ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Θ. ΘΩΜΑ, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αίτησης: 2/2024
(i-justice)
Profit Maritime Ltd
Ενάγουσα
και
Ducat Maritime Ltd
Εναγομένη
Αίτηση ημερομηνίας 19.12.2024
για αναστολή εκτέλεσης απόφασης
Ημερομηνία: 5.9.2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα – Καθ’ ης η Αίτηση: κ. Π. Ιακωβίδης για Μοντάνιος και Μοντάνιος Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενη – Αιτήτρια: κ. Γ. Κτωρίδης για Άθως Δημητρίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η Εναγόμενη εταιρεία (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Αιτήτρια), με την υπό εξέταση Αίτησή της επιδιώκει την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 22.11.2024, η οποία εξεδόθη στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Διαιτητική Απαίτηση, μέχρι την εκδίκαση της Έφεσης που καταχώρισε εναντίον της ως άνω απόφασης, ή και μέχρι την εκδίκαση της Διαιτησίας που ξεκίνησε την 1.9.2021 ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λονδίνου.
Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του κου Νικολάου, εκ των δικηγόρων που εκπροσωπούν την Αιτήτρια στη διαιτητική διαδικασία ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λονδίνου. Σ’ αυτήν αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
Η Αιτήτρια κατά την 19.12.2024 καταχώρισε Έφεση εναντίον της Απόφασης που εκδόθηκε από το παρόν Δικαστήριο την 22.11.2024 στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Διαιτητική Απαίτηση. Επιπλέον η Διαιτησία, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η Μερική Τελική Απόφαση, βρίσκεται σε εκκρεμότητα και δεν έχει αποφασιστεί τελικώς. Κατά την 17.12.2024 η Αιτήτρια υπέβαλε και επέδωσε, μέσω των δικηγόρων της στο Ηνωμένο Βασίλειο, Υπόμνημα Αξίωσης εναντίον της Ενάγουσας, διεκδικώντας αποζημιώσεις για παράβαση (α) της υποχρέωσης της Ενάγουσας να επιδείξει επιμέλεια προς το φορτίο, (β) της υποχρέωσης της για την αξιοπλοΐα, (γ) της υποχρέωσης της να παρέχει ασφάλιση έναντι απαιτήσεων φορτίου και (δ) της υποχρέωσης της να θέσει το πλοίο στη διάθεση της Αιτήτριας. Η ζημιά την οποία η Αιτήτρια υπέστη, υπερβαίνει κατά πολύ το επιδικασθέν προς όφελος της Ενάγουσας ποσό της μερικής αποζημίωσης.
Την αμέσως επόμενη από την έκδοση της απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου εργάσιμη μέρα, η Ενάγουσα συνέταξε απαίτηση δυνάμει του άρθρου 212 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ.113, την οποία και επέδωσε στην Αιτήτρια, καλώντας την να καταβάλει το ποσό των US$2.371.941,20, εντός τριών εβδομάδων. Η Αιτήτρια απάντησε στην ως άνω απαίτηση με επιστολή της ημερομηνίας 17.12.2024, με την οποία αμφισβήτησε την οφειλή και προέβαλε εύλογη βάση αμφισβήτησης της ύπαρξης της.
Τυχόν απόρριψη της Αίτησης θα οδηγήσει στη διάλυση της Αιτήτριας, κάτι το οποίο θα της αποστερήσει το δικαίωμα να διεκδικήσει νόμιμα τις απαιτήσεις της και θα της προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά. Περαιτέρω, σε περίπτωση που δεν παραχωρηθεί η αιτούμενη αναστολή, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος η Έφεση της Αιτήτριας να καταστεί άνευ αντικειμένου και σε περίπτωση επιτυχίας της να μην μπορεί να αποδοθεί θεραπεία. Ακόμα υπάρχει σοβαρός κίνδυνος οι αξιώσεις της Αιτήτριας εναντίον της Ενάγουσας στη διαιτητική διαδικασία να καταστούν άνευ αντικειμένου και σε περίπτωση επιτυχίας τους να μην μπορεί να αποδοθεί θεραπεία σ’ αυτήν.
Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ
Η Ενάγουσα εναντιώθηκε στην αιτούμενη θεραπεία. Με το Έντυπο Αρ.36, το οποίο καταχώρησε, προβάλλει 18 συνολικά λόγους ένστασης, οι βασικοί εκ των οποίων είναι οι ακόλουθοι:
1. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
2. Δεν έχει καταδειχθεί ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
3. Δεν έχει καταδειχθεί ότι σε περίπτωση που δεν ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης η Αιτήτρια θα υποστεί αδικία η και ανεπανόρθωτη ζημιά.
4. Η εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο δεν αποτελεί μέθοδο εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, σε αντιδιαστολή με τη διαδικασία μεσεγγύησης.
5. Δεν έχει επιδείξει κακοπιστία και δεν προβαίνει στη χρήση των δικαστικών διαδικασιών για αλλότριο σκοπό.
6. Παρά την επίδοση απαίτησης πληρωμής με βάση το άρθρο 212 του Κεφ.113, εντούτοις δεν έχει προχωρήσει με την καταχώριση αίτησης διάλυσης της Αιτήτριας.
7. Δεν έχει καταδειχθεί ότι σε περίπτωση που δεν ανασταλεί η εκτέλεση της εφεσιβληθείσας απόφασης, η ασκηθείσα Έφεση θα καταστεί άνευ αντικειμένου.
8. Δεν έχουν καταδειχθεί βάσιμες πιθανότητες ανατροπής η και εξάλειψης της εφεσιβληθείσας απόφασης.
9. Δεν έχουν καταδειχθεί βάσιμες πιθανότητες επιτυχίας της αξίωσης της Αιτήτριας στην εκκρεμούσα διαιτητική διαδικασία.
Η Ένσταση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του κου Μιτσίδη, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Ενάγουσα. Σ’ αυτήν αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
Όπως πληροφορείται από τους δικηγόρους οι οποίοι εκπροσωπούν την Ενάγουσα στη διαιτητική διαδικασία που διεξάγεται ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λονδίνου, στις 19.2.2025 καταχωρίστηκε το Υπόμνημα Υπεράσπισης της Ενάγουσας στο Υπόμνημα Αξιώσεων της Αιτήτριας. Όπως ειλικρινά πιστεύει, οι αξιώσεις της Αιτήτριας στη διαιτησία δεν έχουν στην πραγματικότητα καλή βάση και δεν υπάρχουν βάσιμες πιθανότητες επιτυχίας τους ή ανατροπής ή εξάλειψης της προς όφελος της Ενάγουσας εκδοθείσας Μερικής Τελικής Διαιτητικής Απόφασης.
Όπως επίσης πληροφορείται από τους ως άνω δικηγόρους, στις 23.1.2025 το Διαιτητικό Δικαστήριο είχε διατάξει την Αιτήτρια να προσκομίσει μέχρι την 5.2.2025 πληροφορίες σχετικά με την οικονομική της κατάσταση και την ικανότητα της να πληρώσει ενδεχόμενη απόφαση για τα έξοδα στη Διαιτησία. Η Αιτήτρια με ηλεκτρονικό μήνυμα των δικηγόρων της, ενημέρωσε τους δικηγόρους της Ενάγουσας ότι οι ελεγμένες οικονομικές της καταστάσεις για το 2024 δεν είχαν ακόμη δημοσιευτεί και, υπ’ αυτές τις περιστάσεις, δεν θα προσκόμιζε τις ελεγμένες οικονομικές της καταστάσεις για τα έτη 2022 και 2023. Επίσης ανέφερε ότι δεν ήταν πρόθυμη να αποκαλύψει τα τραπεζικά της υπόλοιπα, με το πρόσχημα ότι τέτοια πληροφόρηση θα χρησιμοποιηθεί για έκδοση διατάγματος παγοποίησης. Παρά το διάταγμα του Διαιτητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 23.1.2025, η Αιτήτρια παρέλειψε να προσκομίσει στην Ενάγουσα είτε ελεγμένους είτε πρόχειρους λογαριασμούς της, λογαριασμούς διαχείρισης (management accounts), καταστάσεις τραπεζικών λογαριασμών, ισολογισμούς ή καταστάσεις κερδών/ζημιών.
Οι ανωτέρω ενέργειες και συμπεριφορά της Αιτήτριας δείχνουν ότι είναι αμφίβολο αν με την αποπεράτωση της καταχωρισθείσας από αυτήν Έφεσης ή της διαιτητικής διαδικασίας θα είναι πρόθυμη ή θα είναι σε θέση να εξοφλήσει το εξ αποφάσεως χρέος. Παραπέμπουν επίσης σε μια όχι τόσο δυνατή οικονομική εικόνα και είναι πιθανόν μέχρι να αποπερατωθεί η Έφεση να μην είναι παρά μόνο μια εταιρεία «στα χαρτιά», χωρίς εργασία ή σημαντικά περιουσιακά στοιχεία.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η Αίτηση στηρίζεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ.6 άρθρο 9, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/1960 άρθρα 32 και 47 και στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 Μέρος 23, Μέρος 41 Κ.7 και Μέρος 47 Κ.1(7)(β).
Πρωτίστως θα πρέπει να αναφερθεί ότι το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερομηνίας 22.11.2024 εξέδωσε προς όφελος της Ενάγουσας και εναντίον της Αιτήτριας τα ακόλουθα διατάγματα:
1. Διάταγμα με το οποίο αναγνωρίζεται ως δεσμευτική η διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε στις 18/09/2023 στο Λονδίνο, υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης (Αιτήτριας), από το Διαιτητικό Δικαστήριο αποτελούμενο από τους διαιτητές κυρίους Bruce Harris, Mark Hamsher και David Owen K.C., με βάση την οποία το Διαιτητικό Δικαστήριο:
(α) αποφάσισε και επεδίκασε ότι οι Ναυλωτές [δηλαδή η Εναγόμενη] "θα πληρώσουν αμέσως στους Ιδιοκτήτες [δηλαδή στην Ενάγουσα] το ποσό των Δολαρίων US$2.371.941,20 (Δύο εκατομμύρια, τρακόσιες εβδομήντα μια χιλιάδες, εννιακόσια σαράντα ένα Δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών και είκοσι σεντ), μαζί με τόκο επ’ αυτού,/ σύμφωνα με τη Ρήτρα Καθυστερημένης Πληρωμής στο ενσωματωμένο pro-forma ναυλοσύμφωνο, με επιτόκιο 2% (Δύο τοις εκατό) το μήνα σε κάθε δόση ναύλου που αποτελεί το συνολικό επιδικασθέν, από την ημέρα που οφείλεται κάθε τέτοια δόση μέχρι την πληρωμή με βάση αυτή την απόφαση,
(β) αποφάσισε και επεδίκασε ότι οι Ναυλωτές [δηλαδή η Εναγόμενη] “θα επωμιστούν τα δικά τους έξοδα της διαιτησίας στο βαθμό που σχετίζονται με αυτή την απόφαση, και θα πληρώσουν τα έξοδα των Ιδιοκτητών [δηλαδή της Ενάγουσας] στην διαιτησία στο βαθμό που σχετίζονται με την απόφαση (τα ανακτήσιμα έξοδα των Ιδιοκτητών να υπολογιστούν στη βάση που αναφέρεται στο άρθρο 63(5) του περί Διαιτησίας Νόμου 1996) μαζί με τόκο επ’ αυτών κάτω από το άρθρο 49 του ίδιου Νόμου με επιτόκιο 7% (Επτά τοις εκατό) κατ’ έτος, ανακεφαλαιοποιούμενου ανά τριμηνία από την ημερομηνία του παρόντος μέχρι την πληρωμή τέτοιων εξόδων που οφείλονται από τους Ναυλωτές στους Ιδιοκτήτες,
(γ) έδωσε οδηγίες όπως οι Ναυλωτές [δηλαδή η Εναγόμενη] επωμιστούν τα έξοδα της απόφασης όπως θα ειδοποιηθούν ξεχωριστά τα μέρη ΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ότι αν σε πρώτο στάδιο πληρώσουν οι Ιδιοκτήτες [δηλαδή η Ενάγουσα] οποιοδήποτε ποσό σε σχέση με αυτά, θα δικαιούνται σε άμεση πληρωμή οποιωνδήποτε τέτοιων χρημάτων ήθελαν πληρωθεί, μαζί με τόκο ως η προηγούμενη παράγραφος,
2. Διάταγμα με το οποίο διατάσσεται και ή επιτρέπεται η εκτέλεση της πιο πάνω διαιτητικής απόφασης, ως απόφασης του Δικαστηρίου.
Ως έχει ήδη αναφερθεί, η Αιτήτρια αιτείται την αναστολή εκτέλεσης της ανωτέρω απόφασης μέχρι την εκδίκαση της ασκηθείσας εναντίον αυτής Έφεσης.
Ο Κ.7 του Μέρους 41 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023 προνοεί τα ακόλουθα:
«(1) (α) Εκτός αν το Εφετείο ή το κατώτερο δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, η έφεση δεν επενεργεί ως αναστολή οποιουδήποτε διατάγματος ή απόφασης τού κατώτερου δικαστηρίου.
(β) Αίτηση για αναστολή διατάγματος ή απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου γίνεται πρώτα στο κατώτερο Δικαστήριο.»
O ανωτέρω Κανονισμός δεν διαφέρει κατ’ ουσίαν από την καταργηθείσα Δ.35 Θ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Κατά συνέπεια το Δικαστήριο μπορεί να αντλήσει καθοδήγηση από τη μέχρι σήμερα διαμορφωθείσα επί της αναστολής εκτέλεσης νομολογία.
Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να διατάξει αναστολή εκτέλεσης, έχουν αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Εφετείου. Το ορθό κριτήριο για την παροχή αναστολής εκτέλεσης έγκειται στην εξισορρόπηση δύο παραγόντων. Πρώτον, της φυσιολογικής προσδοκίας του ενάγοντα να δρέψει άμεσα τους καρπούς της νίκης του στο δικαστικό αγώνα που διεξήγαγε και, δεύτερον, της ανάγκης η ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσης να μη χάσει τη σημασία της μένοντας χωρίς αντίκρισμα (Aristidou v. Aristidou (1985) 1 C.L.R. 649, Christofi and Others v. Iacovidou (1985) 1 C.L.R. 713, Charalambous v. C. Nicolaides & A. Neophytou Co. (1985) 1 C.L.R. 737, Νεοφύτου ν. Δημητρίου (1989) 1E Α.Α.Δ. 592 και ABP Holdings Ltd και Άλλοι ν. Κιταλίδη και Άλλων (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 287).
Στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης. Η αναστολή μπορεί να εγκριθεί στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο Δικαστήριο από τη Δ.35 Θ.18. Η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, αφενός και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης, αφετέρου, συνιστούν τους κατεξοχή παράγοντες που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Η εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων επιβάλλει τη στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο με τις επιπτώσεις της αναστολής, όσο και τη ζωτικότητα του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης. Οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις. Το πλαίσιο για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την αποτίμηση των λόγων της έφεσης είναι η ακρόαση της έφεσης. Μόνο όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.»
Στην υπόθεση Συμβούλιο Αποχετεύσεων Πάφου ν. Δήμου Γεροσκήπου Πολ. Έφεση Αρ. 28/2022, ημερ. 1.2.2023 υιοθετείται το ακόλουθο απόσπασμα από την Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Δημητράκης Γ. Συκοπετρίτης Λίμιτεδ, Πολ. Έφεση Αρ. Ε214/19, ημερ. 29.9.21:
«[...] Αναφορικώς προς τις αρχές που περιστοιχίζουν τη χορήγηση αναστολής σε εκκρεμούσα έφεση - με ειδικότερη αναφορά στην Δ.35 θ18 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών - είχαμε την ευκαιρία στην Εθνική Ασφαλιστική (Κύπρου) Λτδ ν Φωτίου, ΠΕ 269/20, ημ. 16.7.21, ECLI:CY:AD:2021:D315, να υπενθυμίσουμε πως η υπό αναφοράν δικονομική διάταξη ομιλεί ρητώς για το ότι η έφεση δεν επενεργεί προς αναστολήν εκτέλεσης εφεσιβαλλόμενης απόφασης παρά μόνον στον βαθμό που το Εφετείο δύναται να διατάξει. Επομένως, παραλλήλως προς τη γενική αυτή αρχή (που προβλέπει για τη διασφάλιση του τελεσίδικου χαρακτήρα υπό έφεσιν απόφασης), το Εφετείο έχει διακριτική εξουσία να διατάζει αναστολή απόφασης. Είπαμε, πως από τη διατύπωση της Δ.35 θ18 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών δεν ορίζονται συγκεκριμένως κριτήρια για άσκηση της παρεχόμενης δικαιοδοσίας και ότι, ένεκα τούτου, το Εφετείο διατηρεί δυνητικώς ευρεία διακριτική ευχέρεια να διατάζει αναστολή υπό το φως της ανάγκης για διασφάλιση, συγχρόνως, της προαναφερθείσας αρχής. Στο πλαίσιο τούτο, αναγνωρίζεται πως πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν και να ζυγιάζεται η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος άσκησης έφεσης από τον αποτυχόντα διάδικο κατά της πρωτόδικης απόφασης, με κατά νουν ότι η έφεση σε περίπτωση επιτυχίας δεν πρέπει να καθίσταται ατελέσφορη. Υπό αυτό το πρίσμα, επισημάναμε προσέτι πως αιτήσεις αυτού του είδους κρίνονται στα ιδιαίτερα περιστατικά τους με στόχευση την απόδοση δικαιοσύνης μεταξύ των διαδίκων και πως στα συνυπολογιζόμενα στοιχεία είναι και το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης αδικίας στο ένα ή στο άλλο διάδικο μέρος, αν το Δικαστήριο χορηγήσει ή αρνηθεί να χορηγήσει διάταγμα αναστολής. Τέλος, υπογραμμίσαμε ότι η πιθανότητα ο εφεσίβλητος (εξ αποφάσεως πιστωτής) να μη δύναται σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης να επιστρέψει το εξ αποφάσεως ποσό (αν τούτο καταβλήθηκε), μπορεί να κριθεί ως ικανός λόγος, πάντα υπό τις περιστάσεις της περίπτωσης, για έγκριση αιτήματος αναστολής υπό όρους, οι οποίοι, ουσιαστικώς, πρέπει να διασφαλίζουν τα δικαιώματα όλων των πλευρών (βλ. επίσης, Πεύκου και Άλλης ν Ιερός Ναός Φανερωμένης Πέρα Πεδίου, ΠΕ 137/19, ημ. 8.7.21, ECLI:CY:AD:2021:A352, Ξενοφώντος και Άλλων ν Δημητρίου, ΠΕ 91/20, ημ. 20.7.21, ECLI:CY:AD:2021:A323, Χ" Ιωάννου ν Gordian Holdings Limited, ΠΕ 273/19, ημ. 8.9.20, ECLI:CY:AD:2020:A298, Charalambous v C Nicolaides and A Neophytou Co (1985) 1 CLR 737, 740-741) [.]».
Προβάλλεται πρωτίστως από την Αιτήτρια ως λόγος για την παραχώρηση της αιτούμενης αναστολής εκτέλεσης το ότι η ασκηθείσα από αυτήν Έφεση έχει καλή βάση και βάσιμες πιθανότητες επιτυχίας της. Διατείνεται συναφώς η Αιτήτρια, μεταξύ άλλων, ότι λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε την ένσταση της ως εκπρόθεσμη, λανθασμένα το Δικαστήριο δεν την έλαβε υπόψη, περαιτέρω δε ότι η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αίτηση της Ενάγουσας δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος για την αναγνώριση και εκτέλεση της Μερικής Τελικής Διαιτητικής Απόφασης.
Τα όσα ανωτέρω προβάλλονται από την Αιτήτρια δεν βρίσκουν σύμφωνο το Δικαστήριο. Σε καμμιά περίπτωση θα μπορούσαν να εξαχθούν οποιαδήποτε συμπεράσματα από το παρόν Δικαστήριο για την πιθανότητα επιτυχίας των λόγων έφεσης, ούτε και θα μπορούσε να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία τους. Με κάθε σεβασμό προς τους ευπαίδευτους συνηγόρους της Αιτήτριας, δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση της γραπτής τους αγόρευσης ότι οι προοπτικές επιτυχίας της ασκηθείσας Έφεσης είναι ισχυρές. Ειδικότερα, καθ’ όσον αφορά το εγερθέν ζήτημα της εκπρόθεσμης κατάθεσης της ένστασης της Αιτήτριας, θα πρέπει να επισημάνω ότι το Δικαστήριο, παρά την κατάληξη του ότι πράγματι ήταν εκπρόθεσμη, εντούτοις προχώρησε και εξέτασε έναν προς έναν τους λόγους ένστασης, τους οποίους και απέρριψε για τους λόγους που επεξηγεί στην απόφαση του. Εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (ανωτέρω), η πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης δεν είναι ο δεσπόζον και αποφασιστικός παράγοντας στην επιτυχία της αίτησης, αλλά συνεκτιμάται με τους υπόλοιπους λόγους. Κατά συνέπεια, ακόμα και στην περίπτωση που θα μπορούσε να γίνει κάποια πρόγνωση ως προς την επιτυχία της Έφεσης της Αιτήτριας, από μόνος του ο παράγοντας αυτός δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιτυχία της υπό εξέταση Αίτησης.
Προβάλλεται επίσης από την Αιτήτρια, ως λόγος για τον οποίο θα πρέπει να παραχωρηθεί η αιτούμενη αναστολή εκτέλεσης, το ότι υπάρχει σοβαρός και πραγματικός κίνδυνος η ασκηθείσα από αυτήν Έφεση να καταστεί άνευ αντικειμένου και σε περίπτωση επιτυχίας της να μην μπορεί να αποδοθεί θεραπεία ή ακόμα να μην μπορεί να προωθηθεί καν. Θα πρέπει να επισημανθεί όμως ότι ο ως άνω ισχυρισμός της Αιτήτριας προβάλλεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο, χωρίς να επεξηγούνται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση οι λόγοι για τους οποίους η Έφεση θα καταστεί άνευ αντικειμένου ή δεν θα μπορεί να αποδοθεί θεραπεία. Δεν διαφεύγει φυσικά της προσοχής μου ότι στη γραπτή αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων της Αιτήτριας γίνεται προσπάθεια προσδιορισμού των λόγων για τους οποίους η Έφεση θα καταστεί άνευ αντικειμένου. Πιο συγκεκριμένα προβάλλεται ότι (α) θα είναι αδύνατη η ανάκτηση των χρημάτων που θα καταβάλει η Αιτήτρια για τον λόγο ότι η Ενάγουσα είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στη Λιβερία με έδρα εκτός Κύπρου, σε περίπτωση δε που τα χρήματα μεταφερθούν εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας και ειδικότερα σε χώρα με την οποία δεν υπάρχει συμφωνία αμοιβαίας εκτέλεσης αποφάσεων, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να μην μπορέσει η Αιτήτρια να τα ανακτήσει σε περίπτωση επιτυχίας της Έφεσης, (β) η άμεση εκτέλεση της απόφασης ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τη λειτουργία της επιχείρησης της Αιτήτριας καθότι το ποσό της απόφασης υπερβαίνει κατά πολύ τις τρέχουσες οικονομικές δυνατότητές της και (γ) η καταβολή του ποσού των US$2.371.941,20 θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα ρευστότητας επηρεάζοντας τις τρέχουσες οικονομικές της δυνατότητες.
Όλα τα ανωτέρω προβαλλόμενα από τους ευπαίδευτους συνηγόρους της Αιτήτριας, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο για τον λόγο ότι δεν εξομοιώνονται με μαρτυρία. Σύμφωνα με τη νομολογία μας, η δικηγορική αγόρευση δεν συνιστά αποδεκτό μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (Αναφορικά με την Αίτηση του Sergueyevich, Πολ. Έφ. Αρ. 55/2020, ημερομηνίας 5.4.2021, Kravitz v. Nitrolina Trustees Ltd, Πολ. Έφ. Αφ. E111/2020, ημερομηνίας 6.7.20221 και Αναφορικά με την Αίτηση της Koretska, Πολ. Έφ. Αρ. 231/2020 ημερομηνίας 1.2.2022 ). Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στην ένορκη δήλωση του κου Νικολάου που υποστηρίζει την υπό εξέταση Αίτηση, ουδόλως προσδιορίζονται οι λόγοι για τους οποίους η Έφεση της Αιτήτριας θα καταστεί άνευ αντικειμένου. Συνεπώς, δεν θα μπορούσαν όλα όσα ανωτέρω προβάλλονται από τους ευπαίδευτους συνηγόρους να συμπληρώσουν τα κενά στη μαρτυρία της Αιτήτριας.
Υποστηρίζεται περαιτέρω από την Αιτήτρια, μέσω της ένορκης δήλωσης του κου Νικολάου, ότι η Ενάγουσα ενεργεί κακόπιστα, προβαίνοντας στη χρήση των διαδικαστικών διαδικασιών για αλλότριο σκοπό και υιοθετώντας παράλληλα ένδικα μέσα για την επιδίωξη του ίδιου σκοπού. Όπως συγκεκριμένα υποστηρίζεται, πέραν από την προώθηση της διαδικασίας μεσεγγύησης, η Ενάγουσα επέδωσε στην Αιτήτρια απαίτηση πληρωμής με βάση το Άρθρο 212 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, καθιστώντας, κατά τον ισχυρισμό της ένορκης δήλωσης του κου Νικολάου, προφανή την πρόθεσή της να προχωρήσει με διαδικασία εκκαθάρισης της Αιτήτριας. Όπως ακόμα υποστηρίζεται από τον κ. Νικολάου, η Ενάγουσα κινείται με μοναδικό σκοπό την οικονομική και πραγματική εξόντωση της Αιτήτριας, ώστε να αποτραπεί η προώθηση των απαιτήσεων της ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λονδίνου.
Αυτό το οποίο θα ήθελα να επισημάνω σε απάντηση των όσων ανωτέρω προβάλλονται από πλευράς Αιτήτριας, είναι ότι η επίδοση της απαίτησης πληρωμής με βάση το Άρθρο 212 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, δεν αποτελεί μέθοδο εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, ούτε και περιλαμβάνεται στις μεθόδους εκτέλεσης οι οποίες καθορίζονται στο Άρθρο 14 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε ένδειξη ότι η Ενάγουσα θα προχωρήσει στην καταχώριση αίτησης για διάλυση της Αιτήτριας. Το μόνο μέτρο εκτέλεσης που φαίνεται να έχει προωθήσει η Ενάγουσα είναι η κατάσχεση ιδιοκτησίας στα χέρια τρίτου, με βάση το Μέρος VII του Κεφ. 6. Είναι λοιπόν φανερό ότι η θέση της Αιτήτριας ότι η Ενάγουσα προβαίνει σε κατάχρηση των διαδικαστικών διαδικασιών, υιοθετώντας παράλληλα ένδικα μέσα για την επιδίωξη του ίδιου σκοπού, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο. Κατ’ επέκταση, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ούτε και ο ισχυρισμός της ένορκης δήλωσης του κου Νικολάου ότι η Ενάγουσα ενεργεί κακόπιστα με μοναδικό σκοπό την οικονομική και πραγματική εξόντωση της Αιτήτριας.
Το Δικαστήριο δεν έχει ικανοποιηθεί ότι η μη έκδοση του αιτούμενου διατάγματος αναστολής θα καταστήσει την Έφεση της Αιτήτριας άνευ αντικειμένου ή θα προκαλέσει σ’ αυτήν ανεπανόρθωτη ζημιά.
Πέραν της αναστολής εκτέλεσης μέχρι την εκδίκαση της Έφεσης, η Αιτήτρια επιδιώκει την αναστολή εκτέλεσης μέχρι την εκδίκαση της διαιτησίας η οποία ξεκίνησε την 1.9.2021 ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λονδίνου, στο πλαίσιο της οποίας καταχώρισε Υπόμνημα με τις αξιώσεις της.
Εξ όσων έχω αντιληφθεί, το συγκεκριμένο αίτημά της έχει ως νομικό έρεισμα τον Κ. 1 (7) (β) του Μέρους 47 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Ο σχετικός Κανονισμός προνοεί επί λέξει τα ακόλουθα:
«(7) Κάθε πρόσωπο προς το οποίο οποιοδήποτε ποσόν ή χρήματα ή έξοδα είναι πληρωτέα σύμφωνα με απόφαση ή διάταγμα, μόλις τα χρήματα ή τα έξοδα καταστούν πληρωτέα, δικαιούται να αιτηθεί την έκδοση ενταλμάτων για εκτέλεση της πληρωμής τους, τηρουμένων ωστόσο των πιο κάτω:
(α) αν η απόφαση ή το διάταγμα είναι για πληρωμή εντός αναφερόμενης χρονικής περιόδου, κανένα ένταλμα δεν εκδίδεται παρά μόνο μετά την εκπνοή της εν λόγω χρονικής περιόδου·
(β) το δικαστήριο δύναται, κατά ή μετά τον χρόνο έκδοσης απόφασης ή διατάγματος, να αναστείλει την εκτέλεση για χρόνο τον οποίο κρίνει κατάλληλο».
Πέραν του ανωτέρου Κανονισμού, το αίτημα στηρίζεται και στο άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, το οποίο επίσης κάνει αναφορά, μεταξύ άλλων, στην εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης απόφασης.
Ο Κανονισμός 1 (7) (β) του Μέρους 47 είναι πανομοιότυπος με την καταργηθείσα Δ.40 Θ.7 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Συνεπώς και σ’ αυτή την περίπτωση μπορεί να αντληθεί καθοδήγηση από την υφιστάμενη νομολογία. Η μόνη σχετική απόφαση την οποία κατάφερα να εντοπίσω είναι του τότε Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Πογιατζή, την οποία εξέδωσε στην υπόθεση Anderson & Coltman Ltd. v. Sonco Canning Ltd, ημερομηνίας 21.1.1982, η οποία είναι δημοσιευμένη στους τόμους αποφάσεων JSC του 1982, στην οποία γίνεται αναφορά σε Αγγλική νομολογία.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της ως άνω υπόθεσης, είχε παραχωρηθεί στην Ενάγουσα εταιρεία άδεια για εγγραφή και εκτέλεση στην Κύπρο απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας (High Court of Justice) ημερομηνίας 3.5.1979, η οποία είχε εκδοθεί εναντίον της Εναγόμενης Κυπριακής εταιρείας. Σε κάποιο στάδιο η Κυπριακή εταιρεία καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή εναντίον της Ενάγουσας, αξιώνοντας, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις για ισχυριζόμενες ζημιές που υπέστη λόγω παράβασης συμφωνίας. Παράλληλα, στη βάση μονομερούς αίτησης της, εξασφάλισε προσωρινό διάταγμα με το οποίο αναστάληκε η εκτέλεση της εγγραφείσας στην Κύπρο απόφασης που είχε εκδοθεί εναντίον της από το Αγγλικό Δικαστήριο. Η αίτηση της στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στη Δ.40 Θ.7 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Το Δικαστήριο στην απόφαση του, με την οποία απέρριψε την υπό αναφορά αίτηση, αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
“Our order 40, r.7 copies almost verbatim the corresponding English R.S.C. Order 42, r.I7 before, it was replaced in 1966 by-R.S.C. Order 47, r.I(l)(a). This latter rule empowers the Court in England to stay-execution of its judgments either absolutely or subject to such terms as the Court thinks fit whenever there are special circumstances "which render it inexpedient to enforce the judgment or order".
Even before, however, express, reference to "special circumstances" was first made in R.S.C. Order 47, r.l(l)(a), although the matter was one in the absolute discretion of the Court, an order for stay of execution was not made in the absence of special circumstances shown:- Becker v. Earles Court Ltd. (1911), 56 Sol. Jo. 206, C.A.
The learned counsel for the applicants submitted that the Court should apply in this, case the same principles which govern the discretion of the Court in. dealing with an application for judgment without trial under our Order 18 of the Civil Procedure Rules. We are in disagreement with the learned counsel. Her proposition is. contrary to the authority of Ferdinand-Wagner (A. Firm) v. Laubscher Bros & Co (A.Firm) (1970) 2 Q.B. 313, C.A., in which Sachs, L.J., said this at page 319 of the report.
"For my part I too, with all respect to the approach of the judge in chambers, consider the tests to be applied when an application is made under R.S.C. Order., 47, r.I are quite different from those applicable to Order I4 proceedings."
……………………………………………………………………………….…………
Mrs. Timothi for the Cyprus Company has also directed our attention to Ferdinand Wagner (A,Firm) v. Laubscher Bros (A.Firm) (supra) where stay of execution under R.S.C. Order 47, r.(I)(a) of a German judgment registered in England pending the determination of an action before the English Courts, raising substantially the same issues, was refused. We were urged by Mrs.Timothi to distinguish that case from the case now under consideration mainly on the ground that (I) the defendants in that action, unlike the Cyprus Company here, had not applied to have the registration in England of the German judgment set aside; and (2) the. issues raised in the defendants' action before the English Courts were the same with those raised before and decided by the German Court, whereas in the present case the claims' of the Cyprus Company in the Cyprus action, although arising from the same transactions upon which the English judgment against them was based and could have been raised by way of counterclaim before the English Court, yet no judgment has been pronounced upon them by the foreign court.
Although the facts in Wagner's case are not identical with those of the present case, yet they are similar enough so as to entitle this Court to derive help and guidance from what was said by the Court of Appeal in that case. It is pertinent, therefore, to note that Lord Denning, M.R., said at page. 317.-
"Here is a German judgment which is equivalent to an English judgment. If the plaintiffs had obtained an English judgment, we should not, for one moment, grant a stay simply because the defendants had brought a cross-claim- in another action against the plaintiffs. So. here we should not stay execution in this German judgment simply because Laubscher's have brought a cross-action in England against Wagner"”.
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)
Πρωτίστως θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος Κανονισμός ομιλεί περί αναστολής εκτέλεσης απόφασης. Ως δε έχει ήδη αναφερθεί, η επίδοση στην Αιτήτρια απαίτησης πληρωμής με βάση το Άρθρο 212 του Κεφ. 113, όπως και η υποτιθέμενη από την Αιτήτρια καταχώριση εναντίον της αίτησης για εκκαθάρισή της, δεν εμπίπτει στις μεθόδους εκτέλεσης δικαστικής απόφασης. Συνεπώς έχω την ταπεινή άποψη ότι στερείται νομικού ερείσματος η θέση της Αιτήτριας ότι θα πρέπει να της παραχωρηθεί η αιτούμενη αναστολή καθότι η τυχόν απόρριψη του αιτήματός της θα οδηγήσει στη διάλυσή της, κάτι το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα να της αποστερηθεί το δικαίωμα να προωθήσει τις αξιώσεις της στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας.
Πέραν των πιο πάνω, η Αιτήτρια διατείνεται, μέσω της ένορκης δήλωσης του κου Νικολάου, ότι οι αξιώσεις της στην εκκρεμούσα διαιτητική διαδικασία έχουν καλή βάση και υπάρχουν βάσιμες πιθανότητες επιτυχίας τους, θέση με την οποία διαφωνεί φυσικά η πλευρά της Ενάγουσας.
Έχω την ταπεινή άποψη ότι από τους ισχυρισμούς οι οποίοι παρατίθενται τόσο στην ένορκη δήλωση του κου Νικολάου, όσο και στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του κου Γαγάτση, δεν θα μπορούσε να γίνει οποιαδήποτε πρόβλεψη αναφορικά με την πιθανότητα επιτυχίας των αξιώσεων της Αιτήτριας, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι όλοι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί αντικρούονται τόσο από την αρχική, όσο και από την απαντητική ένορκη δήλωση του κου Μιτσίδη. Πέραν των πιο πάνω, το Δικαστήριο καθοδηγούμενο από την ανωτέρω παρατεθείσα νομολογία, θεωρεί ότι οι προβαλλόμενες από την Αιτήτρια αξιώσεις της εναντίον της Ενάγουσας στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας, ακόμα κι αν υπερβαίνουν κατά πολύ το επιδικασθέν προς όφελος της Ενάγουσας ποσό, δεν αποτελούν βάσιμο λόγο για την παραχώρησης της αιτούμενης αναστολής.
Προβάλλεται ακόμα από την Αιτήτρια ότι στην προκείμενη περίπτωση συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν τη χορήγηση του αιτούμενου διατάγματος σε συνάρτηση με την πιθανότητα πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης σε περίπτωση που δεν εκδοθεί. Αυτό το οποίο θα ήθελα να επισημάνω είναι ότι δεν προσδιορίζονται από την Αιτήτρια οι συντρέχουσες εξαιρετικές περιστάσεις. Εν πάση περιπτώσει, έχω την ταπεινή άποψη ότι τίποτα από τα όσα επικαλείται η Αιτήτρια θα μπορούσε να κριθεί ως εξαιρετική περίσταση.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω, καταλήγω ότι η Αίτηση δεν έχει περιθώρια επιτυχίας. Για αυτό θα απορριφθεί.
Καθ’ όσον αφορά τα έξοδα, δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο για απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου, που στην προκείμενη περίπτωση είναι η Ενάγουσα.
Η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα προς όφελος της Ενάγουσας/Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον της Εναγόμενης/Αιτήτριας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ……………..……..
Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο