ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 3783/2015
Μεταξύ:
ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Ενάγοντα
και
ΙΩΑΝΝΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Εναγόμενου
---------------------
Αίτηση τροποποίησης, ημερομηνίας 28/8/2025
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 27/10/2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για εναγόμενο - αιτητή: κ. Χ. Χιώτης, για Chrysses Demetriades & Co LLC
Για ενάγοντα - καθ’ ου η αίτηση: κ. Χ. Χατζηλοΐζου, για ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΛΟΙΖΟΥ Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ενάγοντας, με την αγωγή του αξίωνε εναντίον του εναγόμενου, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και ζημιές που υπέστη συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος που έγινε κατά ή περί τις 24/7/2014 στη συμβολή δυο οδών στη Λεμεσό το οποίο απέδωσε στην αμέλεια και/ή παράβαση των εκ του Νόμου απορρεόντων καθηκόντων του εναγόμενου.
Μετά από ακρόαση - με μόνο επίδικο θέμα της υπόθεσης την ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος -, με την έκδοση της αιτιολογημένης απόφασής μου, ημερομηνίας 26/8/2025, έκτασης 42 σελίδων, απέρριψα την αγωγή.
Επειδή έχει σημασία, το μέρος της απόφασης που περικλείει την ανάλυση της νομικής πτυχής της υπόθεσης, υπαγωγή των γεγονότων σ’ αυτή, τα σχετικά συμπεράσματά μου και την κατάληξή μου, ακολουθεί αυτούσιο.
«Υπεισέρχομαι στη νομική πτυχή της υπόθεσης, στο πλαίσιο της οποίας, θα παραθέσω και διάφορα άλλα γεγονότα.
Σύμφωνα με τη Στρατμάρκο Λτδ. ν. Πέτρου Μιχαήλ (1989) 1E Α.Α.Δ. 453:
«Αμέλεια είναι, κατά το άρθρο 51 του Νόμου περί Αστικών Αδικημάτων που στην ουσία κωδικοποιεί τις αρχές του Κοινού Δικαίου στον κλάδο αυτό, παράβαση καθήκοντος επιμέλειας. Το καθήκον τούτο περιλαμβάνει την επιμέλεια που υποθετικά καταβάλλει ο μέσος λογικός άνθρωπος κάτω από τις ίδιες αντικειμενικές συνθήκες και περιστάσεις που ενήργησε ο εναγόμενος.
Βασικό χαρακτηριστικό της αμέλειας είναι, καταρχήν, η έλλειψη της προσήκουσας προσοχής την οποία ο δράστης όφειλε και μπορούσε στις δοσμένες περιστάσεις να καταβάλει για να μην προκαλέσει ζημιά στον πλησίον του. Τα στοιχεία του "μέσου συνετού ανθρώπου" και του "πλησίον" διαγράφουν τα όρια της επιμέλειας της οποίας όφειλε να καταβάλει ο εναγόμενος. H έννοια του καθήκοντος επιμέλειας ολοκληρώνεται με το στοιχείο της δυνατότητας πρόβλεψης ότι, δηλαδή, η ενεργούμενη παρά το καθήκον επιμέλειας πράξη μπορεί να προκαλέσει το συγκεκριμένο ζημιογόνο αποτέλεσμα.»
Στην πρόσφατη υπόθεση Μιχαήλ v. Ροτσίδη, Πολ. Έφ. Αρ. 147/2018, ημερ. 28/6/2024 επισημαίνονται τα εξής:
«Σχετικά με τη στοιχειοθέτηση της αμέλειας και της συντρέχουσας αμέλειας, γίνεται αναφορά στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Φιλίππου κ.α. v. Παναγή κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1275 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Ο οδηγός αυτοκινήτου έχει καθήκον να μεριμνά για την ασφάλεια παντός άλλου προσώπου που χρησιμοποιεί το δρόμο και να λαμβάνει προφυλάξεις, προς αποτροπή προβλεπτών κινδύνων. Ανάλογο καθήκον έχει ο οδηγός για την προστασία της ασφάλειας του ιδίου και της περιουσίας του έναντι προβλεπτών κινδύνων. Παραλείψεις για την προστασία της ασφάλειας τρίτου καθιστούν τον οδηγό ένοχο αμέλειας και παραλείψεις για την ασφάλεια του ιδίου τον καθιστούν ένοχο συντρέχουσας αμέλειας. Αμέλεια και συντρέχουσα αμέλεια των οδηγών οχημάτων, που συγκρούονται, προσμετρούν στον καθορισμό της ευθύνης, ανάλογα με το βαθμό που οι παραλείψεις εκατέρου συμβάλλουν στην πρόκληση της ζημίας. Και στις δύο περιπτώσεις, το κριτήριο για την απόδοση ευθύνης είναι το προβλεπτό του κινδύνου και παραλείψεις για τη λήψη προστατευτικών μέτρων για την αποφυγή του.
..............................
Γνώμονα για τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ δύο οδηγών, συνυπαίτιων για τροχαίο δυστύχημα, αποτελεί, αφενός, η υπαιτιότητα εκατέρου για το ακούσιο συμβάν και, αφετέρου, η εγγενής δυνατότητα πρόκλησης ζημίας από παραλείψεις εκπλήρωσης του καθήκοντος επιμέλειας - (βλ., μεταξύ άλλων, Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 178).»
Στις υποθέσεις όπου εξετάζεται αμέλεια, το Δικαστήριο εξετάζει πρώτα αν έχει αποδεχθεί αμέλεια σε βάρος εναγομένου και αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε εξετάζει αν ο ενάγων έχει συντρέχουσα αμέλεια και ακολούθως καθορίζει το εκατέρωθεν ποσοστό ευθύνης (βλ. Μαυρίδης v. Dharaghji κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, Μ. Αθανασίου ή άλλως Μ. Νικολάου v. Π. Νικολάου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 453/2019, ημερομηνίας 21.05.2024)»
Καθόλα σχετικά είναι και τα ακόλουθα από την υπόθεση Aνδρέου και Άλλος ν. Πηλέα (2000) 1 Α.Α.Δ 459:
«Η αμέλεια είναι πάντα θέμα γεγονότων υπό το φως όλων των περιστάσεων, και δεν υπάρχει αόριστη ή θεωρητική αμέλεια που να πλανάται στον αέρα. Μόνο όπου οι περιστάσεις είναι τέτοιες που να επισημάνουν στον οδηγό συγκεκριμένο κίνδυνο πέραν του τι άλλως λογικά θα ανάμενε δημιουργείται υποχρέωση αυξημένης προσοχής. Εδώ η εφεσείουσα δεν είδε και δεν μπορούσε να είχε δει την εφεσίβλητη προηγουμένως, και δεν είχε ενδείξεις ότι η εφεσίβλητη θα διασταύρωνε όπως έκανε. Το να τεθεί επ' αυτής η υποχρέωση, όπως ετέθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, να είναι εκ των προτέρων σε διαρκή αναμονή για την πραγμάτωση της πιθανότητας εμφάνισης της εφεσίβλητης στο δρόμο όπως έγινε, και να προσαρμόζει την οδήγηση της ανάλογα, θα δημιουργούσε υπέρμετρο βάρος για τον οδηγό, ιδιαίτερα στις σύγχρονες καθημερινές συνθήκες πραγμάτων, θα ανάτρεπε το ισοζύγιο των λογικών προσδοκιών και προβλέψεων, και θα διαφοροποιούσε την όλη έννοια της αμέλειας ως κατ' εξοχήν συναρτημένης προς τη λογική συμπεριφορά.»
Αυτονόητο πως, για σκοπούς στοιχειοθέτησης του αδικήματος της αμέλειας, ο ενάγοντας, θα πρέπει να αποδείξει ότι η αμελής πράξη ή παράλειψη ή η παράβαση καθήκοντος αποτελεί την αιτία της ζημιάς του. Και ειδικά σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος και της πρόκλησης του ατυχήματος.
Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Κτηνοτροφική Επιχείριση Π.Σ.Μ. Πέτρου Λίμιτεδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2011) 1 Α.Α.Δ. 2075 - με αναφορά στις αγγλικές υποθέσεις Bonnington Castings Ltd v. Wardlaw [1956] A.C. 613 και Cork Kirby Maclean Ltd [1952] 2 All E.R. 402 - αναφορικά με το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, αυτό είναι πραγματικό και ως τέτοιο πρέπει να αποφασίζεται με γνώμονα τη συνηθισμένη απλή και κοινή λογική. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Κονναρή ν. Κυριάκου (1996) 1 ΑΑΔ 267 κρίθηκε ότι το μόνο που θα μπορούσε να καταλογιστεί στον ενάγοντα είναι ότι δεν αντιλήφθηκε τον εναγόμενο, πριν τη σύγκρουση. Ωστόσο, όπως λέχθηκε, αυτό το γεγονός, δε φάνηκε να έχει οποιαδήποτε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος ή των ζημιών που προέκυψαν.
Με υπαγωγή των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης στις παραπάνω αρχές, παρατηρώ τα εξής:
Ο εναγόμενος - για να επαναλάβω -, στον ουσιώδη χρόνο οδηγούσε καθ’ όλα νόμιμα το όχημά του στην οδό Ανδρέα Αραούζου, με ταχύτητα, μεταξύ 30-40 περίπου χ.α.ω. και τηρούσε την αριστερότερη λωρίδα του δρόμου. Κατά τον ίδιο χρόνο, ο ενάγοντας τον ακολουθούσε από απόσταση 6 με 7 περίπου μέτρων, με τη μεγάλου κυβισμού μοτοσικλέτα του, χωρίς προστατευτικό κράνος και τηρούσε την ίδια λωρίδα κυκλοφορίας του δρόμου, ωστόσο βρισκόταν πιο αριστερά, προς το πεζοδρόμιο. Όταν ο εναγόμενος πλησίασε την πάροδο που οδηγεί στην οδό Ανδρογέους, η οποία βρίσκεται αριστερά σύμφωνα με την πορεία που ακολουθούσαν τα δυο οχήματα, ελάττωσε ταχύτητα, επειδή, πρόθεσή του ήταν να εισέλθει στην εν λόγω οδό για να επιστρέψει στην εργασία του. Τη στιγμή αυτή, ο ενάγοντας ανέπτυξε ταχύτητα και επιχείρησε να προσπεράσει το όχημα του εναγόμενου από τα αριστερά του, καθ’ ον χρόνο αυτό άρχισε να στρίβει ελαφρώς αριστερά, με πρόθεση να εισέλθει στην πάροδο. Ο ενάγοντας, ο οποίος τη στιγμή αυτή βρισκόταν ήδη στο πλάι της αριστερής πλευράς του οχήματος του εναγόμενου προσπάθησε να σταματήσει τη μοτοσικλέτα, σηκώνοντας τον μπροστινό τροχό της 50 περίπου εκατοστά. Η οποία ωστόσο, συγκρούστηκε πλευρικά με το όχημα του εναγόμενου, με όλα τα αρνητικά συνεπακόλουθα. Από τη σύγκρουση, ο ενάγοντας εκτινάχθηκε από τη μοτοσικλέτα και έπεσε στο έδαφος και συγκεκριμένα, στη δεξιά πλευρά της εισόδου της οδού Ανδρογέος. Λίγο πιο μπροστά και δεξιότερα, στην άκρη του δρόμου και σε απόσταση 20-21 περίπου μέτρων από το σημείο σύγκρουσης κατέληξε η μοτοσικλέτα του, ενώ το διπλοκάμπινο σταμάτησε στη συμβολή των οδών Ανδρέα Αραούζου και Ανδρογέος σε απόσταση 13 περίπου μέτρων από το σημείο σύγκρουσης.
Η σύγκρουση των δυο οχημάτων σύμφωνα με την πορεία που ακολουθούσαν έγινε σε σημείο του δρόμου στην οδό Ανδρέα Αραούζου όπου οι οδηγοί δικαιούνταν, είτε να συνεχίσουν την πορεία τους, στην ίδια οδό είτε να στρίψουν αριστερά στην οδό Ανδρογέος. Η απόσταση από το σημείο σύγκρουσης μέχρι και την αριστερή άκρια του δρόμου που είναι το πεζοδρόμιο σύμφωνα πάντοτε με την πορεία που ακολουθούσαν τα δυο οχήματα είναι 1.20 μέτρα και μέχρι την άκρια της πρώτης λωρίδας κυκλοφορίας, 4.30 μέτρα.
Η ταχύτητα του διπλοκάμπινου τη στιγμή της σύγκρουσης ήταν 25.5 περίπου χ.α.ω. και της μοτοσικλέτας, τουλάχιστον 60.7 χ.α.ω. Η ταχύτητα εξόδου της μοτοσικλέτας από τη σύγκρουση ήταν 50.9 χ.α.ω. Τη στιγμή που η μοτοσικλέτα βρισκόταν στο ύψος της πισινής αριστερής γωνίας του διπλοκάμπινου και επιχειρούσε να το προσπεράσει, η απόσταση ήταν 7.259 μέτρα από το σημείο σύγκρουσης, ενώ ο χρόνος που μεσολάβησε μέχρι το σημείο σύγκρουσης, ήταν περί τα 0.42 δευτερόλεπτα. Με αυτό δεδομένο, τη στιγμή αυτή, ο εναγόμενος και να διαπίστωνε την ύπαρξη της μοτοσικλέτας δε θα μπορούσε να αντιδράσει προς αποφυγή της σύγκρουσης, επειδή ο χρόνος αντίδρασης ενός μέσου οδηγού, υπό κανονικές συνθήκες κυμαίνεται από 1 - 1.5 δευτερόλεπτα. Δεδομένου ότι η απόσταση από το σημείο σύγκρουσης μέχρι και το αριστερό πεζοδρόμιο ήταν 1.20 μέτρα και το πλάτος της μοτοσικλέτας, 72 εκατοστά, όπως είπε και ο εξεταστής του επίδικου ατυχήματος, το σημείο αυτό ήταν στενό για να περάσει η μοτοσικλέτα.
Και ενώ, για λόγους που αναφέρονται σε άλλο σημείο πιο πάνω, δε νομιμοποιούμαι να προβώ στην εξαγωγή συμπεράσματος, κατά πόσο ο εναγόμενος, σε εφαρμογή του κανονισμού 58(1)(α) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, προτού επιχειρήσει στροφή αριστερά για να εισέλθει στην οδό Ανδρογέος, προκειμένου να διασφαλίσει ότι θα ήταν ασφαλές να το κάνει αυτό, τόσο για τον ίδιο όσο και για όλα τα άλλα οχήματα που ακολουθούσαν το δικό του, περιλαμβανομένης και της μοτοσικλέτας του ενάγοντα - που στην προκειμένη περίπτωση, κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν και το μόνο όχημα που τον ακολουθούσε -, προέβη σε έλεγχο της τροχαίας κίνησης πίσω από το όχημά του, μέσω των αντανακλαστικών κατόπτρων του και ελλείψει αξιόπιστης μαρτυρίας δεν μπορώ να αποφανθώ κατά πόσο, κατά τον ίδιο χρόνο, σε εφαρμογή του κανονισμού 58(2)(β) των ίδιων κανονισμών κατέστησε γνωστή την πρόθεσή του να στρίψει αριστερά, δίδοντας το κατάλληλο σήμα με τη χρήση του ηλεκτρονικού σηματοδότη κατεύθυνσης του οχήματός του, δηλαδή, ανάβοντας το αριστερό τραφικέιτορ του, αυτό που σίγουρα μπορώ να πω είναι το εξής: Και να αποδεικνυόταν ότι απέστη των δυο αυτών νομικών υποχρεώσεων ή καθηκόντων του, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι οι επί του προκειμένου παραλείψεις του συνδέονται αιτιωδώς με την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος και τις επακόλουθες ζημιές που υπέστη ο ενάγοντας και το όχημά του, ιδίως, αν ληφθεί υπόψη, ότι προτού αυτός επιχειρήσει να προσπεράσει το όχημα το εναγόμενου, ο τελευταίος εκδήλωσε έμπρακτα και εμφανώς στον ίδιο την πρόθεσή του να στρίψει αριστερά, ελαττώνοντας ταχύτητα. Ο οποίος, ωστόσο, ακριβώς τη στιγμή αυτή, αφού ανέπτυξε ταχύτητα επιχείρησε να προσπεράσει το όχημα του εναγόμενου από σημείο του δρόμου, που ούτε πρακτικά ήταν δυνατό να το κάνει μα ούτε και, κυρίως, νομικά επιτρεπτό. Το πρώτο, δεδομένων, της απόστασης που υπήρχε από το σημείο σύγκρουσης μέχρι και το αριστερό πεζοδρόμιο, που ήταν μόλις 1.20 μέτρα και του πλάτους της μοτοσικλέτας του, που ήταν 72 εκατοστά. Και το δεύτερο, σε εφαρμογή του κανονισμών 58(3)(α) και (4)(α) των ίδιων κανονισμών, καθώς επιχείρησε να προσπεράσει το όχημα του εναγόμενου από αριστερά και σε συμβολή δρόμων.
Σύμφωνα με τον πρώτο [(3)(α)]:
«Προσπέρασµα οχήµατος που κινείται προς την ίδια κατεύθυνση διενεργείται από την δεξιά πλευρά του, εκτός αν-
(i) ο οδηγός του προπορευόµενου οχήµατος δίνει σήµα ότι προτίθεται να στρίψει στα δεξιά και κατευθύνει προοδευτικά το όχηµα στο κέντρο του δρόµου, οπότε το προσπέρασµα διενεργείται από την αριστερή πλευρά του προπορευόµενου οχήµατος εάν υπάρχει ο απαιτούµενος χώρος, ή
(ii) σε δρόµο µε δύο ή περισσότερς λωρίδες κυκλοφορίας για µια κατεύθυνση, υπάρχει συµφόρηση και τα οχήµατα στη δεξιότερη λωρίδα κινούνται πιο αργά από τα οχήµατα στην αριστερότερη λωρίδα, οπότε το προσπέρασµα µπορεί να γίνει από την αριστερότερη λωρίδα.»
Σύμφωνα με το δεύτερο [(4)(α)]:
«Πρόσωπο το οποίο οδηγεί ή έχει τον έλεγχο µηχανοκινήτου οχήµατος σε οποιοδήποτε δρόµο οφείλει-
(α) Να µην προσπερνά ούτε να αποπειράται να προσπεράσει όχηµα κινούµενο προς την ίδια κατεύθυνση σε κάθε σηµείο που υπάρχει στη µέση του οδοστρώµατος συνεχής άσπρη γραµµή, σχετικό απαγορευτικό σήµα τροχαίας, σε στροφή µε ορατότητα µικρότερη των εκατό µέτρων, σε συµβολή δρόµων εντός δηµοτικών ορίων ή ορίων κοινότητας, όταν προσεγγίζει κυρτή γέφυρα, διάβαση πεζών ή κορυφή ανάβασης ή όταν προσεγγίζει όχηµα από την αντίθετη κατεύθυνση, οπότε παρέχει δικαίωµα προτεραιότητας σε αυτό·»
Στην υπόθεση Παλλα ν. Ιακώβου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1251 η απόπειρα προσπεράσματος από τον εφεσείοντα από αριστερά, ακινητοποιημένου αυτοκινήτου που βρισκόταν μπροστά από το δικό του, διά μέσου στενού χώρου, χωρίς αυτός να λάβει καμιά προφύλαξη κρίθηκε ότι αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος. Όπως λέχθηκε για τον εφεσείοντα «… έχοντας έμπροσθεν του το ακινητοποιημένο ημιφορτηγό χωρίς τούτο να εκδηλώνει οποιαδήποτε πρόθεση, είχε υποχρέωση να σταματήσει όπισθεν του και όχι με την ίδια ταχύτητα να προσπαθήσει να προσπεράσει, αντικανονικά από αριστερά, διά μέσου στενού χώρου που παρέμεινε μεταξύ του πεζοδρομίου και της αριστερής πλευράς του ημιφορτηγού και χωρίς καμιά απολύτως προφύλαξη εκ μέρους του.»
Πολλώ μάλλον, που στην προκειμένη περίπτωση, το όχημα του εναγόμενου δεν ήταν ακινητοποιημένο, αλλά σε κίνηση. Το οποίο, ενώ οδηγείτο με ταχύτητα μεταξύ 30-40 χ.α.ω., επειδή ο εναγόμενος είχε πρόθεση να στρίψει αριστερά για να εισέλθει στην οδό Ανδρογέος, όταν πλησίασε την εν λόγω οδό, ελάττωσε ταχύτητα. Με μόνο λόγο αυτό, ο ενάγοντας, ο οποίος τον ακολουθούσε από μικρή απόσταση, όφειλε να τον περιμένει να δει τι θα κάνει αφού και να υποτεθεί ότι ο εναγόμενος δεν είχε εκδηλώσει την πρόθεσή του να στρίψει αριστερά με τη χρήση του αριστερού τραφικέιτορ, με μόνο λόγο ότι όταν πλησίασε την οδό Ανδρογέος, ελάττωσε ταχύτητα, ο ενάγοντας και ως θέμα καθαρά κοινής λογικής, θα πρεπε να αντιληφθεί τι προτίθετο να κάνει. Αντ’ αυτού, δηλαδή, αντί να περιμένει ανέπτυξε ταχύτητα και μάλιστα, υπερδιπλάσια αυτής με την οποία οδηγούσε το όχημά του ο εναγόμενος τη στιγμή της επίδικης σύγκρουσης και επιχείρησε να τον προσπεράσει αντικανονικά από αριστερά και μάλιστα, δια μέσου στενού χώρου που υπήρχε, χωρίς να έχει αποδειχθεί ότι έλαβε οποιαδήποτε προφύλαξη για το σκοπό αυτό.
Συγκεφαλαιώνοντας, ενώ δεν έχει αποδειχθεί ότι ο ενάγοντας φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος, έχει αποδειχθεί ότι γενεσιουργός αιτία αυτού αποτέλεσε η αλόγιστη, απερίσκεπτη και επικίνδυνη οδική συμπεριφορά του ενάγοντα, δυστυχώς, με όλες τις συνεπακόλουθες τραγικές συνέπειες για τον ίδιο.
Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αγωγή απορρίπτεται.
Αναφορικά με τα έξοδα, έχω τη γνώμη ότι υπάρχει καλός λόγος που μου επιτρέπει να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Αποτελεί παραδεκτό γεγονός, ότι ο ενάγοντας, λόγω των τραυματισμών που υπέστη κατά το επίδικο ατύχημα, δεν ήταν σε θέση να δώσει γι’ αυτό κατάθεση στην Αστυνομία και ούτε να καταθέσει στο Δικαστήριο. Ιδιαίτερα το δεύτερο είναι σαφές, ότι άπτεται του, κατά το Άρθρο 30 1. και 3.(β) του Συντάγματος, δικαιώματός του για προσφυγή στη δικαιοσύνη καθώς και να προβάλει τους ισχυρισμούς του ενώπιον του Δικαστηρίου, υπό την έννοια βέβαια, της πραγματικής - και όχι νομικής - αδυναμίας άσκησης του εν λόγω δικαιώματος. Αν ληφθεί υπόψη, ότι σε περίπτωση που έδινε μαρτυρία κατά τη δίκη, προφανώς θα αποτελούσε τον καλύτερο μάρτυρα για την υπόθεσή του, ουδείς μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο, η έκβαση της αγωγής του, να ήταν διαφορετική αυτής που είναι.
Των παραπάνω λεχθέντων, έχω τη βαθιά και ειλικρινή πεποίθηση, ότι η πλέον ορθή διαταγή για τα έξοδα - την οποία εκδίδω - είναι κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της. Αυτό δε, ας μου επιτραπεί η χρήση του όρου, ως «πράξη ευσπλαχνίας» για τη θλιβερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ένας νέος άνθρωπος, ηλικίας σήμερα 35 ετών, συνεπεία των πολύ σοβαρών τραυματισμών που υπέστη κατά το επίδικο ατύχημα.»
Δυο μέρες αργότερα και συγκεκριμένα, στις 28/8/2025, ο εναγόμενος καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση με την οποία ζητά την έκδοση διατάγματος για διόρθωση της δεύτερης παραγράφου της σελίδας 41 (τέταρτη παράγραφος από το τέλος της απόφασης) με την αντικατάσταση στην πρώτη γραμμή τη λέξης «ενάγοντας» με τη λέξη «εναγόμενος» με αποτέλεσμα η εν λόγω παράγραφος να διαβάζεται ως ακολούθως:
«Συγκεφαλαιώνοντας, ενώ δεν έχει αποδειχθεί ότι ο εναγόμενος φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος, έχει αποδειχθεί ότι γενεσιουργός αιτία αυτού αποτέλεσε η αλόγιστη, απερίσκεπτη και επικίνδυνη οδική συμπεριφορά του ενάγοντα, δυστυχώς, με όλες τις συνεπακόλουθες τραγικές συνέπειες για τον ίδιο.»
Όπως αναφέρεται στην αίτηση τα γεγονότα στα οποία αυτή βασίζεται φαίνονται στο φάκελο της υπόθεσης. Σύμφωνα με αυτά προκύπτει γραφικό λάθος, το οποίο είναι αναγκαίο να διορθωθεί για να συνάδει το λεκτικό της εν λόγω παραγράφου με το σκεπτικό και την κατάληξη της απόφασης του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα προκύπτει ότι η λέξη «ενάγοντας» στην πρώτη γραμμή της παραγράφου αποτελεί γραφικό λάθος, καθώς με βάση το σκεπτικό και την κατάληξη της απόφασης, θα πρέπει να αναγράφεται η λέξη «εναγόμενος».
Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση του ενάγοντα. Σύμφωνα με τον 1ο λόγο, η εκδοθείσα, στις 26/8/2025, τελική απόφαση στην αγωγή έχει τελειοποιηθεί, ολοκληρωθεί με την υπογραφή, εκφώνηση και δημοσίευση από το Δικαστή που εκδίκασε την απόφαση (υποθέτω υπόθεση ήθελε να πει ο συντάκτης και ότι πρόκειται για γραμματικό/γραφικό λάθος η αναγραφή της λέξης απόφαση) και δεν μπορεί να διορθωθεί σύμφωνα με τη Δ.25 Θ.Θ. 5 και 6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, παρά μόνο με έφεση και/ή αντέφεση. Σύμφωνα με το 2ο λόγο, ήδη ο ενάγοντας καταχώρησε έφεση στην αγωγή και ανάμεσα στους λόγους έφεσης αναφέρεται και στο πιο πάνω εύρημα του Δικαστηρίου, ως λανθασμένο. Σύμφωνα με τον 3ο λόγο, το μέρος της απόφασης που επιδιώκει να διορθώσει ο εναγόμενος είναι μέρος ευρήματος και/ή διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, βασιζόμενο σε γεγονότα που αξιολογήθηκαν από το Δικαστήριο και δεν μπορεί να διορθωθεί, ως γραφικό λάθος. Τέλος σύμφωνα με τον 4ο λόγο ένστασης, σύμφωνα με νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απόφαση Δικαστηρίου που έχει τελειοποιηθεί με την ολοκλήρωση, υπογραφή, έκδοση και δημοσίευσή της από το Δικαστήριο δεν μπορεί να διορθωθεί παρά μόνο με έφεση και αντέφεση (Σιβιτανίδης ν. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 179).
Στη Σιβιτανίδης (ανωτέρω) επισημαίνονται τα εξής:
«Η Δ.25 θ.6 προβλέπει:
"Clerical mistakes in judgments or orders, or errors arising therein from any accidental slip or omission may, at any time, be corrected by the Court or a judge on application without an appeal."
Μετάφραση στα Ελληνικά : "Γραμματικά λάθη σε αποφάσεις ή διατάγματα, ή λάθη τα οποία προκύπτουν από τυχαία διολίσθηση ή παράλειψη, μπορεί, καθ' οιονδήποτε χρόνο, να διορθωθούν από το Δικαστήριο ή δικαστή κατόπιν αιτήσεως χωρίς έφεση.
"Όπως είχα την ευκαιρία να εκθέσω στην Koumi v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1519 - στα αγγλικά - και μεταγενέστερα στην Ε. Φιλίππου Λτδ. v. Compass Insurance Co. Ltd. (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 664.
"Γραμματικό είναι το λάθος το οποίο ανάγεται αποκλειστικά στη διατύπωση σε αντίθεση με τη διαμόρφωση των θέσεων του διαδίκου και αποβλέπει στην εναρμόνιση του λόγου με την έκδηλη πρόθεση."
Ο όρος "γραμματικό λάθος" ενέχει την ίδια έννοια σε σχέση με δικαστικές αποφάσεις και σκοπεί στην εναρμόνιση του κειμένου της απόφασης με την καταφανή πρόθεση του δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την απόφασή του το δικαστήριο επεδίκασε στην Αγωγή Αρ. 739/84 έξοδα υπέρ της ενάγουσας και εναντίον του εναγομένου. Στη Sofocli ν. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583,587, εξηγείται ότι τόσο η εξουσία η οποία παρέχεται από τη Δ.25 θ.6, όσο και η σύμφυτη δικαιοδοσία του δικαστηρίου για τη διόρθωση λαθών περιορίζεται σε λάθη τα οποία προκύπτουν από παράλειψη του δικαστηρίου να δώσει σωστή λεκτική έκφραση στην εξ συμφώνου αναντίλεκτη πρόθεση του [βλ. επίσης R. v. Cripps [1983] 3 All E.R. 72 (C.A.) ].
Μετά την τελειοποίηση απόφασης με την υπογραφή της από το δικαστή ή δικαστές που την έχουν εκδώσει, ο μόνος τρόπος διόρθωσης σφάλματος που περιέχεται σ' αυτή είναι μέσω της άσκησης έφεσης. Μόνο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να αναθεωρήσει εκδοθείσα απόφαση. Η εξουσία για διόρθωση απόφασης από το ίδιο το δικαστήριο που την εξέδωσε, περιορίζεται σε γραμματικά λάθη και παραλείψεις και έχει ως αντικείμενο την προσαρμογή ατελούς κειμένου στην έκδηλη κατά τα άλλα πρόθεση του δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέβη στη διόρθωση λάθους αλλά στην αναμόρφωση της προηγούμενης απόφασής του, υπερβαίνοντας τις εξουσίες του.»
Καθ’ όλα σχετικά είναι και τα ακόλουθα από την Ευαγγελίδης ν. Aegeas Navigation Limited και Άλλων (2003) 1 Α.Α.Δ. 1293:
«Σύμφωνα με τη Διαταγή 25, θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, παρέχεται η δυνατότητα διόρθωσης γραμματικών λαθών ή λαθών που προκύπτουν από τυχαία παράλειψη σε δικαστικές αποφάσεις ή διατάγματα. Στην υπόθεση Σιβιτανίδης ν. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 179 προσδιορίστηκε ότι αντικείμενο της Δ.25, θ.6 καθώς και της σύμφυτης εξουσίας του δικαστηρίου για διόρθωση λαθών σε δικαστικές αποφάσεις είναι η προσαρμογή ατελούς κειμένου στην έκδηλη κατά τα άλλα πρόθεση του δικαστηρίου. Γραμματικό λάθος είναι λάθος στη διατύπωση και όχι στον προσδιορισμό της ουσίας της πρότασης (Γεωργίου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1043). Όπως επίσης επισημαίνεται, γραμματικά λάθη προκύπτουν οποτεδήποτε το δικαστήριο παραλείπει ή αποτυγχάνει να δώσει σωστή λεκτική έκφραση στις εμφανείς προθέσεις του (βλέπε επίσης Koumi v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1519 και Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Compass Insurance (1989) 1 A.A.Δ. (Ε) 664).
Στην παρούσα περίπτωση η απόφαση είναι σαφής ως προς την πρόθεση του Δικαστηρίου να επιδικάσει νόμιμο τόκο και συνεπώς δεν υπάρχει γραμματικό λάθος. Ουσιαστικά επιδιώκεται όχι η διόρθωση γραμματικού λάθους, παράλειψης ή τυχαίας διολίσθησης στη διατύπωση της απόφασης, αλλά η διόρθωση κατ’ ισχυρισμόν νομικού σφάλματος το οποίο κατά τον αιτητή διαφαίνεται στην απόφαση. Αξιώνεται ουσιαστικά, όπως και στην περίπτωση Γεωργίου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ, ανωτέρω, η αναθεώρηση προηγούμενης τελεσίδικης απόφασης του Δικαστηρίου, πράγμα ανέφικτο. Ακόμα κι’ αν υποτεθεί ότι βρισκόμαστε ενώπιον νομικού σφάλματος η διόρθωσή του δεν είναι δυνατή με την παρούσα διαδικασία (βλέπε Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ Λτδ κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 302).»
Ομοίως και τα ακόλουθα από τη Λαζάρου ν. Νέμεσις Εργοληπτική Δημόσια Εταιρεία Λτδ και άλλου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1101:
«…όπως έχει ερμηνευθεί η Δ.25 θ.6, η διόρθωση σε απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου αφορά είτε λανθασμένη αναγραφή ή τυπογραφικό λάθος («clerical mistakes»), είτε σε λάθη που προέρχονται από τυχαία παράλειψη. Η Δ.25 θ.6, εμπεριέχει τον κανόνα της απλής παράλειψης ή λάθους («slip rule») και έχει διεξοδικά αναλυθεί, μεταξύ άλλων, και στην υπόθεση Katarina Shipping v. Ship "Poly" (1978) 1 C.L.R. 486, καθώς και στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Μιχαηλίδη (1968) 1 C.L.R. 295. Η εφαρμογή του «slip rule» σημαίνει τη δυνατότητα διόρθωσης παραλείψεων ή λαθών άνευ ουσιαστικής σημασίας αναγόμενα στην εκ παραδρομής τυπογραφική παράλειψη διατύπωσης γεγονότος κατά τη σύνταξη της απόφασης ή του διατάγματος, που φανερά δεν μεταφέρουν ορθά είτε το λεκτικό το οποίο αποτέλεσε το σκεπτικό του Δικαστηρίου, είτε τη σημασία του. Το τελεσίδικο των δικαστικών αποφάσεων, περιλαμβανομένων και αυτών στο επίπεδο του Εφετείου, δεν αφήνει περιθώρια για διόρθωση αποφάσεων με τη συμπερίληψη διαταγών που αφορούν ουσιαστικές ρυθμίσεις και οι οποίες δεν μπορούν να ταξινομηθούν ως λάθη, (Ντάγκλας ν. Ντάγκλας (2008) 1 Α.Α.Δ. 744).
«Το αντίστοιχο O.28 r.11 των τότε ισχυόντων Αγγλικών Θεσμών, έχει ερμηνευθεί κατά αυτό τον τρόπο και όπως εξηγείται στο Annual Practice 1958 σελ. 633-644, το λάθος ή η παράλειψη πρέπει να αφορά σε λάθος στην έκφραση της πρόδηλης πρόθεσης του Δικαστηρίου. Εάν η απόφαση ή διάταγμα συνταχθεί στη βάση της απόφασης, όπως αυτή έχει εκφραστεί και διατυπωθεί, δεν μπορεί να γίνει διόρθωση εφόσον δεν θεωρείται ότι υπήρχε απλή γραμματική ή λανθασμένη αναγραφή, λάθος ή παράλειψη στη διατύπωση της απόφασης ή του διατάγματος. Στην Oxley & others v. Link [1914] 2 K.B. 734, λέχθηκε ότι για να έχει εφαρμογή το «slip rule», πρέπει να διαπιστωθεί ότι ορισμένα μέλη της απόφασης είναι ορθά και ορισμένα λάθος που χρήζουν διόρθωσης. Εάν η απόφαση είναι ορθή, τότε είναι δυνατή η διόρθωση με την προσθήκη κάποιου δεδομένου εάν το λάθος οφείλεται σε παράλειψη το οποίο χρειάζεται τροποποίηση ή διόρθωση κάποιου είδους. Από αυτή την άποψη το λεκτικό της καταληκτικής απόφασης του Εφετείου είναι σαφέστατο και δεν αφήνει περιθώρια εφαρμογής της Δ.25 θ. 6.»»
Με υπαγωγή των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης, σ’ όλες τις παραπάνω αρχές παρατηρώ τα εξής:
Το υπό εξέταση θέμα, θα έλεγα ότι αποτελεί τον ορισμό του γραμματικού λάθους και δη τυπογραφικού λάθους, το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Δ.25 Θ.6, επομένως θα πρέπει να διορθωθεί. Αυτό δε καταφαίνεται από τα εξής:
Η απόφαση, έκτασης 42 σελίδων εκδόθηκε μετά από ακρόαση και περικλείει - μεταξύ άλλων - παράθεση και αξιολόγηση μαρτυρίας μαζί με τα σχετικά ευρήματα, συμπεράσματα αναφορικά με τα γεγονότα, παράθεση και ανάλυση της νομικής πτυχής, υπαγωγή των γεγονότων σ’ αυτή και κατάληξη.
Και να μην περιλάμβανα στην απόφαση την επίμαχη παράγραφο, που είναι η προηγούμενη αυτής με την οποία απέρριψα την αγωγή, η κατάληξή μου θα ήταν και πάλι η ίδια, η οποία και ως θέμα καθαρά κοινής λογικής, σε καμιά περίπτωση θα μπορούσε να λεχθεί στα σοβαρά ότι θα ήταν ή ότι θα μπορούσε να ήταν διαφορετική. Με τη συγκεκριμένη παράγραφο, η οποία, όχι τυχαία αρχίζει με τη λέξη «Συγκεφαλαιώνοντας», απλώς ήθελα να πω με μια φράση το βασικό λόγο για τον οποίο, ως αποτέλεσμα όλων όσων αναφέρω προηγουμένως δε θα μπορούσε να πετύχει η αγωγή. Ο οποίος (λόγος) εδράζεται στα βασικά συμπεράσματά μου, ότι, ενώ δεν είχε αποδειχθεί ότι ο εναγόμενος φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος, είχε αποδειχθεί ότι γενεσιουργός αιτία του εν λόγω ατυχήματος αποτέλεσε η αλόγιστη, απερίσκεπτη και επικίνδυνη οδική συμπεριφορά του ενάγοντα. Στην προσπάθειά μου αυτή, προφανώς εκ λάθους και για τα δυο αυτά συμπεράσματά μου, αναφέρομαι στον ενάγοντα, αντί στον εναγόμενο, για το πρώτο και στον ενάγοντα, για το δεύτερο.
Όμως και αυτοτελώς ιδωμένη η συγκεκριμένη παράγραφος είναι ολοφάνερο ότι περικλείει γραμματικό λάθος. Προφανώς δεν μπορεί να λεχθεί για τον ενάγοντα, από τη μια ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος και από την άλλη, την ίδια ώρα, ότι έχει αποδειχθεί ότι γενεσιουργός αιτία αυτού αποτέλεσε η αλόγιστη, απερίσκεπτη και επικίνδυνη οδική συμπεριφορά του. Δηλαδή ότι φέρει ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος, που είναι και αυτό που ισχύει σύμφωνα με την απόφαση.
Και κάτι ακόμη. Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Σιβιτανίδης (ανωτέρω), το οποίο επικαλείται ο ενάγοντας με τον 4ο λόγο ένστασης και επαναλαμβάνει η Ελένη Κυπριανού στην ένορκη δήλωσή της που υποστηρίζει την ένσταση, καθώς και ο δικηγόρος του ενάγοντα στη γραπτή αγόρευσή του, δε βοηθά για το λόγο που γίνεται επίκλησή του:
«Μετά την τελειοποίηση απόφασης με την υπογραφή της από το δικαστή ή δικαστές που την έχουν εκδώσει, ο μόνος τρόπος διόρθωσης σφάλματος που περιέχεται σ' αυτή είναι μέσω της άσκησης έφεσης.»
Δεν είναι μόνο αυτά που αναφέρονται στην εφετειακή απόφαση. Ευθύς αμέσως αναφέρονται και τα εξής, με τα οποία συναρτώνται απόλυτα τα πρώτα:
«Η εξουσία για διόρθωση απόφασης από το ίδιο το δικαστήριο που την εξέδωσε, περιορίζεται σε γραμματικά λάθη και παραλείψεις και έχει ως αντικείμενο την προσαρμογή ατελούς κειμένου στην έκδηλη κατά τα άλλα πρόθεση του δικαστηρίου.»
Το πρώτο απόσπασμα, που είναι αυτό που επικαλείται ο ενάγοντας αναφέρεται σε ουσιαστικά σφάλματα που περιέχονται στην απόφαση, τα οποία μόνο με έφεση μπορούν να διορθωθούν, που δεν είναι η περίπτωσή μας και το δεύτερο, σε γραμματικά λάθη, που είναι η περίπτωσή μας, τα οποία μπορούν και πρέπει να διορθωθούν από το Δικαστήριο που προέβη σ’ αυτά.
Και κάτι τελευταίο. Ότι πρόκειται για γραμματικό λάθος το υπό εξέταση, καταφαίνεται και από το σκεπτικό μου αναφορικά με τα έξοδα, που και αυτό παρατίθεται αυτούσιο σε άλλο σημείο (πιο πάνω).
Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ.
Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αίτηση επιτυγχάνει.
Εκδίδεται διάταγμα διόρθωσης της δεύτερης παραγράφου της τελικής απόφασης στην αγωγή, ημερομηνίας 26/8/2025, στη σελίδα 41 με διαγραφή της λέξης «ενάγοντας» στην πρώτη γραμμή και αντικατάστασή της με τη λέξη «εναγόμενος» κατά τρόπο ώστε η εν λόγω παράγραφος, να διαβάζεται ως ακολούθως:
«Συγκεφαλαιώνοντας, ενώ δεν έχει αποδειχθεί ότι ο εναγόμενος φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος, έχει αποδειχθεί ότι γενεσιουργός αιτία αυτού αποτέλεσε η αλόγιστη, απερίσκεπτη και επικίνδυνη οδική συμπεριφορά του ενάγοντα, δυστυχώς, με όλες τις συνεπακόλουθες τραγικές συνέπειες για τον ίδιο.»
Αναφορικά με τα έξοδα, αυτή τη φορά θεωρώ πως δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος που μου επιτρέπει να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Ιδιαίτερα, αν ληφθεί υπόψη και η ολωσδιόλου αδικαιολόγητη και πρόδηλα αβάσιμη ένσταση στην αίτηση. Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ του εναγόμενου και σε βάρος του ενάγοντα.
(Υπ.) ….….………………………
Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΚΚ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο