ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Αφρ.Χαραλαμπίδη.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 1810/2020
Μεταξύ:
Σ.Χ.
Ενάγοντα,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
3. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
4. ΑΝΩΤΕΡΟΣ ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
5. ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΣ ΑΝΤΡΕΑΣ ΤΖΙΑΚΟΥΡΗΣ
Εναγόμενων.
Αίτηση ημερομηνίας 19/4/24
για Προδικαστική Εκδίκαση Νομικών σημείων και/ή ενστάσεων
Ημερομηνία: 27 Οκτωβρίου, 2025
Για τους Εναγόμενους 1-5/Αιτητές: κα Ι.Τσιντίδου για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Για τον Ενάγοντα/Καθ'ου η Αίτηση: κ. Χ.Χριστοφόρου για ΧΡΙΣΤΟΣ Σ.ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΔΕΠΕ.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
1. Σύμφωνα με την αξίωση επί της Έκθεση Απαίτησης του, ο Ενάγοντας διεκδικεί από τους Εναγόμενους 1-5 (στο εξής θα αναφέρονται μαζί ως οι «Εναγόμενοι») α) γενικές αποζημιώσεις για λίβελο και/ή δυσφήμιση και/ή επιζήμια ψευδολογία, β) τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές και/ή επαυξημένες αποζημιώσεις για τις πράξεις και/ή παραλείψεις και/ή συμπεριφορά τους δια των οποίων επέτρεψαν και/ή συναίνεσαν και/ή παρείχαν βοήθεια και/ή συνδρομή στην δημοσίευση κειμένων που κατά τον ίδιο συνιστούν λίβελλο και/ή το περιεχόμενο των οποίων είναι δυσφημιστικό και/ή αναληθές και/ή ψευδές, και γ) Διάταγμα δια του οποίου να διατάσσεται όπως ο Εναγόμενος 2, προβεί σε καταγραφή στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας την Απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία λήφθηκε στα πλαίσια της υπόθεσης 05/2018, έτσι ώστε να αποκατασταθεί το όνομα του Ενάγοντα.
2. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ως προβάλλονται στην Έκθεση Απαίτησης η οποία ακολούθησε την από πλευράς του καταχώρηση γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, ο Ενάγοντας κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ως Αρχιλοχίας και έχαιρε καλής φήμης, εκτίμησης και σεβασμού για το ακέραιο και αδιάβλητο του χαρακτήρα του, την εντιμότητα και το ήθος του μεταξύ συναδέλφων και στο κοινωνικό σύνολο. Στις 9/4/2018, ο Ενάγοντας εντοπίστηκε από τους Εναγόμενους 4 και 5 σε Σωματείο στην Λεμεσό στα πλαίσια εν εξελίξει επιχείρησης της Αστυνομίας (στο εξής η «Επίδικη Επιχείρηση») με σκοπό την διερεύνηση διάπραξης ποινικών αδικημάτων κατά παράβαση του Περι Στοιχημάτων Νόμου. Ενώ ο Ενάγοντας έδωσε εξηγήσεις για την παρουσία του στο εν λόγω χώρο, αφού αποχώρησε, κλήθηκε μεταγενέστερα να δώσει σχετική κατάθεση. Στις 10/4/2018, μετά από εισήγηση του Εναγόμενου 3 προς τον Εναγόμενο 2, ο τελευταίος έθεσε σε διαθεσιμότητα τον Ενάγοντα με τον ισχυρισμό ότι εναντίον του διερευνάτο τόσο πειθαρχική όσο και ποινική υπόθεση. Για την έναρξη της πειθαρχικής και ποινικής διαδικασίας εναντίον του Ενάγοντα, ο Εναγόμενος 2 προέβηκε στην δημοσίευση εις τις εβδομαδιαίες διαταγές της Αστυνομίας Κύπρου πλην όμως καμία ποινική υπόθεση καταχωρήθηκε εναντίον του Ενάγοντα. Η πειθαρχική υπόθεση που καταχωρήθηκε εναντίον του Ενάγοντα και έλαβε αριθμό 05/2018 ολοκληρώθηκε στις 23/7/2020 με την απαλλαγή του Ενάγοντα από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
3. Ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι α) οι Εναγόμενοι παράνομα, αυθαίρετα και/ή αδικαιολόγητα και/ή κατά παράβαση των σχετικών ισχυρισμών απέδωσαν αναληθώς και/ή ψευδώς και/ή εσκεμμένα στον Ενάγοντα την διάπραξη πονικών αδικημάτων με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει πειθαρχική διαδικασία και να τεθεί σε διαθεσιμότητα, β) οι Εναγόμενοι δεν προέβησαν σε οιεσδήποτε ενέργειες ως προς την διακρίβωση των αληθών και πραγματικών γεγονότων εις το κατά πόσον διέπραξε οποιονδήποτε αδίκημα ή επέδειξε οποιανδήποτε επιλήψιμη συμπεριφορά και/ή προέβηκε σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη ή ενήργησε κατ’αντίθεση της ιδιότητας του ως μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου και προέβησαν σε παραποίηση και/ή ψευδείς καταχωρήσεις και κυκλοφορία τέτοιων καταχωρήσεων με αποτέλεσμα να τεθεί αδικαιολόγητα ο Ενάγοντας σε διαθεσιμότητα και ακολούθως να μετατεθεί σε άλλη επαρχία και γ) οι Εναγόμενοι παράνομα και/ή αδικαιολόγητα και/ή αυθαίρετα επέτρεψαν και/ή παραπληροφόρησαν και/ή συναίνεσαν και/ή παρείχαν βοήθεια και/ή συνδρομή ώστε να υπάρξουν δημοσιεύματα σε συγκεκριμένες εφημερίδες τα οποία παρέπεμπαν και υποδείκνυαν σαφώς τον Ενάγοντα, τα οποία ήταν αναληθή και/ή ψευδή και έπλητταν τον χαρακτήρα του, την κοινωνική αλλά και επαγγελματική του ιδιότητα του ως μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου.
4. Οι Εναγόμενοι, αφού εμφανίστηκαν στην διαδικασία δια της καταχώρησης σημειώματων εμφάνισης, καταχώρησαν κοινή Έκθεση Υπεράσπισης με την οποία εγείρουν πέντε προδικαστικές ενστάσεις οι οποίες έχουν συνοπτικά ως ακολούθως:
1η Προδικαστική Ένσταση: Η αγωγή είναι απορριπτέα καθότι το αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα περί λίβελλου και/ή δυσφήμισης και/ή επιζήμιας ψευδολογίας έχει παραγραφεί σύμφωνα με το Άρθρο 6(4) του Περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο (66(Ι)2012), ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.
2η Προδικαστική Ένσταση: Κανένα αγώγιμο δικαίωμα δύναται να έχει ο Ενάγοντας έναντι των Εναγόμενων γιατί η αγωγή αφορά σε κατ’ισχυρισμό λίβελο και/ή δυσφήμιση και/ή επιζήμια ψευδολογία τρίτων προσώπων και όχι σε πράξεις που έχουν σχέση με τους Εναγόμενους.
3η Προδικαστική Ένσταση: Δεν έχουν τηρηθεί οι κανόνες ορθής δικογράφησης σε σχέση με τα κατ’ ισχυρισμό αγώγιμα δικαιώματα των Εναγόμενων.
4η Προδικαστική Ένσταση: Κανένα αγώγιμο δικαίωμα δύναται να έχει ο Ενάγοντας εναντίον των Εναγόμενων 1-3 με βάση το Άρθρο 172 του Συντάγματος, γιατί δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση ότι το αδίκημα διαπράχθηκε από υπάλληλο της Δημοκρατίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
5η Προδικαστική Ένσταση: Η αγωγή εναντίον των Εναγόμενων 2-5 πρέπει να απορριφθεί με έξοδα υπέρ τους, καθότι αγωγές κατά της Δημοκρατίας εγείρονται εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 57 του Περί Δικαστηρίων Νόμου.
5. Ο Ενάγοντας καταχώρησε Απάντηση στην Έκθεση Υπεράσπισης των Εναγόμενων, και η θέση της πλευράς του επί των προαναφερόμενων προδικαστικών ενστάσεων, είναι ότι αυτές είναι ανεδαφικές και πρέπει να απορριφθούν, συγκεκριμένα για τους εξής λόγους:
5.1 1η Προδικαστική Ένσταση: Το αγώγιμο δικαίωμα του δεν έχει παραγραφεί καθότι η βάση της αγωγής του αποτελείται από το σύνολο των γεγονότων με την αθώωση του από την πειθαρχική επιτροπή στις 27/7/2020 και η αγωγή του καταχωρήθηκε στις 7/9/2020 εντός της προβλεπόμενης υπό της Νομοθεσίας προθεσμίας.
5.2 2η Προδικαστική Ένσταση: Ο Ενάγοντας έχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των Εναγόμενων για τους λόγους που αναφέρονται στην Έκθεση Απαίτησης του σε σχέση με τις ενέργειες και/ή πράξεις και/ή συμπεριφοράς και/ή παραλείψεις των ιδίων και όχι πράξεις τρίτων προσώπων.
5.3 3η Προδικαστική Ένσταση: Η εν λόγω ένσταση είναι αόριστη και ανεδαφική καθότι υπήρξε ορθή δικογράφηση της Έκθεσης Απαίτησης του σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανονισμούς.
5.4 4η Προδικαστική Ένσταση: Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του, αποδίδει σε ένα έκαστο την διάπραξη του αδικήματος και/ή αδικημάτων και την ευθύνη που φέρει ένας έκαστος έναντι του και τα όσα έλαβαν χώρα σύμφωνα με τον Ενάγοντα ήταν από υπαλλήλους της Δημοκρατίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και το Δικαστήριο θα πρέπει να ακούσει μαρτυρία για να αποφανθεί καθότι δεν εγείρεται αμιγώς νομικό σημείο ώστε να δύναται να εκδικαστεί προδικαστικά.
5.5 5η Προδικαστική Ένσταση: Η αγωγή έχει εγερθεί δια του Γενικού Εισαγγελέα και ενός εκάστου των Εναγόμενων 2-5 ως υπαλλήλων της Δημοκρατίας για τις πράξεις και/ή ενέργειες και/ή παραλείψεις και/ή συμπεριφορά των κατά την εκτέλεση των καθηκόντων των και/ή ως αναγκαίων Εναγόμενων.
6. Στις 19/4/24 καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση επιδιώκοντας διάταγμα για την προδικαστική εκδίκαση των ενστάσεων που εγέρθηκαν από τους Εναγόμενους. Ενώ η αίτηση αρχικά προσέκρουσε στην ένσταση του Ενάγοντα, ο οποίος καταχώρησε σχετική ειδοποίηση στις 16/12/2024, εν τέλει η προώθηση της εγκαταλείφθηκε εφόσον, μέσω του συνηγόρου του, δήλωσε ότι αποδέχεται την έκδοση διατάγματος για προδικαστική εκδίκαση των ενστάσεων των Εναγόμενων. Σε συνέχεια της εν λόγω δήλωσης, οι συνήγοροι των μερών ετοίμασαν από κοινού έγγραφο με σκοπό τον περιορισμό των επίδικων ζητημάτων το οποίο κατατέθηκε στο φάκελο του Δικαστηρίου ως Έγγραφο ‘Α’ στις 5/6/25.
7. Σύμφωνα με το Έγγραφο ‘Α’, τα ακόλουθα γεγονότα αποτελούν κοινά αποδεκτό υπόβαθρο για σκοπούς της υπό εξέταση αίτησης:
7.1 Οι αξιώσεις του Ενάγοντα ως το παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης του ημερ.19/10/2020,
7.2 Η προβολή ισχυρισμών από πλευράς του Ενάγοντα στην υποπαράγραφο ‘Γ’ της παραγράφου 16 της Έκθεσης Απαίτησης του σε σχέση με τα επίδικα δημοσιεύματα,
7.3 Η προβολή των πέντε προδικαστικών ενστάσεων από πλευρας των Εναγόμενων 1-5 στα πλαίσια της Έκθεσης Υπεράσπισης τους,
7.4 Ότι κατά τον εν λόγω χρόνο ο Ενάγοντας υπηρετούσε στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου και ότι εντοπίστηκε με ακόμη ένα αστυφύλακα κατά τη διάρκεια επιχείρησης εντός του Σωματείου Απόλλωνας στην Λεμεσό,
7.5 Ότι στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης, λήφθηκαν από τον Ενάγοντα τρεις καταθέσεις,
7.6 Ότι την επόμενη μέρα της επιχείρησης υπήρχαν διάφορα δημοσιεύματα στον τύπο με αναφορές στη σύλληψη δύο αστυνομικών,
7.7 Ότι ο Ενάγοντας τέθηκε σε διαθεσιμότητα στις 10/4/2018 με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 31 των Περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών (Κ.Π.Δ.53/1989) για πιθανή διάπραξη πειθαρχικών και ποινικών αδικημάτων και την 5/6/2018 ο Αρχηγός Αστυνομίας ήρε την διαθεσιμότητα του, δηλαδή με το πέρας της πειθαρχικής υπόθεσης,
7.8 Ότι οι εβδομαδιαίες διαταγές του Αρχηγού Αστυνομίας αναρτώνται σε κάθε Αστυνομικό Σταθμό υποχρεωτικά και στις εν λόγω διαταγές αναγράφονται και όσα μέλη της Αστυνομίας βρίσκονται υπό διαθεσιμότητα και συνεπώς συμπεριλάμβαναν και το γεγονός ότι ο Ενάγοντας βρισκόταν υπό διαθεσιμότητα,
7.9 Ότι την 1/6/2018 ο Ενάγοντας κατηγορήθηκε γραπτώς στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης, και,
7.10 Ότι η πρώτη δικάσιμος για την Πειθαρχική Υπόθεση με αρ.5/18 ορίστηκε στις 10/7/2018 και εκδόθηκε απόφαση στις 10/7/2020 με την οποία ο Προεδρεύων Αξιωματικός του Πειθαρχικού Δικαστηρίου απάλλαξε τον Ενάγοντα, εκεί κατηγορούμενο, στο εκ πρώτης όψεως.
8. Σύμφωνα με το πνεύμα της απόφασης στην υπόθεση Χρίστος Χ»Παύλου και Υιοί Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού (1998) 1 ΑΑΔ 246, η εγκατάλειψη της ένστασης σε αιτήσεις της φύσεως ως η υπό εξέταση, δεν αναιρεί το καθήκον του Δικαστηρίου να αποφασίσει κατά πόσο θα επιτρέψει την εκδίκαση των ζητημάτων που εγείρονται από πλευράς των Εναγόμενων. Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο έδωσε σε αμφότερους συνήγορους την ευκαιρία να προβούν σε παραστάσεις πέραν του περιεχομένου του Εγγράφου ‘Α’ και προτού προβεί στην εξέταση της υπό κρίση αίτησης, οι οποίοι όμως επέλεξαν να μην το πράξουν.
9. Σχετική είναι η Δ.27 των Παλαιών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, επί της οποίας εδράζεται η αίτηση. Η Δ.27 θ.1 προνοεί την έγερση νομικού σημείου δια της δικογραφίας, το οποίο ενδεχομένως να κρίνει και την όλη υπόθεση εξαρχής, κατά τη θ.2 της ίδιας Διαταγής:
«1. Any party shall be entitled to raise by his pleading any point of law, and any point so raised shall be disposed of by the Court at any stage that may appear to it convenient.
2. If in the opinion of the Court the decision of such point of law substantially disposes of the whole action, or of any distinct cause of action, ground of defence, counter-claim, or reply therein, the Court may thereupon dismiss the action or make such other order therein as may be just.»
10. Στην υπόθεση ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ v ANDREAS MALAK κα, Πολιτική Έφεση Αρ. 118/2012, ημερ.21/6/18, ECLI:CY:AD:2018:A297, λέχθηκε, στην απόφαση πλειοψηφίας του Ανώτατου Δικαστηρίου, ότι το ζήτημα ενός νομικού σημείου που εγείρεται στη δικογραφία με βάση τη Δ.27 θ.1 το οποίο, κατά το θεσμό 2 της ιδίας Διαταγής, δύναται να οδηγήσει σε εκ προοιμίου απόρριψη κατόπιν διαπίστωσης ότι δεν υπάρχει καλό αγώγιμο δικαίωμα, είναι δικαιοδοτικό. Ενόψει της σοβαρότητας του θέματος, παρέχεται η δυνατότητα να εγερθεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο προς εξέταση.
11. Στην υπόθεση Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 1 ΑΑΔ 225, 229 ειπώθηκαν τα πιο κάτω:
«Ό,τι προκύπτει από τη νομολογία, είναι ότι η επίλυση θέματος προδικαστικά και, γενικότερα, η επίλυση θέματος έξω από το πλαίσιο της δίκης - το φυσιολογικό πεδίο για τη διαπίστωση των γεγονότων και τον καθορισμό των δικαιϊκών τους συνεπειών - αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, προσφυγή στο οποίο δικαιολογείται μόνο εφόσο τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα ή παραδεκτά. Δικαιολογείται, συνεπώς, η επίκληση της Διάταξης 27 εφόσο το συζητούμενο θέμα αποκρυσταλλώνεται σε καθαρά νομικό θέμα, η λύση του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί με την ίδια ευχέρεια σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.».
12. Στην υπόθεση Χ' Οικονόμου v Ελληνικής Τραπέζης Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 949 συνοψίσθηκαν οι αρχές που καθορίζουν τα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου που του παρέχεται από τη Δ.27 θ.θ.1 και 2, ως εξής:
«Η σχετική αίτηση πρέπει να καθορίζει το συγκεκριμένο νομικό σημείο που εγείρεται και να καταχωρείται κατά το χρόνο που κλείνουν οι έγγραφες προτάσεις ή πολύ σύντομα αργότερα. Κανονικά η προκαταρτική εκδίκαση θα πρέπει να ζητείται στην Αίτηση για Οδηγίες (Summons for Directions). Η έκδοση τέτοιας διαταγής γίνεται κατά κανόνα, όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι το κρινόμενο νομικό σημείο εγείρει σοβαρό νομικό θέμα, το οποίο αν αποφασιστεί υπέρ του αιτητή, αποφασίζεται η όλη υπόθεση, ή ένα ουσιώδες θέμα της αγωγής. Μια τέτοια διαταγή θα πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και όχι στις περιπτώσεις εκείνες που τα εγειρόμενα θέματα, λόγω της ασάφειας των γεγονότων ή του νόμου, θα πρέπει να αποφασιστούν κατά την ακρόαση. Ακόμα, η διαταγή αυτή δεν εκδίδεται όταν υπάρχουν αμφισβητούμενα γεγονότα.»
13. Σύμφωνα με την απόφαση στην Liberty Life Insurance Company Ltd v. Παναγιώτου και άλλοι (2014) 1 (Α) Α.Α.Δ. 558, για να ακουστεί προδικαστικά νομικό σημείο θα πρέπει τα γεγονότα με βάση τα οποία θα πρέπει να αποφασιστεί, να μην τίθενται υπό αμφισβήτηση ενώ το ζήτημα του χρόνου υποβολής μιας τέτοιας αίτησης έχει εξετασθεί στη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου (The heirs of the late Theodora Panayi v. The Administrators of the Estate of the late Stylianos Mandriotis (1963) 2 C.L.R., Hambou v. Thoma (1987) 1 C.L.R. 370 167 και Panikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R.50). Ενώ, ως προκύπτει από τη νομολογία, ο ενδεικνυόμενος χρόνος για υποβολή τέτοιου αιτήματος για ορισμό του νομικού ζητήματος για ακρόαση, είναι κατά τον ορισμό της αγωγής για οδηγίες, κατά το κλείσιμο των δικογράφων ή, εν πάση περίπτωση, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος μετά το ζήτημα εμπίπτει στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να αποφασίσει κατά πόσο, με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, θα εγκρίνει τέτοια αίτηση και θα ορίσει το νομικό σημείο για ακρόαση, πριν την ακρόαση της ουσίας της διαφοράς.
14. Το Δικαστήριο έχει μελετήσει την αίτηση, την ένορκη δήλωση που την συνοδεύει όπως και την δικογραφία και γενικότερα το ιστορικό της υπόθεσης, ως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης. Με βάση τα ενώπιον μου δεδομένα και κατ’εφαρμογήν της πιο πάνω αναφερόμενης νομικής πτυχής, προχωρώ σε εξέταση της αίτησης, με αναφορά στην κάθε προδικαστική ένσταση που εγείρεται από πλευράς των Εναγόμενων.
15. Πρώτη Προδικαστική Ένσταση: Η αγωγή είναι απορριπτέα καθότι το αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα περί λίβελλου και/ή δυσφήμισης και/ή επιζήμιας ψευδολογίας έχει παραγραφεί σύμφωνα με το Άρθρο 6(4) του Περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο (66(Ι)2012), ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με την απόφαση στην Δημητρίου ν. Δημητρίου (2012) 1(Α) ΑΑΔ 834, 842 το ισχύον δίκαιο προσδιορίζεται κατά το χρόνο προώθησης του σχετικού δικονομικού διαβήματος.
Στην παρούσα περίπτωση στις 7/9/2020, ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, βρισκόταν σε ισχύ ο περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2012, Ν. 66(Ι)/2012. Σύμφωνα με το Άρθρο 21 του τελευταίου, στα πλαίσια αγωγής, οποιοσδήποτε διάδικος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να προτείνει με δικογράφηση την παραγραφή.
Συγκεκριμένα ως προς την παραγραφή του αστικού αδικήματος της δυσφήμησης, σχετικό είναι το άρθρο 6(4) του Ν. 66(Ι)/2012, το οποίο επικαλούνται οι Εναγόμενοι και έχει ως ακολούθως:
«(4) Καμιά αγωγή για δυσφήμηση ή κακόπιστη ψευδολογία (malicious falsehood) δεν εγείρεται μετά την πάροδο ενός έτους από την ημέρα συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής».
(η υπογράμμιση δική μου)
Ο όρος «βάση της αγωγής» ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του Ν.66(Ι)/2012 ως «το σύνολο των γεγονότων που θεμελιώνουν το αγώγιμο δικαίωμα στο οποίο αφορά η αγωγή».
Η συγκεκριμένη ένσταση των Εναγόμενων, προφανώς άπτεται του σκέλους της απαίτησης του Ενάγοντα που αφορά δυσφήμιση, λίβελλο[1] και επιζήμια ψευδολογία. Η έγερση αγωγής για δυσφήμιση προϋποθέτει τη δημοσίευση δυσφημιστικού δημοσιεύματος το οποίο αναφερόταν -ή γινόταν αντιληπτό από τρίτα πρόσωπα ότι αναφερόταν- στον Ενάγοντα. Η έγερση αγωγής για επιζήμια ψευδολογία, προϋποθέτει την κακόβουλη δημοσίευση δήλωσης, ισχυρισμού ή πληροφορίας, η οποία είναι ψευδής.[2]
Ενώ οι ισχυρισμοί του Ενάγοντα στην έκθεση απαίτησης αναφέρονται σε δημοσιεύματα συγκεκριμένων εφημερίδων[3], οι ημερομηνίες δημοσίευσης των οποίων, ακόμη και μετά την καταχώρηση της Έκθεσης Υπεράσπισης και Απάντησης στην τελευταία, παραμένουν άγνωστες. Ούτε μέσω της μαρτυρίας που προσάχθηκε προς υποστήριξη της αίτησης και ένστασης, αποσαφηνίζεται το προαναφερόμενο ζήτημα. Δεν παραγνωρίζω ότι υφίσταται, με βάση το περιεχόμενο του Εγγράφου ‘Α’, ένα παραδεκτό υπόβαθρο μεταξύ των διαδίκων σε σχέση με δημοσιεύσεις που έγιναν την επόμενη μέρα της επίδικης επιχείρησης, όμως παραμένει μετέωρο κατά πόσο οι εν λόγω δημοσιεύσεις είναι αυτές ή, έστω, μέρος αυτών που επικαλείται ο Ενάγοντας μέσω της δικογραφίας του.
Εφόσον οι ημερομηνίες των δημοσιεύσεων των επίδικων δημοσιευμάτων τα οποία επικαλείται ο Ενάγοντας και αποτελούν συστατικό στοιχείο των προαναφερόμενων βάσεων της αγωγής του, δεν είναι ξεκάθαρες, θεωρώ ότι το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του αδιαμφισβήτητο υπόβαθρο σε σχέση με τον χρόνο συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής του Ενάγοντα.
Ως αποτέλεσμα, εφόσον δεν καθίσταται δυνατός ο υπολογισμός της σχετικής περιόδου παραγραφής, κρίνω ότι δεν υφίσταται το απαραίτητο υπόβαθρο για να εξακριβωθεί προδικαστικά κατά πόσο έχει παραγραφεί το δικαίωμα του Ενάγοντα να προωθεί οιαδήποτε αξίωση στην βάση αυτών και η αίτηση, στην έκταση που αφορά την Πρώτη Προδικαστική ένσταση, πρέπει να απορριφθεί.
16. Δεύτερη Προδικαστική Ένσταση: Κανένα αγώγιμο δικαίωμα δύναται να έχει ο Ενάγοντας έναντι των Εναγόμενων γιατί η αγωγή αφορά σε κατ’ισχυρισμό λίβελο και/ή δυσφήμιση και/ή επιζήμια ψευδολογία τρίτων προσώπων και όχι σε πράξεις που έχουν σχέση με τους Εναγόμενους.
Σύμφωνα με τα δικόγραφα του Ενάγοντα, οι ισχυριζόμενες ενέργειες και/ή παραλέιψεις των Εναγόμενων οδήγησαν στην δημοσίευση δυσφημιστικών και/ή ψευδών κειμένων στις εφημερίδες τις οποίες κατονομάζει στην Έκθεση Απαίτησης του αλλά εναντίον των οποίων δεν στρέφεται η παρούσα διαδικασία. Στην εν λόγω βάση, ο Ενάγοντας ζητεί από τους Εναγόμενους 1-5 αποζημιώσεις ως εξής:
‘Α. Γενικές αποζημιώσεις για λίβελο και/ή δυσφήμιση και/ή επιζήμια ψευδολογία του Ενάγοντα από τους Εναγόμενους, η οποία έλαβε χώρα υπό συνθήκες που αναφέρονται ανωτέρω και ειδικότερα εις την υποπαράγραφο «Γ» της παραγράφου 16, κάτω από τον τίτλο ‘Λεπτομέρειες’ από την συγγραφή και/ή κυκλοφορία και/ή δημοσίευση στις προαναφερόμενες εφημερίδες, λιβέλου και/ή δυσφημιστικού κειμένου και/ή αναληθούς και/ή ψευδούς κειμένου και/ή σχόλιου.
Β. Τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές (exemplary) και/ή επαυξημένες (aggravated) αποζημιώσεις εναντίον των Εναγόμενων, οι οποίοι με τις πράξεις και/ή παραλείψεις και/ή συμπεριφορά των και/ή αδίκου πράξεως επέτρεψαν και/ή συναίνεσαν και/ή παρείχαν βοήθεια και/ή συνδρομή στην δημοσίευση των κειμένων που αναφέρονται ανωτέρω και ειδικότερα στην υποπαράγραφο «Γ» της παραγράφου 16, κάτω από τον τίτλο ‘Λεπτομέρειες’ τα οποία συνιστούν λίβελλο και/ή δυσφημιστικό κείμενο και/ή αναληθούς και/ή ψευδούς κειμένου και/ή σχολίου.’
Προκύπτει δηλαδή από τα δικόγραφα του Ενάγοντα, σε συνάρτηση με τις αξιώσεις του, ότι το παράπονο το εναντίον των Εναγόμενων 1-5, συνδέεται άρρηκτα με τον ισχυριζόμενο λίβελο και/ή δυσφήμιση και/ή επιζήμια ψευδολογία στην βάση των κειμένων στις κατονομαζόμενες από πλευράς του εφημερίδες, αλλά δεν αμφισβητείται από πλευράς του η θέση των Εναγόμενων ότι αυτές αποτελούν ή ελέγχονται τρίτα πρόσωπα, και συνεπώς δεν είναι μέρος της παρούσας διαδικασίας. Αυτό που αποδίδεται στους Εναγόμενους είναι ότι με τη συμπεριφορά τους συνέδραμαν και/ή συναίνεσαν και/ή βοήθησαν στην δημοσίευση των επίδικων δημοσιευμάτων, αλλά όχι ότι οι ίδιοι δημοσίευσαν αυτά.
Συνάγεται λοιπόν, ότι εγείρεται αμιγώς νομικό ζήτημα, το οποίο δύναται να εξεταστεί προδικαστικά και, ως αποτέλεσμα, η αίτηση στην έκταση που αφορά την εκδίκαση της δεύτερης προδικαστικής ένστασης πρέπει να επιτύχει.
17. Τρίτη Προδικαστική Ένσταση: Δεν έχουν τηρηθεί οι κανόνες ορθής δικογράφησης σε σχέση με τα κατ’ ισχυρισμό αγώγιμα δικαιώματα των Εναγόμενων.
Η εν λόγω προδικαστική ένσταση φαίνεται να εξειδικεύεται μόνο στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση με παραπομπή στην παράγραφο 16(Γ) της Έκθεσης Απαίτησης. Όμως, δεν εξειδικεύεται στην έκταση που να καθορίζεται το ακριβές νομικό σημείο επί του οποίου βασίζονται οι Εναγόμενοι και είμαι της άποψης ότι η γενικότητα που διέπει την συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση τους δεν καθιστά δυνατή την εξέταση της στο στάδιο αυτό ή στα πλαίσια τουλάχιστον της παρούσας αίτησης.
Υπενθυμίζεται ότι, με βάση τις αρχές που έχουν παρατεθεί πιο πάνω, έκδοση διαταγής για προεκδίκαση νομικών σημείων θα πρέπει να γίνεται μόνο σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και να ασκείται με φειδώ.
Ως αποτέλεσμα, κρίνω ότι η αίτηση, στην έκταση που αφορά την Τρίτη Προδικαστική ένσταση, πρέπει να απορριφθεί.
18. Τέταρτη Προδικαστική Ένσταση: Κανένα αγώγιμο δικαίωμα δύναται να έχει ο Ενάγοντας εναντίον των Εναγόμενων 1-3 με βάση το Άρθρο 172 του Συντάγματος, γιατί δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση ότι το αδίκημα διαπράχθηκε από υπάλληλο της Δημοκρατίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
Το άρθρο 172 του Συντάγματος προνοεί τα ακόλουθα:
«Η Δημοκρατία ευθύνεται δια πάσαν ζημιογόνον άδικον πράξιν ή παράλειψιν των υπαλλήλων ή αρχών της Δημοκρατίας εν τη ασκήσει των καθηκόντων αυτών ή κατ' επίκλησιν ασκήσεως των καθηκόντων αυτών. Νόμος θέλει καθορίσει τα περί της ευθύνης της Δημοκρατίας.»
Ως προκύπτει από την Έκθεση Απαίτησης του Ενάγοντα, η Κυπριακή Δημοκρατία (Εναγόμενη 1) ενάγεται ως η ‘κατά νόμον υπεύθυνη δια πάσα ζημιογόνο πράξη και/ή παράλειψη και/ή αδίκου πράξεως των Αρχών και/ή υπαλλήλων και/ή εργοδοτούμενων υπό της Δημοκρατίας εν τη άσκησει των καθηκόντων αυτών ή κατ’επίκληση των καθηκόντων αυτών’ για τις ισχυριζόμενες πράξεις και/ή παραλείψεις των Εναγόμενων 2-5, οι οποίες, κατά τον Ενάγοντα, οδήγησαν στην δημοσίευση των επίδικων κειμένων.
Από τις δικογραφημένες θέσεις και των δύο πλευρών προκύπτει ως μη αμφισβητούμενο υπόβαθρο ότι οι Εναγόμενοι 2-5 ενάγονται υπό την ιδιότητα τους ως υπάλληλοι της Κυπριακής Δημοκρατίας για ισχυριζόμενες πράξεις και/ή ενέργειες και/ή παραλείψεις και/ή συμπεριφορά τους οι οποίες έλαβαν χώρα σύμφωνα με τον Ενάγοντα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Δηλαδή, η ιδιότητα με την οποία ο Ενάγοντας εναγάγει τους Εναγόμενους 1-3 δεν αμφισβητείται από πλευράς των τελευταίων. Το κατά πόσο όμως διαπράχθηκαν τα αδικήματα που ισχυρίζεται ο Ενάγοντας από υπάλληλους της Δημοκρατίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, κρίνω ότι μπορεί να αποφασιστεί μόνο μέσω της προσαγωγής της κατάλληλης μαρτυρίας κατά την ακροαματική διαδικασία.
Συνεπακόλουθα, η αίτηση, στην έκταση που αφορά την Τέταρτη Προδικαστική ένσταση, πρέπει να απορριφθεί.
19. Πέμπτη Προδικαστική Ένσταση: Η αγωγή εναντίον των Εναγόμενων 2-5 πρέπει να απορριφθεί με έξοδα υπέρ τους, καθότι αγωγές κατά της Δημοκρατίας εγείρονται εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 57 του Περί Δικαστηρίων Νόμου.
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, η αγωγή στρέφεται εναντίον των ακόλουθων:
α) Του Αρχηγού Αστυνομίας Κύπρου (Εναγόμενος 2), ο οποίος σύμφωνα με τον Ενάγοντα ευθύνεται για πάσα ζημιογόνο πράξη των υφιστάμενων αυτού εν ασκήσει των καθηκόντων των ή κατ’επίκληση των καθηκόντων αυτών, συνέπεια αμέλειας και/ή παραλείψεως και/ή αδίκου πράξεως και/ή ασύγγνωστης συμπεριφοράς και/ή πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του, που συνίστατο στην μη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας εν σχέση με ισχυριζόμενο ποινικό αδίκημα και/ή ανάρμοστη και/ή ανήθικη συμπεριφορά που αποδίδετο στον Ενάγοντα και/ή επειδή αρνήθηκε να επιληφθεί παράπονο του Ενάγοντα που υποβλήθηκε στον εν λόγω Εναγόμενο που είχε ως συνέπεια την καταγραφή, δημοσίευση και κυκλοφορία ψευδών ειδήσεων σε σχέση με το πρόσωπο του Ενάγοντα,
β) του Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (Εναγόμενος 3), ο οποίος σύμφωνα με τον Ενάγοντα ευθύνεται για πάσα ζημιογόνο πράξη των υφιστάμενων αυτού εν ασκήσει των καθηκόντων των ή κατ’επίκληση των καθηκόντων αυτών, συνέπεια αμέλειας και/ή παραλείψεως και/ή αδίκου πράξεως και/ή ασύγγνωστης συμπεριφοράς και/ή πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του, που συνίστατο στην μη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας εν σχέση με ισχυριζόμενο ποινικό αδίκημα και/ή ανάρμοστη και/ή ανήθικη συμπεριφορά που αποδίδετο στον Ενάγοντα που είχε ως συνέπεια την καταγραφή, δημοσίευση και κυκλοφορία ψευδών ειδήσεων σε σχέση με το πρόσωπο του Ενάγοντα και ο οποίος εισηγήθηκε την διαθεσιμότητα του τελευταίου άνευ οποιασδήποτε νόμιμης αιτίας,
γ) του Εναγόμενου 4, υπό την ιδιότητα του ως ανώτερος υπαστυνόμος ο οποίος ήταν υπεύθυνος του Τμήματος Ουλαμού Πρόληψης Εγκλημάτων (Ο.Π.Ε.) και του Εναγόμενου 5, υπό την ιδιότητα του ως βοηθός υπεύθυνου του Τμήματος, οι οποίοι ήταν τα πρόσωπα που είχαν ηγηθεί της επίδικης επιχείρησης της Αστυνομίας.
Ο Ενάγοντας, στην έκθεση απαίτησης του, ισχυρίζεται ότι με τον τρόπο δράσης των Εναγόμενων γενικά και ειδικά ενός εκάστου και ειδικότερα των δημοσιεύσεων που παρέπεμπαν και/ή υποδείκνυαν το ίδιον σε συνάρτηση με τα όσα εννοούνται στην φυσική και συνήθη σημασία των λέξεων αλλά και τα όσα υπονοούνται από αυτά, υπέστηκε επιπτώσεις σε μεγάλο βαθμό στην επαγγελματική του ανέλιξη, στην επαγγελματική και κοινωνική του υπόληψη ως επίσης στην κοινωνική και προσωπική του ζωή, και εκτέθηκε σε δημόσιο χλευασμό και εμπαιγμό με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ουσιωδώς τόσο κοινωνικά, επαγγελματικά και οικογενειακά.
Ως αναφέρθηκε ήδη πιο πάνω, το Άρθρο 172 του Συντάγματος προβλέπει ότι η Δημοκρατία ευθύνεται για ζημιογόνα άδικη πράξη ή παράλειψη των υπαλλήλων ή των Αρχών της Δημοκρατίας κατά στην άσκηση των καθηκόντων τους ή κατ' επίκληση ασκήσεως των καθηκόντων τους. Επιπρόσθετα, σχετικό με αγωγές που καταχωρούνται εναντίον της Δημοκρατίας είναι το άρθρο 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 το οποίο διαλαμβάνει τα εξής:
«Αγωγαί υπό της Δημoκρατίας εvαvτίov oιoυδήπoτε πρoσώπoυ, εκτός εάv άλλως πρoβλέπεται υπό oιoυδήπoτε vόμoυ, θα εγείρωvται εv ovόματι τoυ Γεvικoύ Εισαγγελέως της Δημoκρατίας, και αγωγαί εκ μέρoυς oιoυδήπoτε πρoσώπoυ κατά της Δημoκρατίας, εκτός εάv άλλως πρoβλέπεται υπό oιoυδήπoτε vόμoυ, θα εγείρωvται εvαvτίov τoυ Γεvικoύ Εισαγγελέως της Δημoκρατίας ως εvαγoμέvoυ. Τoιαύται αγωγαί, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv oιoυδήπoτε vόμoυ ή διαδικαστικoύ καvovισμoύ, θα εκδικάζωvται κατά τov αυτόv τρόπov, ως πρoς όλας τας απόψεις, ως και αι δίκαι μεταξύ ιδιωτώv διαδίκωv.» (η υπογράμμιση δική μου)
Ενώ η Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Γενικού Εισαγγελέα αποτελεί ήδη Εναγόμενο (Εναγόμενη 1) στην παρούσα διαδικασία, η αγωγή στρέφεται και εναντίον των Εναγόμενων 2-5. Από τις δικογραφημένες θέσεις και των δύο πλευρών προκύπτει ως μη αμφισβητούμενο υπόβαθρο ότι οι Εναγόμενοι 2-5 ενάγονται υπό την ιδιότητα τους ως υπάλληλοι της Κυπριακής Δημοκρατίας για πράξεις και/ή ενέργειες και/ή παραλείψεις και/ή συμπεριφορά των κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Ως εκ των πιο πάνω, και χωρίς να υπεισέρχομαι στο στάδιο αυτό στην ουσία της συγκεκριμένης προδικαστικής ένστασης και αποφεύγοντας να προβώ σε οποιοδήποτε εύρημα ως προς το κατά πόσο πρέπει στην βάση της τελευταίας η αγωγή να απορριφθεί ή όχι, κρίνω ότι η συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση αφορά αμιγώς νομικό ζήτημα το οποίο είναι καθοριστικό για την έκβαση της υπόθεσης εναντίον των Εναγόμενων 2-5 και υφίσταται το απαραίτητο υπόβαθρο γεγονότων για την εκδίκαση του.
Συνεπακόλουθα, η αίτηση στην έκταση που αφορά την εκδίκαση της πέμπτης προδικαστικής ένστασης πρέπει να επιτύχει.
20. Καταληκτικά να αναφέρω ότι δεν μου διαφεύγει ότι η αίτηση καταχωρήθηκε από τους Εναγόμενους σχεδόν δύο έτη από την καταχώρηση του Παραρτήματος Τύπος 25 στην Κλήση για Οδηγίες που εξέδωσε ο Ενάγοντας, χωρίς να έχει περιληφθεί σχετικό αίτημα στο παράρτημα τους. Ως προκύπτει όμως από τη νομολογία που έχω παραθέσει ανωτέρω, δεν υπάρχει οποιαδήποτε ανατρεπτική προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να καταχωρείται αίτηση για εκδίκαση προδικαστικά νομικού σημείου και το ζήτημα εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
21. Υπό το φως των πιο πάνω και για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η Αίτηση πρέπει να επιτύχει μερικώς και, στην έκταση που αφορά την δεύτερη και πέμπτη προδικαστική ένσταση που εγείρονται στην Έκθεση Υπεράσπισης, εγκρίνεται.
22. Επομένως, οι πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις ορίζονται για ακρόαση στις 13/11/25 και ώρα 9:30 π.μ., ημερομηνία κατά την οποία είναι ήδη ορισμένη η αγωγή για οδηγίες και δίδονται οδηγίες όπως αμφότερες πλευρές καταχωρήσουν ηλεκτρονικά τις γραπτές τους αγορεύσεις επί των εν λόγω προδικαστικών ενστάσεων μέχρι τις 11/11/2025 ώρα 9:00 π.μ..
23. Τα έξοδα της αίτησης θα είναι στην πορεία των υπό εξέταση προδικαστικών ενστάσεων.
(Υπ.)............................
Αφρ. Χαραλαμπίδη, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Ο οποίος αποτελεί κατηγορία του αστικού αδικήματος της Δυσφήμισης.
[2] Βλ. Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ.148, Άρθρο 25(1).
[3] Βλ.παρ.16 (Γ) της Έκθεσης Απαίτησης.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο