PETER LAWSON ν. XIE SHAODAN, Αρ. Αγωγής: 1421/2014, 9/1/2025
print
Τίτλος:
PETER LAWSON ν. XIE SHAODAN, Αρ. Αγωγής: 1421/2014, 9/1/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                

  Αρ. Αγωγής: 1421/2014

Μεταξύ:

                                    PETER LAWSON

                                                                                                             Ενάγοντος

                                          και

XIE SHAODAN

                                                                                                 Εναγομένης

 

 

Αίτηση δια κλήσεως ημερ. 29.02.24

 

Ημερομηνία: 09.01.25

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα -Αιτητή: κος Χρ. Θ. Χριστάκη για Χριστάκης Θ. Χριστάκη Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη-Καθ’ ης η αίτηση: κος Α. Αβρααμίδης για A. Danos &

         Associates L.L.C.

 

                                                ΑΠΟΦΑΣΗ

Στις 10.03.16 εκδόθηκε δικαστική απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγομένης ερήμην της τελευταίας. Στις 11.08.17 η Εναγόμενη καταχώρησε αίτηση παραμερισμού της δικαστικής απόφασης, η οποία κατόπιν εκδίκασης της απορρίφθηκε από το Δικαστήριο για τους λόγους που εκτίθενται στο κείμενο της απόφασης του ημερ. 30.04.24. Η Εναγόμενη άσκησε έφεση επί της απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 30.04.24.

 

Στις 29.02.24 ο Ενάγοντας καταχώρησε την παρούσα δια κλήσεως αίτηση με την οποίαν ζητεί, για σκοπούς εξασφάλισης πληρωμής του εξ’ αποφάσεως χρέους στην παρούσα αγωγή, τα εξής:

(Α)       την έκδοση διατάγματος με το οποίο να επιβαρύνονται 1.000 συνήθεις μετοχές αξίας €1 έκαστη ιδιοκτησίας της Εναγομένης της εταιρείας Lefig Ltd,

(Β)       την έκδοση διατάγματος που να διατάζει τον Έφορο Εταιρειών και/ή την Εναγόμενη και/ή την εταιρεία Lefig Ltd να μεταβιβάσει τις πιο πάνω 1.000 συνήθεις μετοχές αξίας €1 έκαστη ιδιοκτησίας της Εναγομένης στο όνομα του Ενάγοντα,

(Γ)        Διαζευκτικά της αιτούμενης θεραπείας υπό το σημείο (Β), την έκδοση διατάγματος που να διατάζει τον Έφορο Εταιρειών και/ή την Εναγόμενη και/ή την εταιρεία Lefig Ltd να διαθέσουν και/ή να πωλήσουν τις πιο πάνω 1.000 συνήθεις μετοχές αξίας €1 έκαστη ιδιοκτησίας της Εναγομένης,

(Δ)       την έκδοση διατάγματος που να διορίζει τον δικηγορικό οίκο A. Danos & Associates L.L.C. ως Παραλήπτη για τη διαχείριση των πιο πάνω 1.000 συνήθων μετοχών της εταιρείας Lefig Ltd μέχρι τη μεταβίβαση τους στο όνομα του Ενάγοντα ή διαζευκτικά μέχρι την πώληση και/ή διάθεση τους σε οποιοδήποτε φυσικό και/ή νομικό πρόσωπο,

(Ε)       την έκδοση κανονισμών που το Δικαστήριο κρίνει απαραίτητους στα πλαίσια αποτελεσματικής εφαρμογής των προνοιών του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου του 1992 (Ν.31(Ι)/1992) σχετικά με την ειδοποίηση της Εναγομένης, ως εξ’ αποφάσεως οφειλέτης που είναι.   

 

Η υπό κρίση αίτηση εδράζεται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 1-10 του Ν.31(Ι)/1992, στα άρθρα 29(1)(γ) & 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60), στις αρχές του δικαίου επιείκειας και στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.  

 

Η αίτηση συνοδεύεται από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση της κυρίας Άντρης Γαβριήλ, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Ενάγοντα στην υπόθεση αυτή, στην οποίαν περιέχονται αναφορές που κατά τη γνώμη της δικαιολογούν την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Προς δε υποστήριξη της επισυνάπτονται έγγραφα ως τεκμήρια.

 

Συνοψίζοντας το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης Γαβριήλ μπορεί να λεχθεί η αναφορά ότι η Εναγόμενη είναι η μόνη μέτοχος 1.000 μετοχών της εταιρείας Lefig Limited καθώς επίσης η αποκλειστική διευθύντρια και γραμματέας της εν λόγω εταιρείας. Σχετική έρευνα ημερ. 26.01.14 στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών σχετικά με την εταιρεία αυτή επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 2. Σύμφωνα με την ενόρκως δηλούσα, η εν λόγω εταιρεία δεν έχει εμπορική δραστηριότητα αλλά ούτε πιστωτή. Όπως επισημαίνεται, «ο λόγος της δημιουργίας της εταιρείας ήταν η εγγραφή ακινήτου στην Αναρίτα, το οποίο αποτελεί και το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της εταιρείας… με τελικό δικαιούχο την Xie Shaodan [Εναγόμενη]». Με βάση τις αναφορές της ομνύουσας και το επισυνημμένο πιστοποιητικό έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας ημερ. 27.12.17 (Τεκμήριο 5Α), η εν λόγω εταιρεία είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/7573, φ/σχ. 0/2-156-345, τεμάχιο 414, μερίδιο 1/1 στην κοινότητα Αναρίτας της επαρχίας Πάφου (στο εξής το «ακίνητο»).

 

Αναφερόμενη στην περιουσιακή κατάσταση της Εναγομένης, η ομνύουσα αναφέρει ότι από ότι γνωρίζει, πιστεύει και πληροφορείται, εκτός από τις επίμαχες μετοχές, η Εναγόμενη δεν διαθέτει άλλη περιουσία στην Κυπριακή Δημοκρατία με αποτέλεσμα αν αποξενωθούν είτε οι μετοχές είτε το ακίνητο ο Ενάγοντας δεν θα είναι σε θέση να ικανοποιήσει την απόφαση που εκδόθηκε υπέρ του στην υπόθεση αυτή. Εις επίρρωση της θέσης αυτής επισυνάπτονται δύο πιστοποιητικό παγκύπριας έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας της Εναγομένης ημερ. 26.10.21 και 02.02.24 ως Τεκμήρια 17 & 18

 

Η ομνύουσα πιστεύει ότι κανένα πρόσωπο θα επηρεαστεί και ουδείς θα υποστεί βλάβη από τυχόν έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Γι’ αυτό είναι η θέση της ότι «το σύνολο των μετοχών της Εταιρείας Lefig Ltd πρέπει να μεταβιβαστεί στον Αιτητή Peter Lawson [Ενάγοντα], ώστε να περιέλθει και το εν λόγω ακίνητο στην κυριότητα του προς ικανοποίηση της απόφασης που έχει εξασφαλίσει εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση [Εναγόμενη]. Διαζευκτικά, ο Αιτητής ζητά όπως πωληθούν οι εν λόγω μετοχές και/ή το ακίνητο και να εισπράξει το τίμημα της πώλησης προς ικανοποίηση της απόφασης που έχει εξασφαλίσει εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση.»

 

Η Εναγόμενη αντέδρασε στις 09.09.24 με την καταχώρηση ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης επί 25 λόγους. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Ν.31(Ι)/2011 και της σχετικής με το θέμα αυτό νομολογίας ώστε να δικαιολογείται η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων.

 

Ωστόσο τελικά προωθήθηκαν μόνο 19 λόγοι αφού κατά την εκδίκαση της παρούσας αίτησης με βάση σχετική δήλωση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Εναγομένης εγκαταλείφθηκαν οι λόγοι αρ. 1, 2, 20, 21, 24 & 25.

 

Η νομική βάση της ένστασης της Εναγομένης είναι ουσιαστικά παρόμοια μ’ αυτήν της υπό κρίση αίτησης με επιπλέον αναφορά στο άρθρο 23 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του κυρίου Σταύρου Μεστάνα, συνεργάτη στη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί την Εναγόμενη στην παρούσα αίτηση, η οποία περιέχει αναφορές για το ιστορικό της υπόθεσης, περιλαμβανομένου των ενεργειών και νομικών διαβημάτων που λήφθηκαν από την έκδοση απόφασης ερήμην της Εναγομένης μέχρι σήμερα. Στο εν λόγω έγγραφο που επισυνάπτονται διάφορα τεκμήρια προς ενίσχυση του περιεχομένου της, περιλαμβάνονται γεγονότα και προβάλλονται επιχειρήματα που σύμφωνα με τον ενόρκως δηλών τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης.

 

Σε σχέση με τα πιο πάνω είναι η θέση της Εναγομένης ότι η παρούσα αίτηση υποβάλλεται κακόπιστα και/ή εκδικητικά με σκοπό την οικονομική αποστράγγιση της. Προς στήριξη της θέση αυτής γίνεται επίκληση των αιτήσεων και μέτρων εκτέλεσης που ο Ενάγοντας έχει προωθήσει μέχρι σήμερα, πράγμα που σύμφωνα με την Εναγόμενη απέκρυψε από το Δικαστήριο παρουσιάζοντας έτσι γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση κατά τρόπο επιλεκτικό.

 

Είναι η άποψη της Εναγομένης ότι η ίδια θα υποστεί αδικαιολόγητη και/ή δυσανάλογη βλάβη από τυχόν έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων στο παρόν στάδιο λόγω της εκκρεμότητας τόσο της αίτησης αναστολής εκτέλεσης της απόφασης ημερ. 10.03.16 όσο και της έφεσης κατά της απόφασης ημερ. 30.04.24. Την ίδια στιγμή πιστεύει ότι τα συμφέροντα του Ενάγοντα δεν θα πληγούν από την επιδίωξη μέτρων εκτέλεσης σε μεταγενέστερο στάδιο.     

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε γραπτές αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι η προκειμένη περίπτωση εγείρει προς εξέταση ζητήματα που διέπονται από τις πρόνοιες του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου του 1992 (Ν.31(Ι)/1992). Ο Ενάγοντας επιδιώκει την έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος και διατάγματος πώλησης / διάθεσης μετοχών ιδιωτικής εταιρείας, των οποίων αποκλειστικά ιδιοκτήτης είναι η Εναγόμενη. Η έκδοση διαταγμάτων δυνάμει του Ν.31(Ι)/1992 εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται στη βάση συγκεκριμένων παραμέτρων που περιέχονται στις πρόνοιες των άρθρων της εν λόγω νομοθεσίας (Ψάλτης v. Χ’’ Λοή (2001) 1Β Α.Α.Δ. 1454). Θα αναφερθώ στη συνέχεια στις διατάξεις των άρθρων που σχετίζονται με την εξέταση της παρούσας αίτησης.

 

Για τον σκοπό αυτό ο Ν.31(Ι)/1992 χαράσσει μία ιδιόμορφη διαδικασία. Το άρθρο 3(1) της εν λόγω νομοθεσίας είναι δικαιοδοτικής φύσεως αφού παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδίδει διάταγμα το οποίο «να επιβάλλει επιβάρυνση σε οποιοδήποτε συμφέρον, το οποίο ο εξ αποφάσεως οφειλέτης έχει επί περιουσιακών στοιχείων για τα οποία ο Νόμος αυτός εφαρμόζεται και τα οποία καθορίζονται στο διάταγμα, με σκοπό την εξασφάλιση πληρωμής του οφειλόμενου ποσού.» Συνεπώς δυνάμει του πιο πάνω άρθρου της εν λόγω νομοθεσίας μπορεί να εκδοθεί τελικό διάταγμα επιβάρυνσης περιουσιακού στοιχείου (Αίτηση Συνεργατικού Συγκροτήματος Συνεργατικών Εταιρειών Λευκόνοικο Λτδ (2013) 1Γ Α.Α.Δ. 2090). Κατ’ αρχάς αυτό είναι δυνατό όταν στα πλαίσια δικαστικής απόφασης, πρόσωπο (εξ’ αποφάσεως οφειλέτης) καλείται να πληρώσει χρηματικό ποσό σε άλλο άτομο (εξ’ αποφάσεως πιστωτή).

 

Περιουσιακά στοιχεία τα οποία δύναται να επιβαρυνθούν δυνάμει των προνοιών του Ν.31(Ι)/1992 είναι αυτά που περιγράφονται στο άρθρο 4 της εν λόγω νομοθεσίας. Ακολούθως κατά την άσκηση της κρίσης του στο ενδεχόμενο έκδοσης επιβαρυντικού διατάγματος, το Δικαστήριο εξετάζει όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και ειδικότερα οποιαδήποτε ενώπιον του αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την προσωπική και περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη και το ενδεχόμενο ζημιάς άλλου πιστωτή του οφειλέτη από την έκδοση του διατάγματος (άρθρο 3(2) του Ν.31(Ι)/1992). Εναπόκειται στον οφειλέτη να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα σχετικά στοιχεία. Η υποχρέωση του πιστωτή εκπληρώνεται με την παρουσίαση μαρτυρίας σε σχέση με μόνο τη γενικότερη εικόνα, για στοιχειοθέτηση της αναγκαιότητας (Ελένη Λ. Ιωάννου (Σιαρματτά) v. Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (2000) 1Γ Α.Α.Δ. 1463).  

 

Η έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος επιφέρει συνέπειες στον εξ’ αποφάσεως οφειλέτη, οι οποίες παρατίθενται στο άρθρο 5(1) της ίδιας νομοθεσίας. Ορισμένες τέτοιες συνέπειες είναι οι εξής:

(α)       το συμφέρον του οφειλέτη στο επίμαχο περιουσιακό στοιχείο επιβαρύνεται με προτεραιότητα έναντι των χρεών και υποχρεώσεων του οφειλέτη τα οποία δεν αποτέλεσαν το αντικείμενο προγενέστερων επιβαρυντικών διαταγμάτων στο επηρεαζόμενο περιουσιακό στοιχείο ή άλλων επιβαρύνσεων που δημιουργήθηκαν πριν από την έκδοση του διατάγματος με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο,

(β)       την απαγόρευση μεταβιβάσεων, πωλήσεων, πληρωμών ή άλλων συναλλαγών σχετικά με το επηρεαζόμενο περιουσιακό στοιχείο.

 

Περιουσιακά στοιχεία που επιβαρύνονται με σχετικό διάταγμα που εκδόθηκε στα πλαίσια του Ν.31(Ι)/1992 δύναται να πωληθούν, διατεθούν ή ρευστοποιηθούν με διάταγμα Δικαστηρίου το οποίο εκδίδεται κατόπιν αίτησης του πιστωτή. Πρόκειται για διάταγμα πώλησης (άρθρο 6(1) του Ν.31(Ι)/1992). Να σημειωθεί ότι με την υπό κρίση αίτηση ο Ενάγοντας ως εξ’ αποφάσεως πιστωτής, εκτός από επιβαρυντικό διάταγμα των επίμαχων μετοχών και διαζευκτικά της αξίωσης του για μεταβίβαση τους στο όνομα του, επιδιώκει την έκδοση διατάγματος πώλησης τους. Το άρθρο 6(4) του Ν.31(Ι)/1992 επιτρέπει την αξίωση τόσο επιβαρυντικού διατάγματος όσο και διατάγματος πώλησης των επίμαχων μετοχών της εταιρείας Lefig Limited που ανήκουν στην Εναγόμενη μέσα από την ίδια αίτηση, δηλαδή την παρούσα. Σε τέτοια περίπτωση ενεργοποιούνται οι διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 6 του εν λόγω νόμου, τις οποίες καταγράφω αυτούσια:

«(2)      Το Δικαστήριο κατά την έκδοση του διατάγματος με βάση τις πρόνοιες του εδαφίου (1) δύναται να επιβάλει οποιουσδήποτε όρους τους οποίους κρίνει αναγκαίους για τη διασφάλιση των συμφερόντων όλων των ενδιαφερόμενων μερών, ανεξάρτητα αν είναι ή όχι διάδικοι.

(3)        Το Δικαστήριο, προτού εκδώσει την απόφαση του σε αίτηση η οποία υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1), οφείλει να εξασφαλίσει τις απόψεις όλων των ενδιαφερόμενων μερών, περιλαμβανομένων του Επίσημου Παραλήπτη και Εφόρου Εταιρειών, των Συμβούλων της Εταιρείας ή άλλου νομικού προσώπου, με σκοπό την εξακρίβωση του συμφέροντος του οφειλέτη και του συμφέροντος όλων όσων δυνατό να έχουν συμφέρον στα βαρυνόμενα περιουσιακά στοιχεία ή δυνατό να επηρεάζονται από την πώληση, ρευστοποίηση ή διάθεση τους. Για το σκοπό αυτό το Δικαστήριο δύναται να δώσει οποιεσδήποτε οδηγίες οι οποίες υπό τις περιστάσεις κρίνονται σκόπιμες και αναγκαίες.»     

 

Η δε έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος συνοδευόμενου με διάταγμα πώλησης λογίζεται τρόπος εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου (επιφύλαξη άρθρου 6(4) του Ν.31(Ι)/1992). Αντίθετα, όπως σημειώνεται στο άρθρο 5(3) του Ν.31(Ι)/1992, μόνο «η έκδοση διατάγματος επιβάρυνσης δε λογίζεται ότι ισοδυναμεί με τρόπο εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου».

 

Περαιτέρω αν ζητείται σε αίτηση για πώληση, διάθεση ή ρευστοποίηση περιουσιακού στοιχείου που βαρύνεται με επιβαρυντικό διάταγμα, πράγμα που εδώ ο Ενάγοντας αξιώνει και νοουμένου ότι το Δικαστήριο το κρίνει σκόπιμο προβαίνει σε διορισμό παραλήπτη του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου με σκοπό την είσπραξη του εξασφαλισμένου ποσού (άρθρο 7(1) του Ν.31(Ι)/1992). Εφόσον συμβεί κάτι τέτοιο τότε, δυνάμει των όρων και οδηγιών που τυχόν επιβληθούν από το Δικαστήριο, «το βαρυνόμενο στοιχείο περιέρχεται στην κατοχή και προστασία του παραλήπτη για λογαριασμό του αιτητή και όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του οφειλέτη επί του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου περιέρχονται στον παραλήπτη, μέχρις ότου ο παραλήπτης εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και το Δικαστήριο ακυρώσει το διορισμό του» (άρθρο 7(2) του Ν.31(Ι)/1992). Οι εξουσίες που ο παραλήπτης δύναται να έχει με ή χωρίς την έγκριση του Δικαστηρίου είναι αυτές που απαριθμούνται στα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 7 της εν λόγω νομοθεσίας.

 

Όταν το περιουσιακό στοιχείο για το οποίο εκδόθηκαν διατάγματα επιβάρυνσης και πώλησης του δυνάμει σχετικών διαταγμάτων είναι μετοχές, ισχύουν επιπρόσθετα οι πρόνοιες του άρθρου 8 του Ν.31(Ι)/1992. Στην υπό κρίση αίτηση θα εξεταστεί το ενδεχόμενο έκδοσης διατάγματος επιβάρυνσης και πώλησης των επίμαχων μετοχών της εταιρείας Lefig Limited που ανήκουν στην Εναγόμενη. Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι δικαιολογείται η έκδοση τους τότε ενεργοποιούνται οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου.

 

Εν πάση περιπτώσει, οποιοσδήποτε που δυνατό να έχει συμφέρον σε περιουσιακό στοιχείο το οποίο καλύπτεται από διάταγμα επιβάρυνσης δύναται να αποταθεί με αίτηση στο Δικαστήριο που το εξέδωσε επιδιώκοντας ακύρωση ή διαφοροποίηση του (άρθρο 3(4) του Ν.31(Ι)/1992).

 

Καθοδηγούμενος από το πιο πάνω νομικό πλαίσιο στρέφομαι ευθύς να εξετάσω την παρούσα αίτηση υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί.

 

Ξεκινώ από τον 4ο λόγο ένστασης με τον οποίον η Εναγόμενη επικαλείται ότι η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί επειδή «δεδομένου ότι η αγωγή εκκρεμεί, ο Ενάγων δικαιούται μόνο να αιτηθεί την έκδοση προσωρινού επιβαρυντικού διατάγματος δυνάμει του άρθρου 9 του Ν.31(Ι)/1992 και όχι τελικού επιβαρυντικού διατάγματος». Αντίθετη είναι η θέση του Ενάγοντα.

 

Με κάθε σεβασμό στην Εναγόμενη η πιο πάνω τοποθέτηση της δεν με βρίσκει σύμφωνο. Αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι στις 10.03.16 το Ε.Δ. Πάφου εξέδωσε τελική απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγομένης, ερήμην της τελευταίας. Επίσης αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι η αίτηση παραμερισμού ημερ. 11.08.17 που καταχώρισε η Εναγόμενη απορρίφθηκε κατόπιν εκδίκασης της με απόφαση του Ε.Δ. Πάφου ημερ. 30.04.24. Μπροστά σ’ αυτά τα δεδομένα, η αναφορά της Εναγομένης ότι εκκρεμεί η αγωγή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Από τη στιγμή που η αίτηση παραμερισμού απορρίφθηκε, έπεται ότι η εκδοθείσα τελική απόφαση του Ε.Δ. Πάφου ημερ. 10.03.16 εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ. Το γεγονός ότι η απόφαση του Ε.Δ. Πάφου στην απορριφθείσα αίτηση παραμερισμού έχει εφεσιβληθεί με την Έφεση Ε50/2024 δεν διαφοροποιεί το καθεστώς της πρωτόδικης απόφασης. Το περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης εξακολουθεί να ισχύει μέχρι να ανατραπεί σε ανώτερο δικαστικό επίπεδο, πράγμα που μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει.

 

Για τον ίδιο λόγο, η αίτηση ημερ. 23.05.24 για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης ημερ. 10.03.16 η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του Ε.Δ. Πάφου ημερ. 19.12.23 και έχει επίσης εφεσιβληθεί δεν επηρεάζει την ύπαρξη αλλά και τη δυνατότητα εκτέλεσης της πρωτόδικης τελικής απόφασης ημερ. 10.03.16. Ομοίως η απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 29.09.23 δεν ακυρώνει την ύπαρξη και εκτελεστότητα της πρωτόδικης τελικής απόφασης ημερ. 10.03.16.  

 

Σε ότι αφορά το πιο πάνω σκεπτικό, θα έλεγα ότι η Εναγόμενη τελικά το υιοθετεί. Μελετώντας το σώμα της ένστασης της στην ολότητα του διαπιστώνω ότι η πιο πάνω διατυπωθείσα θέση της Εναγομένης αναιρείται από την ίδια με μεταγενέστερη τοποθέτηση της. Απλή ανάγνωση των λόγων ένστασης αρ. 7 και 8 καταδεικνύει ότι η Εναγόμενη αναγνωρίζει την έκδοση τελικής απόφασης μετά από απόρριψη αίτησης παραμερισμού, επί της οποίας ασκήθηκε η Έφεση Ε50/24 που η εκδίκαση της εκκρεμεί.

 

Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγω ότι ορθά με την παρούσα αίτηση ο Ενάγοντας αξιώνει την έκδοση τελικού επιβαρυντικού διατάγματος. Η προσπάθεια έκδοσης τέτοιου διατάγματος σε συνδυασμό με την έκδοση διατάγματος πώλησης των επίμαχων μετοχών αποσκοπεί στην εκτέλεση της δικαστικής απόφασης (επιφύλαξη άρθρου 6(4) του Ν.31(Ι)/1992, Αίτηση Συνεργατικού Συγκροτήματος Συνεργατικών Εταιρειών Λευκόνοικο Λτδ (πιο πάνω)).

 

Η απόρριψη του πιο πάνω λόγου ένστασης συμπαρασύρει σε αποτυχία τον 5ο λόγο ένστασης επειδή παραπέμπει στο ίδιο θέμα.

 

Με τον 7ο λόγο ένστασης η Εναγόμενη ευσεβάστως εισηγείται ότι δεν θα πρέπει να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα ένεκα της εκκρεμούσας έφεσης Ε50/24 επί της αίτησης παραμερισμού. Ο Ενάγοντας διαφωνεί με την εισήγηση αυτή.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, η έκδοση διαταγμάτων δυνάμει του Ν.31(Ι)/1992 εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται στη βάση συγκεκριμένων παραμέτρων που περιέχονται στις πρόνοιες των άρθρων της εν λόγω νομοθεσίας (Ψάλτης v. Χ’’ Λόη (2001) 1Β Α.Α.Δ. 1454). Η εκκρεμότητα έφεσης επί πρωτόδικης τελικής απόφασης δεν αποτελεί παράμετρο που εξετάζεται στα πλαίσια του Ν.31(Ι)/1992. Εάν η εισήγηση της Εναγομένης ευσταθούσε δεν θα μπορούσαν να εκδίδονται τελικά επιβαρυντικά διατάγματα, των οποίων η έκδοση τους προνοείται από την πιο πάνω νομοθεσία εφόσον ικανοποιούνται συγκεκριμένα κριτήρια.

 

Σε τελευταία ανάλυση η συνδυασμένη έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος και διατάγματος πώλησης των επίμαχων μετοχών συνιστά μέτρο εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης ημερ. 10.03.16 που λαμβάνεται με σκοπό την ικανοποίηση της ώστε ο Ενάγοντας, υπέρ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση (εξ’ αποφάσεως πιστωτής), να εισπράξει το λαβείν του από την Εναγόμενη, εναντίον της οποίας εκδόθηκε (εξ’ αποφάσεως οφειλέτης). Οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να τυγχάνουν καθολικού σεβασμού και εφαρμογής. Η αξιοπιστία της δικαιοσύνης εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα της (S.X. v. X.X Έφεση Αρ. 31/2015 ημερ. 19.10.18). Η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων άπτεται του κύρους της δικαιοσύνης. Η προκειμένη περίπτωση δεν αποτελεί εξαίρεση.

 

Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Τα όσα έχω αναφέρει αμέσως πιο πάνω καθιστούν έκθετο σε απόρριψη τον 10ο λόγο ένστασης.  

 

Με τον 8ο λόγο ένστασης η Εναγόμενη ευσεβάστως εισηγείται ότι δεν θα πρέπει να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα ένεκα της εκκρεμούσας αίτησης ημερ. 23.05.24 για αναστολή εκτέλεσης της τελικής απόφασης ημερ. 10.03.16. Ο Ενάγοντας δεν συμφωνεί ούτε με την εισήγηση αυτή.

 

Ισχύουν, κατ’ αναλογία, τα όσα έχω αναφέρει αμέσως προηγουμένως. Παραπέμπω σ’ αυτά χωρίς να χρειάζεται να τα επαναλάβω.

 

Πέραν όμως και ανεξαρτήτως αυτού, η επικαλούμενη αίτηση έχει εκδικαστεί και απορρίφθηκε από το Ε.Δ. Πάφου για τους λόγους που εξηγούνται στην αιτιολογημένη απόφαση του ημερ. 19.12.24. Το γεγονός αυτό καθιστά πλέον άνευ σημασίας τον επικαλούμενο λόγο.

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα, ο λόγος αυτός ένστασης δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω καθιστούν έκθετους σε απόρριψη τους λόγους ένστασης αρ. 9, 11, 12 και 14.

 

Προχωρώ με την εξέταση του 15ου λόγου ένστασης. Μέσα από αυτόν η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση αίτηση είναι «καταχρηστική και/ή καταπιεστική καθότι ο Ενάγων/Αιτητής έχει επιχειρήσει στο παρελθόν, στα πλαίσια της ίδιας αγωγής, να επιτύχει έκδοση ίδιων και/ή πανομοιότυπων διαταγμάτων και/ή αίτηση είναι πανομοιότυπη με προηγούμενες αιτήσεις και/ή αποσκοπεί στον ίδιο σκοπό με προηγούμενες αιτήσεις οι οποίες είτε απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο είτε αποσύρθηκαν». Σύμφωνα με την Εναγόμενη, ο «Ενάγων/Αιτητής δεν κατέδειξε οποιανδήποτε μεταβολή των δεδομένων ώστε να δικαιολογείται η καταχώρηση της παρούσας αίτησης». Εξ όσον γίνεται κατανοητό ο Ενάγοντας διαφωνεί με τη θέση αυτή της Εναγομένης.

Με κάθε σεβασμό στην Εναγόμενη δεν συμμερίζομαι την πιο πάνω τοποθέτηση της. Οι διάφορες αιτήσεις τις οποίες η Εναγόμενη επικαλείται και γίνεται αναφορά τους στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση της δεν είναι παρά μόνο προσπάθειες που έγιναν κατά διαστήματα με σκοπό την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης. Πρόκειται για ξεχωριστά δικονομικά διαβήματα με διαφορετικό αντικείμενο εκδίκασης που λήφθηκαν στα πλαίσια ικανοποίησης της δικαστικής απόφασης ημερ. 10.03.16. Το αν απορρίφθηκαν ή αποσύρθηκαν είναι άνευ σημασίας. Ο Ενάγοντας δεν κωλύεται να λάβει τα ορθά δικονομικά μέτρα εκτέλεσης που θα οδηγήσουν σε ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης. Ο Ενάγοντας δύναται να λάβει συνδυασμό μέτρων εκτέλεσης. Αυτό εξυπακούει τη λήψη πέραν του ενός δικονομικών διαβημάτων προς επίτευξη του σκοπού που είναι ο ίδιος, δηλαδή η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης ημερ. 10.03.16. Προφανώς η λήψη τους γίνεται ένεκα της επιμονής της Εναγομένης να μην συμμορφώνεται με την δικαστική απόφαση που εκδόθηκε εναντίον της. Θα πρέπει βέβαια να λεχθεί ότι η παρούσα περίπτωση έχει συγκεκριμένο αντικείμενο που διαφέρει από αυτά των προηγούμενων που επικαλέστηκε η Εναγόμενη. Είναι η πρώτη φορά που ο Ενάγοντας αναζητεί εφαρμογή των προνοιών του Ν.31(Ι)/1992 στα πλαίσια εκτέλεσης της εν λόγω δικαστικής απόφασης και το πράττει με την παρούσα διαδικασία.

 

Η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε στις 29.02.24. Προηγουμένως και συγκεκριμένα στις 14.02.24 το Δικαστήριο επιφύλαξε την απόφαση του στην αίτηση παραμερισμού ημερ. 11.08.17  επί της εκδοθείσας απόφασης ημερ. 10.03.16, η οποία τελικά εκδόθηκε στις 30.04.24 με απορριπτική κατάληξη. Μπορεί η παρούσα αίτηση να είχε καταχωριστεί ενόσω εκκρεμούσε η απόφαση του Δικαστηρίου στην αίτηση παραμερισμού ημερ. 11.08.17, ωστόσο παρέμεινε αδρανής μέχρι την έκδοση της απόφασης στην εν λόγω αίτηση παραμερισμού ημερ. 11.08.17 στις 30.04.24. Τότε και μόνο ενεργοποιήθηκε η πορεία εκδίκασης της παρούσας. Εξ ου και η καταχώρηση της ένστασης από την Εναγόμενη στην παρούσα αίτηση έγινε στις 09.09.24, δηλαδή μετά την πάροδο πέραν των 4 μηνών. Αυτά είναι δεδομένα που δεν συνιστούν ότι η παρούσα διαδικασία προωθήθηκε καταχρηστικά.         

 

Θα έλεγα ότι η θέση της Εναγομένης παρέμεινε τελικά αόριστη και ασαφής. Η Εναγόμενη δεν έχει υποδείξει με ποιο τρόπο η παρούσα διαδικασία συνιστά κατάχρηση. Ούτε έχει εξηγήσει γιατί οι προηγούμενες ανεπιτυχείς προσπάθειες του Ενάγοντα για εκτέλεση της απόφασης από μόνες τους μετατρέπουν την παρούσα διαδικασία καταχρηστική και/ή καταπιεστική. Σε τελευταία ανάλυση η προβαλλόμενη θέση της Εναγομένης στερείται θεμελίωσης αφού δεν υποστηρίζεται από οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο. Εν πάση περιπτώσει, δεν έχω εντοπίσει οποιοδήποτε στοιχείο που να την καθιστά καταχρηστική και/ή καταπιεστική.

 

Στη βάση των πιο πάνω ο λόγος αυτός ένστασης κρίνεται ανυπόστατος και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Ακολουθεί η εξέταση του 18ου λόγου ένστασης. Εδώ η είναι η θέση της Εναγομένης ότι η «αίτηση γίνεται εκδικητικά και/ή για εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών και/ή κακόπιστα και/ή κακόβουλα και/ή με σκοπό να πλήξει τα δικαιώματα της Εναγομένης/Καθ’ ης η αίτηση και/ή να επιφέρει την οικονομική αποστράγγιση της και/ή να υποσκάψει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης». Εξ όσον γίνεται αντιληπτό ο Ενάγοντας δεν συμμερίζεται την εν λόγω τοποθέτηση της Εναγομένης.

 

Το βάρος απόδειξης τέτοιου ισχυρισμού βρίσκεται στους ώμους του διαδίκου που τον εγείρει, ο οποίος καλείται να παρουσιάσει επαρκή μαρτυρία (Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 1 Α.Α.Δ. 745). Εδώ θα πρέπει να λεχθεί ότι ενώπιον μου δεν έχουν τεθεί συγκεκριμένα πειστικά στοιχεία που να καθιστούν το εν λόγω ισχυρισμό βάσιμο. Η Εναγόμενη απέτυχε, τόσο μέσα από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση της όσο και από τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της, να παρουσιάσει σαφή και ικανοποιητική μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι η παρούσα αίτηση διαπνέεται από στοιχείο κακοπιστίας. Η καταχώρηση των προηγούμενων αιτήσεων κάθε άλλο παρά, από μόνη της και στην απουσία άλλου πραγματικού υποβάθρου, φανερώνει ότι η παρούσα αίτηση προωθείται κακόπιστα και/ή εκδικητικά και/ή κακόβουλα, όπως εσφαλμένα επικαλείται η Εναγόμενη.

 

Συνεπώς ο λόγος αυτός ένστασης δεν μπορεί παρά να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

Σε ότι αφορά τον 19ο λόγο ένστασης, κανένα έρεισμα παρατηρείται να έχει και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Σχετικά με τον 23ο λόγο ένστασης, η Εναγόμενη αναφέρει ότι η υπό κρίση αίτηση υπεβλήθηκε με υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Αντίθετη είναι η θέση του Ενάγοντα, την οποίαν προβάλλει με επιχειρήματα.

Με κάθε σεβασμό στην Εναγόμενη, η πιο πάνω τοποθέτηση της δεν με βρίσκει σύμφωνο. Θα πρέπει να λεχθεί ότι δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός στην προώθηση τέτοιας αίτησης, όπως την παρούσα. Πέραν όμως αυτού, αν κάποιος εκτιμήσει την κατάσταση υπό το πρίσμα των διαφόρων αιτήσεων που καταχωρίστηκαν την περίοδο από 2017 μέχρι 2023 από τον Ενάγοντα για σκοπούς εκτέλεσης της απόφασης ημερ. 10.03.16, όπως αυτές απαριθμούνται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, γίνεται αντιληπτό ότι η παρούσα αίτηση που καταχωρίστηκε στις 29.02.24 αποτελεί χρονική συνέχεια των προηγούμενων προσπαθειών που συνάδει τόσο με τις πρόνοιες της νομοθεσίας όσο και με τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας που εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση.

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα, ο λόγος αυτός ένστασης δεν έχει έρεισμα και γι’ αυτό απορρίπτεται.

 

Ολοκληρώνω την ενασχόληση μου με τους υπόλοιπους λόγους ένστασης (λόγοι ένστασης αρ. 3, 6, 13, 16, 17 και 22), οι οποίοι θα εξεταστούν μαζί επειδή άπτονται των κριτηρίων και γενικά παραμέτρων που πρέπει να ικανοποιούνται προκειμένου να καταστήσουν επιτυχής την υπό κρίση αίτηση στα πλαίσια των προνοιών του Ν.31(Ι)/1992, όπως αυτές έχουν διαχρονικά ερμηνευτεί μέσα από τη νομολογία. Είναι βασικά η θέση της Εναγομένης ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις ενώ αντίθετα ο Ενάγοντας θεωρεί ότι αυτές ικανοποιούνται.

 

Εκείνο που αβίαστα παρατηρώ είναι ότι αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων πως για σκοπούς εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης ημερ. 10.03.16, η οποία εκδόθηκε υπέρ του Ενάγοντα (εξ’ αποφάσεως πιστωτής) και εναντίον της Εναγομένης (εξ’ αποφάσεως οφειλέτης) με περιεχόμενο ως το Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα αίτηση, αξιώνεται η έκδοση τελικού επιβαρυντικού διατάγματος και διατάγματος πώλησης / διάθεσης 1.000 συνήθεις μετοχών αξίας €1 έκαστη της εταιρείας Lefig Ltd. Επίσης αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι ιδιοκτήτης των μετοχών αυτών είναι η Εναγόμενη. Εκ του περισσού αναφέρω το Τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα αίτηση, το περιεχόμενο του οποίου όχι μόνο δεν καταρρίφθηκε με μαρτυρία αλλά δεν αμφισβητήθηκε από την Εναγόμενη, που είναι έγγραφο το οποίο αποδεικνύει την ορθότητα των πιο πάνω αναφορών.

Ο Ενάγοντας αξιώνει τα αιτούμενα διατάγματα στη βάση αίτησης που έχει προωθήσει. Τα αιτούμενα διατάγματα έχουν ως πυρήνα τις πιο πάνω μετοχές.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι επίμαχες μετοχές εμπίπτουν στην έννοια και σημασία του περιουσιακού στοιχείου που αποδίδεται από τον Ν.31(Ι)/1992 και ειδικότερα από τις πρόνοιες του άρθρου 4 αυτού για σκοπούς έκδοσης επιβαρυντικού διατάγματος. Αυτό έχει αποφασιστεί στην Ιωάννου (Σιαρματτά) v. Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ (πιο πάνω), στην οποίαν και παραπέμπω. Με γνώμονα ότι αποκλειστικός δικαιούχος των μετοχών αυτών είναι η Εναγόμενη τις οποίες αυτή κατέχει και έχει συμφέρον, έπεται ότι η παρούσα αίτηση αφορά περιουσιακό στοιχείο επί του οποίου δύναται να εκδοθεί επιβαρυντικό διάταγμα και διάταγμα πώλησης / διάθεσης τους, εφόσον βέβαια ισχύουν οι παράμετροι που θέτουν οι διατάξεις της πιο πάνω νομοθεσίας.

 

Σε σχέση με το υπό συζήτηση ζήτημα έχω εξετάσει όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και ειδικότερα οποιαδήποτε στοιχεία έχουν τεθεί ενώπιον μου που αφορούν την προσωπική και περιουσιακή κατάσταση της Εναγομένης καθώς επίσης το ενδεχόμενο ζημιάς άλλου πιστωτή του οφειλέτη σε περίπτωση έκδοσης των αιτουμένων διαταγμάτων, όπως αυτό υποδεικνύεται από το άρθρο 3(2) του Ν.31(Ι)/1992). Επαναλαμβάνω ότι αποτελεί ευθύνη και συνάμα υποχρέωση της Εναγομένης να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία που σχετίζονται με το θέμα αυτό.

 

Εκείνο που παρατηρώ είναι ότι για σκοπούς εξέτασης της υπό κρίση αίτησης οι επίμαχες μετοχές εμφανίζονται ως το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της Εναγομένης. Ουδεμία άλλη συγκεκριμένη αναφορά έγινε για ύπαρξη άλλου περιουσιακού στοιχείο της Εναγομένης είτε κινητής είτε ακίνητης φύσεως και καμία άλλη σαφής λεπτομέρεια αναφορικά με την προσωπική κατάσταση της έχει τεθεί ενώπιον μου στα πλαίσια της παρούσας αίτησης. Ενδεικτικό αυτού είναι η απουσία πληροφόρησης σε ότι αφορά τα ωφελήματα (για παράδειγμα μηνιαίες απολαβές, μέρισμα κ.λ.π.) της Εναγομένης σχετικά με τη θέση διευθυντή και γραμματέα που αδιαμφισβήτητα κατέχει στην εταιρεία Lefig Ltd. Εκείνο όμως παραμένει και δεν έχει αμφισβητηθεί, με ότι αυτό συνεπάγεται, είναι ότι η εν λόγω εταιρεία δεν διεξάγει εμπορικές δραστηριότητες και δεν έχει πιστωτές. Οι δε επίμαχες μετοχές της Εναγομένης δεν είναι επιβαρυμένες και ούτε είναι δεσμευμένες καθ’ οιονδήποτε τρόπο προς όφελος άλλου προσώπου.

 

Την ίδια στιγμή έχω λάβει υπόψη μου τα περιστατικά που συνιστούν το ιστορικό της υπόθεσης και τις ενέργειες που έγιναν στα πλαίσια αυτής, όπως αυτές περιγράφονται στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν τόσο την αίτηση αυτή όσο και την ένσταση. Δεν έχω διαπιστώσει οτιδήποτε που θα μπορούσε να προσμετρήσει στην κρίση του Δικαστηρίου.

 

Με γνώμονα ότι οι επίμαχες μετοχές που ανήκουν στην Εναγόμενη είναι το μόνο περιουσιακό στοιχείο που μας απασχολεί, το πρόσωπο αυτό, δηλαδή η Εναγόμενη, είναι εκείνο που σαφώς επηρεάζεται. Δεν τίθεται ενδεχόμενο πρόκλησης ζημιάς σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό και/ή νομικό πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι η επίδοση της υπό κρίση αίτησης στην εταιρεία Lefig Ltd δεν θα εξυπηρετήσει σε οτιδήποτε. Με κάθε σεβασμό στην Εναγόμενη δεν έχω αντιληφθεί πως επηρεάζονται δυσμενώς τα συμφέροντα της εν λόγω εταιρείας τη στιγμή που οι επίμαχες μετοχές αποτελούν περιουσιακό στοιχείο της ιδίας προσωπικά. Σε κάθε περίπτωση η λόγω εταιρεία αλλά και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ήθελε φανεί ότι ενδεχομένως να έχει συμφέρον από τις επίμαχες μετοχές δικαιούται, σε περίπτωση που εκδοθεί διάταγμα επιβάρυνσης τους, να αποταθεί με αίτηση στο Δικαστήριο ακύρωση ή διαφοροποίηση του δυνάμει του άρθρου 3(4) του Ν.31(Ι)/2011

 

Σε ότι αφορά τη θέση της Εναγομένης ότι η επίδοση της υπό κρίση αίτησης έγινε εσφαλμένα, παράτυπα και αντικανονικά στο δικηγόρο της και όχι στην ίδια προσωπικά, παρατηρώ ότι η συμπεριφορά που εκδήλωσε κάθε άλλο παρά την υποστηρίζει. Συγκεκριμένα η Εναγόμενη δεν προέβηκε στη λήψη δικονομικού διαβήματος με σκοπό τον παραμερισμό της επίδοσης των εγγράφων που εκ των υστέρων παραπονιέται. Αντίθετα επέλεξε να συμμετέχει κανονικά στη διαδικασία καταχωρώντας ένσταση εκπροσωπούμενη από δικηγόρο προβάλλοντας λόγους με τους οποίους αμφισβητεί ότι πληρούνται παράμετροι που άπτονται εξέτασης της ουσίας της παρούσας αίτησης. Απλή ανάγνωση του λεκτικού τόσο του σώματος της ένστασης όσο και του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης που τη συνοδεύει μαζί με τα επισυνημμένα τεκμήρια καταδεικνύει μία στάση από μέρους της Εναγομένης που παραπέμπει σε αναγνώριση και αποδοχή της επίδοσης στην ίδια των εγγράφων που συγκροτούν την υπό κρίση αίτηση. Η προβολή πραγματικών και νομικών επιχειρημάτων μέσα από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση και της γραπτής νομικής επιχειρηματολογίας του συνηγόρου της Εναγομένης ενισχύουν το σκεπτικό του Δικαστηρίου αφήνοντας μετέωρη και έκθετη σε απόρριψη τη θέση αυτής της Εναγομένης.

 

Στο σημείο αυτό ξεκαθαρίζω ότι το παρόν Δικαστήριο δεν εξετάζει ενδεχόμενο επιβάρυνσης, πώλησης ή διάθεσης του ακινήτου στην κοινότητα Αναρίτας της επαρχίας Πάφου επειδή αυτό αποτελεί ιδιοκτησία της εταιρείας Lefig Ltd. Το συγκεκριμένο ακίνητο δεν αποτελεί περιουσιακό στοιχείο της Εναγομένης ώστε να συνιστά αντικείμενο εξέτασης στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. Δεν χρειάζεται να επεκταθώ επειδή οι αξιούμενες θεραπείες του Ενάγοντα δεν αφορούν το εν λόγω ακίνητο. Εξάλλου ο Ενάγοντας μέσα από τη γραπτή νομική επιχειρηματολογία του συνηγόρου του ξεκαθαρίζει ότι «δεν κινείται εναντίον της Εταιρείας Lefig Ltd αλλά εναντίον της Xie Shaodan προσωπικά [Εναγόμενη] και των μετοχών που έχει στην Εταιρεία Lefig Ltd» (σελίδα 22 §3).

 

Κατά συνέπεια οι λόγοι ένστασης που άπτονται της ουσίας της υπό κρίση αίτησης απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Σε ότι αφορά το αίτημα του Ενάγοντα για διορισμό του δικηγορικού οίκου A. Danos & Associates L.L.C. ως παραλήπτη στο ενδεχόμενο πώλησης των επίμαχων μετοχών δυνάμει του άρθρου 7 του Ν.31(Ι)/1992, κατόπιν εξέτασης του στη βάση των δεδομένων που τέθηκαν ενώπιον του, το Δικαστήριο δεν κρίνει κάτι τέτοιο σκόπιμο επειδή δεν κατονομάζεται συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο που δεν έχει σχέση με την υπόθεση και είναι έτοιμο να αναλάβει την ευθύνη του διορισμού του αλλά πρόκειται γενικά το δικηγορικό γραφείο που από την αρχή εκπροσωπεί τον Ενάγοντα στην παρούσα υπόθεση. Επίσης δεν κρίνεται σκόπιμη η έγκριση της εισήγησης του συγκεκριμένου διορισμού ενόψει της δυνατότητας διορισμού του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη για τον σκοπό αυτό.

 

Υπό το φως των πιο πάνω και για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η παρούσα αίτηση επιτυγχάνει μερικώς. Συνακόλουθα εκδίδεται:

(α)       διάταγμα με το οποίο επιβαρύνεται το συμφέρον της Εναγομένης στις 1.000 συνήθεις μετοχές αξίας €1 έκαστη της εταιρείας Lefig Ltd που αποτελούν προσωπικό περιουσιακό στοιχείο της και

(β)       διάταγμα με το οποίο διατάζεται ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης να προβεί στην πώληση και/ή διάθεση με δημόσιο πλειστηριασμό και σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 8 του Ν.31(Ι)/1992 των ιδιοκτησίας της Εναγομένης 1.000 συνήθεις μετοχών αξίας €1 έκαστη της εταιρείας Lefig Ltd σε οποιοδήποτε φυσικό και/ή νομικό πρόσωπο και το ποσό που θα εισπραχτεί από την πώληση να δοθεί στον Ενάγοντα (εξ’ αποφάσεως πιστωτή) προς ικανοποίηση του εξ’ αποφάσεως ποσού και τυχόν δε περίσσευμα να επιστραφεί στην Εναγόμενη (εξ’ αποφάσεως οφειλέτη) ενώ η Εναγόμενη συνεχίζει να ευθύνεται για τυχόν υπόλοιπο που παραμείνει.

 

Ενόψει των προαναφερομένων δεν κρίνεται απαραίτητη η έκδοση κανονισμών, ως ευσεβάστως εισηγείται η πλευρά του Ενάγοντα υπό το σημείο (Ε) της παρούσας αίτησης.

 

Τα πιο πάνω διατάγματα να επιδοθούν στην Εναγόμενη, στην εταιρεία Lefig Ltd και στον Έφορο Εταιρειών.  

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα/Αιτητή και εναντίον της Εναγομένης/Καθ’ ης η αίτησης.

 

 

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                    Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο