σχετικό διάταγμα αποκάλυψης, προκειμένου να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του αδικοπραγήσαντος. Κρίθηκε ότι η αποκάλυψη ως μορφή θεραπείας εξαρτάται από το βαθμό σύνδεσης μεταξύ του Norwich Pharmacal εναγόμενου και του αδικοπραγήσαντα και όχι από την ύπαρξη βάσης αγωγής εις βάρος του υπό αναφορά εναγόμενου. Λέχθηκαν, επιπρόσθετα, τα ακόλουθα από τον Lord Reid:

 

«They seem to me to point to a very reasonable principle that if through no fault of his own a person gets mixed up in the tortious acts of others so as to facilitate their wrongdoing he may incur no personal liability but he comes under a duty to assist the person who has been wronged by giving him full information and disclosing the identity of the wrongdoers. I do not think that it matters whether he became so mixed up by voluntary action on his part or because it was his duty to do what he did. It may be that if this causes him expense the person seeking the information ought to reimburse him. But justice requires that he should co-operate in righting the wrong if he unwittingly facilitated its perpetration.»

  

…..

…..

 

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονισθεί ότι η ευρεία διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου προς έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης δεν μπορεί να περιορισθεί με την επιβολή άκαμπτων κανόνων. Κύριο οδηγό στην άσκηση της διακριτικής δυνατότητας του Δικαστηρίου συνιστούν σε κάθε περίπτωση τα ευρύτερα συμφέροντα της δικαιοσύνης και το γενικότερο δημόσιο συμφέρον. Περαιτέρω, η ισοζυγία αλληλοσυγκρουόμενων δικαιωμάτων είναι επιβεβλημένη και προς την κατεύθυνση αυτή η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας συνιστά χρήσιμο οδηγό στην πορεία άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

 

Είναι χρήσιμο να υπομνήσουμε την εξελικτική πορεία και την αέναη διάπλαση των διαταγμάτων αποκάλυψης, αλλά και όλων των μορφών των θεραπειών που εδράζονται στο δίκαιο της επιείκειας, ως απότοκο της ραγδαίας εξέλιξης και της συνεχώς μεταβαλλόμενης πολυπλοκότητας των συναλλαγών, αλλά και της συνακόλουθης δυσκολίας ανίχνευσης του δαιδαλώδους πλέον πλέγματος διάπραξης και συγκάλυψης διαφόρων μορφών αδικοπραξιών. Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται και η ανάγκη για ανάλογη προσαρμογή της άσκησης των εξουσιών των Δικαστηρίων προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ραγδαία εξελισσόμενες αυτές καταστάσεις και να θωρακίσουν το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής στη δικαιοσύνη προς υπεράσπιση των συμφερόντων του κάθε διαδίκου.

 

…..

…..

 

Όπως έχουμε ήδη τονίσει, απώτερος σκοπός της έκδοσης διαταγμάτων αποκάλυψης αυτής της μορφής, δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις, είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και η απρόσκοπτη και ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Υπό το πρίσμα των γεγονότων της ενώπιόν μας υπόθεσης, δεν εντοπίζεται δυνατότητα αναζήτησης πληροφοριών μέσω άλλων πηγών. Περαιτέρω, η δεδομένη ανάμειξη των Εφεσειόντων και η φύση της παρεμβολής τους στα ουσιώδη γεγονότα, αφήνουν ανοικτό το περιθώριο της πιθανότητας να είναι σε θέση να παράσχουν τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.

 

Εν τέλει, το όλο ζήτημα είναι εξειδικευμένης, τεχνικής, υφής και συναρτάται με το κατά πόσο είναι επιτρεπτή, τεχνολογικά, η πρόσβαση στις αιτούμενες πληροφορίες. Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται και το αναγκαίο της αέναης διάπλασης των διαταγμάτων αποκάλυψης. Σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο πεδίο τεχνολογικής προόδου, επιβάλλεται και η ανάλογη προσαρμογή στο πεδίο του δικαίου. Η χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, η αλματώδης ανάπτυξή τους, ο πρωταρχικός ρόλος που πλέον διαδραματίζουν σε όλο το φάσμα των οικονομικών συναλλαγών και η αποθήκευση ηλεκτρονικών δεδομένων (βλ. σχετικά Penderhill v. Κλουκινά, ΠΕ 319/2011 κα, ημερ. 13.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:A21), επιτάσσουν συνεχή μεταβολή των διαδικασιών αποκάλυψης και συνεχή αναζήτηση νέων, συμβατών με τα υπάρχοντα δεδομένα, μεθόδων διασφάλισης των δικαιωμάτων του κάθε ενδιαφερομένου προσώπου για αποτελεσματική πρόσβαση στο Δικαστήριο προς διεκδίκηση των δικαιωμάτων του.»   

 

Υπεισέρχομαι στην εξέταση της απαίτησης, η οποία θα ιδωθεί υπό το φως των προβαλλόμενων σ’ αυτή, λόγων ένστασης, όπως αυτοί αναπτύσσονται από τους ευπαίδευτους δικηγόρους των εναγόμενων στο πλαίσιο της γραπτής  αγόρευσής τους.

 

Ωστόσο, προηγουμένως, θα ήθελα να τοποθετηθώ επί της θέσης των εναγόμενων αναφορικά με το επίπεδο απόδειξης της απαίτησης. Συναφώς με αυτή, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι τους, στη γραπτή αγόρευσή τους αναφέρουν τα εξής:

 

Με την εφαρμογή των ΚΠΔ, διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal διεκδικούνται ως τελική θεραπεία με την καταχώρηση απαίτησης, με βάση το Μέρος 8. Ως εκ τούτου, οι ενάγοντες έχουν υποχρέωση να αποδείξουν την υπόθεσή τους, ως τελική απαίτηση στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων και όχι εκ πρώτης όψεως, όπως θα συνέβαινε εάν ζητούσαν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων στο πλαίσιο ενδιάμεσης αίτησης για έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων. Ως εκ τούτου, οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, στο βαθμό που αφορούν ενδιάμεσα διατάγματα δεν τυγχάνουν εφαρμογής.

 

Δε συμφωνώ. Το γεγονός ότι οι ενάγοντες καταχώρησαν την απαίτησή τους, κάνοντας χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8 των ΚΠΔ, ούτε τη φύση της αίτησης μα ούτε και το ουσιαστικό δίκαιο που τη διέπει μεταβάλλει και προφανώς, το ίδιο ισχύει και για το απαιτούμενο επίπεδο απόδειξης της απαίτησης, η οποία εξακολουθεί να θεωρείται ενδιάμεση αίτηση, οπότε, για σκοπούς στοιχειοθέτησής της - δεδομένης της φύσης της - σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου.

 

Είναι γεγονός, ότι με την έκδοση της παρούσας απόφασής μου, η όλη διαδικασία της υπό κρίση απαίτησης, συμπληρώνεται. Ωστόσο, αυτό ισχύει καθαρά από δικονομικής πλευράς. Σ’ ό,τι αφορά την ουσία, η αίτηση θεωρείται ενδιάμεση. Γεγονός το οποίο καταφαίνεται από το περιεχόμενο του άρθρου 32(Α1)(ΑΒ1) του περί Δικαστηρίων Νόμου το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

«(Α1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να ακούει και αποφασίζει πρωτόδικα αναφορικά με κάθε αίτηση για ενδιάμεση θεραπεία σε οποιονδήποτε χρόνο, περιλαμβανομένου του χρόνου πριν από την καταχώριση απαίτησης ή μετά την έκδοση απόφασης, σε σχέση με δικαστική ή διαιτητική διαδικασία η οποία πραγματοποιήθηκε, πραγματοποιείται ή θα πραγματοποιηθεί εντός ή εκτός δικαιοδοσίας.

(ΑΒ1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, αναφορικά με δικαστικές ή διαιτητικές διαδικασίες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιούνται ή θα πραγματοποιηθούν εκτός δικαιοδοσίας, δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να ακούει και αποφασίζει πρωτόδικα αναφορικά με κάθε αίτηση για ενδιάμεση θεραπεία στις ακόλουθες περιπτώσεις που-

(α) ο καθ’ ου η αίτηση βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας∙ ή

(β) η περιουσία ή το αντικείμενο της θεραπείας βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας∙ ή

(γ) υφίσταται τέτοιος άλλος σύνδεσμος με τη Δημοκρατία, ώστε το δικαστήριο να καθίσταται κατάλληλο να ακούσει και να αποφασίσει επί της αιτήσεως.» (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)

Από τις παραπάνω πρόνοιες είναι φανερό, ότι, ακόμη και στην περίπτωση που η αίτηση αποβλέπει αποκλειστικά στην παροχή θεραπείας σε σχέση με δικαστική διαδικασία που θα ακολουθήσει, δηλαδή που δεν υπάρχει κατά το χρόνο καταχώρησης της αίτησης και έκδοσης σχετικής απόφασης, η αίτηση θεωρείται ενδιάμεση και όχι τελική, όπως είναι η θέση των εναγόμενων στην παρούσα υπόθεση. Και, με δεδομένο ότι, προς απόδειξή της, θα πρέπει να συντρέχουν όλες οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, αναφορικά με το επίπεδο απόδειξής της, ισχύει ό,τι ακριβώς ισχύει για κάθε τέτοια αίτηση η οποία εδράζεται στο συγκεκριμένο άρθρο. Ειδικά για τη δεύτερη ουσιαστική προϋπόθεση (ορατή πιθανότητα επιτυχίας) σύμφωνα με την Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, η έννοια της πιθανότητας επιτυχίας περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το «ισοζύγιο των πιθανοτήτων» που είναι το μέτρο απόδειξης σε αστικές υποθέσεις.

Επί της ουσίας τώρα.

Τα ουσιαστικά γεγονότα που επικαλούνται οι ενάγοντες (κατ’ ακρίβεια, οι από κοινού εκκαθαριστές τους) για σκοπούς στοιχειοθέτησης της απαίτησής τους είναι τα εξής:

Οι ενάγοντες είναι σαουδαραβική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η οποία με απόφαση του Δικαστηρίου της Σαουδικής Αραβίας, ημερομηνίας 1/1/2020 τέθηκε υπό εκκαθάριση. Με την ίδια απόφαση, δυο πρόσωπα διορίστηκαν εκκαθαριστές της εταιρείας, τα οποία, ωστόσο, με απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 1/9/2021 απομακρύνθηκαν. Στη θέση τους διορίστηκαν από το Δικαστήριο την ίδια μέρα, από κοινού εκκαθαριστές της εταιρείας, τα τρία πρόσωπα που αναφέρονται στον τίτλο της απαίτησης (ανωτέρω).

Οι ενάγοντες ήταν ένας επιχειρηματικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων και εταιρειών που συστάθηκε στο Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας και ανήκε και ελεγχόταν από τα μέλη της λιβανέζικης οικογενείας, Al Hariri. Σήμερα, ο Saad Al Hariri και η οικογένεια Al Hariri συνεχίζουν να διατηρούν άμεσο και έμμεσο συμφέρον στον όμιλο.

Οι εναγόμενοι 1 είναι τράπεζα στο Λίβανο η οποία στον ουσιώδη χρόνο ανήκε και ελεγχόταν από τα μέλη της οικογένειας Al Hariri που ήταν επίσης οι ιδιοκτήτες και τα πρόσωπα που έλεγχαν τους ενάγοντες και τον όμιλο εταιρειών τους.

Κατά ή περί το Μάη του 2007, οι εναγόμενοι 1 γράφτηκαν στον Έφορο Εταιρειών, ως αλλοδαπή εταιρεία και απόκτησαν άδεια από την Κυπριακή Κεντρική Τράπεζα για τη λειτουργία υποκαταστήματος στη Λεμεσό. Εκτός από το Λίβανο και την Κύπρο δραστηριοποιούνται μέσω υποκαταστημάτων ή θυγατρικών τραπεζών η συνδεδεμένων τραπεζών, στο Μπαχρέιν, την Τουρκία και αλλού.

Οι εναγόμενοι 2 και 3, που είναι κύπριοι πολίτες, από τις 5/2/2007 είναι δεόντως εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποι των εναγόμενων 1 στην Κύπρο σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο και έχουν αναλάβει τη διαχείριση των υποθέσεων του υποκαταστήματος ή επιχειρηματικού γραφείου τους στην Κύπρο.

Οι ενάγοντες σύμφωνα με τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις τους για το έτος 2014 είχαν σημαντικό αριθμό θυγατρικών εταιρειών. Ήταν ιθύνουσα εταιρεία, τουλάχιστον 45 εταιρειών σε πολλαπλές δικαιοδοσίες, μεταξύ άλλων, στις 13 χώρες που αναφέρονται στην παράγραφο 10 της πρώτης ένορκης δήλωσης Πίττα.

Με βάση έρευνες των από κοινού εκκαθαριστών των εναγόντων και τα στοιχεία που συλλέχθηκαν προέκυψαν τα ακόλουθα:

Στους ενάγοντες ανατέθηκαν από το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας πολυάριθμες συμβάσεις για την κατασκευή διαφόρων κυβερνητικών έργων πολλών δισεκατομμυρίων αμερικανικών δολαρίων. Για σκοπούς χρηματοδότησης εν λόγω έργων, οι ενάγοντες με τρεις γραπτές συμφωνίες έλαβαν από την κυβέρνηση της χώρας τρία δάνεια. Τις συμφωνίες υπόγραψε για τους ενάγοντες ο διευθύνων σύμβουλος και μέτοχός τους,  Saad Al Hariri. Η πρώτη, ημερομηνίας  1/1/2012,  ήταν για το ποσό των $2.000.000.000, η δεύτερη, ημερομηνίας 10/1/2012 ήταν για το ίδιο ποσό και η τρίτη, ημερομηνίας 19/11/2013, για το ποσό των $3.000.000.000. Και τα τρία αυτά ποσά κατατέθηκαν σε τοπικό λογαριασμό της χώρας και δεν ξοφλήθηκαν ποτέ.

Από την εξέταση όλων των εταιρικών εγγράφων και των διαθέσιμων τραπεζικών εγγράφων τα οποία είχαν συλλέξει οι από κοινού εκκαθαριστές των εναγόντων προέκυψε ότι μεγάλα ποσά των παραπάνω δανείων μεταφέρθηκαν σε λογαριασμούς τους, τους οποίους διατηρούσαν στους εναγόμενους 1 στην Κύπρο, την Ελβετία και το Λίβανο. Από τις 28/6/2012 μέχρι και τις 14/9/2012 μεταφέρθηκε από τον τραπεζικό λογαριασμό τους στη Σαουδική Αραβία σε λογαριασμούς τους στους εναγόμενους 1 στη Λεμεσό, το συνολικό ποσό των $3.078.093.572,52.

Οι από κοινού εκκαθαριστές τους έχουν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι ο Saad Hariri έχει χρησιμοποιήσει αυτά τα κεφάλαια για την προσωπική του επιχείρηση και όχι για το σκοπό για τον οποίο είχαν ληφθεί. Με βάση τις έρευνές τους υπάρχουν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία που υποστηρίζουν ότι το παραπάνω συνολικό ποσό που πήραν οι ενάγοντες από την κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας για σκοπούς χρηματοδότησης κυβερνητικών έργων, είχε ξεπλυθεί μέσω των κυπριακών λογαριασμών που διατηρούσαν στο κυπριακό υποκατάστημα των εναγόμενων 1 και στη συνέχεια, τέτοια ποσά είχαν διατεθεί και υπεξαιρεθεί με δόλιο τρόπο από τα μέλη της οικογένειας Hariri που ήταν οι τελικοί ιδιοκτήτες και πρόσωπα που έλεγχαν τους ενάγοντες και τους εναγόμενους 1.

Όλες οι προσπάθειες των από κοινού εκκαθαριστών να αποκτήσουν πρόσβαση και πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση, τη λειτουργία και τις  συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μέσω των λογαριασμών των εναγόντων που τηρούνται στο υποκατάστημα των εναγόμενων 1 στην Κύπρο, απέτυχαν, επειδή τα μέλη της οικογένειας Hariri και οι αντιπρόσωποι και ηπηρέτες τους αρνήθηκαν ή αμέλησαν να παράσχουν οποιαδήποτε πληροφορία ή έγγραφα στους εκκαθαριστές των εναγόντων για να ασκήσουν τα εκ του νόμου καθήκοντά τους σύμφωνα με τους νόμους της Σαουδικής Αραβίας, συμπεριλαμβανομένου, να εντοπίσουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία των χρεοκοπημένων εναγόντων, προκειμένου να πληρωθούν τα χρέη και οι υποχρεώσεις τους, τα οποία, επί του παρόντος ανέρχονται σε περίπου $9.300.000.000.

Οι ενάγοντες διατηρούσαν 6 τραπεζικούς λογαριασμούς στο υποκατάστημα των εναγόμενων 1 στην Κύπρο, στο οποίο μεταφέρθηκε το ποσό των $3.078.093.572,52.

Οι από κοινού εκκαθαριστές των εναγόντων, μεταξύ άλλων έχουν λάβει μέτρα στην Ελβετία για να εντοπίσουν όλα τα κεφάλαια που έχουν ξεπλυθεί και μεταφερθεί σε τραπεζικούς λογαριασμούς των εναγόντων που τηρούνται σε θυγατρικές τράπεζες των εναγόμενων 1 σ’ αυτή τη χώρα. Συγκεκριμένα, ήδη έχουν ληφθεί διαβήματα από τους ελβετούς δικηγόρους των εκκαθαριστών των εναγόντων εναντίον των ελβετών εναγόμενων 1 για λήψη πληροφοριών και αντιγράφων εγγράφων των τραπεζικών λογαριασμών που οι ενάγοντες διατηρούσαν στους ελβετούς εναγόμενους 1, οι οποίοι, πριν  από μερικές μέρες αποδέχθηκαν να τα αποκαλύψουν. Οι από κοινού εκκαθαριστές των εναγόντων λαμβάνουν επίσης μέτρα στο Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας για τον εντοπισμό και την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων των εναγόντων τα οποία είχαν διατεθεί δόλια από τους ιδιοκτήτες και τα πρόσωπα που έλεγχαν τους ενάγοντες, δηλαδή, από την οικογένεια Hariri.  

Τα γεγονότα της υπόθεσης δικαιολογούν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Οι εναγόμενοι 1 μέχρι 3 έχουν επλακεί, αθώα ή όχι ή έχουν αναμεχθεί σε αδικοπραξίες που έχουν διαπραχθεί μεταξύ άλλων από μέλη της οικογένειας Hariri κατά των εναγόντων και των πραγματικών πιστωτών τους, οι οποίοι εξαπατήθηκαν, συμπεριλαμβανομένου και του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας που χορήγησε δάνεια στους ενάγοντες, περίπου 6 με 7 δισεκατομμύρια δολάρια Αμερικής για σκοπούς χρηματοδότησης κυβερνητικών έργων στη Σαουδική Αραβία. Οι εναγόμενοι 1, ως τράπεζα και οι  εναγόμενοι 2 και 3, ως δεόντως εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποί της στην Κύπρο, με την οποία τηρούνταν οι τραπεζικοί λογαριασμοί των εναγόντων και στην οποία διοχετεύθηκαν ή ξεπλύθηκαν μεγάλες μεταφορές κεφαλαίων προκειμένου στη συνέχεια να αποξενωθούν δόλια, έχουν  στην κατοχή και έλεγχό τους, όλες τις πληροφορίες και τα έγγραφα που ζητούν οι ενάγοντες σύμφωνα με την παρούσα αγωγή αποκάλυψης και σύμφωνα με τους κανόνες επιείκιας, οι εναγόμενοι  1 μέχρι 3 υποχρεούνται να παραδώσουν στους ενάγοντες ή στους δικηγόρους τους, τις απαιτούμενες πληροφορίες και έγγραφα που αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής, προκειμένου να βοηθήσουν τους ενάγοντες, πρώτο, να δικογραφήσουν και αποδείξουν την υπόθεσή τους κατά των αδικοπραγούντων που τους καταδολίευσαν, δεύτερο, να εντοπίσουν άλλους αδικοπραγούντες ή άλλες αδικοπραξίες και τρίτο, να ιχνηλατήσουν τα κλεμμένα περιουσιακά στοιχεία.

Οι από κοινού εκκαθαριστές των εναγόντων έχουν νόμιμο δικαίωμα σύμφωνα με τη νομοθεσία της Σαουδικής Αραβίας να απαιτούν εκ μέρους τους την αποκάλυψη και συλλογή όλων των πληροφοριών και εγγράφων που αφορούν τις υποθέσεις, τα περιουσιακά στοιχεία και τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους, με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων τους, τα οποία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον εντοπισμό όλων των περιουσιακών στοιχείων των εναγόντων, την εξέταση όλων των συναλλαγών που πραγματοποιούνται για λογαριασμό τους, έτσι ώστε να καταστήσουν προσωπικά υπεύθυνους τους ιδιοκτήτες τους και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έχει διαπράξει αδικοπραξίες εναντίον τους κ.λ.π. Δεν υπάρχει άλλη πηγή ή μέθοδος συλλογής των αιτούμενων πληροφοριών ή εγγράφων που αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής αποκάλυψης.

Η χορήγηση των αιτούμενων διαταγμάτων αποκάλυψης σύμφωνα με την αγωγή και η αποκάλυψη και παράδοση των αιτούμενων πληροφοριών και εγγράφων, θα βοηθήσει τους εκκαθαριστές να καταχωρήσουν αγωγή στην Κύπρο ή σε άλλες δικαιοδοσίες, προκειμένου να εντοπιστούν και ανακτηθούν τα κλεμμένα περιουσιακά στοιχεία των εναγόντων καθώς και για να αξιώσουν αποζημιώσεις έναντι όλων των αδικοπραγούντων για όλες τις ζημιές που προκλήθηκαν στους ενάγοντες, λόγω των αδικοπραξιών τους που θα εντοπιστούν κ.λ.π. Χωρίς την αποκάλυψη των αιτούμενων πληροφοριών και εγγράφων, οι εκκαθαριστές δε θα μπορέσουν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους προκειμένου να αποδώσουν δικαιοσύνη και να διευθετήσουν τις οφειλές των εναγόντων. Σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο δικαιούνται νόμιμα να καταχωρήσουν μια τέτοια αγωγή ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη αναγνώριση απόφασης του Δικαστηρίου της Σαουδικής Αραβίας στην Κύπρο, το οποίο τους έχει διορίσει ως απο κοινού  εκκαθαριστές των εναγόντων.  

Περί τις 15/3/2024, οι  εκκαθαριστές των εναγόντων ανακάλυψαν ότι κατά ή περί τις 4/3/2024 καταχωρήθηκε στον Έφορο Εταιρειών, αίτηση διαγραφής των εναγόμενων 1 από το μητρώο αλλοδαπών εταιρειών. Υπό το φως της επείγουσας κατάστασης, η οποία δημιουργήθηκε λόγω των μέτρων που  έλαβαν οι εναγόμενοι 1 και η οικογένεια Al Hariri για να εμποδίσουν αποτελεσματικά τους εκκαθαριστές να αποκτήσουν πρόσβαση σε τέτοια έγγραφα και πληροφορίες με το να κλείσουν πλήρως το υποκατάστημα των εναγόμενων 1 και με το να τους διαγράψουν από το μητρώο των αλλοδαπών εταιρειών, οι ενάγοντες προχώρησαν άμεσα στην καταχώρηση της παρούσας αγωγής και μέσω των δικηγόρων τους, στην αποστολή επιστολής στον Έφορο Εταιρειών, ζητώντας του να μην προχωρήσει στην αιτούμενη διαγραφή.  

Το πρώτο που υποβάλλεται από τους ευπαίδευτους δικηγόρους των εναγόμενων είναι ότι τα αιτούμενα διατάγματα αποσκοπούν στην αποκάλυψη πληροφοριών και/ή εγγράφων τα οποία δε βρίσκονται στην Κύπρο και τα οποία μέχρι στιγμής δεν έχουν εντοπιστεί ούτε και στο Λίβανο.

Συναφώς με τα παραπάνω, ο εναγόμενος 3 στην ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την ένσταση στην απαίτηση αναφέρει τα εξής:

Στις παραγράφους 6.17 και 6.18 της ένορκης δήλωσης των εναγόντων αναφέρεται ουσιαστικά ότι το υποκατάστημα των εναγόμενων  1 στην Κύπρο έκλεισε επί τούτου ώστε να εμποδιστούν αποτελεσματικά οι εκκαθαριστές να αποκτήσουν πρόσβαση στα αιτούμενα έγγραφα και/ή πληροφορίες. Ετούτοις, αυτό που ισχύει είναι ότι οι εργασίες όλων των υποκαταστημάτων λιβανέζικων τραπεζών στην Κύπρο, τερματίστηκαν μετά την επιβολή μέτρων από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, μέσα στα πλαίσια της προληπτικής εποπτείας που εξασκεί στα υποκαταστήματα και όχι εξ υπαιτιότητας των εναγόμενων 1.

Έναντι των παραπάνω ισχυρισμών του εναγόμενου, η Πίττα, στη συμπληρωματική ένορκη δήλωσή της αντιτείνει τα εξής, τα οποία δεν έτυχαν ουσιαστικής απάντησης από τον εναγόμενο 3 στη δική του, συμπληρωματική ένορκη δήλωση που ακολούθησε:

Οι εναγόμενοι 1, όντας τραπεζικός οργανισμός που παρείχε υπηρεσίες στην Κύπρο, ήταν και συνεχίζει να υπόκειται σε υποχρεώσεις σύμφωνα με τους νόμους που διέπουν τα τραπεζικά ιδρύματα, τους κανονισμούς και οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, ως και το Νόμο Παρεμπόδισης Νομιμοποίησης Εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Επίσης, σύμφωνα με τα αρχεία του Εφόρου Εταιρειών, οι εναγόμενοι 1 συνεχίζουν να είναι εγγεγραμμένοι στην Κύπρο, ως αλλοδαπή εταιρεία, ενώ παράλληλα συνεχίζουν να δηλώνουν ως εγγεγραμμένο γραφείο τους τη διεύθυνση (αναφέρεται συγκεκριμένη διεύθυνση στη Λεμεσό) την οποία, στην πραγματικότητα δεν χρησιμοποιούν, πλέον. Πώς είναι δυνατό λοιπόν οι εναγόμενοι να ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι 1 δεν έχουν οποιαδήποτε υποχρέωση έναντι των εναγόντων, απλά, επειδή δεν έχουν πλέον άδεια να παρέχουν τραπεζικές υπηρεσίες ή να ισχυρίζονται δήθεν, ότι όλα τα έγγραφα έχουν μεταφερθεί εκτός Κύπρου, κατά παράβαση, μεταξύ άλλων, των προαναφερθεισών νομοθεσιών και κανονισμών; Είναι η θέση των εναγόντων, ότι οι εναγόμενοι έχουν στην κατοχή, φύλαξη και έλεγχό τους τα αιτούμενα έγγραφα και πληροφορίες και ότι ο μόνος λόγος που εγείρουν τέτοιους ανυπόστατους και αναληθείς ισχυρισμούς είναι να αποφύγουν να τα αποκαλύψουν.

Δεδομένου ότι - για να επαναλάβω - για σκοπούς έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων απαιτείται και η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων που διέπουν την αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, για σκοπούς απόφανσης επί των πιο πάνω, λαμβάνω υπόψη τα ακόλουθα:

Στην υπόθεση Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 788 υπενθυμίζεται ότι, γενικά, η διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος δεν προσφέρεται για εξέταση αμφισβητούμενων γεγονότων. Ομοίως και στη Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248) (ανωτέρω επίσης) από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Το Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Αυτό εναπόκειται στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά την δίκη της ουσίας της υπόθεσης».                          

Των παραπάνω λεχθέντων και λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση, εμπλοκή και ανάμειξη των τριών εναγόμενων με τα ουσιαστικά γεγονότα της υπόθεσης σε συνδυασμό και με την ομολογία του εναγόμενου 3, ο οποίος, στην πρώτη ένορκη δήλωσή του αναφέρει ότι από τις 15/1/2004 μέχρι τις 31/10/2022 εργαζόταν στο υποκατάστημα των εναγόμενων 1 στη Λεμεσό και ως εκ τούτου γνωρίζει καλά τα γεγονότα της υπόθεσης, ενώ όπως αναφέρει στη δεύτερη ένορκη δήλωσή του έχει πλήρη γνώση των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ ότι οι τρεις εναγόμενοι, όχι απλώς μπορούν, αλλά, ενδεχομένως να είναι και οι μόνοι που μπορούν να παράσχουν τις αιτούμενες πληροφορίες και να δώσουν στους ενάγοντες, τα αιτούμενα έγγραφα. Για να το πως και κάπως διαφορετικά, όπως αναφέρεται και στη METAQUOTES SOFTWARE LTD (ανωτέρω), η δεδομένη ανάμειξή τους και η φύση της παρεμβολής τους στα ουσιώδη γεγονότα, αφήνουν ανοικτό το περιθώριο της πιθανότητας να είναι σε θέση να παράσχουν τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντα.

Και κάτι ακόμη. Αυτό που ισχυρίζεται ο εναγόμενος 3 στην παράγραφο 40 της ένορκης δήλωσής του, είναι απλώς, ότι το υποκατάστημα στην Κύπρο έχει κλείσει και ότι τα απαιτούμενα έγγραφα δε βρίσκονται εντός της Κύπρου, χωρίς να ισχυρίζεται ότι μέχρι στιγμής δεν έχουν εντοπιστεί ούτε και στο Λίβανο.

Οι εναγόμενοι, με δυο λόγους ένστασης αμφισβητούν το διορισμό των τριών εκκαθαριστών των εναγόντων. Αποτελεί θέση τους ότι οι ενάγοντες δε νομιμοποιούνται να εγείρουν και/ή προωθούν την παρούσα απαίτηση, καθώς και να αξιώνουν τα αιτούμενα διατάγματα και/ή τις επίδικες θεραπείες.

Εκτός του οι ενάγοντες, για σκοπούς στοιχειοθέτησης της περί αντιθέτου θέσης τους παρουσιάζουν μαρτυρία, ανάλογης βαρύτητας αυτής που παρουσιάζουν οι εναγόμενοι για σκοπούς στοιχειοθέτησης της παραπάνω θέσης τους και σ’ αυτό το στάδιο, για να επαναλάβω, το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης, αφού αυτό εναπόκειται στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά την δίκη της ουσίας της υπόθεσης (βλ. τις Bacardi & Co Ltd και Γρηγορίου, ανωτέρω) είναι και το γεγονός, ότι ο εναγόμενος 3, στην πρώτη παράγραφο της πρώτης ένορκης δήλωσή του, στην οποία προέβη, κατόπιν εξουσιοδότησης και των άλλων δυο εναγόμενων προς υποστήριξη της ένστασης στην απαίτηση, με αναφορά στους ενάγοντες στην παρούσα υπόθεση, αναφέρει ότι εκπροσωπούνται από τους από κοινού εκκαθαριστές τους, των οποίων αναφέρει τα ονόματα. Πέραν τούτου, όταν οι εκκαθαριστές των εναγόντων, στις 17/10/2022 απέστειλαν επιστολή στους δικηγόρους του Saad Hariri (ο οποίος, όπως είναι η θέση τους κρύβεται και ελέγχει μαζί με άλλα μέλη της οικογένειάς του, τόσο τους ενάγοντες όσο και τους εναγόμενους 1) προκειμένου να διερευνήσουν και να λάβουν εξηγήσεις και πληροφορίες σχετικά με τις μεταφορές διαφόρων περιουσιακών στοιχείων των εναγόντων σε τρίτους, οι οποίοι συνδέονται με τον ίδιο και την οικογένειά του, οι δικηγόροι του απάντησαν στην επιστολή αυτή με την επιστολή τους, ημερομηνίας 6/11/2022, χωρίς να έχουν αμφισβητήσει είτε τη νομιμότητα είτε την εγκυρότητα διορισμού των τριών εκκαθαριστών των εναγόντων είτε και το δικαίωμά τους να τους εκπροσωπούν.

Και κάτι ακόμη. Ότι οι ενάγοντες τελούν υπό εκκαθάριση αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών. Με αυτό δεδομένο, η νομιμοποίηση των εκκαθαριστών τους στην καταχώρηση και προώθηση της παρούσας απαίτησης προκύπτει - τηρουμένων των αναλογιών - και από το απόσπασμα που ακολουθεί από την υπόθεση Seamark Consultancy Services Ltd και Άλλοι ν. Joseph P. Lasala και Άλλων (2007) 1 Α.Α.Δ. 162 στην οποία με παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι τους.

«Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε πως δεν ήταν αναγκαία η εγγραφή και αναγνώριση οποιασδήποτε Αμερικανικής δικαστικής απόφασης, δεδομένου ότι δεν εκδόθηκε οποιαδήποτε τελεσίδικη δικαστική απόφαση στις Η.Π.Α. την οποία οι εφεσίβλητοι επεδίωκαν να εκτελέσουν στην Κύπρο. Οι εφεσίβλητοι προωθούν τις αξιώσεις τους στην Κύπρο με στόχο να επιτύχουν στο μέλλον απόφαση υπέρ τους.  Η επίκληση απ' αυτούς της Αμερικανικής δικαστικής απόφασης σύμφωνα με την οποία δημιουργήθηκε στις Η.Π.Α. το προαναφερόμενο καταπίστευμα και οι ίδιοι διορίστηκαν συνδιαχειριστές του δεν επέβαλλε στους εφεσίβλητους την υποχρέωση να εγγράψουν στην Κύπρο τη σχετική Αμερικανική απόφαση.  Σχετικά είναι και τα όσα αναγράφονται στο σύγγραμμα Dicey & Morris, The Conflict of Laws, 10η έκδοση, Τόμος 2, στις σελ. 715 κ.επ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η θέση ότι η εκχώρηση της περιουσίας ενός πτωχεύσαντα στους αντιπροσώπους των πιστωτών, δυνάμει της πτωχευτικής διαδικασίας μιας ξένης χώρας, θεωρείται ως εκχώρηση της κινητής περιουσίας του πτωχεύσαντα που βρίσκεται στην Αγγλία (και στη δική μας περίπτωση που βρίσκεται στην Κύπρο).  Η γενική αρχή του Αγγλικού Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου είναι ότι η πτώχευση ή οποιαδήποτε άλλη διαδικασία πτωχευτικής φύσεως σε ξένη χώρα, τα δικαστήρια της οποίας έχουν δικαιοδοσία επί του πτωχεύσαντα, λειτουργεί ως εκχώρηση.»

Δώδεκα λόγοι ένστασης στην απαίτηση αναπτύσσονται από τους ευπαίδευτους δικηγόρους των εναγόμενων στη γραπτή αγόρευσή τους, στο μέρος ΙΙΙ, με τίτλο «Μη επαρκείς λεπτομέρειες του δόλου και της αδικοπραξίας – Νόμω και ουσία αβάσιμο της απαίτησης». Σ’ αυτό το πλαίσιο, μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής:

Είναι η θέση των εναγόμενων ότι δεν έχουν προσκομιστεί ικανοποιητικές και επαρκείς λεπτομέρειες, του κατ’ ισχυρισμό δόλου και της αδικοπραξίας που αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση διαταγμάτων Norwich Pharmacal. Οι εναγόμενοι αδυνατούν να αντιληφθούν πού βασίζουν οι ενάγοντες, τον ισχυρισμό της φερόμενης αδικοπραξίας. Από τα γεγονότα (αναφέρονται κάποια γεγονότα από τους συνηγόρους) καθίσταται ξεκάθαρο ότι τα χρήματα που μεταφέρθηκαν στους λογαριασμούς που διατηρούσαν οι ενάγοντες στο υποκατάστημα της τράπεζας στην Κύπρο προέκυψαν από δάνεια που οι ίδιοι έλαβαν από την κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας. Ενώ στην παράγραφο 6.13 της ένορκης δήλωσης των εναγόντων, αυτοί αναφέρουν ότι με βάση έρευνες των από κοινού εκκαθαριστών της εταιρείας υπάρχουν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία που υποστηρίζουν συζητήσιμη υπόθεση ότι το ποσό από τα δάνεια που έλαβε η εταιρεία είχε ξεπλυθεί μέσω των κυπριακών λογαριασμών που διατηρούσε η εταιρεία στο υποκατάστημα των εναγόμενων 1 στην Κύπρο και ότι στη συνέχεια, τα εν λόγω ποσά είχαν διατεθεί και υπεξαιρεθεί με δόλιο τρόπο από τα μέλη της οικογένειας Hariri, εντούτοις, καμιά στοιχειοθετημένη μαρτυρία και/ή τεκμήριο παρουσιάζεται προς υποστήριξη του εν λόγω ισχυρισμού. Οι ισχυρισμοί περί αδικοπραξίας είναι μετέωροι, γενικοί και αόριστοι.

Δε συμφωνώ με τους εναγόμενους. Τα κρίσιμα γεγονότα που επικαλούνται οι εκκαθαριστές των εναγόντων - πλείστα των οποίων, είτε είναι παραδεκτά είτε δεν αμφισβητούνται από τους εναγόμενους - για σκοπούς στοιχειοθέτησης των παραπάνω θέσεων τους είναι τα εξής:

Οι ενάγοντες, οι οποίοι ανήκουν στην οικογένεια Hariri και από την 1/1/2020 τελούν υπό εκκαθάριση, στον ουσιώδη χρόνο έλαβαν από την κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας, τρία δάνεια, για το συνολικό ποσό των $7.000.000.000 το οποίo ουδέποτε εξόφλησαν. Από το ποσό αυτό, το οποίο είχε κατατεθεί σε λογαριασμούς των εναγόντων στη Σαουδική Αραβία, μεγάλο μέρος, την ίδια περίπου περίοδο μεταφέρθηκε στο εξωτερικό σε διάφορους τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούσαν στους εναγόμενους 1 στην Κύπρο, την Ελβετία και το Λίβανο. Για ό,τι μας ενδιαφέρει, από τις 28/6/2011 μέχρι και τις 14/9/2012 μεταφέρθηκε από τον τραπεζικό λογαριασμό τους στη Σαουδική Αραβία σε λογαριασμούς των εναγόμενων 1 στη Λεμεσό, το συνολικό ποσό των $3.078.093.572,52. Ακολούθως, το ποσό αυτό φαίνεται να είχε εξαφανιστεί. Εκτός από τους ενάγοντες και οι εναγόμενοι 1, ανήκουν στην οικογένεια Hariri. Οι ενάγοντες το 2014, λόγω οικονομικών δυσκολιών, ουσιαστικά ήταν χρεοκοπημένοι και το 2015 σταμάτησαν εντελώς να πληρώνουν τα χρέη τους.

Σύμφωνα με την Mitsui (ανωτέρω) μια από τις προϋποθέσεις εξέτασης και έκδοσης διατάγματος Norwich Pharmacal είναι να έχει λάβει χώραν ή κατ' ισχυρισμόν να έχει λάβει χώραν μια αδικοπραξία από ένα τελικό αδικοπραγούντα. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι ο ισχυρισμός και μόνο ότι διαπράχθηκε κάποιο αστικό αδίκημα - με τη συνδρομή βέβαια και των υπόλοιπων ειδικών προϋποθέσεων που θέτει η ίδια απόφαση - αποτελεί ικανοποιητικό λόγο έκδοσης ενός τέτοιου διατάγματος, χωρίς να χρειάζεται απόδειξη διάπραξής του. Και στην προκειμένη περίπτωση, με σωρευτική θεώρηση και αποτίμηση των παραπάνω γεγονότων - ή κατ’ ισχυρισμό γεγονότων - και συνυπολογισμό τους με διάφορα άλλα γεγονότα που έχουν τεθεί ενώπιόν μου από τους τρεις εκκαθαριστές των εναγόντων, εκ πρώτης όψεως φαίνεται να στοιχειοθετείται το αστικό αδίκημα της απάτης κατά το άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, με δράστες, σε κάθε περίπτωση, τα μέλη της οικογένειας Hariri. Τα γεγονότα αυτά στοιχειοθετούν και τις δυο πρώτες ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινού διατάγματος κατά το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας).

Και κάτι ακόμη. Μολονότι δεν εγείρεται με την απαίτηση, εντούτοις, με μόνο λόγο ότι οι ενάγοντες δεν ξόφλησαν τα τρία δάνεια που είχαν πάρει από την κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας τίθεται και θέμα παραβίασης των συμβατικών υποχρεώσεών τους έναντι του δανειστών τους. Η σύμβαση αποτελεί αναγνωρισμένη βάση αγωγής και η παράβασή της αναγνωρισμένη αιτία αγωγής και όπως αναφέρεται στην Carlton Film Distributors Ltd (ανωτέρω) - στην οποία παραπέμπει η Avila (ανωτέρω επίσης) - η αρχή επεκτάθηκε ακόμη περαιτέρω ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της σε προτιθέμενη αγωγή παραβίασης συμβατικών υποχρεώσεων.

Το άλλο που υποβάλλεται από τους δικηγόρους των εναγόμενων κατά την ανάπτυξη  τριών σχετικών λόγων ένστασης είναι ότι δεν εξαντλήθηκαν όλα τα μέσα με τα οποία θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν τα αιτούμενα έγγραφα και/ή  πληροφορίες.

Διαφωνώ και πάλι. Καταρχάς, η αρχή που διέπει το θέμα σύμφωνα με την Avila (ανωτέρω) είναι ότι το Δικαστήριο στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας δε θα ικανοποιήσει το αίτημα έκδοσης διατάγματος, εάν οι πληροφορίες μπορούν να ληφθούν με κάποιο άλλο διαθέσιμο τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι, οι οποίοι προβάλλουν την παραπάνω θέση, προς τεκμηρίωσή της ισχυρίζονται ότι οι ενάγοντες, προτού καταχωρήσουν την παρούσα απαίτηση, θα έπρεπε να επιδιώξουν να εξασφαλίσουν τις αιτούμενες πληροφορίες και έγγραφα, είτε από το Saad Hariri, μετά την απαντητική επιστολή των δικηγόρων του στην επιστολή των δικηγόρων τους (ανωτέρω) είτε από τους εναγόμενους 2 και 3, μετά που βρήκαν τις διευθύνσεις κατοικίας τους.

Οι τελευταίοι, από τους παραπάνω ισχυρισμούς των εναγόμενων, ενδεχομένως θα είχαν κάποιο νόημα κατά την εξέταση της υπό κρίση προϋπόθεσης, εάν οι εναγόμενοι δεν πρόβαλλαν και τους ακόλουθους ισχυρισμούς, οι οποίοι, θεωρούμενοι ως αληθείς, είναι σαφές, ότι θα καθιστούσαν μάταιη την όποια προσπάθεια εξασφάλισης των αιτούμενων πληροφοριών και εγγράφων από τους ενάγοντες, με τους δυο τρόπους που εισηγούνται οι ίδιοι:

Ο εναγόμενος 3 στην παράγραφο 18 της πρώτης ένορκης δήλωσής του, στην προσπάθειά του να πείσει, δίκην συνηγόρου της οικογένειας Hariri, ότι αυτή δεν εμπλέκεται στις κατ’ ισχυρισμό, των εκκαθαριστών, αδικοπραξίες μεταφοράς και ξεπλύματος χρημάτων, ισχυρίζεται ότι, εξ όσων γνωρίζει από τις 2/6/2017, ιδιοκτήτες των εναγόμενων 1 δεν είναι πλέον η οικογένεια Hariri. Απ’ εκεί και πέρα, στην παράγραφο 40 της ίδιας ένορκης δήλωσης, ισχυρίζεται ότι το υποκατάστημα των εναγόμενων 1 στην Κύπρο έχει κλείσει και ότι τα αιτούμενα έγγραφα δε βρίσκονται εντός Κύπρου. Χωρίς, βέβαια, να αναφέρει πού βρίσκονται ή έστω, πως δε γνωρίζει που βρίσκονται.

Προστίθενται και τα εξής, τα οποία αναφέρει η Πίττα στη δεύτερη ένορκη δήλωσή της, εν μέρει, υπό μορφή επανάληψης όσων αναφέρει στην πρώτη ένορκη δήλωσή της:

Οι εναγόμενοι 1, από τα τέλη του 2022 έπαψαν να έχουν άδεια παροχής τραπεζικών υπηρεσιών και ουσιαστικά έκλεισε το παράρτημά τους στην Κύπρο. Αν και συνεχίζουν να είναι εγγεγραμμένοι ως αλλοδαπή εταιρεία στην Κύπρο, η διεύθυνση του γραφείου τους που φαίνεται στα αρχεία του Εφόρου Εταιρειών δε χρησιμοποιείται πλέον από αυτούς, οι οποίοι δε διατηρούν οποιαδήποτε ιστοσελίδα μα ούτε και τηλέφωνα επικοινωνίας ή email. Συνεπώς, οι ενάγοντες και να ήθελαν να τους αποστείλουν επιστολές για να ζητούσαν να λάβουν τα αιτούμενα έγγραφα και πληροφορίες, δεν μπορούσαν, αφού δεν υπήρχε τρόπος να επικοινωνήσουν με αυτούς.

Οι ενάγοντες κατάφεραν να εντοπίσουν τις διευθύνσεις των κατοικιών των εναγόμενων 2 και 3 και ενόψει και του ότι με βάση τα αρχεία του Εφόρου Εταιρειών φαινόταν ότι είχε ξεκινήσει διαδικασία για διαγραφή των εναγόμενων 1, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να καταχωρήσουν την παρούσα αγωγή αποκάλυψης.

Για να καταλήξω, δεδομένης της φύσης και του περιεχομένου των αιτούμενων εγγράφων και πληροφοριών σε συνάρτηση και με το σκοπό για τον οποίο τα ζητούν οι εκκαθαριστές των εναγόντων, υπό το φως βέβαια των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, θεωρώ, πρώτο, ότι το πλέον κατάλληλο και αποτελεσματικό μέσο παροχής των εν λόγω πληροφοριών και εγγράφων είναι οι τρεις εναγόμενοι και δεύτερο, ότι δικαιολογημένα οι εκκαθαριστές προχώρησαν στην καταχώρηση της παρούσας απαίτησης.

Άλλοι δυο λόγοι για τους οποίους οι εναγόμενοι ενίστανται στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, σύμφωνα πάντοτε με το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης των δικηγόρων τους είναι ότι η αποκάλυψη που ζητούν οι ενάγοντες είναι ευρύτατη και/ή γενική και/ή δυσανάλογη προς τους σκοπούς για τους οποίους ζητείται και δεν αποσαφηνίζεται ποιες πληροφορίες και/ή έγγραφα είναι αναγκαία και πώς θα χρησιμοποιηθούν.

Αρχίζοντας από το τελευταίο (δεν αποσαφηνίζεται πώς θα χρησιμοποιηθούν οι αιτούμενες πληροφορίες και/ή έγγραφα), από τη σωρεία όσων αναφέρει η Πίττα στην πρώτη ένορκη δήλωσή της που υποστηρίζει την απαίτηση (τα οποία εκτίθενται σε άλλο σημείο, πιο πάνω) περιορίζομαι να επαναλάβω τον ισχυρισμό της, ότι οι τρεις εναγόμενοι υποχρεούνται να παραδώσουν στους ενάγοντες ή στους δικηγόρους τους, τις απαιτούμενες πληροφορίες και έγγραφα που αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής, προκειμένου να βοηθήσουν τους ενάγοντες, πρώτο, να δικογραφήσουν και αποδείξουν την υπόθεσή τους κατά των αδικοπραγούντων που τους καταδολίευσαν, δεύτερο, να εντοπίσουν άλλους αδικοπραγούντες ή άλλες αδικοπραξίες και τρίτο, να ιχνηλατήσουν τα κλεμμένα περιουσιακά στοιχεία.

Απ’ εκεί και πέρα, ενώ είναι γεγονός ότι η αιτούμενη αποκάλυψη είναι ευρεία δε συμφωνώ ότι είναι είτε γενική είτε δυσανάλογη προς τους σκοπούς για τους οποίους ζητείται είτε τέλος, ότι δεν αποσαφηνίζεται ποιες πληροφορίες και/ή έγγραφα είναι αναγκαία.

Όλα όσα ζητούν οι ενάγοντες είναι σε συνάρτηση με τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους, τους οποίους διατηρούσαν στο υποκατάστημα των εναγόμενων 1 στην Κύπρο και τις διάφορες συναλλαγές που έγιναν μέσω των λογαριασμών αυτών, προκειμένου να βοηθηθούν - για να επαναλάβω - πρώτο, να δικογραφήσουν και αποδείξουν την υπόθεσή τους κατά των αδικοπραγούντων που τους καταδολίευσαν, δεύτερο, να εντοπίσουν άλλους  αδικοπραγούντες ή άλλες αδικοπραξίες και τρίτο, να ιχνηλατήσουν τα κλεμμένα περιουσιακά στοιχεία.

Δεδομένου του όλου πλέγματος γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, η αναγκαιότητα έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, όπως αυτά ζητούνται, κατά τη γνώμη μου καταφαίνεται και από τα ακόλουθα που έχουν λεχθεί στη METAQUOTES SOFTWARE LTD (ανωτέρω) τα οποία - τηρουμένων πάντοτε των αναγκαίων αναλογιών - θεωρώ ότι ισχύουν και στην περίπτωσή μας:

«Είναι χρήσιμο να υπομνήσουμε την εξελικτική πορεία και την αέναη διάπλαση των διαταγμάτων αποκάλυψης, αλλά και όλων των μορφών των θεραπειών που εδράζονται στο δίκαιο της επιείκειας, ως απότοκο της ραγδαίας εξέλιξης και της συνεχώς μεταβαλλόμενης πολυπλοκότητας των συναλλαγών, αλλά και της συνακόλουθης δυσκολίας ανίχνευσης του δαιδαλώδους πλέον πλέγματος διάπραξης και συγκάλυψης διαφόρων μορφών αδικοπραξιών. Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται και η ανάγκη για ανάλογη προσαρμογή της άσκησης των εξουσιών των Δικαστηρίων προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ραγδαία εξελισσόμενες αυτές καταστάσεις και να θωρακίσουν το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής στη δικαιοσύνη προς υπεράσπιση των συμφερόντων του κάθε διαδίκου.» (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)

 

Το άλλο που υποβάλλεται από τους δικηγόρους των εναγόμενων είναι ότι δεν μπορούν να εκδοθούν διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal όπου τα έγγραφα και/ή πληροφορίες δυνατό να χρησιμοποιηθούν σε διαδικασία στο εξωτερικό.

 

Διαφωνώ και η περί αντιθέτου θέση μου έχει έρεισμα το απόσπασμα που ακολουθεί - υπό μορφή επανάληψης - από την Avila (ανωτέρω):

 

«Δεν υπάρχει όμως κώλυμα ως θέμα αρχής τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal να είναι δυνατόν να εκδοθούν και προς υποβοήθηση λήψης στοιχείων και πληροφοριών για έγερση αγωγής εκτός δικαιοδοσίας. Με την πολυπλοκότητα των σύγχρονων εμπορικών δραστηριοτήτων,  κατά τη διεξαγωγή των οποίων δυνατό να εμπλέκονται διάφορα φυσικά και νομικά πρόσωπα εντός και εκτός δικαιοδοσίας, θα ήταν πολύ περιοριστική η εμβέλεια του διατάγματος εάν αποφασιζόταν να ισχύει μόνο για τις εντός της δικαιοδοσίας προτιθέμενες αγωγές. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί πάνω σε οποιαδήποτε νομική ή ακόμη και λογική βάση. Στη Smith Kline & French Laboratories Ltd v. Global Pharmaceuticals [1986] RPC 394, η οποία αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στην United Company Rusal Plc and others v. HSBS Bank Plc and others [2011] EWHC 404 (QB), αναγνωρίστηκε ότι τα διατάγματα αυτού του τύπου εναντίον ενός εναγομένου έχουν σκοπό να δώσουν τη δυνατότητα σε ενάγοντα να εντοπίσει τον αδικοπραγούντα ακόμη και σε ξένη χώρα, ώστε να εγερθεί εκεί σχετική διαδικασία χρησιμοποιώντας τα έγγραφα και τις πληροφορίες που αποκαλύφθηκαν σε άλλη δικαιοδοσία. Αρκεί το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει αδικοπραξία από άτομο ή άτομα τρίτα προς τη διαφορά ή τους διαδίκους σε μια αγωγή ώστε ο αιτούμενος το διάταγμα να εγείρει την αγωγή του ακόμη και στο εξωτερικό, (Steven Gee: Commercial Injunctions 5η έκδ. σελ. 689).»

Σε συνδυασμό και με το άρθρο 32(Α1) και (ΑΒ1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, το οποίο παρέχει στο Δικαστήριο εξουσία έκδοσης διατάγματος σε σχέση με δικαστική διαδικασία που θα πραγματοποιηθεί εντός ή εκτός δικαιοδοσίας, η επίκληση της αγγλικής απόφασης στην οποία με παραπέμπουν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των εναγόμενων και οτιδήποτε άλλο αναφέρουν στο ίδιο πλαίσιο, θεωρώ πως δεν έχουν θέση.

Συγκεφαλαιώνοντας, κρίνω ότι έχουν αποδειχθεί και οι 4 ειδικές προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων (τύπου Norwich Pharmacal) και το ίδιο ισχύει και για τις δυο πρώτες ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσής τους κατά το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου.

Όμως και η τρίτη ουσιαστική προϋπόθεση, κατά το ίδιο άρθρο (πιθανότητα ο ενάγων να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά σε περίπτωση μη έκδοσης του διατάγματος) έχει αποδειχθεί.

Οι εκκαθαριστές των εναγόντων, ως εκ της θέσεως τους, είναι επιφορτισμένοι με το νομικό καθήκον, μεταξύ άλλων, να εντοπίσουν την κλαπείσα περιουσία των εναγόντων και να λάβουν δικαστικά μέτρα για την ανάκτησή της από αυτούς που την έχουν κλέψει και όπως αναφέρει η Πίττα στην πρώτη ένορκη δήλωσή της που υποστηρίζει την απαίτηση, οι από κοινού εκκαθαριστές έχουν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι οι ιδιοκτήτες και τα πρόσωπα που έλεγχαν τους ενάγοντες, που είναι οι ιδιοκτήτες και τα πρόσωπα που ελέγχουν και τους εναγόμενους 1 και συγκεκριμένα η οικογένεια Hariri έχουν λάβει διαβήματα για να αποξενώσουν όλα τα κεφάλαια και περιουσιακά στοιχεία των εναγόντων που διατηρούνταν μεταξύ άλλων και στο κυπριακό υποκατάστημα των εναγόμενων 1, έτσι ώστε να καταδολιεύσουν τους πιστωτές των εναγόντων.

Ενώ είναι βέβαιο, ότι μόνο με την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων μπορούν να διασφαλιστούν τα παραπάνω καθήκοντα των εκκαθαριστών, στον αντίποδα, οι εναγόμενοι εγείρουν γενικά αόριστα, μόνο ζήτημα παραβίασης προσωπικών δεδομένων σε περίπτωση έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, παραβλέποντας ότι τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται ο εναγόμενος 3 στην παράγραφο 49 της πρώτης ένορκης δήλωσής του, ενεργούσαν εκ μέρους των εναγόντων, που στην ουσία είναι και οι αιτητές στην υπό κρίση απαίτηση, οι οποίοι ενεργούν μέσω των εκκαθαριστών τους, επομένως δεν τίθεται καθόλου θέμα παραβίασης προσωπικών δεδομένων.

Εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρεται και στην METAQUOTES SOFTWARE LTD (ανωτέρω), απώτερος σκοπός της έκδοσης διαταγμάτων αποκάλυψης αυτής της μορφής, δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις, είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και η απρόσκοπτη και ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Με αυτό υπόψη και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη, ότι στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, έχω τη βαθιά πίστη ότι με την έκδοσή τους, θα εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον και θα διασφαλιστεί η απρόσκοπτη και ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

Ό,τι απομένει είναι το ισοζύγιο της ευχέρειας ή ορθότερα, όπως αναφέρεται στην  METAQUOTES SOFTWARE LTD και πάλι «...των αναγκών της δικαιοσύνης ή ως πιο αρμόζουσα η φράση «balance of justice» (Francome vMirror Group Newspapers Ltd (1984) 1 WLR 892), δεδομένου ότι το Δικαστήριο ασχολείται με τη δικαιοσύνη και όχι με την ευχέρεια των διαδίκων …». Το οποίο, για όλους τους παραπάνω λόγους που αφορούν στην τρίτη ουσιαστική προϋπόθεση, προφανώς και κλίνει υπέρ των εναγόντων, οι οποίοι, χωρίς την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων, θα στερηθούν της δυνατότητας διεκδίκησης δικαστικής θεραπείας.

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η απαίτηση επιτυγχάνει.

 

Εκδίδεται διάταγμα, ως οι παράγραφοι Α και Β της αίτησης. Αναφορικά με το Α, ορίζεται ως χρόνος συμμόρφωσης, περίοδος 30 ημερών -  αντί 10 - από την επίδοση του διατάγματος, το οποίο τελεί υπό τον ακόλουθο όρο:

 

Οι ενάγοντες αναλαμβάνουν να αποζημιώσουν τους εναγόμενους για τα έξοδα που λογικά θα υποστούν από τη συμμόρφωσή τους με το διάταγμα. Σε περίπτωση που αυτά δε γίνουν αποδεκτά από τους εκκαθαριστές, θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Αναφορικά με τα έξοδα της απαίτησης, με μόνο λόγο ότι οι ενάγοντες, που είναι οι επιτυχόντες διάδικοι σ’ αυτή, μέσω των δικηγόρων τους υποβάλλουν ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να διατάξει κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της έξοδα, ομολογώ πως δε βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να εκδώσω διαφορετική διαταγή.

 

Αναφορικά με τα έξοδα της απαίτησης λοιπόν, κάθε πλευρά τα δικά της.

 

 

                                                                          (Υπ.) ...…………………………

                                                                                    Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

/ΚΚ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο