ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. Κάρνου, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής:1407/21
Μεταξύ:
1. SHULMAN ADRIAN από το Ισραήλ
2. SHULMAN ZVIA από το Ισραήλ
Εναγόντων
-και-
ΜΙΧΑΛΗΣ (ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ) ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ εκ Λεμεσού
Εναγόμενου
Ημερομηνία: 5 Νοεμβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες - Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Χρ. Χριστοφόρου για Χρίστος Σ. Χριστοφόρου Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενο - Αιτητή: κα Μ. Βασιλείου, για Αρετή Χαριδήμου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Ενδιάμεση Απόφαση
(σε αίτηση για παραμερισμό απόφασης)
Δια της υπό κρίση αίτησης ο εναγόμενος επιδιώκει τον παραμερισμό απόφασης ημερομηνίας 15 Ιουνίου 2022, η οποία εκδόθηκε ερήμην του, λόγω παράλειψής του να καταχωρίσει εγκαίρως σημείωμα εμφάνισης στην ως άνω Αγωγή.
Πρόκειται για απόφαση δια της οποίας ο εναγόμενος διατάχθηκε να καταβάλει στους ενάγοντες ποσό ύψους Ευρώ 181.000 πλέον τόκους και έξοδα. Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης (εφεξής: «η Ε/Α») καθώς και την Ένορκη Δήλωση δια της οποίας οι ενάγοντες απέδειξαν την αξίωσή τους, το επιδικασθέν ποσό αντικατοπτρίζει τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής αγοραίας αξίας ενός διαμερίσματος (εφεξής: «το διαμέρισμα») και του ποσού που ο εναγόμενος έλαβε από τους ενάγοντες ως αντάλλαγμα για την πώληση του εν λόγω διαμερίσματος σε αυτούς.
Ειδικότερα ως δικογραφείται στην Ε/Α, το εν λόγω διαμέρισμα πωλήθηκε στους ενάγοντες κατόπιν ψευδών διαβεβαιώσεων του εναγόμενου ότι αυτό είχε ανεγερθεί σύμφωνα με τα σχετικά αρχιτεκτονικά σχέδια και άδεια οικοδομής, ενώ, στην πραγματικότητα, ο εναγόμενος είχε προβεί σε παράνομη επέκταση του καθιστικού και σε προσθήκη ενός υπνοδωματίου, εις βάρος καλυμμένης βεράντας του διαμερίσματος. Επιπλέον, καταλογίζεται στον εναγόμενο ότι απέκρυψε από τους ενάγοντες την πιο πάνω παρανομία, με αποτέλεσμα να αποσπάσει από αυτούς ποσό ύψους Ευρώ 375.000, ενώ η πραγματική αγοραία αξία του εν λόγω διαμερίσματος, με βάση το εμβαδόν του ως αναγράφεται στον τίτλο ιδιοκτησίας, ήταν Ευρώ 194.000.
Η υπό κρίση αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του εναγόμενου – αιτητή (εφεξής: « η ΕΔ ΜΜ») δια της οποίας αυτός ισχυρίζεται ότι για πρώτη φορά έλαβε γνώση της ως άνω Αγωγής περί τον Μάρτιο 2024, όταν δέχθηκε τηλεφώνημα από κάποιο δικαστικό επιδότη, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι επιθυμούσε να εκτελέσει εναντίον του ένταλμα για ανάκτησης κατοχής περιουσίας. Αμέσως μετά την εν λόγω τηλεφωνική ενημέρωση, ο εναγόμενος, ως αναφέρει, αποτάθηκε σε δικηγόρους, οι οποίοι προέβησαν σε έρευνα στο φάκελο της υπόθεσης και διαπίστωσαν ότι στις 20/12/21 εξασφαλίστηκε η έκδοση δικαστικού διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης του Κλητηρίου Εντάλματος της ως άνω Αγωγής στον εναγόμενο, δια θυροκόλλησης αυτού, στο διαμέρισμα «101-102» στην οδό Γεωργίου Α, αρ. 71 “Les Bois Apts”, Ποταμός Γερμασόγειας Λεμεσός.
Αποτελεί θέση του εναγόμενου ότι το διαμέρισμα αρ.102 στην πιο πάνω διεύθυνση, δεν είναι δικής του ιδιοκτησίας. Σε ότι αφορά το διαμέρισμα αρ.101 που περιγράφεται ανωτέρω (εφεξής: «το διαμέρισμα 101») αυτό όντως του ανήκει, όμως κατά το χρόνο που κατ’ ισχυρισμό γίνονταν προσπάθειες, μέσω ιδιώτη επιδότη, να του επιδοθεί το Κλητήριο Ένταλμα στο διαμέρισμα αυτό, ο εναγόμενος δεν διέμενε πλέον εκεί, αλλά είχε μετακομίσει στη διεύθυνση Γερανίου 4, Πάνθεα, στη Μέσα Γειτονιά. Κατά το χρόνο της κατ’ ισχυρισμό επίδοσης, στο διαμέρισμα 101 διέμενε, σύμφωνα με τον εναγόμενο, κάποιος ενοικιαστής ονόματι Ameer Abdel Rahman (εφεξής: «ο AAR»), ο οποίος του κατέβαλλε ενοίκιο ύψους Ευρώ 500 μηνιαίως. Σχετικώς επισυνάπτεται στην ΕΔ ΜΜ, ως Τεκμήριο 3, Ένορκη Δήλωση του AAR στην αγγλική γλώσσα και ως Τεκμήριο 4 αντίγραφο ενοικιαστηρίου εγγράφου επίσης στην αγγλική γλώσσα, το οποίο φαίνεται να συνήφθη μεταξύ εναγόμενου και AAR, αναφορικά με ενοικιαστική περίοδο μεταξύ 1/1/21 και 31/12/21.
Δια της ένορκης του δήλωσης – Τεκμήριο 3 στην ΕΔ ΜΜ, ο AAR επιβεβαιώνει ότι για την περίοδο από 1/1/21 έως 30/5/22 ενοικίαζε το διαμέρισμα 101 από τον εναγόμενο, έναντι ενοικίου ύψους Ευρώ 500, ποσό το οποίο κατέβαλλε σε μετρητά. Επιπλέον, ο AAR αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της πιο πάνω ενοικίασης, κανένας επιδότης ή άλλο πρόσωπο δεν ζήτησε να του παραδώσει έγγραφα σχετικά με τον εναγόμενο, ούτε ο ίδιος εντόπισε οποιαδήποτε έγγραφα θυροκολλημένα στην πόρτα του διαμερίσματος 101 ή περιμετρικά αυτού.
Αποτελεί περαιτέρω θέση του εναγόμενου ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε χωρίς καμία καθυστέρηση, μόλις ο ίδιος έλαβε γνώση της διαδικασίας και αφού διαπίστωσε ότι είχε εκδοθεί απόφαση εναντίον του.
Σε ότι αφορά την υπεράσπισή του επί της ουσίας της Αγωγής, ο εναγόμενος αρνείται δια της ΕΔ ΜΜ ότι απέκρυψε από τους ενάγοντες σημαντικά χαρακτηριστικά του διαμερίσματος ή οποιοδήποτε γεγονός και ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες μελέτησαν όλα τα αρχιτεκτονικά και τεχνικά σχέδια του εν λόγω διαμερίσματος και μέσω του τότε δικηγόρου τους και κατόπιν λήψης νομικής συμβουλής, αποφάσισαν να το αγοράσουν.
Σε συμπληρωματική ένορκη δήλωσή του ημερομηνίας 16/1/25 (εφεξής: «η ΣΕΔ ΜΜ») ο εναγόμενος επαναλαμβάνει τον ισχυρισμό του ότι δεν έλαβε γνώση του Κλητηρίου Εντάλματος πριν την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης και επιπλέον ισχυρίζεται ότι από τον Δεκέμβριο 2019 μέχρι τον Δεκέμβριο 2020 διέμενε σε κατοικία στην οδό Γερανίου 4 Πάνθεα, Μέσα Γειτονιά στη Λεμεσό και έπειτα διαμένει μόνιμα με την οικογένεια του σε άλλη κατοικία εντός της επαρχίας Λεμεσού.
Σε ότι αφορά την υπεράσπισή του, ο εναγόμενος επαναλαμβάνει τις θέσεις του, παραπέμποντας περαιτέρω στην παράγραφο 5.2 της συμφωνίας αγοραπωλησίας του επίδικου διαμερίσματος, ημερομηνίας 19/5/22, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτει στη ΣΕΔ ΜΜ ως Τεκμήριο 1, σύμφωνα με την οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο οι ενάγοντες είχαν επιθεωρήσει το επίδικο ακίνητο, το είχαν αποδεχθεί στην κατάσταση και «στο μέγεθος» που βρισκόταν και αναγνώρισαν ότι ο εναγόμενος δεν φέρει καμία ευθύνη για τυχόν κρυφά ελαττώματα ή τον τρόπο κατασκευής του. Σύμφωνα με τον εναγόμενο η συμφωνία αυτή, η οποία υπογράφτηκε από τους ενάγοντες κατόπιν νομικής συμβουλής, αντικατοπτρίζει σαφώς την πρόθεση των μερών. Επιπλέον, ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι κατά το στάδιο της αγοράς του διαμερίσματος, οι ενάγοντες είχαν πλήρη εικόνα της κατάστασής του και ότι οι ισχυρισμοί τους περί ελαττωμάτων ή οποιασδήποτε ευθύνης εκ μέρους του στερούνται βάσης.
Η Ένσταση
Στις 2/10/24 καταχωρίστηκε από πλευράς των εναγόντων – καθ’ ων η αίτηση, Ειδοποίηση περί Προθέσεως Ένστασης στην υπό κρίση αίτηση, δια της οποίας προβάλλεται η θέση ότι δεν πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για παραμερισμό της εκκαλούμενης απόφασης. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση (εφεξής: «η ΕΔ ΣΠ») αναφέρονται τα εξής:
Για σκοπούς εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 15/6/22, εκδόθηκε, στις 15/3/24, ένταλμα για εκποίηση κινητής περιουσίας του αιτητή (Τεκμήριο 1- ΕΔ ΣΠ) και όχι για ανάκτηση κατοχής ως εσφαλμένα αναφέρεται στην ΕΔ ΜΜ. Ακολούθως, στις 23/4/24, το εν λόγω ένταλμα επιστράφηκε ανεκτέλεστο, λόγω του ότι ο εναγόμενος είχε εγκαταλείψει τη δοθείσα διεύθυνση. Δεν καταγράφηκε όμως στο ένταλμα αυτό ο αριθμός τηλεφώνου του εναγόμενου και είναι άξιον απορίας πώς ο εν λόγω επιδότης επικοινώνησε με τον εναγόμενο τηλεφωνικώς, ως αυτός ισχυρίστηκε.
Πέραν τούτου, ο εναγόμενος δεν αναφέρει πότε ακριβώς έλαβε γνώση της έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης και ποιος του έδωσε τα στοιχεία της ως άνω Αγωγής, ώστε να διεξαχθεί έρευνα στο φάκελο.
Αναφορικά με το διάταγμα θυροκόλλησης, αντίγραφο του οποίου επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 2 στην ΕΔ ΜΜ, σημειώνεται ότι στο πάνω μέρος αυτού αναγράφεται η ημερομηνία 6/4/22 που είναι η ημερομηνία αναρτήσεως του εν λόγω διατάγματος μαζί με την αίτηση για έκδοση απόφασης λόγω μη καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, στο πινάκιο ειδοποιήσεων του Δικαστηρίου. Συνεπώς εύλογα προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση του πιο πάνω διατάγματος από το πινάκιο ειδοποιήσεων του Δικαστηρίου και όχι από το φάκελο της δικογραφίας, καθότι σε τέτοια περίπτωση, το αντίγραφο του διατάγματος που επισύναψε στην ΕΔ ΜΜ δεν θα έφερε την ημερομηνία 6/4/22.
Σε ότι αφορά τους ισχυρισμούς του εναγόμενου περί μετεγκαταστάσεως του σε άλλη κατοικία, αυτοί δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί γιατί παρέμειναν παντελώς ατεκμηρίωτοι. Ειδικότερα εν σχέση με την κατ’ ισχυρισμό ενοικίαση του διαμερίσματος αρ.101, σημειώνεται ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο - Τεκμήριο 4 στην ΕΔ ΜΜ, αναφέρεται σε ενοικιαστική περίοδο μεταξύ 1/1/21 και 31/12/21, ενώ στην ένορκη δήλωση του AAR – Τεκμήριο 3 στην ΕΔ ΜΜ γίνεται αναφορά σε ενοικίαση για την περίοδο από 1/1/21 μέχρι 30/5/22.
Επί της ουσίας της Αγωγής, η ομνύουσα υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλει προς υπεράσπισή του ο εναγόμενος είναι γενικοί, αόριστοι και ατεκμηρίωτοι. Γενικώς και αορίστως ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες αφού ήλεγξαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια, αποφάσισαν να αγοράσουν το διαμέρισμα. Στην πραγματικότητα όμως οι ενάγοντες ανακάλυψαν ότι η κατάσταση του διαμερίσματος δεν ήταν σύμφωνη με τα εν λόγω σχέδια, σε χρόνο μεταγενέστερο της αγοράς. Ως καταγράφεται στην Ε/Α ο εναγόμενος παράνομα και αυθαίρετα επέκτεινε το εν λόγω διαμέρισμα, χωρίς την εξασφάλιση οποιασδήποτε άδειας από την αρμόδια αρχή, με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση μεγαλύτερης τιμής πώλησης από την πραγματική του αξία και εν τέλει εξαπάτησε τους ενάγοντες. Καμία θέση περί τούτου δεν προβάλλει ο εναγόμενος, ώστε να καταδείξει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση στην Αγωγή.
Τέλος, ως προς το ζήτημα της επίδοσης του Κλητηρίου Εντάλματος, σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση υπαλλήλου που εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους ενάγοντες, αναφέρεται ότι στις 21/1/22 ιδιώτης επιδότης προέβη σε υποκατάστατη επίδοση του Κλητηρίου Εντάλματος στον εναγόμενο, δια θυροκολλήσεως αυτού στην είσοδο του διαμερίσματος αρ.101 και προς τούτο προέβη σε ένορκη δήλωση επίδοσης στις 27/1/22. Πρωτότυπη ένορκη δήλωση του επιδότη, μαζί με το σχετικό διάταγμα για θυροκόλληση καθώς και το Κλητήριο Ένταλμα, τα οποία εκ παραδρομής δεν είχαν καταχωριστεί στο φάκελο τους Δικαστηρίου, επισυνάπτονται στην εν λόγω συμπληρωματική ένορκη δήλωση ως Έγγραφο Α.
Ακροαματική Διαδικασία
Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες των μερών για εξώδικο συμβιβασμό της ως άνω Αγωγής, η αίτηση οδηγήθηκε τελικά σε ακρόαση στη βάση των ένορκων δηλώσεων που συνοδεύουν αίτηση και ένσταση αντίστοιχα. Αμφότεροι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι προσκόμισαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις, τις οποίες έχω αναγνώσει με προσοχή. Οι θέσεις των μερών εξετάζονται κατωτέρω, κατά την υπαγωγή των γεγονότων στον Νόμο.
Νομική Πτυχή
Νομική βάση της αίτησης αποτελεί η Διάταξη 17 Θ.10 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία προνοεί τα ακόλουθα:
«Where judgment is entered pursuant to any of the preceding rules of this Order, it shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary such judgment upon such terms as may be just. »
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Όταν εκδοθεί απόφαση σύμφωνα με τους προηγούμενους κανονισμούς αυτής της Διάταξης, θα είναι νόμιμο διά το Δικαστήριο στην κατάλληλη περίπτωση να παραμερίσει ή διαφοροποιήσει τέτοια απόφαση με όρους που ήθελαν φανεί δίκαιοι.»
Συνεπώς ο παραμερισμός απόφασης που εκδόθηκε ερήμην εναγομένου, λόγω παράλειψής του να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται με βάση αποκρυσταλλωμένες νομολογιακές αρχές (βλ. μεταξύ άλλων, Jurgen κ.ά. v Σταυρινού Πολ. Έφ. 80/14, 1/6/2020, Kοσταντιάν v Βασιλείου Πολ. Έφ. 168/13, 25/2/20, ECLI:CY:AD:2020:A73, Γεωργίου Περικλής και Άλλη ν. Nίκου Xριστοδούλου (2011) 1 Α.Α.Δ 561, Iason Travel & Tours Ltd n. L. Pashias Travel Ltd (2013) 1 Α.Α.Δ.402, Νεμίτσας v Salwa Chaparian Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 284/2008, 10/5/2011, Nsm Democars Ltd κ.ά. v Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφ. 121/10, 14/10/15, Ανδρέας Γιάγκου v. Λουκίας Φωτίου, Πολιτική Έφεση Αρ. 233/2009, 24/01/2014, Κωνσταντινίδη ν. Hissin (2004) 1 Α.Α.Δ. 1774, Κυριακή Τσεσμέλογλου v. Σοφοκλή Σοφοκλέους Πολιτική Έφ.205/2010, 15/01/2013, Milouca Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941, Mine & Quarry Services Ltd v. A. Γεωργίου (Μαύρου) [1993] 1 ΑΑΔ 26, Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ και άλλοι ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ [1997] 1(Α) ΑΑΔ 28, Sabine Zehil v. Neil Roberts (2009) 1(A) A.A.Δ.678, Siberia Air v. Πούλλικα (2005) 1 Α.Α.Δ. 893, Σκάρος v. 1. Π. Χριστοδούλου κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 291, Clair Morris v Saratoga Swimming Pools Πολιτική Έφεση Αρ. 145/2009,10/04/2012).
Διαχρονικά η νομολογία επιτάσσει πως παραμερισμός ερήμην του εναγομένου εκδοθείσας απόφασης, δικαιολογείται σε δύο διακριτές περιπτώσεις:
(α) Όταν η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου ή διαδικασίας, οπότε και παραμερίζεται από το Δικαστήριο ex debito justitiae, ήτοι δικαιωματικά και χωρίς να τίθεται θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας και
(β) Όταν η εν λόγω απόφαση είναι μεν νομότυπη, αλλά ο αιτούμενος τον παραμερισμό της παρουσιάζει, δια ενόρκου δηλώσεως, εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση και επεξηγεί ταυτόχρονα τον λόγο για τον οποίο η υπόθεση αφέθηκε να προχωρήσει σε έκδοση απόφασης, χωρίς τη συμμετοχή του στη διαδικασία.
Σταθερή γραμμή της νομολογίας επιβεβαιώνει πως σε περίπτωση λήψης απόφασης ερήμην του εναγόμενου, χωρίς η Αγωγή να είχε επιδοθεί νομότυπα, η απόφαση παραμερίζεται ex debito justitiae, ήτοι ως οφειλόμενο χρέος προς τη Δικαιοσύνη και χωρίς την επιβολή οποιουδήποτε όρου σχετικά με τα έξοδα της αίτησης (βλ.Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 26, παράγραφος 559). Ως αναφέρθηκε στην Ηλία Μανώλη v. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ Πολ.Έφ.413/11, ημερομηνίας 3/2/2017, ECLI:CY:AD:2017:A37:
«κακή επίδοση συνιστά θεμελιακό ελάττωμα (fundamental vice) που δημιουργεί υποχρέωση για ex debito justitiae παραμερισμό μιας ερήμην απόφασης. Έτι περαιτέρω μάλιστα, η νομολογία μας προσέδωσε στο ζήτημα τη συνταγματική διάσταση που προκύπτει από το Άρθρο 30.3(α) και (β) του Συντάγματος, υποδεικνύοντας ότι η δέουσα επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο Δικαστήριο και τη δυνατότητά του, ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, να προβάλει την υπεράσπισή του.»
Στην περίπτωση όμως κατά την οποία δεν διαπιστώνεται ζήτημα άκυρης και/ ή αντικανονικής επίδοσης του Κλητηρίου Εντάλματος, το Δικαστήριο εξετάζοντας αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του εναγομένου, οφείλει να προβεί σε εξισορρόπηση δύο θεμελιωδών για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης παραγόντων. Αφενός, της ανάγκης για αποτελεσματική διασφάλιση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί επί της ουσίας της υπόθεσής του και αφετέρου, της ανάγκης για διασφάλιση της ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων και τελεσιδικίας. Καταλυτική σημασία ως προς την τύχη αίτησης για παραμερισμό απόφασης, ενέχει, σε κάθε περίπτωση, η διαγωγή και η συμπεριφορά που επιδεικνύει ο αιτητής έναντι της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου του. Διαφωτιστικό επί του προκειμένου είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Fylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, σε ελληνική μετάφραση, όπως υιοθετήθηκε στην υπόθεση Milouca Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941:
«Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο πρέπει να επιδιώκει την εξισορρόπηση δύο παραγόντων, θεμελιακών για την απονομή της δικαιοσύνης: Την ανάγκη να διασφαλίσει, αφενός, αποτελεσματικά το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του και, αφετέρου, την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων. Η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης δεν αποτελεί απλώς ζήτημα ευκολίας, αλλά υψίστης σημασίας παράγοντα για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων του πολίτη. Η αρχή αυτή είναι στενά συνυφασμένη και με ένα άλλο λόγο, επίσης σημαντικό για την απονομή της δικαιοσύνης, την ανάγκη διασφάλισης της τελεσιδικίας. Εάν διάδικος μπορεί απρόσκοπτα να επιδιώκει το επανάνοιγμα της υπόθεσης, η σφραγίδα της οριστικότητας, την οποία φέρει η απόφαση, και όλα όσα εξυπακούει, καθώς και η βεβαιότητα την οποία εισάγει στη διαχείριση των υποθέσεων του ανθρώπου, θα απωλεσθούν, με οδυνηρές συνέπειες για την απονομή της δικαιοσύνης - (βλ. παρατηρήσεις του Megaw L.J. στη Lambert v. Mainland Market (1977) 2 All E.R. 826, στη σελ. 833 (c-d)).
Το απαύγασμα της νομολογίας κατατείνει στο ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. ΄Οπου η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο δύναται, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση.»
Επομένως, ο αιτηθείς τον παραμερισμό απόφασης, η οποία εκδόθηκε ερήμην του νομότυπα, οφείλει, μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση, πρώτον, να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην Αγωγή και δεύτερον, να προβάλει σοβαρή και εύλογη αιτιολόγηση ως προς το λόγο για τον οποίο παρέλειψε να καταχωρίσει εμφάνιση στη διαδικασία (βλ. Τρύφωνος Τρύφων Κύπρος ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αλληλεγγύης (2014) 1 Α.Α.Δ. 1080, Jurgen κ.α. v Σταυρινού Πολ. Έφ. 80/14, ημ.1/6/2020).
Δεν απαιτείται, ασφαλώς, σε αυτό το στάδιο, απόδειξη αμφισβητούμενων γεγονότων ή θεμελίωση της υπεράσπισης του αιτούντος τον παραμερισμό. Όπως υποδείχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Κωνσταντινίδη ν. Hissin (ανωτέρω) «είναι αρκετό να εγερθεί το ζήτημα που κρίνεται χωρίς αξιολόγηση της μαρτυρίας» και χωρίς να «... απαιτείται απόδειξη των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση». Με άλλα λόγια, πρέπει να αποκαλύπτεται από τον αιτητή μια ‘καλή τη πίστει συζητήσιμη υπόθεση’ (‘bona fide arguable case’), η οποία δεν δύναται να θεμελιωθεί με προβολή γενικών και αόριστων ισχυρισμών, αλλά πρέπει να προβάλλεται κατά τρόπο σαφή, εξειδικευμένο και πειστικό (βλ. μεταξύ άλλων Mine & Quarry Services Ltd v. A. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ.26).
Ως λέχθηκε σχετικώς στην υπόθεση Βύρων Τεγκεράκης, διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Κορίνας Τεγκεράκη (Χατζηπαναγή) Γιαννή v. Δήμου Λευκωσίας (2005) 1 Α.Α.Δ. 289:
«Η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης προϋποθέτει και εξυπακούει κάτι περισσότερο από την απλή παράθεση της εκδοχής του αιτητή, δηλαδή προϋποθέτει την προσκόμιση στο Δικαστήριο κάποιων αποδεικτικών στοιχείων και μαρτυρίας υπό μορφή ένορκης δήλωσης, που να υποστηρίζουν την εκδοχή του αιτητή.».
Παρομοίως, στην υπόθεση Καλλής Ξενοφών v. Alpha Bank Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 793, (στη σελίδα 799) το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ευκρινώς πως:
«Ο διάδικος ο οποίος επιδιώκει τον παραμερισμό πρέπει να προσκομίσει στοιχεία που να αποκαλύπτουν, κατ' αρχήν έστω ότι έχει γνήσια υπεράσπιση στην αξίωση. Βλ. K.C.P. Commission Agents & Importers Ltd v. Ανδρέα Μιχαήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 415. Ο πρωτόδικος δικαστής έθεσε το θέμα ως εξής:
«Αντλώντας κατεύθυνση από την Νομολογία, η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης προϋποθέτει αλλά και εξυπακούει κάτι περισσότερο από την απλή παράθεση από τον αιτητή μιας εκδοχής, διαφορετικής από εκείνης του ενάγοντα. Θα πρέπει να προσκομιστούν στο Δικαστήριο κάποια αποδεικτικά στοιχεία τα οποία εξυπακούεται πως θα πρέπει να εμπεριέχουν κάποιο βαθμό πειστικότητας που θα καθορίζεται και θα καταδεικνύεται μέσα από τους ίδιους τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς, ώστε η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να μην ασκείται επί ματαίω και μόνο αν θα εξυπηρετηθεί χρήσιμος σκοπός επίλυσης της διαφοράς των διαδίκων. Το βάρος απόδειξης είναι στους ώμους του αιτητή.»
Πέραν των ανωτέρω, θα πρέπει να τονιστεί ότι ακόμη και εάν καταδειχθεί καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση από πλευράς αιτητή, το Δικαστήριο έχει καθήκον να αρνηθεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης όταν διαπιστώσει ότι η διαγωγή του αιτητή είναι τέτοια που πλήττει το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης (βλ. Jurgen κ.α. v Σταυρινού Πολ. Έφ. 80/14, 1/6/2020, Kοσταντιάν v Βασιλείου Πολ. Έφ. 168/13, 25/2/20, ECLI:CY:AD:2020:A73, FPP Fish Processing Ltd v Nicolaou Acqua Culture Ltd (2000) 1 A.A.Δ 2054). Δηλαδή σε περίπτωση που ο αιτητής επιδεικνύει περιφρονητική προς το Δικαστήριο ή προς τον αντίδικό του συμπεριφορά ή ενεργεί με αδικαιολόγητη καθυστέρηση, η συμπεριφορά αυτή μπορεί να αποτελέσει αυτοτελή λόγο για απόρριψη της αίτησης (Clair Morris v Saratoga Swimming Pools Πολιτική Έφεση Αρ. 145/2009,10/04/2012, Sabine Zehil v Neil Roberts (2009) 1A A.A.Δ. 678, Siberia Air v. Πούλλικα (2005) 1 Α.Α.Δ 893).
Στην υπόθεση Milouca Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941, σελίδα 947, τονίστηκε πως:
«Η άνευ αποχρώντος λόγου παράλειψη του εναγομένου να εμφανιστεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρησή του να αποταθεί για τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, μπορεί βάσιμα να αποτελέσουν λόγο για την απόρριψη του αιτήματός του. Διαφορετικά, η πορεία της δικαστικής διαδικασίας και τα αποτελέσματά της θα αφήνονταν αιωρούμενα μέχρι την εκδήλωση της θέσης του εναγομένου, σε σχέση με την εναντίον του αγωγή».
Ομοίως στην υπόθεση Παπανικολάου ν. Κότσαπα (2004) 1 Α.Α.Δ. 1800 τονίστηκε μετ’ επιτάσεως πως:
«Η άνευ φειδούς επανάνοιξη υπόθεσης δημιουργεί αβεβαιότητα στην τελεσιδικία και γι’ αυτό, αν η συμπεριφορά διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης και καταδεικνύει καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί το αίτημα του διαδίκου».
Κρίση Δικαστηρίου:
Το πρώτο ζήτημα που χρήζει εξέτασης είναι το κατά πόσον το Κλητήριο Ένταλμα επιδόθηκε στον εναγόμενο κανονικά και νομότυπα, εφόσον ως έχει αναφερθεί, τυχόν διαπίστωση ότι η εν λόγω επίδοση έγινε αντικανονικά, θα οδηγήσει άνευ ετέρου, στον ex debito justitiate παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης.
Από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου η οποία γίνεται αποδεκτή, προκύπτει ότι η επίδοση του Κλητηρίου Εντάλματος στην ως άνω Αγωγή έγινε δια θυροκόλλησης αυτού, στις 21/1/22, σύμφωνα με δικαστικό διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης. Σημειώνεται ότι η ισχύς και εγκυρότητα του εν λόγω διατάγματος δεν τελεί υπό αμφισβήτηση, ούτε ζητείται, δια της υπό κρίση αίτησης, ο παραμερισμός του, ούτε προβάλλεται ισχυρισμός ότι η επίδοση δεν έγινε συμφώνως του διατάγματος αυτού. Ως εκ τούτου προκύπτει ότι η επίδοση του Κλητηρίου Εντάλματος έγινε εν προκειμένω νομότυπα.
Δεδομένης λοιπόν της πιο πάνω κατάληξης, θα πρέπει ακολούθως να εξεταστεί κατά πόσον ο εναγόμενος, μέσω των ένορκων δηλώσεών του που συνοδεύουν την αίτηση, έχει αποδείξει, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ότι ο ίδιος δεν έλαβε γνώση του Κλητηρίου Εντάλματος πριν την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης (βλ. μεταξύ άλλων Σωκράτης Διακουρτής v. Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε61/2016 ημερομηνίας 2/10/23 και Γεώργιος Δανιήλ v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ.340/2010 ημ.17/1/17), ECLI:CY:AD:2017:A7.
Η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι, κατά την κρίση μου, αρνητική για τους πιο κάτω λόγους:
Η θέση του εναγόμενου ότι κατά το χρόνο της θυροκόλλησης του Κλητηρίου Εντάλματος στο διαμέρισμα αρ.101, αυτός δεν διέμενε πλέον εκεί, η οποία αμφισβητείται από πλευράς εναγόντων δια της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση, παρέμεινε, κατά την κρίση μου, ατεκμηρίωτη. Ξεκινώντας από τη σύμβαση ενοικίασης του εν λόγω διαμερίσματος – Τεκμήριο 4 στην ΕΔ ΜΜ, σημειώνεται ότι η σύμβαση αυτή αφορά περίοδο προγενέστερη του χρόνου της επίδοσης. Επιπλέον, σε ότι αφορά την ΕΔ AAR - Τεκμήριο 3 στην ΕΔ ΜΜ, παρατηρώ ότι αυτή περιλαμβάνει ισχυρισμούς οι οποίοι έρχονται σε αντίθεση με τη θέση που προβάλλεται ενόρκως από πλευράς εναγόντων ότι στις 21/1/22 έλαβε χώρα θυροκόλληση του Κλητηρίου Εντάλματος από αρμόδιο επιδότη στο διαμέρισμα 101. Συγκεκριμένα, δια του Τεκμηρίου 3 ο AAR υποστηρίζει ότι κατά την περίοδο μεταξύ 1/1/21 και 30/5/22 κανένας επιδότης δεν προσπάθησε να επιδώσει έγγραφα στον εναγόμενο στο διαμέρισμα 101 και ότι ο ίδιος ουδέποτε εντόπισε οποιαδήποτε έγγραφα στην πόρτα ή περιμετρικά του διαμερίσματος αρ.101, στο οποίο κατ’ ισχυρισμό διέμενε, κατά την πιο πάνω περίοδο.
Πέραν των ανωτέρω, σημειώνεται ότι δεν παρουσιάστηκε από πλευράς εναγόμενου καμία απόδειξη είσπραξης ενοικίου αναφορικά με το διαμέρισμα 101, ούτε οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία ως προς την κατ’ ισχυρισμό νέα διεύθυνση διαμονής του κατά τον ουσιώδη χρόνο (π.χ. ενοικιαστήριο έγγραφο ή λογαριασμούς κοινής ωφελείας αναφορικά με το σπίτι στο οποίο κατ’ ισχυρισμό διέμενε) χωρίς καμία αιτιολογία. Τονίζεται στο σημείο αυτό ότι στον εναγόμενο δόθηκε το δικαίωμα να καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση προς περαιτέρω υποστήριξη της αίτησής του, πλην όμως, παρά την έντονη αμφισβήτηση των ισχυρισμών του από πλευράς εναγόντων, αυτός παρέλειψε εκ νέου να προσκομίσει, δια της ΣΕΔ ΜΜ, οποιαδήποτε έγγραφα ή στοιχεία προς απόδειξη της θέσης ότι δεν διέμενε στο διαμέρισμα αρ.101 κατά τον χρόνο της επίδοσης.
Επομένως, με βάση τις ανωτέρω επισημάνσεις, η θέση του εναγόμενου ότι έλαβε γνώση του Κλητηρίου Εντάλματος της ως άνω Αγωγής για πρώτη φορά τον Μάρτιο 2024, δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται. Ως εκ τούτου δεν έχει καταδειχθεί, κατά την κρίση μου, ότι ο εναγόμενος νομιμοποιείται δικαιωματικά σε παραμερισμό της εκκαλούμενης απόφασης και συνεπώς προχωρώ να εξετάσω τον πρωταρχικό παράγοντα που λαμβάνεται υπόψιν κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην, δηλαδή το κατά πόσον έχει αποκαλυφθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση στην ως άνω Αγωγή. Έχοντας μελετήσει τις θέσεις οι οποίες προβάλλονται μέσω των ένορκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση, η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι κατά την κρίση μου αρνητική, για τους πιο κάτω λόγους:
Θεμελιώδης θέση των εναγόντων, ως δικογραφείται στην Ε/Α και επιπλέον ως αναπτύσσεται στην ένορκη δήλωση βάσει της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, είναι ότι ο εναγόμενος ψευδώς τους διαβεβαίωσε πως το διαμέρισμα είχε ανεγερθεί σύμφωνα με τα σχετικά αρχιτεκτονικά σχέδια και άδεια οικοδομής. Συγκεκριμένα, στις λεπτομέρειες της παραγράφου 10 της Ε/Α, υπό σημεία (2) έως (4) αναγράφονται τα εξής:
«(2) Ο Εναγόμενος διαβεβαίωνε τους Ενάγοντες ότι το διαμέρισμα ως είχε κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την αγορά του ήταν σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά σχέδια, άδεια οικοδομής και τίτλο ιδιοκτησίας και καμία αλλαγή υπήρξε ή τροποποίηση ή προσθήκη με αποτέλεσμα στη βάση τέτοιων διαβεβαιώσεων οι Ενάγοντες να προσχωρήσουν στην σύμβαση αγοράς του εν πλήρη γνώση του Εναγόμενου ότι οι εν λόγω διαβεβαιώσεις ήταν ψευδείς και/ ή αναληθείς.
(3) Ενώ υπήρξε πιστοποιητικό τελικής εγκρίσεως και διαχωρισμού του διαμερίσματος με την έκδοση τίτλου ιδιοκτησίας επ’ ονόματί του Εναγόμενου, αυτός σε μεταγενέστερο χρόνο και πριν προβεί εις την πώληση του εις τους Ενάγοντες, προέβηκε σε παράνομες πράξεις και/ ή ενέργειες δια της επεκτάσεως του καθιστικού και της προσθήκης ενός ακόμη υπνοδωματίου, αποκρύπτοντας το γεγονός αυτό από τους Ενάγοντες και εξαπατώντας τους με απώτερο σκοπό την παράνομη αύξηση της αγοραίας αξίας του διαμερίσματος και απόσπαση ποσού χρημάτων από τους Ενάγοντες.
(4) Ο Εναγόμενος παρά των ανωτέρω, σε καμία περίπτωση ενημέρωσε τους Ενάγοντες για την πραγματική κατάσταση του διαμερίσματος και/ ή δια τις παράνομες επεκτάσεις εις τις οποίες προέβη και σε καμία διορθωτική ενέργεια προέβηκε για επαναφορά του διαμερίσματος ώστε να συνάδει με τα αρχιτεκτονικά σχέδια και άδεια οικοδομής».
Όμως, παρά τις πιο πάνω θέσεις, σε κανένα σημείο των ένορκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση δεν αρνείται ο εναγόμενος ότι προέβη στις εν λόγω παράνομες ενέργειες και ψευδείς διαβεβαιώσεις προς τους ενάγοντες. Επιπρόσθετα, δεν προβάλλεται από πλευράς εναγομένου οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι ενημέρωσε τους ενάγοντες «για την πραγματική κατάσταση του διαμερίσματος και/ ή δια τις παράνομες επεκτάσεις εις τις οποίες προέβη» δηλαδή για το γεγονός ότι όντως υπήρξε παράνομη επέκταση του καθιστικού και προσθήκη ενός υπνοδωματίου, εις βάρος καλυμμένης βεράντας αυτού, ως περιγράφεται στην παράγραφο 8 της Ε/Α.
Αποκλειστική θέση του εναγόμενου είναι πως δεν απέκρυψε από τους ενάγοντες οποιοδήποτε γεγονός σε ότι αφορά το επίμαχο διαμέρισμα, καθότι αυτοί «μελέτησαν όλα τα αρχιτεκτονικά και τεχνικά σχέδια και μέσω του τότε δικηγόρου και κατόπιν λήψης νομικής συμβουλής αποφάσισαν να προχωρήσουν με την αγορά του.» (βλ. παράγραφο 7.7 και 7.9 ΕΔ ΜΜ). Επιπλέον, στη ΣΕΔ ΜΜ, ο εναγόμενος παραπέμπει στην παράγραφο 5.2 του σχετικού αγοραπωλητηρίου εγγράφου, σύμφωνα με την οποία οι ενάγοντες είχαν επιθεωρήσει το διαμέρισμα, το είχαν αποδεχτεί στην κατάσταση που βρισκόταν και αναγνώρισαν ότι ο εναγόμενος δεν φέρει καμία ευθύνη για τυχόν κρυφά ελαττώματα ή τον τρόπο κατασκευής του.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί όμως, δεν καταδεικνύουν, κατά την κρίση μου, καλόπιστη εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στη θέση των εναγόντων ότι ο εναγόμενος ψευδώς τους διαβεβαίωσε πως το διαμέρισμα είχε ανεγερθεί σύμφωνα με τα σχετικά αρχιτεκτονικά σχέδια και άδεια οικοδομής. Ακόμη και αν όντως οι ενάγοντες μελέτησαν τα εν λόγω σχέδια και επιθεώρησαν επί τόπου το διαμέρισμα, ως ο εναγόμενος ισχυρίζεται, αυτό δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτοί είχαν τις απαραίτητες γνώσεις ώστε να μπορούν να διαπιστώσουν από μόνοι τους ότι το διαμέρισμα δεν είχε ανεγερθεί σύμφωνα με τα εν λόγω σχέδια, ειδικότερα αφ’ ης στιγμής, ως ισχυρίστηκαν, υπήρξαν από πλευράς εναγόμενου διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου. Επιπλέον, η γενική και αόριστη θέση του εναγόμενου ότι οι ενάγοντες αγόρασαν το διαμέρισμα κατόπιν νομικής συμβουλής, δεν καταδεικνύει ότι αυτοί γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι στο διαμέρισμα υπήρχαν παράνομες επεκτάσεις και μετατροπές. Δεν πρόκειται άλλωστε για κάποιο νομικό ζήτημα. Πέραν των ανωτέρω, το γεγονός ότι στο πωλητήριο έγγραφο υπάρχει όρος ότι ο εναγόμενος δεν φέρει καμία ευθύνη «για τυχόν κρυφά ελαττώματα ή τον τρόπο κατασκευής του διαμερίσματος», δεν αποτελεί υπεράσπιση στη θέση των εναγόντων ότι ο εναγόμενος ψευδώς τους διαβεβαίωσε ότι το διαμέρισμα είχε ανεγερθεί σύμφωνα με τα σχετικά αρχιτεκτονικά σχέδια και άδεια οικοδομής και ότι αγόρασαν το διαμέρισμα στη βάση ψευδών παραστάσεων του εναγόμενου, θεωρώντας ότι αγόραζαν διαμέρισμα δυο υπνοδωματίων, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για διαμέρισμα ενός υπνοδωματίου με παράνομη επέκταση.
Τέλος, δεν προβάλλεται εκ μέρους του εναγόμενου οποιαδήποτε υπεράσπιση ως προς τη θέση των εναγόντων ότι η διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας του εν λόγω διαμερίσματος και του ποσού που του κατέβαλαν ως τίμημα πώλησης, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν Ευρώ 181.000, ποσό το οποίο ο εναγόμενος διατάχθηκε δια της εκκαλούμενης απόφασης να καταβάλει σε αυτούς ως αποζημίωση.
Επομένως, καταλήγω ότι ο εναγόμενος δεν έχει καταδείξει καλόπιστη εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην Αγωγή.
Κατάληξη:
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται. Ακολουθώντας το αποτέλεσμα τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων – καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του εναγόμενου – αιτητή, ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
……………………………
Α. Κάρνου Α.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο