EΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.
Αρ. Aγωγής: 768/2014
Themis Portfolio Management Holdings Limited
Ενάγουσα
-και-
1. Soboh Nidal Mohamed
2. Soboh Aiman Mohamed
Εναγομένων
Ημερομηνία: 18/9/2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Ενάγουσα: O κ. X. Ιωάννου για Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε
Για Εναγόμενο 1: Ο κ. Ζ. Νικολαΐδης για Νικολαΐδης και Αβραάμ Δ.Ε.Π.Ε
Για Εναγόμενο 2: Η κα Στ. Καρακατσιάνη για Αργεντούλα Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε
Α Π Ο Φ Α Σ Η
H Eνάγουσα, εταιρεία εξαγοράς και διαχείρισης πιστωτικών διευκολύνσεων, αξιώνει από τους Εναγομένους, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, οφειλόμενα υπόλοιπα δυνάμει 2 κατ’ ισχυρισμών συμφωνιών δανείου.
Αξιώνει δε περαιτέρω και διάταγμα πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου, το οποίο ο Εναγόμενος 1 υποθήκευσε προς όφελος της, δυνάμει των Υποθηκών ΑΥ. 3529/2006, ΒΥ. 3530/2006 και ΓΥ. 3823/2010, αντιστοίχως.
Ο Εναγόμενος 1 ενάγεται ως πρωτοφειλέτης.
Ο Εναγόμενος 2 ενάγεται υπό την ιδιότητα του εγγυητή.
Αρχικά Ενάγουσα στην παρούσα αγωγή ήταν η Τράπεζα Κύπρου (στο εξής «η τράπεζα»), η οποία, κατά τον επίδικο χρόνο, διεξήγαγε τραπεζικές εργασίες και υπό αυτή την ιδιότητα χορήγησε, σύμφωνα με την δική της εκδοχή, πιστωτικές διευκολύνσεις/δάνεια στον Εναγόμενο 1.
Ακολούθως, η υφιστάμενη Ενάγουσα έχει υποκαταστήσει και αντικαταστήσει την τράπεζα στα δικαιώματα της που μεταξύ άλλων αφορούν τις κατ΄ισχυρισμόν επίδικες συμφωνίες δανείου, δυνάμει του άρθρου 18 του Νόμου 169(Ι)/15 και δυνάμει των προνοιών Σχεδίου Διακανονισμού, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 8.6.2021 (Τεκμήρια 3,4 και 5).
Σχετική προς τούτο ειδοποίηση έχει καταχωριστεί στο φάκελο του Δικαστηρίου. Οι Εναγόμενοι έτυχαν ενημέρωσης για το πιο πάνω γεγονός μέσω σχετικών επιστολών που τους απέστειλε η Τράπεζα (Τεκμήρια 6,7,8 και 9).
Οι Εναγόμενοι καταχώρισαν ξεχωριστές Υπερασπίσεις και εκπροσωπήθηκαν από διαφορετικούς συνηγόρους.
Είναι η εκδοχή του Εναγομένου 1, ως αυτή προωθήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, ότι ο ίδιος ουδέποτε υπέγραψε με την Ενάγουσα οποιεσδήποτε συμφωνίες δανείου αλλά και ουδέποτε έλαβε οποιαδήποτε ποσά, δυνάμει αυτών, σε οποιοδήποτε λογαριασμό του. Προβάλλει τον βασικό ισχυρισμό ότι η υπογραφή που φέρουν αυτές, κάτω από το όνομα του, και που αποδίδεται στον ίδιο αποτελούν προϊόν πλαστογραφίας. Σε κάθε περίπτωση είναι ο περαιτέρω ισχυρισμός του ότι η Ενάγουσα δεν απέδειξε τα κατ’ ισχυρισμόν οφειλόμενα ποσά εφόσον οι τραπεζικές καταστάσεις που προσκόμισε στο δικαστήριο δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 22 του Κεφ. 9. Και τούτο γιατί αφενός μεν η υφιστάμενη Ενάγουσα δεν είναι τράπεζα και ως εκ τούτου δεν ασκεί τραπεζικές εργασίας, αφετέρου δε ο λειτουργός της (Μ.Ε 1), ο οποίος και της κατάθεσε, δεν είναι τραπεζικός υπάλληλος. Σε ό,τι αφορά τα έγγραφα υποθηκών αποδέχεται το γεγονός ότι τα υπέγραψε, πλην όμως προβάλλει τη θέση ότι ο ίδιος είχε την πεποίθηση ότι το επίδικο ακίνητο, το οποίο και υποθήκευσε προς όφελος της τράπεζας, εξασφάλιζε άλλες δανειακές του υποχρεώσεις, και όχι τις επίδικες.
Από την άλλη ο Εναγόμενος 2 αποδέχεται το γεγονός ότι υπέγραψε, υπό την ιδιότητα του εγγυητή του Εναγομένου 1, τις επίδικες συμφωνίες δανείων. Ό,τι όμως προβάλλει ως υπεράσπιση, μέσω των δικογραφημένων του ισχυρισμών, είναι ότι αυτές δεν έγιναν με την ελεύθερη του βούληση αλλά ήταν αποτέλεσμα αθέμιτης επιρροής και παράβασης της εμπιστευτικής σχέσης και επαγγελματικού καθήκοντος που η Ενάγουσα άσκησε σε βάρος του. Και τούτο γιατί η Ενάγουσα συμβούλευσε τον ίδιο να υπογράψει τις συμφωνίες εγγυήσεως χωρίς ο ίδιος να τύχει ανεξάρτητης νομικής συμβουλής καθώς επίσης και δεν είχε καμία διαπραγματευτική δύναμη κατά την σύναψη αυτών. Προβλήθηκε και από μέρους του ο ίδιος ισχυρισμός, ως αυτός προβλήθηκε και από τον Εναγόμενο 1, ότι η Ενάγουσα δεν απέδειξε ότι ο Εναγόμενος 2, υπό την ιδιότητα του εγγυητή, οφείλει οποιαδήποτε ποσά εφόσον οι τραπεζικές καταστάσεις που η πρώτη προσκόμισε στο δικαστήριο, μέσω του Μ.Ε 1, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του Κεφ. 9.
Για την απόδειξη της αξίωσης της η Ενάγουσα κάλεσε τον κ. Χριστοφίδη (Μ.Ε 1), λειτουργό της, ο οποίος χειρίζεται την παρούσα υπόθεση και που του ανατέθηκε ο έλεγχος και η παρακολούθηση των επίδικων λογαριασμών, τον κ. Γιωρκάτζη, δικηγόρο (Μ.Ε 2), και την κα. Λαμάρη (Μ.Ε 3), λειτουργό στην τράπεζα.
Εκ μέρους του Εναγομένου 1, μαρτυρία έδωσε ο ίδιος, καθώς και ο κ. Παναγιώτου (Μ.Υ 2), ιδιώτης γραφολόγος.
Ο Εναγόμενος 2 δεν προσέφερε οποιαδήποτε μαρτυρία.
ΠΡΟΣΑΧΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Ο Μ.Ε 1 υιοθέτησε γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 1).
Σύμφωνα με το περιεχόμενο αυτής, είναι η θέση του ότι δυνάμει εγγράφου συμφωνίας, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Εναγόμενο 1 την 7.4.10 (Τεκμήριο 10), συμφωνήθηκε όπως η Ενάγουσα παραχωρήσει στον Εναγόμενο 1, υπό την εγγύηση και κάλυψη του Εναγόμενου 2, καθώς επίσης και εγγραφής στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Γ’ Υποθήκης επί του διαμερίσματος αρ. 6 που βρίσκεται στον 3ον όροφο, στο [ ] Complex, Block [ ], Θυρ. [ ], στον [ ] όροφο, ιδιοκτησίας του Εναγόμενου 1, καθώς επίσης και υφιστάμενων υποθηκών: A’ Yποθήκη με Αρ. Υ3529/2006 και Β’ Υποθήκη με Αρ. Υ3530/2006, στεγαστικό δάνειο, με αριθμό λογαριασμού [ ], για το ποσό των €180.000.
Το δάνειο θα αποπληρώνετο σε 120 μηνιαίες δόσεις εκ €1.803,51 η κάθε μια, με την 1η δόση να καταβάλλεται την 22.5.10 και οι υπόλοιπες δόσεις την 22η κάθε επόμενου μήνα μέχρι τελείας εξοφλήσεως. Η τελευταία δόση θα καταβάλλετο την 22.5.2020.
Το εν λόγω δάνειο θα χρεώνετο με τόκο προς ποσοστό επιτοκίου 6 μηνών Euribor, προσαυξημένο κατά 2,80%. Κατά την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας το επιτόκιο ανέρχετο σε Euribor 0,956% ετησίως, προσαυξημένο κατά 2,80%, στο σύνολο δηλαδή 3,756% ετησίως. Ο τόκος επίσης θα κεφαλαιοποιείται δύο φορές το χρόνο στις 30.6. και 31.12. κάθε έτους.
Το πιο πάνω ποσό καταβλήθηκε στον Εναγόμενο 1 σε λογαριασμό του, με αριθμό 038501054558, και εισπράχθηκε από αυτόν και προς όφελος του, ως φαίνεται τόσο από την χρεωστική σημείωση εκταμίευσης του εν λόγω ποσού (Τεκμήριο 11), όσο και από τις σχετικές οδηγίες του που έδωσε προς την τράπεζα (Τεκμήριο 12).
Ο Εναγόμενος 1, επιπρόσθετα των εξόδων που καταγράφονται στην πιο πάνω συμφωνία δανείου, υπέγραψε και σχετικό κατάλογο προμηθειών και χρεώσεων της τράπεζας (Τεκμήριο 13).
Δυνάμει τροποποιητικής συμφωνίας, ημερομηνίας 24.5.11 (Τεκμήριο 14), συμφωνήθηκε, μεταξύ Ενάγουσας και Εναγομένου 1, η παράταση της περιόδου αποπληρωμής του εν λόγω δανείου για περίοδο 6 μηνών και η χρέωση του δανείου με επιπλέον ποσοστό επιτοκίου 0.25%.
Επιπρόσθετα, δυνάμει εγγράφου συμφωνίας, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Εναγόμενο 1 την 22.4.10 (Τεκμήριο 15), συμφωνήθηκε όπως η Ενάγουσα παραχωρήσει στον Εναγόμενο 1, υπό την εγγύηση και κάλυψη του Εναγομένου 2, καθώς επίσης και των υφιστάμενων υποθηκών: A’ Yποθήκη με αρ. Υ3529/2006, Β’ Υποθήκη με αρ. Υ3530/2006 και Γ’ Υποθήκη με αρ. 3823/2010, δάνειο, με αριθμό λογαριασμού [ ], για το ποσό των €70.000.
Το δάνειο θα αποπληρώνετο σε 120 μηνιαίες δόσεις εκ €803,96 η κάθε μια, με έναρξη την 26.5.10 και οι υπόλοιπες την 26η κάθε επόμενου μήνα μέχρι τελείας εξοφλήσεως. Η τελευταία δόση θα καταβαλλετο την 26.5.2020. Το δάνειο θα χρεώνετο με το βασικό επιτόκιο της τράπεζας προσαυξημένο κατά 1,5%. Κατά τον επίδικο χρόνο το βασικό επιτόκιο ανερχόταν σε 5,25% ετησίως και περιθώριο 1,50%, σύνολο δηλαδή επιτοκίου 6,75%. Ο τόκος επίσης θα κεφαλαιοποιείτο δύο φορές το χρόνο στις 30.6. και 31.12. κάθε έτους.
Το πιο πάνω ποσό καταβλήθηκε στον Εναγόμενο 1 στον λογαριασμό του, με αριθμό 038501054558, και εισπράχθηκε από αυτόν και προς όφελος του, ως φαίνεται τόσο από την χρεωστική σχετική σημείωση εκταμίευσης του εν λόγου ποσού (Τεκμήριο 16) όσο και από τις σχετικές οδηγίες του προς την τράπεζα (Τεκμήριο 17).
Ο Εναγόμενος 1 υπέγραψε και σχετικό κατάλογο προμηθειών και χρεώσεων της τράπεζας (Τεκμήριο 18).
Δυνάμει τροποποιητικής συμφωνίας, ημερομηνίας 24.5.11 (Τεκμήριο 19), συμφωνήθηκε, μεταξύ Ενάγουσας και Εναγομένου 1, η παράταση της περιόδου αποπληρωμής του εν λόγω δανείου για περίοδο 6 μηνών και η χρέωση του δανείου με επιπλέον ποσοστού επιτοκίου 0.25%.
Προς εξασφάλιση και εγγύηση των πιο πάνω δανειακών υποχρεώσεων του Εναγόμενου 1 προς την Ενάγουσα, ο Εναγόμενος 2, δυνάμει εγγυητήριων, ημερομηνίας 7.4.10 (Τεκμήριο 21) και 26.4.10 (Τεκμήριο 22), αντιστοίχως, εγγυήθηκε όλες τις υποχρεώσεις του Εναγομένου 1 προς την Ενάγουσα. Το ποσό του κεφαλαίου δια του οποίου θα ευθύνετο ο Εναγόμενος 2 δεν θα υπερέβαινε το ποσό των €216.000 και €84.000, αντιστοίχως, πλέον τόκους, προμήθειες και τραπεζικά δικαιώματα και έξοδα μέχρι πλήρους και τελείας εξοφλήσεως.
Προς περαιτέρω εξασφάλιση προς την Ενάγουσα και έναντι των υποχρεώσεων του προς αυτήν, ο Εναγόμενος 1 υποθήκευσε προς όφελος της ένα διαμέρισμα δυνάμει των υποθηκών ΑΥ.3529/2006 για το ποσό των τότε ΛΚ15.000 πλέον τόκους (Τεκμήριο 23), ΒΥ.3530/2006 για το ποσό των τότε ΛΚ55.000 πλέον τόκους (Τεκμήριο 24) και ΓΥ.3823/2010 για το ποσό των €161.648 πλέον τόκους (Τεκμήριο 25). Σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας αναφορικά με το ενυπόθηκο ακίνητο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 26.
Ο τότε συνήγορος (Μ.Ε 2) των Εναγομένων 1 και 2 με σχετική επιστολή του (Τεκμήριο 27) γνωστοποίησε στην Τράπεζα ότι εξήγησε στους Εναγόμενους όλα τα σχετικά τραπεζικά έγγραφα και τις νομικές συνέπειες αυτών, δηλώνοντας επιπρόσθετα ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 αποφάσισαν με ελεύθερη βούληση να προχωρήσουν στην υπογραφή των εν λόγω εγγράφων.
Ο Εναγόμενος 1 παρέλειψε να τηρεί το πρόγραμμα αποπληρωμής των δόσεων των δανείων και οι σχετικοί λογαριασμοί του παρουσίαζαν καθυστερήσεις.
Η Ενάγουσα ειδοποίησε επανειλημμένως τον Εναγόμενο 1, με σχετική επιστολή της (Τεκμήριο 28), να εξοφλήσει όλες τις καθυστερήσεις των επίδικων λογαριασμών. Ο Εναγόμενος 1 δεν ανταποκρίθηκε και ως εκ τούτου η Ενάγουσα με περαιτέρω επιστολή της, ημερομηνίας 22.11.2013 (Τεκμήριο 29), προς τον Εναγόμενο 1 τερμάτισε τις επίδικες συμφωνίες δανείων και τη λειτουργία των επίδικων λογαριασμών, καλώντας τον συνάμα όπως εξοφλήσει άμεσα ολόκληρα τα χρεωστικά υπόλοιπα. Μέχρι σήμερα όμως ο Εναγόμενος 1 αμέλησε και ή παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις συμβατικές του υποχρεώσεις.
Η Ενάγουσα με επιστολές της, ημερομηνίας 6.8.12 και 22.11.13 (Τεκμήρια 30 και 31), αντιστοίχως, που απέστειλε στον Εναγόμενο 2 τον κάλεσε όπως εξοφλήσει τα οφειλόμενα ποσά δυνάμει των συμφωνιών εγγύησης του αλλά επίσης και αυτός μέχρι και σήμερα παρέλειψε να συμμορφωθεί.
Στα πλαίσια της θέσης και των καθηκόντων του κατέθεσε ως Τεκμήριο 32 τις καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού δανείου με αριθμό [ ] συνοδευόμενες με σχετικό πιστοποιητικό, δυνάμει του άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και ως Τεκμήριο 33 καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού δανείου με αρ. λογαριασμού [ ] συνοδευόμενες επίσης με το πάνω πιστοποιητικό.
Πέραν των καταστάσεων λογαριασμού που αποστέλλονταν στους Εναγόμενους, οι πελάτες της τράπεζας συμπεριλαμβανομένων και των Εναγομένων, ενημερώνονταν με δημοσιεύσεις στον Τύπο για την τιμολόγηση και τις εκάστοτε αλλαγές των επιτοκίων της Ενάγουσας (Τεκμήριο 34). Ο Μ.Ε 1 κατέθεσε ως Τεκμήριο 35 σχετικό πίνακα αναφορικά με τη διακύμανση του Euribor.
Σε μια προσπάθεια μείωσης των επίδικων θεμάτων και προς υποβοήθηση των Εναγομένων κατάθεσε ως Τεκμήριο 36 και 37, αντιστοίχως, αναδομημένες καταστάσεις των δύο πιο πάνω επίδικων λογαριασμών δανείου. Από τις αναδομημένες καταστάσεις η Ενάγουσα αφαίρεσε την χρέωση οποιουδήποτε τόκου υπερημερίας. Αφαιρέθηκαν επίσης και κάποια έξοδα καθώς επίσης μειώθηκε και ο τόκος.
Στη βάση αυτών η Ενάγουσα εν τέλει αξιώνει από τους Εναγόμενους 1 και 2 τ’ ακόλουθα ποσά:
(α) €246.350,45 πλέον τόκο προς 2,984% από 01.07.2024 επί ποσού €246.350,45 μέχρι εξοφλήσεως με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης των τόκων 2 φορές το χρόνο στις 30.6. και 31.12.
(β) €150.941,38 πλέον τόκο προς 6,50% από 01.07.2024 επί ποσού €150.941,38 μέχρι εξοφλήσεως με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης των τόκων 2 φορές το χρόνο στις 30.6. και 31.12.
Ο Μ.Ε.2 τότε συνήγορος των Εναγομένων, υιοθέτησε γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 38). Αναφέρει σε αυτήν ότι αναγνώρισε το περιεχόμενο της επιστολής που ο ίδιος απέστειλε στην τράπεζα (Τεκμήριο 27). Σκοπός της αποστολής της ήταν, όπως ο ίδιος διευκρίνισε, να γνωστοποιήσει προς την Ενάγουσα το γεγονός ότι εξήγησε στους Εναγομένους 1 και 2, στην αγγλική γλώσσα, το περιεχόμενο όλων των τραπεζικών εγγράφων αλλά και τις νομικές συνέπειες αυτών. Τα σχετικά έγγραφα, τα οποία αναφέρονται στην εν λόγω επιστολή, του τα είχαν προσκομίσει οι Εναγομένοι.
Η Μ.Ε.3 υιοθέτησε επίσης γραπτή της δήλωση (Τεκμήριο 39). Σύμφωνα με αυτήν, η ίδια, κατά τον επίδικο χρόνο που χορηγήθηκαν οι τραπεζικές διευκολύνσεις στο Εναγόμενο 1, βρισκόταν στην υπηρεσία χορήγησης δανείων της τράπεζας στο κατάστημα της με αριθμό 385 (Λινόπετρα). Ήταν η θέση της ότι οι συμφωνίες των επίδικων δανείων καθώς και ο κατάλογος προμηθειών και χρεώσεων της Ενάγουσας έχουν υπογραφεί από τον Εναγόμενο 1 στην παρουσία της. Η ίδια έχει υπογράψει τις εν λόγω συμφωνίες δανείου υπό την ιδιότητα του μάρτυρα. Επίσης ήταν η μάρτυρας υπογραφής κατά την υπογραφή από τον Εναγόμενο 2 των εγγυητηρίων εγγράφων. Ήταν επίσης μάρτυρας υπογραφής κατά την υπογραφή της σύμβασης υποθήκης (Τεκμήριο 25) καθώς επίσης και ήταν παρούσα όταν ο Εναγόμενος 1 υπέγραψε στην παρουσία της το έγγραφο της πιο πάνω υποθήκης. Ως εκ τούτου βεβαιώνει ότι στα πιο πάνω έγγραφα εμπεριέχονται οι υπογραφές των Εναγομένων.
Ο Μ.Υ.1 υιοθέτησε γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 40). Σύμφωνα με αυτήν προβάλλει τη θέση ότι ο ίδιος δεν υπέγραψε ποτέ κανένα έγγραφο που να σχετίζεται με τα επίδικα δάνεια και πιστεύει ότι η υπογραφή του πλαστογραφήθηκε και χρησιμοποιήθηκε παράνομα παρά την ελεύθερη βούληση και γνώση του. Ήταν η κατηγορηματική του θέση ότι οι κατ΄ισχυρισμόν συμφωνίες δανείων καθώς και οι κατάλογοι προμηθειών και χρεώσεων της τράπεζας, καθώς και οι επιστολές που ο ίδιος απέστειλε σε αυτήν και με τις οποίες η τελευταία ισχυρίζεται ότι φέρουν την υπογραφή του, ουδέποτε τις υπέγραψε. Ενημέρωσε προς τούτο την Ενάγουσα μόλις έλαβε γνώση της παρούσας αγωγής. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της Μ.Ε.3 ότι τον είδε να υπογράφει τις συμφωνίες δανείου, ήταν η θέση του ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρει την αλήθεια. Λόγω του ότι προέβη σε πολλά δάνεια, ζήτησε από τον συνήγορο του να συγκεντρώσει όλα τα σχετικά έγγραφα και τότε ήταν που διαπίστωσε ότι η υπογραφή του στα επίδικα δάνεια δεν ήταν δική του. Όντως ο ίδιος μετέβη στην Αστυνομία για να προχωρήσει σε καταγγελία, αναφορικά με το γεγονός της πλαστογραφίας της υπογραφής του, πλην όμως η τελευταία δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε διερεύνηση λόγω του ότι εκκρεμούσε η παρούσα αγωγή. Το γεγονός ότι η υπογραφή του πλαστογραφήθηκε επιβεβαιώνεται και από τον Μ.Υ 2 ιδιώτη γραφολόγο που ο ίδιος διόρισε. Λόγω του ότι ο ίδιος δεν μιλά και δεν διαβάζει καθόλου την ελληνική γλώσσα ο ίδιος δεν είχε ιδέα για το περιεχόμενο των τραπεζικών εγγράφων και βασίστηκε στις πληροφορίες που του παρείχαν οι λειτουργοί της τράπεζας.
Ο Μ.Υ.2 κατέθεσε στο Δικαστήριο τη σχετική Έκθεση που ετοίμασε (Τεκμήριο 41). Σκοπός του ήταν να διενεργήσει γραφολογική έρευνα αναφορικά με τη γνησιότητα ή πλαστότητα υπογραφής του Εναγομένου 1. Προς το σκοπό αυτό του παραδόθηκαν αντίγραφα των Τεκμηρίων 10, 13, 14, 15, 17,18, 19, 25, 24, 23. Του δόθηκε επίσης φωτοτυπία ενός σημειώματος εμφάνισης του Εναγόμενου 1 στα πλαίσια της αγωγής με αριθμό 5197/2015, έντυπο διορισμού δικηγόρου από τον Εναγόμενο 1 στα πλαίσια της παρούσας αγωγής, αντίγραφο του Κυπριακού διαβατηρίου του Εναγομένου 1, το οποίο φέρει την υπογραφή του και 10 δείγματα υπογραφής του. Αφού ο ίδιος τα μελέτησε κατέληξε στο τελικό συμπέρασμα, ως περιγράφει και στην σχετική του Έκθεση, ότι οι αμφισβητούμενες υπογραφές που περιέχονται στα έγγραφα που κατέθεσε η Ενάγουσα στην παρούσα αγωγή είναι «προσπάθεια αντιγραφής ή απομίμησης της γνήσιας υπογραφής» του Εναγόμενου 1 «που έγινε από πρόσωπο που γνώριζε ή είχε στην κατοχή του, την γνήσια υπογραφή του τελευταίου».
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Η αξιολόγησή των μαρτύρων θα κριθεί με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια νομολογία σε σχέση με το ζήτημα αυτό (Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) Α.Α.Δ., Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ, Bauer v. Ηροδότου & Υιοί Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325, Λάρκου v. Παναγή (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 80, Ζαμπάς v . A & G Tsiarkezos Constructions Ltd (1998) 1Α.Α.Δ. 820 C & Α Pelekanos Associates Limited v.Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 και Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401).
Ως υποδείχθηκε επίσης και πάλι μέσω της νομολογίας (Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ), η αξιολόγηση της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα, δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του ξεχωριστά, αλλά πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο της και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία.
Αποτελεί επίσης βασικό κανόνα ότι μια υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται στα αυστηρά πλαίσια των δικογράφων (Cheeseline Ltd v. Ανθούλης Θωμά & Υιοί Λτδ, Πολιτική Έφεση 45/2009, ημερομηνίας 14.5.2014). Για τον ίδιο λόγο η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται και υπό το πρίσμα της δικογραφηθείσας εκδοχή της κάθε πλευράς.
Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές προχωρώ να αξιολογήσω την ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα μαρτυρία.
O M.E 1 άφησε στο Δικαστήριο πολύ θετικές εντυπώσεις και ως εκ τούτου αποδέχομαι την μαρτυρία του στην ολότητα της. Αυτή δε υποστηρίζεται πλήρως από τα ενώπιον του Δικαστηρίου κατατεθειμένα Τεκμήρια, ήταν σταθερή και είχε λογική συνοχή. Δεν έχω εντοπίσει το ο,τιδήποτε, το οποίο θα ήταν ικανό ώστε να ανατραπεί η θετική εικόνα που το Δικαστήριο αποκόμισε από αυτόν. Η μαρτυρία στην συντριπτική της ολότητα παρέμεινε αναντίλεκτη και μη αμφισβητούμενη.
Και τούτο γιατί οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εναγομένων, πέραν από κάποιων σχετικών υποβολών τους, περιορίστηκαν στο να τον αντεξετάσουν μόνο ως προς το γεγονός ότι ο ίδιος δεν είχε προσωπική γνώση των επίδικων γεγονότων αλλά και ότι ο ίδιος δεν είναι τραπεζικός υπάλληλος.
Επί τούτου ο εν λόγω μάρτυρας αποδέχθηκε το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή ο ίδιος δεν είχε καμία προσωπική εμπλοκή στα υπό συζήτηση γεγονότα, πλην όμως έδωσε πειστικές και τεκμηριωμένες εξηγήσεις πως ο ίδιος είναι άμεσα γνώστης των επίδικων γεγονότων αλλά και πρόσωπο κατάλληλο να καταθέσει επ’ αυτών. Ο εν λόγω μάρτυρας εξήγησε με πειστικό και τεκμηριωμένο τρόπο ότι γνωρίζει τα επίδικα γεγονότα εφόσον είναι το αρμόδιο και υπεύθυνο από την Ενάγουσα πρόσωπο, το οποίο χειρίζεται την παρούσα υπόθεση και που του ανατέθηκε ο έλεγχος και η παρακολούθηση των επίδικων λογαριασμών. Ανάφερε δε επιπρόσθετα ότι έχει στην κατοχή του όλα τα σχετικά με τα επίδικα δάνεια έγγραφα, έχει πρόσβαση, ως εκ της θέσεως του, στο ηλεκτρονικό αρχείο της Ενάγουσας που η τελευταία διατηρεί σε σχέση με κάθε οφειλέτη καθώς και ότι έλαβε πληροφόρηση από άλλους συναδέλφους του σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα. Κρίνω επομένως ότι είναι γνώστης των επίδικων ζητημάτων και είναι σε θέση να πληροφορήσει το Δικαστήριο σε σχέση με αυτά.
O εν λόγω μάρτυρας αρμοδίως και καθηκόντως παρουσίασε τις αναλυτικές καταστάσεις και των δύο επίδικων λογαριασμών δανείου του Εναγομένου 1 σε σχέση με τις χρηματοδοτήσεις που ο τελευταίος έλαβε από την τράπεζα. Επιβεβαίωσε το γεγονός ότι η τράπεζα διατηρούσε συστηματικά και αδιάλειπτα τραπεζικό βιβλίο και ειδικότερα αρχείο σε ηλεκτρονική μορφή, το οποίο μεταφέρθηκε αυτούσιο από την τράπεζα στην υφιστάμενη Ενάγουσα. Από το εν λόγω ηλεκτρονικό αρχείο παρήχθηκαν, μετά από δική του εντολή, οι αναλυτικές καταστάσεις των επίδικων λογαριασμών, οι οποίες αποτελούν πλέον μέρος του αρχείου της υφιστάμενης Ενάγουσας. Επιβεβαίωσε επίσης το γεγονός ότι οι εν λόγω πιστοποιημένες καταστάσεις είναι μια ορθή και ακριβής αναπαραγωγή μέρος του ηλεκτρονικού αρχείου της, τις οποίες και ο ίδιος έλεγξε προσωπικά.
Επ’ αυτού ο εν λόγω μάρτυρας έδωσε όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες και εξηγήσεις, χωρίς σε κανένα σημείο να αμφισβητηθούν κατά τρόπο γόνιμο τα λεγόμενα του. Οι εν λόγω καταστάσεις λογαριασμού θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι κατατέθηκαν άνευ ενστάσεως. Συνοδεύονται δε από σχετικό πιστοποιητικό, το οποίο κατατέθηκε δυνάμει του άρθρου 35 του Κεφ. 9.
Τα πιο πάνω ικανοποιούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του Κεφ.9 το οποίο προνοεί ότι:
«Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, αντίγραφο καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίνεται δεκτό σε όλες τις νομικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτοιας καταχώρισης και των θεμάτων, δοσοληψιών και λογαριασμών που είναι καταχωρισμένα σ' αυτό»
Tο άρθρο 22, δημιουργεί ένα μαχητό τεκμήριο που αντιστρέφει το βάρος απόδειξης. Η συνέπεια της εφαρμογής του τεκμηρίου, είναι να υποβοηθηθεί ο διάδικος προς όφελος του οποίου αυτό εγείρεται και να αναμένει να δει κατά πόσο ο αντίδικος θα αμφισβητήσει το τεκμήριο και θα παρουσιάσει ανταπόδειξη προς αντίκρουση του τεκμηρίου. Το βάρος απόδειξης, επομένως, για αντίκρουση των καταχωρίσεων στην κατάσταση του επίδικου λογαριασμού, το έχει ο Εναγόμενος. Ή διαφορετικά, το αποδεικτικό βάρος απόδειξης μετατίθεται στους ώμους του Εναγόμενου να καταδείξει, αν αυτή ήταν η θέση του, ότι δεν έγινε ανάληψη του ποσού του δανείου ή μέρους του ή ότι υπήρξαν καταθέσεις ή οποιαδήποτε άλλα ποσά που έπρεπε να πιστωθούν στο λογαριασμό (Ζερβός v. Hellenic Bank Public Company Ltd (2013) 1 Α.Α.Δ. 2357).
Το εν λόγω άρθρο προνοεί ότι έγγραφο, το οποίο καταδεικνύεται ότι αποτελεί μέρος του αρχείου επιχείρησης, δύναται να προσαχθεί ως αποδεικτικό στοιχείο, η αξία του οποίου αποτιμάται από το δικαστήριο. Για να θεωρηθεί δε κάποιο έγγραφο ως μέρος αρχείου θα πρέπει να προσάγεται στο δικαστήριο πιστοποιητικό υπογραμμένο από αρμόδιο λειτουργό της σχετικής επιχείρησης με το οποίο να βεβαιούται το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή αποτελεί μέρος αρχείου. Πρόκειται ακριβώς για τη διαδικασία την οποία ακολούθησε η Ενάγουσα, παρουσιάζοντας επί των καταστάσεων των Τεκμηρίων 32 και 33 το αναγκαίο πιστοποιητικό υπογραμμένο από τον Μ.Ε.1, ο οποίος είναι λειτουργός της Ενάγουσας. Η ουσία είναι πως μέσω του πιστοποιητικού επιβεβαιώνεται ότι η αρχική αυτή κατάσταση αποτελούσε μέρος του αρχείου της τράπεζας, η οποία πρώτη χορήγησε το δάνειο και ότι αυτό το αρχείο μεταφέρθηκε αυτούσιο στην υφιστάμενη Ενάγουσα, όταν αυτή υποκατάστησε την τράπεζα στα δικαιώματα προώθησης της παρούσας αγωγής.
Με δεδομένο ότι οι επίδικες τραπεζικές καταστάσεις κατετέθηκαν άνευ ενστάσεως, τότε τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 22(1) του ΚΕΦ. 9 (Χάρη Φωτίου κ.α. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 39/2012, ημερομηνίας 3/5/2018), το οποίο οδηγεί σε εκ πρώτης όψεως απόδειξη ορθότητας των σχετικών καταχωρίσεων (μαχητό τεκμήριο). Αυτή η εκ πρώτης όψεως απόδειξη παρέμεινε αλώβητη. Στο σημείο αυτό αναφέρεται ότι το ίδιο περιεχόμενο με τα Τεκμήρια 32 και 33, έχουν και τα Τεκμήρια 36 και 37, αντιστοίχως, τα οποία όμως αφορούν τις αναδομημένες καταστάσεις των λογαριασμών δανείου του Εναγομένου 1. Με βάση τη μαρτυρία του Μ.Ε 1, οι αναδομημένες καταστάσεις ετοιμάστηκαν από τον ίδιο.
Αφού έλαβα υπόψιν τα όσα ο Μ.Ε 1 παράθεσε στο Δικαστήριο, συνυπολογίζοντας και την ενώπιον μου κατατεθειμένη έγγραφη μαρτυρία αλλά και έχοντας ως δεδομένο ότι καμία αντικρουστική μαρτυρία δεν έχει προσφερθεί από την Υπεράσπιση δεν έχω διαπιστώσει την ύπαρξη οποιασδήποτε ανακριβούς καταγραφής ή συναλλαγής στο όλο ιστορικό και πορεία του λογαριασμού. Κρίνεται λοιπόν ότι τα Τεκμήρια 32 και 33, περιέχουν με ακρίβεια όλη την πορεία και κίνηση του επίδικου λογαριασμού για το δάνειο το οποίο αφορά η παρούσα αγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι γεγονός πως η υπεράσπιση δεν παρουσίασε καμία μαρτυρία με την οποία ν' αμφισβητεί συγκεκριμένες καταχωρήσεις στον λογαριασμό ή ότι υπήρξαν πιστώσεις που έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν.
Ήταν η επί του προκειμένη κοινή θέση των συνηγόρων των Εναγομένων, μέσων των τελικών τους θέσεων, ότι η Ενάγουσα δεν απέδειξε ότι οι ίδιοι οφείλουν οποιαδήποτε ποσά εφόσον οι τραπεζικές καταστάσεις που η Ενάγουσα προσκόμισε στο δικαστήριο δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 22 του Κεφ. 9 και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν μπορεί να τις κάνει αποδεκτές. Και τούτο γιατί αφενός μεν η υφιστάμενη Ενάγουσα δεν είναι τράπεζα και ως εκ τούτου δεν ασκεί τραπεζικές εργασίας, αφετέρου δε ο λειτουργός της (Μ.Ε 1), ο οποίος και της κατάθεσε, δεν είναι τραπεζικός υπάλληλος.
Το άρθρο 22 του Κεφ. 9 προνοεί ότι:
«22.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς άρθρoυ, αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίvεται δεκτό σε όλες τις voμικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτoιας καταχώρισης και τωv θεμάτωv, δoσoληψιώv και λoγαριασμώv πoυ είvαι καταχωρισμέvα σ' αυτό.
(2) Αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίo δε γίvεται δεκτό ως απόδειξη δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ, εκτός αv απoδειχθεί ότι κατά τo χρόvo της καταχώρισης τo βιβλίo ήταv έvα από τα συvήθη βιβλία της τράπεζας και η καταχώριση έγιvε κατά τη συvήθη και καvovική διεξαγωγή τωv εργασιώv και ότι τo βιβλίo βρίσκεται υπό τη φύλαξη και τov έλεγχo της τράπεζας.
Μαρτυρία για τo πιo πάvω δύvαται vα δoθεί από διευθυvτή ή υπάλληλo της τράπεζας είτε πρoφoρικά είτε με έvoρκη δήλωση.
(3) Αvτίγραφo της καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίo δε γίvεται δεκτό ως απόδειξη δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ, εκτός αv απoδειχθεί περαιτέρω ότι τo αvτίγραφo έχει συγκριθεί με τηv αρχική καταχώριση και διαπιστώθηκε ότι είvαι oρθό.
Μαρτυρία για τo πιo πάvω δύvαται vα δoθεί είτε πρoφoρικά είτε με έvoρκη δήλωση, από πρόσωπo τo oπoίo έλεγξε τo αvτίγραφo με τηv αρχική καταχώριση.
…
(6) Στo παρόv άρθρo-
"τράπεζα" ή "τραπεζίτης" σημαίvει τράπεζα η oπoία έχει άδεια vα διεξάγει τραπεζική εργασία δυvάμει τoυ περί Τραπεζικώv Εργασιώv (Πρoσωριvoί Περιoρισμoί) Νόμoυ.
"τραπεζικά βιβλία", oπoυδήπoτε απαvτάται, εκτός αv από τo κείμεvo πρoκύπτει
διαφoρετική έvvoια, περιλαμβάvει καθoλικά, ημερoλόγια, ταμεία, λoγιστικά βιβλία και άλλα αρχεία χρησιμoπoιoύμεvα κατά τη συvήθη εργασία τράπεζας, είτε αυτά είvαι σε γραπτή μoρφή είτε φυλάσσovται σε μικρoταιvίες, μαγvητoταιvίες ή σε oπoιαδήπoτε άλλη μoρφή μηχαvικoύ ή ηλεκτρovικoύ μηχαvισμoύ αvάκτησης πληρoφoριώv.»
Στα εδάφια (2) και (3) του Άρθρου 22 τίθενται οι προϋποθέσεις που πρέπει να υπάρχουν ώστε να γίνει αποδεκτό έγγραφο (αντίγραφο).
Οι προϋποθέσεις είναι:
- Κατά το χρόνο καταχώρισης το βιβλίο να ήταν ένα από τα συνήθη βιβλία της Τράπεζας.
- Η καταχώριση να έγινε κατά τη συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών της.
- Το βιβλίο να βρίσκεται υπό τη φύλαξη και τον έλεγχο της Τράπεζας.
- Το αντίγραφο να έχει συγκριθεί με την αρχική καταχώριση και να διαπιστώθηκε ότι είναι ορθό.
Οι πιο πάνω προϋποθέσεις μπορούν να αποδειχθούν με σχετική ένορκη δήλωση ή προφορική μαρτυρία.
Για τις πρώτες τρεις αρκεί η μαρτυρία Διευθυντή ή υπαλλήλου της Τράπεζας, ενώ για την τελευταία, απαιτείται μαρτυρία από το πρόσωπο το οποίο έλεγξε το αντίγραφο με την αρχική καταχώριση.
Με κάθε σεβασμό δεν με βρίσκει σύμφωνο η εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Εναγομένων.
Είναι πράγματι γεγονός, και τούτο αποτελεί κοινό τόπο των μερών, ότι η υφιστάμενη Ενάγουσα δεν έχει άδεια να ασκεί οποιεσδήποτε τραπεζικές εργασίες αλλά ούτε και ο Μ.Ε 1 είναι τραπεζικός υπάλληλος. Τα πιο πάνω δεδομένα όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν συνιστούν κώλυμα ώστε το Δικαστήριο να μην κάνει αποδεκτό το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 32 και 33, αντιστοίχως, προσδίδοντας τους και την ανάλογη βαρύτητα
Και τούτο γιατί ο Περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμος του 2015, Ν.169(Ι)/2015 επιτρέπει σε ορισμένα νομικά πρόσωπα, που προβλέπονται στο άρθρο 4, όπως είναι η υφιστάμενη Ενάγουσα, να αγοράζουν πιστωτικές διευκολύνσεις και να τις διαχειρίζονται, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει. Η πώληση γίνεται με την προβλεπόμενη στο άρθρο 18 του πιο πάνω Νόμου διαδικασία και με τα αποτελέσματα που, επίσης, επέλεξε ο νομοθέτης. Στην ίδια διάταξη, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, πως ο αγοραστής πιστωτικών διευκολύνσεων (όπως είναι και η υφιστάμενη Ενάγουσα) έχει τα ίδια δικαιώματα και υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις σε σχέση με τις πιστωτικές διευκολύνσεις που μεταβιβάζονται σε αυτόν, όπως ο εκχωρητής (Τράπεζα Κύπρου).
Απόλυτα σχετικό επί του προκειμένου είναι το άρθρο 18(3) του Ν.169(Ι)/2015 το οποίο προνοεί ότι:
«(3)(α) Από το χρόνο μεαβίβασης ο αγοραστής πιστωτικών διευκολύνσεων υποκαθιστά τον εκχωρητή ως προς όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του σε σχέση με και κατά τρόπο ώστε οποιαδήποτε εξασφάλιση λαμβάνεται από τον εκχωρητή, για σκοπούς διασφάλισης της αποπληρωμής της πιστωτικής διευκόλυνσης, να μεταβιβάζεται στον αγοραστή, να κρατείται και να είναι στη διάθεση του αγοραστή ως εξασφάλιση για την αποπληρωμή της πιστωτικής διευκόλυνσης που μεταβιβάστηκε:
Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 19, οι εξασφαλίσεις περιλαμβάνουν και οποιεσδήποτε συμβάσεις εγγυήσεων και οποιοδήποτε εμπράγματο βάρος.
(β) Ο αγοραστής πιστωτικών διευκολύνσεων έχει τα ίδια δικαιώματα, την ίδια σειρά προτεραιότητας και υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις σε σχέση με τις πιστωτικές διευκολύνσεις και τις εξασφαλίσεις που μεταβιβάζονται σε αυτόν, όπως ο εκχωρητής.
(γ) Η κατοχή οποιωνδήποτε εγγράφων, βιβλίων, αγαθών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του εκχωρητή σε σχέση με πιστωτικές διευκολύνσεις και εξασφαλίσεις που μεταβιβάζονται θεωρείται ότι μεταβιβάζεται στον αγοραστή κατά το χρόνο μεταβίβασης μαζί με όλα τα συναφή δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εκχωρητή σε σχέση με τα εν λόγω έγγραφα, βιβλία, αγαθά ή άλλα περιουσιακά στοιχεία και, εν αναμονή οποιασδήποτε τέτοιας μεταβίβασης στην πράξη, ο εκχωρητής θεωρείται ότι κατέχει οποιοδήποτε τέτοιο έγγραφο, βιβλίο, αγαθό ή άλλο περιουσιακό στοιχείο σε καταπίστευμα ή ως θεματοφύλακας (bailee), ανάλογα με την περίπτωση, αποκλειστικά προς όφελος του αγοραστή.
(δ) Όλα τα έγγραφα, βιβλία, αρχεία και παραδοχές τα οποία αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία βάσει νόμου ή άλλως πως υπέρ ή εναντίον του εκχωρητή σε σχέση με πιστωτικές διευκολύνσεις και εξασφαλίσεις που μεταβιβάζονται, αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία υπέρ ή εναντίον του αγοραστή πιστωτικών διευκολύνσεων και δύναται να παρουσιάζονται σε οποιαδήποτε δικαστική ή άλλη διαδικασία και/ή ενώπιον οποιασδήποτε αρχής και/ή νομικού και/ή φυσικού προσώπου από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο νόμιμα τα έχει στην κατοχή του, όταν παρουσιάζονται διά λογαριαμό δανειολήπτη και/ή εγγυητή και/ή παροχέα εξασφάλισης, και από λειτουργό και/ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του αγοραστή πιστωτικών διευκολύνσεων, όταν παρουσιάζονται διά λογαριασμό αγοραστή πιστωτικών διευκολύνσεων.
(4) Οποιαδήποτε νομική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων, χωρίς περιορισμό, οποιασδήποτε αγωγής, διαιτησίας, διαδικασίας εκποίησης ακινήτων ή άλλης διαδικασίας, και οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα ή διάταγμα ή απόφαση που κατά το χρόνο μεταβίβασης εκκρεμεί ή υφίσταται από ή εναντίον ή εις όφελος του εκχωρητή σε σχέση με τις πιστωτικές διευκολύνσεις και εξασφαλίσεις που μεταβιβάζονται, δεν τερματίζεται ούτε διακόπτεται ούτε επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο δυσμενώς λόγω της μεταβίβασης των πιστωτικών διευκολύνσεων και εξασφαλίσεων, αλλά δύναται να καταχωρίζεται ή να συνεχίζεται ή να αναγνωρίζεται ή να εκτελείται από ή εναντίον του αγοραστή πιστωτικών διευκολύνσεων, ο οποίος υποκαθιστά αυτόματα τον εκχωρητή στη νομική αυτή διαδικασία ή στο αγώγιμο δικαίωμα ή διάταγμα ή απόφαση, κατά το χρόνο της μεταβίβασης.»
Ως συνάγεται από την πιο πάνω νομοθετική πρόνοια η κατοχή οποιωνδήποτε εγγράφων, βιβλίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του εκχωρητή σε σχέση με πιστωτικές διευκολύνσεις που μεταβιβάζονται θεωρείται ότι μεταβιβάζεται στον αγοραστή κατά τον χρόνο μεταβίβασης μαζί με όλα τα συναφή δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εκχωρητή σε σχέση με τα εν λόγω έγγραφα, βιβλία ή άλλα περιουσιακά στοιχεία και, εν αναμονή οποιασδήποτε τέτοιας μεταβίβασης στην πράξη, ο εκχωρητής θεωρείται ότι κατέχει οποιοδήποτε τέτοιο έγγραφο, βιβλίο, αγαθό ή άλλο περιουσιακό στοιχείο σε καταπίστευμα ή ως θεματοφύλακας (bailee), ανάλογα με την περίπτωση, αποκλειστικά προς όφελος του αγοραστή.
Όλα δε τα έγγραφα, βιβλία, αρχεία και παραδοχές τα οποία αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία βάσει νόμου ή άλλως πως υπέρ ή εναντίον του εκχωρητή σε σχέση με πιστωτικές διευκολύνσεις και εξασφαλίσεις που μεταβιβάζονται, αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία υπέρ ή εναντίον του αγοραστή κατά και μετά το χρόνο μεταβίβασης. Οποιαδήποτε νομική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης και οποιασδήποτε αγωγής, που κατά το χρόνο μεταβίβασης εκκρεμεί ή υφίσταται από εκχωρητή σε σχέση με τις πιστωτικές διευκολύνσεις που μεταβιβάζονται, δεν τερματίζεται ούτε διακόπτεται ούτε επηρεάζεται με οποιονδήποτε τρόπο δυσμενώς, λόγω της μεταβίβασης των πιστωτικών διευκολύνσεων, αλλά δύναται να συνεχίζεται από τον αγοραστή πιστωτικών διευκολύνσεων, ο οποίος υποκαθιστά αυτόματα τον εκχωρητή στη νομική αυτή διαδικασία, κατά το χρόνο της μεταβίβασης.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τα πιστοποιητικά Τεκμήρια 32 και 33, αντιστοίχως, τα οποία ετοίμασε ο μάρτυρας και δεν έχουν αμφισβητηθεί αλλά και μέσα από το Τεκμήριο 2, η τράπεζα αποτελεί επιχείρηση, που δυνάμει άδειας, ημερομηνίας 1/1/1944, από τις αρμόδιες αρχές, ασκεί τραπεζικές εργασίες αδιάλειπτα και συστηματικά μέχρι σήμερα με σκοπό το κέρδος, διατηρώντας αρχείο και σε ηλεκτρονική μορφή, στο οποίο φυλάσσονταν όλες οι πληροφορίες και πράξεις που αφορούσαν τους λογαριασμούς των πελατών της τράπεζας, συμπεριλαμβανομένου και των επίδικων λογαριασμών. Όλες οι καταχωρήσεις στο ηλεκτρονικό αρχείο, συμπεριλαμβανομένων και των καταχωρήσεων για τους επίδικους λογαριασμούς, έγιναν κατά την συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών της τράπεζας και μέχρι τις 08/06/2021 βρισκόταν φυλαγμένο στις κτηριακές εγκαταστάσεις της και υπό τον έλεγχο της. Με την υποκατάσταση της τράπεζας από την υφιστάμενη Ενάγουσα, που έλαβε χώρα στις 08/06/2021, το ηλεκτρονικό αρχείο της τράπεζας μεταφέρθηκε αυτούσιο στο ηλεκτρονικό αρχείο που διατηρεί η Ενάγουσα, στο οποίο καταχωρήθηκαν όλες οι πράξεις που αφορούσαν τους επίδικους λογαριασμούς, από το άνοιγμα τους μέχρι και την ημερομηνία μεταβίβασης, καθώς και όλες οι πράξεις από την ημερομηνία μεταβίβασης μέχρι και σήμερα. Το εν λόγω αρχείο της Ενάγουσας συνεχίζει να τηρείται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που τηρείτο στην τράπεζα. Ως εκ τούτου πιστοποιείται ότι από το εν λόγω αρχείο παρήχθησαν οι καταστάσεις λογαριασμού των Τεκμηρίων 32 και 33, αντιστοίχως, οι οποίες αποτελούν μέρος του αρχείου και στις οποίες γίνεται αναλυτική καταγραφή όλων των συναλλαγών που αφορούν τους επίδικους λογαριασμούς. Επίσης, ο μάρτυρας, ως κάτοχος υπεύθυνης θέσης και ως αρμόδιος λειτουργός καθώς και ως ένας εκ των αρμόδιων λειτουργών για την τήρηση και λειτουργία του αρχείου της Ενάγουσας, βεβαιώνει ότι οι καταστάσεις παρήχθησαν από το ηλεκτρονικό αρχείο κατόπιν εντολής του, ελέγχθηκαν από τον ίδιο και είναι σύμφωνες με τα στοιχεία που φαίνονται στο ηλεκτρονικό αρχείο. Στη βάση αυτών κρίνω ότι τα γεγονότα ως παρουσιάστηκαν ικανοποιούν το σύνολο των προϋποθέσεων του άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 σε συσχετισμό με τις πρόνοιες του ειδικού Ν. 169(Ι)/2015, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
Έχω ικανοποιηθεί ότι η Ενάγουσα αποτελεί εταιρεία εξαγοράς πιστωτικών διευκολύνσεων, και ότι το αρχείο και τραπεζικό βιβλίο που τηρείτο στην Τράπεζα μεταφέρθηκε στα αρχεία της. Η Ενάγουσα τηρεί αρχείο στην επιχείρηση της με τους επίδικους λογαριασμούς, οι οποίοι αποτελουν πλέον μέρος του αρχείου της δυνάμει του άρθρου 35(2) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9.
Στρεφόμενος στις αναδομημένες καταστάσεις (Τεκμήρια 36 και 37, αντιστοίχως), οι οποίες με βάση τον Μ.Ε 1 αλλά και ως με ευκολία κανείς μπορεί να διαπιστώσει με μία απλή σύγκριση τους με τις καταστάσεις των επίδικων λογαριασμών, μειώνουν κατά πολύ το οφειλόμενο ποσό που η Ενάγουσα αξιώνει. Η αναδόμηση λογαριασμών αποτελεί επιτρεπτή ενέργεια από την Ενάγουσα και διαμορφώνει το ποσό της απαίτησης της προς τα κάτω με αφαίρεση χρεώσεων και δικαιωμάτων ή με διαφορετικό υπολογισμό των τόκων (Καλλικάς v Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ 1238, Ζερβού Παναγιώτης και Άλλοι ν. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 722). Ο Μ.Ε 1 εξήγησε με λεπτομέρεια και σαφήνεια πως κατάρτισε αυτές όπως και το περιεχόμενο τους αλλά και τι αφορά η κάθε στήλη σ' αυτές.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η μαρτυρία του Μ.Ε 1 γίνεται πλήρως αποδεκτή. Αποδεχόμενος την μαρτυρία του προβαίνω και στα ανάλογα ευρήματα.
Πλήρως αποδεκτή γίνεται και η μαρτυρία του Μ.Ε.2. Ο εν λόγω μάρτυρας εξήγησε στο Δικαστήριο την προσωπική του εμπλοκή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης μέσα από την ενάσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων. Η μαρτυρία του ουδόλως αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση εφόσον οι ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν ήταν καθαρά διευκρινιστικού παρά αντιπαραθετικού χαρακτήρα.
Αποδεκτή επίσης γίνεται και η μαρτυρία της Μ.Ε.3 η οποία με την μαρτυρία της άφησε πολύ θετικές εντυπώσεις στο Δικαστήριο. Απαντούσε με αμεσότητα, ευθύτητα και βεβαιότητα στις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν. Έχω πεισθεί ότι ανάφερε την αλήθεια στο Δικαστήριο και αυτό έπραξε χωρίς να έχει διάθεση να αποκρύψει και να αποφύγει τα πραγματικά δεδομένα. Η μαρτυρία της υποστηρίζεται και από τα ενώπιον του Δικαστηρίου κατατεθειμένα Τεκμήρια. Δεν διαπίστωσα να υπέπεσε σε οποιαδήποτε αντίφαση η οποία θα ήταν ικανή να αλλοιώσει τη θετική εικόνα που γι’ αυτήν σχημάτισε το Δικαστήριο και η μαρτυρία της σε κανένα σημείο δεν κλονίστηκε κατά το στάδιο της αντεξέτασης της.
Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω την μαρτυρία του Εναγομένου 1 (Μ.Υ 1). Έχω αποκομίσει πολύ πτωχή εικόνα γι’ αυτόν και ως εκ τούτου η δική του εκδοχή γεγονότων απορρίπτεται. Η μαρτυρία του περιέχει ουσιώδεις αντιφάσεις, αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές και δεν έχει λογική συνοχή. Προσήλθε στο Δικαστήριο με μοναδικό σκοπό όχι για να το διαφωτίσει για το πως ακριβώς είχαν διαδραματιστεί τα επίδικα με την παρούσα αγωγή γεγονότα, αλλά αποκλειστικά για να αποφύγει τις τυχόν συμβατικές του ευθύνες και υποχρεώσεις. Δεν απαντούσε με ευθύτητα και αμεσότητα στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν και η μαρτυρία του έχει κλονισθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό ειδικά ως προς το ζητούμενο, ότι δηλαδή ο ίδιος δεν έχει υπογράψει τις επίδικες συμφωνίες δανείου αλλά ούτε και έλαβε τα εν λόγω ποσά.
Εξηγώ ευθύς αμέσως τους λόγους που δικαιολογούν την μόλις πιο πάνω εκφρασθείσα θέση του Δικαστηρίου.
Βασική θέση του Εναγομένου 1 ήταν ότι η υπογραφή του επί των επίδικων δανείου που φέρεται να ανήκει στον ίδιο είναι προϊόν πλαστογραφίας. Το βάρος απόδειξης περί πλαστογραφίας βρίσκεται στους ώμους του εφόσον αυτός ήγειρε το εν λόγω ζήτημα και το επίπεδο απόδειξης αυτής είναι στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (Αρχιππέα Σύμβουλοι Επενδύσεων Λτδ κ.α. ν. Δημήτριου Κακαβού Πολ. Εφ. 278/2010 ημερ. 15/10/2015).
Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο ο Εναγόμενος 1 απέδειξε τον εν λόγω ισχυρισμό του.
Αρχικά ήταν η κατηγορηματική του θέση ότι ο ίδιος δεν υπέγραψε τις συμφωνίες των επίδικων δανείων. Στη συνέχεια όμως, κατά το στάδιο της αντεξέτασης του, ισχυρίστηκε ότι δεν θυμάται να τις υπέγραψε, δηλαδή με άλλα λόγια δεν ήταν απόλυτα βέβαιως, μη αποκλείοντας το ενδεχόμενο εν τέλει να τις είχε υπογράψει. Για του λόγου το αληθές παραπέμπω ενδεικτικά σε απόσπασμα των πρακτικών, ημερομηνίας 11.3.25, όπου ο ίδιος ανέφερε τα ακόλουθα:
«Πιστέψετε, υπέγραψα πάρα πολλά πράγματα με τον κ. Γιωρκάτζη για την εταιρεία μας ως μάρτυρας με θέματα που είχαν να κάνουν με τη δουλειά, αλλά δεν θυμούμαι, προσωπικά δεν θυμούμαι».
Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του στη σελ. 10 των πιο πάνω πρακτικών ανάφερε ότι:
«E. Σας υποδεικνύω το Τεκ.15 (δεικνύεται το εν λόγω τεκμήριο στο μάρτυρα) που είναι η δεύτερη συμφωνία δανείου με το παράρτημα της. Μπορείς σε παρακαλώ να μας πεις αν αναγνωρίζεις την υπογραφή σου σε αυτό το έγγραφο;
A. Θα μπορούσε να είναι η υπογραφή μου. Θα μπορούσε να μην είναι.
Κος Ιωάννου:
Κύριε Δικαστά μπορώ να έχω το Τεκμήριο 25.
(Δίδεται το Τεκ.25 στον συνήγορο)
Αντεξέταση από τον κ. Ιωάννου συνεχίζεται:
Ε. Αυτό είναι το Τεκ.25 (υποδεικνύεται το Τεκ.25 στο μάρτυρα). Αναγνωρίζεις την υπογραφή σου;
A. Θα μπορούσε να είναι η δική μου, θα μπορούσε να μην είναι. Υπογράφω εκατοντάδες έγγραφα δεν γνωρίζω.
Ε. Συμφωνείς μαζί μου ότι μοιάζουν οι δύο υπογραφές;
A. Πιθανότητα ναι.
Ε. Ο λόγος που συμφωνείτε μαζί μου είναι ότι το Τεκ.25 παραδέχεσαι ότι το υπογράψατε και είναι η υποθήκη που εξασφαλίσετε ειδικά τα δύο δάνεια που λέτε ότι δεν υπογράψατε.
Α. Κύριε, δεν θυμούμαι αν υπέγραψα ή όχι. Υπογράφω εκατοντάδες έγγραφα, δεν γνωρίζω. Αλλά είμαι 100% ότι τα δάνεια των 180 χιλιάδων και των 70 χιλιάδων δεν τα υπέγραψα.
Ε. Και σου υποβάλλω ότι είναι ένδειξη ημερομηνίας, αυτά τα δύο έγγραφα υπογράφηκαν την ίδια ημερομηνία.
Α. Πιθανόν.
Ε. Άρα η θέση μας είναι ότι δεν μπορείς να αμφισβητείς την υπογραφή των επίδικων δανείων, από τη στιγμή που αναγνωρίζεις την υπογραφή σου. Παραδέχεσαι την υπογραφή σου της υποθήκης που τα εξασφάλιζε.
Α. Δεν παραδέχομαι. Είπα ότι θα μπορούσε να είναι, θα μπορούσε να μην είναι.»
Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω ενώ δικογραφικά παραδέχεται ότι υπέγραψε το Τεκμήριο 25 στην δια ζώσης μαρτυρία του το αρνήθηκε, δείγμα και πάλι των αλληλοσυγκρουόμενων και αντιφατικών του εκδοχών.
Επιπρόσθετα, το ότι τα ποσά των επίδικων δανείων καταβλήθηκαν στους λογαριασμούς του Εναγομένου 1 επιβεβαιώνεται από τα σχετικά έγγραφα της τράπεζας, τα οποία δεν έχουν αμφισβητηθεί. Oύτε και στέκει στην κοινή λογική ο ίδιος να μην υπέγραψε τις επίδικες συμφωνίες δανείου αλλά από την άλλη, ως καταδεικνύεται μέσα από τις καταστάσεις λογαριασμού, να πλήρωνε αρχικά τις δόσεις των επίδικων δανείων. Ουδέποτε ο ίδιος διαμαρτυρήθηκε ότι η υπογραφή του πλαστογραφήθηκε παρά το γεγονός ότι αρχικά οι δόσεις των επίδικων δανείων πληρώνονταν. Ούτε και αμφισβητήθηκε το γεγονός ότι η υπογραφή του έχει πλαστογραφηθεί παρά τη σωρεία επιστολών που του απέστειλε η Ενάγουσα εφόσον ο ίδιος ουδέποτε προέβαλε τη θέση ότι δεν έλαβε τέτοιες επιστολές από την τελευταία για την πληρωμή των καθυστερημένων δόσεων που παρουσίαζαν τα επίδικα δάνεια.
Επιπρόσθετα, ενώ ο ίδιος στην έκθεση Υπεράσπισης του ανέφερε ότι δεν μιλά ικανοποιητικά την αγγλική γλώσσα (με προφανή σκοπό να καταδείξει και να πείσει το Δικαστήριο ότι ξεγελάστηκε από λειτουργούς της τράπεζας και ότι αυτοί ανέχθηκαν την υπογραφή του επί των επίδικων συμφωνιών δανείου οι οποίες είναι συνταγμένες στην αγγλική γλώσσα), εντούτοις όμως η αρχική του γραπτή δήλωση που κατάθεσε στα πλαίσια της μαρτυρίας του (Τεκμήριο 40) αυτή συντάχθηκε στην αγγλική γλώσσα.
Ενώ ο ίδιος αποδέχεται ότι υπέγραψε τις συμβάσεις υποθηκών και από την άλλη δεν παραδέχεται ότι υπέγραψε τις συμφωνίες δανείου, ουδεμία εξήγηση έδωσε για ποιο λόγο δόθηκαν στην τράπεζα οι εν λόγω εξασφαλίσεις αλλά και για ποια δάνεια αυτές αφορούσαν. Η θέση του ότι οι επίδικες συμβάσεις υποθηκών δόθηκαν ως εξασφάλιση για άλλα δάνεια είναι εντελώς γενική και αόριστη εφόσον ο Εναγόμενος 1 δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία στο Δικαστήριο. Ούτε και μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι ο Εναγόμενος 2, αδελφός του Εναγόμενου 1, παραδέχεται το γεγονός ότι τον εγγυήθηκε για αυτά τα δύο επίδικα δάνεια. Επομένως για τους πιο πάνω λόγους οι θέσεις του Μ.Υ.1 περί πλαστογραφίας της υπογραφής του δεν γίνονται αποδεκτές.
Πέραν της δικής του μαρτυρίας η οποία απορρίπτεται, ο Εναγόμενος 1 με σκοπό να αποδείξει ότι οι υπογραφές του είναι προϊόν πλαστογραφίας κλήτευσε ενώπιον του Δικαστηρίου τον Μ.Υ 2, ιδιώτη γραφολόγο.
Καταρχάς, προτού αξιολογήσω την μαρτυρία του, αφού έλαβα υπόψη μου το επάγγελμα του, την εκπαίδευση που έτυχε, την πείρα του και τα προσόντα του τα οποία, ειρρήσθω εν παρόδω, ουδόλως έχουν αμφισβητηθεί και έχοντας κατά νου τις αρχές που καθορίζουν το πότε ένας μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας (Τσαγγαρίδης Βασίλης και Άλλη ν. Ανδρέα Αυγουστή (2000) 1 ΑΑΔ 528) αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο εν λόγω μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας στον τομέα του.
Από τη στιγμή λοιπόν που ένας μάρτυρας κρίνεται εμπειρογνώμονας, έχει νομολογηθεί ότι αυτός μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με τα ζητήματα που εμπίπτουν εντός της σφαίρας της ειδικότητας του, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα που απαγορεύει την έκφραση γνώμης από ένα μάρτυρα (Νικολάου v Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ 746).
Ο ρόλος και τα καθήκοντα των εμπειρογνωμόνων έχουν επεξηγηθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πιττάλης και άλλων v. Ianira Εnterprises Ltd (1997) 1(B) A.A.Δ.814, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298). Στις εν λόγω αποφάσεις λέχθηκε ότι ο πραγματογνώμονας εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του, έτσι ώστε να μπορέσει ο δικαστής να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύει η μαρτυρία.
Δεν αποδέχομαι την μαρτυρία του Μ.Υ.1 εφόσον θα ήταν ακροσφαλές για το Δικαστήριο να καταλήξει σε οποιαδήποτε ασφαλή συμπεράσματα μέσω αυτής.
Εξηγώ το γιατί.
Σύμφωνα με το τελικό συμπέρασμα του, οι αμφισβητούμενες υπογραφές, συμπεριλαμβανομένων και των υποτιθέμενων υπογραφών του Εναγόμενου 1 στις επίδικες συμφωνίες δανείου, είναι προσπάθεια αντιγραφής ή απομίμησης της γνήσιας υπογραφής του που έγινε από πρόσωπο που γνώριζε ή είχε στην κατοχή του τη γνήσια υπογραφή του.
Η θέση του αυτή όμως δεν υποστηρίζεται ούτε από το περιεχόμενο της ίδιας του της έκθεσης αλλά και ούτε από τα όσα ο ίδιος υποστήριξε στην δια ζώσης μαρτυρία του. Και τούτο γιατί παρά το πιο πάνω συμπέρασμα του, στην Έκθεση του ανέφερε ότι για να καταστεί δυνατή η ανεύρεση όλων των λεπτομερειών/γραφολογικών χαρακτηριστικών μίας υπογραφής πρέπει η γραφολογική έρευνα να γίνεται μεταξύ πρωτοτύπων εγγράφων και όχι φωτοτυπημάτων ή αντιγράφων. Εξήγησε ότι μια γραφολογική έρευνα σε φωτοτυπίες είναι επισφαλής γιατί οι επιμέρους λεπτομέρειες της γραφής δεν αποτυπώνονται με ευκρίνεια. Σύμφωνα επίσης με τις θέσεις του η φωτοτυπία γενικά είναι απρόσφορο μέσο για εξακρίβωση της πλαστότητας κυρίως όσον αφορά τις υπογραφές και δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί απόλυτα η γνησιότητα μιας υπογραφής όταν το πρωτότυπο δεν παρουσιάζεται. Στη δε σελ. 20 της Έκθεσης του αναφέρει ότι
«Η εξέταση φωτοτυπιών παρουσιάζει ανυπέρβλητα προβλήματα γιατί δεν αποτυπώνονται με ευκρίνεια όλα τα γραφολογικά χαρακτηριστικά με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η συγκριτική αντιπαραβολή αμφισβητούμενης υπογραφής/γραφής και το γνήσιο δειγμάτων γραφής/υπογραφής».
Όλα όμως τα αμφισβητούμενα έγγραφα τα οποία έλεγξε, ώστε να διενεργήσει γραφολογική έρευνα με σκοπό να διαπιστώσει αν η αμφισβητούμενη υπογραφή ανήκει στον Εναγόμενο 1, ήταν όλα αντίγραφα και όχι πρωτότυπα. Ακόμα και τα δείγματα, τα οποία φέρουν την γνήσια υπογραφή του Εναγόμενου 1, είναι επίσης αντίγραφα.
Στη βάση των δεδομένων αυτών ο ίδιος αποδέχθηκε ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με μεγάλη επιφύλαξη μπορεί να γίνει έρευνα αμφισβητούμενων εγγράφων από φωτοτυπία εφόσον δεν υπάρχει το πρωτότυπο. Επίσης σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, αποδέχθηκε το γεγονός ότι δεν μπορεί να εκφράσει απόλυτη γνώμη ως προς το τελικό του συμπέρασμα. Επομένως, ακόμη και ο ίδιος ο μάρτυρας, ο οποίος κλήθηκε ως εμπειρογνώμονας με σκοπό να βοηθήσει το Δικαστήριο ώστε αυτό να καταλήξει στην δική του ανεξάρτητη κρίση, δεν είναι βέβαιος και σίγουρος ως προς το ζητούμενο, δηλαδή του γεγονότος ότι η υπογραφή του Εναγομένου 1 έχει πλαστογραφηθεί.
Επιπρόσθετα, ακόμη ένας λόγος που το Δικαστήριο δεν μπορεί να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στα λεγόμενα του, είναι γιατί το τελικό του συμπέρασμα είναι αυθαίρετο εφόσον δεν τεκμηριώνεται μέσω της Έκθεσης του αλλά και δεν εξήγησε στην δια ζώσης μαρτυρία του για το πως κατέληξε σε αυτό. Σε συνάρτηση με το πιο πάνω γεγονός ενώ κατά την διάρκεια της προφορικής του μαρτυρίας ανέφερε ότι οι διαφορές των αμφισβητούμενων υπογραφών με τα δείγματα υπογραφών του Εναγομένου 1 έχουν εξόφθαλμες διαφορές, ουδεμία αναφορά γίνεται περί τούτου στην Έκθεση του. Από την άλλη αποδέχεται (σελίδα 16 των πρακτικών ημερ. 11.3.25) ότι είναι μια πιθανότητα οι αμφισβητούμενες υπογραφές να είναι όντως υπογραφές του Εναγομένου 1. Απόδειξη του γεγονότος ότι οι θέσεις του δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και δεν είναι στέρεες ώστε το Δικαστήριο να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα μέσω αυτών, είναι το γεγονός ότι ενώ στην Έκθεση του, σε σχέση με τη Σύμβαση Υποθήκης (Τεκμήριο 25), ο ίδιος προβάλλει τη θέση ότι αυτή δεν φέρει την γνήσια υπογραφή του Εναγομένου 1, ο ίδιος ο Εναγόμενος 1 όμως, μέσω των δικογράφων του, παραδέχεται ότι αυτή είναι όντως η δική του υπογραφή.
Ακόμη μία ουσιώδης αντίφαση στα λεγόμενα του αποτελεί και το γεγονός ότι ενώ στην έκθεση του προβάλλει τη θέση ότι τόσο το Τεκμήριο 15 όσο και το Τεκμήριο 25 δεν φέρουν την γνήσια υπογραφή του Εναγομένου 1, ο εν λόγω μάρτυρας ανασκεύασε τις θέσεις του, όταν και του υποδείχθηκαν τα πρωτότυπα των εν λόγω εγγράφων, αποδεχόμενος ότι πράγματι οι υπογραφές αυτές ανήκουν στον Εναγόμενο 1.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η μαρτυρία του Μ.Υ 2 δεν γίνεται αποδεκτή. Σε συνάρτηση με το γεγονός ότι ούτε η μαρτυρία του Εναγομένου 1 γίνεται αποδεκτή, ο τελευταίος δεν απέσεισε το βάρος ώστε να αποδείξει ότι οι υπογραφές του επί των αμφισβητούμενων εγγράφων είναι πλαστογραφημένες.
Στην υπόθεση ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΔΗ ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση αρ. 293/2012, 7/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:A67
«Η γενική αρχή είναι ότι η υπογραφή δεσμεύει (Saunders v. Anglia Building Society [1971] AC 1004, The Cyprus Development Bank Ltd v. Krini Evangelou Kyriacou (1989) 1 AAΔ 96, Αναστασία Θεοδόση Αναστασίου ή David Guy ν. Χριστίνας Θεοδόση Μιχαηλούδη (1998) 1 ΑΑΔ 264, Τουτζικιάν κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Χρηματοδοτήσεις Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 1240). Είναι πολύ στενά τα περιθώρια ώστε να αποφύγει κάποιος την ευθύνη που εκ πρώτης όψεως δημιουργεί η υπογραφή του, κατάσταση που έρχεται σε αντίθεση με την επιβεβλημένη εμπιστοσύνη στις έγγραφες συμφωνίες και πράξεις και συνεπώς με την αναγκαία εμπιστοσύνη και ασφάλεια στις συναλλαγές.
Κατ΄αρχάς θα πρέπει εκείνος που επιδιώκει να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες που κανονικά επιφέρει η υπογραφή του, να καταδείξει, στα πλαίσια της υπεράσπισης non est factum, ότι η υπογραφή του τέθηκε λόγω ανικανότητας, ως η τυφλότητα ή ο αναλφαβητισμός, ή λόγω παραπλάνησης ή δόλου, παρά την επιμέλεια και προσοχή που επέδειξε. Θα πρέπει, επίσης, το έγγραφο να είναι εντελώς διαφορετικό, υπό την έννοια ότι εντάσσεται σε διαφορετική κατηγορία εγγράφων.»
Στην προκειμένη περίπτωση ο Εναγόμενος 1 δεν απέδειξε ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι πιο πάνω προϋποθέσεις ώστε ο ίδιος να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες που φέρει η υπογραφή του.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ v. Χαραλάμπους (2010) 1 Α.Α.Δ.829 τονίστηκε ότι σε περιπτώσεις που αφορούν τραπεζικά χρέη (είτε αμφισβητείται η απαίτηση είτε δεν αμφισβητείται) θα πρέπει να αποδειχθούν τρία στοιχεία:
«α. Η σύναψη της σύμβασης δανείου ή χρηματοδότησης ή παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων κλπ., μαζί με τους όρους της.
β. Η παράβαση όρου της σύμβασης.
γ. Ο τερματισμός της σύμβασης και το οφειλόμενο υπόλοιπο.»
Ως προς την υποπαράγραφο (α) ανωτέρω το γεγονός ότι συνάφθηκαν γραπτές συμφωνίες δανείων (Τεκμήρια 10 και 15, αντιστοίχως), αυτό ήδη αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου με βάση την αποδεκτή μαρτυρία όλων των μαρτύρων της Ενάγουσας. Το ίδιο ισχύει και για τις συμφωνίες εγγυήσεως του Εναγομένου 2 (Τεκμήρια 20 και 21). Η εν λόγω συμφωνίες εγγυήσεως είναι αποδεκτό ότι έχουν υπογραφτεί από τον ίδιο.
Ως προς το γεγονός ότι οι Εναγομένοι παραβίασαν όρους των μεταξύ τους συμφωνιών δανείου, αποδεχόμενος την μαρτυρία του Μ.Ε 1, ότι οι τελευταίοι παρέλειψαν να καταβάλουν τις οφειλόμενες δόσεις τους εντός συγκεκριμένων χρονικών διαστημάτων (Τεκμήρια 28 και 30), με αποτέλεσμα οι επίδικοι λογαριασμοί του Εναγομένου 1 να παρουσιάζουν καθυστερήσεις και υπερβάσεις, πληρείται και η απόδειξη του 2ου πιο πάνω στοιχείου, δηλαδή η παράβαση εκ μέρους των Εναγομένων όρων των συμφωνιών δανείου. Ως έχει νομολογηθεί η παράλειψη καταβολής οφειλόμενων δόσεων παρέχει έρεισμα για την καταγγελία της σχετικής συμφωνίας δανείου και τον τερματισμό της εφόσον παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από τις πρόνοιες της (Παπαγεωργίου κ.α v Λαικής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 961). Σε κάθε όμως περίπτωση και ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό το γεγονός και πάλι δεν έχει αμφισβητηθεί από τους Εναγομένους.
Για να καταστεί ένα ποσό απαιτητό και να είναι δυνατή η διεκδίκηση του θα πρέπει να προηγηθεί τερματισμός της σχετικής συμφωνίας ή λογαριασμού (Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1Β Α.Α.Δ.1466 και M.I.T Global Data Solutions Ltd κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ , Πολ. Έφεση 21/2011, ημερ. 4.2.2015). Στρεφόμενος στον τερματισμό της συμφωνίας δανείου με βάση την ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη μαρτυρία και αποδεχόμενος την μαρτυρία του Μ.Ε 1 αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο τερματισμός της επίδικης συμφωνίας δανείου ήταν δικαιολογημένος, έγκυρος και νόμιμος με βάση τους όρους των Τεκμηρίων 10 και 15. Σύμφωνα δε με το Τεκμήριο 29 αυτός έλαβε χώρα στις 22.11.2013. Ως προκύπτει οι Εναγομένοι παραβίασαν ουσιώδη όρο των γραπτών συμφωνιών δανείου στη βάση του ότι δεν είχαν καταβάλει στην Ενάγουσα τις οφειλόμενες δόσεις της. Αυτά σε ό,τι αφορά την αιτιολογία του τερματισμού.
Ως προς το θέμα της διαβίβασης και ειδοποίησης του τερματισμού αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου, αποδεχόμενος την μαρτυρία του Μ.Ε 1, ότι το Τεκμήριο 29 και 31 αποστάληκε και παραλήφθηκε από τους Εναγομένους στην τελευταία τους γνωστή διεύθυνση με απλό ταχυδρομείο. Οι εν λόγω επιστολές ουδέποτε επεστράφησαν πίσω είτε ως αζήτητες είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Ως εκ τούτου τεκμαίρεται ότι αυτές έχουν παραληφθεί (Πιττάκα v. Γ & Β Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1895 και Alpha Bank Cyprus Ltd v. Arena Motor Show Ltd , Πολ. Έφεση 84/2009, ημερ.2.10.2015, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ v. Deme Dairy Ltd κ.α., Πολ. Έφεση 246/2013 ημερ.11.12.2019), ECLI:CY:AD:2019:A523. Ουδέποτε οι Εναγομένοι αμφισβήτησαν δια μέσω της μαρτυρίας τους ότι δεν διαμένουν στην εν λόγω οδό. Πέραν τούτου ούτε και στο δικόγραφο του υπάρχει συγκεκριμένη και επεξηγηματική αμφισβήτηση του νόμιμου τερματισμού, προϋπόθεση που φαίνεται πλέον να θέτει και η Νομολογία (Έλληνας κ.α. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ Πολ. Έφεση 87/2013, ημερ.3.12.2019), ECLI:CY:AD:2019:A503. Υπάρχει απλά γενική άρνηση.
Κλείνοντας με το θέμα του τερματισμού, υποδεικνύω για σκοπούς πληρότητας πως ακόμα και αν δεν επιτυγχάνετο νόμιμος τερματισμός δια των προαναφερθείσας επιστολής ως προς τους Εναγομένους, η ίδια η καταχώρηση της αγωγής θεωρείται τερματισμός και νόμιμη απαίτηση της οφειλής (Κυριάκου v. Χρυσοστόμου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2029, Μακεδόνας v. Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ.1322).
Σε σχέση με το οφειλόμενο υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού αποδεχόμενος την μαρτυρία του Μ.Ε 1, αποτελεί ήδη εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα απέδειξε στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων το σημερινό υπόλοιπο που αξιώνει με βάση τις αναδομημένες κατάστάσεις που ετοίμασε και έγιναν αποδεκτές από το Δικαστήριο. Αναφορικά με την κατάθεση στο Δικαστήριο αναδομημένων καταστάσεων λογαριασμών έχει νομολογηθεί ότι είναι έγγραφα βοηθητικά που καταρτίζονται για σκοπούς του δικαστικού αγώνα προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου και περιορισμό, εν προκειμένω, των επίδικων θεμάτων (Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1238, 1246-48)
Οι οποιεσδήποτε χρεώσεις ήταν νόμιμες στην βάση της γραπτής συμφωνίας των μερών καθώς και οι τόκοι που χρεωνόταν ο επίδικος λογαριασμός είναι απότοκο των συμφωνιών. Επίσης η Ενάγουσα έχει καταφέρει να αποδείξει ότι ο καθορισμός του επιτοκίου έγινε σύμφωνα με τις επίδικες συμφωνίες και νομότυπα (Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 479).
Σε σχέση με τον Εναγόμενο 2, επισημαίνω ότι η απαίτηση εναντίον του εδράζεται στο γεγονός ότι ο ίδιος έχει εγγυηθεί όλες τις υποχρεώσεις του Εναγομένου 1 προς την Ενάγουσα, συμπεριλαμβανομένων και των οποιονδήποτε οφειλών της προς αυτήν.
Η σύμβαση εγγύησης είναι αυτόνομη σύμβαση, αλλά είναι και το παρεπόμενο αποτέλεσμα της σύμβασης μεταξύ πιστωτή και πρωτοφειλέτη (άρθρο 86 του Κεφ.149). Η σύμβαση εγγύησης λοιπόν ενεργοποιείται μόνο όταν υπάρχει παράβαση από τον πρωτοφειλέτη των δικών του υποχρεώσεων. Στην υπόθεση Lombard (ανωτέρω) αναφέρθηκε ότι η στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης του πρωτοφειλέτη να καταβάλει το χρέος, αποτελεί προϋπόθεση για την ανάκτηση του από τον εγγυητή. Η υποχρέωση του εγγυητή είναι επάλληλη προς εκείνη του πρωτοφειλέτη. Καθίσταται υπόχρεος να καταβάλει το χρέος εφόσον αυτό καταστεί απαιτητό έναντι του πρωτοφειλέτη. Εφόσον στοιχειοθετείται η υποχρέωση του πρωτοφειλέτη για την αποπληρωμή του χρέους καθίσταται παράλληλα υπόλογος και ο εγγυητής για την αποπληρωμή του, χωρίς να παρίσταται ανάγκη, εκτός αν γίνεται πρόνοια περί του αντιθέτου, υποβολής αξίωσης από τον δανειστή προς τον εγγυητή να το αποπληρώσει. Για να είναι ο εγγυητής υπόχρεος να καταβάλει το χρέος και, συνεπώς, να μπορεί προς τούτο να εναχθεί, πρέπει να τηρούνται δύο προϋποθέσεις. To χρέος πρέπει να έχει καταστεί απαιτητό έναντι του πρωτοφειλέτη, να έχει δηλαδή ο πρωτοφειλέτης υποχρέωση για την αποπληρωμή του, και να έχει υποβληθεί αξίωση αποπληρωμής από το δανειστή προς τον εγγυητή, εάν υφίσταται τέτοια πρόνοια στη συμφωνία εγγύησης.
Σε σχέση με τα οφειλόμενα ποσά, παρά τις δικογραφημένες θέσεις του Εναγομένου 2 για το ότι οι οποιοιδήποτε τόκοι και επιβαρύνσεις που χρεωνόταν ο επίδικος λογαριασμός από την Ενάγουσα ήταν καταχρηστικοί, καμία απολύτως αντικρουστική των θέσεων της τελευταίας μαρτυρία δεν προσκομίσθηκε. Οι ισχυρισμοί του Εναγομένου 2 περί καταχρηστικών τόκων αλλά και επιβαρύνσεων τέθηκαν αόριστα, παρέμειναν χωρίς αντίκρισμα και δεν θεμελιώθηκαν με οποιαδήποτε μαρτυρία που να τεκμηριώσει τέτοια εισήγηση (Vourna Limited κ.α. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λιμιτεδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 295/2013, ημερομηνίας 1/6/2020), ECLI:CY:AD:2020:A170. Επομένως αποδέχομαι πλήρως την θέση της Ενάγουσας επί του τελικού οφειλομένου ποσού. Αυτές δε αποβαίνουν προς όφελος του Εναγομένου 2 εφόσον ως ανάφερε ο Μ.Ε 1 από αυτές έχουν αφαιρεθεί διάφοροι τόκοι και έξοδα.
Συνεπακόλουθα, οι οποιοιδήποτε άλλοι δικογραφημένοι ισχυρισμοί του Εναγομένου 2 παρέμειναν μετέωροι, γενικοί και αόριστοι και ως εκ τούτου έκθετοι σε απόρριψη εφόσον δεν προσήλθε στο Δικαστήριο να καταθέσει ώστε να αποδείξει με θετική αυτούς. Οι δε οποιεσδήποτε υποβολές της συνηγόρου αλλά και θέσεις της, μέσω της αγόρευσης της, σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν μαρτυρία ούτε αποδεικτικό υλικό για την απόδειξη των ισχυρισμών τους (Σοφοκλέους Κυριάκος ν. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 ΑΑΔ 665).
Εν προκειμένω, όπως ήδη αναφέρθηκε, έχουν αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό οι υποχρεώσεις των Εναγομένων προς την Ενάγουσα αλλά και ότι αυτοί παραβίασε τις συμβατικές της υποχρεώσεις. Περαιτέρω η Ενάγουσα υπέβαλε αξίωση πληρωμής και από τον Εναγόμενο 2, αποστέλλοντας του τα Τεκμηρία 30 και 31, αντιστοίχως.
Συνεπώς, η επίδικη σύμβαση εγγύησης είναι έγκυρη και δεσμευτική και σύμφωνα με το περιεχόμενό του γεννάται ευθύνη από τον Εναγόμενο 2 αλληλέγγυα και /ή κεχωρισμένα με την Εναγόμενο 1.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Ενάγουσα απέδειξε την υπόθεση της εναντίον των Εναγομένων στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.
Ως εκ τούτου εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2, αλληλέγγυως και/ή κεχωρισμένως για τ’ ακόλουθα ποσά:
(α) €246.350,45 πλέον τόκο προς 2,984% από 01.07.2024 επί ποσού €246.350,45 μέχρι εξοφλήσεως με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης των τόκων 2 φορές το χρόνο στις 30.6. και 31.12.
(β) €150.941,38 πλέον τόκο προς 6,50% από 01.07.2024 επί ποσού €150.941,38 μέχρι εξοφλήσεως με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης των τόκων 2 φορές το χρόνο στις 30.6. και 31.12.
Εκδίδεται επίσης διάταγμα εναντίον του Εναγομένου 1 ως η παράγραφος 12 (γ) της Έκθεσης Απαιτήσεως
Ως προς τα έξοδα της αγωγής, εν απουσία λόγου που να επιτρέπει παρέκκλιση από τον κανόνα που θέλει τούτα να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, αυτά επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα ως τούτα θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Ένα σετ εξόδων να δοθεί.
(Υπ.) .......................................
Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο