Loizos Iordanou Constructions Ltd κ.α. ν. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Πάφου, Αρ. Αγωγής: 124/2015, 30/6/2025
print
Τίτλος:
Loizos Iordanou Constructions Ltd κ.α. ν. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Πάφου, Αρ. Αγωγής: 124/2015, 30/6/2025

 

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                

  Αρ. Αγωγής: 124/2015

Μεταξύ:

1.         Loizos Iordanou Constructions Ltd, από την Πάφο

2.         Εργοληπτική Εταιρεία Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ &

Loizos Iordanou Constructions Ltd Joint Venture, από την Πάφο

                                                                                                                  Εναγόντων

                                                            και

                        Συμβούλιο Αποχετεύσεων Πάφου, από την Πάφο

                                                                                                                  Εναγομένων

                                                            και

1.         SOGREAH/A.F. MODINOS & S.A. VRAHIMIS JOINT VENTURE

2.         A.F. MODINOS & S.A. VRAHIMIS ARCHITECTS AND

ENGINEERS S.A.

3.         S.A. VRAHIMIS LIMITED

4.         xxxx Βραχίμης

5.         ARTELIA VILLE & TRANSPORT

                                                                                          Τριτοδιαδίκων

 

ΚΑΙ ΔΙΑ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ

 

Μεταξύ:

                        Συμβούλιο Αποχετεύσεων Πάφου, από την Πάφο

                                                                                     Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγόντων

                                                            και

1.       Loizos Iordanou Constructions Ltd, από την Πάφο

2.       Εργοληπτική Εταιρεία Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ &

Loizos Iordanou Constructions Ltd Joint Venture, από την Πάφο

3.       xxxx ΒΕΡΓΑ

4.       xxxx ΜΑΛΗΚΙΔΗ

5.       xxxx ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

                                                                   Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγομένων

 

 

 

 

 

                        Αίτημα ημερομηνίας 21.01.25 για αποκλεισμό μαρτυρίας

                        εμπειρογνώμονα ως μη αποδεκτής (inadmissible evidence)

Ημερομηνία: 30.06.25

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες 1 & 2-Αιτητές 1 & 2: κος Δ. Αραούζος μαζί με κ. Κ. Γεωργιάδη για

  CHRYSSES DEMETRIADES & CO L.L.C.

Για Εναγομένους-Καθ’ ων η αίτηση: κος Δ. Κρονίδης για κ.κ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

                   ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Δ.Ε.Π.Ε.

 

                                                ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Η παρούσα υπόθεση αφορά ένα από τα συμβόλαια εργοληπτικών εργασιών του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Πάφου (στο εξής το «ΣΑΠΑ»). Το όλο έργο είχε ως στόχο την κατασκευή, λειτουργία και συντήρηση του αποχετευτικού συστήματος της Επαρχίας Πάφου. Το συγκεκριμένο συμβόλαιο αφορά μέρος του αποχετευτικού συστήματος. Πρόκειται για το συμβόλαιο ‘Β’ της ‘Β’ Φάσης του Αποχετευτικού Έργου στην Επαρχία Πάφου με το οποίο οι Ενάγοντες ανέλαβαν την προμήθεια και εγκατάσταση αποχετευτικού αγωγού λυμάτων, αγωγών πιέσεως, αποχετευτικού αγωγού όμβριων και φρεατίων καθώς επίσης κατασκευή αντλιοστασίων και αγωγών για οικιακές συνδέσεις και άλλων συναφών εργασιών έναντι συμφωνημένου ποσού €21.271.330,95 χωρίς Φ.Π.Α. Οι εργασίες διεξήχθησαν στις κοινότητες Έμπας, Κονιών και Αναβαργού.

 

Πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας αποσύρθηκε η ανταπαίτηση των Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγομένων 3, 4 & 5 με την κάθε πλευρά να επιβαρύνεται τα δικά της έξοδα.

 

Ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης η αγωγή οδηγήθηκε σε ακρόαση αναφορικά με την απαίτηση των Εναγόντων εναντίον της Εναγομένης και της ανταπαίτησης της τελευταίας εναντίον των πρώτων. Στα πλαίσια της απαίτησης της η πλευρά των Εναγόντων παρουσίασε δύο μάρτυρες. Ακολούθησε η κλήση μαρτύρων της Εναγομένης. Ο δεύτερος μάρτυρας υπεράσπισης της Εναγομένης (ΜΥ2) προσήλθε να καταθέσει υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα. Κατά την κυρίως εξέταση της ΜΥ2 επιχειρήθηκε η κατάθεση έκθεσης, ως μέρος της μαρτυρίας της, δυνάμει του άρθρου 25 του περί Αποδείξεως Νόμου (Κεφ.9).

Η προσπάθεια κατάθεσης του πορίσματος προσέκρουσε στην ένσταση των Εναγόντων, οι οποίοι, δια του συνηγόρου τους, ευσεβάστως εισηγήθηκαν όπως μη επιτραπεί στην ΜΥ2 να θέσει το συγκεκριμένο έγγραφο μαζί με τα παραρτήματα του ενώπιον του Δικαστηρίου για τους εξής λόγους:

(1)        το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου συνιστά μη αποδεκτή μαρτυρία (inadmissible evidence) επειδή πραγματεύεται ζητήματα που εγείρονται πρόωρα,

(2)        η κατάθεση της έκθεσης της ΜΥ2, ως έχει, δεν είναι αναγκαία επειδή περιέχει ανεπίτρεπτη μαρτυρία.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η εισήγηση της Εναγομένης, η οποία κάλεσε το Δικαστήριο να επιτρέψει την κατάθεση της έκθεσης της ΜΥ2. Η Εναγόμενη, δια του δικού της συνηγόρου, δεν διαπιστώνει οτιδήποτε που μπορεί να εμποδίσει την κατάθεση του συγκεκριμένου εγγράφου.

 

Ένεκα του πιο πάνω εγειρόμενου ζητήματος, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων κλήθηκαν και αγόρευσαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Η νομική επιχειρηματολογία τους ήταν αναλυτική και εμπεριστατωμένη. Έκαστη πλευρά παρέπεμψε το Δικαστήριο σε κυπριακή και αγγλική νομολογία που θεωρεί ότι υποστηρίζει τις θέσεις της. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό.  Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τις νομικές επιχειρηματολογίες των συνηγόρων των διαδίκων. Προς υποστήριξη των επιχειρημάτων τους αμφότερες πλευρές επικαλούνται μαρτυρικό υλικό που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Δεν θα ασχοληθώ μ’ αυτό επειδή δεν θέλω να θεωρηθεί ότι προβαίνω σε αξιολόγηση του και ότι καταλήγω σε ευρήματα και συμπεράσματα. Κάτι τέτοιο δεν προσφέρεται στο παρόν στάδιο. Αυτό θα γίνει κατά το χρόνο έκδοσης της τελικής απόφασης μετά την ολοκλήρωση της εκδίκασης της ουσίας της αγωγής.   

 

Για σκοπούς εξέτασης του ζητήματος που εγέρθηκε στα πλαίσια του ενδιάμεσου αιτήματος που υπεβλήθηκε, έχω απευθυνθεί σε συγκεκριμένες πηγές που μου επιτρέπουν με ασφάλεια να το πράξω στο στάδιο αυτό. Ειδικότερα ανάτρεξα στα δικόγραφα της υπόθεσης, στα παραδεκτά γεγονότα που οι διάδικοι ετοίμασαν και υπέβαλαν για σκοπούς εκδίκασης της υπόθεσης και σε γεγονότα που αδιαμφισβήτητα αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων, εφόσον υπήρχε τέτοια δυνατότητα (Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1938, Εύζωνος v. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λίμιτεδ (2016) 1 Α.Α.Δ. 2146). Περαιτέρω έχω αναγνώσει τους όρους του συμβολαίου (Τεκμήρια 2 & 3) που αποτελούν μέρος των παραδεκτών εγγράφων καθώς επίσης έχω αναγνώσει το περιεχόμενο της επίμαχης έκθεσης που μου έχει δοθεί από τους συνηγόρους των διαδίκων ειδικά και μόνο για τον σκοπό αυτό.

 

Επίσης έχω αντλήσει καθοδήγηση από κυπριακά και αγγλικά νομικά συγγράμματα καθώς και σε νομολογία που εντόπισα αλλά και με έχουν παραπέμψει οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων.

 

Την ίδια στιγμή ξεκαθαρίζω ότι σε καμία περίπτωση έχω προβεί σε αξιολόγηση μαρτυρικού υλικού που έχει προσαχθεί στα πλαίσια της υπό εξέλιξη ακρόασης της υπόθεσης. Για ευνόητους λόγους απέφυγα να καταλήξω σε οποιαδήποτε ευρήματα που αφορούν την ουσία της αγωγής. Για προφανείς λόγους δεν ασχολήθηκα με την εξαγωγή συμπερασμάτων- που σχετίζονται με την ουσία της αγωγής. Δεν εξετάζω τα επίδικα θέματα της αγωγής και γενικότερα δεν εμπλέκομαι με την διερεύνηση της ουσίας της υπόθεσης.  

 

Όπως διαφαίνεται από προηγουμένως, το αντικείμενο του ζητήματος που το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει εδράζεται σε δύο ξεχωριστούς και ανεξάρτητους πυλώνες.

 

Ο πρώτος πυλώνας προβάλλει τη θέση ότι η εν λόγω έκθεση παρουσιάζει μη αποδεκτή μαρτυρία (inadmissible evidence) προς απόδειξη της ανταπαίτησης της Εναγόμενης. Σύμφωνα με τους Ενάγοντες, το συγκεκριμένο έγγραφο αναδεικνύει και πραγματεύεται ζητήματα που οι Ενάγοντες θεωρούν ότι εγέρθηκαν στην έκθεση πρόωρα καθότι δεν έγινε πρώτα χρήση των συμβατικών μηχανισμών και της διαδικασίας που προνοείται στον όρο 67.1 του συμβολαίου προκειμένου να τα αναδείξουν επίδικα και ως τέτοια πλέον να εξεταστούν.

 

Όπως ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγόντων ευσεβάστως εισηγήθηκε, ο όρος 67.1 προσφέρει συμφωνημένο πλαίσιο επίλυσης των διαφορών που προκύπτουν σε σχέση με το συμβόλαιο μέσα από διαδοχική/εξελικτική διαδικασία δύο σταδίων. Το πρώτο στάδιο προνοεί παραπομπή της διαφοράς ενώπιον του μηχανικού του έργου ο οποίος και εκδίδει απόφαση. Εάν οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος δεν ικανοποιηθεί από την απόφαση του μηχανικού του έργου ή δεν εκδοθεί απόφαση εντός του καθορισμένου χρονικού διαστήματος, τότε  η διαφορά κρίνεται ενώπιον διαιτητή. Είναι η θέση των Εναγόντων ότι το κάθε ένα στάδιο δημιουργεί δεσμευτικότητα και τελεσιδικία αν δεν αμφισβητηθεί με το επόμενο. Αν κάποιος δεν υπερπηδήσει το πρώτο σκέλος, δεν μπορεί να πάει κατευθείαν στο δεύτερο στάδιο. Στην περίπτωση δε που η διαδικασία φθάσει μέχρι τη διαιτητική απόφαση, το δικαίωμα αμφισβήτησης περιορίζεται με το άρθρο 20 του περί Διαιτησίας Νόμου (Κεφ.4).

 

Στη βάση του πιο πάνω σκεπτικού, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγόντων ανάφερε ότι οι προβαλλόμενες υπερασπίσεις και η ανταξίωση της Εναγομένης θα έπρεπε να είχαν αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης μέσω της προβλεπόμενης από τον όρο 67.1 διαδικασίας, πλην όμως το ΣΑΠΑ παρέλειψε να το πράξει. Σχολιάζοντας τα δεδομένα της υπόθεσης, ο κύριος Αραούζος ανάφερε ότι το ΣΑΠΑ ουδέποτε αμφισβήτησε τα εκδομένα ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής αρ. 1-33 ζητώντας από τον μηχανικό του έργου που τα εξέδωσε αναθεώρηση οποιασδήποτε απόφασης του που ήταν η ενδεικνυόμενη, ως ο ίδιος θεωρεί με βάση το συμβόλαιο, μέθοδος ανάδειξης αμφισβήτησης ζητημάτων και μέθοδος επίλυσης τους. Επίσης οι κατ’ ισχυρισμό κακοτεχνίες που το ΣΑΠΑ προβάλλει για τις οποίες επιδιώκει την επιδίκαση αποζημιώσεων μέσα από την ανταπαίτηση του, ούτε αυτές αποτέλεσαν ζήτημα προς εξέταση μέσω της διαδικασίας που προνοείται από τον όρο 67.1 του συμβολαίου.

 

Η πλευρά των Εναγόντων σημειώνει ότι με την επίμαχη έκθεση το ΣΑΠΑ επιχειρεί να δημιουργήσει ένα υποκατάστατο μηχανισμό εκτός του συμφωνημένου πλαισίου, ο οποίος είναι πρόωρος τρόπος για να θέσει τα οποιαδήποτε επιχειρήματα του. Υπό αυτήν την έννοια οι Ενάγοντες θεωρούν ότι τα ζητήματα που εγείρονται στην επίμαχη έκθεση και αφορούν θέματα της υπεράσπισης και ανταπαίτησης του ΣΑΠΑ είναι πρόωρα.

 

Παράλληλα οι Ενάγοντες θεωρούν ότι το ΣΑΠΑ, χωρίς πρώτα να εξασφαλίσει απόφαση του μηχανικού του έργου και γενικότερα να εφαρμόσει τη διαδικασία που προβλέπει ο όρος 67.1 του συμβολαίου, κωλύεται να αμφισβητήσει το ύψος των εκδομένων ενδιάμεσων πιστοποιητικών πληρωμής ζητώντας ουσιαστικά το επανάνοιγμα τους καθώς επίσης να εγείρει υπερασπίσεις και ανταξιώσεις απευθείας στο Δικαστήριο. Αυτό που επικαλούνται είναι ότι μέχρι τα ζητήματα που η Εναγόμενη εγείρει στο δικόγραφο της Υπεράσπισης & Ανταπαίτησης της και πραγματεύεται η επίμαχη έκθεση εξεταστούν στη βάση του συμφωνημένου μηχανισμού επίλυσης διαφορών των προνοιών του όρου 67.1 του συμβολαίου και κριθούν προς όφελος της Εναγομένης, τα πιστοποιημένα από τον μηχανικό του έργου ποσά των ενδιάμεσων πιστοποιητικών πληρωμής αρ. 1-33 παραμένουν τελικά και δεσμευτικά και οι κατ’ ισχυρισμό κακοτεχνίες και γενικά τα ζητήματα του δικογράφου της Υπεράσπισης & Ανταπαίτησης δεν μπορούν να προωθηθούν στην παρούσα δικαστική διαδικασία.

 

Να σημειωθεί ότι οι θέσεις των Εναγόντων που αφορούν τα πιο πάνω αναλύονται στις §§8-90 στις σελίδες 8-80 της γραπτής αγόρευσης τους.

 

Στη βάση των πιο πάνω νομικών επιχειρημάτων οι Ενάγοντες ευσεβάστως εισηγούνται ότι επειδή η επίμαχη έκθεση που είναι μέρος της μαρτυρίας της ΜΥ2 πραγματεύεται ζητήματα που εγείρονται πρόωρα το κείμενο της συνιστά μη αποδεκτή μαρτυρία (inadmissible evidence) και γι’ αυτό δεν θα πρέπει να επιτραπεί η κατάθεση του στο Δικαστήριο.

 

Ο δεύτερος πυλώνας του υπό συζήτηση αντικειμένου διαχωρίζεται σε δύο σκέλη. Διαζευκτικά της εισήγησης περί μη κατάθεσης ολόκληρου του εγγράφου, ζητείται η διαγραφή σωρεία παραγράφων της έκθεσης οι οποίες απαριθμούνται στη γραπτή αγόρευση των Εναγόντων για τους λόγους που παρατίθενται αμέσως πιο κάτω.  

 

Το πρώτο σκέλος παρουσιάζει τη θέση των Εναγόντων ότι η επίμαχη έκθεση στερείται αμεροληψίας. Σύμφωνα με τους Ενάγοντες, ένα πολύ μεγάλο μέρος της έκθεσης της ΜΥ2 ασχολείται με ύστατα ερωτήματα της υπόθεσης επί γεγονότων (ultimate cause), με την εξαγωγή συμπερασμάτων στα οποία το Δικαστήριο καλείται να καταλήξει, με γεγονότα που είναι επίδικα αλλά εκλαμβάνονται στην έκθεση ως δεδομένα, με την ερμηνεία όρων συμβολαίου, με την κατάληξη συμπερασμάτων που είναι αμιγώς νομικά και υπαγωγής τους στα γεγονότα, με την αντιπαράθεση θέσεων του ΣΑΠΑ με εκείνες του μηχανικού του έργου, με σχολιασμό συμπεριφορών και απόδοση ευθυνών, διατύπωση η οποία, για τους Ενάγοντες, κάθε άλλο παρά παραπέμπει είτε σε απόφαση Δικαστηρίου ή Διαιτητή υποκαθιστώντας έτσι το ρόλο, αποστολή και κρίση του αρμοδίου οργάνου, είτε σε νομική επιχειρηματολογία δικηγόρου. Οι θέσεις των Εναγόντων που σχετίζονται με την πτυχή αυτή παρατίθενται με λεπτομέρεια στις §§95-107 στις σελίδες 82-111 της γραπτής αγόρευσης τους.

 

Το δεύτερο σκέλος εμφανίζει τη θέση των Εναγόντων ότι στην επίμαχη έκθεση η ΜΥ2 αντλεί τη γνώση της όχι από διαπιστώσεις στις οποίες μετά από δική της έρευνα αλλά από πληροφόρηση που έλαβε από τρίτους. Ειδικότερα οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το εν λόγω έγγραφο περιέχει γνώμες, επιχειρηματολογίες και υπολογισμούς, τα οποία δεν πηγάζουν από δικά της επιστημονικά συμπεράσματα στα οποία η ίδια κατέληξε μέσα από προσωπική έρευνα αλλά μετά από ενημέρωση που είχε από άλλους. Οι θέσεις των Εναγόντων που σχετίζονται με την πτυχή αυτή επεξηγούνται στην §108 στη σελίδα 112 της γραπτής αγόρευσης τους.

 

Στη βάση των λόγων που έχουν εκτεθεί, καθίσταται αντιληπτό ότι ο δεύτερος άξονας του αιτήματος, ο οποίος υπεβλήθηκε σε περίπτωση που ο πρώτος δεν γίνει αποδεκτός, περιλαμβάνει την εισήγηση για αποκλεισμό ενός πολύ μεγάλου μέρους του περιεχομένου της έκθεσης, η οποία αποτελεί κομμάτι της μαρτυρίας της ΜΥ2 που καταθέτει υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα, υπό τη μορφή διαγραφής αρκετών παραγράφων της.

 

Σε κάθε περίπτωση αυτό που οι Ενάγοντες εισηγούνται τόσο με τον πρώτο όσο και με τον δεύτερο πυλώνα του αιτήματος τους είναι να μην επιτραπεί η κατάθεση μαρτυρίας εμπειρογνώμονα που περιέχεται στην επίμαχη έκθεση είτε στην ολότητα της είτε πολύ μεγάλο μέρος της, αναλόγως της κρίσης του Δικαστηρίου.

 

Αντίθετες ήταν οι νομικές θέσεις που προέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εναγομένης προς αντίκρουση των επιχειρημάτων των Εναγόντων. Με αναφορά στα αγγλικά νομικά συγγράμματα «Bullen & Leake Precedents of Pleadings» 13η έκδοση σελ. 231 και «Keating on Construction Contracts», 5η έκδοση σελ. 100 και με παραπομπή στην αγγλική υπόθεση Beaufort Developments (NI) Ltd v. GilbertAsh NI Ltd and another [1998] 2 All E.R. 778 που ανέτρεψε το σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση Northern Regional Health Authority v. Derek Crouch Construction Co Ltd [1984] 2 All ER 175, η Εναγόμενη προβάλλει τη θέση ότι τα ενδιάμεσα πιστοποιητικά από μόνα τους δεν είναι τελικά και δεσμευτικά με βάση τους όρους του συμβολαίου, παρά μόνο ως το άρθρο 67.1 ορίζει.

 

Μέσα από τη νομική επιχειρηματολογία του ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εναγομένης έδωσε τη δική του ερμηνεία για τον όρο 67.1. Σύμφωνα με τον εν λόγω συνήγορο, τα επίδικα ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής που αφορούν την απαίτηση των Εναγόντων δεν έχουν καταστεί τελικά και δεσμευτικά και ότι ως τέτοια τελούν υπό αναθεώρηση από το Δικαστήριο. Είναι της άποψης ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν χρονικό ορίζοντα εντός του οποίου η απόφαση του μηχανικού του έργου θα είχε χαρακτήρα τελικό και δεσμευτικό «until completion of the work», όπως χαρακτηριστικά είπε. Την ίδια στιγμή ο συνήγορος υπεράσπισης υπέδειξε πως η πλευρά της Εναγομένης δεν αμφισβητεί ότι δεν εκδόθηκε τελικό πιστοποιητικό ή τελικός λογαριασμός στο έργο ή δεν έχει συμφωνηθεί από τα μέρη για την ετοιμασία του. Ακόμη σημείωσε ότι δεν αμφισβητείται η μη έκδοση πιστοποιητικού ευθύνης ελαττωμάτων (Defects Liability Certificate).

 

Με αναφορά δε στους όρους 60.1–60.10 του συμβολαίου ο κύριος Κρονίδης ευσεβάστως εισηγήθηκε ότι πρόταση των συμβαλλομένων μερών ήταν πως τα ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής από μόνα τους δεν θα έχουν χαρακτήρα τελικό ή οριστικό. Όπως επισήμανε, σκοπός τους είναι η ανά μήνα πληρωμή από τον εργοδότη στον εργολάβο ενδιάμεσων πιστοποιημένων ποσών ώστε να μην επηρεάζεται η ταμειακή ροή του τελευταίου. Είναι η θέση της Εναγομένης ότι πρόκειται για προσωρινές εκτιμήσεις ή πληρωμές έναντι μέχρι την τελική εκτέλεση του έργου και την έκδοση του τελικού λογαριασμού. Κατά τη γνώμη του κυρίου Κρονίδη το ότι το έργο είναι επαναμετρήσιμο ενισχύει το σκεπτικό του.

 

Ο κύριος Κρονίδης συμφώνησε με τη θέση των Εναγόντων ότι ο όρος 67.1 προνοεί μία διαδοχική διαδικασία δύο σταδίων με το πρώτο στάδιο να παραπέμπει τη διαφορά στον μηχανικό του έργου για απόφαση και το δεύτερο στάδιο να παραπέμπεται η διαφορά για επίλυση σε διαιτησία σε περίπτωση που οποιοσδήποτε διαφωνεί με την απόφαση του μηχανικό του έργου (πρώτο στάδιο). Ωστόσο, όπως είπε, ο όρος 67.1 δεν καθορίζει συγκεκριμένο τύπο παραπομπής της διαφοράς για απόφαση από τον μηχανικό του έργου αφού δεν καθορίζει:

(α)     αν η παραπομπή στον μηχανικό του έργου θα πρέπει να γίνεται γραπτώς,

(β)     χρονική προθεσμία εντός της οποίας τέτοια διαφορά θα πρέπει να παραπεμφθεί στον μηχανικό του έργου,

(γ)     αν στην εν λόγω παραπομπή στον μηχανικό του έργου (στην περίπτωση που πρέπει να γίνεται γραπτώς) θα πρέπει να υπάρχει αναφορά ότι αυτή γίνεται με βάση τον όρο 67.1.

 

Σύμφωνα με τον συνήγορο υπεράσπισης, για να είχαν καταστεί τελεσίδικα και δεσμευτικά τα ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής ή τα υπόλοιπα τους, θα έπρεπε σε πρώτο στάδιο η διαφορά να είχε παραπεμφθεί στον μηχανικό του έργου για απόφαση και αυτός να είχε αποφασίσει. Ο εν λόγω συνήγορος ανάφερε ότι για όλα τα ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής η Εναγόμενη εξέφρασε γραπτώς το παράπονο της στον μηχανικό του έργου στον οποίον δήλωσε τους λόγους της αποκοπής του συγκεκριμένου ποσού.

 

Σύμφωνα με τον συνήγορο υπεράσπισης, ο μηχανικός του έργου είχε ως επιλογές είτε να θεωρήσει ότι οι επιστολές παραπόνων της Εναγομένης αποτελούν παραπομπή διαφοράς για απόφαση, είτε να προβούν σε διόρθωση ή αλλαγή ενδιάμεσου πιστοποιητικού πληρωμής με την έκδοση του επόμενου είτε να προβεί σε διορθώσεις ή αναπροσαρμογές για τυχόν οφειλόμενα ποσά κατά τη διαδικασία του τελικού λογαριασμού (όροι 60.8(b), 60.1–60.10, 61.1 & 55.1–57.2 του συμβολαίου). Παρόλα αυτά δεν έπραξε οτιδήποτε από τα πιο πάνω με αποτέλεσμα το ζήτημα να παραμείνει χωρίς επίλυση. Το ότι ο μηχανικός του έργου δεν εξέδωσε οποιαδήποτε απόφαση είναι κάτι που, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, δεν αμφισβητείται.

 

Σύμφωνα ακόμη με τον ευπαίδευτο συνήγορο, εφόσον δεν υπήρχε απόφαση μηχανικού για οποιοδήποτε από τα επίδικα πιστοποιητικά, τα εν λόγω έγγραφα δεν είναι τελικά και οριστικά και ως τέτοια υπόκεινται σε αναθεώρηση από το Δικαστήριο σε συνάρτηση με τις θεραπείες που διεκδικούνται μέσα από τα δικόγραφα.

 

Περαιτέρω ο κύριος Κρονίδης κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του μία άλλη παράμετρο, η οποία είναι το στάδιο και πλαίσιο εντός του οποίου υποβάλλεται το συγκεκριμένο αίτημα/ένσταση. Ειδικότερα δήλωσε πως αν η Εναγόμενη επιθυμούσε να ήταν συνεπής με το πνεύμα του αιτήματος της θα έπρεπε να είχε καταχωρήσει αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης σε σχέση με την απαίτηση της, προώθηση αίτησης για αναστολή της διαδικασίας στην ανταπαίτηση και παράλληλα παραπομπή της ανταπαίτησης ενώπιον διαιτησίας, ως οι πρόνοιες του όρου 67.1. Όπως συμπληρωματικά ανάφερε, αντί της πιο πάνω νομικής προσέγγισης, οι Ενάγοντες επέλεξαν να πορευτούν σε ακρόαση στο Δικαστήριο χωρίς να πράξουν οτιδήποτε από τα πιο πάνω εγείροντας ένσταση σε πολύ καθυστερημένο στάδιο.

 

Είναι ακόμη η θέση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι οι Ενάγοντες δεν μπορούν να επικαλούνται τον όρο 67.1 του συμβολαίου σε ότι αφορά την υπεράσπιση και ανταπαίτηση της Εναγομένης τη στιγμή που οι ίδιοι επέλεξαν να καταχωρήσουν αγωγή στο Δικαστήριο σε σχέση με την απαίτηση τους. Κατά τον εν λόγω συνήγορο η συμπεριφορά αυτή των Εναγόντων ισοδυναμεί με εγκατάλειψη της διαδικασίας παραπομπής επίλυσης διαφορών στον μηχανικό του έργου για απόφαση ή σε διαιτησία. Η πλευρά της Εναγομένης, δια του συνηγόρου της, σημειώνει ότι οι Ενάγοντες με τις πράξεις και τη συμπεριφορά τους επιβεβαίωσαν ότι οι διαφορές τους θα επιλύονταν με τον τελικό λογαριασμό.

 

Παράλληλα, διαζευκτικά της θέσης που προέβαλε ότι ο μηχανικός του έργου είχε ως επιλογή να εκλάβει τις επιστολές παραπόνων της Εναγομένης ότι αποτελούν παραπομπή διαφοράς για απόφαση, η πλευρά της Εναγομένης ισχυρίστηκε ότι είχε στηριχτεί σε διαβεβαιώσεις των Εναγόντων που πηγάζουν μέσα από τη συμπεριφορά και πράξεις τους και γι’ αυτό δεν παρέπεμψε οποιαδήποτε διαφορά στον μηχανικό του έργου για απόφαση. Προς ενίσχυση της θέσης της επικαλέστηκε την ύπαρξη δόλου και/ή συνομωσίας των Εναγόντων με αξιωματούχο του ΣΑΠΑ οι οποίοι δεν επιθυμούσαν τον διορισμό άλλου μηχανικού του έργου που θα ήταν εμπόδιο στα παράνομα σχέδια τους.

 

Είναι η άποψη του συνηγόρου υπεράσπισης ότι ο μη διορισμός άλλου μηχανικού σε αντικατάσταση του μηχανικού του έργου μετά την αποχώρηση του από το έργο, ακόμα και εάν υποθετικά λεχθεί ότι αποτελούσε παραβίαση εξυπακουόμενου όρου από μέρους της Εναγομένης, ως οι Ενάγοντες ισχυρίζονται, παρείχε μόνο δικαίωμα στους Ενάγοντες να τερματίσουν το επίδικο συμβόλαιο. Ένα δικαίωμα το οποίο όμως τελικά δεν άσκησαν.

 

Αναφερόμενος στην αρχή του prevention rule ο συνήγορος υπεράσπισης ισχυρίστηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής επειδή η παρούσα αγωγή καταχωρίστηκε από τους Ενάγοντες και η Εναγόμενη δεν έχει ζητήσει αναστολή της δικαστικής διαδικασίας.

 

Σχολιάζοντας το δεύτερο πυλώνα του υπό εξέταση αντικειμένου, ο κύριος Κρονίδης ανάφερε ότι η ετοιμασία της επίμαχης έκθεσης στηρίχτηκε σε πληροφόρηση που η ΜΥ2 έλαβε από τρίτα πρόσωπα που ετοίμασαν δικές τους εκθέσεις. Η Εναγόμενη σκοπεύει να παρουσιάσει τα πρόσωπα αυτά ενώπιον του Δικαστηρίου ως μάρτυρες για σκοπούς απόδειξης της ανταπαίτησης της. Είναι η θέση του εν λόγω συνηγόρου ότι η πτυχή αυτή της ένστασης δεν έχει να κάνει με την αποδεκτότητα της μαρτυρίας της ΜΥ2 αλλά είναι θέμα αξιολόγησης και βαρύτητας που το Δικαστήριο θα προσδώσει στην έκθεση κατά το τελικό στάδιο.

 

Περαιτέρω είναι η θέση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι τα επιχειρήματα που έχουν προβληθεί και διέπουν το ζήτημα του έσχατου συμπεράσματος έχουν να κάνουν με την αξιοπιστία των ευρημάτων της έκθεσης. Με αναφορά στο αγγλικό νομικό σύγγραμμα «Zuckerman on Civil Procedures Principles of Practice», 4η έκδοση, 21ο κεφάλαιο στην ενότητα “Experts and AssessorsExpert Evidence” στις σελίδες 1053-1055, η πλευρά της Εναγομένης, δια του συνηγόρου της, ευσεβάστως εισηγείται ότι η έκφραση άποψης από ένα εμπειρογνώμονα ως προς το έσχατο συμπέρασμα δεν αποτελεί από μόνο του ικανό λόγο αποκλεισμού της μαρτυρίας του νοουμένου ότι αυτός επεξηγεί τους λόγους που τον έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα αυτό.

 

Κατ’ επίκληση των παραμέτρων που σύμφωνα με τον συνήγορο υπεράσπισης προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου για την αποδοχή ή όχι κατάθεσης μαρτυρίας γνώμης, λέχθηκαν τα εξής:

α)      κατά πόσο η προτεινόμενη μαρτυρία θα υποβοηθήσει το έργο του Δικαστηρίου,

β)      κατά πόσο ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας έχει την απαραίτητη γνώση και εμπειρία,

γ)      κατά πόσο ο εν λόγω μάρτυρας είναι ανεξάρτητος στην παρουσίαση και αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού,

δ)      κατά πόσο υπάρχει ένα αξιόπιστο σύνολο γνώσεων ή πείρας για την αποτύπωση των αποδεικτικών στοιχείων της εμπειρογνωμοσύνης του.

 

Παραπέμποντας σε αγγλική νομολογία ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης  ευσεβάστως εισηγήθηκε πως ο γενικός κανόνας ότι η ιδιότητα του πραγματογνώμονα και μόνο δεν του δίνει το δικαίωμα να εκφράζει απόψεις και συμπεράσματα επί παντός θέματος ανεξέλεγκτα, δεν εφαρμόζεται πλέον με την ίδια αυστηρότητα.  Σύμφωνα με τον εν λόγω συνήγορο τέτοιου είδους μαρτυρία είναι πλέον αποδεκτή και η βαρύτητα η οποία θα της αποδοθεί αξιολογείται από το Δικαστήριο όπως κάθε άλλη μαρτυρία στο τέλος της ακρόασης που θα αξιολογηθεί το μαρτυρικό υλικό που προσάχθηκε στην υπόθεση.

 

Στη βάση του πιο πάνω σκεπτικού η πλευρά της Εναγομένης κάλεσε το Δικαστήριο να επιτρέψει την κατάθεση της έκθεσης και να μην την αποκλείσει απλά και μόνο επειδή σχολιάζει επί του έσχατου συμπεράσματος δίδοντας της την δέουσα βαρύτητα στο στάδιο αξιολόγησης της μαρτυρίας. Καταλήγοντας ο κύριος Κρονίδης ανάφερε ότι η ΜΥ2 έχει συντάξει μια ειλικρινή και ανεξάρτητη έκθεση η οποία κυμαίνεται εντός του πεδίου της εμπειρογνωμοσύνης της και με γνώμονα τα γενικά καθήκοντα του εμπειρογνώμονα που είναι να εφοδιάζει το Δικαστήριο με την απαραίτητη πληροφόρηση που εμπίπτει στη σφαίρα της ειδικότητας της για να υποβοηθήσει το Δικαστήριο στην απόφαση του.

 

Η νομολογία υποδεικνύει ότι ο ρόλος ενός εμπειρογνώμονα, ως μάρτυρα στο Δικαστήριο, είναι να προμηθεύει το Δικαστή με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια και επιστημονικές πληροφορίες για την αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του για να μπορέσει έτσι το Δικαστήριο να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση εφαρμόζοντας αυτά τα κριτήρια και τις πληροφορίες πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύονται με μαρτυρία (Καούρης v. Δημητρίου (2008) !Β Α.Α.Δ. 967). Ο εμπειρογνώμονας εκφράζει γνώμη πάνω σε εξειδικευμένο ζήτημα που δεν εμπίπτει στο πεδίο γνώσης του Δικαστηρίου στη βάση επιστημονικών συμπερασμάτων στα οποία καταλήγει κατόπιν επιστημονικής έρευνας που ο ίδιος διεξάγει καθοδηγούμενος από επιστημονικά κριτήρια και πληροφορίες (Πιττάλης κ.α. v. Ianira Enterprises Ltd κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814, Cybarco Ltd v. Kovascik (2001) 1 Α.Α.Δ. 2013).

 

Στο κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Το Δίκαιο της Απόδειξης’ των Ηλιάδη & Σάντη, Β’ Έκδοση, Κεφ.15, σελ. 580-582 αναφέρεται ότι η αποδεκτότητα (admissibility) της γνώμης εμπειρογνώμονα συναρτάται:

(α)       κατά πρώτο λόγο με τη σχετικότητα της προς το επίδικο θέμα

(β)       πέραν της σχετικότητας τέτοια μαρτυρία να παρέχει εξειδικευμένη επιστημονική γνώση και πληροφορίες που βρίσκονται έξω από το πεδίο κοινής γνώσης και εμπειρίας του δικαστή.

 

Συνεπώς δεν είναι αποδεκτή μαρτυρία εμπειρογνώμονα η οποία δεν μεταδίδει εξειδικευμένη επιστημονική γνώση και εμπειρία αλλά συνίσταται σε σχολιασμό επί των γεγονότων με βάση την κοινή λογική. Επίσης δεν είναι αποδεκτή μαρτυρία εμπειρογνώμονα που σκοπό έχει να υποστηρίξει την αξιοπιστία per se μάρτυρα της ίδιας πλευράς. Ακόμη δεν είναι αποδεκτή μαρτυρία εμπειρογνώμονα που εστιάζεται σε κοινή γνώση κι εμπειρία. Επιπλέον δεν είναι αποδεκτή μαρτυρία εμπειρογνώμονα που προβαίνει σε σχολιασμό ή τοποθέτηση επί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα, ζήτημα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

 

Σχετική είναι η υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 91/2017 ημερομηνίας 02.05.18, ECLI:CY:AD:2018:B214 στην οποία παραπέμπω.

 

Οι συνέπειες που προκαλούνται μέσα από την εισαγωγή τέτοιας μαρτυρίας είναι η πρόκληση σύγχυσης ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και το ρόλο του εμπειρογνώμονα με αποτέλεσμα να δημιουργείται κίνδυνος για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και αποπροσανατολισμός της ακροαματικής διαδικασίας με αποτέλεσμα να δαπανάται πολύτιμος δικαστικός χρόνος.

 

Παρά τα πιο πάνω, ο αποκλεισμός μαρτυρίας (ή μέρος της) είναι γενικά δύσκολο εγχείρημα επειδή εγκυμονεί τον κίνδυνο να μην τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρικό υλικό για το οποίο, στο στάδιο της αξιολόγησης του, διαπιστωθεί ότι ενδεχομένως, μετά από ενδελεχή μελέτη του, να ήταν χρήσιμο και βοηθητικό στην κρίση του Δικαστηρίου επί των επιδίκων ζητημάτων. Πρέπει να δίδεται η ευκαιρία στους διαδίκους να τεκμηριώνουν την εκδοχή τους παρουσιάζοντας την μαρτυρία που επιθυμούν και με τον τρόπο που θέλουν, η οποία όμως πρέπει να συνάδει με τα δικόγραφα, τους θεσμούς πολιτικής δικονομίας και τους κανόνες απόδειξης. Σε τελευταία ανάλυση, η μαρτυρία που θα προσκομιστεί να είναι νόμιμη και σχετική με το αντικείμενο εκδίκασης της υπόθεσης. Αποτελεί υποχρέωση του Δικαστηρίου και συνάμα μέρος του έργου του να μεριμνήσει ώστε η δίκη να διεξαχθεί πάνω στις πιο πάνω παραμέτρους. Απαιτείται λεπτός χειρισμός και προσεκτική εξέταση του ζητήματος.

 

Είναι γνωστό ότι κάθε περίπτωση κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά που την περιβάλλου. Γι’ αυτό εδώ προσπάθησα να εξισορροπήσω τις παραμέτρους αυτές και να σταθμίσω τα δεδομένα που περιβάλλουν την προκειμένη περίπτωση.

 

Για καλύτερη αντίληψη του αιτήματος θεωρώ χρήσιμο να αναφερθώ πολύ επιγραμματικά στα δικόγραφα της παρούσας αγωγής.

 

Η αγωγή αυτή καταχωρίστηκε από τον εργολάβο του συμβολαίου Β (Ενάγοντες) και στρέφεται κατά του ΣΑΠΑ (Εναγόμενη) από τον οποίον διεκδικεί ποσά που θεωρεί ότι του οφείλονται λόγω απλήρωτων ενδιάμεσων πιστοποιητικών πληρωμής εκτελεσθείσας εργασίας. Το ΣΑΠΑ ισχυρίζεται ότι δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό επειδή θεωρεί ότι ο εργολάβος, κατά παράβαση των εγγράφων συμβολαίου, έχει υπερπληρωθεί ένεκα υπερχρεώσεων στην εκτελεσθείσα εργασία καθώς επίσης εκτέλεσε πλημμελώς εργασίες με αποτέλεσμα να υπάρχουν κακοτεχνίες στο έργο. Σύμφωνα με το ΣΑΠΑ, από την κατ’ ισχυρισμό επιλήψιμη συμπεριφορά που αποδίδει στον εργολάβο, υπέστηκε ζημιές και απώλειες, τις οποίες έχει υπολογίσει και ανταπαιτητικά διεκδικεί από τον εργολάβο υπό τη μορφή ειδικών και γενικών αποζημιώσεων. Η ανταπαίτηση βασίζεται σε αξίωση για επιστροφή χρημάτων από επικαλούμενες υπερπληρωμές του εργολάβο λόγω λανθασμένων πιστοποιήσεων από τον μηχανικό του έργου συνεπεία κατ’ ισχυρισμό αμέλειας και/ή δόλου και/ή συνομωσίας αυτού με τον εργολάβο, λόγω χρησιμοποίησης εσφαλμένου τρόπου αξιολόγησης των επιπλέον εργασιών, λόγω χρήσης εσφαλμένης μεθόδου επιμέτρησης ποσοτήτων των αποχετευτικών αγωγών και στην επιδίκαση αποζημιώσεων συνεπεία επικαλούμενων κακοτεχνιών στο ασφαλτικό οδόστρωμα και στους αποχετευτικούς αγωγούς καθώς επίσης ένεκα πληρωμών σε τρίτους για ζημιές που υπέστηκαν εξ’ υπαιτιότητας, σύμφωνα με την Εναγόμενη, του εργολάβου.

 

Απλή ανάγνωση του πιο πάνω καθιστά αντιληπτό ότι η υπεράσπιση που η Εναγόμενη προβάλλει είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εκδοχή της ανταπαίτησης της. Θα έλεγα χωρίς δισταγμό ότι οι θεραπείες που η Εναγόμενη αξιώνει ανταπαιτητικά προκύπτουν ευθέως από τις αναφορές της που συνθέτουν το πλαίσιο υπεράσπισης της. Ειδικότερα η αναφορά της Εναγομένης για υπερπληρωμές στους Ενάγοντες, κατ’ επίκληση της οποίας αξιώνει ανταπαιτητικά πληρωμή από τους Ενάγοντες, δεν αφορά την πληρωμή ποσών που υπερκαλύπτουν τα ποσά που έχουν πιστοποιηθεί από τον επιβλέπον μηχανικό του έργου στα ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής δυνάμει των προνοιών του όρου 60.2 του συμβολαίου (Τεκμήριο 3) αλλά πρόκειται για διατυπωμένη θέση που πλήττει άμεσα την ορθότητα και εντιμότητα εκτέλεσης των καθηκόντων του εν λόγω μηχανικού που άπτονται στον έλεγχο των χρεώσεων, της ποσότητας και ποιότητας των εργασιών που εκτελέστηκε και τελικά της αξίας της εκτελεσθείσας εργασίας που έχρηζε πιστοποίησης, με επικαλούμενη υποστήριξη των Εναγόντων έχοντας απώτερο στόχο, ως προβάλλεται, το οικονομικό όφελος των τελευταίων εις βάρος της Εναγομένης.

 

Οι δικογραφημένες αναφορές περί λανθασμένων πιστοποιήσεων της αξίας της εκτελεσθείσας εργασίας από τον μηχανικό του έργου (τις οποίες αποδίδει σε αμέλεια του, σε δόλο από μέρους του και στα πλαίσια συνομωσίας του μαζί με τους Ενάγοντες), περί χρήσης λανθασμένου τρόπου αξιολόγησης επιπλέον εργασιών από τον μηχανικό του έργου και περί εφαρμογής εσφαλμένης μεθόδου επιμέτρησης ποσοτήτων σε εργασίες επίσης από τον μηχανικό του έργου προς όφελος των Εναγόντων, είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους η Εναγόμενη προβάλλει την εκδοχή των υπερπληρωμών αξιώνοντας γι’ αυτό ανταπαιτητικά την πληρωμή χρημάτων από τους Ενάγοντες. Είναι ενδεικτικά ενέργειες που επιρρίπτονται ότι έγιναν από τον μηχανικό του έργου σε συνεννόηση με τους Ενάγοντες, οι οποίες σύμφωνα με την Εναγόμενη της προκάλεσαν ζημιά και συνάμα οικονομικό όφελος στους Ενάγοντες. Οι δε αναφορές της Εναγομένης σε επικαλούμενες κακοτεχνίες εργασιών στο έργο και σε κατ’ ισχυρισμό πληρωμές που σύμφωνα με την ίδια υποχρεώθηκε να κάνει σε τρίτα πρόσωπα, αμφότερα ως ισχυρίζεται εξ’ υπαιτιότητας των Εναγόντων, είναι οι αιτίες για τις οποίες επιδιώκει ανταπαιτητικά την επιδίκαση αποζημιώσεων εναντίον των Εναγόντων.

 

Οι όροι του συμβολαίου της παρούσας υπόθεσης υποδεικνύουν ότι επρόκειτο για έργο επαναμετρήσιμου τύπου (remeasurement contract ή measure and value contract, όπως είναι οι αγγλικές ορολογίες που χρησιμοποιούνται). Ένα έργο θεωρείται επαναμετρήσιμο όταν οι ποσότητες των εργασιών που αναγράφονται στο Δελτίο Ποσοτήτων και πρόκειται να εκτελεστούν από τον εργολάβο είναι ενδεικτικές και όχι υπολογισμένες με ακρίβεια. Αυτό είναι εις γνώση του εργολάβου από το στάδιο ετοιμασίας της προσφοράς του χρησιμοποιώντας το Δελτίο Ποσοτήτων που του δίδεται, μαζί με άλλα έγγραφα, για τον σκοπό αυτό.

 

Για τη φύση ενός τέτοιου τύπου συμβολαίου, όπως στην προκειμένη περίπτωση, και το πως αυτό λειτουργεί στην πράξη ανάτρεξα σε αγγλικά νομικά και μη νομικά συγγράμματα που εξειδικεύονται στο εργοληπτικό δίκαιο και στις ανεγέρσεις έργων με ειδική αναφορά σ’ αυτό. Συγκεκριμένα στο σύγγραμμα Cost Planning of Buildings, 6η έκδοση, σελίδα 83 σημειώνονται τα εξής:

«The Bill of Quantities being only a notional representation of the finished product. The work is measured as executed and a final price agreed using the items and rates in the Bill of Quantities as far as possible.»    

 

[η έμφαση και  υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

Στο αγγλικό νομικό σύγγραμμα Keating on Building Contracts, 7η έκδοση, §4-20 και §4-39, σελίδες 100 και 111 αντίστοιχα, λέχθηκαν τα εξής:

«A contract where the amount of work when completed is to be measured and valued according to a schedule, or formula or at cost plus a fixed fee or percentage of the cost or at a reasonable price, is usually described as a measurement and value contract.

 

If the contract is one of measure and value where the contractor is to be paid £x per unit of measurement, the error will disappear on valuation of the measured work at completion.»   

 

[η έμφαση και  υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Στο δε αγγλικό νομικό σύγγραμμα Hudsons Building and Engineering Contracts, 1ος Τόμος, 11η έκδοση, §8-003, σελίδα 961, αναφέρονται τα εξής:

«Re-calculation or adjustment of the original contract price to take account of the final ‘as built’ quantities is known as measured contracts (that is by measurement or measurement as the process is now usually known in the UK).»   

 

Ακολούθως στην §8-006, σελίδα 965 σημειώνονται τα εξής:

«Thus some self-styled ‘lump sum’ contracts may show an intention for a partial re-measurement of some items of work or even of the work as a whole. It is the intention to be derived from the contract as a whole rather than the precise terminology which will be paramount.»   

 

[η έμφαση και  υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Τα έγγραφα συμβολαίου της προκειμένης περίπτωσης καταδεικνύουν ότι πρόθεση των συμβαλλομένων μερών ήταν το έργο να εκτελεστεί στη βάση της επαναμέτρησης σε σχέση με όλες τις εκτελεσθείσες εργασίες του. Η πρόθεση αυτή των διαδίκων εκδηλώνεται με τον συμφωνημένο όρο 55.1, οι πρόνοιες του οποίου σημειώνουν:

«The quantities set out in the Bill of Quantities are the estimated quantities for the Works, and they are not to be taken as the actual and correct quantities of the Works to be executed by the Contractor in fulfilment of his obligations under the Contract.»   

 

[η έμφαση και  υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Συνεπώς στο συγκεκριμένο έργο οι ποσότητες που αναγράφονται στο Δελτίο Ποσοτήτων είναι εκτίμηση των εργασιών και όχι οι ορθές και πραγματικές ποσότητες των εργασιών που πρέπει να εκτελεστούν από τους Ενάγοντες. Έπεται ότι πρόκειται για έργο επαναμετρήσιμης φύσεως.

 

Κάθε εργασία θα υπόκειτο σε επιμέτρηση όταν εκτελείτο και η αξία της αφού ετύγχανε εκτίμησης θα ενσωματωνόταν στο επόμενο ενδιάμεσο πιστοποιητικό πληρωμής που θα εκδιδόταν. Σύμφωνα με το συμβόλαιο αρμόδιος για την έκδοση των ενδιάμεσων πιστοποιητικών πληρωμής ήταν ο μηχανικός του έργου. Ο όρος 56.1 υποδεικνύει τη διαδικασία που προβλέπεται σημειώνοντας τα εξής:     

«The Engineer shall, except as otherwise stated, ascertain and determine by measurement the value of the Works in accordance with the Contract and the Contractor shall be paid that value in accordance with Clause 60. The Engineer shall, when he requires any part of the Works to be measured, give reasonable notice to the Contractor's authorised agent, who shall:

(a)   forthwith attend or send a qualified representative to assist the

      Engineer in making such measurement, and

(b)   supply all particulars required by the Engineer.

Should the Contractor not attend, or neglect or omit to send such representative, then the measurement made by the Engineer or approved by him shall be taken to be the correct measurement of such part of the Works. For the purpose of measuring»   

 

[η έμφαση και  υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο μηχανικός του έργου μεριμνά, στην παρουσία εκπροσώπου του εργολάβου, για την καταγραφή και επιμέτρηση της εργασίας που εκτελείται, η αξία της οποίας θα υπολογιζόταν και θα πληρωνόταν στον εργολάβο μέσω μηναίων πληρωμών στη βάση της έκδοσης ενδιάμεσων πιστοποιητικών πληρωμής. Επομένως τα μέρη συμφώνησαν ότι ο μηχανικός του έργου θα υπολογίζει και θα αποφασίζει με επιμέτρηση την αξία της εκτελεσθείσας εργασίας και οι Ενάγοντες, ως εργολάβος του έργου, θα πληρωνόταν αυτήν την αξία σύμφωνα με τον όρο 60.1.

 

Σε συνέχεια της διαδικασίας που αναφέρεται στον όρο 56.1, οι όροι 60.1 & 60.2 περιγράφουν τις ενέργειες που καλούνται οι Ενάγοντες να προβούν αλλά και ο μηχανικός του έργου προκειμένου να τροχιοδρομηθεί η οδός της πληρωμής στους Ενάγοντες σε σχέση με την εκάστοτε εκτελεσθείσα εργασία. Αν κάποιος αναγνώσει τους όρους αυτούς θα αντιληφθεί τη συμβατική διαδικασία πληρωμής στη συνολική της διάσταση.

 

Ο όρος 60.1 αναφέρει την υποχρέωση του εργολάβου να υποβάλλει μηνιαία διαταχτικά (αιτήσεις πληρωμών) προς τον μηχανικό του έργου. Ειδικότερα οι πρόνοιες του αναφέρουν τα εξής:  

«60.1 Monthly Statements

The Contractor shall submit to the Engineer after the end of each month six copies, each signed by the Contractor's representative approved by the Engineer in accordance with Sub-Clause 15.1, of a statement, in such form as the Engineer may from time to time prescribe, showing the amounts to which the Contractor considers himself to be entitled up to the end of the month in respect of:

(a)   the value of the Permanent Works executed,

(b)   any other items in the Bill of Quantities including those for

Contractor's Equipment, Temporary Works, dayworks and the like,

(c)    the percentage of the invoice value of listed materials, all as

stated in the Appendix to Tender, and Plant delivered by the Contractor on the Site for incorporation in the Permanent Works but not incorporated in such Works,

(d)   adjustments under Clause 70, and

(e)     any other sum to which the Contractor may be entitled under the

       Contract or otherwise.»

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, οι εργασίες που εκτελούνταν θα επιμετρούνταν κάθε μήνα ώστε με την έκδοση του ενδιάμεσου πιστοποιητικού πληρωμής οι Ενάγοντες, ως ο εργολάβος του έργου, να πληρωνόταν για την αξία των ορθών και πραγματικών ποσοτήτων της εκτελεσθείσας εργασίας. Οι πληρωμές αυτές να πραγματοποιούνται μηνιαίως, ως προνοεί το εργοληπτικό συμβόλαιο των διαδίκων.

 

Με βάση το συμβόλαιο ο μηχανικός του έργου εξετάζει τα διαταχτικά πληρωμής του εργολάβου και σε συνδυασμό με την επιμέτρηση και εκτίμηση της αξίας της εκτελεσθείσας εργασίας στην οποίαν προέβηκε προηγουμένως, ως εξηγήθηκε πιο πάνω, προχωρεί στην έκδοση του ενδιάμεσου πιστοποιητικού πληρωμής προς όφελος του εργολάβου εντός του καθορισμένου χρονικού διαστήματος. H εξουσία του μηχανικού του έργου να εκδίδει ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής και συνάμα η δυνατότητα του εργολάβου να πληρώνεται μηνιαίως παρέχεται συμβατικά από τον όρο 60.2, οι πρόνοιες του οποίου αναφέρουν:

60.2 Monthly Payments

The Engineer shall, within 28 days of receiving such statement, deliver to the Em­ployer an Interim Payment Certificate stating the amount of payment to the Contractor which the Engineer considers due and payable in respect of such statement, subject:

(a)   firstly, to the retention of the amount calculated by applying

the Percentage of Retention stated in the Appendix to Tender, to the amount to which the Contractor is entitled under paragraphs (a), (b), (c) and (e) of Sub-Clause 60.1 until the amount so retained reaches the Limit of Retention Money stated in the Appendix to Tender, and

(b)   secondly, to the deduction, other than pursuant to Clause 47, of any sums which may have become due and payable by the Contractor to the Employer.

 

Provided that the Engineer shall not be bound to certify any payment under this Sub-Clause if the net amount thereof, after all retentions and deductions, would be less than the Minimum Amount of Interim Payment Certificates stated in the Appendix to Tender.

 

Notwithstanding the terms of this Clause or any other Clause of the Contract no amount will be certified by the Engineer for payment until the performance security, if required under the Contract, has been provided by the Contractor and approved by the Employer.

 

[η έμφαση και  υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Εκείνο που επίσης παρατηρείται από τις πρόνοιες του πιο πάνω όρου είναι ότι ο μηχανικός του έργου παραδίδει στην Εναγόμενη ενδιάμεσο πιστοποιητικό πληρωμής στο οποίο σημειώνεται το ποσό που θεωρεί ότι είναι απαιτητό και πληρωτέο στους Ενάγοντες. Η ετοιμασία και διαβίβαση του ενδιάμεσου πιστοποιητικού πληρωμής πραγματοποιείται εντός 28 ημερών από την ημερομηνία υποβολής των διαταχτικών πληρωμής από τους Ενάγοντες.

 

Εάν διαπιστωθεί ότι προηγούμενο ενδιάμεσο πιστοποιητικό πληρωμής ενέχει οποιοδήποτε σφάλμα τότε ο μηχανικός του έργου έχει την εξουσία, βάση των όρων συμβολαίου, να προβεί σε διόρθωση ή διαμόρφωση/τροποποίηση του, προφανώς με την έκδοση του επόμενου τέτοιου πιστοποιητικού. Η εξουσία αυτή διέπεται από τις πρόνοιες του όρου 60.4, οι οποίες αναφέρουν ότι:

«The Engineer may by any Interim Payment Certificate make any correction or modification in any previous lnterim Payment Certificate which shall have been issued by him and shall have authority, if any work is not being carried out to his satisfaction, to omit or reduce the value of such work in any Interim Payment Certificate.»

 

[η έμφαση και  υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Είναι προφανές ότι αν διαπιστωθεί λάθος σε ένα ενδιάμεσο πιστοποιητικό πληρωμής οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος δύναται να αποταθεί στον μηχανικό του έργου που διαθέτει εξουσία διόρθωσης με σκοπό την διαμόρφωση/τροποποίηση του, εάν και εφόσον βέβαια αυτός πειστεί. Στο αγγλικό νομικό σύγγραμμα Keating on Building Contracts(πιο πάνω), §5-10, σελίδα 127 σημειώνονται τα εξής:

«Whatever the cause of an undervaluation, the contractor’s remedy is to request the architect to make an appropriate adjustment in a subsequent certificate or to take the dispute to arbitration (Lubenham v. South Pembrokeshire D.C. (1986) 33 B.L.R. 39). An employer who has a bona fide arguable contention that an interim certificate overvalues the contractor’s right to payment has equivalent remedies and can resist proceedings for summary judgment on that ground (C.M. Pillings v. Kent Investments (1985) 30 B.L.R. 80, R.M. Douglas v. Bass (1990) 53 B.L.R. 119).»

 

[η έμφαση και  υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Βάση του συμβολαίου η Εναγόμενη δεν φαίνεται να διαθέτει δικαίωμα μονομερούς αποκοπής ποσού από αυτό που πιστοποιήθηκε ως πληρωτέο από κάποιο ενδιάμεσο πιστοποιητικό πληρωμής. Ούτε δικαίωμα συμψηφισμού στην Εναγόμενη φαίνεται να παρέχουν οι όροι του συμβολαίου. Αντίθετα εκείνο που διαπιστώνω είναι η ύπαρξη συμβατικής υποχρέωσης της Εναγομένης να πληρώσει το ποσό που σημειώνεται σε ενδιάμεσο πιστοποιητικό πληρωμής.

 

Η πιο πάνω συμβατική υποχρέωση της Εναγομένης πηγάζει από τον όρο 60.10 (Time for Payment), οι πρόνοιες του οποίου αναφέρουν τα εξής:

«The amount due to the Contractor under any Interim Payment Certificate issued by the Engineer pursuant to this clause, or to any other term of the Contract, shall subject to Clause 47, be paid by the Employer to the Contractor within 28 days after such Interim Payment Certificate have been delivered to the Employer, or in the case of the Final Payment Certificate referred to in Sub-Clause 60.8, within 56 days, after such Final Payment Certificate has been delivered to the Employer. In the event of the failure of the Employer to make payment within the times stated, the Employer shall pay to the Contractor interest at the rate stated in the Appendix to Tender upon all sums unpaid from the date by which the same should have been paid. The provisions of the Sub-Clause are without prejudice to the Contractor’s entitlement under Clause 69 or otherwise.»

    

[η έμφαση και  υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Η χρήση της λέξης «shall» επιβάλλει υποχρέωση. Δεν παρέχει επιλογή ούτε αφήνει τέτοιο ενδεχόμενο να αιωρείται. Σε δύο περιπτώσεις που χρησιμοποιείται η συγκεκριμένη λέξη δημιουργείται υποχρέωση στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται που είναι το ίδιο και είναι η Εναγόμενη. Δεν μπορεί παρά να ερμηνευτεί ότι η Εναγόμενη υποχρεούται να πληρώσει στους Ενάγοντες το ποσό που οφείλεται στο ενδιάμεσο πιστοποιητικό πληρωμής που έχει εκδοθεί από τον μηχανικό του έργου εντός 28 ημερών από την ημερομηνία που το έγγραφο αυτό της παραδόθηκε. Σε περίπτωση δε που παραλείψει να το πράξει, καλείται να πληρώσει τόκο το ύψος του οποίου, βάση του σχετικού Παρατήματος (Appendix to Tender – μέρος του Τεκμηρίου 2), είναι αυτό που κάθε φορά καθορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (Current Bank rate established by the Central Bank of Cyprus), με το οποίο το εκάστοτε υπόλοιπο θα επιβαρύνεται.

 

Νομικά συγγράμματα που εξειδικεύονται στον εργοληπτικό τομέα επισημαίνουν ότι τα ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής δεν είναι παρά μόνο κατά προσέγγιση εκτίμηση της αξίας της εργασίας που έχει εκτελεστεί στο έργο τον επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικό του έργου (εδώ μηχανικό του έργου) για την οποίαν καλείται ο εργοδότης να πληρώσει στον εργολάβο. Συνήθως τα ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής δεν είναι δεσμευτικά και τελεσίδικα σε ότι αφορά την ποιότητα της εκτελεσθείσας εργασίας αλλά και το τελικό ποσό που πρέπει να πληρωθεί στον εργολάβο.

 

Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από το αγγλικό νομικό σύγγραμμα Keating on Building Contracts(πιο πάνω), §5-10, σελίδα 127:

«Progress or interim certificates are issued from time to time during the course of the work certifying that, in the opinion of the architect, work has been carried out, and in some cases, materials supplied, to the value of £x.

 

They are thus approximate estimates Such certificates are not normally binding upon the parties as to quality or amount and are subject to adjustment on completion (Lamprell v. Billericay Union (1849) 18 L.J.Ex. 282).»

 

[η έμφαση και  υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Τα προαναφερόμενα υποστηρίζονται από το σκεπτικό της αγγλικής υπόθεσης Henry Boot Construction Ltd v. Alston Combined Cycles Ltd [2005] All E.R. (D) 24 (Jul). Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο ομιλεί από μόνο του:

«What the engineer has to certify and the employer has to pay is not the true final value of the work in fact done and materials in fact supplied etc., but what in the opinion of the engineer is due on the basis of the monthly statement.

 

Interim Certificates are not conclusive and may subsequently be reviewed, therefore they are not an essential part of the contractual machinery for payment.

 

Interim Certificates are no more than provisional estimates of the sum which the contractor is entitled by way of instalment payments. The Engineer is therefore required to decide, on the basis of estimates, what in his opinion is due as a payment ‘on account’. The Engineer is not required to carry out a detailed and accurate valuation each month. Its obligation is no more than to certify the amount which in his opinion is due on account.

 

Since each interim certificate supersedes its predecessor and effectively constitutes a revaluation of the whole work carried out, any failure in relation to one interim certificate (in terms of prescription or otherwise) will apparently leave unaffected the right of a claimant to challenge the valuation of the whole works executed in the next or any subsequent certificate.»

 

Το πνεύμα των πιο πάνω αναφορών ισχύει στην προκειμένη περίπτωση. Η πρόνοια έκδοσης Final Statement (όρος 60.6) και ‘Τελικού Πιστοποιητικού Πληρωμής’ (‘Final Payment Certificate’ – όρος 60.8) στο σχετικό συμβόλαιο καθιστούν σαφές ότι το επόμενο ενδιάμεσο πιστοποιητικό πληρωμής δύναται να αναθεωρήσει προηγούμενο ή προηγούμενα, πλην όμως το Τελικό Πιστοποιητικό Πληρωμής είναι αυτό που καθορίζει την αξία της συνολικής εργασίας που έχει εκτελεστεί από τους Ενάγοντες και ότι η ποιότητα της ικανοποιεί τον μηχανικό του έργου. Αυτό σημαίνει ότι ανά πάσα στιγμή το τελικό ποσό του συμβολαίου και κατ’ επέκταση το ύψος της τελικής πληρωμής στους Ενάγοντες δυνατό να διαφοροποιηθεί με την έκδοση των πιο πάνω.

 

Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι ένα ενδιάμεσο πιστοποιητικό πληρωμής μέχρι να αναθεωρηθεί είτε από κάποιο άλλο που θα ακολουθήσει είτε από το Τελικό Πιστοποιητικό Πληρωμής είτε μέσω διαδικασίας επίλυσης διαφορών, εξακολουθεί να ισχύει υπό την έννοια ότι ο εργοδότης δεσμεύεται να το αποπληρώσει, εκτός βέβαια αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Είναι προφανές ότι αν δεν εντοπιστεί οποιοδήποτε λάθος σε ενδιάμεσο πιστοποιητικό πληρωμής, αυτό θα αποτυπωθεί και στο Τελικό Πιστοποιητικό Πληρωμής.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ως έχει ήδη σχολιαστεί, οι όροι του συμβολαίου εναποθέτουν υποχρέωση στους ώμους της Εναγομένης να πληρώσει το ποσό που πιστοποιείται κάθε φορά από τον μηχανικό του έργου με την έκδοση ενδιάμεσων πιστοποιητικών πληρωμής. Η Εναγόμενη καλείται να συμμορφωθεί με τις συμβατικές υποχρεώσεις της σε σχέση με το ζήτημα της πληρωμής στο χρονικό διάστημα που συμβατικά προνοείται. Υπό αυτή την έννοια, υπάρχει στοιχείο δέσμευσης από μέρους της Εναγομένης απέναντι στους Ενάγοντες. Δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε περί του αντιθέτου μέσα από τους όρους του συμβολαίου, εκτός στην περίπτωση που ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες του όρου 67 (ως αυτός έχει τροποποιηθεί) και ειδικότερα οι διατάξεις του εδαφίου (1) αυτού για τις οποίες θα αναφερθώ στη συνέχεια.

 

Πέραν αυτού, ο σκοπός της δέσμευσης για υλοποίηση ενδιάμεσων πληρωμών προς τον εργολάβο εμφανίζεται να είναι λογικοφανής. Η διασφάλιση της απρόσκοπτης πληρωμής στον εργολάβο από το εργοδότη καθ’ όλη τη διάρκεια της ανέγερσης του έργου στο χρονικό διάστημα που συμβατικά προνοείται προστατεύει, όπως πολύ ορθά επισήμανε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εναγομένης, την ταμειακή ροή του εργολάβου. Συμφωνώ με τη φιλοσοφία αυτή επειδή η διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας του εργολάβου συντείνει στην ομαλή ολοκλήρωση ανέγερσης του έργου. Η ανάγκη να μην επηρεαστεί η ταμειακή ροή του εργολάβου από καθυστερημένη και/ή μη πληρωμή πιστοποιημένων από τον μηχανικό του έργου ποσών σε ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής αναγνωρίστηκε μέσα από αγγλική νομολογία. Όπως υποδείχτηκε από τον Lord Denning στην Dawnays Ltd v. F.G. Minter [1971] 2 A All E.R. 1389 και επικροτήθηκε μεταγενέστερα στην Modern Engineering (Bristol) Ltd v. Gilbert-Ash (Northern) Ltd [1974] A.C. 689, «cash flow is the life blood of the building trade». Η ουσία της φιλοσοφίας αυτής δεν έχει στην πορεία ανατραπεί.

 

Υπό αυτή την έννοια μπορεί να λεχθεί ότι τα ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής έχουν προσωρινή ισχύ (provisional validity). Παραπέμπω στην αγγλική υπόθεση Beaufort Development (NI) Ltd v. Gilbert-Ash Ltd and another [1998] 2 All E.R. 778 όπου, μεταξύ άλλων, λέχθηκαν τα εξής:

«If they are not challenged [τα ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής] as inconsistent with the contractual terms which the parties have agreed, they will determine such matters as when interim payments are due or completion must take place.»

 

Στρεφόμενος στο περιεχόμενο της επίμαχης έκθεσης, το οποίο επαναλαμβάνω έχω αναγνώσει για σκοπούς και μόνο του ενδιάμεσου ζητήματος που εγέρθηκε για εξέταση, παρατηρώ ότι αναδεικνύει και πραγματεύεται ζητήματα που η Εναγόμενη εγείρει ως διαφορές με τους Ενάγοντες και δικογραφούνται στην έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης της. Η έκθεση αυτή επιχειρείται να κατατεθεί στο παρόν Δικαστήριο ως μέρος της μαρτυρίας της Εναγομένης στα πλαίσια τεκμηρίωσης της δικογραφημένης εκδοχής της στα πλαίσια της υπεράσπισης και ανταπαίτησης που προβάλλει μέσα από την παρούσα δικαστική διαδικασία. Έχω προηγουμένως αναφερθεί στο πλαίσιο της εκδοχής της Εναγομένης που αφορά τη γραμμή υπεράσπισης της και τους ισχυρισμούς για τις ανταξιώσεις της, Δεν χρειάζεται να το επαναλάβω. Είναι αρκετό να λεχθεί ότι η επίμαχη έκθεση ασχολείται, αναλύει και σχολιάζει τα ζητήματα αυτά που η Εναγόμενη εγείρει στο δικόγραφο της και τα έχω επισημάνει, καταλήγοντας σε επιστημονικά ευρήματα και συμπεράσματα.

 

Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η έκθεση πραγματεύεται θέματα που θεωρούνται επίδικα για την παρούσα δικαστική διαδικασία ώστε το περιεχόμενο της να κατατεθεί ως μαρτυρία σχετική με τα ζητήματα αυτά. Εξ ορισμού επίδικα θέματα είναι ουσιώδη για την υπόθεση ζητήματα για τα οποία οι διάδικοι προβάλλουν διαφορετική εκδοχή, δηλαδή διαφωνούν. Βασικά είναι οι διαφορές των διαδίκων.

 

Για το επίμαχο έργο οι διάδικοι συμφώνησαν ότι τυχόν διαφορές θα επιλύονταν μέσω συγκεκριμένου μηχανισμού. Τα εδάφια (1), (2) και (3) του όρου 67, όπως αυτά έχουν τροποποιηθεί και αποτελούν μέρος του Τεκμηρίου 2, παρέχουν το πλαίσιο επίλυσης διαφορών που τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει. Θεωρώ χρήσιμο να καταγράψω αυτούσιες τις πρόνοιες του πιο πάνω όρου:      

«If any dispute or difference of any kind whatsoever shall arise between the Employer or the Engineer and the Contractor in connection with or arising out of the Works (whether during the progress of the works or after their completion and whether before or after the termination, abandonment or breach of the Contract) it shall in the first place be referred to and settled by the Engineer who within a period of 90 days after being requested by either party to do so shall state its decision in writing and give notice of the same to the Employee and the Contractor.

 

Such decision in respect of every matter so referred shall be final and binding upon the Employer and the Contractor until completion of the work and shall forthwith be given effect to by the Contractor who shall proceed with the Works with all due diligence whether notice of dissatisfaction in given by him or by the Employer as hereinafter provided or not.

 

If the Engineer has given a decision and given written notice thereof as aforesaid within a period of 90 days and no notice of dissatisfaction is given either by the Employer or the Contractor within a period of 90 days from receipt of such notice thereof the said decision of the Engineer shall remain final and binding upon the Employer and the Contractor. If the Engineer shall fail to give such decision for a period of 90 days after being requested to do so or if either the Employer or the Contractor be dissatisfied with any such decision of the Engineer then either the Employer or the Contractor may within 90 days after receiving notice of such decision or within 90 days after the expiration or the first named period or 90 days (as the case may be) require that the matters in dispute be referred to one or more Arbitrators to be appointed jointly by the Employer and the Contractor, or to be appointed on the application of either of them in accordance with the Rules of Arbitration of the Laws of Cyprus, and any such references shall be deemed to be a submission to Arbitration under the Rules of Arbitration of the Laws of Cyprus.

 

The Arbitrator shall have full power to open up, review and revise any decision, opinion, direction, certificate or valuation of the Engineer and neither party shall be limited in the proceedings before such Arbitrator to the evidence or arguments put before the Engineer for the purpose of obtaining his said decision. No decision given by the Engineer in accordance with the foregoing provision shall disqualify him from being called as a witness and fiving evidence before the Arbitrator on any matter whatsoever relevant to the dispute or difference referred to the Arbitrator as aforesaid. The reference to arbitration may proceed not with standing that the works shall not then be or be alleged to be complete, provided always that the obligations of the Employer, the Engineer and the Contractor shall not be altered by reason of the Arbitration being conducted during the Progress of the works.

 

The award and the Arbitrator shall be final and binding upon the parties.

 

Notwithstanding the foregoing the following shall not be subject to Arbitration.

 

(a)  Any decision of the Engineer which is given under the provisions of any Clause in these Conditions which expressly provides either that the Engineer’s decision shall be absolutely final; or that any decision of the Engineer shall lies in his absolute discretion.

(b)  Where it is expressed in these Conditions that any decision shall not be unreasonably given or withheld or some similar form is used, then that decision shall not itself be subject to Arbitration but the question whether it was given or withheld unreasonably, shall be subject to Arbitration under the Clause.

 

The expression “any decision of the Engineer” for the purposes of this Clause shall be deemed to include any opinion, direction request, valuation approval or other decision of any kind whatsoever.

 

For the purposes of this Sub-Clause, the addresses are those specified in the Appendix to Tender.»

 

Τα πιο πάνω καθιστούν σαφές ότι η διαδικασία επίλυσης διαφορών στην οποίαν οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει και ενσωμάτωσαν στο συμβόλαιο τους περιλαμβάνει δύο στάδια. Το δεύτερο στάδιο διαδέχεται το πρώτο και ενεργοποιείται μόνο εφόσον ολοκληρωθεί η πρώτη φάση. Παρόλο ότι υπάρχει περίπτωση είτε το πρώτο είτε το δεύτερο στάδιο να μην χρειαστεί να εφαρμοστεί, εντούτοις η ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη της δεύτερης φάσης του μηχανισμού επίλυσης διαφορών.

Το περιεχόμενο του όρου 67 παρέχει τη διαδικασία που συμφωνήθηκε από τους διαδίκους να εφαρμόζεται σε κάθε ένα από τα δύο στάδια του μηχανισμού επίλυσης διαφορών. Ερμηνεία των προνοιών του όρου 67 καταδεικνύει τη βούληση των διαδίκων ότι οποιαδήποτε διαφορά ή διαφωνία προκύψει σε σχέση με τις εργασίες του έργου είτε κατά την πρόοδο των εργασιών θα επιλύεται σε πρώτη φάση από τον μηχανικό του έργου. Η απόφαση του μηχανικού του έργου θα είναι δεσμευτική για τα μέρη μέχρι τη συμπλήρωση των εργασιών ανεξάρτητα αν οποιοδήποτε μέρος διαφωνεί μ’ αυτήν.

 

Εάν όμως ουδείς από τα μέρη διαφωνήσει με την απόφαση του μηχανικού του έργου εντός της καθορισμένης περιόδου, τότε η απόφαση αυτή θα είναι τελεσίδικη και δεσμευτική για τα μέρη. Σε περίπτωση που ο μηχανικός του έργου παραλείψει να εκδώσει την απόφαση του εντός του χρονικού διαστήματος που προνοείται ή σε περίπτωση που οποιοδήποτε από τα μέρη διαφωνεί με την απόφαση που εκδόθηκε από τον μηχανικό του έργου, τότε ενεργοποιείται το δεύτερο στάδιο του μηχανισμού. Ειδικότερα υπάρχει δικαίωμα παραπομπής της διαφοράς για επίλυση ενώπιον διαιτησίας εντός του χρονικού διαστήματος που προβλέπεται από τις πρόνοιες του όρου 67 με την απόφαση στη διαιτησία να είναι τελεσίδικη και δεσμευτική για τα μέρη.

 

Σημειώνεται ακόμη ρητά στις πρόνοιες του συγκεκριμένου όρου ότι ο διαιτητής ή οι διαιτητές που θα διοριστούν έχουν εξουσία να επανανοίγουν, ελέγχουν και αναθεωρήσουν οποιαδήποτε απόφαση, γνώμη, οδηγία, πιστοποιητικό ή εκτίμηση του μηχανικού του έργου. Αυτήν την εξουσία διατηρεί και το Δικαστήριο στα πλαίσια της αγγλικής απόφασης Beaufort Development (NI) Ltd v. Gilbert-Ash Ltd and another [1998] 2 All E.R. 778, η οποία επί του σημείου αυτού ανάτρεψε το σκεπτικό της προγενέστερης αγγλικής απόφασης στην υπόθεση Northern Regional Health Authority v. Derek Crouch Construction Co Ltd [1984] 2 All ER 175, αμφότερες τις οποίες αποφάσεις ανάφερε στο Δικαστήριο ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εναγομένης κατά την αγόρευση του.

 

Τα ζητήματα που η επίμαχη έκθεση πραγματεύεται παρουσιάζονται από την Εναγόμενη ως διαφορές που σύμφωνα με την ίδια χρήζουν επίλυσης στα πλαίσια δικαστικής διαδικασίας. Αρχικά το εγχείρημα αυτό προσκρούει στις πρόνοιες του όρου 67 που περιέχει ένα διαφορετικό μηχανισμό επίλυσης διαφορών.

 

Αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι ο μηχανικός του έργου δεν εξέδωσε οποιαδήποτε απόφαση δυνάμει του όρου 67. Επίσης δεν αμφισβητείται ότι η Εναγόμενη παραπονέθηκε για την κρίση του μηχανικού του έργου σε σχέση με εκδομένα πιστοποιητικά και για άλλα ζητήματα που εγείρονται μέσα από την έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης της ως επίδικα και αφορούν τις εργασίες του έργου. Παρόλο ότι δεν διευκρινίστηκε στο Δικαστήριο επ’ ακριβώς πότε και για ποια θέματα υπήρξε η επικαλούμενη αλληλογραφία προς τον μηχανικό του έργου, εντούτοις αυτή η παράλειψη δεν θεωρείται αποφασιστικής σημασίας. Μία πρόχειρη εικόνα της κατάστασης λαμβάνεται από το περιεχόμενο της επίμαχης έκθεσης.

 

Το βέβαιο είναι ότι η αποστολή τέτοιας επιστολογραφίας προς τον μηχανικό του έργου έγινε χωρίς να αναγράφεται ότι ζητείται απόφαση κατ’ επίκληση των προνοιών του όρου 67.1. Είναι γεγονός ότι οι πρόνοιες του όρου 67 δεν ξεκαθαρίζουν αν η παραπομπή στο μηχανικό του έργου θα πρέπει να γίνεται γραπτώς και με αναφορά ότι γίνεται δυνάμει του όρου 67.1. Ωστόσο επειδή μία τέτοια περίπτωση θα πρέπει να διαφοροποιείται από οποιεσδήποτε άλλες είναι αυτονόητο και συνάμα λογικό ότι για να επισυρθεί η προσοχή του μηχανικού του έργου θα πρέπει να του τονιστεί κατά τρόπο ρητό και σαφή ότι ζητείται η έκδοση απόφασης του επί του ζητήματος που θα του αναφέρεται συγκεκριμένα ποιο είναι, ως διαφορά που προέκυψε, κατ’ επίκληση των προνοιών του όρου 67.1. Τούτο επίσης θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο και στο άλλο μέρος που πρέπει να λαμβάνει γνώση ότι ενεργοποιείται τέτοια διαδικασία. Αυτό προκύπτει να χρειάζεται έχοντας υπόψη μου ότι σε τέτοια περίπτωση ζητείται από το μηχανικό του έργου να ασκήσει οιωνεί δικαστική κρίση εκδίδοντας απόφαση επί συγκεκριμένου ζητήματος που του παραπέμπεται, η οποία θα έχει στοιχείο δεσμευτικότητας για τα μέρη έστω υπό το ενδεχόμενο προσωρινής μορφής, δηλαδή μέχρι να ανατραπεί από απόφαση σε διαιτησία εάν και εφόσον ενεργοποιηθεί το δεύτερο στάδιο του μηχανισμού επίλυσης διαφορών.

 

Εάν εδώ η παραπομπή μιας ή περισσοτέρων συγκεκριμένων διαφορών για επίλυση τους στο μηχανικό του έργου δύναται στην πράξη να γίνει προφορικά ή γραπτά, είτε κάθε μία ξεχωριστά είτε όλες μαζί ενιαία κάτω από την ίδια ομπρέλα, είναι θέμα δυνατότητας παρουσίασης των πιο πάνω παραμέτρων στον μηχανικό του έργου προκειμένου αυτός να αντιληφθεί ποια αρμοδιότητα του καλείται να ασκήσει και πάνω σε ποια βάση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εναγομένης ευσεβάστως υπέβαλε ότι η Εναγόμενη εξέφρασε γραπτώς τα παράπονα του στον μηχανικό του έργου (§17, σελίδα 5 της γραπτής αγόρευσης του). Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω τον εν λόγω συνήγορο. Σε κάθε όμως περίπτωση θα πρέπει ο μηχανικός του έργου να αντιληφθεί ότι στην περίπτωση αυτή δεν θα ενεργήσει ως εκπρόσωπος της Εναγομένης υπό την ιδιότητα του μηχανικού αλλά ότι καλείται να αναλάβει το ρόλο του αμερόληπτου και ανεξάρτητου κριτή προκειμένου να αποφασίσει δυνάμει του όρου 67.1 επί των διαφορών που του παραπέμπονται για τον σκοπό αυτό και αφορούν δικές του αποφάσεις που έλαβε ως μηχανικός στο έργο. Στην τελική πρέπει ακόμη να ενημερώνονταν και οι Ενάγοντες για τη διεξαγωγή διαδικασίας επίλυσης διαφορών με βάση τις πρόνοιες του όρου 67.1 για να μπορούν να συμμετέχουν.

 

Αν τώρα ληφθεί υπόψη η αναφορά του μηχανικού του έργου προς το ΣΑΠΑ μέσα από επιστολή του πρώτου προς τον Γενικό Διευθυντή του δεύτερου ότι αν η τελευταία διαφωνούσε με τις πιστοποιήσεις προηγούμενων πιστοποιητικών που αφορούσαν εκτίμηση εργασιών στο έργο είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει το μηχανισμό επίλυσης διαφορών δυνάμει του όρου 67.1 (Τεκμήριο 88), είναι προφανές ότι ο μηχανικός του έργου δεν εξέλαβε την όποιαν γνωστοποίηση δυσαρέσκειας του ΣΑΠΑ προς το πρόσωπο του ότι συνιστούσε παραπομπή για επίλυση διαφορών ενώπιον του κατ’ επίκληση του όρου 67.1. Αυτό σημαίνει ότι δεν ενεργοποιήθηκαν οι πρόνοιες του όρου 67.1. Ούτε έλαβαν οποιαδήποτε τέτοια ειδοποίηση οι Ενάγοντες.

 

Την ίδια στιγμή δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι η θέση του συνηγόρου της Εναγομένης ότι ο μηχανικός του έργου είχε ως επιλογή να θεωρήσει ότι οι επιστολές παραπόνων του πελάτη του που αφορούν την πιστοποίηση ποσών για τις εργασίες του έργου αποτελούν παραπομπή διαφοράς για απόφαση δυνάμει του όρου 67.1 (§19(i), σελίδα 6 της γραπτής αγόρευσης του) συγκρούεται κάθετα με την μεταγενέστερη θέση του πως τα επίμαχα ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής τελούν υπό αναθεώρηση από το Δικαστήριο (§22, σελίδα 6 της γραπτής αγόρευσης του). Δεν μπορεί από τη μία ο ευπαίδευτος συνήγορος να επικαλείται ενεργοποίηση του μηχανισμού επίλυσης διαφορών δυνάμει του όρου 67.1 και από την άλλη να επικαλείται ότι το Δικαστήριο είναι αυτό που θα πρέπει να επιλύσει τις διαφορές αυτές.

 

Η μη έκδοση Τελικού Πιστοποιητικού και η μη ετοιμασία ή η μη επίτευξη συμφωνίας για ετοιμασία Τελικού Λογαριασμού, ως αναγνωρίστηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εναγομένης και δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά των Εναγόντων, δεν διαφοροποιεί την υπάρχουσα κατάσταση. Ούτε η θέση της Εναγομένης περί τερματισμού του συμβολαίου από μέρους της προσθέτει οτιδήποτε. Η ενεργοποίηση του συμφωνημένου μηχανισμού επίλυσης διαφορών είναι αυτοτελής και καλύπτει, ανάμεσα σ’ άλλα,  την περίπτωση όπου διαφορές στις εργασίες του έργου προέκυψαν είτε πριν είτε μετά τον τερματισμό του συμβολαίου (όρος 67.1). Η δε χρήση της φράσης «If any dispute or difference of any kind whatsoever shall arisein connection with or arising out of the Works …» (όρος 67.1) έχει ευρεία έννοια και το πεδίο δράσης της περιλαμβάνει πολύ μεγάλο φάσμα περιπτώσεων καλύπτοντας τις δικογραφημένες θέσεις της Ενάγουσας μέσα από την έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης, τις οποίες αναδεικνύει ως επίδικα θέματα της παρούσας υπόθεσης - διαφορές στο επίμαχο έργο που έχει με τους Ενάγοντες.

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής μου η δικογραφημένη θέση της Εναγομένης για ύπαρξη δόλου και συνομωσίας στην έκδοση ενδιάμεσων πιστοποιητικών πληρωμής και όχι μόνο, συνοδευόμενη από λεπτομέρειες που παραθέτει, η οποία θέση στην πορεία διαμορφώθηκε με βάση δηλώσεις του συνηγόρου της ενώπιον του Δικαστηρίου. Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό στην Εναγόμενη και χωρίς να αποφασίζω για την αλήθεια ή όχι των εν λόγω αναφορών της ή να τις αξιολογώ καθ’ οιονδήποτε τρόπο, οι εν λόγω τοποθετήσεις της δεν βοηθούν τα επιχειρήματα που προβάλλει στα πλαίσια του υπό κρίση ζητήματος υπό το φως ότι ουδέποτε ζητήθηκε ακύρωση του συνυποσχετικού επίλυσης διαφορών σε σχέση με τις εργασίες του συμβολαίου ‘Β’ της ‘Β’ Φάσης του Αποχετευτικού Έργου στην Επαρχία Πάφου, όπως αυτό περιέχεται στις πρόνοιες του όρου 67. Κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου έχει τεθεί εις γνώση του Δικαστηρίου (σε ότι αφορά το ζήτημα της ακύρωσης του συμφωνημένου πλαισίου – μηχανισμού επίλυσης διαφορών).

 

Χωρίς αμφιβολία η Εναγόμενη δεν εφάρμοσε τη συμφωνημένη ρήτρα παραπομπής και επίλυσης διαφορών σε σχέση με τις εργασίες του έργου ως προνοούν οι πρόνοιες του όρου 67, η οποία εφόσον δεν είχε ακυρωθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν σε ισχύ. Εκείνο που παραμένει στο προσκήνιο είναι η παρέκκλιση του ΣΑΠΑ και κατ’ επέκταση της Εναγομένης από τον μηχανισμό επίλυσης διαφορών που είχε συμφωνήσει με τους Ενάγοντες και κατέστη αναπόσπαστο μέρος του συμβολαίου, παρά την αυτοτέλεια που έχει.

 

Ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών εδράζεται σε συνυποσχετικό το οποίο παρόλο ότι περιέχεται στο συμβόλαιο διέπεται από στοιχείο ανεξαρτησίας σε σχέση με τους υπόλοιπους όρους του συμβολαίου (the doctrine of separability). Οι διάδικοι συμφώνησαν στην επίλυση των διαφορών τους που σχετίζονται με τις εργασίες του έργου μέσω του καθορισμένου μηχανισμού που περιγράφεται στις πρόνοιες του όρου 67. Όπως λέχθηκε πρόκειται για δύο στάδια διαδοχικής μορφής με το κάθε ένα να έχει τη δική του διαδικασία, αμφότερες οι οποίες περιγράφονται.

 

Σε ότι αφορά την αυτοτέλεια που έχει ο όρος 67, παραπέμπω στο αγγλικό νομικό σύγγραμμα Russel on Arbitration, 21η έκδοση, σελίδα 57, §2-061:

«The doctrine of separability greatly increases the scope of all arbitration clause. As mentioned above, the doctrine of separability establishes that an arbitration agreement has a separate life from the contract for which it provides the means of resolving disputes. This enables the arbitration agreement to survive breach of the contract of which it is a clause.»

 

[η έμφαση και  υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Στην παλαιά αγγλική υπόθεση Heyman v. Darwins Ltd [1942] AC 356 αποφασίστηκε ότι ένα συνυποσχετικό παραπομπής διαφορών για επίλυση τους ενώπιον διαιτησίας δεν τερματίζεται από την παράβαση συμβολαίου που υπήρχε μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Τόσο η απάρνηση για δέσμευση από το συμβόλαιο από το ένα μέρος όσο και η αποδοχή της αποκήρυξης του από το άλλο μέρος δεν μπορούν να τερματίσουν το συμφωνητικό έγγραφο διαιτησίας.

 

Παρόλο ότι τα πιο πάνω αναφέρονται σε συνυποσχετικό διαιτησίας, εντούτοις το πνεύμα της πιο πάνω νομικής αρχής της αυτοτέλειας απευθύνεται σε κάθε μορφή συμφωνίας επίλυσης διαφορών που περιλαμβάνεται σε συμβόλαιο. Επομένως στην προκειμένη περίπτωση η αρχή αυτή καλύπτει το συνυποσχετικό του μηχανισμού επίλυσης διαφορών, όπως αυτό περιλαμβάνεται στις πρόνοιες του όρου 67, το οποίο αποτελείται από δύο στάδια αλληλένδετα και αλληλεξαρτώμενα μεταξύ τους.

 

Με έχει προβληματίσει έντονα το γεγονός ότι το υπό κρίση ζήτημα εγέρθηκε μετά την έναρξη της ακρόασης της παρούσας υπόθεσης και συγκεκριμένα στο χρονικό σημείο όπου η πλευρά της Εναγομένης παρουσιάζει μαρτυρία προς απόδειξη της προβαλλόμενης υπεράσπισης και ανταπαίτησης της. Στο στάδιο αυτό είναι σημαντικό να επαναλάβω ότι τα δικογραφημένα ζητήματα που εγείρονται στην υπεράσπιση είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τα δικογραφημένα θέματα της ανταπαίτησης. Βάση αυτών η Εναγόμενη διεκδικεί ανταξιώσεις υπό τη μορφή τελικών θεραπειών.

 

Όπως έχει λεχθεί προηγουμένως, οι Ενάγοντες εδράζουν το αίτημα τους ότι δεν θα πρέπει να επιτραπεί η κατάθεση της επίμαχης έκθεσης στο Δικαστήριο επειδή     συνιστά μη αποδεκτή μαρτυρία (inadmissible evidence). Κατά τη γνώμη τους η επίμαχη έκθεση συνιστά μη αποδεκτή μαρτυρία επειδή ασχολείται με θέματα που εγείρονται πρόωρα (πρώτος πυλώνας του αιτήματος). Οι Ενάγοντες θεωρούν ότι τα θέματα εγείρονται πρόωρα επειδή υπάρχει συμφωνημένη ρήτρα επίλυσης διαφορών (όρος 67), η οποία θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή και έτσι τα θέματα αυτά να μην εκδικαστούν στα πλαίσια της παρούσας δικαστικής διαδικασίας. Στην ουσία επικαλούνται ότι ο όρος 67 είναι ο κατάλληλος μηχανισμός επίλυσης των ζητημάτων της υπεράσπισης και ανταπαίτησης, σε αντίθεση με το θέμα της απαίτησης το οποίο οι Ενάγοντες θεωρούν ότι θα πρέπει να παραμείνει για εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου. Εν συντομία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει, με συγκεκαλυμένη μορφή, ενδεχόμενο αναστολής της δικαστικής διαδικασίας σε ότι αφορά τα θέματα που περιέχονται στο δικόγραφο της υπεράσπισης και ανταπαίτησης υπό το φως του όρου 67. Τούτο επειδή τυχόν έγκριση της πτυχής αυτής του αιτήματος ουσιαστικά θα οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα αφού θα θέσει εκτός εκδίκασης την υπεράσπιση & ανταπαίτηση της Εναγομένης.

 

Δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός ότι η Εναγόμενη μετά το σημείωμα εμφάνισης της καταχώρησε υπεράσπιση & ανταπαίτηση. Στο στάδιο εκείνο οι Ενάγοντες είχαν την ευκαιρία να αιτηθούν αναστολή της διαδικασίας σε ότι αφορά τα ζητήματα που εγείρονται στην υπεράσπιση & ανταπαίτηση προκειμένου αυτά να παραπεμφθούν για επίλυση με βάση τις πρόνοιες του όρου 67. Το άρθρο 8 του περί Διαιτησίας Νόμου (Κεφ.4) παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο για αναστολή της δικαστικής διαδικασίας όταν υπάρχει συνυποσχετικό παραπομπής επίλυσης διαφορών σε διαιτησία. Επειδή ο συμφωνημένος μηχανισμός επίλυσης διαφορών, όπως αυτός αποτυπώνεται στις πρόνοιες του όρου 67, προνοεί για παραπομπή διαφορών σε διαιτησία, το άρθρο 8 του Κεφ.4 δύναται εδώ να τύχει εφαρμογής. Θεωρώ χρήσιμο να αναφερθώ στο περιεχόμενο του συγκεκριμένου άρθρου:

«Αv oπoιoσδήπoτε συμβαλλόμεvoς σε συvυπoσχετικό ή oπoιoδήπoτε πρόσωπo πoυ πρoβάλλει αξίωση μέσω τoυ ή βάσει oδηγιώv τoυ, αρχίζει oπoιαδήπoτε διαδικασία εvώπιov Δικαστηρίoυ κατά oπoιoυδήπoτε άλλoυ πρoσώπoυ πoυ είvαι συμβαλλόμεvoς στo συvυπoσχετικό ή κατά oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ πoυ πρoβάλλει αξίωση μέσω ή βάσει oδηγιώv τoυ, αvαφoρικά με oπoιoδήπoτε από τα θέματα πoυ συμφωvήθηκε vα παραπεμφθoύv σε διατησία, τότε oπoιoσδήπoτε από τoυς διαδίκoυς στηv εv λόγω διαδικασία δύvαται oπoτεδήπoτε μετά τηv εμφάvιση, και πριv παραδώσει oπoιεσδήπoτε γραπτές πρoτάσεις ή πρoβεί σε oπoιoδήπoτε άλλo στάδιo της διαδικασίας, vα απoταθεί στo Δικαστήριo για αvαστoλή της διαδικασίας και τo Δικαστήριo δύvαται vα εκδώσει διάταγμα για αvαστoλή της διαδικασίας αv ικαvoπoιηθεί ότι δεv υπάρχει λόγoς πoυ vα δικαιoλoγεί τη μη παραπoμπή τoυ θέματoς σε διαιτησία σύμφωvα με τo συvυπoσχετικό και ότι o αιτητής ήταv, όταv άρχισε η διαδικασία, και εξακoλoυθεί vα είvαι έτoιμoς και πρόθυμoς vα πράξει oτιδήπoτε τo αvαγκαίo για τηv καvovική διεξαγωγή της διατησίας.»           

 

[η έμφαση και  υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Το σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από τα πιο πάνω είναι η δυνατότητα καταχώρηση αίτησης από διάδικο του συνυποσχετικού για αναστολή της δικαστικής διαδικασίας προτού καταχωρήσει οποιοδήποτε δικόγραφο ή λάβει οποιοδήποτε δικονομικό διάβημα στην υπόθεση. Το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να υποχρεώσει ένα μέρος να επιλύσει τις διαφορές του με άλλο μέρος σε διαδικασία διαιτησίας. Εκείνο όμως που μπορεί να κάνει είναι να σπρώξει προς την κατεύθυνση της εφαρμογής του συνυποσχετικού (αν υπάρχει) αναστέλλοντας την ενώπιον του δικαστική διαδικασία που έχει εγερθεί για ζητήματα που μπορεί να επιλυθούν μέσω του συνυποσχετικού, εφόσον ένα από τα μέρη του συνυποσχετικού το ζητήσει χωρίς καθυστέρηση με σχετική αίτηση και νοουμένου ότι το Δικαστήριο ικανοποιηθεί για κάτι τέτοιο. Ένα από τα ζητήματα βέβαια που θα απασχολούσαν το Δικαστήριο να κρίνει εάν δικαιολογείται ή όχι η αναστολή της δικαστικής διαδικασίας που αφορά τα θέματα της υπεράσπισης & ανταπαίτησης είναι η επικαλούμενη δικογραφημένη θέση της Εναγομένης περί δόλου και/ή συνομωσίας μεταξύ του μηχανικού του έργου και των Εναγόντων κατά την άσκηση των εξουσιών, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τους με βάση το συμβόλαιο στα πλαίσια εκτέλεσης των εργασιών του έργου, υπό το φως του άρθρου 9 του Κεφ.4. Επί του σημείου αυτού σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το αγγλικό νομικό σύγγραμμα Russel on Arbitration, 21η έκδοση, σελίδα 325, §7-02:

«Where the other party wishes to have dispute referred to arbitration he must apply without delay to the court for a stay of the proceedings brought on breach of the agreement to arbitrate. The court has no power to compel a party to proceed with an arbitration. Rather, the arbitration agreement is enforced indirectly by the granting of a stay, so that a party wishing to pursue his claim can do so only by commencing arbitration proceedings. He is faced with a choice between arbitrating the claim or not pursuing it at all, for if a stay is granted there is no third option of having it dealt with by the court.»  

 

[η έμφαση και  υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Για λόγους που δεν γνωρίζει το Δικαστήριο οι Ενάγοντες δεν το έπραξαν. Αντί να λάβουν στο κατάλληλο στάδιο το πιο πάνω δικονομικό μέτρο που είχαν στη διάθεση τους που ήταν ευθύς μετά την καταχώρηση της έκθεσης υπεράσπισης & ανταπαίτησης, οι Ενάγοντες προχώρησαν στην καταχώριση του δικογράφου της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση με αποτέλεσμα η παρούσα υπόθεση να λάβει πορεία εκδίκασης. Έκτοτε λήφθηκαν διάφορα άλλα δικονομικά μέτρα, όπως για παράδειγμα αίτημα για κλήση της υπόθεσης για οδηγίες, ένσταση σε δύο περιπτώσεις σε αντίστοιχα αιτήματα δυνάμει του Κανονισμού 4 των περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικούς) Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2022, καταχώρηση ένστασης σε αίτηση τροποποίησης δικογράφου, καταχώρηση τροποποιημένης Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση και καθορισμός, με τη σύμφωνη γνώμη των Εναγόντων, της διαδικασίας προσκόμισης από έκαστο διάδικο μαρτυρικού υλικού κατά την ακρόαση της υπόθεσης αναφορικά με την απαίτηση και την ανταπαίτησης και ορισμός για ακρόαση επίσης με τη σύμφωνη γνώμη των Εναγόντων.

 

Η λήψη δικονομικού διαβήματος στην υπόθεση ή η καταχώριση δικογράφου από τον διάδικο του συνυποσχετικού συνεπάγεται υπαγωγή του στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Αυτό σημαίνει ότι η υπόθεση τίθεται για εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου παρά την ύπαρξη συνυποσχετικού επίλυσης διαφορών σε διαιτησία. Χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το αγγλικό νομικό σύγγραμμα Russel on Arbitration, 21η έκδοση, σελίδες 328-329, §7-010:

«The party making the application must not have delivered any pleadings or taken any other step in the proceedings. By serving pleadings or taking other steps in the proceedings a party submits to the jurisdiction of the court in respect of the claim and will not thereafter be able to obtain a stay requiring the other party to pursue his claim, if at all, by arbitration. In other words, by accepting the court’s jurisdiction to hear the case he is treated as electing to have the matter dealt with by the court rather than insisting on his contractual right to arbitrate. … The same applies to a counter-claim, and a party seeking to stay a counter-claim must not have taken any step on connection with the proceedings by way of counterclaim (Chappell v. North [1891] 2 Q.B. 252, Radio Publicity (Universal) Ltd v. Cie Luxembourgeoise de Radiodifusion [1936]2 All E.R. 721).» 

 

[η έμφαση και  υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Στην κυπριακή υπόθεση Προοδευτική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Κουρουκλίδη και άλλης (2002) 1 Α.Α.Δ. 1374 οι εφεσίβλητοι είχαν ασφαλίσει την οικία τους στη Λεμεσό με την εφεσείουσα για κάλυψη, μεταξύ άλλων κινδύνων και σεισμού. Μετά από σεισμό και μετασεισμικές δονήσεις η οικία υπέστη ζημιές. Οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν τον όρο 18 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ο οποίος προνοούσε ότι κάθε διαφορά που προκύπτει ως προς το ύψος οποιασδήποτε απώλειας ή ζημιάς, ανεξάρτητα από όλα τα άλλα θέματα θα παραπέμπεται σε διαιτησία, η δε απόφαση του διαιτητή επί του ποσού της ζημιάς, αν αυτή αμφισβητείται, θα είναι απαραίτητη προϋπόθεση (condition precedent) για οιονδήποτε δικαίωμα αγωγής που βασίζεται στο ασφαλιστήριο. Οι εφεσείοντες προέβαλαν πρωτόδικα αλλά και κατ’ έφεση το επιχείρημα ότι, λόγω της πιο πάνω ρήτρας, η αγωγή ήταν πρόωρη.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο ανάφερε ότι η ύπαρξη ρήτρας διαιτησίας δεν καταργεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αλλά παρέχει τη δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας (Halsburys Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 2, §645-§646). Παράλληλα αποφάσισε ότι παρόλο ότι οι εφεσείοντες είχαν τη δυνατότητα, κατ' επίκληση του άρθρου 8 του Κεφ.4, να αποταθούν για αναστολή της διαδικασίας και το Δικαστήριο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορούσε να εκδόσει διάταγμα αναστολής της διαδικασίας, εντούτοις αυτοί παρέλειψαν να ζητήσουν αναστολή της διαδικασίας. Αντίθετα καταχώρησαν υπεράσπιση και έλαβαν μέρος στην ακροαματική διαδικασία οπόταν και το Δικαστήριο, εφόσον ο διάδικος άφησε την αγωγή να προχωρήσει, δεν είχε πλέον τη δυνατότητα για άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να αναστείλει τη διαδικασία.

 

Καθοδηγούμενος από τα πιο πάνω, προκύπτει ότι με την παράλειψη των Εναγόντων να καταχωρήσουν αίτηση για αναστολή της διαδικασίας στο Δικαστήριο σε συνδυασμό με την καταχώρηση του δικογράφου της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση από μέρους τους, οι Ενάγοντες αποδέχτηκαν τα ζητήματα που εγείρονται στο δικόγραφο της Υπεράσπισης & Ανταπαίτησης της Εναγομένης με τα οποία διαφωνούν και θα μπορούσαν να είχαν επιλυθεί δυνάμει των προνοιών του όρου 67, να εκδικαστούν στα πλαίσια της υπό εξέλιξη ακρόασης της παρούσας υπόθεσης. Το συνυποσχετικό (όρος 67) δεν είναι παρά μία συμφωνία επίλυσης διαφορών των δύο διαδίκων της υπόθεσης αυτής πάνω σε συναινετική βάση που προκύπτουν σε σχέση με τις εργασίες του επίμαχου έργου συγκροτημένη σε δύο στάδια που μεταξύ τους είναι αλληλένδετα και αλληλεξαρτώμενα. Θα έλεγα ότι η όλη στάση και συμπεριφορά των Εναγόντων καταδεικνύει υπαγωγή τους στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για συνολική εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης μέσα από την υπό εξέλιξη ακροαματική διαδικασία.

 

Το ότι οι Ενάγοντες μέσα από την Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση τους δικογραφούν ισχυρισμό περί ανάγκης παραπομπής διαφορών για επίλυση στη βάση των προνοιών του όρου 67, δεν διαφοροποιεί το σκηνικό. Η καταχώρηση του συγκεκριμένου δικογράφου και γενικότερα η στάση και συμπεριφορά που οι Ενάγοντες επέδειξαν στη συνέχεια συνιστούν απόδειξη της εγκατάλειψης του δικαιώματος του για ενεργοποίηση του συνυποσχετικού επίλυσης διαφορών. Ταυτόχρονα υποδεικνύει τη συναίνεση τους για εκδίκαση των θεμάτων που εγείρονται στο δικόγραφο της Υπεράσπισης & Ανταπαίτησης της Εναγομένης στα πλαίσια της παρούσας δικαστικής διαδικασίας καθιστώντας το συνυποσχετικό ανενεργό στην ολότητα του (όρο 67).

 

Περαιτέρω στην προκειμένη περίπτωση μπορεί ακόμη να λεχθεί ότι ο καθορισμός, με τη σύμφωνη γνώμη των Εναγόντων, της διαδικασίας προσκόμισης από έκαστο διάδικο μαρτυρικού υλικού κατά την ακρόαση της υπόθεσης αναφορικά με την απαίτηση και την ανταπαίτηση διασφαλίζει τα δικαιώματα των Εναγόντων. Η υιοθέτηση της εισήγησης του συνηγόρου τους ότι πρώτα θα παρελάσουν μάρτυρες για σκοπούς απόδειξης της απαίτησης των Εναγόντων και ύστερα μάρτυρες υπεράσπισης της Εναγομένης και έπειτα θα προσέλθουν μάρτυρες της Εναγομένης για σκοπούς απόδειξης της ανταπαίτησης και στο τέλος μάρτυρες για την υπεράσπιση των Εναγόντων στην ανταπαίτηση της Εναγομένης, προστατεύει τους Ενάγοντες από οποιονδήποτε δυσμενή επηρεασμό των συμφερόντων τους, έχοντας υπόψη μου το στάδιο που βρίσκεται η υπό εξέλιξη ακροαματικής διαδικασίας όταν υποβλήθηκε το υπό εξέταση αίτημα τους (κατά την κυρίως εξέταση του ΜΥ2 της Εναγομένης στα πλαίσια προσκόμισης μαρτυρίας για την υπεράσπιση της Εναγομένης στην απαίτηση των Εναγόντων).

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα, η προώθηση για εκδίκαση των θεμάτων που εγείρονται στο δικόγραφο της Υπεράσπισης & Ανταπαίτησης της Εναγομένης στα πλαίσια της παρούσας δικαστικής διαδικασίας δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόωρη. Συνεπώς δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση των Εναγόντων ότι το επίμαχο έγγραφο πραγματεύεται ζητήματα που εγείρονται πρόωρα για το λόγο που επικαλέστηκαν. Κατά λογική προέκταση, το επιχείρημα των Εναγόντων ότι η επίμαχη έκθεση δεν θα πρέπει να επιτραπεί να κατατεθεί λόγω της ενασχόλησης της με τα θέματα του δικογράφου της Εναγομένης, κατ’ επίκληση του συνυποσχετικού δυνάμει των προνοιών του όρου 67, στερείται πειστικότητας.

 

Ως εκ τούτου, ο πρώτος πυλώνας του αιτήματος απορρίπτεται.

 

Το αίτημα των Εναγόντων εδράζεται και σε δεύτερο πυλώνα, ο οποίος προβλήθηκε διαζευκτικά. Περιλαμβάνει δύο σκέλη.

 

Το πρώτο σκέλος αφορά τη διαγραφή σωρεία καθορισμένων παραγράφων επί το ότι η επίμαχη έκθεση ασχολείται με ζητήματα, προβαίνει σε σχολιασμό συμπεριφορών και αποδίδει ευθύνη που δεν είναι της αρμοδιότητας του συντάκτη της, η οποία καταθέτει υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα.

 

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, έχω αναγνώσει πρόχειρα το επίμαχο έγγραφο. Το περιεχόμενο του σχετίζεται με επίδικα θέματα της υπόθεσης. Την ίδια στιγμή παρέχει εξειδικευμένη επιστημονική γνώση πάνω σε τεχνικής φύσεως ζητήματα.

 

Οι Ενάγοντες παραπονιούνται ότι η επίμαχη έκθεση ασχολείται με την ερμηνεία όρων συμβολαίου και καταλήγει σε συμπεράσματα που είναι αμιγώς νομικά, τα οποία και υπάγει στα γεγονότα.    

 

Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ετοιμασία έκθεσης από ένα εμπειρογνώμονα που πραγματεύεται τεχνικής φύσεως ζητήματα που προέκυψαν κατά την εκτέλεση εργασιών σε εργοληπτικό έργο, ως είναι οι οδηγίες που έλαβε να εξετάσει, προϋποθέτει, ανάμεσα σ’ άλλα, μελέτη των εγγράφων συμβολαίου στον εργοληπτικό τομέα μέρος των οποίων είναι νομικοί όροι (γενικοί και ειδικοί), τεχνικοί όροι - τεχνικές προδιαγραφές και άρθρα στο Δελτίο Ποσοτήτων που αλληλοκαλύπτονται. Η προσπάθεια ερμηνείας των εγγράφων συμβολαίου και εφαρμογή της στα τεχνικά θέματα είναι μέρος του εξειδικευμένου έργου του εμπειρογνώμονα που εξειδικεύεται στην ετοιμασία απαιτήσεων σε εργοληπτικά έργα, όπως η ΜΥ2 αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι είναι με την απαρίθμηση των ακαδημαϊκών και επαγγελματικών προσόντων της. Αν η ερμηνεία που η ΜΥ2 δίδει και/ή υπαγωγή της ερμηνείας που κάνει στα γεγονότα είναι ή όχι εσφαλμένη, είναι θέματα που θα κριθούν μέσα από την αξιολόγηση της έκθεσης και πιθανόν να αφορούν είτε όλο είτε μέρος του περιεχομένου της.

 

Το βασικό κείμενο της έκθεσης περιλαμβάνει 142 δαχτυλογραφημένες σελίδες. Κατά την πρόχειρη ανάγνωση του έχω συναντήσει διάφορα συμπεράσματα τεχνικής φύσεως. Κάποια συμπεράσματα που ενδεχομένως να δίδουν την εντύπωση ότι είναι νομικά συνδέονται άμεσα με προηγούμενες αναφορές τεχνικής φύσεως που σχετίζονται με τα επίδικα ζητήματα και με τα έγγραφα συμβολαίου.

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι κάποιες εκφράσεις διατυπώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε ενδεχομένως να ευνοούν τη δημιουργία εντύπωσης περί ύφους κριτικής, κατάληξης σε απόφασης, σχολιασμό συμπεριφορών και απόδοσης ευθυνών. Ωστόσο είναι θέμα που δεν επηρεάζει τυχόν κατάθεση του εγγράφου ως έχει αφού σε τελευταία ανάλυση δεν μπορεί παρά να έχει τη σημασία έκφρασης γνώμης εμπειρογνώμονα με ότι αυτό συνεπάγεται. Εκείνο που έχει σημασία είναι η τεχνική επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται και γενικά το όλο επιστημονικό σκεπτικό που παρατίθεται, τα οποία οδηγούν σε κάθε μία από αυτές τις επίμαχες εκφράσεις με γνώμονα πάντοτε τα επίδικα θέματα, τα οποία θα απασχολήσουν το Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της έκθεσης προκειμένου να κρίνει για την όποιαν τυχόν βαρύτητα θα πρέπει να της αποδοθεί και σε ποιο βαθμό αυτή πιθανό να είναι.

Ακόμη είναι η θέση των Εναγόντων ότι η επίμαχη έκθεση στερείται αμεροληψίας. Εκ πρώτης όψεως δεν έχω υπόψη μου συγκεκριμένα πειστικά στοιχεία που αντικειμενικά τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό αυτό. Ο τονισμός με μαύρο χρώμα ή με κεφαλαία ορισμένων αναφορών ή οι φράσεις/λέξεις που χρησιμοποιούνται για τη διατύπωση τους δεν καταδεικνύουν ότι η επίμαχη έκθεση χαρακτηρίζεται από έλλειψη αμεροληψίας. Είναι τρόπος έκφρασης της συγκεκριμένης εμπειρογνώμονα που πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση με την τεχνική επιχειρηματολογία και το όλο επιστημονικό σκεπτικό που την συνοδεύουν. Αν κάποιος προσεγγίσει το κείμενο στην ολότητα του και δεν περιοριστεί αποσπασματικά στη γραμματική ερμηνεία συγκεκριμένων λέξεων ή έστω φράσεων, θα αντιληφθεί ότι η συγκεκριμένη θέση των Εναγόντων δεν είναι πειστική. Το περιεχόμενο της έκθεσης, όπως αυτό αποτυπώνεται με την ανάλυση του επιστημονικού σκεπτικού της εμπειρογνώμονα, την επεξήγηση των τεχνικών επιχειρημάτων της και την παράθεση/επισύναψη από την ίδια στοιχείων προς υποστήριξη των εξειδικευμένων αναφορών της, ανεξάρτητα αν αυτά είναι ορθά ή λανθασμένα, καθορίζουν την εικόνα της αμεροληψίας και/ή ανεξαρτησίας του εγγράφου. Πάνω σ’ αυτή τη βάση κανένα στοιχείο τέθηκε ενώπιον μου από την πλευρά των Εναγόντων, το οποίο θα καθιστούσε πειστική την προβαλλόμενη θέση τους.

 

Επιπλέον οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η έκθεση πραγματεύεται γεγονότα που είναι επίδικα αλλά τα εκλαμβάνει ως δεδομένα. Αυτό είναι ζήτημα αξιολόγησης του περιεχομένου της έκθεσης και της όποιας βαρύτητας τυχόν της αποδοθεί είτε σε όλη της την έκταση είτε σε μέρος της. Οι Ενάγοντες, δια του συνηγόρου τους, έχουν το δικαίωμα να αντεξετάσουν τη μάρτυρα προκειμένου να αναδείξουν το επικαλούμενο μειονέκτημα για σκοπούς αξιολόγησης της. Το Δικαστήριο είναι αυτό που θα καταλήξει σε ευρήματα επί γεγονότων. Αν μέσα από την αξιολόγηση του επίμαχου εγγράφου αποδειχτεί ότι η ΜΥ2 στηρίχτηκε σε λανθασμένα γεγονότα προκειμένου να αναπτύξει το σκεπτικό της και να καταλήξει σε επιστημονικά ευρήματα, τότε αυτό ενδεχομένως να υπονομεύσει την αξιοπιστία της ως εμπειρογνώμονα και κατ’ επέκταση του πορίσματος της και αναπόφευκτα θα έχει αντίκτυπο στη βαρύτητα που τυχόν θα αποδοθεί στο συγκεκριμένο έγγραφο.

 

Επίσης οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η έκθεση ασχολείται με ύστατα ερωτήματα και με την εξαγωγή συμπερασμάτων για τα οποία καλείται το Δικαστήριο να αποφασίσει.

 

Η ιδιότητα του εμπειρογνώμονα με βάση την οποίαν ένα πρόσωπο καλείται να δώσει μαρτυρία στο Δικαστήριο, δεν του δίδει δικαίωμα να εκφράζει ανεξέλεγκτα την άποψη και τα συμπεράσματα του επί παντός θεμάτων. Ειδικότερα δεν ήταν επιτρεπτό για τον εμπειρογνώμονα να παραθέτει τη γνώμη του σε ότι αφορά το ύστατο ζήτημα που το Δικαστήριο καλείτο να αποφασίσει. Ωστόσο συμφωνώ με τη θέση του συνηγόρου της Εναγομένης ότι ο κανόνας αυτός στην πορεία έπαυσε να εφαρμόζεται σε αστικές υποθέσεις με την ίδια αυστηρότητα όπως στο παρελθόν. Προς τούτο επικαλούμαι την υπόθεση JP Morgan Chase Bank (formerly known as The Chase Manhattan Bank) and others v. Spronwell Navigation Corporation [2006] EWHC 2755 (Comm) στην οποίαν με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εναγομένης.

 

Επί των σημείων αυτών στην έκθεση της, η ΜΥ2 δύναται να αντεξεταστεί και οι απαντήσεις της σε συνάρτηση με τις αναφορές της θα τύχουν αξιολόγησης από το Δικαστήριο. Αν διαπιστωθεί ότι οι τοποθετήσεις της ΜΥ2 είναι εκτεθειμένες, η αξιοπιστία της ως εμπειρογνώμονα θα πληγεί με αντίστοιχο αντίκτυπο στην επίμαχη έκθεση της.

 

Όπως έχει λεχθεί, η επίμαχη έκθεση αντικρίζεται στο σύνολο της. Εφόσον σχετίζεται με τα επίμαχα θέματα και προς το σκοπό αυτό προβάλλει εξειδικευμένες αναφορές που εμπίπτουν στην ειδικότητα και στο πεδίο γνώσης της συγκεκριμένης εμπειρογνώμονα, αναπτύσσει τεχνική επιχειρηματολογία και επεξηγεί το επιστημονικό σκεπτικό της καταλήγοντας στα δικά της ευρήματα, οτιδήποτε πέραν αυτών είναι ζήτημα αξιολόγησης και άσκηση κρίσης από το Δικαστήριο αν πρέπει ή όχι να ληφθεί υπόψη και πόση τυχόν βαρύτητα να αποδοθεί στο συγκεκριμένο έγγραφο.

 

Εν πάση περιπτώσει, η επίμαχη έκθεση έχει συγκεκριμένη δομή. Είναι χωρισμένη σε ενότητες και μέσα από αυτές η εμπειρογνώμονας (ΜΥ2) παρουσιάζει το ιστορικό του έργου και τα γεγονότα όπως η ίδια τα αντιλαμβάνεται και πραγματεύεται επίδικα θέματα που δικογραφούνται τόσο στην έκθεση απαίτησης όσο και στην υπεράσπιση & ανταπαίτηση των Εναγομένων. Με αναφορά σε νομικούς και τεχνικούς όρους, άρθρα από το Δελτίο Ποσοτήτων και με παραπομπή σε αλληλογραφία-επιστολογραφία, παραθέτει τεχνικές πληροφορίες, προβάλλει τεχνικές αναφορές, αναλύει επιχειρήματα της και επεξηγεί το επιστημονικό σκεπτικό της. Κάθε ενότητα αποτελείται από παραγράφους, οι οποίες μεταξύ τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Τυχόν εγχείρημα να διαγραφούν αποσπασματικά φράσεις ή οι συγκεκριμένες παράγραφοι που η πλευρά των Εναγόντων εισηγήθηκε έμπρακτα δεν θα εξυπηρετήσει σε οτιδήποτε. Αντίθετα, θα έλεγα ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να επηρεαστεί η δομή του εγγράφου από μια τέτοια παρέμβαση και να αλλοιωθεί έτσι το επιστημονικό νόημα που η εμπειρογνώμονας θέλει να αποδώσει στο Δικαστήριο.

 

Παρόλα αυτά θα διατηρήσω κατά νου τις προαναφερόμενες ανησυχίες των Εναγόντων και σε συνδυασμό με την αντεξέταση της εμπειρογνώμονα επί του περιεχομένου της επίμαχης έκθεσης της, θα αξιολογήσω το έγγραφο αυτό με βάση τις αρχές και τους κανόνες που διέπουν το θέμα αυτό.

 

Συνεπώς το πρώτο σκέλος του δεύτερου πυλώνα του αιτήματος των Εναγόντων δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Το δεύτερο σκέλος αφορά τη διαγραφή συγκεκριμένων παραγράφων της επίμαχης έκθεσης επί το ότι το εν λόγω έγγραφο περιέχει γνώμες, επιχειρηματολογίες και υπολογισμούς, τα οποία δεν πηγάζουν από επιστημονικά συμπεράσματα της ΜΥ2 στα οποία η ίδια κατέληξε μέσα από προσωπική της έρευνα αλλά μετά από ενημέρωση που είχε από άλλους.

 

Με κάθε σεβασμό στους Ενάγοντες, η πιο πάνω θέση δεν αφορά ζήτημα αποδεκτότητας κατάθεσης μαρτυρίας εμπειρογνώμονα αλλά θέμα αξιολόγησης της. Το Δικαστήριο θα αναμένει το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας προκειμένου να κρίνει το βαθμό εμπλοκής αυτών των επικαλούμενων τρίτων προσώπων σε σχέση με το σκεπτικό που παρατίθεται, τα επιστημονικά ευρήματα και τα συμπεράσματα της ΜΥ2 που περιέχονται στην επίμαχη έκθεση.

 

Κατά συνέπεια ούτε το δεύτερο σκέλος του δεύτερου πυλώνα του αιτήματος των Εναγόντων ευσταθεί και ως εκ τούτου και αυτό απορρίπτεται.

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει το αίτημα των Εναγόντων απορρίπτεται στην ολότητα του. Συνακόλουθα το επίμαχο έγγραφο δύναται να κατατεθεί ως τεκμήριο στην ολότητα του, δηλαδή ως έχει.

 

 

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα, θεωρώ ορθό, λογικό και δίκαιο όπως αποτελέσουν μέρος των εξόδων της εκδίκασης της υπόθεσης.

 

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                     Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο