17 ARM AFRICA AND CIS OPPORTUNITY FUND 1 LTD ν. Akrostar Enterprises Ltd κ.α., Αρ. Aγωγής 1394/2022, 21/11/2025
print
Τίτλος:
17 ARM AFRICA AND CIS OPPORTUNITY FUND 1 LTD ν. Akrostar Enterprises Ltd κ.α., Αρ. Aγωγής 1394/2022, 21/11/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.

   Αρ. Aγωγής 1394/2022

iJustice

Μεταξύ:

 

17 ARM AFRICA AND CIS OPPORTUNITY FUND 1 LTD,

από τις Μπαχάμες

                                                                                                                        Εναγόντων

και

 

                1.  AKROSTAR ENTERPRISES LTD, HE 367490, από τη Λεμεσό

2.    ΕΛΕΝΗ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, από τη Λεμεσό

                                                                                                                        Εναγόμενων

-----------------------------

 

Αίτηση για Ασφάλεια Εξόδων ημερομηνίας 05/12/2024

εκ μέρους των Εναγόμενων αρ. 1 και 2 – Αιτητών

 

 

Ημερ.: 21 Νοεμβρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για τους Εναγόμενους αρ. 1 και 2 – Αιτητές : κ. Χριστόδουλος Νεοφύτου για κ.κ. Σωτήρης Πίττας & Σία Δ.Ε.Π.Ε.  

Για την Ενάγουσα – Καθ’ ης η Αίτηση: κ. A. Πέτσας για κ.κ. Ανδρέας Πέτσας & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ   ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι Εναγόμενοι αρ. 1 και 2 - Αιτητές με την παρούσα αίτηση ζητούν από το Δικαστήριο διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η ενάγουσα – καθ’ ης η αίτηση όπως εντός 30 ημερών από της εκδόσεως του ζητούμενου διατάγματος ή  σε οποιαδήποτε άλλη προθεσμία κρίνει λογική και δίκαιη το Δικαστήριο, καταβάλει ασφάλεια και/ή εγγύηση εξόδων (SECURITY FΟR COSTS) προς όφελος των Αιτητών – Εναγόμενων 1 και 2, σε μετρητά και/ή υπό μορφή ανέκκλητης τραπεζικής εγγυητικής για το ποσό των €87,086,62 και/ή οποιοδήποτε άλλο ποσό ήθελε θεωρήσει ορθό και δίκαιο το Σεβαστό Δικαστήριο καθορίσει, για τα έξοδα με τα οποία θα επιβαρυνθούν οι Αιτητές – Εναγόμενοι 1 και 2 στην Αγωγή.

 

Περαιτέρω, αξιώνουν διάταγμα του Δικαστηρίου που να αναστέλλει οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, μέχρι να καταβληθεί η ασφάλεια και/ή εγγύηση εξόδων που ήθελε διατάξει το Δικαστήριο και σε περίπτωση που δεν καταβληθεί τέτοια ασφάλεια και/ή εγγύηση εξόδων εντός του χρόνου που θα καθορίσει το Δικαστήριο, τότε η αγωγή να θεωρείται αυτομάτως απορριφθείσα και χωρίς να ληφθεί οποιοδήποτε άλλο διάβημα από πλευράς εναγόμενων αρ. 1 και 2 – Αιτητών και με έξοδα εις βάρος της ενάγουσας -  καθ’ ης η αίτηση.

 

Η αίτηση βασίζεται στους Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς, Δ.15, θθ. 3 και 4, Δ.39, Δ.48, θθ.1-4 και 9,      Δ.59, θθ.1 και 3, Δ.60, θθ.1 – 6 και Δ.64, στα Άρθρα 382 και 384 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, στη νομολογία, στις συμφυείς εξουσίες, στη γενική πρακτική και διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη ομολογία της κας Ελένης Σωκράτους, διευθύντριας και γραμματέας της Εναγόμενης αρ. 1 και Εναγόμενη αρ. 2 στην παρούσα αγωγή, η οποία εκθέτει τα γεγονότα που κατά την κρίση της, υποστηρίζουν και δικαιολογούν το αίτημα. Συνοπτικά, η εν λόγω ενόρκως δηλούσα, αφού παραθέτει το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης, η οποία καταχωρήθηκε στις 12/09/2022, αναφέρει ότι η ενάγουσα είναι αλλοδαπή εταιρεία, περιορισμένης ευθύνης, εγγεγραμμένη στις Μπαχάμες και δεν φαίνεται και δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου που να καταδεικνύει ότι η ενάγουσα έχει οποιαδήποτε περιουσία εντός της δικαιοδοσίας της Κύπρου. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση αποτυχίας της αγωγής, οι δικηγόροι των εναγόμενων δεν θα μπορούν να προβούν σε οποιαδήποτε μέτρα εκτέλεσης για είσπραξη τυχόν εξόδων επιδικαστούν από το Δικαστήριο υπέρ των εναγόμενων. Περαιτέρω, η ενόρκως δηλούσα ισχυρίζεται ότι η παρούσα αγωγή δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας και επεξηγεί τους λόγους που βασίζει τον ισχυρισμό της αυτό. Επισυνάπτει, επίσης, στην ένορκη της ομολογία, προσχέδιο καταλόγου εξόδων τα οποία υπολογίζονται να ανέλθουν στο ποσό των €87.086,62 και τα οποία επεξηγεί.

 

Η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι εξ’ όσων ενημερώνεται από τους δικηγόρους τους, οι εναγόμενοι έχουν μεγάλες πιθανότητες η αγωγή εναντίον τους να απορριφθεί με έξοδα υπέρ τους και ως εκ τούτου υπάρχει εύλογη ανησυχία για την πληρωμή των εξόδων των εναγόμενων και είναι ορθό και δίκαιο και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια εκδίδοντας τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Η πιο πάνω αίτηση των εναγόμενων αρ. 1 και 2 – Αιτητών, συνάντησε την ένσταση της ενάγουσας – καθ’ ης η αίτηση, η οποία καταχωρήθηκε γραπτώς στις 28/02/2025 και με την οποία προβάλλει 9 λόγους για τους οποίους η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, ως ακολούθως:

 

  1. Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων.
  2. Οι Καθ’ ων η Αίτηση έχουν πολύ καλή υπόθεση εναντίον των Αιτητών.
  3. Το ποσό το οποίο ζητείται να καταβληθεί ως ασφάλεια εξόδων είναι υπερβολικό.
  4. Οι Καθ’ ων η αίτηση αποτελούν την μητρική εταιρεία της Εναγόμενης 1/Αιτήτριας 1 ως ορίζει το άρθρο 148 του Περί Εταιρειών Νόμου (ΚΕΦ.113).
  5. Οι Καθ’ ων η Αίτηση έχουν περιουσιακά στοιχεία εναντίον των οποίων μπορούν να λάβουν μέτρα οι Αιτητές.
  6. Η Εναγόμενη 1 / Αιτήτρια 1 κατά δική της παραδοχή οφείλει μεγάλα χρηματικά ποσά στους Καθ’ ων η Αίτηση.
  7. Η Εναγόμενη 1 / Αιτήτρια 1 δεν έχει υποβάλει την ετήσια έκθεση με επισυνημμένες οικονομικές καταστάσεις μετά το έτος 2019 ως τα άρθρα 118 και 152Α του περί Εταιρειών Νόμου (ΚΕΦ.113), ως εκ τούτου δημοσιεύτηκε η τρίμηνη γνωστοποίηση την 10/01/2025 ότι, μετά τη λήξη 3 μηνών από την ημερομηνία γνωστοποίησης, το όνομα της Εναγόμενης 1 / Αιτήτριας 1 θα διαγραφεί από το Μητρώο και η Εναγόμενη 1 / Αιτήτρια 1 εταιρεία θα διαλυθεί.
  8. Η παρούσα αίτηση είναι καταχρηστική και/ή οι Αιτητές καταχράζονται τις διαδικασίες του Δικαστηρίου με σκοπό την οικονομική εξουθένωση των Καθ’ ων η Αίτηση.
  9. Τυχόν επιτυχία της Αίτησης θα εμποδίσει την πρόσβαση των Καθ’ ων η Αίτηση στο Δικαστήριο κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.).   

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από την ένορκη ομολογία της κας Βαλεντίνας Καρακατσάνη, υπαλλήλου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων της ενάγουσας – καθ’ ης η αίτηση και εξουσιοδοτημένης από την ενάγουσα - Καθ’ ης η Αίτηση και συγκεκριμένα από τον διευθυντή της και εκ των τελικών δικαιούχων κ. Patrick James Earl of Clanwilliam, να προβεί στην παρούσα ένορκη ομολογία καθότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν έχει μόνιμη παρουσία στην Κύπρο.

 

Η εν λόγω ενόρκως δηλούσα, συνοπτικά, υιοθετεί τους λόγους ένστασης και ισχυρίζεται ότι, εξ’ όσων την πληροφορούν οι δικηγόροι της ενάγουσας, οι ισχυρισμοί των Αιτητών ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν έχει καλή υπόθεση είναι γενικοί και δεν στηρίζονται σε οποιαδήποτε απτά γεγονότα. Επίσης, ισχυρίζεται ότι η Καθ’ ης η Αίτηση κατέχει 5000 μετοχές της Εναγόμενης αρ. 1 / Αιτήτριας αρ. 1, ήτοι κατέχει το 100% επί του μετοχικού κεφαλαίου της Εναγόμενης αρ.1 / Αιτήτριας αρ. 1 (βλ. τεκμήριο 1) και αποτελεί την μητρική εταιρεία της τελευταίας. Δημιουργείται το παράδοξο, αναφέρει η ενόρκως δηλούσα, η Εναγόμενη αρ.1 / Αιτήτρια αρ. 1 να αιτείται ασφάλεια εξόδων από τον μοναδικό μέτοχο, προς διασφάλιση και διευκόλυνση της τυχόν ανάκτησης δικαστικών εξόδων.

 

Πέραν των πιο πάνω, η ενόρκως δηλούσα, ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη αρ. 1 / Αιτήτρια αρ. 1 παραδέχεται την οφειλή υπολοίπου δανείων προς της Καθ’ ης η Αίτηση συμπεριλαμβανομένων τόκων σε Βρετανικές Στερλίνες £1,583,768.87, Βρετανικές Στερλίνες £4,322,396.66 και δολάρια Αμερικής $3,825,142.06 και επισυνάπτει σχετική αλληλογραφία (βλ. τεκμήριο 2). Συνεπώς, κατά τη θέση της, υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία εναντίον των οποίων μπορούν οι αιτητές να λάβουν μέτρα εκτέλεσης για τυχόν ανάκτηση των εξόδων τους και ο κίνδυνος τυχόν διαταγή για έξοδα να μην μπορεί να εκτελεσθεί είναι μηδαμινός.

 

Περαιτέρω, η ενόρκως δηλούσα αναφέρεται στο τεκμήριο 1 και στην μη υποβολή από την εναγόμενη αρ. 1 / Αιτήτρια αρ. 1 της ετήσιας έκθεσης με τις οικονομικές καταστάσεις και στην δημοσίευση της τρίμηνης γνωστοποίησης την 10/01/2025 και μετά την λήξη 3 μηνών από την γνωστοποίηση το όνομα της θα διαγραφεί από το Μητρώο και θα διαλυθεί. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο ενέχει κινδύνους τόσο στην προώθηση της παρούσας αγωγής όσο και στον επερχόμενο κίνδυνο εξανέμισης οιονδήποτε περιουσιακών στοιχείων κατέχει, περιλαμβανομένων οιονδήποτε τυχόν δικαστικών εξόδων προς όφελος της.

 

Επιπρόσθετα, τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα σημαίνει αυτόματα την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της Καθ’ ης η Αίτηση για πρόσβαση στο Δικαστήριο αφού σε καμία περίπτωση δεν θα μπορέσει να καταβάλει τέτοιο διογκωμένο ποσό ως ασφάλεια εξόδων. Αυτός εξάλλου είναι και ο αυτοσκοπός της παρούσας αίτησης που έχει καταχωρηθεί.

 

Τέλος, αμφισβητούνται τα υπολογιζόμενα έξοδα και ισχυρίζεται ότι αυτά είναι διογκωμένα.

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση γραπτών αγορεύσεων, τις οποίες αμφότεροι οι συνήγοροι των διαδίκων έχουν καταχωρήσει ενώπιον του Δικαστηρίου. Οι εν λόγω αγορεύσεις έχουν μελετηθεί από το Δικαστήριο, λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και δεν χρειάζεται στα πλαίσια της παρούσας απόφασης να γίνει λεπτομερής αναφορά σε αυτές. Αναφορά στις θέσεις των διαδίκων θα γίνει κατωτέρω κατά την εξέταση της ουσίας της αίτησης αν και εφόσον τούτο κριθεί αναγκαίο.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Η Διαταγή 60, Θεσμός 1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε,  έχει ως ακολούθως:

 

« A plaintiff (and, in respect of a counter-claim which is not merely in the nature of a set-off, a defendant) ordinarily resident out of Cyprus ή Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης may, at any stage of the action, be ordered to give security for costs, though he may be temporarily resident in Cyprus ή σε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Νοείται ότι αλλοδαποί εργαζόμενοι με χαμηλό εισόδημα εξαιρούνται οποιασδήποτε διαταγής για παροχή ασφάλειας εξόδων.»

 

Όπως προκύπτει από το λεκτικό του πιο πάνω Κανονισμού και συγκεκριμένα από τη λέξη «may» σε αυτό, η έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Στην Alahmari v. Αlia the Royal Jordanian Airline (1990) 1 Α.Α.Δ. 434, σε σχέση με το ζήτημα των εξόδων στις περιπτώσεις όπου ο ενάγων είναι κάτοικος εξωτερικού, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Πράγματι δεν επιβάλλεται η έκδοση διαταγής για τα έξοδα οποτεδήποτε ο ενάγων είναι κάτοικος εξωτερικού. Το θέμα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, όπως υποδηλώνει ο όρος ‘may’ (δύναται) που απαντάται στο πλαίσιο της Δ.60, κ1, που ασκείται δικαστικά.  Το ίδιο υποστηρίζεται και από την αγγλική πρακτική, όπως συνοψίζεται στους Halsburys Laws of England (4th ed., Vol. 37, pp. 384 - 385). Όταν τεθεί το θεμέλιο για την άσκηση της δικαιοδοσίας, με τη διαπίστωση ότι ο ενάγων (εφεσείων) έχει τη συνήθη κατοικία του στο εξωτερικό, οι παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι κατεξοχήν δύο, η κατοχή εκ μέρους του ενάγοντα περιουσίας, και ιδίως ακίνητης (που δε μετακινείται εύκολα), στην Κύπρο, και η ισχύς της υπόθεσής του.»

 

Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν και στην Elena CharalambousStejaru v. Aρέστη Χαραλάμπους Ιωάννου (2002) 1Β Α.Α.Δ 906 και Hampton Advisory Group S.A. v. 1. Bost Ad κ.α (2011) 1Β Α.Α.Δ. 1416.

 

Περαιτέρω, στην Julie Bibbs v. 1. P.P. Dolphin Boat Safari Ltd κ.α., Πολ. Έφεση Αρ. 111/2014, Ημερ. 15/01/2015 έχει αποφασιστεί ότι η Δ.60, Θ.1 παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει την παροχή ασφάλειας εξόδων μόνο εναντίον προσώπων, τα οποία δεν έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Κύπρο ή σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Tariq Rashid v. Άλκης Παπορη, (2012) 1 Α.Α.Δ. 2710 λέχθηκε ότι στην περίπτωση που ο εφεσίβλητος - αιτητής αμφισβητεί το τόπο διαμονής του εφεσείοντα, ο ίδιος έχει το βάρος απόδειξης του τόπου διαμονής του εφεσείοντα, εκτός Κύπρου και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Εκείνο το οποίο προκύπτει από τη νομολογία είναι ότι το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας λαμβάνει υπόψη του κατά πόσο η παροχή ασφάλειας εξόδων είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη έχοντας υπόψη όλες τις συνθήκες, καθώς επίσης και το πιθανό βάρος επί των ώμων του διαδίκου που θα διαταχθεί να καταβάλει αυτή την ασφάλεια (βλ. Genemp Trading Ltd v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1314 και Λεωνίδα Κίμωνος ως Εκκαθαριστής της Blue Seal Shoes Ltd v. Xρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 66/2013, Ημερομηνίας 30/01/2015).

 

Θα πρέπει να εξετάζεται αρχικά κατά πόσο ο ενάγοντας έχει τη συνήθη διαμονή του εκτός Κύπρου και Ευρωπαϊκής Ένωσης έτσι ώστε να ενεργοποιείται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος ασφάλειας εξόδων, δυνάμει της Δ.60 και ακολούθως κατά πόσο στερείται οποιασδήποτε περιουσίας στην Κύπρο και ιδιαίτερα ακίνητης περιουσίας καθώς επίσης και η ισχύς της υπόθεσης του.

 

Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και ένα άλλο σημαντικό παράγοντα, που είναι το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος και ακόμη και στην περίπτωση που ο ενάγοντας διαμένει στο εξωτερικό ή έστω προσωρινά στο έδαφος της Κύπρου, θα πρέπει να του διασφαλιστεί το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο. Και τούτο γίνεται αφού ληφθεί υπόψη η οικονομική του κατάσταση εν γένει και κατά πόσο έχει τους πόρους και τα μέσα να καταβάλει μια τέτοια ασφάλεια εξόδων (βλ. Vincent David Conway v. Νεόφυτου Ηλία (2002) 1Γ Α.Α.Δ. 1653).

   

Το Άρθρο 382 του Περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 133 αποτελεί ειδική πρόνοια, με την οποία ρυθμίζεται το ζήτημα της παροχής ασφάλειας εξόδων από εταιρείες σε αντιδιαστολή προς τη γενική ρύθμιση περί παροχής ασφάλειας εξόδων δια της Διαταγής 60 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (βλ. Y. LIASIDES DEVELOPERS LTD, ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΙΝΟΥ ΧΑΤΖΗΡΟΥΣΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ v. 1. ΜΙΧΑΗΛ ΜΙΧΑΗΛ κ.α., Πολ. Έφεση Αρ. 123/2012, Ημερ. 02/06/2017), ECLI:CY:AD:2017:A211.

 

Το εν λόγω Άρθρο έχει ως ακολούθως:

 

«382. Όταν εταιρεία είναι ενάγουσα σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία, κάθε δικαστής που έχει δικαιοδοσία στο θέμα δύναται, αν φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου αν αυτός επιτύχει στην υπεράσπιση του, να ζητήσει να δοθεί ικανοποιητική εγγύηση για τα έξοδα εκείνα, και δύναται να αναστείλει όλες τις διαδικασίες μέχρι να δοθεί η εγγύηση.»

Οι πρόνοιες του πιο πάνω Άρθρου εξετάστηκαν στην F.K. & S. (VAROSIA) PROPERTIES LIMITED v. SIMON GEORGE PENNEY κ.α., (2014) 1Α Α.Α.Δ 39, όπου αναφέρθηκαν τα κάτωθι:

«Η Αίτηση στηρίζεται επίσης στο Άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, με το οποίο παραχωρείται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο στις περιπτώσεις που υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι η ενάγουσα ή εφεσείουσα εταιρεία δεν θα είναι σε θέση να πληρώσει τα έξοδα που ήδη επιδικάστηκαν ή που θα επιδικαστούν να την διατάξει να παραχωρήσει ασφάλεια για τα έξοδα. Όμως το Δικαστήριο ενεργώντας στη βάση του Άρθρου 382, διατηρεί διακριτική ευχέρεια, αφού λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, να απορρίψει την αίτηση ακόμη και όταν αποδειχθεί η αδυναμία μιας εταιρείας να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου (βλ. σχετικά Sir Lindsay Parkinson and Co Ltd v. Triplan Ltd  [1973] 2 All ER 273, στη σελ. 283,  Annual Practice 1958, στη σελ. 395 και  Halsbury s Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 37, παρ. 304). Όμως όταν αποδειχθεί η αδυναμία της εταιρείας να πληρώσει, συνήθως το δικαστήριο εκδίδει το αιτούμενο διάταγμα για παροχή ασφάλειας για τα έξοδα, εκτός αν καταλήξει ότι υπάρχουν ειδικές περιστάσεις που συνηγορούν υπέρ της μη έκδοσης του.

 

Στην Λεωνίδας Κίμωνος ως εκκαθαριστής της Blue Seal Shoes Ltd v. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ v. Xρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ, Πολ. Έφεση 66/13, Ημερ. 30/01/2015 επίσης, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ως προς το ουσιαστικό μέρος της αίτησης, αν δηλαδή η εφεσείουσα εταιρεία είναι ικανή ή όχι να πληρώσει τα έξοδα της εφεσίβλητης σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης, όντως το άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου προβλέπει πως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να διατάξει την παροχή ασφάλειας εξόδων προϋποθέτει ότι ο αιτητής έχει αποσείσει το βάρος των ισχυρισμών του περί αφερεγγυότητας της εταιρείας με αξιόπιστη μαρτυρία. Στην υπό κρίση όμως περίπτωση η εφεσείουσα εταιρεία τελεί υπό εκκαθάριση και το γεγονός αυτό αποτελεί prima facie μαρτυρία ότι αδυνατεί να καταβάλει τα έξοδα, εκτός αν δοθεί προς το αντίθετο σχετική μαρτυρία (βλ. Genemp Trading Ltd (ανωτέρω) η οποία παραπέμπει στην Northhamptron Goal, Iron & Waggon Co. N. Midland Wagon Co. (1878) 7 Ch.D. 500).»

 

Προχωρώντας να εξετάσω την αίτηση επί της ουσίας της, πρωταρχικό ζητούμενο στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής, είναι να κριθεί κατά πόσο η ενάγουσα εταιρεία κατέχει οποιαδήποτε περιουσία εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία να δύναται να χρησιμοποιηθεί για να καλύψει τα έξοδα των αιτητών. Είναι κοινό έδαφος ότι η καθ’ ης η αίτηση είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα στις Μπαχάμες, δηλαδή εκτός Κύπρου και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αιτητές επικαλούνται την αφερεγγυότητα της καθ’ ης η αίτηση, για το λόγο ότι αυτή δεν έχει οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο. Είναι η θέση των αιτητών, ότι σε περίπτωση αποτυχίας της αγωγής της ενάγουσας, δεν θα μπορούν να προβούν σε οποιαδήποτε μέτρα εκτέλεσης για είσπραξη τυχόν εξόδων επιδικαστούν από το Δικαστήριο υπέρ τους. Σε κάθε περίπτωση καθίσταται εμφανές ότι τουλάχιστον θα απαιτούνται επιπρόσθετες διαδικασίες στις Μπαχάμες και επιπρόσθετα έξοδα και χρόνος για να καταστεί εφικτή η εκτέλεση μιας τέτοιας απόφασης.  Από την πλευρά της καθ’ ης η αίτηση, δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι η καθ’ ης η αίτηση κατέχει οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο, δηλαδή ακίνητη περιουσία ή ότι έχει οποιαδήποτε άλλη περιουσία στην Κύπρο η οποία να καταδεικνύει την φερεγγυότητα της να καταβάλει τυχόν έξοδα επιδικαστούν εναντίον της στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. Η θέση που προβάλει είναι ότι η καθ’ ης η αίτηση κατέχει μόνο 5000 μετοχές στην Εναγόμενη αρ. 1 / Αιτήτρια αρ.1, δηλαδή το 100% του μετοχικού της κεφαλαίου και ότι είναι η μητρική της εταιρεία. Πέραν τούτου, ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη αρ.1 / Αιτήτρια αρ. 1 παραδέχεται ότι της οφείλει £1,583,768.87 και £4,322,396.66 Βρετανικές Στερλίνες καθώς και $3,825,142.06 Δολάρια Αμερικής δυνάμει δανείων που της παραχώρησε (βλ. τεκμήριο 2).

 

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι μια εταιρεία αποτελεί ξεχωριστή νομική οντότητα από τα μέλη και μετόχους της. Σε μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, οι μέτοχοι της ευθύνονται για το ποσό και την αξία των μετοχών που κατέχουν και τίποτε περισσότερο. Η εταιρεία αποτελεί ξεχωριστό πρόσωπο με δικές της υποχρεώσεις και δικαιώματα καθώς επίσης με περιουσιακά στοιχεία. Κατά συνέπεια η θέση του συνηγόρου της καθ’ ης η αίτηση ότι στην παρούσα τυχόν έξοδα προκύψουν θα κληθεί να τα καλύψει ο μοναδικός μέτοχος της Εναγόμενης αρ. 1 / Αιτήτριας αρ. 1, δεν ευσταθεί. Πέραν τούτου, η καθ’ ης η αίτηση επικαλείται τις μετοχές της στην Εναγόμενη αρ.1 / Αιτήτρια 1 ως περιουσιακό στοιχείο εναντίον του οποίου δύναται οι Αιτητές να λάβουν μέτρα προς εκτέλεση τυχόν απόφασης για έξοδα ήθελε εκδοθεί υπέρ τους. Κατ’ αρχάς, δεν παρατίθενται στην ένσταση η αξία των εν λόγω μετοχών και κατά πόσο θα μπορούσαν να καλύψουν τυχόν έξοδα επιδικαστούν υπέρ των Αιτητών. Με το τεκμήριο 1 της ένστασης προκύπτει η Καθ’ ης η Αίτηση να κατέχει 5000 μετοχές της Ενάγουσας αξίας €1 έκαστη, δηλαδή συνολικής αξίας €5000. Κατά συνέπεια δεν έχει καταδειχθεί ότι η περιουσία αυτή είναι ουσιαστικής φύσεως. Κατά δεύτερο και που είναι σημαντικότερο, η εν λόγω περιουσία, δηλαδή οι μετοχές δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι αποτελούν μόνιμη περιουσία εντός της επικράτειας η οποία θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους Αιτητές για εκτέλεση μιας τέτοιας απόφασης για τα έξοδα τους. Στην Genemp Trading Ltd v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Δημόσια Εταιρεία Λτδ (ανωτέρω) αναφέρθηκε ότι η περιουσία που θα πρέπει να κατέχεται από μια εταιρεία εντός της επικράτειας θα πρέπει να είναι ουσιαστική και μόνιμη. Χαρακτηριστικά λέχθηκαν τα εξής: Η τυχόν κατοχή εκ μέρους του ενάγοντα περιουσίας που βρίσκεται εντός της επικράτειας και είναι ουσιαστική και μόνιμη, δυνατόν να συνηγορήσει εναντίον της παροχής ασφάλειας εξόδων υπό την προϋπόθεση ότι η περιουσία αυτή είναι κατά κοινή λογική διαθέσιμη προς εκτέλεση και όχι υποκείμενη σε εξανεμισμό σε οποιοδήποτε χρόνο. (Δέστε Ebrand v. Gassier [1884] 28 Ch.D. 232 και In Re Apollinaris Company’ s Trade Marks [1891] 1 Ch. 1).»

 

H κατοχή των ως άνω αναφερόμενων μετοχών και μόνο στην Εναγόμενη αρ. 1 / Αιτήτρια αρ. 1, κρίνω ότι δεν αποτελεί ουσιαστική και μόνιμη περιουσία της καθ’ ης η αίτηση η οποία θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση τυχόν απόφασης για έξοδα. Ούτε έχει επεξηγηθεί και ο τρόπος με τον οποίο οι Αιτητές και ειδικότερα η Αιτήτρια αρ.1 θα μπορεί να εκτελέσει μια τέτοια απόφαση χρησιμοποιώντας τις εν λόγω μετοχές. Περαιτέρω, οι εν λόγω μετοχές εύκολα μπορεί να αποξενωθούν μέχρι την ολοκλήρωση της υπόθεσης με αποτέλεσμα να μην είναι διαθέσιμες για εκτέλεση. Πρόκειται για κινητή περιουσία η οποία εύκολα μπορεί να μεταβιβαστεί και/ή να διατεθεί προς πώληση και μεταβίβαση προς άλλο πρόσωπο. Τίποτα από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου αποκλείει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Κατά συνέπεια, πρόκειται για περιουσία που εύκολα μπορεί να εξανεμισθεί.

 

Πέραν των πιο πάνω, η καθ’ ης η αίτηση, επικαλείται την οφειλή της Εναγόμενης αρ. 1 / Αιτήτριας αρ. 1 και την παραδοχή της για αυτήν, σύμφωνα με το τεκμήριο 2 της ένορκης δήλωσης της ένστασης. Το τεκμήριο 2 περιλαμβάνει αλληλογραφία της Εναγόμενης αρ. 1 / Αιτήτριας αρ. 1 με την καθ’ ης η αίτηση για σκοπούς επιβεβαίωσης των λογαριασμών και των δανείων της, χωρίς η καθ’ ης η αίτηση να τα έχει επιβεβαιώσει. Ασχέτως τούτου, όμως, ακόμη και να υπάρχουν άλλες εκκρεμότητες μεταξύ των δύο εταιρειών και οφειλή της Εναγόμενης αρ. 1 / Αιτήτριας αρ. 1, τούτο δεν μπορεί να λογιστεί ότι η καθ’ ης η αίτηση κατέχει περιουσία στην Κύπρο με την οποία η Εναγόμενη αρ.1 / Αιτήτρια μπορεί να ανακτήσει τα έξοδα της. Πόσο μάλλον η εναγόμενη αρ. 2 – Αιτήτρια αρ.2. Σε κάθε περίπτωση και όσον αφορά την Εναγόμενη αρ. 1 / Αιτήτρια αρ.1, τoύτο είναι ζήτημα που θα εξεταστεί κατωτέρω κατά την εξέταση της ύπαρξης οποιονδήποτε ειδικών περιστάσεων στη βάση των οποίων δεν θα πρέπει να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.

 

Στην βάση των πιο πάνω, καταδεικνύεται ότι η καθ’ ης η αίτηση είναι αλλοδαπή εταιρεία και ότι δεν κατέχει εντός της επικράτειας τέτοια περιουσία ή περιουσιακά στοιχεία τα οποία δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο εκτέλεσης για τυχόν κάλυψη των εξόδων των Αιτητών.

   

Δεδομένης της πιο πάνω κατάληξης μου θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο υπάρχουν στην παρούσα περίπτωση οποιοιδήποτε ειδικοί λόγοι ή άλλες περιστάσεις για τους οποίους η ενάγουσα – καθ’ ης η αίτηση δεν θα πρέπει να διαταχθεί να παράσχει ασφάλεια εξόδων. Το όλο ζήτημα παραμένει πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης.

 

Προβάλλεται η θέση με την ένσταση ότι η ενάγουσα – καθ’ ης η αίτηση έχει πολύ καλή υπόθεση εναντίον των εναγόμενων αρ. 1 και 2 ενώ η πλευρά των εναγόμενων αρ. 1 και 2 επικαλείται το αντίθετο και ισχυρίζεται ότι η αγωγή εναντίον τους είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Έχω διεξέλθει με προσοχή των όσων σχετικών έχουν τεθεί ενώπιον μου από αμφότερες τις πλευρές. Εκείνο το οποίο μπορεί να λεχθεί είναι ότι το Δικαστήριο δεν έχει ασφαλή βάση γεγονότων για να προβλέψει την δύναμη της υπόθεσης της κάθε πλευράς. Και τούτο, διότι πέραν των ισχυρισμών η καθ’  ης η αίτηση δικαιούται το ποσό το οποίο αποστάληκε από τους δικηγόρους της Αγγλίας και αυτό παρακρατείται από τους εναγόμενους, οι εναγόμενοι αρ.1 και 2 προβάλουν διάφορες ενστάσεις αναφορικά με την ικανότητα της καθ’ ης η αίτηση να προωθεί την παρούσα αγωγή και ότι αυτή προωθείται από μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα. Τα ζητήματα αυτά απαιτούν μαρτυρία και αξιολόγηση αυτής, κάτι το οποίο αποφασίστηκε και στην Αίτηση για διαγραφή που προηγήθηκε της παρούσας αίτησης. Δεν είναι επιθυμητό στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας το Δικαστήριο να προβαίνει σε συμπεράσματα για τη δύναμη της υπόθεσης κάθε πλευράς εκτός μόνο σε πολύ ξεκάθαρες περιπτώσεις, που δεν είναι η περίπτωση (βλ. Porzelack KG v. Porzelack (UK) Ltd (1987) 1 All E.R. 1074). Κατά συνέπεια, το ζήτημα της ύπαρξης καλής υπόθεσης ή υπεράσπισης δεν μπορεί να προβλεφθεί και ο παράγοντας αυτός παραμένει ουδέτερος για σκοπούς της παρούσας αίτησης και δεν μπορεί να υπέχει ουσιαστικής σημασίας για την έκβαση της.

 

Έλαβα, επίσης, υπόψη μου την κατ’ ισχυρισμό παραδοχή της πιο πάνω αναφερόμενης οφειλής της Εναγόμενης αρ.1 / Αιτήτριας αρ.1 προς την καθ’ ης η αίτηση και όσα ο συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση επικαλείται με αναφορά στο σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 4η έκδοση, παρ. 304. Οι εν λόγω αναφορές εκεί, όμως, δεν προκύπτει να βοηθούν το επιχείρημα του συνηγόρου της καθ’ ης η αίτηση. Δηλαδή, ότι δεν θα πρέπει να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα εναντίον της καθ’ ης η αίτηση καθότι η ίδια  η Εναγόμενη αρ. 1 / Αιτήτρια αρ.1 παραδέχεται ότι έχει οφειλή προς την καθ’ ης η αίτηση. Οι αναφορές στο εν λόγω σύγγραμμα αναφέρονται στην ανάληψη ευθύνης και παραδοχής ποσού ανάλογου με αυτό που επιζητείται με το διάταγμα, στα πλαίσια της αγωγής για την οποία υποβάλλεται το αίτημα και όχι εκτός των πλαισίων αυτών. Γίνεται, επίσης, αναφορά στην δυνατή πιθανότητα αποτυχίας της υπεράσπισης. Δεν είναι η περίπτωση στην παρούσα, αφού η κατ’ ισχυρισμό οφειλή δεν γίνεται παραδεχτή από τους Αιτητές. Από το τεκμήριο 2 προκύπτει να πρόκειται για ποσά που φαίνεται να αποτελούν υπόλοιπα δανείων που δόθηκαν από την καθ’ ης η αίτηση προς την Εναγόμενη αρ.1 / Αιτήτρια αρ.1 και να ζητείται η επιβεβαίωση τους για σκοπούς ετοιμασίας των λογαριασμών της Εναγόμενης αρ.1 / Αιτήτριας. Η εν λόγω οφειλή ακόμα και να αποδεικνύεται με το τεκμήριο 2, δεν σημαίνει ότι είναι ποσά που θα πρέπει να καταβληθούν. Εκείνο το οποίο εννοώ είναι ότι δεν προκύπτει να γίνονται παραδεχτά στα πλαίσια της παρούσας αγωγής, που από ότι προκύπτει δεν αφορά την ανάκτηση αυτών των ποσών. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι ποσά που έχουν επιδικαστεί υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και εναντίον της Εναγόμενης αρ.1 / Αιτήτριας αρ.1. Εξ’ ου και στο πιο πάνω σύγγραμμα αναφέρεται ότι μπορεί να ληφθούν υπόψη ανικανοποίητες δικαστικές αποφάσεις εναντίον του εναγόμενου, που δεν είναι η περίπτωση.    

 

Πέραν των πιο πάνω, δεν αναφύεται από όλα τα γεγονότα και περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ότι η παρούσα αίτηση προωθείται εκδικητικά ή καταχρηστικά και κακόπιστα με σκοπό την εξασφάλιση αθέμιτου πλεονεκτήματος από πλευράς Αιτητών. Δεν τεκμηριώνεται ένα τέτοιο συμπέρασμα στην βάση όλων των γεγονότων που έχουν τεθεί ενώπιον μου.

 

Κατά συνέπεια, δεν προκύπτει από όλα τα δεδομένα που έχουν τεθεί ενώπιον μου να συντρέχουν οποιοδήποτε λόγοι ή ειδικοί λόγοι που να δικαιολογούν την απόρριψη της αίτησης.

 

Πέραν των πιο πάνω, η ενάγουσα προβάλλει ως λόγο ένστασης την αποστέρηση του δικαιώματος πρόσβασης της στο Δικαστήριο σε περίπτωση που διαταχθεί να καταβάλει ασφάλεια εξόδων. Έχω στρέψει την προσοχή μου και σε αυτό τον παράγοντα, τον οποίο συνυπολογίζω. Θα πρέπει να αναφερθεί όμως ότι η όλη ένσταση της ενάγουσας επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι η ίδια δεν είναι αφερέγγυα και ότι θα είναι σε θέση να καταβάλει τα έξοδα της αγωγής στον αιτητή σε περίπτωση που διαταχθεί να το πράξει, ως ανωτέρω επιχείρησε να καταδείξει με την ισχυριζόμενη περιουσία που κατέχει εντός της επικράτειας. Είναι τουλάχιστον οξύμορο ενώ προβάλλεται η θέση αυτή, η ίδια ταυτόχρονα να επικαλείται στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο σε περίπτωση που διαταχθεί να καταβάλει ασφάλεια εξόδων. Παραπέμπω στην 1. Studland Holdings Limited κ.α. v. 1. Σωφρονίου Ευσταθίου (2003) 1Γ Α.Α.Δ. 1809, όπου λέχθηκαν τα κάτωθι:

 

«Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι οι εφεσείοντες δεν επικαλούνται αδυναμία καταβολής των εξόδων των εφεσιβλήτων/αιτητών σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης, οπότε, σε τέτοια περίπτωση θα ανέκυπτε θέμα δικαιώματος πρόσβασης του ατόμου προς τη δικαιοσύνη το οποίο καθηκόντως θα εξετάζαμε ως συναπτόμενο του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που έχει κυρωθεί με το Νόμο 39/62.»

 

Ανεξάρτητα των πιο πάνω, ακόμη και να θεωρηθεί ότι η ενάγουσα επικαλείται την αφερεγγυότητα και αδυναμία της να καταβάλει τυχόν ασφάλεια εξόδων ήθελε διαταχθεί κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα την αποστερήσει του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, η ίδια δεν παραθέτει οποιαδήποτε στοιχεία τα οποία να υποστηρίζουν τη θέση της αυτή. Στην παράγραφο 19 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση, γίνεται αναφορά ότι τυχόν έγκριση του αιτήματος των αιτητών θα σημαίνει αυτόματα την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των καθ’ ων η αίτηση για πρόσβαση στο Δικαστήριο αφού σε καμία περίπτωση δεν θα μπορέσει να καταβάλει τέτοιο διογκωμένο ποσό ως ασφάλεια εξόδων. Πουθενά, όμως, δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε μαρτυρία που να υποστηρίζει την πιο πάνω, γενική τοποθέτηση της. Το βάρος να αποδείξει τον ισχυρισμό και θέση της αυτή είναι στους ώμους της και καμία μαρτυρία έχει προσκομιστεί από την ίδια που να καταδεικνύει την οικονομική της κατάσταση. Σημειώνεται, ότι παρά τις πιο πάνω αναφορές πουθενά δεν αναφέρεται ότι η καθ’ ης η αίτηση δεν κατέχει οποιαδήποτε άλλη περιουσία στο εξωτερικό η οποία θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να παράσχει ασφάλεια εξόδων. Επίσης, αναφέρεται σε διογκωμένο ποσό χωρίς να αναφέρει ποιο είναι το ποσό που θα πρέπει να διαταχθεί και να μπορεί να το καταβάλει.

 

Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη μου τα πιο πάνω και με δεδομένο την απόδειξη της ανικανότητας της ενάγουσας να καταβάλει τα έξοδα της παρούσας αγωγής σε περίπτωση που υποχρεωθεί να το πράξει καθώς επίσης και το Συνταγματικό της δικαίωμα για πρόσβαση στη δικαιοσύνη και στην απουσία οποιονδήποτε άλλων λόγων ή ειδικών περιστάσεων, έχω καταλήξει ότι η διακριτική μου ευχέρεια θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έγκρισης του αιτήματος, το οποίο κρίνεται αντικειμενικά δικαιολογημένο. Δεν θεωρώ ότι η επίδικη ασφάλεια εξόδων, το ύψος της οποίας θα αποφασιστεί κατωτέρω, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απαγορευτικό εμπόδιο πρόσβασης της ενάγουσας στη δικαιοσύνη, υπό τις περιστάσεις και με τα όσα η ίδια ισχυρίστηκε (βλ. 1. Φάρμα Ρένος Χατζηιωάννου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. v. Ρένου Παντελή, Πολ. Έφεση Αρ. 229/2015, Ημερ. 13/02/2015). Δεν θα πρέπει, επίσης, να παραγνωρίζεται και το γεγονός ότι υπάρχει εύλογη υποψία οι Αιτητές να υποστούν ζημιά χάνοντας τα έξοδα τους σε περίπτωση που η αγωγή απορριφθεί, κάτι που δεν συνάδει με τους σκοπούς και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

 

Επιπρόσθετα, θα ήθελα να σημειώσω και τα εξής: Η καθ’ ης η αίτηση προβάλει τη θέση ότι η Εναγόμενη    αρ. 1 / Αιτήτρια αρ. 1 της οφείλει μεγάλα χρηματικά ποσά και μπορεί να τα χρησιμοποιήσει για σκοπούς εξόδων της παρούσας αγωγής. Έχω αναφερθεί, επίσης, ανωτέρω, για τη σημασία της ύπαρξης των μετοχών και ότι αυτές δεν είναι ικανές να εξασφαλίσουν τα έξοδα. Η καθ’ ης η αίτηση παραγνωρίζει, όμως, ότι Αιτήτρια στην παρούσα αγωγή είναι και η Εναγόμενη αρ. 2, διευθύντρια της Εναγόμενης αρ. 1, φυσικό πρόσωπο και ξεχωριστό από αμφότερες τις εταιρείες, Ενάγουσα και Εναγόμενη αρ.1. Ακόμα και να ικανοποιούμουν ότι υπάρχουν οφειλές μεταξύ Ενάγουσας και Εναγόμενης αρ. 1 και γι’ αυτό το λόγο δεν θα έπρεπε να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια υπέρ του αιτήματος, δεν έχει προταθεί οποιοσδήποτε λόγος γιατί να μην ασκηθεί η διακριτική μου ευχέρεια υπέρ του αιτήματος της Εναγόμενης αρ. 2. Σημειώνεται ότι αμφότεροι οι διάδικοι εκπροσωπούνται από τον ίδιο δικηγόρο με κοινή υπεράσπιση και δεν προκύπτει να μπορούν να διαφοροποιηθούν τα έξοδα των δύο Εναγόμενων.  

 

Όσον αφορά το λόγο ένστασης ότι η Αιτήτρια αρ. 1 δεν έχει υποβάλει οικονομικές καταστάσεις στον Έφορο εταιρειών και αυτή θα διαγραφεί, τούτο προκύπτει να είναι άσχετο με την παρούσα διαδικασία. Η Αιτήτρια αρ. 1, δεν προκύπτει μέχρι σήμερα να έχει διαγραφεί και δεν έχει τεθεί ενώπιον μου τέτοια θέση. Εξακολουθεί να είναι Εναγόμενη αρ.1 στην παρούσα διαδικασία και θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι θα μπορεί να λάβει τα έξοδα της σε περίπτωση που επιτύχει στην υπεράσπιση της.

 

Εν όψει της πιο πάνω κρίσης μου θα πρέπει να εξεταστεί το ποσό της ασφάλειας το οποίο η ενάγουσα θα πρέπει να διαταχθεί να καταβάλει. Από πλευράς Αιτητών επισυνάπτεται προσχέδιο καταλόγου εξόδων ενώ κάτι τέτοιο δεν γίνεται από την Ενάγουσα, παρά μόνο προβάλλει τη θέση ότι το αξιούμενο ποσό ως ασφάλεια είναι διογκωμένο.

 

Έχω διεξέλθει του προτεινόμενου από τους Αιτητές καταλόγου εξόδων με τον οποίο υπολογίζουν τα έξοδα που έχουν προκύψει μέχρι σήμερα και θα προκύψουν στο μέλλον στο ποσό των €73,098.00 πλέον €13.888,92 ως Φ.Π.Α. πλέον το ποσό των €100 ως πραγματικά έξοδα. Έχω διεξέλθει, επίσης, του φακέλου της παρούσας αγωγής. Έλαβα υπόψη μου ότι στο προτεινόμενο κατάλογο εξόδων, οι Αιτητές χρησιμοποιούν ποσά εξόδων ως ισχύουν από την 01/09/2023 ενώ η αγωγή καταχωρήθηκε το 2022 και χρησιμοποιούν αυτά τα έξοδα και για διαδικασίες που έλαβαν χώρα πριν την 01/09/2023. Παρατηρώ, επίσης, ότι χρησιμοποιείται για όλα τα κονδύλια το ανώτατο ποσό που προβλέπεται ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δεν ενδείκνυται. Πέραν τούτου, παρατηρώ ότι χρησιμοποιούνται ποσά για διανυκτερεύσεις μαρτύρων που αναμένεται να έρθουν από το εξωτερικό, έξοδα μεταφραστή, αμοιβή εμπειρογνώμονα, ποσά τα οποία κρίνω ότι είναι υπερβολικά. Έλαβα υπόψη μου όλα τα πιο πάνω, τη φύση της υπόθεσης και περιπλοκότητα της και οτιδήποτε αναφέρεται στον προτεινόμενο κατάλογο και κρίνω ότι ένα ποσό της τάξης των €45,000 είναι ικανοποιητικό για να καλύψει τα έξοδα των Εναγόμενων αρ.1 και 2, τα οποία έχουν προκύψει και θα προκύψουν στο μέλλον.

 

Καταληκτικά, κρίνω ότι η αίτηση θα πρέπει να εγκριθεί και εγκρίνεται. Λαμβάνοντας υπόψη το ύψος της εγγύησης και όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, κρίνω ορθό όπως ο χρόνος συμμόρφωσης της ενάγουσας ανέλθει στις 45 ημέρες από την έκδοση του διατάγματος αντί 30 ημέρες, όπως ζητείται στην αίτηση. 

 

Κατά συνέπεια εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η ενάγουσα όπως εντός 45 ημερών από σήμερα καταθέσει στον Πρωτοκολλητή, υπό μορφή ασφάλειας εξόδων, τραπεζική εγγύηση ύψους €45,000, η οποία όμως μπορεί να παρέχεται όχι αναγκαστικά από την ίδια την εταιρεία αλλά από οποιοδήποτε πρόσωπο ήθελε δώσει την εγγύηση προς όφελος της εταιρείας και για σκοπούς της διαδικασίας. Μέχρι την κατάθεση της πιο πάνω εγγύησης, η διαδικασία της αγωγής αναστέλλεται. Σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης παροχής της πιο πάνω ασφάλειας εξόδων εντός της ως άνω τασσόμενης προθεσμίας, τότε η Αγωγή θα θεωρείται ως αυτομάτως απορριφθείσα με την παρέλευση της προθεσμίας, χωρίς να καθίσταται απαραίτητη η λήψη άλλου μέτρου για το σκοπό αυτό με τα έξοδα να βαραίνουν την ενάγουσα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο (βλ. Lupusco Volga Farming Ltd v. Kismetia Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. 209/2014, Ημερ. 06/12/2017), ECLI:CY:AD:2017:A77. Αν, όμως, υπάρξει συμμόρφωση με τη διαταγή ως προς την ασφάλεια εξόδων, το Πρωτοκολλητείο να θέσει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου για να προγραμματιστεί.

 

Τα έξοδα της παρούσας αίτησης, εν όψει της απουσίας οποιουδήποτε άλλου λόγου, θα πρέπει να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα και κατά συνέπεια επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων αρ. 1 και 2 – Αιτητών και εναντίον της Ενάγουσας – Καθ’ ης η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.

 

 

                                                 (Υπ.)………………………………..

                                                                                              Χρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.  

Πιστόν Αντίγραφο,

 

 

Πρωτοκολλητής  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο