Marbale Universal Corp κ.α. ν. Alexey Nikolayevich Anavien κ.α., Γενική Αίτηση: 4/23, 24/11/2025
print
Τίτλος:
Marbale Universal Corp κ.α. ν. Alexey Nikolayevich Anavien κ.α., Γενική Αίτηση: 4/23, 24/11/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. Μιχαηλίδη, Π.Ε.Δ.

                                                                                                Γενική Αίτηση: 4/23

 

Αναφορικά με τον Περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμος του 2000, Ν.121(Ι)/2000

 

                                                             και

 

Αναφορικά με τον Περί της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικό) Νόμο του 1979, Ν. 84/79

 

                                                             και

 

Αναφορικά με τον Περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμο του 1987, Ν. 101/87

 

Αναφορικά με την Διαιτητική Απόφαση ημερομηνίας 16.12.22 στα πλαίσια της διαιτητικής διαδικασίας υπ’ αριθμό XXXX η οποία διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου Διεθνούς Διαιτησίας του Λονδίνου – The London Court of International Arbitration με αριθμό XXXX

 

                                                             και  

 

Αναφορικά με την Αίτηση

 

Μεταξύ:

 

                    1.Marbale Universal Corp από τις Βρετανικούς Παρθένες Νήσους

                                 2.Victor Alexandrovich Pichugov, από Ρωσία

 

                                                            και  

 

                                1.Alexey Nikolayevich Anavien, από Ρωσία

                                 2.Dmitry Nikolayevich Ananiev, από Ρωσία

Ημερομηνία: 24.11.25  

Εμφανίσεις:  

Για τους Αιτητές: κα Χρ. Κότσαπα για κκ M. Κορέλης & Σία ΔΕΠΕ  

Για τον Καθ’ ου η αίτηση 1: καμία εμφάνιση

Για τον Καθ’ ου η αίτηση 2: κ. Μίτλεττον για κκ Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ και κ. Α. Ερωτοκρίτου για κκ Ανδρέα Γ. Ερωτοκρίτου ΔΕΠΕ

Για την εταιρεία Alpinia Services S.A.: κκ Χαβιαράς και Φιλίππου ΔΕΠΕ      

 

                                             …………………………..

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα αίτηση ζητείται η έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο «να εγγράφονται και/ή αναγνωρίζονται και/ή να κηρύσσονται ως εκτελεστές στην Κύπρο» οι ακόλουθες αποφάσεις του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λονδίνου (London Court of International Arbitration), από τώρα και στο εξής «το LCIA»:

 

  1. η μερική δεύτερη απόφαση (second partial award) ημερομηνίας 30.4.21
  2. η μερική τρίτη απόφαση (third partial award) ημερομηνίας 26.10.21 και
  3. η τελική διαιτητική απόφαση (final award) ημερομηνίας 16.12.22 (παράγραφος Α της αίτησης). 

 

Ζητείται, επίσης, η έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου που να επιτρέπει την εκτέλεση των πιο πάνω διαιτητικών αποφάσεων (παράγραφος Β της αίτησης).  Οι πιο πάνω αποφάσεις εκδόθηκαν στα πλαίσια διαιτητικής διαδικασίας η οποία διεξήχθη μεταξύ των Αιτητών, των Καθ’ ων η αίτηση και άλλων εταιρικών οντοτήτων.  Συγκεκριμένα ζητούνται τα ακόλουθα διατάγματα:

 

Α. Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να εγγράφονται και/ή αναγνωρίζονται και/ή κηρύσσονται ως εκτελεστές στην Κύπρο (ι) η μερική τελική δεύτερη απόφαση (Second Partial Award) ημερ.30.4.21,  (ιι) η μερική τελική τρίτη απόφαση (Third Partial Award) ημερ.26.10.21 και (ιιι) η τελική διαιτητική απόφαση (Final Award) ημερ.16.12.22 του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λονδίνου (London Court of International Arbitration) οι οποίες εκδόθηκαν στα πλαίσια της διαιτητικής διαδικασίας με αριθμό XXXX, η οποία διεξάχθηκε μεταξύ των Αιτητών, της XXXX Limited των Καθ’ ων η αίτηση και της XXXX Limited (εφεξής καλούμενες οι «Διαιτητικές Αποφάσεις»)

 

Β. Απόφαση και/ή Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου προς εκτέλεση των Διαιτητικών Αποφάσεων ως ακολούθως:

 

(α) Απόφαση εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με την XXXX Ltd και υπέρ της Αιτήτριας 1 ως ακολούθως: (1) US$82.500.000, (2) US$ 13.984,45, (3) US$4.655.260,35 πλέον (4) τόκο 7% ετησίως επί του ποσού των US$82.500.000 από 16.12.22 μέχρι εξοφλήσεως.

(β) Απόφαση εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με την XXXX Ltd και υπέρ της Αιτήτριας 1 για ποσό 256.176,84 Αγγλικές Στερλίνες ως έξοδα διαιτησίας πλέον 3% τόκο πάνω από το βασικό επιτόκιο της Τράπεζας της Αγγλίας από 16.12.22 μέχρι εξοφλήσεως.

(γ) Απόφαση εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με την XXXX Ltd και/ή την XXXX Limited και υπέρ των Αιτητών 1 και 2 για ποσό 926.661,40 Αγγλικές Στερλίνες ως δικηγορικά έξοδα πλέον 3% τόκο πάνω από το βασικό επιτόκιο της Τράπεζας της Αγγλίας από 16.12.22 μέχρι εξοφλήσεως.

(δ) Απόφαση εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με την XXXX Ltd και υπέρ της Αιτήτριας 1 για ποσό 10.000 Αγγλικές Στερλίνες ως δικηγορικά έξοδα πλέον 3% τόκο πάνω από το βασικό επιτόκιο της Τράπεζας της Αγγλίας από 16.12.22 μέχρι εξοφλήσεως.

(ε) Απόφαση εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με την XXXX Ltd και υπέρ της Αιτήτριας για 3% τόκο πάνω από το βασικό επιτόκιο της Τράπεζας της Αγγλίας επί του ποσού 50.000 Αγγλικές Στερλίνες από 26.10.21 μέχρι εξοφλήσεως.

(στ) Απόρριψη της ανταπαίτησης των Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση δικηγόρου ο οποίος εργάζεται ως δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων των Αιτητών και είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος από τους Αιτητές να προβεί στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, από τώρα και στο εξής «ο δικηγόρος των Αιτητών».  Προέβη ο δικηγόρος των Αιτητών στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση καθότι οι Αιτητές εδρεύουν και διαμένουν στο εξωτερικό και ήταν αδύνατο να ταξιδέψουν στην Κύπρο για να ορκισθούν.      

 

Ένσταση καταχωρήθηκε εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση 2 και της εταιρείας Alpinia Services S.A., η οποία δεν είναι διάδικος, από τώρα και στο εξής «η εταιρεία».  Οι Ειδοποιήσεις ένστασης, στις οποίες εκτίθενται οι λόγοι ένστασης, υποστηρίζονται η καθεμιά από μια ένορκη δήλωση.  Οι ένορκες δηλώσεις υπογράφονται από δικηγόρους οι οποίες εργάζονται στα δικηγορικά γραφεία των δικηγόρων που εκπροσωπούν τους πιο πάνω διαδίκους και είναι πλήρως εξουσιοδοτημένες από τους τελευταίους να προβούν στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την καθεμιά ένσταση.  Η δικηγόρος η οποία υπέγραψε την ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση 2 από τώρα και στο εξής θα αναφέρεται ως «η δικηγόρος του Καθ’ ου η αίτηση» και η δικηγόρος η οποία υπέγραψε την ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση της εταιρείας ως «η δικηγόρος της εταιρείας».  Προέβη η δικηγόρος του Καθ’ ου η αίτηση στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση 2 καθότι ο τελευταίος βρισκόταν στο εξωτερικό κατά τον χρόνο υπογραφής της εν λόγω δήλωσης.  

   

Ο Καθ’ ου η αίτηση 1 δεν εμφανίσθηκε στην διαδικασία παρά το ότι η αίτηση του επιδόθηκε.  Σε επιστολές του – Τεκμήρια 3 και 4 σε ένορκο δήλωση του δικηγόρου των Αιτητών ημερομηνίας 7.9.23 η οποία καταχωρήθηκε προς απόδειξη της υπόθεσης εναντίον του – ο Καθ’ ου η αίτηση 1 δήλωσε τα εξής: «I acknowledge receipt of the documentation sent to me by you on 5.6.23 and I am not going to appear at the hearings in the District Court of Limassol».  Στις 11.9.23 το Δικαστήριο υπέδειξε ότι η αίτηση αναφορικά με τον Καθ’ ου η αίτηση 1 θα αποφασισθεί στα πλαίσια της απόφασης που θα εκδοθεί για τον Καθ’ ου η αίτηση 2. 

 

Στην εταιρεία δόθηκε μεν η άδεια του Δικαστηρίου να καταχωρήσει ένσταση, οι Αιτητές διατήρησαν, όμως, το δικαίωμα να αμφισβητήσουν το δικαίωμα της να παρέμβει στην διαδικασία.  Το ζήτημα αυτό για σκοπούς εξοικονόμησης χρόνου του Δικαστηρίου καθορίσθηκε ότι θα απασχολήσει στα πλαίσια της κυρίως αίτησης.  Συνακόλουθα η ένσταση της εταιρείας θα ληφθεί υπόψη νοουμένου ότι εν τέλει αποφασισθεί ότι η εταιρεία έχει δικαίωμα να παρέμβει στην διαδικασία. 

 

Στις 25.6.24 το Δικαστήριο με αιτιολογημένη απόφασή του απέρριψε την αίτηση με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνταν οι τυπικές προϋποθέσεις που καθορίζονταν στην Σύμβαση Περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων της Νέας Υόρκης.  Άλλα θέματα δεν εξέτασε.  Κατά της εν λόγω απόφασης ασκήθηκε έφεση.  Το Εφετείο διαφωνώντας με το παρόν Δικαστήριο με αιτιολογημένη απόφασή του ημερομηνίας 8.1.25 αποφάσισε ότι οι Αιτητές συμμορφώθηκαν πλήρως με τις τυπικές προϋποθέσεις και ακύρωσε την απόφαση ημερομηνίας 25.6.24.  Στην συνέχεια ο φάκελος της υπόθεσης επιστράφηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για εκδίκαση των ουσιαστικών ενστάσεων που εγείρονται εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση και της εταιρείας μέσω των ενστάσεων που καταχωρήθηκαν εκ μέρους τους. 

 

Στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα.  Η Αιτήτρια 1 είναι εταιρεία που συστάθηκε στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους.  Ο Αιτητής 2 είναι ο ιδιοκτήτης και τελικός δικαιούχος της Αιτήτριας 1.  Έγγραφο σύστασης εγγεγραμμένου γραφείου και βεβαίωσης διευθυντικών στελεχών και μετόχων της Αιτήτριας 1 επισυνάφθηκε ως Τεκμήριο 2.  Η Αιτήτρια 1 ήταν η ενάγουσα ενώ ο Αιτητής 2 ήταν ο εξ’ ανταπαιτήσεως εναγόμενος στην διαιτητική διαδικασία με αριθμό XXXX η οποία διεξήχθη ενώπιον του LCIA.  Στην εν λόγω διαιτητική διαδικασία οι Καθ’ ων η αίτηση ήταν εναγόμενοι και εξ ανταπαιτήσεως ενάγοντες.  

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση είναι Ρώσοι υπήκοοι με περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο.  Ο Καθ’ ου η αίτηση 2 είναι κάτοικος Κύπρου.  Αντίγραφο επιστολής του Υπουργείου Εξωτερικών ημερομηνίας XXXX που δημοσιεύθηκε από το Al Jazeera’s Investigative Unit - Τεκμήριο 8 – καταδεικνύει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση έχουν αποκτήσει περιουσία στην Κύπρο.  Οι Καθ’ ων η αίτηση κατέχουν και μετοχές σε διάφορες Κυπριακές εταιρείες.

 

Οι διαφορές μεταξύ της Αιτήτριας 1, από την μια, και των Καθ’ ων η αίτηση και της εταιρείας XXXX Limited, από την άλλη, παραπέμφθηκαν σε διαιτησία δυνάμει Συμφωνίας Δικαιώματος Προαίρεσης Αγοράς και Πώλησης (Put and Call Option Agreement) ημερομηνίας 7.2.17 και Συμφωνίας Εγγύησης και Αποζημίωσης (Deed of Guarantee & Indemnity) επίσης ημερομηνίας 7.2.17.  Οι δυο συμφωνίες περιέχουν πρόνοιες για παραπομπή οποιασδήποτε διαφοράς προς επίλυση στο LCIA.  Τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η Κύπρος είναι συμβαλλόμενα μέρη και έχουν προσχωρήσει στην Σύμβαση Περί Αναγνώρισης και Εκτέλεσης Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων η οποία υπεγράφη στην Νέα Υόρκη στις 10.6.1958 καθώς και στην Σύμβαση Περί Καταργήσεως της Υποχρεώσεως προς Νομιμοποίηση Αλλοδαπών Δημοσίων Εγγράφων που υπεγράφη στην Χάγη στις 5.10.1961. 

 

Η Αιτήτρια 1 αποτάθηκε στο LCIA δυνάμει των πιο πάνω συμφωνιών στις 25.9.20. Ο Αιτητής 2 προστέθηκε ως εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενος στην διαιτητική διαδικασία από την εταιρεία XXXX Limited.  Μετά από μια μακρά διαδικασία που διήρκησε πέραν του ενός έτους το LCIA αποφάσισε ότι οι επίδικες συμφωνίες διαιτησίας είναι έγκυρες σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο, οι συνομολογήσαντες τις συμφωνίες είχαν δικαιοπρακτική ικανότητα και η διαφορά των μερών προβλέπεται και εμπίπτει στους όρους των συμφωνιών διαιτησίας.  Εξέδωσε δε υπέρ της Αιτήτριας 1 και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση και της εταιρείας XXXX Limited:

 

  1. την πρώτη μερική απόφαση (First Partial Award) ημερoμηνίας 20.4.21, «η πρώτη μερική απόφαση»

 

  1. την δεύτερη μερική απόφαση (Second Partial Award) ημερομηνίας 30.4.21, «η δεύτερη μερική απόφαση»

 

  1. την τρίτη μερική απόφαση (Third Partial Award) ημερομηνίας 26.10.21, «η τρίτη μερική απόφαση» και

 

  1. την τελική απόφαση ημερομηνίας 16.12.22, «η τελική διαιτητική απόφαση» 

 

επιδικάζοντας έξοδα εναντίον των εναγόμενων/Καθ’ ων η αίτηση και υπέρ των Αιτητών 1 και 2.  Η διαιτητική απόφαση είναι τελεσίδικη και άμεσα δεσμευτική.  Αντίγραφα των διαιτητικών αποφάσεων δεόντως πιστοποιημένα σύμφωνα με την Σύμβαση περί Καταργήσεως της Υποχρεώσεως προς Νομιμοποίηση Αλλοδαπών Δημοσίων Εγγράφων που έγινε στην Χάγη την 5.10.1961 (Apostille) επισυνάφθηκαν ως Τεκμήρια 13, 14 και 15 και ως Τεκμήρια 16, 17 και 18 επισυνάφθηκαν επίσημες μεταφράσεις των διαιτητικών αποφάσεων στα Ελληνικά πιστοποιημένες από ορκωτό μεταφραστή.

 

Το Διαιτητικό Δικαστήριο εξέτασε θέμα δικαιοδοσίας που ηγέρθη και με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 20.4.21 αποφάσισε ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει τις διαφορές των διαδίκων, κάτι που επανέλαβε και στην τελική διαιτητική απόφαση.  Διευκρινίζεται ότι δεν ζητείται η αναγνώριση και η εγγραφή της πιο πάνω απόφασης ημερομηνίας 20.4.21 εφόσον αυτή δεν εμπεριέχει εκτελεστό μέρος.  Η ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 20.4.21 επισυνάφθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 19.

Σε σχέση με τα επίδικα θέματα των διαιτητικών αποφάσεων δεν έχει εκδοθεί οποιαδήποτε άλλη απόφαση στην Κύπρο, ούτε εκκρεμεί ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων οποιαδήποτε άλλη διαδικασία.  Οι Καθ’ ων η αίτηση δεν έχουν καταβάλει μέχρι σήμερα οποιοδήποτε ποσό στους Αιτητές.  Ούτε και οι υπόλοιποι εναγόμενοι στην διαιτητική διαδικασία.  Οι Αιτητές έχουν πρόθεση να εκτελέσουν τις διαιτητικές αποφάσεις εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση από το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων των τελευταίων τα οποία βρίσκονται στην Κύπρο και τα οποία οι Καθ’ ων η αίτηση πρέπει να απέκτησαν αφότου εξασφάλισαν κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση.

 

Η αναγνώριση και εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων δεν αντίκειται στην δημόσια τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Περαιτέρω οι προϋποθέσεις που τίθενται από την προαναφερόμενη Σύμβαση για την αναγνώριση και εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων έχουν ικανοποιηθεί δεόντως από τους Αιτητές ενώ δεν υφίστανται οι περιορισμένοι λόγοι που περιέχονται στην εν λόγω Σύμβαση για άρνηση αναγνώρισης των διαιτητικών αποφάσεων.  Η Σύμβαση δεν επιτρέπει την επανεκδίκαση των ζητημάτων που έχει αποφασίσει το Διαιτητικό Δικαστήριο.  Υπό το φως όλων των πιο πάνω είναι ορθό και δίκαιο όπως εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα. 

 

Οι λόγοι ένστασης που προβλήθηκαν εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση 2, από τώρα και στο εξής «ο Καθ’ ου η αίτηση», παρατίθενται αυτούσιοι πιο κάτω:

 

  1. Δεν πληρούνται και/ή δεν έχουν αποδειχθεί και/ή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση και/ή εγγραφή των Διαιτητικών Αποφάσεων στην Κυπριακή Δημοκρατία καθώς:

 

1.1 οι Αιτητές δεν έχουν προσκομίσει το δεόντως κεκυρωμένο πρωτότυπο έκαστης εκ των Διαιτητικών Αποφάσεων και/ή δεόντως πιστοποιημένα αντίγραφα των Διαιτητικών Αποφάσεων∙ και  

 

1.2  οι Αιτητές δεν έχουν προσκομίσει τις πρωτότυπες συμφωνίες περί διαιτησίας και/ή δεόντως πιστοποιημένο αντίγραφο των συμφωνιών περί διαιτησίας

 

  1. Οι Αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις και/ή οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Κυρωτικού Νόμου 84/79 για την αναγνώριση και/ή εγγραφή και/ή εκτέλεση των Διαιτητικών Αποφάσεων στην Κυπριακή Δημοκρατία

 

  1. Η Αίτηση και/ή η αναγνώριση και/ή εγγραφή και/ή εκτέλεση των Διαιτητικών Αποφάσεων στην Κυπριακή Δημοκρατία αντίκειται προς τη δημόσια τάξη

 

  1. Οι Διαιτητικές Αποφάσεις εκδόθηκαν καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Διεθνούς Διαιτησίας του Λονδίνου και/ή το Δικαστήριο Διεθνούς Διαιτησίας του Λονδίνου δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τη Διαιτησία και/ή να εκδώσει τις Διαιτητικές Αποφάσεις

 

  1. Οι Αιτητές δεν προσήλθαν ενώπιον του Δικαστηρίου με καθαρά χέρια και/ή προωθούν την Αίτηση καταχρηστικά και/ή για αλλότριους σκοπούς και/ή σε μία προσπάθεια να παρακάμψουν τη διαδικασία πτώχευσης του Καθ’ ου η Αίτηση 2 στη Ρωσία

 

  1. Η εκτέλεση των Διαιτητικών Αποφάσεων δεν είναι η ορθή οδός για να εισπραχθούν τα ποσά  που κατ’ ισχυρισμό οφείλονται από τον Καθ’ ου η Αίτηση στους Αιτητές και/ή τυχόν αναγνώριση και/ή εγγραφή και/ή εκτέλεση των Διαιτητικών Αποφάσεων στην Κυπριακή Δημοκρατία θα προκαλέσει αμηχανία στο Δικαστήριο αφού θα αντίκειται στους νόμους και/ή τη διαδικασία πτώχευσης του  Καθ’ ου η Αίτηση 2 στη Ρωσία

 

  1. Οι Αιτητές επιχειρούν να παραπλανήσουν το Δικαστήριο και/ή δεν αποκάλυψαν και/ή εσκεμμένα απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα από το Δικαστήριο

 

  1. Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή περιέχει ανακρίβειες και/ή αναλήθειες

 

  1. Η Αίτηση δεν στρέφεται εναντίον όλων των κατάλληλων και/ή απαραίτητων προσώπων.

 

Από την ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση προκύπτει ότι η ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση στηρίζεται σε 4 πυλώνες.  Ο πρώτος πυλώνας είναι ότι η αίτηση «προωθείται καταχρηστικά και για αλλότριους σκοπούς, τους οποίους οι Αιτητές ενεργά απέκρυψαν από το Δικαστήριο».  Σύμφωνα με την δικηγόρο του Καθ’ ου η αίτηση οι Αιτητές σκόπιμα απέκρυψαν από το Δικαστήριο το γεγονός ότι ο Καθ’ ου η αίτηση τελεί υπό καθεστώς πτώχευσης στη Ρωσία.  Το γεγονός αυτό ήταν σε γνώση των Αιτητών αφού αποτελεί αντικείμενο της πρώτης μερικής απόφασης ημερομηνίας 20.4.21 της οποίας δεν ζητείται η αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση.  Επίσης σε αυτό γίνονται πολλές αναφορές στις διαιτητικές αποφάσεις.  Οι Αιτητές θα έπρεπε να είχαν προωθήσει την όποια απαίτηση είχαν εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση ενώπιον των Ρωσικών Δικαστηρίων στα πλαίσια των διαδικασιών πτώχευσης και οποιαδήποτε τέτοια απαίτηση θα έπρεπε να εξεταστεί από τα Ρωσικά Δικαστήρια στα πλαίσια των εν λόγω διαδικασιών.  Ακολουθεί ότι οι Αιτητές δεν δύνανται να προχωρήσουν με εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων εναντίον της περιουσίας του Καθ’ ου η αίτηση.  Με την αίτηση οι Αιτητές αποσκοπούν στην παράκαμψη της ορθής διαδικασίας.  Η αίτηση είναι, λοιπόν, καταχρηστική και ως τέτοια θα πρέπει να απορριφθεί.  Προς επίρρωση της πιο πάνω θέσης επισυνάφθηκε σχετική γνωμάτευση καθηγητή Νομικών και ενεργού δικηγόρου στην Ρωσία η οποία διέπεται από το Ρωσικό δίκαιο – Τεκμήριο 1.

 

Ο δεύτερος πυλώνας είναι ότι οι Αιτητές σκόπιμα απέκρυψαν γεγονότα, αφενός, για να μην αποκαλυφθεί στο Δικαστήριο η καταχρηστική φύση της αίτησης, αφετέρου, για σκοπούς δημιουργίας εντυπώσεων.  Συγκεκριμένα (α) σκόπιμα δεν αποκάλυψαν στο Δικαστήριο ότι ο Καθ’ ου η αίτηση τελεί υπό καθεστώς πτώχευσης στη Ρωσία.  Και αυτό γιατί προσπαθούν να παρακάμψουν την ορθή διαδικασία ώστε να εισπράξουν και (β) προέβησαν σε αναφορές για τον Καθ’ ου η αίτηση οι οποίες δεν είναι ακριβείς.  Σε σχέση με το δεύτερο ο δικηγόρος των Αιτητών αναφέρθηκε σε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία παγοποιήθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία του Καθ’ ου η αίτηση.  Παρέλειψε, ωστόσο, να αναφέρει ότι το εν λόγω διάταγμα ακυρώθηκε στις 19.11.21 λόγω απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων.  Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού επισυνάφθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2.  Προκύπτει ότι οι Αιτητές δεν προσήλθαν ενώπιον του Δικαστηρίου με καθαρά χέρια και σκόπιμα επιχείρησαν να το παραπλανήσουν.  Αυτό αποτελεί επιπρόσθετο λόγο απόρριψης της αίτησης. 

 

Ο τρίτος πυλώνας είναι ότι στην βάση των όσων αναφέρονται στην νομική γνωμάτευση – Τεκμήριο 1 - το LCIA δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τις απαιτήσεις των Αιτητών εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση αφού αυτές θα έπρεπε να εξεταστούν στα πλαίσια της πτώχευσης του στην Ρωσία.  Η έλλειψη δικαιοδοσίας του LCIA αποτελεί λόγο απόρριψης της αίτησης.

 

Ο τέταρτος πυλώνας είναι ότι η αναγνώριση των διαιτητικών αποφάσεων αντίκειται προς την δημόσια τάξη καθότι:

 

  1. παραβιάζει τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης∙ και γιατί  

 

  1. το Ρωσικό Δικαστήριο έκρινε ότι η συμφωνία εγγύησης και αποζημίωσης (Deed of Guarantee and Indemnity) ημερομηνίας 7.2.17 ήταν άκυρη και μη εκτελεστή.  Τυχόν εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων θα έχει ως αποτέλεσμα να βρεθεί ο Καθ’ου η αίτηση αντιμέτωπος με ανεπίτρεπτα διλήμματα και ενδεχομένως με σοβαρές ποινικές ευθύνες στην Ρωσία.    Σύμφωνα με την γνωμάτευση – Τεκμήριο 1 – ο Καθ’ ου η αίτηση θα αντιμετωπίσει διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις αν προβεί σε πληρωμές ή μεταβιβάσεις περιουσίας δυνάμει των διαιτητικών αποφάσεων καθότι αυτό θα ήταν αντίθετο με την προαναφερόμενη απόφαση ακύρωσης της συμφωνίας εγγύησης και αποζημίωσης ημερομηνίας 7.2.17.  Η εν λόγω απόφαση και μετάφρασή της στα Αγγλικά επισυνάφθηκαν και σημειώθηκαν ως Τεκμήρια 3 και 4 αντίστοιχα.   

 

Υπό το φως των πιο πάνω είναι ορθό και δίκαιο όπως η αίτηση απορριφθεί με έξοδα εναντίον των Αιτητών.  

 

Η εταιρεία με την ένσταση της εγείρει τα ίδια θέματα που εγείρονται με την ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση, όπως ότι ενόψει της πτώχευσης του Καθ’ ου η αίτηση αποκλειστική δικαιοδοσία εξέτασης απαιτήσεων έχουν τα Ρωσικά Δικαστήρια, η εγγραφή προσκρούει στην δημόσια πολιτική της Ρωσίας και της Κύπρου, ότι η συμφωνία εγγύησης ακυρώθηκε από το Ρωσικό Δικαστήριο και ότι οι Αιτητές υπέβαλαν στην Ρωσία αίτημα συμπερίληψής τους ως πιστωτές, κάτι που συνεπάγεται αδυναμία εκτέλεσης σε τρίτη χώρα.    

 

Οι λόγοι ένστασης της εταιρείας παρατίθενται αυτούσιοι πιο κάτω:

 

1.    Η προώθηση της Κυρίως Αίτησης ημερ. 03/05/2023 για αναγνώριση και εγγραφή των αποφάσεων (α) μερική τελική δεύτερη απόφαση (Second Partial Award) ημερ. 30/04/2021 (β) μερική τελική Τρίτη απόφαση (Third Partial Award) ημερ. 26/10/21 και (γ) τελική διαιτητική απόφαση (Final Award) ημερ. 16/12/2022 (οι «Διαιτητικές Αποφάσεις») που εκδόθηκαν στα πλαίσια της διαιτητικής διαδικασίας αρ. ΧΧΧΧ του Δικαστηρίου Διεθνούς Διαιτησίας του Λονδίνου (London Court of International Arbitration) αποτελεί κατάχρηση και κατ’ επέκταση αντίκειται στη δημόσια τάξη και πολιτική και/ή οι Αιτητές καταχώρησαν της Κυρίως Αίτηση προς υπερφόρτωση της διαδικασίας με έξοδα και/ή για αλλότριους σκοπούς.

 

2.    Τυχόν αποδοχή της Κυρίως Αίτησης της θα ήταν ενάντια στη δημόσια τάξη και πολιτική αφού ο Dmitry Ananiev (ο « Ananiev”) έχει κηρυχθεί πτωχεύσας από τα Ρωσικά Δικαστήρια, τα οποία έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία επί των θεμάτων που αφορούν τον Ananiev και εγγραφή της Απόφασης θα συνιστούσε παραβίαση τους και κατ’ επέκταση ενάντια στη δημόσια τάξη και πολιτική.

 

3.    Δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο IV της Σύμβασης της Νέας Υόρκης που αφορά την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων και που κυρώθηκε από τον περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικός) Νόμος του 1979 αφού δεν έχουν προσκομισθεί (α) δεόντως θεωρημένο το πρωτότυπο ή δεόντως κεκυρωμένο αντίγραφο των Διαιτητικών Αποφάσεων και (β) των συμφωνιών περί διαιτησίας, δυνάμει των οποίων οι διαφορές των μερών παραπέμφθηκαν σε διαιτησία.

 

4.    Δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμος 101/87, αφού δεν έχουν προσκομισθεί δεόντως θεωρημένο το πρωτότυπο ή δεόντως κεκυρωμένο αντίγραφο της διαιτητικής απόφασης και της συμφωνίας περί διαιτησίας, δυνάμει των οποίων οι διαφορές των μερών παραπέμφθηκαν σε διαιτησία.

 

5.    Η Κυρίως Αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη και/ή απαράδεκτη και/ή αστήρικτη και/ή αδικαιολόγητη και/ή καταχρηστική και/ή γίνεται κατά παράβαση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και/ή δεν έχουν στοιχειοθετηθεί οι απαραίτητες και/ή νομικές και/ή προβλεπόμενες προϋποθέσεις για έγκριση της Κυρίως Αίτησης.

 

6.    Δεν πληρούνται /η/και δεν συντρέχουν οι νομοθετικές και/ή νομολογιακές προϋποθέσεις οι οποίες εφαρμόζονται για την έκδοση των αιτούμενων θεραπειών.

 

7.    Δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση περιστάσεις που να δικαιολογούν επιτυχία της Κυρίως Αίτησης και/ή η Κυρίως Αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή πάσχει νομικά, καθ’ ότι στερείται υποβάθρου και/ή πειστικότητας δια την έκδοση απόφασης αναγνώρισης και/ή εγγραφής των Διαιτητικών Αποφάσεων.

 

8.    Η αιτούμενη αναγνώρισης και/ή εγγραφής των Διαιτητικών Αποφάσεων, δεν είναι αναγκαία ή/και απαραίτητη ή/και δίκαιη υπό τις περιστάσεις και/ή είναι μάταιη, περιττή, καταχρηστική και προκαλεί επιπρόσθετα έξοδα και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης.

9.    Οι Αιτητές κωλύονται λόγω της συμπεριφοράς τους να προωθούν της Κυρίως Αίτηση.

 

10.  Τυχόν επιτυχία της Κυρίως Αίτησης δεν είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

11.  Η ένορκη δήλωση ΧΧΧΧ ημερ. 03/05/2023 που συνοδεύει την Κυρίως Αίτηση περιέχει ψευδείς, γενικούς, αόριστους και ελλιπείς ισχυρισμούς και πληροφορίες και/ή δεν αποκαλύπτει εύλογη, καλόπιστη και νόμιμη δικαιολογία και γεγονότα που να δικαιολογούν την αιτούμενη θεραπεία.

 

12.  Οι Αιτητές δεν έχουν δώσει καμία και/ή επαρκή εξήγηση και/ή δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε και/ή επαρκή μαρτυρία που να αποδεικνύει το βάσιμο ή το επιεικές της Κυρίως Αίτηση.

 

Η αναγνώριση και εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων επιδιώκεται στην βάση των προνοιών της Σύμβασης περί της Αναγνώρισης και Εκτέλεσης Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων της Νέας Υόρκης, από τώρα και στο εξής «η Σύμβαση», η οποία κυρώθηκε στην Κύπρο με τον Περί της Συμβάσεως Περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικό) Νόμο του 1979, Ν. 84/79, οι πρόνοιες του οποίου σύμφωνα με το άρθρο 169 του Συντάγματος έχουν αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε ημεδαπού νόμου.

 

Το άρθρο ΙV της Σύμβασης προνοεί ως ακολούθως:  

 

  1. To obtain the recognition and enforcement mentioned in the preceding article, the party applying for recognition and enforcement shall, at the time of the application supply: (a) The duly authenticated original award or a duly certified copy thereof; (b) The original agreement referred to in article II or a duly certified copy thereof.

 

  1. If the said award or agreement is not made in an official language of the country in which the award is relied upon, the party applying for recognition and enforcement of the award shall produce a translation of these documents into such language. The translation shall be certified by an official or sworn translator or by a diplomatic or consular agent.

 

Και στα Ελληνικά:

 

  1. Προς επίτευξιν της εν τω προηγουµένω άρθρω αναφεροµένης αναγνωρίσεως και εκτελέσεως, το αιτούν την αναγνώρισιν και εκτέλεσιν µέρος οφείλει, κατά τον χρόνον της υποβολής της αιτήσεως, να προσκοµίση: (α) το δεόντως κεκυρωµένον πρωτότυπον της αποφάσεως ή δεόντως πιστοποιηµένον αντίγραφον αυτής· (β) το πρωτότυπον της εν άρθρω ΙΙ αναφεροµένης συµφωνίας ή δεόντως πιστοποιηµένον αντίγραφον αυτής

 

  1. Εάν η ειρηµένη απόφασις ή συµφωνία δεν συνετάχθη εις την επίσηµον γλώσσαν της χώρας εις την οποίαν γίνεται επίκλησις αυτής, το αιτούν την αναγνώρισιν και εκτέλεσιν της αποφάσεως µέρος δέον να προσκοµίση µετάφρασιν των εγγράφων τούτων, εις την γλώσσαν ταύτην. Η µετάφρασις δέον να πιστοποιήται υπό επισήµου ή ορκωτού µεταφραστού ή υπό διπλωµατικού ή προξενικού αντιπροσώπου.

 

Το άρθρο V της Σύμβασης προνοεί ως ακολούθως:

 

  1. ………………………………………………………………………………………………

 

  1. Recognition and enforcement of an arbitral award may also be refused if the competent authority in the country where recognition and enforcement is sought finds that:
    1. The subject matter of the difference is not capable of settlement by arbitration under the law of that country; or
    2. the recognition or enforcement of the award would be contrary to the public policy of that country."

 

Και στα Ελληνικά:

  1. ………………………………………………………………………………………

 

  1. Η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαιτητικής τινος αποφάσεως δύναται ωσαύτως να απορριφθή εάν η αρµοδία αρχή της χώρας ένθα επιζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαπιστώση ότι—

 

(α) το αντικείµενον της διαφοράς δεν δύναται να διευθετηθή διά διαιτησίας δυνάµει της νοµοθεσίας της χώρας ταύτης· ή

(β) η αναγνώρισις ή εκτέλεσις της αποφάσεως αντίκειται προς την δηµοσίαν τάξιν της χώρας ταύτης.

 

Στην υπόθεση Beogradska Banka DD (1995) 1 ΑΑΔ 737 λέχθηκαν τα ακόλουθα από το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την μονομελή του σύνθεση:

 

«Το άρθρο III της Σύμβασης καθιερώνει την υποχρέωση των κρατών μελών να αναγνωρίζουν το κύρος και να επιτρέπουν την αναγνώριση και εκτέλεση των αλλοδαπών εμπορικών διαιτητικών αποφάσεων και προνοεί πως η διαδικασία αυτή γίνεται σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες που ακολουθούνται στη χώρα του δικάζοντα Δικαστή. Βέβαια αν για κάποιο τέτοιο ζήτημα υπάρχει πρόνοια στη Σύμβαση, τότε ακολουθούνται οι πρόνοιες της Σύμβασης. Η Σύμβαση δεν καθορίζει δικονομικούς κανονισμούς που να ρυθμίζουν τη διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, ούτε και στην Κύπρο καθορίστηκε δεσμευτική διαδικασία. Επομένως για ένα τέτοιο διάβημα πρέπει να γίνεται επίκληση των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Όταν το Δικαστήριο έχει ενώπιον του αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση τέτοιας απόφασης, το πρώτο θέμα που πρέπει να διαπιστώσει είναι αν πρόκειται περί διαιτητικής απόφασης επί εμπορικού ή άλλου συναφούς ζητήματος και αν αυτή είναι αλλοδαπή. Το άρθρο IV της Σύμβασης προνοεί για το τι πρέπει να γίνει για να επιτύχει η αναγνώριση και εκτέλεση και το άρθρο V πώς μπορεί να απορριφθεί ένα τέτοιο διάβημα και οι λόγοι που το επιτρέπουν αυτό, είναι περιορισμένοι και καθορίζονται …...……………………

 

Ο δικαστικός έλεγχος της διαιτητικής απόφασης που γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα IV και V της Σύμβασης, είναι κατά τη γνώμη μου εποπτικός, έχει δικονομικό χαρακτήρα και δεν υπεισέρχεται στην ουσία της κρίσης των Διαιτητών. Κάποια απόκλιση ενδεχομένως να λεχθεί ότι γίνεται από τις πρόνοιες της παραγράφου 2(β) του άρθρου V της Σύμβασης, που αναφέρεται στη δημόσια τάξη, που γίνεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Όμως και πάλι, κατά την άποψή μου, η έρευνα αυτή είναι εποπτική και παρόλο που ελέγχει το περιεχόμενο της απόφασης των Διαιτητών, εντούτοις περιορίζεται μόνο στο θέμα της διαπίστωσης αν η διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη στη δημόσια τάξη και δεν υπεισέρχεται στη διάγνωση της ουσίας της υπόθεσης.

 

Το δίκαιο που εφαρμόζεται στη διαδικασία του εποπτικού αυτού ελέγχου για αναγνώριση και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, είναι εκείνο του δικάζοντα Δικαστή, εκτός αν υπάρχει κάποια ειδική πρόνοια στη Σύμβαση. Το βάρος της απόδειξης των όσων αναφέρονται στο άρθρο IV το έχει ο αιτητής, ενώ τα όσα αναφέρονται στο άρθρο V, που σχετίζονται με τους λόγους απόρριψης της αίτησης, βαρύνουν εκείνον εναντίον του οποίου γίνεται η επίκληση της απόφασης. Σύμφωνα με το άρθρο IV ο αιτητής δεν έχει τίποτε άλλο να πράξει για να επιτύχει την αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης από του να προσκομίσει τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, οπότε το βάρος απόδειξης των όσων αναφέρονται στο άρθρο V, μετατοπίζεται στους ώμους του προσώπου εκείνου εναντίον του οποίου γίνεται η επίκληση ………………………………………………………………….. 

 

Κατά την άποψή μου, όπως έχω ήδη αναφέρει σχετικά με τη διαδικασία της αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης, το Δικαστήριο ασκεί εποπτικό έλεγχο και δεν κάμνει διάγνωση της ουσίας της διαιτητικής απόφασης ... Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου γίνεται η επίκληση της απόφασης, έχει περιορισμένο εποπτικό έλεγχο όπως προνοείται από τα άρθρα IV και V της Σύμβασης και δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης, ούτε και στη σοφία της διαιτητικής απόφασης. Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε διάγνωση δικαιωμάτων, ούτε με την αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση εγείρονται αγώγιμα δικαιώματα. (Βλ. Ρ.Ι.Κ. και Άλλοι ν. Νικολαΐδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 364) ………………………………………...……...».

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Ertasio Holdings Limited, Πολιτική Έφεση  71/16, ημερομηνίας 16.3.22 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ομοίως, όπως ορθά ελέχθη, το έργο του Δικαστηρίου κατά την εξέταση Αίτησης Εγγραφής Διαιτητικής απόφασης, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους Νόμους 84/79 και 101/87 είναι περιορισμένο και οι λόγοι απόρριψης της αιτούμενης εγγραφής προσδιορίζονται σαφώς από τα ΄Αρθρα του Ν.84/79 και το 36 του Ν.101/87. Σίγουρα δε, το Δικαστήριο δεν δύναται να επανεξετάσει την ουσία της διαφοράς, ειδικά έχοντας υπόψη ότι οι Εφεσείοντες είχαν την ευκαιρία να το πράξουν στη Διαιτησία και δεν το έπραξαν. (Βλ. Κούλλουρου ν. ΣΠΕ Αθηαίνου (2005)1(B) Α.Α.Δ. 987 και Ironhold Estates Ltd ν. Travelworld Vacation Ltd (2010)1(A) Α.Α.Δ. 452)».

 

Για την ερμηνεία της Σύμβασης στην Αγγλία υιοθετείται η προσέγγιση υπέρ της εγγραφής (pro-enforcement approach) ως συνάδουσα με τον σκοπό και την φιλοσοφία της Σύμβασης που είναι η εξυπηρέτηση του διεθνούς εμπορίου και των επιχειρήσεων (Βλ. Anthony Lombard-Knight and Another v. Rainstorm Pictures Inc (2014) EWCA Civ 356)

 

Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Guide to the Interpretation of the 1958 New York Convention: A Handbook for Judges, 2012 edition, σελίδες 14-15:

 

«The purpose of the New York Convention is to promote international commerce and the settlement of international disputes through arbitration. It aims at facilitating the recognition and enforcement of foreign arbitral awards and the enforcement of arbitration agreements. Consequently, courts should adopt a pro-enforcement approach when interpreting the Convention”.

 

Στην υπόθεση Intersputnik International Organisation of Space Communications v. Alrena Investments Limited (2017) 1 ΑΑΔ 868 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Οι Διεθνείς Συμβάσεις ερμηνεύονται αυστηρά, εφόσον ενσωματώνονται στην Κυπριακή έννομη τάξη, με δεδομένο ότι αναφέρονται σε διαδικασίες εκτέλεσης σε τρίτη χώρα αποφάσεων που εκδίδονται στο έδαφος άλλης χώρας. Η φιλοσοφία όμως ταυτόχρονα αυτών των Διεθνών Συμβάσεων που διέπουν τις διεθνείς εμπορικές διαιτησίες, είναι η παροχή ενός γρήγορου μηχανισμού απονομής δικαιοσύνης και επίλυσης των διαφορών σε διεθνές επίπεδο. Τόσο ο Νόμος αρ. 84/1979, που έχει ως βάση τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958, όπως και ο περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμος αρ. 101/1987, καθώς και ο περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή, και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμος αρ. 121(Ι)/2000, στους οποίους επίσης βασίστηκε η επίδικη αίτηση πρωτοδίκως, παρέχουν μια ιδιάζουσα και αυτόνομη διαδικασία όπως αναγνωρίστηκε στην υπόθεση Αίτηση Beogradska Banka DD (1995) 1 Α.Α.Δ. 737, εν πολλοίς, τουλάχιστον όσον αφορά το Νόμο αρ. 101/1987, προερχόμενο το νομοθέτημα από το Uncitral Model Law on International Commercial Arbitration».

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση οι διαιτητικές αποφάσεις είναι αλλοδαπές εφόσον εκδόθηκαν από το LCIA.  Αφορούν, επίσης, σε «εμπορικό» ζήτημα.  Επί τούτου δεν διατυπώθηκε διάφορη θέση από την πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση ή της εταιρείας.  Συγκεκριμένα μεταξύ της Αιτήτριας 1 και της εταιρείας XXXX Ltd συνάφθηκε συμφωνία δικαιώματος προαίρεσης αγοράς και πώλησης (put and call option agreement).  Οι Καθ’ ων η αίτηση προς εξασφάλιση της τήρησης των προνοιών της πιο πάνω συμφωνίας υπέγραψαν συμφωνία εγγύησης και αποζημίωσης.  Και οι δυο συμφωνίες περιέχουν ρήτρα παραπομπής επίλυσης των διαφορών στο LCIA.      

 

Το ζήτημα των τυπικών προϋποθέσεων κρίθηκε ως ανωτέρω αναφέρθηκε από το Εφετείο.  Αφ’ ης στιγμής η πλευρά των Αιτητών απέσεισε το δικό της βάρος απόδειξης συμμορφούμενη με τις πρόνοιες του άρθρου IV της Σύμβασης το βάρος απόδειξης ότι ισχύει κάποια από τις παραγράφους του άρθρου V της Σύμβασης είναι στους ώμους του Καθ' ου η αίτηση (Βλ. Yukos Oil Company v. Dardana Ltd, Court of Appeal, England and Wales, 18 April 2002, A3/2001/1029).  Οπότε και προχωρώ να εξετάσω τις προβαλλόμενες εκατέρωθεν των πλευρών θέσεις. 

 

Αναφορικά με την θέση ότι το LCIA δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τις απαιτήσεις των Αιτητών εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση καθότι αυτές θα έπρεπε να εξεταστούν στα πλαίσια της πτώχευσης του στην Ρωσία υποδεικνύονται τα ακόλουθα.  Όπως υποδείχθηκε ανωτέρω με αναφορά σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια αίτησης για εγγραφή και αναγνώριση αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης τα εθνικά Δικαστήρια δεν υπεισέρχονται σε εξέταση της διαιτητικής απόφασης.  Υπενθυμίζεται ότι στην υπόθεση Beogradska Banka DD (1995) 1 ΑΑΔ 737, που πιο πάνω μνημονεύεται, λέχθηκε ότι ο δικαστικός έλεγχος της διαιτητικής απόφασης που γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα IV και V της Σύμβασης είναι εποπτικός και δεν υπεισέρχεται σε διάγνωση της ουσίας της κρίσης των Διαιτητών ή την σοφία της διαιτητικής απόφασης.  Η έρευνα είναι εποπτική και περιορίζεται μόνο στην διαπίστωση αν η διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη στην δημόσια τάξη. 

 

Στο σύγγραμμα Guide to the Interpretation of the 1958 New York Convention: A Handbook for Judges, 2012 edition αναφέρεται ότι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου άγεται αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης δεν έχει δικαιοδοσία να αναθεωρήσει την διαιτητική απόφαση επί της ουσίας ούτε και να την αντικαταστήσει με δική του απόφαση ακόμα και αν είναι της άποψης ότι η διαιτητική απόφαση είναι λανθασμένη.  Η αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης δεν λειτουργεί ως έφεση της διαιτητικής απόφασης.  Στην υποσημείωση 5 του εν λόγω συγγράμματος σημειώνονται ενδεικτικά τα ακόλουθα:   

 

«A court seised with an application to enforce an award under the Convention has no authority to review the decision of the arbitral tribunal on the merits and replace it by its own decision, even if it believes that the arbitrators erred in fact or law. Enforcement is not an appeal of the arbitral decision (see Chapter III at III.1)».

 

Παρόμοια προσέγγιση συναντούμε και σε αποφάσεις Δικαστηρίων των Ηνωμένων Πολιτειών τα οποία αποφάσισαν ότι τα εθνικά Δικαστήρια δεν δικαιούνται να αναθεωρούν ή δεν πρέπει να αναθεωρούν (review de novo) τα ευρήματα του αλλοδαπού διαιτητικού δικαστηρίου που αφορούν στην δικαιοδοσία του (Βλ. Thai-Lao Lignite Co. Ltd. et al. v. Government of the Lao People’s Democratic Republic, District Court, Southern District of New York, United States of America, 3 August 2011, 10 Civ. 5256 (KMW), Joseph Walker and Company, LLC. v. Oceanic Fats and Oil(s) Pte, Ltd, District Court, District of Columbia, United States of America, 11 September 2002, 01-2693). 

 

Δικαστήρια άλλων κρατών αρνήθηκαν να εξετάσουν πραγματικά ή νομικά ζητήματα στην βάση του ότι δεν δικαιούνται να αναθεωρούν τις διαιτητικές αποφάσεις επί της ουσίας.  Για παράδειγμα, το Highest Arbitrazh Court στην Ρωσική Ομοσπονδία αποφάσισε ότι σύμφωνα με το άρθρο V(1) της Σύμβασης δεν είχε δικαίωμα να επανεξετάσει διαιτητική απόφαση επί της ουσίας.  Έτσι βασίσθηκε στα ευρήματα του διαιτητικού δικαστηρίου αναφορικά με το αν κατά πόσο ο διάδικος που αιτήθηκε εγγραφής και αναγνώρισης της διαιτητικής απόφασης δεσμευόταν από την διαιτητική απόφαση σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο (Βλ. Stena RoRo AB v. OAO Baltiysky Zavod, Highest Arbitrazh Court, Russian Federation, 13 September 2011, A56-60007-2008).  Ομοίως το Ανώτατο Δικαστήριο της Σιγκαπούρης στηριζόμενο στο άρθρο 31(2)(a), (b) του Singapore International Arbitration Act, το οποίο ενσωμάτωσε το άρθρο V(1)(α) της Σύμβασης, αποφάσισε ότι τα εθνικά Δικαστήρια δεν μπορούν να αναθεωρούν τα ευρήματα του διαιτητικού δικαστηρίου αναφορικά με την δικαιοδοσία του εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.  Απέρριψε την ένσταση ως προς την δικαιοδοσία όταν ο καθ’ ου η αίτηση στην αίτηση για εγγραφή και αναγνώριση δεν παρουσίασε «new evidence» (Βλ. Aloe Vera of America, Inc v. Asianic Food (S) Pte Ltd. and another, High Court, Singapore, 10 May 2006, [2006] SGHC 78). 

 

Υπό το φως των πιο πάνω και με δεδομένο ότι στην προκειμένη περίπτωση θέμα δικαιοδοσίας τέθηκε ενώπιον του LCIA και αποφασίσθηκε ακολουθεί ότι  δεν παρέχεται περιθώριο εξέτασης του αν κατά πόσο το LCIA είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τις απαιτήσεις των Αιτητών.  Ακολουθεί ότι ο 4ος λόγος ένστασης δεν ευσταθεί.       

 

Με την γραπτή αγόρευση των δικηγόρων του Καθ’ ου η αίτηση προβάλλεται η θέση ότι η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί καθότι η συμφωνία εγγύησης είναι άκυρη σύμφωνα με το Ρωσικό δίκαιο.  Κρίθηκε δε άκυρη και μη εκτελεστή από Ρωσικό Δικαστήριο.  Η θέση αυτή δεν αποτελεί αντικείμενο λόγου ένστασης.  Επίσης καμία νύξη δεν γίνεται σε αυτή στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση.  Εντούτοις είμαι διατεθειμένος να την εξετάσω.  Η εξέταση δεν θα επηρεάσει δυσμενώς τους Αιτητές καθώς ως πιο κάτω θα διαφανεί η θέση κατά την κρίση μου δεν ευσταθεί. 

 

Σύμφωνα με το άρθρο V.1(α) της Σύμβασης:

 

«Η αναγνώρισις και εκτέλεσις της αποφάσεως δύναται να απορριφθή, τη αιτήσει του µέρους εναντίον του οποίου γίνεται επίκλησις αυτής, µόνον εάν το εν λόγω µέρος παράσχη εις την αρµοδίαν αρχήν, ενώπιον της οποίας επιζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις, απόδειξιν ότι:

 

(α) τα µέρη της εν άρθρω 11 αναφεροµένης συµφωνίας διετέλουν, κατά την εφαρµοστέαν επ’ αυτών νοµοθεσίαν, υπό τινά ανικανότητα, ή ότι η ειρηµένη, συµφωνία δεν είναι έγκυρος δυνάµει της νοµοθεσίας εις την οποίαν τα µέρη έχουν υποβάλει ταύτην ή, εν ελλείψει οιασδήποτε προς τούτο ενδείξεως, δυνάµει της νοµοθεσίας της χώρας ένθα εξεδοθή η απόφασις· ή».

 

Στο σύγγραμμα Russel on Arbitration, 21η έκδοση, σελ. 404-405, παράγραφος 8-015 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«The validity of the arbitration agreement is fundamental to arbitration, and the enforcement of an award can be opposed if “the arbitration agreement was not valid under the law to which the parties subjected it, or, failing any indication thereon, under the law of the country where the award was made”. It is important to realise that this ground for opposing enforcement of the award relates to the validity of the arbitration agreement and not the validity of any underlying contract».

 

Σύμφωνα με την πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση η συμφωνία εγγύησης ημερομηνίας 7.2.17 ακυρώθηκε από το Ρωσικό Δικαστήριο.  Κηρύχθηκε άκυρη και μη εκτελεστή.  Προς επίρρωση του πιο πάνω ισχυρισμού παρουσιάσθηκε η σχετική Ρωσική απόφαση ημερομηνίας 8.9.21 τόσο στα Ρωσικά όσο και μετάφραση της στα Ελληνικά – Τεκμήρια 3 και 4 αντίστοιχα.  Σύμφωνα, επίσης, με την νομική γνωμάτευση – Τεκμήριο 1 – το περιεχόμενο της οποίας δεν αμφισβητήθηκε και παρέμεινε αναντίλεκτο η Ρωσική απόφαση εκδόθηκε κατόπιν αίτησης του παραλήπτη της περιουσίας του Καθ’ ου η αίτηση στα πλαίσια της διαδικασίας πτώχευσης του τελευταίου στην Ρωσία.  Θέση του παραλήπτη ήταν ότι η συμφωνία εγγύησης περιλάμβανε ύποπτες συναλλαγές που έγιναν με σκοπό να επηρεασθούν δυσμενώς τα δικαιώματα των πιστωτών του Καθ’ ου η αίτηση.  Το Ρωσικό Δικαστήριο συμφώνησε με την εν λόγω θέση και εξέδωσε απόφαση ανάλογα.       

 

Η εγκυρότητα, όμως, της συμφωνίας διαιτησίας δεν θα κριθεί από το Ρωσικό δίκαιο αλλά από το Αγγλικό δίκαιο που είναι σύμφωνα με το άρθρο V.1(α) της Σύμβασης το δίκαιο που επιλέγηκε από τα μέρη για να διέπει την συμφωνία εγγύησης.  Είναι το δίκαιο στο οποίο τα μέρη έχουν υποβάλει την συμφωνία διαιτησίας καθώς και το δίκαιο της ίδιας της χώρας που εξέδωσε τις διαιτητικές αποφάσεις.  Η πλευρά του Καθ’ ου καμία μαρτυρία δεν παρουσίασε για να αποδείξει ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρη σύμφωνα με το Αγγλικό δίκαιο.  Απόδειξη ότι είναι άκυρη σύμφωνα με το Ρωσικό δίκαιο δεν είναι το ζητούμενο. 

 

Χώρια που το LCIA αποφάσισε περί της εγκυρότητας της συμφωνίας εγγύησης και, μάλιστα, θετικά, γεγονός που σύμφωνα με την Κυπριακή Νομολογία και τα Δικαστήρια άλλων χωρών θα έθετε τέλος στην οποιαδήποτε περί του αντιθέτου επιχειρηματολογία.  Για παράδειγμα, στην Σουηδία το Svea Court of Appeal στηρίχθηκε στα ευρήματα του διαιτητικού δικαστηρίου για να αποφασίσει ότι η συμφωνία διαιτησίας ήταν έγκυρη σύμφωνα με το άρθρο V(1)(α) της Σύμβασης αγνοώντας την επιχειρηματολογία ως προς τα νομικά ζητήματα και τα πραγματικά γεγονότα η οποία παρουσιάσθηκε από τον διάδικο που ενέστη στην αναγνώριση και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης (Βλ. Planavergne S.A., Fontanes v. Kalle Bergander i Stockholm AB, Svea Court of Appeal, Sweden, 7 September 2001, T 4645-99).

 

Παρά το ότι η συμφωνία εγγύησης διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο είναι η θέση της πλευράς του Καθ’ ου η αίτηση ότι το άρθρο V.1(α) της Σύμβασης ενεργοποιείται για δυο λόγους.  Πρώτο, γιατί το ίδιο το LCIA με την πρώτη μερική απόφαση – Τεκμήριο 19 - αποδέχθηκε ρητά ότι ο διαχειριστής του Καθ’ ου η αίτηση είχε δικαίωμα, αν επιθυμούσε, να αιτηθεί από το Ρωσικό Δικαστήριο την ακύρωση της συμφωνίας εγγύησης και ότι η διαιτητική διαδικασία δεν τον εμπόδιζε έτσι να πράξει.  Σχετικές είναι οι παράγραφοι 116 και 118 της απόφασης – Τεκμήριο 19.  Κατά δεύτερο, και όπως αναφέρεται στην Ρωσική απόφαση – Τεκμήριο 4 στην ένσταση – η Αιτήτρια 1 με το να αιτηθεί από το Ρωσικό Δικαστήριο να καταγραφεί ως πιστωτής του Καθ’ ου η αίτηση και για συγκεκριμένο ποσό δυνάμει της συμφωνίας εγγύησης φαίνεται να υπάχθηκε στην δικαιοδοσία των Ρωσικών Δικαστηρίων.  Είναι δε κατόπιν αυτής της αίτησης που ο διαχειριστής προέβη στην διαδικασία ακύρωσης της συμφωνίας εγγύησης.           

Τα πιο πάνω επιχειρήματα σαφώς και δεν ενεργοποιούν το άρθρο V.1(α) της Σύμβασης.  Οι δικηγόροι των Αιτητών αρκούνται στην παράθεση των πιο πάνω θέσεων και δεν είναι αντιληπτό τι ακριβώς εισηγούνται.  Δεν μπορούν να εισηγούνται ότι εξαιτίας των πιο πάνω θέσεων τους η συμφωνία διαιτησίας διέπεται από το Ρωσικό δίκαιο και όχι από το Αγγλικό.  Το δίκαιο που διέπει την συμφωνία εγγύησης είναι το Αγγλικό ως η συμφωνία μεταξύ των μερών και ως το δίκαιο της έδρας της διαιτησίας όπου και εκδόθηκαν οι διαιτητικές αποφάσεις και αυτό δεν μεταβάλλεται.

 

Υποδεικνύονται τα ακόλουθα.  Σύμφωνα με την Αγγλική Νομολογία αν ένας πιστωτής υπαχθεί στην δικαιοδοσία του δικαστηρίου του επιβλέποντος την διαδικασία πτώχευσης, τότε, δεσμεύεται να αποδεχθεί οποιαδήποτε απόφαση του δικαστηρίου αυτού σε σχέση με το ζήτημα επί του οποίου υπάχθηκε.  Στην γραπτή αγόρευση των δικηγόρων των Αιτητών γίνεται λόγος για υπαγωγή, αν και ενδεχόμενη, της Αιτήτριας 1 στην δικαιοδοσία των Ρωσικών Δικαστηρίων.  Δεν διευκρινίζεται, όμως, ούτε και επεξηγείται πώς η υπαγωγή αυτή ενεργοποιεί το άρθρο V.1(α) της Σύμβασης ως είναι η θέση της πλευράς του Καθ’ ου η αίτηση.  Πιο κάτω διαφαίνεται ότι η θέση της πλευράς του Καθ’ ου η αίτηση αλλού θα έπρεπε να στηρίζεται και όχι στο άρθρο V.1(α) της Σύμβασης.  Και εξηγώ.    

 

Στην Αγγλική υπόθεση Rubin v. Eurofinance SA (2013) 1 AC 236 λέχθηκε ότι η αίτηση πιστωτή για κατάταξή του στο μητρώο των πιστωτών του χρεώστη θεωρείται υπαγωγή στην δικαιοδοσία του δικαστηρίου που χειρίζεται την διαδικασία πτώχευσης και ενώπιον του οποίου η αίτηση καταχωρήθηκε.  Αν η Αιτήτρια 1 για τον πιο πάνω λόγο υπάχθηκε στην δικαιοδοσία του Εμπορικού Δικαστηρίου της Μόσχας, τότε, η απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου με την οποία η συμφωνία εγγύησης κηρύχθηκε άκυρη είναι δεσμευτική για την Αιτήτρια 1 λόγω δεδικασμένου (res judicata).  Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε πριν την έκδοση των διαιτητικών αποφάσεων και αρκετά πριν την υποβολή της αίτησης.  Το κώλυμα του δεδικασμένου εμποδίζει την αναγνώριση των διαιτητικών αποφάσεων οι οποίες είναι ασυμβίβαστες με αυτήν.   

Η απόφαση ημερομηνίας 8.9.21 αναφέρει ότι στις 23.10.20 καταχωρήθηκε αίτηση για συμπερίληψη της Αιτήτριας 1 στο μητρώο των απαιτήσεων των πιστωτών του Καθ’ ου η αίτηση.  Αναφέρεται, επίσης, ότι στην διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της πιο πάνω απόφασης η Αιτήτρια δεν είχε εμφανισθεί.  Φαίνεται ότι αν κριτήριο είναι ότι αν με την υποβολή της αίτησης η Αιτήτρια 1 υπάχθηκε στην δικαιοδοσία του Ρωσικού Δικαστηρίου, τότε, είναι άσχετο αν στην συνέχεια επέλεξε να μην εμφανισθεί στην διαδικασία.  Στην πρώτη, όμως, μερική απόφαση ημερομηνίας 20.4.21 – Τεκμήριο 19 στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση – το LCIA δεν δέχθηκε ότι η αίτηση όντως υπεβλήθη από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο της Αιτήτριας 1 και, επομένως, δεν δέχθηκε ότι υπεβλήθη από την Αιτήτρια 1.  Προτίμησε δε την μαρτυρία κάποιου XXXX, προφανώς, αξιωματούχου της Αιτήτριας 1 σύμφωνα με την οποία δεν είχε υπογράψει ο ίδιος την αίτηση καθώς και την μαρτυρία δεύτερου προσώπου σύμφωνα με την οποία κανείς δεν είχε εξουσιοδοτηθεί από την Αιτήτρια 1 να υπογράψει την αίτηση εκ μέρους της έναντι μαρτυρίας γραφολόγου σύμφωνα με την οποία η υπογραφή επί της αίτησης αν και διαφορετική από τα δείγματα ανήκε στον προαναφερόμενο XXXX.  Αναγνώρισε δε ότι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της κατάληξης αυτής ήταν η διαπίστωση ότι η υπογραφή του XXXX επί της αίτησης είχε πλαστογραφηθεί. 

 

Ενωρίτερα υποδείχθηκε ότι τα εθνικά Δικαστήρια δεν υπεισέρχονται σε εξέταση της διαιτητικής απόφασης.  Ο δικαστικός έλεγχος της διαιτητικής απόφασης που γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα IV και V της Σύμβασης είναι εποπτικός και δεν υπεισέρχεται σε διάγνωση της ουσίας της κρίσης των Διαιτητών ή την σοφία της διαιτητικής απόφασης.  Υποδείχθηκε, επίσης, ότι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου άγεται αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης δεν έχει δικαιοδοσία να αναθεωρήσει την διαιτητική απόφαση επί της ουσίας ούτε και να την αντικαταστήσει με δική του απόφαση ακόμα και αν είναι της άποψης ότι η διαιτητική απόφαση είναι λανθασμένη.  Η αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης δεν λειτουργεί ως έφεση της διαιτητικής απόφασης.  Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι το Svea Court of Appeal της Σουηδίας στηρίχθηκε στα ευρήματα του διαιτητικού δικαστηρίου για να αποφασίσει ότι η συμφωνία διαιτησίας ήταν έγκυρη σύμφωνα με το άρθρο V(1)(α) της Σύμβασης αγνοώντας την επιχειρηματολογία ως προς τα νομικά ζητήματα και τα πραγματικά γεγονότα η οποία παρουσιάσθηκε από τον διάδικο που ενέστη στην αναγνώριση και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. 

 

Υπό το φως των πιο πάνω και αφ’ ης στιγμής το LCIA αποφάσισε το θέμα επέμβαση στην απόφαση του δεν χωρεί.  Ακολουθεί ότι η Αιτήτρια 1 δεν υπάχθηκε στην δικαιοδοσία του Εμπορικού Δικαστηρίου της Μόσχας και, κατ’ επέκταση, ότι η απόφαση του Ρωσικού Δικαστηρίου με την οποία η συμφωνία εγγύησης κηρύχθηκε άκυρη δεν είναι δεσμευτική για την Αιτήτρια 1 ώστε να δημιουργείται δεδικασμένο.   

 

Στο σύγγραμμα International Commercial Disputes-Commercial Conflict of Law in English Courts, 4th edition, Hill and Chong τονίζεται ότι είναι σε εξαιρετικές περιπτώσεις που η επίκληση της υπεράσπισης της δημόσιας τάξης μπορεί να γίνει επιτυχώςΣτην σελίδα 475 του πιο πάνω συγγράμματος αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«the public policy defence ought to operate only in exceptional cases. Furthermore, Article 35(3) expressly provides that public policy cannot be used as a basis for refusing to recognize a judgment in a situation where the court of origin misapplied the jurisdiction rules contained in Chapter II. The Court of Justice has confirmed that the public policy defence must be narrowly construed. In Krombach v Bamberski case C-7/98 (2000) ECR1-1935 the Court of Justice considered that recourse to the public policy defence can be envisaged only when recognition or enforcement of the foreign judgment would be at variance to an unacceptable degree with the legal order of the state in which enforcement is sought inasmuch as it infringes a fundamental principle».

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Bank Fur Arbeit Und Wirtschaft A.J. (1999) 1(Α) ΑΑΔ 585, η οποία αφορούσε σε αίτηση για ακύρωση εγγραφής αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης με βάση τον Περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμο του 1987, Ν. 101/87, λέχθηκε ότι ο όρος «δημόσια τάξη» που συναντάται στο άρθρο 34(2)(β)(ii) του εν λόγω Νόμου, το οποίο είναι πανομοιότυπο με το άρθρο V.(2)(β) της Σύμβασης, περιλαμβάνει τις θεμελιακές αξίες που μια κοινωνία σε μια δεδομένη χρονική περίοδο αναγνωρίζει ότι διέπουν τις συναλλαγές και άλλες εκφάνσεις της ζωής των μελών της με τις οποίες είναι διαποτισμένη η καθιερωμένη έννομη τάξη

 

Στην υπόθεση Μαρία Συρίμη ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λίμιτεδ (2010) 1 AAΔ 1131 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Σύμφωνα με τις αρχές της δημόσιας πολιτικής, ένας πολίτης δεν μπορεί να ενεργήσει με τρόπο που τείνει να είναι βλαβερός στο κοινό καλό ή το δημόσιο δίκαιο (βλ. Glamour Development v. Christodoulou Ltd. (1984) 1 CLR 444). Όπως περαιτέρω εξηγείται στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd, ανωτέρω, η δημόσια πολιτική σχετίζεται με πολιτικούς, οικονομικούς ή κοινωνικούς λόγους ένστασης».

 

Στη υπόθεση Regie Nationale Des Usines Renault SA v Maxicar SpA Case C-38/98 ECR I-2973 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση της δημόσιας τάξης απλά και μόνο γιατί υφίσταται διαφορά μεταξύ του κανόνα δικαίου που εφάρμοσε το Δικαστήριο του κράτους προέλευσης και του κανόνα που θα εφαρμόζετο από το Δικαστήριο αναγνώρισης αν το τελευταίο επιλαμβάνετο της διαφοράς.  επιτυχής εφαρμογή ένστασης στην βάση της δημόσιας τάξης είναι δυνατή στην περίπτωση κατά την οποία η αναγνώριση ή εκτέλεση της απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος θα προσέκρουε κατά τρόπο ανεπίτρεπτο στην έννομη τάξη του κράτους αναγνώρισης ή δικαιώματος αναγνωριζόμενου ως θεμελιώδους στην εν λόγω έννομη τάξη. 

 

Στην υπόθεση Μελέτιος Αποστολίδης ν. David Charles Orams, Linda Elizabeth Orams C-420/07, ημερομηνίας 28.4.09 σε προδικαστική παραπομπή του Αγγλικού Court of Appeal στο ΔΕΚ αποφασίσθηκε ότι:

 

«η εφαρμογή της ρήτρας της δημόσιας τάξεως, η οποία διατυπώνεται στο Άρθρο 34, σημείο 1 του Κανονισμού 44/2001, είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η αναγνώριση ή η εκτέλεση της αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος θα προσέκρουε κατά τρόπο ανεπίτρεπτο στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως, καθόσον θα παραβίαζε θεμελιώδη αρχή. Προκειμένου να τηρηθεί η απαγόρευση της επί της ουσίας αναθεωρήσεως της αλλοδαπής αποφάσεως, η προσβολή θα έπρεπε να συνιστά κατάφωρη παραβίαση κανόνα δικαίου θεωρουμένου ως ουσιώδους στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως ή δικαιώματος αναγνωρισμένου ως θεμελιώδους στην εν λόγω έννομη τάξη ... η ρήτρα της δημόσιας τάξεως έχει εφαρμογή σε τέτοιες περιπτώσεις μόνον εφόσον το εν λόγω νομικό σφάλμα έχει ως συνέπεια ότι η αναγνώριση ή η εκτέλεση της αποφάσεως στο κράτος αναγνωρίσεως θεωρείται ως κατάφωρη παραβίαση κανόνα δικαίου ουσιώδους για την έννομη τάξη του εν λόγω κράτους μέλους».

 

Πολύ κατατοπιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα του Stair Memorial Encyclopaedia «Diligence And Enforcement Of Judgments», Volume 8, σελ. 441 

 

“A judgment is not to be enforced where such enforcement would be contrary to the public policy in the contracting state in which enforcement is sought. What is prohibited by public policy is the enforcement of the judgment in the state of enforcement, not the substance of the judgment itself. whatever the scope of public policy in this context, it cannot be used as a basis for reviewing the jurisdiction of the court of origin of the judgment, even in those limited cases where review of jurisdiction is permissible. Resort to this ground for refusal to enforce a judgment will be allowed only in exceptional cases. It has been suggested that public policy does not allow refusal to enforce a judgment on grounds of procedural irregularity or breach of natural justice; nor does public policy allow refusal to enforce a judgment merely because the court of origin did not apply the rules of international private law of the legal system of the court of enforcement.”

 

Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζουν οι εισηγήσεις του International Law Association οι οποίες εκδόθηκαν το 2002 αναφορικά με την οριοθέτηση του όρου «διεθνής δημόσια τάξη» στις οποίες γίνεται αναφορά στο Guide to the Interpretation of the 1958 New York ConventionA Handbook for Judges, 2012 edition ως ακολούθως:

 

«Clause 1(d) of the ILA Recommendations states that the expression “international public policy” is used in them to designate the body of principles and rules recognized by a State, which, by their nature, may bar the recognition or enforcement of an arbitral award rendered in the context of international commercial arbitration when recognition or enforcement of said award would entail their violation on account either of the procedure pursuant to which it was rendered (procedural international public policy) or of its contents (substantive international public policy).

 

The ILA Recommendations state (per Clause 1(d)) that the international public policy of any State includes:

 

                  i.        fundamental principles, pertaining to justice or morality, that the State wishes to protect even when it is not directly concerned

 

                 ii.        rules designed to serve the essential political, social or economic interests of the State, these being known as “lois de police” or “public policy rules”; and

 

                iii.        the duty of the State to respect its obligations towards other States or international organizations».

 

Ενδιαφέρον είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το περιοδικό ΙΔΜΕ «Ερευνητικό Ινστιτούτο Δικονομικών Μελετών» αρ. 9, σελ. 424 του καθηγητή Σπύρου Βρέλλη το οποίο αντανακλά την Νομολογία του Αρείου Πάγου.  Στην περίπτωση αναγνώρισης/κήρυξης εκτελεστής αλλοδαπής απόφασης η δημόσια τάξη παραβιάζεται:

 

« ... όταν η ανάπτυξη των συνεπειών της αλλοδαπής αποφάσεως, υπό τις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες πρόκειται να επέλθει, "αντίκειται ευθέως" προς τις κρατούσες στην Ελλάδα θεμελιώδεις αρχές που συνιστούν την έννοια της δημοσίας τάξεως, έτσι ώστε να υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας καταστάσεως που δεν προσαρμόζεται στην ηθική, οικονομική, δικαιολογική και πολιτειακή τάξη της Χώρας». 

 

Τέλος στην Αυστριακή υπόθεση Case No. 3Ob221/04bof 2005, XXXY.B. (2005) Comm. Arb. 421, 431 (Austria Oberster Gerichtshof) αποφασίσθηκε ότι το γεγονός και μόνο ότι το επιτόκιο ξεπερνά κατά πολύ το επιτόκιο που επιβάλλεται στην χώρα όπου επιδιώκεται η εγγραφή αλλοδαπής απόφασης δεν συνιστά παραβίαση της δημόσιας πολιτικής ή της δημόσιας τάξης.

 

Η πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων και συμμόρφωση με αυτές θα έχει ως αποτέλεσμα να βρεθεί ο Καθ’ ου η αίτηση αντιμέτωπος με ανεπίτρεπτα διλήμματα και δη με την επιβολή σοβαρών ποινικών ευθυνών στην Ρωσία καθότι τέτοια εκτέλεση ισοδυναμεί με παραβίαση της απόφασης του Ρωσικού Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε η συμφωνία εγγύησης.  Το ίδιο ισχυρίζεται και η εταιρεία στην παράγραφο 25 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση της.  Οι πιο πάνω θέσεις αντλούνται από την νομική γνωμάτευση – Τεκμήριο 1 στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση, παράγραφοι 64 και 66, και την νομική γνωμάτευση – Τεκμήριο 13 στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση της εταιρείας, σελίδες 11-13.  Χαρακτηριστικά στην παράγραφο 69 της πρώτης νομικής γνωμάτευσης αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«A Russian citizen may face the threat of administrative or criminal liability if he or she makes payments or transfers property pursuant to an award of an international arbitral tribunal (or any other forum) that is contrary to an earlier judgment of a Russian court, including where such judgment invalidates the contract sought to be enforced by the award». 

 

Προς επίρρωση της πιο πάνω θέσης η πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση επικαλέσθηκε την Κυπριακή υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολιτική Αίτηση 156/2018, ημερομηνίας 20.3.19 η οποία αφορούσε σε αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari.  Στην πιο πάνω υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την μονομελή του σύνθεση ακύρωσε με ένταλμα τύπου certiorari προσωρινά διατάγματα που εκδόθηκαν μονομερώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Συμμόρφωση με αυτά συνεπάγονταν την διάπραξη από μέρους του αιτητή ποινικού αδικήματος.  Από την άλλη μη συμμόρφωση του αιτητή με τα εκδοθέντα διατάγματα συνεπάγονταν την διάπραξη από μέρους του του ποινικού αδικήματος της παρακοής δικαστικού διατάγματος.  Η ύπαρξη του πιο πάνω διλήμματος κρίθηκε ανεπίτρεπτη.  Παρατίθεται απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση:         

 

«Η έκδηλη αντιφατικότητα μεταξύ δικαστικών διαταγμάτων υποδηλώνει ένα είδος υπέρβασης εξουσίας και μπορεί να λογιστεί ως εξαιρετική περίσταση ώστε να χωρεί η αντιμετώπισή της με προνομιακό ένταλμα, παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας[5]. Τούτο θεώρησα και θεωρώ ότι ισχύει a fortiori όταν τίθεται θέμα αντιφατικότητας του διατάγματος με το νόμο.

 

Δεν μπορεί ένα «δικαστήριο του Νόμου» να δημιουργεί με δικαστική του πράξη τέτοια κατάσταση ώστε ο διάδικος να βρίσκεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει συνέπειες για την παράβαση ποινικού νόμου. Υπ΄αυτή την έννοια τέτοια πράξη αποτελεί υπέρβαση εξουσίας που μπορεί να αντιμετωπιστεί με προνομιακό ένταλμα παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας, όπως η νομολογία σαφώς, ως άνω, υποστηρίζει …………………………………………………………………………………………

 

Ό,τι έχει τώρα σημασία είναι ο κίνδυνος να αντιμετωπίσει ποινικές συνέπειες ο διάδικος και, περιπλέον, η δημιουργία τέτοιας κατάστασης ώστε να εξαναγκαστεί να επιλέξει εάν θα αντιμετωπίσει τέτοιο κίνδυνο ή εάν θα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που προκύπτει από την παρακοή διατάγματος».

 

Δέχομαι ότι αν ο Καθ’ ου η αίτηση συμμορφωθεί με διάταγμα εγγραφής και εκτέλεσης θα βρεθεί αντιμέτωπος με ποινικά αδικήματα στην Ρωσία.  Το ίδιο όμως, δεν μπορεί να λεχθεί στην περίπτωση που δεν συμμορφωθεί με ένα τέτοιο διάταγμα.  Κανένα ποινικό αδίκημα δεν θα διαπράξει ο Καθ’ ου η αίτηση αν δεν συμμορφωθεί με ενδεχόμενο διάταγμα εγγραφής και εκτέλεσης.  Ακολουθεί ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δεν θα βρεθεί αντιμέτωπος με δίλημμα του τύπου που απασχόλησε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ που πιο πάνω μνημονεύεται.  Σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης δεν θα υπάρχει αντιφατικότητα μεταξύ διαταγμάτων ή αποφάσεων ώστε να υπάρχει υπέρβαση εξουσίας.  Δεν μπορεί, όμως, να παραγνωρισθεί ότι όπως και να’ χει αν ο Καθ’ ου η αίτηση συμμορφωθεί με διάταγμα αναγνώρισης και εκτέλεσης θα βρεθεί αντιμέτωπος με ποινικά αδικήματα στην Ρωσία και εδώ είναι που κατά την κρίση μου βρίσκεται το μεμπτό.  Φρονώ πως δεν είναι ορθό για ένα Δικαστήριο δικαίου να εκδίδει απόφαση η συμμόρφωση με την οποία καθιστά τον διάδικο που συμμορφώνεται υπόλογο για ποινικά αδικήματα έστω και αν το ενδεχόμενο συμμόρφωσης για τον λόγο αυτό είναι απομακρυσμένο.  Μεμπτό είναι, επίσης, για ένα Δικαστήριο δικαίου να εκδίδει απόφαση γνωρίζοντας ότι ενδέχεται αυτή να μην τιμηθεί από τον διάδικο εναντίον του οποίου εκδόθηκε για να μην καταστεί ο διάδικος αυτός υπόλογος για ποινικά αδικήματα.  Θεωρώ πως και τα δυο αντίκεινται σε θεμελιώδεις αρχές που συνιστούν την έννοια της Κυπριακής δημόσιας τάξης.     

 

Είναι περαιτέρω η θέση της πλευράς του Καθ’ ου η αίτηση ότι η Κυπριακή δημόσια τάξη παραβιάζεται, επίσης, από το ότι ο Καθ’ ου η αίτηση είναι πτωχεύσας.  Τυχόν έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων θα επιτρέψει στους Αιτητές να προηγηθούν άλλων πιστωτών του. 

 

Είναι γεγονός ότι τυχόν έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων θα έχει ως αποτέλεσμα την παράκαμψη της προτεραιότητας των πιστωτών του Καθ’ ου η αίτηση.  Κρίνω πως τα συμφέροντα του σώματος των πιστωτών υπερισχύουν των συμφερόντων των Αιτητών οι οποίοι με την υπό κρίση αίτηση επιχειρούν να εισπράξουν το λαβείν τους κατά παραγνώριση των υπόλοιπων πιστωτών.  Πιο πάνω υποδείχθηκαν δυο γενικές πολιτικές (general policies) που εφαρμόζονται και στην Κύπρο.  Η μια είναι η πολιτική (policy) υπέρ της αναγνώρισης των διαιτητικών αποφάσεων και αυτό γιατί η Κύπρος υιοθέτησε την Σύμβαση.  Η άλλη είναι η πολιτική (policy) υπέρ της οικουμενικότητας σε περιπτώσεις πτώχευσης εκτός συνόρων (cross-border insolvency) σύμφωνα με την οποία το Κυπριακό Δικαστήριο συνδράμει στον βαθμό που είναι δυνατόν όπως το ξένο κράτος ασκεί πτωχευτική δικαιοδοσία προς όφελος του σώματος των πιστωτών ως ένδειξη σεβασμού προς το αλλοδαπό διάταγμα πτώχευσης το οποίο εκδόθηκε για την προστασία των πιστωτών.  Κατά την εξισορρόπηση των δυο αρχών δημόσιας πολιτικής που πιο πάνω υποδείχθηκαν βαραίνει κατά την κρίση μου η δεύτερη.  Η παραγνώριση των συμφερόντων των πιστωτών προς όφελος των Αιτητών είναι κάτι που έκδηλα αντίκειται προς την Κυπριακή δημόσια τάξη.

 

Η πρώτη μερική απόφαση, η οποία δεν περιλαμβάνεται στα αιτητικά, είναι υποστηρικτική της θέσης του Καθ’ ου η αίτηση.  Ένα από τα ζητήματα που ηγέρθηκαν ενώπιον του LCIA κατά την διαιτητική διαδικασία ήταν η αναστολή της διαιτητικής διαδικασίας ενόψει της εκκρεμοδικίας της πτωχευτικής διαδικασίας εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση στην Ρωσία.  Το LCIA αποφάσισε αρνητικά και δη ότι από την στιγμή που ο Καθ’ ου η αίτηση συμφώνησε να επιλύσει τις διαφορές του με τους Αιτητές σε διαιτησία έπρεπε να «σταθεί στην συμφωνία του» (should be held to their bargain).  Αναγνώρισε, ωστόσο, ότι το Αγγλικό δίκαιο υιοθετεί την πολιτική της οικουμενικότητας σε πτωχευτικές διαδικασίες εκτός συνόρων (policy of modified universalism in cross border insolvency).  Στην παράγραφο 119 της πρώτης μερικής απόφασης αναφέρθηκε ότι σύμφωνα με αυτή την πολιτική:   

 

«… English Courts will, so far as is consistent with justice and English public policy, cooperate with the courts of the country of principal liquidation to ensure that all the assets of an insolvent company or individual are distributed to creditors under a single system of distribution». 

 

Η άποψη αυτή συνάδει με τις κρατούσες στην Αγγλία θεμελιώδεις αρχές που συνιστούν την έννοια της δημόσιας τάξης.  Στην υπόθεση Galbraith v Grimshaw [1910] AC 508, 513 ο Λόρδος Dunedin υπέδειξε ότι συνάδει με την αβροφροσύνη που πρέπει να επιδεικνύεται ανάμεσα στα κράτη ότι όταν εκκρεμεί σε άλλη χώρα διαδικασία διανομής της περιουσίας πτωχεύσαντα τα Αγγλικά Δικαστήρια δεν θα πρέπει να επιτρέπουν την λήψη μέτρων τα οποία να επεμβαίνουν στην διαδικασία της διανομής αυτής.  Συνάγεται ότι πρέπει να υπάρχει μια οικουμενική διαδικασία διανομής της περιουσίας πτωχεύσαντα:

 

«Now so far as the general principle is concerned it is quite consistent with the comity of nations that it should be a rule of international law that if the court finds that there is already pending a process of universal distribution of a bankrupt’s effects it should not allow steps to be taken in it’s territory which should interfere with that process of universal distribution». 

 

Στην υπόθεση HIH Casualty and General Insurance Ltd [2008] UKHL 21, [2008] 1 WLR 852, para 30, page 7 ομοίως τονίσθηκε η αρχή της οικουμενικότηταςΣύμφωνα με την εν λόγω αρχή, η οποία είναι γνωστή από τον 18ο αιώνα, τα Αγγλικά Δικαστήρια ενόσω κάτι τέτοιο συνάδει με την Αγγλική δημόσια τάξη συνεργάζονται με τα δικαστήρια της ξένης χώρας στην οποία έχει αρχίσει η πτωχευτική διαδικασία ώστε η περιουσία της εταιρείας να διανεμηθεί ανάμεσα στους πιστωτές της δυνάμει ενός και μόνο συστήματος διανομής:

 

«The primary rule of private international law which seems to me applicable to this case is the principle of (modified) universalism, which has been the golden thread running through English crossborder insolvency law since the 18th century. That principle requires that English courts should, so far as is consistent with justice and UK public policy, co-operate with the courts in the country of the principal liquidation to ensure that all the company’s assets are distributed to its creditors under a single system of distribution».

 

Το ότι η πτωχευτική διαδικασία πρέπει να έχει οικουμενική εφαρμογή τονίσθηκε και στην υπόθεση Cambridge Gas Transportation Corporation v. Official Committee of Unsecured Creditors of Navigator Holdings plc [2006] UKPC 26, [2007] 1 AC 508, para 16 όπου λέχθηκαν τα εξής

 

«The English common law has traditionally taken the view that fairness between creditors requires that, ideally, bankruptcy proceedings should have universal application. There should be a single bankruptcy in which all creditors are entitled and required to prove. No one should have an advantage because he happens to live in a jurisdiction where more of the assets of fewer of the creditors are situated…».

 

Στην παράγραφο 122 της πρώτης μερικής απόφασης λέχθηκε ότι η προώθηση (enforcement)  της συμφωνίας διαιτησίας σε διαιτησία δεν προσκρούει στην αρχή της οικουμενικότητας.  Τονίσθηκε, όμως, ότι σε περίπτωση έκδοσης διαιτητικής απόφασης υπέρ της Αιτήτριας 1 και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση το δικαίωμα της Αιτήτριας 1 να εκτελέσει την εν λόγω απόφαση θα καταστεί αντικείμενο διανομής από το Εμπορικό Δικαστήριο της Μόσχας στα πλαίσια της πτωχευτικής διαδικασίας που τότε εκκρεμούσε εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση.  Με άλλα λόγια  το LCIA προέτρεπε την Αιτήτρια 1 μετά την ολοκλήρωση της διαιτητικής διαδικασίας και την έκδοση τυχόν απόφασης υπέρ της και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση να αποταθεί στα Ρωσικά Δικαστήρια στα πλαίσια της πτωχευτικής διαδικασίας για σκοπούς εγγραφής και εκτέλεσης της.  Όχι στα Δικαστήρια άλλης χώρας.  Προειδοποίησε δε τους Αιτητές ότι θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορούν να εκτελέσουν την διαιτητική απόφαση εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση.  Παρατίθεται αυτούσια η παράγραφος 122 της πρώτης μερικής απόφασης:

 

«There is nothing to suggest that Marbale’s right to enforce any arbitral award in its favour against DA would not be the subject of a distribution by the Commercial Court of Moscow if the insolvency proceedings were still in progress, and Marbale takes the risk that it will not be able to enforce any award in its favour if it obtains one against DA in due course».

 

Τα πιο πάνω σηματοδοτούν την αποτυχία της υπό κρίση αίτησης και την μη έγκριση της στην βάση του άρθρου V.2(β) της Σύμβασης.  Συμφωνώ με την άποψη που διατυπώθηκε από το LCIA ότι οι Αιτητές θα έπρεπε να είχαν προωθήσει τις οποιεσδήποτε απαιτήσεις τους ενώπιον των Ρωσικών Δικαστηρίων στα πλαίσια της πτωχευτικής διαδικασίας.  Με την άποψη αυτή συνάδει και η νομική γνωμάτευση του ΧΧΧΧ – Τεκμήριο 1 στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση – καθώς και η νομική γνωμάτευση του ΧΧΧΧ – Τεκμήριο 13 στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση της εταιρείας.  Είναι σημασίας ότι η περιουσία ενός πτωχεύσαντα θα πρέπει να διανέμεται ανάμεσα στους πιστωτές του δυνάμει ενός και μόνο συστήματος διανομής περιουσίας όπως ενδεικτικά υπέδειξε το LCIA στην πρώτη μερική απόφαση. 

 

Διαφωνώ με την θέση που διατυπώθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο των Αιτητών στην γραπτή της αγόρευση ότι θέμα δημόσιας τάξης δεν θα μπορούσε να εγερθεί από τον ίδιο τον Καθ’ ου η αίτηση, αλλά από τον παραλήπτη ή διαχειριστή της περιουσίας του ή τον ούτω καλούμενο σύνδικο πτώχευσης του, από τώρα και στο εξής «ο διαχειριστής».  Ο οποίος, συνεχίζει η εισήγηση, δεν έλαβε μέτρα αντικατάστασης του Καθ’ ου η αίτηση στην διαδικασία.  Η θέση είναι με όλο τον σεβασμό φαιδρή.  Κατ’ αρχή διερωτάται κανείς πώς ο διαχειριστής όντας μη διάδικος θα λάμβανε γνώση της παρούσης διαδικασίας ώστε να λάβει μέτρα για να καταστεί διάδικος.  Διερωτάται, επίσης, κάποιος πόσο ρεαλιστικό θα ήταν η πλευρά των Αιτητών να συναινέσει σε αντικατάσταση του Καθ’ ου η αίτηση την στιγμή που δεν θεώρησε ορθό να συνενώσει ως διάδικο τον διαχειριστή αλλά μόνο τον Καθ’ ου η αίτηση.  Τέλος η θέση εμπεριέχει την φαιδρή εισήγηση ότι η συνένωση των διαδίκων στην υπόθεση δεν είναι η ενδεδειγμένη αναφορικά με το θέμα της δημόσιας τάξης ενώ για όλα τα άλλα θέματα είναι.  Θεωρώ ότι το θέμα της δημόσιας τάξης θα μπορούσε κάλλιστα να εγερθεί από τον Καθ’ ου η αίτηση αφ’ ης στιγμής είναι διάδικος στην διαδικασία.  Η θέση ότι όχι ο διάδικος αλλά κάποιος τρίτος που δεν είναι διάδικος θα μπορούσε να το εγείρει φρονώ πως δεν αντέχει στην βάσανο της λογικής. 

 

Διαφωνώ, επίσης, με την θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Αιτητών ότι για να μπορεί να εγερθεί θέμα δημόσιας τάξης έπρεπε το Ρωσικό διάταγμα πτώχευσης να αναγνωρισθεί και εγγραφεί στην Κύπρο.  Καμία αυθεντία δεν παρουσιάσθηκε από την πλευρά των Αιτητών που να υποστηρίζει κάτι τέτοιο.  Χώρια που φαντάζει παράδοξο ο Καθ’ ου η αίτηση για να μπορεί να καταχωρήσει ένσταση στην οποία να εγείρει θέμα δημόσιας τάξης θα έπρεπε προηγουμένως να προβεί σε ξεχωριστό δικονομικό διάβημα με αίτημα το πιο πάνω.  Προφανώς η πλευρά των Αιτητών παρερμηνεύει τα όσα αποφασίσθηκαν από το LCIA με την απόφαση ημερομηνίας 22.7.20.  Η απόφαση εκείνη πραγματεύονταν αίτημα του Καθ’ ου η αίτηση για αναστολή της διαιτητικής διαδικασίας ενώπιον του LCIA για τον λόγο ότι εκκρεμούσε πτωχευτική διαδικασία στα Ρωσικά Δικαστήρια.  Στην εν λόγω απόφαση γίνεται όντως λόγος για την αναγκαιότητα αναγνώρισης του Ρωσικού διατάγματος πτώχευσης.  Μόνο που αυτό ήταν κατ’ απαίτηση του Αγγλικού Νόμου σύμφωνα με τον οποίο η αναγνώριση του Ρωσικού διατάγματος πτώχευσης είναι προϋπόθεση για την αναστολή της διαιτητικής διαδικασίας (may be stayed upon recognition of a foreign proceeding, whether main or non-main, where necessary to protect the assets of the debtor or the interests of the creditors).  Στην παρούσα περίπτωση δεν συντρέχει κάτι τέτοιο.  Είναι δε κοινός τόπος ότι ο Καθ’ ου η αίτηση τελεί σε πτώχευση.  Με αυτό ως δεδομένο το Δικαστήριο δύναται φρονώ να αποφασίσει αν η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων προσκρούει στην Κυπριακή δημόσια τάξη (Βλ. Gabov v. Bakardi Limited και Άλλοι, Πολιτική Έφεση Ε148/2020, 20.12.21). 

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω κρίνω ότι η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει αναφορικά με τον Καθ’ ου η αίτηση.  Οι λόγοι ένστασης με αριθμούς 3 και 6 ευσταθούν.  Ωστόσο η έλλειψη αναφοράς ότι το προσωρινό διάταγμα παγοποίησης εν τέλει ακυρώθηκε δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο απόρριψης της αίτησης.  Οι λόγοι που δεν επιτρέπουν την εγγραφή είναι μόνο αυτοί που εκτίθενται στο άρθρο V της Σύμβασης.  Επίσης δεν θεωρώ ότι θα ωφελήσει να αποφασίσω αν η έλλειψη αναφοράς ή η εσκεμμένη, σύμφωνα με τον Καθ’ ου η αίτηση, απόκρυψη της πτώχευσης του καθιστά την αίτηση καταχρηστική.  Το εγερθέν ζήτημα της καταχρηστικότητας βασίζεται στο γεγονός της πτώχευσης του Καθ’ ου η αίτηση για το οποίο ήδη αποφασίσθηκε ότι προσκρούει στην Κυπριακή δημόσια τάξη δυνάμει του άρθρου V.2(β) της Σύμβασης.  Οτιδήποτε περισσότερο θα ήταν κατά την άποψη μου περιττό. 

 

Αναφορικά με τους λόγους ένστασης με αριθμούς 5 και 7 υποδεικνύονται τα ακόλουθα.  Είναι αλήθεια ότι η πλευρά των Αιτητών δεν απεκάλυψε με τρόπο εμφανή και σίγουρα δεν επέσυρε την προσοχή του Δικαστηρίου στην πτώχευση του Καθ’ ου η αίτηση.  Δεν παραγνωρίζω, επίσης, ότι οι συνέπειες από την πτώχευση του Καθ’ ου η αίτηση είναι ως ανωτέρω διεφάνη καταλυτικές για την τύχη της αίτησης.  Εντούτοις δεν θεωρώ ότι οι λόγοι ένστασης με αριθμούς 5 και 7 ευσταθούν.  Και αυτό γιατί ενόψει του ότι η υπό κρίση αίτηση είναι διά κλήσεως οι Αιτητές δεν είχαν καθήκον αποκάλυψης.  Κατά συνέπεια η έλλειψη αναφοράς στην πτώχευση του Καθ’ ου η αίτηση παρά το ότι είναι σοβαρή δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο απόρριψης της αίτησης.  Αναφορικά με τον 8ο λόγο ένστασης υποδεικνύεται ότι ουδόλως καταδείχθηκε ότι η αίτηση είναι αντικανονική ή παράτυπη.  Τέλος οι λόγοι ένστασης με αριθμούς 1 και 2 μετά την απόφαση του Εφετείου ημερομηνίας 8.1.25 έχουν καταστεί άσχετοι.        

 

Η Alpinia Services S.A., από τώρα και στο εξής «η εταιρεία», είναι πιστωτής του Καθ’ ου η αίτηση στην βάση συμφωνίας εκχώρησης που υπεγράφη στις 27.9.22 μεταξύ της εταιρείας και του ιδιοκτήτη της εταιρείας, ο οποίος και κατονομάζεται στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση παρέμβασης ημερομηνίας 5.9.23.  Η συμφωνία εκχώρησης και η αίτηση παρέμβασης ημερομηνίας 5.9.23 από τούδε και στο εξής θα καλούνται ως «η συμφωνία εκχώρησης» και «η αίτηση παρέμβασης» αντίστοιχα.  Η συμφωνία εκχώρησης επισυνάφθηκε ως Τεκμήριο ΚΠ 11 στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση παρέμβασης.  Σύμφωνα με την συμφωνία εκχώρησης η εταιρεία έλαβε το δικαίωμα επί ποσού 46.367,576 Δολαρίων Αμερικής το οποίο είχε να λαμβάνει ο ιδιοκτήτης της εταιρείας από τον Καθ’ ου η αίτηση μετά από συμφωνία διευθέτησης που είχε υπογραφεί μεταξύ του ιδιοκτήτη εταιρείας και του Καθ’ ου η αίτηση την 1.6.18 όπως φαίνεται στο Παράρτημα Α της συμφωνίας εκχώρησης.  

 

Υπό το φως των πιο πάνω θεωρώ ότι η εταιρεία είναι πιστωτής του Καθ’ ου η αίτηση και, επομένως, έχει συμφέρον και δικαίωμα να παρέμβει στην διαδικασία διά της καταχώρησης ένστασης με σκοπό να παρεμποδίσει, όπως ορθά αναφέρεται στην παράγραφο 35 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση για παρέμβαση, τους Αιτητές από του να αποκομίσουν αθέμιτο όφελος σε βάρος της εταιρείας και με τον τρόπο αυτό να κατοχυρώσει τα συμφέροντα της τα οποία με την υπό κρίση αίτηση απειλούνται.  Ορθά αναφέρεται στην παράγραφο 37 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση για παρέμβαση ότι οι Αιτητές φαίνεται έμμεσα να επιδιώκουν την αποκόμιση αθέμιτου όφελους προς εξαπάτηση των πιστωτών του Καθ’ ου η αίτηση και κατά παραγνώριση της ενδεδειγμένης διαδικασίας.  Η αίτηση επηρεάζει τα δικαιώματα της εταιρείας αφού σε περίπτωση έγκρισης της ενδέχεται να μην μπορεί η εταιρεία να εισπράξει από την περιουσία του Καθ’ ου η αίτηση.  Όπως ορθά αναφέρεται στην παράγραφο 35 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση της εταιρείας στην αίτηση σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης η περιουσία του Καθ’ ου η αίτηση θα μειωθεί με αποτέλεσμα η ικανοποίηση άλλων πιστωτών να επηρεασθεί σημαντικά λαμβανομένων υπόψη και των ποσών που αφορούν οι διαιτητικές αποφάσεις.  Ακολουθεί ότι η παρουσία της εταιρείας στην διαδικασία είναι αναγκαία για να βοηθήσει το Δικαστήριο να αποφανθεί πλήρως και αποτελεσματικά επί όλων των εγειρόμενων στην υπόθεση ζητημάτων (Βλ. Fire, Auto and Marine Insurance Co. Ltd v. Greene (1964) 2 All E R 761, General Insurance Co. of Cyprus Ltd v. Maroulla Georghiou & Another (1963) 2 CLR 117, Gurtner v. Circuit (1968) 1 All E R 328, Byrne v. Brown (1889) 22 Q.B.D. 657, Cyprus Trading Corporation v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.α. (2000) 1Β ΑΑΔ 1335, Ηellenic Bank v. Kosma (1984) 1 CLR 53).  Δίνεται, επομένως, άδεια στην εταιρεία να παρέμβει στην διαδικασία.  Η ένσταση η οποία καταχωρήθηκε εκ μέρους της υπόκειται σε αξιολόγηση από το Δικαστήριο.      

 

Σύμφωνα με την πλευρά των Αιτητών το αίτημα της εταιρείας για συμπερίληψη της στο μητρώο πιστωτών του Καθ’ ου η αίτηση το οποίο υπεβλήθη στις 23.6.23 απορρίφθηκε από το Ρωσικό Δικαστήριο.  Η σχετική απόφαση παρουσιάσθηκε όχι στα πλαίσια ένορκης μαρτυρίας, αλλά με την πρώτη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων των Αιτητών τόσο στα Ρωσικά όσο και μετάφρασή της στα Αγγλικά.  Η απορριπτική απόφαση δεν φαίνεται να αμφισβητείται από την πλευρά της εταιρείας αφού καμία αναφορά δεν γίνεται επί του θέματος τούτου στην γραπτή αγόρευση των δικηγόρων της εταιρείας.  Σύμφωνα με την πλευρά των Αιτητών η απορριπτική απόφαση έχει ως αποτέλεσμα η εταιρεία να μην έχει αναγνωρισθεί ως πιστωτής από το Ρωσικό Δικαστήριο.  Υποδεικνύονται τα ακόλουθα.  Πρώτο, η απόφαση του Ρωσικού Δικαστηρίου δεν είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο.  Δεύτερο αυτό που παρουσιάσθηκε είναι η αναιτιολόγητη εκδοχή της απόφασης με αποτέλεσμα η αιτιολογία της απόρριψης να παραμένει άγνωστη για το παρόν Δικαστήριο.  Τρίτο και όπως ενωρίτερα επισημάνθηκε η πλευρά των Αιτητών δεν αμφισβητεί την συμφωνία εκχώρησης δυνάμει της οποίας η εταιρεία καθίσταται πιστωτής του Καθ’ ου η αίτηση, κάτι το οποίο, επίσης, δεν αμφισβητείται από την πλευρά των Αιτητών.  

 

Στην πρώτη αγόρευση των δικηγόρων των Αιτητών προωθούνται και οι ακόλουθες θέσεις: 

  1. και αν ακόμα ήθελε η εταιρεία αναγνωρισθεί ως πιστωτής του Καθ’ ου η αίτηση από το Ρωσικό Δικαστήριο ο μόνος που θα μπορούσε να εγείρει το θέμα του επηρεασμού των συμφερόντων των πιστωτών του Καθ’ ου η αίτηση είναι ο σύνδικος πτώχευσης του και αφότου αυτός θα έχει λάβει μέτρα για αναγνώριση της Ρωσικής πτωχευτικής απόφασης   

 

  1. χωρίς πρώτα να εγγραφεί η Ρωσική απόφαση πτώχευσης στην Κύπρο από τον σύνδικο πτώχευσης του Καθ’ ου η αίτηση οι θέσεις της εταιρείας ότι επηρεάζονται τα συμφέροντά της ως πιστωτής παραμένουν μετέωρες.     

 

Οι πιο πάνω θέσεις οι οποίες δεν τεκμηριώνονται με αυθεντίες δεν με βρίσκουν σύμφωνο.  Αναφορικά με το πρώτο διερωτάται κανείς πώς θα μπορούσε να παρέμβει ο παραλήπτης της περιουσίας του Καθ’ ου η αίτηση/διαχειριστής αφ’ ης στιγμής η πλευρά των Αιτητών δεν τον κατέστησε διάδικο ούτε και του επέδωσε την αίτηση.  Κατά δεύτερο φρονώ πως το δικαίωμα της εταιρείας να παρέμβει για να προστατεύσει τα συμφέροντα της είναι αναφαίρετο και ανεξάρτητο του δικαιώματος του διαχειριστή να παρέμβει και ο ίδιος εκ μέρους των πιστωτών ή των λοιπών πιστωτών.  Όσον δε αφορά στο θέμα της ισχυριζόμενης εγγραφής οι δικηγόροι των Αιτητών αναγνωρίζουν ότι σύμφωνα με την Διμερή Σύμβαση Αναγνώρισης και Εκτέλεσης Αλλοδαπών Δικαστικών Αποφάσεων, η οποία κυρώθηκε με τον Νόμο 11/76, δεν υπάρχει δυνατότητα εγγραφής – σχετικό είναι το άρθρο 1(5) του Νόμου 11/76 - πράγμα που σύμφωνα με την πλευρά των Αιτητών σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να επιτραπεί στην εταιρεία να παρέμβει.  Κάτι τέτοιο, όμως, θα προκαλούσε κατάφωρη αδικία στην εταιρεία.  Το σκεπτικό πίσω από τον συλλογισμό είναι προδήλως λανθασμένο.   

 

Διαφωνώ, επίσης, με την θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Αιτητών η οποία διατυπώνεται στην σελίδα 19 της πρώτης γραπτής αγόρευσης και δη ότι σύμφωνα με τον Δρ. ΧΧΧΧ ο Ρώσος διαχειριστής θα «αποκτούσε πρόσβαση και δικαιώματα» μόνο αν η Ρωσική απόφαση πτώχευσης αναγνωρίζονταν με ξεχωριστή αίτηση.  Στην γνωμάτευση του έγκριτου νομικού - Τεκμήριο 4 στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση – επεξηγείται ποιος είναι ο σκοπός της αναγνώρισης της αλλοδαπής πτωχευτικής απόφασης.  Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι αυτός είναι εντελώς διάφορος από ότι η πλευρά των Αιτητών ισχυρίζεται ότι είναι.  Στο Τεκμήριο 4 αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα.  Στην Αγγλία εφαρμόζεται ο κανόνας του κοινοδικαίου σύμφωνα με τον οποίο τα Αγγλικά Δικαστήρια αναγνωρίζουν ότι τα Δικαστήρια μιας ξένης χώρας έχουν δικαιοδοσία να κηρύξουν σε πτώχευση χρεώστη αν αυτός κατά τον χρόνο καταχώρησης της αίτησης πτώχευσης είχε την μόνιμη του διαμονή στην χώρα εκείνη ή αν υπάχθηκε στην δικαιοδοσία των δικαστηρίων της είτε καταχωρώντας την αίτηση πτώχευσης ο ίδιος είτε με το να εμφανισθεί στην διαδικασία.  Ένα αλλοδαπό διάταγμα πτώχευσης, όπως στην προκειμένη περίπτωση το Ρωσικό διάταγμα πτώχευσης, δύναται να αναγνωρισθεί στην Αγγλία στην βάση των αρχών του κοινοδικαίου και οι συνέπειες της αναγνώρισης του είναι η εκχώρηση στον διαχειριστή της περιουσίας του πτωχεύσαντα όλης της κινητής του περιουσίας που βρίσκεται στην Κύπρο αλλά και στο εξωτερικό αν αυτό είναι και το αποτέλεσμα σύμφωνα με το Ρωσικό δίκαιο που είναι.  Σε περίπτωση λοιπόν αναγνώρισης η κινητή περιουσία που κάποτε ανήκε στον πτωχεύσαντα δεν ανήκει πλέον σε αυτόν.  Το ίδιο, όμως, δεν ισχύει και για την ακίνητη του περιουσία.  Επομένως αν το Κυπριακό Δικαστήριο αναγνώριζε σύμφωνα με το κοινοδίκαιο το Ρωσικό διάταγμα πτώχευσης θα περιέρχονταν στον διαχειριστή της περιουσίας του όλη η περιουσία του πτωχεύσαντα με εξαίρεση την ακίνητη περιουσία του στην Κύπρο.  Που σημαίνει ότι ως συνέπεια της αναγνώρισης του Ρωσικού διατάγματος πτώχευσης σύμφωνα με το κοινοδίκαιο η μόνη περιουσία του Καθ’ ου η αίτηση που θα υπόκειτο σε εκτέλεση με την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων θα ήταν η ακίνητη περιουσία που ανήκε σε αυτόν.  Ακολουθεί ότι σύμφωνα με το κοινοδίκαιο ο σκοπός της αναγνώρισης της αλλοδαπής πτωχευτικής απόφασης δεν είναι για να αποδοθούν στον διαχειριστή «πρόσβαση και δικαιώματα», αλλά για να αποκλεισθεί από την εκτέλεση σε περίπτωση αναγνώρισης και εγγραφής η κινητή περιουσία του πτωχεύσαντα.  Στην παράγραφο 19 της γνωμάτευσης του ο έγκριτος νομικός καταλήγει στην εξής διαπίστωση:

«It would therefore follow from the recognition of the Russian bankruptcy that the only property in Cyprus against which the award may be enforced would be any land belonging to Mr. Ananiev».     

 

Και στην παράγραφο 31 με την εξής διαπίστωση:

 

«…it will be in accordance with Article V.2(b) for the award to be refused recognition or enforcement against any assets in Cyprus which have not been assigned, by virtue of the recognition of the Russian bankruptcy in accordance with the common law of Cyprus, to the debtor’s Financial Manager». 

 

Ο 10ος λόγος ένστασης ευσταθεί.  Ευσταθεί, επίσης, ο 8ος λόγος ένστασης στον βαθμό που θέλει την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων να μην είναι δίκαιη υπό τις περιστάσεις.  Τέλος ευσταθεί και ο 2ος λόγος ένστασης στον βαθμό που θέλει την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων να προσκρούει στην Κυπριακή δημόσια τάξη.  

 

Οι λόγοι ένστασης με αριθμούς 5, 6, 7 και 9 δεν ευσταθούν.  Τίποτα δεν παρουσιάσθηκε που να τους τεκμηριώνει.  Ούτε και ο 11ος λόγος ένστασης ευσταθεί.  Το μέρος του λόγου αυτού που αναφέρεται στην ποιότητα των ισχυρισμών παρέμεινε ατεκμηρίωτο από μαρτυρία και κατά συνέπεια μετέωρο.  Το υπόλοιπο μέρος είναι εντελώς αβάσιμο.  Η ανάγκη για αποκάλυψη «εύλογης, καλόπιστης και νόμιμης δικαιολογίας και γεγονότων που να δικαιολογούν την αιτούμενη θεραπεία» δεν συντρέχει στην υπό κρίση αίτηση.  Ό,τι χρειάζεται να καταδείξει ο αιτητής σε αίτηση του τύπου όπως η υπό κρίση είναι οι τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου IV της Σύμβασης τις οποίες οι Αιτητές απέδειξαν.  Τα ίδια ισχύουν και για τον 12ο λόγο ένστασης.  Αναφορικά με τον 1ο λόγο ένστασης ισχύουν τα όσα προαναφέρθηκαν για τον ίδιο λόγο αναφορικά με τον Καθ’ ου η αίτηση.  Τέλος με την απόφαση του Εφετείου οι λόγοι ένστασης με αριθμούς 3 και 4 έχουν καταστεί άσχετοι.    

 

Τέλος θα εξετάσω τον λόγο ένστασης σύμφωνα με τον οποίο δεν έχουν κληθεί να συμμετέχουν στην διαδικασία όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι ο οποίος αντιστοιχεί στον 9ο λόγο ένστασης στην ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση.  Σύμφωνα με τον λόγο αυτό είναι μεμπτό ότι ενώ οι εταιρείες XXXX Ltd και XXXX Limited δεν είναι διάδικοι στην υπόθεση, εντούτοις, επιζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων εναντίον τους χωρίς να τους έχει δοθεί το δικαίωμα να ακουσθούν.  Διαφωνώ με την πιο πάνω θέση.  Με την υπό κρίση αίτηση δεν καλείται το Δικαστήριο να κηρύξει εκτελεστό το μέρος των διαιτητικών αποφάσεων που στρέφεται εναντίον των δυο πιο πάνω εταιρειών.  Επίσης το γεγονός ότι οι διαιτητικές αποφάσεις στρέφονται εναντίον και των δυο αυτών εταιρειών δεν σημαίνει ότι και τα διατάγματα που τυχόν εκδοθούν σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης θα αφορούν στις δυο αυτές εταιρείες και θα τις επηρεάζουν.    

 

Θα συμφωνήσω, όμως, ότι ο παραλήπτης της περιουσίας του Καθ’ ου η αίτηση όφειλε να συμπεριληφθεί ως διάδικος.  Εναλλακτικά η αίτηση όφειλε να επιδοθεί σε αυτόν ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να εμφανισθεί και καταχωρήσει ένσταση, αν επιθυμούσε, προς όφελος του σώματος των πιστωτών προς διασφάλιση των συμφερόντων των πιστωτών όπως ακριβώς κρίθηκε και για την εταιρεία.  Η υπό κρίση αίτηση επηρεάζει τα δικαιώματα των πιστωτών του Καθ’ ου η αίτηση αφού με την αίτηση επιδιώκεται η αναγνώριση και εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων προς όφελος των Αιτητών εις παραγνώριση της προτεραιότητας των πιστωτών.  Ο διαχειριστής είχε, επομένως, συμφέρον να ακουσθεί και να λάβει μέρος στην διαδικασία.  Αυτό είναι, άλλωστε, κάτι που παραδέχεται και η ίδια η δικηγόρος των Αιτητών στην πρώτη γραπτή της αγόρευση υποστηρίζοντας στην σελίδα 18 ότι «ο μόνος που θα μπορούσε να εγείρει το θέμα του επηρεασμού συμφερόντων πιστωτών του Καθ’ ου 2 θα ήταν ο σύνδικος πτώχευσης του …».  Είναι άξιο να σημειωθεί ότι και το LCIA έδωσε κάθε δικαίωμα και ευκαιρία να ακουσθούν τόσο ο Καθ’ ου η αίτηση όσο και ο διαχειριστής και οι προτεινόμενοι πιστωτές, κάτι το οποίο σημειώνει και η ευπαίδευτη συνήγορος των Αιτητών στην πρώτη γραπτή αγόρευση της.      

Στην υπόθεση P.S.C. (No.1vPotoudes & Others 1045 συνοψίζονται οι συνέπειες από την παράλειψη επίδοσης της έφεσης ή νομικού διαβήματος σε διάδικο ή σε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη διαδικασία:

 

«The question of service to litigants and interested parties whose position is or may possibly be affected from a judicial process is a matter of substance and the omission to serve is tantamount to a denial of the right to be heard, a situation which renders such omission material and carrying with it the nullity of the process». 

 

Σε μετάφραση στα Ελληνικά:

 

«Η επίδοση στους διαδίκους και στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, των οποίων η θέση επηρεάζεται ή είναι ενδεχόμενο να επηρεαστεί από τη δικαστική διαδικασία, είναι θέμα ουσίας και η παράλειψη επίδοσης της διαδικασίας σ’ αυτούς εξισούται με την άρνηση του δικαιώματος να ακουστούν, κατάσταση η οποία καθιστά την παράλειψη ουσιαστική, εμφέρουσα την ακυρότητα της διαδικασίας».

 

Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε στην αντιμετώπιση ανάλογου ζητήματος στην μεταγενέστερη υπόθεση Κρονίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1994) 3 ΑΑΔ 33Η θέση του Δικαστηρίου επί του θέματος διαγράφεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την σελίδα 36:

 

«Άμεσα επηρεαζόμενο είναι το μέρος του οποίου τα δικαιώματα θα επηρεασθούν δυσμενώς από την αποδοχή της έφεσης.  Η υποχρέωση για επίδοση συνιστά συγχρόνως και προσταγή των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης που επιτάσσουν την παροχή εύλογης ευκαιρίας σε κάθε επηρεαζόμενο από διαδικαστική διαδικασία να εμφανιστεί κατά τη δίκη και να προβάλει τις θέσεις του.  Οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης στον τομέα αυτό ενσωματώνονται στο Άρθρο 30.3 του Συντάγματος και καθιερώνονται ως θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου»

 

Στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζήνας Πουλλή (2001) 3 ΑΑΔ 1060 στην οποία παρέπεμψε το Δικαστήριο η πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση τονίσθηκε ότι η παροχή ευκαιρίας σε κάθε πρόσωπο να ακουστεί σε υπόθεση που το αφορά αποτελεί αξίωμα της φυσικής δικαιοσύνης οι ρίζες του οποίου ανάγονται στα πρώτα στάδια διαμόρφωσης των θεσμών της δίκης.  Διαφωτιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

 

Η αρχή της ακροάσεως αμφοτέρων των μερών, πριν το δικαστήριο προέλθει σε κρίση, διακηρύχθηκε από αρχαιοτάτων χρόνων, από τους Έλληνες ποιητές και τραγωδούς, ως ανυπέρβατη αρχή του δικονομικού δικαίου και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του διαδίκου. Το «μηδενί δίκην δικάσεις πριν αμφοίν μύθον ακούσης» αποδίδεται στον Ησίοδο. Το κωδικοποιεί σε πληρέστερη μορφή ο Ευριπίδης: «Τις αν δίκην κρίνειεν ή γνοίη λόγον, πριν αν παρ’ αμφοίν μύθον εκμάθη σαφώς» - («Ηρακλείδες», στίχοι 179-180)*.

 

Μη επίδοση της διαδικασίας στους διαδίκους καθιστούσε, ανέκαθεν στο αγγλικό δίκαιο, άκυρη διαταγή ή απόφαση που εκδιδόταν στο πλαίσιο της. Η θεμελιώδης αυτή αρχή του αγγλικού δικαίου αποτυπώνεται ως ακολούθως στο εισαγωγικό μέρος της Graig vKanssen [1943] 1 K.B. 256 (C.A.):-

 

“A person who is affected by an order of the court which can properly be described as a nullity is entitled ex debito justitiae to have it set aside. Failure to serve process where service of process is required renders null and void an order made against the party who should have been served. The court can set aside such an order in its inherent jurisdiction and it is not necessary to appeal from it.”

 

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

 

«Πρόσωπο, το οποίο επηρεάζεται από διαταγή του δικαστηρίου, η οποία δεόντως μπορεί να χαρακτηριστεί ως άκυρη, μπορεί δικαιωματικά να ζητήσει τον παραμερισμό της, ως οφειλόμενο χρέος προς τη δικαιοσύνη. Παράλειψη επίδοσης της διαδικασίας, όπου η επίδοσή της απαιτείται, καθιστά άκυρη και ανυπόστατη τη διαταγή που εκδόθηκε εναντίον του προσώπου, προς το οποίο έπρεπε να είχε επιδοθεί. Το δικαστήριο δύναται να παραμερίσει τέτοια διαταγή, εν τη ενασκήσει της σύμφυτης δικαιοδοσίας του. Δε χρειάζεται να υποβληθεί έφεση κατ’ αυτής.») ……………………………………………………

 

Δεν απαιτείται προδιαγεγραμμένη ενέργεια ή συγκεκριμένο δικονομικό διάβημα για την κινητοποίηση του δικαστηρίου να εκπληρώσει το οφειλόμενο προς τη δικαιοσύνη χρέος και να παραμερίσει άκυρη απόφαση. Εφόσον τα γεγονότα που εκθέτουν την απόφαση σε ακύρωση περιέλθουν σε γνώση του, το ίδιο το δικαστήριο μπορεί να θέσει το θέμα και να δράσει, αφού ακούσει πάντα ενδιαφερόμενο. Άλλη αντιμετώπιση θα προσέκρουε στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, όπως υποδεικνύει ο Pennycuick V-στη Fleet Mortgage v Lower Maisonette [1972] 2 All ER 737. Τα ίδια υιοθετεί και ο Sir Arnold P στην Ebrahim v Ali [1983] 3 All E.R. 615:- (σελ. 616)

 

“It is, in my judgment, quite plain that where there has been no service of process any order made in the litigation in which process should have been served must necessarily be void, unless service has been in some way validly dispensed with.”

 

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

 

«Σύμφωνα με την απόφασή μου, είναι σαφές ότι, όπου δε γίνεται επίδοση της διαδικασίας, οποιαδήποτε διαταγή εκδίδεται στη δίκη, στην οποία η διαδικασία έπρεπε να είχε επιδοθεί, πρέπει απαρέγκλιτα να θεωρείται ως άκυρη, εκτός εάν εξουσιοδοτήθηκε εγκύρως η μη επίδοσή της.»)

 

Διαπιστώνουμε ότι παρέχεται στο δικαστήριο σύμφυτη δικαιοδοσία ακύρωσης διαταγής ή απόφασης, που εκδίδεται σε διαδικασία η οποία δεν επιδίδεται σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Αυτό ισχύει τόσο στην περίπτωση της έφεσης όσο και της αντέφεσης, που ακούονται χωρίς γνωστοποίηση της διαδικασίας σε κάθε διάδικο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η ακύρωση αποτελεί χρέος προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης και το χρέος αυτό μπορεί να πληρωθεί είτε μετά από διάβημα ενδιαφερομένου προσώπου ή με πρωτοβουλία του ιδίου του δικαστηρίου.

 

Ο 9ος λόγος ένστασης, επομένως, ευσταθεί και αποτελεί επιπρόσθετο λόγο απόρριψης της αίτησης αναφορικά με τον Καθ’ ου η αίτηση.  Ακολουθεί ότι η αίτηση αναφορικά με τον Καθ’ ου η αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη. 

 

Αναφορικά με τον Καθ’ ου η αίτηση 1 καταχωρήθηκαν δυο ένορκες δηλώσεις.  Η μια είναι του ΧΧΧΧ ημερομηνίας 21.6.23 και αφορά στο θέμα της επίδοσης και η άλλη του δικηγόρου των Αιτητών ημερομηνίας 7.9.23 προς απόδειξη της υπόθεσης εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση 1.  Αφού έλαβα υπόψη μου το περιεχόμενο των δυο αυτών ενόρκων δηλώσεων, το ότι κανένας λόγος ένστασης ο οποίος κρίθηκε ως βάσιμος αναφορικά με τον Καθ’ ου η αίτηση 2 δεν αφορά στον Καθ’ ου η αίτηση 1 και το ότι οι τυπικές προϋποθέσεις αποδείχθηκαν σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου ημερομηνίας 8.1.25 η αίτηση αναφορικά με τον Καθ’ ου η αίτηση 1 εγκρίνεται. 

 

Συνακόλουθα και αναφορικά με τον Καθ’ ου η αίτηση 1 εκδίδονται διατάγματα ως οι παράγραφοι Α και Β της αίτησης. 

 

Νοείται ότι η παρούσα απόφαση δεν είναι απόφαση εγγραφής και/ή αναγνώρισης και/ή εκτέλεσης εναντίον των προσώπων που αναφέρονται στο αιτητικό υπό παράγραφο Β της αίτησης άλλο από τον Καθ’ ου η αίτηση 1.  Τα έξοδα της αίτησης, από την αρχή της υπόθεσης μέχρι σήμερα, επιδικάζονται υπέρ των Αιτητών και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση 1 όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η αίτηση αναφορικά με τον Καθ’ ου η αίτηση 2 απορρίπτεται. Τα έξοδα της αίτησης, από την αρχή της υπόθεσης μέχρι σήμερα, επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση 2 και εναντίον των Αιτητών αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

      

 

                                                                                (Υπ.) ...……………………………

                                                                                           Π. Μιχαηλίδης, Π.Ε.Δ.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        

 

 

 

 

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο