ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.
Aρ. Αγωγής: 3263/2015
Μεταξύ:
ΑΝΔΡΕΑ ΛΕΩΝΙΔΑ
Ενάγοντα
και
1. MESSIOS & SONS LTD
2. ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΣΣΙΟΥ
Εναγόμενων
------------------
Αίτηση τροποποίησης, ημερομηνίας 6/3/2025
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 31/10/2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για ενάγοντα - αιτητή: κα Αντιγόνη Αριστείδου
Για εναγόμενους 1 και 2 - καθ’ ων η αίτηση: κ. Α. Γεωργίου, για ΦΟΙΒΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με υπόβαθρο μια συμφωνία αντιπαροχής που είχε συναφθεί μεταξύ του ενάγοντα και των εναγόμενων 1 συμφωνήθηκε όπως οι εναγόμενοι 1 αξιοποιήσουν ένα ακίνητο του ενάγοντα με την ανέγερση σ’ αυτό τουριστικού συγκροτήματος, αποτελούμενου από επαύλεις, διαμερίσματα, πισίνες, δρόμους, εστιατόριο και άλλα οικοδομήματα. Η εν λόγω συμφωνία αποτέλεσε τη βάση καταχώρησης δυο αγωγών στο Ε.Δ. Λεμεσού. Της αγωγής 5770/1997, την οποία καταχώρησε ο ενάγοντας εναντίον των εναγόμενων 1 και 2 στην παρούσα υπόθεση και της αγωγής 5126/1998, την οποία καταχώρησαν οι τελευταίοι εναντίον του πρώτου. Οι δυο αυτές αγωγές, οι οποίες περιλάμβαναν και ανταπαίτηση, συνεκδικάστηκαν. Στις 29/8/2007 εκδόθηκε απόφαση (στο εξής «επίμαχη απόφαση») και από το διατακτικό της μέρος προκύπτουν τα εξής:
Στην αγωγή 5770/1997 εκδόθηκε απόφαση υπέρ του ενάγοντα και εναντίον των εναγόμενων 1 και 2 και στην ανταπαίτηση, υπέρ των τελευταίων και εναντίον του πρώτου. Στην αγωγή 5126/1998 εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εναγόμενων 1 και 2 και εναντίον του ενάγοντα, του οποίου η ανταπαίτηση απορρίφθηκε.
Η απόφαση περικλείει σωρεία δηλώσεων, αριθμό διαταγμάτων και διαλαμβάνει την καταβολή διάφορων χρηματικών ποσών από τους εναγόμενους 1 και 2 στον ενάγοντα, στην αγωγή 5770/1997 και από τον ενάγοντα στους εναγόμενους 1 και 2, στην αγωγή 5126/1998.
Μεταξύ των διαδίκων, στις δυο αυτές αγωγές, στις 11/11/2010 συνάφθηκε γραπτή συμφωνία (στο εξής «επίμαχη συμφωνία») με την οποία, ουσιαστικά ρυθμίζεται ο τρόπος υλοποίησης και εφαρμογής της επίμαχης απόφασης.
Η συμφωνία αντιπαροχής, η επίμαχη απόφαση και η επίμαχη συμφωνία, αποτελούν τη θεμελιακή βάση και της παρούσας αγωγής. Αποτελεί θέση του ενάγοντα ότι ο ίδιος συμμορφώθηκε τόσο με τη συμφωνία αντιπαροχής όσο και με την επίμαχη απόφαση και την επίμαχη συμφωνία. Σε αντίθεση με τους εναγόμενους 1 και 2, οι οποίοι - όπως είναι η θέση του - παραβίασαν και τις δυο αυτές συμφωνίες καθώς και την επίμαχη απόφαση με αποτέλεσμα ο ίδιος να υποστεί ζημιές και/ή απώλειες, οι οποίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των €2.244.000.
Με την αγωγή του ο ενάγοντας αξιώνει εναντίον των εναγόμενων 1 και 2, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα - μεταξύ άλλων - το ποσό των €2.244.000, υπό μορφή αποζημιώσεων, για απώλεια εισοδημάτων και/ή εσόδων και/ή κερδών κ.ο.κ., από 1/9/2007, το ποσό των €17.000, μηνιαίως, για τον ίδιο λόγο, από την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης μέχρι και την έκδοση ξεχωριστών τίτλων ιδιοκτησίας αναφορικά με την αντιπαροχή που έλαβε και τέλος, διάταγμα που να διατάσσει τους εναγόμενους 1 και 2, όπως εντός 45 ημερών από την έκδοση και/ή επίδοση του διατάγματος επιδιορθώσουν την πισίνα και/ή το γήπεδο τένις, με δικά τους έξοδα. Διαζευκτικά με το τελευταίο αξιώνει το ποσό των €30.000, ως αποζημιώσεις και/ή έξοδα επιδιόρθωσης της πισίνας και/ή επαναφοράς της στην προηγούμενη κατάσταση, διάφορα διατάγματα και γενικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και για παράβαση της επίμαχης συμφωνίας και/ή της βασικής συμφωνίας αντιπαροχής και/ή του διατάγματος ειδικής εκτέλεσης και/ή της επίμαχης απόφασης.
Οι εναγόμενοι καταχώρησαν υπεράσπιση στην αγωγή καθώς και ανταπαίτηση. Με την υπεράσπισή τους αρνούνται όλους τους ισχυρισμούς του ενάγοντα που συνθέτουν τη βάση της εναντίον τους αγωγής του και ζητούν την απόρριψή της αγωγής με έξοδα. Με την ανταπαίτησή τους ζητούν μια δήλωση και την έκδοση ενός προστακτικού διατάγματος εναντίον του ενάγοντα.
Η αγωγή βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο. Να πω απλώς, ότι ορίστηκε και μερικές φορές για ακρόαση.
Στο πλαίσιο της αίτησης 64/2019, του Ε.Δ. Λεμεσού, στις 24/5/2024 εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης των εναγόμενων 1. Με το ίδιο διάταγμα, ο Επίσημος Παραλήπτης διορίστηκε ως εκκαθαριστής τους. Το Τμήμα Αφερεγγυότητας, με την ειδοποίησή του, ημερομηνίας 23/7/2024 - η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 26/7/2024 - ειδοποίησε όλους τους χρεώστες των εναγόμενων 1, να διευθετήσουν τους λογαριασμούς τους απευθείας με το γραφείο του Επισήμου Παραλήπτη και παρακάλεσε όλους τους πιστωτές τους, να υποβάλουν τις απαιτήσεις τους, επίσης, στον Επίσημο Παραλήπτη.
Ο ενάγοντας, στο πλαίσιο και πάλι της αίτησης 64/2019, στις 13/12/2024 εξασφάλισε διάταγμα με το οποίο δόθηκε άδεια συνέχισης της διαδικασίας της παρούσας αγωγής. Στις 6/3/2025 καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση - η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη ο ίδιος - με την οποία ζητά τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος και της έκθεσης απαίτησης της αγωγής.
Οι δυο εναγόμενοι καταχώρησαν, ο καθένας τη δική του ένσταση στην αίτηση. Ο εναγόμενος 2, στις 13/3/2025 και οι εναγόμενοι 1, στις 14/4/2025. Οι ενστάσεις - που είναι πανομοιότυπες - αποτελούνται από 8 λόγους και υποστηρίζονται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων που εκπροσωπούν τους δυο εναγόμενους.
Η ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων. Δεν προτίθεμαι να το επαναλάβω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν - γραπτών - αγορεύσεων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.
Προτού υπεισέλθω στην εξέταση της αίτησης - η οποία, ασφαλώς, θα ιδωθεί σε συνάρτηση με τους προβαλλόμενους σ’ αυτή, λόγους ένστασης -, θα ήθελα να τοποθετηθώ επί της θέσης της ευπαίδευτης δικηγόρου του ενάγοντα - σύμφωνα με το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσής της - ότι οι εναγόμενοι 1 δε νομιμοποιούνται να καταχωρήσουν και να προωθούν ένσταση στην υπό κρίση αίτηση και/ή η ένστασή τους είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και χωρίς τη δέουσα εξουσιοδότηση.
Σύμφωνα με το άρθρο 231 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113:
«Όταν εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης ή όταν διορίστηκε προσωρινός εκκαθαριστής, ο εκκαθαριστής ή ο προσωρινός εκκαθαριστής, ανάλογα με την περίπτωση, λαμβάνει στον έλεγχο του ή στη φύλαξη του όλη την ιδιοκτησία και αγώγιμα δικαιώματα που η εταιρεία δικαιούται ή φαίνεται ότι δικαιούται.»
Ακολούθως, το άρθρο 233(1) του ίδιου Νόμου - στο βαθμό που μας ενδιαφέρει -προνοεί τα ακόλουθα -:
«Κατά την εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο, ο εκκαθαριστής έχει εξουσία, μετά από έγκριση είτε του Δικαστηρίου ή της επιτροπής επιθεώρησης-
(α) να εγείρει ή υπερασπίσει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία στο όνομα και εκ μέρους της εταιρείας·
(β) …..
(γ) να διορίζει δικηγόρο για να τον βοηθήσει στην εκτέλεση των καθηκόντων του·
…..»
Στην προκειμένη περίπτωση, οι δικηγόροι των εναγόμενων 1, στις 9/4/2025 καταχώρησαν στο Πρωτοκολλητείο ειδοποίηση με την οποία πληροφορούν τον Πρωτοκολλητή ότι ο Επίσημος Παραλήπτης, υπό την ιδιότητά του, ως εκκαθαριστής της περιουσίας των εναγόμενων 1, τους έχει διορίσει σε αντικατάσταση των προηγούμενων δικηγόρων τους. Στην εν λόγω ειδοποίηση επισυνάπτεται και έντυπο διορισμού δικηγόρου «ΥΠΟ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ» το οποίο υπογράφει ο Άγγελος Αντωνίου για τη διευθύντρια του Τμήματος Αφερεγγυότητας. Το μέρος του συγκεκριμένου εγγράφου που μας ενδιαφέρει ακολουθεί αυτούσιο:
«Εγώ (α) ο ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ υπό την ιδιότητα μου ως εκκαθαριστής της περιουσίας της εταιρείας A. MESSIOS & SONS LTD … δια του παρόντος εξουσιοδοτώ τους (γ) κ.κ. Φοίβο, Χρίστο Κληρίδη, & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ… όπως λάβουν εκ μέρους μου δικαστικά μέτρα εναντίον του ΑΝΔΡΕΑ ΛΕΩΝΙΔΑ … στην Αγωγή Αρ. 3263/2015»
Από την πιο πάνω εξουσιοδότηση αυτό που προκύπτει είναι το εξής: Με αυτή, ο Επίσημος Παραλήπτης εξουσιοδότησε τους υπό αναφορά δικηγόρους, να λάβουν δικαστικά μέτρα εναντίον του ενάγοντα στην παρούσα αγωγή, εκ μέρους του και υπό την ιδιότητά του, ως εκκαθαριστή της περιουσίας των εναγόμενων 1 και όχι, εκ μέρους και στο όνομα των τελευταίων, όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση, όπου η ένσταση καταχωρήθηκε από τους ίδιους τους εναγόμενους 1, χωρίς να υπάρχει, είτε στην ένσταση είτε στην ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει οποιαδήποτε αναφορά στον Επίσημο Παραλήπτη και όχι μόνο αυτό. Ο ενόρκως δηλών, στην παράγραφο 1 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση των εναγόμενων 1 αναφέρει τα εξής: «Είμαι δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Εναγόμενη 1 από την οποία είμαι πλήρως εξουσιοδοτημένος δια να προβώ στην παρούσα ένορκο δήλωση.»
Ούτε ο Νόμος (Κεφ. 113, ανωτέρω) μα ούτε και το παραπάνω έντυπο διορισμού, παρείχαν εξουσία απευθείας εκπροσώπησης των εναγόμενων 1 από οποιοδήποτε δικηγόρο και στους εναγόμενους 1, δικαίωμα εξουσιοδότησης οποιουδήποτε να ορκίζεται εκ μέρους τους.
Ακολουθεί ότι η ένσταση των εναγόμενων 1 δεν είναι έγκυρη, επομένως κατά την εξέταση της αίτησης δε θα ληφθεί υπόψη. Μολονότι, σ’ αυτό το πλαίσιο, το συγκεκριμένο γεγονός, ουδεμία σημασία θα διαδραματίσει και τούτο, επειδή την ίδια ακριβώς ένσταση καταχώρησε και ο εναγόμενος 2, εντούτοις, το συγκεκριμένο γεγονός, όπως θα φανεί αργότερα, δεν είναι χωρίς καθόλου σημασία.
Με τον 8ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι δεν ελήφθη η απαραίτητη άδεια για καταχώρηση της παρούσας αίτησης. Αυτό δε - κατά τους δικηγόρους των εναγόμενων σύμφωνα με τη γραπτή αγόρευσή τους -, κατά παράβαση του κανονισμού 4 των περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικών) Διαδικαστικών Κανονισμών του 2022 (35/2022).
Είναι γεγονός, ότι η υπόθεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω κανονισμών και ότι με βάση τον κανονισμό 4, για σκοπούς καταχώρησης οποιασδήποτε αίτησης απαιτείται η προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου. Ωστόσο, μετά από έλεγχο που έχω κάνει διαπίστωσα ότι αποτελεί επίσης γεγονός, ότι στον ενάγοντα δόθηκε άδεια καταχώρησης της υπό κρίση αίτησης, για σκοπούς τροποποίησης, τόσο του τίτλου της αγωγής όσο και της έκθεσης απαίτησης. Η άδεια δόθηκε στις 16/12/2024 και επαναλήφθηκε στις 11/2/2025 και μάλιστα, στην παραχώρησή της συναίνεσε και η δικηγόρος που είχε εμφανιστεί για τον εναγόμενο 2.
Με τον 1ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι η αίτηση είναι αντικανονική και/ή παράτυπη και/ή άκυρη και/ή κατά παράβαση των σχετικών Θεσμών και/ή παραλείπει τα απαιτούμενα στοιχεία. Με το 2ο λόγο υποβάλλεται ότι η αίτηση δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις και/ή δεν αποτελεί αίτηση που είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Με τον 3ο λόγο υποβάλλεται ότι οι επιπτώσεις από την αιτούμενη τροποποίηση θα επιφέρουν τεράστιο και/ή ανεπανόρθωτο πλήγμα στα δικαιώματα και συμφέρονται του εναγόμενου και/ή θα επιφέρουν πλήγμα το οποίο δεν επιδιορθώνεται και/ή επανορθώνεται με χρηματική αποζημίωση. Με τον 4ο λόγο υποβάλλεται ότι η αίτηση γίνεται κατά παράβαση της θεμελιώδους αρχής περί διεξαγωγής της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο. Με τον 5ο λόγο υποβάλλεται ότι η αίτηση γίνεται αδικαιολόγητα καθυστερημένα και/ή δεν παρέχονται οι απαιτούμενες και/ή επαρκείς εξηγήσεις για το καθυστερημένο της υποβολής της και/ή γίνεται κατά χρόνο που δεν μπορεί να επιτραπεί η τροποποίηση και/ή τυχόν έγκρισή της στο στάδιο αυτό θα οδηγήσει σε εκτροχιασμό της δίκης από την προσδιορισθείσα εκ των δικογράφων και/ή παρατεθειμένης μαρτυρίας πορεία. Με τον 6ο λόγο υποβάλλεται ότι η αίτηση είναι κακόπιστη. Τέλος, με τον 7ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι η αίτηση/τροποποίηση επιχειρεί την εισαγωγή νέας βάσης αγωγής η οποία έχει παραγραφεί και/ή είναι πολύ καθυστερημένη.
Στην υπόθεση Preece κ.ά. ν. Ρωσσίδου (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2138 επισημαίνονται τα εξής:
«Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, Διαταγή 25 καν. 1, παρέχουν δυνατότητα τροποποίησης των δικογράφων. Η επί τούτου απόφαση, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η οποία ασκείται στη βάση καθιερωμένων κριτηρίων. Αίτηση για τροποποίηση δικογράφου μπορεί να εγκριθεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις οι οποίες καθιστούν την τροποποίηση απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτιμάται ύστερα από συνεκτίμηση όλων των παραγόντων της κάθε υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων και των επιπτώσεων που ενδεχομένως θα προκληθούν στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Βλ. Εθν. Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. κ.α. ν. Βιομ. Χαρ. Αλωνεύτης Λτδ κα (2002) 1(Α) ΑΑΔ 237.
Στην Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 ΑΑΔ 934 έχει ειπωθεί ότι η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπουν τα δικαστήρια τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμα και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα.
Στην Astor Manufacturing and Exporting Co και Άλλων ν. A.G. Levendis και Άλλων (1993) 1 ΑΑΔ 726 αναφορικά με τον παράγοντα του χρόνου ειπώθηκαν τα εξής,
«Ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός. Δεν είναι όμως εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας. Το ίδιο ισχύει για τον κάθε ένα από τη σειρά παραγόντων που η νομολογία καθιέρωσε ως διαδραματίζοντας ρόλο. Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου ασκείται αφού συνυπολογισθούν τα σχετικά στο πλαίσιο των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπόθεσης.»
«Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου σε σχέση με αιτήσεις που έχουν ως νομικό υπόβαθρο τις πρόνοιες του κ. 1 της Δ. 25[1], όπως είναι η παρούσα περίπτωση, έχουν γίνει αντικείμενο εξέτασης και λεπτομερούς ανάλυσης σε πληθώρα υποθέσεων[2].
Το συμπέρασμα που μπορεί με ασφάλεια να συναχθεί από τη σχετική νομολογία, είναι ότι το θέμα, τροποποίησης δικογράφων, ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η οποία ασκείται φιλελεύθερα και δεν διέπεται από άκαμπτους κανόνες, αλλά από διάφορους παράγοντες, η βαρύτητα των οποίων ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η βασική αρχή η οποία πηγάζει μέσα από την εν λόγω νομολογία είναι ότι στις περιπτώσεις όπου ο προσδιορισμός της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και η αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών επιβάλλουν την τροποποίηση των δικογράφων, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται υπέρ της έγκρισης της αίτησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί βλάβη ή αδικία στην άλλη πλευρά η οποία δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα ή ο αιτητής δεν ενεργεί κακόπιστα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της οποιασδήποτε καθυστέρησης στη διατύπωση των θέσεων του αιτητή, ποικίλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη τροποποίησης δικογράφων, όμως η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό, ασκείται με φειδώ. Τέλος μπορεί να λεχθεί ότι η εισαγωγή ενός νέου θέματος δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη και την απόρριψη της αίτησης, νοουμένου όμως ότι δεν έχει καταλυτικές συνέπειες για την αντίδικη πλευρά.»
Καθ’ όλα σχετικά είναι και τ’ ακόλουθα από την υπόθεση Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Χαρίδη (2011) 1(Β) Α.Α.Δ.825:
«Στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) ν. Νίκου Κ. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, επιβεβαιώθηκε κατ΄αρχάς η λεγόμενη σύγχρονη τάση της νομολογίας όπως τα Δικαστήρια επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις, ακόμη και αν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα. Σημειώνεται ότι στην υπόθεση εκείνη, η αγωγή είχε καταχωρηθεί κατά το 1986 ενώ το συγκεκριμένο αίτημα τροποποίησης υποβλήθηκε κοντά το 1998, δηλαδή περί τα 12 χρόνια αργότερα και ενώ η ακρόαση είχε προηγουμένως αρχίσει και διεξαχθεί μερικώς δύο φορές αλλά διατάχθηκε η εξ υπαρχής ακρόαση λόγω διορισμού των εκδικαζόντων Προέδρων ως δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»
Τέλος παραπέμπω και στην υπόθεση Ikos Cif Ltd v. Martin Coward κ.ά (2014) 1 Α.Α.Δ. 663 σύμφωνα με την οποία:
«Σταθερή γραμμή της Νομολογίας επιβεβαιώνει ως θεμελιακή αρχή πως τροποποίηση δικογράφων είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για την αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών. Ακόμη και στις περιπτώσεις που επιδιώκεται νέα βάση αγωγής, η αίτηση τροποποίησης δεν είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αλλά εξετάζεται και συνεκτιμάται υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων της δεδομένης περίπτωσης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης συνιστά, σε κάθε περίπτωση, κυρίαρχο παράγοντα, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, να επιτρέπει τροποποίηση.»
Βλέπε και την ακόμη πιο πρόσφατη υπόθεση FEDERAL BANK OF LEBANON (SAL) ν. ΣΙΑΚΟΛΑΣ, Πολ. Έφ. Αρ. E4/2017, ημερ. 11/10/2018.
Με υπαγωγή των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης σ’ όλες τις παραπάνω αρχές, παρατηρώ τα εξής:
Οι τρεις πρώτες αιτούμενες τροποποιήσεις αποτελούν απότοκο της έκδοσης διατάγματος εκκαθάρισης των εναγόμενων 1, στις 24/5/2024 και του διορισμού του Επίσημου Παραλήπτη, ως εκκαθαριστή της περιουσίας τους. Με την πρώτη αιτούμενη τροποποίηση επιδιώκεται η προσθήκη του τελευταίου, ως εναγόμενου σε αντικατάσταση των εναγόμενων 1, με τη δεύτερη, να περιληφθεί αναφορά στην έκθεση απαίτησης στο παραπάνω γεγονός καθώς και στο γεγονός της δημοσίευσης του διατάγματος εκκαθάρισης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ενώ με την τρίτη αιτούμενη τροποποίηση επιδιώκεται διαγραφή της φράσης «οι εναγόμενοι 1» όπου αυτή υπάρχει στην έκθεση απαίτησης, πλην των αιτούμενων αξιώσεων και αντικατάστασή της με το όνομα των εναγόμενων 1.
Όλες αυτές οι τροποποιήσεις κατέστησαν απολύτως αναγκαίες, για λόγους, που ασφαλώς δεν αφορούν τον ενάγοντα, μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης των εναγόμενων 1 και έχουν δικαιοδοτικό έρεισμα, τους Θ.Θ. 1 και 2 της Δ.12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι διαλαμβάνουν οτιδήποτε αφορά στην αλλαγή διαδίκων σε αγωγή, μεταξύ άλλων και λόγω πτώχευσης οποιουδήποτε διαδίκου, επομένως - τηρουμένων των αναλογιών -, εάν πρόκειται για εταιρεία ο διάδικος, και λόγω του ότι εναντίον της εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης, προκειμένου να καταστεί δυνατή η συνέχιση και ολοκλήρωση της διαδικασίας της αγωγής (βλ. και τη Χαρίδη, ανωτέρω). Να πω απλώς, ότι η Δ.12 περιλαμβάνεται στη νομική βάση της αίτησης.
Με την τέταρτη και πέμπτη αιτούμενη τροποποίηση επιδιώκεται απλώς διεύρυνση της υφιστάμενης βάσης αγωγής, υπό την εξής έννοια: στην παράγραφο 10 της υφιστάμενης έκθεσης απαίτησης γίνεται αναφορά σε διάφορα ευρήματα που περιέχονται στην επίμαχη απόφαση σε σχέση με την αγωγή 5770/1997, ενώ η παράγραφος 11 περικλείει αριθμό διαταγμάτων τα οποία εκδόθηκαν με την ίδια απόφαση στο πλαίσιο της ίδιας αγωγής. Με την τέταρτη αιτούμενη τροποποίηση επιδιώκεται απλώς η προσθήκη ενός μικρού στοιχείου σε ένα από τα ευρήματα που περιέχονται στην ίδια απόφαση, το οποίο παρατίθεται στην υφιστάμενη έκθεση απαίτησης και με την πέμπτη, η προσθήκη επιπλέον μέρους από το διατακτικό, της ίδιας, πάντοτε, απόφασης σε σχέση με την ίδια αγωγή.
Ομολογώ πως δεν αντιλαμβάνομαι προς τι η εναντίωση του εναγόμενου στο αίτημα του ενάγοντα σε σχέση με αυτές τις αιτούμενες τροποποιήσεις, που ενδεχομένως και να είναι αχρείαστες, καθώς η έκδοση της επίμαχης απόφασης αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών, το περιεχόμενό της, ιδιαίτερα αν τεθεί ενώπιον μου κατά την ακρόαση της αγωγής, ασφαλώς δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αμφισβήτησης και ο ενάγοντας, όπως αναφέρει στην παράγραφο 12 της υφιστάμενης έκθεσης απαίτησης επιφυλάσσεται να αναφερθεί στο πλήρες κείμενο της εν λόγω απόφασης κατά την ακροαματική διαδικασία.
Με την έκτη αιτούμενη τροποποίηση, ο ενάγοντας επιδιώκει την προσθήκη του ισχυρισμού ότι οι πρώην εναγόμενοι 1 σε διάφορα χρονικά διαστήματα μετά την πάροδο της περιόδου αναστολής που προβλεπόταν στην επίμαχη απόφαση προέβησαν στην εκτέλεση και/ή επιδιόρθωση μέρους των κακοτεχνιών στην αντιπαροχή του, ως επίσης και ότι ουδέποτε εκδόθηκε οποιοδήποτε πιστοποιητικό από μέρους του διαιτητή για εκτέλεση όλων ή μέρους των εν λόγω κακοτεχνιών, όπως προνοείται στην επίμαχη απόφαση.
Χωρίς περαιτέρω σχολιασμό και αυτή η αιτούμενη τροποποίηση, εάν επιτραπεί θα συνιστά απλώς διεύρυνση της υφιστάμενης βάσης αγωγής και το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την έβδομη αιτούμενη τροποποίηση. Με την παράγραφο 15 της υφιστάμενης έκθεσης απαίτησης, ο ενάγοντας αναφέρεται σε μερικές από τις πρόνοιες της επίμαχης συμφωνίας. Με τις αιτούμενες τροποποιήσεις επιδιώκει την προσθήκη μερικών ακόμη προνοιών της ίδιας συμφωνίας.
Εν πάση περιπτώσει και γι’ αυτή την αιτούμενη τροποποίηση ισχύουν όσα έχω πει προηγουμένως και για την επίμαχη απόφαση. Η σύναψη της επίμαχης συμφωνίας αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών, υποθέτω ότι κατά την ακρόαση θα τεθεί ενώπιον μου, το περιεχόμενό της, δεν μπορεί να είναι αντικείμενο αμφισβήτησης, η ερμηνεία της αποτελεί δικό μου έργο και τέλος, όπως αναφέρει ο ενάγοντας στην παράγραφο 16 της υφιστάμενης έκθεσης απαίτησης, για το πλήρες κείμενο και/ή όρους της εν λόγω συμφωνίας επιφυλάσσεται να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες κατά τη δικάσιμο.
Η όγδοη αιτούμενη τροποποίηση είναι άμεσα σχετική με την επίμαχη συμφωνία και την παράγραφο 17 της υφιστάμενης έκθεσης απαίτησης. Σε περίπτωση που γίνει αποδεκτή και πάλι, θα συνιστά απλώς διεύρυνση της υφιστάμενης βάσης αγωγής.
Ο ενάγοντας, με την παράγραφο 19 της υφιστάμενης έκθεσης απαίτησης καταλογίζει στους εναγόμενους 1 και 2, μεταξύ άλλων, ότι κατά παράβαση της βασικής συμφωνίας αντιπαροχής και/ή της επίμαχης απόφασης, τον παρεμποδίζουν και/ή του αποστερούν το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την πισίνα και/ή το γήπεδο τένις και/ή τους κοινόχρηστους χώρους. Με την ένατη αιτούμενη τροποποίηση θέλει να προσθέσει ότι οι εναγόμενοι 1 δεν του αναγνωρίζουν το δικαίωμα, οι πελάτες του να χρησιμοποιούν τους κοινόχρηστους χώρους της πισίνας και του γήπεδο τένις. Εάν επιτραπεί η εν λόγω αιτούμενη τροποποίηση, η βάση της αγωγής εξακολουθεί να είναι η ίδια, η οποία απλώς διευρύνεται.
Το περιεχόμενο των 7 νέων παραγράφων που επιθυμεί να προσθέσει στην έκθεση απαίτησης ο ενάγοντας με τη δέκατη αιτούμενη τροποποίηση είναι άμεσα σχετικό, τόσο με την επίμαχη απόφαση όσο και με την επίμαχη συμφωνία. Με τις επιπλέον παραγράφους, προστίθενται περαιτέρω λεπτομέρειες παράβασης της επίμαχης συμφωνίας από τους εναγόμενους. Με αυτό δεδομένο σε περίπτωση αποδοχής της αιτούμενης τροποποίησης και πάλι διευρύνεται απλώς η υφιστάμενη βάση της αγωγής.
Με την παράγραφο 26 της υφιστάμενης έκθεσης απαίτησης, ο ενάγοντας καταλογίζει στους εναγόμενους 1 και 2, ότι, ως αποτέλεσμα των ενεργειών που τους αποδίδει προηγουμένως, αναφορικά με τους κοινόχρηστους χώρους, ο ίδιος υπέστηκε και εξακολουθεί να υφίσταται τις ζημιές που αναφέρει στις υποπαραγράφους 1 μέχρι 6 στη συνέχεια, στην ίδια παράγραφο. Με την εντέκατη αιτούμενη τροποποίηση ζητά την προσθήκη νέας παραγράφου, με την οποία αναφέρεται στις κατ’ ισχυρισμό του ενέργειες στις οποίες έχει προβεί με σκοπό τη μείωση των ζημιών του για τις οποίες αναφέρεται στην παράγραφο 26. Σε περίπτωση αποδοχής της εν λόγω αιτούμενης τροποποίησης και πάλι διευρύνεται απλώς η υφιστάμενη βάση της αγωγής.
Με τη δωδέκατη αιτούμενη τροποποίηση, ο ενάγοντας ζητά την προσθήκη 5 επιπλέον αξιώσεων, για τις οποίες ζητά την έκδοση απόφασης, ενώ η δέκατη τρίτη είναι εντελώς τυπική, καθώς με αυτή ζητά αναρίθμηση όλων των παραγράφων της έκθεσης απαίτησης και των αιτούμενων αξιώσεων.
Υπεισέρχομαι τώρα στο χρόνο καταχώρησης της αίτησης, υπό το φως και των σχετικών με αυτό, 4ου και 5ου λόγων ένστασης.
Οι τρεις πρώτες αιτούμενες τροποποιήσεις, όπως αναφέρεται και σε άλλο σημείο (πιο πάνω) κατέστησαν αναγκαίες, ένεκα του γεγονότος ότι εναντίον των εναγόμενων 1, στις 24/5/2024 εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης με το οποίο διορίστηκε ως εκκαθαριστής τους, ο Επίσημος Παραλήπτης. Με αυτό δεδομένο, ουδείς λόγος για καθυστέρηση μπορεί να γίνει, καθώς η αίτηση συναφώς με το γεγονός αυτό, προφανώς δεν μπορούσε να είχε καταχωρηθεί οποτεδήποτε προηγουμένως.
Αναφορικά με τις υπόλοιπες αιτούμενες τροποποιήσεις, ο ενάγοντας δίδει εξήγηση για το χρόνο που επέλεξε να καταχωρήσει την αίτηση καθώς και για την αναγκαιότητα καταχώρησής της. Με την ένορκη δήλωσή του η οποία υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση συναρτά και τα δυο αυτά στοιχεία με συγκεκριμένο εύρημά μου, το οποίο περιέχεται στην ενδιάμεση απόφασή μου, ημερομηνίας 31/5/2023, την οποία εξέδωσα σε αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, στο πλαίσιο της αγωγής 364/2022, την οποία καταχώρησαν εναντίον του οι εδώ εναγόμενοι 1, με θεμελιακή βάση την επίμαχη απόφαση και την επίμαχη συμφωνία.
Από τα αποσπάσματα που παραθέτω στη συνέχεια από τη συγκεκριμένη απόφαση (τεκμ. 6 στην ένορκη δήλωση του ενάγοντα που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση) καταφαίνονται τόσο η συνάφεια της αγωγής 364/2022 με την παρούσα αγωγή όσο και ο λόγος για τον οποίο ο ενάγοντας καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση.
«Στο πλαίσιο δυο συνενωμένων αγωγών του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και συγκεκριμένα, της αγωγής 5770/1997, την οποία καταχώρησε ο εναγόμενος στην παρούσα υπόθεση εναντίον των εναγόντων και του διευθυντή τους και της αγωγής 5126/1998, την οποία καταχώρησαν οι ενάγοντες στην παρούσα υπόθεση εναντίον του εναγόμενου, στις 29/8/2007 - μετά από ακρόαση και συνεκδίκαση των εν λόγω αγωγών - εκδόθηκε απόφαση (τεκμ. 2 στην ένορκη δήλωση του διευθυντή του εναγόντων) η οποία διαλαμβάνει - μεταξύ άλλων - την καταβολή διάφορων χρηματικών ποσών από τους ενάγοντες και το διευθυντή τους στον εναγόμενο στην παρούσα αγωγή, την έκδοση αριθμού προστακτικών και απαγορευτικών διαταγμάτων, καθώς και αριθμό δεσμευτικών δηλώσεων.
Για σκοπούς εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης (στο εξής «επίμαχη απόφαση»), ο εναγόμενος την ενέγραψε στο Κτηματολόγιο, επιβαρύνοντας έτσι ολόκληρη την ακίνητη περιουσία των εναγόντων.
Η έφεση που είχαν καταχωρήσει οι ενάγοντες κατά της επίμαχης απόφασης, απορρίφθηκε. Στις 11/11/2010, μεταξύ των διαδίκων στις παραπάνω αγωγές, συνάφθηκε γραπτή συμφωνία (στο εξής «επίδικη σύμβαση») με την οποία, ουσιαστικά ρυθμίζεται ο τρόπος υλοποίησης της επίμαχης απόφασης. Η επίδικη σύμβαση διαλαμβάνει - μεταξύ άλλων - τα ακόλουθα:
Όπως αναφέρεται στο προοίμιο, με συμψηφισμό των διαφόρων ποσών μαζί με τους αναλογούντες τόκους που επιδικάζονται στους συμβαλλόμενους με την επίμαχη απόφαση παραμένει υπόλοιπο το οποίο θα πρέπει να καταβληθεί από τους ενάγοντες και το διευθυντή τους στην παρούσα αγωγή, στον εναγόμενο, το οποίο ανέρχεται σε €600.000, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα δικηγορικά έξοδα, καθώς και το ποσό των €40.951, πλέον τόκοι που ορίζονται ως κακοτεχνίες στην επίμαχη απόφαση. Ο εναγόμενος, προστίθεται, ενέγραψε την επίμαχη απόφαση ως επιβάρυνση (ΜΕΜΟ) επί της περιουσίας των εναγόντων (εννοείται στην παρούσα υπόθεση) και προχώρησε σε μέτρα εκτέλεσης εναντίον τους και σε αίτηση πτώχευσης εναντίον του διευθυντή τους. Σύμφωνα πάντοτε με το προοίμιο, οι συμβαλλόμενοι κατέληξαν σε συμφωνία μεταξύ τους, ως προς τον τρόπο εξόφλησης του χρηματικού μέρους της επίμαχης απόφασης και ως προς τον τρόπο διευθέτησης άλλων θεμάτων που την αφορούν.
Η ουσία μερικών από τους όρους της επίδικης σύμβασης έγκειται στα εξής:
Με τους όρους 1 και 2 συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών ότι νοουμένου ότι οι ενάγοντες και ο διευθυντής τους - στην παρούσα υπόθεση - καταβάλουν στον εναγόμενο κατά τον ορισμένο χρόνο τα διάφορα ποσά που αναφέρονται θα υπάρξει αναστολή κάθε μέτρου εκτέλεσης της επίμαχης απόφασης εναντίον των εναγόντων και απόσυρση της αίτησης πτώχευσης (ως ανωτέρω). Ο όρος 3 διαλαμβάνει ειδικά για τους όρους απόσυρσης της εν λόγω αίτησης πτώχευσης, ενός εντάλματος κατάσχεσης και πώλησης της ακίνητης περιουσίας του διευθυντή των εναγόντων και τέλος, των ΜΕΜΟ επί της περιουσίας των εναγόντων με εξαίρεση, ένα μόνο ακίνητο.
Με τον όρο 4 ρυθμίζεται ο τρόπος καθορισμού και πληρωμής του ποσού που οι ενάγοντες και ο διευθυντής τους θα πρέπει να καταβάλουν στον εναγόμενο σε σχέση με τις κακοτεχνίες.
Σύμφωνα με τον όρο 5, με την πληρωμή από τους ενάγοντες και το διευθυντή τους στον εναγόμενο, όλων των παραπάνω ποσών, η επίμαχη απόφαση θα θεωρείται ως πλήρως διευθετηθείσα. Σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε όρου της επίδικης σύμβασης από τους ενάγοντες και το διευθυντή τους, η επίμαχη απόφαση θα καθίσταται άμεσα εκτελεστή και ο εναγόμενος θα δικαιούται να λάβει οποιαδήποτε προσφερόμενα μέτρα εκτέλεσης εναντίον τους, για είσπραξη του εξ αποφάσεως χρέους, όπως καθορίζεται στην επίμαχη απόφαση.
Σύμφωνα με τον όρο 9, με την εξόφληση όλων των χρηματικών οφειλών των εναγόντων και του διευθυντή τους, ο εναγόμενος δεσμεύεται να αποσύρει όλες τις επιβαρύνσεις (ΜΕΜΟ) που διατηρεί επί ακινήτων των εναγόντων, ως και κάθε μέτρο εκτέλεσης εναντίον, τόσο των εναγόντων όσο και του διευθυντή τους.
Τέλος, σύμφωνα με τον όρο 12, όλοι οι όροι της επίδικης σύμβασης είναι ουσιώδεις και ο παραβάτης οποιουδήποτε όρου δίνει στο αναίτιο μέρος το δικαίωμα να ζητήσει από το υπαίτιο μέρος, αποζημιώσεις και/ή να λάβει κάθε ενδεδειγμένο μέτρο.
…..
…..
Η ύπαρξη και το περιεχόμενο, τόσο της επίμαχης απόφασης όσο και της επίδικης σύμβασης αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των μερών. Αποτελεί επίσης γεγονός, ότι με την επίδικη σύμβαση ρυθμίστηκε συμβατικά μεταξύ των διαδίκων, καθετί το οποίο διαλαμβάνει η επίμαχη απόφαση, μεταξύ άλλων και το θέμα της εκτέλεσής της. Όπως αναφέρεται στο προοίμιο της επίδικης σύμβασης «Οι Συμβαλλόμενοι κατέληξαν σε συμφωνία μεταξύ των ως προς τον τρόπο εξόφλησης του χρηματικού μέρους της Απόφασης και ως προς τον τρόπο διευθέτησης άλλων θεμάτων που αφορούν την Απόφαση.». Αυτό, με απλά λόγια σημαίνει ότι στο βαθμό που οποιοσδήποτε των διαδίκων στις δυο αγωγές που οδήγησαν στην έκδοση της επίμαχης απόφασης θεωρεί ότι δικαιούται στη λήψη μέτρων εκτέλεσής της, για να νομιμοποιείται να το κάνει, προηγουμένως, θα πρέπει να κριθεί ότι έχει τέτοιο δικαίωμα, δυνάμει της επίδικης σύμβασης. Από τη στιγμή της σύναψής της και μετά, τα όποια δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων απορρέουν από την επίμαχη απόφαση, με δική τους πρωτοβουλία μετατράπηκαν σε συμβατικά. Με αυτό δεδομένο, στην προκειμένη περίπτωση, που ο εναγόμενος θεωρεί ότι δεν έχουν εξοφληθεί πλήρως τα διάφορα χρηματικά ποσά που επιδικάστηκαν υπέρ του με την επίμαχη απόφαση, για να δικαιούται να τα αξιώσει, θα πρέπει πρώτα να καταχωρήσει αγωγή και με βάση την επίδικη σύμβαση, να προωθήσει τη θέση ότι δικαιούται να αξιώνει ό,τι διαλαμβάνει προς όφελός του η επίμαχη απόφαση και μόνο σε περίπτωση επιτυχίας της εν λόγω αγωγής, θα έχει δικαίωμα να προβεί στη λήψη μέτρων εκτέλεσης εναντίον των εναγόντων στην παρούσα υπόθεση, με την επίμαχη απόφαση, στην ουσία, για σκοπούς εκδίκασης της εν λόγω αγωγής, να αποτελεί πλέον, απλώς ένα στοιχείο μαρτυρίας.
Για να το πω και διαφορετικά, αφ’ ης στιγμής οι διάδικοι, οικεία βουλήσει μετέτρεψαν μια δικαστική απόφαση, σε σύμβαση, δηλαδή, από αντίδικοι στο πλαίσιο δυο αγωγών έγιναν αντισυμβαλλόμενοι σε μια σύμβαση, μου φαίνεται πως δεν μπορούν πλέον να επικαλούνται τη δικαστική απόφαση και να λαμβάνουν μέτρα εκτέλεσής της, ως εάν να μην υπάρχει η επίδικη σύμβαση. Στην περίπτωσή τους, θα έλεγα ότι ισχύει το κώλυμα λόγω δηλώσεων σε έγγραφα. Το οποίο, θεμελιώνεται με βάση την αρχή ότι μια σαφής δήλωση ή δέσμευση σε έγγραφο επιβάλλεται να εκλαμβάνεται ως δεσμευτική μεταξύ των μερών και άρα μη επιδεχόμενη οποιασδήποτε αντικρουστικής απόδειξης (βλ. το σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Σάντη (2014) σελ. 936, 937»). Πολύ περισσότερο, που στην προκειμένη περίπτωση - για να επαναλάβω - η επίδικη σύμβαση και το περιεχόμενό της, αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων.»
Εν πάση περιπτώσει, ο εναγόμενος, ο οποίος προβάλλει τους δυο αυτούς λόγους ένστασης στην αίτηση, στην ένορκη δήλωσή του η οποία υποστηρίζει την ένστασή του, ουδέν αναφέρει για τη ζημιά που θα υποστεί συνεπεία, είτε του χρόνου καταχώρησης της αίτησης είτε της όποιας καθυστέρησης θα προκύψει στην εκδίκαση της υπόθεσης σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης είτε τέλος, συνεπεία του πώς θα διαμορφωθεί η δικογραφία και τα επίδικα θέματα της υπόθεσης, ως αποτέλεσμα της αποδοχής της αίτησης.
Πολλώ μάλλον, που η ακρόαση της αγωγής δεν έχει ακόμη αρχίσει και από την πορεία που ακολούθησε από την καταχώρησή της μέχρι σήμερα προκύπτει ότι για το γεγονός ότι αυτή, ακόμη να εκδικαστεί, η ευθύνη δεν είναι μονοσήμαντη.
Με ευθύνη και των δυο μερών, ενώ η αγωγή καταχωρήθηκε στις 7/8/2015, τα δικόγραφα συμπληρώθηκαν μόλις την 1/11/2019. Ακολούθως, η υπόθεση ορίστηκε αρκετές φορές για οδηγίες μέχρι τις 9/2/2022 που οι εναγόμενοι προέβησαν σε ένορκη αποκάλυψη εγγράφων και αφού στο μεταξύ είχαν ζητήσει και τους δόθηκε αναβολή, επίσης αρκετές φορές για το σκοπό αυτό. Στις 10/2/2022, η αγωγή ορίστηκε για πρώτη φορά για ακρόαση, στις 9/6/2022, ημερομηνία κατά την οποία αναβλήθηκε λόγω προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε μάρτυρας του ενάγοντα. Επαναορίστηκε για ακρόαση, στις 3/3/2023 και αναβλήθηκε ξανά, επειδή - όπως αναφέρθηκε - οι διάδικοι κατέβαλλαν προσπάθειες διευθέτησης της αγωγής. Ορίστηκε ξανά για ακρόαση, στις 13/10/2023, ημερομηνία κατά την οποία και πάλι αναβλήθηκε επειδή το Δικαστήριο ήταν απασχολημένο με συνεχιζόμενη ακρόαση άλλης αγωγής. Ορίστηκε ξανά για ακρόαση, στις 5/2/2024, ημερομηνία κατά την οποία αναβλήθηκε επειδή το Δικαστήριο και πάλι ήταν απασχολημένο με την εκδίκαση παλαιότερης υπόθεσης. Ορίστηκε ξανά για ακρόαση, στις 13/5/2024, ωστόσο, στις 30/4/2024 ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση, για τελευταία φορά, στις 21/10/2024 και ακυρώθηκε η 13/5/2024. Όσα έγιναν στη συνέχεια μέχρι και τις 6/3/2025 που ο ενάγοντας καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση αποτελούν απότοκο του γεγονότος ότι εναντίον των εναγόμενων 1 εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης.
Για να επαναλάβω σύμφωνα με την Παπαχρυσοστόμου (ανωτέρω):
«…το θέμα, τροποποίησης δικογράφων, ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η οποία ασκείται φιλελεύθερα και δεν διέπεται από άκαμπτους κανόνες, αλλά από διάφορους παράγοντες, η βαρύτητα των οποίων ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η βασική αρχή η οποία πηγάζει μέσα από την εν λόγω νομολογία είναι ότι στις περιπτώσεις όπου ο προσδιορισμός της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και η αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών επιβάλλουν την τροποποίηση των δικογράφων, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται υπέρ της έγκρισης της αίτησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί βλάβη ή αδικία στην άλλη πλευρά η οποία δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα ή ο αιτητής δεν ενεργεί κακόπιστα.»
Από την προηγηθείσα ανάλυση καταφαίνεται και το αβάσιμο του 6ου λόγου ένστασης με τον οποίο υποβάλλεται ότι η αίτηση είναι κακόπιστη.
Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου και συνυπολογίζοντας κάθε σχετικό παράγοντα, κατά την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας που διέπει το θέμα, κρίνω ότι, για σκοπούς ορθής, δίκαιης και αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, αλλά και προς αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών, οι αιτούμενες τροποποιήσεις, είναι απολύτως αναγκαίες και δικαιολογημένες από κάθε άποψη.
Η αίτηση επιτυγχάνει.
Εκδίδεται διάταγμα, ως οι παράγραφοι 1 μέχρι 13 της αίτησης.
Το τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα και η τροποποιημένη έκθεση απαίτησης, να καταχωρηθούν εντός 15 ημερών από σήμερα, η τροποποιημένη υπεράσπιση μαζί με την ανταπαίτηση, εντός περαιτέρω 15 ημερών και η απάντηση στην τροποποιημένη υπεράσπιση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση, εντός περαιτέρω 7 ημερών.
Αναφορικά με τα έξοδα της αίτησης δε βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Πολύ περισσότερο, που στην προκειμένη περίπτωση, η ένσταση στην αίτηση κρίθηκε συνολικά αβάσιμη, χωρίς να μου διαφεύγει και το γεγονός, ότι για λόγους που αναφέρονται σε άλλο σημείο (πιο πάνω), ο ενάγοντας βρέθηκε αντιμέτωπος και με την ένσταση των εναγόμενων 1 η οποία κρίθηκε μη έγκυρη.
Των παραπάνω λεχθέντων, τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ του ενάγοντα και σε βάρος των εναγόμενων 1 και 2. Τα έξοδα που θα προκύψουν συνεπεία της τροποποίησης - κι’ αυτά, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο - επιδικάζονται υπέρ των εναγόμενων 1 και 2 και σε βάρος του ενάγοντα. Στο σύνολό τους τα έξοδα, θα είναι εισπρακτέα στο τέλος της αγωγής.
(Υπ.) ….….………………………
Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΚΚ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο