Δημητράκη κ.α. ν. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Αρ. Απαίτησης (Μέρος 7): 286/25, 22/5/2025
print
Τίτλος:
Δημητράκη κ.α. ν. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Αρ. Απαίτησης (Μέρος 7): 286/25, 22/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                          

 Αρ. Απαίτησης (Μέρος 7): 286/25 I-Justice

 

Μεταξύ:

1.    xxxx Δημητράκη Α.Δ.Τ. xxxx, Πάφος

2.    xxxx Αντρέα Α.Δ.Τ. xxxx, Πάφος

3.    MA & MI MICHAEL LIMITED (HE xxxx), Πάφος

Εναγόντων

ΚΑΙ

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, από Λευκωσία

Εναγομένης

 

Μονομερής Αίτηση ημερομηνίας 19/05/2025

για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων

 

Ημερομηνία: 22 Μαΐου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες 1 ‑ 3: κ. Ν. Χρίστου

 

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΑΠΟΦΑΣΗ

(Αυθημερόν από έδρας)

 

Στις 16/9/25 οι Ενάγοντες 1, 2 και 3 υπέβαλαν Έντυπο Απαίτησης δυνάμει του Μέρους 7 με το οποίο ζητούν την εκδίκαση τιμωριτικών, παραδειγματικών και επαυξημένων αποζημιώσεων, γενικών και ειδικών αποζημιώσεων ένεκα κατ' ισχυρισμό δόλιας και συνωμοτικής συμπεριφοράς της Eναγόμενης αναφορικά με τις συνθήκες και τα γεγονότα που κάτω από τα οποία εκποιούν 2 επίμαχα ακίνητα των Εναγόντων, την έκδοση δηλώσεων ότι η Eναγόμενη ενέργησε κατά παράβαση των όρων της συμφωνίας δανείου και των υποθηκών και ότι αυτή ενέργησε χωρίς καλή πίστη και/ή αμελώς και/ή κατά παράβαση των καθηκόντων της, ότι οφειλόμενο ποσό είναι το εξ’ αποφάσεως ποσό στην υπόθεση αρ. 691/23 Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ότι σε περίπτωση πώλησης των ακινήτων που αφορούν τις σχετικές υποθήκες Y20xx/2016 και Υ20xx/2016 οι Ενάγοντες δεν οφείλουν οποιοδήποτε ποσό στην Εναγόμενη και στην έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η Eναγόμενη να ακυρώσει όλες τις εκκρεμούσες ενέργειες πλειστηριασμού που αφορούν τα ενυπόθηκα ακίνητα των προαναφερόμενων υποθηκών. Να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα δεν έχει καταχωριστεί έκθεση απαίτησης.

 

Την επόμενη εργάσιμη μέρα, δηλαδή στις 19/5/25, οι Ενάγοντες προώθησαν μονομερώς ενδιάμεση αίτηση, στην όποια ζητούν τις εξής ενδιάμεσες θεραπείες:

(α) προσωρινό διάταγμα με το οποίο αναστέλλεται η διαδικασία εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων με τις υποθήκες
Y20xx/2016 και Υ20xx/2016 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου, λεπτομέρειες των όποιων παρέχονται στην παράγραφο Α του σώματος της αίτησης.


(β) προσωρινό διάταγμα το οποίο να απαγορεύει στην Εναγόμενη να προχωρήσει σε διαδικασία εκποίησης και να συνεχίσει οποιεσδήποτε υφιστάμενες διαδικασίες εκποίησης και να αναστέλλει τέτοιες υφιστάμενες διαδικασίες εκποίησης αναφορικά με τα επίμαχα ενυπόθηκα ακίνητα.


Τα ενδιάμεσα εντάλματα ζητούνται να έχουν ισχύ μέχρι την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Νομική βάση της αίτησης είναι, ανάμεσα σ’ άλλα, τα Μέρη 23 και 25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, το άρθρο 32 του Νόμου 14/60, τα άρθρα 44Α μέχρι 44 ΙΑΑ του Νόμου 9/1965, τα άρθρα 4, 5 και 9 του Κεφ. 6, τα άρθρα 46 και 50 του Κεφ. 149, τα άρθρα 23, 26, 28 και 30 του Συντάγματος, οι αρχές επιείκειας, οι συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή και που σύμφωνα με τους Ενάγοντες δικαιολογούν την έκδοση των αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων περιέχονται σε ένορκη δήλωση του Ενάγοντα 1.  Προς υποστήριξη του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης επισυνάπτονται διάφορα έγγραφα.  Επειδή η παρούσα αίτηση προωθείται μονομερώς, υπάρχει γραπτή αναφορά που παραπέμπει στους λόγους που εξηγούν γιατί αυτή προωθείται με τον τρόπο αυτόν.

 

Στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα 1 καταγράφεται το ιστορικό των επαγγελματικών σχέσεων των διαδίκων και γίνεται επίκληση γεγονότων που περιβάλλει την υπόθεση όπως το αντιλαμβάνονται οι Ενάγοντες. Επίσης σημειώνονται στοιχεία και προβάλλονται οι λόγοι που σύμφωνα με τον ομνύοντα πληρούν τις προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Το σύνολο των γεγονότων που παρουσιάζονται προδιαγράφουν την εκδοχή των Εναγόντων.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή το σώμα της παρούσας αίτησης, τη γραπτή αναφορά σε ό,τι αφορά τους λόγους που προωθείται μονομερώς η παρούσα αίτηση, την ένορκη δήλωση που παρέχει επιχειρήματα που κατά τη γνώμη των Εναγόντων υποστηρίζουν την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων η οποία συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση, καθώς και τα επισυνημμένα τεκμήρια. Έχω επίσης μελετήσει τη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου, η οποία ετοιμάστηκε πριν τη σημερινή ημερομηνία ως προνοεί ο Κανονισμός 23.6(2) και έχει αναρτηθεί στο ijustice. Εφόσον στην παρούσα υπόθεση ισχύουν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας 2023, η υπό κρίση αίτηση διέπεται από το Μέρος 23. Με βάση τον κανονισμό 23.6(1), μια αίτηση μπορεί να υποβληθεί χωρίς ειδοποίηση σε οποιανδήποτε από τις περιπτώσεις που καταγράφονται. Μια από τις περιπτώσεις είναι η ύπαρξη στοιχείου κατεπείγοντος ή άλλων ιδιαίτερων περιστάσεων. Από το περιεχόμενο της η υπό εξέταση αίτηση προωθείται μονομερώς επειδή θεωρείται κατ' επείγουσας φύσεως και επειδή περιβάλλεται από ιδιαίτερες περιστάσεις. Ωστόσο τα δύο αυτά παρουσιάζονται μέσα από την ένορκη δήλωση να είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, αφού προβάλλεται ισχυρισμός για ύπαρξη ‘κατ' επείγοντος’ επειδή υπάρχουν ‘ιδιαίτερες περιστάσεις’. Το λεκτικό του Κανονισμού 6 του Μέρους 23 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023 δεν αναίρει την πλούσια νομολογία επί του θέματος που έχει δημιουργηθεί στη βάση του παλαιού δικονομικού καθεστώτος. Το στοιχείο του ‘κατ' επείγοντος’ αποτελεί δικαιοδοτικό όρο για την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο για την παροχή θεραπείας μονομερώς. Σχετική είναι η υπόθεση POLYKARPIA HOTELS LIMITED κ.α. v. Αντώνη Βασιλείου κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. E83/2023 ημερομηνίας 18/12/23. Στην υπόθεση C.M.K Metal Construction Limited και άλλος, Πολιτική Aίτηση Αρ. 138/2018, ημερομηνίας 7/11/2018, λέχθηκε ότι η απόδοση θεραπείας χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά αποτελεί σοβαρή εκτροπή από θεμελιακή αρχή της φυσικής δικαιοσύνης.  Γι' αυτό η εφαρμογή της θεραπείας αυτής δικαιολογείται κατ' εξαίρεση, σε περιπτώσεις μόνο που στοιχειοθετείται κατ' επείγουσα ανάγκη. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' επανάληψη τόνισε την ανάγκη ως η μονομερής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αναλαμβάνεται με φειδώ. Για να εκδοθεί ένα διάταγμα μονομερώς τα πράγματα πρέπει αν είναι τόσο επείγοντα και τόσο πιεστικά που το Δικαστήριο να μην έχει άλλη επιλογή παρά να εκδώσει το διάταγμα. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Κυριάκου Έλενα (2010) 1 ΑΑΔ 1332 και Βαλεντίνα Θεοφάνους (2010) 1 ΑΑΔ 234. Στην υπόθεση Resola (Cyprus) Ltd. ν. Xρήστου (1998) 1 ΑΑΔ 598, κατ' ακολουθία της αναφοράς στο άρθρο 9 (1) του Κεφ. 6 αναφέρεται πως το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί τον δικαιοδοτικό όρο. Μόνο εφόσον καταδεικνύεται το κατ' επείγον του αιτήματος δικαιολογείται όλος εξαιρετικά η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην παρουσία του Eναγόμενου. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρεθεί παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της Δικαιοσύνης να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση. Επίσης παραπέμπω στις υποθέσεις In Re Stavrou Hotel Apartments Ltd Αίτηση Αρ. 76/94, 29/12/94 και In Re Stavrou Hotel Apartments Ltd Αίτηση Αρ. 143/96, ημερομηνίας 1/8/96, όπου λέχθηκε ότι το υπαρκτό του επείγοντος αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας κάτω από το άρθρο 9 του Κεφ. 6. Περαιτέρω στην υπόθεση ASTARTI DEVELOPMENT PLC κ.α. ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 160/2015, ημερομηνίας 13/1/2016 υποδείχθηκε ότι το κατεπείγον της θεραπείας συναρτάται προς την αμεσότητα του κινδύνου, στην αποτροπή του οποίου η θεραπεία αποσκοπεί. Η ύπαρξη του κατεπείγοντος δικαιολογείται, μέσα από την προβολή συγκεκριμένων και σαφών ισχυρισμών. Σχετική ακόμη με το θέμα είναι και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Α. Ανδρέου v. Olympic Insurance Company Limited, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε396/16, ημερομηνίας 12/10/23.

 

Ας εξετάσουμε τώρα αν μέσα από το σώμα της υπό κρίσης αίτησης και από την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει παρατίθενται τέτοια γεγονότα, από τα οποία προκύπτει οτιδήποτε που να αναδεικνύει επείγουσα ανάγκη την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων προς αποτροπή επικείμενης κατάστασης που να έχει δημιουργηθεί και με την οποία συναρτάται άμεσα η επιδιωκόμενη θεραπεία.

 

Στην προκειμένη περίπτωση οι Ενάγοντες προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι είναι επείγον η έκδοση των αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων επειδή υπάρχουν ιδιαίτερες περιστάσεις.  Ως τέτοιες επικαλούνται το ότι η Eναγόμενη προχωρεί σε πλειστηριασμό των επίμαχων ακινήτων  ιδιοκτησίας της Ενάγουσας 2 αξιώνοντας λανθασμένο ποσό ότι της οφείλεται, αφού είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό που έχει κριθεί οφειλόμενο με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην αγωγή αρ. 691/23. Με αποτέλεσμα να προκύψουν οι εξής συνέπειες: (i) οι Ενάγοντες θα κληθούν να πληρώσουν μεγαλύτερο ποσό από αυτό απ’ ό,τι πραγματικά οφείλουν (ii) η Ενάγουσα 2 να απωλέσει την περιουσία της, η αξία της οποίας υπερκαλύπτει το εξ αποφάσεως ποσό της αγωγής αρ. 691/23.

 

Σύμφωνα με τους Ενάγοντες τα πράγματα έγιναν τόσο πιεστικά και επείγοντα για τους ιδίους ώστε να μην έχουν άλλη επιλογή, από το να αποταθούν στο Δικαστήριο για την έκδοση των αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων. Φαίνεται ότι τα 2 υποθηκευμένα ακίνητα σε συνάρτηση με τις επικαλούμενες συνέπειες συναρτώνται άμεσα με τον επικείμενο πλειστηριασμό. Βασικό στοιχείο του κατεπείγοντος που προβάλλεται είναι ο προγραμματισμένος πλειστηριασμός για τις 23/6/25. Συνεπώς κάποιος μπορούσε να επικαλεστεί τον κίνδυνο που μπορεί να προκύψει από την τυχόν διεξαγωγή του πλειστηριασμού ημερομηνίας 23/6/25. Θα πρέπει ωστόσο να λεχθεί ότι ο πλειστηριασμός δεν είναι ένα γεγονός το οποίο δημιουργήθηκε αμέσως με την καταχώρηση της παρούσας αίτησης, που δημιουργεί ένα άμεσο κίνδυνο ως και η μονομερής καταχώρηση της παρούσας αίτησης με την επιδίωξη της μονομερούς θεραπείας και αν οδηγεί στην αντιμετώπιση ή να προσδοκά στην αντιμετώπισή του. Η διαδικασία εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων ξεκίνησε με την ενεργοποίηση από την Eναγόμενη προνοιών του Μέρους VΙΑ του Νόμου 9/65. Οι δύο Ειδοποιήσεις Τύπου IΑ που αναφέρει ο ομνύοντας στην ένορκη δήλωση τους, επιδόθηκαν στους Ενάγοντες από τις 28/4/25, δηλαδή 3 εβδομάδες περίπου πριν από την ημερομηνία που καταχωρίστηκε η υπό κρίση αίτηση. Αυτό προκύπτει από την παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσης. Αν ληφθεί υπόψη ότι προγενέστερα προφανώς υπήρξαν αποστολές των ειδοποιήσεων τύπου Θ και Ι τότε γίνεται αντιληπτό ότι η διαδικασία εκποίησης των ακινήτων έλαβε χώραν πριν τις 10/3/25 που ετοιμάστηκε η Ειδοποίηση Τύπου ΙΑ, δηλαδή πέραν των δύο μηνών από την ημερομηνία καταχώρησης της παρούσας αίτησης. Συνεπώς ήταν εις γνώση των Εναγόντων ότι πριν από δύο μήνες, εν πάση περιπτώσει τουλάχιστον πριν από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ότι για τα δύο υποθηκευμένα ακίνητα υπήρχε ο κίνδυνος να εκποιηθούν, εξ΄ ου και η διαδικασία που ενεργοποιήθηκε από την Eναγόμενη.

 

Αυτό που κάποιος εύκολα διαπιστώνει είναι ότι ο χρόνος που διέρρευσε μέχρι που οι Ενάγοντες αποφάσισαν να αναζητήσουν μονομερώς θεραπεία με την καταχώρηση της υπό κρίσης αίτησης, είναι μεγάλος, χωρίς να έχει τεθεί ενώπιον μου οποιαδήποτε δικαιολογία ή εξήγηση που να δικαιολογεί την παρατηρούμενη καθυστέρηση ή ολιγωρία τους. Η όποια στενότητα χρόνου μπορεί να θεωρήσει κάποιος ότι υπάρχει από την επικείμενη διεξαγωγή του πλειστηριασμού, δεν μπορεί να δικαιολογήσει παρουσία στοιχείου κατ’ επείγοντος, αφού δημιουργήθηκε από την καθυστέρηση για την οποία ευθύνονται οι ίδιοι οι Ενάγοντες. Η όποια πίεση του χρόνου προέκυψε από τους χειρισμούς των Εναγόντων και οι ίδιοι δεν μπορούν να αναγάγουν το ζήτημα αυτό ως κατ’ επείγον.

 

Στην υπόθεση xxx Μυλωνάς v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση Aρ. Ε176/19 ημερ. 10/12/19 λέχθηκαν τα εξής:

 

"Δεν ήταν δυνατό να επιτραπεί όπως η καθυστέρηση που επέδειξε ο Εφεσείοντας στην καταχώριση της αίτησης αποβεί σε βάρος του δικαιώματος της Τράπεζας, που είναι ο ενυπόθηκος δανειστής, να ακουστεί. Το στοιχείο του κατεπείγοντος δεν υπήρχε. Εάν η αίτηση καταχωρείτο σύντομα μετά 8/8/2019, υπήρχε αρκετός χρόνος ώστε να επιδοθεί στην Τράπεζα και το ζήτημα να εκδικαστεί και να αποφασιστεί πριν την εκπνοή του χρόνου για την καταχώρηση έφεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Η έλλειψη χρόνου για να επιδοθεί η αίτηση στην τράπεζα δημιουργήθηκε από την καθυστέρηση που επέδειξε ο Εφεσείοντας και δεν μπορεί να του επιτραπεί να επικαλείται τις δικές του παραλείψεις και να αναγάγει το ζήτημα ως κατεπείγοντος".

 

Στην παρούσα περίπτωση οι Ενάγοντες θα μπορούσαν να προωθήσουν την υπό κρίση αίτηση ενωρίτερα και συγκεκριμένα μετά τη λήψη τουλάχιστον της Ειδοποίησης Τύπου "Ι" ή ακόμα και της Ειδοποίησης Τύπου "ΙΑ" και τότε υπήρχε χρόνος ώστε η αίτηση αυτή να προωθηθεί δια κλήσεως για να ακουστεί και η άλλη πλευρά και να εκδικαστεί η παρούσα αίτηση πριν από τη διεξαγωγή του επικείμενου πλειστηριασμού. Περαιτέρω στην προαναφερόμενη υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση των C.M.K Metal Construction Ltd (πιο πάνω) που αφορούσε ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια έφεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο σημειώθηκαν τα ακόλουθα:

 

"εφόσον όμως [οι ενυπόθηκοι οφειλέτες] είχαν πρόθεση να καταχωρίσουν και ενδιάμεση αίτηση για αναστολή του πλειστηριασμού, θα έπρεπε να ενεργήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μη δημιουργήσουν συνθήκες πίεσης για το Δικαστήριο αλλά, κυρίως, για την άλλη πλευρά. Θα έπρεπε να είχε(sic) καταχωρίσουν(sic) την έφεση και την ενδιάμεση αίτηση ενωρίτερα, οπότε και δεν θα υπήρχε ανάγκη για κατεπείγουσα αίτηση χωρίς ειδοποίηση. Η δέουσα, υπ' αυτήν την έννοια, δικονομική συμπεριφορά των αιτητών, θα έδιδε την ευκαιρία στο Δικαστήριο να προγραμματίσει και να χειριστεί την υπόθεση ακούγοντας προηγουμένως και τις δύο πλευρές, εξισορροπώντας τα εκατέρωθεν δικαιώματα και τους κινδύνους κάθε πλευράς. Αυτές όμως οι ορθές και δίκαιες δυνατότητες εξουδετερώθηκαν από τον χειρισμό των αιτητών να καταχωρίσουν την αίτησή τους στον ύστατο  χρόνο που επέλεξαν να την καταχωρίσουν.

Ορθά θεώρησε [το Επαρχιακό Δικαστήριο] πως το κατεπείγον της αίτησης προέκυπτε από τους χειρισμούς των ιδίων των αιτητών και συνεπώς δεν μπορούσαν να το επικαλούνται ως δικαιοδοτική προϋπόθεση της αίτησής τους. Αντίθετη προσέγγιση θα επιβράβευε τέτοιες πρακτικές προς ζημία της απονομής της δικαιοσύνης και των ταλαιπωρημένων δικαστικών διαδικασιών".

 

Εν πάση περιπτώσει, στην προκειμένη περίπτωση από την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης μέχρι του προγραμματισμένου πλειστηριασμού μεσολαβεί πέραν του ενός μηνός, χρονικό διάστημα επαρκές προκειμένου η παρούσα αίτηση να προωθείτο δια κλήσεως και να εκδικαστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα ώστε ενώπιον του Δικαστηρίου να ακούγονταν οι θέσεις αμφοτέρων πλευρών. Παρόλο ότι το κριτήριο των “ιδιαίτερων περιστάσεων” είναι κομμάτι ύπαρξης του επείγοντος με βάση τις θέσεις των Εναγόντων, εντούτοις θα το εξετάσω αυτεπάγγελτά και ανεξάρτητα. Είναι γεγονός ότι εκεί που υπάρχουν ιδιαιτέρες περιστάσεις το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει ενδιάμεσο διάταγμα χωρίς ειδοποίηση. Η Νομολογία επισημαίνει ότι πρέπει να συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου να καθιστούν τη γνωστοποίηση του αιτήματος αδύνατη, δηλαδή συνδέεται και με τον χρόνο, ο οποίος θα μπορούσε να ήταν διαθέσιμος στον Αιτητή συγκρινόμενο πάντοτε με το χρονικό διάστημα που στην πράξη η μονομερής αίτηση προωθήθηκε. Παραπέμπω στις υποθέσεις Aspis Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Σιακατίδου (2014) 1Α, Α.Α.Δ. 637, Χατζηβασιλείου v. White Knight Holdings Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ 203.

 

Έχοντας εξετάσει όλα τα ενώπιον μου δεδομένα όπως αυτά έχουν τεθεί δεν διαπιστώνω να υπάρχουν οποιεσδήποτε ιδιαίτερες περιστάσεις που να δικαιολογούν έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος μονομερώς στη βάση αυτού του κριτηρίου. Σε κάθε περίπτωση αυτό που παρατηρείται είναι η καθυστέρηση και μεγάλη ολιγωρία που δεν δικαιολογείται και ούτε αιτιολογείται, ενώ άλλη περί του αντιθέτου μαρτυρία δεν υπάρχει. Οι περιστάσεις της προκειμένης περίπτωσης είναι τέτοιες που δεν δικαιολογούν την απραξία των Εναγόντων και δεν δικαιολογούν τη συμπεριφορά που επέδειξαν μέχρι σήμερα για το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα. Οι επικαλούμενες συνέπειες από τυχόν εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων δεν συνιστούν ιδιαίτερες περιστάσεις αλλά φυσικό επακόλουθο της διεξαγωγής πλειστηριασμού. Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων καταλήγω ότι δεν ικανοποιείται το στοιχείο, τόσο της ύπαρξης ιδιαίτερων περιστάσεων, αλλά ούτε και το στοιχείο του κατεπείγοντος, παράμετρος που θα δικαιολογούσαν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων κατά παρέκκλιση του θεμελιώδη Κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης, δηλαδή στην απουσία της Εναγομένης.

 

Υπό το φως των πιο πάνω δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 9 του Κεφαλαίου 6 αλλά βεβαίως ούτε οι πρόνοιες του Μέρους 23 ώστε να δικαιολογείται η μονομερής προώθηση της παρούσας αίτησης.

 

Πέραν όμως και ανεξαρτήτως των πιο πάνω θα εξετάσω και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις σε περίπτωση που η παρούσα απόφαση ανατραπεί σε ανώτατο δικαστικό επίπεδο. Είναι η θέση των Εναγόντων όπως αυτό αποτυπώνεται και μέσα από την αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου ότι πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, δυνάμει του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60.

 

Η έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων διέπεται από το πιο πάνω άρθρο, το οποίο αποτελεί το γενικό δικαιοδοτικό υπόβαθρο, που παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις να εκδώσει οποιοδήποτε προστακτικό ή απαγορευτικό παρεμπίπτον διάταγμα που θα έκρινε δίκαιο ή πρόσφορο. Κλασική επί του προκειμένου θεωρείται η απόφαση στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Another (1982) 1 C.L.R 557 όπου επανατοποθετήθηκε η αρχή πως για την επιτυχή επίκληση του Άρθρου 32 απαιτούνται τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν. Αυτές είναι:

1)      Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.

2)      Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας.

3)      Να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

Μετά τη σωρευτική ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων, το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, καλείται να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο και εύλογο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου v. Πασχάλης Χατζηβασίλης (1989) 1(Ε) Α..Δ. 152). Οι παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κατά την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας είναι διάφοροι.

 

Το πρώτο κριτήριο του άρθρου 32 ικανοποιείται με την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση της καταχωρημένης δικογραφίας. Η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης έχει σχέση με τη νομική αξίωση της απαίτησης και καθιστά μια πρωταρχική ανάλυση της νομικής θέσης, επιβεβλημένη ώστε να τοποθετηθεί η υπόθεση στο ορθό νομικό πλαίσιο και να επισημανθεί το νομικό της υπόβαθρο. Δηλαδή να θεμελιώνεται νομικά και μόνο η αξίωση με βάση τα όσα περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις.

 

Στην παρούσα υπόθεση που δεν έχει καταχωριστεί ακόμη έκθεση απαίτησης, έχω ανατρέξει για σκοπούς εξέτασης του κριτηρίου αυτού στο Έντυπο Απαίτησης και στην ένορκη δήλωση της υπό κρίση αίτησης. Εκείνο που με ευκολία παρατηρώ είναι ότι η παρούσα υπόθεση προωθείται επί των πιο κάτω βάσεων αγωγής:
(α)     παράβαση σύμβασης δανείου,

(β)     συνομωσία και επίδειξη δόλιας συμπεριφοράς από μέρους της Εναγόμενης εις βάρος των Εναγόντων,

(γ)     οφειλόμενο ποσό αυτό που αναφέρεται στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην αγωγή αρ. 691/23,

(δ)     σε περίπτωση που εκποιηθούν τα δύο επίμαχα ακίνητα δεν θα οφείλεται οποιοδήποτε ποσό.

 

Με κάθε σεβασμό στους Ενάγοντες, οι πιο πάνω νομικές θέσεις τους παρέμειναν απλά διατυπωμένες κατά τρόπο γενικό και αόριστο. Ουδεμία λεπτομέρεια της επικαλούμενης παράβασης σύμβασης δανείου παρέχεται στην ένορκη δήλωση, ως απαιτούν οι δικονομικοί κανόνες δικογράφησης. Επίσης καμία λεπτομέρεια παρέχεται σε σχέση με τον κατ' ισχυρισμό δόλο και συνομωσία της Εναγόμενης, ως προνοούν οι δικονομικοί κανόνες δικογράφησης. Ποια είναι η παράβαση σύμβασης που οι Ενάγοντες επικαλούνται; Ποια η ζημιά τους; Το ζήτημα της παράβασης σύμβασης δανείου δεν έχει κριθεί στα πλαίσια αγωγής αρ. 691/23 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου όπου εκδόθηκε απόφαση; Ποια είναι η καταδολιευτική συμπεριφορά που οι Ενάγοντες επέδειξαν; Τους αποδίδεται συνομωσία αλλά με ποιον έχουν συνωμοτήσει σύμφωνα με τους Ενάγοντες;

 

Στην Touchstone Snail Technologies Ltd κ.α. v. Κ. Invest Consulting S.A.L Offshore κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε11/21 ημερ. 29/03/2024 υποδείχτηκε ότι η "συνομωσία" συνιστά ξεχωριστή βάση αγωγής για δόλο και η διάπραξη της αποτελεί αυτοτελές αστικό αδίκημα με συστατικά στοιχεία. Μνημονεύοντας την Χριστοφόρου κ.α. v. Barclays Bank Plc, (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 25, στην πιο πάνω υπόθεση ειπώθηκαν, ανάμεσα σ' άλλα, τα πιο κάτω:

 

"εφόσον το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας αναγνωρίζεται στο κοινοδίκαιο, τότε δυνάμει του Άρθρου 29(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 και των νομολογηθέντων στην Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R. 50, ισχύει και στην Κύπρο.  Στην Χριστοφόρου, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής:

 

"Σύμφωνα με τον Halsbury' s Laws of England, 4η έκδοση, Reissue, Τόμος 45(2), τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, κατά το κοινοδίκαιο, είναι τα ακόλουθα:

 

"697. Aπαραίτητα στοιχεία του αδικήματος της συνωμοσίας. Για να αποδείξει το αδίκημα της συνωμοσίας ο απαιτών πρέπει να αποδείξει: (1) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων∙ (2) είτε, όπου τα μέσα είναι νόμιμα, συμφωνία της οποίας ο πραγματικός και κυρίαρχος σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα  είτε, όπου τα μέσα είναι παράνομα, συμφωνία της οποίας ο σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα∙ και (3) πράξεις που τελέστηκαν εις εκτέλεση της συμφωνίας είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον ενάγοντα."

 

Στην Χριστοφόρου, ανωτέρω, γίνεται επίσης παραπομπή στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts αναφορικά με τη συνωμοσία.  Στην 24η έκδοση του εν λόγω συγγράμματος, του 2023 παρατίθεται ανάλυση της εξέλιξης του κοινοδικαίου όσον αφορά το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας, το οποίο εμπίπτει στην κατηγορία των αστικών αδικημάτων που περιγράφονται ως “economic torts”.

 

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Ενοχικό Δίκαιο, ανωτέρω, η βασική αγγλική απόφαση επί του θέματος είναι η Crofter Hand Woven Harris Tweed v. Veitch [1942] A.C. 435 HL από την οποία προκύπτει ότι το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της συνομωσίας με νόμιμα μέσα συνίσταται στο ότι ο πρωταρχικός σκοπός των κοινών ενεργειών των εναγόμενων ήταν η πρόκληση ζημιάς στον ενάγοντα (predominant purpose to injure the claimant).”

 

Εδώ ουδεμία λεπτομέρεια παρέχεται που νομικά να καλύπτει τα απαιτούμενα νομικά συστατικά στοιχεία του συγκεκριμένου αστικού αδικήματος. Καμία λεπτομέρεια παρέχεται που να παραπέμπει σε οποιαδήποτε ψευδή παράσταση γεγονότος και καμία αναφορά ότι αυτό το συγκεκριμένο αναληθές γεγονός ήταν εις γνώση της Eναγόμενης και πως η Εναγόμενη το γνώριζε ή εναλλακτικά πως η Εναγόμενη αδιαφόρησε και κατά πόσο το επιλήψιμο γεγονός ήταν αληθές ή ψευδές.

 

Σε ό,τι αφορά τη θέση ότι το οφειλόμενο ποσό είναι αυτό που αναφέρεται στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στα πλαίσια της αγωγής αρ. 691/23, δεν αποτελεί βάση αγωγής με την αυστηρή έννοια αφού πρόκειται για αυτονόητο γεγονός που πηγάζει μέσα από δικαστική απόφαση.

 

Η δε προβαλλόμενη θέση των Εναγόντων ότι σε περίπτωση που εκποιηθούν τα δυο επίμαχα ακίνητα δεν θα οφείλεται οποιοδήποτε ποσό, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε νομική αξία αφού όλα θα εξαρτηθούν από το ποσό που θα προκύψει μέσα από τον πλειστηριασμό σε συνάρτηση με το εξ αποφάσεως ποσό στην αγωγή αρ. 691/23 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.

 

Σε κάθε περίπτωση η απλή αναφορά περί παράβασης σύμβασης και δόλιας και/ή συνωμοτικής συμπεριφοράς από την Eναγόμενη χωρίς να συνοδεύονται από σχετικές λεπτομέρειες, δεν τοποθετεί την υπόθεση των Εναγόντων στο ορθό νομικό πλαίσιο από το οποίο να επισημαίνεται το απαιτούμενο νομικό υπόβαθρο. Με λίγα λόγια η γενική και αόριστη μονολεκτική διατύπωση βάση αγωγής που οι Ενάγοντες επικαλούνται δεν είναι ικανή να καταδείξει νομική θεμελίωση των αξιώσεων που επιδιώκονται από αυτούς. Ως εκ τούτου δεν έχει αποκαλυφθεί συζητήσιμη υπόθεση στη βάση του Εντύπου Απαίτησης και της ένορκης δήλωσης. Έπεται ότι  η πρώτη προϋπόθεση δεν ικανοποιείται. 

 

Η πρώτη προϋπόθεση είναι σε κάποιο βαθμό αλληλένδετη και συνήθως εξετάζεται σε συνδυασμό με το δεύτερο κριτήριο, το οποίο ικανοποιείται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα και συνίσταται στην παρουσίαση ορατής πιθανότητας επιτυχίας. Το Δικαστήριο δεν εξετάζει το νομικό καθεστώς και ούτε αξιολογεί πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης. Αυτό γίνεται κατά τη δική της ουσίας της αγωγής (Junitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R 263, Γρηγορίου κ.α. v. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Είναι αρκετό για τους Ενάγοντες να δείξει ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση/δυνατότητα επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι ο απαιτούμενος βαθμός απόδειξης σε αστικές υποθέσεις (Πουργουρίδη v. Μέζου κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201). Η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας γίνεται με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία η οποία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη τέτοιας πιθανότητας (Κυτάλα κ.α. v. Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253). Αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από τη μαρτυρία, πέραν της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1215, είναι ότι οι Ενάγοντες έχουν προοπτικές επιτυχίας οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα.

 

Στην προκειμένη περίπτωση παρατηρώ ότι κανένα στοιχείο έχει τεθεί ενώπιον μου που να δημιουργεί αντικειμενικές συνθήκες προοπτικής επιτυχίας των γενικών και αόριστων ισχυρισμών των Εναγόντων. Ειδικότερα οι Ενάγοντες επικαλούνται γενικά και αόριστα ότι η Εναγόμενη επέδειξε δόλο, πλην όμως δεν έχουν επισυνάψει οποιοδήποτε στοιχείο που έστω να τείνει να καταδείξει καταδολιευτική συμπεριφορά. Ακόμη ουδεμία μαρτυρία έχει παρουσιαστεί που να παρέχει ένδειξη ότι η Εναγόμενη συνωμότησε με οποιονδήποτε για την εξαπάτηση των Εναγόντων. Παράλληλα από τις αναφορές των Εναγόντων, δεν υπάρχει οτιδήποτε που εξ’ αντικειμένου να δείχνει ότι υπάρχει σε ισχύ οποιαδήποτε σύμβαση μεταξύ των Εναγόντων και της Εναγόμενης. προκειμένου κάποιος να μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της. Μάλιστα θα έλεγα ότι το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού μηνύματος της Themis ημερομηνίας 12/5/25 όπου στην απόφαση στην αγωγή αρ. 691/23 παρουσιάζεται σχέση με την Eναγόμενη, Τεκμήριο 3, κάθε άλλο παρά υποστηρίζει τις αναφορές των Εναγόντων. Το εξ’ αποφάσεως χρέος που αναφέρεται στην αγωγή αρ. 691/23, εκ πρώτης όψεως φαίνεται να συνάδει με το επικαλούμενο χρέος του ηλεκτρονικού μηνύματος που αποστάλθηκε στους Ενάγοντες, τη λήψη του οποίου οι ίδιοι παραδέχονται. Κάτι επιπρόσθετο, το αστικό αδίκημα της απάτης διέπεται από το άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ. 148).  Το άρθρο αυτό παρέχει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος για την στοιχειοθέτηση του.

 

Ένα από τα συστατικά στοιχεία είναι η παρουσίαση ψευδούς παράστασης γεγονότος.  Σε σχέση με αυτό, δεν έχει προσκομιστεί ίχνος μαρτυρίας. Περαιτέρω δεν υπάρχει μαρτυρικό υλικό που έστω να τείνει να καταδείξει ότι η Eναγόμενη εξαπάτησε τους Ενάγοντες και ότι ενέργησε επί σκοπού. Ούτε υπάρχει μαρτυρία ότι εξαιτίας τέτοιας συμπεριφοράς της Εναγόμενης, οι Ενάγοντες υπέστησαν ζημιές.

 

Στη βάση των ενώπιον μου δεδομένων και στοιχείων μέσα από αντικειμενική και συνάμα προκαταρκτική θεώρηση τους, τα προαναφερόμενα είναι παράμετροι που εκ πρώτης όψεως δεν εμβολιάζουν την εκδοχή των Εναγόντων με ορατή πιθανότητα επιτυχίας, χωρίς αυτό να αποτελεί καθ' οιονδήποτε τρόπο αξιολόγηση της αλήθειας της εκδοχής τους. Επομένως καταλήγω ότι δεν πληρείται ούτε η δεύτερη προϋπόθεση.

 

Η μη ικανοποίηση της δεύτερης προϋπόθεσης συμπαρασύρει σε αποτυχία και την τρίτη προϋπόθεση.

Παρόλα αυτά θα εξετάσω την τρίτη προϋπόθεση σε περίπτωση ωστόσο που ήθελε κριθεί σε ανώτερο δικαστικό επίπεδο ότι πληρείται η δεύτερη προϋπόθεση.

 

Η τρίτη προϋπόθεση, ήτοι να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, συναρτάται με τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Πλήρης δικαιοσύνη σημαίνει την απόδοση στον ενάγοντα της θεραπείας που δικαιούται σύμφωνα με το νόμο (Παναγίδης v. Παναγίδης (2001) 1 Α.Α.Δ 396). Το κριτήριο αυτό ικανοποιείται όπου οι αποζημιώσεις θεωρούνται ότι δεν αποτελούν ικανοποιητική θεραπεία. Τέτοια περίπτωση υπάρχει όταν ο ενάγοντας (εδώ ο Αιτητής) δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί καθότι θα είναι αδύνατος ο υπολογισμός τυχόν αποζημιώσεων που θα δικαιούται. Αντίθετα, εκεί που η ζημιά μπορεί να υπολογιστεί, έστω και με κάποια δυσκολία, τότε δεν θεωρείται ανεπανόρθωτης φύσης και γι’ αυτό δεν μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν θα είναι σε θέση να αποδώσει πλήρη δικαιοσύνη.

 

Η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημία. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη (Παπαστράτης v. Πιερίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 231, Κυρισάββα v. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245). Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημίας αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία (M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. The Timberland Co (1997) 1 Α.Α.Δ. 171). Στην υπόθεση Ninemia Maritime Corporation v. Trane Schiffahrtsgesellschaft Gmbh (Niedersachen, The (1983) 1 W.L.R.1412 τονίστηκε ότι το σχετικό κριτήριο είναι κατά πόσο, λαμβανομένης υπόψη της μαρτυρίας στο σύνολό της, υπάρχει βάσιμος κίνδυνος ότι η απόφαση υπέρ του ενάγοντα θα παραμείνει ανικανοποίητη. Δεν είναι απαραίτητο να επιδειχθεί άνομη πρόθεση, παρόλο ότι αν αποδειχθεί τέτοια πρόθεση το Δικαστήριο θα χορηγήσει το διάταγμα με περισσότερη ετοιμότητα.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ο κίνδυνος αποξένωσης των επίμαχων ακινήτων είναι υπαρκτός, δεν δημιουργούνται αυτόματα συνθήκες αδυναμίας ικανοποίησης δικαστικής απόφασης εάν και εφόσον εκδοθεί προς όφελος των Εναγόντων.

Μπορεί να λεχθεί ότι οι βασικές αξιώσεις στην παρούσα υπόθεση είναι χρηματικής φύσεως. Εξού και επιδιώκεται η επιδίκαση γενικών και ειδικών αποζημιώσεων, καθώς επίσης αξιώνεται η καταβολή τιμωρητικών, παραδειγματικών και επαυξημένων αποζημιώσεων. Τα διατάγματα που ζητούνται αφορούν ενυπόθηκα ακίνητα. Κάθε ακίνητο έχει συγκεκριμένη αξία. Τα ακίνητα της παρούσας αγωγής μπορούν να εκτιμηθούν. Συνεπώς η όποια ζημιά υποστούν οι Ενάγοντες σε περίπτωση απώλειας των επίμαχων ακινήτων μπορεί εύκολα να υπολογιστεί σε χρήμα. Η δυνατότητα επιδίκασης αποζημιώσεων στους Ενάγοντες που μπορεί οι ίδιοι να διεκδικήσουν εις βάρος των Εναγομένων, εάν και εφόσον τα εν λόγω ακίνητα πωληθούν σε τρίτο άτομο πριν από την εκδίκαση της αγωγής και έκδοσης δικαστικής απόφασης, δείχνει ότι η προοπτική αυτή αποτελεί ικανοποιητική θεραπεία. Η δε δυνατότητα υπολογισμού τέτοιας τυχόν ζημιάς που θα υποστούν οι Ενάγοντες δεν την καθιστά ανεπανόρθωτης φύσεως.

 

Την ίδια στιγμή δεν έχει παρουσιαστεί οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι η Εναγόμενη είναι οικονομικά αφερέγγυος οργανισμός. Κανένα συγκεκριμένο στοιχείο έχει τεθεί ενώπιον μου που να φανερώνει ότι η Εναγόμενη είναι ανίκανη να αποζημιώσει τους Ενάγοντες σε περίπτωση που τους προκαλέσει βλάβη υπό την έννοια που έχει εξηγηθεί πιο πάνω αν επιτύχουν στην αγωγή τους που στρέφεται εναντίον της Εναγόμενης. Από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού δεν αναδεικνύεται ζήτημα αφερεγγυότητας ή οικονομικής ανεπάρκειας/κινδύνου σχετικά με την Εναγόμενη. Ούτε και έχει εξηγηθεί στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα 1 πως η πλευρά των Εναγόντων θεωρεί ότι προκύπτει τέτοιο θέμα. Δεν βλέπω πώς θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον χωρίς την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων.

 

Ενισχυτικά μπορεί να λεχθεί ότι τα δεδομένα που έχουν δημιουργηθεί στην υπόθεση αυτή σε συνδυασμό με το σκεπτικό και ευρύτερα το πνεύμα της απόφασης στην Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.α. v. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε203/13, ημερομηνία 11/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:A360, δεν καθιστούν απαραίτητη την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων για την απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε περίπτωση που μεταγενέστερα η αγωγή των Εναγόντων πετύχει. Σε σχέση με τη θέση των Εναγόντων για περιορισμό των συνταγματικών δικαιωμάτων τους περί κατοχής και εκμετάλλευσης ακίνητης ιδιοκτησίας ενόψει του κινδύνου που δημιουργείται από τον επικείμενο πλειστηριασμό, παραπέμπω στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην πιο πάνω υπόθεση Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.α. v. Hellenic Bank Public Company Ltd το οποίο ομιλεί από μόνο του.

 

"Η «παραμονή» της ιδιοκτησίας στους εφεσείοντες με δική τους συγκατάθεση έχει, εκ των προτέρων, τεθεί υπό αμφισβήτηση καθότι τα συγκεκριμένα ακίνητα έχουν αποτελέσει αντικείμενο υποθήκης. Με αυτό τον τρόπο οι ίδιοι οι εφεσείοντες έχουν απεμπολήσει ένα μέρος της δικής τους απολύτου ιδιοκτησίας, θέτοντας την περιουσία υπό ενδεχόμενη πώληση λόγω εκποίησης της υποθήκης".

 

Το σκεπτικό της πιο πάνω υπόθεσης αναφορικά με το καθεστώς ιδιοκτησίας υποθηκευμένων ακινήτων, καθιστά το έργο των Εναγόντων δυσκολότερο. Αν τώρα ληφθεί υπόψη ότι μέρος της απόφασης του Δικαστηρίου στην αγωγή αρ. 691/23, ήταν η έκδοση διαταγμάτων εκποίησης των δύο επίμαχων ακινήτων, καθίσταται σαφές ότι η προσπάθεια των Εναγόντων για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, για τους λόγους που προβάλλουν, υπό το φως του πιο πάνω σχολιασμού, είναι σχεδόν αδύνατο να στεφθεί με επιτυχία.

 

Συνεπώς κρίνω ότι δεν ικανοποιείται ούτε η τρίτη προϋπόθεση.

 

Σε ό,τι αφορά τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Κεφ. 6, θεωρώ ότι αυτές δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής. Η έκδοση δικαστικών διαταγμάτων εκποίησης των επίμαχων ακινήτων σε συνάρτηση με τη διεκδίκηση από μέρους των Εναγόντων γενικών και ειδικών αποζημιώσεων αναφορικά με τη διενέργεια πλειστηριασμού και τη διάθεση τους και σε συνάρτηση με την απόφαση με την οποία εκδόθηκαν διατάγματα εκποίησης τους, είναι παράγοντες που υποστηρίζουν το σκεπτικό αυτό. Το άρθρο 4 δεν παρείχε από μόνο του δυνατότητα για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων (Papapetrou Bros Ltd v. Παπαπέτρου (2003) 1Α.Α.Δ. 741). Οι πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν. 14/60 είναι αυτές που διέπουν το ζήτημα και έχουν εξεταστεί. Ακόμη όμως και αν λεχθεί ότι τα επίμαχα ακίνητα αποτελούν αντικείμενο αγωγής και επομένως οι πρόνοιες του άρθρου 4 εφαρμόζονται, η έκδοση των δικαστικών διαταγμάτων εκποίησης τους, η πορεία διάθεσής τους, η παραχώρηση τους στην Εναγόμενη συμβατικού δικαιώματος αγοράς τους από τους ιδίους βάση των εγγραφών υποθήκης, το σκεπτικό της απόφασης Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.α. v. Hellenic Bank Public Company Ltd (πιο πάνω), η απόφαση στην αγωγή αρ. 691/23, η αξίωση/επιδίωξη για επιδίκαση αποζημίωσης που εκλαμβάνεται ως αναγνώριση από μέρους των Εναγόντων ότι πρόκειται για επαρκή θεραπεία και συνάμα η δυνατότητα παροχής τέτοιων αποζημιώσεων ως επαρκούς θεραπείας, είναι παράγοντες με τους οποίους μπορεί να θεωρηθεί ότι οι Ενάγοντες δεν διαθέτουν πλέον συμφέρον επί των επίμαχων ακινήτων ώστε να λεχθεί ότι η μη έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων θα τους επηρεάσει δυσμενώς σε περίπτωση απώλειας τους εντός της έννοιας που αποδίδεται από τις πρόνοιες του άρθρου 4.

 

Εν όψει της προδιαγραφόμενης κατάληξης παρέλκει η εξέταση του κριτηρίου του ισοζυγίου της ευχέρειας.

 

Υπό το φως των πιο πάνω στοιχείων και δεδομένων, η υπό κρίση αίτηση δεν έχει προοπτική επιτυχίας. Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, κρίνω ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης κλίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της απόρριψης της υπό κρίση αίτησης. Συνακόλουθα η παρούσα ενδιάμεση αίτηση απορρίπτεται.

 

Ενόψει του αποτελέσματος που είχε η μονομερής προώθηση της υπό κρίση αίτησης, ουδεμία διαταγή εξόδων εκδίδεται.

 

 

                                                                                                                           (Υπ.)..........................................………

                                                                                              Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο