ZENISAVEL INVESTMENTS LIMITED ν. S. Z. ELIADES LEISURE LIMITED, Αρ. Απαίτησης (Μέρος 7): 404/2024, 30/5/2025
print
Τίτλος:
ZENISAVEL INVESTMENTS LIMITED ν. S. Z. ELIADES LEISURE LIMITED, Αρ. Απαίτησης (Μέρος 7): 404/2024, 30/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                 

         Αρ. Απαίτησης (Μέρος 7): 404/2024 I-Justice

Μεταξύ:

ZENISAVEL INVESTMENTS LIMITED (HE xxx), χχχ, Λευκωσία

                                                                                                                         Ενάγουσας

                                                            και

S. Z. ELIADES LEISURE LIMITED (HE xxx), xxx, Λευκωσία

                                                                                                Εναγομένης

 

Αίτηση ημερομηνίας 17.09.24 για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων

 

Ημερομηνία: 30.05.25

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα/Αιτήτρια: κα Δ. Χριστοδούλου για Ηρακλής Ν. Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη/Καθ’ ης η αίτηση: κος Μ. Δημοσθένους για Π. Ν. Κούρτελλος &

                                                            Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

                                                ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Στις 16.09.24 η Ενάγουσα υπέβαλε Έντυπο Απαίτησης δυνάμει του Μέρους 7 με το οποίο ζητεί τις πιο κάτω θεραπείες:

(α)       διάταγμα ειδικής εκτέλεσης σύμβασης ημερ. 22.07.16 πώλησης οικίας στην επαρχία Πάφου στην οποίαν η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι προνοείται η υποχρέωση εξασφάλισης των αναγκαίων αδειών και πιστοποιητικών για την έκδοση ξεχωριστού τίτλου ιδιοκτησίας με απώτερο σκοπό τη  μεταβίβαση της ιδιοκτησίας της από την Εναγόμενη στην ίδια,

(β)       ποσό ύψους €6.000 που θεωρεί ότι της οφείλεται από την Εναγόμενη στα πλαίσια παραχώρησης άδειας χρήσης της οικίας δυνάμει συμφωνίας άδειας χρήσης της ημερ. 26.07.16 για την περίοδο από 26.07.16 μέχρι 25.07.22 με συμφωνημένο τίμημα €1.000 ετησίως,

(γ)        αποζημιώσεις ύψους €200.000 ετησίως και/ή ως απώλεια ενδιάμεσων οφελών για τις ζημιές που η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστηκε και θα συνεχίσει να υφίσταται συνεπεία παράνομης επέμβασης και/ή παράνομης κατοχής της οικίας από την Εναγόμενη από 26.07.22 μέχρι παράδοση ελεύθερης και κενής της κατοχής της οικίας

(δ)        έκδοση διαταγμάτων απαγορευτικής και προστακτικής φύσεως εναντίον της Εναγομένης για άρση της κατ’ ισχυρισμό παράνομης επέμβασης και παράδοσης κενής και ελεύθερης της κατοχής της οικίας απαλλαγμένης από εμπράγματα βάρη,

(ε)        την επιδίκαση γενικών και/ή ειδικών και/ή παραδειγματικών και/ή τιμωρητικών αποζημιώσεων ένεκα επιλήψιμης συμπεριφοράς που αποδίδεται στην Εναγόμενη,

(στ)      διαζευκτικά της έκδοσης διατάγματος ειδικής εκτέλεσης σύμβασης ημερ. 22.07.16, ζητείται η επιδίκαση αποζημιώσεων ύψους €3.500.000 για ζημιές που η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστηκε επικαλούμενη παράβαση σύμβασης και/ή δόλο και/ή επίδειξη αμελούς συμπεριφορά από μέρους της Εναγομένης.

 

Το έντυπο απαίτησης συνοδεύεται από έκθεση απαίτησης. Στις 14.01.25 καταχωρίστηκε έκθεση υπεράσπισης από την Εναγόμενη.

 

Την επόμενη ημέρα που καταχωρίστηκε το Έντυπο Απαίτησης της παρούσας υπόθεσης, δηλαδή στις 17.09.24, η Ενάγουσα προώθησε δια κλήσεως ενδιάμεση αίτηση στην οποίαν αιτείται την έκδοση των πιο κάτω ενδιάμεσων διαταγμάτων, το λεκτικό των οποίων καταγράφω αυτούσιο:

«1.    Προσωρινό Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να απαγορεύεται στην Καθ’ ης η αίτηση και/ή αντιπροσώπους και/ή πληρεξούσιους της και/ή γενικά σε κάθε πρόσωπο φυσικό και νομικό, το οποίο σχετίζεται και/ή το οποίο ενεργεί εκ μέρους και/ή για λογαριασμό της Καθ’ ης η αίτηση, υπό οιανδήποτε ιδιότητα και/ή υπό οιεσδήποτε περιστάσεις και/ή ελκεί οποιοδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον από αυτήν, να εισέρχεται και/ή επεμβαίνει και/ή παρεμβαίνει και/ή παραμένει και/ή χρησιμοποιεί και/ή κατέχει και/ή διεξάγει εργασίες και/ή διαμένει εντός του οικίας με αρ. Α4 η οποία ανεγέρθηκε εντός των ακινήτων με αρ. εγγραφής 2/xxx, Φ/Σχ. xx/21W1, τεμ. xx4 στη Πάφο, Δήμο Γεροσκήπου, Ενορία Κολώνη και στο ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/9xxx, Φ/Σχ. xx/13, τεμ. xx6, στη Πάφο, Μαραθούντα (στο εξής η «Οικία»).

2.      Προσωρινό Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να απαγορεύεται στην Καθ’ ης η αίτηση και/ή αντιπροσώπους και/ή συγγενείς και/ή πληρεξούσιους του και/ή γενικά σε κάθε πρόσωπο φυσικό και νομικό, το οποίο σχετίζεται και/ή το οποίο ενεργεί εκ μέρους και/ή για λογαριασμό της Καθ’ ης η αίτηση, υπό οιανδήποτε ιδιότητα και/ή υπό οιεσδήποτε περιστάσεις και/ή έλκει οποιοδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον από αυτήν, να προβαίνει σε οιεσδήποτε εργασίες και/ή προσθήκες και/ή να απομακρύνει και/ή να τοποθετήσει οιανδήποτε κινητά περιουσιακά στοιχεία εντός της Οικίας και/ή υποστατικού, μέχρι την αποπεράτωση της αγωγής ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

3.      Προσωρινό προστατικό Διάταγμα του δια του οποίου η Καθ’ ης η αίτηση και/ή οι αντιπρόσωποι και/ή συγγενείς και/ή πληρεξούσιοι της και/ή γενικά κάθε πρόσωπο φυσικό και νομικό, το οποίο σχετίζεται και/ή το οποίο ενεργεί εκ μέρους και/ή για λογαριασμό της Καθ’ ης η αίτηση, υπό οιανδήποτε ιδιότητα και/ή υπό οιεσδήποτε περιστάσεις και/ή έλκει οποιοδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον από αυτόν, να παραδώσει ελεύθερη και κενή κατοχή της Οικίας εντός 7 ημερών από την επίδοση του εν λόγω διατάγματος.

4.      Προσωρινό Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο η Καθ’ ης η αίτηση αν παρ’ όλα αυτά εάν ήθελε να εξακολουθήσει να παρεμβαίνει και/ή επεμβαίνει και/ή παραμένει και/ή χρησιμοποιεί και/ή κατέχει την Οικία είτε προσωπικά είτε με οιονδήποτε άλλον τρόπο, να καταβάλλει στην Αιτήτρια το ποσό των €300.00 ημερησίως, το οποίο η Αιτήτρια θα εισπράττει από την έκδοση του επίδικου διατάγματος με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων της, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αίτησης και/ή της παρούσας αγωγής και την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

5.      Προσωρινό Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να απαγορεύεται στην Καθ’ ης η αίτηση να διαφημίζει την Οικία στην ιστοσελίδα της και/ή να την θέτει προς πώληση.

6.      Οποιανδήποτε περαιτέρω θεραπεία ή διάταγμα που το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο και εύλογο υπό τις περιστάσεις.»

 

Νομική βάση της αίτησης είναι, ανάμεσα σ’ άλλα, το άρθρο 32 του Ν.14/60, τα άρθρα 4, 5 & 9 του Κεφ.6, τα Μέρη 23 & 25 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, το άρθρο 43 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ.148), τα άρθρα 23, 25, 26, 30 & 35 του Συντάγματος, οι αρχές επιείκειας, οι συμφυείς εξουσίες και η πρακτική ου Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή και που σύμφωνα με την Ενάγουσα δικαιολογούν την έκδοση των αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων, περιέχονται σε ένορκη δήλωση του κυρίου xxxx Ηλιάδη, ένας εκ των διοικητικών συμβούλων της Ενάγουσας. Προς υποστήριξη του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης επισυνάπτονται διάφορα έγγραφα.

 

Στην ένορκη δήλωση καταγράφεται το ιστορικό των επαγγελματικών σχέσεων των διαδίκων και γίνεται επίκληση γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, όπως τα αντιλαμβάνεται η Ενάγουσα. Επίσης σημειώνονται στοιχεία και προβάλλονται οι λόγοι που σύμφωνα με τον ομνύοντα πληρούν τις προϋποθέσεις για την έκδοση των ενδιάμεσων διαταγμάτων που αξιώνονται. Το σύνολο των γεγονότων που παρουσιάζονται προδιαγράφουν την εκδοχή της Ενάγουσας.

 

Η Εναγόμενη αντέδρασε στις 08.11.24 με την καταχώρηση εντύπου ένστασης στην υπό κρίση αίτηση επί 10 λόγων. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Αναφορά σ’ αυτούς θα γίνει στη συνέχεια. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έκδοσης των ενδιάμεσων διαταγμάτων που ζητούνται.

 

Η νομική βάση της ένστασης της Εναγομένης είναι ουσιαστικά παρόμοια μ’ αυτήν της υπό κρίση αίτησης με επιπλέον αναφορά στον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο (Κεφ.96).

 

Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της κυρίας xxxx Κουσταή. Δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που ανέλαβε την νομική εκπροσώπηση της Εναγομένης στην παρούσα υπόθεση. Στην ένορκη δήλωση επισυνάπτονται έγγραφα που κατά τη γνώμη της Εναγομένης τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης. Στην ουσία μέσα από την ένορκη δήλωση αναλύονται και επεξηγούνται οι λόγοι ένστασης. Παράλληλα προβάλλονται γεγονότα που παραπέμπουν στην παρούσα υπόθεση από την γωνία αντίληψης της Εναγομένης, στη βάση των οποίων θεωρεί ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε το επιλήψιμο από μέρους τους. Τα επικαλούμενα γεγονότα σκιαγραφούν την εκδοχή της Εναγομένης στην παρούσα υπόθεση.

 

Ακολούθως αμφότερες πλευρές καταχώρησαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις. Ομνύοντες ήταν πάλι ο xxxx Ηλιάδης για την Ενάγουσα (Αιτήτρια) και η xxxx Κουσταή για την Εναγόμενη (Καθ’ ης η αίτηση).

 

Δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η επαναδιατύπωση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων αίτησης και ένστασης. Γι’ αυτό δεν προτίθεμαι να επαναλάβω εκείνα που αναφέρονται σ’ αυτές. Ωστόσο εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται, θα αναφέρομαι σε αποσπάσματα από το περιεχόμενο τους.

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε γραπτές και προφορικές αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Στρέφομαι ευθύς να εξετάσω την παρούσα αίτηση υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί.

 

Η Εναγόμενη παραπονιέται ότι η υπό κρίση αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή καταχρηστική επειδή ενώ από τη μία ο ομνύοντας της Ενάγουσας αμφισβητεί το διορισμό του Παραλήπτη/Διαχειριστή (στο εξής «Π/Δ») με την αγωγή αρ. 110/2021 του Ε.Δ. Λευκωσίας από την άλλη αναγνωρίζει το διορισμό του Π/Δ στην παρούσα υπόθεση καλώντας τον να συμμορφωθεί με κατ’ ισχυρισμό συμβατικές υποχρεώσεις της Εναγομένης. Πρόκειται για τον 1ο λόγο ένστασης. Η Ενάγουσα δεν συμμερίζεται το παράπονο της Εναγομένης και παρουσιάζει τη δική της θέση.

 

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η παρατυπία και/ή αντικανονικότητα και/ή κατάχρηση της διαδικασίας που αποδίδεται στην υπό κρίση αίτηση συνδέεται με την στάση που ο ομνύοντας της Ενάγουσας τηρεί στο ζήτημα διορισμού Π/Δ την οποίαν η Εναγόμενη θεωρεί πως είναι αντιφατική για το λόγο που προβλήθηκε πιο πάνω, ο οποίος, κατά την Εναγόμενη, συνιστά δύο αντίθετες εκδοχές.

Προτού εξεταστεί η εν λόγω θέση της Εναγομένης, θεωρώ χρήσιμο να θέσω το πραγματικό υπόβαθρο που αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων. Συγκεκριμένα περί τις αρχές του έτους 2019 η Τράπεζα Κύπρου διόρισε πρόσωπο που κατονομάζεται ως Π/Δ των περιουσιακών στοιχείων της Εναγομένης και ενός άλλου νομικού προσώπου δυνάμει δύο ομολόγων κυμαινόμενης επιβάρυνσης ημερ. 29.02.08 και 22.09.08. Η νομιμότητα και εγκυρότητα διορισμού του Π/Δ τελεί υπό αμφισβήτηση με την καταχώρηση της αγωγής αρ. 110/2021 του Ε.Δ Λευκωσίας από τον ομνύοντα της Ενάγουσας υπό την προσωπική του ιδιότητα και από το άλλο νομικό πρόσωπο εναντίον της Τράπεζας Κύπρου, του κατονομαζόμενου Π/Δ και της Εναγομένης (Τεκμήριο 3 ΕΔ ένστασης). Η εκδίκαση της αγωγής αυτής εκκρεμεί μέχρι σήμερα.

 

Ενόψει των πιο πάνω γεγονότων, η Εναγόμενη δεν έχει δίκαιο να παραπονιέται. Η νομιμότητα και εγκυρότητα διορισμού του Π/Δ δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα διαδικασία. Αποτελεί επίδικο θέμα που θα εξεταστεί στα πλαίσια της αγωγής αρ. 110/2021. Από τη στιγμή που ο διορισμός του Π/Δ είναι γεγονός που συνέβηκε και μέχρι σήμερα δεν υπάρχει διάταγμα ακύρωσης και/ή ανάκλησης του διορισμού από αρμόδιο Δικαστήριο, ορθά η Ενάγουσα δεν ασχολείται με το θέμα αυτό, χωρίς να σημαίνει ότι δεν χρήζει εξέτασης στην υπόθεση που εγέρθηκε και αποτελεί επίδικο ζήτημα.

 

Πέραν και ανεξαρτήτως του πιο πάνω, η θέση που προέβαλε η Ενάγουσα στο συγκεκριμένο ζήτημα με βρίσκει σύμφωνο. Όπως φαίνεται από το κλητήριο ένταλμα της αγωγής αρ. 110/2021, η αμφισβήτηση της νομιμότητας και εγκυρότητας του διορισμού του Π/Δ προέρχεται από τον ομνύοντα της παρούσας αίτησης υπό την προσωπική του ιδιότητα και όχι εκ μέρους και για λογαριασμό της Ενάγουσας. Η Ενάγουσα δεν είναι διάδικος στην αγωγή εκείνη. Το γεγονός ότι διάδικος είναι ένας εκ των διευθυντών της Ενάγουσας υπό τη προσωπική του ιδιότητα δεν καθιστά την Ενάγουσα μέρος στην αγωγή εκείνη. Όπως λέχθηκε στην Καλησπέρα v. Δρυάδη και άλλης (1998) 1 Α.Α.Δ. 867 και στην Σολομού v. Εταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1Α Α.Α.Δ. 300, η εταιρεία αποτελεί αυτοτελή νομική οντότητα, ανεξάρτητη από τους μετόχους και διευθυντές της (Salomon v. Salomon (1897) A.C. 22). Με γνώμονα την πιο πάνω βασική αρχή του εταιρικού δικαίου, η αναφορά της Εναγομένης μέσα από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένστασης της με την οποίαν αφήνεται σαφώς να εννοηθεί ότι η συμμετοχή του ομνύοντα της παρούσας αίτησης ως διαδίκου στην αγωγή αρ. 110/2021 πρεσβεύει θέσεις της Ενάγουσας (§19 ΕΔ ένστασης) στερείται ερείσματος.

 

Επομένως η Εναγόμενη δεν έχει δίκαιο να παραπονιέται. Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η υπό κρίση αίτηση δεν χαρακτηρίζεται από στοιχεία παρατυπίας, αντικανονικότητας και/ή κατάχρησης. Έπεται ότι ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως ανεδαφικός.

Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι το ζήτημα της κατάχρησης εγείρεται με βάση το ίδιο σκεπτικό και στην έκθεση υπεράσπισης της Εναγομένης (§1). Το Δικαστήριο αποφάσισε για το ζήτημα αυτό στα πλαίσια της υπό κρίση ενδιάμεσης αίτησης στη βάση των στοιχείων που είχε ενώπιον του. Εάν και εφόσον κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης προβληθούν επιπρόσθετα στοιχεία, το ζήτημα της κατάχρησης δύναται να εξεταστεί εκ νέου. Το ζήτημα της κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας δύναται να εξεταστεί σε οποιοδήποτε στάδιο κριθεί ότι οι περιστάσεις το επιβάλλουν και το όλο θέμα εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των συγκεκριμένων γεγονότων (Μ & Π Αρτοποιείο Άγιος Μάμας Λίμιτεδ v. χχχ Αθανασίου Ποινική Έφεση Αρ. 104/2019 ημερ. 03.07.20), ECLI:CY:AD:2020:B216.

 

Περαιτέρω η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η Ενάγουσα «ηθελημένα και/ή εσκεμμένα παραπλάνησε το Δικαστήριο και/ή δεν προέβηκε σε ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων τα οποία όφειλε να αποκαλύψει στο Δικαστήριο και/ή εσκεμμένα παρουσιάζει μία αναληθή και/ή παραπλανητική εικόνα πραγμάτων σε τέτοιο βαθμό που δεν δικαιούται να αξιώνει θεραπείες του δικαίου της επιείκειας.»  Η θέση αυτή της Εναγομένης αποτυπώνεται στον 9ο λόγο ένστασης της. Με τη θέση αυτή φαίνεται να διαφωνεί η Ενάγουσα η οποία ευσεβάστως υπέβαλε ότι δεν βρίσκουν αντίκτυπο επειδή η υπό κρίση αίτηση προωθήθηκε δια κλήσεως.

 

Η πλήρης αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων τα οποία, αντικειμενικά κρινόμενα, μπορούν να επενεργήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να παράσχει θεραπεία, εδώ της έκδοσης των αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων, αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή που καταφεύγει στην χορήγηση θεραπείας με μονομερή αίτηση (Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, The Timberland of USA v. Evans & Sons Ltd κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1179, Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Limited (1996) 1 Α.Α.Δ. 597 και Δήμος Πάφου v. Βοσκού (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1168). Τούτο επειδή το Δικαστήριο στην απουσία του άλλου μέρους, εναντίον του οποίου ζητείται μονομερώς η αξιούμενη θεραπεία, προχωρεί στη λήψη απόφασης βασιζόμενο μόνο στα στοιχεία και γεγονότα που περιέχονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση. Γι’ αυτό, στα πλαίσια εξέτασης αίτησης όπου ο Καθ’ ου η αίτηση δεν λαμβάνει μέρος και δεν έχει την ευκαιρία στο στάδιο εκείνο να ακουστεί κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης, η ένορκη δήλωση του Αιτητή πρέπει να αποκαλύπτει όλα τα ουσιώδη γεγονότα που είναι σχετικά και μπορούν να επηρεάζουν την κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο καλείται να αποφασίσει χωρίς παραπλάνηση και παραπληροφόρηση. Η πρόθεση για απόκρυψη είναι άσχετη και δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση του διατάγματος.

 

Επομένως η πιο πάνω αναφορά της Εναγομένης θα είχε βαρύνουσα έως καταλυτική σημασία αν στα πλαίσια της αίτησης αυτής εξεταζόταν κατά πόσο δικαιολογείται η συνέχιση ή όχι ενδιάμεσου διατάγματος που είχε εκδοθεί μονομερώς. Ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση οφείλω να υπενθυμίσω ότι από την αρχή η παρούσα αίτηση προωθήθηκε δια κλήσεως. Αυτό σημαίνει ότι η εν λόγω αίτηση επιδόθηκε στην Εναγόμενη, η οποία από την αρχή έλαβε γνώση της αίτησης αυτής και του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης αλλά και του μαρτυρικού υλικού που τη συνοδεύουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο η Εναγόμενη αμέσως συμμετείχε στην παρούσα διαδικασία και προωθώντας την ένσταση της παρουσίασε τις δικές της θέσεις προτού το Δικαστήριο αποφασίσει για την τύχη της παρούσας αίτηση. Με βάση το δεδομένο αυτό δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης υποχρέωσης για αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων και κατ’ επέκταση απόκρυψης στοιχείων επειδή η Εναγόμενη προστατεύεται από τέτοια τυχόν παραπλάνηση με την ευκαιρία που έχει από την αρχή να παραθέσει τις δικές της θέσεις, γεγονότα και στοιχεία στο Δικαστήριο προτού κριθεί κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων, πράγμα που έχει πράξει.

 

Στη βάση των πιο πάνω η εισήγηση της Ενάγουσας κρίνεται ορθή. Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός ένστασης δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Η Εναγόμενη επίσης επικαλείται ότι η Ενάγουσα ευθύνεται για υπέρμετρη καθυστέρηση στη λήψη οποιονδήποτε μέτρων / διαβημάτων για προστασία των έννομων συμφερόντων της και ότι λόγω αυτής της καθυστέρησης δεν δικαιούται σε οποιεσδήποτε θεραπείες του δικαίου της επιείκειας (8ος λόγος ένστασης). Ειδικότερα είναι η θέση της ότι ενώ ο επίδικος χρόνος των επίμαχων συμφωνητικών εγγράφων είναι το έτος 2016, η παρούσα αγωγή και η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκαν μετά πάροδο 8 ετών (§33 ΕΔ ένστασης). Από την άλλη η Ενάγουσα δεν συμμερίζεται την άποψη αυτή και προβάλλει τα δικά της επιχειρήματα σε σχέση με το θέμα αυτό.

 

Με κάθε σεβασμό στην Εναγόμενη δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση της. Τα αιτούμενα διατάγματα ουσιαστικά επιδιώκουν απαγόρευση εισόδου και κατοχής της επίμαχης οικίας από την Εναγόμενη και παράλληλα παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της στην Ενάγουσα. Σε σχέση με το σημείο αυτό, αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι δυνάμει γραπτής συμφωνίας που συνομολογήθηκε μεταξύ των διαδίκων περί τις 22.07.16 (Τεκμήριο ‘Ζ’ ΕΔ αίτησης), συμφωνήθηκε η πώληση της οικίας από την Εναγόμενη στην Ενάγουσα. Ακολούθως περί τις 26.07.16 καταρτίστηκε συμφωνητικό έγγραφο μεταξύ των διαδίκων με το οποίο παραχωρήθηκε άδεια χρήσης της οικίας για περίοδο 6 ετών έναντι ετήσιου ανταλλάγματος €1.000 (Τεκμήριο ‘Η’ ΕΔ αίτησης). Η περίοδος ισχύς της συμφωνίας έληξε στις 25.07.22. Επειδή, όπως φαίνεται και δεν αμφισβητήθηκε, η Εναγόμενη συνεχίζει να κατέχει την οικία χωρίς να την έχει παραδώσει στην Ενάγουσα παρά τις εκκλήσεις της, η τελευταία απέστειλε σχετική επιστολή ημερ. 01.11.23 (Τεκμήριο ‘Θ’ ΕΔ αίτησης). Η Εναγόμενη απάντησε με επιστολή της ημερ. 21.11.23 (Τεκμήριο ‘Ι’ ΕΔ αίτησης) και η Ενάγουσα απέστειλε νέα επιστολή της ημερ. 03.01.24 (Τεκμήριο ‘Κ’ ΕΔ αίτησης). Όλα αυτά δεν τελούν υπό αμφισβήτηση.

 

Έχοντας υπόψη μου τη χρονική αλληλουχία του πιο πάνω πραγματικού υποβάθρου σε- συνάρτηση με το χρόνο καταχώρησης της παρούσας αγωγής στις 16.09.24 και της υπό κρίση αίτησης στις 17.09.24, δεν διαπιστώνω να υπάρχει υπέρμετρη καθυστέρηση στην επιδίωξη έκδοσης των αιτουμένων διαταγμάτων. Ουδεμία ολιγωρία μπορεί να αποδοθεί στην Ενάγουσα αναφορικά με το χρόνο προώθησης της παρούσας υπόθεσης. Σε κάθε περίπτωση μέσα από την έκθεση των αδιαμφισβήτητων γεγονότων που περιβάλλουν το συγκεκριμένο ζήτημα και στα οποία έχω κάνει αναφορά προηγουμένως, παρατηρώ ότι ο χρόνος που παρήλθε, υπό τις περιστάσεις, δικαιολογείται μέσα από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση. Η δε μη δικογράφηση του δόγματος της ολιγωρίας στην έκθεση υπεράσπισης της Εναγομένης θεωρώ ότι ενισχύει το σκεπτικό του Δικαστηρίου. Επίσης η μη έγερση ζητήματος παραγραφής στην έκθεση υπεράσπισης σχετικά με την γραπτή συμφωνία ημερ. 26.07.16 θεωρώ ότι ενισχύει περαιτέρω το σκεπτικό του Δικαστηρίου (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Κλεάνθους (2013) 1 Α.Α.Δ. 158).  

 

Με βάση τα όσα έχουν σχολιαστεί πιο πάνω, ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Επιπλέον η Εναγόμενη επικαλείται ότι η υπό κρίση είναι «νόμω και ουσία αβάσιμη και αστήρικτη» και γι’ αυτό χρήζει απόρριψης (μέρος 6ου λόγου ένστασης). Αντίθετα η Ενάγουσα θεωρεί ότι η αίτηση αυτή είναι βάσιμη και θα πρέπει να επιτύχει.

 

Με κάθε σεβασμό στην Εναγόμενη η εν λόγω τοποθέτηση της συνιστά συμπέρασμα και όχι λόγο ένστασης με συγκεκριμένο και σαφή νόημα που χρήζει εξέτασης στα πλαίσια του αντικειμένου εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας. Τα επιχειρήματα που προβάλλονται θα εξεταστούν και θα κριθούν από το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης των κριτηρίων του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίου Νόμου του 1960 (Ν.14/60), του άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ.6) και γενικά των παραμέτρων που πρέπει να συντρέχουν, πάντοτε με γνώμονα το αντικείμενο εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας και γενικότερα το σκοπό που αυτή έχει.

 

Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω, ο λόγος ένστασης δεν έχει έρεισμα για να χρήζει αυτοτελή εξέταση με τον γενικό τρόπο και την αόριστη μορφή που έχει διατυπωθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Επιπροσθέτως η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδώσει τα αιτούμενα ενδιάμεσα διατάγματα και/ή ορισμένα εξ’ αυτών επειδή αποτελούν τελικές θεραπείες και τυχόν έκδοση τους από το στάδιο αυτό θα συνιστά κρίση επί της ουσίας της αντιδικίας των διαδίκων. Η θέση αυτή της Εναγομένης αποτυπώνεται στο υπόλοιπο μέρος του 6ου λόγου ένστασης καθώς επίσης στον 7ο λόγο ένστασης. Η Ενάγουσα προφανώς δεν συμμερίζεται την πιο πάνω άποψη της Εναγομένης.

 

Η νομολογία υποδεικνύει ότι όπου το αίτημα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων είναι ταυτόσημο με τα αιτούμενα διατάγματα της αγωγής και τυχόν έκδοση τους επιφέρει ουσιαστικά και τον τερματισμό διαφοράς μεταξύ των διαδίκων ή του ενδιαφέροντος τους να συνεχίσουν με την εκδίκαση της αγωγής, η έγκριση του θα πρέπει να αποφεύγεται (Σταυράκης και άλλος v. Δήμος Λευκωσίας, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε68/13, ημερ. 24.03.15). Το Δικαστήριο αποφεύγει να εκδώσει προσωρινό διάταγμα υπέρ του ενάγοντα όταν αυτό θα ισοδυναμεί με απόφαση στην αγωγή χωρίς να έχει δοθεί η ευκαιρία στον εναγόμενο να αμφισβητήσει μέσα από τη δίκη την ουσία της αγωγής.

 

Παρόλα αυτά, στην υπόθεση Penderhill Holdings Ltd κ.α. v. Abramchyk κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 319/11 ημερ. 13.01.14 αναγνωρίστηκε η δυνατότητα του Δικαστηρίου να παρέχει ταυτόσημες θεραπείες με την αγωγή σε κατάλληλη περίπτωση, χωρίς έτσι να αποκλείεται κατά κανόνα η χορήγηση τους. Όπως εξηγήθηκε, το ζήτημα εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης και αποτελεί θέμα ειδικών περιστάσεων. Δηλαδή εξετάζεται εκεί όπου η ανάγκη και η φύση το επιβάλλει. Αυτό που λέχθηκε είναι ότι το «ανεπιθύμητο» δεν μπορεί να εξισωθεί με «απαγόρευση». Το ότι το ανεπιθύμητο δεν εξισώνεται με απαγόρευση και ότι δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού της ουσιαστικής θεραπείας ενδιαμέσως, αν αυτή ορθά και δικαίως ζητείται είχε λεχθεί και προηγουμένως στην υπόθεση Avila Management Services Limited και άλλη v. Frantisek Edsberg (2012) 1 Α.Α.Δ. 1403.

 

Προς ενίσχυση των πιο πάνω παραπέμπω στο κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Διατάγματα’ των Αρτέμη & Ερωτοκρίτου, σελίδες 152-154.

 

Στην παρούσα υπόθεση αποτελεί ουσιώδες επίδικο θέμα ποιος διάδικος είναι αυτός που έχει δικαίωμα κυριότητας της οικίας. Επίσης αποτελεί βασικό επίδικο ζήτημα ποιος είναι ο διάδικος που δικαιούται σε κατοχή, χρήση και εκμετάλλευση της εν λόγω οικίας. Πρόκειται για ζητήματα που θα εξεταστούν και θα κριθούν μέσα από την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης. Αυτό εύκολα κάποιος μπορεί να το διαπιστώσει αν ανατρέξει στο περιεχόμενο των δικογράφων. Ενδεικτικά παραπέμπω στις §27 & §28 της έκθεσης απαίτησης καθώς επίσης στις §10 & §18 της έκθεσης υπεράσπισης. Απόρροια των πιο πάνω επιδίκων θεμάτων αποτελεί η αξίωση της Ενάγουσας για έκδοση διαταγμάτων απαγορευτικής και προστακτικής φύσεως για άρση χρήσης της οικίας και παράδοσης κενής και ελεύθερης κατοχής της από την Εναγόμενη, ως μέρος των τελικών θεραπειών (§31 (Η), (Θ) & (Ι) της έκθεσης απαίτησης). Παράλληλα από τα προαναφερόμενα επίδικα θέματα πηγάζει η επίσης τελική θεραπεία της Ενάγουσας για επιδίκαση ειδικών και γενικών αποζημιώσεων (§31 (ΣΤ) & (Κ) της έκθεσης απαίτησης).

 

Στην υπό κρίση αίτηση παρατηρώ ότι οι ενδιάμεσες θεραπείες που η Ενάγουσα αξιώνει υπό τα σημεία (1) & (3) πράγματι ταυτίζονται με τρεις εκ των διαφόρων τελικών θεραπειών που απαιτεί στην υπόθεση (§31 (Η), (Θ) & (Ι) της έκθεσης απαίτησης). Το απόλυτο λεκτικό που χρησιμοποιείται στο περιεχόμενο των ενδιάμεσων θεραπειών υπό τα σημεία (1) & (3) καθιστά αντιληπτό ότι πρόκειται για περίπτωση που εάν εκδοθούν θα επιλυθούν τελεσίδικα τα προαναφερόμενα επίδικα θέματα υπέρ της Ενάγουσας χωρίς να παρέχεται η ευκαιρία στην Εναγόμενη να παρουσιάσει τις θέσεις της προσκομίζοντας μαρτυρικό υλικό μέσα από την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης. Είναι αντιληπτό ότι η ενδιάμεση αξίωση για παράδοση ελεύθερης και κενής της κατοχής της οικίας εντός 7 ημερών από την επίδοση προστακτικού διατάγματος σε συνδυασμό με την ενδιάμεση θεραπεία για απαγορευτικό διάταγμα εισόδου, επέμβασης και κατοχής της εν λόγω οικίας δεν μπορεί παρά μόνο να επιφέρει τον τερματισμό των επιδίκων διαφορών που άπτονται της κυριότητας, κατοχής, χρήσης και εκμετάλλευσης της οικίας. Σε τέτοια περίπτωση θα σημαίνει εκ των προτέρων αναγνώριση ύπαρξης δικαιωμάτων προς όφελος συγκεκριμένου διαδίκου εις βάρος του άλλου, κάτι που αποτελεί εξέταση ως μέρος της ουσίας της υπόθεσης. Το γεγονός ότι αμφότερες ενδιάμεσες θεραπείες δεν διατυπώνουν να ζητείται η έκδοση τους με διάρκεια ισχύος μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης ενισχύει το σκεπτικό του Δικαστηρίου ότι τυχόν έκδοση τους ρυθμίζει από το στάδιο αυτό ουσιαστικές διαφορές των διαδίκων που αφορούν κυριότητα, κατοχή, χρήση και εκμετάλλευση της εν λόγω οικίας.

 

Ομοίως η ενδιάμεση θεραπεία που η Ενάγουσα επιδιώκει υπό το σημείο (4) ταυτίζεται με αντίστοιχη τελική θεραπεία που αξιώνει στην υπόθεση (§31 (ΣΤ) της έκθεσης απαίτησης. Πρόκειται για αξίωση που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα προαναφερόμενα επίδικα θέματα. Η επιδίωξη για επιδίκαση συγκεκριμένου ημερήσιου ποσού συνδέεται ευθέως με τα βασικά θέματα ουσίας της αγωγής περί κυριότητας, κατοχής, χρήσης και εκμετάλλευσης της εν λόγω οικίας. Συνεπώς ισχύουν, κατ’ αναλογία, τα όσα έχω αναφέρει προηγουμένως, χωρίς να χρειάζεται να τα επαναλάβω.

 

Εν πάση περιπτώσει, αν εκδοθούν τα αιτούμενα ενδιάμεσα διατάγματα η επίμαχη οικία θα περιέλθει στην κατοχή της Ενάγουσας η οποία ταυτόχρονα  θα εισπράττει χρήματα από την Εναγόμενη που σχετίζονται με την κατοχή της την στιγμή που η Εναγόμενη δεν θα συνεχίζει να την κατέχει. Με τον τρόπο αυτό η Ενάγουσα θα μπορεί να χρησιμοποιήσει την οικία, να την εκμεταλλευτεί και βεβαίως να την αποξενώσει ενώ παράλληλα θα επωφεληθεί οικονομικά και θα μπορεί να σπαταλήσει αυτά τα χρήματα που θα εισπράττει. Αυτό θα ισοδυναμούσε με τελική απόφαση επί των ζητημάτων αυτών χωρίς να χρειαστεί η εξέταση της εκ διαμέτρου αντίθετης εκδοχής της Εναγομένης. Η Εναγόμενη δεν θα έχει την ευκαιρία να προβάλει τις θέσεις της επί των συγκεκριμένων ζητημάτων μέσα από την ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης. Σε τελευταία ανάλυση η σημασία της προβολής της εκδοχής της Εναγόμενης στα εν λόγω θέματα εκμηδενίζεται εκ προοιμίου, πράγμα που δεν επιτρέπεται.

 

Το σκεπτικό του Δικαστηρίου δεν έχει να κάνει αφ’ εαυτό με το ότι το περιεχόμενο των συγκεκριμένων αξιούμενων ενδιάμεσων θεραπειών είναι πανομοιότυπο μ’ αυτό των τελικών θεραπειών που επιδιώκονται αλλά με το ότι ο τρόπος διατύπωσης του και η μορφή που έχει, σε περίπτωση έκδοσης τους από το αρχικό αυτό στάδιο, αποκλείουν την ουσιαστική θεραπεία ενδιαμέσως, χωρίς έτσι να υπάρχει αναγκαιότητα εξέτασης τους κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης. Υπό το φως των δεδομένων η παρούσα περίπτωση δεν θεωρείται κατάλληλη για να καλύπτεται από το σκεπτικό των Penderhill Holdings Ltd κ.α. v. Abramchyk κ.α. (πιο πάνω) και Avila Management Services Limited και άλλη v. Frantisek Edsberg (πιο πάνω).

   

Ωστόσο το ίδιο δεν μπορεί να λεχθεί ότι συμβαίνει με τις άλλες δύο αιτούμενες ενδιάμεσες θεραπείες. Οι αξιώσεις αυτές δεν εμπλέκονται με την επίλυση επιδίκων θεμάτων που θα απασχολήσουν το Δικαστήριο κατά την ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης. Είναι θεραπείες που έκδηλα καταδεικνύουν τον ενδιάμεσο χαρακτήρα τους.  

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα, οι λόγοι αυτοί ένστασης επιτυγχάνουν.  

 

Όλοι οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης θα εξεταστούν μαζί επειδή άπτονται των κριτηρίων και γενικά παραμέτρων που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να δικαιολογείται η έκδοση των αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων. Είναι βασικά η θέση της Εναγομένης ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις ενώ αντίθετα η Ενάγουσα θεωρεί ότι αυτές ικανοποιούνται.

 

Η έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων διέπεται από το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60 μετά των συναφών τροποποιήσεων. Το εν λόγω άρθρο αποτελεί το γενικό δικαιοδοτικό υπόβαθρο που παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του, να εκδώσει οποιοδήποτε προστακτικό ή απαγορευτικό παρεμπίπτον διάταγμα που θα έκρινε δίκαιο ή πρόσφορο. Το θέμα αυτό εξετάστηκε σε σωρεία κυπριακών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Όταν επιζητείται διάταγμα που να δεσμεύει το ακίνητο από αποξένωση ή επιβάρυνση, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής έρεισμα στη νομική βάση αποτελεί και το άρθρο 4 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ.6) μετά των συναφών τροποποιήσεων. Αν η περιουσία είναι το αντικείμενο της αγωγής τότε το άρθρο 4 αποκτά αυτοτέλεια και μπορεί να εξεταστεί ανεξάρτητα των γενικότερων προϋποθέσεων του άρθρου 32. Όμως, όπου η περιουσία δεν είναι το αντικείμενο της αγωγής, τότε η αίτηση εξετάζεται με βάση τις προϋποθέσεις του άρθρου 32, οι οποίες είναι ευρύτερης εφαρμογής από ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 4.

 

Επομένως το άρθρο 32 του Ν.14/60 καλύπτει όλες τις περιπτώσεις έκδοσης διαταγμάτων (δηλαδή καλύπτει την έκδοση όλων των ειδών διαταγμάτων – διηνεκών και παρεμπιπτόντων) ενώ το άρθρο 4 του Κεφ.6 εφαρμόζεται στην ειδική περίπτωση που έχει αναφερθεί αμέσως προηγουμένως στα πλαίσια έκδοσης μόνο παρεμπίπτοντος διατάγματος (βλέπε κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Διατάγματα-Injunctionsσελίδες 38-41 και 101-197). Σχετικές είναι οι υποθέσεις Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231, Stavros Hotels Apartments Ltd κ.α. (Αρ.2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 836 και Marketrends (Capital Market) Ltd v. Γεωργίου (2002) 1Γ Α.Α.Δ. 1759.

 

Κλασσική επί του προκειμένου θεωρείται η απόφαση στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Another (1982) 1 C.L.R. 557 όπου επανατοποθετήθηκε η αρχή πως για την επιτυχή επίκληση του άρθρου 32 απαιτούνται τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν.  Αυτές είναι:

(1)        Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.

(2)        Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας.

(3)        Να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση/οριστικοποίηση του αιτουμένου διατάγματος.

Για να ισχύει το άρθρο 4 του Κεφ.6, η περιουσία επί της οποίας επιδιώκεται η έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος θα πρέπει να αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής και παράλληλα να είναι περίπτωση όπου η μη έκδοση διατάγματος θα προκαλέσει ζημιά στην περιουσία ή στο πρόσωπο που διαθέτει συμφέρον σ’ αυτήν ενόσω εκκρεμεί τελική δικαστική απόφαση σε ζήτημα που επηρεάζει το πρόσωπο αυτό ή περιουσία ή ενόσω εκκρεμεί η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης. Αυτές είναι οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 όταν αυτό εξετάζεται ανεξάρτητα του άρθρου 32 του Ν.14/60 υπό τη μορφή αυτοτέλειας.

 

Μετά την σωρευτική ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, καλείται να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο και εύλογο να εκδώσει/συνεχίσει να ισχύει το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου v. Πασχάλης Χατζηβασίλης (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 152). Οι παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κατά την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας είναι διάφοροι.

 

Το πρώτο κριτήριο του άρθρου 32 ικανοποιείται με την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση της καταχωρημένης δικογραφίας. Η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης έχει σχέση με τη νομική αξίωση της απαίτησης και καθιστά μια πρωταρχική ανάλυση της νομικής θέσης, επιβεβλημένη ώστε να τοποθετηθεί η υπόθεση στο ορθό νομικό πλαίσιο και να επισημανθεί το νομικό της υπόβαθρο. Δηλαδή να θεμελιώνεται νομικά και μόνο η αξίωση με βάση τα όσα περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις.

 

Εδώ που υπάρχει συμπληρωμένη δικογραφία σχετικά έγγραφα θεωρούνται οι έγγραφες προτάσεις και οι ένορκες δηλώσεις. Με βάση την έκθεση απαίτησης η παρούσα αγωγή καταχωρίστηκε από προοριζόμενο ιδιοκτήτη της επίμαχης οικίας (Ενάγουσα) και στρέφεται εναντίον της εγγεγραμμένης ιδιοκτήτριας της (Εναγόμενη) δυνάμει σύμβασης πώλησης που κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου περί τις 02.08.16 με αναφερόμενο πωλητή την Εναγόμενη και ως αγοραστή την Ενάγουσα έναντι ανταλλάγματος. Η Ενάγουσα δικογραφεί παράνομη επέμβαση και παράνομη συνέχιση κατοχής της οικίας από την Εναγόμενη για συγκεκριμένη περίοδο και παράλληλα δικογραφεί ισχυρισμό ότι υπέστη ζημιές από την κατ’ ισχυρισμό επιλήψιμη συμπεριφορά που χρεώνει στην άλλη πλευρά. Σε σχέση με τα πιο πάνω, η Ενάγουσα μέσα από την έκθεση απαίτησης της διεκδικεί την έκδοση διαταγμάτων για άρση κατ’ ισχυρισμό παράνομης επέμβασης και επιστροφής ελεύθερης και κενής της κατοχής της οικίας. Περαιτέρω αξιώνει ειδική εκτέλεση της σύμβασης πώλησης με σκοπό τη μεταβίβαση τίτλου ιδιοκτησίας εις το όνομα της καθώς επίσης την επιδίκαση ειδικών και γενικών αποζημιώσεων που θεωρεί ότι δικαιούται ένεκα ζημιών που επικαλείται ότι υπέστηκε συνεπεία της επιλήψιμης συμπεριφοράς που επιρρίπτει στην Εναγόμενη.

 

Όπως περιλαμβάνεται στην έκθεση απαίτησης, μεταξύ των διαδίκων συνομολογήθηκαν διάφορες συμφωνίες που αφορούσαν την επίμαχη οικία. Μία από αυτές που δικογραφείται είναι η συμφωνία ημερ. 10.12.12 που αφορά την ανάπτυξη της επίμαχης οικίας, στο οποίο συμφωνητικό έγγραφο παρέχεται επιλογή αγοράς της εν λόγω οικίας, νοουμένου ότι το συμβατικό αυτό δικαίωμα ασκείτο μέχρι την ημερομηνία που καθορίζεται και με τον τρόπο που προσδιορίζεται. Σε σχέση μ’ αυτό υπάρχει δικογραφημένη αναφορά ότι το δικαίωμα αγοράς ασκήθηκε εντός της συμφωνημένης περιόδου και με τον τρόπο που η σύμβαση προνοούσε.

 

Επίσης δικογραφείται ότι οι διάδικοι συνομολόγησαν σύμβαση ημερ. 22.07.16 για πώληση της οικίας από την Εναγόμενη στην Ενάγουσα έναντι συμφωνημένου ανταλλάγματος, το ύψος του οποίου σημειώνεται στην έκθεση απαίτησης. Σύμφωνα με την Ενάγουσα, το τίμημα πώλησης εξοφλήθηκε. Ακόμη δικογραφείται η θέση ότι μεταξύ των διαδίκων υπογράφηκε συμφωνία ημερ. 26.07.16 με την οποίαν η Ενάγουσα παραχώρησε στην Εναγόμενη δικαίωμα και/ή άδεια χρήσης της οικίας για συγκεκριμένη περίοδο. Είναι η δικογραφημένη θέση της Ενάγουσας ότι παρόλο που η περίοδος παροχής άδειας χρήσης έληξε και παρά το ότι η Ενάγουσα ζήτησε γραπτώς την κατοχή της οικίας, εντούτοις η Εναγόμενη παρέλειψε να το πράξει μέχρι σήμερα με αποτέλεσμα να υποστεί ζημιές και να συνεχίζει να υφίσταται απώλειες.

 

Από την άλλη, η Εναγόμενη μέσα από την έκθεση υπεράσπισης επικαλείται ύπαρξη παρανομίας στη σύμβαση πώλησης για τους λόγους που παραθέτει, συνεπεία της οποίας ισχυρίζεται ακυρότητα της. Είναι η δικογραφημένη θέση της Εναγομένης ότι η ακυρότητα της σύμβασης πώλησης συμπαρασύρει σε ακυρότητα όλες τις υπόλοιπες συμβάσεις που δικογραφούνται στην έκθεση απαίτησης ισχυριζόμενη ότι μέρος της αντιπαροχής τους μολύνεται από παρανομία. Σύμφωνα ακόμη με την Εναγόμενη, η Ενάγουσα δεν διαθέτει κανένα δικαίωμα επί της οικίας ενώ αρνείται ότι προκάλεσε και ότι προκαλεί οποιεσδήποτε ζημιές στην Ενάγουσα ώστε η τελευταία να δικαιούται σε οποιεσδήποτε αποζημιώσεις.

 

Στη βάση των πιο πάνω, εκ πρώτης όψεως υπάρχουν προσδιορισμένο αγώγιμο δικαίωμα που χρήζει εξέτασης. Υπάρχουν σαφείς και συγκεκριμένες νομικές αξιώσεις που απαιτούνται από πλευράς της Ενάγουσας εναντίον της Εναγομένης, το πλαίσιο των οποίων προσδίδουν στην παρούσα υπόθεση ξεκάθαρο νομικό υπόβαθρο. Κρίνω ότι έχει αποκαλυφθεί συζητήσιμη υπόθεση αφού υπάρχουν ζητήματα τα οποία θα πρέπει να εξεταστούν ενώπιον του Δικαστηρίου όπως αυτά δικογραφούνται στην έκθεση απαίτησης της Ενάγουσας υπό το φως της εκδοχής της Εναγομένης η οποία προβάλλεται μέσα από την έκθεση υπεράσπισης. Τέτοια θέματα που καλείται το Δικαστήριο να εξετάσει είναι η νομιμότητα και εγκυρότητα συμφωνητικών εγγράφων, κατά πόσο υπάρχει ή όχι δυνατότητα ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης πώλησης της οικίας, ο καθορισμός δικαιούχου σε ότι αφορά σε κυριότητα, κατοχή, χρήση και εκμετάλλευση της οικίας, κατά πόσο υπήρξε ή όχι παράνομη επέμβαση στην οικία από την Εναγόμενη, εάν η Ενάγουσα υπέστη ή όχι και/ή υφίσταται ή όχι ζημιές από τυχόν επιλήψιμη συμπεριφορά της Εναγομένης και κατά πόσο η Ενάγουσα δικαιούται ή όχι σε οποιεσδήποτε από τις τελικές θεραπείες που αξιώνει.

 

Έπεται ότι η πρώτη προϋπόθεση ικανοποιείται.  

 

Η πρώτη προϋπόθεση είναι σε κάποιο βαθμό αλληλένδετη και συνήθως εξετάζεται σε συνδυασμό με το δεύτερο κριτήριο, το οποίο ικανοποιείται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα και συνίσταται στην παρουσίαση ορατής πιθανότητας επιτυχίας. Είναι αρκετό για τις Ενάγουσες να δείξουν ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση/δυνατότητα επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι ο απαιτούμενος βαθμός απόδειξης σε αστικές υποθέσεις (Πουργουρίδη v. Μέζου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201). Η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας γίνεται με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία η οποία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη τέτοιας πιθανότητας (Κυτάλα κ.α. v Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253). Αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από τη μαρτυρία, πέραν της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015), είναι ότι οι Ενάγοντες έχουν προοπτικές επιτυχίας οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα.

 

Στην προκειμένη περίπτωση παρατηρώ ότι αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων και/ή εν πάση περιπτώσει δεν αποτελούν σημεία αμφισβήτησης τους τα πιο κάτω:

(1)        Η Εναγόμενη είναι η μόνη και αποκλειστική εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της επίμαχης οικίας (έπαυλη Α4 στην επαρχία Πάφου).

(2)        Η πολεοδομική άδεια βάση της οποίας θα ανεγειρόταν η εν λόγω οικία εξέπνευσε στην πορεία.

(3)        Η Ενάγουσα διέθετε συμβατικό δικαίωμα αγοράς επί της οικίας.

Παράλληλα δεν έχει αμφισβητηθεί η θέση της Εναγομένης ότι αίτηση για ανανέωση πολεοδομικής άδειας απορρίφθηκε καθώς επίσης δεν έχει αμφισβητηθεί η αναφορά ότι μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί άδεια οικοδομής και πιστοποιητικό έγκρισης για την οικία.

 

Πέραν των πιο πάνω, με βάση το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου φαίνεται ότι οι διάδικοι υπέγραψαν μεταξύ τους συμφωνία ημερ. 22.07.16 για πώληση της επίμαχης οικίας από την Εναγόμενη στην Ενάγουσα (Τεκμήριο ‘Ζ’ ΕΔ αίτησης), στην οποίαν αναγνωρίζεται ότι δόθηκε ειδοποίηση από την Ενάγουσα στην Εναγόμενη που αφορά άσκηση δικαιώματος που συμβατικά δημιουργήθηκε μέσω της §4.2 της σύμβασης ημερ. 10.12.12 μεταξύ των διαδίκων αυτών (η οποία σύμβαση επισυνάπτεται ως Τεκμήριο ‘Γ’ ΕΔ αίτησης), το οποίο συμβατικό δικαίωμα ίσχυε μέχρι τις 31.12.16. Βάση του όρου 3.1 της σύμβασης πώλησης, αναφέρεται ότι το συμφωνημένο τίμημα πώλησης έχει εξοφληθεί. Βάση δε του όρου 2.4 της σύμβασης πώλησης, η Εναγόμενη θα έπρεπε να παραδώσει την οικία στην Ενάγουσα με την ολοκλήρωση της εν λόγω συμφωνίας. Ακόμη βάση του όρου 4.2 της σύμβασης πώλησης, η Ενάγουσα δικαιούται να κατέχει και να απολαμβάνει την οικία από την ημερομηνία παράδοσης της οικίας σ’ αυτήν από την Εναγόμενη. Η έκδοση ξεχωριστού τίτλου ιδιοκτησίας, με βάση τη σύμβαση πώλησης, ήταν υποχρέωση της Εναγομένης με την συνεργασία της Ενάγουσας προς υλοποίηση του σκοπού αυτού (όροι 5,1, 5.2 & 5.3 σύμβασης πώλησης).

 

Το ότι αποστάλθηκε στην Εναγόμενη σχετική ειδοποίηση σε σχέση με την άσκηση δικαιώματος αγοράς της οικίας που πηγάζει από τη σύμβαση ημερ. 10.12.12 φαίνεται να επιβεβαιώθηκε από την Εναγόμενη με επιστολή της ημερ. 19.07.16 (Τεκμήριο ‘ΣΤ’ ΕΔ αίτησης), προφανώς εις απάντηση της γραπτής ειδοποίησης ημερ. 08.07.16 για άσκηση του εν λόγω συμβατικού δικαιώματος από την Ενάγουσα προς την Εναγόμενη (Τεκμήριο ‘Ε’ ΕΔ αίτησης), η διάρκεια ισχύος του οποίου φαίνεται να επεκτάθηκε μέχρι τις 31.12.16 κατόπιν τροποποιητικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων ημερ. 27.04.16 (Τεκμήριο ‘Δ’ ΕΔ αίτησης).

 

Με βάση το πιστοποιητικό εγγραφής των ακινήτων εντός των οποίων ανεγέρθηκε η οικία (Τεκμήριο ‘Α’ ΕΔ αίτησης), η Εναγόμενη εμφανίζεται εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια επί ολόκληρου μεριδίου των ακινήτων, τα οποία είναι δηλωμένα ως χωράφια. Η συμβατική δέσμευση της Εναγομένης για μεταβίβαση της ιδιοκτησίας της οικίας στην Ενάγουσα δεν φαίνεται να υλοποιήθηκε παρά τις γραπτές εκκλήσεις της τελευταίας (Τεκμήριο ‘Θ’ ΕΔ αίτησης). Την ίδια στιγμή δεν διαφεύγει της προσοχής μου η θέση της Εναγομένης ότι η αίτηση για έγκριση παράταση της ισχύος πολεοδομικής άδειας απορρίφθηκε από την αρμόδια αρχή. Η θέση αυτή δεν αμφισβητήθηκε. Ενώπιον μου δεν έχει λεχθεί ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής έχει ανατραπεί ή ακυρωθεί ή παραμεριστεί. Με γνώμονα ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής ισχύει και με βάση το Τεκμήριο 7 ΕΔ ένστασης εκλαμβάνεται ότι η εκδοθείσα πολεοδομική άδεια έπαυσε να ισχύει από τις 29.06.23. Αυτό αναπόφευκτα σημαίνει ότι δεν έχουν εκδοθεί ή τουλάχιστον δεν υπάρχουν σε ισχύ οικοδομική άδεια και πιστοποιητικό έγκρισης σχετικά με την κατασκευή της οικίας. Το ποιος ευθύνεται για το ότι δεν υπάρχουν σε ισχύ οι σχετικές άδεις από τις αρμόδιες αρχές είναι θέμα που θα αποδειχτεί στην ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης. Ωστόσο, εκ πρώτης όψεως, το βάρος της ευθύνης του εν λόγω ζητήματος πέφτει στους ώμους της Εναγομένης ως η μόνη και αποκλειστική εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της οικίας και συνάμα το πρόσωπο που ανέλαβε την κατασκευή της ενημερώνοντας γι’ αυτό τις αρμόδιες αρχές. Το σκεπτικό του Δικαστηρίου ενισχύεται από το Τεκμήριο 7 ΕΔ ένστασης, στο οποίο σημειώνεται ότι αιτητής στην αίτηση που υπεβλήθηκε στις 11.05.23 στην αρμόδια αρχή για έγκριση παράταση της ισχύος πολεοδομικής άδειας, ήταν η Εναγόμενη. Να σημειωθεί ότι η Εναγόμενη ήταν η αιτήτρια και σε άλλες δύο προηγούμενες αιτήσεις ιδίας φύσεως που είχαν τον ίδιο σκοπό.

 

Σε περίπτωση που τελικά δύναται να εκδοθούν οι δέουσες άδειες από τις αρμόδιες αρχές που νομιμοποιούν την ανέγερση της οικίας και καθιστούν εφικτή τη μεταβίβαση της παρά τα εκ πρώτης όψεως περί του αντιθέτου δεδομένα, η ειδική εκτέλεση της σύμβασης πώλησης μαζί με διατάγματα παράδοσης της κατοχής της οικίας είναι τελικές θεραπείες που η αξίωση τους έχει προοπτική επιτυχίας. Αν όμως η μεταβίβαση της οικίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ένεκα της μη έκδοσης των σχετικών αδειών από τις αρμόδιες αρχές που σχετίζονται με την ανέγερση της, τότε η επιδίκαση αποζημιώσεων φαντάζει ως τελική θεραπεία που η αξίωση της έχει προοπτική επιτυχίας.

 

Στη βάση των ενώπιον μου δεδομένων και στοιχείων μέσα από αντικειμενική και συνάμα προκαταρκτική θεώρηση τους, τα προαναφερόμενα είναι παράμετροι που εκ πρώτης όψεως εμβολιάζουν την εκδοχή της Ενάγουσας με ορατή πιθανότητα επιτυχίας, χωρίς αυτό να αποτελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο αξιολόγηση της αλήθειας της εκδοχής της και/ή της εκδοχής της Εναγομένης. Επομένως καταλήγω ότι πληρείται και η δεύτερη προϋπόθεση.

           

Η τρίτη προϋπόθεση, ήτοι να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, συναρτάται με τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Πλήρης δικαιοσύνη σημαίνει την απόδοση στον ενάγοντα της θεραπείας που δικαιούται σύμφωνα με το νόμο (Παναγίδης v. Παναγίδης (2001) 1 Α.Α.Δ. 396). Το κριτήριο αυτό ικανοποιείται όπου οι αποζημιώσεις θεωρούνται ότι δεν αποτελούν ικανοποιητική θεραπεία. Τέτοια περίπτωση υπάρχει όταν ο ενάγοντας (εδώ ο Αιτητής) δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί καθότι θα είναι αδύνατος ο υπολογισμός τυχόν αποζημιώσεων που θα δικαιούται. Αντίθετα, εκεί που η ζημιά μπορεί να υπολογιστεί, έστω και με κάποια δυσκολία, τότε δεν θεωρείται ανεπανόρθωτης φύσης και γι’ αυτό δεν μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός ότι το δικαστήριο δεν θα είναι σε θέση να αποδώσει πλήρη δικαιοσύνη.

 

Η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη (Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 231, Κυρισάββα ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245). Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημίας αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία (M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. The Timberland Co (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791). Στην υπόθεση Ninemia Maritime Corporation v. Trane Schiffahrts-gesellschaft Gmbh (Niedersachsen, The) (1983) 1 W.L.R. 1412 τονίστηκε ότι το σχετικό κριτήριο είναι κατά πόσο, λαμβανομένης υπόψη της μαρτυρίας στο σύνολό της, υπάρχει βάσιμος κίνδυνος ότι η απόφαση υπέρ του ενάγοντα θα παραμείνει ανικανοποίητη. Δεν είναι απαραίτητο να επιδειχθεί άνομη πρόθεση, παρόλο ότι αν αποδειχθεί τέτοια πρόθεση το Δικαστήριο θα χορηγήσει το διάταγμα με περισσότερη ετοιμότητα.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η Ενάγουσα προβάλλει τη θέση ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων δεν θα είναι επαρκής θεραπεία. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι τα αιτούμενα διατάγματα πηγάζουν από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα τους επί της ιδιοκτησίας (§36Β ΕΔ αίτησης).

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι η θέση αυτή της Ενάγουσας δεν με βρίσκει σύμφωνο. Όπως έχει σημειωθεί προηγουμένως αλλά και αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων η Εναγόμενη είναι η μόνη και αποκλειστική εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της επίμαχης οικίας. Το νομικό καθεστώς της ιδιοκτησίας της οικίας παραμένει μέχρι σήμερα χωρίς διαφοροποίηση. Συνεπώς η Ενάγουσα δεν μπορεί να επικαλείται ότι η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων συνδέεται ευθέως με δικαίωμα ιδιοκτησίας της οικίας επειδή στο στάδιο αυτό η κυριότητα της οικίας, εκ πρώτης όψεως, ανήκει στην Εναγόμενη. Το ότι η Ενάγουσα διεκδικεί την κυριότητα και κατοχή του ακινήτου υπό αμφισβητούμενες εκδοχές είναι άνευ σημασίας για σκοπούς της υπό κρίση αίτησης. Δεν πρόκειται για συνταγματικά δικαιώματα αλλά για δικαιώματα που καλύπτονται από τις συμβάσεις πώλησης και άδειας χρήσης με ότι αυτό συνεπάγεται, εφόσον βέβαια τελικά μπορούν να τύχουν ειδικής εκτέλεσης.

 

Πέραν και ανεξαρτήτως του πιο πάνω, η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι υπάρχει το ενδεχόμενο αποξένωσης της οικίας. Προς υποστήριξη του εν λόγω ισχυρισμού της, η Ενάγουσα επικαλέστηκε διαφήμιση της οικίας που σύμφωνα με την ίδια εντοπίστηκε λίγες ημέρες πριν την καταχώρηση της υπό κρίση αίτηση σε σχετική ηλεκτρονική ιστοσελίδα, με την οποίαν η επίμαχη οικία είχε τεθεί προς πώληση.  

 

Ακόμη και αν γίνει δεκτή η αναφορά της Ενάγουσας για προσπάθεια πώλησης της οικίας από μέρους της Εναγομένης μέσω σχετικής διαφήμισης (C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιΐα «Λεωνίκ» Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 785) και υποθέσουμε ότι ο κίνδυνος αποξένωσης της επίμαχης οικίας είναι υπαρκτός, δεν δημιουργούνται αυτόματα συνθήκες αδυναμίας ικανοποίησης δικαστικής απόφασης εάν και εφόσον εκδοθεί προς όφελος της Ενάγουσας.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι αν η σύμβαση πώλησης πράγματι κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου από τον Αύγουστο 2016 λαμβάνοντας συγκεκριμένο αριθμό ΠΩΕ ως είναι η θέση της Ενάγουσας (§15 ΕΔ αίτησης), η οποία ας σημειωθεί δεν σχολιάζεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, αυτό επενεργεί ως εμπράγματο βάρος επί της εν λόγω οικίας, γεγονός που εμποδίζει την μεταγενέστερη πώληση και μεταβίβαση της σε τρίτο πρόσωπο (άρθρο 5 του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδικής Εκτέλεση) Νόμου του 2011 - Ν.81(Ι)/2011). Αυτό από μόνο του καθησυχάζει πλήρως τις ανησυχίες της Ενάγουσας περί κινδύνου αποξένωσης της εν λόγω οικίας. Τα πράγματα ενδεχομένως να ήταν διαφορετικά αν η εν λόγω σύμβαση δεν ήταν κατατεθειμένη στο μητρώο του Κτηματολογίου.

 

Στη βάση αυτών των δεδομένων δεν βλέπω πως θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον χωρίς την έκδοση των αιτουμένων προσωρινών διαταγμάτων.

 

Συνεπώς κρίνω ότι δεν ικανοποιείται η τρίτη προϋπόθεση.

 

Η προστασία που παρέχεται στην οικία από τυχόν αποξένωση της ένεκα της κατάθεσης της σύμβασης πώλησης της στο Κτηματολόγιο καθιστά άνευ αντικειμένου την εξέταση των προνοιών του άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ.6).

 

Το θέμα όμως δεν ολοκληρώνεται εδώ. Το Δικαστήριο εξετάζει το ισοζύγιο της ευχέρειας. Οι παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κατά την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας είναι διάφοροι. Ωστόσο στις περιπτώσεις όπου παραβιάζονται δικαιώματα και/ή δεν τηρούνται πρόνοιες νομοθεσίας η συνέχιση της ισχύος προσωρινού διατάγματος που διατηρεί το status quo ante είναι αναγνωρισμένη διαδικασία.

 

Κάτω από τις περιστάσεις που έχω αναφέρει, θεωρώ ότι η μη έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων διατηρεί την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων παρά η έκδοση τους επειδή, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται, εάν συμβεί κάτι τέτοιο δεν θα προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά στην Ενάγουσα. Αντίθετα αν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα η Εναγόμενη θα υποχρεωθεί να συμμορφωθεί ενεργώντας προς την κατεύθυνση της κατοχής της επίμαχης οικίας από την Ενάγουσα, για την ανέγερση της οποίας δεν φαίνεται να υπάρχουν σε ισχύ σχετική πολεοδομική άδεια, άδεια οικοδομής και πιστοποιητικό έγκρισης από τις αρμόδιες αρχές. Αυτό, στο παρόν στάδιο και στην απουσία παροχής κατάλληλων/επαρκών εχέγγυων και/ή ασφαλιστικών δικλείδων, όχι μόνο εγκυμονεί κινδύνους αλλά συγκρούεται με τις πρόνοιες του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου (Κεφ.96). Ενδεικτικά παραπέμπω στα άρθρα 3 και 10 του Κεφ.96. Περαιτέρω αν εκδοθούν οι αιτούμενες ενδιάμεσες θεραπείες υπό τα σημεία (1), (3) και (4) από το σώμα της αίτησης θα ισοδυναμούσε με τελική απόφαση επί των επιδίκων ζητημάτων με τα οποία το αντικείμενο τους σχετίζεται χωρίς έτσι η Εναγόμενη να έχει την ευκαιρία να προβάλει τις αντίθετες θέσεις της μέσα από την ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης. Υπό αυτή την έννοια, τα δικαιώματα της Εναγομένης θα πληγούν ανεπανόρθωτα.  

 

Έπεται ότι, υπό τις περιστάσεις, το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της συνέχισης της σημερινής κατάστασης πραγμάτων.

 

Συνεπώς οι λόγοι ένστασης αρ. 3 & 10 επιτυγχάνουν στο βαθμό και στην έκταση που έχουν σχολιαστεί προηγουμένως. Οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης που πραγματεύονται κοινό αντικείμενο απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Υπό το φως των πιο πάνω στοιχείων και δεδομένων η υπό κρίση αίτηση δεν έχει προοπτική επιτυχίας. Για τους λόγους που έχω εξηγήσει κρίνω ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης κλίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της απόρριψης της υπό κρίση αίτησης. Συνακόλουθα η παρούσα ενδιάμεση αίτηση απορρίπτεται.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα, έχοντας υπόψη μου τους Κανονισμούς 39.2 και 39.4(1)(α) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης επιδικάζονται υπέρ της Εναγομένης/Καθ’ ης η αίτησης και εναντίον της Ενάγουσας/Αιτήτριας. Θα προχωρήσω σε συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων δυνάμει του Κ.39.7. Να σημειωθεί ότι οι συνήγοροι, κατά παράβαση του Κ.39.9(1), δεν συμμορφώθηκαν με το καθήκον τους για υποβοήθηση του Δικαστηρίου στον συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων.

 

Ως εκ τούτου, τα έξοδα, μειωμένα κατά 10% ένεκα της πιο πάνω μη συμμόρφωσης των συνηγόρων με το καθήκον τους χωρίς να έχει διαπιστωθεί ότι οφείλεται σε εύλογη αιτία (Κ.39.9(2)), έχουν υπολογιστεί σε €5.880,00 πλέον Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει) επί ποσού €5.850,00. Τα έξοδα να καταβληθούν εντός 15 ημερών από σήμερα.

 

 

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                    Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο