Θεοδόσιος Χριστοφή Ιωαννίδης κ.α. ν. Μαρία Μενελάου, Αίτηση/Έφεση 311/2019, 2/7/2025
print
Τίτλος:
Θεοδόσιος Χριστοφή Ιωαννίδης κ.α. ν. Μαρία Μενελάου, Αίτηση/Έφεση 311/2019, 2/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Φακοντής, Ε.Δ.

  

Αίτηση/Έφεση 311/2019

 

Ο Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμος Κεφ. 224 και Νόμοι Αρ. 3/60, 78/65, 10/66 μέχρι 23/82, άρθρα 50, 50Α, 58, 61 και 80.

 

Μεταξύ: 

                                           1.Θεοδόσιος Χριστοφή Ιωαννίδης

                                             2.Βέρα Θεοδώρου Κρίγγου  

Αιτητές / Εφεσείοντες    

                                                             ν.

 

                                                 Μαρία Μενελάου

   Καθ ής η Αίτηση / Εφεσίβλητη

____________________

Ημερομηνία: 02.06.2025

Εμφανίσεις:

Για τους Αιτητές / Εφεσείοντες: κος Μιχάλης Βασιλειάδης δια Μιχάλης Βασιλειάδης Δ.Ε.Π.Ε.     

Για την Καθ ής η Αίτηση / Εφεσίβλητη: κ. Γιώργος Κυριάκου δια Eliades & Kyriacou LLC     

          Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η Έφεση:

 

Οι Εφεσείοντες, με Έφεση που καταχώρισαν εμπρόθεσμα στις 11.11.2019, δυνάμει του άρθρου 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ. 224[1], προσβάλλουν την απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερομηνίας 14.10.202019 που είχε ληφθεί βάσει του άρθρου 58 του Κεφ. 224[2].  

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση είχε εκδοθεί κατόπιν αίτησης του Εφεσείοντα αρ. 1 και έλαβε τον αριθμό φακέλου ΑΧ4445/2006 ο οποίος αφορούσε επίλυση συνοριακής διαφοράς του τεμαχίου 799 ιδιοκτησίας των Εφεσείοντων με το όμορο τεμάχιο 764 ιδιοκτησίας της Εφεσίβλητης. Ουσιαστικά η συνοριακή διαφορά αφορούσε μόνο το δυτικό σύνορο του τεμαχίου 799 το οποίο εφάπτεται με το τεμάχιο 764.

 

Προβάλλονται 20 λόγοι Έφεσης, για τους οποίους οι Εφεσείοντες θεωρούν πως η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί από το Δικαστήριο. Δεν θα επαναλάβω τους λόγους έφεσης θα αρκεστώ να σημειώσω πως τους έχω υπόψη στο σύνολο τους όπως ακριβώς έχουν προβληθεί.

 

Η αίτηση στηρίζεται στην ένορκη δήλωση του Εφεσείοντα / Αιτητή αρ. 1 η οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνει τους λόγους έφεσης ενώ ως τεκμήριο επισυνάπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση.

Σημειώνεται επιπρόσθετα πως προς υποστήριξη της αίτησης / έφεσης καταχωρήθηκε στο φάκελο της υπόθεσης για λογαριασμό των Εφεσείοντων / Αιτητών και ένορκη δήλωση ημερ. 02.03.2023 του Αγρονόμου Τοπογράφου Μηχανικού κ. Ιωάννη Ιακωβίδη πρόσωπο το οποίο ετοίμασε και σχετική Τεχνική Έκθεση ημερ. 28.02.2023 στην οποία παραθέτει τις απόψεις του σε σχέση με την συνοριακή διαφορά στην οποία καταλήγει πως η υπό αναθεώρηση απόφαση του Διευθυντή είναι λανθασμένη αφού κατά τον Τοπογράφο δεν λήφθηκε υπόψη ο Κτηματολογικός Φάκελος Α1587/49 και οι μετρήσεις που σε αυτόν παρουσιάζονται.    

 

Η Ένσταση της Εφεσίβλητης:

 

Η Εφεσίβλητη στις 20.02.2020 καταχώρησε γραπτή ένσταση υποστηρίζοντας την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης προωθώντας 22 συνολικά λόγους ένστασης το περιεχόμενο των οποίων είναι στα υπόψη του Δικαστηρίου. Με ένορκη δήλωση του πατέρα της Εφεσίβλητης και προηγούμενου ιδιοκτήτη του τεμαχίου υποστηρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση αντικατοπτρίζει και είναι σύμφωνη επιτόπιας έρευνας που διεξάχθηκε το 1983 και καλεί το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση.

 

Η αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή:

 

Η αιτιολογημένη έκθεση του Διευθυντή κατατέθηκε στον φάκελο της υπόθεσης μέσω ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 23.01.2024 του Κώστα Κωνσταντίνου Ανώτερου Τεχνικού Μηχανικού στον Κλάδο Χωρομετρίας / Τομέας Επαναχωρομέτρησης του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας συνοδευόμενη από 23 Τεκμήρια.

 

Η καταχώρηση της αιτιολογημένης έκθεσης ήταν αναγκαία από την στιγμή που οι Εφεσείοντας ως ορθά βεβαίως έπραξαν δεν συνένωσαν στην διαδικασία ως διάδικο τον Διευθυντή με τον τελευταίο να ενεργεί σύμφωνα με τον Κανονισμό 5 § 2 των περί Ακίνητου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμών 1956 ετοιμάζοντας και καταθέτοντας στον φάκελο της υπόθεσης την σχετική αιτιολογική έκθεση.

 

Να σημειωθεί ότι στις 07.04.2025 ο κ. Κωνσταντίνου αντεξετάστηκε από τον συνήγορο των Εφεσείοντων μετά από σχετική άδεια που είχε παραχωρηθεί σε σχέση με τις παραγράφους 9, 17 και 18 της ένορκης του δήλωσης.

 

Στην αιτιολογική έκθεση του Διευθυντή που παρατίθεται μέσω ένορκη δήλωσης του Κώστα Κωνσταντίνου αναφέρονται τα εξής τα οποία κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια:

 

1.Είμαι Ανώτερος Τεχνικός στον Κλάδο Χωρομετρίας / Τομέας Επαναχωρομέτρησης του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας και προσλήφθηκα στην Δημόσια Υπηρεσία στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας τον Ιούνιο του 1991.

Μέσα στα πλαίσια των καθηκόντων μου, διενεργώ ελέγχους σε προς Υιοθέτηση τμήματα σύμφωνα με το άρθρο 50Α ‘’Υιοθέτηση Νέων Κτηματικών Σχεδίων’’, καθώς και ελέγχους σε διάφορες υποθέσεις που εμπλέκονται στα τμήματα αυτά.

 

2.Γνωρίζω πολύ καλά τα γεγονότα της υπόθεσης ΑΧ4445/06, που είναι αίτηση επίλυσης συνοριακής διαφοράς σύμφωνα με το άρθρο 58 του Κεφ. 224, μεταξύ του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/2439 τεμάχιο 799 του Φ/Σχ. 18/41 στην Κοινότητα Παχύαμμου και του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/2523 τεμάχιο 823 του ίδιου κτηματικού σχεδίου και Κοινότητας. Στη διαδικασία εξέτασης των διαφόρων υποθέσεων από τον Τομέα Επαναχωρομέτρησης, ο Αναλυτής/Τεχνικός, αφού μελετήσει τον φάκελο, προχωρεί στην ανάλυση και καθορισμό των εγγεγραμμένων συνόρων. Ακολούθως διενεργείται έλεγχος της όλης εργασίας / ανάλυσης από Ανώτερο Τεχνικό/Τεχνικό/Μηχανικό 1ης Τάξης και αποστολή του φακέλου σε Χωρομέτρη/Τεχνικό για διεκπεραίωση και υλοποίηση της εργασίας στο πεδίο.

 

3. Κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης, ο μοναδικός εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του τότε τεμαχίου 765 (Νέο 799) ήταν ο κ. Θεοδόσιος Χριστοφή Ιωαννίδη ο οποίος αποτάθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 58 του Κεφ. 224 στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Λευκωσίας, για επίλυση της συνοριακής διαφοράς που είχε με τον τότε εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη του τεμαχίου 764 (Νέο 823) κ. Σταύρο Μενελάου. Η αίτηση ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 58 του κεφ. 224 και έγινε αποδεκτή με αριθ. Κτηματολογικού φακέλου ΑΧ4445/2006 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1).

 

4. Για εξέταση/διεκπεραίωση της υπόθεσης ΑΧ4445/2006 δόθηκαν στοιχεία προς τον Χωρομέτρη Ερμή ΧατζηΝικολάου. Για την ετοιμασία των στοιχείων λήφθηκαν υπόψη παλιές χωρομετρικές/κτηματολογικές εργασίες (σχετική αναφορά γινόταν στο σημείωμα μου ημ. 1/11/07 ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2) που σχετίζονταν με τα πιο πάνω ακίνητα καθώς και τα όμορα ακίνητα αυτών. Η εισήγηση μου όπως αναφέρω στο ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2, και σύμφωνα με το άρθρο 50Α Υιοθέτησης Νέων Κτηματικών Σχεδίων ήταν να υιοθετηθεί ως κοινό σύνορο των τεμαχίων 765 και 764 το υφιστάμενο περιτοίχισμα. Ο έλεγχος και η έγκριση των πιο πάνω στοιχείων είχε γίνει από την τότε προϊστάμενη του Τομέα Επαναχωρομέτρησης κ. Νίκη Κασσίνη (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2&3&4).

 

5. Στις 08/02/2008 στάλθηκαν εμπρόθεσμα με συστημένο ταχυδρομείο, οι σχετικές ειδοποιήσεις που προνοούνται από το Άρθρο 58 του Κεφ. 224 στον τότε μοναδικό ιδιοκτήτη/ αιτητή κ. Θεοδόσιο Χριστοφή Ιωαννίδη καθώς και στον τότε ιδιοκτήτη/αντίδικο κ. Σταύρο Μενελάου (Τεκμήριο 5&6&7). Στις 20/03/2008 έγινε επιτόπια εξέταση για επίλυση της διαφοράς.

 

6. Ο τότε αιτητής κ. Θεοδόσιος Χριστοφή Ιωαννίδη και αντίδικος κ. Σταύρος Μενελάου αποδέχτηκαν το υφιστάμενο περιτοίχισμα ως κοινό τους σύνορο και υπόγραψαν τις σχετικές δηλώσεις. Τα σύνορα ήταν προσωρινά μέχρι να γίνουν οι αναγκαίοι σχεδιαστικοί έλεγχοι όπως γίνεται πάντοτε σε όλες τις χωρομετρικές υποθέσεις (ΤΕΚΜΗΡΙΑ 8&9&10).

 

7. Με επιστολή ημερομηνίας 6/5/2008 ο δικηγόρος κ. Γεώργιος Παπαντωνίου εκ μέρους του αιτητή απέσυρε τις υπογραφές του πελάτη του (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 11).

 

8. Απαντητική επιστολή απεστάλη στον Δικ. κ. Γεώργιο Παπαντωνίου στις 26/5/2008 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 12).

9. Στις 5/6/2008 στάλθηκε η υπόθεση, με τα αναγκαία στοιχεία στον τομέα Χαρτογραφίας για τους αναγκαίους σχεδιαστικούς ελέγχους. Τα αποτελέσματα του σχεδιαστικού ελέγχου ημερομηνίας 26/06/2008 ήταν όπως τροποποιηθεί το κοινό υποδειχθέν/ διαφιλονικούμενο σύνορο των τεμαχίων 764 και 765 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 13).

 

10. Η υπόθεση ΑΧ4445/06 αποστάλθηκε εκ νέου στον Τομέα Επαναχωρομέτρησης στον Τεχνικό Μηχανικό Χωρομετρίας κα. Γιαννούλα Μαλάη Ιωαννίδου. Η Τεχνικός έκανε εκ νέου μελέτη/ ανάλυση, με οδηγίες όπως για τον καθορισμό των συνόρων, υιοθετήσει παλιές υποδείξεις και δεσμεύσεις (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 14). Με βάση το αρχικό (original) σχέδιο, φαίνεται το κοινό σύνορο των τεμαχίων 799 και 823, να είναι αρχικό και να μην έχει τροποποιηθεί από διάφορες άλλες αιτήσεις (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 14). (Αρχικά τεμάχια 55 και 56). Το αρχικό τεμάχιο 55 με βάση το φάκελο 4454/48 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 15) διαχωρίστηκε σε δύο νέα τεμάχια 55/1 και 55/2. Το τεμάχιο 55/1 χωρίστηκε με το φάκελο διαχωρισμού Α2415/83 σε δύο νέα τεμάχια 347 και 346 (Νυν 799, τεμάχιο αιτητή ΤΕΚΜΗΡΙΟ 16).

 

Το τεμάχιο 56 διαχωρίστηκε με τον φακ. διαχωρισμού 1578/1949 σε τρία νέα τεμάχια 56/1, 56/2 και 56/3 (Νυν τεμ. 823, τεμ’ αντίδικου). (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 17)

Στον φάκελο διαχωρισμού Α2415/1983 υπάρχουν αποστάσεις που καθορίζουν το διαφιλονικούμενο αρχικό σύνορο. Οι αποστάσεις αυτές έχουν υιοθετηθεί. Βοηθητικό υλοποίησης της πιο πάνω εργασίας ήταν ότι το κτίριο που ήταν χωρομετρημένο με τον πιο πάνω φάκελο ήταν αποτυπωμένο πριν γίνουν προσθήκες. Για το νότιο σύνορο του τεμαχίου 799 (Δρόμος) εκδόθηκε απόφαση από τον διευθυντή με τον φάκελο ΑΧ129/02 η οποία και δεν έχει εφεσιβληθεί. Τα στοιχεία της πιο πάνω υπόθεσης έχουν υιοθετηθεί.

Τα εγγεγραμμένα εμβαδά των ακινήτων 799 και 823 είναι αντίστοιχα 2091 τ.μ. και 1821 τ.μ. Τα χωρομετρικά εμβαδά που δίνονται με την ανάλυση τα οποία και έχουν υιοθετηθεί είναι  2122 τ.μ και 1867 τ.μ. αντιστοίχως. Παρουσιάζεται αύξηση σε σχέση με το εγγεγραμμένο εμβαδό των δύο ακινήτων κατά 31 τ.μ. για το τεμάχιο 799 και 46 τ.μ. για το τεμάχιο 823. Για καθορισμό της βόρειας πρόσοψης του τεμαχίου 799 υιοθετήθηκε η ολική απόσταση 150 πόδια πλην 91.75 με κάθετο ½. Κάνοντας τους πιο πάνω υπολογισμούς η βόρεια πρόσοψη του τεμαχίου 799 πρέπει να είναι 59.25 πόδια (18.00 μέτρα). Επίσης έχουν υιοθετηθεί οι αποστάσεις 100 πόδια, 129 πόδια και 67 πόδια οι οποίες καθορίζουν το διαφιλονικούμενο σύνορο (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 16).

 

Υιοθετήθηκαν τα στοιχεία του φακέλου Α205/06 ο οποίος αφορούσε διαφορά συνόρων μεταξύ των τεμαχίων 799 και 356,523, για τα οποία είχε εκδοθεί απόφαση από τον Διευθυντή (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 18).

 

 Ο έλεγχος της συγκεκριμένης υπόθεσης έγινε από την Τεχνικό Μηχανικό 1ης Τάξης κα. Ευανθία Παναγιώτου.

 

11.Στις 7/7/2009 για το τεμάχιο 799, έγινε μεταβίβαση του 1/3 μεριδίου (δυνάμει δωρέας) από τον κ. Θεοδόσιο Χριστοφή Ιωαννίδη προς την θυγατέρα του κα. Κρίγγου Θεοδώρου Βέρα. Το τεμάχιο 823 μεταβιβάστηκε εξ ολοκλήρου από τον κ. Σταύρο Μενελάου στην θυγατέρα του Μενελάου Μαρία.

 

12. Στις 07/02/2019 στάλθηκαν εμπρόθεσμα με συστημένο ταχυδρομείο, οι σχετικές ειδοποιήσεις που προνοούνται από το Άρθρο 58 του Κεφ. 224, στους συνιδιοκτήτες / αιτητές του τεμαχίου 799 Θεοδόσιος Χριστοφή Ιωαννίδη και Βέρα Θεοδώρου Κρίγγου, καθώς και στην αντίδικο κα. Μαρία Μενελάου. (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 19)

 

13. Στις 13/3/2019 έγινε επιτόκου εξέταση της παρούσης από τον Χωρομέτρη Τρύφωνα Τρύφωνος, υποδείχθηκαν τα εγγεγραμμένα σύνορα, και αποτυπώθηκε το διαφιλονικούμενο μέρος (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 20)

 

14. Για τους σχεδιαστικούς ελέγχους και ορθότητα της χωρομετρικής εργασίας, είχαν ετοιμαστεί από τον χωρομέτρη κ. Τρύφωνα Τρύφωνος, σχέδιο στην κλίμακα του εν χρήσει κτηματικού σχεδίου σε χαρτί και πλαστικό, στο οποίο φαίνονται τα σύνορα των τεμαχίων, το διαφιλονικούμενο μέρος, οι επιτόπου καταστάσεις καθώς επίσης και σχέδιο σε μεγαλύτερη κλίμακα (1:500) για διευκόλυνση ανάγνωσης αποστάσεων. Επίσης ετοιμάστηκε σχεδιάγραμμα στο οποίο φαίνονται με ψηφία Α,Β,Γ,Δ,Ε,Ζ και Η, τα προσωρινά ορόσημα που έχουν τοποθετηθεί επί τόπου, για το κοινό εγγεγραμμένο σύνορο μεταξύ του ακινήτου των αιτητών (799) και των αντιδίκων (823). Με κόκκινο χρώμα φαίνεται το διαφιλονικούμενο μέρος. Αντίγραφο του σχεδιαγράμματος επισυνάπτεται στην παρούσα ως (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 21). Στις 7/8/2019 έγιναν οι απαιτούμενοι σχεδιαστικοί ελέγχοι από την Τεχνικό Μηχανικό Χαρτογραφίας κα. Άννα Κωνσταντίνου όπου επιβεβαίωσε την ορθότητα της εργασίας (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 22)

 

15. Στη συνέχεια και αφού επιβεβαιώθηκε ότι έχουν ικανοποιηθεί όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 58 του Κεφ. 224 καθώς και του άρθρου 50 του κεφ. 224, εκδόθηκε η απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερομηνίας 14/10/2019, η οποία κοινοποιήθηκε σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη με συστημένο ταχυδρομείο στις 14/10/2019, στην οποία επισυνάφθηκε σχέδιο/σχεδιάγραμμα όπου σημειώνονταν με κόκκινο χρώμα η διαφιλονικούμενη έκταση, η οποία αποτελεί μέρος του ακινήτου με αριθμό τεμαχίου 799 του Κτηματικού Σχεδίου 18/41, σε κλίμακα 1:5000 και είναι μέρος της εγγραφής 0/2439, στο όνομα των Θεοδόσιου Χριστοφή Ιωαννίδη και Βέρας Θεοδώρου Κρίγγου αιτητών.  (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 23)

 

Μετά από συνάντηση που είχα με τον δικηγόρο κ. Γιώργο Κυριάκου στις 1/11/23, μου δόθηκε φωτοαντίγραφο, της ένορκης δήλωσης του Αρμόδιου Τοπογράφου κ. Ιωάννη Ιακωβίδη.

 

Επιπρόσθετα σας παραθέτω τα πιο κάτω.

 

16. Όπως αναφέρω στις παραγράφους 5 και 6, η επιτόπου εξέταση του φακέλου ΑΧ4445/06 επίλυση συνοριακής διαφοράς, έγινε στις 20/3/08.

 

Το διαφιλονικούμενο κοινό σύνορο των τεμαχίων 799 και 823, όπως υποδείχθηκε από τον Τεχνικό, είχε γίνει αποδεκτό τόσο από τον αιτητή, όσο και από τον αντίδικο. Τους είχε αναφερθεί ότι το σύνορο είναι προσωρινό μέχρι να γίνουν οι απαιτούμενοι έλεγχοι και η έκδοση απόφασης από τον διευθυντή (παράγραφοι 6,7,8 και 9).

 

Στις 13/3/2019 έπειτα από παρατηρήσεις του σχεδιαστηρίου για την ορθότητα της εργασίες, έγινες εκ νέου ανάλυση και ετοιμάστηκαν νέα στοιχεία για εξέταση του φακέλου ΑΧ4445/06 στο πεδίο (παράγραφοι 9 και 10).

 

Μετά την εξέταση του φακέλου ΑΧ4445/06 στο πεδίο, έγιναν οι απαιτούμενοι ελέγχοι για την ορθότητα της εργασίας (παράγραφος 14), και στις 14/10/2019 εκδόθηκε απόφαση από τον διευθυντή (παράγραφος 15).

 

17. Το σημείο (1) παράρτημα Α και Β που αναφέρει στην ένορκη δήλωση του ο κ. Ιωάννης Ιακωβίδης, είναι το ίδιο σημείο όπως φαίνεται στο τεκμήριο μου 3-4 με αριθμό 152, δηλ. η προηγούμενη θέση του συνόρου όπως είχε υποδειχθεί στις 20/3/2008 με συντεταγμένες 161988.56 και 393574.42, η οποία έχει αναθεωρηθεί (παράγραφος 9).

 

18. Στην τελευταία παράγραφο της ένορκης δήλωσης του, ο αρμόδιος τοπογράφος αναφέρει πως η εργασία του φακέλου 1578/49 δεν έχει ληφθεί υπόψιν. Στην γραμμή αρ. 4 του τεκμηρίου 2 που επισυνάπτω πιο πάνω, γίνεται σχετική αναφορά με βάση την οποία ο εν λόγω φάκελος λήφθηκε υπόψη.

 

19. Περαιτέρω λεπτομέρειες και στοιχεία που πιθανόν να θεωρηθούν αναγκαία βρίσκονται στο φάκελο Συνοριακής Διαφοράς ΑΧ4445/06.

 

Η αντεξέταση του κ. Κώστα Κωνσταντίνου:

 

Ως αναφέρθηκε και ανωτέρω στις 07.04.2025 ο κος Κωνσταντίνου αντεξετάστηκε από τον συνήγορο των Εφεσείοντων σε σχέση με συγκεκριμένες αναφορές στην ένορκη του δήλωση ημερομηνίας 23.01.2024.

Ως ο μάρτυρας εξήγησε στην περιοχή όπου εμπίπτουν τα δύο ακίνητα είχε γίνει ήδη σύμφωνα με το άρθρο 50Α του Κεφ. 224 υιοθέτηση νέων κτηματικών σχεδίων χωρίς να υποβληθεί οποιαδήποτε ένσταση κατά την δημοσίευση αυτών από τους ιδιοκτήτες τους, ενώ για την εξέταση του φακέλου της Συνοριακής Διαφοράς ΑΧ4445/06 σημείωσε πως παρά το γεγονός ότι αμφότερες οι πλευρές είχαν αποδεχθεί δια παραχώρησης σχετικής συγκατάθεσης την προσπάθεια που έγινε για την υιοθέτηση των υφιστάμενων καταστάσεων αναφορικά με τα δύο ακίνητα και ενώ εκκρεμούσε ο απαιτούμενος έλεγχος από το σχεδιαστήριο έγινε ανάκληση της συγκατάθεσης από τον Εφεσείοντα / Αιτητή αρ. 1 με αποτέλεσμα να απαιτηθεί η εργασία που θα λάμβανε χώρα για τον φάκελο της Συνοριακής Διαφοράς ΑΧ4445/06 να πρέπει να γίνει ανατρέχοντας και εφαρμόζοντας παλιές κτηματολογικές εργασίες. 

 

Μάλιστα ερωτούμενος αν κατά την λήψη της απόφασης τους λήφθηκε υπόψη ο φάκελος ΑΧ1578/49 απάντησε καταφατικά παραπέμποντας και στο Τεκμήριο 2 της δήλωσης του στο οποίο αναφέρονται τόσο ο συγκεκριμένος φάκελος όσο και άλλοι εξηγώντας όμως πως αφετηρία για να βάλουν τις αποστάσεις του διαχωρισμού δόθηκε στον φάκελο του διαχωρισμού του τεμαχίου 55/1 ήτοι του τεμαχίου των Εφεσείοντων  (σχετικό το Τεκμήριο 16 της δήλωσης Κωνσταντίνου) ως διενεργήθηκε με τον φάκελο Α2415/1983 στα πλαίσια του οποίου είχαν δοθεί και οι έγγραφες συγκαταθέσεις των ιδιοκτητών ενώ είχαν μετρηθεί με ακρίβεια τότε τα υφιστάμενα κτίρια, λήφθηκαν επίσης υπόψη και άλλα σταθερά σημεία και οι αποστάσεις του διαχωρισμού, ενώ λήφθηκε και υπόψη ο φάκελος διαφοράς συνόρων Α205/86 (Τεκμήριο 18 της δήλωσης Κωνσταντίνου) όπου έγινε η ίδια χωρομετρική εργασία με τον φάκελο του 1983 επιβεβαιώνοντας έτσι την εργασία που έγινε αφού και οι δύο φάκελοι συμφωνούσαν εξού και τα δεδομένα αυτά λήφθηκαν υπόψη για τον καθορισμό του κοινού βόρειου συνόρου των δύο τεμαχίων ως το σημείο Η του σχεδίου της απόφασης του Διευθυντή.  

 

Τόνισε βεβαίως πως αν ένας τοίχος κτίστηκε εκ των υστέρων από ένα ιδιοκτήτη ακινήτου το Κτηματολόγιο δεν μπορεί να λάβει υπόψη την μεταγενέστερη υφιστάμενη αυτή κατάσταση για τον καθορισμό του συνόρου όπως έγινε και στην υπό εξέταση υπόθεση αλλά θα ανατρέξει στην επίσημη και ολοκληρωμένη εργασία που έλαβε χώρα με τον φάκελο Α2415/1983 από τον οποίο προέκυψε και ο διαχωρισμός του τεμαχίου των Εφεσείοντων. Σημείωσε επιπρόσθετα πως το γεγονός ότι η απόσταση που έχει καθοριστεί με την απόφαση του Διευθυντή δεν συμπίπτει με τον υφιστάμενο τοίχο που έχει ανεγερθεί εκ των υστέρων του φακέλου του διαχωρισμού του 1983 δεν σημαίνει ότι η απόφαση του Διευθυντή είναι και λανθασμένη.

 

Επεξήγησε επίσης ότι το σημείο 1 που ο Ιακωβίδης παρουσιάζει στο Παράρτημα Α της Τεχνικής του Έκθεσης είναι το ίδιο και έχει τις ίδιες συντεταγμένες με το σημείο 152 που καθόρισε και η πλευρά του Κτηματολογίου (σχετικό το Τεκμήριο 3 & 4 της ένορκης δήλωσης Κωνσταντίνου) ως πρόταση προς τους δύο ιδιοκτήτης για κοινό δυτικό σύνορο σε μια προσπάθεια υιοθέτησης της υφιστάμενης κατάστασης, πρόταση η οποία επανέλαβε αρχικά έγινε αποδεκτή από τους ιδιοκτήτες όμως στην συνέχεια ο εφεσείοντας αρ. 1 ανακάλεσε την υπογραφή του.

 

Ως ξεκαθάρισε η θέση Η που παρουσιάζεται στο σχέδιο της απόφασης του Διευθυντή (Τεκμήριο 20 δήλωσης Κωνσταντίνου) δεν έχει σχέση με το σημείο 1 και σημείο 152 που αναφέρεται ανωτέρω αλλά πρόκειται για το νέο σημείο που καθορίστηκε με την απόφαση του Διευθυντή ως το βόρειο σύνορο των τεμαχίων και περιγράφεται στο δεύτερο σχέδιο του Τεκμηρίου 20 ως σημείο 34.

 

Τέλος ξεκαθάρισε επίσης πως η αναφορά του κ. Ιακώβίδη σε φάκελο ΑΧ1988/2010 που αφορά οριοθέτηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή καθότι δεν εκδόθηκε οποιοδήποτε πιστοποιητικό για την συγκεκριμένη εργασία οριοθέτησης που ο Ιακωβίδης διενέργησε ούτε και ο φάκελος επιστράφηκε στο Τμήμα τους για έλεγχο. Μάλιστα ως σημείωσε από την στιγμή που ήταν σε εκκρεμότητα ο φάκελος της Συνοριακής Διαφοράς ΑΧ4445/06 δεν θα μπορούσε να διενεργηθεί εργασία οριοθέτησης και να εκδοθεί σχετικό πιστοποιητικό για τον φάκελο οριοθέτησης ΑΧ1988/2010 και αυτό ήταν εις γνώση του συγκεκριμένου τοπογράφου κατά τον χρόνο που του παραχωρήθηκαν τα δεδομένα από το Κτηματολόγιο. 

 

 

Εξέταση

 

Καταρχάς σημειώνω πως για σκοπούς εξέτασης και κατάληξης έχω θέση ενώπιον μου και έχω μελετήσει εκτενώς τόσο το περιεχόμενο της αίτησης όσο και της ένστασης, της ένορκης δήλωσης Ιακωβίδη και Κωνσταντίνου καθώς και της επιχειρηματολογίας των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων.

 

Συνεπώς είναι σε γνώση μου ότι καταχωρίστηκε και ότι αναφέρθηκε στην πλήρη του μορφή ακόμα και αν δεν γίνεται αυτολεξεί, ειδική ή λεπτομερής αναφορά στα πλαίσια της παρούσας απόφασης.

 

Ζήτημα Κατά τόπο Δικαιοδοσίας:

 

Πριν να εξετάσω την ουσία της Αίτησης / Έφεσης θα πραγματευτώ ένα ζήτημα το οποίο φαίνεται να προκύπτει και αφορά την Επαρχία εντός της οποίας εμπίπτουν τα δύο ακίνητα ιδιοκτησίας των διαδίκων.

 

Τόσο το τεμάχιο 799 όσο και το τεμάχιο 764 βρίσκονται στο Χωριό Παχύαμμο το οποίο εμπίπτει στα διοικητικά όρια της Επαρχίας Λευκωσίας.

 

Τίθεται εύλογα συνεπώς το ερώτημα γιατί η υπόθεση καταχωρήθηκε και εκδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και όχι αυτό της Λευκωσίας.

 

Την απάντηση στο ερώτημα αυτό  δίδουν διατάγματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου που κατά καιρούς δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και συγκεκριμένα για το Χωριό Παχύαμμος το διάταγμα με αριθμό 2144 που δημοσιεύθηκε στις 23 Ιουλίου 1988 και αναφέρει τα εξής: ‘’Το Ανώτατο Δικαστήριο, αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 3(4) των περί Δικαστηρίων Νόμων 1960 – 1988, όπως η περιοχή που πιο κάτω αναφερόμενου χωριού παύσει να αποτελεί μέρος της Δικαστικής Επαρχίας Λευκωσίας και αποτελεί μέρος της Δικαστικής Επαρχίας Πάφου, για οποιαδήποτε διαδικασία η οποία θα αρχίσει από της δημοσιεύσεως του παρόντος Διατάγματος: Παχύαμμος’’[3]

 

Το εν λόγω διάταγμα φαίνεται ότι μέχρι σήμερα παραμένει σε ισχύ.

 

Ως εκ τούτου λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω σημειώνονται καθίσταται ξεκάθαρο ότι το παρόν Δικαστήριο έχει κατά τόπο δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπό κρίση Αίτηση / Έφεση.

 

Το παράπονο των Εφεσείοντων:

 

Με απλά λόγια θα πρέπει να γίνει κατανοητό ποιο τελικά είναι το παράπονο των αιτητών και για τον αναγνώστη της παρούσας απόφασης.

 

Με την απόφαση του Διευθυντή ημερ. 14.10.2019 στα πλαίσια του Φακέλου Επίλυσης Συνοριακής Διαφοράς ΑΧ4445/2006 επιλύθηκε η διαφορά που αφορούσε στο δυτικό κοινό σύνορο των τεμαχίων 799 ιδιοκτησίας των Εφεσείοντων και 764 ιδιοκτησίας της Εφεσίβλητης.

 

Στο σχεδιάγραμμα που κοινοποιήθηκε με την απόφαση του Διευθυντή επί κλίμακας 1:5000 παρουσιάζεται χρωματισμένο με κόκκινο χρώμα έκταση γης η οποία κατά την απόφαση αποτελεί πλέον μέρος του τεμαχίου 799.

 

Είναι αντιληπτό από το σχεδιάγραμμα και βλέποντας την χρωματισμένη με κόκκινο περιοχή πως αυτή καλύπτει σημαντική έκταση γης καθιστώντας την πλέον κατά την προσβαλλόμενη απόφαση μέρος της ιδιοκτησίας των Εφεσείοντων.

 

Αξιοσημείωτο πως παρά την απόφαση αυτή και το τι τελικά καθόριζε ο ιδιοκτήτης του τεμαχίου 764 δεν προχώρησε στην προσβολή της.

Η απόφαση αμφισβητήθηκε δια προσβολής με την υπό εξέταση διαδικασία μόνο από την πλευρά των ιδιοκτητών του τεμαχίου 799 και αυτό παρά το γεγονός ότι το όφελος από την απόφαση λάμβανε το τεμάχιο τους και κατ επέκταση οι ίδιοι ως οι ιδιοκτήτες του.

 

Ποιο όμως είναι τελικά το παράπονο των Εφεσείοντων και προχώρησαν στην αμφισβήτηση της απόφασης αυτής. Αυτό δεν είναι άλλο από τον ισχυριζόμενο λανθασμένο ορισμό του βόρειου κοινού συνόρου μεταξύ των τεμαχίου τους (799) και του τεμαχίου της Εφεσίβλητης (764) και συγκεκριμένα ο καθορισμός του σημείου Η επί του σχεδίου που συνοδεύει την απόφαση ημερομηνίας 14.10.2019 και αποτελεί ουσιαστικά το κοινό βόρειο σύνορο των δύο τεμαχίων.

 

Αποτελεί επιχειρηματολογία τους πως το σημείο Η που καθορίζεται με την απόφαση ως το βόρειο σύνορο των δύο τεμαχίων θα έπρεπε να τοποθετηθεί δυτικότερα και κατ επέκταση να εξασφαλίζουν μεγαλύτερη έκταση γης ως μέρος του τεμαχίου τους περί τα 46,5 τ.μ. έκταση την οποία ισχυρίζονται ότι κατείχαν και χρησιμοποιούσαν τόσο οι ίδιοι όσο και οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες του τεμαχίου 799 καθώς επίσης και να συνάδει και με επί τόπου τοίχο αντιστήριξης που έχει κατασκευαστεί.

 

Αποτελεί θέση του κ. Ιακωβίδη που παρουσίασε δική του Τεχνική Έκθεση για λογαριασμό των αιτητών ότι έγινε λανθασμένος ορισμός του βόρειου συνόρου μεταξύ των τεμαχίων 764 και 799 αφού δεν λήφθηκε υπόψη από τον Διευθυντή ο Κτηματολογικός Φάκελος Α1587/49 κατά την εξέταση της συνοριακής διαφοράς με αριθμό φακέλου ΑΧ4445/2006 ενώ λήφθηκε υπόψη ο φάκελος του διαχωρισμού των τεμαχίων 799 και 347 ο οποίος έγινε μεταγενέστερα και συγκεκριμένα το 1983 που κατά τον Τοπογράφο έγινε χωρίς να οριστούν επακριβώς τα σύνορα του αρχικού τεμαχίου από το οποίο προέκυψαν τα τεμάχια 799 και 347 με αποτέλεσμα το βόρειο σύνορο να οριστεί κατά τρόπο λανθασμένο και να οδηγήσει σε λανθασμένη απόφαση του Διευθυντή.

 

Συνεπώς το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί από το Δικαστήριο είναι το κατά πόσον ο ορισμός του βορείου συνόρου με τον τρόπο που τελικά έγινε είναι ορθός η όχι. 

 

Εκτίμηση Δικαστηρίου:

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση θεωρώ ότι τα ζητήματα είναι πιο απλά από ότι οι Εφεσείοντες προσπάθησαν να τα παρουσιάσουν ενώ η επιχειρηματολογία ότι το κοινό βόρειο σύνορο θα έπρεπε να καθοριστεί με βάση τις μετρήσεις του φακέλου Α1587/49 δεν με βρίσκει σύμφωνο.

 

Θα συμφωνήσω με τα όσα ο κ. Κωνσταντίνου είχε την ευκαιρία να αναπτύξει κατά την αντεξέταση του ενώπιον του Δικαστηρίου στις 07.04.2025 που δεν ήταν άλλο από το γεγονός ότι παρά το ότι φάκελοι όπως και ο Α1587/49 είχαν μελετηθεί και ληφθεί υπόψη αφετηρία για τον καθορισμό του συνόρου που αφορούσε την επίλυση της συνοριακής διαφοράς των τεμαχίων των διαδίκων δεν θα μπορούσε να αποτελέσει οτιδήποτε άλλο εκτός από τον φάκελο από τον οποίο προέκυψε ο διαχωρισμός του τεμαχίου ιδιοκτησίας των Εφεσείοντων ήτοι ο φάκελος Α2415/1983.

 

Μάλιστα ως διαφάνηκε όταν εξετάστηκε ο συγκεκριμένος φάκελος από τον οποίο προέκυψε το τεμάχιο των Εφεσειόντων είχαν υπογράψει σύμφωνα και με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 16 της δήλωσης Κωνσταντίνου και οι τότε ιδιοκτήτες του ότι συμφωνούσαν ενώ είχαν μετρηθεί με ακρίβεια τότε τα υφιστάμενα κτίρια, λήφθηκαν επίσης υπόψη και άλλα σταθερά σημεία και οι αποστάσεις του διαχωρισμού καθορίστηκαν επί του σχεδίου που υιοθετήθηκε.

 

Η πιο πάνω εργασία φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται και από τον μεταγενέστερο φάκελο διαφοράς συνόρων Α205/86 (Τεκμήριο 18 της δήλωσης Κωνσταντίνου) όπου έγινε η ίδια χωρομετρική εργασία με τον φάκελο του 1983 με τους δύο φακέλους να συμφωνούν εξού και τα ασφαλή δεδομένα αυτά λήφθηκαν υπόψη για τον καθορισμό του κοινού βόρειου συνόρου των δύο τεμαχίων ως το σημείο Η του σχεδίου της απόφασης του Διευθυντή. 

 

Θα συμφωνήσω επίσης με την θέση που εξέφρασε ο κος Κωνσταντίνου ότι το Κτηματολόγιο στα πλαίσιο λήψης απόφασης δεν μπορεί να λάβει υπόψη ένα τοίχο που κτίστηκε εκ των υστέρων από ένα ιδιοκτήτη ή γενικότερα μια μεταγενέστερη υφιστάμενη κατάσταση για τον καθορισμό του συνόρου από την στιγμή που υπάρχει επίσημη και ολοκληρωμένη χωρομετρική εργασία όπως στην υπό εξέταση περίπτωση που έλαβε χώρα με τον φάκελο Α2415/1983 από τον οποίο προέκυψε και ο διαχωρισμός του τεμαχίου των Εφεσείοντων.

 

Το γεγονός ότι η απόσταση που έχει καθοριστεί με την απόφαση του Διευθυντή δεν συμπίπτει με τον υφιστάμενο τοίχο που έχει ανεγερθεί εκ των υστέρων του φακέλου του διαχωρισμού του 1983 δεν σημαίνει ότι η απόφαση του Διευθυντή είναι και λανθασμένη.

 

Ως προς τους λόγους έφεσης οι οποίοι αφορούν τους ισχυρισμούς ότι ο Διευθυντής αγνόησε παντελώς την επί τόπου κατάσταση και ως προς την θέση της πλευράς των Αιτητών ότι κατείχαν το διαφιλονικούμενο μέρος χωρίς ποτέ να εγερθεί οποιαδήποτε ένσταση από πλευρά της Καθ’ ης η Αίτηση κρίνω ότι η θέση αυτή δεν είναι ικανή να οδηγήσει σε ακύρωση της επίδικης απόφασης. Όπως προκύπτει από την απόφαση του Διευθυντή, με τη χωρομετρική εργασία που έγινε επιβεβαιώθηκαν τα επί τόπου εγγεγραμμένα σύνορα βάσει του εν χρήσει σχεδίου. Σύμφωνα με τη νομολογία το στοιχείο της επί τόπου κατάστασης χωρίς επαρκή λόγο, δεν μπορεί να υπερισχυεί των εν χρήσει σχεδίων τα οποία, στις περισσότερες των υποθέσεων, αποτελούν ένα αυθεντικό οδηγό σε υποθέσεις συνοριακών διαφορών.  Μόνο όπου καταδειχθεί ότι αυτά είναι λανθασμένα, διαφοροποιείται η σημασία τους.

 

Στην υπόθεση Χρυσάνθη Ευσταθίου Χαραλάμπους ν. Έλενα Κωνσταντίνου (2010) 1Γ Α.Α.Δ. 1972 αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Η ύπαρξη παλαιάς υφιστάμενης κατοικίας και τοίχου, καθώς και το γεγονός ότι η συνοριακή γραμμή περνά μέσα από το υπνοδωμάτιο της κατοικίας της Εφεσίβλητης, δεν είναι αρκετά για να ανατρέψουν τα εν χρήσει σχέδια και όλες τις υπόλοιπες μετρήσεις στις οποίες προέβη το κτηματολόγιο με τη χρήση μετροταινίας, έρευνας σε παλαιούς φακέλους διαχωριζόμενων τεμαχίων και σταθερή έρευνα στην γύρω περιοχή. Επομένως, ο τρόπος που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία τόσο του Α. Ιεζεκιήλ όσο και αυτή του Α. Ιωσήφ, ήταν καθόλα εύλογος. Από την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία, δεν υπήρξαν ικανοποιητικές ενδείξεις ότι η επί τόπου κατάσταση ήταν και ένδειξη των πραγματικών συνόρων των δύο κτημάτων. Όπως αναφέρθηκε στις υποθέσεις Ρωσσίδου v. Κυπριανού κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1695 και Ε.Κ. Kατεκος Λτδ v. Διευθυντή Κτηματολογίου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 256, η επί τόπου κατάσταση αναμφίβολα είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη. Όμως, χωρίς επαρκή λόγο το στοιχείο αυτό δεν θα μπορούσε να υπερισχύσει των εν χρήσει σχεδίων τα οποία στις περισσότερες των υποθέσεων αποτελούν ένα αυθεντικό οδηγό σε υποθέσεις συνοριακών διαφορών. Μόνο όπου καταδειχθεί ότι αυτά είναι λανθασμένα, διαφοροποιείται η σημασία τους. Εδώ όμως δεν υπήρχε τέτοια αξιόπιστη μαρτυρία που να θέσει υπό αμφισβήτηση τα εν χρήσει σχέδια».

 

Στην υπόθεση Μαρούλλα Αναστασίου Ρωσσίδου v. 1. Χρύσως Γεωργίου Κυπριανού κ.α. (2002) 1Γ Α.Α.Δ 1695  αναφέρθηκαν τα εξής από το Δικαστή Νικολάου:

 

 «Ως προς το επιτελεσθέν χωρομετρικό έργο του κ. Νεοφυτίδη δεν διακρίναμε είτε από άποψης προσέγγισης και μεθόδου είτε από άποψης του τρόπου αντιμετώπισης και επίλυσης των επιμέρους πρακτικών προβλημάτων της περίπτωσης, όπως το ίδιο δεν διέκρινε και το Επαρχιακό Δικαστήριο, αδυναμίες που να καθιστούσαν το αποτέλεσμα αβάσιμο ή ανακριβές. Η μαρτυρία του κ. Νεοφυτίδη κάλυψε όλες τις πτυχές της έρευνας με μεγάλη λεπτομέρεια και, παρά τον εξαντλητικό έλεγχο στον οποίο υποβλήθηκε με αντεξέταση από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας, αναδεικνύεται πειστική σε όλα τα ουσιώδη. Το ότι σε σχέση με ορισμένα σημεία ο μάρτυρας δεν μπορούσε να ενθυμηθεί αν δόθηκε η μια ή η άλλη εναλλακτική λύση σε πρακτικά προβλήματα που μπορεί να προέκυψαν δεν αποδυναμώνει, κατά την αντίληψή μας, τα ερείσματα των διεργασιών που συνέθεταν το έργο του. Σε ό,τι αφορά τη μαρτυρία του συζύγου της εφεσείουσας, το Δικαστήριο δεν τη δέχθηκε διότι, καθώς εξήγησε, δεν τον θεώρησε αξιόπιστο. Με την έφεση δεν έχει εξειδικευθεί επί του προκείμενου ο,τιδήποτε που να παρέχει έδαφος για επέμβαση στην πρωτόδικη θεώρηση. Τέλος σημειώνουμε ότι ο τοπογράφος μηχανολόγος, τον οποίο κάλεσε η εφεσείουσα, δεν απέδωσε με τη μαρτυρία του οποιοδήποτε συγκεκριμένο σφάλμα στο χωρομετρικό έργο του κ. Νεοφυτίδη. Η μαρτυρία του είχε ως βασικό άξονα το ότι, επειδή το εν χρήσει σχέδιο ήταν σε κλίμακα 1:5.000, οι δυνατότητες διακρίβωσης της επί του εδάφους κατάστασης συνεπαγόταν αναπόφευκτα, καθώς ανέφερε, ένα περιθώριο λάθους ± 1 μέτρου, το οποίο ήταν περίπου και η έκταση κατά την οποία μεταβλήθηκε από το Διευθυντή ό,τι μέχρι τότε θεωρείτο ως το κοινό σύνορο των δύο υπό αναφορά τεμαχίων. Και επομένως, κατά την άποψή του, ασφαλέστερη ένδειξη του συνόρου ήταν η επί τόπου κατάσταση παρά οι βάσει του σχεδίου μετρήσεις. Θα λέγαμε ότι όποια και αν μπορεί να ήταν η σημασία της επί του εδάφους κατάστασης στον αρχικό καθορισμό του συνόρου, δεν θα μπορούσε η εμφάνιση των πραγμάτων αργότερα να υπερίσχυσε έναντι του εν χρήσει σχεδίου το οποίο με τις όποιες τροποποιήσεις τις οποίες θα μπορούσε να υποστεί, αποτελεί αυθεντικό οδηγό. Συνεπώς, το αποτέλεσμα που προκύπτει από τις μετρήσεις πρέπει εξ ανάγκης να θεωρηθεί ικανοποιητικό, ανεξάρτητα από το βαθμό ακρίβειας που το ίδιο το σχέδιο επιτρέπει. Και αυτό είναι που έγινε στην παρούσα περίπτωση».( η έμφαση δική μου)

 

Συμπερασματικά και σύμφωνα με τα πιο πάνω, δεν μπορεί η σημερινή κατάσταση πράγματων να υπερισχύσει του εν χρήσει σχεδίου.

 

Σε κάθε περίπτωση η πλευρά των Αιτητών με τη μαρτυρία που έχουν προσκομίσει, δεν έπεισαν ότι η χωρομετρική εργασία που έγινε και οδήγησε στην επίδικη απόφαση, δεν βασίστηκε στην εφαρμογή των εν χρήσει σχεδίων του Κτηματολογίου.

Όπως λέχθηκε και στην Χατζησωφρονίου κ.ά. ν. Βασιλείου κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1534:

«Η θεωρημένη μας κατάληξη είναι (ότι) ορθά έκρινε η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής. Το Άρθρο 50 ορίζει σαφώς ότι:

 "The area of land covered by a registration of title to immovable property shall be the area of the plot to which the registration can be related on any Government survey plan or any other plan made to scale by the Director.

Provided that where the registration cannot be related to any such plan such area shall be the area of the land to which the holder of the title may be entitled by adverse possession, purchase or inheritance."

Στην προκειμένη περίπτωση ισχύει η κυρίως πρόνοια του Άρθρου 50 εφ' όσον και τα δύο ακίνητα ήσαν εγγεγραμμένα και συσχετιζόμενα προς το κτηματολογικό σχέδιο. Ως εκ τούτου, η έκταση κάθε κτήματος ήταν εκείνη η οποία καθορίζετο από το σχέδιο. Ορθώς λοιπόν ο Διευθυντής είχε βασισθεί στο σχέδιο, δυνάμει του Άρθρου 50, για να αποφασίσει. . Καθήκον του Κτηματολογίου επί τοιαύτης αίτησης ήταν να μεταφέρει, μέσω των μετρήσεών του, το σχέδιο επί τόπου και να καθορίσει τα προκύπτοντα σύνορα που καθόριζαν και την έκβαση της συνοριακής διαφοράς. Δεν του επιτρέπετο είτε να διορθώσει το σχέδιο ως λανθασμένο είτε να μην το εφαρμόσει ως τέτοιο, στη βάση της επί τόπου κατάστασης ως προς τα φυσικά στοιχεία, τα οποία δυνατόν να αντιστρατεύοντο την πιστότητα του ή να δημιουργούσαν αμφιβολίες για αυτήν. Αν υπήρχε τέτοια εισήγηση, η ορθή πορεία, όπως υπέδειξε και η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής, δεν ήταν η ακολουθηθείσα προσφυγή σε διαδικασία διευθέτησης συνοριακής διαφοράς δυνάμει του Άρθρου 58 αλλά η προσφυγή στο Άρθρο 61 προς διόρθωση λάθους στο σχέδιο και της προς αυτό συσχετιζόμενης εγγραφήςΗ διαφορά είναι κρίσιμη διότι, ενώ το Άρθρο 58 αφορά απλώς διαφωνία ως προς τα σύνορα η οποία επιλύεται με βάση το σχέδιο, η ορθότητα του οποίου εκλαμβάνεται ως δεδομένη, το Άρθρο 61 αφορά τη διόρθωση του σχεδίου που αντανακλά στην έκταση της γης που οι ιδιοκτήτες δικαιούνται. Εδώ, εφ' όσον δεν έχει καταδειχθεί ότι η επιτόπου χωρομετρική εργασία και ο έλεγχος της δεν έγιναν ορθά, το θέμα λήγει.».

Εξετάζοντας τα δεδομένα της συγκεκριμένης υπόθεσης, προκύπτει ότι για την επίλυση της επίδικης συνοριακής διαφοράς, εφαρμόστηκε το εν χρήσει σχέδιο που τηρείται στα μητρώα του κτηματολογίου πάνω στο οποίο βασίζονται οι εγγραφές των εμπλεκόμενων ακινήτων.

Το άρθρο 58 του νόμου αφορά απλώς διαφωνία ως προς τα σύνορα η οποία επιλύεται με βάση το σχέδιο, η ορθότητα του οποίου εκλαμβάνεται ως δεδομένη. Είναι σαφές ότι αυτό έχει γίνει και στην προκειμένη περίπτωση όπου, από την αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή αλλά και από την μαρτυρία του κ. Κωνσταντίνου, προκύπτει ότι χωρομετρική εργασία που έγινε αφορούσε την επιβεβαίωση επί τόπου των εγγεγραμμένων συνόρων των ακινήτων βάσει του εν χρήσει επίσημου κτηματικού σχεδίου.

Ούτε και θα συμφωνήσω βεβαίως προς τον λόγο έφεσης ότι η απόφαση δεν έχει αιτιολογηθεί δεόντως και/ή ότι αυτή στερείται επαρκούς αιτιολογίας. Απλή ανάγνωση του περιεχόμενου της επίδικης απόφασης καταδεικνύει δύο πράγματα. Καταρχήν, ότι η χωρομετρική εργασία που έγινε για επίλυση της επίδικης συνοριακής διαφοράς, η οποία οδήγησε στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, έγινε με τον ορθό και ενδεδειγμένο τρόπο και  ακολούθως, ότι η εκκαλούμενη απόφαση περικλείει όλα εκείνα τα αναγκαία στοιχεία που την καθιστούν απόλυτα ορθή και πλήρως αιτιολογημένη.

 

Στην υπόθεση Θάλεια Ιωάννου Κλεοβούλου ν. Ανδρέα Γιαννακού Χρ. Πελίδη (2001) 1 ΑΑΔ 46 η οποία αφορούσε συνοριακή διαφορά, ο εφεσίβλητος καταχώρησε έφεση εναντίον της απόφασης του Διευθυντή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 80 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, όπως τροποποιήθηκε. Το Επαρχιακό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου ήταν αναιτιολόγητη και με βάση τις αρχές που διέπουν το θέμα αιτιολόγησης των αποφάσεων και κατ' αναλογία με διοικητικές αποφάσεις ακύρωσε την απόφαση και διέταξε την επανεξέταση της αίτησης.  Η εφεσείουσα προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση ισχυριζόμενη ότι κακώς και εσφαλμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο χειρίσθηκε την υπόθεση ωσάν να επρόκειτο περί διοικητικής απόφασης.  Η πρωτόδικη απόφαση έπρεπε σύμφωνα με την εφεσείουσα να ακυρωθεί.  Το Εφετείο αποφάσισε ότι από τους Κανονισμούς 5 και 6 των Κανονισμών του 1956 προκύπτει ότι η αιτιολογία της απόφασης του Διευθυντή δεν απαιτείται από τον Νόμο να περιέχεται στην κοινοποίηση της απόφασής του, αλλά σε δήλωση που επακολουθεί μετά την καταχώρηση έφεσης εναντίον της απόφασής του.  Η έφεση έγινε δεκτή και η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραμερίσθηκε. 

 

Έχοντας εξετάσει την ουσία της αίτησης, με βάση την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου και για τους λόγους που εξηγούνται, κρίνεται ότι οι Εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος που έφεραν να αποδείξουν ότι η επίδικη απόφαση του Διευθυντή είναι λανθασμένη.

 

Δεν θα μπορούσα βεβαίως να αφήσω ασχολίαστο το γεγονός ότι με την απόφαση του Εφεσείοντα αρ. 1 να ανακαλέσει την αρχική του συγκατάθεση για υιοθέτηση του κοινού βόρειου συνόρου ως αυτό τους είχε υποδειχθεί ως εισήγηση κατά την επιτόπια συνάντηση και υιοθετούσε την υφιστάμενη κατάσταση πράγματων (σημείο 1 Τεχνικής Έκθεσης Ιακωβίδη και σημείο 152 Κτηματολογίου) αποδείχθηκε μετά την απόφαση του Διευθυντή ότι θα ήταν ευνοϊκότερη για τους ίδιους παρά τα όσα ρυθμίστηκαν στο τέλος με την απόφαση του Διευθυντή η οποία είναι ορθή και πλήρως αιτιολογημένη με βάση τα δεδομένα στα οποία αυτή στηρίχθηκε.

 

Συνεπώς δεν θα πρέπει να διαμαρτύρονται σήμερα για την κατάσταση στην οποία έχουν βρεθεί μετά την απόφαση του Διευθυντή το αποτέλεσμα της οποίας δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν σε αντίθεση με την πρόταση που τους είχε τεθεί από το Κτηματολόγιο το περιεχόμενο της οποίας αν και γνώριζαν και τους υποδείχθηκε επιτόπου ενώ αρχικά αποδέχθηκαν για λόγους που μόνο οι ίδιοι γνωρίζουν στην συνέχεια απέρριψαν.    

Κατάληξη:

 

Συνεπώς ένεκα του ότι οι αιτητές δεν έχουν αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Διευθυντή που εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης ΑΧ4445/2006 είναι νομικά ή πραγματικά λανθασμένη ή αναιτιολόγητη ότι αυτή πάσχει από οποιοδήποτε ελάττωμα και θα πρέπει να ακυρωθεί από το Δικαστήριο έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της Έφεσης.

 

Σε σχέση με τα έξοδα σημειώνω τα ακόλουθα που επηρεάζουν την κρίση μου για τον καθορισμό τους:

 

(α) Η υπό εξέταση διαδικασία δεν είναι αντιπαραθετική.

 

(β) Την επίδικη απόφαση έκδωσε ο Διευθυντής του Κτηματολογίου ο οποίος δεν είναι διάδικος στην διαδικασία.

 

(γ) Η πλήρης αιτιολογία της απόφασης δεν φαίνεται να ήταν διαθέσιμη στα επηρεαζόμενα μέρη κατά τον χρόνο έκδοσης της ούτε με την απόφαση κοινοποιήθηκε στα μέρη η αιτιολογία βάση της οποίας στηρίχθηκε η έκδοση.

 

Συνεπώς ενόψει των ανωτέρω κρίνω ως δίκαιη υπό τις περιστάσεις την διαταγή όπως κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της, προηγούμενες διαταγές για έξοδα ακυρώνονται.

 

 

(Υπ.) ...........................

Ν. Φακοντής, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 

 



[1] Εφέσεις κατ' αποφάσεων του Διευθυντή

80. Κάθε πρόσωπο το οποίο έχει παράπονο κατά οποιασδήποτε διαταγής, ειδοποίησης ή απόφασης του Διευθυντή, που διενεργήθηκε, δόθηκε ή λήφθηκε δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού δύναται, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της διαταγής αυτής, ειδοποίησης ή απόφασης να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει επί αυτής τέτοιο διάταγμα ως ήθελε είναι δίκαιο αλλά, κανένα Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται οποιασδήποτε αγωγής ή διαδικασίας επί οποιουδήποτε ζητήματος σε σχέση με το οποίο ο Διευθυντής έχει εξουσία να ενεργεί δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού, εκτός με έφεση όπως προνοείται στο άρθρο αυτό:

Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται, αν ικανοποιηθεί ότι λόγω απουσίας από τη Δημοκρατία, ασθένειας ή άλλης εύλογης αιτίας το παραπονούμενο πρόσωπο εμποδίζετο από του να υποβάλει έφεση εντός της περιόδου των τριάντα ημερών, να παρατείνει την προθεσμία εντός της οποίας δύναται να υποβληθεί έφεση υπό τέτοιους όρους όπως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.

 

[2] Επίλυση διαφορών ως προς τα σύνορα

58.-(1) Όταν αναφύεται οποιαδήποτε διαφορά ως προς τα σύνορα οποιασδήποτε εγγεγραμμένης γης, ο Διευθυντής επιλύει τη διαφορά αυτή, σε πρώτο στάδιο, κατόπι ειδοποίησης που δίνεται στα μέρη τουλάχιστο δεκατέσσερις ημέρες προηγουμένως, η οποία πληροφορεί αυτά για το χρόνο κατά τον οποίο θα επιθεωρηθούν τα υπό αμφισβήτηση σύνορα και κανένα Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται οποιασδήποτε αγωγής ή άλλης διαδικασίας αναφορικά με τη διαφορά αυτή, εκτός αν αυτή επιλύθηκε σε πρώτο στάδιο όπως προνοείται στο άρθρο αυτό.

(2) Ο Διευθυντής δύναται να αποφασίσει επί της διαφοράς στην περίπτωση απουσίας οποιουδήποτε μέρους που ειδοποιήθηκε όπως προνοείται στο εδάφιο (1).

(3) Μόλις ο Διευθυντής αποφασίσει επί διαφοράς συνόρων, δίνει ειδοποίηση στα εμπλεκόμενα στη διαφορά μέρη για την απόφαση του και τοποθετεί τέτοια ορόσημα ως ήθελε θεωρήσει σκόπιμο για κατάδειξη της γραμμής των συνόρων όπως αυτή αποφασίστηκε από αυτόν και προβαίνει σε τέτοιες καταμετρήσεις και σημειώσεις όπως δυνατό να απαιτούνται προς διακρίβωση της θέσης των οροσήμων.

(4) Η δαπάνη τοποθέτησης των οροσήμων βαρύνει το μέρος το οποίο κατά τη γνώμη του Διευθυντή, βρίσκεται σε άδικο και η δαπάνη αυτή δύναται να εισπραχθεί κατά τον τρόπο που προβλέπεται από τον περί Εισπράξεως Φόρων Νόμο.

 

[3] Σημειώνεται πως αντίστοιχο διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου με αριθμό 1237 που δημοσιεύθηκε την 1η Ιουλίου 1977 υπάρχει και για τις περιοχές Κάτω Πύργος, Πάνω Πύργος, Πηγαίνια, Μοσφίλι, Άγιος Γεώργιος, Άγιος Θεόδωρος (Τηλλυρίας), Άγιος Ιωάννης Σελέμανι, Αλεύκα, Αμμαδιές, Βροίσια, Κόκκινα, Μανσούρα και Σελλάιν τ’ Άππη)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο