
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Ενώπιον: Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.
Κλίμακα Εξόδων: €2.000 - €10.000
Αρ. Αγωγής: 442/2016
Μεταξύ:
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Ενάγουσα
και
ΜΙΝΕΡΒΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ
Εναγομένων
Ημερομηνία: 21 Ιανουαρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα: κ. Κ. Παπαντωνίου για ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενη: κ. Χρ. Ραουνάς για ΧΑΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δια της παρούσας αγωγής της η Ενάγουσα αξιοί την επιδίκαση ειδικών και γενικών αποζημιώσεων, για σωματικές βλάβες τις οποίες κατ’ ισχυρισμό υπέστη συνεπεία τροχαίου ατυχήματος, το οποίο έλαβε χώρα την 11.10.2015, μεταξύ των οχημάτων Α και Β.
ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην Έκθεση Απαίτησης της Ενάγουσας, κατά ή περί την 11.10.2015, ήταν συνεπιβάτιδα στο όχημα Α, το οποίο οδηγούσε ο Ν.Α. νόμιμα και κανονικά στη Λεωφόρο Νήσι στην Αγία Νάπα. Η Εναγόμενη, είναι η ασφαλιστική εταιρεία η οποία παρείχε κάλυψη στην οδηγό του οχήματος Β (στο εξής η «Μ.Π.»).
Σε κάποιο σημείο του αναφερόμενου δρόμου, ο Ν.Α. ελάττωσε την ταχύτητα του οχήματος Α σε κύρτωμα του δρόμου και τότε η Μ.Π., οδηγώντας το όχημα Β αμελώς και/ή κατά παράβαση των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων της, συγκρούστηκε με το πίσω μέρος του οχήματος Α.
Αφού παραθέτει λεπτομέρειες σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό αμέλεια της Μ.Π., η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη βαρύ διάστρεμμα Α.Μ.Σ.Σ., κεφαλαλγία και αιμωδίες στα δύο άνω άκρα, ήπια στένωση του μεσοσπονδύλιου διαστήματος Α4-Α5 και ευθειασμό της Α.Μ.Σ.Σ.
Περαιτέρω η Ενάγουσα δικογραφεί τις ειδικές ζημιές της, ποσό το οποίο διεκδικεί δια της παρούσης, ισχυρίζεται δε, ότι συνεπεία του επίδικου ατυχήματος υπέστη πόνο και ταλαιπωρία και έχει δυσφορία και ενοχλήσεις στις καθημερινές ασχολίες της λόγω του πόνου μέχρι σήμερα, παρά τις φυσιοθεραπείες που έκανε, αξιώνοντας γενικές αποζημιώσεις.
Με την Υπεράσπισή της η Εναγόμενη αρνείται και απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας και την καλεί σε απόδειξή των, εξαιρουμένων των ακόλουθων ισχυρισμών:
- Την 11.10.2015 επήλθε σύγκρουση μεταξύ των οχημάτων Α και Β τα οποία οδηγούσαν οι Ν.Α. και Μ.Π. αντίστοιχα, στη λεωφόρο Νήσι στην Αγία Νάπα.
- Η Ενάγουσα ήταν συνεπιβάτιδα στο όχημα Α.
- Η Εναγόμενη είναι ασφαλιστική εταιρεία η οποία παρείχε στην Μ.Π. κάλυψη για το όχημα Β.
Αποτελεί δικογραφημένο ισχυρισμό της Εναγομένης, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η Μ.Π. οδηγούσε το όχημα Β νομίμως και επιμελώς και μπροστά της κινείτο το όχημα Α, το οποίο οδηγούσε ο Ν.Α. αμελώς και/ή κατά παράβαση των εκ του Νόμου και/ή Κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων του, καθώς, σε κάποιο σημείο του δρόμου, ο Ν.Α. ακινητοποίησε το όχημα Α απροειδοποίητα και απότομα, με αποτέλεσμα η Μ.Π. να μην προλάβει να σταματήσει εντελώς το όχημα Β και αυτό να προσκρούσει ελαφρώς στο πίσω μέρος του οχήματος Α.
Η Εναγόμενη αρνείται και απορρίπτει τις λεπτομέρειες αμέλειας που δικογραφούνται στην Έκθεση Απαίτησης και αποδίδει αμέλεια στον Ν.Α., παραθέτοντας σχετικές λεπτομέρειες.
Περαιτέρω η Εναγόμενη αρνείται τις λεπτομέρειες σωματικών βλαβών που η Ενάγουσα δικογραφεί στην Έκθεση Απαίτησης της και ισχυρίζεται ότι η Ενάγουσα ψευδώς ισχυρίζεται ότι τραυματίστηκε συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, προσπαθώντας να αποκομίσει αθέμιτο όφελος από την Εναγομένη, ενώ κωλύεται από το να επικαλείται τραυματισμούς συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, λόγω των δηλώσεων και/ή παραστάσεων της αμέσως μετά το ατύχημα.
Άνευ βλάβης του ανωτέρω ισχυρισμού της, η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η σύγκρουση των οχημάτων Α και Β ήταν ανεπαίσθητη και τυχόν προκληθείσα ζημιά στο όχημα Α ήταν πολύ μικρή και δεν δικαιολογεί την πρόκληση οποιουδήποτε τραυματισμού και/ή σωματικής βλάβης στην Ενάγουσα.
Επιπρόσθετα, άνευ βλάβης των ισχυρισμών της, η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ακόμα και αν ήθελε αποδειχθεί ότι συνεπεία του επίδικου ατυχήματος η Ενάγουσα υπέστη οποιεσδήποτε σωματικές βλάβες ή και υποφέρει μέχρι σήμερα από προβλήματα υγείας, αυτά ουδεμία σχέση έχουν με το επίδικο ατύχημα και οφείλονται σε προϋπάρχοντα προβλήματα υγείας.
Έστω δε και αν η Ενάγουσα υπέστη οποιεσδήποτε σωματικές βλάβες συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, αυτές ήταν πολύ μικρότερης έκτασης και ηπιότερης μορφής και σήμερα ουδέν πρόβλημα υγείας αντιμετωπίζει ή θα αντιμετωπίσει μελλοντικά, συνεπεία του επίδικου ατυχήματος.
Περαιτέρω, η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η Ενάγουσα δεν περιόρισε και/ή απέτρεψε τις κατ’ ισχυρισμό σωματικές βλάβες της, αποδίδοντας σε αυτήν συντρέχουσα αμέλεια, καθότι παρέλειψε να φέρει ζώνη ασφαλείας.
Δια της Απάντησής της, η Ενάγουσα αρνείται τους ισχυρισμούς της Εναγομένης και επί της ουσίας επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς της ως η Έκθεση Απαίτησης της.
ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Μέσα στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τρεις μάρτυρες οι οποίοι προσέφεραν μαρτυρία για την πλευρά της Ενάγουσας και δύο μάρτυρες από πλευράς Εναγομένης.
Με την υπόμνηση ότι δεν είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να παραθέτει ολόκληρη την μαρτυρία που παρουσίασε η κάθε πλευρά ή να αναφέρεται σε όλες τις πτυχές της, καθώς είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου, συνοψίζω κατωτέρω την προσκομισθείσα μαρτυρία.[1]
Πρώτη ενώπιον του Δικαστηρίου προσέφερε μαρτυρία η Ενάγουσα (στο εξής η «ΜΕ1»), η οποία υιοθέτησε και κατέθεσε τη γραπτή της δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασής της.
Σε αυτήν, η μάρτυρας επαναλαμβάνει επί της ουσίας τους ισχυρισμούς της ως η Έκθεση Απαίτησης της και αναφέρει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 48 ετών και έχαιρε άκρας υγείας. Αναφέρει επίσης, ότι μετά το επίδικο ατύχημα, την μετέφερε ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και από εκείνη την ώρα έχει μόνο συγκεχυμένες εικόνες του τι συνέβαινε, καθότι υπέφερε πολύ και πονούσε.
Οι γιατροί του Νοσοκομείου, συνεχίζει η ΜΕ1, της συνέστησαν να παραμείνει στο Νοσοκομείο, πλην όμως αυτή αρνήθηκε διότι έπρεπε να φροντίσει τα ανήλικα τέκνα της και αφού υπέγραψε κάποιο έντυπο, έφυγε. Εντούτοις, λόγω των έντονων πόνων που αισθανόταν, επισκέφθηκε ειδικό ορθοπεδικό, τον Δρ. Π.Κ.
Συνεπεία του ατυχήματος, η Ενάγουσα αναφέρει ότι υπέστη βαρύ διάστρεμμα Α.Μ.Σ.Σ., κεφαλαλγία, αιμωδίες στα δύο άνω άκρα και ήπια στένωση του μεσοσπονδύλιου διαστήματος Α4 – Α5, καθώς επίσης και ευθειασμό Α.Μ.Σ.Σ. Προς επίρρωση των ισχυρισμών της, κατέθεσε συνολικά 13 Τεκμήρια, αναφορά στα οποία θα γίνει κατωτέρω, όπου τούτο κριθεί σκόπιμο.
Περαιτέρω, η ΜΕ1 αναφέρει ότι έχει ταλαιπωρηθεί επισκεπτόμενη γιατρούς και κάνοντας φυσιοθεραπείες, τις οποίες κάνει ενίοτε μέχρι σήμερα, παρουσιάζει δε δυσφορία και ενοχλήσεις στις καθημερινές ασχολίες της. Ως αποτέλεσμα του ατυχήματος, συνεχίζει η μάρτυρας, υπήρξαν ειδικές ζημιές και έξοδα τα οποία επωμίστηκε, τα οποία ανέρχονται συνολικά σε ποσό €1.987,00 το οποίο διεκδικεί.
Κατά την αντεξέτασή της, η μάρτυρας ανέφερε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Ν.Α. οδηγούσε πολύ προσεκτικά και δεν έτρεχε, ενώ η ίδια έφερε ζώνη ασφαλείας. Ως επίσης ανέφερε, η σύγκρουση ήταν πολύ δυνατή, πράγμα το οποίο αντικατοπτρίζουν οι ζημιές που υπέστη το όχημα Α, τις οποίες κάλυψε η Εναγόμενη αμέσως. Σε υποβολή ωστόσο του συνηγόρου της Εναγομένης, ότι η εν λόγω ζημιά ανήλθε σε ποσό €1.093,42 η μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθεί.
Περαιτέρω, η ΜΕ1 αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι το ασθενοφόρο που κατέφτασε μετά το ατύχημα την μετέφερε στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου και ότι την επόμενη μέρα μετέβη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, βάσει των οδηγιών του ιατρού του Νοσοκομείου της Αμμοχώστου, ο οποίος της είχε συστήσει να παραμείνει στο Νοσοκομείο, αλλά η ίδια αποχώρησε, ώστε να φροντίσει τα ανήλικα τέκνα της. Ως επίσης ανέφερε, στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας της έκαναν ακτινογραφίες και της έδωσαν παυσίπονα και μυοχαλαρωτικά χάπια, ενώ της συνέστησαν να προβεί σε MRI.
Σε υποβολή ότι το αποτέλεσμα του πόνου οφείλεται στην ηλικία της, η μάρτυρας απάντησε ότι δεν είχε ποτέ πρόβλημα με τον αυχένα της και ότι το πρόβλημα δημιουργήθηκε μετά το ατύχημα.
Ακολούθως, μαρτυρία προσέφερε ο Δρ. Π.Κ. (στο εξής ο «ΜΕ2»), ο οποίος κατά την κυρίως εξέτασή του ανέφερε ότι είναι ειδικός ορθοπεδικός και ασκεί το συγκεκριμένο επάγγελμα από το 1984 ως ιδιώτης. Ο ΜΕ2 αναγνώρισε και υιοθέτησε το ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο εξέδωσε την 27.11.2015 και το οποίο κατατέθηκε από την ΜΕ1 ως Τεκμήριο 1. Στο εν λόγω πιστοποιητικό, ο ΜΕ2 αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η ΜΕ1 ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα την 11.10.2015 και υπέστη βαρύ διάστρεμμα Α.Μ.Σ.Σ.
Κληθείς να σχολιάσει τo πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας το οποίο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 3 από την ΜΕ1, όπου ως διάγνωση αναγράφεται η «θλάση μυών Α.Μ.Σ.Σ.», ο μάρτυρας ανέφερε ότι η «θλάση» είναι όρος που συνηθίζεται να χρησιμοποιείται στο Νοσοκομείο και ότι πρόκειται για διάστρεμμα όπου συμμετέχουν οι μυς και οι σύνδεσμοι που υπάρχουν στην περιοχή.
Πρόκειται, ως ο ΜΕ2 εξήγησε, για το γνωστό «κάκωση δίκην μαστιγίου», όπου προκύπτει ευθειασμός ένεκα της κίνησης μπροστά και πίσω. Ο ευθειασμός της αυχενικής μοίρας, υπέδειξε, είναι μια επιπλέον ένδειξη της κάκωσης, καθώς υπάρχουν κακώσεις που δεν παρουσιάζουν ευθειασμό.
Ερωτηθείς αναφορικά με τη διχογνωμία στη διάγνωση, μεταξύ του ιδίου και των ιατρών του Νοσοκομείου, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε «θλάση» και όχι σε «διάστρεμμα», ο ΜΕ2 εξήγησε ότι αυτό οφείλεται στο ότι οι ιατροί που κάνουν τη διάγνωση στο Γενικό Νοσοκομείο είναι γενικοί ιατροί και όχι ορθοπεδικοί.
Κατά την αντεξέτασή του, ο ΜΕ2 δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ακριβείς ημερομηνίες κατά τις οποίες εξέτασε την Ενάγουσα και ως διευκρίνισε, καθιέρωσε την μη καταγραφή ημερομηνιών εξέτασης στα ιατρικά πιστοποιητικά που ετοιμάζει. Ως εξήγησε, οι ιδιώτες ιατροί δεν έχουν πρόσβαση στα δεδομένα του Νοσοκομείου, επομένως βασίζονται στα λεγόμενα των ασθενών. Στην προκειμένη περίπτωση, η Ενάγουσα του είχε αναφέρει το περιστατικό και του προσκόμισε την αξονική τομογραφία που έκανε δύο ημέρες μετά το ατύχημα, η οποία, ως υπέδειξε, τον καλύπτει.
Κληθείς να σχολιάσει την αξονική τομογραφία η οποία κατατέθηκε από την Ενάγουσα ως Τεκμήριο 7, σε συνάρτηση με το ιατρικό του πιστοποιητικό, όπου ο ίδιος αναφέρεται σε «βαρύ διάστρεμμα» και «κάκωση», ο ΜΕ2 αρχικά ανέφερε ότι συμφωνεί με τα ευρήματα της αξονικής τομογραφίας που διενεργήθηκε στην Ενάγουσα δύο ημέρες μετά το ατύχημα, ότι δηλαδή δεν υπήρξε κάταγμα, αλλά ήπια στένωση στην αυχενική μοίρα Α4 και Α5 και ευθειασμός.
Περαιτέρω, ο μάρτυρας εξήγησε ότι η ήπια στένωση μπορεί να υπήρχε και πριν το ατύχημα, άρα το διάστρεμμα της αυχενικής μοίρας, είναι πρόβλημα που προέκυψε από το τροχαίο ατύχημα. Αυτό το οποίο δεικνύει τον τραυματισμό της Ενάγουσας, κατά τον μάρτυρα, είναι ο ευθειασμός, δηλαδή η κατάργηση της λόρδωσης του αυχένα που είναι φυσιολογικό να υπάρχει. Ως επίσης ο ΜΕ2 εξήγησε, αφ’ ης στιγμής η Ενάγουσα δεν είχε πρόβλημα πριν το ατύχημα, τότε με βεβαιότητα ο ευθειασμός οφείλεται στο ατύχημα.
Καθ’ υπόδειξη των αποτελεσμάτων της μαγνητικής τομογραφίας, τα οποία κατατέθηκαν από την ΜΕ1 ως Τεκμήριο 6, ο μάρτυρας ανέφερε ότι αυτά δεν έρχονται σε αντίθεση με το πιστοποιητικό που ο ίδιος εξέδωσε. Ως επίσης εξήγησε, παρότι τα ευρήματα της μαγνητικής τομογραφίας είναι συμβατά με την ηλικία της Ενάγουσας, τούτο δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να εντοπισθούν ευρήματα και προβλήματα σε άτομα πολύ νεαρότερης ηλικίας, ενώ είναι πολύ πιθανόν, στην προκειμένη περίπτωση, ακόμα και αν τα ευρήματα αυτά προϋπήρχαν, το ατύχημα να επιβάρυνε την κατάσταση.
Αναφορικά με τις φυσιοθεραπείες που έκανε η Ενάγουσα, ήταν η θέση του ΜΕ2 ότι το γεγονός ότι η Ενάγουσα έκανε πάνω από δέκα φυσιοθεραπείες, είναι ένδειξη της σοβαρότητας του τραυματισμού της, ενώ απέρριψε την υποβολή ότι τα προβλήματα της Ενάγουσας ήταν προϋπάρχοντα και δεν οφείλονται σε τραυματιολογική αιτιολογία.
Τέλος, από πλευράς Ενάγουσας μαρτυρία προσέφερε ο Χ.Χ. (στο εξής ο «ΜΕ3»), ο οποίος ως μέρος της κυρίως εξέτασής του υιοθέτησε και κατέθεσε τη γραπτή του δήλωση.
Σε αυτήν ο μάρτυρας αναφέρει ότι είναι ο σύζυγος της Ενάγουσας και ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν ως συνεπιβάτης εντός του οχήματος Α, αναφέρεται δε στις συνθήκες κάτω από τις οποίες επισυνέβη το επίδικο ατύχημα και επισημαίνει ότι ο Ν.Α. δεν ελάττωσε απότομα την ταχύτητα του οχήματος Α για να περάσει πάνω από το κύρτωμα οδοστρώματος, αλλά τόσο όσο χρειαζόταν.
Κατά την αντεξέτασή του, ο μάρτυρας ανέφερε ότι στον συγκεκριμένο δρόμο υπάρχουν και άλλα κυρτώματα οδοστρώματος και η σύγκρουση συνέβη την ώρα που ο Ν.Α. χαμήλωσε την ταχύτητά του για να υπερβεί συγκεκριμένο κύρτωμα. Ο μάρτυρας δεν μπορούσε να τοποθετηθεί με βεβαιότητα αν αυτό ήταν το πρώτο κύρτωμα οδοστρώματος που βρήκαν στον δρόμο, υπέδειξε ωστόσο ότι ο Ν.Α. δεν ακινητοποίησε εντελώς το όχημα Α, περνώντας πάνω από το κύρτωμα, ώστε να δώσει δικαίωμα σε άλλο όχημα να του χτυπήσει.
Ως επίσης ανέφερε ο ΜΕ3 αντεξεταζόμενος, μετά το ατύχημα, αυτός και ο Ν.Α. κατέβηκαν από το όχημα Α, ενώ η Ενάγουσα παρέμεινε πίσω στη θέση της επειδή ζαλιζόταν και άνθρωποι από τα γύρω μαγαζιά κάλεσαν ασθενοφόρο, το οποίο τους μετέφερε στο Γενικό Νοσοκομείο στο Παραλίμνι.
Από πλευράς Εναγομένης, πρώτη προσέφερε μαρτυρία η Α.Κ., η οποία κατά την κυρίως εξέτασή της ανέφερε ότι προτού συνταξιοδοτηθεί ήταν ακτινολόγος και εργαζόταν για χρόνια στο Diagnostic Centre Lefkothea Ltd στη Λευκωσία (στο εξής η «ΜΥ1»).
Η ΜΥ1 αναγνώρισε το Τεκμήριο 6 που κατατέθηκε από την ΜΕ1, ήτοι την Γνωμάτευση ημερ. 13.1.2016 την οποία συνέταξε και υπέγραψε η ίδια, αναφορικά με μαγνητική τομογραφία (MRI) στην οποία υπεβλήθη η Ενάγουσα, εξηγώντας τα ευρήματα τα οποία καταγράφονται στο εν λόγω Τεκμήριο.
Ως η μάρτυρας υπέδειξε, στην τελευταία παράγραφο του Τεκμηρίου 6 αναφέρονται οι εκφυλιστικές αλλοιώσεις της σπονδυλικής στήλης, που είναι συμβατές με την ηλικία της ασθενούς, ευρήματα τα οποία, ως εξήγησε, ξεκινούν να εμφανίζονται από την ηλικία των 30 ετών, καθώς κάτω από τις σημερινές συνθήκες, ο αυχένας χρησιμοποιείται πάρα πολύ.
Αντεξεταζόμενη, η μάρτυρας ανέφερε ότι την Ενάγουσα την είχε παραπέμψει κοντά της ο ΜΕ2, εντούτοις δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί κατά πόσο η αιτία διεξαγωγής της μαγνητικής τομογραφίας ήταν αυχενικό σύνδρομο ή κάποιο ατύχημα, ούτε και λεπτομέρειες αναφορικά με την περίπτωση της Ενάγουσας.
Ήταν η θέση της ΜΥ1, ότι ο μυϊκός σπασμός που γίνεται από τράνταγμα είναι γνωστό φαινόμενο, το οποίο καταλαγιάζει μετά από λίγες εβδομάδες ή ημέρες, μετά από συντηρητική θεραπεία ή φυσιοθεραπεία. Ως επίσης υπέδειξε, οι αλλοιώσεις προκαλούνται με το πέρασμα του χρόνου εξαιτίας της χρήσης και δεν δημιουργούνται από τη μια μέρα στην άλλη.
Ο δεύτερος μάρτυρας ο οποίος προσέφερε μαρτυρία εκ μέρους της Εναγομένης ήταν ο Δρ. Ο.Α., ορθοπεδικός χειρούργος (στο εξής ο «ΜΥ2»).
Κατά την κυρίως εξέτασή του, αφού αναφέρθηκε στα επαγγελματικά και ακαδημαϊκά του προσόντα, ο μάρτυρας κατέθεσε ως Τεκμήριο 14 το ιατρικό πιστοποιητικό που ετοίμασε αφού εξέτασε την Ενάγουσα και ως Τεκμήριο 15, απόκομμα από το σύγγραμμα Medicolegal Reporting in Orthopaedic Trauma, όπου παρουσιάζονται, ως εξήγησε, οι κλίμακες σοβαρότητας των κακώσεων, πάνω στις οποίες βασίστηκε για να κατηγοριοποιήσει την περίπτωση της Ενάγουσας σε πρώτου και δευτέρου βαθμού, δηλ. ήπιας με μέσης σοβαρότητας, στο πιστοποιητικό που ετοίμασε.
Ήταν η θέση του ΜΥ2, ότι η αναφορά σε «βαρύ διάστρεμμα αυχενικής μοίρας» η οποία καταγράφεται στο ιατρικό πιστοποιητικό του ΜΕ2 (Τεκμήριο 1) θα έπρεπε να τεκμηριωθεί, καθώς ο όρος αυτός σημαίνει ότι ο ασθενής έχει υποστεί κάταγμα ή θλάση της σπονδυλικής στήλης ή ρήξη, πράγμα το οποίο καταστρέφει τον αυχένα.
Η μυϊκή θλάση και η τοπική αιμορραγία, συνέχισε ο μάρτυρας, φαίνεται από μαγνητική τομογραφία, επομένως ήταν πρώιμο κατά την άποψή του στάδιο, για την εξαγωγή τέτοιου συμπεράσματος. Τέλος, ως μάρτυρας υπέδειξε, με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του, η περίπτωση της Ενάγουσας δεν του έδωσε την εντύπωση βαριάς κάκωσης.
Κατά την αντεξέτασή του, ο μάρτυρας συμφώνησε ότι εξέτασε πρόσφατα την Ενάγουσα, εφόσον τούτο του ανατέθηκε από την Εναγομένη, ανέφερε δε, ότι η εκτίμησή του βασίζεται σε όλα τα στοιχεία και το ιστορικό της ασθενούς, την εξέλιξη και αντιμετώπισή της, τις θεραπείες που έκανε και τη συχνότητα των ιατρικών επισκέψεών της, καθώς επίσης και από τα πιστοποιητικά που ήταν σημαντικά.
Ο μάρτυρας κλήθηκε να τοποθετηθεί ως προς τη διαφωνία του με άλλες ιατρικές γνωματεύσεις και ως χαρακτηριστικά απάντησε, υπάρχει διαφωνία ως προς τον χαρακτηρισμό της κάκωσης σε βαρύ διάστρεμμα. Η Ενάγουσα, συνέχισε ο μάρτυρας, υπεβλήθη σε μαγνητική τομογραφία την οποία δεν είδε κανένας γιατρός και τούτο είναι ένα αρνητικό στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη ως προς τη σοβαρότητα του περιστατικού, καθώς ο ασθενής ο οποίος υποφέρει, θα επισκεφθεί τον γιατρό του αφού υποβληθεί σε μαγνητική τομογραφία.
Ο πόνος, ως περαιτέρω υπέδειξε ο ΜΥ2, είναι υποκειμενικό σύμπτωμα. Ένδειξη επίσης της σοβαρότητας της κάκωσης, είναι η θεραπεία και οι ιατρικές εξετάσεις και στην προκειμένη περίπτωση, η Ενάγουσα επισκέφθηκε ορθοπεδικό ιατρό 17 μήνες μετά το ατύχημα.
Κληθείς να εξηγήσει τα όσα περιλαμβάνονται στο Τεκμήριο 15, ο μάρτυρας ανέφερε ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές μελέτες, όπου κατηγοριοποιούνται τα συμπτώματα της κάκωσης, στα οποία αναφέρθηκε λεπτομερώς, καταλήγοντας, ότι εν προκειμένω, η ασθενής παρουσιάζει συμπτώματα τα οποία περιλαμβάνονται σε δύο από τις αναγραφόμενες κατηγορίες, ήτοι την Β και την Γ.
Σε υποβολή του ευπαίδευτου συνηγόρου της Ενάγουσας, ότι η διάγνωση για βαρύ διάστρεμμα ανήκει στην δεύτερη κατηγορία, ο ΜΥ2 διαφώνησε, υποδεικνύοντας ότι η βαριά κάκωση τοποθετείται στην τελευταία κλίμακα σοβαρότητας. Ανέφερε επίσης ότι σοβαρή κάκωση είναι το κάταγμα, ο τραυματισμός του αυχένα ή η ρήξη συνδέσμου, όπου υπάρχει αστάθεια και παραισθησία.
Ερωτηθείς αναφορικά με τα συμπτώματα που η Ενάγουσα παρουσιάζει μέχρι σήμερα, ο μάρτυρας ανέφερε ότι είναι φυσιολογικό αυτά να υπάρχουν, καθώς η συγκεκριμένη ασθενής, εννέα χρόνια μετά το ατύχημα, παρουσιάζει εκφυλιστικές αλλοιώσεις, επομένως η κλινική της εικόνα, την οποία επιβαρύνει το γεγονός ότι είναι θαλασσαιμική, δεν είναι παράξενη.
Τέλος, σε σχέση με τη διάγνωσή του ότι η Ενάγουσα υπέστη θλάση αυχένα δίκην μαστιγίου, ο μάρτυρας εξήγησε ότι η θλάση είναι μηχανισμός κάκωσης και εν προκειμένω, υπήρξε διάταση του αυχένα. Ο δε ευθειασμός του σπονδύλου, ως εξήγησε, δημιουργείται λόγω του σπασμού.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Παρακολουθώντας τους μάρτυρες στο εδώλιο του μάρτυρα, το Δικαστήριο δύναται να αξιολογεί τη συνολική εμφάνιση και συμπεριφορά τους, με βάση, μεταξύ άλλων, τη λογική, την ποιότητα και πειστικότητα της μαρτυρίας που προσέφεραν, την αμεσότητα και σαφήνεια των απαντήσεων τους ή την ύπαρξη ουσιαστικών αντιφάσεων σε αυτές.[2]
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην αποτίμηση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά συσχετίζεται, αντιπαραβάλλεται και διερευνάται, μέσα από την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων,[3] η δε αξιοπιστία των μαρτύρων εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης.[4]
Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, λαμβάνεται υπόψη, ότι με βάση τη νομολογία, είναι ανάγκη μια μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και να μην γίνεται αποδεκτή ή να απορρίπτεται μόνο βάσει της εξωτερικής εντύπωσης που προκαλεί ο μάρτυρας.[5] Επουσιώδεις αντιφάσεις δεν πλήττουν την αξιοπιστία ενός μάρτυρα,[6] ενώ ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και δεν είναι επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα.[7]
Όσον αφορά στη μαρτυρία εμπειρογνωμόνων και στην αξιολόγησή της, αυτή δεν διαφέρει από την αξιολόγηση της συνήθους μαρτυρίας, εξαιρουμένου του ότι η συμπεριφορά εμπειρογνώμονα μάρτυρα στο εδώλιο δεν έχει τόση σπουδαιότητα για τη διαπίστωση της αξιοπιστίας του, παρόλο που αποτελεί ένα από τα στοιχεία κρίσεως της αξίας της γνώμης του. Το Δικαστήριο, πρέπει πρωτίστως να πεισθεί ότι ο μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας στον τομέα αναφορικά με τον οποίο καταθέτει και ακολούθως, να εξετάσει εάν με τη μαρτυρία του έχει παράσχει τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια, για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του.[8]
Οι εμπειρογνώμονες, οφείλουν να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο όλα εκείνα τα επιστημονικά κριτήρια με βάση τα οποία κατέληξαν στα συμπεράσματά τους, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να ελέγξει την ορθότητα των ευρημάτων τους και να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη άποψη δια της εφαρμογής των κριτηρίων αυτών, στα γεγονότα της υπόθεσης.[9]
Το κατά πόσο ένας μάρτυρας διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα ώστε να κριθεί εμπειρογνώμονας, είναι ζήτημα που εμπίπτει στη σφαίρα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου,[10] το οποίο μέσα στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας εξετάζει τις γνώσεις και την εμπειρία του μάρτυρα, σε συνάρτηση με τα θέματα αναφορικά με τα οποία καλείται να καταθέσει.[11] Ως εκ τούτου, ένα πρόσωπο δυνατό να θεωρηθεί πραγματογνώμονας, όχι μόνο βάσει των ακαδημαϊκών προσόντων του, αλλά και βάσει της εμπειρίας του.[12]
Ως προς την αξιολόγηση διιστάμενης ιατρικής μαρτυρίας, διαφωτιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Daria Novichkova ν. Θέμη Βλάβη (2012) 1 Α.Α.Δ. 1111:
«Επί διιστάμενης ιατρικής μαρτυρίας, το Δικαστήριο οφείλει, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση αξιολόγησης μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, να κρίνει τη μαρτυρία αυτή στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων μη δίνοντας προβάδισμα σε οποιαδήποτε ιατρικώς εκφρασθείσα γνώμη από εκάτερο των διαδίκων. Η κρίση του Δικαστηρίου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα επιστημονικά δεδομένα που παρουσιάζονται ενώπιον του, σχηματίζοντας ιδίαν άποψη επί του θέματος, αιτιολογώντας επαρκώς την κατάληξη του, ως προς την προτίμηση του με αναφορά σ' αυτά τα δεδομένα…»
Έχοντας κατά νου όλες τις ανωτέρω αρχές, προχωρώ σε αξιολόγηση των μαρτύρων τους οποίους είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω μέσα στο πλαίσιο της παρούσας.
Αρχίζοντας από την ΜΕ1, η συγκεκριμένη μάρτυρας μου έκανε θετική εντύπωση, καθώς απαντούσε με φυσικότητα και σταθερότητα στις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν κατά την αντεξέτασή της και δεν έχω εντοπίσει οποιεσδήποτε ουσιώδεις ανακολουθίες στη μαρτυρία της, την οποία αποδέχομαι, εξαιρουμένων των σημείων στα οποία θα αναφερθώ ειδικότερα πιο κάτω.
Το γεγονός ότι η μάρτυρας ανέφερε ότι μετά το ατύχημα κάποιος αστυνομικός κάλεσε ασθενοφόρο, ενώ ο ΜΕ3 ανέφερε ότι το ασθενοφόρο κάλεσαν θαμώνες νυχτερινών μαγαζιών, δεν θεωρώ ότι αποτελεί ουσιώδη αντίθεση, που να πλήττει την αξιοπιστία της μάρτυρος, λαμβανομένης μάλιστα υπόψη της κατάστασης στην οποία αυτή βρισκόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο, ούτε και θεωρώ ότι αποτελεί εν πάση περιπτώσει ουσιώδες ζήτημα σε σχέση με τα περιστατικά της υπόθεσης.
Ομοίως, το γεγονός ότι η μάρτυρας δεν θυμόταν μετά βεβαιότητας κατά πόσο, όταν κατά τον χρόνο της επίδικης σύγκρουσης ο Ν.Α. ελάττωσε την ταχύτητα του οχήματος Α, για να περάσει πάνω από κύρτωμα οδοστρώματος, επρόκειτο για το πρώτο κύρτωμα που υπήρχε στον επίδικο δρόμο, δεν θεωρώ ότι πλήττει την αξιοπιστία της, λαμβανομένης υπόψη της παρόδου αρκετά μεγάλου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία του επίδικου ατυχήματος. Επισημαίνεται δε, ότι ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε επί του θέματος αυτού από πλευράς Εναγομένης.
Δεν μου διαφεύγει επίσης, το γεγονός ότι στη γραπτή της δήλωση η ΜΕ1 παραλείπει να αναφέρει ότι μετά το ατύχημα μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου και αναφέρει ότι μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Αντεξεταζόμενη, διευκρίνισε ότι στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας μετέβη την επόμενη ημέρα. Έχοντας αξιολογήσει και αντιπαραβάλει την μαρτυρία της Ενάγουσας, με το σύνολο της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιόν μου, δεν θεωρώ ότι πρόκειται για ουσιώδη αντίφαση ή παράλειψη, η οποία δυνατό να πλήξει την αξιοπιστία της ΜΕ1.
Σε σχέση με τα Τεκμήρια 2, 3, 7, 10, 11, 12 και 13, τα οποία κατατέθηκαν από την ΜΕ1, ήτοι:
(α) ιατρικό πιστοποιητικό του Δρος Χριστοφή στην αγγλική, στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι εξέτασε την Ενάγουσα 17 μήνες μετά το ατύχημα και ότι η Ενάγουσα παρουσιάζει συμπτώματα τα οποία είναι συμβατά με «whiplash injury»,
(β) έντυπο επανεξέτασης από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας στην ορθοπεδική κλινική, όπου ως διάγνωση αναγράφεται η «θλάση μυών Α.Μ.Σ.Σ.»,
(γ) έκθεση αξονικής τομογραφίας ημερ. 15.10.2015 όπου αναγράφονται τα εξής ευρήματα: «ευθειασμός της Α.Μ.Σ.Σ., φυσιολογικό ύψος σπονδύλων, χωρίς εμφανή εικόνα κατάγματος, δεν παρατηρείται αξιοσημείωτη προβολή ή κήλη του μεσ. δίσκου και ήπια στένωση του ΔΕ μες. Τρήματος στο Α4 – Α5 επίπεδο» και
(δ) διάφορες αποδείξεις έναντι ιατρικών επισκέψεων, φαρμάκων και φυσιοθεραπειών,
πρόκειται για εξ ακοής μαρτυρία, καθώς τα πρόσωπα τα οποία συνέταξαν τα εν λόγω έγγραφα, δεν παρέστησαν στο Δικαστήριο για να καταθέσουν.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, η εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται από οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία, απλώς και μόνο διότι είναι εξ ακοής. Ωστόσο, το Δικαστήριο αξιολογεί την βαρύτητα που θα προσδώσει σε τέτοια μαρτυρία, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών νομοθετικών διατάξεων και με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης, το οποίο εξυπακούει τη διασφάλιση της δίκαιης δίκης και την ακριβοδίκαιη μεταχείριση των διαδίκων.[13]
Σύμφωνα δε με το εδάφιο (3) του αρ. 27 του Κεφ. 9, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το Δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε.
Στην προκειμένη περίπτωση, στη γραπτή της δήλωση, αφού η Ενάγουσα αναφέρεται στα κατ’ ισχυρισμό τραύματά της συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, καταθέτει τα εν λόγω έγγραφα. Δεν μου διαφεύγει, το γεγονός ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση στο Δικαστήριο αναφορικά με τον λόγο για τον οποίο δεν κλητεύθηκαν τα πρόσωπα τα οποία συνέταξαν τα εν λόγω έγγραφα για να καταθέσουν και να τύχουν αξιολόγησης από το Δικαστήριο, ούτε διευκρινίστηκε κατά πόσο ήταν εύλογο ή εφικτό να κλητευθούν για να καταθέσουν.
Έχοντας παράλληλα κατά νου το γεγονός ότι κατά την αντεξέταση της Ενάγουσας δεν προέκυψε ουσιαστική αμφισβήτηση του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων, καθώς επίσης και το γεγονός ότι πρόκειται για τα γραφόμενα προσώπων τα οποία ασχολήθηκαν με την περίπτωση της Ενάγουσας και αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων, σε συνάρτηση με τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας, καταλήγω ότι η πλάστιγγα γέρνει υπέρ της αποδοχής των συγκεκριμένων εγγράφων, εφόσον θεωρώ ότι τούτο εξυπηρετεί τους σκοπούς της δικαιοσύνης.
Σε ότι αφορά ωστόσο στο Τεκμήριο 5, ήτοι βεβαίωση φυσιοθεραπευτή ημερ. 23.3.2017, για τους λόγους που θα εξηγήσω, δεν αποδίδεται οποιαδήποτε βαρύτητα σε αυτό.
Ο συντάκτης του συγκεκριμένου εγγράφου, παραθέτει, ουσιαστικά, την άποψή του για τα συμπτώματα που η Ενάγουσα παρουσίαζε όταν παρουσιάστηκε στο φυσιοθεραπευτήριό του την 19.9.2016 και συγκεκριμένα ότι «Μετά από την αξιολόγηση και την λήψη ιστορικού που έγινε τα αναφερόμενα συμπτώματα φαίνονται να είναι αποτέλεσμα από την σύγκρουση που έγινε σε ατύχημα στης 11,10,15». Αναφέρει μάλιστα, ότι η Ενάγουσα έκανε είκοσι φυσιοθεραπείες και της συνέστησε να κάνει άλλες δέκα.
Εντούτοις, ο ΜΕ2 που εξέτασε την Ενάγουσα υπό την ιδιότητα του ειδικού ορθοπεδικού και κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, ανέφερε ότι είθισται ο ίδιος να συστήνει 10 – 15 φυσιοθεραπείες, επισημαίνοντας, ότι δέκα φυσιοθεραπείες είναι ένδειξη της σοβαρότητας του τραυματισμού της Ενάγουσας, καθώς συνήθως δεν γίνονται πάνω από δέκα. Ως επίσης ο συγκεκριμένος μάρτυρας ανέφερε, η Ενάγουσα έκανε 14 φυσιοθεραπείες στο φυσιοθεραπευτήριο της συζύγου του.
Αντιπαραβάλλοντας δε τα ανωτέρω με την μαρτυρία του ΜΥ2 και της ίδιας της Ενάγουσας, προκύπτει ότι η τελευταία συνέχισε να κάνει φυσιοθεραπείες χωρίς ιατρική παραπομπή.
Λαμβανομένης υπόψη της ιδιότητας του προσώπου που υπογράφει το Τεκμήριο 5, του ότι ουδεμία εξήγηση δόθηκε στο Δικαστήριο για τον λόγο για τον οποίο το πρόσωπο αυτό δεν κλήθηκε να καταθέσει και να αντεξεταστεί επί του περιεχομένου της βεβαίωσης του, του ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση αναφορικά με το κατά πόσο ήταν εφικτό να καταθέσει στο Δικαστήριο το πρόσωπο αυτό, καθώς επίσης και του συνόλου της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιόν μου, δεν θεωρώ ότι είναι ασφαλές, υπό τις περιστάσεις, να αποδοθεί στο συγκεκριμένο έγγραφο οποιαδήποτε βαρύτητα.
Για σκοπούς πληρότητας, παρεμβάλλω, ότι η αποδοχή ή μη της εξ ακοής προσκομισθείσας μαρτυρίας, δεν διαφοροποιεί, επί της ουσίας, τα συμπεράσματα και ευρήματα του Δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη της αξιολόγησης της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Σε ότι δε αφορά στην μαρτυρία της ΜΕ1, ότι υπέστη βαρύ διάστρεμμα Α.Μ.Σ.Σ. συνεπεία του επίδικου ατυχήματος και ότι αντιμετωπίζει σήμερα μόνιμα κατάλοιπα εξαιτίας αυτού του συμβάντος, η θέση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο. Εξηγώ.
Αντιπαραβάλλοντας τη μαρτυρία της ΜΕ1, αναφορικά με τις σωματικές βλάβες τις οποίες κατ’ ισχυρισμό υπέστη συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, τόσο με τα τεκμήρια τα οποία η ίδια κατέθεσε, όσο και με την υπόλοιπη προσκομισθείσα μαρτυρία, δόθηκε στο Δικαστήριο η εντύπωση ότι η μάρτυρας υπερέβαλλε σε σχέση με το θέμα αυτό.
Πέραν του ιατρικού πιστοποιητικού (Τεκμήριο 1) και της άδειας ασθενείας που ο ΜΕ2 εξέδωσε (Τεκμήριο 4), πουθενά στα ιατρικά πιστοποιητικά που η ΜΕ1 κατέθεσε ως τεκμήρια, δεν αναφέρεται ότι υπέστη βαρύ διάστρεμμα Α.Μ.Σ.Σ., ούτε και προκύπτει κάτι τέτοιο από το σύνολο της μαρτυρίας της. Τα δε ευρήματα της μαγνητικής τομογραφίας (Τεκμήριο 6), τα οποία δεν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση, αναφέρονται σε εκφυλιστικές αλλοιώσεις, οι οποίες συνάδουν με την ηλικία της Ενάγουσας.
Ως εκ των άνω, κρίνω ότι μπορώ να βασιστώ μερικώς επί της μαρτυρίας της ΜΕ1 για την εξαγωγή των συμπερασμάτων και ευρημάτων μου.
Αναφορικά με τον ΜΕ2, σημειώνεται αρχικά ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα και η εμπειρία του δεν έτυχαν αμφισβήτησης. Έχοντας δε αξιολογήσει αυτά, σε συνάρτηση με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα, κρίνω ότι ο μάρτυρας αυτός είναι εμπειρογνώμονας στο αντικείμενο αναφορικά με το οποίο κλήθηκε να καταθέσει στο Δικαστήριο.
Έχοντας κατά νου τη συνολική παρουσία του ΜΕ2 στο εδώλιο του μάρτυρα και το σύνολο της μαρτυρίας του, είναι η κρίση μου ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας ήταν πλήρως και δεόντως κατατοπιστικός αναφορικά με τα ιατρικά ζητήματα αναφορικά με τα οποία κλήθηκε να καταθέσει, ενώ δεν διαπίστωσα οιεσδήποτε ουσιώδεις ανακολουθίες στη μαρτυρία του, επομένως απεκόμισα θετική εντύπωση.
Δεν διαλανθάνει την προσοχή μου, ότι ο ΜΕ2 έδωσε άδεια ασθενείας στην Ενάγουσα, παρά το γεγονός ότι η τελευταία δεν εργαζόταν, καθώς απασχολείτο με οικιακά, ως η ίδια η Ενάγουσα ανέφερε. Κατά την υποβολή ωστόσο σχετικών με το θέμα ερωτήσεων, κατά την αντεξέταση του ΜΕ2, το θέμα παρέμεινε αδιευκρίνιστο και δεν αναδύθηκε η ύπαρξη οποιουδήποτε συμφέροντος από πλευράς του αναφορικά με την έκβαση της υπόθεσης. Όπως μάλιστα ο ίδιος ο μάρτυρας ανέφερε αντεξεταζόμενος, δεν διαφωνεί με τα ευρήματα της αξονικής τομογραφίας, τα οποία δεν κατέδειξαν κάταγμα, αλλά ευθειασμό και ήπια στένωση, η οποία δεν αποκλείεται, ως υπέδειξε, να προϋπήρχε του επίδικου ατυχήματος.
Εκείνο το μέρος της μαρτυρίας του ΜΕ2 το οποίο δεν γίνεται αποδεκτό από το Δικαστήριο, είναι η διάγνωσή του για βαρύ διάστρεμμα Α.Μ.Σ.Σ., καθότι τούτο δεν υποστηρίζεται από αντικειμενικά ευρήματα, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, ο ΜΕ2 αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι όταν συνέταξε το ιατρικό του πιστοποιητικό δεν είχε υπόψη του τη διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας, ενώ δεν αμφισβήτησε καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα αποτελέσματα της αξονικής τομογραφίας, στα οποία δεν υπάρχει αναφορά για βαρύ διάστρεμμα. Ήταν περαιτέρω η θέση του, ότι η ήπια στένωση του αυχένα, πιθανό να προϋπήρχε.
Ως εκ των άνω, αποδέχομαι τη μαρτυρία του ΜΕ2 μερικώς, λαμβανομένου υπόψη του ότι μέσω αυτής κατέστη δυνατός ο σχηματισμός της ανεξάρτητης κρίσης του Δικαστηρίου και συνεπακόλουθα, της εξαγωγής των συμπερασμάτων και ευρημάτων μου.
Προχωρώντας σε αξιολόγηση του ΜΕ3, ο συγκεκριμένος μάρτυρας μου έκανε θετική εντύπωση, καθώς απάντησε με φυσικότητα και αμεσότητα σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά την αντεξέτασή του χωρίς υπεκφυγές και δεν εντόπισα οποιεσδήποτε αντιφάσεις στη μαρτυρία του, την οποία και αποδέχομαι.
Ως προς το γεγονός ότι ο μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί με βεβαιότητα κατά πόσο το κύρτωμα οδοστρώματος πάνω από το οποίο ο Ν.Α. ελάττωσε την ταχύτητα του οχήματος Α για να περάσει, ήταν το πρώτο που συνάντησαν στον δρόμο, δεν θεωρώ ότι πλήττει την αξιοπιστία του μάρτυρα, λαμβανομένου υπόψη και του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος από το επίδικο συμβάν.
Στρεφόμενη σε αξιολόγηση της ΜΥ1, σημειώνω αρχικά ότι κρίνω τη μάρτυρα εμπειρογνώμονα στον τομέα αναφορικά με τον οποίο κλήθηκε να καταθέσει στο Δικαστήριο, έχοντας λάβει υπόψη μου την εμπειρία και τα προσόντα της στον συγκεκριμένο τομέα.
Σημειώνω επίσης, ότι η μάρτυρας μου έδωσε την εντύπωση ότι ήρθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια, καθώς απάντησε με φυσικότητα και αυθορμητισμό σε όλες τις ερωτήσεις που της υπεβλήθησαν κατά την αντεξέτασή της, δίχως να αποφύγει να αναφερθεί στο ότι δεν ήταν σε θέση να θυμάται λεπτομέρειες αναφορικά με την περίπτωση της Ενάγουσας.
Αναφερόμενη στα ευρήματα της μαγνητικής τομογραφίας, ως αναγράφονται στη Γνωμάτευση που η ίδια η ΜΥ1 ετοίμασε (Τεκμήριο 6), αλλά και στο γεγονός ότι θεωρεί την ύπαρξη εκφυλιστικών αλλοιώσεων φυσιολογική στην περίπτωση της Ενάγουσας, η μάρτυρας αιτιολόγησε την θέση της αυτή, παρέχοντας στο Δικαστήριο τα εχέγγυα, ώστε να διαμορφώσει τη δική του, ανεξάρτητη κρίση.
Ως εκ των άνω, αποδέχομαι εξ ολοκλήρου τη μαρτυρία της ΜΥ1.
Τέλος, αναφορικά με τον ΜΥ2, σημειώνεται αρχικά ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα και η εμπειρία του δεν έτυχαν αμφισβήτησης. Κατόπιν δε αξιολόγησής των, σε συνάρτηση με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα, κρίνω ότι ο μάρτυρας αυτός είναι εμπειρογνώμονας στο αντικείμενο αναφορικά με το οποίο προσέφερε μαρτυρία.
Αξιολογώντας τη συνολική παρουσία του ΜΥ2, σημειώνω ότι ο μάρτυρας ήταν δεόντως επεξηγηματικός και κατατοπιστικός σε σχέση με το αντικείμενό του, υποστήριξε δε με σταθερότητα τη γνώμη του σε σχέση με τις σωματικές βλάβες που υπέστη η Ενάγουσα συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, αιτιολογώντας τις θέσεις του.
Δεν μου διαφεύγει, το γεγονός ότι ο ΜΥ2 κλήθηκε από την Εναγομένη να εξετάσει την Ενάγουσα, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Ωστόσο, ο μάρτυρας δεν υπέπεσε σε οποιαδήποτε ουσιώδη αντίφαση και εξήλθε αλώβητος από την αντεξέτασή του, αφήνοντας στο Δικαστήριο πολύ θετική εντύπωση, χωρίς να αναδύεται ότι είχε οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης.
Ως εκ των άνω, θεωρώ ότι ο ΜΥ2 με τη μαρτυρία του παρείχε στο Δικαστήριο τα εχέγγυα για σκοπούς διαμόρφωσης της δικής του, ανεξάρτητης κρίσης, σε σχέση πάντοτε με τα επίδικα ζητήματα, επομένως αποδέχομαι εξ ολοκλήρου τη μαρτυρία του και θεωρώ ότι μπορώ να βασιστώ πάνω σε αυτήν για την εξαγωγή των συμπερασμάτων μου.
ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Στη βάση της ανωτέρω αξιολόγησης της προσκομισθείσας μαρτυρίας, των μη αμφισβητούμενων γεγονότων και της δικογραφίας, καταλήγω στα ακόλουθα ουσιώδη σε σχέση με την παρούσα υπόθεση ευρήματα:
- Την 11.10.2015, η Ενάγουσα ήταν 48 ετών και ήταν συνεπιβάτιδα στο όχημα Α το οποίο οδηγούσε ο Ν.Α. Εντός του οχήματος Α βρισκόταν επίσης ο σύζυγος της Ενάγουσας.
- Κατά τον πιο πάνω χρόνο, ενώ το όχημα Α κινείτο εντός της Λεωφόρου Νήσι στην Αγία Νάπα, σε κάποιο σημείο του δρόμου, ο Ν.Α. ελάττωσε την ταχύτητα του οχήματος Α για να περάσει πάνω από κύρτωμα οδοστρώματος. Τότε, η Μ.Π., που κατά τον χρόνο εκείνο οδηγούσε το όχημα Β και κινείτο πίσω από το όχημα Α, προσέκρουσε στο πίσω μέρος του οχήματος Α.
- Η Εναγόμενη είναι ασφαλιστική εταιρεία η οποία παρείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο στην Μ.Π. γενική κάλυψη έναντι τρίτου για το όχημα Β, υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις.
- Μετά το ατύχημα, η Ενάγουσα μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου, όπου έτυχε πρώτων βοηθειών και αποχώρησε. Την επομένη, μετέβη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για ιατρικές εξετάσεις και στη συνέχεια, επισκέφθηκε ιδιώτες ιατρούς.
- Συνεπεία του ατυχήματος της 11.10.2015, η Ενάγουσα υπέστη κάκωση αυχένα τύπου δίκην μαστιγίου (whiplash injury), η οποία προκάλεσε θλάση μαλακών μορίων και ευθειασμό αυχένα λόγω μυϊκού σπασμού, χωρίς νευρολογική σημειολογία ή παρουσία τραυματικών στοιχείων.
- Η Ενάγουσα, εξαιτίας του πιο πάνω τραυματισμού της, αντιμετώπισε οξέα συμπτώματα άλγους και δυσκαμψίας στον αυχένα, αιμωδίες στα δύο άνω άκρα και κεφαλαλγίες, τα οποία αντιμετωπίστηκαν συντηρητικά με φαρμακευτική και φυσιοθεραπευτική αγωγή και συγκεκριμένα 14 συνεδρίες.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Στην πολιτική δίκη, το γενικό βάρος απόδειξης φέρει ο ενάγων στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων και κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι «πιο πιθανή παρά όχι» (is more probable than not) και όχι το κατά πόσο είναι «πιο πιθανή παρά ή αντίθετη» από εκείνη του αντιδίκου του.[14]
Το ειδικό βάρος απόδειξης, αφορά στην ανάγκη παρουσίασης ικανοποιητικής μαρτυρίας προς υποστήριξη ενός επίδικου θέματος ή ισχυρισμού, που μετατοπίζει το βάρος στην άλλη πλευρά να απαντήσει ικανοποιητικά, για να αποσείσει εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα που δημιουργήθηκε.[15]
Παρεμβάλλω, ότι έχω μελετήσει τις γραπτές αγορεύσεις που κατέθεσαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών προς υποστήριξη των θέσεών τους και αναφορά σε αυτές θα γίνει, όπου τούτο ήθελε κριθεί σκόπιμο και αναγκαίο.[16]
Η παρούσα αγωγή αφορά στο αστικό αδίκημα της αμέλειας. Το κριτήριο αναφορικά με το κατά πόσο συντρέχει το αστικό αδίκημα της αμέλειας είναι αντικειμενικό και το μέτρο δεν είναι εκείνο του τέλειου, αλλά του λογικού, συνετού και ικανού οδηγού. Θα πρέπει ο εναγόμενος να έχει συμπεριφερθεί και να έχει επιδείξει προσοχή και φροντίδα χαμηλότερου επιπέδου, υπό τις περιστάσεις, από το επίπεδο που αναμένεται από ένα λογικό και συνετό οδηγό.[17]
Σύμφωνα με την ισχύουσα επί του θέματος νομοθεσία και νομολογία, αμέλεια είναι η παράλειψη εκδήλωσης ενέργειας την οποία ένας συνηθισμένος άνθρωπος θα εκδήλωνε, ή η εκδήλωση ενέργειας την οποία ένας συνηθισμένος άνθρωπος θα απέφευγε. Προϋπόθεση για την απόδοση αμέλειας, αποτελεί η επενέργεια αμελούς πράξης στην πρόκληση του ατυχήματος, με τρόπο που να προκύπτει άμεση αιτιώδης σχέση μεταξύ της πράξης και του ατυχήματος.[18]
Ως αναφέρθηκε στην Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 1, αμέλεια σύγκειται στην παράλειψη εκπλήρωσης του καθήκοντος μέριμνας και φροντίδας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο. Το καθήκον φροντίδας και μέριμνας (duty of care), οφείλεται σε κάθε πρόσωπο που κατά λογική πρόβλεψη μπορεί να επηρεασθεί από τις πράξεις του οδηγού. Τα συστατικά στοιχεία της αμέλειας είναι τα ίδια στο αστικό και ποινικό δίκαιο και αυτό που διαφέρει, είναι το βάρος αποδείξεως.
Ως προς την έννοια και το εύρος του καθήκοντος επιμέλειας οδηγού οχήματος, θεμελιακή είναι η απόφαση Συκοπετρίτης ν. Χριστοδούλου (2004) 1 (Α) Α.Α.Δ. 218, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«…το καθήκον επιμέλειας οδηγού οχήματος «προσδιορίζεται αντικειμενικά, είναι απρόσωπο και καθολικό, οφειλόμενο σε κάθε τρίτο, που, κατά λογική πρόβλεψη μπορεί να επηρεαστεί από τις πράξεις του».
Έχει επίσης νομολογηθεί, ότι το καθήκον για λήψη μέτρων προφύλαξης μορφοποιείται με βάση τον κίνδυνο ο οποίος διαφαίνεται κατά λογική πρόβλεψη.[19] Όταν η πιθανότητα δημιουργίας κινδύνου είναι εύλογα εμφανής, η παράλειψη λήψης μέτρων προφύλαξης συνιστά αμέλεια.[20] Ένας οδηγός έχει καθήκον τήρησης της δέουσας παρατηρητικότητας πάντοτε και κάτω από όλες τις περιστάσεις,[21] το δε καθήκον επιμέλειας κάθε οδηγού συναρτάται με τη δυνατότητα πρόβλεψης του κινδύνου.
Περαιτέρω, το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας από άλλους οδηγούς, καθώς ο νουνεχής οδηγός εύλογα μπορεί να υποθέσει ότι όπως ο ίδιος, έτσι και οι άλλοι οδηγοί θα εκπληρώσουν το καθήκον επιμέλειας έναντι των ιδίων και των άλλων οδηγών.[22] Παράλληλα, ένας συνετός οδηγός πρέπει να λαμβάνει προληπτικά μέτρα έναντι της πιθανής αμέλειας των άλλων, όταν η πείρα καταδεικνύει ότι τέτοια αμέλεια αποτελεί συχνό φαινόμενο.[23]
Αξίζει επίσης να υπομνησθεί, ότι το καθήκον επιμέλειας περιορίζεται σε λογικά προβλεπτούς κινδύνους και δεν εκτείνεται έτσι ώστε να επιβάλλεται υπέρμετρο βάρος στον οδηγό, το οποίο θα ανέτρεπε το ισοζύγιο των λογικών προσδοκιών και προβλέψεων.[24]
Η δε παράβαση των κανόνων οδικής κυκλοφορίας, από μόνη της δεν επαρκεί για την εξαγωγή συμπεράσματος αμέλειας, ούτε και συνεπάγεται ότι ο οδηγός του άλλου οχήματος δεν είχε υποχρέωση λήψεως προληπτικών μέτρων.[25]
Επανερχόμενη στα περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, βάσει των ευρημάτων μου και σε συνάρτηση με τις ανωτέρω νομικές αρχές, καταλήγω ότι η οδική συμπεριφορά της Μ.Π. δεν ανταποκρίνεται στο καθήκον επιμέλειας που η νομολογία εναποθέτει σε κάθε λογικό και συνετό οδηγό.
Ειδικότερα, θεωρώ ότι λελογισμένη και συνετή οδική συμπεριφορά από πλευράς Μ.Π., επέβαλλε όπως διατηρεί τη δέουσα απόσταση, ώστε ακόμα και αν το όχημα Α ελάττωνε απότομα την ταχύτητα με την οποία κινείτο, να προλάβει να μην συγκρουστεί με αυτό.
Δεν διαλανθάνει την προσοχή μου, ότι δεν τέθηκε ενώπιόν μου μαρτυρία αναφορικά με την ακριβή ταχύτητα με την οποία κινούντο τα εμπλεκόμενα οχήματα, ούτε αναφορικά με την ακριβή απόσταση που αυτά είχαν μεταξύ τους ή αναφορικά με το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας στον επίδικο δρόμο. Για τους λόγους ωστόσο που έχω εξηγήσει, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιόν μου, σε συνάρτηση με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα, τούτο δεν διαφοροποιεί την κατάληξή μου επί του θέματος.[26]
Ούτε και το κατά πόσο ο Ν.Α. ελάττωσε για πρώτη φορά την ταχύτητα του οχήματος Α για να περάσει πάνω από κύρτωμα οδοστρώματος, ως η πλευρά της Εναγομένης υπέβαλε, διαφοροποιεί την κατάληξή μου, καθώς η Μ.Π. όφειλε να τηρεί ασφαλή απόσταση από το προπορευόμενο όχημα.
Περαιτέρω, ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε από πλευράς Εναγομένης, σε σχέση με τη θέση της, ότι ο Ν.Α. ελάττωσε απότομα την ταχύτητα του οχήματος Α, με αποτέλεσμα η Μ.Π. να μην μπορέσει να ακινητοποιήσει το όχημα Β εγκαίρως. Ούτε και προσκομίστηκε γενικότερα, από πλευράς Εναγομένης, οποιαδήποτε μαρτυρία επί του ζητήματος της ευθύνης.
Παρεμβάλλεται, ότι οι υποβολές του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εναγόμενης ως προς το πως, κατά τη θέση του, επισυνέβη το ατύχημα, δεν έχουν από μόνες τους οποιαδήποτε αποδεικτική αξία, εν τη απουσία προσκόμισης σχετικής μαρτυρίας.[27]
Στην Antoniou v. Police (1976) 2 C.L.R. 140, η εφεσείουσα οδηγούσε εντός δρόμου διπλής κατεύθυνσης με χαμηλή ταχύτητα, όμως δεν κατόρθωσε να ακινητοποιήσει το όχημα που οδηγούσε, όταν το προπορευόμενο όχημα σηματοδότησε την πρόθεσή του να στρίψει δεξιά. Κατ’ έφεση, κρίθηκε ότι εφεσείουσα είχε υποχρέωση, στον βαθμό που αυτό ήταν εύλογα δυνατό, να τηρεί τέτοια θέση και να οδηγεί σε τέτοια απόσταση και με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει με επιτυχία όλες τις ανάγκες της τροχαίας που εύλογα μπορούν να προβλεφθούν.
Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαυροφτή (2001) 2 ΑΑΔ 130, στην οποία με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Ενάγουσας, προκλήθηκε αυτοκινητικό ατύχημα όταν τα προπορευόμενα οχήματα σταμάτησαν, πλην όμως ο εφεσίβλητος δεν κατάφερε να σταματήσει το όχημά του πίσω από αυτά, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το προπορευόμενο αυτοκίνητο και να ακολουθήσουν άλλες επτά συγκρούσεις.
Κατ’ έφεση, αποφασίστηκε ότι ο εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να τηρεί τέτοια απόσταση από το προπορευόμενο όχημα και να οδηγεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να σταματήσει με ασφάλεια, στην περίπτωση εμφάνισης οποιουδήποτε κινδύνου. Ως επίσης λέχθηκε, μεταξύ άλλων, η εμφάνιση κάποιου κινδύνου σε ένα υπεραστικό δρόμο, ιδίως κοντά σε παρόδους με πρόσβαση στον υπεραστικό δρόμο, ήταν εύλογα προβλεπτή.
Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω, αποτελεί συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι την ευθύνη για το επίδικο ατύχημα φέρει αποκλειστικώς η Μ.Π., στην οποία η Εναγόμενη παρέχει ασφαλιστική κάλυψη και συνεπακόλουθα, υποχρεούται όπως ικανοποιήσει την δικαστική απόφαση που θα εκδοθεί.[28]
Για σκοπούς πληρότητας της παρούσας, σημειώνω ότι στην προκειμένη περίπτωση, η εξέταση και η τυχόν απόδοση συντρέχουσας αμέλειας στον οδηγό του οχήματος Α, δεν είναι δυνατή, αφενός μεν διότι αυτός δεν αποτελεί μέρος στη διαδικασία, αφετέρου δε, διότι ουδεμία μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου επί τούτου, επομένως ο δικογραφημένος αυτός ισχυρισμός της Εναγομένης, θεωρείται εγκαταλειφθείς.
Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, στρέφομαι σε εξέταση του κατά πόσο η Ενάγουσε απέδειξε ικανοποιητικώς, στον απαιτούμενο βαθμό, τις κατ’ ισχυρισμό σωματικές βλάβες της, ως η Έκθεση Απαίτησης της.
Λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιόν μου και τα ευρήματα στα οποία έχω καταλήξει, έχω ικανοποιηθεί ότι συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, η Ενάγουσα υπέστη κάκωση αυχένα τύπου δίκην μαστιγίου (whiplash injury), η οποία προκάλεσε θλάση μαλακών μορίων και ευθειασμό του αυχένα λόγω μυϊκού σπασμού και αντιμετώπισε κεφαλαλαγία και αιμωδίες στα δύο άνω άκρα.
Για τους λόγους ωστόσο που εξηγώ ανωτέρω, δεν έχω ικανοποιηθεί, υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιόν μου, ότι η Ενάγουσα υπέστη βαρύ διάστρεμμα Α.Μ.Σ.Σ. και ήπια στένωση του μεσοσπονδύλιου διαστήματος Α4 – Α5 και ότι αντιμετωπίζει μέχρι σήμερα μόνιμα κατάλοιπα, εξαιτίας του τραυματισμού της από το επίδικο ατύχημα.
Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε από πλευράς Ενάγουσας, αναφορικά με τη διάκριση μεταξύ της διάγνωσης για «βαρύ διάστρεμμα» και της διάγνωσης για διάστρεμμα που δεν χαρακτηρίζεται ως «βαρύ». Από την άλλη, η μαρτυρία του ΜΥ2 σε σχέση με τη σοβαρότητα της κάκωσης ήταν διαφωτιστική, καθώς ο μάρτυρας αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι «βαριά κάκωση» νοείται το κάταγμα, ο τραυματισμός του αυχένα ή η ρήξη συνδέσμου, τα οποία δεν απεικονίστηκαν εν προκειμένω.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα του καθορισμού των γενικών αποζημιώσεων συνοψίζονται στην Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789, μέσα στο πλαίσιο της οποίας λέχθηκε ότι στόχος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται, είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στην απώλεια και στη ζημιά του διαδίκου που τραυματίστηκε, χωρίς να εναποτίθεται υπέρμετρο βάρος πάνω στον αδικοπραγήσαντα, ενώ δεν επιδιώκεται η τιμωρία του τελευταίου.
Σύμφωνα με τη σχετική επί του θέματος νομολογία, παρατηρείται σταθερή άνοδος του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, τάση η οποία αντανακλά μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, την αγωνία της αναπηρίας και τη ψυχική οδύνη, λόγω της περιθωριοποίησης από τις συνήθεις δραστηριότητες του ανθρώπου. Παραμένει βεβαίως ακλόνητη η αρχή, ότι οι αποζημιώσεις πρέπει να είναι κοινωνικά παραδεκτές και να στοχεύουν στην αποκατάσταση και όχι στην τιμωρία.[29]
Ο υπολογισμός των αποζημιώσεων, αποτελεί περισσότερο άσκηση διακριτικής ευχέρειας, παρά συνηθισμένη πράξη λήψης απόφασης[30] και οι προηγούμενες αποφάσεις αναφορικά με την επιδίκαση αποζημιώσεων έχουν μόνο ενδεικτική σημασία, εφόσον κάθε περίπτωση διαφέρει ανάλογα με το είδος και την έκταση του τραυματισμού, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της.[31]
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικότητες, όπως μπορούν να εξακριβωθούν με γνώμονα την αγοραστική αξία του χρήματος κατά το χρόνο της επιδίκασης των αποζημιώσεων, ως αυτοτελή παράγοντα αλλά και ως συγκριτικό, ανατρέχοντας σε υποθέσεις του παρελθόντος, στον βαθμό που αυτές, σε περιπτώσεις αυτής της φύσης, θα μπορούσαν να είναι βοηθητικές.[32]
Ενδεικτικά παραπέμπω στην Χαραλάμπους ν. Αναστασιάδη (2003) 1(Γ) ΑΑΔ 1709, μέσα στο πλαίσιο της οποίας επιδικάστηκε υπέρ της ενάγουσας, η οποία υπέστη σοβαρή κάκωση και θλαστικό τραύμα στην ινιακή χώρα του κρανίου, εγκεφαλική διάσειση, σοβαρά διαστρέμματα και θλάσεις αυχένος, θώρακα, ράχεως και οσφύος και η οποία υπέφερε από πόνο και ταλαιπωρία για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνοδευόμενα από αυχεναλγία και μυαλγία της ράχεως για αρκετό χρόνο αργότερα, ποσό Λ.Κ. 3.500,00 επί πλήρους ευθύνης.
Στην xxx Στεφάνου ν. xxx Αντωνίου Πολ. Εφ. αρ. 508/2012, ECLI:CY:AD:2018:A545 ημερ. 17.12.2018, επικυρώθηκε η επιδίκαση του ποσού των €6.000,00 υπέρ της ενάγουσας, η οποία υπέστη εγκεφαλική διάσειση, διάστρεμμα αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης πρώτου βαθμού, θλάση θώρακος και θωρακικής μοίρας και θλάση δεξιού μηρού.
Στην Δέσποινα Χριστοδούλου ν. Hoffer, Πολ. Εφ. υπ’ αρ. 263/12 ημερ. 11.1.2018, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία επιδίκασε ποσό γενικών αποζημιώσεων ύψους €4.500,00 αφού διέγνωσε κάκωση αυχένα, τραυματισμό στην περιοχή του θώρακα και φούσκωμα στο πηγούνι.
Στην Αρετούλα Μερακλή κ.ά. v. Α. Ταλιώτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1148, ο εφεσίβλητος υπέστη θλάση αυχένα και μωλώπισμα δεξιού ώμου και λόγω προϋπαρχουσών εκφυλιστικών οστεοαρθρωτικών αλλοιώσεων, οι επώδυνες κακώσεις των μαλακών μορίων επιδεινώθηκαν. Το Εφετείο, αποδεχόμενο την έφεση, έκρινε το ποσό των Λ.Κ. 3.500 που επιδικάσθηκε έναντι γενικών αποζημιώσεων υπερβολικό και το μείωσε σε ποσό Λ.Κ.1.500.
Στην Κωνσταντινίδης v. Δ. Ζαχαρίου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 733, το ποσό των Λ.Κ.1.000 το οποίο επιδικάστηκε πρωτοδίκως σε μία εκ των εφεσιβλήτων, έναντι γενικών αποζημιώσεων για πόνο στον αυχένα, κεφαλαλγία και ζάλη, σε σχέση με τα οποία η ενάγουσα έπαιρνε αρκετό καιρό φάρμακα, επικυρώθηκε από το Εφετείο.
Τέλος, στην Κεζαρίδης ν. Κωνσταντίνου (2007) 1 ΑΑΔ 1373, όπου οι ακτινογραφίες της αυχενικής μοίρας κατέδειξαν ευθειασμό της σπονδυλικής στήλης και σπονδυλοαρθριτικές αλλοιώσεις στους Α5 και Α6 σπονδύλους και ο ενάγων υπέστη σοβαρό διάστρεμμα της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, κακώσεις στην κεφαλή και εγκεφαλική διάσειση, τραύματα που προκάλεσαν πονοκεφάλους και δυσκαμψία του αυχένα και κατέστησαν ανίκανο τον ενάγοντα να εργαστεί για διάστημα δεκατεσσάρων μηνών, το επιδικασθέν ποσό των Λ.Κ. 6.000,00 επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, παρόλο που, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε ότι το εν λόγω ποσό είναι πολύ κοντά στο ανώτατο όριο της αποζημίωσης που θα μπορούσε δικαίως να επιδικασθεί.
Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω, τον τραυματισμό, την έκταση, τη φύση και τις συνέπειές του, τον πόνο, την ταλαιπωρία που υπέστη η Ενάγουσα, αλλά και τη νομολογία που διέπει παρόμοιας φύσεως τραύματα, κρίνω ότι η επιδίκαση του ποσού των €3.500,00 είναι υπό τις περιστάσεις δίκαιη και εύλογη.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
Αναφορικά με τις ειδικές ζημιές που η Ενάγουσα διεκδικεί, υπενθυμίζεται ότι οι ειδικές ζημιές πρέπει να δικογραφούνται λεπτομερώς στην Έκθεση Απαίτησης και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα.[33]
Διερχόμενη της Έκθεσης Απαίτησης, διαπιστώνω ότι σε αυτήν δικογραφούνται ειδικές ζημιές συνολικού ύψους €1.437.- έναντι ιατρικών εξόδων, φαρμάκων και μεταφορικών.
Προς απόδειξη των ειδικών ζημιών της, η Ενάγουσα στη γραπτή της δήλωση αναφέρει ότι πλήρωσε το ποσό των €970.- προς εξόφληση του ΜΕ2, το ποσό των €240.- στο Διαγνωστικό Κέντρο Λευκοθέα, το ποσό των €27,89 έναντι φαρμάκων στο Φαρμακείο Ελλάς Λτδ, το ποσό των €200.- έναντι μεταφορικών, το ποσό των €50.- στο Αρεταίειο Νοσοκομείο και το ποσό των €500.- στο Κέντρο Physiorama. Έξοδα, τα οποία ανέρχονται συνολικά στο ποσό των €1.987,89. Προς επίρρωση των ισχυρισμών της, η Ενάγουσα κατέθεσε τα Τεκμήρια 8 – 13.
Έχοντας αποδεχθεί τη μαρτυρία της Ενάγουσας σε σχέση με τις ιατρικές εξετάσεις και επισκέψεις που έκανε, τα φάρμακα που έλαβε και τις 14 φυσιοθεραπείες που έκανε συνεπεία του ατυχήματος, σε συνάρτηση με τα ευρήματα και την κατάληξή μου ως καταγράφεται πιο πάνω, καταλήγω ότι θα πρέπει να αποδοθεί στην Ενάγουσα, έναντι των ειδικών ζημιών της, το συνολικό ποσό των €1.287,89.
Σε σχέση με τα ποσά τα οποία η Ενάγουσα διεκδικεί έναντι μεταφορικών, επισημαίνω ότι εν τη απουσία σχετικής με τα έξοδα αυτά μαρτυρίας, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι αυτά έχουν αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Υπό το φως όλων των ανωτέρω είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα απέδειξε την υπόθεσή της εναντίον της Εναγομένης στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων και η αγωγή επιτυγχάνει. Συνεπακόλουθα, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγομένης, για τα ακόλουθα ποσά:
(α) €3.500,00 έναντι Γενικών Αποζημιώσεων με νόμιμο τόκο επί του εν λόγω ποσού από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως.
(β) €1.287,89 έναντι Ειδικών Αποζημιώσεων, με νόμιμο τόκο επί του εν λόγω ποσού από 11.10.2015 μέχρι εξοφλήσεως, μειωμένος κατά το ½.[34]
Ως προς τα έξοδα της διαδικασίας, δεν κρίνω ότι συντρέχει οιοσδήποτε λόγος ώστε αυτά να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα, συνεπώς επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγομένης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.)…………………………
Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. v. Ανδρέα Στατιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35.
[2] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Σκορδέλλη και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 101/13 ημερ. 6.6.2016, MOSSA (MUSSA) MOHAMMED MUSTAFA ν. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 165.
[3] Αυτόθι.
[5] Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339.
[6] Σ.Κ. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 ΑΑΔ 304.
[7] Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454.
[8] Vassiliko Cement Works Ltd v. Stavrou (1978) 1 C.L.R. 389, Νικολάου v. Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ.746,Star Fiber Glass Ltd v. Elneda Trading Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 875, Χαραλάμπους v. Αβραάμ κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1441.
[9] Τ. Ηλιάδης & Ν. Σάντης, Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές (2016), Β’ Έκδοση, σελ. 580 – 584.
[10] Θεοσκέπαστη Φαρμ. ν. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 984.
[11] Κωνσταντίνα Σιακόλα ν. Αστυνομίας, (2013) 2 Α.Α.Δ 110).
[13] Βλ. αρ. 23, 24, 26 και 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Θεοπίστη Τουμαζή ν. Vandita Dixit, Πολ. Έφεση 274/2010 ημερ. 5.5.2015, Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. Χρυστάλλα άλλως Στάλω Χριστοδούλου (2016) 1 ΑΑΔ 1779.
[14] Σοφοκλέους Κυριάκος ν. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665, Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ 1858.
[15] Θεοδόσης Ιορδάνους ν. Δήμου Ζήνωνος (1998) 1 ΑΑΔ 652, Σοφοκλέους ν. Καλογήρου (1997) 1 Α.Α.Δ. 369.
[16] Καλλικάς ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 1238, Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490.
[17] Αριστείδου ν. Πολυδώρου Πολ. Εφ. αρ. 346/2010 ημερ. 15.1.2016.
[18] Αρ. 51 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και βλ. μεταξύ άλλων Αναστάση ν. Γεωργίου (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 96 και Κουμής ν. Χίννη (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 383.
[20] Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου κ.α. (1991) 1 ΑΑΔ 475, Ελπινίκη Παναγιώτου ν. Γεώργιος Κυρ. Μαύρου (1970) 1 C.L.R. 215.
[21] Constantinou ν. Katsouris (1975) 1 CLR 188.
[22] Δημητράκης Ζαχαρία κ.α. ν. Παναγιώτας Καραολή (2004) 1Α.Α.Δ. 72.
[23] Ξυπτερά ν. Κυπριανού (1997) 1 ΑΑΔ 1696.
[27] Α.Ι. κ.α. ν. Π.Φ. κ.α., Πολ. Εφ. Αρ. 283/12 ημερ. 27.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:D402.
[28] Βλ. αρ. 14 και 16Α του Ν.96(Ι)/2000.
[29] Κώστας Ιακώβου ν. Αλέξανδρος Παπαδάκη (2000) 1 Α.Α.Δ. 2079.
[31] Ερωτοκρίτου κ.α. ν. Καραολή, Πολ. Εφ. αρ. 9342 & 9333 ημερ. 9.3.1998, Φοινικαρίδης κ.α. v. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 457.
[32] Fysko v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014.
[33] Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 ΑΑΔ 1157, Θεμιστοκλέους ν. Παρασκευά (1992) 1 ΑΑΔ 498, Χρυσοστόμου Ανδρέας ν. Cyprialife Limited (2011) 1 ΑΑΔ 1490, Ανδρούλα Προκοπίου Αντωνίου ν. Δημήτρη Κυριάκου (2016) 1 ΑΑΔ 1664.
[34] Φοινικαρίδης κ.α. ν. Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο