ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Xρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής 1178/2018
Μεταξύ:
THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LTD, από τη Λευκωσία
Εναγόντων
και
1. Χαρίλαου Ιωάννου (Α.Δ.Τ. χχχχ), από τη Λεμεσό
2. Μαρούλλας Ιωάννου (Α.Δ.Τ. χχχχ), από τη Λεμεσό
3. Γιαννάκης Ιωάννου (Α.Δ.Τ. χχχχ) από τη Λεμεσό.
Εναγόμενων
----------------------------
Αίτηση ημερομηνίας 12.09.2024 για περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες.
Ημερομηνία: 14/11/2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες - Αιτητές: κα. Χρυσάφη για κ.κ. ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΑΥΛΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενο αρ.3 - Καθ’ ου η αίτηση: κα. Ελ. Κωνσταντίνου για κ.κ. Ρ. ΕΡΩΤΟΚΡΤΙΤΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι ενάγοντες με την παρούσα αγωγή αξιώνουν εναντίον του εναγόμενου 3, τα ποσά των €82.158,86, €416.614,51 και €363.679,01 πλέον τόκους, τα οποία, κατά τη θέση τους, αποτελούν οφειλόμενα υπόλοιπα λογαριασμών δυνάμει τριών συμφωνιών δανείων που παραχωρήθηκαν στον εναγόμενο 1 και τα οποία ο εναγόμενος 3 εγγυήθηκε. Σε σχέση με τους εναγόμενους 1 και 2, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση και η υπόθεση εκκρεμεί μόνο εναντίον του εναγόμενου 3, ο οποίος προωθεί την Υπεράσπιση του και την Ανταπαίτηση που καταχώρισε, με τις οποίες αμφισβητεί τις αξιώσεις των εναγόντων στο σύνολο τους και επιζητεί την κήρυξη των επίδικων συμφωνιών και της εγγύησης του ως άκυρες και την απαλλαγή του από την υποχρέωση να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό.
Με την υπό κρίση αίτηση, οι ενάγοντες αιτούνται από το Δικαστήριο διάταγμα που να διατάσσει τον εναγόμενο όπως δώσει περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες ως ακολούθως:
«1. Ως προς τις παραγράφους 1, 3, 5, 7 και 13 της Τροποποιημένης Υπεράσπισης του Εναγόμενου 3:
1. Σε ποια κατ’ ισχυρισμό γεγονότα και/ή ισχυρισμούς γεγονότων στηρίζεται ο ισχυρισμός του Εναγόμενου 3 περί παράνομης και/ή δόλιας και/ή σκόπιμης και/ή εσκεμμένης παράβασης και/ή παράλειψης των καθηκόντων των Εναγόντων προς τον Εναγόμενο 3 και/ή παράβασης των συναλλακτικών πρακτικών και/ή ηθών και/ή παρότρυνσης και/ή παραπλάνησης του Εναγόμενου 3 και/ή αμέλειας και/ή έλλειψης διαφάνειας; Ποιο ή ποια πρόσωπα ενήργησαν με αυτό τον τρόπο εκ μέρους των Εναγόντων και πότε;
2. Ποιους όρους της επίδικης συμφωνίας δανείου θεωρεί ο Εναγόμενος 3 ως καταχρηστικούς και/ή όρους που δεν μπορούν να είναι κατανοητοί από τον μείζων λογικό άνθρωπο και/ή δυσνόητους και/ή επαχθείς και/ή δυσβάστακτους; Σε ποιους ισχυρισμούς γεγονότων στηρίζονται οι εν λόγω ισχυρισμοί του Εναγόμενου περί καταχρηστικών και/ή δυσνόητων και/ή επαχθών και/ή δυσβάστακτων όρων των επίδικων συμφωνιών;
3. Σε ποιους ισχυρισμούς γεγονότων και/ή γεγονότα βασίζεται ο ισχυρισμός του Εναγόμενου 3 ότι οι επίδικες συμφωνίες δεν είχαν συναφθεί με την ελεύθερη βούληση των Εναγόμενων και/ή ότι ο Εναγόμενος 3 αναγκάστηκε να αποδεχθεί τις επίδικες συμφωνίες;
2. Ως προς τις παραγράφους 3, 6, 7, 13 και 16 της Τροποποιημένης Υπεράσπισης του Εναγόμενου 3:
1. Σε τι συνίστανται οι κατ’ ισχυρισμό παράνομες χρεώσεις και/ή ποσά και/ή χρεώσεις με τις οποίες οι Ενάγοντες πίστωναν τον λογαριασμό ενώ δεν νομιμοποιούνταν; Ποια είναι τα ποσά και/ή οι χρεώσεις που αμφισβητούν οι Εναγόμενοι και σε ποιο ποσό συμποσούνται; Περαιτέρω παρακαλούμε όπως μας διευκρινίσετε ποιο είναι το συνολικό ποσό το οποίο o ίδιoς ο Εναγόμενος 3 θεωρεί ότι αποτελεί τις πραγματικά νομότυπες οφειλές και/ή νομικές τους υποχρεώσεις.
2. Σε τι συνίστανται οι κατ’ ισχυρισμό τόκοι κατά πολύ υψηλότεροι από τον συμφωνηθέν και/ή συμβατικό τόκο και/ή οι κατ’ ισχυρισμό καταχρηστικές και/ή παράνομες και/ή αυθαίρετες χρεώσεις τόκου και/ή τόκου υπερημερίας και/ή κεφαλαιοποιήσεων και/ή τα κατ’ ισχυρισμό καταχρηστικά επιτόκια; Ποια είναι τα ποσά και/ή οι χρεώσεις που αμφισβητούν οι Εναγόμενοι, και σε ποιο ποσό συμποσούνται;
3. Σε ποιους ισχυρισμούς γεγονότων και/ή γεγονότα στηρίζονται οι ισχυρισμοί του Εναγόμενου περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή αποζημίωσης και/ή κέρδους το οποίο άδικα και/ή αντισυμβατικά καρπούνται και/ή αδικαιολόγητα διεκδικούν, από ποιο ή ποια άτομα έγιναν και που και πότε έλαβαν χώρα;
3. Ως προς τις παραγράφους 8 και 13 της Τροποποιημένης Υπεράσπισης του Εναγόμενου 3:
1. Ποιες είναι οι κατ’ ισχυρισμό ατελείς ανακοινώσεις αληθινών γεγονότων και/ή παραπλανητικές συμβουλές και/ή χειρισμοί και/ή ψευδείς διαβεβαιώσεις στις οποίες προέβησαν οι Ενάγοντες, και από ποιο ή ποια άτομα έγιναν;
4. Ως προς τις παραγράφους 2, 4, 6 και 16 της Τροποποιημένης Υπεράσπισης του Εναγόμενου 3:
1. Ποιες είναι οι νομοθετικές αρχές και/ή κανονισμοί και/ή πρόνοιες των Ευρωπαϊκών οδηγιών 2005/29/ΕΟΚ, 93/13/ΕΟΚ και/ή άλλων σχετικών οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και/ή η εν Κύπρω Νομοθεσία και/ή οι οδηγίες που δόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα και/ή οι θεσμοί πολιτικής δικονομίας και/ή συνταγματικά δικαιώματα που οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι παραβιάστηκαν από τους Ενάγοντες και ποιες πρόνοιες αυτών υπάρχει ισχυρισμός ότι παραβιάστηκαν; Με ποιες πράξεις και/ή ενέργειες τους οι Ενάγοντες κατ’ ισχυρισμό παραβίασαν τα πιο πάνω και ποιο ή ποια πρόσωπα ενήργησαν με αυτό τον τρόπο και πότε;
2. Σε ποια κατ’ ισχυρισμό γεγονότα στηρίζεται ο ισχυρισμός του Εναγόμενου 3 ότι η ρήτρα αναφορικά με το επιτόκιο είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή παράτυπη και/ή καταχρηστική;»
Πέραν των πιο πάνω, με την Αίτηση αξιώνονται και τα κάτωθι διατάγματα:
« 2. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η αυτόματη διαγραφή (STRIKE OUT) της Τροποποιημένης Υπεράσπισης του Εναγόμενου 3 στην Αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και/ή του μέρους αυτής που σχετίζεται με τις αιτούμενες περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες, εάν ο Εναγόμενος 3 δεν συμμορφωθεί με το αιτούμενο πιο πάνω στο αιτητικό Α της παρούσας Αίτησης Διάταγμα, εντός 7 ημερών από την έκδοση του Διατάγματος και/ή εντός του χρόνου που ήθελε καθορίσει το Σεβαστό Δικαστήριο για συμμόρφωση.
3. Διαζευκτικά προς το Διάταγμα που ζητείται με το πιο πάνω αιτητικό Β της παρούσας αίτησης, Διάταγμα και/ή Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι ο Εναγόμενος 3 θα εμποδίζεται και/ή δεν θα έχει τη δυνατότητα να προσκομίσει μαρτυρία και/ή να προωθήσει και/ή να επικαλεστεί κατά την ακροαματική διαδικασία οποιαδήποτε κατ’ ισχυρισμό γεγονότα και/ή οποιουσδήποτε ισχυρισμούς του που περιέχονται στην Τροποποιημένη Υπεράσπισή του που σχετίζονται με τις αιτούμενες περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες, εάν ο Εναγόμενος 3 δεν συμμορφωθεί με το αιτούμενο πιο πάνω στο αιτητικό Α της παρούσας Αίτησης Διάταγμα, εντός 7 ημερών από την έκδοση του Διατάγματος και/ή εντός του χρόνου που ήθελε καθορίσει το Σεβαστό Δικαστήριο για συμμόρφωση.»
Η αίτηση των εναγόντων εδράζεται, μεταξύ άλλων, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.19, Θεσμοί 4,5,6,7,9,13,16 και 26 και Δ.48, Θεσμοί 1,2,3,8 και 9(i). Υποστηρίζεται, επίσης, από την ένορκη δήλωση του κ. Ματθαίου Ζακχαίου, δικηγόρου στο γραφείο των δικηγόρων των εναγόντων, στην οποία μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι στις 18/04/2022 οι δικηγόροι των εναγόντων απέστειλαν επιστολή στους δικηγόρους του εναγόμενου 3, ζητώντας τους δυνάμει της Διαταγής 19, Θεσμός 7 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες αναφορικά με συγκεκριμένες παραγράφους της Τροποποιημένης Υπεράσπισης του εναγόμενου 3, δηλαδή αυτές που αναφέρονται στο αιτητικό Α, της αίτησης (βλ. τεκμήριο 2). Οι δικηγόροι του εναγόμενου 3, ισχυρίζεται ο ενόρκως δηλών, αρνήθηκαν να παράσχουν τις αιτούμενες λεπτομέρειες, οι οποίες, κατά τη θέση του, είναι αναγκαίες για να έχουν οι ενάγοντες σαφή και πλήρη εικόνα για τη φύση και έκταση της υπόθεσης που θα αντιμετωπίζουν στην ακρόαση και για να μην καταληφθούν εξαπίνης.
Ο εναγόμενος 3 στις 13/01/2025 καταχώρησε ένσταση στην πιο πάνω αίτηση με την οποία προβάλει δεκατρείς (13) λόγους για τους οποίους η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί ως εμφαίνονται σε αυτήν. Υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του εναγόμενου 3, ο οποίος, στην ουσία ισχυρίζεται ότι εκείνο που ζητείται με την αίτηση, δεν είναι περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες ως προς τα γεγονότα αλλά εκμαίευση μαρτυρίας και ερμηνεία της Νομοθεσίας. Επίσης, ισχυρίζεται ότι οι λεπτομέρειες που ζητούνται αφορούν γεγονότα που γνωρίζουν καλύτερα οι ενάγοντες εφόσον έχουν στην κατοχή τους τις καταστάσεις των λογαριασμών. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η αίτηση υποβάλλεται καθυστερημένα.
Η ακρόαση της παρούσας αίτησης διεξήχθη στη βάση γραπτών αγορεύσεων που αμφότερες οι πλευρές καταθέσαν στο Δικαστήριο. Έχω διεξέλθει και μελετήσει τις εν λόγω αγορεύσεις και λαμβάνω υπόψη μου τα όσα οι συνήγοροι των διαδίκων επικαλούνται, χωρίς να κρίνω αναγκαίο να αναφερθώ σε αυτά λεπτομερώς για σκοπούς της παρούσας απόφασης. Θα γίνει αναφορά κατωτέρω στις θέσεις των συνηγόρων εκεί και όπου κρίνεται σκόπιμο.
Τα δικόγραφα είναι ουσιώδη στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και στον καθορισμό της βάσης επί της οποίας θα προχωρήσει η ακρόαση της υπόθεσης (βλ. Τσαγγάρη ν Γαβριηλίδου κ.α. (2003) 1 (Α) Α.Α.Δ. 472). Θα πρέπει να συντάσσονται σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.19 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, και ιδιαίτερα του Κ. 4 ο οποίος διαλαμβάνει ότι κάθε δικόγραφο θα πρέπει να διατυπώνει, και αυτό σε συνοπτική μορφή, όλα τα ουσιώδη γεγονότα πάνω στα οποία ο διάδικος βασίζει την απαίτηση ή την υπεράσπιση του, ανάλογα με την περίπτωση, και όχι τη μαρτυρία με την οποία θ’ αποδειχθούν αυτά τα γεγονότα. Η λέξη «ουσιώδης» (material) σημαίνει αναγκαία για το σκοπό να διατυπωθεί μια πλήρης αιτία αγωγής.
Όπως, επίσης, έχει αναφερθεί στην Κρις (Χρίστος) Χριστοδούλου v. Χρ. Μαρνέρος & Σια Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 718, τα δικόγραφα δεν έχουν μόνο σκοπό τη διαφύλαξη της κανονικής διαδικασίας. Σκοπό έχουν να μην καταλαμβάνονται εξ’ απροόπτου οι διάδικοι στους οποίους θα πρέπει να παρέχεται η δέουσα ευκαιρία να ετοιμάσουν την υπόθεση τους για ακρόαση. Εκτός αν τα επίδικα θέματα καθοριστούν δεόντως η ακρόαση παραμένει χωρίς οριοθέτηση και οι σκοποί της δικαιοσύνης μπορεί να παρακωλυθούν λόγω της αβεβαιότητας.
Τα δικόγραφα θα πρέπει να περιέχουν όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες ώστε η άλλη πλευρά να μπορεί να σχηματίζει σαφή και πλήρη εικόνα για τη φύση και την έκταση της υπόθεσης που πρόκειται να αντιμετωπίσει στην ακρόαση και να μη βρίσκεται προ εκπλήξεως ή να καταλαμβάνεται εξ’ απήνης. Όταν ο κανόνας αυτός παραβιάζεται ο αντίδικος δικαιούται να αξιώνει και επιτυγχάνει την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει τον αντίδικο να παράσχει τις απαιτούμενες κάτω από τις περιστάσεις λεπτομέρειες (βλ. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ και Άλλοι v. Credit Libanais S.A.L. (1991) 1 A.A.Δ. 649, 652).
Tο δικαιοδοτικό πλαίσιο για την έκδοση διατάγματος για την παροχή περαιτέρω και καλύτερων λεπτομερειών περιλαμβάνεται στην Δ.19, Θ.6 η ο οποία έχει ως ακολούθως:
“Α further and better statement of the nature of the claim or defence, or further and better particulars of any matter stated in any pleading, notice, or written proceeding requiring particulars, may in all cases be ordered, upon such terms, as to costs and otherwise, as may be just.”
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η έκδοση τέτοιου διατάγματος ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται με μοναδικό γνώμονα την ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων που σκιαγραφεί η νομολογία.
Προχωρώντας να εξετάσω την παρούσα αίτηση, θα πρέπει να απαντηθεί αρχικά, ο ενδέκατος λόγος ένστασης του εναγόμενου 3 με τον οποίο ισχυρίζεται ότι η παρούσα αίτηση έγινε με μεγάλη καθυστέρηση, ήτοι 3 έτη μετά την καταχώρηση της Τροποποιημένης Υπεράσπισης του εναγόμενου 3, η οποία καταχωρήθηκε την 01ην/11/2021 και την καταχώρηση της Απάντησης στην Υπεράσπιση, η οποία καταχωρήθηκε την 01ην/12/2021.
Σύμφωνα με τη Δ.30, ως είχε τροποποιηθεί, και συγκεκριμένα τον Κανονισμό 3(α) κατά την πρώτη εμφάνιση της κλήσης για οδηγίες ενώπιον του Δικαστηρίου, εκδίδονται οι ανάλογες οδηγίες από το Δικαστήριο στη βάση των αιτημάτων που καταγράφηκαν από τους διαδίκους στο Παράρτημα του Τύπου 25. Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται, ως κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις, να εκδίδει είτε αυτεπάγγελτα, ή με κοινή δήλωση των διαδίκων, είτε στη βάση προφορικού αιτήματος ενός ή περισσοτέρων των διαδίκων, ανάλογα διατάγματα για τα θέματα που καλύπτονται από το Παράρτημα του Τύπου 25, εκδίδοντας, εάν χρειάζεται, συνοπτική προς τούτο απόφαση. Ο Κανονισμός 3(β) προνοεί ότι οι Διαταγές 14, 19 θεσμοί 6-9, 24, 28, 33, 38, 49, 57, 59 και 60 που αναφέρονται στο Παράρτημα του Τύπου 25, θα διαβάζονται υπό το πρίσμα της παρούσας Διαταγής:
Νοείται ότι διάδικος ο οποίος δεν συμπλήρωσε το Παράρτημα, εν όλω ή εν μέρει, δεν δικαιούται να υποβάλει ή να προωθήσει προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοδήποτε αίτημα που αφορά στην έκδοση σχετικών οδηγιών και θεωρείται ότι δεν επιθυμεί την έκδοση τέτοιων οδηγιών στο βαθμό και στην έκταση που δεν συμπλήρωσε το Παράρτημα.
Ο σκοπός της θέσπισης των πιο πάνω προνοιών, ήταν η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και σε ότι αφορά τα προδικαστικά ζητήματα, αυτά να αποφασίζονται κατά το στάδιο που η κλήση για οδηγίες είναι ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου και στην βάση των Παραρτημάτων και αιτημάτων των διαδίκων. Μάλιστα προνοείται ότι σε περίπτωση τυχόν διαφωνίας το Δικαστήριο θα πρέπει να εκδίδει συνοπτική απόφαση.
Στην παρούσα περίπτωση, η κλήση για οδηγίες της ενάγουσας εκδόθηκε στις 21/05/2020 και ορίστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου στις 02/11/2020. Στο Παράρτημα της ενάγουσας ζητούνταν, μεταξύ άλλων, λεπτομέρειες της Έκθεσης Υπεράσπισης του εναγόμενου 3, ως είχε τότε, στην βάση επιστολής ημερομηνίας 20/05/2020 που είχε προηγουμένως αποσταλεί και με την οποία ζητήθηκαν οι εν λόγω λεπτομέρειες. Στις 24/06/2020, ο εναγόμενος 3, είχε προβεί σε αλλαγή δικηγόρου και είχε καταχωρηθεί αίτηση για τροποποίηση της Έκθεση Υπεράσπισης του. Η κλήση για οδηγίες αναβαλλόταν μέχρι να ολοκληρωθεί η Αίτηση για τροποποίηση. Εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Υπεράσπισης του εναγόμενου 3 και η Τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης καταχωρήθηκε στις 18/11/2021 και η Απάντηση στην εν λόγω Υπεράσπιση και η Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση, καταχωρήθηκε την 01ην/12/2021. Εν τω μεταξύ η κλήση για οδηγίες αναβλήθηκε σε άλλες δύο δικασίμους μετά την ολοκλήρωση της τροποποίησης για του λόγους που φαίνονται στα πρακτικά. Στις 18/04/2022, η ενάγουσα απέστειλε εκ νέου επιστολή για λεπτομέρειες προς τους νέους συνηγόρους του εναγόμενου 3, ως αυτές που αξιώνονται με την παρούσα αίτηση.
Στις 10/05/2022 η κλήση ορίστηκε εκ νέου για οδηγίες στις 13/09/2022 καθότι εκκρεμούσε το ζήτημα των λεπτομερειών, τόσο μεταξύ ενάγουσας και εναγόμενων 1 και 2 όσο και μεταξύ ενάγουσας και εναγόμενου 3. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία η κλήση για οδηγίες αναβλήθηκε και ορίστηκε στις 25/10/2022 για αγορεύσεις από όλες τις πλευρές για το ζήτημα των λεπτομερειών. Εκείνη την ημερομηνία ζητήθηκε από τους διαδίκους περαιτέρω χρόνος για να καταλήξουν στις οδηγίες που θα δίνονταν και η κλήση ορίστηκε εκ νέου στις 17/01/2023 και ακολούθως λόγω απουσίας του Δικαστηρίου στις 08/03/2023. Εν τω μεταξύ γίνονταν προσπάθειες εξώδικου συμβιβασμού σε σχέση με τους εναγόμενους 1 και 2 και η κλήση για οδηγίες αναβλήθηκε και ορίστηκε στις 24/05/2023 και 13/06/2023, οπόταν εκείνη την ημερομηνία εκδόθηκε εκ σύμφωνου απόφαση εναντίον των εναγόμενων 1 και 2. Παρέμεινε πλέον η κλήση για οδηγίες μόνο σε σχέση με τον εναγόμενο 3 και η οποία ορίστηκε για τις 25/09/2023 και 13/11/2023 καθότι η πλευρά του εναγόμενου 3 προτίθετο να καταχωρήσει Αίτηση για παράταση του χρόνου έκδοσης κλήσης για οδηγίες σε σχέση με την ανταπαίτηση του, κάτι το οποίο έλαβε χώρα στις 10/11/2023 και ορίστηκε για τις 19/01/2024, ημερομηνία που παρέμεινε εκ νέου για οδηγίες η κλήση της ενάγουσας. Την ημερομηνία εκείνη η κλήση για οδηγίες και η Αίτηση ορίστηκαν για οδηγίες την 01/03/2024 με σκοπό να τοποθετηθεί η πλευρά της ενάγουσας στην Αίτηση για παράταση και ακολούθως στις 18/04/2024, οπόταν εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα στην Αίτηση και δόθηκε το δικαίωμα στην πλευρά του εναγόμενου να προχωρήσει με την έκδοση κλήσης για οδηγίες στην Ανταπαίτηση του και η αγωγή ορίστηκε εκ νέου στις 6/06/2024, οπόταν ορίστηκε εκ νέου για τις 08/07/2024 που είχε οριστεί η κλήση για οδηγίες για την ανταπαίτηση και για να τοποθετηθεί η πλευρά του εναγόμενου 3 σε σχέση με το αίτημα της ενάγουσας για την παροχή περαιτέρω και καλύτερων λεπτομερειών. Στις 08/07/2024 εκδόθηκαν εκατέρωθεν διατάγματα αποκάλυψης εγγράφων και όσον αφορά το ζήτημα των λεπτομερειών, η πλευρά του εναγόμενου 3, δήλωσε ότι θα τοποθετηθεί ανάλογα, όταν και εφόσον καταχωρηθεί σχετική αίτηση στο Δικαστήριο. Σε απάντηση τούτου, η πλευρά της ενάγουσας δήλωσε ότι θα προβεί σε άμεση καταχώρηση της σχετική Αίτησης, κάτι το οποίο έλαβε χώρα στις 12/09/2024.
Στην βάση του πιο πάνω ιστορικού, προκύπτει ότι μια αγωγή του 2018 κατέληξε στο να μην έχουν ακόμη ολοκληρωθεί τα διαδικαστικά ζητήματα με ευθύνη όλων των παραγόντων της δίκης, συμπεριλαμβανομένου και του εναγόμενου 3, ο οποίος σήμερα παραπονείται ότι η υπό κρίση αίτηση υποβάλλεται με καθυστέρηση. Η Αίτηση, όμως, υποβάλλεται στα πλαίσια της κλήσης για οδηγίες, αφού η υπόθεση, για τους λόγους που φαίνονται ανωτέρω από το ιστορικό που παράθεσα, ακόμη βρίσκεται σε αυτό το στάδιο, που είναι το στάδιο για την επίλυση όλων των προδικαστικών ζητημάτων. Δυστυχώς, αντί αυτή η αγωγή σήμερα να εκδικαζόταν επί της ουσίας της, αναλωνόμαστε στο να εκδικάζουμε προδικαστικά ζητήματα και δη ζητήματα λεπτομερειών. Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, ο εν λόγω λόγος ένστασης του εναγόμενου 3, απορρίπτεται και θα προχωρήσω εξετάσω της Αίτηση επί της ουσίας.
Έχω μελετήσει τα δικόγραφα και των δύο πλευρών και επικεντρώθηκα στις συγκεκριμένες παραγράφους της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του εναγόμενου 3, για τις οποίες ζητούνται περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες, έχοντας υπόψη μου και τις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα.
Ως γενική παρατήρηση, εκείνο το οποίο διαπιστώνεται είναι ότι όντως οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στις επίδικες παραγράφους του δικογράφου του εναγόμενου 3, διέπονται από μια γενικότητα και αναδεικνύουν μια δυσκολία στο να αντιληφθεί κάποιος συγκεκριμένα γεγονότα επί των οποίων βασίζονται και για τα οποία στη συνέχεια θα προσαχθεί μαρτυρία για να αποδειχθούν, ως θα αναλυθεί κατωτέρω.
Με Αιτητικό Α.1 της Αίτησης ζητούνται συγκεκριμένες λεπτομέρειες οι οποίες αφορούν τις παραγράφους 1, 3, 5, 7 και 13 της Έκθεσης Υπεράσπισης του εναγόμενου 3. Όπως παρατηρείται, στην Έκθεση Υπεράσπισης, στις παραγράφους 1 – 6, εγείρονται ισχυρισμοί, υπό την μορφή (όπως αναφέρεται) προδικαστικών ενστάσεων με τις οποίες o εναγόμενος 3 αιτείται την απόρριψη της παρούσας αγωγής. Ειδικότερα, στην παράγραφο 1 της Έκθεσης Υπεράσπισης, ο εναγόμενος 3, «αιτείται την ακύρωση της συμφωνίας ημερ.29/04/2004, ένεκα της παράνομης και/ή δόλιας και/ή σκόπιμης παράβασης των καθηκόντων των Εναγόντων προς τον Εναγόμενο 3, και/ή κατά παράβαση των συναλλακτικών πρακτικών και/ή ηθών, …..». Στην παράγραφο 3 της Έκθεσης Υπεράσπισης, ο εναγόμενος 3 «αιτείται την απόρριψη της αγωγής, ένεκα της εσκεμμένης παράλειψης και/ή παράβασης των καθηκόντων των Εναγόντων, οι οποίοι επιβάρυναν με παράνομες χρεώσεις και/ή αιτούνταν ποσά και/ή πίστωναν τον λογαριασμό, με παράνομες χρεώσεις τις οποίες δεν νομιμοποιούνταν…..». Στην παράγραφο 5 της Έκθεσης Υπεράσπισης, ο εναγόμενος 3 «αιτείται την ακύρωση της συμφωνίας ημερομηνίας 29/04/2004, λόγω αμέλειας και/ή έλλειψης διαφάνειας και/ή επί σκοπού και/ή δολίως και/ή κατά παράβαση των καθηκόντων των Εναγόντων προς τους Εναγόμενους και/ή κατά παράβαση της υποχρέωσης των Εναγόντων να δώσουν ορθές συμβουλές προς τους Εναγόμενους, και/ή κατά παράβαση των συναλλακτικών πρακτικών και/ή ηθών …..». Στην παράγραφο 7 της Έκθεσης Υπεράσπισης, ο εναγόμενος 3, ισχυρίζεται «πως οι ενάγοντες καταστρατηγώντας τον ελεύθερο ανταγωνισμό και νοθεύοντας τους κανόνες καταναλωτικής πίστης, προέβησαν στην παραχώρηση δανείου με όρους απαχθείς και δυσβάστακτους, οι οποίοι στέφονταν ενάντια στα συμφέροντα του Εναγόμενου 3, και εξυπηρετούσαν μόνο τα συμφέροντα των Εναγόντων, οι οποίοι παράνομα και/ή αυθαίρετα και/ή κατά το δοκούν, προέβαιναν σε καταχρηστικές χρεώσεις, επέβαλλαν καταχρηστικά επιτόκια πέραν του συμφωνηθέν κυμαινόμενου ορίου, μονομερώς, τόκιζαν τις επιβληθείς καταχρηστικές χρεώσεις και κεφαλαιοποιούσαν τους παραγόμενους κατά τον ως άνω αυθαίρετο και παράνομο τρόπο….». Και στην παράγραφο 13 της Έκθεσης Υπεράσπισης ο εναγόμενος 3 ισχυρίζεται ότι «Σε σχέση με το καθ’ ισχυρισμό επιτόκιο όφελος, το αποδέχθηκε και/ή συναίνεσε με περιορισμένη και/ή μηδαμινή αντίληψη, αναφορικά με τους όρους της δανειακής σύμβασης, αφού οι Ενάγοντες χωρίς να του επεξηγήσουν με πλήρη διαφάνεια τις υποχρεώσεις και/ή τα προτερήματα που θα απορρέουν από την σύμβαση και/ή με ατελή ανακοίνωση αληθινών γεγονότων και/ή με παραπλανητικές συμβουλές και/ή χειρισμούς και ψευδής διαβεβαιώσεις οι τελευταίοι εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη για εξασφάλιση χρηματοοικονομικής διευκόλυνσης επηρέασαν την δικαιοπρακτική ικανότητα του Εναγόμενου 3, αψηφώντας το δικαίωμα του συμβάλλεσθε που απορρέει από το άρθρο 26 του Συντάγματος, στερώντας από τον τελευταίο την ελευθερία της διαπραγμάτευσης.»
Σημειώνεται ότι στην Έκθεση Απαίτησης οι ενάγοντες επικαλούνται την Συμφωνία Δανείου ημερ. 29/04/2004 με την οποία παραχώρησαν δάνειο στον εναγόμενο 1 ύψους €181.966,05 (Πρώτη Συμφωνία Δανείου) καθώς επίσης και εγγυητήριο έγγραφο ημερομηνίας 29/04/2004, με το οποίο ο εναγόμενος 3 εγγυήθηκε όλες τις υποχρεώσεις του εναγόμενου 1.
Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, ο εναγόμενος 3, επικαλείται προς το σκοπό ακύρωση της συμφωνίας ημερ. 29/04/2004 την παράνομη και/ή δόλια και/ή σκόπιμη παράβαση των καθηκόντων των εναγόντων προς τον εναγόμενο 3 και/ή την παράβαση των συναλλακτικών πρακτικών και/ή ηθών και/ή την παράλειψη των καθηκόντων των εναγόντων προς τον εναγόμενο 3 και/ή την αμέλεια και/ή έλλειψη διαφάνειας. Οι ισχυρισμοί του αυτοί είναι γενικοί και δεν προκύπτει να προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς γεγονότων που να τους υποστηρίζουν. Ενώ, όπως διαφαίνεται, διαπλέκονται με άλλα ζητήματα που αφορούν τις χρεώσεις. Εκείνο το οποίο ζητείται από τους ενάγοντες είναι να παρασχεθούν λεπτομέρειες γεγονότων επί των οποίων εδράζονται οι πιο πάνω ισχυρισμοί. Κρίνω, ότι όπως είναι δικογραφημένοι οι εν λόγω ισχυρισμοί είναι γενικοί και αόριστοι. Απαιτείται η παράθεση συγκεκριμένων γεγονότων έτσι ώστε να συγκεκριμενοποιηθούν αυτά με σκοπό να γνωρίζει η πλευρά των εναγόντων τη συγκεκριμένη θέση γεγονότων του εναγόμενου 3 και να μην βρεθεί εξ’ απήνης κατά το στάδιο της δίκης. Περαιτέρω, κρίνω ότι είναι αναγκαία η παροχή των λεπτομερειών αυτών με σκοπό να καθοριστεί επ’ ακριβώς το πλαίσιο της δίκης. Τα όσα επιζητούνται δεν αποτελούν μαρτυρία, όπως ισχυρίζεται η πλευρά του εναγόμενου 3, αλλά ισχυρισμούς γεγονότων για να καθορίσουν τα επίδικα ζητήματα γεγονότων και για να γνωρίζει η πλευρά των εναγόντων επί ποίων γεγονότων στηρίζει τη θέση του ο εναγόμενος 3 σε σχέση με τους ισχυρισμούς του περί αμέλειας, δόλιας, παράνομης συμπεριφοράς και/ή παράλειψης των καθηκόντων των εναγόντων κ.τ.λ, όπως αναφέρεται ανωτέρω. Όπως αναφέρεται σύγγραμμα «Τhe Annual Practice 1958, σελ.450» «Ιn every pleading a certain amount of detail is necessary to ensure clearness, and to prevent “surprise” at the trial. Each party must state his case with precision; otherwise his opponent will not know for certain what is the real point of dispute, and therefore will not be able to properly prepare his evidence for the trial». Και πιο κάτω στο ίδιο σύγγραμμα, αναφέρονται τα κάτωθι σχετικά με τα ζητήματα που εξετάζονται στην παρούσα: “Αnd whenever either party is imputing fraud, negligence, or misconduct to his opponent, the facts must be stated with especial particularity and care».
Πέραν των πιο πάνω λεπτομερειών, οι οποίες επιζητούνται με σκοπό να συγκεκριμενοποιηθούν τα γεγονότα επί των οποίων βασίζονται οι ισχυρισμοί του εναγόμενου 3 για αμέλεια και παράβαση των καθηκόντων των εναγόντων και/ή των συναλλακτικών ηθών κ.τ.λ. επιζητούνται λεπτομέρειες που αφορούν ημερομηνίες και ονόματα των προσώπων που ενέργησαν κατά τον ισχυριζόμενο τρόπο. Είναι γεγονός ότι τελευταία αυτή φύση των λεπτομερειών και τέτοια αιτήματα συνήθως απορρίπτονται καθότι αποτελούν μαρτυρία και όχι ισχυρισμούς γεγονότων. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις που ακόμα και τέτοιου είδους λεπτομέρειες, μπορούν να αποδοθούν. Στο πιο πάνω αναφερόμενο σύγγραμμα, στη σελ. 461 αναφέρεται το εξής: «But where the information asked for is clearly necessary to enable the applicant properly to prepare for trial, or in other respects the application is a proper one, the information must be given, even though it discloses some portion of the evidence on which the other party proposes to rely on the trial».
Η πλευρά των εναγόντων, επιζητεί και τις πιο πάνω αναφερόμενες λεπτομέρειες με σκοπό, όπως αναφέρει η ενόρκως δηλούσα της Αίτησης, να γνωρίζουν ποιά μαρτυρία χρειάζεται να προσκομίσουν για σκοπούς απόδειξης των αμφισβητούμενων ισχυρισμών τους. Ο συνήγορος των εναγόντων, στην αγόρευση του, αναφέρει ότι πρόκειται για τραπεζικό οργανισμό με πολλούς υπαλλήλους και είναι αναγκαίο να γνωρίζει ποιος ή ποιοι υπάλληλοι ενέργησαν με τον κατ’ ισχυρισμό τρόπο με σκοπό να προετοιμαστούν για την ακρόαση και να προσκομίσουν την αναγκαία μαρτυρία. Κρίνω, ότι υπό περιστάσεις, η αποκάλυψη των ονομάτων των προσώπων και των ημερομηνιών που φέρεται να ενέργησαν με τον κατ’ ισχυρισμό στην Έκθεση Υπεράσπισης του εναγόμενου 3, είναι μέρος των λεπτομερειών που αφορούν τους ισχυρισμούς του περί ακυρότητας της επίδικης συμφωνίας και η παροχή αυτών των λεπτομερειών, αν και αποτελεί μαρτυρία, είναι αναγκαία με σκοπό η πλευρά των εναγόντων να προετοιμαστεί κατάλληλα για την ακρόαση και να μπορεί να λάβει την κατάλληλη πληροφόρηση για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του εναγόμενου 3. Κατά συνέπεια, κρίνω ότι είναι από τις περιπτώσεις που μπορούν να αποδοθούν και αυτές οι λεπτομέρειες.
Το αιτητικό Α.1β της Αίτησης αφορά το ζήτημα της καταχρηστικότητας των όρων της επίδικης συμφωνίας δανείου, το επαχθές αυτών και τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζονται οι ισχυρισμοί αυτού. Στην παράγραφο 3 της Έκθεσης Υπεράσπισης του εναγόμενου 3, προβάλλεται ο ισχυρισμός περί ακυρότητας της συμφωνίας ημερομηνίας 29/04/2004 για το λόγο ότι οι ενάγοντες παραχώρησαν δάνειο το οποίο «περιέχει καταχρηστικούς όρους, και/ή όρους οι οποίοι δεν μπορεί να είναι κατανοητοί, από τον μείζον λογικό άνθρωπο…». Στη δε παράγραφο 7 της Έκθεσης Υπεράσπισης του εναγόμενου 3, γίνεται ισχυρισμός «πως οι ενάγοντες προέβησαν στην παραχώρηση δανείου με όρους επαχθείς και δυσβάστακτους, οι οποίοι στρέφονταν ενάντια στα συμφέροντα του Εναγόμενου 3, και εξυπηρετούσαν μόνο τα συμφέροντα των Εναγόντων, οι οποίοι παράνομα και αυθαίρετα και κατά το δοκούν, προέβαιναν σε καταχρηστικές χρεώσεις, επέβαλλαν καταχρηστικά επιτόκια πέραν του συμφωνηθέν κυμαινόμενου ορίου, μονομερώς, τόκιζαν τις επιβληθείσες καταχρηστικές χρεώσεις και κεφαλαιοποιούσαν τους παραγόμενους κατά τον ως άνω αυθαίρετο και παράνομο τρόπο, έχοντας ως αποτέλεσμα το χρέος να διογκωθεί σε παράλογο βαθμό.». Στην παράγραφο 13, επίσης, γίνεται αναφορά σε καταχρηστικές χρεώσεις.
Επιζητούνται με το πιο πάνω αιτητικό, λεπτομέρειες των κατ’ ισχυρισμό καταχρηστικών, επαχθών και δυσβάστακτων όρων. Η προβολή του ισχυρισμού αυτού γίνεται γενικά στην Έκθεση Υπεράσπισης του εναγόμενου 3 χωρίς να καθορίζονται ποιοι είναι αυτοί οι κατ’ ισχυρισμό καταχρηστικοί όροι της επίδικης συμφωνίας με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να μην είναι σε θέση να γνωρίζουν εκ των προτέρων για ποιους όρους ο εναγόμενος 3 αναφέρεται. Ο καθορισμός των εν λόγω όρων είναι απαραίτητος για σκοπούς σαφήνειας, καθορισμού των επίδικων θεμάτων με ακρίβεια, να καθοριστεί το πλαίσιο της ακρόασης και για να γνωρίζει η πλευρά των εναγόντων εκ των προτέρων τί θα έχει να αντιμετωπίσει κατά τη δίκη (βλ. σχετικά με την ανάγκη δικογράφησης τέτοιων ζητημάτων την Περικλέους v. Ellinas Finance Ltd κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. 283/2010, ημερ. 10.3.2015).
Πέραν των πιο πάνω, οι ενάγοντες ζητούν λεπτομέρειες αναφορικά με τα γεγονότα στα οποία στηρίζονται οι πιο πάνω ισχυρισμοί περί καταχρηστικότητας των όρων καθώς επίσης και γεγονότα αναφορικά με τους ισχυρισμούς του εναγόμενου 3 ότι οι επίδικες συμφωνίες δεν είχαν συναφθεί με την ελεύθερη βούληση των εναγόμενων και/ή ότι ο εναγόμενος 3 αναγκάστηκε να αποδεχθεί τις επίδικες συμφωνίες. Δεν είναι επί του παρόντος να ασχοληθεί το Δικαστήριο με την ουσία της υπόθεσης και να αποφανθεί αναφορικά με το τί χρειάζεται για να αποδειχθεί μια ρήτρα καταχρηστική (βλ. Frakapor Courier Ltd κ.α. κ Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 9/2011, ημερ. 16.6.2016). Παρόλα αυτά, ο εναγόμενος 3, επικαλείται στην Έκθεση Υπεράσπισης του ότι οι επίδικες συμφωνίες είχαν συναφθεί χωρίς την ελεύθερη βούληση τους και ότι ο ίδιος αναγκάστηκε να τις αποδεχθεί, χωρίς να αναφέρεται σε οποιαδήποτε γεγονότα που να στηρίζουν αυτούς τους ισχυρισμούς του. Επικαλείται ακυρότητα των συμφωνιών για τους πιο πάνω λόγους κατά γενικό τρόπο, κάτι το οποίο αφήνει ανοικτό το πλαίσιο της δίκης και δεν παρέχει στους ενάγοντες την ευχέρεια να γνωρίζουν τί θα έχουν να αντιμετωπίσουν επί ζητήματος πραγματικών γεγονότων και να προετοιμαστούν κατάλληλα για την ακρόαση. Είναι αναγκαίο, κρίνω, να παρασχεθούν οι λεπτομέρειες αυτών των γεγονότων, οι οποίες δεν προκύπτει να αποτελούν μαρτυρία. Θα παρασχεθούν ισχυρισμοί γεγονότων που να επεξηγούν τη θέση του εναγόμενου 3, περί ακυρότητας των επίδικων συμφωνιών για τους λόγους που ισχυρίζεται στο δικόγραφο του. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Bullen & Leake, Precedents of Pleadings, 12η έκδοση, σελ. 1106:
«Pleading. Where the defendant relies upon the defence of illegality, he should distinctly raise that defence by his pleading, and should state the facts or refer to facts already stated in the Statement of Claim, so as to show clearly what the illegality is. If a man “intends to charge illegality, he must state facts for the purpose of showing what the illegality is” (Bullivant v. Att.-Gen. for Victoria (1901) A.C. 196, per Lord Davey at 204).»
Όσον αφορά το αιτητικό Α. 2 της Αίτησης, οι λεπτομέρειες που ζητούνται αφορούν τις κατ’ ισχυρισμό παράνομες χρεώσεις και τους τόκους επί των δανείων. Στην παράγραφο 3 της Έκθεσης Υπεράσπισης του εναγόμενου 3, γίνεται λόγος για παράνομες χρεώσεις. Στην παράγραφο 6, γίνεται αναφορά για τόκους κατά πολύ ψηλότερους από το συμφωνηθέν και/ή συμβατικό τόκο, με το οποίο οι ενάγοντες πλούτιζαν αδικαιολόγητα κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Νόμου και/ή των νομοθετικών κανονισμών και/ή των Ευρωπαϊκών Οδηγιών. Στην παράγραφο 7 γίνεται αναφορά για καταχρηστικές χρεώσεις, καταχρηστικά επιτόκια πέραν του συμφωνηθέν κυμαινόμενου ορίου και για κεφαλαιοποίηση αυτών. Στην παράγραφο 13 ο εναγόμενος 3, προβάλλει τη θέση, πώς οι οποιεσδήποτε χρεώσεις και το ισχυριζόμενο οφειλόμενο ποσό, περιέχουν παράνομες και/ή καταχρηστικές χρεώσεις, ανατοκισμούς, τόκους υπερημερίας ενώ στην παράγραφο ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες με τρόπο αφανή διαχειρίζονται τους λογαριασμούς τους, πολλαπλασιάζοντας με τρόπο παράνομο και/ή καταχρηστικό, το χρέος αυτού, πλουτίζοντας αθέμιτα σε βάρος του.
Ως φαίνεται από τα πιο πάνω και από το δικόγραφο του εναγόμενου 3, επικαλείται κατά γενικό τρόπο παράνομες χρεώσεις και τόκους επί των δανείων, καταχρηστικές χρεώσεις, επιτόκια και τα υπόλοιπα που αναφέρονται στις σχετικές παραγράφους. Ο εναγόμενος 3, επικαλείται τα πιο πάνω με σκοπό την ακύρωση της συμφωνίας ημερ. 29/04/2004. Παρά ταύτα, δεν προκύπτει να συγκεκριμενοποιεί ποιες χρεώσεις είναι παράνομες, καταχρηστικές και με ποιο επιτόκιο πέραν του συμφωνηθέντος χρέωναν το λογαριασμό. Ούτε εξηγεί με ποια επιτόκια έπρεπε να χρεώνονται οι λογαριασμοί και σε ποιο ποσό συνίστανται οι παράνομες χρεώσεις. Η συγκεκριμενοποίηση των πιο πάνω ισχυρισμών είναι αναγκαία με σκοπό να μπορούν να καθοριστούν με σαφήνεια τα επίδικα θέματα και να είναι σε θέση η πλευρά των εναγόντων να γνωρίζει την υπόθεση που θα αντιμετωπίσει. Η θέση που προβάλλεται εκ μέρους των συνηγόρων του εναγόμενου 3 ότι οι ενάγοντες είναι σε καλύτερη θέση να γνωρίζουν τα γεγονότα αυτά καθότι κατέχουν τις καταστάσεις των λογαριασμών, δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να διατάξει την παροχή των πιο πάνω λεπτομερειών, αν κρίνει ότι είναι αναγκαίες για να γνωρίζει η άλλη πλευρά τις θέσεις του αντίδικου της. Στο σύγγραμμα «The Annual Practice 1958, p. 461» αναφέρονται τα εξής σχετικά: «It is sometimes urged as an objection to an application for particulars that the applicant must know the true facts of the case better than his opponent…………..But each party is entitled to know the outline of the case that his adversary is going to make against him, and to bind him down to definite story. Particulars therefore will be ordered whenever the Μaster is satisfied that without them the applicant will not know what the opponent will try to prove against him at the trial.» Στην παρούσα, μπορεί οι ενάγοντες να είναι αυτοί που προέβαιναν στις χρεώσεις στους επίδικους λογαριασμούς και να κατέχουν τις καταστάσεις τους, πλην, όμως, οφείλουν να γνωρίζουν τη συγκεκριμένη θέση του εναγόμενου 3 αναφορικά με τους ισχυρισμούς του περί επιβολής παράνομων χρεώσεων, καταχρηστικών χρεώσεων, ποιο επιτόκιο κατ’ ισχυρισμό χρεωνόταν πέραν από το συμφωνηθέν παράνομα και τον τρόπο που κατ’ ισχυρισμό χειρίζονταν τους λογαριασμούς αυτούς για να είναι σε θέση να προετοιμάσουν την υπόθεση τους και να γνωρίζουν τί θα αντιμετωπίσουν στη δίκη. Οι πιο πάνω ισχυρισμοί του εναγόμενου 3, τίθενται κατά γενικό και αόριστο τρόπο με αποτέλεσμα να τίθεται σε μειονεκτική θέση η πλευρά των εναγόντων. Υπενθυμίζεται η νομολογιακή αρχή ότι, όταν ένας διάδικος παραλείπει να υποβάλει αίτηση για λεπτομέρειες, θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από αυτές, με αποτέλεσμα να μπορεί να εισαχθεί μαρτυρία κατά τη δίκη για την υποστήριξη κάποιου γενικού ισχυρισμού (βλ. Κουρσουμά v. Koσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973).
Όσον αφορά το αιτητικό 3 της Αίτησης, αυτό αφορά τις παραγράφους 8 και 13, στις οποίες ο εναγόμενος 3, ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες προχώρησαν στην χορήγηση του δανείου, χωρίς να του επεξηγήσουν «με πλήρη διαφάνεια τις υποχρεώσεις και/ή τα προτερήματα που θα απορρέουν από τη σύμβαση και/ή με ατελή ανακοίνωση αληθινών γεγονότων και/ή με παραπλανητικές συμβουλές και/ή χειρισμούς και/ή ψευδών διαβεβαιώσεων ….». Η θέση αυτή προβάλλεται με γενικότητα χωρίς να αναφέρονται γεγονότα που να την υποστηρίζουν. Ποιά ήταν η ατελή ανακοίνωση αληθινών γεγονότων, ποιες ήταν οι παραπλανητικές συμβουλές και οι ψευδείς διαβεβαιώσεις και από ποιους έγιναν; Τα γεγονότα αυτά είναι αναγκαία για να υποστυλώσουν τη πιο πάνω γενική θέση, να καθοριστούν με σαφήνεια τα ισχυριζόμενα γεγονότα και για να είναι οι ενάγοντες σε θέση να γνωρίζουν την υπόθεση που θα έχουν να αντιμετωπίσουν. Τα ονόματα των προσώπων που κατ’ ισχυρισμό προβήκαν στις πιο πάνω παραστάσεις είναι συναφή με τους πιο πάνω ισχυρισμούς και αναγκαία για να δοθεί η ξεκάθαρη εικόνα των ισχυρισμών του εναγόμενου 3.
Σε σχέση με το αιτητικό 4, αυτό αφορά τις παραγράφους 2, 4, 6 και 16, στις οποίες ο εναγόμενος 3, επικαλείται καταχρηστική συμπεριφορά των εναγόντων. Ειδικότερα, στην παράγραφο 2 υπάρχει ο ισχυρισμός ότι «η παρούσα αγωγή, έχει εγερθεί παράτυπα και/ή αντινομικά αφού οι Ενάγοντες ενεργούν με τρόπο που δεν συνάδει με τις πρόνοιες του άρθρου 26 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως και των Ευρωπαϊκών Οδηγιών 2005/29/ΕΟΚ, 93/13/ΕΟΚ (εναρμονισμένη με τον Περί Καταχρηστικών Ρητρών Νόμο 93(Ι)/1996), και άλλων σχετικών οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που προβλέπει τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών, σε σχέση με αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, καταχρηστικές ρήτρες, που περιορίζουν και δημιουργούν αισθητές στρεβλώσεις στην συμβατική σχέση των μερών.» Στην παράγραφο 4 της Έκθεσης Υπεράσπισης ο εναγόμενος 3 «……καταγγέλλει τους Ενάγοντες ότι, κατά παράβαση των νομοθετικών αρχών και/ή της εν Κύπρο Νομοθεσίας και/ή των οδηγιών που δόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα, αναφορικά με την εναρμόνιση του βασικού επιτοκίου και/ή την αντικατάσταση αυτού με το επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα, από καιρό εις καιρό, συνέχισαν και/ή έπρατταν και/ή χρέωναν με την ίδια τακτική και/ή πρόσθεταν παράνομες επιβαρύνσεις στον άμεσα συνδεδεμένο τρεχούμενο λογαριασμό ……..με επιτόκιο άλλο από το νενομισμένο, το οποίο είναι ασύμφωνο και/ή παράνομο και/ή άλλο από αυτό το οποίο έδιδε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έχοντας ως αποτέλεσμα να ενεργούν παράνομα και/ή καταχρηστικά και/ή με το τρόπο που να καταστρατηγούν τις πρόνοιες του νόμου. Επομένως, ο εναγόμενος 3, ισχυρίζεται πως η ρήτρα, αποτελεί καταχρηστική ρήτρα, σύμφωνα με τη σχετική και/ή εγχώρια νομοθεσία και/ή Ευρωπαϊκή Οδηγία 93/13». Στην παράγραφο 6 της Έκθεσης Απαίτησης, ο εναγόμενος 3 «αιτείται την ακύρωση της συμφωνίας ημερομηνίας 29/04/2004, ένεκα παράβασης των θεσμών πολιτικής δικονομίας και/ή κατά παράβαση των συναλλακτικών πρακτικών και/ή ηθών, όπου οι ενάγοντες δια μέσω της, αιτούνται τόκους κατά πολύ υψηλότερους από το συμφωνηθέν και/ή συμβατικό τόκο, με τον οποίο αδικαιολόγητα να πλουτίζουν κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Νόμου και/ή των νομοθετικών κανονισμών και/ή των Ευρωπαϊκών Οδηγιών.» Στη δε παράγραφο 16 ο εναγόμενος 3 ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες, «κατ’ επανάληψη καταστρατηγούν και αντίκεινται στους κανόνες καταναλωτικής πίστης, εκμεταλλευόμενοι την δεσπόζουσα θέση που τους παρέχεται, εν όψει του είδους της σύμβασης και σε συνάρτηση με την ευελιξία που παρέχεται από τον Νόμο Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/1999, προβαίνουν στην ένταξη τοκογλυφικών όρων στις δανειακές συμβάσεις, νοθεύοντας τα συνταγματικά δικαιώματα του δανειολήπτη,……….».
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί, παρά την παραπομπή σε συγκεκριμένες Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο Νόμο 93(Ι)/1996, δεν παραπέμπουν σε συγκεκριμένες διατάξεις οι οποίες παραβιάζονται και περαιτέρω περιέχουν ισχυρισμούς ότι οι ενάγοντες ενεργούν κατά παράβαση και άλλων σχετικών οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που προβλέπει τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών, σε σχέση με αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, καταχρηστικές ρήτρες, που περιορίζουν και δημιουργούν αισθητές στρεβλώσεις στην συμβατική σχέση των μερών, χωρίς να καθορίζουν ποιες είναι αυτές οι οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στην παράγραφο 3, επίσης, γίνεται αναφορά σε παράβαση των νομοθετικών αρχών και/ή της εν Κύπρο Νομοθεσίας και/ή των οδηγιών που δόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα ενώ στην παράγραφο 6 γίνεται αναφορά σε παράβαση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, χωρίς να καθορίζονται ποιοι είναι αυτοί οι Θεσμοί που παραβιάζονται και ποιες είναι αυτές οι Νομοθεσίες της Κύπρου και οι Οδηγίες που δόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα. Περαιτέρω, στην παράγραφο 16 γίνεται αναφορά για νόθευση των συνταγματικών δικαιωμάτων του εναγόμενου 3, χωρίς συγκεκριμένη αναφορά για το ποια συνταγματικά δικαιώματα αυτού παραβιάζονται. Πέραν των πιο πάνω, το κυριότερο, είναι ότι πουθενά δεν γίνεται αναφορά στις ενέργειες ή πράξεις των εναγόντων που παραβιάζουν όλα τα πιο πάνω ισχυριζόμενα. Το μόνο που αναφέρεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο, είναι ότι οι ενάγοντες ενεργούν με τρόπο που παραβιάζουν όλα τα πιο πάνω αναφερόμενα. Δεν παραγνωρίζω ότι τα δικόγραφα θα πρέπει να περιέχουν ισχυρισμούς γεγονότων και όχι νομική επιχειρηματολογία, πλην όμως, στην παρούσα περίπτωση δεν πρόκειται για μια τέτοια επιχειρηματολογία ή ακόμη και ερμηνεία της κείμενης νομοθεσίας, όπως ισχυρίζεται η πλευρά του εναγόμενου 3 με τον 5ον λόγο ένστασης της. Ο εναγόμενος 3 στην παρούσα επικαλείται συγκεκριμένες παραβάσεις Νομοθεσιών και Ευρωπαϊκών Οδηγιών που επιφέρουν συγκεκριμένο αποτέλεσμα και σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να καθορίσει τις πρόνοιες των συγκεκριμένων νομοθεσιών και τα γεγονότα τα οποία υποστηρίζουν το εν λόγω νομικό αποτέλεσμα. Στην Γενικού Εισαγγελέα v. 1. ……Φωτόπουλου κ.α., Πολ. Έφεση Αρ. Ε229/2014, Ημερ. 10/07/2018, ECLI:CY:AD:2018:A356 αναφέρθηκε ότι «Όταν προβάλλεται από διάδικο στο δικόγραφο ισχυρισμός κάποιου νομικού αποτελέσματος, που εξαρτάται από την επενέργεια ορισμένων γεγονότων, αυτά πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο. Η αρχή της νομολογίας, ότι νομικά σημεία δεν αναφέρονται στο δικόγραφο, εφαρμόζεται όταν γίνονται νομικές εισηγήσεις. Όπου όμως το ισχυριζόμενο νομικό αποτέλεσμα δημιουργήθηκε εκ της επενέργειας ορισμένων γεγονότων, αυτά πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο (βλ. Μέμνια Τζιακούρα ν. Ευστράτιου Οικονομίδη (1997) 1 ΑΑΔ 669).
Στην πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση στην Γενικού Εισαγγελέα v. 1. ……Φωτόπουλου κ.α. (ανωτέρω), στην οποία η βάση της αξίωσης του ήταν η παραβίαση του Ευρωπαϊκού Δικαίου και γινόταν γενική αναφορά σε Οδηγίες της ΕΕ, ο ενάγοντας διατάχθηκε παράσχει λεπτομέρειες. Λέχθηκαν τα εξής απόλυτα σχετικά τα οποία εφαρμόζονται στην παρούσα:
«Συνεπώς, το δίκαιο της ΕΕ που κατ’ ισχυρισμόν παραβιάζεται, είναι ουσιώδες στοιχείο της υπόθεσης. Ο εναγόμενος πρέπει να γνωρίζει ποία ήταν η παραβίαση στη βάση της οποίας αξιώνονται αποζημιώσεις. Στην παράγραφο 9 (πιο πάνω) παρατίθενται αριθμητικά οι σχετικές Οδηγίες και με γενικότητα προβάλλεται παραβίαση ή μη εφαρμογή της νομολογίας και των αρχών που εφάρμοσε το ΔΕΕ σχετικώς. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν αυτό είναι αρκετό για να πληροφορηθεί ο εναγόμενος ως προς τη φύση της υπόθεσης που θα αντιμετωπίσει. Σαφέστατα η απάντηση είναι αρνητική. Με τον τρόπο που συντάχθηκε η Έκθεση Απαίτησης και συγκεκριμένα η παράγραφος 9 γίνεται μία νεφελώδης καταγραφή της φύσης της απαίτησης που δεν συνάδει με τις αρχές που διέπουν τη σύνταξη δικογράφων.
Σε υποθέσεις, όπως η παρούσα, όπου η βάση της αξίωσης είναι παραβίαση δικαίου, απαιτείται επακριβής προσδιορισμός των συγκεκριμένων διατάξεων των Οδηγιών που κατ’ ισχυρισμό παραβίασε η απόφαση του Εφετείου και της νομολογίας του ΔΕΕ που δεν εφάρμοσε. Απαιτείται περαιτέρω να επεξηγηθεί συγκεκριμένα σε τι συνίσταται η ισχυριζόμενη κατάφωρη παραβίαση των κανόνων δικαίου που επικαλούνται στην παράγραφο 13. Στην απουσία τέτοιων στοιχείων δεν δίδεται στον εναγόμενο πλήρης πληροφόρηση ως προς τη φύση της υπόθεσης που θα έχει να αντιμετωπίσει. Η έγκριση από το πρωτόδικο Δικαστήριο μόνο μέρους των λεπτομερειών που ζητήθηκαν με την παράγραφο (α) δεν είναι κατά την κρίση μας αρκετή.
Το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό δίκαιο αποτελεί μέρος της Κυπριακής έννομης τάξης δεν αλλοιώνει τα πράγματα. Ακόμα και σε περίπτωση όπου η βάση της αξίωσης ήταν παραβίαση νομοθεσίας της Δημοκρατίας θα απαιτείτο ο προσδιορισμός της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας που κατ’ ισχυρισμό παραβιάστηκε. Ούτε βεβαίως θα μπορούσε το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι παρέδωσαν στη νομική υπηρεσία τις σχετικές Οδηγίες και τη νομολογία επί του θέματος να δικαιολογήσει την ένσταση των εφεσιβλήτων. Ακόμα και εκεί όπου ο αιτητής γνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης καλύτερα από τον αντίδικό του, δικαιούται λεπτομέρειες, ώστε να γνωρίζει το περίγραμμα της υπόθεσης που θα αντιμετωπίσει κατά τη δίκη και να δεσμεύσει τον καθ’ ου η αίτηση οριστικά (Athina Leathergoods Ltd κ.α. ν. Χαραλάμπους κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 787).»
Ο εναγόμενος 3, στην παρούσα οφείλει να συγκεκριμενοποιήσει τις συγκεκριμένες διατάξεις των πιο πάνω Οδηγιών και Νόμων που ισχυρίζεται, να δώσει λεπτομέρειες των νομοθεσιών που ισχυρίζεται ότι παραβιάζονται και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το πιο σημαντικό, να επεξηγήσει και να δώσει λεπτομέρειες για τις πράξεις και ενέργειες των εναγόντων, οι οποίες παραβιάζουν τις εν λόγω νομοθεσίες και Οδηγίες.
Ο ισχυρισμός για παραβίαση των πιο πάνω αναφερόμενων Οδηγιών και του Νόμου 93(Ι)/2013 συνοδεύεται από την γενική διατύπωση και αναφορά ότι οι ενάγοντες ενεργούν με τρόπο που τις παραβιάζει καθώς και άλλες οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας και νομοθεσιών και κανονισμών της Κύπρου. Είναι αναγκαίο να δοθούν λεπτομέρειες αυτού του τρόπου που ενεργούν ή ενέργησαν οι ενάγοντες έναντι του εναγόμενου 3. Είναι αναγκαίο, επίσης, να δοθούν τα ονόματα των προσώπων που ενέργησαν έναντι του ενάγοντα με τον τρόπο αυτό και πότε, έτσι ώστε αυτά να μπορούν να καθοριστούν εκ των προτέρων και οι εν λόγω ισχυρισμοί να μπορούν να υποστυλώσουν τις πιο πάνω γενικές αναφορές και συμπεράσματα που επικαλείται ο εναγόμενος 3 και τους λόγους που η συμβατική πρόνοια αναφορικά με το επιτόκιο καθίσταται καταχρηστική και/ή παράνομη. Με αυτό τον τρόπο οριοθετείται το πλαίσιο της δίκης και η πλευρά των εναγόντων θα είναι σε θέση να γνωρίζει τί θα αντιμετωπίσει και ποια μαρτυρία θα χρειαστεί να προσκομίσει για να αντικρούσει τους εν λόγω ισχυρισμούς.
Με τον λόγο ένστασης 9 του εναγόμενου προβάλλεται η θέση ότι οι Αιτητές ζητούν λεπτομέρειες για ισχυρισμούς για τους οποίους φέρουν το βάρος απόδειξης και γι’ αυτό δεν θα πρέπει να αποδοθούν. Λεπτομέρειες μπορεί να ζητηθούν από διάδικο μόνο σε σχέση με ισχυρισμούς, το βάρος απόδειξης των οποίων φέρει ο ίδιος (βλ. Κουρσουμά v. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973). Στην παρούσα, όμως, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι ο εναγόμενος επικαλείται συγκεκριμένα ζητήματα και παραβιάσεις νομοθεσιών με σκοπό να καταδείξει την ακυρότητα των επίδικων συμφωνιών και αξιώνει ανταπαιτητικώς ανάλογες θεραπείες. Τα ζητήματα που επικαλείται θα πρέπει να τα αποδείξει και ταυτόχρονα να παράσχει και τις αναγκαίες λεπτομέρειες των ισχυρισμών του για να γνωρίζει και η άλλη πλευρά τί θα έχει να αντιμετωπίσει και να οριοθετετηθεί το πλαίσιο της δίκης. Κατά συνέπεια, απορρίπτεται και αυτός ο λόγος ένστασης.
Με τον λόγο ένστασης 10, ο εναγόμενος 3 ισχυρίζεται ότι η παρούσα αίτηση γίνεται εκ του περισσού και/ή είναι καταχρηστική καθότι οι ενάγοντες δικαιούνται βάσει της Δ.30 να ζητούν την αποκάλυψη ή επιθεώρηση εγγράφων και άλλων αιτημάτων που προβλέπονται στην εν λόγω διαταγή. Το γεγονός, όμως, ότι υπάρχει η πιο πάνω δυνατότητα δεν αποκλείει το δικαίωμα του διαδίκου να απαιτήσει λεπτομέρειες, όπως προβάλλεται με τον πιο πάνω λόγο ένστασης. Η δυνατότητα να ζητηθεί επιθεώρηση εγγράφων προτού ζητηθούν λεπτομέρειες ενυπάρχει αλλά δεν υπάρχει οποιοσδήποτε κανόνας που να επιβάλλει να γίνει πρώτα επιθεώρηση εγγράφων και μετά η παράδοση λεπτομερειών (βλ. The Annual Practice, 1958, p. 461). Στην παρούσα περίπτωση και δεδομένης της φύσης της διαφοράς, δεν προκύπτει να εξυπηρετούσε σε οτιδήποτε ουσιαστικό η επιθεώρηση εγγράφων. Εκείνο το οποίο απαιτείται είναι η συγκεκριμενοποίηση των ισχυρισμών του εναγόμενου 3 και απαιτούνται γεγονότα και ισχυρισμοί. Άλλωστε η πλευρά του εναγόμενου 3 δεν εξηγεί πώς θα βοηθούσε στο να γίνει αντιληπτή η υπεράσπιση του με τυχόν επιθεώρηση εγγράφων. Πέραν τούτου, καταχωρήθηκε από τον εναγόμενο 3, ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων στις 04/10/2024 και με βάση το περιεχόμενο των εγγράφων που αποκαλύπτονται, δεν προκύπτει ότι τυχόν επιθεώρηση τους θα βοηθούσε σε οτιδήποτε. Απορρίπτεται και αυτός ο λόγος ένστασης.
Οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης έχουν απαντηθεί ανωτέρω κατά την εξέταση της ουσίας των αιτημάτων των εναγόντων.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι η αίτηση θα πρέπει να επιτύχει για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, για εκάστη λεπτομέρεια που επιζητείται.
Σύμφωνα με τη Δ.19, Θ.6 το Δικαστήριο διατάσσοντας την παράδοση λεπτομερειών, δύναται να επιβάλει και οποιουσδήποτε όρους θεωρεί δίκαιους υπό τις περιστάσεις, ακόμη και την αναστολή της διαδικασίας ή και απόρριψη της αγωγής, αν δεν παρασχεθούν οι αιτούμενες λεπτομέρειες (βλ. Kapatais v. The London & Lancashire Insurance Co Ltd 24 CLR (1959 – 1960) 66 και Williamson and Others v. Rider (1962) 2 All ER 268). Έλαβα υπόψη μου το σύνολο της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του εναγόμενου 3 και κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις ο κατάλληλος όρος που θα ήταν προτιμότερο να επιβληθεί, είναι όπως ο εναγόμενος 3 να μην μπορεί να προσκομίσει μαρτυρία για σκοπούς απόδειξης των ισχυρισμών που θα διαταχθεί να παραδώσει λεπτομέρειες, στην περίπτωση που δεν συμμορφωθεί με το διάταγμα του Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος Α, 1 α-γ, 2 α-γ, 3 α και 4 α-β της Αίτησης με τη διαφοροποίηση ότι ο χρόνος συμμόρφωσης του εναγόμενου 3 θα ανέρχεται στις 30 μέρες από σήμερα. Περαιτέρω, εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος Γ της Αίτησης, με την διαφοροποίηση επίσης του χρόνου ο οποίος θα ανέρχεται σε 30 μέρες αντί 7 μέρες όπως αναφέρεται στην παράγραφο αυτή.
Όσον αφορά τα έξοδα της Αίτησης, έχοντας υπόψη το αποτέλεσμα της Αίτησης και δεδομένου ότι οι αιτούμενες λεπτομέρειες ζητήθηκαν προηγουμένως με σχετική επιστολή των εναγόντων (Halsbury’s Laws of England, Third Edition, Vol. 30, para. 63), αυτά επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων και εναντίον του εναγόμενου 3, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα είναι πληρωτέα στο τέλος της αγωγής.
(Υπ.)……………………………………
Χρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο,
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο