Αναφορικά με τον Χαράλαμπο Χριστοφή Παφίτη, Αρ. Αίτησης: 340/2015, 17/11/2025
print
Τίτλος:
Αναφορικά με τον Χαράλαμπο Χριστοφή Παφίτη, Αρ. Αίτησης: 340/2015, 17/11/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗΣ ΔΙΑΘΗΚΩΝ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. Κάρνου, Α.Ε.Δ.

Αρ. Αίτησης: 340/2015

 

Αναφορικά με τον Χαράλαμπο Χριστοφή Παφίτη, Α.Δ.Τ.351038 τέως από τη Λεμεσό

 

 

 

Ημερομηνία: 17 Νοεμβρίου 2025

Εμφανίσεις:

Για τον Αιτούντα, κ. Κωνσταντίνο Καψάλη: κ. Ε. Νικολάου, για Μάρκος Π. Σπανός & Σια Δ.Ε.Π.Ε.

Για τον Καθ’ ου η Αίτηση, κ. Αντρέα Τσολάκη: κ. Α. Γιωρκάτζης για ΑΝΤΡΕΑΣ ΓΙΩΡΚΑΤΖΗΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

Ενδιάμεση Απόφαση

(σε αίτηση για παραχώρηση άδειας για συμπληρωματική ένορκη δήλωση)

 

Η υπό κρίση αίτηση, ημερομηνίας 21/1/25, καταχωρίστηκε από πλευράς του ενός εκ των δυο διαχειριστών της περιουσίας του ως άνω αποβιώσαντος (εφεξής: «ο ΚΚ»), ο οποίος είναι δικηγόρος, με σκοπό τη λήψη άδειας για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης προς περαιτέρω υποστήριξη αίτησής του ημερομηνίας 5/3/24 (εφεξής αναφέρεται και ως «η κυρίως αίτηση»), δια της οποίας αξιώνει την παύση του έτερου διαχειριστή (εφεξής: «ο ΑΤ»), ο οποίος τυγχάνει να είναι ένας εκ των κληρονόμων του αποβιώσαντος.

Ως διαπιστώνεται από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης ΚΚ που συνοδεύει την κυρίως αίτηση, ο αιτών ισχυρίζεται ότι οι σχέσεις των δυο συνδιαχειριστών, στην πορεία της διαχείρισης, κατέρρευσαν ανεπανόρθωτα, εξ υπαιτιότητας του ΑΤ, με αποτέλεσμα η διαδικασία να μην μπορεί να προχωρήσει. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον ΚΚ, ο ΑΤ αρνείται να συνεργαστεί και να επικοινωνήσει μαζί του, προσάπτοντάς του σωρεία ανυπόστατων και αβάσιμων κατηγοριών αναφορικά με ενέργειές του ως διαχειριστή, οι οποίες έλαβαν χώρα πριν το διορισμό του ΑΤ ως συνδιαχειριστή. Ως εκ τούτου μοναδικός τρόπος για να λυθεί το αδιέξοδο που έχει προκληθεί και να καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της διαχείρισης είναι, ως υποστηρίζει ο ΚΚ, η παύση του ΑΤ, ώστε να μπορέσει ακολούθως ο ίδιος, ως μόνος διαχειριστής, να ολοκληρώσει τη διαχείριση προς όφελος των κληρονόμων.

Καταχωρώντας γραπτή ένσταση στην πιο πάνω αίτηση, ο ΑΤ υποστηρίζει ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί ως Νόμω και κατ’ ουσία αβάσιμη. Συγκεκριμένα, με πολυσέλιδη ένορκη δήλωσή του που συνοδεύει την ένσταση (εφεξής: «η ΕΔ ΑΤ»),  ο ΑΤ καταλογίζει στον ΚΚ ότι ως διαχειριστής της ως άνω περιουσίας, ενήργησε δολίως και ενάντια στις επιθυμίες και στα συμφέροντα των κληρονόμων, με σκοπό την εξαπάτηση αυτών και την εξυπηρέτηση προσωπικών του συμφερόντων. Επιπλέον, ο ΑΤ αποδίδει στον ΚΚ τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων για τα οποία, ως ισχυρίζεται, οι κληρονόμοι τον έχουν καταγγείλει στην Αστυνομία και έχουν καταχωρίσει εναντίον του Αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Τέλος, ο ΑΤ υποστηρίζει ότι με βάση το περιεχόμενο της ΕΔ ΚΚ που συνοδεύει την αίτηση παύσης ημερομηνίας 5/3/24 και ειδικότερα τους ισχυρισμούς περί αυξανόμενης εχθρότητας του ΑΤ προς τον ΚΚ και περί οριστικής κατάρρευσης της σχέσης τους, το Δικαστήριο θα πρέπει να προχωρήσει αυτεπαγγέλτως στην παύση του ΚΚ και όχι του ΑΤ. Ταυτόχρονα με την καταχώριση της πιο πάνω ένστασης, στις 15/5/24, ο ΑΤ καταχώρισε με τη σειρά του αίτηση για παύση του ΚΚ.

Προτού οι εν λόγω αιτήσεις παύσης των διαχειριστών προγραμματιστούν για ακρόαση, ο ΚΚ καταχώρισε την υπό κρίση αίτηση στη βάση, μεταξύ άλλων, της Δ.48 Θ.4(2) των προηγούμενων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ζητώντας να του επιτραπεί η καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης η οποία επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α στην αίτηση, με σκοπό να απαντήσει στα όσα του καταλογίζονται δια της ΕΔ ΑΤ. Συγκεκριμένα, ως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, ο ΚΚ επιθυμεί να απαντήσει στους αναληθείς ισχυρισμούς του ΑΤ, ώστε να καταδείξει ότι η ανεπανόρθωτη κατάρρευση της σχέσης των δυο διαχειριστών επήλθε εξ υπαιτιότητας του ΑΤ και του δικηγόρου του και όχι λόγω οποιονδήποτε δικών του παραπτωμάτων ή παραλείψεων. Είναι η θέση του ΚΚ ότι εάν δεν του δοθεί το δικαίωμα να τοποθετηθεί επί των ανυπόστατων ισχυρισμών του ΑΤ, θα δημιουργηθούν στο Δικαστήριο εσφαλμένες εντυπώσεις.

Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση από πλευράς του ΑΤ, ο οποίος υποστηρίζει ότι δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε καλός λόγος ώστε να δικαιολογείται η παραχώρηση άδειας για καταχώριση της προτεινόμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης (εφεξής: «ΣΕΔ»).

Ακροαματική Διαδικασία:

Αμφότεροι οι συνήγοροι των δυο πλευρών προσκόμισαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις και περαιτέρω αγόρευσαν προφορικά. Οι θέσεις τους έχουν εξεταστεί με προσοχή και σχολιάζονται κατωτέρω, στο βαθμό που αυτό κρίνεται απαραίτητο, κατά την υπαγωγή των γεγονότων στον Νόμο.

Νομική Πτυχή:

            Σε ότι αφορά την εφαρμογή της Δ.48 Θ4(2) των προηγούμενων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αναφορικά με τον τρόπο εξέτασης αιτήσεως για παραχώρηση άδειας για καταχώριση ΣΕΔ, παραπέμπω στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 9/4/25, στην Τάσος Μιχαηλίδης v. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑ (ΟΣΕΛ) ΛΤΔ Πολιτική Έφεση Ε225/16, στην οποία η Δικαστής Δημητριάδου προέβη σε περιεκτική σύνοψη της σχετικής νομολογίας ως ακολούθως:

«Το κατά πόσο θα επιτραπεί σε ένα διάδικο να καταχωρήσει συµπληρωµατική ένορκη δήλωση σε µια αίτηση ενδιάµεσης φύσεως, εµπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται σε συνάρτηση µε τη φύση της ενδιάµεσης διαδικασίας και τα θέµατα που αναδύονται ενώπιον του ως επίδικα. To Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει καλός λόγος ώστε να δοθεί άδεια για καταχώρηση συµπληρωµατικής ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης ή της ένστασης ανάλογα µε την περίπτωση. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Κόκκινου v. Κόκκινου (2016) 1 Α.Α.∆. 2523, «‘Καλός λόγος’ προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης µε απώτερο σκοπό την επίλυση των επίδικων ζητηµάτων της ενδιάµεσης διαδικασίας και την ορθή απονοµή της δικαιοσύνης». Δεν παρέχεται άδεια για καταχώρηση συµπληρωµατικής ένορκης δήλωσης κάθε φορά που υπάρχει διάσταση ως προς τα γεγονότα.»

Επομένως, υπό το φως της σχετικής νομολογίας, το Δικαστήριο διαπιστώνει κατά πόσον υφίσταται ‘καλός λόγος’ για καταχώρηση ΣΕΔ, με βάση τη φύση και τις ανάγκες της διαδικασίας στα πλαίσια της οποίας το θέμα εγείρεται. Σε γενικές γραμμές, ‘καλός λόγος’ για καταχώριση ΣΕΔ καταδεικνύεται όταν διαπιστώνεται ανάγκη παράθεσης γεγονότων προς στοιχειοθέτηση ή ενίσχυση μιας νομικής θέσης του αιτούντος ή με σκοπό να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου όλο το αναγκαίο μαρτυρικό υλικό για να αποφανθεί ορθά και δίκαια επί των επίδικων ζητημάτων. Δεν αποτελεί όμως ‘καλό λόγο’ η επιθυμία επανάληψης αρχικών ισχυρισμών ή η παράθεση ισχυρισμών άσχετων με τα επίδικα ζητήματα (βλ. Α. Messios & Sons Ltd ν. Ανδρέα Α. Λεωνίδα (2010) 1 Α.Α.Δ.195).

Συνεπώς το ερώτημα κατά πόσον συντρέχει ή όχι κάποιος καλός λόγος για καταχώριση της προτεινόμενης ΣΕΔ, συναρτάται με τα επίδικα στην κυρίως αίτηση θέματα, τα οποία θα εξεταστούν στη βάση του εδαφίου (1) του άρθρου 52 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, Κεφ.189, όπως αυτό έχει ερμηνευτεί στα πλαίσια σχετικής νομολογίας (βλ. μεταξύ άλλων Κυριάκος Θ. Μιχαηλίδης κ.α. v. Λεώνης Παρασκευαίδου – Μαυρονικόλα κ.α (2017) 1Β Α.Α.Δ.).

Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 52 ανωτέρω:

«52.—(1) Το Δικαστήριο δύναται αυταπάγγελτα ή µε αίτηση οποιουδήποτε προσώπου που έχει συµφέρον στην κληρονοµιά—

(α) να παύσει οποιοδήποτε εκτελεστή ή διαχειριστή για εσκεµµένη παράλειψη ή παράπτωµα σχετικά µε τη διαχείριση της κληρονοµιάς·

(β) να χορηγήσει έγγραφο διαχείρισης σε κάποιο πρόσωπο για να διεξαγάγει τη δέουσα διαχείριση της κληρονοµιάς στη θέση εκτελεστή ή διαχειριστή που παύθηκε, απεβίωσε ή κατέστη ανίκανος να ενεργεί».

Επιπρόσθετα, έχει αναγνωριστεί νομολογικώς στην υπόθεση Κυριάκος Θ. Μιχαηλίδης κ.α. v. Λεώνης Παρασκευαίδου – Μαυρονικόλα ανωτέρω, ότι το Δικαστήριο κέκτηται σύμφυτης εξουσίας παύσης διαχειριστή όταν, ανεξαρτήτως της όποιας υπαιτιότητας αυτού, διαπιστώνεται εχθρότητα καθώς και «κατάρρευση της σχέσης διαχειριστή και κληρονόμων έτσι ώστε να εμποδίζεται η άσκηση της διαχείρισης και να διακινδυνεύει το συμφέρον της περιουσίας και των κληρονόμων». Στην εν λόγω υπόθεση είχε εξεταστεί πρωτοδίκως αίτηση για παύση διαχειριστή την οποία καταχώρισαν δυο εκ των κληρονόμων του αποβιώσαντος. Αποδεχόμενο την εν λόγω αίτηση το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε την παύση του διαχειριστή, διαπιστώνοντας εσκεμμένη παράλειψη και διάπραξη παραπτώματος από πλευράς του, εν τη εννοία του Άρθρου 52(1)(α) του Νόμου. Κατά την εκδίκαση έφεσης του διαχειριστή, το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση του εφεσείοντα ότι δεν στοιχειοθετείτο οποιαδήποτε εσκεμμένη παράλειψη ή παράπτωμα από πλευράς του, ως εσφαλμένα είχε διαπιστωθεί πρωτοδίκως, αλλά επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση μόνο ως προς το αποτέλεσμα, εφόσον οι σχέσεις του εφεσείοντα με μερίδα κληρονόμων είχαν καταρρεύσει ολοκληρωτικά.

Έχοντας συνεπώς κατά νου τις πρόνοιες του άρθρου 52(1)(α) του Νόμου καθώς και τη σχετική νομολογία, προκύπτει ότι κατά την εκδίκαση της κυρίως αίτησης, το Δικαστήριο θα κληθεί να εξετάσει: Πρώτον, κατά πόσον ο ΚΚ, ως πρόσωπο που δεν έχει συμφέρον στην κληρονομιά, νομιμοποιείται ή όχι να προωθεί την εν λόγω αίτηση αποκλειστικά στη βάση του ότι επήλθε οριστική ρήξη στις σχέσεις του με τον συνδιαχειριστή ΑΤ, για τους λόγους που αναφέρει και δεύτερον, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πιο πάνω ερώτημα, θα εξεταστεί εάν δικαιολογείται η παύση του ΑΤ με σκοπό τη δέουσα διαχείριση της περιουσίας του αποβιώσαντος και την προστασία των συμφερόντων των κληρονόμων.

Τονίζεται στο σημείο αυτό ότι στα πλαίσια της αίτησης ημερομηνίας 5/3/24, το Δικαστήριο δεν θα προβεί σε αυτεπάγγελτη εξέταση ζητήματος παύσης του ΚΚ, μόνο και μόνο επειδή αυτό ζητείται δια της ΕΔ ΑΤ που συνοδεύει την ένσταση. Ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, αίτημα παύσης του ΚΚ προωθείται μέσω γραπτής αίτησης του ΑΤ ημερομηνίας 15/5/24, στην οποία ο ΚΚ έχει καταχωρίσει ένσταση. Αντικείμενο της κυρίως αίτησης, για σκοπούς της οποίας ζητείται η καταχώριση της προτεινόμενης ΣΕΔ, αποτελεί μόνο το κατά πόσον δικαιολογείται ή όχι η παύση του ΑΤ. Συνεπώς στα πλαίσια της κυρίως αίτησης δεν θα απασχολήσει το Δικαστήριο το κατά πόσον ο ΚΚ εσκεμμένως παρέλειψε να ανταποκριθεί σε κάποιο καθήκον του ή κατά πόσον εσκεμμένως διέπραξε κάποιο παράπτωμα σε σχέση με τη διαχείριση της περιουσίας του αποβιώσαντος, ούτε θα αποφασιστεί το κατά πόσον τα όσα καταλογίζονται στον ΚΚ, μέσω της ΕΔ ΑΤ, αληθεύουν ή όχι.

Αυτό που έχει σημασία είναι πως ανεξαρτήτως της όποιας υπαιτιότητας, φαίνεται να υπάρχει εχθρική στάση από πλευράς κληρονόμων, περιλαμβανομένου του ΑΤ, ενάντια στον ΚΚ, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προχωρήσει απρόσκοπτα η διαχείριση της περιουσίας του αποβιώσαντος.

Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δια της ΕΔ ΚΚ που συνοδεύει την κυρίως αίτηση, ο ΚΚ απορρίπτει τις κατηγορίες ΑΤ και υιοθετεί ένορκες δηλώσεις του ημ.10/4/23 και 28/6/23, που αποτελούν μέρος του δικαστηριακού φακέλου, το περιεχόμενο του οποίου δύναται να ληφθεί υπόψιν από το Δικαστήριο (βλ. μεταξύ άλλων Θεμιστοκλέους Ανδρέας v. Αθηνάς Λεωνίδου (2005) 1 ΑΑΔ 417). Έχοντας αναγνώσει τις εν λόγω ένορκες δηλώσεις του ΚΚ, διαπιστώνω πως πράγματι ευσταθεί η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση ότι σε αυτές περιέχονται ήδη οι ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται στην προτεινόμενη ΣΕΔ.

Κατάληξη:

            Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω ότι δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε καλός λόγος για καταχώριση της προτεινόμενης ΣΕΔ. Ως εκ τούτου η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον του αιτητή, ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

…………………………….

Α. Κάρνου Α.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο