B2KAPITAL CYPRUS LTD ν. Ι. Μ. κ.α., Αρ. Αγωγής: 1078/2021, 10/6/2025
print
Τίτλος:
B2KAPITAL CYPRUS LTD ν. Ι. Μ. κ.α., Αρ. Αγωγής: 1078/2021, 10/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Σωκράτους, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής:  1078/2021

ΜΕΤΑΞΥ:

B2KAPITAL CYPRUS LTD

                                                                                                Ενάγουσας

 

και

 

 

1.    Ι. Μ.

2.    Π. Π. Κ.

3.    Μ. Φ.

                                                                                                               Εναγομένων

                       

Αίτηση από Εναγόμενη 3 για προδικαστική εκδίκαση νομικών σημείων ημερομηνίας 30.05.2024

Ημερομηνία: 19 Ιουνίου, 2025 

Εμφανίσεις:

Για Αιτήτρια – Εναγόμενη 3: κα. Μ. Κάιζερ

Για Καθ΄ ης η Αίτηση - Ενάγουσα:  κα. Μ. Κορακίδου για ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΚΟΡΑΚΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η  Α Π Ο Φ Α Σ Η

I.    Εισαγωγή

1.   Με την υπό εξέταση αίτηση επιζητείται όπως τα πιο κάτω περιγραφόμενα νομικά σημεία προδικαστούν και/ή αποφασισθούν από το Δικαστήριο πρώτα και/ή προ της Ακρόασης ολόκληρης της Αγωγής:

«A. Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αγωγή λανθασμένα και/ή κακώς έχει καταχωρηθεί και/ή προωθηθεί από την Ενάγουσα εφόσον βρίσκονται σε ισχύ Προστατευτικά Διατάγματα με τις παρατάσεις αυτών, τα οποί[α] έχ[ουν] επιδοθεί στον καθορισμένο πιστωτή και/ή στην Ενάγουσα-Καθ’ης η αίτηση, σε σχέση με καθορισμένο χρέος ως ορίζει ο περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων Νόμος του 2015 (56)(Ι)/2015, αρ.40.

 

B. Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αγωγή είναι ενοχλητική και/ή καταπιεστική (Frivolous and Vexatious) και/ή καταχρηστική της δικαστικής διαδικασίας και/ή πρέπει να διαγραφεί και/ή απορριφθεί δυνάμει του άρθρου 61 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμος του 2015 (65(Ι)2015) και η Αγωγή δεν θα έπρεπε να καταχωρηθεί και/ή προωθείται και/ή θα πρέπει να απορριφθεί από το Σεβαστό Δικαστήριο και/ή θα πρέπει να αποσυρθεί από την Ενάγουσα εφόσον για τους πρωτοφειλέτες βρίσκονται σε ισχύ και εφαρμογή Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής τα οποία αποπληρώνονται κανονικά και η Ενάγουσα δεν δύναται να στρέφεται εναντίoν της Εναγομένης 3-Εγγυήτριας.»

2.   Τα πιο πάνω νομικά ζητήματα εγείρονται ως προδικαστικές ενστάσεις στις παραγράφους 1(α)(i) και 1(α)(ii) της τροποποιημένης Υπεράσπισης της Αιτήτριας – Εναγόμενης 3 (η «Αιτήτρια»). Περαιτέρω, στην παράγραφο 1(α)(iii) της εν λόγω τροποποιημένης Υπεράσπισης, προβάλλεται επιπρόσθετα ισχυρισμός περί κωλύματος της Ενάγουσας να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση του επίδικου χρέους, λόγω μη επίδοσης της επαλήθευσης χρέους δυνάμει των άρθρων 43(1) και 67 (2) του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου, Ν. 65(Ι)/2015, (ο «Νόμος»). Εν τούτοις, το σημείο που εγείρεται μέσω του εν λόγω ισχυρισμού δεν φαίνεται να αποτελεί αντικείμενο της παρούσας αίτησης, παρά την αναφορά του αριθμού της πιο πάνω παραγράφου 1(α)(iii) στο αιτητικό της αίτησης. Ούτε από το λεκτικό του αιτητικού ούτε από το περιεχόμενο της αίτησης και της υποστηρικτικής ένορκης δήλωσης, προκύπτει ότι προωθείται σχετικό αίτημα. Περαιτέρω, στην γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αιτήτριας, γίνεται παραδοχή περί αποστολής επαλήθευσης χρέους προς τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας. Ως εκ τούτου, η αίτηση εξετάζεται μόνο αναφορικά με τα δύο ζητήματα που παρατίθενται αυτολεξεί στην αρχή της απόφασης.

 

3.   Στην υποστηρικτική της αίτησης ένορκη δήλωση, η Αιτήτρια αναφέρει ότι το επίδικο δάνειο συνομολογήθηκε κατά ή περί τις 07.04.2011, μεταξύ της Ενάγουσας – Καθ’ ης η Αίτηση, τότε υπό την ονομασία Hellenic Bank Public Company Ltd, και των πρωτοφειλετών – Εναγόμενων 1 και 2, για το οποίο η ίδια ήταν εγγυήτρια. Είναι η θέση της ότι η παρούσα Αγωγή έχει εγερθεί και προωθείται εναντίον της καταχρηστικά και/ή λανθασμένα, για δύο λόγους: (α) Δυνάμει του άρθρου 40 του Νόμου, καθορισμένος πιστωτής στον οποίο έχει επιδοθεί προστατευτικό διάταγμα, δεν δύναται, ενόσω το εν λόγω διάταγμα βρίσκεται σε ισχύ, να κινήσει οποιεσδήποτε νομικές ή δικαστικές διαδικασίες σε σχέση με καθορισμένο χρέος. Προβάλλεται ότι στην παρούσα υπόθεση εκδόθηκαν προστατευτικά διατάγματα για τους πρωτοφειλέτες στις 26.02.2021 τα οποία παρατάθηκαν στις 24.05.2021 (βλ. Τεκμήρια 1 και 2 αντίστοιχα που συνοδεύουν την αίτηση), και (β) Καθότι ισχύουν εγκεκριμένα και επικυρωμένα με διάταγμα Δικαστηρίου Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής («ΠΣΑ») για τους πρωτοφειλέτες, τα οποία αποπληρώνονται κανονικά μέχρι σήμερα. Επισυνάπτονται προς απόδειξη των πιο πάνω ισχυρισμών της σχετική βεβαίωση από τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας και τα διατάγματα επικύρωσης των ΠΣΑ ημερομηνίας 24.09.2021 και 12.11.2021 ως Τεκμήρια 3 και 4. Είναι η εισήγηση της Αιτήτριας ότι, δυνάμει του άρθρου 61 (3) (γ) του Νόμου, ενόσω ΠΣΑ βρίσκεται σε ισχύ και εφαρμόζεται κανονικά, καθορισμένος πιστωτής που δεσμεύεται από αυτό, δεν δικαιούται σε σχέση με το καθορισμένο χρέος να προβαίνει σε οποιεσδήποτε ενέργειες για να εξασφαλίσει ή να ανακτήσει αποπληρωμή του χρέους.

4.   Η Ενάγουσα – Καθ’ ης η Αίτηση (η «Καθ’ ης η Αίτηση») αντιτίθεται στην προδικαστική εκδίκαση των πιο πάνω σημείων, εγείροντας δύο λόγους ένστασης. Ήτοι ότι η αίτηση στερείται νομικού και πραγματικού υποβάθρου και ότι η Καθ’ ης η Αίτηση διατηρεί το δικαίωμα να προωθεί την παρούσα Αγωγή εναντίον της Αιτήτριας ως εγγυήτριας.

5.   Με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση, ο ενόρκως δηλών, κ. Ε. Κορακίδης, δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων της Καθ’ ης η Αίτηση, αναφέρει ότι η επίδικη πιστωτική διευκόλυνση εξαγοράστηκε από την Καθ’ ης η Αίτηση στις 30.09.2021 από την Hellenic Bank Public Company Ltd. Η Καθ’ ης η Αίτηση δεν γνώριζε για την έκδοση των διαταγμάτων σε σχέση με τους Εναγόμενους 1 και 2. Σε ότι αφορά την Εναγόμενη 1, το αντίστοιχο διάταγμα εκδόθηκε στις 24.09.2021, ήτοι πριν να ολοκληρωθεί η διαδικασία εξαγοράς της επίδικης πιστωτικής διευκόλυνσης από την Καθ’ ης η Αίτηση. Σε ότι αφορά τον Εναγόμενο 2, το αντίστοιχο διάταγμα εκδόθηκε στις 12.11.2021 χωρίς να ενημερωθεί η Καθ’ ης η Αίτηση. Η Καθ’ ης η Αίτηση, ισχυρίζεται, ήταν ενδιαφερόμενο μέρος στο ΠΣΑ του Εναγόμενου 2 αλλά για άλλο χρέος του που είχε εξαγοραστεί από την Καθ’ ης η Αίτηση από άλλο πιστωτικό ίδρυμα. Αναφορικά με το ΠΣΑ της Εναγόμενης 1, η Hellenic Bank Public Company Limited είχε προβεί σε επαλήθευση χρέους, (βλ. Τεκμήριο Α που συνοδεύει την ένσταση), η οποία γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια με συστημένη επιστολή.

6.   Είναι η θέση του ενόρκως δηλούντος ότι η Καθ’ ης η Αίτηση, μόλις ενημερώθηκε για την έκδοση των πιο πάνω διαταγμάτων σε σχέση με τους Εναγόμενους 1 και 2, έπαυσε να προωθεί την παρούσα Αγωγή εναντίον τους. Διατείνεται, όμως, ότι η Καθ’ ης η Αίτηση έχει δικαίωμα να προωθεί την Αγωγή εναντίον της Αιτήτριας, εφόσον αυτή δεν είναι συνοφειλέτρια αλλά εγγυήτρια. 

7.   Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την αίτηση και την ένσταση, αντίστοιχα. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων μέσω των αγορεύσεων τους ανέπτυξαν την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία τους.

8.   Το περιεχόμενο των αγορεύσεων, καθώς και το σύνολο των ισχυρισμών που περιέχονται στην αίτηση, την ένσταση και τις σχετικές ένορκες δηλώσεις, έχουν ληφθεί πλήρως υπόψη. Ειδική αναφορά σε επιμέρους σημεία αυτών θα γίνει, όπου τούτο κρίνεται αναγκαίο για την αιτιολόγηση της παρούσας απόφασης.

 

II.    Νομική Βάση  

9.     Η υπό εξέταση αίτηση εδράζεται κυρίως στη Δ.27 Θ.1 και 2 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Αν και η Δ.27 Θ.3 συμπεριλαμβάνεται στη νομική βάση της αίτησης, εν τούτοις τόσο με την αίτηση όσο και με την γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αιτήτριας, δεν προωθήθηκε επιχειρηματολογία για διαγραφή της Αγωγής ως μη αποκαλύπτουσα εύλογο αγώγιμο δικαίωμα υπό το φως των αρχών της εν λόγω διάταξης. Αμφότεροι οι διάδικοι επικεντρώθηκαν στην ανάλυση και εφαρμογή των προνοιών της Δ.27 Θ.1 και 2.

10. Οι εν λόγω διατάξεις διαλαμβάνουν τα ακόλουθα:

«1. Any party shall be entitled to raise by his pleading any point of law, and any point so raised shall be disposed of by the Court at any stage that may appear to it convenient.

2. If in the opinion of the Court the decision of such point of law substantially disposes of the whole action, or of any distinct cause of action, ground of defence, counter-claim, or reply therein, the Court may thereupon dismiss the action or make such other order therein as may be just.»

11. Οι αρχές στη βάση των οποίων το Δικαστήριο δύναται να ασκήσει την εξουσία που του παρέχεται από τη Δ.27 Θ. 1 και 2 τέθηκαν με ενάργεια στη νομολογία, (βλ. σχετικά Χ’’ Οικονόμου v. Ελληνικής Τραπέζης Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 949, Σάββα v. Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 1609, Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 225, Bibbs v. PP Dolphin Boat Safari Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 111/2014, ημερ. 02.06.2021, ECLI:CY:AD:2021:A210).

12. Η σχετική αίτηση πρέπει να καθορίζει το συγκεκριμένο νομικό σημείο που εγείρεται και να καταχωρείται κατά το χρόνο που κλείνουν οι έγγραφες προτάσεις ή πολύ σύντομα αργότερα. Εν πάση όμως περιπτώσει, η εκδίκαση προδικαστικά νομικών σημείων είναι θέμα το οποίο και το ίδιο το Δικαστήριο, ακόμη και χωρίς αίτημα των διαδίκων, μπορεί να προωθήσει προς εκδίκαση, πριν την εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς (Αναφορικά με την αίτηση του Μ. Νεοφύτου για έκδοση διατάγματος Certiorari, Πολ. Αίτηση 160/2011, ημερ. 03.11.2012). Η έκδοση τέτοιας διαταγής γίνεται κατά κανόνα, όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι το κρινόμενο νομικό σημείο εγείρει σοβαρό νομικό θέμα, το οποίο αν αποφασιστεί υπέρ του αιτητή, αποφασίζεται η όλη υπόθεση, ή ένα ουσιώδες θέμα της αγωγής ∙ ακόμα και το σημείο που αποτελεί ξεχωριστή βάση αγωγής ή υπεράσπισης ή ανταπαίτησης ή ακόμη και απάντηση σ' αυτά ανάλογα με την περίπτωση, (βλ. The Heirs of the lady Theodoras Panayi v. The Administrator of the late Stylianos Mandriotis (1963) 2 C.L.R. 167, Malachtou v. Armeftis and another (1984) 1 C.L.R. 548, Overseas Shipping and Forward Co v. Kappa Shipping Co Ltd and another (1977) 1 C.L.R. 248 και Πανίκος v. Κοντεμενιώτης (1989) 1 C.L.R. 58). Μια τέτοια διαταγή θα πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις, εφόσον τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα ή παραδεκτά, και όχι στις περιπτώσεις εκείνες που τα εγειρόμενα θέματα, λόγω της ασάφειας των γεγονότων ή του νόμου, θα πρέπει να αποφασιστούν κατά την ακρόαση της υπόθεσης – το φυσιολογικό πεδίο για τη διαπίστωση των γεγονότων και των καθορισμό των δικαιϊκών τους συνεπειών. Ακόμα η διαταγή αυτή δεν εκδίδεται όταν υπάρχουν αμφισβητούμενα γεγονότα.

 

III.    Εξέταση Αίτησης

13. Τα εγειρόμενα από την Αιτήτρια νομικά σημεία σχετίζονται με τα άρθρα 40 και 61 (3)(γ) του Νόμου. Η τελευταία διάταξη προβλέπει τα ακόλουθα: 

«61 (3) Ενόσω το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής βρίσκεται σε ισχύ, καθορισμένος πιστωτής που δεσμεύεται από αυτό δεν δικαιούται σε σχέση με καθορισμένο χρέος:

[…]

(γ) να προβεί σε οποιεσδήποτε ενέργειες για να εξασφαλίσει ή να ανακτήσει αποπληρωμή του χρέους·»

14. Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου, «καθορισμένος πιστωτής», σε σχέση με προστατευτικό διάταγμα, σημαίνει πιστωτή που καθορίζεται σε προστατευτικό διάταγμα το οποίο βρίσκεται σε ισχύ, ως πρόσωπο στο οποίο οφείλεται συγκεκριμένο χρέος και, σε σχέση με Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής, σημαίνει πιστωτή, μέρος σε Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που έχει επικυρωθεί ή επιβληθεί από το δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου 2, του Τρίτου Μέρους και το οποίο βρίσκεται σε ισχύ. Περαιτέρω, «καθορισμένο χρέος», σε σχέση με προστατευτικό διάταγμα, σημαίνει χρέος που καθορίζεται σε προστατευτικό διάταγμα ως περιλαμβανόμενο στο εν λόγω διάταγμα το οποίο βρίσκεται σε ισχύ, και, σε σχέση με Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής, χρέος το οποίο περιλαμβάνεται σε τέτοιο σχέδιο το οποίο βρίσκεται σε ισχύ.

15.  Οι ίδιοι πιο πάνω ορισμοί απαντώνται και στο άρθρο 40 ως προϋποθέσεις επέλευσης των αποτελεσμάτων έκδοσης προστατευτικού διατάγματος.

16. Οι θέσεις των δύο πλευρών ως προς το πραγματικό υπόβαθρο της παρούσας αίτησης είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Η Αιτήτρια εισηγείται ότι προκύπτουν κοινά παραδεκτά γεγονότα από τα δικόγραφα επί των οποίων το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί και να προχωρήσει σε προδικαστική εκδίκαση των εγερθέντων νομικών σημείων. Αντίθετα, η πλευρά της Καθ’ ης η Αίτηση επικαλείται ότι υπάρχει διάσταση γεγονότων και ότι θα ήταν ορθό όπως τα εν λόγω σημεία αφεθούν να εκδικαστούν με την προσαγωγή μαρτυρίας.  

17. Το Δικαστήριο έχει μελετήσει με προσοχή το περιεχόμενο τόσο της αίτησης, της ένστασης, των υποστηρικτικών ενόρκων δηλώσεων και των γραπτών αγορεύσεων όσο και των δικογράφων των διαδίκων και κρίνει ότι δεν εξάγεται με την απαιτούμενη βεβαιότητα ένα στέρεο πραγματικό υπόβαθρο που θα επέτρεπε την προδικαστική εκδίκαση των εγερθέντων νομικών σημείων. Κατ’ αρχάς, υπάρχουν διιστάμενες εκδοχές αναφορικά με τη συμπερίληψη του επίδικου χρέους στο ΠΣΑ που αφορά τον Εναγόμενο 2. Συνεπώς, υπάρχει αμφισβήτηση του κατά πόσον το επίδικο χρέος είναι «καθορισμένο χρέος» και η Καθ’ ης η Αίτηση είναι «καθορισμένος πιστωτής» εν τη εννοία του Νόμου αναφορικά με τον Εναγόμενο 2. Σαφώς το πιο πάνω γεγονός δεν προκύπτει με βεβαιότητα από τα δικόγραφα και οποιοδήποτε συμπέρασμα επί αυτού προϋποθέτει αντιπαραβολή των διιστάμενων εκδοχών και ερμηνεία και αξιολόγηση των τεκμηρίων που επισυνάφθηκαν στις υποστηρικτικές ένορκες δηλώσεις. Το ορθό πλαίσιο για τέτοιο εγχείρημα όμως είναι αυτό της δίκης, όχι της παρούσας αίτησης.  

18. Περαιτέρω, και ίσως το σημαντικότερο ζήτημα που δεν έχει θιγεί ευθέως από κανένα μέρος. Ανεξαρτήτως της απάντησης που καλείται να δώσει το Δικαστήριο στο ερώτημα κατά πόσον τα αποτελέσματα και η προστασία που παρέχουν τα πιο πάνω άρθρα του Νόμου επεκτείνονται και επί του εγγυητή ή μόνο επί του συνοφειλέτη του χρεώστη, ερώτημα το οποίον αφορά την ουσία των προδικαστικών ενστάσεων, η συζήτηση οφείλει να ξεκινήσει από το εξής βασικό ερώτημα: είναι η Αιτήτρια εγγυήτρια των πρωτοφειλετών – Εναγόμενων 1 και 2; Γιατί μπορεί μεν η Αιτήτρια να επικαλείται αυτή την ιδιότητα στην αίτηση της, η θέση της όμως είναι πολύ διαφορετική στις έγγραφες προτάσεις της. Συγκεκριμένα, στην τροποποιημένη Υπεράσπιση της αρνείται την νομιμότητα και ισχύ της επίδικης σύμβασης εγγύησης. Μάλιστα, ισχυρίζεται ότι «εάν ήθελε αποδειχθεί ότι υπεγράφη το επίδικο Έγγραφο Εγγυήσεως η Εναγόμενη 3 ισχυρίζεται ότι αυτό υπεγράφη κατόπιν ή και ως αποτέλεσμα οικονομικού εξαναγκασμού ή και άσκησης αθέμιτης πίεσης της Ενάγουσας προς αυτήν». Για τους λόγους που εξειδικεύει στην παράγραφο 4 της τροποποιημένης Υπεράσπισης της, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η σύμβαση εγγύησης είναι παράνομη, άκυρη και ανεφάρμοστη. Περαιτέρω, προβάλλει ότι λόγω παραβίασης ουσιωδών όρων αυτής, η Αιτήτρια δικαιούται να τερματίσει και ακυρώσει την εν λόγω σύμβαση εγγύησης και να ζητήσει την απαλλαγή της.  

19. Η εφαρμογή, όμως, των προνοιών του Νόμου που επικαλείται η Αιτήτρια προϋποθέτουν έγκυρη σύμβαση εγγύησης. Η οποιαδήποτε παρεχόμενη σε εγγυητή προστασία δυνάμει των προνοιών του Νόμου αφορά εγγυητή ο οποίος φέρει ευθύνη σε σχέση με καθορισμένο χρέος, δηλαδή φέρει υποχρέωση βάσει έγκυρης σύμβασης εγγύησης να αποπληρώσει το χρέος του πρωτοφειλέτη – χρεώστη. Η πιο πάνω προϋπόθεση δεν προκύπτει από οποιαδήποτε τελολογική ή διασταλτική ερμηνεία των αντίστοιχων διατάξεων. Προκύπτει ευθέως από τον ορισμό που δίνει ο ίδιος ο Νόμος στην αντίστοιχη σύμβαση. Με βάση το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου, «εγγύηση» σημαίνει σύμβαση εγγύησης κατά την έννοια των διατάξεων του περί Συμβάσεων Νόμου, η οποία δόθηκε από φυσικό πρόσωπο.  Με βάση το άρθρο 84 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 195, «σύμβαση εγγύησης» είναι η σύμβαση προς εκπλήρωση της υπόσχεσης ή υποχρέωσης τρίτου, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης από τον τρίτο, ενώ δυνάμει του ερμηνευτικού άρθρου 2, εδαφίου (η), του Κεφ. 195 «σύμβαση» είναι συμφωνία νομικά εκτελεστή.

20. Το Δικαστήριο για να εξετάσει και να κρίνει τα εγειρόμενα νομικά σημεία θα πρέπει να έχει ενώπιον του αδιαμφισβήτητα ή παραδεκτά γεγονότα. Η δε εγκυρότητα και εκτελεστότητα της επίδικης σύμβασης εγγύησης ευθέως και έντονα αμφισβητείται από την Αιτήτρια μέσω της τροποποιημένης Υπεράσπισης της. Ούτε προκύπτει να παραιτήθηκε από αυτή τη γραμμή υπεράσπισης της μέσω της υπό εξέταση αίτησης της, καθώς πουθενά δεν προκύπτει σαφή και αναντίλεκτη παραδοχή της περί εγκυρότητας και εκτελεστότητας της επίδικης σύμβασης εγγύησης. Παροχή άδειας για προδικαστική εκδίκαση των νομικών σημείων θα συνεπάγετο εύρημα περί εγκυρότητας της σύμβασης εγγύησης, χωρίς προσαγωγή και αξιολόγηση μαρτυρίας επί του επίδικου αυτού ζητήματος το οποίο έχει εγερθεί από την ίδια την Αιτήτρια. Ούτε νοείται προδικαστική εκδίκαση των εν λόγω νομικών σημείων επί του «ενδεχομένου»  εγκυρότητας της επίδικης σύμβασης εγγύησης.

21. Τέλος, ούτε το άρθρο 67 του Νόμου που επικαλείται η Αιτήτρια μέσω της γραπτής αγόρευσης της δικηγόρου της μπορεί να συνηγορήσει στην παροχή άδειας για προδικαστική εκδίκαση των εν λόγω νομικών σημείων. Ομοίως, η εφαρμογή του προϋποθέτει έγκυρη σύμβαση εγγύησης.

 

IV.    Κατάληξη Δικαστηρίου

22. Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι τα εγερθέντα νομικά ζητήματα δεν μπορούν να επιλυθούν προδικαστικά, καθότι εξαρτώνται από την αποσαφήνιση επίδικων πραγματικών ζητημάτων, τα οποία οφείλουν να εξεταστούν κατά την πλήρη ακρόαση της Αγωγής. Συνεπώς, η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας, καταβλητέα στο τέλος της διαδικασίας.  

 

 

 

(Υπ.)  ………………………………..

                 Μ. Σωκράτους, Ε.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο