
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
Ενώπιον: Σ. ΣΥΜΕΟΥ, Ε.Δ
Αρ. Υπόθεσης: 2921/25
Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου
v.
1. Χ. Σ
2. G. V. T
Ημερομηνία: 24/06/25
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Ε. Μανώλη
Για τους Κατηγορούμενους 1 και 2 : κ. Α. Αλεξάνδρου
Κατηγορούμενοι: παρόντες
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι Κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού στο κατηγορητήριο που έχει καταχωριστεί την 21/05/25 δυο κατηγορίες, την κατηγορία της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 όπως έχει τροποποιηθεί (1η κατηγορία) και την κατηγορία της συνέργειας μετά την διάπραξη ποινικού αδικήματος κατά παράβαση των άρθρων 23 και 24 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως έχει τροποποιηθεί (2η κατηγορία).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, και οι δύο Κατηγορούμενοι κατηγορούνται επί τω ότι, στις 18/05/25 στην Πάφο, συνωμότησαν με σκοπό να διαπράξουν κακούργημα, δηλαδή εν γνώση τους ότι ο Ι.T ενεχόταν σε υποθέσεις απόπειρας φόνου, ληστείας, στέρησης της ελευθερίας με σκοπό να υποβληθεί πρόσωπο σε βαριά σωματική βλάβη, παράνομης κατοχής και μεταφοράς εκρηκτικών υλών, παράνομης κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β και άλλων αδικημάτων, να παρέχουν σε αυτόν βοήθεια, και πιο συγκεκριμένα άσυλο στην κατοικίας τους, με σκοπό να του παράσχουν την δυνατότητα να διαφύγει της τιμωρίας του.
Τόσο ο 1ος Κατηγορούμενος όσο και η 2η Κατηγορούμενη απάντησαν με μη παραδοχή στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν και ως εκ τούτου η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Η Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη της υπόθεσης της κάλεσε δύο μάρτυρες κατηγορίες, ήτοι τον εξεταστή της υπόθεσης Αστ. 3413 Χ. Χαραλάμπους (ΜΚ1) καθώς και τον Αστ. 3819 Α. Κακουλλή (ΜΚ2), ενώ με την σύμφωνη γνώμη των δύο πλευρών κατατέθηκαν και παραδεκτά γεγονότα υπό την μορφή δηλώσεων στο Δικαστήριο.
Ειδικότερα δηλώθηκε ότι και στους δύο Κατηγορούμενους, κατά την στιγμή της σύλληψης τους, τους επεξηγήθηκαν από την αστυνομία όλα τα δικαιώματα τους καθώς και ότι η διακίνηση των Τεκμηρίων 8 και 9 τα οποία αφορούν ένα άσπρο κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα τσαντάκι μέσης εντός του οποίου υπήρχε μια δέσμη από έξι κλειδιά και ένα μικρό φαναράκι, και τα οποία ανευρέθηκαν εντός του ενός υπνοδωματίου της οικίας των Κατηγορουμένων και ανήκουν τελικά στον Ι.T, διακινήθηκαν νόμιμα και νομότυπα χωρίς να επιμολυνθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο η διαδικασία μέχρι και την κατάθεση τους στο Δικαστήριο.
Γενικά κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κατατέθηκαν συνολικά δώδεκα τεκμήρια τα οποία αφορούν τις καταθέσεις των ΜΚ1 και ΜΚ2, τις ανακριτικές καταθέσεις και των δύο Κατηγορουμένων, τα εντάλματα σύλληψης με βάση τα οποία συνελήφθησαν, το ένταλμα έρευνας που είχε εκδοθεί σε σχέση με την κατοικίας τους, καθώς και την προκήρυξη της αστυνομίας, Τεκμήριο 10, σύμφωνα με την οποία ο Ι.T καθώς και ένα άλλο πρόσωπο καταζητούνταν για την διερεύνηση των αδικημάτων που αναφέρονται στις λεπτομέρειες του αδικήματος της 2ης κατηγορίας.
Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης από την Κατηγορούσα Αρχή, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Υπεράσπισης, εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία που έχει προσφερθεί δεν έχει αποδείξει τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων για τα οποία οι Κατηγορούμενοι κατηγορούνται, και ως εκ τούτου κάλεσε το Δικαστήριο να αθωώσει και να απαλλάξει και τους δύο Κατηγορούμενους από το στάδιο αυτό και στις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζουν. Αντίθετη ήταν η εισήγηση της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής.
Πρώτος μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή, κλήθηκε και κατέθεσε ο εξεταστής της υπόθεσης Αστ. 3413 Χ. Χαραλάμπους (ΜΚ1) ο οποίος πέραν της κατάθεσης των Τεκμηρίων 2 – 12, κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, την γραπτή του κατάθεση Τεκμήριο 1. Κατά την κυρίως εξέταση του ο ΜΚ1 υπέδειξε ότι ο εντοπισμός του I.T εντός της κατοικίας στην οποία διαμένουν και οι δύο Κατηγορούμενοι επιτεύχθηκε στη βάση μιας πληροφορίας που είχε δοθεί καθώς και ότι, τόσο το Τεκμήριο 8 όσο και το Τεκμήριο 9 εντοπίστηκαν εντός του ενός εκ των δύο υπνοδωματίων της κατοικίας των Κατηγορουμένων αφού ο I.T είχε αναφέρει από μόνος του στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν ότι του ανήκουν.
Αντεξεταζόμενος ο ΜΚ1 από την πλευρά της Υπεράσπισης δεν αμφισβητήθηκε για τα όσα ανέφερε ενώ του υποβλήθηκαν μόνο διευκρινιστικού τύπου ερωτήσεις. Ειδικότερα ο κ. Αλεξάνδρου κάλεσε τον ΜΚ1 να του εξηγήσει κατά πόσο έλαβε οποιαδήποτε κατάθεση από τον I.T αλλά και από άλλους γείτονες που διαμένουν πλησίον της οικίας των δύο Κατηγορουμένων. Σε ότι αφορά το πρώτο ζήτημα, ο ΜΚ1 απαντώντας ανέφερε ότι ως εξεταστής της υπόθεσης δεν έλαβε καμία απολύτως κατάθεση από τον I.T, ο οποίος όμως ανακρίθηκε σε σχέση με άλλη διερευνώμενη υπόθεση εναντίον του για την οποία και έχει συλληφθεί. Αναφορικά με την λήψη οποιασδήποτε άλλης κατάθεσης από τους γείτονες, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι η μοναδική κατάθεση που είχε ληφθεί ήταν από τα πρόσωπα της διπλανής κατοικίας των Κατηγορουμένων δια μέσω της οποίας και ο I.T επιχείρησε να διαφύγει αφού από τις εξετάσεις της αστυνομίας διαφάνηκε ότι δεν υπήρχαν άλλοι γείτονες από τους οποίους θα μπορούσε να ληφθεί κατάθεση.
Σε ότι αφορά τώρα το Τεκμήριο 10, ο συνήγορος της Υπεράσπισης υπέβαλε στον ΜΚ1 την θέση ότι, το έγγραφο αυτό ομιλεί από μόνο εφόσον σε καμία απολύτως περίπτωση δεν αναφέρεται σε πρόσωπα που είχαν διαπράξει αδικήματα και συνεπώς δεν ήταν ένοχοι σε σχέση με τα αδικήματα αυτά, αλλά σε πρόσωπα για τα οποία ήταν καταζητούμενα για διερεύνηση ποινικών αδικημάτων. Επίσης ότι και ο ισχυρισμός της 2ης Κατηγορουμένης ότι την συγκεκριμένη στιγμή που ο I.T βρισκόταν εντός της οικίας της η ίδια δεν το γνώριζε καθότι κοιμόταν και συνεπώς δεν ήταν ενημερωμένη για την παρουσία του εκεί παρουσία του δεν έχει διαψευσθεί από την μαρτυρία η οποία έχει προκύψει μετά από την διερεύνηση. Ο ΜΚ1 απαντώντας δεν διαφώνησε ότι ο I.T καταζητείτο αναφορικά με διερευνόμενα ποινικά αδικήματα ενώ σε ότι αφορά την 2η Κατηγορουμένη υποστήριξε ότι ούτε η ίδια κατάφερε να ενισχύσει τον συγκεκριμένο της ισχυρισμό, πέραν της απλής αναφορά της.
Επόμενος μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή κλήθηκε και κατέθεσε ο Αστ. 3819 του ΤΑΕ Πάφου (ΜΚ2) ο οποίος ήταν ένας εκ των μελών της αστυνομίας που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση εντοπισμού του I.T στην οικία των Κατηγορουμένων. Η κατάθεση του αποτελεί το Τεκμήριο 12. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης μετά από πληροφορία που προέκυψε την 18/05/25 ότι ο I.T βρίσκεται στο σπίτι των Κατηγορουμένων κατά την στιγμή που ο ίδιος βρισκόταν καθήκον, αφού εκδόθηκε σχετικό εντάλματος έρευνας, μετέβηκε στην κατοικία και των δύο Κατηγορουμένων με άλλους άνδρες της αστυνομίας και αφού χτύπησε την πόρτα του διαμερίσματος τους φωνάζοντας τους «αστυνομία ανοίξτε την πόρτα», ο 1ος Κατηγορούμενος τους άνοιξε. Τότε σύμφωνα με τον ΜΚ1 αντιλήφθηκε ότι εντός της κατοικίας τους βρισκόταν ο I.T τον οποίο είδε μάλιστα να βγαίνει από την πόρτα του μπαλκονιού του διαμερίσματος και να τρέχει προς τα αριστερά. Ο ΜΚ1 αφού τον κυνήγησε άρχισε να του φωνάζει να σταματήσει ενώ είδε τον I.T να πηδά στο διπλανό μπαλκόνι άλλου διαμερίσματος. Αφού ο ΜΚ1 του φώναξε και πάλι να σταματήσει αυτός τελικά συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις του, και αφού μετέβηκε στην γωνιά του μπαλκονιού του γειτονικού διαμερίσματος κάθισε τελικά στο έδαφος. Στην συνέχεια σύμφωνα με τον ΜΚ1 ακολούθησε η σύλληψη του, ενώ ο I.T ερωτώμενος ανέφερε αν έχει εντός του διαμερίσματος των Κατηγορουμένων οποιαδήποτε προσωπικά του αντικείμενα, υπέδειξε τόσο το Τεκμήριο 8 όσο και το Τεκμήριο 9 τα οποία βρίσκονταν εντός του ενός εκ των δύο υπνοδωματίων.
Ο ΜΚ1 αντεξεταζόμενος επιβεβαίωσε ότι πράγματι ο 1ος Κατηγορούμενος αφού του χτύπησαν την πόρτα τους άνοιξε ευθύς αμέσως καθώς και ότι πράγματι ο I.T επιχείρησε να διαφύγει αφού πετάχτηκε από το μπαλκόνι του διαμερίσματος σε άλλο μπαλκόνι διπλανού διαμερίσματος. Σε ότι αφορά το κατά πόσο γνωρίζει το πότε ο I.T είχε μεταβεί στην κατοικία των Κατηγορουμένων, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι αυτό το γεγονός δεν είναι εις γνώση του.
Οι παράμετροι, οι οποίοι καθορίζουν την ύπαρξη ή όχι εκ πρώτης όψεως υπόθεσης έχουν τεθεί στην Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1981) 2 Α.Α.Δ. 9 στην οποία υιοθετήθηκε πλήρως η Δικαστική Πρακτική του 1962. Η οδηγία αυτή είναι μεγάλης σημασίας, από άποψη καθοδήγησης και εφαρμόζεται από τα Δικαστήρια στην Κύπρο με καθορισμό των κριτηρίων για την απόδειξη ή μη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Η προσέγγιση του ίδιου θέματος αναλύεται επίσης στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Γιάγκου άλλως Λεμόνα ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 382, Παναγιώτου κ.α. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191 και Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 515.
Από την προαναφερθείσα νομολογία προκύπτει ότι στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο θα πρέπει να αποδεχθεί την εισήγηση της Υπεράσπισης και να αθωώσει τον κατηγορούμενο, όταν κρίνει από την ενώπιον του μαρτυρία ότι:
1. Εξ αντικειμένου, η υπόθεση της Κατηγορούσας αρχής δεν στοιχειοθετείτε, λόγω μη απόδειξης ενός από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, ή
2. Η μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί από την κατηγορούσα αρχή είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας ή είναι εμφανώς αναξιόπιστη σε τέτοιο βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασισθεί σε αυτή για να καταδικάσει τον κατηγορούμενο. Δηλ. η όλη μαρτυρία εμπεριέχει τόσο θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει το Δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της στο σύνολο της.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις το κριτήριο είναι καθαρά αντικειμενικό. Το Δικαστήριο, στο στάδιο αυτό δεν προβαίνει σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά κρίνει τα γεγονότα της υπόθεσης με αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων (εξ όψεως) και χωρίς να υπεισέρχεται στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και στη βαρύτητα που μπορεί να αποδοθεί στη μαρτυρία τους, γιατί είναι δυνατό αυτή η αξιολόγηση να δημιουργήσει προκατάληψη εναντίον του κατηγορουμένου. Το έργο αυτό της αξιολόγησης επιτελείται στο τέλος της δίκης όταν όλη η μαρτυρία είναι ενώπιον του Δικαστηρίου. Η δε εμβέλεια της αντίφασης στη μαρτυρία, ως αναιρούσα την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεση είναι περιορισμένη.
Η απόφαση για αθώωση σε αυτό το στάδιο της δίκης πρέπει να αντέχει στη βάσανο που θέτει η καθοδήγηση Πρακτικής του 1962, δηλαδή ότι κάθε λογικό Δικαστήριο θα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας. Ο κατηγορούμενος πρέπει να κληθεί σε απολογία μόνο σε περίπτωση που η κατηγορούσα αρχή έχει παρουσιάσει μαρτυρία αρκετά ισχυρή στην ουσία της που να καθιστά την καταδίκη του κατηγορούμενου μια πραγματική δυνατότητα, αν δεν δοθεί από αυτόν κάποια εξήγηση, αλλιώς ο κατηγορούμενος θα κληθεί όχι για να υπερασπίσει τον εαυτό του, αλλά για να διορθώσει τις ατέλειες που υπάρχουν στη μαρτυρία που δόθηκε από την Κατηγορούσα αρχή.
Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης δηλαδή την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. Χριστοδούλου ανωτέρω). Το βάρος απόδειξης που έχει η κατηγορούσα αρχή σε αυτό το στάδιο είναι διαφορετικό από αυτό που επιφορτίζεται στο τέλος της δίκης. Στο στάδιο αυτό είναι αρκετό η κατηγορούσα αρχή να παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία (credible evidence) τέτοιας φύσεως από την οποία δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ 9).
Το εκ πρώτης όψεως στάδιο είναι ένα θεμελιακό στάδιο που προστατεύει τον κατηγορούμενο από τον εξαναγκασμό να δώσει μαρτυρία για λόγους που δεν άπτονται στην καλώς νοούμενη απονομή της δικαιοσύνης (E.C. Fresh Meat Ltd v. Γεωργίου, Ποινική Έφεση 43/17, ημερ. 5.12.18), ECLI:CY:AD:2018:B524. Οι αρχές είναι γνωστές.[3] Σχετική είναι η πρόσφατη απόφαση Αστυνομία v. Σέλλα κ.ά., Ποινική Έφεση 136/19, ημερ. 9.7.20, ECLI:CY:AD:2020:B234. Η απαλλαγή του κατηγορούμενου είναι δυνατή αν δεν αποδείχθηκε ή ελλείπει συστατικό στοιχείο του αδικήματος, ή η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας ή είναι αναξιόπιστη σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασιστεί σ' αυτή για καταδίκη. Η μαρτυρία κρίνεται στην όψη της. Το κριτήριο είναι κατά πόσον σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν δώσει ικανοποιητική εξήγηση το Δικαστήριο θα μπορούσε λογικά να τον βρει ένοχο της κατηγορίας (Γενικός Εισαγγελέας v. Κουννίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 82).
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, και μέσα από αντικειμενική θεώρηση της προσκομισθείσας από την Κατηγορούσα Αρχή μαρτυρίας, χωρίς να υπεισέρχομαι σε κρίση επί της αξιοπιστίας αυτής και δίχως να καταλήγω σε ευρήματα και συμπεράσματα προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο δικαιολογείται η κλήση του Κατηγορούμενου σε απολογία.
Νομική Πτυχή Αδικημάτων
2η κατηγορία
Η δεύτερη κατηγορία που αντιμετωπίζουν και οι δύο Κατηγορούμενοι για συνέργεια μετά τη διάπραξη αδικήματος βασίζεται στα άρθρα 23 και 24 του Ποινικού Κώδικα. Τα άρθρα αυτά προβλέπουν ότι όποιος εν γνώσει του ότι άλλος είναι ένοχος αδικήματος, παρέχει άσυλο ή βοήθεια σε αυτό με σκοπό να παράσχει σε αυτό τη δυνατότητα να διαφύγει την τιμωρία καθίσταται, αν το αδίκημα είναι κακούργημα, συνεργός μετά τη διάπραξη κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
Επομένως τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος αυτού ως φαίνονται τόσο από την ανάγνωση των πιο πάνω διατάξεων είναι τα ακόλουθα:
1. Η διάπραξη από άλλο πρόσωπο ποινικού αδικήματος το οποίο είναι κακούργημα,
2. Γνώση από τον κατηγορούμενο ότι το άλλο αυτό πρόσωπο είναι ένοχος του υπό (1) ανωτέρω ποινικού αδικήματος,
3. Παροχή ασύλου ή βοήθειας στον άλλο με σκοπό να του παρασχεθεί η δυνατότητα να διαφύγει την τιμωρία.
Περαιτέρω στην Ρούσος ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 471 έχουν λεχθεί τα πιο κάτω σε σχέση με το υπό εξέταση αδίκημα:
«Στην Jones v. R., 33 Cr. App. R. 33, 38, το θέμα τίθεται ως πιο κάτω:
.................................................................................................................................................
Σε ελληνική μετάφραση :
“Συνεργός είναι εκείνος ο οποίος εν γνώσει του ότι άλλο πρόσωπο είναι ένοχος κακουργήματος λαμβάνει κάποιο ενεργό μέτρο να αποκρύψει το κακούργημα και αποτρέψει τη σύλληψη του αυτουργού.”
Στην King v. Levy [1912] 1 K.B. 158, 160 έχει υιοθετηθεί η πιο κάτω διατύπωση από το “Stephen’s Commentaries” Vol., c.3:
.................................................................................................................................................
Σε ελληνική μετάφραση :
“Γενικά οποιαδήποτε βοήθεια που δίδεται σε ένα δράστη για να εμποδισθεί η σύλληψη του, η δίκη ή η τιμωρία του καθιστά τον βοηθό συνεργό.”
Στην Rose v. R., 46 Cr. App. R. 103, 104 υποδεικνύεται πως το αδίκημα της συνέργειας διαπράττεται όταν γίνεται κάτι με σκοπό να εξασφαλισθεί, αν αυτό είναι δυνατό, ή μη σύλληψη του δράστη (Βλ. και Sykes v. D.P.P. 45 Cr. App. R. 230)».
Στην υπόθεση Sykes ανωτέρω σελ. 247 αναφέρεται περαιτέρω ότι αν οι πράξεις βοήθειας στο δράστη δεν γίνονται με σκοπό να εμποδιστεί η σύλληψη αυτού αλλά με κάποιο άλλο κίνητρο όπως να αποφύγει τη σύλληψη ο ίδιος ο κατηγορούμενος ή να κερδίσει χρήματα για τον εαυτό του τότε αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνεργός μετά τη διάπραξη.
Έχοντας λοιπόν κατά νου όλα τα πιο πάνω θα προχωρήσω να εξετάσω εάν στοιχειοθετούνται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι.
Καταρχήν αυτό που θα πρέπει πρωτίστως να λεχθεί είναι ότι σύμφωνα πάντοτε με το Τεκμήριο 10, κατά τον εν λόγω χρόνο ο I.T ήταν πρόσωπο που καταζητείτο σχετικά με την διερεύνηση των υπό αναφορά αδικημάτων και τίποτα περισσότερο. Το αδίκημα της δεύτερης κατηγορίας προϋποθέτει απόδειξη ότι οι Κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι ο I.T ενεχόταν στην διάπραξη των υπό αναφορά στην 2η κατηγορία ποινικών αδικημάτων. Πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι το άρθρο 23 δεν κάνει λόγο για γνώση ότι κάποιο πρόσωπο είναι «ύποπτο» ενός αδικήματος αλλά για γνώση της «ενοχής» αυτού, κάτι δηλ. που σίγουρα υπερβαίνει την εύλογη υποψία. Συνεπώς από την μαρτυρία η οποία έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχει αποδειχθεί αυτό το συστατικό στοιχείο του αδικήματος, αφού καμία μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που να καταδεικνύει ότι τόσο ο 1ος όσο και η 2η Κατηγορουμένη γνώριζαν ότι ο I.T ενεχόταν στην διάπραξη των υπό αναφορά ποινικών αδικημάτων. Ακόμη δηλαδή και αν οι Κατηγορούμενοι λεχθεί ότι είχαν την εύλογη υποψία ότι ο I.T ήταν ο δράστης των κακουργημάτων για τα οποία και καταζητείτο, ότι δηλαδή ήταν ύποπτος, και πάλι το γεγονός αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι πέραν από την έστω εύλογη υποψία είχαν και την απαραίτητη για την στοιχειοθέτηση του υπό αναφορά εξέταση αδικήματος, γνώση, δηλαδή την βεβαιότητα ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο αυτό διέπραξε τα αδικήματα που περιγράφονται στην 2η κατηγορία.
Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρώ ότι παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων συστατικών στοιχείων του αδικήματος καθότι η μη απόδειξη του συστατικού αυτού στοιχείου έχει ήδη προδιαγράψει και την τύχη της κατηγορίας.
Υπό το φως των πιο πάνω προκύπτει ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποτύχει να αποδείξει την κατηγορία. Συνακόλουθα τόσο ο 1ος όσο και η 2η Κατηγορούμενη αθωώνονται και απαλλάσσονται από το στάδιο αυτό στην 2η κατηγορία που αντιμετωπίζουν.
1η κατηγορία
Το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, προνοεί τα ακόλουθα:
«Όποιος συνωμοτεί με άλλο να διαπράξει κακούργημα ή να διενεργήσει πράξη σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου η οποία αν διενεργόταν στη Δημοκρατία θα ήταν κακούργημα και η οποία είναι ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στον τόπο όπου σκοπεύεται να διενεργηθεί, είναι ένοχος κακουργήματος και αν δεν προνοείται κάποια άλλη ποινή, υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων ή προκειμένου για κακούργημα που επισύρει κατά ανώτατο όριο ποινή κατώτερη από τη φυλάκιση επτά χρόνων, σε τέτοια ποινή».
H αντικειμενική υπόσταση (actus reus) του αδικήματος της συνωμοσίας έγκειται στην συμφωνία δύο ή περισσοτέρων προσώπων να διαπράξουν μια παράνομη πράξη ή να εκτελέσουν μια νόμιμη πράξη με παράνομα μέσα. Είναι η συμφωνημένη συμπεριφορά η οποία αποτελεί την βάση της κατηγορίας. Δεν υπάρχει αδίκημα ενόσω ο σχεδιασμός παραμένει στο στάδιο της πρόθεσης μόνο. Επιπλέον, είναι χωρίς σημασία το κατά πόσο αυτό που τελικά πραγματοποιείται διαφέρει από αυτά τα οποία έχουν συμφωνηθεί. Επίσης, δεν απαλλάσσεται της ευθύνης ένας συνωμότης που συμφώνησε να παίξει ρόλο στη συνωμοσία, αλλά αδιαφόρησε ως προς την τελική επιτυχία της συμφωνίας από την στιγμή που η συμφωνία ήταν συμπληρωμένη.
Η συμφωνία των συνωμοτών είναι το αποτέλεσμα εξωτερίκευσης της σκέψης και κρυφής πρόθεσης που έκαστος των συνωμοτών έχει στο μυαλό του, η οποία εκδηλώνεται με προώθηση της πρόθεσης και η οποία λαμβάνει την μορφή κοινών και αμοιβαίων διαβουλεύσεων οι οποίες καταλήγουν τελικά σε συμφωνία. Επομένως, δεν είναι αρκετό ότι δύο ή περισσότερα πρόσωπα επιδιώκουν τον ίδιο παράνομο σκοπό. Χρειάζεται απαραίτητα και αναγκαία συμφωνία μεταξύ τους για την επιδίωξη του παράνομου σκοπού.
Στην υπόθεση Abdebraouf Ben Abdallah Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 134 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
« ... Τo αδίκημα της συνωμοσίας συντελείται από τη στιγμή που δύο ή περισσότεροι συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα. Δεν είναι αναγκαίο για τη συμπλήρωση του αδικήματος να έχει τελεστεί οτιδήποτε πέρα από τη συμφωνία. Το κατά πόσο οι συνωμότες μετάνιωσαν ή σταμάτησαν ή παρεμποδίστηκαν ή απέτυχαν ή δεν είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν το σκοπό της συνωμοσίας είναι αδιάφορο (Βλέπε Mulcany v. R. (1868) L.R. 34 H.L. 328, O’Connell v. R. (1844) 5 St. Tr. (N.S) 1, R. v. Aspinall (1876) 2 Q.B.D. 48, Archbold, ανωτέρω, σελ. 2035 παρ. 28-4».
Στην σελίδα 144 της ίδιας απόφασης αναφέρονται τα ακόλουθα :
«H ύπαρξη συμφωνίας συμπληρωμένης είναι συστατικό του αδικήματος της συνωμοσίας. Ακολουθεί πως στις περιπτώσεις που φαίνεται ή δεν αποκλείεται να παρέμειναν οι επίδοξοι συνωμότες στο στάδιο των διαπραγματεύσεων ή διαφορετικά στο στάδιο της εξέτασης της πιθανότητας να διαπράξουν αδίκημα δεν υπάρχει τελική συμφωνία και, επομένως, ούτε συνωμοσία. Το πότε συμβαίνει το ένα και πότε το άλλο και η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο μπορεί να είναι πολύ λεπτή, δεν είναι δυνατό να προκαθοριστεί. Το ζήτημα είναι πραγματικό και εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. (Βλ. R. v. King and King (1966) Crim. L.R. 280, R. v. Mills, 47 Cr. App. R. 49, R. v. Walker (1962) Crim. L.R. 458, R. v. O’Brien, 59 Cr. App. R. 222, Archbold, ανωτέρω, σελ. 2039 παράγρ. 28-9».
Η ουσία της συνωμοσίας βρίσκεται όχι στην εκτέλεση της πράξης ή την πραγματοποίηση του σκοπού της συνομωσίας, αλλά στον καταρτισμό συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων. Όταν τα εμπλεκόμενα πρόσωπα συμφωνούν να πραγματοποιήσουν το εγκληματικό τους σχέδιο, η πλοκή (plot) για να το πράξουν αποτελεί και την εγκληματική ενέργεια (Βλ. Mulcahy v. R (1868) L.R. 3, H.L, 306 που μνημονεύεται στο σύγγραμμα Archbold Criminal Pleading Evidence & Practice, έκδοση 2004, παρ. 34-4). Δεν υπάρχει συνομωσία όταν οι διαπραγματεύσεις για οποιοδήποτε λόγο δεν επιφέρουν στέρεα συμφωνία μεταξύ των μερών (Βλ. Walker (1962) Crim. L. R. 458 που μνημονεύεται στο σύγγραμμα Blackstones Criminal Practice έκδοση 2003, παράγραφοι Α6.14, σελ. 90). Από την άλλη, είναι δυνατό να υπάρξει συνομωσία ακόμα και σε περιπτώσεις όπου κάποιοι εκ των συνωμοτών δεν έχουν πότε συναντηθεί («wheel» και «chain» conspiracies), φτάνει να καταδειχθεί ότι συμμετείχαν σε κάποιον κοινό σχεδιασμό γνωρίζοντας ότι υφίστατο και ευρύτερο σχέδιο στο οποίο συνέδεαν τον εαυτό τους (Βλ. Barratt (1996) Crim. L.R. 495). Χρειάζεται απαραίτητα συμφωνία ή συναίνεση (Βλ. Mawji v. R (1957) A.C. 126, PC) καθώς και πρόθεση υλοποίησης της παράνομης πράξης. Η πρόθεση αυτή αποτελεί την ένοχη σκέψη (mens rea) που είναι προαπαιτούμενο για τη διάπραξη του αδικήματος (Βλ. Yip Chieu-Chung v. The Queen (1995) 1 AC 111).
Σε σχέση με το αδίκημα της συνομωσίας αρκεί να υποδείξω είναι ότι αφ’ ής στιγμής η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποτύχει να αποδείξει για τους λόγους που έχουν υποδειχθεί ανωτέρω την διάπραξη του αδικήματος της 2ης κατηγορίας η οποία είναι και η ουσιαστική κατηγορία την οποία αντιμετωπίζουν συνεπακόλουθα έχει αποτύχει να αποδείξει και τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της 1ης κατηγορίας καθότι δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να δεικνύει ότι είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους να παράσχουν βοήθεια στον Ι.Τ για να του παρέχουν άσυλου ενώ αυτός ενεχόταν στα υπό αναφορά ποινικά αδικήματα και συνεπακόλουθα να κατορθώσουν να διαφύγει της τιμωρίας του. Όπως εξάλλου προανέφερα ο Ι.Τ δεν ήταν ακόμη ένοχος για την διάπραξη των υπό αναφορά ποινικών αδικημάτων αλλά και ούτε οι Κατηγορούμενοι εν πάση περιπτώσει είχαν τέτοια γνώση.
Υπό το φως των πιο πάνω προκύπτει ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας αρχής είναι ελλιπής σε βαθμό που δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει καταδίκη σε κανένα από τα αδικήματα των κατηγοριών 1 και 2 (Γενικός Εισαγγελέας v. Δράκου (2012) 2 Α.Α. Δ. 851).
Συνακόλουθα τόσο ο 1ος Κατηγορούμενος όσο και η 2η Κατηγορούμενη αθωώνονται και απαλλάσσονται και στην 1η κατηγορία που αντιμετωπίζουν από το στάδιο αυτό.
(Υπ.) ……………………………
Σ. Συμεού, Ε. Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο