LI HIU KEUNG ν. OLEG TSVETKOV κ.α., Αγωγή αρ.3159/2017, 27/10/2025
print
Τίτλος:
LI HIU KEUNG ν. OLEG TSVETKOV κ.α., Αγωγή αρ.3159/2017, 27/10/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Α. Κάρνου Α.Ε.Δ.

Αγωγή αρ.3159/2017

Μεταξύ:

LI HIU KEUNG εκ Κίνας

Ενάγοντος

και

1.     OLEG TSVETKOV

2.     RUSLAN ZHOLIK

3.    ARKADIJ LERNER

4.   VISTABROKERS CIF LTD (HE 311445)

 

 

Ημερομηνία: 27 Οκτωβρίου 2025

Εμφανίσεις:

Για ενάγοντα: κα. Γ. Σεργίδου

Για εναγόμενο 1: καμία εμφάνιση

Για εναγόμενο 2: αυτοπροσώπως

Για εναγόμενο 3: αυτοπροσώπως

Για εναγόμενη 4: κα Μ. Κονναρή.

 

Απόφαση

Εισαγωγή:

Το ενδιαφέρον που ο ενάγων επέδειξε για επέκταση των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων στην Κυπριακή Δημοκρατία, οδήγησε στην υπογραφή μεταξύ του ιδίου και των εναγομένων 1 έως 3, προκαταρκτικής συμφωνίας με σκοπό την εξαγορά του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης 4. Συγκεκριμένα, στις 7 Ιουλίου 2016 ο ενάγων, πρόσωπο Κινεζικής καταγωγής, εξέφρασε γραπτώς πρόθεση και ετοιμότητα να αγοράσει το μετοχικό κεφάλαιο της εναγομένης 4, η οποία είναι κυπριακή επενδυτική εταιρεία με έδρα τη Λεμεσό, από τους τρεις μετόχους αυτής, δηλαδή τους εναγομένους 1 έως 3, έναντι τιμήματος ύψους Ευρώ 450.000. Ειδικότερα, κατά την εν λόγω ημερομηνία, υπεγράφη μεταξύ ενάγοντα και εναγομένων 1 έως 3, στην αγγλική γλώσσα, προκαταρκτική συμφωνία με σκοπό τη ρύθμιση των υποχρεώσεων που ανέλαβε η κάθε πλευρά σε σχέση με τα απαραίτητα διαβήματα που έπρεπε να γίνουν μέχρι την εκτέλεση συμφωνίας πώλησης του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης 4 και τη λήψη της απαραίτητης έγκριση του ενάγοντα ως νέου μετόχου αυτής, από την Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

Σύμφωνα με την εν λόγω προκαταρκτική συμφωνία, ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση όπως καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου εξαγοράς του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης 4, καλύπτει τα μηνιαία λειτουργικά της έξοδα ύψους μέχρι Ευρώ 30.000, ώστε να μπορεί η εναγομένη 4 να συνεχίσει απρόσκοπτα τη λειτουργία της σε κατάσταση ‘STP mode’.

Συμφωνήθηκε επίσης ότι πριν τη συνομολόγηση συμφωνίας για εξαγορά του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης 4, θα λάμβανε χώρα διαδικασία ελέγχου δέουσας επιμέλειας (due diligence) της εν λόγω εταιρείας, εκ μέρους του ενάγοντα και ότι σε κάθε περίπτωση ο τελευταίος διατηρούσε το δικαίωμα να μην προχωρήσει σε αγορά της εναγομένης 4, εάν δεν έμενε ικανοποιημένος από τον εν λόγω έλεγχο.

Εν τέλει, ο ενάγων δεν προχώρησε σε αγορά των μετοχών της εναγομένης 4 και προέβη σε τερματισμό της προκαταρκτικής συμφωνίας επικαλούμενος διάφορες παραβιάσεις αυτής από πλευράς των εναγομένων, ζητώντας ταυτόχρονα από αυτούς όπως του επιστρέψουν ποσό ύψους Ευρώ 125.000, το οποίο κατ’ ισχυρισμό κατέβαλε στην εναγόμενη 4 προς κάλυψη των μηνιαίων εξόδων της, κατά την περίοδο μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου 2016, στη βάση της προκαταρκτικής συμφωνίας. Το αίτημα αυτό του ενάγοντα, παρέμεινε ανικανοποίητο, με αποτέλεσμα την καταχώριση από πλευράς του της ως άνω Αγωγής.

Δικογραφημένες θέσεις:

Ως δικογραφείται στην Έκθεση Απαίτησης (εφεξής: «η Ε/Α») και ως προωθήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, ο ενάγων αξιώνει την έκδοση απόφασης:

Α. Αναγνωρίζουσας ότι «οι Εναγόμενοι ενήργησαν κατά παράβαση συμφωνίας και/ ή με δόλο και/ ή απάτη και/ ή με ψευδείς δηλώσεις και/ ή παρανόμως και/ ή κατά παράβαση το καθήκοντος επιμέλειας και/ ή με βάση τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού (unjust enrichment) με σκοπό την παράνομη αποκομιδή κερδών και/ ή καταχράστηκαν και/ ή ιδιοποιήθηκαν παρανόμως χρηματικό ποσό ύψους €125.000 και/ ή με σκοπό να καταστούν πλουσιότεροι από ότι ήσαν σε βάρος του Ενάγοντα, δυνάμει συμφωνίας και/ ή Preliminary Agreement Sale and Purchase of 100% of the share capital of the Company ημερομηνίας 07.07.2016».

Β. Για το χρηματικό ποσό των Ευρώ 125.000, ως ειδικές αποζημιώσεις και/ ή ως αναγνωρισμένη οφειλή και/ ή ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ ή ως ποσό που οφείλουν οι εναγόμενοι στον ενάγοντα, σύμφωνα με τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ ή με βάση τις αρχές του δικαίου της αποκατάστασης και/ ή της αρχής του quantum meruit και/ ή του κοινοδικαίου και/ ή της επιείκειας πλέον νόμιμο τόκο.

Γ. Για Γενικές Αποζημιώσεις συνεπεία παράβαση σύμβασης.

Σύμφωνα με την Ε/Α, τα συμβαλλόμενα στην προπαρασκευαστική συμφωνία μέρη είναι ο ενάγων, ως αγοραστής και οι εναγόμενοι 1, 2 και 3, οι οποίοι περιγράφονται στη συμφωνία ως πωλητές 1, 2 και 3 αντίστοιχα. Ειδικότερα ο εναγόμενος 1 φέρεται να είναι Ρώσος υπήκοος, κάτοικος Κύπρου και ιδιοκτήτης, τον ουσιώδη χρόνο, 263.089 μετοχών της εναγομένης 4 που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 31.93% του μετοχικού της κεφαλαίου και/ ή ένας εκ των διευθυντών της.

Ο εναγόμενος 2, περιγράφεται ως Λευκορώσος υπήκοος, κάτοικος και ιδιοκτήτης, κατά τον ουσιώδη χρόνο, 58.911 μετοχών που αντιστοιχούν σε 8.07% του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης 4 και ο εναγόμενος 3 περιγράφεται ως Λιθουανός υπήκοος, κάτοικος Κύπρου και κατά τον ουσιώδη χρόνο ιδιοκτήτης και/ ή δικαιούχος 468.000 μετοχών της εναγομένης 4 που αντιστοιχούσε σε 60% του μετοχικού της κεφαλαίου και/ ή ένας εκ των διευθυντών και/ ή εκτελεστικός διευθυντής και/ ή γραμματέας αυτής. Επίσης, σύμφωνα με την Ε/Α, ο εναγόμενος 3 εκπροσωπούσε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο την εναγόμενη 4 και/ ή κατά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των εναγομένων 1 - 3 με τον ενάγοντα για σκοπούς της προκαταρκτικής συμφωνίας και της σκοπούμενης πώλησης μετοχών.

Σε ότι αφορά την εναγομένη 4, αυτή περιγράφεται ως κυπριακή επενδυτική εταιρεία με εγγεγραμμένο γραφείο στη Λεμεσό και άδεια λειτουργίας υπό την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου. Αποτελεί επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 7 της Ε/Α, το αντικείμενο της σκοπούμενης συμφωνίας αγοράς μετοχών της από τον ενάγοντα, όπως προσδιορίζεται στην προπαρασκευαστική συμφωνία, καθώς και το νομικό πρόσωπο στους τραπεζικούς λογαριασμούς του οποίου εμβάστηκε και/ ή κατατέθηκε και/ ή το πρόσωπο που παράνομα κατακρατεί και/ ή ιδιοποιείται μέχρι και σήμερα το χρηματικό ποσό των Ευρώ 125.000, το οποίο κατέβαλε ο ενάγων, σύμφωνα με τους όρους της προπαρασκευαστικής συμφωνίας. Συγκεκριμένα, ως δικογραφείται στην Ε/Α, στη βάση της εν λόγω συμφωνίας ο ενάγων κατέβαλε στην εναγόμενη 4 συνολικό ποσό Ευρώ 125.000, με τέσσερα διαφορετικά εμβάσματα ύψους Ευρώ 30.000 και Ευρώ 35.000 για κάλυψη των μηνιαίων εξόδων της, κατά τους μήνες Ιούλιο μέχρι και Οκτώβριο 2016.

Επιπλέον, στην Ε/Α δικογραφείται ότι περί τον Ιούλιο 2016 ο ενάγων ανέθεσε σε ειδικούς και/ ή καταρτισμένους επαγγελματίες και/ ή την AMF GLOBAL LIMITED (εφεξής: «η AMF») να προχωρήσει σε έλεγχο δέουσας επιμέλειας και/ ή due diligence της εναγομένης 4. Ως εκ τούτου, κατά τον ίδιο χρόνο, υπάλληλοι της AMF επικοινώνησαν με τον εναγόμενο 3 και/ ή αξιωματούχο και/ ή ‘CEO’ και/ ή διευθυντή της εναγομένης 4, ενημερώνοντάς τον σχετικά και ζητώντας του τις απαραίτητες πληροφορίες και/ ή λίστα εγγράφων.

Κατά ή περί τον Αύγουστο 2016, λειτουργοί της AMF επικοινώνησαν με την εναγόμενη 4 και/ ή αξιωματούχους και/ ή υπαλλήλους και/ ή αντιπροσώπους αυτής και τους ενημέρωσαν για τα έγγραφα τα οποία ακόμα εκκρεμούσαν και με τα οποία όφειλαν τους εφοδιάσουν προκειμένου να προχωρήσουν με τον έλεγχο της εναγομένης 4.

Κατά ή περί τον Οκτώβριο 2016, ο ενάγων απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα προς τον εναγόμενο 3 και/ ή αξιωματούχους και/ ή υπαλλήλους και/ ή αντιπροσώπους της εναγομένης 4 και/ ή τονίζοντας ότι οι εναγόμενοι έπρεπε να επισπεύσουν τις ενέργειές τους στα πλαίσια του ελέγχου δέουσας επιμέλειας.

Περί τον Νοέμβριο 2016, η AMF μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος προς τον εναγόμενο 3 και/ ή αξιωματούχους και/ ή υπαλλήλους και/ ή αντιπροσώπους της εναγομένης 4, τόνιζε ότι μέχρι και τότε και κατά παράβαση της προπαρασκευαστικής συμφωνίας, αυτοί δεν είχαν παραδώσει στον ενάγοντα και/ή στην AMF τη λίστα εγγράφων που απαιτείτο για σκοπούς ελέγχου δέουσας επιμέλειας της εναγομένης 4. Περαιτέρω, τόνιζαν και τους γνωστοποιούσαν ότι όπως συμφωνήθηκε και σε κατ’ ιδίαν συνάντησή τους, έπρεπε να τους παραδοθούν τα σχετικά έγγραφα και/ ή λίστα εγγράφων μέχρι την 18 Νοεμβρίου 2016.

Κατά ή περί τον Νοέμβριο 2016, η AMF και/ ή αξιωματούχοι της απέστειλαν εκ νέου ηλεκτρονικό μήνυμα προς τον εναγόμενο 3 και/ ή αξιωματούχους και/ ή υπαλλήλους και/ ή αντιπροσώπους της εναγομένης 4, με το οποίο και πάλι τους ενημέρωναν ότι εκκρεμούν και δεν τους είχαν παραδοθεί ακόμη τα απαραίτητα έγγραφα. Την ίδια στιγμή, ο ενάγων έστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα προς τους αξιωματούχους και/ ή υπαλλήλους και/ ή αντιπροσώπους της εναγομένης 4, εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια του και ενημερώνοντάς τους ότι έπρεπε άμεσα να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και να του δώσουν τις πληροφορίες που ζητούσε.

Την ίδια περίοδο ο εναγόμενος 3 και/ ή αξιωματούχοι και/ ή υπαλλήλοι και/ ή αντιπρόσωποι της εναγόμενης 4, διαβεβαίωσαν, μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, τον ενάγοντα και/ ή την AMF, ότι οι εν λόγω εκκρεμότητες θα διευθετηθούν άμεσα και ότι δεν χρειάζεται να υπάρχει οποιαδήποτε ανησυχία εκ μέρους τους.

Ακολούθως, λειτουργοί της AMF, απέστειλαν νέο ηλεκτρονικό μήνυμα προς τους αξιωματούχους και/ ή υπαλλήλους και/ ή αντιπροσώπους της εναγομένης 4, με το οποίο και πάλι τους ενημέρωσαν ότι δεν τους είχαν παραδοθεί ακόμη τα απαραίτητα έγγραφα και πληροφορίες για σκοπούς ελέγχου της εναγομένης 4.

Οι πιο πάνω παραλείψεις, περιγράφονται στην παράγραφο 20 της Ε/Α, ως παράβαση ουσιώδους όρου της προπαρασκευαστικής συμφωνίας, καθότι οι εναγόμενοι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο δεν παρείχαν στον ενάγοντα και/ ή τους εκπροσώπους του, τις πληροφορίες και λίστα εγγράφων που απαιτούνταν για σκοπούς ελέγχου δέουσας επιμέλειας της εναγομένης 4. 

Πέραν των ανωτέρω, εντός Οκτωβρίου 2016, ο εναγόμενος 3 ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι η εναγόμενη 4 αντιμετώπιζε πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας, δηλαδή δεν είχε τα κεφάλαια που απαιτούνταν σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία για να λειτουργεί και να κατέχει σχετική άδεια ως επενδυτική εταιρεία. Ειδικότερα ο εναγόμενος 3 και/ ή εκτελεστικός διευθυντής της εναγόμενης 4, ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι το διαθέσιμο υπόλοιπο στο λογαριασμό κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης 4 ανέρχετο σε μόλις Ευρώ 14.000, ενώ θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον Ευρώ 125.000. Ταυτόχρονα ο εναγόμενος 3 ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι ήταν επιτακτική ανάγκη όπως ο τελευταίος εμβάσει άμεσα ποσό ύψους Ευρώ 195.000 σε λογαριασμό του εναγόμενου 3 και/ ή εκτελεστικού διευθυντή της εναγομένης 4, προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας της τελευταίας.

Ακολούθως, ο ενάγων αν και δυσαρεστημένος και θορυβημένος από την πιο πάνω εξέλιξη, ενημέρωσε τον εναγόμενο 3 ότι ήταν διατεθειμένος να καταβάλει το εν λόγω ποσό, νοουμένου ότι αυτό δεν θα γινόταν υπό τη μορφή δανείου προς τον εναγόμενο 3, αλλά θα καταβάλλονταν έναντι του τιμήματος αγοράς των μετοχών της εναγομένης 4. Ο εναγόμενος 3 δεν αποδέχθηκε την εν λόγω πρόταση.

Αποτελεί περαιτέρω θέση του ενάγοντα ότι κατά την μεταβατική περίοδο οι εναγόμενοι, κατά παράβαση της προπαρασκευαστικής συμφωνίας και/ ή αναληθώς και/ ή ψευδώς παρίσταναν και/ ή δολίως του απέκρυπταν το πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης 4.

Επιπλέον, κατά ή περί τον Νοέμβριο 2016, ο ενάγων πληροφορήθηκε ότι εκκρεμούσε εναντίον της εναγομένης 4 μια δικαστική υπόθεση με αριθμό 389/2016, στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, η οποία είχε εγερθεί από κάποιον πρώην υπάλληλο της εναγόμενης 4 ονόματι Roman Galiev (εφεξής: «ο RG»).

Αποτελεί θέση του ενάγοντα ότι οι εναγόμενοι ομού και/ ή κεχωρισμένως κατά πάντα ουσιώδη χρόνο και/ ή κατά τη διαπραγμάτευση και/ ή κατά την εκτέλεση της προπαρασκευαστικής συμφωνίας και/ ή κατά τη μεταβατική περίοδο, εν γνώσει τους και / ή με απάτη και/ ή δόλια και/ ή αναληθώς και/ ή με ψευδείς παραστάσεις και κατά παράβαση των όρων της προπαρασκευαστικής συμφωνίας του απέκρυψαν το γεγονός ότι εκκρεμούσε η πιο πάνω υπόθεση εναντίον της εναγομένης 4, στην οποία η απαίτηση ξεπερνούσε τις Ευρώ 100.000.

Με βάση τους ανωτέρω ισχυρισμούς παρατίθενται στην Ε/Α λεπτομέρειες «απάτης και/ ή ψευδών παραστάσεων και/ ή παράβασης καθήκοντος επιμέλειας και/ ή παρανομίας και/ ή παράβασης συμφωνίας και/ ή αδικαιολόγητου πλουτισμού των εναγομένων». Συγκεκριμένα, καταλογίζεται στους εναγόμενους ότι:

Α. Καθυστέρησαν επί σκοπώ και χωρίς αποχρώντα λόγο να παρέχουν στους αντιπροσώπους του ενάγοντα όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και/ ή τα έγγραφα που απαιτούνταν για σκοπούς ελέγχου δέουσας επιμέλειας της εναγομένης 4, εντός εύλογου χρονικό διαστήματος.

Β. Ενώ γνώριζαν ότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο εκκρεμούσε δικαστική υπόθεση και/ή χρηματική απαίτηση εναντίον της εναγομένης 4, εντούτοις με απάτη και/ ή με δόλιο τρόπο και/ ή με ψευδείς παραστάσεις και/ ή διαβεβαιώσεις απέκρυπταν ενεργώς το γεγονός αυτό από τον ενάγοντα, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομα όφελος και/ ή κατά παράβαση της προπαρασκευαστικής συμφωνίας.

Γ. Με απάτη και/ ή ψευδείς παραστάσεις και/ ή με δόλιο τρόπο, ενώ γνώριζαν, απέκρυπταν ενεργώς από τον ενάγοντα ότι η εναγομένη 4 στερούνταν κεφαλαιακής επάρκειας για σκοπούς συμμόρφωσης της με τη σχετική νομοθεσία.

Δ. Ιδιοποιήθηκαν και/ ή κατακρατούν παράνομα και/ ή με βάση τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού το ποσό των Ευρώ 125.000.

Κατά ή περί τον Νοέμβριο του 2016, ο ενάγων μέσω των δικηγόρων του, γνωστοποίησε στους εναγόμενους ότι τερμάτιζε την προπαρασκευαστική συμφωνία από την 15/11/16, λόγω παράβασης ουσιωδών όρων αυτής, καλώντας τους ταυτόχρονα να του επιστρέψουν άμεσα το ποσό των Ευρώ 125.000.

            Ακολούθως, οι εναγόμενοι και/ ή ο εκτελεστικός διευθυντής της εναγομένης 4, γνωστοποίησαν στον ενάγοντα ότι επρόκειτο να του αποπληρώσουν το πιο πάνω ποσό, αλλά θα χρειάζονταν χρόνο για να το πράξουν, προκειμένου να καταρτίσουν πλάνο αποπληρωμής.

Ένεκα της καθυστέρησης των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα το εν λόγω ποσό, παρά τη ρητή τους υπόσχεση και/ ή διαβεβαίωση και/ ή ανάληψη υποχρέωσης, ο ενάγων, μέσω των δικηγόρων του, απέστειλε στους εναγόμενους 1 - 3 και/ ή αξιωματούχους και/ ή υπαλλήλους της εναγομένης 4, ηλεκτρονικά μηνύματα με τα οποία ζήτησε όπως του δώσουν σχετικό πλάνο αποπληρωμής και/ ή επιστροφής του ως άνω οφειλόμενου ποσού.

Μέχρι και τον Ιούνιο του 2017, οι εναγόμενοι 1-3 και/ ή οι αξιωματούχοι και/ ή υπάλληλοι και/ ή μέτοχοι της εναγομένης 4, διαβεβαίωναν τον ενάγοντα και τους δικηγόρους του ότι θα προέβαιναν στην αποπληρωμή του πιο πάνω ποσού μέχρι το τέλος του 2017.

Όμως, παρά τις συνεχείς οχλήσεις, οι εναγόμενοι ουδέν ποσό κατέβαλαν στον ενάγοντα.

Δικογραφημένες θέσεις εναγομένων 1 έως 3

            Έκαστος εκ των εναγομένων 1 έως 3 επέλεξε να εκπροσωπήσει αυτοπροσώπως τον εαυτό του. Στις 7/1/2019 καταχωρίστηκε στο φάκελο του Δικαστηρίου έγγραφο με τίτλο «Υπεράσπιση εναγομένων 1 και 3», το οποίο φέρει τις υπογραφές τους. Σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο, οι εναγόμενοι 1 και 3 δηλώνουν πρώην μέτοχοι της εναγόμενης 4, την οποία οι ίδιοι ίδρυσαν τον Σεπτέμβριο του 2012 και χρηματοδότησαν με δικά τους κεφάλαια μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού του 2016. Συνολικά ως αναφέρουν οι εναγόμενοι 1 και 3, επένδυσαν στην εναγομένη 4 ποσό ύψους Ευρώ 2,300.000, όμως κάποια στιγμή εξαντλήθηκαν οι οικονομικές τους δυνατότητες και μετά από ανεπιτυχείς προσπάθειες δανεισμού, αποφάσισαν να πωλήσουν την εναγόμενη 4, για να καλύψουν τουλάχιστον εν μέρει τις ζημιές τους. Ως εκ τούτου ήρθαν σε επαφή με τον ενάγοντα, ο οποίος ενδιαφέρθηκε να αγοράσει την εναγομένη 4 και ακολούθως, υπέγραψαν προκαταρκτική συμφωνία στην οποία περιλήφθηκαν όροι για χρηματοδότηση της εναγομένης 4 για το χρονικό διάστημα που απαιτούνταν μέχρι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να εγκρίνει τον ενάγοντα ως τον νέο μοναδικό μέτοχο της εναγομένης 4. Καθορίστηκε επίσης η τιμή αγοράς της εναγομένης 4 από τον ενάγοντα, στη βάση νέας συμφωνίας αγοραπωλησίας μετοχών, η οποία όμως δεν υπογράφτηκε ποτέ. Παρά το ότι αφιερώθηκε πολύς χρόνος και προσπάθεια από πλευράς των εναγομένων, ως ισχυρίζονται, ο ενάγων αποφάσισε να τερματίσει την προκαταρκτική συμφωνία και να απαιτήσει κονδύλια που δαπανήθηκαν από την εναγομένη 4, σύμφωνα με την προκαταρκτική συμφωνία.

Αποτελεί θέση των εναγομένων 1 και 3 ότι ο εν λόγω τερματισμός έγινε από τον ενάγοντα «εθελοντικά» και δεν υπάρχουν νομικοί λόγοι για να απαιτηθούν τα χρήματα που έδωσε στην εναγομένη 4, από τους εναγόμενους 1 και 3. Οι ίδιοι ουδέποτε δανείστηκαν κεφάλαια από τον ενάγοντα και όλες τους οι υποχρεώσεις εκπληρώθηκαν πλήρως.

            Από πλευράς του ο εναγόμενος 2 καταχώρισε στις 17/1/19 έγγραφο, χωρίς τίτλο, το οποίο θεωρήθηκε από το Δικαστήριο (υπό διαφορετική σύνθεση) ως Έκθεση Υπεράσπισης, δια της οποίας επαναλήφθηκαν κατ’ ουσία οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί των εναγομένων 1 και 3.

Έκθεση Υπεράσπιση Εναγόμενης 4

            Στην Έκθεση Υπεράσπισης της εναγομένης 4, η οποία έτυχε εκπροσώπησης από δικηγόρο, απορρίπτονται οι θέσεις του ενάγοντα και προβάλλονται οι εξής ισχυρισμοί:

Το εγγεγραμμένο γραφείο της εναγομένης 4 βρίσκεται στη Λάρνακα και όχι στη Λεμεσό. Οι εναγόμενοι 1 έως 3 είναι πρώην αξιωματούχοι και μέτοχοι της εναγομένης 4. Από την 16/12/2018 έχουν γίνει αλλαγές στους διευθυντές και μετόχους της εναγομένης 4, οι οποίοι είναι ‘bona fide purchasers with value’.

Οι εναγόμενοι 1 έως 3 ουδέποτε ενημέρωσαν και/ ή εσκεμμένα απέκρυψαν από τους νέους διευθυντές και μετόχους της εναγομένης 4 την κατ’ ισχυρισμό προπαρασκευαστική συμφωνία και/ ή εμβάσματα και/ ή άλλως. Πέραν τούτου η εναγόμενη 4 δεν δεσμεύεται από την επίδικη συμφωνία, καθότι εκτός από το γεγονός ότι δεν την υπέγραψε, δεν λήφθηκε οποιαδήποτε απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου και/ ή άλλως για την υπογραφή της κατ’ ισχυρισμό συμφωνίας από την εναγομένη 4.

Άνευ βλάβης της πιο πάνω θέσης, ο ενάγων ουδέποτε κατέθεσε οποιοδήποτε ποσό στην εναγόμενη 4 και εάν κατέθεσε, αυτό έγινε στα πλαίσια έγκρισής του από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για να μπορέσει να προχωρήσει στην αγορά των μετοχών της εναγομένης 4.

Περαιτέρω αποτελεί θέση της Εναγόμενης 4 ότι εάν έχει υπογραφτεί η συμφωνία που περιγράφεται στην Ε/Α, τότε στη βάση αυτής ο ενάγων αποδέχθηκε εκούσια, αυτόβουλα, ελεύθερα και ανεπιφύλακτα να πληρώνει τα μηνιαία έξοδα της εναγομένης 4 κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, ούτως ώστε η εναγόμενη 4 να μην χάσει την άδειά της.

Μάλιστα από το περιεχόμενο της Ε/Α δεν προκύπτει να υπάρχει στην εν λόγω συμφωνία οποιοσδήποτε όρος ότι τα ποσά που δόθηκαν για μηνιαία έξοδα έπρεπε να επιστραφούν στον ενάγοντα, σε περίπτωση που αυτός δεν προχωρούσε εν τέλει στην αγορά των μετοχών. Αντιθέτως, σύμφωνα με την παράγραφο 9(θ) της Ε/Α, ο ενάγων είχε δικαίωμα να μην προχωρήσει στην υπογραφή συμφωνίας πώλησης, αλλά δεν αναφέρεται πουθενά ότι υπήρχε συμβατικός όρος ότι έπρεπε να του επιστραφούν τα ποσά αυτά τα οποία εάν και εφόσον δόθηκαν, δόθηκαν ανεπιφύλακτα και ως δωρεά για να διατηρήσει την άδειά της η εναγόμενη 4.

Απάντηση στις Υπερασπίσεις των Εναγομένων:

Με τρία δικόγραφα Απάντησης στην Υπεράσπιση των εναγομένων 1 και 3, του εναγόμενου 2 και της εναγομένης 4 αντίστοιχα, ο ενάγων υιοθετεί και επαναλαμβάνει τις θέσεις του, απορρίπτοντας τις αντίθετες θέσεις αυτών.

Ειδικότερα σε ότι αφορά την εναγομένη 4, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι οι νέοι διευθυντές και/ ή μέτοχοι αυτής εάν και εφόσον είχαν ενεργήσει με δέουσα επιμέλεια και ως λογικά συνετοί αγοραστές, θα γνώριζαν και/ ή όφειλαν να γνωρίζουν για την προπαρασκευαστική συμφωνία και/ ή εμβάσματα και/ ή οικονομικές καταστάσεις και/ ή εκκρεμείς οικονομικές υποχρεώσεις και ευθύνες της εναγομένης 4 και δεν μπορούν να λογίζονται ως καλόπιστοι αγοραστές.

Αποτελεί θέση του ενάγοντα ότι δικαιούται σε θεραπεία και/ ή αποζημιώσεις και/ ή σε επιστροφή χρημάτων από την εναγόμενη 4, σύμφωνα με τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ ή των αρχών της αποκατάστασης.

Μαρτυρία:

            Από πλευράς ενάγοντα κατέθεσαν δυο μάρτυρες. Ως πρώτος μάρτυρας κατέθεσε ο ίδιος ο ενάγων και ως δεύτερη μάρτυρας (ΜΕ2) κατέθεσε η κα Θεοδώρα Μιλτιάδου.

            Κατά τη μαρτυρία του ο ενάγων υιοθέτησε γραπτή του δήλωση στην αγγλική γλώσσα, η οποία κατατέθηκε μαζί με πιστή μετάφραση αυτής στην ελληνική γλώσσα, ως Έγγραφα Α(i) και (ii) αντίστοιχα. Επιπλέον, ο ενάγων κατέθεσε τα εξής τεκμήρια:

Τεκμήριο 1: Αντίγραφο σελίδων του διαβατηρίου του.

Τεκμήριο 2: Εκτυπώσεις από την ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών ημερομηνίας 2/4/18, σχετικά με την εναγομένη 4.

Τεκμήριο 3: Ηλεκτρονική αλληλογραφία του ενάγοντα με τον εναγόμενο 3, ημερομηνίας 2 και 3 Νοεμβρίου 2016.

Τεκμήριο 4: Εκτυπώσεις από την ιστοσελίδα της Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου σε σχέση με την αδειοδότηση της εναγομένης 4.

Τεκμήριο 5: Προπαρασκευαστική συμφωνία ημερομηνίας 7/7/16.

Τεκμήριο 6: Απόδειξη ‘Voucher’ του ομίλου εταιρειών ‘ABS Group Limited’ στην αγγλική και κινεζική γλώσσα, ημερομηνίας 30/8/16, αναφορικά με πληρωμή ποσού Ευρώ 30.000 με περιγραφή ως ‘Cyprus operation fee’, που κατ’ ισχυρισμό έγινε προς την εναγομένη 4 στις 25/7/16.

Τεκμήριο 7: Απόδειξη ‘Voucher’ του ομίλου εταιρειών ‘ABS Group Limited’ στην αγγλική και κινεζική γλώσσα ημερομηνίας 30/8/16, αναφορικά με πληρωμή ποσού Ευρώ 30.000 με περιγραφή ως ‘Cyprus operation fee’ που κατ’ ισχυρισμό έγινε προς την εναγομένη 4 στις 18/8/16.

Τεκμήριο 8: Έγγραφο της τράπεζας HSBC στην αγγλική γλώσσα με τίτλο “Make PaymentsAcknowledgement”, αναφορικά με πληρωμή ποσού Ευρώ 30, μαζί με σχετικά ηλεκτρονικά μηνύματα από την Angela Rudene εκ μέρους της εναγομένης 4, προς τον ενάγοντα και ακόμη ένα πρόσωπο, ημερομηνίας 12/9/2016 και ηλεκτρονικά μηνύματα του ενάγοντα προς κάποιους “Accounting HK”, ημερομηνίας 20/9/16, δια των οποίων έδωσε εντολή να αποσταλούν Ευρώ 30.000 στην εναγομένη 4, ως ‘operational fee’.

Τεκμήριο 9(i) και (ii): Απόδειξη ‘Voucher’ του ομίλου εταιρειών ‘ABS Group Limited’ στην αγγλική και κινεζική γλώσσα, ημερομηνίας 23/9/16 και έγγραφο της τράπεζας HSBC με τίτλο ‘Payment Tracker’ αναφορικά με πληρωμή ύψους Ευρώ 29,970 και περιγραφή ως ‘Cyprus operation fee’ που κατ’ ισχυρισμό έγινε προς την εναγομένη 4 στις 21/9/16.

Τεκμήριο 10(i) και (ii): Απόδειξη ‘Voucher’ της ‘ABS Group Limited’ στην αγγλική και κινεζική γλώσσα, ημερομηνίας 23/9/16 και έγγραφο της τράπεζας HSBC με τίτλο ‘Payment Tracker’ αναφορικά με πληρωμή ύψους Ευρώ 35.000 και περιγραφή ως ‘Cyprus operation fee’ που κατ’ ισχυρισμό έγινε προς την εναγομένη 4 στις 18/10/16.

Τεκμήριο 11: Επιστολή της εταιρείας AMF GLOBAL LTD προς τον ενάγοντα στην αγγλική γλώσσα, ημερομηνίας 6/7/16, και τίτλο ‘engagement letter’.

Τεκμήριο 12: Ηλεκτρονικό μήνυμα λειτουργού της AMF προς τον εναγόμενο 3, ημερομηνίας 14/7/16, με θέμα “Due Diligence on Vistabrokers Ltd”.

Τεκμήριο 13: Ηλεκτρονικό μήνυμα διευθυντή της εναγομένης 4, Σάββα Μενοίκου, ημερομηνίας 10/8/16, με θέμα “Due Diligence process – Pending documentation after the visit”.

Τεκμήριο 14:  Ηλεκτρονικό μήνυμα του ενάγοντα προς Angela Rudene, υπαλλήλου της εναγομένης 4, ημερομηνίας 3/10/16.

Τεκμήριο 15: Ηλεκτρονικό μήνυμα λειτουργού της AMF προς τους Angela Rudene και Σάββα Μενοίκου, ημερομηνίας 10/11/16, με θέμα “Legal and Compliance due diligence of VISTABROKERS CIF LTD”.

Τεκμήριο 16: Ηλεκτρονικό μήνυμα Αντρέα Θεοδοσίου, διευθυντή της AMF προς Angela Rudene και Σάββα Μενοίκου, λειτουργούς της εναγομένης 4, με κοινοποίηση, μεταξύ άλλων, στον εναγόμενο 3 και στον ενάγοντα, ημερομηνίας 11/11/16, με το ίδιο θέμα ως το Τεκμήριο 15.

Τεκμήριο 17:  Ηλεκτρονικό μήνυμα του ενάγοντα προς τον Σάββα Μενοίκου και Αντρέα Θεοδοσίου, ημερομηνίας 11/11/16, με το ίδιο θέμα.

Τεκμήριο 18: Ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ εναγόμενου 3 και κάποιου προσώπου ονόματι Ryan Tsui, με κοινοποίηση μεταξύ άλλων στον ενάγοντα με το ίδιο θέμα, ημερομηνίας 12/11/16.

Τεκμήριο 19: Ηλεκτρονικό μήνυμα Αντρέα Θεοδοσίου εκ μέρους της AMF προς Ryan Tsui και Σάββα Μενοίκου και κοινοποίηση, μεταξύ άλλων, στον εναγόμενο 3 και στον ενάγοντα, με το ίδιο θέμα ημερομηνίας 14/11/16.

Τεκμήριο 20: Ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ ενάγοντα, εναγόμενου 3  και Angela Rudene, με ημερομηνίες 19/10/2016 - 20/10/16, με θέμα: “Vistabrokers: Capital Adequacy optimization

Τεκμήριο 21: Ηλεκτρονικό μήνυμα ενάγοντα, ημερομηνίας 1/11/16, προς εναγόμενο 3 και Angela Rudene, με το πιο πάνω θέμα.

Τεκμήριο 22: Ηλεκτρονικό μήνυμα από Angela Rudene προς λειτουργό της AMF, Νικόλα Φασουλιώτη και ηλεκτρονικό μήνυμα του ενάγοντα προς τον εν λόγω λειτουργό αναφορικά με τη διαδικασία ‘Due Diligence’ ημερομηνίας 9/11/16.

Τεκμήριο 23: Ηλεκτρονικό μήνυμα από Θεοδώρα Μιλτιάδου (ME2) ημερομηνίας 18/11/16 προς εναγόμενο 3 και ενάγοντα, με κοινοποίηση, μεταξύ άλλων, στους εναγόμενους 1 και 2 και λειτουργούς της εναγομένης 4 με θέμα: «Notice of Termination due to breach of the Preliminary Agreement dated 7/7/16», μεταξύ εναγομένων 1, 2 και 3 και του ενάγοντα.

Τεκμήριο 24: Ηλεκτρονικό μήνυμα εναγόμενου 3 με το πιο πάνω θέμα, ημερομηνίας 23/11/16, προς Θεοδώρα Μιλτιάδου και τον ενάγοντα, με κοινοποίηση στον εναγόμενο 1, στην Angela Rudene και Σάββα Μενοίκου.

Τεκμήριο 25: Ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ Θεοδώρας Μιλτιάδου και εναγόμενου 3, σε σχέση με το πιο πάνω θέμα, με ημερομηνίες μεταξύ 25 Νοεμβρίου 2016 και 6 Ιουνίου 2017 συμπεριλαμβανομένων.

Τεκμήριο 26: Εκτυπώσεις από το μητρώο του Εφόρου Εταιρειών ημερομηνίας 8/5/24, σχετικά με τη μετονομασία της εναγομένης 4 και τους νέους αξιωματούχους και μέτοχο αυτής.

Τεκμήριο 27: Αλληλογραφία με θέμα: «Notice of Termination due to breach of the Preliminary Agreement dated 7/7/16».

Τεκμήριο 28: Αντίγραφο κατάστασης λογαριασμού της εναγομένης 4 στην Hellenic Bank,  για την περίοδο μεταξύ 1/7/16 και 1/11/16.

Τεκμήριο 29: Αντίγραφο Υπόθεσης αρ.389/16 στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

Κατά την ένορκη μαρτυρία του ο ενάγων υιοθέτησε τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του και αναφέρθηκε εκτενώς στους όρους της προπαρασκευαστικής συμφωνίας – Τεκμήριο 5.

Σε ότι αφορά το ποσό που αξιώνει ύψους Ευρώ 125.000, ο ενάγων ανέφερε ότι αυτό κατατέθηκε από τον ίδιο, μέσω της εταιρείας ABS Group Limited, σε λογαριασμό της εναγομένης 4 ως φαίνεται στα Τεκμήρια 6 έως 10 ανωτέρω και δόθηκε στη βάση της συμφωνίας – Τεκμήριο 5, με σκοπό να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα της εναγομένης 4 και να καταστεί δυνατή η αγορά των μετοχών της.

Οι εναγόμενοι 1 έως 3, ως μέτοχοι και ως αξιωματούχοι της εναγομένης 4, ενεργούσαν, σύμφωνα με τον ενάγοντα, εκ μέρους της εν λόγω εταιρείας και είχαν αναλάβει τη συμβατική υποχρέωση να εφοδιάσουν τον ενάγοντα με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να γίνει ο αναγκαίος έλεγχος επιμέλειας.

            Τον Ιούλιο 2016, ο ενάγων ανέθεσε στην AMF να προβεί σε έλεγχο δέουσας επιμέλειας της εναγομένης 4 (βλ. Τεκμήριο 11) και ακολούθως αρμόδιοι λειτουργοί της AMF επικοινώνησαν με τον εναγόμενο 3, ο οποίος ήταν εκτελεστικός διευθυντής της εναγομένης 4 και ζήτησαν από αυτούς τις απαραίτητες πληροφορίες και έγγραφα (βλ. Τεκμήριο 12). Ακολούθως, κατά την περίοδο μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου 2016, έλαβαν χώρα συναντήσεις και ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ του ενάγοντα, λειτουργών της AMF, εναγόμενου 3 και λειτουργών της εναγομένης 4, σχετικά με τα έγγραφα που οι εναγόμενοι όφειλαν να αποστείλουν στην πλευρά του ενάγοντα για σκοπούς ‘Due Diligence’ (βλ. Τεκμήρια 13 – 19).

            Από την εν λόγω αλληλογραφία προκύπτει, σύμφωνα με τον ενάγοντα, αδικαιολόγητη ολιγωρία από πλευράς των εναγομένων, οι οποίοι παρέλειπαν να εφοδιάσουν τους αντιπροσώπους του με όλα τα απαραίτητα έγγραφα, ως όφειλαν, βάσει της συμφωνίας – Τεκμήριο 5. Επίσης ο ενάγων υποστηρίζει ότι οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 δεν συνεργάζονταν με τους αντιπροσώπους του και δεν ανταποκρίνονταν στις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει, ενώ ο ίδιος πλήρωνε κανονικά, κάθε μήνα, το ποσό που του ζητούσε ο εναγόμενος 3 για κάλυψη των εξόδων της εναγομένης 4. Η παράλειψη των εναγομένων να τον εφοδιάσουν με τις αναγκαίες πληροφορίες και έγγραφα που απαιτούνταν για σκοπούς ελέγχου δέουσας επιμέλειας, συνιστούσε, κατά τον ενάγοντα, παράβαση ουσιώδους όρου της μεταξύ τους συμφωνίας.

            Επιπλέον, ο ενάγων υποστήριξε ότι οι εναγόμενο 1, 2 και 3 κατά παράβαση της συμφωνίας – Τεκμήριο 5, παρέλειψαν να του αποκαλύψουν ότι η εναγομένη 4 αντιμετώπιζε πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας. Το πρόβλημα αυτό αποκαλύφθηκε στον ενάγοντα περί τον Οκτώβριο 2016 από τον εναγόμενο 3 και την Angela Rudene (βλ. Τεκμήριο 20). Ως του αναφέρθηκε, η εναγομένη 4 δεν είχε τα απαραίτητα κεφάλαια για να λειτουργεί και να κατέχει άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ώστε να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, το διαθέσιμο υπόλοιπο στο λογαριασμό κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης 4 ανέρχετο σε μόλις Ευρώ 14.000, ενώ σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία έπρεπε να είναι τουλάχιστον Ευρώ 125.000. Ως εκ τούτου ο εναγόμενος 3 και η Angela Rudene ενημέρωσαν τον ενάγοντα ότι έπρεπε να καταβάλει άμεσα ποσό ύψους Ευρώ 195.000 σε προσωπικό λογαριασμό του εναγόμενου 3, προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα.

            Αν και ο ενάγων θορυβήθηκε και δυσαρεστήθηκε από το πιο πάνω γεγονός, εντούτοις περί τον Νοέμβριο 2016 ενημέρωσε τον εναγόμενο 3 ότι ήταν διατεθειμένος να καταβάλει το απαιτούμενο ποσό νοουμένου ότι αυτό θα θεωρούνταν ως προκαταβολή για σκοπούς αγοράς του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης 4 και όχι ως δανειακή διευκόλυνση (βλ. Τεκμήριο 21).

            Πέραν των ανωτέρω, ο ενάγων περί τον Νοέμβριο 2016 ανακάλυψε ότι εναντίον της εναγομένης 4 εκκρεμούσε υπόθεση με αρ.389/2016 ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στην οποία πρώην υπάλληλος αυτής, ονόματι RG, αξίωνε αποζημιώσεις πέραν των Ευρώ 100.000 (βλ. Τεκμήριο 22). Η εν λόγω υπόθεση καταχωρίστηκε στις 7/4/16, δηλαδή πριν την υπογραφή της συμφωνίας – Τεκμήριο 5, πλην όμως οι εναγόμενοι την απέκρυψαν από τον ενάγοντα. Επομένως, η μη αποκάλυψη της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση με την έντονη απροθυμία των εναγομένων 1, 2 και 3 ως αξιωματούχων της εναγομένης 4, να συνεργαστούν με τους αντιπροσώπους του ενάγοντα, ώστε τους εφοδιάσουν με τις αναγκαίες πληροφορίες για σκοπούς ελέγχου και διαμόρφωσης εικόνας για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η εναγομένη 4, ταυτόχρονα με τις συνεχείς εκκλήσεις τους προς τον ενάγοντα να καταβάλλει χρήματα προς όφελος της εναγομένης 4, την ώρα που αυτοί δεν συμμορφώνονταν με τις υποχρεώσεις τους, συνιστούσε, σύμφωνα με τον ενάγοντα, σοβαρή παραβίαση της συμφωνίας – Τεκμήριο 5 και καθιστούσε τον τερματισμό της αναγκαίο. Ως υποστήριξε, ο τερματισμός της εν λόγω συμφωνίας ήταν η μοναδική ενδεδειγμένη κίνηση ώστε να μειώσει τη ζημιά που είχε ήδη υποστεί.

Στη βάση των ανωτέρω, ο ενάγων θεωρεί ότι οι εναγόμενοι ενήργησαν με πρόθεση να τον εξαπατήσουν. Καθυστερούσαν σκοπίμως να προσκομίσουν στους αντιπροσώπους του τα αναγκαία έγγραφα και σκοπίμως του απέκρυψαν τόσο την δικαστική υπόθεση αρ.389/16, όσο και το πρόβλημα κεφαλαιακής ανεπάρκειας που αντιμετώπιζε η εναγομένη 4, ώστε να εξασφαλίσουν τη συμφωνία του να συνεχίσει να τη χρηματοδοτεί, διασφαλίζοντας έτσι τη βιωσιμότητα της.

Επιπλέον, σύμφωνα με τον ενάγοντα, μετά τον τερματισμό της συμφωνίας – Τεκμήριο 5, οι εναγόμενοι αναγνώρισαν την οφειλή τους, παραδέχθηκαν τις παραλείψεις τους και συμφώνησαν να του επιστρέψουν σταδιακά ποσό Ευρώ 125.000 μέχρι το τέλος του 2017, κάτι το οποίο παρέλειψαν να πράξουν.

Σε ότι αφορά την εναγομένη 4 ο ενάγων εξέφρασε την άποψη ότι αυτή επωφελήθηκε από το εν λόγω ποσό και πλούτισε αδικαιολόγητα εις βάρος του, εφόσον ο ίδιος δεν έλαβε οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Σε ότι αφορά τους εναγόμενους 1 έως 3, αυτοί επωφελήθηκαν επίσης, καθότι κατάφεραν να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα της εναγομένης 4 και να πωλήσουν σε τρίτο πρόσωπο τις μετοχές τους έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Εξ όσων ο ενάγων γνωρίζει, η εναγόμενη 4 συνεχίζει να δραστηριοποιείται σήμερα ως κυπριακή επενδυτική εταιρεία με εγγεγραμμένο γραφείο στη Λευκωσία και τον ίδιο αριθμό άδειας.

Το ποσό των Ευρώ 125.000 πληρώθηκε προς όφελος της εναγομένης 4 και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε δώρο προς αυτήν, αλλά ποσό που πληρώθηκε με σκοπό να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα της, ώστε να προχωρούσε έπειτα ο ενάγων με την αγορά του μετοχικού της κεφαλαίου.

Εάν ο ενάγων γνώριζε εξ αρχής τις οικονομικές υποχρεώσεις της εναγομένης 4 έναντι τρίτου προσώπου, γεγονός το οποίο του απέκρυψαν οι εναγόμενοι, δεν θα προχωρούσε στη σύναψη της επίδικης συμφωνίας, ούτε και σε χρηματοδότηση μιας εταιρείας μη βιώσιμης οικονομικά.

Κατά την αντεξέταση, του υποβλήθηκε από τον εναγόμενο 2 ότι αυτός μεταβίβασε τις μετοχές του σε τρίτο πρόσωπο δωρεάν και ότι ουδόλως επωφελήθηκε από τα χρήματα του ενάγοντα. Ο ενάγων απάντησε ότι είναι τα δικά του χρήματα που κράτησαν την εναγομένη 4 ζωντανή και επομένως οι μέτοχοι αυτής σίγουρα επωφελήθηκαν εις βάρος του.

Κατά την αντεξέτασή του από τον εναγόμενο 3, ο ενάγων αποδέχθηκε ότι δεν έδωσε οποιαδήποτε χρήματα προσωπικά στον εναγόμενο 3 ή στους άλλους μετόχους της εναγομένης 4. Σε υποβολή ότι ο ίδιος γνώριζε εξ αρχής ότι η εναγομένη 4 είχε πρόβλημα ρευστότητας και ότι είναι για αυτό τον λόγο που οι μέτοχοι ήθελαν να την πουλήσουν, ο ενάγων απάντησε ότι ίσως οι μέτοχοι ήθελαν να πουλήσουν την εναγομένη 4 επειδή είχε κάποιο πρόβλημα, αλλά αυτό δεν τον αφορά.

Του υποβλήθηκε επίσης από τον εναγόμενο 3 ότι το ποσό των Ευρώ 125.000 πληρώθηκε σε λογαριασμό της εναγομένης 4 από κάποιο νομικό πρόσωπο που δεν θα ήταν ο νέος της μέτοχος και ότι επειδή η προέλευση αυτών των χρημάτων θα ετύγχανε ελέγχου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ο ίδιος ανησύχησε και γι’ αυτό αποφάσισε να μην προχωρήσει με την αγορά των μετοχών. Ο ενάγων απάντησε ότι αυτό είναι καθαρή εικασία.

Σε ερώτηση γιατί υπέγραψε την προκαταρκτική συμφωνία προτού προβεί σε έλεγχο δέουσας επιμέλειας, ο ενάγων απάντησε ότι ο σκοπός της εν λόγω συμφωνίας, ήταν να εξασφαλίσει το αποκλειστικό δικαίωμα να αγοράσει την εναγομένη 4.

Κατά την αντεξέτασή του από τη συνήγορο της εναγομένης 4, υποβλήθηκε στον ενάγοντα ότι ο ίδιος προσωπικά δεν έδωσε οποιαδήποτε χρήματα στην εναγόμενη 4.Ο ενάγων απάντησε ότι όντως τα χρήματα που κατατέθηκαν προς κάλυψη των λειτουργικών εξόδων της εν λόγω εταιρείας δεν προήλθαν από προσωπικό του λογαριασμό, αλλά από τον ‘Όμιλο ABS’ ως φαίνεται στα σχετικά τεκμήρια που κατέθεσε. Του υποβλήθηκε τότε ότι εμποδίζεται από το να ζητά οποιοδήποτε ποσό από την εναγόμενη 4 το οποίο δεν έχει καταβάλει ο ίδιος προσωπικά. Ο ενάγων συμφώνησε ότι τα χρήματα αυτά ανήκουν στην ABS, αλλά υποστήριξε ότι αυτή ήταν και είναι μια από τις εταιρείες που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του. Ακολούθως, ο ενάγων ανέφερε ότι η εταιρεία ABS Group μετονομάστηκε σε ATFX, αλλά δεν είναι η ίδια εταιρεία. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου ποια  η σχέση των δυο αυτών εταιρειών, ο ενάγων απάντησε ως εξής: «Χρησιμοποιούσαμε τον Όμιλο ABS για να λειτουργούμε ως εταιρεία και όταν διεξαγάγαμε την όποια εξαγορά, κάποια απόκτηση στο εξωτερικό, χρειαζόμασταν μια πιο σωστή δομή εταιρείας, άρα χρειαζόμασταν αναδιάρθρωση της εταιρείας επομένως μετονομάσαμε την εταιρεία από ABS σε ATFX. Νομικά ομιλούντες η  ATFX δεν είναι η ίδια με την ABS

Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης ανέφερε ότι τα χρήματα που η ABS κατέβαλε στην εναγομένη 4 προς κάλυψη των λειτουργικών της εξόδων, δόθηκαν δυνάμει της συμφωνίας – Τεκμήριο 5 και ως αντάλλαγμα, οι εναγόμενοι όφειλαν να εκπληρώσουν τις δικές τους υποχρεώσεις, συγκεκριμένα να τηρήσουν διαφάνεια και να συνεργαστούν πλήρως για σκοπούς ελέγχου δέουσας επιμέλειας.

Υποβλήθηκε επίσης στον ενάγοντα ότι βάσει της συμφωνίας - Τεκμήριο 5 δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση που δεν προχωρούσε με αγορά των μετοχών της εναγομένης 4, θα του επιστρέφετο το όποιο ποσό είχε καταβάλει προς κάλυψη των λειτουργικών της εξόδων. Ο ενάγων διαφώνησε με την υποβολή και ανέφερε ότι εφόσον οι αντισυμβαλλόμενοί του δεν εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους, όφειλαν να του επιστρέψουν τα χρήματα που κατέβαλε. Άλλωστε αυτό προκύπτει και από την ηλεκτρονική αλληλογραφία των αντιπροσώπων του, με τον γενικό διευθυντή της εναγομένης 4, εναγόμενο 3.

Του υποβλήθηκε περαιτέρω ότι τα ηλεκτρονικά μηνύματα τα οποία κατέθεσε, δεν αποτελούν ολοκληρωμένη αλληλογραφία των μερών και δίδουν λανθασμένη εικόνα ως προς το τί ακριβώς διημείφθη. Ο εναγόμενος απέρριψε την υποβολή και απάντησε ότι κατέθεσε κάποια ηλεκτρονικά μηνύματα για να υποστηρίξει συγκεκριμένους ισχυρισμούς του.

Σε ερώτηση κατά πόσον θεωρεί ότι ο εναγόμενος 3, ως ‘CEO’ της εναγομένης 4 κατά τον ουσιώδη χρόνο, μπορούσε να τη δεσμεύσει, ο ενάγων ανέφερε ότι ο εναγόμενος 3 ως διευθύνων σύμβουλος και ως μεγαλομέτοχος της εναγομένης 4, τον έκανε να πιστέψει ότι ήταν το πρόσωπο που μπορούσε να μιλήσει μαζί του εκ μέρους της εταιρείας και του έδωσε την εντύπωση ότι εκπροσωπούσε την εταιρεία.

Τέλος, του υποβλήθηκε ότι αποφάσισε ότι δεν ήθελε να προβεί σε αγορά των μετοχών της εναγομένης 4 γιατί είχε βρει άλλη εταιρεία για να αγοράσει και ότι καταχώρισε την ως άνω Αγωγή εναντίον της εναγομένης 4, επειδή έμαθε ότι άλλαξαν οι ιδιοκτήτες. Ο ενάγων αρνήθηκε τις υποβολές και ανέφερε ότι μόλις εντόπισε και ανακάλυψε την ανέντιμη συμπεριφορά των εναγομένων, έχασε την εμπιστοσύνη του προς αυτούς και τερμάτισε τη συμφωνία. Ακολούθως, καταχώριση την παρούσα Αγωγή και ταυτόχρονα ζήτησε από την AMF να τον βοηθήσει να βρει άλλη εταιρεία για να εξαγοράσει.

Σε ερώτηση του Δικαστηρίου ποια ήταν ακριβώς η σχέση του με την εταιρεία ABS Group, ο ενάγων απάντησε ότι από το 2016 ήταν ο Διευθύνων Σύμβουλος αυτής.

Σε ερώτηση κατά την επανεξέταση εάν η ABS Group πλήρωσε τα χρήματα εκ μέρους του, ο ενάγων απάντησε καταφατικά.

Ως δεύτερη μάρτυρας για τον ενάγοντα (ΜΕ2) κατέθεσε η κα Θεοδώρα Μιλτιάδου, η οποία υιοθέτησε γραπτή της δήλωση – Έγγραφο Β. Είναι μέτοχος και διευθύντρια στη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί τον ενάγοντα και από το 2021 είναι μια εκ των διευθυντών της AMF (βλ. Τεκμήρια 30).

Στις 6/7/16 η AMF εξουσιοδοτήθηκε γραπτώς από τον ενάγοντα να αναλάβει τη διενέργεια ελέγχου επιμέλειας της εναγομένης 4, επενδυτικής επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΕΠΕΥ) η οποία αποτελούσε το αντικείμενο της προκαταρκτικής συμφωνίας (βλ. Τεκμήρια 5 και 11).

Κατά τον έλεγχο επιμέλειας μια εταιρείας, γίνεται νομικός και οικονομικός έλεγχος. Εν προκειμένω τον οικονομικό έλεγχο της εναγομένης 4 θα διενεργούσε η AMF, δηλαδή τη συλλογή από τους εναγόμενους όλων των αναγκαίων πληροφοριών και εγγράφων της εναγομένης 4, τα οποία όλα μαζί θα συνέθεταν την εικόνα της σε ότι αφορά την οικονομική της κατάσταση, τη βιωσιμότητα της, την ετοιμότητα και τη δυνατότητα της να επανεκκινήσει τις δραστηριότητες της, αλλά και την ύπαρξη τυχόν οικονομικών ή άλλων υποχρεώσεων της έναντι τρίτων προσώπων ή που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν την οικονομική της κατάσταση και κατ’ επέκταση να επηρεάσουν δυσμενώς την εικόνα που παρουσίαζε.

Συνοπτικά η εντολή που είχε λάβει η AMF ήταν αφενός να διαπιστώσει κατά πόσον η εναγόμενη 4 αποτελούσε ή θα αποτελούσε μια συμφέρουσα οικονομική συναλλαγή για τον ενάγοντα και κατ’ επέκταση το γκρουπ εταιρειών που ήλεγχε και εξακολουθεί να ελέγχει στο Χονγκ Κονγκ, γνωστού ως ABS Group Ltd και αφετέρου εάν πληρούσε όλες τις οικονομικές και άλλες νόμιμες προϋποθέσεις που θέτει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια εποπτική αρχή, αναφορικά με τη ρύθμιση και λειτουργία των εταιρειών ΚΕΠΕΥ.

Τον νομικό έλεγχο της εναγομένης 4 ανέλαβε η δικηγορική εταιρεία KPK. Η ΜΕ2, λόγω της ιδιότητας της ως δικηγόρου, αλλά και της εκτενούς της εμπειρίας στον τομέα αγοραπωλησιών ΚΕΠΕΥ, είχε προσωπική και άμεση εμπλοκή στα γεγονότα της υπόθεσης κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Εφόσον ολοκληρωνόταν με επιτυχία ο έλεγχος δέουσας επιμέλειας της εναγομένης 4, τότε ο ενάγων θα μπορούσε να προχωρήσει με εξαγορά του μετοχικού της κεφαλαίου.

Ευθύς μετά τη σύναψη της προκαταρκτικής συμφωνίας, ο Ανδρέας Θεοδοσίου, κυρίως μέτοχος και διευθυντής της AMF επικοινώνησε, στις 14/7/16, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με τον εναγόμενο 3 (Τεκμήριο 12) και ζήτησε τα αναγκαία έγγραφα και πληροφορίες για σκοπούς ελέγχου της εναγομένης 4.

Περαιτέρω, αναφερόμενη στην ηλεκτρονική αλληλογραφία – Τεκμήριο 8, η ΜΕ2 υποστήριξε ότι οι παραλήπτες που περιγράφονται ως ‘Accounting HK’ ήταν η ευρύτερη ομάδα λογιστών του γκρουπ ABS στο Χονγκ Κονγκ, μέλος της οποίας ήταν και ο Anthony Yu, που επίσης αναφέρεται ως παραλήπτης διαφόρων ηλεκτρονικών μηνυμάτων (βλ. Τεκμήρια, 3, 8, 20, 21 και 23). Επίσης, σύμφωνα με την ΜΕ2, ο Anthony Yu ήταν ένας από τους ανώτατους αξιωματούχους του ABS Group και ταυτόχρονα υπεύθυνος του Οικονομικού Τμήματος του εν λόγω γκρουπ εκείνη την περίοδο και συνόδευσε τον ενάγοντα στην πρώτη του επίσκεψη στα γραφεία της KPK και AMF, οι οποίες συστεγάζονται.

Σε ότι αφορά το πρόσωπο ονόματι Angela Rudene που αναφέρεται αρκετές φορές στην αλληλογραφία που έχει κατατεθεί, αυτή ήταν λογιστής και ενεργούσε εκ μέρους της εναγομένης 4. Συγκεκριμένα, ήταν το πρόσωπο που ενημέρωνε κάθε μήνα τον ενάγοντα και την ομάδα του ABS Group ως προς το ύψος των λειτουργικών εξόδων της εναγομένης 4 και τον καλούσε να τα πληρώσει. Μάλιστα σε ηλεκτρονικό της μήνυμα ημερομηνίας 12/9/16, η Angela Rudene ενημέρωσε τον ενάγοντα και τον Anthony Yu ότι οι πληρωμές για κάλυψη των λειτουργικών εξόδων της εναγομένης 4 μπορούσαν να συνεχίσουν να γίνονται από λογαριασμούς της ABS Group Ltd, ως γίνονταν έως τότε, πλην όμως θα ήταν επιθυμητό, κατά την εκτέλεση των τραπεζικών μεταφορών, να γίνεται μνεία ότι οι εν λόγω πληρωμές γίνονταν σύμφωνα με την προκαταρκτική συμφωνία ημερομηνίας 7/7/16.

Μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου 2016, ανταλλάχτηκαν πολλά ηλεκτρονικά μηνύματα και έγιναν επίσης κάποιες συναντήσεις μεταξύ λειτουργών της AMF και λειτουργών της εναγομένης 4.

Η πρώτη συνάντηση έγινε στις 10/8/16, όταν ακόμη δεν είχαν δοθεί οι σχετικές πληροφορίες που ζητήθηκαν στις 14/7/16 (βλ. Τεκμήριο 13). Σε ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 10/8/16 έγινε υπενθύμιση αναφορικά με πληροφορίες και έγγραφα που έπρεπε να παρασχεθούν και καταγράφηκαν με λεπτομέρεια τα στοιχεία που ζητήθηκαν.

Η ίδια θυμάται έντονα σοβαρή ασυνέπεια και αδικαιολόγητη καθυστέρηση που προκαλούσαν οι εναγόμενοι στην παροχή των στοιχείων και πληροφοριών που ζητούνταν από την AMF, γεγονός που καταδείκνυε την έλλειψη από μέρους τους οργάνωσης και αφοσίωσης στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν έναντι του ενάγοντα. Σε όλα τα χρόνια που η ίδια ασχολείται με την εξαγορά εταιρειών ΕΠΕΥ, δεν έχει ξανασυναντήσει παρόμοια συμπεριφορά, η οποία της προκάλεσε ιδιαίτερη ανησυχία. Η διστακτικότητα των εναγομένων να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, παρά το γεγονός ότι ο ενάγων ήταν συνεπής απέναντί τους και κάλυπτε κάθε μήνα τα λειτουργικά έξοδα της εταιρείας, ήταν κατά την άποψη της ένδειξη ασέβειας και σοβαρής πιθανότητας εξαπάτησης του ενάγοντα, εξ ου και ο τερματισμός της συμφωνίας – Τεκμήριο 5 στις 18/11/16 (βλ. Τεκμήριο 23) ήταν απολύτως αναγκαίος.

Οι λόγοι που οδήγησαν στη λήψη απόφασης για τερματισμό της συμφωνίας ήταν πολλαπλοί. Συγκεκριμένα, η καθυστέρηση που οι εναγόμενοι προκαλούσαν στη διαδικασία του ελέγχου, η παράλειψή τους ή και οι αργοί ρυθμοί που ακολουθούσαν στο να συμμορφωθούν με απλές οδηγίες που τους αποστέλλονταν, ενώ ταυτόχρονα ο ενάγων, μέσω της ABS, πλήρωνε ανελλιπώς και κάθε μήνα το μέγιστο ποσό που προέβλεπε η μεταξύ τους συμφωνία, αποτέλεσε έναν από τους βασικούς λόγους.

Πέραν από τα αμέτρητα ηλεκτρονικά μηνύματα που ανταλλάσσονταν με τους εναγόμενους και τις συνεχείς εκκλήσεις και οδηγίες της AMF προς τους εναγόμενους και τους υπαλλήλους της εναγομένης 4 να τους εφοδιάσουν με τα αναγκαία στοιχεία, περί τον Οκτώβρη του 2016, ο ενάγων και ο Anthony Yu ενημερώθηκαν από τον εναγόμενο 3 ότι η εναγομένη 4 δεν πληρούσε το κριτήριο του «Capital Adequacy Optimization» που ήταν καθοριστικό για τη βιωσιμότητά της.

Ενώ δηλαδή ο ενάγων είχε συμφωνήσει να χρηματοδοτήσει για ένα μικρό χρονικό διάστημα τα λειτουργικά έξοδα της εναγόμενης 4, κλήθηκε τελικά να καταβάλει ποσό ύψους Ευρώ 195.000, ώστε η εναγόμενη 4 να αποκτήσει το ελάχιστο ποσό που απαιτείται να έχει στον λογαριασμό της για να διατηρεί την άδεια λειτουργίας της.

Σύμφωνα με τη ΜΕ2, το πιο πάνω ζήτημα μπορεί γενικότερα να προκύψει σε μια ενδεχόμενη αγοραπωλησία ΚΕΠΕΥ με αποτέλεσμα να κληθεί ο προτιθέμενος αγοραστής να καλύψει τυχόν έλλειμα, όμως, στην προκειμένη περίπτωση, το γεγονός αυτό ιδωμένο με τα υπόλοιπα γεγονότα προκαλούσαν σοβαρές ανησυχίες και επιφυλάξεις στην πλευρά του ενάγοντα. Παρόλα αυτά ο ενάγων, έχοντας κατά νου τον απώτερο σκοπό του που δεν ήταν άλλος από το να εξαγοράσει μια εταιρεία που ήταν ήδη αδειοδοτημένη ως ΕΠΕΥ, συμφώνησε να πληρώσει το απαιτούμενο ποσό ύψους Ευρώ 195.000, νοουμένου ότι το εν λόγω ποσό θα θεωρούνταν μέρος του τιμήματος εξαγοράς της εταιρείας.

Τα πιο πάνω γεγονότα κατέδειξαν ότι η εναγόμενη 4 ήταν μια ανάσα μακριά από το κλείσιμο, δεν ήταν ενεργή ως αρχικά πληροφορήθηκε ο ενάγων και επιπλέον διαφάνηκε ότι η ανάγκη για χρηματοδότησή της αυξανόταν τόσο σε κόστος, όσο και σε χρονική διάρκεια.

Παρά τη συναίνεση του ενάγοντα στην καταβολή του ποσού των Ευρώ 195.000, ακολούθως αυτός ήρθε αντιμέτωπος με ακόμη μια σημαντική πληροφορία που έκρινε οριστικά την τύχη της προκαταρκτικής συμφωνίας. Συγκεκριμένα, στις 9/11/16 ο ενάγων πληροφόρησε τον Αντρέα Θεοδοσίου και την ΜΕ2 και άλλα μέλη της ομάδας της AMF ότι ως είχε ενημερωθεί από κάποιον πρώην υπάλληλο της εναγομένης 4, η εν λόγω εταιρεία αντιμετώπιζε μια δικαστική διαδικασία που είχε εγερθεί εναντίον της από το πρόσωπο αυτό, ο οποίος αξίωνε αποζημιώσεις ύψους περίπου Ευρώ 100.000. Στη συνέχεια, κατόπιν οδηγιών του ενάγοντα εξασφαλίστηκε αντίγραφο της αίτησης αυτής που εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (Τεκμήριο 29). Παρόλο που η εν λόγω αίτηση καταχωρίστηκε κάποιους μήνες πριν τη σύναψη της προκαταρκτικής συμφωνίας, δεν αποκαλύφθηκε στον ενάγοντα, «πασιφανέστατα» κατά την ΜΕ2, επειδή θα επηρέαζε σημαντικά τη λήψη της απόφασής του για εξαγορά της εταιρείας. Η αίτηση αυτή καταχωρίστηκε σε κλίμακα Ευρώ 10.000 – 50.000, όμως με τις θεραπείες που αξιώνονται οι αποζημιώσεις που διεκδικούνται ξεπερνούν τις Ευρώ 100.000. Σε συνάντηση που είχε ο ενάγων με τον εναγόμενο 3 κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Κύπρο τον Νοέμβριο του 2016, αυτός παραδέχθηκε την παράλειψή του να αποκαλύψει στον ενάγοντα το συγκεκριμένο γεγονός, διαβεβαιώνοντάς τον ότι δεν υπήρχε κάποιος λόγος ανησυχίας.

Προσφάτως η ΜΕ2 ενημερώθηκε ότι η συγκεκριμένη υπόθεση δεν ολοκληρώθηκε ακόμη, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι από πλευράς του ενάγοντα δόθηκε στο χρόνο του τερματισμού της συμφωνίας, η δέουσα βαρύτητα.

Σε απάντηση της επιστολής για τερματισμό της συμφωνίας, οι εναγόμενοι, ενεργώντας μέσω του εναγομένου 3, αποδέχθηκαν τον τερματισμό σεβάστηκαν την απόφαση του ενάγοντα και ανέλαβαν αδιαμαρτύρητα και ανεπιφύλακτα την υποχρέωση για επιστροφή ολόκληρου του χρηματικού ποσού που τους είχε καταβάλει ο ενάγων. Σχετικά είναι τα Τεκμήρια 24 και 25 που αποτελούν ηλεκτρονικό αλληλογραφία που αφορούσε μόνο τον χρόνο επιστροφής του εν λόγω ποσού.

Η διατήρηση της εναγομένης 4 εν ζωή με την πληρωμή των λειτουργικών της εξόδων για περίοδο τεσσάρων μηνών, της επέτρεψε να διατηρήσει την άδειά της και να παραμείνει ζωντανή με αποτέλεσμα, λίγο αργότερα, οι εναγόμενοι να πωλήσουν τις μετοχές τους έναντι ανταλλάγματος. Συνεπώς σύμφωνα με την ΜΕ2, όλοι ο εναγόμενοι, πλούτισαν εις βάρος του ενάγοντα, χωρίς να του προσφέρουν κανένα αντάλλαγμα.

Οι αποφάσεις των εναγομένων 1, 2 και 3 ειδικότερα οι αποφάσεις του εναγόμενου 3 που ενεργούσε ως εκτελεστικός διευθυντής της εναγομένης 4 και η ανάληψη ευθύνης για επιστροφή του ποσού που πλήρωσε ο ενάγων, δεσμεύει και την εταιρεία, η οποία εισέπραξε απευθείας όφελος από την οικονομική ενίσχυση του ενάγοντα. Επομένως, ο  ενάγων ζητά επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε προς όφελος της εναγομένης 4, ως εύλογη αποζημίωση για την οικονομική ζημιά που υπέστη.

Κατά την αντεξέταση από τον εναγόμενο 2, η ΜΕ2 ρωτήθηκε κατά πόσον ο ενάγων ήταν μέτοχος της εταιρείας ABS Group και αυτή απάντησε ότι δεν γνωρίζει συγκεκριμένα ποια ήταν η σχέση του ενάγοντα με την εν λόγω εταιρεία. Ως της αναφέρθηκε από τον ίδιος, ο ενάγων ήταν «μέλος της ομάδας ABS και ενεργούσε προς τα συμφέροντα αυτής της ομάδας». Της υποβλήθηκε τότε ότι αν ο ενάγων δεν ήταν μέτοχος του ABS Group και οι ‘beneficial owners’ ήταν άλλοι, αυτό που έκανε ήταν διεθνές ξέπλυμα χρήματος. Η ΜΕ2 απάντησε ότι δεν μπορούσε να απαντήσει αν διαπράχθηκε ή όχι τέτοιο αδίκημα.

Πέραν των ανωτέρω, η ΜΕ2 αποδέχθηκε υποβολή του εναγομένου 2 ότι ο ίδιος δεν ήταν αξιωματούχος της εναγομένης 4. Σε υποβολή ότι μετά τον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας οι μέτοχοι της εναγομένης 4 πούλησαν τις μετοχές τους σε τρίτο πρόσωπο για μηδενικό ποσό, η ΜΕ2 απάντησε ότι δεν το γνωρίζει αυτό. Θεωρεί όμως ότι οι μέτοχοι εμμέσως επωφελήθηκαν από τα χρήματα που καταβλήθηκαν σε λογαριασμό της εναγμένης 4, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια το όφελος τους, επειδή από τα χρήματα αυτά η εναγομένη 4 διατηρήθηκε εν ζωή.

Κατά την αντεξέταση από τον εναγόμενο 3, υποβλήθηκε στη ΜΕ2 ότι η ABS Group δεν ήταν αδειοδοτημένη από τις αρχές του Χονγκ Κονγκ να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες και η ΜΕ2 απάντησε ότι δεν έχει γνώση περί αυτού.

Επιπλέον ο εναγόμενος 3 υπέβαλε στη ΜΕ2 ότι ο χρόνος των τριών μηνών δεν ήταν επαρκής για να παραδοθούν όλα τα απαραίτητα έγγραφα για σκοπούς ελέγχου δέουσας επιμέλειας της εναγομένης 4 και ότι δεν αληθεύει ο ισχυρισμός της ότι οι εναγόμενοι ενεργούσαν με ασυνέπεια και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην παροχή στοιχείων και πληροφοριών που τους ζητούσε η AMF. Η ΜΕ2 απέρριψε τις πιο πάνω υποβολές ισχυριζόμενη ότι η κωλυσιεργία των εναγόμενων ήταν πολύ έντονη και ότι οι δικαιολογίες που δίδονταν ήταν αβάσιμες. Η ίδια ως επαγγελματίας και σύμβουλος του ενάγοντα, ανησυχούσε έντονα. Αισθανόταν ότι επρόκειτο σχεδόν για απάτη.

Σε ότι αφορά τα ηλεκτρονικά του μηνύματα μετά τον τερματισμό, στα οποία γίνεται αναφορά σε επιστροφή χρημάτων στον ενάγοντα, ο εναγόμενος 3 υπέβαλε στη ΜΕ2 ότι αυτά αντικατοπτρίζουν ειλικρινείς του προσπάθειες και καλή θέληση για επίλυση της προκύψασας διαφοράς και ότι δεν αποτελούσαν δέσμευση. Η ΜΕ2 απέρριψε τη θέση αυτή και επανέλαβε ότι η δέσμευση του εναγόμενου 3 προκύπτει κατά αντικειμενικό τρόπο από τα εν λόγω μηνύματα.

Κατά την αντεξέτασή της από τη συνήγορο της εναγομένης 4, η ΜΕ2 ανέφερε ότι ο ενάγων ήταν διευθύνων σύμβουλος της ABS, αλλά δεν γνωρίζει οτιδήποτε περαιτέρω. Σε ερώτηση κατά πόσον κατά τη δίκη η ABS εξακολουθούσε να έχει ‘good standing’, η ΜΕ2 απάντησε ότι δεν γνωρίζει ποια είναι η κατάσταση της ABS σήμερα. Ως της ανέφερε προφορικά ο ενάγων, λίγο πριν την έναρξη της δίκης, ο ίδιος είναι ‘managing director’ και εξακολουθεί να ελέγχει την ABS Group. Επιπλέον, η ΜΕ2 διευκρίνισε ότι η ABS Group δεν ήταν ποτέ πελάτης της AMF ή του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπεί τον ενάγοντα.

Της υποβλήθηκε στη συνέχεια ότι στη συμφωνία – Τεκμήριο 5 δεν αναγράφεται προθεσμία για ολοκλήρωση των υποχρεώσεων των μετόχων και του αγοραστή. Η ΜΕ2 απάντησε ότι προθεσμία τέθηκε μέσω της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των μερών.

Περαιτέρω, η ΜΕ2 απέρριψε υποβολή ότι ο ενάγων οικειοθελώς και ανώφελα ανέλαβε να καλύψει τα λειτουργικά έξοδα της εναγόμενης 4, ώστε αυτή να συνεχίσει να λειτουργεί σε ‘STP mode’ και ισχυρίστηκε ότι το αντάλλαγμα για τα χρήματα που κατέβαλε ο ενάγων ήταν να αγοράσει την εναγομένη 4 σε ‘STP mode’. Επιπλέον, η ΜΕ2 απέρριψε τη θέση ότι η εναγομένη 4 δεν επωφελήθηκε από τα χρήματα που μπήκαν στο λογαριασμό της εφόσον αυτά αφορούσαν κάλυψη λειτουργικών της εξόδων όπως την πληρωμή μισθών. Η εναγομένη 4 όφειλε, ως υποστήριξε η ΜΕ2, να εκπληρώσει τις οικονομικές της υποχρεώσεις και επομένως ασφαλώς επωφελήθηκε από τα χρήματα που μπήκαν στον λογαριασμό της.

Σε ότι αφορά τα εν λόγω χρηματικά ποσά, υποβλήθηκε στη ΜΕ2 ότι ο ενάγων δεν απέστειλε προσωπικά οποιοδήποτε ποσό στην εναγόμενη 4 και η ΜΕ2 αποδέχθηκε την υποβολή.

            Σε υποβολή ότι η εναγόμενη 4 ουδέποτε συνεβλήθη με τον ενάγοντα η ΜΕ2 απάντησε ότι αφ’ ης στιγμής την επίδικη συμφωνία υπέγραψε ο εκτελεστικός διευθυντής της εναγομένης 4 και μέτοχος κατά πλειοψηφία, η ίδια θεωρεί ότι δημιουργήθηκε συμβατική σχέση μεταξύ της εναγομένης 4 και του ενάγοντα.

            Πέραν των ανωτέρω, υποβλήθηκε στη ΜΕ2 ότι εκ μέρους της AMF δεν δόθηκαν σαφείς και γραπτές προθεσμίες, ούτε σαφείς οδηγίες ως προς τα έγγραφα που έπρεπε να προσκομιστούν, αλλά ζητούνταν συνεχώς άλλα έγγραφα και ότι οι εναγόμενοι δεν επέδειξαν κωλυσιεργία. Η ΜΕ3 απέρριψε τις θέσεις αυτές και παραπέμποντας στα Τεκμήρια 13, 14, 15, 16, 18, 19 και 20, επανέλαβε τις θέσεις της.

            Υποβλήθηκε ειδικότερα στη ΜΕ2 ότι ουδέποτε η AMF ζήτησε συγκεκριμένα από τους εναγόμενους να της δοθούν στοιχεία αναφορικά με εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις της εναγομένης 4. Η ΜΕ2 αρνήθηκε την εν λόγω θέση και απάντησε ότι αυτή είναι μια «standard» ερώτηση που γίνεται κατά τα αρχικά στάδια κάθε ελέγχου δέουσας επιμέλειας μιας εταιρείας. Δεν είχε μπροστά της τη σχετική λίστα, αλλά σίγουρα έγινε η ερώτηση αυτή.

Περαιτέρω, της υποβλήθηκε ότι όταν ο ενάγων έμαθε για την εκκρεμή υπόθεση του RG, την αποδέχθηκε και δόθηκε νέα προθεσμία για να δοθούν έγγραφα στην AMF για έλεγχο δέουσας επιμέλειας. Η ΜΕ2 αρνήθηκε τη θέση αυτή και ισχυρίστηκε ότι η προθεσμία είχε δοθεί από πριν.

Τέλος, υποβλήθηκε στη ΜΕ2 ότι η επιστολή τερματισμού της συμφωνίας – Τεκμήριο 5 δεν στάλθηκε στο διοικητικό συμβούλιο της εναγομένης 4 και ότι η εναγομένη 4 ουδέποτε αποδέχθηκε τον τερματισμό της εν λόγω συμφωνίας. Η ΜΕ2 απέρριψε την υποβολή και υποστήριξε ότι αν και η εναγομένη 4 έχει ανεξάρτητη νομική προσωπικότητα, εντούτοις ενεργεί κατ’ αποκλειστικότητα μέσω των διευθυντών της, οι πράξεις των οποίων τη δεσμεύουν. Επιπλέον υποστήριξε ότι η επιστολή τερματισμού κοινοποιήθηκε σε όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης 4, ως ήταν τότε.

            Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας εκ μέρους του ενάγοντα, μαρτυρία έδωσε ο εναγόμενος 2, ο οποίος υιοθέτησε γραπτή δήλωσε που ετοίμασε στη ρωσική γλώσσα, η οποία κατατέθηκε μαζί με αγγλικό κείμενο, καθώς και μετάφραση αυτής στην ελληνική γλώσσα, η οποία έτυχε έγκρισης ως ορθή από τη μεταφράστρια εντός Δικαστηρίου, ως Έγγραφο Γ(ι), (ii) και (ιιι) αντίστοιχα.

            Δια της μαρτυρίας του ο εναγόμενος 2 ανέφερε ότι διαμένει στην Κύπρο για περισσότερο από 12 χρόνια και έχει τρία παιδιά εκ των οποίων τα δυο γεννήθηκαν στην Κύπρο. Ασχολείται με επενδύσεις και συγκεκριμένα περιέγραψε τον εαυτό το ως ‘angel investor’, δηλαδή, όπως εξήγησε, φυσικό πρόσωπο που προβαίνει σε επενδύσεις. Είναι ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της ομάδας εταιρειών ΙΝΧΥ, στις οποίες εργάζονται περισσότεροι από 100 άτομα.

            Το 2013 επένδυσε Ευρώ 118.000 στην εναγόμενη 4 εταιρεία και έλαβε 58,911 μετοχές της που αντιστοιχούσαν στο 8.07% του κεφαλαίου της. Όμως δεν συμμετείχε στις λειτουργίες της, όπως επιβεβαιώνεται και από ‘schedule A’ που αποτελεί παράρτημα της προκαταρκτικής συμφωνίας – Τεκμήριο 5. Δεν ήταν ούτε διευθυντής, ούτε υπάλληλος, ούτε αξιωματούχος της εναγομένης 4 και δεν είχε πλήρη ενημέρωση αναφορικά με την κατάσταση αυτής.

            Όταν κάποια στιγμή η εναγομένη 4 ξέμεινε από χρήματα και ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, υπήρξε μια προσφορά από τον ενάγοντα για να την αγοράσει για Ευρώ 450.000. Δεδομένης της κακής οικονομικής κατάστασης της εναγομένης 4, ο ίδιος δέχθηκε να χάσει το 66.5% των επενδύσεών του και να λάβει μόνο Ευρώ 39.150 από την αρχική του επένδυση. Η συμφωνία όμως κατέρρευσε για λόγους πέραν του ελέγχου του.

Μετά την αποτυχημένη συμφωνία με τον ενάγοντα, αναγκάστηκε να μεταβιβάσει τις μετοχές του της εναγομένης 4 δωρεάν σε τρίτο πρόσωπο. Έκρινε ότι αυτό ήταν πιο συμφέρον για τον ίδιο, από το να ασχοληθεί με τη χρεοκοπία και να σπαταλήσει το χρόνο του. Επομένως, ο εναγόμενος 2 έχασε όλες του τις επενδύσεις στην εναγομένη 4, χωρίς καμία επιστροφή.

Ο ίδιος δεν διαπραγματεύτηκε με πιθανούς αγοραστές. Δεν ήταν εμπλεκόμενος στις διαδικασίες και δεν μπορούσε να επηρεάσει τις αποφάσεις, ως μειοψηφικός μέτοχος. Δεν επωφελήθηκε εις βάρος του ενάγοντα. Δεν έλαβε ούτε σεντ από την εναγομένη 4, τον ενάγοντα ή τους νέους ιδιοκτήτες της εναγόμενης 4. Αντιθέτως, έχασε όλα τα χρήματα που επένδυσε.

Κατά την αντεξέταση από τη συνήγορο του ενάγοντα, ο εναγόμενος 2 ρωτήθηκε κατά πόσον υπέγραψε κάποιο πωλητήριο έγγραφο σε σχέση με τη μεταβίβαση των μετοχών του σε τρίτο πρόσωπο και ο ίδιος απάντησε ότι θεωρεί πως ναι, γιατί κάτι υπέγραψε. Του υποβλήθηκε ότι εσκεμμένα δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο το σχετικό πωλητήριο έγγραφο, για να μην φανεί ότι εισέπραξε αντάλλαγμα για τις μετοχές του. Ο ίδιος αρνήθηκε την υποβολή και ανέφερε ότι δεν του ζητήθηκε να προσκομίσει πωλητήριο έγγραφο στο Δικαστήριο. Τόνισε ότι λέει την αλήθεια. Δεν εισέπραξε τίποτε για τις μετοχές του στην εναγομένη 4. Τις μετοχές τις «πούλησε» για μηδενική αξία. Μετά τον τερματισμό της συμφωνίας με τον ενάγοντα, η εταιρεία κάθε χρόνο έχανε. Μετά πάροδο έξι μηνών, άξιζε πλέον μηδέν. Ο ίδιος δεν ήθελε πλέον τις μετοχές του στην εναγόμενη 4 εξ ου και συμφώνησε να τις δώσει σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς αντάλλαγμα.

Πέραν των ανωτέρω, ο εναγόμενος 2 συμφώνησε ότι τα χρήματα που εμβάστηκαν στο λογαριασμό της εναγομένης 4, της ήταν αναγκαία για να παραμείνει ‘εν ζωή’.

Σε ότι αφορά τη λήψη της επιστολής τερματισμού – Τεκμήριο 23, ο εναγόμενος 2 αναγνώρισε την ηλεκτρονική του διεύθυνση, στην οποία φαίνεται να κοινοποιήθηκε η εν λόγω επιστολή, ως διεύθυνση που του ανήκε στο παρελθόν. Δεν θυμόταν όμως την επιστολή αυτή, ούτε συζήτησε το θέμα με τους διευθυντές της εναγομένης 4. Σε ότι αφορά τα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντάλλαξε η ΜΕ2 με τον εναγόμενο 3 – Τεκμήριο 25 και 27, κάποια εκ των οποίων φαίνεται να κοινοποιήθηκαν και στον ίδιο, ο εναγόμενος 2 ανέφερε ότι δεν τα θυμάται. Σίγουρα πάντως δεν έλαβε μέρος σε αυτή την επικοινωνία. Ούτε τοποθετήθηκε. Ούτε έδωσε οποιαδήποτε υπόσχεση επιστροφής χρημάτων σε κανέναν, καθότι δεν είχε τέτοια υποχρέωση. Δεν αναγράφεται κάτι τέτοιο στο συμβόλαιο.

Ακολούθως, κατέθεσε ως μάρτυρας για τον εαυτό του ο εναγόμενος 3, ο οποίος υιοθέτησε γραπτή του δήλωση στην αγγλική γλώσσα, η οποία μαζί με μετάφραση αυτής στην ελληνική γλώσσα, η οποία έτυχε της έγκρισης ως ορθή από τη μεταφράστρια εντός Δικαστηρίου, κατατέθηκαν ως Έγγραφα Δ(i) και (ii) αντίστοιχα.

Δια της γραπτής του δήλωσης ο εναγόμενος 3 αναφέρθηκε στα ακαδημαϊκά του προσόντα και επιπλέον ανέφερε ότι ήταν ένας από τους ιδρυτές και διευθυντές της εναγομένης 4, η οποία το 2013 έλαβε άδεια λειτουργίας ως ΚΕΠΕΥ από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Τον Ιούνιο 2016 ο ενάγων, μέσω ενός γνωστού του προσώπου από το Χονγκ Κονγκ, ήρθε σε επαφή με τους εναγόμενους 1, 2 και 3 και συναντήθηκαν στα γραφεία τους στη Λεμεσό, όπου οι εναγόμενοι του αποκάλυψαν πλήρως την τότε κατάσταση της εναγομένης 4, που ήταν και ο λόγος που αναγκάζονταν να την πουλήσουν. Οι εναγόμενοι 1 έως 3 δεν είχαν άλλα κεφάλαια για να επενδύσουν στην εταιρεία. Είχαν ήδη επενδύσει περίπου 2.300.000 Ευρώ.

Σε ότι αφορά τα πραγματικά περιουσιακά στοιχεία της εναγομένης 4, δηλαδή τον εξοπλισμό, το λογισμικό, κατατεθειμένα κεφάλαια και άλλα, η περιουσία αυτή είχε αξία τουλάχιστον Ευρώ 750.000. Σύμφωνα με τον εναγόμενο 3, ο ενάγων αναγνώρισε ότι ήταν πολύ καλή ευκαιρία να αγοράσει την εναγομένη 4 στο 1/5 της αξίας της, εξ ου και συμφώνησε να την αγοράσει, προτού προβεί σε έρευνα δέουσας επιμέλειας και χωρίς να συναντηθεί ούτε με εξωτερικούς, ούτε με εσωτερικούς της ελεγκτές, αν και αυτό του προσφέρθηκε.

Σε ότι αφορά τη σχέση του ενάγοντα με την ABS Group, ο εναγόμενος 3 υποστήριξε ότι το 2016 απαγορευόταν στο Χονγκ Κονγκ η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και επομένως η ABS δεν είχε άδεια να παρέχει τέτοιες υπηρεσίες. Χαρακτήρισε τον ενάγοντα ως ένα πειρατή Forex, δηλαδή πρόσωπο που παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες χωρίς άδεια. Ο ίδιος προέβη σε έρευνα, αλλά δεν μπόρεσε να βρει το όνομα του ενάγοντα ούτε στην ‘FCA’ του Ηνωμένου Βασιλείου, ούτε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ενώ τέτοιες πληροφορίες είναι διαθέσιμες σε ανοιχτές πηγές.

Η συμφωνία -Τεκμήριο 5 υπογράφτηκε μεταξύ φυσικών προσώπων, ωστόσο τα κεφάλαια των Ευρώ 125.000 που ζητά ο ενάγων, καταβλήθηκαν στην εναγομένη 4 από άλλο νομικό πρόσωπο, τον όμιλο ABS Group που δεν ανήκει στον ενάγοντα.

Σε ότι αφορά την υπόθεση του RG,  αυτή, σύμφωνα με τον εναγόμενο 3, δεν ήταν σημαντική. Χαρακτήρισε τον RG ως απατεώνα και εκβιαστή, ο οποίος καταχώρισε κάποια υπόθεση εναντίον της εναγομένης 4 επειδή απολύθηκε και η εναγομένη 4 δεν του κατέβαλε τον τελευταίο του μισθό. Όμως η υπόθεση αυτή ολοκληρώθηκε εδώ και πολύ καιρό και η εναγομένη 4 πλήρωσε στον RG Ευρώ 3.000. Η υπόθεση του RG συζητήθηκε με τον ενάγοντα, στην παρουσία εκπροσώπων της AMF και ο εναγόμενος 3 εξέφρασε πλήρη ετοιμότητα να αναλάβει τις υποχρεώσεις του σχετικά με την υπόθεση αυτή.

Μετά τον τερματισμό της προκαταρκτικής συμφωνίας, όντας «ειλικρινείς άνθρωποι», προσπάθησαν να επιλύσουν τη διαφορά τους με τον ενάγοντα, και να του επιστρέψουν χρήματα, παρά το ότι στη συμφωνία δεν υπάρχει όρος για επιστροφή χρημάτων στον ενάγοντα ούτε ο ίδιος δεσμεύτηκε ποτένα επιστρέψει χρήματα στον ενάγοντα.

Εν τέλει, οι εναγόμενοι 1 έως 3 αναγκάστηκαν να μεταβιβάσουν τις μετοχές τους σε τρίτους δωρεάν και έχασαν όλες τους τις επενδύσεις.

Κατά την αντεξέταση υποβλήθηκε στον εναγόμενο 3 ότι κατά τις διαπραγματεύσεις δεν είχε αποκαλύψει πλήρως στον ενάγοντα την οικονομική κατάσταση της εναγομένης 4. Ο εναγόμενος 3 απέρριψε την υποβολή.

Του υποβλήθηκε επίσης ότι για πρώτη φορά ενημέρωσε τον ενάγοντα για την κεφαλαιουχική ανεπάρκεια της εναγομένης 4 με ηλεκτρονικό του μήνυμα 19/10/16 (Τεκμήριο 20). Ο εναγόμενος 3 απάντησε ότι τους πρώτους τέσσερεις μήνες μετά την  υπογραφή της προκαταρκτικής συμφωνίας, η εναγομένης 4 προέβη σε περισσότερες επενδύσεις, χωρίς να έχει κέρδη, γεγονός που είχε άμεση επιρροή στο κεφάλαιο της.

            Επιπλέον ο Εναγόμενος 3 επανέλαβε τη θέση ότι οι μέτοχοι δεν επωφελήθηκαν από τα χρήματα που μεταφέρθηκαν στο λογαριασμό τους εναγομένης 4 και ότι όταν ο ενάγων τερμάτισε την επίδικη συμφωνία, αναγκάστηκαν να μεταβιβάσουν τις μετοχές τους δωρεάν. Δεν άξιζαν ούτε ένα σεντ.

            Σε ότι αφορά την υπόθεση του RG, υποβλήθηκε στον εναγόμενο 3 ότι αυτή ακόμη εκκρεμεί. Ο εναγόμενος 3 απάντησε ότι δεν γνωρίζει για κάποια υπόθεση που εκκρεμεί. Είχε υπόψιν του άλλη υπόθεση, η οποία τελείωσε πριν πολύ καιρό, καταβάλλοντας στον RG ποσό Ευρώ 3.000. Του υποδείχθηκε τότε το Τεκμήριο 29, αλλά ο εναγόμενος 3 δεν το αναγνώρισε. Ο ίδιος γνωρίζει ότι ο RG διεκδικούσε μισθό και του τον πλήρωσαν.

Του υποβλήθηκε περαιτέρω ότι μέσω της αλληλογραφίας του με τη ΜΕ2 διαφαίνεται καθαρά η υποχρέωση που ανέλαβαν οι μέτοχοι της εναγομένης 4 να επιστρέψουν το ποσό των Ευρώ 125.000 στον ενάγοντα, τμηματικά, με πλάνο αποπληρωμής από τον Φεβρουάριο 2017 μέχρι το τέλος του 2017. Ο εναγόμενος 3 απάντησε ότι αυτό δεν ήταν κάποια συμφωνία, αλλά ένα πλάνο. Ο ίδιος είχε τότε συνομιλία με τους μετόχους και τους άλλους διευθυντές και ήλπιζαν ότι μπορούσαν να βρουν κάποια λεφτά. Το πρόσωπο που πήρε τις μετοχές της εναγομένης 4 δωρεάν, είπε στον ίδιο ότι οι διευθυντές της εναγομένης 4 θα παρέμεναν στην εταιρεία και θα κέρδιζαν χρήματα ώστε να μπορέσουν να αποπληρώσουν τον ενάγοντα. Όμως, στο τέλος της ημέρας, δεν έλαβαν τίποτε και αυτός ο αγοραστής πτώχευσε. Ο εναγόμενος 3 δεν πήρε από τον ενάγοντα ούτε ένα σεντ.

            Τέλος, εκ μέρους της εναγομένης 4 κατέθεσε ως μοναδικός μάρτυρας (ΜΥ), ο Ανδρέας Αντωνίου, ο οποίος υιοθέτησε γραπτή του δήλωση – Έγγραφο Ε και ανέφερε ότι από τις 24/8/20 είναι εργοδοτούμενος και διευθύνων σύμβουλος (Chief Executive Officer) της εναγομένης 4.

Σύμφωνα με τον ΜΥ, η οποιαδήποτε άντληση κεφαλαίων της εναγομένης 4 προέρχεται από τους μετόχους, τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες και τα συσσωρευμένα κέρδη. Η εναγόμενη 4 δεν είχε καμία συναλλαγή με τον ενάγοντα.

Ούτε ο ενάγων, ούτε οποιοσδήποτε άλλος εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του υπέβαλε οποιοδήποτε παράπονο στην εναγομένη 4 για κατ’ ισχυρισμό τερματισμό σύμβασης ή για κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενα ποσά. Στα αρχεία της εναγομένης 4 που ο ΜΥ έχει στην κατοχή του, δεν εντόπισε ούτε επιστολή, ούτε ηλεκτρονικό μήνυμα του ενάγοντα ή των δικηγόρων του, ούτε  επιστολή που να επιδόθηκε στο εγγεγραμμένο γραφείο της εναγομένης 4 που να ενημερώνει το διοικητικό της συμβούλιο σε σχέση με την επίδικη αξίωση του ενάγοντα.

Η αλληλογραφία που έχει προσκομιστεί στο Δικαστήριο αφορά τον ενάγοντα και τους εναγόμενους 1, 2 και 3. Μάλιστα ως προκύπτει από την επιστολή τερματισμού της συμφωνίας – Τεκμήριο 23, αυτή αφορούσε τους μετόχους, από τους οποίους ο ενάγων ζήτησε χρήματα.

Η εναγομένη 4 ενημερώθηκε για τα κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενα ποσά μετά την έγερση της ως άνω Αγωγής.

Περαιτέρω, ο ΜΥ υποστήριξε ότι τα κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενα ποσά – εάν δόθηκαν από τον ενάγοντα – δόθηκαν με βάση τη συμφωνία που φαίνεται να είχαν μεταξύ τους αυτός και οι εναγόμενοι 1 - 3. Οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν και ενδεχομένως μετέφεραν κεφάλαια σε λογαριασμό της εναγομένης 4 εκ μέρους των μετόχων της, για κάλυψη των κεφαλαιακών της απαιτήσεων. Η εναγόμενη 4 μπορούσε να αντλήσει κεφάλαια μόνο από τους μετόχους της και επομένως η καταβολή των ποσών αυτών, έγινε μετά από οδηγίες των μετόχων – εναγομένων 1 έως 3 και αφορούσε κεφαλαιακή συνεισφορά τους. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον ΜΥ, η εναγομένη 4 δεν επωφελήθηκε και δεν πλούτισε εις βάρος του ενάγοντα, αφού τα κατ’ ισχυρισμό ποσά δόθηκαν ως συνεισφορά των μετόχων της. Ήταν κατά τη θέση του, χρήματα που δόθηκαν για λογαριασμό των μετόχων και αφορούσαν την κανονική πορεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εναγομένης 4 για άντληση κεφαλαίων από τους μετόχους.

Αποτελεί συνήθη πρακτική κατά την εξαγορά εταιρειών ΚΕΠΕΥ να συμφωνείται η κάλυψη των εξόδων (running expenses) της προς πώληση εταιρείας, μέχρι να ολοκληρωθεί η συμφωνία των μετόχων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων φαίνεται να είχε συμφωνήσει με τους εναγόμενους 1, 2, και 3 τον τρόπο καταβολής των εξόδων αυτών. Δεν υπήρχε όμως στη μεταξύ τους συμφωνία όρος για επιστροφή οποιουδήποτε ποσού, εάν δεν υλοποιείτο η εξαγορά των μετοχών.

Τέλος, ο ΜΥ υποστήριξε ότι δεν υπάρχουν πρακτικά της εναγομένης 4, ως ορίζει ο Νόμος ή οποιαδήποτε συμβατική ευθύνη αυτής προς τον ενάγοντα ή οποιαδήποτε μεταγενέστερη γραπτή συμφωνία για πληρωμή κάποιου ποσού στον ενάγοντα.

Κατά την αντεξέταση, ο ΜΥ ανέφερε ότι ο υφιστάμενος μέτοχος της εναγομένης 4 αγόρασε το μετοχικό της κεφάλαιο τα έτη 2019 και 2020, από άλλο πρόσωπο, όχι τους εναγόμενους 1 έως 3. Ο ίδιος δεν έχει γνώση ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες οι εναγόμενους 1 και 3 μεταβίβασαν τις μετοχές τους στον προηγούμενο μέτοχο της εναγομένης 4. Σχετικώς με τις εν λόγω μεταβιβάσεις, ο ΜΥ αναγνώρισε έγγραφο του Εφόρου Εταιρειών στην αγγλική γλώσσα, ημερομηνίας 18/12/18  (Τεκμήριο 30). Σε ότι αφορά το τίμημα που καταβλήθηκε από τον νυν μέτοχο της εταιρείας για να αγοράσει το μετοχικό της κεφάλαιο, αυτό ήταν Ευρώ 137.000, συν Ευρώ 125.000 για την κεφαλαιακή επάρκεια της εταιρείας.

Επιπλέον, υποδείχθηκαν στον ΜΥ τα αναφερόμενα από τον ενάγοντα εμβάσματα της ABS Group στον λογαριασμό της εναγομένης 4 - Τεκμήριο 28 και του υποβλήθηκε ότι το σύνολο αυτών είναι το ποσό που διεκδικεί ο ενάγων από την εναγομένη 4. Ο ΜΥ απάντησε ότι αυτά τα λεφτά φαίνεται να μπήκαν στο λογαριασμό της εταιρείας, με διαταγή των μετόχων, από κάποια εταιρεία ABS Group, την οποία ο ίδιος δεν γνωρίζει. Εν πάση περιπτώσει, ο ΜΥ εμφαντικά ανέφερε ότι απαγορεύεται να μπαίνουν λεφτά σε λογαριασμό ΕΠΕΥ που δεν προέρχονται είτε από τους μετόχους, είτε από τις δραστηριότητές της.

Πέραν των ανωτέρω, ο ΜΥ αποδέχθηκε υποβολή ότι η εναγομένη 4 επωφελήθηκε από τα χρήματα αυτά υπό την έννοια ότι αυτά ξοδεύτηκαν για μισθούς και άλλα της έξοδα, πλην όμως επανέλαβε ότι τα εν λόγω ποσά θεωρούνται συνεισφορά των μετόχων.

Επιπλέον, ο ΜΥ ρωτήθηκε κατά πόσον είχε υπόψιν του την υπόθεση του RG στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (Τεκμήριο 29) και αυτός απάντησε καταφατικά. Διευκρίνισε ότι η υπόθεση στην οποία αναφέρθηκε ο εναγόμενος 3, ήταν μια άλλη ποινική υπόθεση, η οποία ολοκληρώθηκε.

Αξιολόγηση Μαρτυρίας:

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, έχω παρακολουθήσει με ιδιαίτερη προσοχή όλους τους μάρτυρες, οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον μου, ώστε να είμαι σε θέση να αξιολογήσω τη μαρτυρία τους, με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια επί του θέματος νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους(1997) 1 Α.Α.Δ. σελ. 1119 και Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. σελ. 614).

Ως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» των Ηλιάδη και Σάντη (σελ.153): «Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά (Rana και Άλλου v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 489) αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και από τις δυο πλευρές (Φώτσιου v Ηροδότου (2010) 1(Β) ΑΑΔ 1172). Τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι αλληλένδετα με τη συνολική εκτίμηση της μαρτυρίας και των προεκτάσεων της και συναρτάται με την αντικειμενική όψη των πραγμάτων  (Βασιλείου v. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 159/9 ημ.4.5.12). Αυτή η προσέγγιση επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου και την πίστη του κοινού στη δικαστική διαδικασία…».

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών, έχοντας υπόψη μου τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, γραπτή και προφορική, την οποία αντιπαρέβαλα και εξέτασα ως σύνολο, σε συσχετισμό με τις δικογραφημένες θέσεις των μερών, έχοντας επιπλέον μελετήσει με προσοχή τις αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων του ενάγοντα και της εναγομένης 4, καθώς επίσης και των εναγομένων 2 και 3, προχωρώ στην πιο κάτω αξιολόγηση:

 

            Ο ενάγων μου έκανε πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Κατέθεσε με ειλικρίνεια και σταθερότητα και απάντησε με σαφήνεια σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή σε ότι αφορά τα σχετικά γεγονότα που έλαβαν χώρα. Διευκρινίζεται όμως ότι η ερμηνεία που ο ενάγων έδωσε στα γεγονότα αυτά, καθώς επίσης και οι απόψεις που εξέφρασε επί νομικών ζητημάτων, δεν δύνανται ασφαλώς να αποτελέσουν ευρήματα Δικαστηρίου. Επιπλέον η γνώμη του ενάγοντα ότι οι εναγόμενοι σκόπιμα κωλυσιεργούσαν και επιπλέον του απέκρυπταν στοιχεία, με ανεντιμότητα και πρόθεση να τον εξαπατήσουν, δεν τεκμηριώνεται, κατά την κρίση μου, από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον μου, ως θα εξηγηθεί κατωτέρω.

Σε ότι αφορά τα γεγονότα, η μαρτυρία του ενάγοντα σε μεγάλο βαθμό παρέμεινε αδιαμφισβήτητη και γίνεται αποδεκτή ως καταγράφεται κατωτέρω, στα ευρήματα του Δικαστηρίου. Σε ότι αφορά τις συζητήσεις μεταξύ του ιδίου και των εναγομένων 1 έως 3, αναφορικά με την κατάσταση της εναγομένης 4 πριν την υπογραφή της συμφωνίας – Τεκμήριο 5, σημειώνεται ότι ο ενάγων δεν έδωσε οποιεσδήποτε λεπτομέρειες των συζητήσεων αυτών. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα σε ότι αφορά τις παραστάσεις των εναγομένων 1 - 3 αναφορικά με την οικονομική κατάσταση της εναγομένης 4 πριν την υπογραφή της προκαταρκτικής συμφωνίας – Τεκμήριο 5, πλην του ότι αυτή ήταν αδειοδοτημένη να ενεργεί ως ΚΕΠΕΥ και ότι θα χρειαζόταν χρηματοδότηση για κάλυψη των λειτουργικών της εξόδων για 2 – 3 μήνες ή και περισσότερο, μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ελέγχου δέουσας επιμέλειας και ακολούθως μέχρι την ολοκλήρωση της μεταβίβασης του μετοχικού της κεφαλαίου στον ενάγοντα και την έγκριση αυτού ως νέου μετόχου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Σε ότι αφορά την εφαρμογή της συμφωνίας – Τεκμήριο 5, προκύπτει από τη μαρτυρία του ενάγοντα ότι αυτός αισθάνθηκε δυσαρεστημένος λόγω καθυστέρησης από πλευράς των εναγομένων στην παροχή στους συμβούλους του, AMF, των απαραίτητων στοιχείων και εγγράφων για σκοπούς ελέγχου δέουσας επιμέλειας. Παρεμβάλλοντας και αξιολογώντας στο σημείο αυτό τη μαρτυρία της ΜΕ2 ως προς το εν λόγω ζήτημα, αποδέχομαι ότι υπήρξε από πλευράς του εκτελεστικού διευθυντή, εναγομένου 3 και του προσωπικού της εναγομένης 4 καθυστέρηση και ανεπαρκής ανταπόκριση στα αιτήματα της AMF και ότι ο ενάγων επανειλημμένως καλούσε τον εναγόμενο 3, καθώς και τους αρμόδιους λειτουργούς της εναγομένης 4 που είχαν αναλάβει να εφοδιάσουν την AMF με τα απαραίτητα έγγραφα, να επισπεύσουν τη διαδικασία. Αποδέχομαι επίσης ότι ο ενάγων αισθάνθηκε έκπληξη και απογοήτευση όταν ενημερώθηκε περί τον Οκτώβριο 2016 από τον εναγόμενο 3 και την λογίστρια της εναγομένης 4, Angela Rudene, ως προς το πρόβλημα κεφαλαιακής ανεπάρκειας της εναγομένης 4. Αποδέχομαι επίσης ότι η εμπιστοσύνη του προς τους εναγόμενους κλονίστηκε ανεπανόρθωτα όταν ενημερώθηκε περί τον Νοέμβριο 2016, για πρώτη φορά ότι εκκρεμούσε εναντίον της εναγομένης 4 απαίτηση πρώην υπαλλήλου της στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, γεγονός για το οποίο ούτε ο ίδιος, αλλά ούτε και οι συμβούλοι του είχαν ενημερωθεί προηγουμένως. Όμως, η μαρτυρία του ενάγοντα ως προς το τί ακριβώς ελέγχθη από τον εναγόμενο 3, όταν μεταξύ τους συζητήθηκε η δικαστική αυτή υπόθεση, παρέμεινε ασαφής. Παρεμβάλλω εδώ τη μαρτυρία του εναγόμενου 3, καθώς και του ΜΥ ότι εναντίον της εναγομένης 4 υπήρχε ακόμη μια υπόθεση με παραπονούμενο τον RG, ποινικής φύσεως, η οποία αφορούσε τη μη καταβολή μισθού και εν τέλει ολοκληρώθηκε δια της καταβολής στον RG ποσού ύψους Ευρώ 3.000. Συνεπώς δεν είναι σαφές κατά πόσον κατά τη συζήτηση του ενάγοντα με τον εναγόμενο 3, ο τελευταίος αναφερόταν στην ποινική υπόθεση, ή στην υπόθεση – Τεκμήριο 29. Ο ενάγων δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει το Τεκμήριο 29, το οποίο είναι αντίγραφο της αίτησης του RG στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στην ελληνική γλώσσα και το οποίο εξασφαλίστηκε σε κάποιο μεταγενέστερο απροσδιόριστο στάδιο, από τους δικηγόρους του.

Εν πάση περιπτώσει, τα πιο πάνω γεγονότα οδήγησαν τον ενάγοντα, κατόπιν συμβουλής που έλαβε από την AMF και τους δικηγόρους του, να τερματίσει την προκαταρκτική συμφωνία – Τεκμήριο 5, θεωρώντας ότι η αγορά της εναγομένης 4 δεν θα ήταν μια οικονομικά συμφέρουσα συναλλαγή.

Σε ότι αφορά το ερώτημα κατά πόσον υπήρξε παράβαση οποιονδήποτε συμβατικών υποχρεώσεων των εναγομένων, το κατά πόσον η εναγομένη 4 δεσμεύεται ή όχι από την επίδικη συμφωνία, καθώς και το κατά πόσον οι εναγόμενοι ή οιοσδήποτε εξ αυτών, αναγνώρισαν ή όχι το επίδικο χρέος, ή επωφελήθηκαν αδικαιολόγητα εις βάρος του ενάγοντα, είναι ζητήματα νομικά, τα οποία θα εξεταστούν δικαστικώς κατά την υπαγωγή των γεγονότων στον Νόμο.

Τέλος, σχετικώς με τη θέση του ενάγοντα ότι ο ίδιος, μέσω του ομίλου εταιρειών ABS Group Ltd, κατέθεσε σε λογαριασμό της εναγομένης 4, τα ποσά που περιγράφει, αποδέχομαι κατ’ αρχάς ότι  τα ποσά αυτά εμβάστηκαν σε λογαριασμό της εναγομένης 4 (Τεκμήριο 28) κατ’ εντολή του ενάγοντα, στη βάση της προκαταρκτικής συμφωνίας – Τεκμήριο 5 ως προκύπτει από τα Τεκμήρια 6 – 10 και 28 με σκοπό την κάλυψη λειτουργικών εξόδων. Αποδέχομαι επίσης τη θέση του ενάγοντα ότι κατ’ εκείνο το χρόνο ο ίδιος ενεργούσε ως Διευθύνων Σύμβουλος της ABS Group στο Χονγκ Κονγκ. Δεν αποδέχομαι όμως τη θέση ότι ο ενάγων, ως φυσικό πρόσωπο, ήταν ο δικαιούχος των εν λόγω χρηματικών ποσών, τα οποία κατατέθηκαν στο λογαριασμό της εναγομένης 4, καθότι ουδόλως εξήγησε, ούτε και τεκμηρίωσε για ποιο λόγο θεωρεί ότι τα χρήματα αυτά είναι δικά. Αντιθέτως, κατά την αντεξέταση ο ενάγων ευθαρσώς αναγνώρισε ότι τα χρήματα αυτά ανήκουν στην ABS Group. Πέραν τούτου ο ισχυρισμός του ότι η ABS Group ήταν και είναι υπό τον έλεγχο του, τέθηκε κατά τρόπο γενικό και αόριστο και δεν ισοδυναμεί με μαρτυρία ότι ο ενάγων ήταν ιδιοκτήτης ή ένας από τους μετόχους της ABS Group. Επιπλέον, ο ενάγων δεν εξήγησε στο Δικαστήριο για ποιο λόγο θεωρεί ότι τα χρήματα αυτά είναι δικά του, αφ’ ης στιγμής πληρώθηκαν από λογαριασμό της ABS Group. Καμία μαρτυρία δεν έδωσε επίσης ως προς τον τρόπο λειτουργίας και λήψης αποφάσεων της ABS Group και ως προς τη σχέση της νομικής αυτής οντότητας με την όλη συναλλαγή του ιδίου με τους εναγόμενους 1 έως 3 και την επικείμενη αγορά των μετοχών της εναγομένης 4 από τον ίδιο προσωπικά. Δεν παρουσιάστηκε, ούτε δικογραφήθηκε άλλωστε ότι υπήρχε μεταξύ ενάγοντα και ABS Group κάποια συμφωνία δανείου, ή κάποια συμφωνία εκχώρησης στον ενάγοντα του δικαιώματος είσπραξης του εν λόγω ποσού από την ABS Group ή κάποια αναγνώριση από την ABS Group ότι τα χρήματα αυτά ανήκουν στον ενάγοντα ως φυσικό πρόσωπο ή ότι ο ενάγων είχε δικαίωμα να λάβει τα εν λόγω χρήματα ώστε να τα επιστρέψει ακολούθως στην ABS Group

Προχωρώντας στη μαρτυρία της ΜΕ2, σημειώνω ότι και αυτή κρίνεται αξιόπιστη και η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή ως προς τα γεγονότα τα οποία περιήλθαν στη δική της αντίληψη, κατά την εμπλοκή της στην όλη διαδικασία ελέγχου δέουσας επιμέλειας της εναγομένης 4. Νοείται ότι η γνώμη που η μάρτυρας εξέφρασε επί διαφόρων νομικών ζητημάτων, καθώς και τα συμπεράσματα στα οποία προέβη, ερμηνεύοντας τα γεγονότα, δεν δύνανται να υιοθετηθούν από το Δικαστήριο, καθότι αυτά θα αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικής κρίσης κατά την υπαγωγή των γεγονότων στον Νόμο.

Συνεπώς υπό τις πιο πάω διευκρινίσεις η μαρτυρία της ΜΕ2 γίνεται αποδεκτή, εκτός από τα πιο κάτω σημεία: Η αναφορά της ΜΕ2 ότι η εντολή που ο ενάγων έδωσε στην AMF ήταν να διαπιστώσει κατά πόσον η εναγομένη 4 θα αποτελούσε συμφέρουσα οικονομική συναλλαγή τόσο για τον ίδιο όσο και κατ’ επέκταση για το γκρουπ εταιρειών που αυτός ήλεγχε και εξακολουθεί να ελέγχει στο Χονγκ Κονγκ με όνομα ABS Group Ltd δεν γίνεται αποδεκτή. Ως διαφάνηκε κατά την αντεξέταση, η ΜΕ2 δεν γνωρίζει οτιδήποτε σχετικά με τις δραστηριότητες του ABS Group, ούτε καν κατά πόσον η οντότητα αυτή έχει την απαραίτητη άδεια για να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες. Ούτε και εξηγήθηκε στο Δικαστήριο είτε από τον ενάγοντα, είτε από την ΜΕ2 ποιος θα ήταν ο ρόλος της ABS Group, σε περίπτωση εξαγοράς της εναγομένης 4 από τον ενάγοντα. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγω σε ότι αφορά τη μαρτυρία της ΜΕ2 ότι κατά τον επίδικο χρόνο ο ενάγων δραστηριοποιούνταν στον κλάδο των επενδυτικών εταιρειών μέσω του ABS Group, καθώς και αναφορικά με το ότι οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του εν λόγω γκρουπ επεκτείνονταν διεθνώς σε διάφορες ηπείρους. Οι θέσεις αυτές παρέμειναν ατεκμηρίωτες. Καμία γνώση δεν φάνηκε να έχει η ΜΕ2 ως προς τις δραστηριότητες του ABS Group. Πελάτης της AMF, αλλά και του δικηγορικού γραφείου στο οποίο η ΜΕ2 εργάζεται, ήταν και είναι μόνο ο ενάγων, ως φυσικό πρόσωπο. Σχετικώς με την εμπλοκή της ABS Group στην όλη διαδικασία, αποδέχομαι τη μαρτυρία της ΜΕ2 ότι υπήρχε ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ εναγόμενου 3 και λειτουργών της εναγομένης 4 τόσο με τον ενάγοντα, όσο και με άλλα πρόσωπα, τα οποία εργάζονταν στην ABS Group. Έχει άλλωστε γίνει αποδεκτή η θέση του ενάγοντα ότι τα χρήματα που κατατέθηκαν στο λογαριασμό της εναγομένης 4 κατατέθηκαν κατ’ εντολή του, από την ABS Group. Για άγνωστη όμως στο Δικαστήριο αιτία.

Δεν αποδέχομαι επίσης τη θέση της ΜΕ2 ότι υπήρξε σκόπιμη απόκρυψη από πλευράς εναγομένων της δικαστικής υπόθεσης –Τεκμήριο 29, επειδή εάν αποκαλύπτονταν το στοιχείο αυτό, ο ενάγων θα υπαναχωρούσε από τη συμφωνία. Πρόκειται για δικό της συμπέρασμα, το οποίο δεν έχει έρεισμα στη μαρτυρία. Ως έχει ήδη αναφερθεί κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ενάγοντα, δεν γίνεται αποδεκτή η θέση ότι ο εναγόμενος 3 παραδέχθηκε την παράλειψή του να αποκαλύψει στον ενάγοντα ότι εκκρεμούσε η υπόθεση – Τεκμήριο 29. Η μαρτυρία ως προς το τί ακριβώς συζητήθηκε μεταξύ των δυο αντρών, ως προς τα παράπονα του RG εναντίον της εναγομένης 4, παρέμεινε συγκεχυμένη. Ενδεχομένως η συζήτηση να αφορούσε άλλη ποινική υπόθεση, στην οποία αναφέρθηκε ο εναγόμενος 3 και ο ΜΥ, κατά την ένορκη μαρτυρία τους.

Επιπλέον, η θέση της ΜΕ2 ότι η AMF είχε ζητήσει ρητώς από τον εναγόμενο 3 και τους αρμόδιους λειτουργούς της εναγόμενης 4 να της αναφέρουν τυχόν δικαστικές διαδικασίες που εκκρεμούσαν εναντίον της εν λόγω εταιρείας, παρέμεινε ατεκμηρίωτη. Έχοντας μελετήσει με προσοχή ένα προς ένα τα σχετικά ηλεκτρονικά μηνύματα λειτουργών της AMF, καθώς και τα απαντητικά μηνύματα εκ μέρους λειτουργών της εναγομένης 4, τα οποία κατατέθηκαν ενώπιον μου, πουθενά δεν εντοπίζω τέτοιο αίτημα. Συγκεκριμένα:

i)          Δια του ηλεκτρονικού μηνύματος του Αντρέα Θεοδοσίου ημερομηνίας 14/7/16 προς τον εναγόμενο 3 (Τεκμήριο 12) ζητήθηκαν συγκεκριμένα έγγραφα υπό σημεία (a) – (i), στα οποία δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά σε τυχόν δικαστικές διαδικασίες εναντίον της εναγομένης 4.

ii)         Στο ηλεκτρονικό μήνυμα του Ν. Φασουλιώτη εκ μέρους της AMF προς τον Σ. Μενοίκου, μη εκτελεστικό διευθυντή της εναγομένης 4, ημερομηνίας 10/8/16 (Τεκμήριο 13) ζητούνται, μεταξύ άλλων, στην αγγλική γλώσσα: «confirmation from legal advisor on the outcome of all the complaints the company has received (including the once [sic] disclosed during our meeting earlier today)» και «communication regarding the second complaint the company has received throughout the year». Το μήνυμα αυτό δεν φαίνεται να κοινοποιήθηκε σε κανέναν από τους εναγόμενους 1 έως 3. Ούτε είναι σαφές σε ποια παράπονα γίνεται αναφορά. Φαίνεται πάντως πως κάποια παράπονα είχαν αποκαλυφθεί στην AMF από λειτουργούς της εναγομένης 4.

iii)        Εντοπίζεται ακολούθως στο κάτω μέρος του Τεκμηρίου 22 ηλεκτρονικό μήνυμα της Angela Rudene λειτουργού της εναγομένης 4 προς τον Ν. Φασουλιώτη της AMF και κοινοποίηση, μεταξύ άλλων, στην ΜΕ2, ημερομηνίας 9/11/16, δια του οποίου φαίνεται να αποστάλθηκαν στην AMF διάφορα έγγραφα που απαριθμούνται υπό σημεία 1 έως 6, τα οποία είχαν ζητηθεί. Σε αυτή τη λίστα υπάρχει αναφορά σε «Two Registries of complaints and confirmation of no errors». Άγνωστο παραμένει στο Δικαστήριο το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων.

iv)       Σε ότι αφορά το ηλεκτρονικό μήνυμα του Ν. Φασουλιώτη εκ μέρους της AMF ημερομηνίας 10/11/16 (Τεκμήριο 15), το οποίο απεστάλη σε λειτουργούς της εναγομένης 4 και κοινοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, στον εναγόμενο 3, αλλά όχι στους εναγόμενους 1 και 2, γίνεται αναφορά σε λίστα εγγράφων τα οποία είχαν ζητηθεί και αναμένετο να δοθούν μέχρι την 18/11/16, πλην όμως δεν έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο η εν λόγω λίστα και επομένως άγνωστο παραμένει το περιεχόμενο αυτής. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το Τεκμήριο 17, σε απαντητικό ηλεκτρονικό του μήνυμα ημερομηνίας 11/11/16, ο διευθυντής της εναγομένης 4, Σ. Μενοίκου, απευθυνόμενος στον Αντρέα Θεοδοσίου της AMF και κοινοποίηση, μεταξύ άλλων, στον εναγόμενο 3, στη ΜΕ2 και στον ενάγοντα, αναφέρεται σε λίστα εγγράφων τα οποία τους ζητήθηκαν για πρώτη φορά την προηγούμενη μέρα, δηλαδή στις 10/11/16 το απόγευμα. Επιπλέον, ο Μενοίκου αναφέρει ότι όλο το προσωπικό της εναγομένης 4 εταιρείας εργάζονταν κατ’ εκείνο το χρόνο κατά προτεραιότητα, για να ετοιμάσουν τα έγγραφα αυτά, ώστε να τα παραδώσουν στην AMF εντός της ημέρας ή μέχρι την επόμενη Δευτέρα το πρωί. Εφόσον όμως η εν λόγω λίστα δεν κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί τί στοιχεία ήταν αυτά και αν πράγματι ζητήθηκαν από την εναγομένη 4 για πρώτη φορά στις 10/11/16, ως ο ισχυρισμός Μενοίκου ή αν είχαν ζητηθεί από προηγουμένως, ως ο ισχυρισμός Αντρέα Θεοδοσίου στο ηλεκτρονικό του μήνυμα ημ.12/11/16 (Τεκμήριο 18). Η ΜΕ2 δεν αναφέρθηκε συγκεκριμένα στα εν λόγω έγγραφα. Ούτε καν στην επιστολή τερματισμού – Τεκμήριο 23 δεν αναφέρονται συγκεκριμένα ποια έγγραφα δεν είχαν δοθεί ενώ ζητήθηκαν.

v)         Στο ηλεκτρονικό του μήνυμα ημερομηνίας 14/11/16 – Τεκμήριο 19, ο Α. Θεοδοσίου εκ μέρους της AMF απευθυνόμενος προς κάποιον Ryan Tsui, συνεργάτη του ενάγοντα ως γίνεται αντιληπτό και Σάββα Μενοίκου, διευθυντή της εναγομένης 4, με κοινοποίηση, μεταξύ άλλων, στον εναγόμενο 3 και στην ΜΕ2, αναφέρει ότι υπολείπονταν τα εξής συγκεκριμένα έγγραφα: «(a) Copies of academic qualifications, (b) Bank statement submitted to CySEC if any (c) Form 144-00-09» και «(d) Certificate of clean criminal record». Ως γίνεται αντιληπτό, τα έγγραφα αυτά δεν σχετίζονται με εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις ή τυχόν παράπονα που υποβλήθηκαν εναντίον της εναγομένης 4.

Επομένως, δεν προκύπτει από τα πιο πάνω στοιχεία ότι ζητήθηκε αλλά δεν δόθηκε στην AMF λίστα με τυχόν εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις εναντίον της εναγομένης 4 ή ότι δόθηκε κάποια ψευδής διαβεβαίωση ότι δεν υπήρχαν τέτοιες υποθέσεις. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η αλληλογραφία των μερών ως προς αυτό το ουσιώδες ζήτημα της συλλογής εγγράφων για σκοπούς ‘Due Diligence’, δεν κατατέθηκε ολοκληρωμένη αλλά επιλεκτικά. Μάλιστα κάποια ηλεκτρονικά μηνύματα λειτουργών της εναγομένης 4, όπως το ηλεκτρονικό μήνυμα της Angela Rudene ημερομηνίας 9/11/16, στο οποίο γίνεται αναφορά ανωτέρω και αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 22, καθώς επίσης και το ηλεκτρονικό μήνυμα του Σ. Μενοίκου, ημερομηνίας 11/11/16 που αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 17, κατατέθηκαν από τον ενάγοντα χωρίς οποιαδήποτε αναφορά, μόνο και μόνο επειδή βρίσκονταν μαζί με άλλα μηνύματα, τα οποία αυτός επιθυμούσε να καταθέσει. Δεν προκύπτει συνεπώς από την ενώπιον μου μαρτυρία ολοκληρωμένη και ξεκάθαρη εικόνα ως προς την επικοινωνία των μερών, κατά τη διαδικασία συλλογής εγγράφων για σκοπούς ελέγχου δέουσας επιμέλειας της εναγομένης 4. Δεν προκύπτει επίσης οποιαδήποτε άρνηση από πλευράς των εναγομένων να προσκομίσουν τα έγγραφα που τους ζητήθηκαν ή οποιαδήποτε εσκεμμένη απόκρυψη εγγράφων.

Αυτό που προκύπτει είναι η αποτυχία των λειτουργών της εναγομένης 4 να ανταποκριθούν ικανοποιητικά και με την αναμενόμενη ταχύτητα, στα αιτήματα του ενάγοντα και των εκπροσώπων του.

Τέλος, σε ότι αφορά τη μαρτυρία της ΜΕ2 ότι οι εναγόμενοι 1 έως 4 ανέλαβαν αδιαμαρτύρητα και ανεπιφύλακτα την υποχρέωση για επιστροφή του χρηματικού που ο ενάγων αξιώνει, διευκρινίζεται ότι αυτή δεν δύναται να υιοθετηθεί, καθότι αφορά νομικό ζήτημα το οποίο θα εξεταστεί από το Δικαστήριο.

Προχωρώντας στη μαρτυρία του εναγόμενου 2, σημειώνω ότι αυτός μου έκανε πολύ καλή εντύπωση. Θεωρώ ότι κατέθεσε στο Δικαστήριο με ειλικρίνεια. Το γεγονός ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε έγγραφα προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του δεν έχουν κλονίσει την αξιοπιστία του, καθότι ο εναγόμενος 2 εκπροσώπησε τον εαυτό του και ως διαφάνηκε δεν θεώρησε ότι είχε κάποια υποχρέωση να προσκομίσει έγγραφα προς απόδειξη των ισχυρισμών του, ότι για παράδειγμα μεταβίβασε τις μετοχές του σε τρίτο πρόσωπο δωρεάν. Εν πάση περιπτώσει, η θέση του ότι μετά τον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας μεταβίβασε τις μετοχές του σε τρίτο πρόσωπο χωρίς να λάβει οποιοδήποτε αντάλλαγμα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο, λόγω έλλειψης τεκμηρίωσης. Σε ότι αφορά την υπόλοιπη μαρτυρία του εναγόμενου 2, αυτή γίνεται αποδεκτή.

Σε ότι αφορά τον εναγόμενο 3, σημειώνω ότι αυτός κατέθεσε όντας φορτισμένος και προβαίνοντας πολλές φορές σε λεκτικές επιθέσεις και προσβολές εναντίον τρίτων προσώπων. Σε πολλά σημεία της μαρτυρίας του εκφράστηκε με απαράδεκτη υπεροψία και ειρωνεία. Επεκτάθηκε επίσης σε θέσεις εκτός δικογραφίας για θέματα μη σχετιζόμενα με τα επίδικα. Σε αυτή την έκταση, η μαρτυρία του θα αγνοηθεί. Παρόλα αυτά, δεν θεωρώ ότι εναγόμενος 3 κατέθεσε στο Δικαστήριο με διάθεση προσφυγής στο ψεύδος.

Σε ότι αφορά τον ισχυρισμό του ότι προτού υπογράψουν τη συμφωνία – Τεκμήριο 5, οι εναγόμενοι 1 έως 3 αποκάλυψαν πλήρως στον ενάγοντα την τρέχουσα κατάσταση της εναγομένης 4, η μαρτυρία αυτή παρέμεινε ασαφής και αόριστη. Η μαρτυρία του επίσης ως προς τα πραγματικά περιουσιακά στοιχεία της εναγομένης 4 κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν δύναται να γίνει αποδεκτή, λόγω έλλειψης της απαραίτητης τεκμηρίωσης. Δεκτή γίνεται όμως η θέση του ότι ο λόγος για τον οποίο οι μέτοχοι της εναγομένης 4 αποφάσισαν να την πουλήσουν ήταν τα οικονομικά της προβλήματα.

Σε ότι αφορά την υπόθεση του RG, αποδέχομαι τη μαρτυρία του εναγόμενου 3, ότι ο ίδιος είχε υπόψιν του μια ποινική υπόθεση στα πλαίσια της οποίας ο RG διεκδίκησε την καταβολή μισθού που δεν του είχε καταβληθεί και ότι είναι αυτή την υπόθεση την οποία ο ίδιος δεν θεωρούσε σημαντική και την οποία ο ίδιος εξέφρασε πλήρη ετοιμότητα να αναλάβει προσωπικά. Δεν είναι σαφές από το σύνολο της μαρτυρίας κατά πόσον εκτός από την εν λόγω ποινική υπόθεση ο εναγόμενος 3 προσωπικά είχε υπόψιν του και την υπόθεση – Τεκμήριο 29 η οποία ακόμη εκκρεμεί. Ως διαφάνηκε, ο ίδιος χειρίστηκε το όλο ζήτημα με κάποια επιπολαιότητα. Δεν διαπιστώνεται όμως ότι ο εναγόμενος 3 εσκεμμένα απέκρυψε από τον ενάγοντα την υπόθεση αυτή. Το γεγονός ότι η υπόθεση καταχωρίστηκε στο Δικαστήριο περί τον Απρίλιο 2016, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος 3 γνώριζε για την εν λόγω υπόθεση και εσκεμμένα την απέκρυψε από τον ενάγοντα κατά την υπογραφή της προκαταρκτικής συμφωνίας ή σε κάποιο μεταγενέστερο χρόνο μέχρι τον Νοέμβριο 2016.

Σε ότι αφορά τη θέση του εναγόμενου 3 ότι τόσο ο ίδιος, όσο και οι έτεροι μέτοχοι της εναγόμενης 4, μεταβίβασαν εν τέλει τις μετοχές τους σε τρίτο πρόσωπο δωρεάν, αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή λόγω έλλειψης της απαραίτητης τεκμηρίωσης.

Τέλος, σε ότι αφορά τα ηλεκτρονικά μηνύματα που ο εναγόμενος 3 αντάλλαξε με τη ΜΕ2, σχετικά με την επιστροφή του επίδικου ποσού στον ενάγοντα, αποδέχομαι τη θέση του ότι ο ίδιος προσπάθησε και ήλπιζε να εξεύρει τρόπο επιστροφής του εν λόγω ποσού στον ενάγοντα, είτε από την εναγόμενη 4, είτε από τους μετόχους αυτής. Οι όποιες νομικές συνέπειες των δηλώσεών του είναι ζήτημα που εξετάζεται κατωτέρω, κατά την υπαγωγή των γεγονότων στον Νόμο.

Συνεπώς ο εναγόμενος 3 κρίνεται επίσης αξιόπιστος μάρτυρας και η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή εν μέρει, ως εξηγείται ανωτέρω.

Τέλος, προχωρώ στη μαρτυρία του ΜΥ, ο οποίος κρίνεται αξιόπιστος μάρτυρας. Δεν είχε όμως ο μάρτυρας αυτός προσωπική γνώση των γεγονότων που οδήγησαν στην καταχώριση της ως άνω Αγωγής. Η μαρτυρία του βασίστηκε στα δεδομένα τα οποία εντόπισε στην κατοχή της εναγομένης 4 και υπό αυτό το πρίσμα θα ειδωθεί. Σε ότι αφορά τις απόψεις του ΜΥ επί νομικών θεμάτων, τονίζεται ακόμη μια φορά ότι αυτές δεν δύνανται να υιοθετηθούν από το Δικαστήριο. Ούτε και η ερμηνεία που αυτός έδωσε στα γεγονότα.

Σε ότι αφορά τη θέση ότι τα χρήματα που κατατέθηκαν στο λογαριασμό της εναγομένης 4 από την ABS Group αποτελούν κεφαλαιακή συνεισφορά των μετόχων, αυτή δεν γίνεται αποδεκτή για τους ακόλουθους λόγους:

Εν πρώτοις, η θέση ότι αν ήθελε φανεί ότι ο ενάγων ή άλλο πρόσωπο εκ μέρους αυτού κατέθεσε χρήματα στο λογαριασμό της εναγομένης 4, αυτό έγινε για λογαριασμό των μετόχων και ως εκ τούτου η εναγομένη 4 δεν έχει υποχρέωση να τα επιστρέψει, δεν δικογραφείται σε κανένα σημείο της Ε/Υ.

 Συγκεκριμένα, αυτό που καταγράφεται στην παράγραφο 7 της Ε/Υ της εναγομένης 4 είναι ότι εάν ήθελε διαφανεί ότι ο ενάγων κατέθεσε οποιοδήποτε ποσό σε αυτήν, «αυτό έγινε στα πλαίσια έγκρισης του ενάγοντα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου για να μπορέσει να προχωρήσει στην αγορά των μετοχών της Εναγομένης 4». Επιπλέον, στην παράγραφο 10 της Ε/Υ δικογραφείται η θέση ότι εάν και εφόσον δόθηκαν χρήματα στην εναγόμενη 4, «αυτά δόθηκαν ανεπιφύλακτα και/ ή ως δωρεά για να διατηρήσει την άδεια της η εναγόμενη 4 και/ ή άλλως πως για την ομαλή λειτουργία της Εναγόμενης 4 εταιρείας με βάση τις συμβατικές υποχρεώσεις του ενάγοντα».

Δεν μου διαφεύγει ότι στην Ε/Α δεν δικογραφείται πουθενά ότι τα χρήματα δεν δόθηκαν από τον ίδιο τον ενάγοντα προσωπικά, αλλά από την ABS Group, για λογαριασμό του. Η παράλειψη όμως αυτή, δεν αναιρεί την υποχρέωση που είχε η εναγόμενη 4 να δικογραφήσει τη θέση ότι εάν κατατέθηκαν χρήματα στον λογαριασμό της από τον ενάγοντα, αυτό έγινε ως συνεισφορά των μετόχων και ότι ως εκ τούτου δεν υποχρεούται να τα επιστρέψει. Επομένως, η πιο πάνω θέση εκφεύγει παντελώς των δικογράφων και δεν δύναται να εξεταστεί.

Εν πάση όμως περιπτώσει, η θέση του ΜΥ ότι τα χρήματα δόθηκαν στην εναγομένη 4 ως συνεισφορά των μετόχων και επομένως αυτή δεν οφείλει να τα επιστρέψει, δεν υποστηρίζεται από κανένα σημείο της υπόλοιπης μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον μου και έχει γίνει αποδεκτή. Συγκεκριμένα στην επίμαχη συμφωνία -  Τεκμήριο 5 πουθενά δεν αναγράφεται ότι τα χρήματα αυτά θα δίδονταν από τον ενάγοντα στην εναγομένη 4 εκ μέρους των μετόχων. Στο ηλεκτρονικό της μήνυμα η Angela Rudene, λογίστρια της εναγομένης 4, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ημερομηνίας 12/9/16 (Τεκμήριο 8) αναγράφεται το εξής:

«Since our bank credited funds previous month after providing them with documents, payment can be made from ABS Group Ltd accounts as usually.

Nevertheless, it is preferably to mention in the Payment details --- according to Preliminary Agreement 07.07.2016».

Δεν υπάρχει καμία μαρτυρία ότι τα πιο πάνω χρήματα έτυχαν περιγραφής από την εναγόμενη 4 ως συνεισφορά των μετόχων. Ούτε προκύπτει άλλωστε να είχαν οι μέτοχοι νομική υποχρέωση να καταβάλουν τα χρήματα αυτά στο λογαριασμό της εναγομένης 4, εάν δεν τα κατέβαλλε ο ενάγων ή άλλο πρόσωπο. Ως υποστήριξαν οι εναγόμενοι 2 και 3, αυτοί δεν είχαν άλλα κεφάλαια να συνεισφέρουν στην εναγομένη 4 και για αυτό το λόγο αποφάσισαν να την πουλήσουν. Επομένως, εάν τα χρήματα δεν καταβάλλονταν από την ABS Group, ενδεχομένως να μην καταβάλλονταν από κανέναν. Το κατά πόσον η εναγομένη 4 είχε ή όχι δικαίωμα βάσει Νόμου ή κανονισμών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να δεχθεί τα χρήματα αυτά, τα οποία δεν προέρχονταν από τους μετόχους της, προς κάλυψη των εξόδων της,  δεν αποτελεί επίδικο ζήτημα και δεν θα με απασχολήσει περαιτέρω, ούτε και έχει τεθεί ενώπιον μου επαρκής μαρτυρία βάσει της οποίας να μπορώ να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα ως προς το θέμα αυτό.

Ευρήματα:

Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση, καταλήγω σε ευρήματα ως η μαρτυρία που έγινε κοινώς αποδεκτή σε ότι αφορά την υπογραφή της συμφωνίας – Τεκμήριο 5, την ανταλλαγή αλληλογραφίας που έχει κατατεθεί ενώπιον μου, με σκοπό τη συλλογή των απαραίτητων εγγράφων και στοιχείων για σκοπούς δέουσας επιμέλειας της εναγομένης 4 από την AMF εκ μέρους του ενάγοντα, την μεταφορά χρημάτων στο λογαριασμό της εναγομένης 4 από την ‘ABS Group κατ’ εντολή του ενάγοντα, στη βάση της συμφωνίας – Τεκμήριο 5, ως προκύπτει από τα τεκμήρια 6 – 10 και 28, τον τερματισμό της προκαταρκτικής συμφωνίας (Τεκμήριο 23) και την αλληλογραφία που ακολούθησε (Τεκμήρια 24 και 25).

Συνοψίζοντας, αποτελεί εύρημά μου ότι μετά την υπογραφή της συμφωνίας - Τεκμήριο 5, παρατηρήθηκε καθυστέρηση και μη ικανοποιητική για τον ενάγοντα και τους αντιπροσώπους του ανταπόκριση από τον εναγόμενο 3 ως εκτελεστικό διευθυντή της εναγόμενης 4 και το προσωπικό της εν λόγω εταιρείας σε ότι αφορά τη συλλογή και προσκόμιση των απαραίτητων στοιχείων και εγγράφων, για σκοπούς ελέγχου δέουσας επιμέλειας. Επιπλέον, περί τον Οκτώβριο 2016, ο ενάγων ενημερώθηκε από τον εναγόμενο 3 και τη λογίστρια της εναγομένης 4, Angela Rudene ότι η εν λόγω εταιρεία αντιμετώπιζε πρόβλημα κεφαλαιακής ανεπάρκειας, το οποίο κλήθηκε ο ίδιος να καλύψει, καταβάλλοντας ποσό Ευρώ 195.000. Πέραν τούτου, περί τις αρχές Νοεμβρίου 2016 ο ενάγων ενημερώθηκε από πρώην υπάλληλο της εναγομένης 4 ότι αυτός είχε καταχωρίσει εναντίον της εν λόγω εταιρείας κάποια δικαστική υπόθεση, δια της οποίας αξίωνε αποζημιώσεις της τάξεως των Ευρώ 100.000, ως του ανέφερε.

Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, δηλαδή την παρατηρηθείσα καθυστέρηση κατά τη διαδικασία ελέγχου δέουσας επιμέλειας, κατά την οποία ο ενάγων όφειλε να καλύπτει τα μηνιαία λειτουργικά έξοδα της εναγομένης 4, την κεφαλαιακή ανεπάρκεια που η εναγομένη 4 παρουσίαζε τον Οκτώβριο 2016 και τη δικαστική υπόθεση που εκκρεμούσε εναντίον της, ο ενάγων αποφάσισε, κατόπιν συμβουλής της AMF και των δικηγόρων του, να τερματίσει την συμφωνία – Τεκμήριο 5, στη βάση του όρου 2.9 αυτής.

Σύμφωνα με τον όρο 2.9 της προρρηθείσας συμφωνίας, ο ενάγων είχε δικαίωμα να μην προχωρήσει με αγορά του μετοχικού κεφαλαίο της εναγομένης 4, εάν δεν έμενε ευχαριστημένος από τον έλεγχο δέσουσας επιμέλειας αυτής.

            Ταυτόχρονα με τον τερματισμό της συμφωνίας – Τεκμήριο 5  που έγινε δια του ηλεκτρονικού μηνύματος της ΜΕ2 (Τεκμήριο 23) ο ενάγων ζήτησε επιστροφή του ποσού ύψους Ευρώ 125.000 το οποίο είχε δοθεί στην εναγομένη 4 προς κάλυψη των λειτουργικών της εξόδων, στη βάση της εν λόγω συμφωνίας.

            Ακολούθως, ο εναγόμενος 3 σε ηλεκτρονικό του μήνυμα ημερομηνίας 23/11/16 (Τεκμήριο 24) το οποίο υπογράφει ως διευθύνων σύμβουλος της εναγομένης 4, προς τον ενάγοντα, την ΜΕ2 και κοινοποίηση στον Σάββα Μενίκου, διευθυντή της εναγομένης 4, Angela Rudene, λογίστρια της εναγομένης 4 και τον εναγόμενο 1, εξέφρασε πρόθεση αποπληρωμής του ποσού των Ευρώ 125.000, τμηματικά, με στόχο την πλήρη αποπληρωμή μέχρι το τέλος του 2017. Ακολούθησε αλληλογραφία αναφορικά με το πλάνο αποπληρωμής του εν λόγω ποσού, ως φαίνεται στα τεκμήρια 25 και 27.

Στο ηλεκτρονικό του μήνυμα προς τη ΜΕ2 και τον ενάγοντα ημερομηνίας 29/11/16, το οποίο κοινοποιήθηκε στους Σάββα Μενοίκου, Angela Rudene και εναγόμενους 1 και 2, ο εναγόμενος 3 ανέφερε ότι το ζήτημα της αποπληρωμής του πιο πάνω ποσού είχε συζητηθεί εσωτερικά τις τελευταίες δυο μέρες. Λόγω έλλειψης επαρκούς χρηματοδότης της εναγομένης 4, αποφασίστηκε όπως αυτή σταματήσει, προσωρινά τουλάχιστον, να παρέχει υπηρεσίες κάτι που σήμαινε, κατά τον εναγόμενο 3, ότι το πιο πιθανόν οι πληρωμές να γίνονταν από τους μετόχους, ως φυσικά πρόσωπα.

Στο ηλεκτρονικό του μήνυμα, ημερομηνίας 1/3/17, προς τη ΜΕ2 και τον ενάγοντα, με κοινοποίηση στους Σάββα Μενοίκου, Angela Rudene και εναγόμενους 1 και 2, ο εναγόμενος 3, ο οποίος υπογράφει ως διευθύνων σύμβουλος της εναγομένης 4, ανέφερε ότι χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για να αρχίσουν να παρέχουν υπηρεσίες, ώστε να μπορέσουν να αρχίσουν να αποπληρώνουν τον ενάγοντα.

Στο τελευταίο ηλεκτρονικό μήνυμα του εναγομένου 3, το οποίο έχει κατατεθεί ενώπιον Δικαστηρίου, ημερομηνίας 6/6/17, αυτός ως διευθύνων σύμβουλος της εναγομένης 4, απευθυνόμενος στη ΜΕ2 με κοινοποίηση στους εναγόμενους 1 και 2, στον ενάγοντα και άλλα πρόσωπα, ζήτησε πίστωση χρόνου, καθότι η εναγομένη 4 επρόκειτο να ξεκινήσει να παρέχει υπηρεσίες.

Εν τέλει, το ζητούμενο ποσό δεν πληρώθηκε, με αποτέλεσμα την καταχώριση της ως άνω Αγωγής.

Νομική Πτυχή – Υπαγωγή γεγονότων στον Νόμο:

            Προχωρώ στο σημείο αυτό να εξετάσω τη νομική πτυχή της υπόθεσης, έχοντας υπόψιν τις ικανές γραπτές αγορεύσεις των μερών, τις οποίες δεν κρίνω σκόπιμο να αναπαράγω. Οι θέσεις των μερών εξετάζονται κατωτέρω, στο βαθμό που αυτό κρίνεται απαραίτητο για σκοπούς της παρούσας απόφασης.

Κατ’ ισχυρισμό παράβαση σύμβασης

Σε ότι αφορά τις κατ’ ισχυρισμό ευθύνες της εναγομένης 4 σημειώνεται, κατ’ αρχάς, ότι αυτή δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία – Τεκμήριο 5 αλλά «το αντικείμενο της σκοπούμενης συμφωνίας αγοράς μετοχών της από τον ενάγοντα» ως άλλωστε περιγράφεται και στην παράγραφο 7 της Ε/Α. Από το κείμενο της εν λόγω συμφωνίας, ξεκάθαρα προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αυτής είναι ο ενάγων και οι εναγόμενοι 1 έως 3 ως μέτοχοι της εναγομένης 4 και όχι ως αντιπρόσωποι αυτής.

            Εν πάση περιπτώσει, από την όλη αλληλογραφία που ακολούθησε της υπογραφής της συμφωνίας – Τεκμήριο 5, προκύπτει ότι η εναγόμενη 4 έλαβε γνώση ως προς την εν λόγω συμφωνία, μέσω του διευθύνοντος συμβούλου αυτής, εναγομένου 3 και του διευθυντή της Σάββα Μενοίκου. Στη βάση της εν λόγω συμφωνίας, το προσωπικό της εναγομένης 4, κατ’ εντολή του εναγομένου 3, ανέλαβε να εφοδιάσει την AMF με όλα τα απαραίτητα έγγραφα για σκοπούς ελέγχου δέουσας επιμέλειας. Επίσης, η εναγόμενη 4 έλαβε γνώση και πάλι μέσω του εναγόμενου 3, αλλά και του διευθυντή αυτής Σάββα Μενοίκου, ότι στη βάση της εν λόγω συμφωνίας, έγιναν πληρωμές στο λογαριασμό της προς κάλυψη των λειτουργικών της εξόδων, κατά τους μήνες Ιούλιο έως Οκτώβριο 2016. Άλλωστε είναι κατόπιν γραπτής ενημέρωσης από την λογίστρια της εναγομένης 4, Angela Rudene, προς τον ενάγοντα και τους συνεργάτες αυτού, που ο ενάγων έδινε κάθε φορά εντολή στην ομάδα του να προβαίνει στα ανάλογα εμβάσματα στον λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας.

            Πέραν τούτου όμως, η εναγομένη 4 ως ξεχωριστή νομική προσωπικότητα, δεν ευθύνεται για τυχόν παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων των μετόχων της, εναγομένων 1 έως 3 ( βλ. μεταξύ άλλων Stereo Development Co Ltd. V. Εφόρου φόρου Εισοδήματος και άλλου (1998) 4 Α.Α.Δ.651 και Matero Ltd v. Republic (1986) CLR 1574).

            Προχωρώ συνεπώς να εξετάσω κατά πόσον υπήρξε παράβαση σύμβασης εκ μέρους των εναγομένων 1 έως 3.

            Στην επιστολή τερματισμού (Τεκμήριο 23) γίνεται λόγος για παραβίαση των όρων 2.1, 2.3(c) και 2.4 της προκαταρκτικής συμφωνίας, οι οποίοι έχουν ως ακολούθως:

«2.1 The seller is obligated to ensure the absence of any external obligations of the Company and to take care of any outstanding financial and/or other obligations, which the Company may have before the Conditions are met and fulfilled. The Seller hereby agrees, understands and guarantees that before the actual sale of the Shares takes place, the Company will not have any external outstanding obligations, all the balance – sheets be put in order and the official Audit for the first half a year of 2016 is to be presented promptly and shall be part of the share and purchase agreement between the parties.

….

2.3 The parties agree that the financing of the Company’s monthly costs for the period of transfer of 100% of the Shares of the Company as follows:

….

(c) The Seller is obligated to provide all the information data that is requested by the Buyer within the Transition Period and/ or during all the period of the transfer of the Company’s Shares to the Buyer;

….

2.4 Due Diligence. Hereby the Parties agree to exchange all necessary information and data that relates to the forthcoming deal to the sale and purchase of the Shares from the Seller to the Buyer; therefore, the Seller should present, disclose and provide the Buyer with all requested information and data to ensure the complete passing of Due Diligence of the Company that is to be done by the Buyer».

            Στην Ε/Α, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένους όρους της επίδικης συμφωνίας, γίνεται λόγος για:

(i)            Παραβίαση ουσιώδους όρου της συμφωνίας λόγω παράλειψης των εναγομένων να παρέχουν στους εκπροσώπους του ενάγοντα τις πληροφορίες και/ ή λίστα εγγράφων που απαιτούνταν για σκοπούς ελέγχου της δέουσας επιμέλειας της εναγομένης 4 (βλ. παράγραφο 20 Ε/Α).

(ii)          Παράβαση της προπαρασκευαστικής συμφωνίας λόγω απόκρυψης από τον ενάγοντα του προβλήματος κεφαλαιακής ανεπάρκειας της εναγομένης 4 (βλ. παράγραφο 24 Ε/Α).

(iii)         Παράβαση των όρων της προπαρασκευαστικής συμφωνίας  λόγω απόκρυψης από τον ενάγοντα του γεγονότος ότι εκκρεμούσε εναντίον της εναγομένης 4 η υπόθεση του πρώην υπαλλήλου της, RG.

            Ξεκινώντας από τον ισχυρισμό ότι υπήρξε παράβαση σύμβασης, λόγω παράλειψης των εναγομένων να παρέχουν στους εκπροσώπους του ενάγοντα τις πληροφορίες και/ ή λίστα εγγράφων που απαιτούνταν για σκοπούς ελέγχου της δέουσας επιμέλειας της εναγομένης 4, σημειώνεται ότι με βάση τα ευρήματά μου ανωτέρω, προκύπτει ότι ουδέποτε υπήρξε άρνηση παροχής στοιχείων και πληροφοριών από πλευράς εναγομένων, παρά μόνο καθυστέρηση και έλλειψη επαγγελματισμού και ικανοποιητικής ανταπόκρισης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της AMF και του ενάγοντα. Από την αλληλογραφία των μερών προκύπτει ότι έγγραφα και στοιχεία δόθηκαν από την εναγόμενη 4 σε διάφορα χρονικά σημεία, πλην όμως αυτά δεν κρίθηκαν αρκετά από την AMF. Εν τέλει τέθηκε στους εναγόμενους προθεσμία για παροχή των εγγράφων που δεν είχαν δοθεί, μέχρι την 18/11/16. Στις 15/11/16, δηλαδή εντός της ταχθείσας προθεσμία, δόθηκε στην AMF πρόσβαση σε έγγραφα της εναγομένης 4, πλην όμως και πάλι αυτά κρίθηκαν ελλιπή από την AMF (βλ. Τεκμήριο 23). Άγνωστο παραμένει όμως ποια είναι τελικά τα έγγραφα τα οποία ζητήθηκαν, αλλά δεν προσκομίστηκαν, εφόσον δεν δόθηκε σαφής και συγκεκριμένη μαρτυρία σε σχέση με το ζήτημα αυτό.        

            Σε ότι αφορά το ζήτημα της κεφαλαιακής ανεπάρκειας της εναγομένης 4, σημειώνεται ότι αυτό αποκαλύφθηκε στον ενάγοντα τον Οκτώβριο του 2016 και εξηγήθηκαν λεπτομερώς από τη λογίστρια της εναγομένης 4 και τον εναγόμενο 3, οι λόγοι που οδήγησαν στη δημιουργία του εν λόγω προβλήματος. Δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε απόκρυψη, ούτε παράβαση σύμβασης σε σχέση με αυτό το ζήτημα, εφόσον οι εναγόμενοι δεν είχαν κάποια συμβατική υποχρέωση να ενημερώσουν τον ενάγοντα πριν την υπογραφή της συμφωνίας τεκμήριο 5 ως προς τα διαθέσιμα κεφάλαια της εναγομένης 4. Ως γίνεται αντιληπτό, το ζήτημα της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης 4 θα αποτελούσαν αντικείμενου λογιστικού ελέγχου μετά την υπογραφή της συμφωνίας - Τεκμήριο 5. Το ενδεχόμενο η οικονομική κατάσταση της εναγομένης 4 να ήταν κακή, ήταν καθόλα ορατό, εξ ου και σύμφωνα με τον όρο 2.9 της προκαταρκτικής συμφωνίας, ο ενάγων είχε δικαίωμα και διακριτική ευχέρεια να μην προχωρήσει με εξαγορά της εναγομένης 4, εάν δεν έμενε ευχαριστημένος από τον έλεγχο δέουσας επιμέλειας.

Τέλος, σε ότι αφορά την δικαστική υπόθεση η οποία εκκρεμούσε εναντίον της εναγομένης 4, με παραπονούμενο τον RG, δεν εντοπίζεται στο κείμενο της συμφωνίας κάποια σαφής και ξεκάθαρη συμβατική υποχρέωση των εναγομένων να αποκαλύψουν στον ενάγοντα τυχόν δικαστικές υποθέσεις οι οποίες εκκρεμούσαν εναντίον της εναγομένης 4. Ειδικότερα σε ότι αφορά τους εναγόμενους 1 και 2, δεν υπάρχει καμία μαρτυρία ότι αυτοί ως μέτοχοι της εναγομένης 4, έλαβαν γνώση της εν λόγω υπόθεσης πριν την υπογραφή της συμφωνίας – Τεκμήριο 5. Σε ότι αφορά τον εναγόμενο 3, με βάση τα ευρήματά μου, δεν προκύπτει ότι αυτός απέκρυψε σκόπιμα την εν λόγω υπόθεση από τον ενάγοντα, κατά παράβαση συμβατικής του υποχρέωσης. Ως διαφάνηκε κατά τη μαρτυρία του, ο εναγόμενος 3 τελούσε σε σύγχυση σε ότι αφορά τις αξιώσεις του RG εναντίον της εναγομένης 4, εφόσον ο ίδιος αναφερόταν σε κάποια ποινική υπόθεση εναντίον της εναγομένης 4 για μη καταβολή μισθού στον RG, για την οποία όμως ο ενάγων δεν είχε πληροφόρηση.

            Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι ο ενάγων, μετά την πληροφόρηση που έλαβε τόσο αναφορικά με το πρόβλημα κεφαλαιακής ανεπάρκειας της εναγομένης 4 τον Οκτώβριο 2016, όσο και αναφορικά με την αξίωση του RG, περί τις αρχές Νοεμβρίου 2016, συνέχισε να επιθυμεί να εξαγοράσει την εναγόμενη 4 με αποτέλεσμα οι αντιπρόσωποί του να θέσουν προθεσμία στους εναγόμενους για προσκόμιση των απαραίτητων εγγράφων μέχρι την 18/11/16.

Επομένως, με βάση τις ανωτέρω διαπιστώσεις καταλήγω ότι δεν υπήρξε από πλευράς εναγομένων οποιαδήποτε παραβίαση ουσιώδους όρου της συμφωνίας – Τεκμήριο 5.

Με βάση τον όρο 2.9 της επίμαχης συμφωνίας, ο ενάγων είχε δικαίωμα οποτεδήποτε και αυτοβούλως να υπαναχωρήσει από την εν λόγω συμφωνία, όπως και έπραξε.

Δεν υπάρχει όμως στην εν λόγω σύμβαση οποιοσδήποτε όρος για επιστροφή στον ενάγοντα των χρημάτων τα οποία πληρώθηκαν προς κάλυψη λειτουργικών εξόδων της εναγόμενης 4, σε περίπτωση τερματισμού της. Η σύμβαση ως προς το ζήτημα αυτό, παραμένει σιωπηλή.

Δεν έχει διαφανεί επίσης από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου ότι υπήρχε εξ αρχής πρόθεση από πλευράς των μετόχων να επιστρέψουν οι ίδιοι προσωπικά στον ενάγοντα τα εν λόγω χρήματα, σε περίπτωση τερματισμού της συμφωνίας.

Αυτό που εντοπίζεται στη μαρτυρία που έχει γίνει αποδεκτή είναι η αναγνώριση από πλευράς του εναγομένου 3, ενεργώντας ως εκτελεστικός διευθυντής της εναγομένης 4, της υποχρέωσης επιστροφής των εν λόγω χρημάτων στον ενάγοντα. Οι αναφορές του εναγόμενου 3 στο ενδεχόμενο επιστροφής των χρημάτων αυτών από τους μετόχους προσωπικά, σαφώς και δεν δεσμεύει τους εναγόμενους 1 και 2. Δεν υπάρχει καμία μαρτυρία ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 ως μέτοχοι της εναγομένης 4 συμφώνησαν να επιστρέψουν στον ενάγοντα τα χρήματα που αξιώνει, από δικούς τους πόρους.

Τα χρήματα έλαβε η εναγόμενη 4, η οποία έλαβε γνώση τόσο της συμφωνίας – Τεκμήριο 5 για επικείμενη εξαγορά της, όσο και για την καταβολή χρημάτων στο λογαριασμό της, κατά τους μήνες Ιούλιο έως Οκτώβριο 2016, εφόσον οι πληρωμές αυτές γίνονταν κατόπιν συνεννόησης με την λογίστρια της εναγομένης 4, εις γνώση τόσο του εκτελεστικού της διευθυντή, εναγομένου 3, του εναγόμενου 1, ο οποίος ήταν επίσης διευθυντής και του Σάββα Μενοίκου, μη εκτελεστικού διευθυντή της εναγομένης 4.

Επομένως, κρίνω ότι η αναγνώριση από πλευράς εναγομένου 3 της υποχρέωσης επιστροφής του ποσού αυτού, δεσμεύει την εναγομένη 4, εφόσον ο εναγόμενος 3 προέβη στην εν λόγω αναγνώριση ενεργώντας με φαινόμενη εξουσιοδότηση, ως διευθύνων σύμβουλος της εναγομένης 4 και εύλογα δημιούργησε την πεποίθηση ότι εκπροσωπούσε την εν λόγω εταιρεία όταν προέβη κατ’ επανάληψη στις δηλώσεις αυτές.

Σύμφωνα όμως με πάγια νομολογία, η αναγνώριση χρέους, δεν δύναται να αποτελέσει αυτοτελή βάση Αγωγής (βλ. μεταξύ άλλων Πανίκος Α. Λεονίδου κ.α. v. Δρ.Θρασύβουλου Σπυριδάκη (2012) 1 Α.Α.Δ 1694 και Νικόλας και Χρήστος Ιγνατίου ως διαχείριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος Χρήστου Ιγνατίου κ.α v. Νικόλα Λεμονάρη (2004) 1 Α.Α.Δ.1562). Δεδομένης λοιπόν της μη απόδειξης παράβασης σύμβασης εξ υπαιτιότητας των εναγομένων, η πιο πάνω αναγνώριση της υποχρέωσης επιστροφής χρημάτων, θα ληφθεί υπόψιν στο πλαίσιο εξέτασης της έτερης νομικής βάσης της ως άνω Αγωγής, που είναι αυτή του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

 

Κατ’ ισχυρισμό αδικαιολόγητος πλουτισμός:

            Στη βάση του άρθρου 70 του περί Συμβάσεων Νόμου:

«Αν κάποιος πράξει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου ή παραδώσει σε αυτόν οτιδήποτε χωρίς πρόθεση να το πράξει χαριστικά, ο τελευταίος εφόσον ήθελε προσποριστεί όφελος υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με πράξη που διενεργήθηκε ή να επιστρέψει το πράγμα που παραδόθηκε».

            Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Παναγιώτης Τσιελεπής -και  Nichropa Developers Ltd Πολιτική Έφεση αρ.366/2019 ημερομηνίας 12/2/25, συνοψίστηκαν οι αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με παραπομπή σε παλαιότερη νομολογία ως ακολούθως:

«Σε σχέση µε το αξίωμα και/ή τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, παραπέμπουμε στα όσα έχουμε αναφέρει στην απόφαση µας BANK OF CHINA (HONG KONG) LIMITED v. VAIMICUS ESTATES LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. E79/18, 24.11.2023:

«Ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός, ως έννοια, βρίσκεται στον πυρήνα της γενικότερης αξίωσης για αποκατάσταση (restitution) που παρέχεται από τους κανόνες της επιείκειας (βλ. Chitty on Contracts (General Principles) (27η έκδοση), σελ. 1392, παρ. 29-007 και Minerve Finance Investment Ltd v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173). Πρόκειται για ιδιότυπη αρχή που έχει ως στόχο την απόδοση δικαιοσύνης σε περιπτώσεις που εκφεύγουν της στενής εφαρµογής των αρχών του δικαίου των συµβάσεων και γενικά δεν εντάσσονται στα στεγανά του κοινοδικαίου. Στο σύγγραµµα Chitty (ανωτέρω) παρ. 29- 007, αναφέρεται, ότι ο Αδικαιολόγητος Πλουτισµός εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου κάποιος έχει άδικα πλουτίσει σε βάρος άλλου και θα πρέπει έτσι να αποκαταστήσει την αδικία. Στην υπόθεση Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.∆. 1077, αναφέρθηκε ότι η αρχή του Αδικαιολόγητου Πλουτισµού προσφέρει ανταπόδοση πέραν και ανεξάρτητα οποιουδήποτε συµβατικού πλαισίου ή όπου το συµβατικό πλαίσιο αποτυγχάνει.

Σύµφωνα µε το σύγγραµµα «Το ∆ίκαιο των Συµβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο», του δικηγόρου Πολυβίου Γ. Πολυβίου, τόµος Β σελίδα 777 και επόμενες, στο κεφάλαιο 32 µε τίτλο «Αδικαιολόγητος Πλουτισµός και Αποκατάσταση (Unjust Enrichment and Restitution)», γίνεται έντονη συζήτηση κατά πόσο ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός αποτελεί αυτόνομη κατηγορία δικαίου ή κατά πόσο υπάρχουν διάφορες περιπτώσεις µε τα δικά τους χωριστά χαρακτηριστικά εκτός του δικαίου των συμβάσεων, όπου το Δικαστήριο θα εκδώσει κάποια θεραπεία µε σκοπό την αποκατάσταση των πράγματων, χωρίς όµως αυτές οι περιπτώσεις να αποτελούν ακόµη αυτόνομη και ανεξάρτητη κατηγορία δικαίου, όπως είναι το δίκαιο των συµβάσεων και το δίκαιο των αστικών αδικηµάτων. Ο Lord Diplock στην υπόθεση Orakpo v. Manson Investment Ltd [1978] A.C. 95, τόνισε ότι δεν υπάρχει στο αγγλικό δίκαιο γενική και ενοποιηµένη κατηγορία δικαίου βασισμένη στον Αδικαιολόγητο Πλουτισμό.

Η ίδια θεώρηση έχει εκφραστεί και σε κυπριακές δικαστικές αποφάσεις. Αναφορά γίνεται στις υποθέσεις Minerva Finance Investment Ltd v. Γεώργιου Γεωργιάδη (1998) 1Α.Α.Δ. 2173 και Κίτσης v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (ανωτέρω).

…..

Στην υπόθεση Ismini Kyriacou HjiLoizi & Others v. Irini Iona (1963) 2 C.L.R. 11, το Ανώτατο Δικαστήριο παρέθεσε τις προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος που προκύπτει από το άρθρο 70 και έχουν εκτεθεί οι τέσσερις προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση του εν λόγω άρθρου. Συγκεκριµένα, έχουν αναφερθεί τα ακολούθα:

«On a fair reading of section 70 it appears that four conditions are required to establish a right of action, namely, (a) the act must be done lawfully; (b) for another person; (c) it must be done by a person not intending to act gratuitously; and (d) the person for whom the act is done must enjoy the benefit of it. The fulfilment of the conditions is a question of fact in each case. »

Για επιτυχή επίκληση της αρχής του Άδικου Πλουτισμού θα πρέπει να καταδειχθεί (α) πως ο εναγόμενος πλούτισε (has been enriched) από όφελος (benefit), (β) εξόδοις του ενάγοντος (at the plaintiffs expense και (γ) ότι θα ήταν άδικο να επιτραπεί στον εναγόµενο να διατηρήσει το όφελος (retention of the benefit would be unjust)(βλ. Goff and Jones, The Law of Restitution, (2η έκδοση), σελ. 11-45, Chitty (ανωτέρω) παρ. 29- 0011 και Χρίστου v. Khoreva, (2002) 1 Α.Α.∆. 454). Η πρόσφατη υπόθεση Benedetti v. Sawaris [2013] 3 W.L.R. 351, επαναλαμβάνει τις πιο πάνω προϋποθέσεις, προσθέτοντας - αυτονόητα - και µια τέταρτη, σύμφωνα µε την οποία, για να δικαιούται ο ενάγοντας σε επιτυχή επίκληση της αρχής, ο εναγόµενος, δεν θα πρέπει να δικαιούται σε οποιαδήποτε υπεράσπιση.»

Επίσης στην ίδια απόφαση αναφερθήκαμε και στην υπόθεση ΑΡΧΙΠΠΕΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΛΤΔ και άλλη v. Δημητρίου Κακαβού (2015) 1 Α.Α.Δ. 2195, επισημαίνοντας ότι:

«Όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι οι θεραπείες στη βάση Αδικαιολόγητου Πλουτισμού δίνονται κατ' εξαίρεση και στην απουσία σύμβασης ή διάρρηξης αυτής, οι θεραπείες του Αδικαιολόγητου Πλουτισµού και της Αποκατάστασης βασίζονται στον αδικαιολόγητο προσπορισμό οφέλους από πρόσωπο σε βάρος άλλου στην απουσία σύμβασης ή συμφωνίας και ότι σκοπός της θεραπείας δεν είναι η κάλυψη της ζημιάς στον ενάγοντα, αλλά η αποστέρηση του οφέλους ή κέρδους από τον εναγόμενο,... » ...

«Στην παλαιότερη υπόθεση Νάκης Θεοχαρίδης v. Ιωάννη Ιωάννου κ.α. (2012) 1Α.Α.Δ. 1311, έχει αναφερθεί από την πλειοψηφία ότι:

«Για να ισχύει η αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να ικανοποιηθούν τρεις προϋποθέσεις: Α) ο εναγόμενος θα πρέπει να έχει εμπλουτιστεί από την απόκτηση ενός οφέλους, β) το όφελος θα πρέπει να αποκτήθηκε εις βάρος του ενάγοντα και γ) θα πρέπει να είναι άδικο να επιτρέπει στον εναγόμενο να κρατήσει το όφελος.»

Στην υπόθεση Μιχάλης Ζένιος Λτδ και Touch Properties & Investments Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 484/2012, ηµερ. 10 Ιουνίου 2019, ECLI:CY:AD:2019:A225, το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε τις αρχές που αφορούν την αξίωση για αποζημιώσεις στη βάση του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού, στις αρχές της υπόθεσης ΑΡΧΙΠΠΕΑ (ανωτέρω) και πρόσθεσε ότι η βασική αρχή που εξάγεται από την πιο πάνω νομολογία είναι ότι µία αξίωση για αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν θεωρείται ως αξίωση για αποζημίωση για απώλεια, αλλά για απόσπαση του οφέλους που αδικαιολόγητα αποκόμισε ο εναγόμενος µε έξοδα του ενάγοντα, µε παραπομπή στην υπόθεση Benedetti v. Sawiris (2013) 3WLR 351.»

            Χρήσιμη καθοδήγηση αντλείται επίσης από την ακόμη πιο πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Δημητράκης Ε. Αγγελίδης Λτδ v. Δώρας Ηρακλέους, Πολιτική Έφεση αρ.293/2019, ημερομηνίας 17/7/25, στην οποία αποφασίστηκε ότι το όφελος που αποκομίζει ο εναγόμενος κατά την εξέταση του αξιώματος του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δύναται να είναι αρνητικό υπό την έννοια της απαλλαγής του από κόστος, το οποίο σε διαφορετική περίπτωση θα επωμίζετο. Ως συγκεκριμένα αναφέρθηκε από το Εφετείο:

«Αναμφίβολα, η εφεσείουσα µε το να µην πληρώνει τον λογαριασμό που αφορά το νερό του διαμερίσματος που της ανήκει έχει αποκτήσει όφελος, µε την έννοια ότι έχει απαλλαχτεί από κάποιο κόστος που έπρεπε να επωμιστεί. Όπως αναφέρεται στο σύγγραµµα του Π. Πολυβίου (ανωτέρω) σελ. 1609 – 1610:

«Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει ότι η έννοια «όφελος» (benefit) μιλά από μόνη της. Αναφέρεται σε κάποιο όφελος ή πλεονέκτημα το οποίο απέκτησε ο εναγόμενος. Το όφελος αυτό μπορεί να είναι θετικό ή αρνητικό. Θετικό είναι όταν ο εναγόµενος έχει αποκτήσει κάποιο συγκεκριμένο δικαίωμα, αντικείμενο ή ποσό. Αρνητικό, όταν ο εναγόμενος απαλλάσσεται από κάποιο βάρος ή κόστος το οποίο κανονικά έπρεπε να επωμισθεί. Μπορεί το αρνητικό όφελος να µην έχει τη σαφήνεια που συνήθως χαρακτηρίζει το θετικό όφελος, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απαλλαγή του εναγοµένου από κάποιο βάρος ή έξοδο το οποίο κανονικά τον βαρύνει συνιστά όφελος για τον ίδιο, διότι συνεπάγεται την εξοικονόμηση ρημάτων ή κάποιου ανάλογου ποσού.»

Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές εν προκειμένω, καταλήγω ότι δια της κατάθεσης του επίδικου χρηματικού ποσού στον λογαριασμό της εναγομένης 4, δια του οποίου αυτή κάλυψε λειτουργικά της έξοδα, αναμφίβολα αυτή προσπορίστηκε όφελος, καθότι απαλλάχθηκε από κόστος αντίστοιχης αξίας, το οποίο, σε διαφορετική περίπτωση, όφειλε να καλύψει η ίδια. Διαφορετική είναι η κατάληξή μου εν σχέση με τους μετόχους, εναγόμενους 1 έως 3, οι οποίοι δεν έλαβαν προσωπικά το εν λόγω ποσό, ούτε και έχει διαφανεί από τη μαρτυρία ότι αποκόμισαν ο κάθε ένας από αυτούς, κέδρος ή όφελος αντίστοιχης ή άλλης συγκεκριμένης αξίας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία των εναγομένων 2 και 3, μετά την υπαναχώρηση του ενάγοντα από την επίδικη συμφωνία, αυτοί μεταβίβασαν τις μετοχές τους δωρεάν σε τρίτο πρόσωπο και απώλεσαν τα κεφάλαια που είχαν επενδύσει στην εναγόμενη 4, της οποίας η οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε. Αν και η μαρτυρία αυτή δεν έχει μετουσιωθεί σε εύρημα Δικαστηρίου, λόγω ανεπαρκούς τεκμηρίωσης, εντούτοις, δεν έχει καταρριφθεί, εφόσον δεν διαφάνηκε ότι ισχύει το αντίθετο, ότι δηλαδή οι μέτοχοι επωφελήθηκαν από την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων της εναγομένης 4 αποκομίζοντας κέρδος ή δια της απαλλαγής τους από την υποχρέωση κάλυψη των εν λόγω εξόδων. Τονίζεται στο σημείο αυτό ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οποιαδήποτε μαρτυρία ότι οι εναγόμενοι 1 έως 3, ως μέτοχοι της εναγομένης 4 είχαν κάποια νομική ή συμβατική υποχρέωση να καλύψουν με δικά τους κεφάλαια τα λειτουργικά έξοδα της εναγομένης 4, σε περίπτωση που αυτά δεν καλύπτονταν αλλιώς.

Δεδομένης λοιπόν της κατάληξής μου περί απόκτησης οφέλους από πλευράς της εναγομένης 4, προχωρώ να εξετάσω στο σημείο αυτό κατά πόσο πληρούνται οι άλλες δυο προϋποθέσεις για στοιχειοθέτηση του αξιώματος του αδικαιολόγητου πλουτισμού εις βάρος του ενάγοντα. Σε ότι αφορά την τρίτη προϋπόθεση, θεωρώ ότι τα χρηματικά ποσά που αξιώνονται δεν δόθηκαν στην εναγόμενη 4 χαριστικά. Δόθηκαν με σκοπό αυτή να συνεχίσει τη λειτουργία της μέχρι την εξαγορά της από τον ενάγοντα. Εφόσον όμως η εναγομένη 4, δεν εξαγοράστηκε τελικά από τον ενάγοντα, θα ήταν θεωρώ άδικο να της επιτραπεί να διατηρήσει το όφελος που αποκόμισε.

Σε ότι αφορά όμως τη δεύτερη προϋπόθεση για στοιχειοθέτηση της αρχής του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή ο πλουτισμός να έλαβε χώρα εξόδοις του ενάγοντα, αποτελεί κρίση μου ότι η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται για τους ακόλουθους λόγους: Ως προέκυψε κατά την μαρτυρία που έχει γίνει αποδεκτή, τα χρήματα που κατατέθηκαν στον λογαριασμό της εναγομένης 4, δεν ανήκουν στον ενάγοντα προσωπικά, αλλά σε κάποια νομική οντότητα αποκαλούμενη ABS Group με έδρα στο Χονγκ Κονγκ. Ο ενάγων δεν είναι ιδιοκτήτης της ABS Group. Η περιουσία της δεν είναι και δική του περιουσία. Ως ανέφερε κατά τη μαρτυρία του, ο ενάγων ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας αυτής, η οποία ήταν υπό τον έλεγχο του και κατέθεσε χρήματα στον λογαριασμό της εναγομένης 4 εκ μέρους του στη βάση της συμφωνίας που ο ίδιος είχε με τους εναγόμενους 1 έως 3. Δεν εξήγησε όμως ο ενάγων σε ποια βάση η ABS Group κατέβαλε χρήματα στο λογαριασμό της εναγομένης 4 προς όφελος του ιδίου. Δεν αναφέρθηκε δηλαδή σε οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ του ιδίου και της ABS Group, ή σε κάποια απόφαση αυτής, ούτε και παρουσίασε οποιαδήποτε συμφωνία εκχώρησης του δικαιώματος είσπραξης του εν λόγω ποσού εκ μέρους της ABS Group, ούτε άλλωστε δικογραφείται μια τέτοια θέση. Δεν έχει τεθεί ενώπιον μου καμία μαρτυρία για ποιο λόγο η ABS Group κατέβαλε χρήματα εκ μέρους του ενάγοντα και ποια θα ήταν η σχέση της εν λόγω εταιρείας με την εναγομένη 4 εάν και εφόσον αυτή εξαγοράζετο από τον ενάγοντα. Το γεγονός ότι τα χρήματα δόθηκαν κατ’ εντολή του ενάγοντα, προς συμμόρφωση με συμβατικές του υποχρεώσεις, δεν αποδεικνύει αφ εαυτού ότι δικαιούχος των εν λόγω χρημάτων είναι ο ενάγων προσωπικά. Δικαιούχος των χρημάτων αυτών παραμένει η ‘ABS Group’, η οποία όμως δεν έχει προστεθεί ως ενάγουσα, ώστε να μπορεί να διεκδικήσει τα χρήματά της στη βάση της αρχής του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επαναλαμβάνεται στο σημείο αυτό ότι δεν έχει δικογραφηθεί, ούτε έχει προσκομιστεί μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι δικαιούχος των χρημάτων που πλήρωσε η ABS Group είναι ο ενάγων προσωπικά, στη βάση κάποιας μεταξύ τους συμφωνίας, ή απόφασης της ABS Group, ούτε υποστηρίχθηκε ότι υπήρξε εξουσιοδότηση ή εκχώρηση δικαιώματος στον ενάγοντα να αξιώσει και να εισπράξει το εν λόγω χρηματικό ποσό για λογαριασμό της ABS Group. Επιπλέον ο ενάγων δεν έχει καταδείξει ότι ο ίδιος προσωπικά έχει επωμιστεί ζημιά, λόγω παράβασης σύμβασης ή λόγω κατάθεσης χρημάτων της ABS Group στο λογαριασμό της εναγομένης 4, απλούστατα επειδή δεν έχει αποδείξει ότι τα χρήματα αυτά ήταν δικά του. Το πρόβλημα αυτό δεν επιλύεται κατά την κρίση μου από το γεγονός ότι η εναγομένη 4 μέσω του εκτελεστικού της διευθυντή, εναγόμενου 3, αναγνώρισε την υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων στον ενάγοντα, εφόσον ως έχει ήδη επισημανθεί, η αναγνώριση χρέους ή υποχρέωσης επιστροφής χρημάτων δεν δύναται να αποτελέσει αυτοτελή βάση Αγωγής.

Εφόσον λοιπόν η ως άνω Αγωγή βασίστηκε ταυτόχρονα τόσο σε κατ’ ισχυρισμό παράβαση σύμβασης, όσο και στο αξίωμα του αδικαιολόγητου πλουτισμού, θα έπρεπε για σκοπούς προώθησης του αξιώματος αυτού, ενάγουσα μαζί με τον ενάγοντα να είναι και η ιδιοκτήτρια των χρημάτων που καταβλήθηκαν στην εναγομένη 4 ή να δικογραφηθεί και να προσκομιστεί μαρτυρία ότι τα χρήματα αυτά που δόθηκαν από την ABS είχε δικαίωμα να λάβει ο ενάγων προσωπικά.

Κατάληξη:

Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, η ως άνω Αγωγή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και απορρίπτεται. Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της εναγόμενης 4 και εναντίον του ενάγοντα, ως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν από τον πρωτοκολλητή.

 

 

………………………..

Α. Κάρνου Α.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο