
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Σωκράτους, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 1074/2016
ΜΕΤΑΞΥ:
Κ. Ν., από την Πάφο
Ενάγοντα
Και
1. Υπουργού Εσωτερικών υπό την ιδιότητα του ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών
2. Δήμου Πάφου
Εναγομένων
-----------------------------------
Ημερομηνία: 30 Μαΐου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα: κ. Μ. Βασιλειάδης για Μιχάλης Βασιλειάδης Δ.Ε.Π.Ε
Για Εναγόμενο 1: κ. Α. Παναγή για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Για Εναγόμενο 2: κα. Μ. Πατσαλίδου για Marilena Patsalidou Law Firm
Α Π Ο Φ Α Σ Η
I. Εισαγωγή
1. Με την παρούσα Αγωγή, ο Ενάγων επιζητεί την αναγνώριση και προστασία των ισχυριζόμενων συμβατικών δικαιωμάτων του επί συγκεκριμένων υποστατικών Τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας επί της οδού [ ] αρ. [ ], στην Πάφο (στο εξής τα «Υποστατικά»).
2. Είναι η θέση του Ενάγοντος ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο της Αγωγής, νόμιμα κατείχε και ενοικίαζε τα Υποστατικά δυνάμει σύμβασης μίσθωσης μεταξύ του και της Κυπριακής Δημοκρατίας δια της Κεντρικής Επιτροπής και ότι παράνομα ανακτήθηκε κατοχή αυτών από τους Εναγόμενους 1 και 2 περί τα τέλη Ιουλίου 2016 με αρχές Αυγούστου 2016. Ο Ενάγων ισχυρίζεται ότι δεν έλαβε χώρα νόμιμος τερματισμός της σύμβασης μίσθωσης, αλλά υπήρξε πολιτική απόφαση να ανακτηθεί κατοχή των Υποστατικών με σκοπό να παραχωρηθούν στον Εναγόμενο 2 για σκοπούς ανάπλασης και εξωραϊσμού της περιοχής γνωστής ως «Χάνι του Ιμπραχήμ». Συνεπεία της παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς των Εναγόμενων 1 και 2 (στο εξής συλλογικά οι «Εναγόμενοι»), ο Ενάγων έχει κατ’ ισχυρισμόν υποστεί ζημιές και διαφυγόντα κέρδη για τα οποία αξιώνει αντίστοιχες αποζημιώσεις, πλέον τιμωρητικές αποζημιώσεις, νόμιμο τόκο και έξοδα. Παράλληλα διεκδικεί την έκδοση διαταγμάτων, τόσο αναγνωριστικού των δικαιωμάτων του, όσο και απαγορευτικών που θα εμποδίζουν τους Εναγόμενους να επεμβαίνουν σε οποιαδήποτε πράξη αναφορικά με τα Υποστατικά.
3. Ο Εναγόμενος 1 εγείρει προδικαστική ένσταση με την οποία ισχυρίζεται ότι οι πράξεις και αποφάσεις του Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών δυνάμει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου, Ν. 139/1991, (στο εξής ο «Νόμος»), ανάγονται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και μόνο αρμόδιο Δικαστήριο να τις ελέγξει είναι το Διοικητικό και όχι το Επαρχιακό Δικαστήριο. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι τα επίδικα ζητήματα της παρούσας Αγωγής αποτέλεσαν το αντικείμενο ιεραρχικής προσφυγής που υποβλήθηκε από τον Ενάγοντα και απορρίφθηκε στις 03.05.2017, με αποτέλεσμα η παρούσα Αγωγή να καθίσταται άνευ αντικειμένου και καταχρηστική. Άνευ βλάβης των πιο πάνω, ο Εναγόμενος 1 προβάλλει ως υπεράσπιση τη θέση ότι νόμιμα τερμάτισε τη σύμβαση μίσθωσης δυνάμει της οποίας ο Ενάγων κατείχε τα Υποστατικά. Ο Ενάγων, ως η θέση του Εναγόμενου 1, κατά παράβαση των όρων της σύμβασης μίσθωσης του, διατηρούσε τα Υποστατικά κλειστά και αχρησιμοποίητα, αποτελώντας κίνδυνο για την δημόσια ασφάλεια και υγεία, προσβάλλοντας παράλληλα την αισθητική και τη μορφολογία του χώρου. Στις 27.07.2016 ολοκληρώθηκε η ανάκτηση της κατοχής των Υποστατικών από τον Εναγόμενο 1 και μόνο μετά την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής που είχε υποβληθεί από τον Ενάγοντα, προωθήθηκε η εκμίσθωση των Υποστατικών στον Εναγόμενο 2 μέσω της υπογραφής συμβάσεων μίσθωσης. Αρνείται, δε, όλες τις ισχυριζόμενες από τον Ενάγοντα προκληθείσες σε αυτόν ζημιές και τον καλεί σε αυστηρή απόδειξη τους.
4. Ο Εναγόμενος 2, πέραν της παραδοχής ότι ο Εναγόμενος 1 αποφάσισε να εκμισθώσει στον Εναγόμενο 2 τα Υποστατικά, με σκοπό την ανάπλαση και εξωραϊσμό της περιοχής, αρνείται οποιαδήποτε άλλη ανάμειξη του στη διαδικασία ανάκτησης κατοχής των Υποστατικών από τον Ενάγοντα και εισηγείται ότι δεν αποκαλύπτεται οποιαδήποτε βάση αγωγής εναντίον του. Αρνείται ότι ο Ενάγων εξακολουθεί να ενοικιάζει και κατέχει νόμιμα τα Υποστατικά και ισχυρίζεται ότι η κατοχή και χρήση των Υποστατικών ανήκει στον Εναγόμενο 2 νόμιμα και/ή δυνάμει του άρθρου 6Β του Νόμου. Αρνείται ότι ο Ενάγων έχει υποστεί τις ισχυριζόμενες ζημιές και ότι δικαιούται στις αξιούμενες θεραπείες και, ομοίως με τον Εναγόμενο 2, ζητεί την απόρριψη της Αγωγής με έξοδα.
5. Το περιεχόμενο του συνόλου της δικογραφίας έχει μελετηθεί και είναι υπόψη του Δικαστηρίου. Ειδικότερη αναφορά στις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων θα γίνεται εκεί και όπου κρίνεται αναγκαίο.
6. Από τη μελέτη της δικογραφίας αναδύονται τα ακόλουθα μη αμφισβητούμενα και παραδεκτά πραγματικά περιστατικά:
6.1 Ο Εναγόμενος 1 ενάγεται υπό την ιδιότητα του ως Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών δυνάμει του άρθρου 6(β) του Νόμου. Τα Υποστατικά περιήλθαν στη διαχείριση του Εναγόμενου 1 σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.
6.2 Ο Εναγόμενος 2 αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ενάγεται σύμφωνα με το άρθρο 7 του περί Δήμων Νόμου, Ν. 111/1985.
6.3 Ο Ενάγων κατείχε τα Υποστατικά δυνάμει γραπτής σύμβασης μίσθωσης που συνομολογήθηκε μεταξύ αυτού και της αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας («σύμβαση μίσθωσης»).
6.4 Σε συνεδρία η οποία πραγματοποιήθηκε την 05.05.2016 στον Κλάδο Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών στο Επαρχιακό Γραφείο Πάφου, στην παρουσία εκπροσώπων του Εναγόμενου 2, αποφασίστηκε η άμεση ανάκτηση των Υποστατικών από τον Ενάγοντα και η παραχώρηση ή εκμίσθωση τους στον Εναγόμενο 2 για σκοπούς αναβάθμισης της περιοχής του «Χανιού του Ιπραχήμ», (αυτό που εισηγείται ο Ενάγων είναι ότι η εν λόγω απόφαση ήταν προειλημμένη).
6.5 Περί τα τέλη Ιουλίου 2016 με αρχές Αυγούστου 2016, η κατοχή των Υποστατικών ανακτήθηκε, χωρίς τη συναίνεση του Ενάγοντος, από τον Εναγόμενο 1 (αυτό που αμφισβητείται είναι η έκταση της συμμετοχής του Εναγόμενου 2 στις φυσικές πράξεις ανάκτησης).
6.6 Στις 04.08.2016 ο Ενάγων υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή εναντίον της απόφασης για ανάκτηση κατοχής των Υποστατικών σύμφωνα με το άρθρο 10 του Νόμου, η οποία απορρίφθηκε.
6.7 Μετά την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του Ενάγοντος, υπογράφτηκαν συμβάσεις μίσθωσης μεταξύ Εναγόμενου 1 και Εναγόμενου 2 ημερομηνιών 08.11.2016 και 10.11.2016.
6.8 Κατά τον χρόνο συμπλήρωσης της δικογραφίας, ο Εναγόμενος 2 είχε ήδη λάβει την κατοχή και χρήση των Υποστατικών.
7. Με βάση τις εκατέρωθεν δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων και λαμβάνοντας υπόψιν τα πιο πάνω παραδεκτά γεγονότα, παραμένουν ως επίδικα ζητήματα τα ακόλουθα: (α) η νομιμότητα του τερματισμού της σύμβασης μίσθωσης δυνάμει της οποίας ο Ενάγων ενοικίαζε και κατείχε τα Υποστατικά και συνεπώς η νομιμότητα της ανάκτησης κατοχής των Υποστατικών, (β) η έκταση συμμετοχής του Εναγόμενου 2 στη διαδικασία ανάκτησης κατοχής των Υποστατικών, και (γ) η πρόκληση ή μη ζημιών στον Ενάγοντα συνεπεία των πράξεων των Εναγόμενων και το ύψος αυτών.
II. Διαδικασία
8. Προς απόδειξη της απαίτησης του, κατέθεσε ο ίδιος ο Ενάγων (Μ.Ε.1), καθώς και ο Δ. Θ., ο οποίος ενοικίαζε υποστατικό Τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας στο «Χάνι του Ιμπραχήμ» (Μ.Ε.2). Εκ μέρους του Εναγόμενου 1 κατέθεσε η Β. Π., λειτουργός Διαχείρισης Α΄ στην Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και προϊστάμενη του Επαρχιακού Γραφείου Πάφου από την 20.10.2023 (Μ.Υ.1). Εκ μέρους του Εναγόμενου 2 κατέθεσε η Α.Ρ., Λειτουργός Δημοτικής Υπηρεσίας στον τομέα Διοίκησης και απασχολούμενη στο νομικό τμήμα του Εναγόμενου 2 από το 2000 (Μ.Υ.2). Κατατέθηκαν έγγραφες δηλώσεις ως μέρος της κυρίως εξέτασης όλων των μαρτύρων, πλην του Μ.Ε.2, καθώς και αριθμός τεκμηρίων.
9. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, μέσω των αγορεύσεών τους, ανέπτυξαν την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία προς υποστήριξη των θέσεων τους. Το περιεχόμενο των αγορεύσεων έχει μελετηθεί από το Δικαστήριο και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του, ενώ ειδική αναφορά θα γίνεται σε σημεία όπου τούτο κρίνεται σκόπιμο για σκοπούς αξιολόγησης.
III. Νομική Πτυχή
10. Η θέσπιση του Νόμου 139/1991 συνιστά απότοκο της Τουρκικής εισβολής και της έκρυθμης κατάστασης όπως και των πολλών δεινών που αυτή προκάλεσε στον Κυπριακό λαό. Συνεπεία της μαζικής μετακίνησης του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού ως αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής στις περιοχές που κατέχονται από τις Τουρκικές δυνάμεις εισβολής και της απαγόρευσης από τις δυνάμεις αυτές της διακίνησης του πληθυσμού αυτού στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, εγκαταλείφθηκαν περιουσίες που αποτελούνται από κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία. Για σκοπούς προστασίας των περιουσιών αυτών κρίθηκε αναγκαία η νομοθετική ρύθμιση όλων των συναφών θεμάτων που σχετίζονται με αυτές. Ο Υπουργός Εσωτερικών διορίστηκε δυνάμει του άρθρου 3 του Νόμου Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών για να τις διαχειρίζεται και να ασκεί τις αρμοδιότητες που του χορηγούνται σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες του Νόμου διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης.
11. Εντός των αρμοδιοτήτων του Κηδεμόνα, περιλαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 6, μεταξύ άλλων, και η αρμοδιότητα σύναψης, τερματισμού ή ακύρωσης συμβάσεων και η εκμίσθωση Τουρκοκυπριακής περιουσίας με τους πιο συμφέροντες για τον ιδιοκτήτη όρους. Δεν χρειάζεται να παρατεθούν όλες οι εξουσίες και αρμοδιότητες που χορηγούνται στον Κηδεμόνα δυνάμει του πιο πάνω Νόμου. Αρκεί να υπομνησθεί ότι, πρωταρχικής σημασίας για σκοπούς επίλυσης της παρούσας διαφοράς, αναδύεται το άρθρο 15 και οι εξουσίες που αυτό παρέχει στον Κηδεμόνα.
12. Σύμφωνα με το άρθρο 15(3) του Νόμου, ο Κηδεμόνας ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλα μέτρα τα οποία θα ληφθούν εναντίον προσώπου που αποκτά κατοχή ή χρήση τουρκοκυπριακής περιουσίας κατά τρόπο διαφορετικό από ό,τι προβλέπεται στον εν λόγω Νόμο μπορεί να προβεί, με τη βοήθεια της Αστυνομίας, αν χρειασθεί, στην ανάκτηση της κατοχής της τουρκοκυπριακής περιουσίας και στη μετακίνηση ή και απομάκρυνση από αυτή οποιουδήποτε αντικειμένου, είδους, οργάνου, κατασκευάσματος ή υλικού και ο Κηδεμόνας ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του «οφείλει να λάβει κάθε εύλογο μέτρο για την ασφαλή φύλαξη τους». Ο Κηδεμόνας, πριν την λήψη των πιο πάνω αναφερόμενων μέτρων, οφείλει να επιδώσει γραπτή ειδοποίηση προς τον παραβάτη ή το πρόσωπο που έχει την ευθύνη ή τον έλεγχο του αντικειμένου, είδους, οργάνου, κατασκευάσματος ή υλικού, σε περίπτωση που είναι γνωστός, όπως, μέσα σε τριάντα ημέρες από τη λήψη της, παραδώσει την κατοχή της τουρκοκυπριακής περιουσίας ή μετακινήσει ή και απομακρύνει από αυτή οποιοδήποτε αντικείμενο, είδος, όργανο, κατασκεύασμα ή υλικό. Στο άρθρο 15(4)(γ) προβλέπεται η εξουσία του Κηδεμόνα να πωλήσει ή να διαθέσει κατά τρόπο άλλο ή να καταστρέψει κάθε τέτοιο αντικείμενο, είδος, όργανο, κατασκεύασμα, ή υλικό που φυλάσσεται από αυτόν και το οποίο δεν έχει παραληφθεί από τον ιδιοκτήτη του κατόπιν ειδοποίησης μέσα σε ένα μήνα από την ημέρα της ειδοποίησης.
IV. Προδικαστική Ένσταση Εναγόμενου 1
13. Κατά τον κανόνα της δικονομικής τάξης, οι προδικαστικές ενστάσεις εξετάζονται κατά προτεραιότητα, καθώς άπτονται ζητημάτων που προδικάζουν την δυνατότητα του Δικαστηρίου να επιληφθεί επί της ουσίας της διαφοράς. Εν προκειμένω, ο Εναγόμενος 1 προέβαλε ένσταση περί έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, ισχυριζόμενος ότι η διαφορά εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και, συνεπώς, δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου ασκούντος πολιτική δικαιοδοσία. Παραπέμπει προς επίρρωση της θέσης του στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Πλάτων κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2042 και στην υπόθεση Υπουργός Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κηδεμόνας των Τ/Κ Περιουσιών v. Θεοδόση Μυλωνά (2002) 1 Α.Α.Δ. 120.
14. Ο Ενάγων απορρίπτει την πιο πάνω προδικαστική ένσταση και διατείνεται ότι εφάρμοσε τις πρόνοιες του Νόμου. Μέσω της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του, προβάλλεται η εισήγηση ότι ο Νόμος δεν καθορίζει αποκλειστική αρμοδιότητα στο Διοικητικό Δικαστήριο για τις πράξεις και/ή αποφάσεις του Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών περιουσιών αλλά μέσω του άρθρου 6Α αυτού κατοχυρώνεται το δικαίωμα του προσώπου, του οποίου δικαίωμα παραβιάστηκε, να προσφύγει με αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά της Δημοκρατίας και του Κηδεμόνα.
15. Είναι καλά καθιερωμένο ότι ζήτημα δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Στην υπόθεση Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 225 τονίστηκε ότι τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν την απαίτηση και αποκλειστική πηγή αναζήτησης τους είναι η Έκθεση Απαιτήσεως.
16. Επομένως το ερώτημα που αναφύεται εν προκειμένω είναι το εξής: Αποκαλύπτεται στην Έκθεση Απαιτήσεως του Ενάγοντος παραβίαση ή διάρρηξη οποιουδήποτε δικαιώματος για το οποίο η παροχή θεραπείας ανάγεται ή εμπίπτει στη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου ασκούντος πολιτική δικαιοδοσία;
17. Η απαίτηση του Ενάγοντος με βάση τις έγγραφες προτάσεις του έχει καταγραφεί ανωτέρω. Ο Ενάγων αμφισβητεί τη νομιμότητα και ορθότητα του τερματισμού εκ μέρους του Εναγόμενου 1 της σύμβασης μίσθωσης δυνάμει της οποίας κατείχε τα Υποστατικά και της απόφασης παραχώρησης αυτών στον Εναγόμενο 2. Είναι κοινό έδαφος ότι ο Εναγόμενος 1, λαμβάνοντας την απόφαση του για τερματισμό της εν λόγω σύμβασης μίσθωσης, ασκούσε τις εξουσίες του ως Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών δυνάμει του Νόμου.
18. Η ταξινόμηση πράξεων στο πεδίο του δημόσιου ή του ιδιωτικού δικαίου δεν είναι πάντα ένα εύκολο έργο, (βλ. σχετικά ανάλυση στις αποφάσεις Antoniou and Others v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 623, Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882).
19. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να πραγματευτεί παρόμοιο, με την παρούσα υπόθεση, ερώτημα στην Ιάκωβος (Γιακουμής) Κολοκάσης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 1 Α.Α.Δ. 373. Το ερώτημα εκεί αφορούσε την υπαγωγή στο δημόσιο ή ιδιωτικό δίκαιο της πράξης τερματισμού άδειας κατοχής βακούφικης περιουσίας που είχε παραχωρηθεί στον εφεσείοντα. Είχε συνομολογηθεί το 1986 γραπτή συμφωνία άδειας κατοχής μεταξύ του εφεσείοντος και της Κεντρικής Επιτροπής Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών εκ μέρους της Δημοκρατίας δυνάμει της οποίας παραχωρήθηκε στον εφεσείοντα βακούφικη περιουσία για όσο χρόνο ίσχυε το διάταγμα επίταξης της εν λόγω Τουρκοκυπριακής περιουσίας. Υπήρχε συμβατικός όρος ο οποίος προέβλεπε δικαίωμα της Κεντρικής Επιτροπής για ακύρωση οποτεδήποτε πριν τη λήξη της άδειας, με τετράμηνη γραπτή προειδοποίηση. Μετά τη θέσπιση του Νόμου και αφού η εν λόγω βακούφικη περιουσία περιήλθε υπό την κηδεμονία του Υπουργού Εσωτερικών, ως Κηδεμόνα, ο τελευταίος ακύρωσε την προαναφερόμενη άδεια με γραπτή επιστολή του στη βάση του πιο πάνω περιγραφόμενου συμβατικού όρου.
«Δημόσιος σκοπός είναι «εκείνος για τον οποίο εξ αντικειμένου το κοινό ή τμήμα του έχουν εκ της φύσεως των πραγμάτων συμφέρον στην ευόδωση του». Πράξεις διαχείρισης δημόσιας αρχής οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, είναι όσες έχουν ως αντικείμενο τη ρύθμιση ή το διακανονισμό δικαιωμάτων στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Σ' αυτήν την περίπτωση, η συνάφεια της πράξης δεν έχει ως έρεισμα τη δημόσια εξουσία αρχής, αλλά τα περιουσιακά της δικαιώματα βάσει του αστικού δικαίου. Η ισοτιμία των συμβαλλομένων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πράξεων διαχείρισης, οπότε και η πράξη παίρνει τη μορφή σύμβασης. Σ' αυτή την περίπτωση η αρχή όπως τονίστηκε στη Ναυτικός Όμιλος Πάφου αποβάλλει τον μανδύα της εξουσίας, οπότε και η πράξη σταματά να επενεργεί στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου εμπίπτουν και μονομερείς πράξεις κρατικής εξουσίας που έχουν ως αντικείμενο το διακανονισμό δικαιωμάτων στον τομέα του αστικού δικαίου, όπως για παράδειγμα οι αποφάσεις κτηματολογικών αρχών.
Επίσης αναφέρθηκε ότι στον ίδιο τομέα δικαίου εντάσσεται και ο τερματισμός της άδειας. Το δικαίωμα τερματισμού θεωρήθηκε ότι σκοπούσε στον επαναπροσδιορισμό των δικαιωμάτων των εφεσειόντων στον τομέα του δημοσίου δικαίου και ότι συνιστούσε πράξη εξουσίας. Διακρίθηκε από τη Freeshops Ltd. v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2081, επειδή εκεί έρεισμα για την πράξη τερματισμού αποτέλεσαν τα συμβατικά δικαιώματα και όχι η δημόσια εξουσία της Αρχής. Ως αποτέλεσμα κρίθηκε ότι ο τερματισμός της άδειας μπορούσε να αναθεωρηθεί μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 146.»
(έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου)
21. Το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθετώντας τη συλλογιστική στις αποφάσεις Πλάτων (ανωτέρω) και Σπύρου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2006) 3 Α.Α.Δ. 87 , που αφορούσαν ωσαύτως διαχείριση Τουρκοκυπριακών περιουσιών, έκρινε πως η αρχική παραχώρηση της άδειας κατοχής σύμφωνα με τις αρχές στις πιο πάνω υποθέσεις: (α) αφορούσε πράξη η οποία αποσκοπεί προς ικανοποίηση δημόσιας ανάγκης (διαχείριση των Τουρκοκυπριακών περιουσιών) και ως τέτοια δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και (β) η κατοχή της περιουσίας είναι υποκείμενη στο νομικό καθεστώς που ορίζει ο Νόμος. Ως εκ τούτου, κατέληξε ότι:
«Ο τερματισμός της άδειας κατοχής, παρά τη στήριξη του στον όρο 2 της συμφωνίας, ως πράξη εξουσίας, δεν μπορεί παρά να εντάσσεται στον τομέα του δημοσίου δικαίου»
(έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου)
22. Δεν διαπιστώνεται στην παρούσα υπόθεση οποιαδήποτε περίσταση που να αποτελεί ειδοποιό διαφορά, δικαιολογούσα απόκλιση από το ανωτέρω σκεπτικό. Το γεγονός ότι η παρούσα υπόθεση αφορά σύμβαση μίσθωσης και όχι άδεια κατοχής δεν συνιστά αποχρόντα λόγο ικανό να δικαιολογήσει υπαγωγή του τερματισμού της εν λόγω σύμβασης στο ιδιωτικό δίκαιο. Δυνάμει της γραπτής σύμβασης μίσθωσης, Τεκμήριο 11, παραχωρήθηκαν στον Ενάγοντα τα Υποστατικά Τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας και μετά τη θέσπιση του Νόμου, η μίσθωση υπαγόταν στο νομικό καθεστώς που ορίζει ο Νόμος. Ο Νόμος, δε, περιέχει πρόνοιες δημοσίας τάξης[1] και το δημόσιο συμφέρον είναι στενά συνυφασμένο με την τήρηση των προνοιών του Νόμου. Όπως υπογραμμίστηκε στην απόφαση Πλάτων (ανωτέρω) και υιοθετήθηκε σε σωρεία μεταγενέστερων αποφάσεων:[2]
«Οι εξουσίες που έχει ο αρμόδιος Υπουργός, που διορίστηκε ως Κηδεμόνας των Τ/Κ περιουσιών σύμφωνα με το Ν. 139/91, ανάγονται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και μάλιστα άπτονται μιας πολύ σοβαρής και μεγάλης πτυχής ζητήματος που ενδιαφέρει ολόκληρη την πολιτεία. Η διαχείριση των Τουρκοκυπριακών περιουσιών από τον Κηδεμόνα δεν αφορά μόνον ένα έκαστο των ιδιοκτητών αλλά γενικά όλους τους Τ/Κ πολίτες της Δημοκρατίας, καθώς και τους υπόλοιπους. Αυτοί που αποκτούν προσωρινά τις τουρκοκυπριακές περιουσίες το πράττουν προς όφελος των ιδιοκτητών των ιδίων αλλά και της πολιτείας στο σύνολο της. Η κατάσταση αυτή, που δημιουργήθηκε μετά την τούρκικη εισβολή, αντιμετωπίζεται με νομοθετικούς κανόνες που επηρεάζουν όλους τους πολίτες.»
23. Υποδεικνύεται, πέραν των ανωτέρω σημειωθέντων, πως η καταχώριση της ιεραρχικής προσφυγής από τον Ενάγοντα συνιστά αναγνώριση της φύσης της απόφασης του Εναγόμενου 1 ως δημοσίου δικαίου. Ασχέτως εάν ακολούθως, μη ικανοποιούμενος από την απορριπτική, της ιεραρχικής του προσφυγής, απόφαση προβάλλει διάφορα επιχειρήματα προς αμφισβήτηση της ορθότητας ή νομιμότητας της απόφασης της Εξ Υπουργών Επιτροπής, του δευτεροβάθμιου διοικητικού οργάνου που επιλήφθηκε της ιεραρχικής προσφυγής. Ο Ενάγων είχε κάθε δικαίωμα να προσφύγει και να αμφισβητήσει την νομιμότητα της απόφασης επί της ιεραρχικής του προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, υποβάλλοντας αίτηση ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 146, εδάφιο 1 του Συντάγματος. Παρέλειψε, όμως, να το πράξει και επέμενε στην προώθηση της παρούσας Αγωγής.
24. Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω, κρίνεται ότι το επίδικο ζήτημα της ορθότητας και νομιμότητας του τερματισμού της σύμβασης μίσθωσης των επίδικων Υποστατικών ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εξετάσει αυτό. Με την έκδοση της απόφασης επί της ιεραρχικής προσφυγής (Τεκμήριο 10) και την παράλειψη προσβολής αυτής με αίτηση ακύρωσης στο Διοικητικό Δικαστήριο, η απόφαση του Εναγόμενου 1 για τερματισμό της σύμβασης μίσθωσης με τον Ενάγοντα καλύπτεται από τεκμήριο νομιμότητας. Με βάση τα πιο πάνω, το Δικαστήριο δεν θα προχωρήσει σε παράθεση και αξιολόγηση της οποιασδήποτε προσφερθείσας επί τούτου μαρτυρίας και συμπαρασύρονται σε απόρριψη οι αιτούμενες θεραπείες που συνδέονται άμεσα με τον ισχυριζόμενο παράνομο τερματισμό της σύμβασης μίσθωσης. Σημειώνεται εδώ παρενθετικά ότι τα αιτούμενα απαγορευτικά[3] διατάγματα έχουν σε κάθε περίπτωση καταστεί άνευ αντικειμένου, λόγω της ανάκτησης και της παραχώρησης των Υποστατικών στον Εναγόμενο 2, γεγονός το οποίο αναγνωρίζει και ο συνήγορος του Ενάγοντος με την γραπτή του αγόρευση.
25. Ούτε το άρθρο 6A του Νόμου μπορεί να προσδώσει στο Δικαστήριο δικαιοδοσία να εξετάσει το πιο πάνω επίδικο ζήτημα, ως η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Ενάγοντος. Το εν λόγω άρθρο κατοχυρώνει το δικαίωμα πρόσβασης στα Δικαστήρια προσώπου του οποίου, λόγω της εφαρμογής πρόνοιας του παρόντος Νόμου, παραβιάζεται δικαίωμα που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ή και τα Πρωτόκολλά της που κυρώθηκαν από τη Δημοκρατία. Σκοπός του εν λόγω άρθρου είναι να διασφαλίσει την προστασία θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος προσώπου, το οποίο άλλως πως δεν μπορεί να καταφύγει μέσω της προβλεπόμενης από το άρθρο 10 του Νόμου ιεραρχική προσφυγή για να επιτύχει ακύρωση απόφασης του Κηδεμόνα που λαμβάνεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των με βάση αυτόν εκδιδόμενων Κανονισμών. Δεν δύναται ο ενοικιαστής / αδειούχος που παρέλειψε να ασκήσει εμπρόθεσμα ή καθόλου την προβλεπόμενη από το άρθρο 10 ιεραρχική προσφυγή ή παρέλειψε να προσβάλει την απορριπτική απόφαση επί της ιεραρχικής προσφυγής μέσω αίτησης ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου να «θεραπεύει» αυτή την παράλειψη, επικαλούμενος παραβίαση δικαιώματος του δυνάμει του άρθρου 6Α. Είναι εμφανές ότι ο Ενάγων δεν στοιχειοθέτησε την απαίτηση του δυνάμει του άρθρου 6Α του Νόμου αλλά επί τη βάσει του παράνομου τερματισμού της σύμβασης μίσθωσης.
26. Ακόμη και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι το Δικαστήριο σφάλει στην πιο πάνω ερμηνεία του άρθρου 6Α, δεν πληρούται η προϋπόθεση που θέτει η εν λόγω διάταξη για γένεση του δικαιώματος προσφυγής μέσω αγωγής κατά της Δημοκρατίας και του Κηδεμόνα. Ήτοι, η απόρριψη σχετικού αιτήματος του στον Υπουργό Εσωτερικών. Περαιτέρω, η παρούσα Αγωγή στρέφεται μόνο εναντίον του Κηδεμόνα, αλλά όχι εναντίον και της Δημοκρατίας, η οποία πρέπει να συνενώνεται ως αναγκαίος διάδικος. Αναπόφευκτα, η αντίστοιχη απαίτηση θα απορρίπτετο υπό το φως της έλλειψης πλήρωσης των πιο πάνω προϋποθέσεων.
27. Παρά το γεγονός ότι η αιτία της παρούσας Αγωγής, εδραζόμενη σε κατ’ ισχυρισμόν παράνομο τερματισμό της επίδικης σύμβασης μίσθωσης, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει και απορρίπτεται, εντούτοις από το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης και τα εκτιθέμενα εκεί περιστατικά προκύπτει η ύπαρξη μίας διαφορετικής αυτοτελούς αξίωσης, ιδιωτικού δικαίου, η οποία ενδέχεται να θεμελιώνει δικαίωμα προς αποκατάσταση, υπαγόμενο στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων.
28. Συγκεκριμένα, η απομάκρυνση των αντικειμένων και εμπορευμάτων που κατ’ ισχυρισμό βρίσκονταν στα Υποστατικά συνιστά διοικητικό μέτρο[4] που έλαβε χώρα μετά την έκδοση της εκτελεστής διοικητικής πράξης, ήτοι της απόφασης τερματισμού της επίδικης σύμβασης μίσθωσης, και για σκοπούς εφαρμογής της τελευταίας. Συνιστά δηλαδή, πράξη εκτέλεσης η οποία δεν είναι αφ’ εαυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά μοχλός για υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης[5]. Ως εκ τούτου, εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου ως μη εκτελεστή διοικητική πράξη και η τυχόν παράβαση οποιουδήποτε καθήκοντος ή αμέλεια στην υλοποίηση της πράξης αυτής και η πρόκληση ζημιών στον Ενάγοντα συνεπεία τέτοιας παράβασης ή αμέλειας εμπίπτουν στο πεδίο ελέγχου του πολιτικού Δικαστηρίου.
29. Ως εκ τούτου, το πιο πάνω επίδικο ζήτημα παραμένει ανοιχτό προς κρίση από το Δικαστήριο και ακολούθως θα εκτεθεί συνοπτικά και θα τύχει αξιολόγησης το μέρος της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα το οποίο σχετίζεται άμεσα με αυτό.
V. Σύνοψη Μαρτυρίας
30. Ο Μ.Ε.1 κατέθεσε ότι διατηρούσε εντός των Υποστατικών εμπορεύματα και αντικείμενα σύμφωνα με την επαγγελματική του δραστηριότητα. Την ημέρα που έλαβε χώρα η ανάκτηση της κατοχής των Υποστατικών, είχε αποκλειστεί η πρόσβαση σε αυτά μέσω κλειδαριών, απαγορευτικής πινακίδας και μεταλλικής περίφραξης. Πληροφορήθηκε από γείτονες ότι υπάλληλοι των Εναγομένων 1 και 2 είχαν εισέλθει και άδειασαν τα Υποστατικά. Όλα τα αντικείμενα που βρίσκονταν στα Υποστατικά μεταφέρθηκαν σε άγνωστο μέρος και έχουν χαθεί όλα τα έγγραφα, αποδείξεις, συμβόλαια με εταιρείες, τιμολόγια, κατάλογοι χρεωστών, μαζί με το γραφείο του και τον υπόλοιπο εξοπλισμό του. Ως εκ τούτου, αξιώνει €5.000,00 για την αξία των εμπορευμάτων και αντικειμένων που έχουν απωλεστεί.
31. Ο Μ.Ε.2 κατέθεσε ότι τον Οκτώβριο του 2015 ανακτήθηκε η κατοχή του υποστατικού Τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας που ενοικίαζε και όλα τα αντικείμενα που βρίσκονταν εκεί είχαν απομακρυνθεί, περιλαμβανομένων των εξαρτημάτων που χρησιμοποιούσε στη δουλειά του ως ισιωτής και μπογιατζής αυτοκινήτων, του γραφείου και των διαφόρων φύσεως εγγράφων του. Είχε πληροφορηθεί ότι τα αντικείμενα του είχαν μεταφερθεί σ’ ένα οικόπεδο, αλλά όταν τα ζήτησε δεν υπήρχε ούτε οικόπεδο, ούτε τα αντικείμενα του. Υποστηρίζει ότι το Δημαρχείο Πάφου, ήτοι ο Εναγόμενος 2, πήρε τα αντικείμενα του.
32. Η μαρτυρία της Μ.Υ.1 αφορούσε κυρίως τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στον τερματισμό της σύμβασης μίσθωσης, την αλληλογραφία που ανταλλάχτηκε μεταξύ του Ενάγοντος και του Εναγόμενου 1, με ιδιαίτερη έμφαση γύρω από τις επιστολές που αποστάλθηκαν εκ μέρους του Εναγόμενου 1 δυνάμει των οποίων κατ’ ισχυρισμόν τερματίστηκε και επιβεβαιώθηκε ο τερματισμός της εν λόγω σύμβασης. Αναφορικά με τις συνθήκες ανάκτησης της κατοχής των Υποστατικών και της απομάκρυνσης των αντικειμένων του Ενάγοντος από μέσα, κατέθεσε το Τεκμήριο 14 που συνιστά δέσμη φωτογραφιών οι οποίες κατ’ ισχυρισμόν λήφθηκαν κατά την ημέρα ανάκτησης των Υποστατικών στις 27.07.2016. Ανέφερε ότι η ανάκτηση έγινε από το συνεργείο της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών περιουσιών, με τον λειτουργό κ. Σ., που ήταν ο υπάλληλος που διενεργούσε τις εξώσεις, και με τη βοήθεια Αστυνομίας. Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι δεν γνωρίζει εάν ο Εναγόμενος 2 είχε ανάμειξη στην ανάκτηση των Υποστατικών και δεν γνωρίζει τι απέγιναν τα αντικείμενα που υπήρχαν μέσα στα Υποστατικά.
33. Η Μ.Υ.2 κατέθεσε ότι ο Εναγόμενος 2 δεν είχε καμία σχέση με τη διαδικασία που κατέληξε στην ανάκτηση της κατοχής των Υποστατικών από τον Εναγόμενο 1. Ο Εναγόμενος 2, με τις επιστολές ημερομηνίας 15.03.2016 και 25.04.2016, (Τεκμήρια 18 και 19 αντίστοιχα), είχε υποβάλει αίτημα για παραχώρηση των Υποστατικών σε αυτόν προς εκμίσθωση το οποίο και εγκρίθηκε. Εν τέλει, τα Υποστατικά μαζί με άλλα ακίνητα τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας παραχωρήθηκαν από τον Εναγόμενο 1 προς τον Εναγόμενο 2 προς χρήση δυνάμει σύμβασης μίσθωσης ημερομηνίας 17.07.2017 (Τεκμήριο 16). Ο Εναγόμενος 2 γνωρίζει μόνο ότι τα Υποστατικά ανακτήθηκαν από τον Εναγόμενο 1 στις 27.07.2016, ECLI:CY:AD:2016:D147, χωρίς να έχει γνώση των συγκεκριμένων γεγονότων -πλην της κοινοποίησης της επιστολής των δικηγόρων του Ενάγοντος ημερομηνίας 26.07.2016[6] (Τεκμήριο 5). Ο Εναγόμενος 2 δεν έχει καμία σχέση με τις ισχυριζόμενες από τον Ενάγοντα ζημιές.
VI. Αξιολόγηση Μαρτυρίας - Ευρήματα
34. Το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Μ.Ε.1 ήταν ειλικρινής και παρέθεσε τα γεγονότα όπως τα θυμόταν ή τα αντιλαμβανόταν. Ήταν εμφανές ότι η μνήμη του δεν τον εξυπηρετούσε πλήρως σε σχέση με τις ακριβείς ημερομηνίες κατά τις οποίες έλαβαν χώρα ορισμένα γεγονότα αναφορικά με τον τερματισμό της σύμβασης μίσθωσης. Η μαρτυρία του, ωστόσο, σχετικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στον τερματισμό της σύμβασης μίσθωσης δεν κρίνεται ως ουσιώδης για την επίλυση των ζητημάτων που παραμένουν προς εξέταση από το Δικαστήριο. Ήδη έχει διαπιστωθεί ανωτέρω ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εξετάσει τη νομιμότητα του τερματισμού της εν λόγω σύμβασης. Το γεγονός της ανάκτησης της κατοχής των Υποστατικών και της απομάκρυνσης των αντικειμένων που βρίσκονταν εντός αυτών συνιστά, ούτως ή άλλως, μη αμφισβητούμενο στοιχείο. Η αδυναμία του Μ.Ε.1 να προσδιορίσει με ακρίβεια την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα το εν λόγω γεγονός αποδίδεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αφενός στην ηλικία του και αφετέρου στη σημαντική χρονική απόσταση των περίπου οκτώ ετών από τα γεγονότα, και όχι σε οποιαδήποτε πρόθεση παραπλάνησης του Δικαστηρίου.
35. Η εν γένει παρουσία του Μ.Ε.1 στο Δικαστήριο χαρακτηρίστηκε από ευθύτητα και αμεσότητα, καθώς απαντούσε χωρίς υπεκφυγές ή προσπάθεια να κατευθύνει τις απαντήσεις του, ακόμη και όταν οι απαντήσεις του ενδεχομένως να μην ευνοούσαν τη θέση του.
36. Ο Ενάγων, αν και συνταξιούχος, προκύπτει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δραστηριοποιείτο, αν και σε πιο αραιά βάση, με την εργασία του, που ήταν η εγκατάσταση συστημάτων άρδευσης και ύδρευσης, συνεχίζοντας να διατηρεί σχετικό εξοπλισμό και διάφορα έγγραφα στα Υποστατικά. Ως εκ τούτου, γίνεται αποδεκτή η μαρτυρία του Μ.Ε.1 και αποδεικνύεται το γεγονός ότι κατά την ανάκτηση της κατοχής των Υποστατικών, απομακρύνθηκαν από αυτά εμπορεύματα και αντικείμενα ιδιοκτησίας του Ενάγοντος από τον Εναγόμενο 1. Γίνεται αποδεκτό, επίσης, το γεγονός ότι μετά την πιο πάνω απομάκρυνση ο Ενάγων δεν έλαβε κάποια ειδοποίηση, είτε προφορική είτε γραπτή, εκ μέρους του Εναγόμενου 1 για παραλαβή των όσων είχαν απομακρυνθεί από τα Υποστατικά. Προς τούτο, το Δικαστήριο δεν παραγνωρίζει τις αναφορές του μάρτυρος, απαντώντας σε σχετικές υποβολές του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εναγόμενου 1, ότι ρωτήθηκε από λειτουργό της Επαρχιακής Διοίκησης, ονόματι Β., (πιθανόν εννοώντας την Μ.Υ.1), εάν είχε χώρο («τόπο») να φυλάξει τα αντικείμενα του και ότι είχε απαντήσει ότι δεν είχε χώρο. Όμως, μέσα από τις απαντήσεις του μάρτυρος στις σχετικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, προκύπτει ότι η σχετική στιχομυθία έλαβε χώρα πριν την ανάκτηση της κατοχής των Υποστατικών και την απομάκρυνση των εμπορευμάτων και αντικειμένων από αυτά. Άλλωστε, και οι σχετικές υποβολές της πλευράς του Εναγόμενου 1 αφορούσαν σε «εκ των προτέρων» ενημέρωση για παραλαβή των αντικειμένων, παραπέμποντας μεταξύ άλλων στο Τεκμήριο 2, ήτοι την επιστολή ημερομηνίας 10.06.2016, με την οποία ο Ενάγων καλείτο άμεσα να απομακρύνει οποιαδήποτε αντικείμενα από τα Υποστατικά και να παραδώσει ελεύθερη κατοχή αυτών μέχρι τις 09.07.2016. Δεν αποδεικνύεται, ωστόσο, η χρηματική αξία των αντικειμένων και εμπορευμάτων του Ενάγοντος, καθώς η σχετική αναφορά του Μ.Ε.1 στην αξία αυτών ύψους €5.000, χωρίς οποιαδήποτε παροχή λεπτομερειών κρίνεται ανεπαρκής, ως γενική και αόριστη.
37. Περαιτέρω, το Δικαστήριο δεν μπορεί να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στις δηλώσεις του περί εμπλοκής του Εναγόμενου 2 στην αφαίρεση των πιο πάνω εμπορευμάτων και αντικειμένων, καθώς αυτές στηρίζονταν σε εξ ακοής μαρτυρία από γείτονες. Δεν κατονομάστηκαν ούτε τα ονόματα των γειτόνων αυτών, ούτε δόθηκε εξήγηση γιατί αυτοί δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο να καταθέσουν. Εν γένει δεν δόθηκε οποιαδήποτε θετική μαρτυρία περί ενεργούς συμμετοχής του Εναγόμενου 2 στην πραγματική (φυσική) ανάκτηση της κατοχής των Υποστατικών και απομάκρυνσης των αντικειμένων και εμπορευμάτων του Ενάγοντος, πέραν των αναφορών στο σχέδιο ανάπλασης και εξωραϊσμού του «Χανιού του Ιμπραχήμ» από τον Εναγόμενο 2, που περιλάμβανε την παραχώρηση σε αυτόν από τον Εναγόμενο 1 διάφορων υποστατικών Τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας που βρίσκονταν στον εν λόγω χώρο. Γίνεται αποδεκτή, όμως, η μαρτυρία του Ενάγοντος περί της συνάντησης του με τον Δήμαρχο Πάφου στο χώρο του «Χανιού του Ιμπραχήμ» κατά την ανάκτηση της κατοχής και της δήλωσης του τελευταίου προς τον Ενάγοντα να βρει καλό δικηγόρο, γιατί πρόκειται να «πιάσει» τα εν λόγω Υποστατικά.
38. Η μαρτυρία του Μ.Ε.2 δεν κρίνεται ως σχετική με το επίδικο ζήτημα που εξετάζεται στην παρούσα διαδικασία, καθότι περιορίστηκε αποκλειστικά στη δική του προσωπική εμπειρία ως προς την ανάκτηση της κατοχής του υποστατικού που ενοικίαζε και την απομάκρυνση των προσωπικών του αντικειμένων. Το γεγονός ότι, κατά τους ισχυρισμούς του, ορισμένα αντικείμενα ενδέχεται να μην του επιστράφηκαν, δεν δύναται να οδηγήσει το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα ως προς την παρούσα υπόθεση. Ούτε μπορεί, υπό τις περιστάσεις, να θεωρηθεί ότι τείνει να τεκμηριώσει κάποιο “μοτίβο” ή πάγια πρακτική εκ μέρους του Εναγόμενου 1 σε σχέση με τη διαδικασία ενημέρωσης και επιστροφής των αντικειμένων που απομακρύνθηκαν από υποστατικά Τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας. Συνεπώς, δεν μπορεί να προσδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στην μαρτυρία του.
39. Η Μ.Υ.1 δεν είχε οποιαδήποτε προσωπική εμπλοκή ή συμμετοχή στη διαδικασία της πραγματικής (φυσικής) ανάκτησης της κατοχής των Υποστατικών ή στην απομάκρυνση των αντικειμένων από αυτά. Από τις δηλώσεις της προκύπτει ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπηρετούσε στη Λεμεσό και δεν είχε άμεση γνώση των σχετικών με το συγκεκριμένο υπό εξέταση ζήτημα γεγονότων ∙ η γνώση της περιοριζόταν σε στοιχεία που άντλησε από τον διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Με βάση την μαρτυρία της, το μόνο σημείο που δύναται να γίνει αποδεκτό ως γεγονός είναι ότι η ανάκτηση της κατοχής πραγματοποιήθηκε από συνεργείο της πιο πάνω Υπηρεσίας, με τη συνδρομή της Αστυνομίας, χωρίς, ωστόσο, να περιλαμβάνεται οποιαδήποτε σημείωση ή καταγραφή στον φάκελο αναφορικά με την τύχη των αντικειμένων που απομακρύνθηκαν από τα Υποστατικά.
40. Αναφορικά με το Τεκμήριο 14, ήτοι τη δέσμη φωτογραφιών που κατατέθηκε, δεν μπορεί να δοθεί αποδεικτική βαρύτητα, καθώς η Μ.Υ.1 δεν είχε γνώση της ημερομηνίας λήψης των φωτογραφιών, ούτε μπορούσε να αναγνωρίσει με βεβαιότητα τι απεικόνιζαν. Η μόνη βάση πάνω στην οποία η Μ.Υ.1 συσχέτισε τις φωτογραφίες με τα Υποστατικά του Ενάγοντος ήταν η παρουσία τους στον διοικητικό φάκελο του. Δεν μπορούσε, όμως, να καταθέσει με θετική βεβαιότητα, βάσει προσωπικής γνώσης, ότι οι εν λόγω φωτογραφίες αφορούσαν πράγματι τα συγκεκριμένα Υποστατικά. Περαιτέρω, οι φωτογραφίες ουδέποτε επιδείχθηκαν στον Ενάγοντα (Μ.Ε.1), ώστε αυτός να επιβεβαιώσει αν πράγματι αφορούσαν τα Υποστατικά του. Επιπλέον, διαπιστώνεται ασάφεια ως προς την ημερομηνία λήψης των εν λόγω φωτογραφιών. Το Τεκμήριο 14 αποτελείται από τέσσερα φύλλα μεγέθους Α4, (όπου έχουν εκτυπωθεί αντίγραφα κάποιων φωτογραφιών), στα οποία φέρουν σφραγίδα επ’ ονόματι Γ. Σ., Β’ Λειτουργού Διαχείρισης, με την υπογραφή του να υπάρχει μόνο στα πρώτα δύο. Η ημερομηνία σε κάθε φύλλο έχει τεθεί χειρόγραφα, αλλά εμφανίζεται μουτζουρωμένη και τροποποιημένη από «02.08.2016» σε «02.07.2016», χωρίς να παρέχεται οποιαδήποτε εξήγηση για την εν λόγω διόρθωση. Ούτε κλήθηκε να καταθέσει στο Δικαστήριο ο εν λόγω λειτουργός, το όνομα και η σφραγίδα του οποίου αναγράφονται στο Τεκμήριο 14, ώστε να διαφωτιστεί το Δικαστήριο για την ταυτότητα των φωτογραφιών και το περιεχόμενό τους.
41. Η μαρτυρία της Μ.Υ.2 βασίστηκε σχεδόν αποκλειστικά σε έγγραφα που είχε εντοπίσει στα σχετικά αρχεία του Εναγόμενου 2. Εμφανίστηκε συνεπής, ευθύς και άμεση στις απαντήσεις της και το Δικαστήριο κρίνει ότι κατέθεσε με ειλικρίνεια. Η αξιοπιστία της δεν κλονίστηκε και η μαρτυρία της υποστηρίζεται τόσο από τις δηλώσεις της Μ.Υ.1, που έγιναν δεκτές, όσο και από το περιεχόμενο της έγγραφης μαρτυρίας. Με βάση την μαρτυρία της που γίνεται αποδεκτή, προκύπτει ότι ο Εναγόμενος 2 δεν είχε καμία ανάμειξη στις ενέργειες ανάκτησης της πραγματικής (φυσικής) κατοχής των Υποστατικών ή στην απομάκρυνση αντικειμένων από αυτά.
VII. Συμπεράσματα Δικαστηρίου
42. Υπό το φως των ευρημάτων του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι ο Εναγόμενος 1, αφού απομάκρυνε τα αντικείμενα και εμπορεύματα του Ενάγοντος από τα Υποστατικά, παρέλειψε να τον ειδοποιήσει να τα παραλάβει από συγκεκριμένο χώρο, εντός καθορισμένης προθεσμίας, κατά παράβαση του άρθρου 15(4)(γ) του Νόμου. Παραμένει άγνωστο κατά πόσο τα αντικείμενα και εμπορεύματα αυτά τοποθετήθηκαν και φυλάχθηκαν, έστω προσωρινά, σε χώρο ασφαλούς φύλαξης σύμφωνα με το άρθρο 15(3), πρώτο εδάφιο. Δεν προσφέρθηκε εν προκειμένω καμία μαρτυρία από τον Εναγόμενο 1, ο οποίος ήταν και ο μόνος που μπορούσε να γνωρίζει τι απέγιναν αυτά τα αντικείμενα και εμπορεύματα. Το μαρτυρικό βάρος απόδειξης μετατοπίζεται εν προκειμένω στους ώμους του και κρίνεται ότι απέτυχε να το αποσείσει.
43. Λόγω της πιο πάνω παράλειψης του Εναγόμενου 1 να ενημερώσει τον Ενάγοντα για τον χώρο φύλαξης και να τον καλέσει να παραλάβει τα αντικείμενα του, ο τελευταίος υπέστη ζημιά, καθώς στερήθηκε των εν λόγω αντικειμένων και εμπορευμάτων, η τύχη των οποίων παραμένει άγνωστη.
44. Τα εν λόγω απολεσθέντα εμπορεύματα και αντικείμενα συνίστατο κυρίως σε εξαρτήματα που χρησιμοποιούνταν από τον Ενάγοντα για εγκαταστάσεις συστημάτων άρδευσης και ύδρευσης, καθώς και σε έγγραφα, αποδείξεις, συμβόλαια, τιμολόγια, καταλόγους χρεωστών και το γραφείο του. Το ποσό των €5.000,00 που αξιώνεται ως αποζημίωση για την αξία τους συνιστά ειδική ζημιά. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι οι ειδικές ζημιές πρέπει να δικογραφούνται με λεπτομέρεια και να αποδεικνύονται αυστηρά. Εν προκειμένω, ο Ενάγων ούτε επιτέλεσε το καθήκον δικογράφησης ούτε προσκόμισε οποιαδήποτε τεκμηρίωση ή λεπτομερή επεξήγηση για τη διαμόρφωση του εν λόγω ποσού. Καθίσταται σαφές ότι η προσαχθείσα μαρτυρία δεν είναι επαρκής για σκοπούς απόδειξης του ύψους της συγκεκριμένης ζημιάς, (βλ. Γρηγορίου v. SUN SEA (SS) DEVELOPERS LTD κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 1/2013, απόφαση ημερομηνίας 30.01.2019).
45. Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Ενάγων απέδειξε την απώλεια των αντικειμένων και εμπορευμάτων του ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του Εναγόμενου 1, συνεπώς λόγω της αδυναμίας του Ενάγοντος ν’ αποδείξει την ειδική ζημιά του, θα επιδικαστούν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις. Στην STASSINOS INVESTMENT AND FINANCE LIMITED v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 142/2013, ημερομηνίας 03.03.2020, επιβεβαιώθηκε η εξουσία του Δικαστηρίου να επιδικάσει ονομαστικές αποζημιώσεις όπου αποδεικνύεται η απώλεια, αλλά δεν δίδεται η απαιτούμενη μαρτυρία ως προς το αξιούμενο ποσό. Ομοίως, στην πολύ πρόσφατη απόφαση Επιχειρήσεις Δ. Ν. Φακοντής Λτδ v. Δήμου Γεροσκήπου, Πολιτική Έφεση Αρ. 217/2016, ημερομηνίας 28.01.2025, κρίθηκε ότι το Δικαστήριο μπορούσε να επιδικάσει ονομαστικές αποζημιώσεις παρά την απόρριψη της μαρτυρίας για συγκεκριμένη ζημιά, καθώς είχε διαπιστωθεί παρανομία εκ μέρους του Εφεσίβλητου Δήμου αναφορικά με τη μετακίνηση οχήματος ιδιοκτησίας της Εφεσείουσας, (βλ. μεταξύ άλλων Μαρούλλα Π. Παπακόκκινου & άλλες ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379, Χρίστος Ορφανίδης v. POP LIFE ELECTRIC SHOPS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 50/2017, ημερομηνίας 21.02.2025, Κωνσταντίνου ή Μήτα v. Γ. & Κ. Σοφοκλέους Λιμιτεδ (2003) 1 Α.Α.Δ 1952, Μούρτζινος ν. Πλοίου "Galaxias" κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 80, 148). Με βάση τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, κρίνεται δίκαιο όπως επιδικαστούν ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους €100.
46. Αναφορικά με την απαίτηση εναντίον του Εναγόμενου 2, αυτή κρίνεται αβάσιμη και υπόκειται σε απόρριψη. Δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή ή ανάμειξη του Εναγόμενου 2 στη διαδικασία ανάκτησης κατοχής των Υποστατικών ή απομάκρυνσης των αντικειμένων και εμπορευμάτων του Ενάγοντος. Η παρουσία του Δημάρχου Πάφου στον χώρο δεν συνιστά τεκμήριο εμπλοκής του Δήμου στη διαδικασία, αλλά απλή επιτόπια παρακολούθηση λόγω ενδιαφέροντος για την ανάπλαση του «Χανιού του Ιμπραχήμ». Η δήλωση του Δημάρχου στον Ενάγοντα που καταγράφεται ανωτέρω, ακόμη και αν χαρακτηρίζεται ως εριστική, δεν τεκμηριώνει παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους του Εναγόμενου 2. Συνιστούσε έκφραση του δεδηλωμένου στόχου του Εναγόμενου 2 για ανάπλαση και εξωραϊσμό του «Χανιού του Ιμπραχήμ». Ο Εναγόμενος 2 διεκδίκησε αριθμό υποστατικών Τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας για σκοπούς ανάπλασης διαφόρων περιοχών του Δήμου Πάφου. Η ευθύνη της απόφασης παραχώρησης των οποιωνδήποτε υποστατικών Τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας στον Εναγόμενο 2 ανήκει στον Εναγόμενο 1, υπό τη διαχείριση του οποίου τελούν. Η ορθότητα της απόφασης αυτής, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε πολιτικής χροιάς, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου. Η νομιμότητα, δε, της απόφασης του Εναγόμενου 1 για τερματισμό της σύμβασης μίσθωσης των Υποστατικών με τον Ενάγοντα θα μπορούσε να προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο είναι και το μόνο αρμόδιο Δικαστήριο να εξετάσει την νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης.
VIII. Κατάληξη
47. Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Ενάγων απέδειξε την υπόθεση του, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, μόνο εναντίον του Εναγόμενου 1 στην έκταση που περιγράφεται ανωτέρω, (βλ. Demil Imports Exports v. Ζήνων Κωνσταντινίδης (2011) 1Α Α.Α.Δ 462).
48. Κατά συνέπεια, εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντος και εναντίον του Εναγόμενου 1 για το ποσό των €100 ως ονομαστικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της Αγωγής. Αναφορικά με τα έξοδα, κρίνεται ορθό και δίκαιο, υπό το φως όλων των περιστάσεων, να επιδικαστούν υπέρ του Ενάγοντος και εναντίον του Εναγόμενου 1, στην αντίστοιχη κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
49. Η Αγωγή εναντίον του Εναγόμενου 2 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εναγόμενου 2 και εναντίον του Ενάγοντος, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) …………………………………..
Μ. Σωκράτους, Ε.Δ.
[1] Βλ. Θεοδόση Μυλωνά (ανωτέρω).
[2] Βλ. Ιάκωβος (Γιακουμής) Κολοκάσης (ανωτέρω), Σπύρου (ανωτέρω), Κώστα Μιχαήλ v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.ά., Υπόθεση Αρ.544/97, ημερ. 19.06.1998, Margaret O’ Neill v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών, Υπόθεση Αρ.535/97, ημερ. 08.09.1998.
[3] Τα αιτούμενα διατάγματα στις παραγράφους (Β) έως (Δ) του Παρακλητικού της Αγωγής αποσκοπούν στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων εναντίον των Εναγομένων, με τα οποία να απαγορεύεται η οποιαδήποτε επέμβαση ή παρεμπόδιση της ομαλής λειτουργίας των Υποστατικών από τον Ενάγοντα.
[4] Βλ. άρθρο 15(3) και (4)(γ) του Νόμου.
[5] Βλ. «Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης», Νίκου Χρ. Χαραλάμπους, 2η Έκδοση, Λευκωσία 2004, σελ. 128 με αναφορά στις αποφάσεις Δημοκρατία v. Sunoil Bunkering Ltd. (1994) 3 Α.Α.Δ. 26,31 και Γιασεμίδου κ.ά. v. Δημοτικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 357, 361.
[6] Με το Τεκμήριο 5 οι δικηγόροι του Ενάγοντος, απάντησαν στην επιστολή ημερομηνίας 21.07.2016 (Τεκμήριο 4) που στάλθηκε από τον Εναγόμενο 1 προς αυτούς, αρνούμενοι μεταξύ άλλων τη νομιμότητα του τερματισμού της σύμβασης μίσθωσης.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο