ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 2761/2014
Μεταξύ:
Kurtsev Valeriy
Ενάγοντα
-και-
Gerlington Limited
Εναγομένης
-και-
Ευγενίας Παρασκευαίδου
Τριτοδιάδικος
……………………………….
Ημερομηνία: 6.11.2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα: Ο κ. Μ. Β Ιωάννου
Για Εναγομένη : Ο κ. Γ. Θωμά μαζί με Κ. Θωμά για Υiannakis K. Thoma Law Firm LLC
Για Τριτοδιάδικο : Η κα. Ε. Ιωάννου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
O Eνάγοντας, ο οποίος κατάγεται από την Ουκρανία, αξιώνει από την Εναγομένη γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.
Είναι η κατ’ ισχυρισμόν θέση του, ότι η Εναγόμενη παραβίασε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, ως αυτές απορρέουν δυνάμει του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, ημερομηνίας 16.6.2012, (στο εξής «το αγοραπωλητήριο έγγραφο»).
Αξιώνει περαιτέρω, στην βάση της πιο πάνω κατ’ ισχυρισμόν παράβασης, και δηλώσεις του Δικαστηρίου ότι νόμιμα προχώρησε στον τερματισμού αυτού αλλά και ότι αυτό τερματίστηκε εξ υπαιτιότητας της Εναγομένης.
Προτού παραθέσω την εκδοχή που προωθήθηκε κατά την επ΄ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης από έκαστην πλευρά, κρίνω σκόπιμο να καταγράψω τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα, ως αυτά αναδύθηκαν, είτε μέσω των παραδεκτών γεγονότων είτε μέσω της μη αμφισβητούμενης και μη αναντίλεκτης μαρτυρίας.
Αυτά είναι τα ακόλουθα:
Την 16.6.2012, ο Ενάγοντας κατάρτισε με την Εναγομένη αγοραπωλητήριο έγγραφο (Τεκμήριο 1). Με βάση αυτό, η Εναγομένη πώλησε στον Ενάγοντα το διαμέρισμα, με αριθμό 15, στο Μπλοκ Β’ (στο εξής «το διαμέρισμα»), το οποίο και θα ανέγειρε στο συγκρότημα υπό την ονομασία «[ ]». Το εν λόγω συγκρότημα θα αποτελείτο από 2 πολυκατοικίες και 8 κατοικίες.
Η εν λόγω συμφωνία, την 9.7.2012, κατατέθηκε για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης της στο Επαρχιακό Κτηματολογικό γραφείο Λεμεσού (Τεκμήριο 21).
Η Εναγόμενη, συσταθείσα το 2009, είναι Κυπριακή εταιρεία και ήταν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου, στην περιοχή Ποταμός Γερμασόγειας στη Λεμεσό, στο οποίο θα ανεγειρόταν το πιο πάνω συγκρότημα.
Κατά τον επίδικο χρόνο, μέτοχοι της Εναγομένης σε ποσοστό 51% ήταν ο Κωνσταντίνος Λαζαρίδης (Μ.Υ 9) και σε ποσοστό 49% η Ευγενία Παρασκευαϊδου (στο εξής «η τριτοδιάδικος»). Πραγματικός ιδιοκτήτης και αποκλειστικός τελικός δικαιούχος των μετοχών της ήταν ο Ντμίρι Πογκορέλοβ. Μοναδική διευθύντρια και μοναδική διοικητικός σύμβουλος της ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, η τριτοδιάδικος. Μετά τα επίδικα γεγονότα η μετοχική δομή καθώς και οι αξιωματούχοι της Εναγομένης άλλαξαν. Σήμερα, με βάση το Τεκμήριο 54, το οποίο κατατέθηκε και ως προς την αλήθεια του περιεχομένου του, αποκλειστικά μέτοχος της Εναγομένης είναι ο Ντμίρι Πογκορέλοβ και διευθυντές της είναι ο προαναφερόμενος και ο Alexander Alekseev.
Το συμφωνηθέν τίμημα πώλησης του επίδικου διαμερίσματος ανερχόταν στο ποσό των €540.000, πλέον Φ.Π.Α. Αυτό, με βάση τον όρο 3 του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, θα καταβαλλόταν ως ακολούθως:
α. €162.000, πλέον Φ.Π.Α, εντός 30 ημερών από την υπογραφή του.
β. €160.000, πλέον Φ.Π.Α, με την συμπλήρωση του σκελετού και το κτίσιμο των τούβλων της πολυκατοικίας.
γ. €150.000, πλέον Φ.Π.Α, αμέσως μετά την εγκατάσταση των συστημάτων κλιματισμού, την εγκατάσταση του συστήματος πρόνοιας για κεντρική θέρμανση, την τοποθέτηση ταβανιών και την εκτέλεση των εσωτερικών εργασιών.
δ. €65.000, πλέον Φ.Π.Α, κατά την παράδοση του διαμερίσματος από την Εναγομένη προς τον Ενάγοντα τον Δεκέμβριο του 2013.
ε. €3.000, πλέον Φ.Π.Α, κατά την μεταβίβαση και εγγραφής του διαμερίσματος επ’ ονόματι του Ενάγοντος.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι σε σχέση με την καταβολή της 1ης δόσης, ως αναφέρεται στην παράγραφο (α) ανωτέρω, μεταφέρθηκε, την 12.7.2012, από την εταιρεία Belisito Ltd (στο εξής «η Belisito») στο τραπεζιτικό λογαριασμό της Εναγομένης (Τεκμήριο 8) το ποσό το ποσό των €124.200, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α, δυνάμει του τιμολογίου με αριθμό 3/2012, ημερομηνίας 10.7.2012 (μέρος του Τεκμηρίου 4) που η Εναγόμενη εξέδωσε προς τον Ενάγοντα. Σε σχέση με την πληρωμή αυτή, η Εναγομένη εξέδωσε, την 10.7.2012, σχετική απόδειξη εξόφλησης (μέρος του Τεκμηρίου 5), υπογεγραμμένη από την τριτοδιάδικο για λογαριασμό της Εναγομένης, για το ποσό των €162.000, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Παρεμβάλλεται στο σημείο αυτό για να αναφερθεί ότι, μεσούσης της ακροαματικής διαδικασίας, δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι, στις 10.7.12, μεταφέρθηκε από το λογαριασμό της Belisito στην Εναγόμενη το ποσό των €124.200 σε σχέση με την πληρωμή του αγοραπωλητηρίου εγγράφου.
Στη συνέχεια, αποτελεί κοινό τόπο ότι, στις 11.6.2013, κατατέθηκε από το λογαριασμό του Ενάγοντα (Τεκμήριο 21) σε τραπεζιτικό λογαριασμό που ανήκει στην εταιρεία G.K Theonell Constructions Ltd (στο εξής «η Theonell») το ποσό των €160.000, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, δυνάμει του τιμολογίου με αριθμό 1/2013, ημερομηνίας 30.5.2013 (μέρος του Τεκμηρίου 4) που η Εναγομένη εξέδωσε προς τον Ενάγοντα. Σε σχέση με την πληρωμή αυτή η Εναγομένη εξέδωσε, την 11.6.2013, σχετική απόδειξη εξόφλησης, για το ποσό των €160.000 συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ (μέρος του Τεκμηρίου 5), υπογεγραμμένη και πάλι από την τριτοδιάδικο για λογαριασμό της Εναγομένης.
Ακολούθως, κατατέθηκε στις 27.9.2013 και πάλι από το λογαριασμό του Ενάγοντα (Τεκμήριο 21) στον τραπεζιτικό λογαριασμό της Theonell το ποσό των €99.000, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, δυνάμει του τιμολογίου με αριθμό 6/2013, ημερομηνίας 27.9.2013 (μέρος του Τεκμηρίου 4) που η Εναγομένη και πάλι εξέδωσε. Σε σχέση με την πληρωμή αυτή η Εναγομένη εξέδωσε, την 27.9.2013, σχετική απόδειξη εξόφλησης, υπογεγραμμένη από την τριτοδιάδικο για λογαριασμό της Εναγομένης, για το ποσό των €99.000, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ (μέρος του Τεκμηρίου 5).
Στις 30.11.2013 η Belisito εξέδωσε τιμολόγιο τοις μετρητοίς (cash invoice) προς την Εναγομένη (Τεκμήριο 57), για το ποσό των €37.800, αναφορικά με την προμήθεια που ισχυρίζετο ότι η πρώτη δικαιούτο για την πώληση του διαμερίσματος από την Εναγομένη στον Ενάγοντα. Την 1.12.2013 η Εναγόμενη με την σειρά της εξέδωσε στον Ενάγοντα το τιμολόγιο με αριθμό 10/2013 (μέρος του Τεκμήριου 4). Παρεμβάλλεται στο σημείο αυτό για να αναφερθεί ότι η έκδοση του εν λόγω τιμολογίου, σύμφωνα πάντοτε με την εκδοχή του Ενάγοντα, και η πληρωμή της πιο πάνω προμήθειας προς στην Belisito, αν αυτή προστεθεί στο ποσό του τιμολογίου, ημερομηνίας 10.7.2012 (για το ποσό των €124,200), το άθροισμα τους είναι ίσο με το ποσό των €162.000 που κατέβαλε έναντι της 1ης δόσης και που συνάδει με την σχετική απόδειξη είσπραξης, ημερομηνίας 10.7.2012 (μέρος του Τεκμηρίου 5), που η Εναγομένη του εξέδωσε. Και αυτό ανεξάρτητα αν το τιμολόγιο με αριθμό 10/2013 εκδόθηκε μεταγενέστερα. Θέση την οποία η Εναγόμενη απορρίπτει, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η έκδοση της σχετικής απόδειξης για το ποσό των €162.000 ήταν παραπλανητική.
Επανερχόμενος στα κοινώς αποδεκτά γεγονότα, δεν αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ των μερών, αλλά αντίθετα αποτελεί κοινό τόπο, ότι η ανέγερση του έργου Tivoli, συμπεριλαμβανομένου και του επίδικου διαμερίσματος, ουδέποτε ολοκληρώθηκε και το έργο παρέμεινε ημιτελές μέχρι και σήμερα. Συνεπακόλουθα, η Εναγόμενη δεν παράδωσε το επίδικο διαμέρισμα στον Ενάγοντα τον Δεκέμβριο του 2013, ως προνοούσε ο σχετικός όρος 5 του αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Ως προς το ποια ήταν κατάσταση του επίδικου διαμερίσματος, κατά τον επίδικο χρόνο, κατατέθηκαν σχετικές φωτογραφίες (Τεκμήρια 17 και 18, αντιστοίχως). Στα πλαίσια αυτά δηλώθηκε επίσης ως παραδεκτό γεγονός ότι η σημερινή εικόνα του επίδικου διαμερίσματος είναι ως αυτή απεικονίζεται στις εν λόγω φωτογραφίες εφόσον καμία πρόοδος στις εργασίες δεν συντελέστηκε από το χρονικό διάστημα και μεταγενέστερα της έκδοσης τους. Δηλώθηκε επίσης ως παραδεκτό γεγονός ότι στο επίδικο διαμέρισμα δεν εγκαταστάθηκαν τα κλιματιστικά (air condition), η θέρμανση, τα ταβάνια, δεν έγιναν εργασίες εσωτερικά και δεν τοποθετήθηκαν τα εσωτερικά τούβλα, ως οι συμβατικές υποχρεώσεις της Εναγομένης προνοούσαν.
Ούτε και αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης των μερών ότι ο Ενάγοντας προχώρησε με τερματισμό του αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Στα πλαίσια αυτά, μη αμφισβητούμενο γεγονός παρέμεινε και το ότι ο Ενάγοντας απέστειλε στην Εναγομένη, την 13.1.2014, επιστολή (Τεκμήριο 15) ζητώντας όπως του παραδοθεί το επίδικο διαμέρισμα μέχρι την 30.1.2024. Σε αντίθετη περίπτωση θα προχωρούσε με τον τερματισμό του αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Λόγω του ότι η Εναγομένη παρέλειψε να του το παραδώσει, ο Ενάγοντας με επιστολή του, ημερομηνίας 4.2.2024 (Τεκμήριο 16), που απέστειλε στην Εναγομένη προχώρησε στον τερματισμό του. Στα πλαίσια αυτά, δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι οι εν λόγω επιστολές παραδόθηκαν στο εγγεγραμμένο γραφείο της Εναγομένης, όπου και της παρέλαβε η τριτοδιάδικος. Ό,τι εν προκειμένω αμφισβητεί δικογραφικά η Εναγομένη είναι ότι η τριτοδιάδικος ουδέποτε ενημέρωσε τον πραγματικό ιδιοκτήτη της για το γεγονός αυτό. Θέση η οποία όμως δεν προωθήθηκε στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων με αποτέλεσμα αυτή να θεωρείται ως εγκαταλειφθήσα (απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ως είναι δημοσιευμένη στην υπόθεση Στέλιος Σάββα και Υιοί Λιμιτεδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγωγή Αρ. 1/2019, 28/5/2020) και ως εκ τούτου το ζήτημα αυτό δεν θα απασχολήσει περαιτέρω το Δικαστήριο.
Αποτελεί επίσης κοινό τόπο, με βάση την αναντίλεκτη μαρτυρίας της Μ.Υ.1, ότι σύμφωνα με τα αρχεία του τμήματος Φορολογίας διαπιστώθηκε ότι για την πώληση του επίδικου διαμερίσματος καταβλήθηκε το Φ.Π.Α., συνολικού ύψους €63.320,57, το οποίο αντιστοιχεί με το Φ.Π.Α των εκδοθέντων τιμολογίων (Τεκμήριο 4) που εξέδωσε η Εναγόμενη, χωρίς όμως να είναι σε θέση να αναφέρει από ποιο πρόσωπο καταβλήθηκε αυτό.
Στην βάση των πιο πάνω, είναι σε αδρές γραμμές η εκδοχή του Ενάγοντα ότι ο ίδιος εκπλήρωσε και συμμορφώθηκε πλήρως με τους όρους των συμβατικών του υποχρεώσεων δυνάμει του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, καταβάλλοντας, έναντι του συμφωνηθέν τιμήματος πώλησης, το συνολικό ποσό των €421.000, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Αντίθετα, η Εναγομένη δεν εκπλήρωσε τις δικές της συμβατικές υποχρεώσεις εφόσον δεν του παρέδωσε το διαμέρισμα. Ως εκ τούτου ο Ενάγοντας εξάσκησε τα νόμιμα δικαιώματα του τερματίζοντας το αγοραπωλητήριο έγγραφο αξιώνοντας την επιστροφή των ποσών που έχει καταβάλει.
Το ιστορικό αγοράς του επίδικου διαμερίσματος, σύμφωνα πάντοτε με την εκδοχή του, έχει ως ακολούθως. Περί τον Ιούνιο του 2012, είχε αποταθεί σε μεσιτικό γραφείο στη Μόσχα (Ooo “Mck Invest”) (στο εξής «η Mck») με σκοπό να του εξεύρει διαμέρισμα στη Λεμεσό. Ακολούθως, η Mck τον παρέπεμψε στην εταιρεία APL Alexander Promotion Ltd (στο εξής «η Alexander»), η οποία στη συνέχεια τον παρέπεμψε στην Εναγόμενη εταιρεία. Παρεμβάλλεται στο σημείο αυτό για να αναφερθεί ότι αποτελεί κοινό τόπο ότι η εταιρεία Alexander ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, ιδιοκτησίας και συμφερόντων της τριτοδιαδίκου (Τεκμήριο 52).
Το ποσό των €421.000, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α, είναι η θέση του Ενάγοντα ότι το κατέβαλε στην Εναγομένη ως ακολούθως:
α) λόγω του ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο αγοράς του διαμερίσματος ο ίδιος δεν διατηρούσε τραπεζιτικό λογαριασμό στην Κύπρο, με τη συγκατάθεση της Εναγομένης, έδωσε, την 10.7.2012, εντολή στην Mck που τον αντιπροσώπευε, για την πληρωμή προς την Εναγόμενη του ποσού των €162.000. Το εν λόγω ποσό καταβλήθηκε στην Εναγόμενη την 12.7.12.
β) ακολούθως, ο Ενάγοντας, την 1.9.12, άνοιξε τραπεζιτικό λογαριασμό στην Ελληνική Τράπεζα (Τεκμήριο 21) καταθέτοντας το ποσό των €412.000. Την 11.6.13 πλήρωσε από τον εν λόγω λογαριασμό το ποσό των €160.000 σε λογαριασμό που του υποδείχθηκε, ο οποίος ανήκει στην Theonell. Είναι ο ισχυρισμός του, ότι το εν λόγω ποσό μεταφέρθηκε στο λογαριασμό της Theonell, αντί στο λογαριασμό της Εναγομένης, κατόπιν γραπτών οδηγιών που του έδωσε η Εναγομένη, μέσω της τριτοδιαδίκου, καθώς και από πληροφορίες που έλαβε τόσο από φιλικά του πρόσωπα αλλά και από λειτουργό της Ελληνικής Τράπεζας, οι οποίοι αμφότεροι τον πληροφόρησαν ότι η πληρωμή έπρεπε να γίνει με αυτό τον τρόπο, αφού λόγω του «κουρέματος» δεν μπορούσε να γίνει μεταφορά χρημάτων στον τραπεζιτικό λογαριασμό της Εναγόμενης, που κατά τον επίδικο χρόνο διατηρούσε στην τότε Λαική Τράπεζα.
γ) στην συνέχεια, για τους ίδιους πιο πάνω ακριβώς λόγους, ο Ενάγοντας πλήρωσε, την 27.9.2013, από τον τραπεζιτικό του λογαριασμό, το ποσό των €99.000 προς τον τραπεζιτικό λογαριασμό της Theonell.
Ήταν η θέση του Ενάγοντα ότι ουδέποτε ο ίδιος προέβη σε πληρωμές προς την τριτοδιάδικο ή σε εταιρείες που ελέγχονται και είναι συμφερόντων της ιδίας και ότι οι οποιεσδήποτε πληρωμές που ο ίδιος προέβη, έγιναν προς την Εναγόμενη εφόσον ο Ενάγοντας γνώριζε ότι η τριτοδιάδικος ενεργούσε ως διευθύντρια αυτής και ο ίδιος συμμορφωνόταν πάντοτε με τις οδηγίες της. Δηλώνει δε πλήρη άγνοια περί των ισχυρισμών της Εναγόμενης ότι η τριτοδιάδικος διοχέτευσε τα χρήματα που κατέβαλε προς την Εναγόμενη σε νομικά της πρόσωπα δικών της συμφερόντων. Δηλώνει επίσης πλήρη άγνοια σε ποιο πρόσωπο ανήκαν οι τραπεζιτικοί λογαριασμοί στους οποίους ο ίδιος μετέφερε χρήματα για την πληρωμή του επίδικου διαμερίσματος κατόπιν οδηγιών της τριτοδιαδίκου. Όλες οι πληρωμές έγιναν στη βάση των σχετικών τιμολογίων που η Εναγόμενη είχε εκδώσει και για τις οποίες έπαιρνε και σχετικές αποδείξεις πληρωμών. Ο ίδιος, συνεπακόλουθα, είχε τηρήσει στο ακέραιο όλες του τις συμβατικές υποχρεώσεις προς αυτήν.
Από την άλλη η Εναγομένη, μέσω της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης της, αλλά και με βάση την εκδοχή που προώθησε κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, δεν αρνείται το γεγονός ότι ο Ενάγοντας κατέβαλε τα ποσά που ο ίδιος διατείνει. Αυτό το οποίο προβάλλει ως βασικό ισχυρισμό της είναι ότι οι εν λόγω πληρωμές δεν έγιναν από τον Ενάγοντα προς την Εναγομένη με τον τρόπο που ο πρώτος διατείνει. Είναι πάντοτε η θέση της, ότι οι πληρωμές έγιναν από τον Ενάγοντα στην Τριτοδιάδικο (και όχι στην Εναγομένη), εν πλήρη γνώσει του, και η οποία τις διοχέτευσε αργότερα σε νομικά πρόσωπα δικών της συμφερόντων. Από το ποσό των €421.000, το οποίο κατ’ ισχυρισμόν κατέβαλε ο Ενάγοντας προς την Εναγόμενη, συγκεκριμένα ποσά καταβλήθηκαν εν γνώσει του και σε συμπαιγνία με την τριτοδιάδικο σε νομικά πρόσωπα που δεν σχετίζονται με την ίδια. Η τριτοδιάδικος ήταν η μόνη που γνώριζε τις λεπτομέρειες του επίδικου αγοραπωλητηρίου εγγράφου με τον Ενάγοντα και ενήργησε με μοναδικό σκοπό την πρόκληση βλάβης στην Εναγομένη και την εξαπάτηση της. Σε σχέση με την πληρωμή ποσών προς την Τheonell, αυτός δεν ανήκει στην Εναγομένη, και οι εντολές αυτές στον Ενάγοντα να πληρωθεί το εν λόγω ποσό στον πιο πάνω λογαριασμό, δόθηκαν από την τριτοδιάδικο χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και συγκατάθεση της Εναγομένης. Είναι η περαιτέρω θέση της ότι ο Ενάγοντας ήταν αχυράνθρωπος της τριτοδιαδίκου με σκοπό η τελευταία να προκαλέσει ζημιά στην Εναγομένη. Αρνείται δε, στην βάση των πιο πάνω, ότι ο ισχυριζόμενος τερματισμός της μεταξύ τους συμφωνίας ήταν νόμιμος και έγκυρος.
Ως εκ τούτου, στην βάση του ότι θεωρεί πως το επίδικο αγοραπωλητήριο έγγραφο είναι ακόμη έγκυρο, ανταπαιτεί από τον Ενάγοντα το ποσό των €296.800, το οποίο ο Ενάγοντας δεν κατέβαλε ως όφειλε στην Εναγόμενη, αλλά παρανόμως κατέβαλε προς την Belisito και Theonell, αντιστοίχως. Aνταπαιτεί επίσης από τον Ενάγοντα το ποσό των €119.000, το οποίο ο τελευταίος οφείλει ακόμη μέχρι και σήμερα στην Εναγόμενη για την αποπληρωμή του συνολικού τιμήματος πώλησης του διαμερίσματος αλλά και δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο από μέρος του Ενάγοντα τερματισμός του επίδικου αγοραπωλητηρίου εγγράφου ήταν παράνομος και ότι αυτό ακόμη βρίσκεται σε ισχύ.
Η Εναγομένη, αφού εξέδωσε σχετική ειδοποίηση τριτοδιαδίκου, καταχώρησε εναντίον της τελευταίας απαίτηση, με την οποία αξιώνει ότι δικαιούται συνεισφοράς και κάλυψης από αυτήν για οποιοδήποτε ποσό ήθελε επιδικαστεί προς όφελος του Ενάγοντα και εναντίον της.
Με την Έκθεση Απαίτησης της η Εναγόμενη προβάλλει τη θέση ότι η πώληση του επίδικου διαμερίσματος στον Ενάγοντα ήταν εικονική και ήταν το αποτέλεσμα συνωμοσίας μεταξύ Ενάγοντα και τριτοδιαδίκου με σκοπό την καταδολίευση της Εναγόμενης. Ήταν η περαιτέρω θέση της ότι για την ισχυριζόμενη παράβαση του επίδικου αγοραπωλητηρίου εγγράφου αλλά και για την ισχυριζόμενη καθυστέρηση, αποκλειστική ευθύνη φέρει η τριτοδιάδικος. Αυτή, χωρίς τη συναίνεση και συγκατάθεση της Εναγομένης και του πραγματικού τελικού ιδιοκτήτη της, ενήργησε με δόλο και απάτη αλλά και σε συνωμοσία με τον Ενάγοντα και διευθέτησε ώστε οι πληρωμές από την πώληση να γίνουν από τον Ενάγοντα προς την ίδια, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο χρηματικό όφελος. Ειδικότερα, το ποσό των €37.000 καταβλήθηκε παράνομα στην Belisito, εταιρεία συμφερόντων της τριτοδιαδίκου, ενώ το ποσό των €160.000 και €99.000, αντιστοίχως, στην Theonell, εταιρεία η οποία ελέγχεται από την τριτοδιάδικο και που σε κάθε περίπτωση δεν έχει σχέση με την Εναγομένη.
Η τριτοδιάδικος, σύμφωνα με την Έκθεση Υπεράσπισης της, πέραν του γεγονότος ότι εγείρει προδικαστική ένσταση ότι η εναντίον της δικαστική διαδικασία αποτελεί κατάχρηση, καθότι η Εναγόμενη ήγειρε ως Ενάγουσα την αγωγή υπ’ αριθμόν 4739/2014 εναντίον της, στην οποία προβάλλει τους ίδιους ισχυρισμούς και αξιώνει τις ίδιες θεραπείες με τις οποίες αξιώνει μέσω της παρούσας διαδικασίας τριτοδιαδίκου, προβάλλει τη θέση ότι αξιωματούχοι της Εναγόμενης, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν ο Κωνσταντίνος Λαζαρίδης, ο Dmitry Pogorelov και ο Aleksander Alekseev, οι οποίοι ήταν οι μέτοχοι και διευθυντές της. Προβάλλει περαιτέρω, τις ίδιες ακριβώς θέσεις με τον Ενάγοντα ως προς τον τρόπο και τα ποσά που αυτός κατέβαλε στην Εναγομένη, σε σχέση με την από μέρους του πληρωμή των συμβατικών του υποχρεώσεων δυνάμει του αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Επιρρίπτει ευθύνη στην Εναγομένη για την καθυστέρηση ολοκλήρωσης του διαμερίσματος και ισχυρίζεται ότι ορθά και νόμιμα ο Ενάγοντας προχώρησε στον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας. Ουδεμία ευθύνη φέρει η ίδια για το λόγο που η Εναγόμενη δεν συμμορφώθηκε με τους όρους του πωλητηρίου εγγράφου. Η δε πληρωμή του τιμήματος αγοράς του διαμερίσματος από τον Ενάγοντα, με τον τρόπο που ο ίδιος παραθέτει, έγινε με την έγκριση και τη συγκατάθεση της Εναγόμενης.
Η ακροαματική διαδικασία ήταν μακρά και επίπονη. Ήταν δε κάποιες φορές έντονη, με πολλές αντεγκλήσεις μεταξύ των μερών, αλλά και με πολλές εγειρόμενες ενστάσεις από κάθε πλευρά, γεγονός το οποίο δυσχέραινε το έργο του Δικαστηρίου.
Εκ μέρους του Ενάγοντα κατάθεσαν συνολικά 5 μάρτυρες. Εκ μέρους της Εναγομένης κατάθεσαν συνολικά 9 μάρτυρες. Εκ μέρους της Τριτοδιαδίκου κατάθεσαν συνολικά 5 μάρτυρες.
Κατατέθηκαν συνολικά και 70 Τεκμήρια.
Τόσο η Αγωγή, όσο και η Ανταπαίτηση αλλά και η διαδικασία τριτοδιαδίκου συνεκδικάστηκαν μαζί. Με οδηγίες του Δικαστηρίου και με την σύμφωνο γνώμη των μερών, δόθηκε δικαίωμα αντεξέτασης, αντιστοίχως, σε κάθε διάδικο προς τον μάρτυρα που η κάθε πλευρά καλούσε στο Δικαστήριο.
Η οποιαδήποτε αξιολόγηση της μαρτυρίας θα γίνει συνολικά και από κοινού, με δεδομένη την σχετικότητα της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων με τα επίδικα γεγονότα και την αξίωση κάθε πλευράς, συμπεριλαμβανομένης και της διαδικασίας τριτοδιαδίκου.
Δεν παραγνωρίζω όμως το γεγονός ότι αν και η αγωγή και η διαδικασία τριτοδιαδίκου συνεκδικάζονται, δεν χάνουν την αυτοτέλειά τους, υπό την έννοια ότι η μαρτυρία που προσφέρεται στο πλαίσιο της πρώτης αξίωσης διακρίνεται από εκείνη της άλλης, όπως βεβαίως και το αντίστροφο (Νικήτα ν. Medcon Construction Limited κ.α. (1997) 1Β Α.Α.Δ. 643). Κάθε πλευρά καλείται να αποδείξει την υπόθεση που δικογραφεί και προς τούτο υπόψιν λαμβάνεται η μαρτυρία που προσκομίστηκε στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αξίωσης, όχι όμως και η μαρτυρία που προσφέρθηκε στο πλαίσιο της άλλης αξίωσης, είτε τούτη είναι η αγωγή είτε η αξίωση της Εναγομένης εναντίον της τριτοδιαδίκου.
Α) Κατά πόσο ο Ενάγοντας συμμορφώθηκε με τους όρους του αγοραπωλητηρίου εγγράφου σε σχέση με τις πληρωμές που προνοούνταν σε αυτό και του κατά πόσο οι εν λόγω πληρωμές πράγματι καταβλήθηκαν στην Εναγομένη
Στη βάση των πιο πάνω κοινών αποδεκτών γεγονότων και με δεδομένη την εκδοχή κάθε πλευράς, το πρώτο πράγμα που χρήζει απάντησης από το Δικαστήριο είναι του κατά πόσο ο Ενάγοντας συμμορφώθηκε με τις συμβατικές του υποχρεώσεις, καταβάλλοντας πράγματι στην Εναγομένη τις δόσεις που προνοούνταν σε σχέση με αυτό αλλά και που εν τέλει κατέληξαν τα ποσά που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι κατέβαλε.
Υπενθυμίζω ότι αποτελεί θέση του Ενάγοντα ότι ο ίδιος κατέβαλε στην Εναγόμενη το συνολικό ποσό των €421.000, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.
Από την άλλη, θέση της Εναγομένης είναι ότι ο τρόπος πληρωμής που ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι προέβη δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ότι τα χρήματα που κατέβαλε ουδέποτε κατέληξαν στον τραπεζιτικό λογαριασμό της Εναγομένης αλλά εν γνώση του και με την συγκατάθεση του και σε συμπαιγνία με την τριτοδιάδικο κατέληξαν σε λογαριασμούς που ελέγχονται από την τελευταία και που εν πάση περιπτώσει ουδεμία σχέση έχουν με την πρώτη.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Σύμφωνα με την εκδοχή του Ενάγοντα, ως αυτή προωθήθηκε, μέσω της γραπτής του δήλωσης που κατάθεσε στο Δικαστήριο (Τεκμήριο 9), η 1η δόση καταβλήθηκε με τον εξής τρόπο.
O ίδιος αρχικά είχε αποταθεί στην Mck, όπου και τους ζήτησε να μεσολαβήσουν για την εξεύρεση ενός διαμερίσματος στη Λεμεσό. Η εν λόγω εταιρεία τον παρέπεμψε στην Alexander, η οποία με τη σειρά της τον παρέπεμψε στην Εναγομένη.
Κατά το χρονικό εκείνο στάδιο, επειδή ο ίδιος δεν διατηρούσε τραπεζιτικό λογαριασμό στην Κύπρο (και αφού συνεννοήθηκε προηγουμένως με την Εναγόμενη), έδωσε εντολή στην Mck να καταβάλει, εκ μέρους του και για λογαριασμό του, προς την Εναγομένη την πληρωμή του ποσού των €162.000, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Το ποσό αυτό πράγματι καταβλήθηκε από την Mck προς την Εναγομένη και προς το σκοπό αυτό η τελευταία του εξέδωσε και σχετική απόδειξη εξόφλησης, ημερομηνίας 10.7.12 (μέρος του Τεκμηρίου 5).
Το πρώτο πράγμα, το οποίο θα πρέπει να επισημανθεί, είναι ότι σύμφωνα με την πιο πάνω εκδοχή του Ενάγοντα, είναι ότι το εν λόγω ποσό αυτό πληρώθηκε στην Εναγόμενη από την Mck.
Αντεξεταζόμενος ο Ενάγοντας επί τούτου, επέμενε στην ίδια πιο πάνω εκδοχή. Για του λόγου του αληθές παραπέμπω στα πρακτικά, ημερομηνίας 3.10.2024 (σελίδα 9), όπου λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«E. Κύριε μάρτυς, θέλω να σου δείξω μια άλλη απόδειξη, μια άλλη πληρωμή και θέλω να πεις στο Δικαστήριο με ποιο τρόπο έκανες αυτήν την πληρωμή που αναφέρεται εδώ;
A. Το συγκεκριμένο έγγραφο αφορά την πρώτη πληρωμή την οποία ανέλαβα να πληρώσω με την υπογραφή του αγοραπωλητηρίου αφορά το ποσό των 162.000 και το συγκεκριμένο ποσό καταβλήθηκε στην εταιρεία Gerlington από την εταιρεία‑μεσίτρια η οποία τότε διαμεσολάβησε να αγοράσω το διαμέρισμα, καθώς εκείνη την εποχή, εκείνη την περίοδο, δεν διατηρούσα κανένα λογαριασμό, έτσι έδωσα οδηγίες και η εταιρεία‑μεσίτης κατέβαλλε την εν λόγω πληρωμή για λογαριασμό μου, εκ μέρους μου.»
Η θέση του όμως αυτή διαψεύδεται μέσα από την έγγραφη και προφορική μαρτυρία που προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο. Και τούτο γιατί ως αποτελεί κοινό τόπο αλλά και ως προκύπτει, μεταξύ άλλων, μέσα από την αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Ε.2 (η οποία κατά τον επίδικο χρόνο εργαζόταν ως ελεγκτής/λογιστής στην εταιρεία Γ. Οικονομίδης και οι οποίοι ήταν οι εξωτερικοί ελεγκτές και λογιστές της Εναγομένης από την ημερομηνία ίδρυσης της μέχρι και τον Ιούνιο του 2014) επί του ζητήματος αυτού, σύμφωνα με τον τραπεζιτικό λογαριασμό της Εναγόμενης (Τεκμήριο 8), στις 12.7.2010, λογιστικά εγγράφηκε το γεγονός ότι κατατέθηκε στην τελευταία από την Belisito, το ποσό των €124.200, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., δυνάμει του τιμολογίου 3/2012 που η Εναγόμενη εξέδωσε. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και μέσα από την κατάσταση του τραπεζιτικού λογαριασμού της Belisito (Τεκμήριο 34), την οποία και κατάθεσε ένας εκ των λειτουργών της Ελληνικής Τράπεζας (Μ.Υ 2). Επί του προκειμένου εξάλλου, υπενθυμίζω ότι δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός πως στις 10.7.12 μεταφέρθηκε από το λογαριασμό της Belisito στην Εναγόμενη, το ποσό των €124.200, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α, σε σχέση με την πληρωμή του αγοραπωλητηρίου εγγράφου.
Όταν δε υποδείχθηκε στον Ενάγοντα κατά την αντεξέταση του, το πιο πάνω γεγονός, ότι δηλαδή τα χρήματα αυτά καταβλήθηκαν στην Εναγόμενη μέσω της Belisito και όχι μέσω της Mck, ως ήταν η μέχρι τότε εκδοχή του, αυτός αναδίπλωσε την θέση του, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι πληροφορήθηκε πρώτη φορά για την ύπαρξη της Belisito από την έναρξη της παρούσας υπόθεσης. Η θέση του αυτή όμως ουδόλως είναι πειστική και δεν γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο. Και τούτο γιατί στο βαθμό που η θέση του είναι ότι πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό από την έναρξη της παρούσας αγωγής, δηλαδή από το 2014, όταν και καταχωρίστηκε αυτή, τότε για ποιο λόγο ο ίδιος δεν προχώρησε σε τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης του ή έστω δεν συμπεριέλαβε στην αίτηση τροποποίησης που ήδη καταχώρησε το 2016, αιτούμενος μέσω αυτής να εισάξει τον ισχυρισμό του περί αποστολής των χρημάτων για λογαριασμό του από την MCK (η οποία είχε επιτυχή κατάληξη), και να συμπεριλάβει τον εν λόγω ισχυρισμό, περί του ότι δηλαδή εν τέλει τα χρήματα στην Εναγομένη καταβλήθηκαν μέσω της Belisito, είναι ένα ερώτημα που έχει παραμείνει αναπάντητο από τον ίδιο. Στο βαθμό που ο Ενάγοντας εννοεί ότι πληροφορήθηκε πρώτη φορά για την ύπαρξη της Belisito, κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, όταν και έδιδε μαρτυρία η Μ.Ε 2 και ο ίδιος ήταν παρών, τότε αποτελεί άξιον απορίας για ποιο λόγο μεταγενέστερα στην γραπτή του δήλωση δεν παρέθεσε ότι τα χρήματα αυτά στην Εναγομένη κατατέθηκαν μέσω της Belisito. Eπίσης το ερώτημα αυτό παρέμεινε αναπάντητο. Και κάτι εξίσου σημαντικό. Και ενώ γνώριζε εξ αρχής το γεγονός αυτό (είτε από το 2014 είτε κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας), ως ο ίδιος ισχυρίζεται, ουδεμία αναφορά προβαίνει στην γραπτή του δήλωση αναφορικά με την Belisito, ότι δηλαδή η ίδια κατέβαλε τα χρήματα για λογαριασμό του, προβάλλοντας την θέση ότι ο ίδιος αφενός δεν γνωρίζει την εν λόγω εταιρεία, αφετέρου δε στην παράγραφο 22 της γραπτής του δήλωσης ισχυρίζεται ότι ο ίδιος δεν είχε καμία σχέση με αυτήν. Οι πιο πάνω θέσεις του δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και κλονίζουν σε μεγάλο βαθμό την όλη αξιοπιστία του.
Τούτων λεχθέντων, δεν γίνεται αποδεκτή η θέση του Ενάγοντα επί του προκειμένου, ότι δηλαδή η πληρωμή μέρους της 1ης δόσης καταβλήθηκε για λογαριασμό του από την Mck προς την Εναγομένη. Αντίθετα, αποτελεί τελικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι στάληκε από την Belisito, για λογαριασμό του Ενάγοντα στην Εναγομένη, ως επιβεβαιώνεται μέσω των Τεκμηρίων 8 και 34, αντιστοίχως, το ποσό των €124.200 και όχι το ποσό των €162.000, ως ο ίδιος ισχυρίζεται.
Σκιές και εύλογα αναπάντητα ερωτηματικά εγείρονται και ως προς την πιο πάνω συναφή του θέση, ότι δηλαδή η Mck απέστειλε για λογαριασμό του στην Belisito, ως το πιο πάνω τελικό εύρημα του Δικαστηρίου (και όχι στην Εναγομένη ως ήταν η αρχική του θέση), η οποία ακολούθως με την σειρά της τα κατέβαλε για λογαριασμό του στην Εναγομένη. Και τούτο γιατί μέσω του τραπεζιτικού λογαριασμού της Belisito (Τεκμήριο 34), από πουθενά δεν προκύπτει ότι κατά τις 10.7.12 ή έστω σε παραπλήσια ημερομηνία κατατέθηκε το εν λόγω ποσό ή οποιοδήποτε παραπλήσιο ποσό στο λογαριασμό της τελευταίας από την Mck. Τίποτα δεν έχει τεθεί, ενώπιον του Δικαστηρίου, πέραν της αόριστης, γενικής και της εκ των υστέρων αναφοράς του Ενάγοντα, ότι η Mck απέστειλε στην Belisito το εν λόγω ποσό. Ο Ενάγοντας δεν προσκόμισε οποιοδήποτε έγγραφο που να τεκμηριώνει έστω και κατ΄ελάχιστο τον εν λόγω ισχυρισμό του, ότι δηλαδή η Mck απέστειλε ή πλήρωσε για λογαριασμό του εν λόγω ποσό. Ούτε και είναι πειστική η θέση του Ενάγοντα, αντεξεταζόμενος σχετικά επί τούτου, ότι ο ίδιος δεν έλαβε κανένα έγγραφο σε σχέση με τις συναλλαγές που προέβη με την Mck. Aποτελεί άξιον απορίας πως ο ίδιος, σύμφωνα πάντοτε με την δική του εκδοχή, κατέβαλε το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των €162.000, χωρίς να λάβει έστω και ένα αποδεικτικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει την ορθότητα των ισχυρισμών του. Ούτε και το Δικαστήριο μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ενάγοντας, στα πλαίσια της ένορκης δήλωσης αποκάλυψης εγγράφων, ημερομηνίας 6.12.2008, το περιεχόμενο της οποίας έχει καταχωριστεί στο φάκελο του Δικαστηρίου, στο σημείο 11 αυτής γίνεται αναφορά ότι έχει στην κατοχή του βεβαίωση της Mck προς το σκοπό αυτό. Τέτοια βεβαίωση όμως ο ίδιος ουδέποτε προσκόμισε στο Δικαστήριο αλλά ούτε και έδωσε οποιαδήποτε πειστική εξήγηση τι απέγινε αυτή.
Στην ίδια βάση, ούτε και συμβαδίζει με την κοινή λογική ο ίδιος να μην κατέβαλε οποιαδήποτε πληρωμή, ως ο ίδιος ισχυρίζεται, για τις κατ΄ισχυρισμόν υπηρεσίες της Mck, τις οποίες και χρησιμοποίησε για να αποπληρώσει την 1η δόση του αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Ούτε και ήταν σε θέση, ερωτηθείς σχετικά, να πληροφορήσει το Δικαστήριο με ποιο άτομο από την εν λόγω εταιρεία είχε επικοινωνία για το ζήτημα αυτό αλλά ούτε και προσκόμισε οποιαδήποτε σχετική αλληλογραφία με αυτήν, που να τεκμηριώνει, έστω και κατ΄ελάχιστο, τους ισχυρισμούς του. Ούτε καν ηλεκτρονική διεύθυνση ή ηλεκτρονική σελίδα της Mck δεν μπορούσε να προσκομίσει στο Δικαστήριο όταν και του ζητήθηκε να πραξει κάτι τέτοιο. Σε συνάρτηση με το γεγονός αυτό, ουδόλως πείθει η εξήγηση που έδωσε, αντεξεταζόμενος σχετικά επί τούτου, ότι ο λόγος που δεν έχει το ο,τιδήποτε στην κατοχή του είναι επειδή παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από τα επίδικα γεγονότα και η οποιαδήποτε σχετική αλληλογραφία στην ηλεκτρονική του επικοινωνία διαγράφηκε. Ο ίδιος όμως γνώριζε για την ύπαρξη της παρούσας αγωγής από το 2014, γνώριζε για την ύπαρξη της επίδικης διαφοράς και δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι αν πράγματι είχε στην κατοχή του τα σχετικά στοιχεία θα τα διατηρούσε. Ούτε το Δικαστήριο μπορεί να αγνοήσει και το γεγονός ότι ο Ενάγοντας δεν προσκόμισε οποιοδήποτε στοιχεία αλλά ούτε και έδωσε τεκμηριωμένες και πειστικές εξηγήσεις με ποιο τρόπο ο ίδιος κατέβαλε τα χρήματα αυτά στην Mck, η οποία στην συνέχεια τα κατέβαλε στη Belisito και η οποία ακολούθως για λογαριασμό του τα κατέβαλε στην Εναγομένη. Για του λόγου το αληθές, όταν δε του ζητήθηκε να αναφέρει στο Δικαστήριο με ποιο τρόπο κατέβαλε το εν λόγω ποσό στην Mck (βλ. σελίδα 29 των πρακτικών ημερομηνίας 13.10.2024) ανασκεύασε την αρχική του θέση του, ότι δηλαδή η Mck ήταν μία άγνωστη προς αυτόν εταιρεία, την οποία εντόπισε στο διαδίκτυο, αναφέροντας ότι:
«είχα κάποιες σχέσεις με τη συγκεκριμένη εταιρεία οι οποίες είχαν κλείσει, είχαν κλείσει μέχρι εκείνη τη στιγμή»
και
«ότι πλήρωσα στην εν λόγω εταιρεία, εκείνη την εποχή γινόντουσαν κάποιες πληρωμές, κάποιες μεταφορές μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας αλλά με ποιο ακριβές τρόπο πλήρωσα δεν θυμάμαι τώρα».
Μη αποδεχόμενος τις πιο πάνω θέσεις του Ενάγοντα, ότι δηλαδή η Mck κατέβαλε για λογαριασμό του στην Εναγομένη το ποσό των €162.000, αλλά αντίθετα ως προκύπτει τόσο από το Τεκμήριο 34 (τραπεζικός λογαριασμός Belisito) αλλά και από το Τεκμήριο 8 (τραπεζικός λογαριασμός Εναγομένης) το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να καταλήξει το Δικαστήριο, και τούτο αποτελεί τελικό εύρημα μου, είναι το γεγονός ότι η Belisito για λογαριασμό του, σε συμφωνία με το παραδεκτό γεγονός για το οποίο έγινε αναφορά ανωτέρω, κατέβαλε το ποσό των €124.200, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, για την πληρωμή της 1ης δόσης του αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Σε συνάρτηση με το γεγονός ότι μαρτυρία του Ενάγοντα απορρίφθηκε σε σχέση με το ζήτημα αυτό, επί του ότι δηλαδή η Mck κατέβαλε προς την Belisito το εν λόγω ποσό, αποτελεί επίσης τελικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι το εν λόγω ποσό ουδέποτε απεστάλη στην Mck από την Belisito αλλά και ότι ο ίδιος ουδέποτε κατέβαλε οποιονδήποτε ποσό χρημάτων προς αυτήν. Το μόνο δεδομένο το οποίο μπορεί να συναχθεί και το οποίο επίσης αποτελεί τελικό εύρημα του Δικαστηρίου είναι ότι η Belisito κατέβαλε για λογαριασμό του για την πληρωμή της 1ης δόσης του αγοραπωλητηρίου εγγράφου το ποσό των €124.200, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Οι πιο πάνω αναφορές του Δικαστηρίου έγιναν όχι με σκοπό να υποβαθμιστεί το πιο πάνω παραδεκτό γεγονός αλλά αφενός μεν για να επισημανθούν οι αντιφατικές και χωρίς έρεισμα θέσεις του Ενάγοντα, αφετέρου δε για να καταδειχθεί η όλη συμπαιγνία του Ενάγοντα και της τριτοδιαδίκου, ως θα διαφανεί κατωτέρω.
Με την πληρωμή του ποσού αυτού από την Belisito, για λογαριασμό του Ενάγοντα, προς στην Εναγομένη, η τελευταία εξέδωσε, μέσω της τριτοδιαδίκου, σχετική απόδειξη εξόφλησης (μέρος του Τεκμηρίου 5), ημερομηνίας 10.7.2012, για το ποσό των €162.000, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α, και όχι για το ποσό των €124.200, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α, το οποίο εντέλει καταβλήθηκε και κατατέθηκε στον τραπεζιτικό λογαριασμό της Εναγομένης.
Ήταν η εκδοχή του Ενάγοντα, ως αυτή προωθήθηκε βασικά μέσω της Μ.Ε 2, ότι το υπόλοιπο ποσό, δηλαδή το ποσό των €37.800 ( το οποίο προκύπτει αφού αφαιρεθεί από τις €162.000 το ποσό των €124.200) κρατήθηκε ως προμήθεια από την Belisito και ότι η εν λόγω λογιστική πράξη της Εναγομένης να εκδώσει απόδειξη στον Ενάγοντα για το ποσό των €162.000 (μέρος του Τεκμηρίου 5) ήταν ορθή.
Δεν αποδέχομαι την μαρτυρία της Μ.Ε 2 επί του ζητήματος αυτού. Και τούτο γιατί η εν λόγω μάρτυρας, ως ένα από τα πρόσωπα που διενεργούσαν τις λογιστικές εγγραφές της Εναγομένης, υποστήριξε ότι η απόδειξη που εξέδωσε η Εναγομένη στον Ενάγοντα για το ποσό των €162.000 στις 10.7.12, ήταν ορθή, έστω και αν στον λογαριασμό της πρώτης κατατέθηκε μόνο το ποσό των €124.200. Υποστήριξε ότι το υπόλοιπο ποσό, το οποίο ανέρχεται στις €37.800, εισπράχθηκε με το τιμολόγιο με αριθμό 10/13, ημερομηνίας 30.11.2013. Σημασία για την ίδια, ως υποστήριξε, έχει το γεγονός ότι αυτό εν τέλει εισπράχθηκε, και είναι άνευ σημασίας ότι αυτό εισπράχθηκε μεταγενέστερα. Δεν αποδέχομαι την εν προκειμένω θέση της. Και τούτο γιατί σε σχετική ερώτηση που της υποβλήθηκε κατά το στάδιο αντεξέτασης της, κατά πόσο δηλαδή οποιαδήποτε στοιχεία και αν τους προσκόμιζε η τριτοδιάδικος αυτά καταχωρούνταν στις λογιστικές εγγραφές της Εναγομένης, η εν λόγω μάρτυρας απάντησε αρνητικά, προσθέτοντας ότι για να καταχωριστούν οι οποιεσδήποτε λογιστικές εγγραφές που αφορούσαν την Εναγομένη θα έπρεπε αυτές να συνοδεύονται από τεκμηριωμένα στοιχεία. Η θέση της αυτή όμως είναι αντιφατική υπό την εξής έννοια. Και τούτο γιατί πως γίνεται τη δεδομένη στιγμή που εκδόθηκε η απόδειξη της Εναγομένης, ημερομηνίας 10.7.2012, για το ποσό των €162.000, να ισχυρίζεται η ίδια ότι αυτή ήταν ορθή, την ίδια στιγμή που δεν κατατέθηκε στο λογαριασμό της Εναγομένης το εν λόγω ποσό, αλλά αντίθετα κατατέθηκε μόνο το ποσό των €124.200 (γεγονός το οποίο ήταν εις γνώση της) αποτελεί άξιον απορίας. Το ποσό των €37.800 λογιστικά εισπράχθηκε 17 μήνες αργότερα, εφόσον το τιμολόγιο με αριθμό 10/13, φέρει ημερομηνία 30.11.2013. Περαιτέρω, ενώ η ίδια ανάφερε ότι ως λογιστές ελέγχουν τους λογαριασμούς της Εναγομένης και αναζητούν όλα τα σχετικά στοιχεία που δικαιολογούν όλες τις πληρωμές, ουδέποτε η ίδια δεν φέρεται να αναζήτησε κατά πόσο εκδόθηκε οποιοδήποτε τιμολόγιο για την προμήθεια της Εναγομένης προς την Belisito, ούτε αναζήτησε το εν λόγω τιμολόγιο ώστε να το εγγράψει στις λογιστικές εγγραφές της Εναγομένης, ώστε αυτές αφενός να είναι πλήρως ενήμερες, αφετέρου δε να συνάδουν με την εκδοθείσα απόδειξη των €162.000. Ούτε και η ίδια φέρεται να αποτάθηκε στην τριτοδιάδικο ώστε να ζητήσει εξηγήσεις για την αναντιστοιχία της εκδοθείσας απόδειξης και του ποσού που εν τέλει κατατέθηκε στον λογαριασμό της Εναγομένης, ζητώντας από αυτήν να της προσκομίσει όλα τα σχετικά δικαιολογητικά. Και ενώ η ίδια, ως η λογιστής της Εναγομένης, ενώ προέβαλε την θέση ότι η έκδοση της σχετικής απόδειξης από την Εναγομένη ότι εισέπραξε το ποσό των €162.000, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν ορθή, η ίδια δεν είχε καν στην κατοχή της το σχετικό τιμολόγιο. Αποτελεί σημειώνω παραδεκτό γεγονός ότι μοναδική διευθύντρια της Εναγομένης κατά τον επίδικο χρόνο ήταν η τριτοδιάδικος. Επίσης αποτελεί κοινό τόπο ότι ήταν το πρόσωπο το οποίο εξέδωσε τα σχετικά τιμολόγια, τις αποδείξεις αλλά και υπέγραψε εκ μέρους της Εναγομένης το αγοραπωλητήριο έγγραφο. Ήταν επίσης το πρόσωπο το οποίο έδινε τα σχετικά στοιχεία στους ελεγκτές και λογιστές της Εναγομένης.
Επί της ουσίας η Μ.Ε 2 προσπάθησε να υποβαθμίσει, με κάθε τρόπο, το γεγονός ότι το υπόλοιπο ποσό της απόδειξης, το οποίο εισπράχθηκε με το τιμολόγιο με αριθμό 10/13, ημερομηνίας 30.11.2013, δηλαδή 17 μήνες μετά την έκδοση της απόδειξης, ήταν πράξη ορθή και που δεν συγκρούεται με τους λογιστικούς κανόνες, θέση την οποία, ως έχω προαναφέρει, δεν αποδέχομαι. Και ενώ εκδόθηκε η απόδειξη το 2012, ότι η Εναγόμενη εισέπραξε το ποσό των €162.000, στις οικονομικές καταστάσεις της Εναγομένης για το έτος 2012 (Τεκμήριο 7) καταχωρίστηκε ότι εισπράχθηκε από τον Ενάγοντα μόνο το ποσό των €124.200. Αυτό αποτελεί ένα ακόμη στοιχείου που καταρρίπτει τις θέσεις της.
Ήταν η περαιτέρω θέση της ότι η απόδειξη για το ποσό των €162.000 ήταν ορθή, γιατί σύμφωνα πάντοτε με την ίδια, η Belisito κατακράτησε το ποσό των €37.800, υπό τύπο προμήθειας, και ακολούθως κατέβαλε το ποσό των €124.200, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α στην Εναγομένη. Υποστήριξε ότι από λογιστικής σκοπιάς, η έκδοση της απόδειξης από την Εναγομένη για το ποσό των €162.000 ήταν ορθή εφόσον ως λογιστές είχαν στην κατοχή τους όλα τα στοιχεία που βεβαιώνουν ότι το υπόλοιπο ποσό κρατήθηκε ως προμήθεια. Τέτοια όμως στοιχεία η ίδια δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο που να βεβαιώνουν τις θέσεις της αυτές. Όφειλε ως λογιστής να ελέγξει τις λογιστικές εγγραφές που πραγματοποίησε η Εναγομένη, μέσω της τριτοδιαδίκου. Και αυτές εν προκειμένω δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, εφόσον ενώ η τριτοδιάδικος, μέσω της Εναγομένης εξέδωσε απόδειξη για το ποσό των €162.000, ουδέποτε το έλαβε, αλλά αντιθέτως έλαβε μόνο το ποσό των €124.000. Ούτε είχε στην κατοχή της το σχετικό τιμολόγιο της Belisito προς την Εναγομένη για την κατ’ ισχυρισμον προμήθεια, ούτε απόδειξη της Εναγομένης ότι καταβλήθηκαν τα ποσά αυτά ως προμήθεια στην Belisito αλλά ούτε και είχε στην κατοχή της οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που να βεβαιώνει ότι τα υπόλοιπα χρήματα κρατήθηκαν ως προμήθεια. Και μάλιστα, πως ήταν δυνατό να το έχει τη δεδομένη στιγμή για την ετοιμασία των οικονομικών καταστάσεων της Εναγομένης για το έτος 2012, εφόσον το τιμολόγιο με αριθμό 10/13 εκδόθηκε 17 μήνες μετά. Επί του προκειμένου ανάφερε (βλέπε σελίδα 14 των πρακτικών, ημερομηνίας 30.92024) ότι το τιμολόγιο για το ποσό των €37.800 βρίσκεται στις οικονομικές καταστάσεις του 2013. Δικαιολόγησε μάλιστα την πληρωμή στην Belisito ως προμήθεια γιατί αυτή έφερε το πελάτη. Θέση η οποία με βάση την εκδοχή του ίδιου του Ενάγοντα, η Belisito ουδεμία σχέση δεν είχε στην αγορά του διαμερίσματος από τον Ενάγοντα. Η μόνη της εμπλοκή στην υπόθεση ήταν ότι κατάθεσε για λογαριασμό του Ενάγοντα μέρος της 1η δόσης του αγοραπωλητηρίου εγγράφου για το ποσό των €124.000. Περαιτέρω, ενώ η ίδια δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τίποτα για την Belisito, ούτε είδε το τιμολόγιο που η εν λόγω εταιρεία εξέδωσε προς την Εναγομένη αλλά ούτε και είδε τις καταστάσεις λογαριασμού της, επέμενε στη θέση ότι η εν λόγω εταιρεία έλαβε σχετική προμήθεια για τις υπηρεσίες της. Πως ήταν γνώστης του γεγονότος αυτού (πέραν του ότι προφανής σκοπός της ήταν να υποστηρίξει τις ενέργειες της τριτοδιαδίκου, έστω και αν κλητέυθηκε ως μάρτυρας από τον Ενάγοντα), με βάση τα όσα έχει αναφέρει στο Δικαστήριο, είναι ένα ζήτημα που παρέμεινε άγνωστο στο Δικαστήριο.
Σε σχέση με την προμήθεια που σύμφωνα με την Μ.Ε 2 κρατήθηκε από την Belisito, η Εναγόμενη, την 1.12.2013, εξέδωσε το τιμολόγιο με αριθμό 10/2013 προς τον Ενάγοντα για το ποσό των €37.800 (μέρος του Τεκμηρίου 4). Την 30.11.2013 η Belisito εξέδωσε τιμολόγιο τοις μετρητοίς (cash invoice) για το ποσό των €37.800 (Τεκμήριο 57). Ως προκύπτει, ενώ η Μ.Ε 2 ανάφερε ότι η προμήθεια της Belisito πληρώθηκε στις 10.7.12 εφόσον απέστειλε μόνο το ποσό των €124.200 αντί του ποσού των €162.000, ουδεμία πειστική εξήγηση έδωσε ως λογιστής για ποιο λόγο το σχετικό τιμολόγιο εκδόθηκε μεταγενέστερα, δηλαδή 17 μήνες από την υποτιθέμενη πληρωμή της προμήθειας. Επομένως δεν αποδέχομαι τις θέσεις της ότι η απόδειξη είσπραξης της Εναγομένης, ημερομηνίας 10.7.12 για το ποσό των €162.000 ήταν πράξη λογιστικά ορθή και ότι τα όσα αναφέρονται σε αυτή ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Απέφυγε επίσης να απαντήσει ότι η απόδειξη πληρωμής, ημερομηνίας 10.7.2012, για το ποσό των €162.000 (μέρος του Τεκμηρίου 5) δεν συμβαδίζει με τους όρους του αγοραπωλητηρίου εγγράφου εφόσον δεν ήταν αυτό το ποσό που όφειλε να καταβάλει ο Ενάγοντας. Και τούτο γιατί σύμφωνα με τους όρους αυτού ο Ενάγοντας θα έπρεπε να καταβάλει το ποσό των €162.000 πλέον Φ.Π.Α. Για όλους τους πιο πάνω λόγους δεν αποδέχομαι την μαρτυρία της στο βαθμό που αυτή συγκρούεται με την λοιπή αποδεκτή μαρτυρία.
Επί του προκειμένου και για τα ίδια πιο πάνω ζητήματα αποδέχομαι πλήρως την μαρτυρία του Μ.Υ 3 ελεγκτή στο επάγγελμα, ο οποίος προσήλθε να καταθέσει στο Δικαστήριο ως εμπειρογνώμονας, αναφορικά με την ορθότητα των λογιστικών εγγραφών που είχαν γίνει από τους λογιστές/ελεγκτές της Εναγομένης στην βάση των όσων τους είχε προσκομίσει η τριτοδιάδικος, υπό την ιδιότητα της διευθύντριας της Εναγομένης, σε σχέση με το επίδικο αγοραπωλητήριο έγγραφο. Προς το σκοπό αυτό ο εν λόγω μάρτυρας έλαβε υπόψιν όλα τα σχετικά έγγραφα (αποδείξεις και τιμολόγια που εξέδωσε η Εναγομένη, μέσω της τριτοδιαδίκου). Αφού έλαβα υπόψιν τόσο τα προσόντα του όσο και την πείρα του και έχοντας κατά νου τις αρχές που καθορίζουν το πότε ένας μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας (Τσαγγαρίδης Βασίλης και Άλλη ν. Ανδρέα Αυγουστή (2000) 1 ΑΑΔ 528) αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι εμπειρογνώμονας στους πιο πάνω τομείς.
Από τη στιγμή λοιπόν που ένας μάρτυρας κρίνεται εμπειρογνώμονας, έχει νομολογηθεί ότι αυτός μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με τα ζητήματα που εμπίπτουν εντός της σφαίρας της ειδικότητας του, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα που απαγορεύει την έκφραση γνώμης από ένα μάρτυρα (Νικολάου v Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ 746). Ο ρόλος και τα καθήκοντα των εμπειρογνωμόνων έχουν επεξηγηθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πιττάλης και άλλων v. Ianira Εnterprises Ltd (1997) 1(B) A.A.Δ.814, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298). Στις εν λόγω αποφάσεις τονίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο πραγματογνώμονας εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του, έτσι ώστε να μπορέσει ο δικαστής να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύει η μαρτυρία.
Η εικόνα που άφησε ο μάρτυρας στο Δικαστήριο ήταν εξαιρετική. Πρόκειτο για ένα αντικειμενικό και αμερόληπτο εξεταστή. Η μαρτυρία του ήταν αψεγάδιαστη παρά την έντονη και επίπονη αντεξέταση του. Παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του και δεν υπέπεσε σε οποιαδήποτε αντίφαση. Οι απαντήσεις του ήταν άμεσες, πειστικές και πλήρως τεκμηριωμένες. Δείγμα της ειλικρίνειας του, παρά το γεγονός ότι αυτή δεν αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης του, ήταν η θέση του, όταν και του υποδείχθηκε ότι η Theonell κατέβαλε για λογαριασμό της Εναγομένης στις 10.7.2013 και 9.10.2013, αντιστοίχως (Τεκμήρια 48 και 49) το οφειλόμενο ποσό της τελευταίας στο Φ.Π.Α (ύψους €204,277.86), ότι δεν δίστασε να αποδέχεται ότι αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (όταν και του υποδείχθηκαν τα αναγκαία προς τούτο έγγραφα), παρά το ότι η θέση του αυτή ενδεχομένως να έπληττε τα συμφέροντα του εντολέα του. Ως εκ τούτου αποδέχομαι τη μαρτυρία του στην ολότητα της. Ως εμπειρογνώμονας προσέφερε στο Δικαστήριο τα αναγκαία εφόδια ώστε αυτό να καταλήξει στην δική του ανεξάρτητη κρίση που είναι και το ζητούμενο.
Στο δια ταύτα, αποδέχομαι επί του προκειμένου τη θέση του, ότι σε σχέση με την 1η δόση του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, ο Ενάγοντας όφειλε να καταβάλει σε 30 ημέρες από την υπογραφή του, το ποσό των €162.000 πλέον Φ.Π.Α (το οποίο τότε ο συντελεστής ανέρχετο στο 17%), δηλαδή ο Ενάγοντας έπρεπε να καταβάλει το ποσό των €189.540. Αυτό ήταν και το ποσό το οποίο θα έπρεπε να εισπράξει η Εναγομένη από τον Ενάγοντα, εκδίδοντας και το αντίστοιχο τιμολόγιο, δυνάμει του αγοραπωλητηρίου εγγράφου (βλέπε όρο 3(α) αυτού). Η Εναγομένη όμως, σε αντίθεση με τον πιο πάνω όρο, εξέδωσε το τιμολόγιο με αριθμό 3/2012, ημερομηνίας 10.7.2012, (μέρος του Τεκμηρίου 4) για το ποσό των €106,154 πλέον ΦΠΑ, δηλαδή για το συνολικό ποσό των €124.200. Στις 12.7.2012 η Εναγομένη εισέπραξε το πιο πάνω ποσό μέσω της Belisito, και το ποσό αυτό πιστώθηκε στο λογαριασμό του Ενάγοντα, έναντι του τιμήματος αγοράς του διαμερίσματος. Ως εκ τούτου η Εναγόμενη όφειλε να εκδώσει, και τούτο αποτελεί τελικό εύρημα του Δικαστηρίου, με βάση τον περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεων Φόρων Νόμο και τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο, απόδειξη είσπραξης μόνο για το ποσό των €124.200, ποσό το οποίο είχε πράγματι εισπραχθεί από την Εναγομένη. Αντ’ αυτού, η Εναγομένη εξέδωσε απόδειξη είσπραξης, ημερομηνίας 10.7.2012, για το ποσό των €162.000. Ως εκ τούτου η εν λόγω απόδειξη είσπραξης είναι λανθασμένη και παραπλανητική και τούτο αποτελεί επίσης τελικό εύρημα του Δικαστηρίου. Η ορθή πρακτική απαιτούσε την έκδοση απόδειξης για το ποσό των €124.200. Σε αντίθεση με την εν λόγω απόδειξη και το τιμολόγιο, με αριθμό 3/2012, που είναι λανθασμένα και παραπλανητικά, η σχετική λογιστική εγγραφή που αφορά το ποσό που εισπράχθηκε στην τράπεζα είναι ορθή. Επομένως υπάρχει σαφής αναντιστοιχία μεταξύ της απόδειξης είσπραξης και της σχετικής λογιστικής εγγραφής. Σημειώνω επιπρόσθετα με τα πιο πάνω, ότι ακόμη ένα λανθασμένο και παραπλανητικό στοιχείο, το οποίο επίσης δεν μπορεί να αγνοηθεί από το Δικαστήριο, αποτελεί και το γεγονός, και τούτο αποτελεί τελικό εύρημα του Δικαστηρίου, ότι η πρώτη απόδειξη που εξέδωσε η Εναγομένη για το ποσό των €162.000, ημερομηνίας 10.7.2012, εκδόθηκε και δόθηκε στον Ενάγοντα, προτού κατατεθεί το ποσό των €124.200. Αυτό ως προκύπτει από το Τεκμήριο 8 κατατέθηκε στις 12.7.2012.
Αποδέχομαι επίσης την θέση του Μ.Υ 3, και τούτο αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου, ότι σε σχέση με την 1η δόση του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, την 1.12.2013, η Εναγομένη εξέδωσε το τιμολόγιο με αριθμό 10/2013 για το ποσό των €32,033.9 πλέον ΦΠΑ (μέρος του Τεκμηρίου 4), δηλαδή για το συνολικό ποσό των €37.800. Το εν λόγω τιμολόγιο εκδόθηκε ετεροχρονισμένα, δηλαδή μετά την πάροδο 17 μηνών μετά, με σκοπό να δικαιολογηθεί εκ των υστέρων η έκδοση της απόδειξης είσπραξης, ημερομηνίας 10.7.2012, που δόθηκε στον Ενάγοντα για το ποσό των €162.000. Αποδέχομαι τη θέση, και τούτο και πάλι αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου, ότι η έκδοση του συγκεκριμένου τιμολογίου έχει γίνει κατά παράβαση των προνοιών του Περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεων Φόρων Νόμου και του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου. Το εν λόγω ποσό δεν έχει καταβληθεί στον τραπεζιτικό λογαριασμό της Εναγομένης. Αποδέχομαι επίσης την μαρτυρία του Μ.Υ 3 ότι η πρώτη απόδειξη για το ποσό των €162.000 έχει παράνομα, καταχωριστεί στα λογιστικά έγγραφα της Εναγομένης για το έτος 2012 γιατί οι λογιστικές εγγραφές που έχουν γίνει αφορούσαν το ποσό των €124.200 και η εν λόγω εγγραφή δεν έχει γίνει με βάση αυτή την απόδειξη. Επίσης και τούτο αποτελεί τελικό εύρημα του Δικαστηρίου αποδεχόμενος την πιο πάνω θέση του εν λόγω εμπειρογνώμονα.
Με την θέση αυτή του Μ.Υ 3 συμφώνησε εν μέρει και η Μ. Ε 2, η οποία ανάφερε ότι ο ορθότερος τρόπος ήταν το τιμολόγιο να εκδοθεί ταυτόχρονα.
Επί του προκειμένου ανάφερε στην σελίδα 16 των πρακτικών, ημερομηνίας 30.9.2014, ότι:
« Θεωρητικά θα έπρεπε ολόκληρη η προκαταβολή των €162.000 να είχε τιμολογηθεί από την αρχή…Ο σωστός λογιστικός τρόπος θα ήταν να εκδοθεί ολόκληρο το ποσό των 162.000 ευρώ από την αρχή.»
Σε σχέση με το λόγο έκδοσης του τιμολογίου, με αριθμό 10/13, πέραν των πιο πάνω, ήταν η θέση του Ενάγοντα και της Μ.Ε 2 ότι κατακρατήθηκε ως προμήθεια από την Belisito. Στη βάση της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας αποτελεί άξιον απορίας για ποιο λόγο η Belisito, η οποία καμία απολύτως εμπλοκή δεν είχε στην πώληση του διαμερίσματος στον Ενάγοντα από την Εναγομένη (πέραν του πιο πάνω ευρήματος του Δικαστηρίου ότι κατέβαλε για λογαριασμό του Ενάγοντα στη Belissito το ποσό των €124.200), κατακράτησε το εν λόγω ποσό. Εμπλοκή με βάση την εκδοχή του Ενάγοντα, αναφορικά με την διαμεσολάβηση για την αγορά του επίδικου διαμερίσματος, είχε η Mck και η Alexander. Ήταν η εκδοχή της τριτοδιαδίκου και της Μ.Τ 1 ότι η Belissito έλαβε την προμήθεια για λογαριασμό της Mck, εφόσον η τελευταία ήταν συμφερόντων της Μ.Τ 2, ενώ η Belisito ήταν συμφερόντων του πατέρα της. Θέσεις και οι οποίες απορρίπτονται για τους λόγους που εξηγώ αμέσως κατωτέρω. Η Belisito, ως αποτελεί τελικό εύρημα του Δικαστηρίου για τους λόγους που επίσης καταγράφονται κατωτέρω, ήταν συμφερόντων της τριτοδιαδίκου. Κανένα λόγο δεν είχε να κατακρατήσει την οποιαδήποτε προμήθεια η Belisito και όφειλε να μεταφέρει ολόκληρο το ποσό των χρημάτων στην Εναγομένη και όχι μόνο το ποσό των €124.200. Ούτε και με βάση τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν έχει εκδοθεί απόδειξη είσπραξης από την Εναγόμενη στην Belisito για την κατακράτηση από την τελευταία της πιο πάνω προμήθειας, αλλά ούτε και έχει προσκομισθεί τέτοια στο Δικαστήριο.
Για να ήταν ορθό το τιμολόγιο της προμήθειας, σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Υ 3, θα έπρεπε να εκδοθεί τιμολόγιο από την Belisito στην Εναγομένη για το ποσό των €37.800 και η Εναγομένη να το πληρώσει τη δεδομένη στιγμή, και όχι 17 μήνες αργότερα. Θέση και η οποία είναι ορθή. Και τούτο γιατί η Μ.Τ 2, ελέγκτρια στο ελεγκτικό γραφείο Γ. Οικονομίδης και συνάδελφος της Μ.Ε 2, η οποία κατάθεσε εκ μέρους του Ενάγοντα, κατάθεσε στο Δικαστήριο σχετικό τιμολόγιο τοις μετρητοίς, ημερομηνίας 30.11.2013 (Τεκμήριο 57), για το ποσό των €37.800. Η έκδοση και κατάθεση του σχετικού τιμολογίου θα πρέπει να ιδωθεί με ιδιαίτερο σκεπτικισμό από το Δικαστήριο. Και τούτο γιατί ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι αυτό κατατέθηκε χωρίς ένσταση, ουδέποτε είχε υποδειχθεί στον Μ.Υ 3, ούτως ώστε αυτό να σχολιαστεί από τον ίδιο, έχοντας ως δεδομένο ότι ο ίδιος έκανε ρητή αναφορά ότι θα έπρεπε να εκδοθεί σχετικό τιμολόγιο και αντεξετάστηκε για το ζήτημα της προμήθειας από όλες τις πλευρές. Επιπρόσθετα, αποτελεί άξιον απορίας για ποιο λόγο αυτό δεν κατατέθηκε από την Μ.Ε2, η οποία εργάζεται στο ίδιο γραφείο με την Μ.Τ 1. Αντίθετα η Μ.Ε 2, η οποία έκανε αναφορά για την σχετική προμήθεια, σε μία προσπάθεια να πείσει το Δικαστήριο ως προς την ορθότητα της απόδειξης που εξέδωσε στον Ενάγοντα η Εναγομένη για το ποσό των €162.000, ανάφερε ότι δεν έχει κάτι στην κατοχή της σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Επιπρόσθετα, ανατρέχοντας στον φάκελο της υπόθεσης και στην αρχική δήλωση αποκάλυψης εγγράφων του Ενάγοντα και της τριτοδιαδίκου αλλά και στις επόμενες συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις που καταχωρίστηκαν από μέρους τους, το εν λόγω Τιμολόγιο δεν αποκαλύπτεται. Δεν μπορεί επίσης να αγνοηθούν από το Δικαστήριο και τα εξής γεγονότα. Το εν λόγω τιμολόγιο, ημερομηνίας 30.11.2013, είναι τιμολόγιο τοις μετρητοίς που λογιστικά σημαίνει, γεγονός το οποίο συμφώνησε και η Μ.Τ 1, ότι ταυτόχρονα με την έκδοση του, το αναγραφόμενο σε αυτό ποσό πληρώθηκε την ίδια ώρα τοις μετρητοίς. Γεγονός βεβαίως που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα εφόσον τα χρήματα στην Belissito και που αντιστοιχούν στο ποσό του εκδοθέντος τιμολογίου δεν εξοφλήθηκαν με μετρητά, κατά τον επίδικο χρόνο έκδοσης του, αλλά κατακρατήθηκαν από την Belissito ήδη από τις 12.7.2012. Περαιτέρω, αποτελεί άξιον απορίας για ποιο λόγο το τιμολόγιο δεν έχει χρέωση ΦΠΑ. Επιπρόσθετα, διαπιστώνεται ότι η ημερομηνία έκδοσης του φέρεται αλλοιωμένη εφόσον η αρχική ημερομηνία έκδοσης του ήταν η 30.12.2012 ενώ αλλοιώθηκε με αποτέλεσμα ως ημερομηνία έκδοσης του να αναγράφεται η 30.11.2012. Και το ίδιο το τιμολόγιο που εκδόθηκε από την Belisito και που καταγράφει στην περιγραφή του ‘fees deducted for the introduction of the client and providing services related to Apt 15’ δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα εφόσον η Belisito σύμφωνα με την ίδια την εκδοχή του Ενάγοντα καμία μεσολάβηση δεν έκανε η ίδια αλλά η μεσολάβηση έγινε από την Mck και την Alexander. Αν αυτή η εκδοχή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η περιγραφή του τιμολογίου θα κατέγραφε κάτι άλλο και όχι αυτό που καταγράφει. Επομένως, υπό αυτές τις περιστάσεις η έκδοση του εν λόγω τιμολογίου είναι παραπλανητική και λανθασμένη και τα όσα αναφέρει δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αυτό εκδόθηκε από την τριτοδιάδικο, στην οποία ανήκει η Belisito, για αλλότριους σκοπούς με σκοπό να καταχραστεί και ιδιοποιηθεί η ίδια το εν λόγω ποσό και τούτο αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου.
Στην ίδια βάση αποδεχόμενος την μαρτυρία του Μ.Υ 3, που επιτρέπει στο Δικαστήριο να καταλήξει στα πιο πάνω ευρήματα σε σχέση με το επί μέρους επίδικο ζήτημα, εντούτοις για σκοπούς πληρότητας και μόνον θα προχωρήσω και στην αξιολόγηση της Μ.Τ 1, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας της σχετιζόταν με τα πιο πάνω. Δεν αποδέχομαι την μαρτυρία της Μ.Τ. 1, επί του προκειμένου, η οποία ήταν ένα από τα πρόσωπα που καταχωρούσαν τις λογιστικές εγγραφές της Εναγομένης. Ήταν επίσης η θέση της, σε συμφωνία με την Μ.Ε 2, ότι η έκδοση του 1ου τιμολογίου με αριθμό 3/2012 για το ποσό των €124.200 (μέρος του Τεκμηρίου 4) δεν συνάδει με την έκδοση της απόδειξης εξόφλησης της Εναγομένης προς τον Ενάγοντα για το ποσό των €162.000 (μέρος του Τεκμηρίου 5), προσθέτοντας όμως ότι αν προστεθεί το ποσό του τιμολογίου με αριθμό 5/2012 (μέρος του Τεκμηρίου 4) που έχει εκδοθεί το 2013, για το ποσό των €37.800, το άθροισμα και των δύο μαζί συμποσούται με το ποσό της απόδειξης, ημερομηνίας 10.7.2012, για το ποσό των €162.000. Επομένως και αυτή, στην βάση των πιο πάνω, ισχυρίστηκε ότι η απόδειξη της Εναγομένης για το ποσό των €162.000 ήταν ορθή.
Δεν αποδέχομαι την επί του προκειμένου θέση της, εφόσον ουσιαστικά και η ίδια προσπάθησε να υποβαθμίσει το εν λόγω γεγονός, αναφέροντας ότι σημασία στην προκειμένη περίπτωση έχει το γεγονός ότι εν τέλει, έστω και μεταγενέστερα, εισπράχθηκε από την Εναγομένη όλο το ποσό των €162.000, ως αναφέρεται στην σχετική απόδειξη εξόφλησης που η Εναγομένη εξέδωσε στον Ενάγοντα. Επισημαίνεται καταρχάς ότι κανένα ποσό δεν εισπράχθηκε από την Εναγομένη, εφόσον το ποσό των €37.800 (τιμολόγιο με αριθμό 5/2012, μέρος του Τεκμηρίου 4) ουδέποτε κατέληξε στο λογαριασμό της Εναγομένης. Περαιτέρω, δεν έδωσε οποιαδήποτε πειστική απάντηση γιατί ενώ η Εναγομένη εξέδωσε απόδειξη για το ποσό των €162.000 εισέπραξε μόνο το ποσό των €124.000. Ούτε και έδωσε πειστική και τεκμηριωμένη εξήγηση για τον λόγο που εκδόθηκε ετεροχρονισμένα το εν λόγω τιμολόγιο αλλά ούτε και έδωσε πειστική εξήγηση για τον λόγο που ενώ η ίδια διαπίστωσε την αναντιστοιχία του τιμολογίου και απόδειξης δεν δεν ζήτησε εξηγήσεις από την τριτοδιάδικο, ισχυριζόμενη ότι ουδέποτε περιήλθε στην αντίληψη της η σχετική απόδειξη της Εναγομένης. Ακόμη και στην δια ζώσης μαρτυρία της, που σύμφωνα με αυτήν έλαβε γνώση πρώτη φορά για την ύπαρξη της σχετικής απόδειξης κατά την ακρόαση, επέμενε αρχικά ότι ορθά εκδόθηκε ετεροχρονισμένα το σχετικό τιμολόγιο, αρνούμενη αρχικά να αποδεχθεί ότι δεν ήταν αυτός ο ορθός λογιστικός τρόπος, αποδεχόμενη όμως εκ των υστέρων ότι θα ήταν ορθότερο αυτό να εκδοθεί ενωρίτερα.
Πληρωμή ποσών €99.000 και €160.000 προς Theonell
Σε σχέση με τις επόμενες πληρωμές που ο Ενάγοντας διατείνει ότι κατέβαλε στην Εναγομένη, αποτελεί κοινό τόπο των μερών, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, ότι ο Ενάγοντας κατέβαλε τα πιο πάνω πάνω ποσά σε λογαριασμό που ανήκει στην εταιρεία Theonell, ο οποίος κατά τον επίδικο χρόνο διατηρείτο στην Ελληνική Τράπεζα, και όχι στον λογαριασμό της Εναγομένης που κατά τον επίδικο χρόνο η τελευταία διατηρούσε στην τότε Λαϊκή Τράπεζα (Τεκμήριο 8).
Ειδικότερα, καταβλήθηκε το ποσό των €160.000 στις 11.6.13 και το ποσό των €99.000 στις 27.9.13, αντιστοίχως, από το λογαριασμό του Ενάγοντα που άνοιξε στην Ελληνική Τράπεζα (αρ. λογαριασμού [ ]) την 1.9.2012, σε λογαριασμό της Ελληνικής Τράπεζας με αρ. [ ], που ανήκει στην Theonell.
Ως προς τον λόγο που ο ίδιος κατέβαλε τα εν λόγω ποσά στον πιο πάνω λογαριασμό, αντί σε λογαριασμό της Εναγομένης με την οποία είχε συμβατικές σχέσεις, είναι η δικογραφημένη εκδοχή του Ενάγοντα, με βάση την παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης του (την οποία παραθέτω αυτολεξεί), ότι ήταν:
«…κατόπιν γραπτών οδηγιών της Εναγόμενης εταιρείας και/ή των αντιπροσώπων της ημερ. 30.5.2013 καθώς και προφορικών οδηγιών που του δόθηκαν εις συγκεκριμένο τραπεζιτικό λογαριασμό υπ’ αρ. [ ] εις την Ελληνική τράπεζα και εξ’ όσων η Εναγόμενη και/ή οι αντιπροσώποι της και ο αρμόδιος λειτουργός της Ελληνικής Τράπεζας τον πληροφόρησαν η πληρωμή έπρεπε να γίνει με αυτό τον τρόπο αφού λόγω του κουρέματος δεν μπορούσε να γίνει μεταφορά χρημάτων κατευθείαν στον τραπεζιτικό λογαριασμό της Εναγόμενης Εταιρείας τον οποίο η Εναγόμενη εταιρεία διατηρούσε στην Λαϊκή Τράπεζα …».
Αποτελεί εν ολίγοις δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα, ότι ο ίδιος κατάθεσε τα χρήματα στο λογαριασμό της Theonell, με την οποία ο ίδιος δεν είχε καμία σχέση, για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν γιατί στις 30.5.13 έλαβε γραπτές και προφορικές οδηγίες από την Εναγομένη, μέσω της τριτοδιαδίκου, να πράξει τούτο και ο ίδιος ακολούθησε τις σχετικές οδηγίες της. Ο δεύτερος λόγος, ήταν γιατί πληροφορήθηκε τόσο από την Εναγομένη, μέσω προφανώς της τριτοδιαδίκου, όσο και από αρμόδιο λειτουργό της τράπεζας ότι δεν μπορούσαν να κατατεθούν χρήματα στο λογαριασμό που διατηρούσε η Εναγομένη στην τότε Λαϊκή λόγω του «κουρέματος».
Από την άλλη, είναι η επί του προκειμένου θέση της Εναγομένης, ότι τα χρήματα αυτά καταβλήθηκαν στη Theonell εν γνώσει του Ενάγοντα και με τη συγκατάθεση του, γνωρίζοντας αυτός ότι η εν λόγω εταιρεία ήταν συμφερόντων της τριτοδιαδίκου με σκοπό να καταδολιεύσουν την Εναγομένη και που εν πάση περιπτώσει η εν λόγω εταιρεία καμία σχέση δεν είχε μαζί της.
Στην δια ζώσης μαρτυρία του ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε αρχικά ότι ο λόγος που μετέφερε χρήματα στο λογαριασμό της Theonell ήταν γιατί η τριτοδιάδικος του έδωσε γραπτές οδηγίες (Τεκμήριο 14) όπως το ποσό των €259.000, που αντιστοιχεί στις επόμενες δόσεις του αγοραπωλητηρίου εγγράφου καταβληθεί σε αυτήν.
Πέραν των πιο πάνω γραπτών οδηγιών και αντεξεταζόμενος γιατί ο ίδιος αποδέχθηκε να καταβάλει χρήματα στη Theonell και όχι στην Εναγομένη, η οποία ήταν για τον ίδιο μια άγνωστη εταιρεία, ο Ενάγοντας υποστήριξε ότι προχώρησε στην πληρωμή των πιο πάνω ποσών στο λογαριασμό της αφού ο ίδιος είχε συμβουλευθεί και κάποιους Ουκρανούς ειδικούς που εργάζονταν, κατά τον επίδικο χρόνο, σε κάποιες Kυπριακές εταιρείες. Σε σχετική διευκρινιστική ερώτηση που του υποβλήθηκε (βλ. σελίδα 40 των πρακτικών ημερ. 3.10.24) κατά πόσο «εκτός από την κα Ευγενία Παρασκευαϊδη είπε σου κάποιος άλλος ότι υπήρχε πρόβλημα διεκπεραίωσης στην Gerlington» o Ενάγοντας απάντησε καταφατικά. Σε νέα ερώτηση που του υποβλήθηκε «Κανένας άλλος;” και πάλι ο Ενάγοντάς απάντησε καταφατικά. Επίσης, στη σελίδα 41 των ίδιων πρακτικών, ρωτήθηκε κατά πόσο «Έγινε οποιαδήποτε συζήτηση στην τράπεζα που πήγες και έδωσες οδηγίες με τους τραπεζικούς εκεί;» και ο Ενάγοντας απάντησε «Η συνήθης διαδικασία, δείχνουμε το τιμολόγιο, εξηγούμε την κατάσταση, γίνεται η πληρωμή».
Η όλη πιο πάνω εκδοχή του Ενάγοντα ως αυτή μεταφέρθηκε προφορικά στο Δικαστήριο δεν γίνεται αποδεκτή εφόσον συγκρούεται με τις πιο πάνω δικογραφημένες θέσεις του. Και τούτο γιατί σύμφωνα με αυτές, πέραν των γραπτών οδηγιών που έλαβε από την Εναγομένη, μέσω της τριτοδιαδίκου, προχώρησε στις εν λόγω πληρωμές στον λογαριασμό της Theonell και κατόπιν πληροφόρησης που έλαβε από τον αρμόδιο λειτουργό της τράπεζας ότι δεν μπορούσαν να γίνουν πληρωμές στη τότε Λαϊκή λόγω του κουρέματος. Οι δικογραφημένες θέσεις του ως προς τους δύο λόγους που προχώρησε με πληρωμές στην Theonell δεν αποτελούν διαζευκτικούς ισχυρισμούς αλλά αντιθέτως πρόκειται για σωρευτικούς ισχυρισμούς. Ήταν ξεκάθαρη η αρχική του τοποθέτηση ότι δεν τον πληροφόρησε κανένας τραπεζικός υπάλληλος της Ελληνικής να προβεί στην εν λόγω ενέργεια λόγω του ότι δεν μπορούσαν να κατατεθούν χρήματα στον εν λόγω λογαριασμό της Εναγομένης εξαιτίας του «κουρέματος». Όταν όμως του υποδείχθηκε ότι η πιο πάνω μαρτυρία του συγκρούεται με τις δικογραφημένες θέσεις του, στη συνέχεια ο Ενάγοντας ανασκεύασε την εκδοχή του αναφέροντας (βλ. σελ. 43 των πιο πάνω πρακτικών) ότι:
«Θέλω να διευκρινίσω κάτι, τις οδηγίες μου τις έδωσε η Ευγενία και ο τραπεζικός υπάλληλος. Ποια είναι η ουσία».
Στην υπόθεση Xριστοδούλου Eρμογένης Kυριάκου ν. Γιαννάκη Περικλέους (1998) 1 ΑΑΔ 1122 λέχθηκε ότι τα δικόγραφα είναι το θεμέλιο της δίκης και αποτελούν το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων. Στην δε υπόθεση Σοφοκλής Σοφοκλέους v. Κυριακής Τσεσμελόγλου (2006) 1 ΑΑΔ 1153 έγινε αποδεκτό ότι η αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας ενός διαδίκου και του δικογράφου του αποτελεί λόγο που στην κατάλληλη περίπτωση δικαιολογεί συμπέρασμα από μέρους του Δικαστηρίου περί αναξιοπιστίας του διαδίκου και, κατά συνέπεια, απόρριψη της μαρτυρίας του.
Και επί της ουσίας όμως η εκδοχή του αυτή, ότι δηλαδή ο λόγος που δεν κατάθεσε τα πιο πάνω ποσά σε λογαριασμό της Εναγομένης που διατηρούσε στην τότε Λαϊκή, αλλά κατάθεσε αυτά σε μία τρίτη για τον ίδιο άγνωστη εταιρεία, ήταν επειδή πληροφορήθηκε ότι αυτά δεν μπορούσαν να κατατεθούν στον λογαριασμό της που διατηρούσε στην τότε Λαϊκή λόγω του «κουρέματος». Σχετική επί τούτου ήταν η μαρτυρία του Μ.Υ.3, ο οποίος κατάθεσε τις ΚΔΠ 154/13, 216/13, 237/13 και 169/13, 175/13, 183/13 και 200/13 (Τεκμήριο 39) που εξέδωσε το Υπουργείο Οικονομικών στη βάση των άρθρων 4 και 5 του περί της Επιβολής Περιοριστικών Μέτρων στις Συναλλαγές σε περίπτωση Έκτακτης Ανάγκης Νόμου του 2013. Ήταν η θέση του εν λόγω μάρτυρα, αφού του ζητήθηκε να μελετήσει τα διατάγματα που έχουν εκδοθεί από το Υπουργείο Οικονομικών κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά την κρίση στο τραπεζικό σύστημα αναφορικά με τους περιορισμούς στις συναλλαγές μεταξύ ατόμων, εταιρειών και τραπεζών, ότι επί του προκειμένου, κατά τον επίδικο χρόνο (Μάιο του 2013) και μετά, δεν υπήρχε οποιοσδήποτε περιορισμός στο να μεταφέρει κάποιος χρήματα από το λογαριασμό του στην Ελληνική τράπεζα στην τότε Λαϊκή τράπεζα μέχρι του ποσού των €300.000. Πέραν του ποσού αυτού έπρεπε να ληφθεί σχετική άδεια από αρμόδια επιτροπή.
Πέραν του γεγονότος ότι η θέση του αυτή επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 39, η θέση του Μ.Υ 3 παρέμεινε αναντίλεκτη εφόσον δεν του υποβλήθηκε οποιαδήποτε περί του αντιθέτου θέση, ότι δηλαδή δεν επιτρέποντο να κατατεθούν χρήματα στην τότε Λαϊκή. Ο εν λόγω μάρτυρας έτυχε αντεξέτασης μόνο ως προς το γεγονός ότι υπήρχε ανασφάλεια από τον οποιοδήποτε να καταθέσει ποσά χρημάτων στην τότε Λαϊκή. Πέραν του γεγονότος ότι δεν ήταν αυτή η δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα περί φόβου και ανασφάλειας, αλλά ότι δεν επιτρέπετο να κατατεθούν χρήματα στον λογαριασμό της Εναγομένης στην τότε Λαϊκή, ο εν λόγω μάρτυρας έδωσε πειστικές εξηγήσεις ότι κατά τον επίδικο χρόνο κατατίθεντο χρήματα στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα από πολίτες που διατηρούσαν υφιστάμενους λογαριασμούς σε αυτό, εφόσον δεν μπορούσαν να ανοίξουν νέο λογαριασμό σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα. Ενόψει της αποδοχής της μαρτυρίας του Μ.Υ.3 επί του ζητήματος αυτού, απορρίπτεται η θέση του Ενάγοντα, και αποτελεί τελικό εύρημα του Δικαστηρίου, ότι ο λόγος που κατατέθηκαν χρήματα στη Theonell, δεν ήταν γιατί αυτά δεν μπορούσαν να κατατεθούν στο λογαριασμό της Εναγομένης που διατηρούσε στην τότε Λαϊκή, λόγω του «κουρέματος» αλλά και περαιτέρω αποτελεί τελικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι ουδέποτε του ανέφερε ένα τέτοιο πράγμα ο τότε τραπεζικός υπάλληλος της Ελληνικής Τράπεζας.
Ταυτόχρονα, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο λόγος που ο Ενάγοντας μετέφερε τα πιο πάνω ποσά στον λογαριασμό της Theonell, και όχι της Εναγομένης, ήταν γιατί έλαβε σχετικές οδηγίες (Τεκμήριο 14) από την Εναγομένη, μέσω της τριτοδιαδίκου. Το κατά πόσο ο Ενάγοντας με την πράξη του αυτή προέβη σε συμπαιγνία με την τριτοδιάδικο, ώστε να καταδολιεύσουν την Εναγομένη, ως διατείνει η τελευταία, είναι ζήτημα το οποίο διαπραγματεύομαι κατωτέρω.
Κλείνοντάς το ζήτημα της αξιολόγησης του Ενάγοντα, πέραν των πιο πάνω, αρνητική εντύπωση στο Δικαστήριο προκάλεσαν και τα εξής γεγονότα που γενικότερα πλήττουν την αξιοπιστία της όλης εκδοχής του και που ασφαλώς μολύνουν την μαρτυρία του.
Για παράδειγμα, ουσιώδη αντίφαση αποτελεί και το γεγονός ότι με το άνοιγμα του λογαριασμού του, ως φαίνεται από την σχετική κατάσταση του (Τεκμήριο 21), μεταφέρθηκαν σε αυτό, στις 24.9.2012, ποσά ύψους €307.00 και €105.000, αντιστοίχως, από την Belisito. O ίδιος αρνήθηκε ότι τα χρήματα αυτά κατατέθηκαν στον τραπεζιτικό του λογαριασμό είτε από την τριτοδιάδικο είτε μία εκ των εταιρειών που η ίδια ελέγχει (βλέπε σελίδα 8 των πρακτικών ημερομηνίας 4.10.2024). Η θέση του όμως καταρρίπτεται από την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Υ 2 (διευθυντής πελατών στο κέντρο διεθνών επιχειρήσεων της Ελληνικής τράπεζας), ο οποίος προσκόμισε τα σχετικά δικαιολογητικά της Ελληνικής Τράπεζας αναφορικά με τις πιστώσεις στο λογαριασμό του. Τα χρήματα αυτά προήλθαν πράγματι από την Belisito (Tεκμήριο 35). Η Belisito, ως αναφέρεται αμέσως κατωτέρω, ήταν εταιρεία συμφερόντων και άνηκε στην τριτοδιάδικο. Πέραν του γεγονότος ότι ο ίδιος ουδέποτε ανάφερε την αλήθεια στο Δικαστήριο ότι τα χρήματα στο λογαριασμό του κατατέθηκαν από την εν λόγω εταιρεία ενώ ως ο δικαιούχος του εν λόγω λογαριασμού όφειλε να γνωρίζει και γνώριζε την πηγή προέλευσης των εισοδημάτων στο λογαριασμό του, ο ίδιος ανάφερε ότι δεν είχε καμία σχέση με την Belisito ως αναφέρει στην γραπτή του δήλωση. Θέση η οποία καταρρίπτεται μέσω των πιο πάνω Τεκμηρίων.
Ακόμη ένας λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτή η μαρτυρία του, αποτελεί και το γεγονός ότι, ενώ σύμφωνα με την εκδοχή του, κατέβαλε το ποσό των €162.000 στην Εναγομένη (γεγονός που ως αναφέρθηκε ανωτέρω δεν έγινε αποδεκτό εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα), αποτελεί άξιον απορίας, για ποιο λόγο δεν διαμαρτυρήθηκε όταν έλαβε το τιμολόγιο με αριθμό 3/12 που αφορούσε μόνο το ποσό των €124.200, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Ούτε και πείθει η θέση του ότι ο λόγος που δεν διαμαρτυρήθηκε ήταν γιατί το εν λόγω τιμολόγιο το είδε για πρώτη φορά στο Δικαστήριο. Πέραν του γεγονότος ότι η θέση του αυτή δεν είναι αληθή, εφόσον στην αποκάλυψη εγγράφων, ημερομηνίας 29.9.2013, επισυνάπτεται το εν λόγω τιμολόγιο, γεγονός το οποίο αποτελεί ακόμη ένα ψεύδος από μέρους του, αποτελεί απορίας άξιον πως ο ίδιος προχώρησε στην πληρωμή των ποσών χωρίς να έχει στην κατοχή του το σχετικό τιμολόγιο. Αυτό εγείρει σοβαρές αμφιβολίες και ερωτηματικά ως προς την γνησιότητα της όλης του εκδοχής.
Ακόμη μία αντίφαση του Ενάγοντα αποτελεί και το γεγονός ότι όταν στην αντεξέταση του ανασκεύασε την εκδοχή του ότι τα χρήματα της 1ης δόσης πληροφορήθηκε ότι στάλθηκαν στην Belisito από την Mck και ακολούθως στην Εναγόμενη, ερωτηθείς σχετικά για ποιο λόγο δεν το ανάφερε εξ αρχής στην γραπτή του δήλωση, ο εν λόγω μάρτυρας απάντησε ότι το αναφέρει. Ουδέν αναληθέστερον. Διαβάζοντας κανείς το περιεχόμενο της γραπτής του δήλωσης το μόνο που αναφέρει σε σχέση με την Belisito είναι ότι ο ίδιος δεν είχε καμία σχέση μαζί της.
Ούτε και ήταν σε θέση να δώσει εξήγηση ποιος κατέβαλε τα έξοδα χαρτοσήμανσης του επίδικου αγοραπωλητηρίου εγγράφου, ώστε αυτό ακολούθως να κατατεθεί στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης του. Αρχικά, ο ίδιος ήταν κατηγορηματικός ότι, πέραν της πληρωμής των €421.000 ως ο ίδιος ισχυρίζεται, κανένα άλλο ποσό δεν κατέβαλε στην Εναγόμενη σε σχέση με το αγοραπωλητήριο έγγραφο. Στη συνέχεια όμως, όταν ερωτήθηκε σχετικά για το ποιος κατέβαλε τα χρήματα αυτά, ανάφερε ότι μπορεί και να τα κατέβαλε ο ίδιος ή η τριτοδιάδικος. Κανένα όμως στοιχείο ή απόδειξη δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο ότι τα χρήματα αυτά καταβλήθηκαν από τον ίδιο είτε έστω καταβλήθηκαν από την Εναγομένη για λογαριασμό του και ο ίδιος αργότερα της τα επέστρεψε. Κατάθεσε ως Τεκμήριο 19 επιστολή που του παρέδωσε η τριτοδιάδικος μέσω της Εναγομένης, στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η τελευταία θα χαρτοσημάνει εκ μέρους του το συμβόλαιο. Αποτελεί άξιον απορίας για ποιο λόγο ανέλαβε αυτή την υποχρέωση η Εναγομένη, μέσω της τριτοδιαδίκου, από την στιγμή που σύμφωνα με τον όρο 10 του αγοραπωλητηρίου εγγράφου τα έξοδα χαρτοσήμανσης θα τα κατάβαλλε ο ίδιος ως ο αγοραστής. Το ερώτημα αυτό επίσης έχει παραμείνει αναπάντητο από τον ίδιο.
Περαιτέρω, ακόμα ένας λόγος για τον οποίο δεν γίνεται αποδεκτή η μαρτυρία του, αποτελεί και το γεγονός ότι όπως δήλωσε ο ίδιος επισκεπτόταν την Κύπρο και επιθεωρούσε την πορεία εξέλιξης της ανέγερσης του επίδικου διαμερίσματος (βλ. σελ. 3 των πρακτικών, ημερομηνίας 4.10.2024). Αποτελεί άξιον απορίας, εφόσον ο ίδιος ενημερωνόταν για την πρόοδο των εργασιών και εφόσον διαπίστωσε ότι τα έργα στο συγκρότημα και κατ΄επέκταση στο επίδικο διαμέρισμα του δεν προχωρούσαν αλλά και ότι η Εναγομένη δεν εκπλήρωσε τις συμβατικές της υποχρεώσεις τότε για ποιον λόγο ο ίδιος προχώρησε με την καταβολή μέρους του τιμήματος αγοράς του (πληρωμή μέρους της 2ης και 3ης δόσης) με βάση τους όρους του συμβολαίου, εγείρονται εύλογα ερωτηματικά τα οποία βεβαίως έχουν παραμείνει αναπάντητα. Και τούτο γιατί δεν αποδέχομαι την εξήγηση του ότι αφενός ο λόγος που κατέβαλε τα εν λόγω ποσά, ενώ η Εναγομένη δεν τήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, ήταν αφενός μεν γιατί φοβόταν ότι τα χρήματα τα οποία ήταν κατατεθειμένα στον λογαριασμό του στην Ελληνική Τράπεζα υπήρχε κίνδυνος να «κουρευτούν», αφετέρου δε ήταν επειδή η Εναγόμενη, μέσω της τριτοδιαδίκου, του ανέφερε ότι είχε ανάγκη για την καταβολή των εν λόγω χρημάτων εφόσον θα τα χρησιμοποιούσε για την αγορά υλικών με σκοπό την ολοκλήρωση του συγκροτήματος. Στο βαθμό που η θέση του ήταν ότι ο λόγος που κατέβαλε τα εν λόγω χρήματα, παρά το γεγονός ότι η Εναγομένη δεν τήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, ήταν επειδή φοβόταν ότι υπήρχε ορατός κίνδυνος τα χρήματα του να «κουρευτούν» αυτή και πάλι καταρρίπτεται από την σχετική κατάσταση του τραπεζιτικού του λογαριασμού (Τεκμήριο 21). Και τούτο γιατί ως προκύπτει μέσω αυτού, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω άνοιξε μετά το κούρεμα, κατάθετε χρήματα σε αυτό. Επομένως για να καταθέτει χρήματα στον λογαριασμό του κανένα φόβο δεν ένιωθε ο ίδιος. Στο βαθμό που ο λόγος που κατέβαλε τις εν λόγω πληρωμές ήταν επειδή του ανάφερε η Εναγομένη, μέσω της τριτοδιαδίκου, ότι τα εν λόγω χρήματα του θα τα χρησιμοποιούσε για την αγορά υλικών με σκοπό την ολοκλήρωση του συγκροτήματος δεν στέκει στην κοινή λογική. Και τούτο γιατί με δεδομένη την κατάσταση της πολυκατοικίας ως ο ίδιος την παρουσίασε, μέσω σχετικών φωτογραφιών που προσκόμισε (Τεκμήρια 17 και 18, αντιστοίχως) η πολυκατοικία υπολείπετο κατά πολύ ώστε αυτή να ολοκληρωθεί. Με δεδομένο την πανεπιστημιακή του μόρφωση αδυνατώ να καταλήξω ότι ένα τέτοιο επιχείρημα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, η τελευταία πληρωμή που ισχυρίζεται ότι κατέβαλε στην Εναγομένη πραγματοποιήθηκε στις 27.9.2013. Πως ο ίδιος ενώ κατέβαλε το εν λόγω ποσό ανέμενε μόλις σε διάστημα 3 μηνών να του παραδοθεί το εν λόγω διαμέρισμα, είναι μια θέση η οποία ασφαλώς και δεν συμβαδίζει με την κοινή λογική.
Ακόμα ένας λόγος για τον οποίο απορρίπτεται η μαρτυρία του Ενάγονα αποτελεί και η πηγή προέλευσης των χρημάτων του, τα οποία κατατέθηκαν στον τραπεζιτικό του λογαριασμό και τα οποία ισχυρίζεται ότι κατέβαλε στην Εναγομένη.
Σχετική προς τούτο ήταν η μαρτυρία του Μ.Υ 2, ο οποίος κατάθεσε στο Δικαστήριο αντίγραφο του τραπεζικού λογαριασμού (Τεκμήριο 21) που διατηρούσε ο Ενάγοντας καθώς και αντίγραφα των πιστωτικών εμβασμάτων στον λογαριασμό του (Τεκμήριο 35). Ως προκύπτει μέσα από τα πιο πάνω Τεκμήρια, η πηγή εισοδημάτων του στον εν λόγω λογαριασμό προήλθε ως ακολούθως:
α) Στις 24.9.2012 κατατέθηκε το ποσό των €307.100 από το λογαριασμό της Belisito στον λογαριασμό του Ενάγοντα
β) Στις 24.9.2012 κατατέθηκε το ποσό των €105.000 από το λογαριασμό της Belisito στον λογαριασμό του Ενάγοντα
γ) Στις 11.6.2013 κατατέθηκε στο λογαριασμό του το ποσό των €163.346,38 από υφιστάμενο γραμμάτιο του, το οποίο έκλεισε και πιστώθηκε στο λογαριασμό του
δ) Στις 25.6.2013 κατατέθηκε στο λογαριασμό του το ποσό των €258.790,97 από υφιστάμενο γραμμάτιο του, το οποίο έκλεισε και πιστώθηκε στο λογαριασμό του
ε) Στις 6.9.2013 κατατέθηκε το ποσό των €400000 από κάποια εταιρεία Ortsand Partners Ltd
Τούτων λεχθέντων, καταρχάς απορρίπτεται η όλη δικογραφημένη εκδοχή του Ενάγοντα ότι με το άνοιγμα του λογαριασμού του στην Ελληνική Τράπεζα κατάθεσε το ποσό των €412.000. Ως προκύπτει, το πιο πάνω ποσό ήταν από την Belisito που κατατέθηκε στο λογαριασμό του στις 24.9.2012. Επομένως τα χρήματα αυτά δεν προήλθαν από οποιονδήποτε δικό του άλλο λογαριασμό αλλά μεταφέρθηκαν στον λογαριασμό του από την εταιρεία της τριτοδιαδίκου.
Τα πιο πάνω καταδεικνύουν επίσης ότι η εταιρεία Belisito χρηματοδότησε τον Ενάγοντα, με το συνολικό ποσό των €574.000 και τούτο αποτελεί τελικό εύρημα του Δικαστηρίου. Αυτό προκύπτει μέσα από το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Belisito κατέβαλε, για λογαριασμό του Ενάγοντα, το ποσό των €162.000, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η τελευταία κατακράτησε το ποσό των €37.800, καθώς και από το γεγονός ότι η εν λόγω εταιρεία κατάθεσε στο λογαριασμό του Ενάγοντα επιπλέον το ποσό των €421.000. Όλα μαζί συμποσούνται στο ποσό των €574.000. Σημειώνω ότι το τίμημα πώλησης του διαμερίσματος ανέρχετο στο ποσό των €540.000, πλέον ΦΠΑ. Το γεγονός αυτό καταρρίπτει πλήρως την εκδοχή του Ενάγοντα και προκαλεί σοβαρό ρήγμα στην αξιοπιστία του εφόσον ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καμία σχέση με την εν λόγω εταιρεία.
Με δεδομένο ότι το συνολικό ποσό των €259.000 κατατέθηκαν στον λογαριασμό όχι της Εναγομένης αλλά της Theonell, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο οι σχετικές εξοφλητικές αποδείξεις που η Εναγόμενη εξέδωσε προς τον Ενάγοντα (μέρος του Τεκμηρίου 5) είναι αληθής και αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα.
Σημειώνω εν πρώτοις ότι τα εν λόγω ποσά αποτελούν κοινό τόπο ότι ουδέποτε και σε κανένα στάδιο δεν μεταφέρθηκαν στη συνέχεια από τους λογαριασμούς της Theonell προς την Εναγομένη.
Ήταν η θέση του Ενάγοντα, μέσω της αντεξέτασης του Μ.Υ 3, ότι τα χρήματα του Ενάγοντα που κατατέθηκαν στην Theonell τα επωφελήθηκε εν τέλει η Εναγομένη εφόσον η πρώτη κατέβαλε για λογαριασμό της δεύτερης, οφειλές της στο Φ.Π.Α, συνολικού ύψους €204,277.86. Σχετικά επί τούτου ήταν τα Τεκμήρια 48 και 49. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 48 αυτό αποτελεί σχετική απόδειξη της Ελληνικής τράπεζας, βάση της οποίας η Theonell κατέβαλε στις 10.7.2013 στον Έφορο ΦΠΑ το ποσό των €124.349,62. Με βάση δε το Τεκμήριο 49, η Theonell κατέβαλε και πάλι στον Έφορο Φ.Π.Α στις 9.10.2023, το ποσό των €79.928,24. Με την θέση αυτή, αφού του υποδείχθηκε η φορολογική δήλωση της Εναγομένης (Τεκμήριο 40), σε συνάρτηση με τα πιο πάνω Τεκμήρια, συμφώνησε και ο Μ.Υ 3. Σημειώνω ότι το Τεκμήριο 40 αφορά μόνο την 1η πληρωμή σύμφωνα με το Τεκμήριο 48 και δεν κατατέθηκε οποιαδήποτε άλλη φορολογική δήλωση της Εναγομένης σε σχέση με την πληρωμή του Τεκμηρίου 49. Παρά όμως την ύπαρξη των πιο πάνω δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση αυτή, ότι δηλαδή τα χρήματα του Ενάγοντα ουσιαστικά τα επωφελήθηκε η Εναγομένη. Πέραν του γεγονότος, ότι μία τέτοια θέση δεν δικογραφείται και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψιν, αλλά ούτε και προσκομίσθηκε οποιαδήποτε θετική μαρτυρία επί τούτου από πλευράς Ενάγοντα (παρά μόνο αυτή προήλθε από την τριτοδιάδικο μέσω της Μ.Τ 1), αποτελεί άξιον απορίας για ποιο λόγο κατέστη αναγκαίο η Theonell και προχώρησε για λογαριασμό της Εναγομένης με πληρωμές των οφειλών της στο Φ.Π.Α, και δεν τα απέστειλε άμεσα πίσω στο τραπεζιτικό λογαριασμό της τελευταίας, εφόσον τίποτα δεν την εμπόδιζε να το πράξει τούτο στην βάση των πιο πάνω ευρημάτων του Δικαστηρίου. Ούτε και προσκομίσθηκε οποιοδήποτε τιμολόγιο μεταξύ Εναγόμενης και Theonell σε σχέση με την πληρωμή που πραγματοποίησε η τελευταία προς όφελος της Εναγομένης προς το Φ.Π.Α. Ούτε και καταγράφεται στα εν λόγω τεκμήρια ότι πληρώθηκε το Φ.Π.Α της Εναγομένης, το οποίο σχετίζετο με το διαμέρισμα που αγόρασε ο Ενάγοντας από την Εναγομένη. Ούτε και το Φ.Π.Α για την αγορά του διαμερίσματος ανέρχετο στο ποσό των €245.000 αλλά λιγότερο. Το Φ.Π.Α που καταβλήθηκε για το εν λόγω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Ε 1, ανέρχετο στο ποσό των €63.000. Οι οφειλές της Εναγομένης προς το Φ.Π.Α δεν σχετίζοντο με το διαμέρισμα του Ενάγοντα και αφορούν άλλες οφειλές της προς το Φ.Π.Α, που ουδεμία σχέση έχουν με το επίδικο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο. Επιπρόσθετα, ενώ ο Ενάγοντας κατέβαλε το ποσό των €259.000 στη Theonell, εντούτοις η τελευταία πλήρωσε μόνο το ποσό των €204,277.80. Ποσό βεβαίως λιγότερο από αυτό που έλαβε. Ουδεμία εξήγηση δόθηκε για το ζήτημα αυτό. Ούτε και ενδιαφέρει το Δικαστήριο εν προκειμένω του κατά πόσο υπήρχαν άλλες συναλλαγές μεταξύ Εναγόμενης και Theonell. Σημασία εν προκειμένω έχει ότι τα χρήματα του Ενάγοντα ουδέποτε κατέληξαν στα ταμεία της Εναγομένης. Επομένως δεν επωφελήθηκε η Εναγόμενη ως ο Ενάγοντας προσπάθησε να πείσει το Δικαστήριο, έστω και υπό τύπο υποβολής. Αναφέρω στο στάδιο αυτό ότι η πιο πάνω θέση του Ενάγοντα είναι και αντιφατική. Και τούτο γιατί από την μια προβάλλει τη θέση ότι ο ίδιος ακολούθησε τις οδηγίες της Εναγομένης, δια μέσου της τριτοδιαδίκου, η οποία δέσμευε την πρώτη και ότι δεν αφορά τον ίδιο, ως καλόπιστος αγοραστής που ήταν, οι οποιεσδήποτε διαφορές είχε η Εναγομένη με την τριτοδιάδικο, και από την άλλη προβάλλει τη θέση ότι τα χρήματα του Ενάγοντα τα επωφελήθηκε εν τέλει η Εναγομένη, ισχυριζόμενος ότι είναι άσχετο το γεγονός ότι αυτά κατατέθηκαν στη Theonell.
Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, και τούτο αποτελεί τελικό εύρημα του Δικαστηρίου, οι αποδείξεις είσπραξης, ημερομηνίας 11.6.2013 για το ποσό των €160.000 και 27.9.2013 για το ποσό των €99.000 αντιστοίχως (μέρος του Τεκμηρίου 5) που η Εναγομένη εξέδωσε, μέσω της τριτοδιαδίκου, στον Ενάγοντα είναι εντελώς λανθασμένες και παραπλανητικές για τον λόγο ότι τα εν λόγω ποσά ουδέποτε έχουν κατατεθεί στον λογαριασμό της Εναγομένης. Η έκδοση των εν λόγω αποδείξεων δίδουν μία πρόδηλα λανθασμένη και παραπλανητική εικόνα σε σχέση με τις πληρωμές του Ενάγοντα για την από μέρους του εκτέλεσης των συμβατικών του υποχρεώσεων δυνάμει του επίδικου αγοραπωλητηρίου εγγράφου.
To γεγονός ότι σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Ε 1 καταβλήθηκε το ΦΠΑ στη βάση των τιμολογίων (Τεκμήριο 4) που εξέδωσε δεν διαφοροποιεί και δεν προσθέτει οτιδήποτε στα υπό κρίση γεγονότα. Ούτε και το γεγονός ότι οι λογιστικές εγγραφές ήταν ορθές, σύμφωνα και με τον Μ.Υ 3, διαφοροποιούν την οποιαδήποτε κρίση του Δικαστηρίου εφόσον αυτές βασίστηκαν σε λανθασμένα και παραπλανητικά στοιχεία που προσκόμισε στους ελεγκτές της Εναγομένης η ίδια η τριτοδιάδικος. Ούτε και διαφοροποιεί την κατάσταση η μερίδα λογαριασμού του Ενάγοντα που κατάθεσε η Μ.Ε 2 εφόσον αυτή ετοιμάστηκε από την Εναγομένη, μέσω της τριτοδιαδίκου. Οι λογιστικές αυτές εγγραφές ετοιμάστηκαν στην βάση των όσων η τριτοδιάδικος προσκόμιζε στους ελεγκτές και που ασφαλώς δεν αντικατοπτρίζουν την αληθή και πραγματική εικόνα των διαδραματισθέντων γεγονότων.
Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω ποιο ήταν το νομικό, κατά τον επίδικο χρόνο, καθεστώς των εταιρειών Belisito και Theonell καθώς και ποια πρόσωπα είχαν συμφέρον σε αυτές. Υπενθυμίζω ότι αποτελεί θέση της Εναγομένης ότι οι εν λόγω εταιρείες είναι ουσιαστικά συμφερόντων της τριτοδιαδίκου, εκδοχή βεβαίως που απορρίπτει τόσο ο Ενάγοντας όσο και η τριτοδιάδικος.
Belisito
Σε σχέση με το ζήτημα αυτό σχετική επί τούτου ήταν η μαρτυρία του Μ.Υ 2, της Μ.Υ 6, του Μ.Υ 7, της Μ.Υ 8, της Μ.Τ 2 και της τριτοδαδίκου.
Ο Μ.Υ.2 κατέθεσε διάφορα έγγραφα που η Ελληνική τράπεζα είχε στην κατοχή της σε σχέση με την Belisito, εφόσον η εν λόγω εταιρεία διατηρούσε τραπεζιτικό λογαριασμό σε αυτήν. Ειδικότερα, κατέθεσε αντίγραφο του Πιστοποιητικού Σύστασης της (Τεκμήριο 27), έγγραφο το οποίο τιτλοφορείται ‘Certificate of Collation’ (Τεκμήριο 28), το ιδρυτικό και καταστατικό της έγγραφο (Memorandum and Articles of Association) (Τεκμήριο 29), έγγραφο το οποίο τιτλοφορείται ‘Resolution of Subscriber’ (Τεκμήριο 30), έγγραφο το οποίο τιτλοφορείται ‘Confirmation to banker that share capital has not changed’ (Τεκμήριο 31), έγγραφο το οποίο τιτλοφορείται ‘Undertaking to notify the banker in case of additional share capital issuing’ (Τεκμήριο 32) και τέλος έγγραφο το οποίο τιτλοφορείται Company Resolution (Τεκμήριο 33). Σύμφωνα με τη θέση του, δικαίωμα υπογραφής ως προς τα πρόσωπα που μπορούσαν να υπογράψουν και να δεσμεύσουν την εν λόγω εταιρεία στην Ελληνική τράπεζα είχε είτε η Μ.Τ.2 είτε η Τριτοδιάδικος, δηλαδή μία εξ αυτών. Κατέθεσε επίσης κατάσταση τραπεζικού λογαριασμού της εν λόγω εταιρείας που διατηρείτο στη Ελληνική Τράπεζα (Τεκμήριο 34).
Η Μ.Υ.6, δικηγόρος, η οποία κατά τον επίδικο χρόνο εργοδοτείτο στην δικηγορική εταιρεία Ανδρέας Σοφοκλέους & Σία στο τμήμα εταιρειών της, ανέφερε ότι ήταν το υπεύθυνο πρόσωπο για την διαχείριση της Βelisito από την ίδρυση της μέχρι και τη διάλυση της. Υιοθέτησε το περιεχόμενο των καταθέσεων που έδωσε στην Αστυνομία στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης που καταχωρίστηκε εναντίον της τριτοδιαδίκου (Τεκμήρια 43, 44 και 45, αντιστοίχως). Σύμφωνα με το περιεχόμενο της κατάθεσης της (Τεκμήριο 44), το εν λόγω γραφείο στις 12.1.09 έλαβε οδηγίες από τον Μ.Υ 8, συνεργάτη του δικηγορικού γραφείου στο οποίο εργαζόταν, με σκοπό να ιδρύσουν την Belisito. Δόθησαν ακολούθως οδηγίες στον εντολέα τους στις Σεϋχέλλες ώστε να προχωρήσει στις δέουσες ενέργειες για τη σύσταση της.
Με βάση τα εταιρικά έγγραφα της εν λόγω εταιρείας, σύμφωνα πάντοτε με τις θέσεις της, αποκλειστικός μέτοχος και πραγματικά δικαιούχος καθώς και μοναδικός διευθυντής από την ημερομηνία ίδρυσης της μέχρι και τις 19.12.13, ήταν ο Stefan Poshnakov, άλλως Στέφανος Ποσνακίδης.
Aπό τις 19.12.13 μέχρι την ημερομηνία διάλυσης της Βelisito στις 6.10.24, αποκλειστική μέτοχος, πραγματική δικαιούχος και μοναδική διευθύντρια της ήταν η τριτοδιάδικος. Στις 9.10.14, έλαβε οδηγίες από τον Μ.Υ 8 όπως προχωρήσουν με διαδικασίες για την διάλυση της εν λόγω εταιρείας, πράγμα και το οποίο έπραξαν. Κατέθεσε δέσμη εγγράφων (Τεκμήριο 46) σχετικά με την διαδικασία διάλυσης της εν λόγω εταιρείας. Ως διαπιστώνεται μέσα από τα σχετικό έγγραφο ‘Request for Company Dissolution’, μέρος της πιο πάνω δέσμης, το αίτημα για διάλυση της Βelisito φέρεται να το υπογράφει η τριτοδιάδικος, υπό την ιδιότητα της τελικής πραγματικής δικαιούχου (beneficial owner) της. Επίσης, σύμφωνα με το περιεχόμενο της πιο πάνω δέσμης, η τριτοδιάδικος διόρισε τον Μ.Υ 8 ως εκκαθαριστή της.
Ο Μ.Υ.7, Επιχειρησιακός Διευθυντής στο Κέντρο Διεθνών Επιχειρήσεων στην Ελληνική Τράπεζα στη Λεμεσό, κατέθεσε τις σχετικές οδηγίες πληρωμών που δόθηκαν στην Ελληνική Τράπεζα για πληρωμή διαφόρων ποσών από το λογαριασμό της Βelisito προς τρίτα πρόσωπα (Τεκμήριο 47). Ήταν η θέση του ότι, σύμφωνα με την έρευνα που ο ίδιος προέβη, όλες οι εντολές για πληρωμή χρημάτων από τον λογαριασμό της Βelisito δόθηκαν από την τριτοδιάδικο και αντίθετα, ουδεμία εντολή για οποιαδήποτε πληρωμή δεν δόθηκε από την Μ.Τ. 2.
Ο Μ.Υ.8, λογιστής και εξωτερικός συνεργάτης με το δικηγορικό γραφείο Ανδρέας Σοφοκλέους & Σία, ανέφερε ότι τον επισκέφθηκαν στο γραφείο του η τριτοδιάδικος και κάποιος Ποσνακίδης με σκοπό να ιδρύσουν την Belissito. Υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του (Τεκμήριο 50) που έδωσε στην Αστυνομία σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Ανάφερε επί του προκειμένου, ότι στις 12.1.09 έδωσε οδηγίες στο δικηγορικό γραφείο Σοφοκλέους για την δημιουργία της εν λόγω εταιρείας, η οποία συστάθηκε στις Σεϋχέλλες. Επιβεβαίωσε και ο ίδιος τα όσα ανάφερε η Μ.Υ 6 αναφορικά με τους μετόχους και αξιωματούχους της Belisito. Στις 9.5.14 έδωσε γραπτές οδηγίες, τις οποίες και έλαβε από την τριτοδιάδικο, προς στο γραφείο Σοφοκλέους για διάλυση της, με το δικαιολογητικό ότι αυτή έχει σταματήσει τις οποιεσδήποτε εργασίες της. Στη συνέχεια ακολουθήθηκαν οι διαδικασίες διάλυσης της Belisito. Στις 11.9.14 το εν λόγω έγγραφο διάλυσης παραλήφθηκε από τις Σεϋχέλλες και το υπέγραψε τόσο ο ίδιος, ως εκκαθαριστής, όσο και η τριτοδιάδικος. Η εν λόγω εταιρεία διαλύθηκε αφού υπογράφηκε από την τριτοδιάδικο υπεύθυνη δήλωση ότι η Belisito δεν είχε οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία. Τα εν λόγω έγγραφα του Τεκμηρίου 46 φέρουν σφραγίδα ‘True Copy of the Original’, που σύμφωνα με τον εν λόγω μάρτυρα επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι συνιστούν πιστά αντίγραφα των πρωτοτύπων. Ο ίδιος δεν γνωρίζει που βρίσκονται σήμερα τα πρωτότυπα έγγραφα.
Η Μ.Τ.2 ισχυρίστηκε ότι Belisito ανήκε στον πατέρα της (Vladislav Mukhivov), o οποίος έχει αποβιώσει την 21.5.21. Η τριτοδιάδικος δεν είχε οποιοδήποτε οικονομικό συμφέρον καθώς και κανένα άλλο συμφέρον στην εν λόγω εταιρεία. Ως προς τον λόγο που η τριτοδιάδικος είχε δικαίωμα υπογραφής στην τράπεζα, εκ μέρους της εν λόγω εταιρείας, ήταν η θέση της ότι ήταν λόγω των γνωριμιών που η τελευταία είχε με τον πατέρα της αλλά και λόγω του ότι ο ίδιος δεν επισκεπτόταν συχνά την Κύπρο. Οδηγίες στην τριτοδιάδικο αναφορικά με τις πράξεις πληρωμών της Belisito, σύμφωνα με τις θέσεις της, έδιδε πάντοτε ο πατέρας της.
Αποδέχομαι πλήρως την μαρτυρία του Μ.Υ.2. Ο εν λόγω μάρτυρας προσήλθε στο Δικαστήριο να καταθέσει σχετικά με τα όσα γνωρίζει υπό την επαγγελματική του ιδιότητα. Ο εν λόγω μάρτυρας ήταν αντικειμενικός και δεν είχε οποιοδήποτε συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης. Η μαρτυρία του παρέμεινε αναντίλεκτη και μη αμφισβητούμενη εφόσον οι ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά την αντεξέταση ήταν περισσότερο διευκρινιστικού παρά αντιπαραθετικού χαρακτήρα. Η μαρτυρία του επί των ουσιωδών γεγονότων που κατάθεσε αναφορικά με τα έγγραφα της Belisito που η τράπεζα είχε στην κατοχή της, την τραπεζική της κατάσταση και την πηγή προέλευση των χρημάτων του Ενάγοντα, ουδόλως αμφισβητήθηκαν. Ούτε και αμφισβητήθηκε ότι δικαίωμα υπογραφής για την Belisito είχε είτε η Μ.Τ 2 είτε η τριτοδιάδικος. Αντίθετα τούτο αποτελεί κοινό τόπο. Αμφισβητήθηκε από την άλλη το γεγονός ότι ο εν λόγω μάρτυρας κατάθεσε αντίγραφα εγγράφων σε σχέση με την Belisito και όχι τα πρωτότυπα αυτών και ως εκ τούτου αυτά δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν από το Δικαστήριο. Επί τούτου, ο εν λόγω μάρτυρας, έδωσε πειστικές απαντήσεις ότι δεν του ζητήθηκε να προσκομίσει τα πρωτότυπα των εγγράφων, τα οποία κάποια φυλάττονται στο αρχείο της τράπεζας, αλλά προσκόμισε τα αντίγραφα αυτών. Πέραν τούτου, εξήγησε στο Δικαστήριο με πειστικό τρόπο ότι τα έγγραφα που κατατίθενται στην τράπεζα γίνονται από την τράπεζα πιστά αντίγραφα στην βάση των πρωτοτύπων εγγράφων που προσκομίζονται σε αυτή. Αυτό έγινε και στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως αποδέχομαι ότι τα έγγραφα που κατάθεσε αποτελούν πιστά αντίγραφα των πρωτοτύπων και αποδέχομαι την γνησιότητα τους και αποδεκτότητα τους και θα τους προσδώσω και την ανάλογη βαρύτητα. Σε σχέση ειδικά με το Τεκμήριο 33 αφού ο Μ.Υ 7 προσκόμισε το πρωτότυπο αυτού, δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι τα όσα περιέχονται σε αυτό είναι τα όσα αναφέρονται στο πρωτόπυτο. Εξάλλου σημειώνω, ότι ούτε αμφισβητήθηκε από τον Ενάγοντα, μέσω της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του, ότι το περιεχόμενο της δέσμης εγγράφων του Τεκμηρίου 46 δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν εφόσον αυτά αποτελούν αντίγραφα και όχι πρωτότυπα.
Η τριτοδιάδικος, αμφισβήτησε το γεγονός ότι το Τεκμήριο 33 φέρει την υπογραφή της, επειδή τούτο αποτελεί αντίγραφο, το οποίο αποτελεί το δείγμα υπογραφών που δόθηκαν στην Ελληνική Τράπεζα για το ποια πρόσωπα δικαιούνταν να υπογράφουν εκ μέρους της Belisito. Αποδέχομαι τη θέση του Μ.Υ 2 ότι πράγματι αυτό φέρει την υπογραφή της τριτοδιαδίκου εφόσον η ίδια ουδέποτε αμφισβήτησε ότι δεν ήταν ένα από τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα που μπορούσαν να υπογράψουν στην τράπεζα εκ μέρους της. Περαιτέρω, ως διευκρίνισε ο εν λόγω μάρτυρας από την στιγμή που στο εν λόγω έγγραφο καταγράφηκε από λειτουργό της τράπεζας ότι τα πρόσωπα που δικαιούνταν να υπογράψουν εκ μέρους της εταιρείας έθεσαν τις υπογραφές τους ενώπιον του («signed in my presence»), σημαίνει ότι τα αναφερόμενα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου της τριτοδιαδίκου, υπέγραψαν ενώπιον του.
Αποδεκτή γίνεται και η μαρτυρία της Μ.Υ.6. Επίσης η εν λόγω μάρτυρας ήταν αντικειμενική και δεν είχε οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης. Παράθεσε στο Δικαστήριο όλα όσα περιήλθαν στην αντίληψη της σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα μέσα από την επαγγελματική της ενασχόληση. Αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της, τόσο από τον συνήγορο του Ενάγοντα όσο και της Τριτοδιαδίκου, θέση η οποία εγκαταλείφθηκε στο στάδιο των τελικών γραπτών τους αγορεύσεων, ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να δώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στο περιεχόμενο των εγγράφων που αφορούν την Belisito γιατί αυτά είναι αντίγραφα και όχι πρωτότυπα. Η εν λόγω μάρτυρας ανάφερε ότι δεν έχει στην κατοχή της τα πρωτότυπα των εγγράφων και δεν γνωρίζει που αυτά βρίσκονται σήμερα. Εξάλλου δεν της υποβλήθηκε ότι τα αντίγραφα των εγγράφων που έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο αναφορικά με την Belisito δεν αντικατοπτρίζουν την αληθή εικόνα ούτε και ότι δεν είναι αντίγραφα των πρωτοτύπων.
Αποδέχομαι επίσης τη μαρτυρία του Μ.Υ.8. Ούτε το εν λόγω πρόσωπο είχε οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της παρούσας υπόθεσης. Εξήγησε στο Δικαστήριο την όλη του εμπλοκή σε σχέση με την ίδρυση της Belissito. H μαρτυρία του επί της ουσίας δεν αμφισβητήθηκε. Το εν λόγω πρόσωπο αναγνώρισε ότι όλα τα σχετικά αντίγραφα της Belisito είναι πιστά αντίγραφα των πρωτοτύπων. Ο ίδιος ανέφερε ότι δεν έχει στην κατοχή του τα πρωτότυπα αλλά αναγνώρισε τα αντίγραφα αυτών, εφόσον είδε στο παρελθόν τα πρωτότυπα τους.
Παρά το γεγονός ότι ενόψει της πιο πάνω αξιολόγησης το Δικαστήριο είναι σε θέση να καταλήξει σε τελικά ευρήματα ως προς το ποιο ήταν το νομικό καθεστώς της Belisito αλλά και ποιο πρόσωπο είχε συμφέρον σε αυτή, που δεν ήταν άλλη από την τριτοδιάδικο, εντούτοις για σκοπούς πληρότητας και μόνο προχωρώ να αξιολογήσω και την μαρτυρία της Μ.Τ 2 που κλητεύθηκε στο Δικαστήριο από την τριτοδιάδικο.
Δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία της. Η εν λόγω μάρτυρας δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με σκοπό να παραθέσει την πραγματική και αληθή διάσταση των γεγονότων αλλά μοναδικός σκοπός της ήταν να προωθήσει τα συμφέροντα της τριτοδιαδίκου. Στην προσπάθεια της αυτή δεν απέφυγε τις αντιφάσεις, τις αμφιταλαντεύσεις και τις αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές. Η μαρτυρία της ήταν κατασκευασμένη, αόριστη και ατεκμηρίωτη. Δεν αποδέχομαι εν προκειμένω τη βασική της θέση ότι ιδιοκτήτης και πραγματικός δικαιούχος της Belisito ήταν ο πατέρας της και ότι η τριτοδιάδικος δεν είχε οποιοδήποτε συμφέρον σε αυτήν.
Εξηγώ ευθύς αμέσως την μόλις πιο πάνω εκφρασθείσα θέση του Δικαστηρίου.
Καταρχάς, η ίδια δεν προσκόμισε οποιοδήποτε έγγραφο ή οτιδήποτε που να τεκμηριώνει, έστω και κατ΄ελάχιστο, τον ισχυρισμό της ότι πραγματικός ιδιοκτήτης της Belisito ήταν ο πατέρας της. Επί τούτου δεν αποδέχομαι την εξήγηση της ότι όλα τα σχετικά έγγραφα τα είχε στην κατοχή του ο πατέρας της. Με δεδομένη την σχέση τους, θα ανέμενε κανείς ευλόγως ότι με το θάνατο του η ίδια θα είχε αποκτήσει πρόσβαση σε αυτά με σκοπό να αποδείξει το ζητούμενο.
Μη αληθής ήταν και η εξής της θέση. Ενώ ισχυρίστηκε ότι υπέγραψε για λογαριασμό της Belisito στην τράπεζα, μόνο μια φορά, όταν δηλαδή έχει αποσταλεί το ποσό των €162.000 από την εν λόγω εταιρεία προς τον Ενάγοντα, στην συνέχεια ανασκεύασε τη θέση της, όταν της υποδείχθηκε αντεξεταζόμενη ότι είναι μόνο η τριτοδιάδικος που υπέγραψε όλες τις συναλλαγές που αφορούσαν την εν λόγω εταιρεία (σύμφωνα με την αποδετή μαρτυρία του Μ.Υ 7), αναφέροντας ότι το γεγονός αυτό είναι πιθανόν, μη αποκλείοντας το ενδεχόμενο η ίδια εν τέλει να μην έχει υπογράψει.
Ακόμη μία αντίφαση της αποτελεί και το γεγονός ότι ο πατέρας της είχε δικαίωμα υπογραφής για λογαριασμό της Belisito στην Ελληνική Τράπεζα, θέση βεβαίως που διαψεύδεται από τα ίδια τα Τεκμήρια που κατάθεσε ο Μ.Υ 2.
Επιπρόσθετα, η ίδια δεν έδωσε την παραμικρή εξήγηση για ποιο λόγο ο πατέρας της δεν παρουσιάζεται ως μέτοχος στα εταιρικά έγγραφα της Belisito και ότι σύμφωνα με αυτά αρχικά μέτοχος ήταν ο Στέφανος Ποσνακίδης και στην συνέχεια η τριτοδιάδικος.
Ούτε και έδωσε οποιαδήποτε πειστική εξήγηση γιατί την προμήθεια αντί να την λάβει η Mck, η οποία σύμφωνα με την εκδοχή της μεσολάβησε για την αγορά του διαμερίσματος του Ενάγοντα, την έλαβε η Belisito, από τη στιγμή που η ίδια δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με την τελευταία. Στην ίδια βάση ούτε και προσκόμισε οποιοδήποτε τιμολόγιο της Mck προς την Belisito ώστε να λάβει την προμήθεια η τελευταία για λογαριασμό της. Δεν αποδέχομαι την θέση της ότι επειδή την προμήθεια την έλαβε η Belisito είναι σαν να την έλαβε η Mck «γιατί τα χρήματα ήρθαν στην ίδια οικογένεια». Η εξήγηση της αυτή είναι μη πειστική. Πρόκειται ασφαλώς για δύο ξεχωριστές εταιρείες και δύο ξεχωριστές νομικές οντότητες.
Ακόμη μία αντίφαση της αποτελεί και το γεγονός ότι ανασκεύαζε, συνεχώς και με επαναλαμβανόμενο τρόπο, τις θέσεις της κατά πόσο η Mck πλήρωσε για λογαριασμό του Ενάγοντα χρήματα για την αγορά του επίδικου διαμερίσματος. Αρχικά ήταν η θέση της ότι η Mck δεν απέστειλε πουθενά χρήματα για λογαριασμό του Ενάγοντα, ισχυρισμός που αντιστρατεύεται την βασική θέση του τελευταίου και της τριτοδιαδίκου, ότι δηλαδή η 1η δόση του αγοραπωλητηρίου στάληκε στην Εναγομένη μέσω της Mck. Στη συνέχεια ισχυρίστηκε, ότι ο Ενάγοντας έδωσε οδηγίες στην Mck όπως πληρώσει η τελευταία για λογαριασμό του το 30% για την αγορά του διαμερίσματος και το ποσό αυτό το πλήρωσε η MCK και όχι η Belisito σύμφωνα με την εν λόγω μάρτυρα. Η θέση της αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα όσα ανέφερε ο ίδιος ο Ενάγοντας.
Ακόμη μία αντίφαση της αποτελεί και το γεγονός ότι ενώ στην αρχή δήλωσε ότι ήταν γνώστης του γεγονότος ότι ο Στέφανος Ποσνακίδης (ο οποίος ήταν ο αρχικός αποκλειστικός μέτοχος της Belisito), συνεργαζόταν με τον πατέρα της, στην συνέχεια, όταν της υποδείχθηκε ότι το εν λόγω πρόσωπο ήταν μέτοχος στην εν λόγω εταιρεία, ανάφερε ότι «μπορεί ο Stefan Poshnagov να είχε κάποια υπόθεση με τον πατέρα μου». Την μια υποθέτει ενώ την άλλη γνωρίζει μετά βεβαιότητας, που είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Ούτε ήταν σε θέση να τοποθετηθεί και να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση γιατί επί του Τεκμηρίου 46 φέρεται ότι η τριτοδιάδικος ήταν η πραγματική δικαιούχος των μετοχών. Έγγραφο το οποίο καταρρίπτει πλήρως τον ισχυρισμό της ότι πραγματικός ιδιοκτήτης της Belisito ήταν ο πατέρας της.
Επιπρόσθετα, ενώ ισχυρίστηκε ότι τα χρήματα που η Mck απέστειλε για λογαριασμό του Ενάγοντα στην Belisito, τα έδωσε ο ίδιος ο Ενάγοντας στον πατέρα της, εντούτοις δεν έδωσε λεπτομέρειες και εξηγήσεις με ποιόν τρόπο αυτά δόθηκαν στον πατέρα της από τον Ενάγοντα.
Περαιτέρω, αφού σύμφωνα με την ίδια όλες τις εντολές στην τριτοδιάδικο τις έδιδε πάντοτε ο πατέρα της, για ποιο λόγο η ίδια δεν προσκόμισε ο,τιδήποτε που να βεβαιώνει ότι έδωσε έστω και μια εντολή σε αυτήν για μεταφορά χρημάτων, έχοντας και ως δεδομένο ότι ο πατέρας της διέμενε στο εξωτερικό.
Εν ολίγοις η μαρτυρία της Μ.Τ 2 απορρίπτεται, εφόσον τα όσα ισχυρίστηκε περί του ότι η Belisito άνηκε στον πατέρα της, ήταν γενικά, αόριστα και ατεκμηρίωτα, χωρίς να προσκομίσει το ο,τιδήποτε σχετικό στο Δικαστήριο. Είχε δε πλήρη στοιχειώδη άγνοια περί ουσιωδών πληροφοριών που αφορούσαν την εν λόγω εταιρεία. Για όλους τους πιο πάνω λόγους η μαρτυρία της απορρίπτεται στην ολότητα της, στο βαθμό βεβαίως που αυτή συγκρούεται με τη λοιπή αποδεκτή μαρτυρία.
Ενόψει της πιο πάνω αξιολόγησης καταλήγω στο τελικό εύρημα ότι η εταιρεία Belisito, κατά πάντα ουσιώδη με την παρούσα αγωγή χρόνο, ήταν συμφερόντων της τριτοδιαδίκου και άνηκε σε αυτήν. Και τούτο γιατί σύμφωνα με το Τεκμήριο 46 επισυνάφθηκε σχετικό έγγραφο που αφορούσε αίτημα διάλυσης της Belisito, η οποία και υπογράφεται από την τριτοδιάδικο, υπό την ιδιότητα της ως η τελική και πραγματική δικαιούχος της (beneficial owner). Δηλώνεται επίσης στο εν λόγω έγγραφο ότι η τριτοδιάδικος κατέχει το 100% του μετοχικού της κεφαλαίου. Επιπρόσθετα, η τριτοδιάδικος υπό την ιδιότητα της αυτή, δηλαδή του τελικού και πραγματικού δικαιούχου της εν λόγω εταιρείας υπογράφει την κατάσταση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της (μέρος του Τεκμηρίου 46). Με βάση επίσης την σχετική έγγραφη μαρτυρία αλλά και στην βάση των αναφορών των Μ.Υ 6 και Μ.Υ 8, πριν η τριτοδιάδικος καταστεί αποκλειστικά μέτοχος της εν λόγω εταιρείας, προηγουμένως αποκλειστικός μέτοχος της σε ποσοστό 100% ήταν κάποιος Στέφανος Ποσνακίδης. Το γεγονός όμως ότι το εν λόγω πρόσωπο ήταν υπάλληλος της τριτοδιαδίκου στην Alexander (Τεκμήριο 45), εταιρεία η οποία ανήκε και ήταν συμφερόντων επίσης της τριτοδιαδίκου, το γεγονός ότι εν λόγω πρόσωπο διατηρεί στενή συγγενική σχέση με την τριτοδιάδικο (ξάδελφος της) αλλά και με δεδομένο ότι ο ίδιος, παρά το ότι ήταν αποκλειστικά μέτοχος της, εντούτοις δικαίωμα υπογραφής στην τράπεζα εκ μέρους της Belissito, δεν είχε αυτός αλλά η τριτοδιάδικος (μαζί με την Μ.Τ 2), και λαμβάνοντας υπόψιν ότι όλες οι πράξεις της εν λόγω εταιρείας διενεργούνταν αποκλειστικά από την τριτοδιάδικο αλλά και ότι η ίδια η τριτοδιάδικος, μαζί με τον Ποσνακίδη, επισκέφθηκαν τον Μ.Υ 8 για να ιδρύσουν την εν λόγω εταιρεία, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο Στέφανος Ποσνακίδης ήταν φαινομενικά μέτοχος σε αυτή και κατείχε τις μετοχές για λογαριασμό της τριτοδιαδίκου. Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, ούτε και δόθηκε οποιαδήποτε δικαιολογία γιατί ο υπάλληλος και ξάδελφος της τριτοδιαδίκου, Στέφανος Ποσνακίδης, μεταβίβασε τις μετοχές του σε αυτήν, ούτε και προσκομίσθηκε καμία συμφωνία για την αγορά και μεταβίβαση των εν λόγω μετοχών αλλά ούτε και τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ποιό ήταν το τίμημα πώλησης αυτών. Ούτε και προσήλθε, για λόγους άγνωστους, στο Δικαστήριο ο Στέφανος Ποσνακίδης ώστε να δώσει την παραμικρή εξήγηση για τον λόγο που μεταβίβασε τις μετοχές του στην τριτοδιάδικο αλλά και για τον λόγο που αυτός τις κατείχε αρχικά. Επομένως, κάτω υπό τις περιστάσεις αυτές, καταλήγω στο τελικό εύρημα ότι η Belisito ήταν εταιρεία συμφερόντων της τριτοδιαδίκου. Με άλλα λόγια η τριτοδιάδικος ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια της.
Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω ποιο ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, το νομικό καθεστώς της Theonell.
Σε σχέση με την εν λόγω εταιρεία κατατέθηκε από κοινού ηλεκτρονικό αντίγραφο, τυπωμένο από την ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών (Τεκμήριο 51), αναφορικά με τους εγγεγραμμένους διευθυντές και μετόχους της. Σύμφωνα με αυτό, μέτοχοι της εν λόγω εταιρείας ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, ο Κορνήλιος Παρασκευόπουλος και Γιώργος Παρασκευόπουλος. Αποτελεί κοινό τόπο ότι τα εν λόγω πρόσωπα είναι αδέλφια της τριτοδιαδίκου.
Διευθύντρια της ήταν η Σοφία Μπουντακίδου, ενώ το εγγεγραμμένο γραφείο της βρισκόταν στην οδό Αμαθούντος 59, Κipreopoulos Court, Γραφείο 3, Άγιος Τύχωνας, Λεμεσό.
Πέραν των πιο πάνω, σχετική ήταν η μαρτυρία της Μ.Υ 1, του Μ.Υ 9 και του Μ.Τ 4.
H M.Y.1, λειτουργός στο τμήμα Επιθεωρητών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κατέθεσε καταστάσεις αποδοχών της Theonell, τυπωμένες από το σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την περίοδο Ιανουάριο του 2009 εως 2014 (Τεκμήριο 25). Οι εν λόγω καταστάσεις δεικνύουν τους εργοδοτούμενους στην εν λόγω εταιρεία και το μισθό που τους κατέβαλλε ο εργοδότης τους. Σύμφωνα με αυτές η τριτοδιάδικος δεν ήταν εργοδοτούμενη σε αυτήν.
Ο Μ.Υ.9, μέτοχος, κατά τον επίδικο χρόνο, σε ποσοστό 51% της Εναγόμενης, ανέφερε ότι πληροφορήθηκε σε συνάντηση που είχε με κάποιον αρχιτέκτονα Κώστα Παυλίδη ότι η Theonell ανήκει στην Τριτοδιάδικο.
Ο Μ.Τ.4 ανέφερε ότι είναι ένας εκ των ιδιοκτητών της Τheonell και ότι αυτή δεν ανήκει στην τριτοδιάδικο αλλά ούτε και η τελευταία είχε οποιοδήποτε οικονομικό συμφέρον σε αυτήν.
Αποδέχομαι τη μαρτυρία της Μ.Υ.1. Η εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε στο Δικαστήριο τα όσα γνωρίζει μέσα από την ενάσκηση των επαγγελματικών της καθηκοντων. Η μαρτυρία της ουδόλως αμφισβητήθηκε είτε από την πλευρά του Ενάγοντα είτε της Τριτοδιαδίκου.
Από την άλλη δεν αποδέχομαι την μαρτυρία του Μ.Υ 9 και τον ισχυρισμό του ότι πληροφορήθηκε από τρίτο πρόσωπο σε μία συνάντηση ότι η Τheonell είναι συμφερόντων της τριτοδιαδίκου. Τα όσα ανάφερε ασφαλώς και συνιστούν εξ ακοής μαρτυρία. Επισημαίνεται ότι η εξ' ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται από οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου, απλώς και μόνο διότι αυτή είναι εξ' ακοής (άρθρο 24 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9). Κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί στην εξ' ακοής μαρτυρία (την αποδοχή της οποίας το Δικαστήριο θα πρέπει να εξηγεί (Ανδρέου κ.α. ν Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 152)) το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική της αξία. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων παραγόντων που καθορίζει το άρθρο 27(2) του πιο πάνω Νόμου, λαμβάνεται υπόψη κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό ο διάδικος, που έχει προσαγάγει την εξ ακοής μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στην διαδικασία το πρόσωπο που έκανε την αρχική δήλωση, ο βαθμός της εξ ακοής μαρτυρίας και το κατά πόσο αν η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι. Η αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας είναι και παραμένει η εξαίρεση στον κανόνα και η αποδοχή της επιτρέπεται μόνο για καλό λόγο και σε αυτό στόχευε ο Νομοθέτης με τον Ν.32(1)/2004 στο Κεφ. 9, ώστε να άρει πιθανές αδικίες από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων απόδειξης (Pakistan Cables Ltd v. NBS General Trading (Overseas) Co. Ltd. (2012) 1 A.A.Δ., 1711 και Τριφταρίδης ν. Xiaodan Liu, Έφεση αρ. 13/2015, ημερ. 5.10.2016). Στην προκείμενη περίπτωση και έχοντας μελετήσει τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα γεγονότα δεν θα προσδώσω την αναγκαία βαρύτητα στην εξ ακοής μαρτυρία του Μ.Υ 9 εφόσον η πλευρά της Εναγομένης δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση ή λόγο γιατί δεν κάλεσε στο Δικαστήριο το πρόσωπο το οποίο προέβη στην αρχική δήλωση. Ούτε και δόθηκαν ικανοποιητικές εξηγήσεις κατά πόσον η φερόμενη δήλωση του τρίτου προσώπου που προέβη στην αρχική δήλωση μεταφέρθηκε αυτούσια ή όχι. Επομένως για τους λόγους αυτούς η μαρτυρία του Μ.Υ 9 απορρίπτεται και το Δικαστήριο δεν θα προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στον εν λόγω ισχυρισμό του.
Παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο στη βάση της πιο πάνω μαρτυρίας είναι σε θέση να προβεί σε τελικά ευρήματα ως προς το ποιό πρόσωπο είχε συμφέρον σε αυτή, που δεν είναι άλλη από την τριτοδιάδικο, εντούτοις για σκοπούς πληρότητας και μόνο προχωρώ να αξιολογήσω την μαρτυρία του Μ.Τ 4, μάρτυρας που κλητεύθηκε από την τριτοδιάδικο, ο οποίος και ισχυρίστηκε ότι ήταν ένας εκ των ιδιοκτητών της Τheonell.
Από την άλλη ούτε η μαρτυρία του Μ.Τ.4 γίνεται αποδεκτή. Ο εν λόγω μάρτυρας δεν προσήλθε στο Δικαστήριο να αναφέρει την πραγματική διάσταση των γεγονότων αλλά προσπάθησε με κάθε τρόπο να βοηθήσει την εκδοχή της τριτοδιαδίκου αδελφής του. Στην προσπάθεια του αυτή δεν απέφυγε τις αντιφάσεις, τις αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές ενώ η μαρτυρία του ήταν αόριστη και πολύ γενική ως προς το ζητούμενο.
Καταρχάς, επισημαίνεται ότι ενόψει και της στενής συγγενικής σχέσης που ο ίδιος έχει με την τριτοδιάδικο, η μαρτυρία του θα πρέπει να ιδωθεί με κάποια επιφυλακτικότητα, εφόσον ο Μ.Τ 4 είχε προσωπικό συμφέρον ως προς την έκβαση της παρούσας υπόθεσης. Στο νομικό σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης-Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές των Τ. Ηλιάδη και Ν. Γ. Σάντη» στη σελίδα 40 αναφέρεται ότι «η συγγένεια ή η στενή σχέση και φιλία μεταξύ μαρτύρων και διαδίκων δεν μπορεί συνήθως και από μόνη της, να απαρτίσει εύλογο λόγο αμφισβήτησης της αξιοπιστίας τους...αποτελεί εντούτοις αξιολογήσιμο παράγοντα προς αυτήν την κατεύθυνση.» Το γεγονός αυτό σε συσχετισμό με την όλη ποιότητα της μαρτυρίας του, η οποία ήταν πολύ πτωχή, οδηγεί το Δικαστήριο στο συμπέρασμα να μην την κάνει αποδεκτή και ως εκ τούτου αυτή απορρίπτεται.
Ένας λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του αποτελεί ο ισχυρισμός του ότι ο ίδιος δήλωσε γνώστης του γεγονότος ότι τα ποσά των €160.000 και €99.000, αντιστοίχως, που κατέβαλε ο Ενάγοντας στην Τheonell κατατέθηκαν, σύμφωνα με τους δικούς του ισχυρισμούς, στην εταιρεία του, κατόπιν παράκλησης του πραγματικού ιδιοκτήτη της Εναγομένης (Πογκορελοβ). Και τούτο γιατί ο τελευταίος φοβόταν, λόγω του «κουρέματος», να κατατεθούν οποιαδήποτε ποσά στον λογαριασμό της Εναγομένης που διατηρούσε κατά τον επίδικο χρόνο στην τότε Λαική. Ισχυρισμός και θέση, η οποία συγκρούεται και δεν συμβαδίζει με τις δικογραφημένες θέσεις της τριτοδιαδίκου εφόσον ο λόγος που σύμφωνα με την ίδια τα χρήματα του Ενάγοντα κατατέθηκαν στην Theonell ήταν γιατί δεν μπορούσαν να κατατεθούν στην Εναγομένη εξαιτίας του «κουρέματος». Όχι γιατί υπήρχε ο οποιοσδήποτε φόβος. Θέση, η οποία και έχει απορριφθεί ως έχει εξηγηθεί ανωτέρω. Ούτε και γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στα δικόγραφα της τριτοδιαδίκου περί προσωπικής εμπλοκής του Πογκορελοβ στα επίδικα γεγονότα. Πέραν τούτου, η όλη μαρτυρία του είναι αντιφατική με τις θέσεις της τριτοδιαδίκου, οι οποίες προωθήθηκαν κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Και τούτο γιατί ήταν η σφοδρή θέση της τριτοδιαδίκου, αλλά και εμμέσως του Ενάγοντα, ότι ο λόγος που τα χρήματα του Ενάγοντα κατατέθηκαν στον λογαριασμό της Theonell ήταν επειδή η εν λόγω εταιρεία ήταν η διαχειρίστρια εταιρεία του έργου Tivoli, έργο στο οποίο θα αναγειρόταν το διαμέρισμα του Ενάγοντα, και υπό αυτήν της την ιδιότητα γίνονταν μεταφορές χρημάτων. Μαρτυρία, η οποία ειρήσθω εν παρόδω επιχειρήθηκε αρκετές φορές να εισαχθεί κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας είτε από τον Ενάγοντα είτε από την τριτοδιάδικο. Το Δικαστήριο όμως, με σχετικές ενδιάμεσες αποφάσεις του, δεν επέτρεψε να εισαχθεί εφόσον κρίθηκε ότι τέτοια θέση δεν καλύπτεται δικογραφικά. Παρά το πιο πάνω γεγονός, και ενόψει της πιο πάνω κατάληξης του Δικαστηρίου, ο Μ. Τ 4 προώθησε την θέση ισχυριζόμενος ότι επειδή ο ίδιος γνώριζε προσωπικά τον Πογκορέλοβ, λόγω του ότι η εταιρεία του εκτέλεσε εργασίες στην οικία του, του ζήτησε να μεταφερθούν χρήματα της Εναγομένης σε αυτήν. Οι πιο πάνω θέσεις είναι μεταξύ τους αντιφατικές με αποτέλεσμα να πλήττουν την όλη εκδοχή της τριτοδιαδίκου. Από την μια επιχειρήθηκε να εισαχθεί μαρτυρία ότι ο λόγος που τα χρήματα του Ενάγοντα κατατέθηκαν στην Theonell είναι στη βάση της συνεργασίας που η τελευταία είχε με την Εναγομένη, ενώ η μαρτυρία του Μ.Τ 4 αναφέρει ότι ο λόγος που κατατέθηκαν τα χρήματα ήταν λόγω φόβου του πραγματικού ιδιοκτήτη της Εναγομένης εξαιτίας του «κουρέματος» αλλά και λόγω του ο ότι ο ίδιος είχε, υπό την επαγγελματική του ιδιότητα, προσωπική σχέση με τον Πογκορέλοβ.
Περαιτέρω, ακόμη ένας λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του αποτελεί και το γεγονός ότι όταν ο εν λόγω μάρτυρας ρωτήθηκε ποιο είναι το εγγεγραμμένο γραφείο της Theonell, o ίδιος ανάφερε αρχικά ότι δεν γνώριζε. Αποτελεί καταρχάς πραγματικά άξιον απορίας, πως ο πραγματικός ιδιοκτήτης μιας εταιρείας να μην γνωρίζει το εγγεγραμμένο της γραφείο. Πέραν τούτου, όταν του υποδείχθηκε ότι το εγγεγραμμένο γραφείο της Theonell στεγάζεται στον ίδιο χώρο που βρίσκεται και το εγγεγραμμένο γραφείο της Alexander, που ανήκει στην τριτοδιάδικο αδελφή του, δήλωσε άγνοια περί τούτου, αποφεύγοντας για προφανής λόγους να τοποθετηθεί.
Ακόμη ένας λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο απορρίπτει την μαρτυρία του Μ.Τ 4, αποτελεί και το γεγονός ότι όταν του ζητήθηκε, αντεξεταζόμενος, να προσκομίσει σχετικά τιμολόγια, τα οποία κατ΄ισχυρισμόν του η Theonell χρέωσε τον Πογκορέλοβ (στη προσπάθεια του εν λόγω μάρτυρα να πείσει το Δικαστήριο ότι τον γνωρίζει), αυτός ανέφερε ότι δεν έχει τέτοια στην κατοχή του και για να δικαιολογηθεί ανέφερε ότι εν τέλει δεν είναι η Theonell που εκτέλεσε τις εργασίες στην οικία του Πογκορελοβ, αλλά ο ίδιος διόρισε υπεργολάβους για την εκτέλεση αυτών. Γεγονός το οποίο, αν αυτό ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, θα το έλεγε εξ αρχής. Υπενθυμίζω ότι η αρχική του τοποθέτηση, ήταν ότι η ίδια η Theonell εκτέλεσε εργασίες στην οικία του πραγματικού ιδιοκτήτη της Εναγομένης. Πέραν τούτου ακόμη και έτσι να είχαν τα πράγματα, για ποιο λόγο δεν κατάθεσε σχετικές αποδείξεις ή οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ της κατ’ ισχυρισμόν εταιρείας του και των υπεργολάβων, είναι ένα ερώτημα το οποίο έχει παραμείνει αναπάντητο.
Στην βάση της πιο πάνω αξιολόγησης και αφού έλαβα υπόψιν την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία (έγγραφη και προφορική) αποτελεί τελικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Theonell ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, συμφερόντων της τριτοδιαδίκου. Και τούτο γιατί ήταν η τριτοδιάδικος που έδωσε οδηγίες στον Ενάγοντα να καταβάλει το χρηματικό ποσό των €259.000 στον λογαριασμό της Theonell, αντί της Εναγομένης, η οποία με βάση την προσκομισθείσα και αποδεκτή μαρτυρία ουδεμία σχέση είχε με την τελευταία, υπό την έννοια ότι η Theonell δεν ανήκε στον πραγματικό ιδιοκτήτη της Εναγομένης. Επιπρόσθετα, η σχετική μαρτυρία ότι ο λόγος που η τριτοδιάδικος έδωσε οδηγίες στον Ενάγοντα να κατατεθούν τα χρήματα στην Theonell επειδή αυτά λόγω του «κουρέματος» δεν μπορούσαν να κατατεθούν στον λογαριασμό της Εναγομένης έχει απορριφθεί. Περαιτέρω, εγγεγραμμένοι μέτοχοι της Theonell ήταν τα αδέλφια της τριτοδιαδίκου, ενώ το εγγεγραμμένο της γραφείο στεγαζόταν στο ίδιο γραφείο που στεγαζόταν το γραφείο της Alexander, επίσης εταιρεία που ανήκει σε αυτήν. Επομένως, η Εναγομένη απέδειξε στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι τα χρήματα του Ενάγοντα αποστάληκαν σε εταιρεία συμφερόντων της τριτοδιαδίκου. Σε κάθε περίπτωση όμως περίπτωση, ακόμη και αν το Δικαστήριο δεν κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η Theonell ανήκει ουσιαστικά στην τριτοδιάδικο, η οποιαδήποτε τελική κρίση του Δικαστηρίου, ως προς την τύχη της παρούσας αγωγής και ανταπαίτησης, δεν θα διαφοροποιείτο εφόσον τουλάχιστον τα χρήματα του Ενάγοντα, εν γνώσει του, δεν καταβλήθηκαν στην Εναγομένη αλλά στην Theonell, η οποία είναι μια ξεχωριστή νομική οντότητα από την Εναγομένη. Επιπρόσθετα, η εν λόγω εταιρεία, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, δεν ανήκει στον πραγματικό ιδιοκτήτη της Εναγομένης και κανένας πραγματικός και ουσιαστικός λόγος υφίστατο ώστε να μεταφερθούν τα χρήματα του Ενάγοντα σε αυτήν, το οποίο στην τελική ανάλυση είναι και το ζητούμενο. Ό,τι εν προκειμένω ενδιαφέρει είναι ότι τα χρήματα του Ενάγοντα ουδέποτε κατέληξαν στα ταμεία της Εναγομένης.
Προτού εξετάσω την αξίωση του Ενάγοντα και την ανταπαίτηση της Εναγομένης, που στην βάση των τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, αυτό είναι σε θέση να προβεί σε τελικά συμπεράσματα, κρίνω ότι είναι το κατάλληλο σημείο να προχωρήσω στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της ίδιας της τριτοδιαδίκου για σκοπούς πληρότητας και μόνον.
Αποτελεί θέση της τριτοδιαδίκου ότι η Belisito ανήκε στον πατέρα της Μ.Τ.2 και η ίδια είχε δικαίωμα υπογραφής, για λογαριασμό της, λόγω του ότι ο τελευταίος και πραγματικός ιδιοκτήτης της απουσίαζε από την Κύπρο. Ουδέποτε, ήταν πάντοτε η θέση της, η εν λόγω εταιρεία ήταν δικών της συμφερόντων. Σε σχέση με την Τheonell ήταν επίσης η θέση της ότι αυτή άνηκε στα αδέλφια της και σε καμία περίπτωση ήταν δικών της συμφερόντων. Ήταν περαιτέρω ισχυρισμοί της ότι τα χρήματα του Ενάγοντα, απεστάλησαν με τον τρόπο που ο ίδιος ισχυρίζεται, αλλά και ότι ο Πογκορέλοβ γνώριζε ότι η Belisito για την πώληση του διαμερίσματος θα λάμβανε σχετική προμήθεια αλλά και κατόπιν δικής του συγκατάθεσης τα χρήματα του Ενάγοντα κατατέθηκαν στον λογαριασμό της Theonell αντί στον τραπεζιτικό λογαριασμό της Εναγομένης. Η ίδια δε, κανένα προσωπικό και οικονομικό όφελος δεν είχε σε σχέση με τα χρήματα που ο Ενάγοντας κατέβαλε για την αγορά του επίδικου διαμερίσματος. Όλα τα χρήματα, ήταν πάντοτε η θέση της, κατέληξαν στην Εναγομένη.
Η τριτοδιάδικος άφησε τη χείριστη εντύπωση στο Δικαστήριο και δεν αποδέχομαι την μαρτυρία της. Αναφέρω ρητά ότι δεν είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο για το πως πραγματικά είχαν διαδραματιστεί τα επίδικα γεγονότα κατά τον επίδικο χρόνο. Πρόθεση της ήταν να παραθέσει μία εκδοχή γεγονότων, βολική για την ίδια, ώστε να αποποιηθεί των οποιοδήποτε τυχόν ευθυνών της. Στην προσπάθεια της αυτή υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις, αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές, η μαρτυρία της δεν είχε λογική συνοχή, ενώ αυτή δε συγκρούεται με την ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη μαρτυρία.
Εξηγώ ευθύς αμέσως την μόλις πιο πάνω εκφρασθείσα κρίση του Δικαστηρίου.
Οι θέσεις της ως προς το νομικό καθεστώς της Belissito απορρίπτονται για τους λόγους που έχουν εκτεθεί ανωτέρω. Η ίδια με την υπογραφή της δήλωσε στα πλαίσια διάλυσης της εν λόγω εταιρείας ότι ήταν η πραγματική δικαιούχος των μετοχών της. Καμία πειστική εξήγηση δεν έδωσε σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Πέραν του γεγονότος αυτού, η θέση της αυτή καταρρίπτεται και από την αποδεκτή μαρτυρία των Μ.Υ 6 και Μ.Υ 8.
Ούτε και έδωσε πειστικές εξηγήσεις για ποιο λόγο τα χρήματα του Ενάγοντα, για το ποσό των €160.000 και €99.000, αντιστοίχως, καταβλήθηκαν στον τραπεζιτικό λογαριασμό της Theonell και όχι της Εναγομένης. Η θέση της στη δια ζώσης μαρτυρία της ήταν ότι κατά τον επίδικο χρόνο υπήρχε φόβος να κατατίθενται χρήματα στην τότε Λαϊκή. Η δικογραφημένη θέση της όμως δεν είναι αυτή. Η θέση της ήταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι λόγω του «κουρέματος» δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν πληρωμές στο λογαριασμό της Εναγόμενης στη τότε Λαϊκή. Θέση η οποία βρίσκεται σε πλήρη ταύτιση με τις θέσεις του Ενάγοντα και για τους ίδιους λόγους απορρίπτεται. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι ήταν κοινή απόφαση του Πογκορέλοβ και της Τριτοδιαδίκου να μεταφερθούν τα πιο πάνω ποσά στην Theonell.
Στο βαθμό που ισχυρίζεται ότι ο Πογκορέλοβ ήταν ενήμερος και έδωσε την συγκατάθεση του στο να μεταφερθούν τα εν λόγω χρήματα τίποτα δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο που να δεικνύει ότι ο πραγματικός δικαιούχος της Εναγομένης ήταν πράγματι ενήμερος για το γεγονός αυτό. Ενώ για άλλα ζητήματα η ίδια προσκόμισε σχετική αλληλογραφία που αντάλλαξε με τον Πογκορελοβ, όπως για παράδειγμα την ενημέρωση του για την κατ’ ισχυρισμόν προμήθεια που έλαβε η Belisito, εντούτοις όμως για ένα τέτοιο σοβαρό ζήτημα δεν προσκόμισε κάτι τέτοιο. Ούτε και έδωσε επαρκείς λεπτομέρειες με ποιόν τρόπο ενημέρωσε τον τελικό δικαιούχο της Εναγόμενης και πως ο ίδιος της έδωσε και τις ανάλογες οδηγίες. Αποτελεί επίσης άξιον απορίας, πως ο πραγματικός ιδιοκτήτης της Εναγομένης να έδωσε την συγκατάθεση του, ώστε να μεταφερθούν χρήματα σε μία τρίτη εταιρεία που καμία σχέση με την Εναγομένη είχε, ως προς το ιδιοκτησιακό της καθεστώς, αλλά και ούτε υφίστατο κανένας νομικός και ουσιαστικός λόγος να μην μεταφερθούν χρήματα στον λογαριασμό της Εναγομένης, έχοντας απορρίψει τις θέσεις αυτές ως έχει αναφερθεί ανωτέρω. Τουναντίον, ως προκύπτει από το Τεκμήριο 8, μετά το «κούρεμα», που έλαβε χώρα στις 15.3.2013, κατατέθηκαν ποσά στον λογαριασμό της Εναγομένης, και 4 μέρες πριν γίνει αυτό κατατέθηκε το ποσό των €1.393.500.
Ούτε και μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση της ότι στην τελική τα χρήματα που κατέβαλε ο Ενάγοντας στην Theonell εν τέλει τα επωφελήθηκε η Εναγομένη. Και τούτο γιατί οι πληρωμές των ποσών €160.000 και €99.000, αντιστοίχως, έγιναν από τον Ενάγοντα στην Theonell στις 11.6.13 και 27.9.13. Πέραν του γεγονότος ότι μία τέτοια θέση δεν δικογραφείται, αυτή απορρίπτεται για τους ίδιους ακριβώς πιο πάνω λόγους που έχουν τεθεί στα πλαίσια της αξιολόγησης του Ενάγοντα περί του ισχυρισμού του αυτού.
Ούτε και έδωσε οποιεσδήποτε πειστικές εξηγήσεις γιατί στην αίτηση που καταχωρίστηκε στο Κτηματολόγιο (Τεκμήριο 21) για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης τα στοιχεία του αιτητή, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο Ενάγοντας, τοποθετήθηκαν από την ίδια τα δικά της στοιχεία.
Ούτε και γίνεται αποδεκτή η θέση της ότι Πογκορελοβ γνώριζε το γεγονός ότι η Belisito θα λάμβανε προμήθεια για την αγορά του διαμερίσματος από τον Ενάγοντα. Στα σχετικά ηλεκτρονικά μηνύματα που κατάθεσε (Τεκμήριο 61 και 62, αντιστοίχως) πουθενά δεν γίνεται αναφορά ότι την προμήθεια θα την λάμβανε η Belisito, που ουδεμία σχέση είχε με την επίδικη πράξη, πόσο μάλλον που στην προκειμένη περίπτωση με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήταν δικών της συμφερόντων. Τέτοιο πράγμα δεν αναφέρεται ρητώς. Σε συναφή με τα πιο πάνω, ουδεμία εξήγηση δόθηκε ως προς το γεγονός ότι σύμφωνα με την εκδοχή της, την προμήθεια την δικαιούτο η Mck, αλλά εντούτοις αυτή κατέληξε στην Belisito, δηλαδή ουσιαστικά στην ίδια, αλλά και για ποιο λόγο η τελευταία εξέδωσε σχετικό τιμολόγιο προς την Εναγομένη.
Ούτε και έδωσε πειστική και ικανοποιητική εξήγηση γιατί η απόδειξη του Τεκμηρίου 5, ημερομηνίας 10.7.12, εκδόθηκε δύο μέρες πριν την κατάθεση στο λογαριασμό της Εναγομένης του ποσού των €124.200. Τουναντίον, επιβεβαιώνεται, μέσα από το πιο πάνω γεγονός, τα αλλότρια κίνητρα της.
Ούτε και γίνεται αποδεκτή η θέση της ότι ο λόγος έκδοσης του τιμολογίου αναφορικά με την προμήθεια που κατατέθηκε στην Belissito, και που εκδόθηκε μεταγενέστερα της απόδειξης του Τεκμηρίου 5, ημερομηνίας 10.7.12, ήταν κατ’ απαίτηση των λογιστών της Εναγομένης όταν περιήλθε στην αντίληψη τους ότι αυτό δεν είχε εκδοθεί. Θέση την οποία δεν επιβεβαίωσαν ούτε η Μ. Ε 2 αλλά ούτε και η Μ.Τ 1. Η ίδια είχε υποχρέωση να το εκδώσει και προφανώς απέκρυψε το γεγονός από αυτούς. Στην ίδια βάση, ούτε και γίνεται αποδεκτή η θέση της ότι απόδειξη της Εναγόμενης για το ποσό €162.000 δεν είναι παραπλανητική. Και τούτο γιατί ως αποδεικνύεται μέσα από την προφορική και έγγραφη μαρτυρία στο λογαριασμό της Εναγομένης κατατέθηκε μόνο το ποσό των €124.000. Αποτελεί απορίας άξιον γιατί τότε η ίδια εξέδωσε απόδειξη εξόφλησης του Ενάγοντα για το ποσό των €162.000.
Δεν αποδέχομαι τις θέσεις της επίσης για ποιο λόγο η ίδια, η οποία υπό την ιδιότητα της διευθύντριας της Εναγομένης, έχοντας την υποχρέωση να διασφαλίσει και να προστατεύει τα συμφέροντα αυτής, εξέδωσε τιμολόγια προς τον Ενάγοντα για την καταβολή λιγότερων ποσών από αυτά που όφειλε να καταβάλει ο τελευταίος προς την Εναγομένη με βάση τους όρους του αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Δεν αποδέχομαι τη θέση ότι αυτά τα χρήματα απέστειλε στην Εναγομένη ο Ενάγοντας. Για ποιο λόγο τότε η ίδια τα αποδέχθηκε χωρίς να διαμαρτυρηθεί, αποτελεί ένα εύλογο ερώτημα το οποίο έχει παραμείνει αναπάντητο και που δεικνύει και το κακόβουλο των ενεργειών της. Η λογική και μόνο επιτάσσει ότι αν ο πραγματικός σκοπός και στόχος της ήταν να προασπίσει αποκλειστικά τα συμφέροντα της Εναγομένης ασφαλώς και θα διαμαρτυρόταν και θα απαιτούσε από τον Ενάγοντα να συμμορφωθεί πλήρως με τους όρους του αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Οι πράξεις και ενέργειες της δεικνύουν ασφαλώς ότι σκοπός της δεν ήταν να προστατεύσει τα συμφέροντα της Εναγομένης αλλά, αντιθέτως, να της προκαλέσει ζημιά.
Ούτε και είναι αποδεκτή η θέση της, περί αμφισβήτησης της υπογραφής της επί του Τεκμηρίου 46, λόγω του αυτό κατατέθηκε από τον ανακριτή της ποινικής υπόθεσης (που διερευνάτο τότε εναντίον της) και ο οποίος έδειξε υπερβάλλον ζήλο έναντι της. Η θέση της αυτή είναι καταρχάς αντιφατική εφόσον στο Δικαστήριο τα εν λόγω έγγραφα τα προσκόμισε οι Μ.Υ 6 και Μ.Υ 8. Στη συνέχεια αμφισβήτησε το εν λόγω Τεκμήριο, λόγω του ότι αυτό αποτελεί αντίγραφο. Ανάφερε δε σχετικά ότι η υπογραφή της μοιάζει με την δική της αλλά δεν την αναγνωρίζει. Αν αμφισβητούσε την υπογραφή της όφειλε η τριτοδιάδικος, εφόσον είναι το πρόσωπο που εμμέσως επικαλείται πλαστογραφία, εφόσον δεν αναγνώρισε την υπογραφή της, να αποδείξει ότι δεν της ανήκει και το βάρος αυτό βρίσκεται επί του ώμου της (Αρχιππέα Σύμβουλοι Επενδύσεων Λτδ κ.α v Δημητρίου Κακάβα, Πολιτική Έφεση 278/2010, ημερομηνίας 15.10.2015). Κάτι τέτοιο εν προκειμένω η τριτοδιάδικος δεν έπραξε. Προφανώς η θέση της αυτή σχετίζετο (περί του ότι δηλαδή δεν αναγνωρίζει τα αντίγραφα των εγγράφων, τα οποία φέρουν την υπογραφή της και που καταρρίπτουν ουσιαστικά βασικά επιχειρήματα της, εφόσον η ίδια ήταν παρούσα σχεδόν σε όλες τις δικασίμους), με τις διάφορες ενστάσεις του συνηγόρου του Ενάγοντα και της τριτοδιαδίκου, ότι τα εν λόγω Τεκμήρια δεν πρέπει να γίνουν αποδεκτά λόγω του ότι αποτελούν αντίγραφα.
Ούτε και αποδέχομαι την θέση της ότι ο λόγος που στάληκαν χρήματα στον Ενάγοντα από την Belisito ήταν γιατί πιθανόν ο πατέρας της Μ.Τ 2 να είχε κάποια επαγγελματική σχέση μαζί του. Πέραν του γεγονότος ότι αποτελεί ήδη εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εν λόγω εταιρεία ανήκει στην τριτοδιαδικο και όχι στον πατέρα της Μ.Τ 2, η θέση της συγκρούεται με τον ίδιο τον Ενάγοντα, ο οποίος ανάφερε ότι δεν γνωρίζει την Belisito. Επιπρόσθετα, αποτελεί εύλογη απορία για το Δικαστήριο πως η τριτοδιάδικος δεν γνώριζε την μεταξύ τους σχέση, εφόσον η ίδια εκτελούσε υποτίθεται όλες τις εντολές του πατέρα της Μ.Τ.2. Oύτε και πείθει η θέση της ότι ο λόγος που δεν θυμάται ήταν γιατί υπέγραψε πολλές πράξεις.
Ούτε και έδωσε πειστικές και ικανοποιητικές εξηγήσεις ως προς τον λόγο που το τιμολόγιο της Belisito εκδόθηκε ετεροχρονισμένα, ούτως ώστε να συνάδει με την απόδειξη εξόφλησης που έδωσε προηγουμένως στον Ενάγοντα αλλά ούτε και έδωσε πειστικές εξηγήσεις γιατί το πιο πάνω τιμολόγιο, που ουσιαστικά εξέδωσε η πιο πάνω δική της εταιρεία, έχει παραποιηθεί η ημερομηνία έκδοσης του.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η μαρτυρία της τριτοδιαδίκου απορρίπτεται.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω την αξίωση του Ενάγοντα εναντίον της Εναγομένης.
Ως έχει προαναφερθεί η βάση της αγωγής του εδράζεται στην από μέρους της Εναγομένης παράβασης των συμβατικών της υποχρεώσεων.
Είναι η θέση του ότι ενώ ο ίδιος συμμορφώθηκε πλήρως με τους όρους του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, υπό την έννοια ότι κατέβαλε στην Εναγομένη τις δόσεις του ως προνοούνταν σε αυτό, η Εναγομένη δεν εκπλήρωσε τις δικές της συμβατικές υποχρεώσεις εφόσον δεν του παρέδωσε το διαμέρισμα μέχρι τον Δεκέμβριο του 2013.
Από την άλλη η Εναγομένη προβάλλει ότι από το ποσό των €421.000 που ο Ενάγοντας διατείνει ότι κατέβαλε σε αυτήν, συγκεκριμένα ποσά καταβλήθηκαν από τον Ενάγοντα στην Τριτοδιάδικο (και όχι στην Εναγομένη), εν πλήρη γνώσει του τελευταίου και σε συμπαιγνία με την τριτοδιάδικο, η οποία τις διοχέτευσε αργότερα σε νομικά πρόσωπα δικών της συμφερόντων και εν πάση περιπτώσει σε νομικά πρόσωπα που ουδεμία σχέση έχουν με αυτήν.
Με δεδομένο τα τελικά ευρήματα του Δικαστηρίου, η όλη εκδοχή του Ενάγοντα, ο οποίος κρίθηκε ως ένας παντελώς αναξιόπιστος μάρτυρας, ότι δηλαδή ο ίδιος κατέβαλε στην Εναγομένη τα ποσά και με τον τρόπο που ο ίδιος διατείνει έχει απορριφθεί.
Αντίθετα, αποτελεί τελικό εύρημα του Δικαστηρίου, στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης, ότι η Belisito, στην ουσία η ίδια η τριτοδιάδικος, χρηματοδότησε τον Ενάγοντα για την κατ’ ισχυρισμό αγορά του επίδικου διαμερίσματος. Όλα τα χρήματα που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι κατέβαλε στην Εναγομένη, ουδέποτε προήλθαν από δικά του κεφάλαια, αλλά αντίθετα αυτά προήλθαν από την Belisito.
Ειδικότερα, αποτελεί τελικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι σε σχέση με την 1η δόση πληρωμής, για το ποσό των €162.000, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, που ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι κατέβαλε στην Εναγομένη μέσω της Mck, αυτή δεν έγινε αποδεκτή. Αντίθετα, αυτό που έλαβε χώρα στην βάση των τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, είναι ότι η Belisito κατέβαλε, για λογαριασμό του, στην Εναγομένη, το ποσό των €124.200 έναντι της αγοράς του επίδικου αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Παρά όμως την ύπαρξη του πιο πάνω παραδεκτού γεγονότος, αποτελεί ταυτόχρονα τελικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο ίδιος ουδέποτε απέστειλε οποιοδήποτε ποσό χρημάτων, είτε μέσω της Mck ως ο ίδιος ισχυρίστηκε, είτε άλλοσπως, προς στην Belisito, η οποία στην συνέχεια τα διοχέτευσε στην Εναγομένη. Η εν λόγω εταιρεία χρηματοδότησε τον Ενάγοντα με το ποσό των €162.000, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι εντέλει στην Εναγομένη κατατέθηκε μόνο το ποσό των €124.200. Το δε υπόλοιπο ποσό, δηλαδή το ποσό των €37.800 το κράτησε η ίδια για δικούς της αλλότριους σκοπούς, υπό τύπο προμήθειας. Επίσης η εν λόγω απόδειξη ήταν παραπλανητική και λανθασμένη εφόσον την δεδομένη στιγμή στον λογαριασμό της Εναγομένης κατατέθηκε μόνο το ποσό των €124.200.
Σε σχέση με το υπόλοιπο ποσό της 1ης δόσης, δηλαδή το ποσό των €37.800, αυτό ουδέποτε καταβλήθηκε στον τραπεζιτικό λογαριασμό της Εναγομένης. Ούτε και έγινε αποδεκτό το γεγονός ότι αυτό δικαιολογημένα κρατήθηκε ως προμήθεια από την Belisito, και κατ’ επέκταση από την τριτοδιάδικο. Η εν λόγω εταιρεία δεν είχε κανένα δικαίωμα να λάβει την οποιαδήποτε σχετική προμήθεια εφόσον δεν μεσολάβησε για την αγορά του επίδικου διαμερίσματος, ούτε και αυτή κατακρατήθηκε για λογαριασμό της Mck, έχοντας ως δεδομένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Belisito ανήκει στην τριτοδιάδικο και όχι στον πατέρα της Μ.Τ 2. Τούτων λεχθέντων το σχετικό τιμολόγιο που εξέδωσε η Εναγόμενη στον Ενάγοντα, 17 μήνες μετά την έκδοση της απόδειξης (Τεκμήριο 5) είναι παραπλανητικό και εκδόθηκε για αλλότριους σκοπούς από την ίδια την τριτοδιάδικο.
To γεγονός ότι η Belisito κατέβαλε για λογαριασμό του το ποσό των €162.000, ασφαλώς και ήταν εις γνώση του Ενάγοντα, εφόσον τα εν λόγω χρήματα δεν καταβλήθηκαν από τον ίδιο. Την ίδια στιγμή αυτό ήταν και εις γνώση της τριτοδιαδίκου, εφόσον αφενός η ίδια έδωσε την εντολή μέσω τράπεζας να πραγματοποιηθεί η εν λόγω πληρωμή, αφετέρου δε τα χρήματα που καταβλήθηκαν προέρχονταν από τη δική της εταιρεία. Επίσης, ήταν εις γνώση του Ενάγοντα ότι η Belisito κράτησε ως υποτιθέμενη προμήθεια το ποσό των €37.800, εφόσον ενώ η Εναγόμενη του εξέδωσε σχετική απόδειξη είσπραξης για το ποσό των €162.000, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., την ίδια στιγμή το τιμολόγιο που του εξέδωσε ήταν για το ποσό των €124.200. Τιμολόγιο που είχε στην κατοχή του και ήταν γνώστης αυτού με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου.
Σε σχέση με τις υπόλοιπες του πληρωμές, που ο Ενάγοντας διατείνει ότι κατέβαλε στην Εναγόμενη, αναφορικά με τα ποσά των €160.000 και €99.000, αντιστοίχως, αποτελεί τελικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι ουδέποτε αυτά κατατέθηκαν στο λογαριασμό της Εναγόμενης αλλά καταβλήθηκαν στην Theonell, εταιρεία συμφερόντων της τριτοδιαδίκου και που εν πάση περιπτώσει ουδεμία σχέση είχε με την Εναγομένη. Οι δε αποδείξεις πληρωμών εξόφλησης που η Εναγόμενη εξέδωσε, μέσω της τριτοδιαδίκου, προς τον Ενάγοντα επίσης ήταν παραπλανητικές και λανθασμένες, εφόσον τα χρήματα ουδέποτε τα εισέπραξε η πρώτη. Την ίδια στιγμή, αποτελεί επίσης τελικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Belisito, δηλαδή στη ουσία η τριτοδιάδικος, χρηματοδότησε τον Ενάγοντα για την καταβολή των πιο πάνω ποσών, εφόσον με το άνοιγμα του λογαριασμού του στην τράπεζα, η εν λόγω εταιρεία κατέθεσε στο λογαριασμό του την 24.9.2012 το ποσό των €412.000, και πριν αυτός καταβάλει τα εν λόγω ποσά στην Theonell. Δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι στη βάση των τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, κάποια ποσά τα οποία κατατέθηκαν στο λογαριασμό του Ενάγοντα προήλθαν από δικά του τραπεζικά γραμμάτια. Στην προκειμένη περίπτωση όμως το Δικαστήριο δεν βρίσκεται αντιμέτωπο ενώπιον μιας ποινικής υπόθεσης και απόδειξης μίας σχετικής κατηγορίας περί κλοπής, ώστε να αναζητήσει και να βρει απάντηση κατά πόσο τα χρήματα που καταβλήθηκαν στην Theonell είναι τα ίδια χρήματα που απέστειλε η Belisito. Εν προκειμένω, αυτό που έχει σημασία είναι ότι η Belisito, η οποία σύμφωνα με τις ψευδείς αναφορές του Ενάγοντα, ήταν μια παντελώς άγνωστη εταιρεία για τον ίδιο, τον χρηματοδότησε με το πιο πάνω ποσό των €412.000, για να είναι σε θέση ο Ενάγοντας, σε συσχετισμό με άλλες πληρωμές που κατέβαλε και είναι άσχετες με τα επίδικα ζητήματα, να μπορεί να καταβάλει τα χρήματα που ισχυρίζεται ότι κατέβαλε στην Εναγόμενη.
Στη βάση των πιο πάνω, αποτελεί τελικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Belisito, δηλαδή στη ουσία η τριτοδιάδικος, χρηματοδότησε τον Ενάγοντα για την υποτιθέμενη αγορά του επίδικου διαμερίσματος με το συνολικό ποσό των €574.000 (€162.000 συν €412.000), ποσό το οποίο σχεδόν ισούται με το συνολικό τίμημα αγοράς του επίδικου ακινήτου (€540.000 πλέον Φ.Π.Α.) και που εν πάση περιπτώσει υπερκαλύπτει τις τρεις πρώτες δόσεις με βάση τους όρους του αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Οι δε υπόλοιπες δόσεις, συνολικού ύψους €68.000 πλέον Φ.Π.Α., θα καταβάλλονταν με την παράδοση του διαμερίσματος, εκ των οποίων οι €3.000 με την έκδοση των σχετικών τίτλων. Με δεδομένο ότι η πηγή προέλευσης των χρημάτων για την αγορά του επίδικου διαμερίσματος δεν προήλθε από τον Ενάγοντα αλλά από την τριτοδιάδικο, μέσω της Belisito, γεγονός το οποίο ήταν εις γνώση τόσο του Ενάγοντα όσο και της τριτοδιαδίκου, ο Ενάγοντας δεν απέδειξε τον ισχυρισμό του ότι ο ίδιος με δικά του χρήματα κατέβαλε τις δόσεις για την αγορά του επίδικου διαμερίσματος αλλά και ότι τα εισέπραξε η Εναγόμενη, και που συνεπακόλουθα του επέτρεπαν να αξιώνει επιστροφή των κατ’ ισχυρισμόν ποσών που κατέβαλε σε αυτή. Επιπρόσθετα, τα πιο πάνω οδηγούν το Δικαστήριο και στο συμπέρασμα ότι τα πιο πάνω ποσά χρημάτων καταβλήθηκαν εις γνώση του Ενάγοντα και της τριτοδιαδίκου, όχι με σκοπό να καταλήξουν στην Εναγόμενη, αλλά σε εταιρείες συμφερόντων της τριτοδιαδίκου, και εν πάση περιπτώσει της Theonell που ουδεμία σχέση είχε με την πρώτη, με σκοπό, μέσω της μεταξύ τους συμπαιγνίας, να καταδολιεύσουν την Εναγόμενη και να της προκαλέσουν ζημιά.
Ο Ενάγοντας γνώριζε ότι το συνολικό ποσό των €259.000 θα κατατίθετο στη Theonell και όχι στον τραπεζικό λογαριασμό της Εναγομένης. Το γεγονός αυτό προκύπτει από το Τεκμήριο 14, βάσει του οποίου ο Ενάγοντας ενημερώθηκε από την τριτοδιάδικο, ότι τα εν λόγω ποσά θα πρέπει να κατατεθούν, αντί στο λογαριασμό της Εναγομένης, στη Theonell. Αποτελεί θέση μεταξύ άλλων, του Ενάγοντα, ότι ο ίδιος έλαβε οδηγίες από την τριτοδιάδικο να καταθέσει το πιο πάνω ποσό σε λογαριασμό της Theonell και όφειλε ως καλόπιστος αγοραστής που ήταν να ακολουθήσει τις οδηγίες της Εναγομένης που του δόθηκαν μέσω της τριτοδιαδίκου. Θέση η οποία, στη βάση των πιο πάνω, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή έχοντας και ως δεδομένο ότι ο Ενάγοντας κρίθηκε παντελώς αναξιόπιστος, καταφεύγοντας μάλιστα και σε ψεύδη. Ο Ενάγοντας γνώριζε ότι τα χρήματα αυτά δεν θα τα επωφελείτο η Εναγόμενη και σε συμπαιγνία με την Τριτοδιάδικο τα κατέβαλε στην Theonell.
Η όλη συμπαιγνία μεταξύ Ενάγοντα και τριτοδιαδίκου, πέραν των πιο πάνω, προκύπτει και από τα κάτωθι γεγονότα και στοιχεία:
α) Τα ποσά που κατ’ ισχυρισμόν κατέβαλε ο Ενάγοντας για την πληρωμή των δόσεων του, έναντι του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, δεν ανταποκρίνονταν στους όρους αυτού εφόσον κατέβαλε λιγότερα χρήματα, από ότι αυτές προνοούσαν. Γεγονός το οποίο ήταν τόσο εις γνώση του Ενάγοντα όσο και της τριτοδιαδίκου.
β) Οι κατ’ ισχυρισμόν δόσεις προς την Εναγομένη (για τα ποσά των €160.000 και €99.000, αντιστοίχως) που εν τέλει τις επωφελήθηκε η Theonell, καταβλήθηκαν από τον Ενάγοντα εν γνώσει του ιδίου και της τριτοδιαδίκου ότι δεν τηρήθηκαν από την Εναγομένη οι συμβατικές της υποχρεώσεις εφόσον το έργο δεν προχωρούσε και παρέμεινε στάσιμο. Παρά το γεγονός αυτό, ο Ενάγοντας προχώρησε στις εν λόγω πληρωμές, απαιτώντας μάλιστα, σε διάστημα 3 μηνών από την τελευταία πληρωμή και ενώ γνώριζε ότι το διαμέρισμα δεν θα ολοκληρωνόταν, να απαιτεί την παράδοση του.
γ) Ο Ενάγοντας κατέβαλε χρηματικά ποσά στην Theonell ενώ γνώριζε ότι δεν υπήρχε κανένας νομικός και πραγματικός λόγος να μην καταθέσει τα χρήματα στην Εναγομένη, με δεδομένο ότι ο ισχυρισμός του ότι δεν μπορούσαν να κατατεθούν χρήματα στην τελευταία λόγω του «κουρέματος» να απορριφθεί.
δ) Το αγοραπωλητήριο έγγραφο χαρτοσημάνθηκε από την Εναγομένη, μέσω της τριτοδιαδίκου (Τεκμήριο 19), γνωρίζοντας τόσο ο Ενάγοντας όσο και η τριτοδιάδικος ότι το κόστος αυτό, με βάση τους ΄ρους του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, θα έπρεπε να το επωμιστεί ο αγοραστής, στην προκειμένη ο ίδιος ο Ενάγοντας, ο οποίος δήλωσε ότι καμία σχέση δεν είχε με την τριτοδιάδικο και ούτε την γνώριζε από πριν, πέραν της σύναψης του αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε αποδεκτή μαρτυρία ότι ο Ενάγοντας κατέβαλε στην Εναγομένη, έστω και μεταγενέστερα, το εν λόγω ποσό.
ε) Το αίτημα προς την Ελληνική τράπεζα για την απελευθέρωση χρημάτων που βρίσκονταν στο λογαριασμό του Ενάγοντα, με σκοπό αυτά να κατατεθούν στην Theonell, ως προκύπτει από τα Τεκμήρια 23 και 24, αντιστοίχως, το υπέβαλε η τριτοδιάδικος και όχι ο ίδιος ο Ενάγοντας, χωρίς να δοθεί επί τούτου η παραμικρή εξήγηση. Μάλιστα δε το αίτημα της τριτοδιαδίκου προς την Ελληνική τράπεζα, ήταν ότι ο Ενάγοντας επιθυμούσε να εξοφλήσει ολόκληρο το τίμημα πώλησης του διαμερίσματος, χωρίς μάλιστα να του έχει παραδοθεί αυτό αλλά και ότι αυτό ήταν ακόμη ημιτελές, γεγονός που ήταν τόσο εις γνώση του Ενάγοντα όσο και της τριτοδιαδίκου. Το πιο πάνω στοιχείο, αποτελεί ακόμη μια επιβεβαίωση της πιο πάνω εκφρασθείσας θέσης του Δικαστηρίου περί συμπαιγνίας μεταξύ του Ενάγοντα και της τριτοδιαδίκου.
στ) Υπάρχει πλήρης σύμπλευση στα δικόγραφα του Ενάγοντα και της Τριτοδιαδίκου. Μάλιστα δε ο Ενάγοντας τροποποίησε την Έκθεση Απαίτησης του, ώστε αυτή να συνάδει πλήρως (αναφορικά με τον 1ο τρόπο πληρωμής), με την Έκθεσης Υπεράσπισης της Τριτοδιαδίκου στα πλαίσια ης διαδικασίας που η Εναγόμενη ήγειρε εναντίον της.
ζ) Κανένα παράπονο δεν είχε ο Ενάγοντας εναντίον της τριτοδιαδίκου, μέσω της παρούσας αγωγής, καθώς επίσης και ενόψει της προσαχθείσας μαρτυρίας ουσιαστικά δεν επέρριψε την οποιαδήποτε ευθύνη εναντίον της, παρά το γεγονός ότι με το μόνο πρόσωπο από την Εναγομένη που είχε συναλλαγές μαζί της ήταν η ίδια η τριτοδιάδικος. Τουναντίον, η εν μέρει προσπάθεια του ευπαίδευτου συνηγόρου του Ενάγοντα (ο οποίος ήταν ο συνήγορος Υπεράσπισης στην Ποινική υπόθεση που καταχωρίστηκε εναντίον της), μέσω της γραμμής αντεξέτασης του, ήταν, μεταξύ άλλων, να δικαιολογήσει αλλά και να υπερασπίσει με κάθε τρόπο τις θέσεις της τριτοδιαδίκου.
Όλη τα πιο πάνω γεγονότα, σωρευτικά ιδώμενα, οδηγούν το Δικαστήριο στο συμπέρασμα και στην τελική του κρίση ότι ουδέποτε ο Ενάγοντας είχε πραγματική πρόθεση για την αγορά του επίδικου διαμερίσματος και ότι το αγοραπωλήτηριο έγγραφο ήταν στην ουσία εικονικό και αυτό καταρτίστηκε για αλλότριους σκοπούς. Η Εναγομένη απέδειξε, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, την υπεράσπιση της ότι τα ποσά που ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι κατέβαλε προς αυτήν καταβλήθηκαν εν γνώση του και σε συμπαιγνία με την τριτοδιάδικο σε νομικά πρόσωπα δικών της συμφερόντων με αποτέλεσμα η εκδοχή της αυτή, στην βάση της πιο πάνω προσκομισθείσας μαρτυρίας, να είναι πιο πιθανή παρά να μην είναι (Χρυσάνθη Χρύσανθου και Σταύρος Φραντζή ν Αντρέα Φραντζή (2010) 1Β Α.Α.Δ.1295, Μαρσέλ κ.ά ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ) 1858).
Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, TOUCHSTONE SNAIL TECHNOLOGIES LTD κ.α v. K. INVEST COΝSULTING S.A.L. OFFSHORE κ.α., Πολ. Έφ. Αρ.Ε11/2021, ημερ.29.03.2024, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Στρεφόμαστε στο αστικό αδίκημα της συνομωσίας στο οποίο επίσης βασίζεται η αγωγή των Εφεσιβλήτων. Από την Χριστοφόρου κ.α. ν. Barclays Bank Plc (2009)1(A) A.Α.Δ.25 προκύπτει ότι εφόσον το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας αναγνωρίζεται στο κοινοδίκαιο, τότε δυνάμει του Άρθρου 29(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 και των νομολογηθέντων στην Paikkos v. Kontemeniotis (1989)1 C.L.R.50, ισχύει και στην Κύπρο. Στην Χριστοφόρου, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής:
«Σύμφωνα με τον Halsbury' s Laws of England, 4η Έκδοση, Reissue, Τόμος 45(2), τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, κατά το κοινοδίκαιο, είναι τα ακόλουθα:
"697. Essential ingredients of conspiracy. In order to make out a case of conspiracy the claimant must establish: (1) an agreement between two or more persons; (2) either, where the means are lawful, an agreement the real and predominant purpose of which is to injure the claimant or, where the means are unlawful, an agreement a purpose of which is to injure the claimant; and (3) that acts done in execution of that agreement resulted in damage to the claimant."
Σε μετάφραση:
"697. Απαραίτητα στοιχεία του αδικήματος της συνωμοσίας. Για να αποδείξει το αδίκημα της συνωμοσίας ο απαιτών πρέπει να αποδείξει: (1) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων· (2) είτε, όπου τα μέσα είναι νόμιμα, συμφωνία της οποίας ο πραγματικός και κυρίαρχος σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα είτε, όπου τα μέσα είναι παράνομα, συμφωνία της οποίας ο σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα· και (3) πράξεις που τελέστηκαν εις εκτέλεση της συμφωνίας είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον ενάγοντα.".
Στην Χριστοφόρου, ανωτέρω, γίνεται επίσης παραπομπή στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts αναφορικά με τη συνωμοσία. Στην 24η έκδοση του εν λόγω συγγράμματος, του 2023 παρατίθεται ανάλυση της εξέλιξης του κοινοδικαίου όσον αφορά το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας, το οποίο εμπίπτει στην κατηγορία των αστικών αδικημάτων που περιγράφονται ως «economic torts».
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Ενοχικό Δίκαιο, ανωτέρω, η βασική αγγλική απόφαση επί του θέματος είναι η Crofter Hand Woven Harris Tweed v. Veitch [1942] A.C. 435 HL από την οποία προκύπτει ότι το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της συνομωσίας με νόμιμα μέσα συνίσταται στο ότι ο πρωταρχικός σκοπός των κοινών ενεργειών των εναγόμενων ήταν η πρόκληση ζημιάς στον ενάγοντα (predominant purpose to injure the claimant).».
Από το προαναφερόμενο απόσπασμα προκύπτει, ότι υπάρχουν δύο τύποι συνωμοσίας, ήτοι η συνωμοσία με νόμιμα μέσα και η συνωμοσία με παράνομα μέσα. Και στις δύο περιπτώσεις η συνωμοσία αποσκοπεί στην πρόκληση ζημιάς, εκεί, όμως, όπου συντελείται με νόμιμα μέσα, τότε, η πρόκληση ζημιάς στον Ενάγοντα θα πρέπει να αποτελεί τον κυρίαρχο σκοπό (predominant purpose). Εξίσου διαφωτιστική είναι και η απόφαση του Αγγλικού Εφετείου, Kuwait Oil Tanker Company SAK and another v. Al Bader and others [2000] EWCA Civ 160, όπου αναλύθηκαν οι νομικές αρχές που διέπουν το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας και τονίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν απαιτείται για τη στοιχειοθέτησή του η ύπαρξη ρητής συμφωνίας, αλλά αρκεί η κοινή πρόθεση προς επίτευξη ενός κοινού σκοπού…»
Δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω το Δικαστήριο ποιος ήταν ο σκοπός και το κίνητρο, τόσο του Ενάγοντα όσο και της τριτοδιαδίκου, ώστε μέσω της μεταξύ τους συμπαιγνίας να προκαλέσουν ζημιά στην Εναγομένη. Ούτε και ενδιαφέρει εν προκειμένω το Δικαστήριο ποια ήταν η μεταξύ τους πραγματική σχέση. Ό,τι ενδιαφέρει εν προκειμένω είναι ότι ο τρόπος πληρωμής του Ενάγοντα δεν έγινε με τον τρόπο που ο ίδιος διατείνει, το μεγαλύτερο ποσό που ισχυρίζεται ότι κατέβαλε εν γνώση του δεν κατέληξε στα ταμεία της Εναγομένης, τα ποσά των χρημάτων που ισχυρίζεται ότι κατέβαλε στην Εναγομένη ουδέποτε ήταν δικά του, αλλά ήταν ουσιαστικά της τριτοδιαδίκου. Συνεπακόλουθα, ο Ενάγοντας δεν έχει γνήσια απαίτηση εναντίον της Εναγομένης και δεν μπορεί να θεωρηθεί καλόπιστος αγοραστής. Ο Ενάγοντας, εν γνώσει του και σε συμπαιγνία με την τριτοδιάδικο, γνώριζαν ότι ο πρώτος ουδέποτε κατέβαλε δικά του χρήματα για την αγορά του επίδικου διαμερίσματος, η Εναγομένη δεν είχε κανένα οικονομικό όφελος και ότι τα χρήματα που κατέβαλε ποτέ δεν θα κατέληγαν σε αυτήν.
Επομένως δεν μπορεί να επικαλείται ο Ενάγοντας στην βάση ενός πλασματικού και εικονικού αγοραπωλητηρίου εγγράφου ότι η Εναγόμενη δήθεν παραβίασε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, από την στιγμή που ο ίδιος εν γνώσει του και σε συμπαιγνία με την τριτοδιάδικο, ουδέποτε κατέβαλε ο ίδιος οποιοδήποτε ποσό χρημάτων. Συνεπακόλουθα δεν μπορεί νομικά να επικαλείται το γεγονός ότι η Εναγομένη παραβίασε τις συμβατικές της υποχρεώσεις στη βάση μίας πλασματικής και εικονικής σύμβασης αγοραπωλησίας.
Στην προκείμενη περίπτωση και στη βάση των τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου προκύπτει ότι με την μεταξύ του Ενάγοντα και της τριτοδιαδίκου συμπαιγνίας, τα εν λόγω πρόσωπα ουσιαστικά συνωμότησαν προς τον σκοπό πρόκλησης ζημιάς στην Εναγομένη, ζημιά η οποία εν τέλει προκλήθηκε. Η τριτοδιάδικος σε συμπαιγνία και σε συνωμοσία με τον Ενάγοντα συμφώνησαν με τη χρήση παράνομων μέσων, δηλαδή με την σύναψη μιας πλασματικής και εικονικής συμφωνίας για την πώληση ενός διαμερίσματος της Εναγομένης προς τον Ενάγοντα και με την έκδοση παραπλανητικών τιμολογίων και αποδείξεων που εξέδωσε η Εναγομένη, μέσω της τριτοδιαδίκου, εν αγνοία και χωρίς την συγκατάθεση του πραγματικού ιδιοκτήτη της, να πιστωθούν χρήματα στην μερίδα του Ενάγοντα στην Εναγομένη χωρίς αυτά να προέρχονται από τον ίδιο αλλά και χωρίς αυτά να κατατεθούν στον λογαριασμό της Εναγομένης. Η τριτοδιάδικος εκμεταλλευόμενη την εμπιστοσύνη της Εναγομένης και του πραγματικού ιδιοκτήτη αυτής προς το πρόσωπο της προκάλεσε με τις πράξεις της ζημιά σε αυτήν. Η τριτοδιάδικος ως εκ της θέσης που κατείχε στην Εναγομένη είχε εξυπακουόμενο καθήκον πίστης (fidelity) και εμπιστοσύνης (confidentiality) προς την τελευταία (Λ. Πρωτοπαπά & Σια Δ.Ε.Π.Ε κ.α ν. George Pamboridis LLC, Πολ. Έφ. αρ.Ε190/2021, ημερ.10.04.2024). Όφειλε, επομένως, η τριτοδιάδικος να ασκεί τα καθήκοντα της με καλή πίστη και εντιμότητα, αλλά και να αφιερώνει όλον τον χρόνο και τις προσπάθειές της στην προώθηση των συμφερόντων της Εναγομένης. Όχι μόνο παρέβη τα πιο πάνω καθήκοντα της αλλά αντίθετα με τις πράξεις της έβλαψε τα συμφέροντα αυτής.
Ούτε και καταδεικνύεται στη βάση των τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου ότι ο Ενάγοντας ήταν ένας καλόπιστος αγοραστής. Παρουσιάζει τον εαυτό του, τόσο μέσω της μαρτυρίας του, όσο και μέσω της τελικής γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του, ότι ο ίδιος κατέβαλε στην ουσία το ποσό των €421.000 και ότι ακολουθούσε πάντοτε τις οδηγίες της Εναγομένης, μέσω της τριτοδιαδίκου. Προβάλλει επίσης τη θέση ότι αν η τριτοδιάδικος υπεξαίρεσε χρήματα από την Εναγομένη και αν η τελευταία είχε οποιεσδήποτε διαφορές μαζί της δεν είναι ζήτημα που τον αφορά. Είναι δε ζήτημα μεταξύ Εναγομένης και τριτοδιαδίκου. Στην ουσία επικαλείται ότι ο ίδιος είναι ένας καλόπιστος αγοραστής και ότι αγόρασε το διαμέρισμα με καλή τη πίστη και έναντι νόμιμου ανταλλάγματος. Ακόμη όμως και στην περίπτωση του «καλή τη πίστει» αγοραστή, η νομολογία επιβάλλει εύλογη φροντίδα και έρευνα για να μπορεί να θεωρηθεί κάποιος ως τέτοιος (Kyprianou ν. Mitsi and Another (1975) 3 J.S.C. 1179, Hanbury and Martin, Modern Equity, 5η εκδ, σελ. 34 και Cheshire Modern Law of Real Property, 10η εκδ., σελ. 63 και 65). Στην προκειμένη περίπτωση ο Ενάγοντας όχι μόνο δεν απέδειξε με τη μαρτυρία του ότι άσκησε την εύλογη φροντίδα και έρευνα για το που κατέληξαν τα κατ΄ισχυρισμόν χρήματα του, αλλά αντίθετα εν γνώση του και σε συμπαιγνία με την τριτοδιάδικο, κατέβαλε χρήματα που δεν ήταν δικά του προς την τριτοδιάδικο. Ουδέποτε ο ίδιος είχε πραγματική πρόθεση αγοράς του επίδικου διαμερίσματος και ότι με τις πράξεις του, σε συμπαιγνία με την τριτοδιάδικο, έβλαψαν την Εναγομένη.
Παρά όμως το πιο πάνω εύρημα του Δικαστηρίου ότι το εν λόγω αγοραπωλητήριο έγγραφο ήταν στην ουσία εικονικό και πλασματικό αλλά και ότι ο Ενάγοντας ουδέποτε είχε πραγματική πρόθεση αγοράς του επίδικου διαμερίσματος, το θέμα δεν τελειώνει εδώ. Και τούτο γιατί όπως και αν διαβαστεί η Έκθεση Υπεράσπισης της Εναγομένης ουδέποτε προβάλλει τον ισχυρισμό περί εικονικότητας του. Δικογραφημένος ισχυρισμός που προβάλλεται στην Έκθεση Απαίτησης της εναντίον της τριτοδιαδίκου. Ούτε και δικογραφείται οποιοσδήποτε ισχυρισμός και θέση ότι, λόγω αυτής της εικονικότητας που ήταν το αποτέλεσμα της συμπαιγνίας μεταξύ Ενάγοντας και τριτοδιαδίκου, αυτό είναι άκυρο. Και όχι μόνο μια τέτοια θέση δεν δικογραφείται αλλά αυτό που η Εναγομένη δικογραφεί, είναι ότι αφενός μεν το ποσό των €124.200 κατετέθηκε στο λογαριασμό της, αφετέρου δε αξιώνει, μέσω της ανταπαίτησης της, επιστροφή των ποσών που ο Ενάγοντας κατέβαλε στην Belisito και Theonell, καθώς και την πλήρη αποπληρωμή από μέρους του πρώτου του εναπομείναντος ποσού του τιμήματος πώλησης. Αξιώνει δε περαιτέρω και δήλωση του Δικαστηρίου ότι «η συμφωνία πώλησης ημερ. 16.06.2012 βρίσκεται σε ισχύ.» Επομένως η ίδια η Εναγομένη, μέσω των πιο πάνω δικογραφημένων ισχυρισμών της, επέλεξε, παρά την έτερη δικογραφημένη θέση της περί συμπαιγνίας μεταξύ Ενάγοντα και τριτοδιαδίκου, να θεωρεί δικογραφικά ότι το επίδικο αγοραπωλητήριο έγγραφο ότι είναι ισχύ, και ως τέτοιο θα αντιμετωπιστεί από το Δικαστήριο, εφόσον κατ’ επιλογή της επέλεξε να μην το τερματίσει αλλά να το θεωρεί έγκυρο. Η όλη συμπαιγνία του Ενάγοντα και της τριτοδιαδίκου παρείχε το δικαίωμα στην Εναγομένη να το κρίνει ως ακυρώσιμο και να προχωρήσει στον τερματισμό του. Δεν έπραξε όμως κάτι τέτοιο η Εναγομένη. Αντίθετα, στη βάση των πιο πάνω θέσεων της, η ίδια εξακολουθεί να το θεωρεί έγκυρο.
Στο νομικό σύγγραμμα ‘Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο’ του Π.Γ. Πολυβίου, στην σελίδα 796 αναφέρεται ότι:
«To άρθρο 64 πραγματεύεται τις συνέπειες που προκύπτουν από έγκυρη σύμβαση η οποία όμως υπόκειται σε ακύρωση από το αθώο μέρος. «Ακυρώσιμες συμβάσεις», για τους σκοπούς του άρθρου 64, θεωρούνται τόσο εκείνες που εμπίπτουν εντός των άρθρων 19 και 20 (όταν συμβάσεις συνομολογήθηκαν χωρίς ελεύθερη συναίνεση, ως αποτέλεσμα εξαναγκασμού, απάτης ή ψευδούς παράστασης) καθώς και εκείνες που εμπίπτουν εντός των παραμέτρων των άρθρων 54 και 55 του Νόμου, όταν ένας των συμβαλλομένων δεν προχωρεί στην εκπλήρωση κάποιου όρου της σύμβασης ή όταν παραλείπει να προβεί σε ενδεικνυόμενη ενέργεια Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως προβλέπεται και από το κοινοδίκαιο, το αθώο μέρος έχει δικαίωμα να προχωρήσει στον τερματισμό ή την ακύρωση της σύμβασης, οπότε τα μέρη δεν υποχρεούνται να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους (αν φυσικά δεν έχουν ήδη πράξει τούτο).»
Τούτων λεχθέντων, το επίδικο αγοραπωλητήριο έγγραφο βρίσκεται σε ισχύ κατ΄επιλογή της Εναγομένης και ως τέτοιο θα αντιμετωπιστεί. Με δεδομένο το τελικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Belisito κατέβαλε για λογαριασμό του Ενάγοντα, το ποσό των €124.200 έναντι του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, είναι το μόνο ποσό που κατατέθηκε στον λογαριασμό της Εναγομένης με βάση τους όρους αυτού, ανεξαρτήτως της πηγής προέλευσης των χρημάτων. Χρήματα τα οποία η Εναγομένη τα επωφελήθηκε και τα επωφελήθηκε μέχρι και σήμερα. H Eναγομένη έλαβε στο λογαριασμό της το εν λόγω ποσό για ένα αντάλλαγμα που ουδέποτε θα λάβει ο Ενάγοντας, χρήματα τα οποία μέχρι και σήμερα κατέχει και οφείλει να το επιστρέψει εφόσον αυτό καταβλήθηκε έναντι ανταλλάγματος το οποίο δεν έχει δοθεί (Καλησπέρας Κώστας v Δρυάδη κ.α (1998) 1 Α.Α.Δ 867). Αποτελεί κοινό τόπο ότι το επίδικο διαμέρισμα δεν έχει ολοκληρωθεί, το έργο παρέμεινε ημιτελές από το 2013 και παραμένει στην ίδια κατάσταση μέχρι σήμερα. Πέραν τούτου αποτελεί κοινό τόπο ότι η πολεοδομική άδεια για την ανέγερση του συγκροτήματος έχει λήξει. Συνεπακόλουθα ενόψει της αδυναμίας της Εναγομένης να παραδώσει στον Ενάγοντα το διαμέρισμα, η πρώτη δεν μπορεί να υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα, έξω και μακριά από την νομιμότητα και ορθότητα του τερματισμού που προέβη ο Ενάγοντας. Η Εναγομένη έχει εισπράξει το ποσό των €124.200, και ως εκ τούτου η Εναγομένη οφείλει να επιστρέψει το εν λόγω ποσό στον Ενάγοντα εφόσον το κατακρατεί παράνομα μέχρι και σήμερα. Το ποσό αυτό θα πρέπει να επιστραφεί στον Ενάγοντα στην βάση της αποκατάστασης και στην βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Αρχιππέα Σύμβουλοι Επενδύσεων Λτδ κ.α v Δημητρίου Κακαβού, Πολιτική Έφεση Αρ. 278/2010, 15/10/2015 και Παναγιώτης Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077)
Ούτε και τίθεται ζήτημα οποιασδήποτε συνεισφοράς της τριτοδιαδίκου στο ποσό που διατάχθηκε η Εναγόμενη να καταβάλει στον Ενάγοντα, εφόσον το εν λόγω ποσό κατατέθηκε στους λογαριασμούς της Εναγομένης και το επωφελήθηκε η ίδια.
Απορρίπτοντας την εκδοχή του Ενάγοντα ότι κατέβαλε τις δόσεις του αγοραπωλητηρίου εγγράφου με τον τρόπο που ο ίδιος διατείνει και με δεδομένο ότι το μόνο ποσό που κατατέθηκε στον τραπεζιτικό λογαριασμό της Εναγομένης είναι το πιο πάνω ποσό ο Ενάγοντας δεν δικαιούται να αξιώνει και δεν μπορεί να του αποδοθεί οποιαδήποτε θεραπεία για την επιστροφή των υπολοίπων ποσών.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγομένης για το ποσό των €124.200. Το ποσό αυτό θα φέρει νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση του.
Σε σχέση με τα έξοδα της αγωγής και λαμβάνοντας υπόψιν ότι η αγωγή του Ενάγοντα πέτυχε εν μέρει (σε ποσοστό περίπου 1/3 από το συνολικό ποσό που αξίωνε) και λαμβάνοντας υπόψιν τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι ο ίδιος κρίθηκε παντελώς αναξιόπιστος αλλά και ότι εν γνώση του και σε συμπαιγνία με την τριτοδιάδικο καταδολίευσαν την Εναγομένη, επιδικάζονται υπερ του και εναντίον της Εναγομένης ως αυτά θα υπολογισθούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο, μειωμένα όμως κατά 1/2.
Σε σχέση με την ανταπαίτηση, αυτή απορρίπτεται στην βάση των όσων έχουν αναφερθεί ανωτέρω και στη βάση της αδυναμίας της Εναγομένης να συμμορφωθεί με τις συμβατικές της υποχρεώσεις εφόσον δεν είναι σε θέση σήμερα να παραδώσει το διαμέρισμα στον Ενάγοντα, ώστε να αξιώνει την πληρωμή οποιοδήποτε ποσών από αυτόν. Πέραν τούτου, η Εναγομένη, μέσω της ακροαματικής διαδικασίας δεν προώθησε επί της ουσίας την ανταπαίτησης της, ούτε καν υπέβαλε στον Ενάγοντα ότι οφείλει στην Εναγομένη το ποσό το οποίο η ίδια αξιώνει μέσω αυτής.
Σε σχέση με τα έξοδα της ανταπαίτησης λόγω του ότι αυτή συνεκδικάστηκε με την απαίτηση του Ενάγοντα, τα επίδικα θέματα αυτής ήταν κοινά με τα επίδικα ζητήματα της αγωγής αλλά και ενόψει του αποτελέσματος της παρούσας αγωγής και των ευρημάτων του Δικαστηρίου δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή.
Σε σχέση με την διαδικασία τριτοδιαδίκου ενόψει της κατάληξης της παρούσας αγωγής αυτή απορρίπτεται. Παρέλκει η αξιολόγηση των υπολοίπων μαρτύρων που κατάθεσαν εκ μέρους της τριτοδιαδίκου ως επίσης και η εξέταση της προδικαστικής ένστασης της περί κατάχρησης της διαδικασίας τριτοδιαδίκου από μέρους της Εναγομένης.
Όσον αφορά τα έξοδα της διαδικασίας τριτοδιαδίκου, έχοντας υπόψη μου τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και συγκεκριμένα έχοντας κατά νου ότι οι Εναγόμενοι δικαιολογημένα ενέπλεξαν την τριτοδιάδικο στην παρούσα διαδικασία, θεωρώ ότι είναι ορθό και δίκαιο να μην επιδικαστούν έξοδα στην τριτοδιάδικο (Loukason Ltd v. Μακεδόνας και Υιοί Λτδ κ.ά (2005) 1Α Α.Α.Δ, 345). Η διαδικασία τριτοδιαδίκου ήταν αναγκαία στην προκειμένη περίπτωση δεδομένης της αδιαμφισβήτητης ιδιότητας της τριτοδιαδίκου, ως η μοναδική αντιπρόσωπος της Εναγομένης, και με δεδομένο ότι τούτη εξέδωσε για λογαριασμό της πρώτης συγκεκριμένες παραπλανητικές αποδείξεις και παραπλανητικά τιμολόγια αλλά και ότι προέβη σε συμπαιγνία με τον Ενάγοντα, η ενέργεια της Εναγομένης να κινήσει την διαδικασία τριτοδιαδίκου κρίνεται εντελώς λογική και αναμενόμενη αφού ο κίνδυνος οι αποδείξεις εκείνες να αποτελούσαν την βάση για να κριθεί η Εναγόμενη υπόλογη έναντι του Ενάγοντα ήταν υπαρκτός, εξ ου και ορθώς κίνησε την διαδικασία τριτοδιαδίκου ώστε να μπορέσει να αναδείξει το ζήτημα αυτό. Στην βάση των πιο πάνω κρίνω ορθό όπως σε σχέση με την διαδικασία τριτοδιαδίκου η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της έξοδα.
Συνεπακόλουθα, εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγομένης για το ποσό των €124.200. Το ποσό αυτό θα φέρει νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση του. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγομένης ως αυτά θα υπολογισθούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο, μειωμένα όμως κατά ½.
Η ανταπαίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Η διαδικασία τριτοδιαδίκου επίσης απορρίπτεται με την κάθε πλευρά να επιβαρύνεται τα δικά της έξοδα.
(Υπ.) .......................................
Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο