Π.Λ. ν. E. EVANGELOU HOTELS LTD, Αρ. Aγωγής: 240/2021, 14/2/2025
print
Τίτλος:
Π.Λ. ν. E. EVANGELOU HOTELS LTD, Αρ. Aγωγής: 240/2021, 14/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

Ενώπιον: Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.

Κλίμακα: €10.000 - €50.000 

 Αρ. Aγωγής: 240/2021

Μεταξύ:

Π.Λ.

Ενάγων

και

 

E. EVANGELOU HOTELS LTD

Εναγόμενη

 

Ημερομηνία: 14 Φεβρουαρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτούσα/Εναγόμενη: κ. Κ. Κουκούνης για ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΚΟΥΝΗΣ Δ.Ε.Π.Ε.

Για Καθ’ ου η αίτηση – Ενάγοντα: κ. Λ. Διομήδους για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(Αίτηση ημερ. 15.3.2024 για διαγραφή μέρους της Απάντησης)

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Με την υπό κρίση Αίτηση η Εναγόμενη αιτείται την έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάζεται η διαγραφή  ορισμένων παραγράφων από την Απάντηση στην Υπεράσπιση που καταχώρισε ο Ενάγων, ως αχρείαστες και/ή σκανδαλώδεις και/ή αντιφατικές και μη συνάδουσες με τους ισχυρισμούς του ως η Έκθεση Απαίτησης και/ή που τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς και/ή προκαλέσουν αμηχανία και/ή καθυστερήσουν τη δίκαιη εκδίκαση και/ή δεν επιτρέπουν στην Εναγόμενη να απαντήσει στους ισχυρισμούς του Ενάγοντος.

 

 

 

ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

Προτού προχωρήσω σε εξέταση της υπό κρίση Αίτησης, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω συνοπτικώς τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων, ως αυτές αναδύονται από τα δικόγραφα.

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Ενάγων εργοδοτείτο από την Εναγομένη ως αρχιμάγειρας. Κατά ή περί την 24.7.2018, εν ώρα εργασίας, παραδόθηκε στα υποστατικά της Εναγομένης μια μηχανή παραγωγής μαλακού παγωτού βάρους περί τα 180 – 200 κιλά και του ζητήθηκε βοήθεια για ανύψωση και μεταφορά της, ώστε να τοποθετηθεί στην κουζίνα του ξενοδοχείου. Σε κάποιο στάδιο της μεταφοράς της εν λόγω μηχανής, ο Ενάγων σκουντούφλησε πάνω σε υφιστάμενο σκαλί, με αποτέλεσμα να δεχθεί όλο το βάρος της αναφερόμενης μηχανής και αυτή να τον πλακώσει.

 

Αποτέλεσμα, ήταν ο σοβαρός τραυματισμός του Ενάγοντα, ο οποίος υπέστη σοβαρές και ανεπανόρθωτες σωματικές βλάβες και άλλες οικονομικές και/ή υλικές ζημιές.

 

Αποτελεί ισχυρισμό του Ενάγοντα, ότι το εν λόγω ατύχημα οφείλεται στην αποκλειστική αμέλεια της Εναγομένης και αφού παραθέτει σχετικές λεπτομέρειες της κατ’ ισχυρισμό αμέλειας και των ζημιών του, διεκδικεί από την Εναγομένη γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.

 

Μέσω της Υπεράσπισής της η Εναγόμενη αρνείται τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα, καλώντας τον σε απόδειξή τους, ενώ ισχυρίζεται ότι ο Ενάγων δεν ήταν υγιής ή ελεύθερος συμπτωμάτων ή ιατρικού ιστορικού ή αρτιμελής, καθώς είχε ήδη υποψία για καρκίνο ή άλλη συναφή ασθένεια και προέβαινε σε σχετικές εξετάσεις.

 

Περαιτέρω η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο διέθετε σύστημα ασφάλειας και υγείας, το οποίο ήταν εις γνώση του προσωπικού. Ο Ενάγων, εργοδοτείτο στην Εναγομένη ως αρχιμάγειρας και είχε θέση ευθύνης ως υπεύθυνος κουζίνας του ξενοδοχείου, έχοντας υπό την ευθύνη του το αντίστοιχο προσωπικό της Εναγομένης, καθώς επίσης και την εφαρμογή των σχετικών κανονισμών ασφάλειας της κουζίνας.

 

Αποτέλεσε, κατά την Εναγομένη, πρωτοβουλία και επιμονή του Ενάγοντα όπως εγκατασταθεί στο ξενοδοχείο μηχανή παγωτού και αφού η μηχανή αφίχθηκε και συναρμολογήθηκε στο ξενοδοχείο, ο Ενάγων έκρινε ότι η εν λόγω μηχανή έπρεπε να μετακινηθεί και έδωσε εντολή μεταφοράς της με τα χέρια, αποφασίζοντας ο ίδιος να σηκώνει ως το τέταρτο άτομο την μηχανή, παρόλο που στο ξενοδοχείο υπήρχε σχετικός εξοπλισμός μεταφοράς.

 

Η Εναγόμενη αρνείται ότι ο Ενάγων σκουντούφλησε με αποτέλεσμα να βρεθεί το βάρος της μηχανής πάνω του και ισχυρίζεται ότι, ενώ ο Ενάγων μαζί με άλλα τρία άτομα κρατούσαν και μετακινούσαν με τα χέρια τη μηχανή, ο Ενάγων άφησε τη μηχανή και βρέθηκε στο έδαφος, με αποτέλεσμα τα αλλά τρία άτομα να συγκρατήσουν τη μηχανή και να μην επιτρέψουν να πέσει πάνω του.

 

Ο Ενάγων μεταφέρθηκε αμέσως στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου όπου δεν διαπιστώθηκε κάταγμα και επανήλθε στην εργασία του την επομένη και εργάστηκε. Δύο ημέρες μετά άρχισε να απουσιάζει από την εργασία του και να προβαίνει σε εξετάσεις και αναλύσεις και ακολούθως σε επέμβαση. Κατά το στάδιο της εν λόγω διερεύνησης, εντοπίστηκε από τους θεράποντες γιατρούς καρκινικός όγκος ή πάθηση στο σημείο της σπονδυλικής στήλης, η οποία προκαλεί οστεοπόρωση σε μεγάλο βαθμό, αδυναμία και κατάγματα στα οστά.

 

Ως εκ των άνω, η Εναγόμενη αρνείται ότι φέρει ευθύνη για το επίδικο ατύχημα, αποτελεί δε θέση της ότι η κατάσταση της σπονδυλικής στήλης του Ενάγοντα οφείλεται σε προϋπάρχοντα προβλήματα που αυτός αντιμετώπιζε, ενώ δικογραφεί την κατ’ ισχυρισμό αμέλεια του Ενάγοντα.

 

Δια της Απάντησής του στην Υπεράσπιση της Εναγομένης, ο Ενάγων αρνείται τους ισχυρισμούς της τελευταίας και επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς του ως η Έκθεση Απαίτησης του.

 

Περαιτέρω ο Ενάγων ισχυρίζεται ότι περί το 2006 είχε ένα μικρό ατύχημα με συνέπεια να τραυματιστεί στα δάχτυλα του ποδιού του και καμία βλάβη δεν είναι συνδεόμενη με τα επίδικα θέματα, ενώ αρνείται ότι προ του ατυχήματος είχε υποψία για καρκίνο ή άλλη συναφή ασθένεια ή προέβη σε εξετάσεις για το θέμα αυτό. Αποτελεί ισχυρισμό του Ενάγοντα, ότι η Εναγόμενη δεν είχε σύστημα ασφάλειας και υγείας, ως όφειλε, εν αντιθέσει με τους ισχυρισμούς της, αρνείται δε ότι ήταν σε γνώση του οποιοδήποτε σχέδιο ασφάλειας και υγείας.

 

Ουδέποτε, ισχυρίζεται ο Ενάγων, ανατέθηκαν σε αυτόν καθήκοντα επιτήρησης, καθώς κατείχε θέση αρχιμάγειρα και όχι λειτουργού επίβλεψης κανόνων ασφάλειας και υγείας. Αφού αναφέρεται λεπτομερώς στα καθήκοντά του, ο Ενάγων ισχυρίζεται ότι σε αυτά δεν συμπεριλαμβάνεται η εφαρμογή των κανόνων ασφάλειας ή και σχεδίου ασφάλειας αναφορικά με τις εργασίες της Εναγομένης, η οποία όφειλε για τα ζητήματα αυτά να εκπαιδεύει το προσωπικό της.

 

Ο Ενάγων περαιτέρω αναφέρει ότι είχε εισηγηθεί την απόκτηση μηχανής παρασκευής παγωτού, κάτι στο οποίο συγκατατέθηκε ο διευθυντής του ξενοδοχείου. Όταν τελικά η εν λόγω μηχανή παραδόθηκε στο ξενοδοχείο, ήταν θέμα του ξενοδοχείου το που θα τοποθετείτο και αφού αποφασίστηκε όπως τοποθετηθεί στο poοl bar από τον Διευθυντή, τρία άτομα από το προσωπικό της Εναγομένης προσπάθησαν να ανυψώσουν και να μεταφέρουν την μηχανή στο συγκεκριμένο σημείο. Τότε, ζητήθηκε η βοήθεια του Ενάγοντα λόγω του βάρους της μηχανής και κανένας κανονισμός ή και μέτρα δεν υπήρχαν για τη συγκεκριμένη εργασία μεταφοράς, ούτε και παρείχετο από την Εναγομένη οποιοσδήποτε εξοπλισμός.

 

Ο Ενάγων ισχυρίζεται επίσης ότι επανήλθε την επόμενη μέρα στην εργασία του λόγω της επαγγελματικής του συνείδησης, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά ζώνη στη μέση, όμως στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι είχε υποστεί κάταγμα.

 

Η ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗ

 

Έχοντας σκιαγραφήσει τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων, ως αυτές αναδύονται από τα δικόγραφα, επανέρχομαι σε εξέταση της υπό κρίση Αίτησης.

 

Η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση δικηγορικής υπαλλήλου η οποία εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο των συνηγόρων της Εναγομένης και ως η ομνύουσα εξηγεί στην ένορκη της δήλωση, αντλεί πληροφόρηση αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης από τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της τόσο η Εναγόμενη, όσο και οι δικηγόροι της, στα οποία έχει απεριόριστη πρόσβαση, λαμβάνει δε νομική συμβουλή από τους δικηγόρους της Εναγομένης.

 

Προβαίνει, ως εξηγεί, στην ένορκη της δήλωση, ενόψει του ότι τα εγειρόμενα δια της Αίτησης ζητήματα είναι νομικής φύσεως και ενόψει του ότι η παρουσία αρμοδίου προσώπου εκ μέρους της Εναγομένης ήταν αδύνατη κατά το χρόνο υπογραφής της ένορκης δήλωσης ενώπιον του Πρωτοκολλητή.

 

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την Αίτηση, ο Ενάγων δια της Απάντησής του στην Υπεράσπιση, εισάγει νέες βάσεις αγωγής και νέα ισχυριζόμενα γεγονότα και εκδοχές, που είναι διαφορετικά και ασυμβίβαστα με προηγούμενα γεγονότα που έθεσε στην Έκθεση Απαίτησης του, χωρίς προηγουμένως να αιτηθεί τη λήψη άδειας τροποποίησης.

 

Τοιουτοτρόπως, συνεχίζει η ομνύουσα, ο Ενάγων επιδιώκει να αλλοιώσει ουσιαστικά την πρωταρχική του θέση ως αυτή καταγράφεται στην Έκθεση Απαίτησης του, καθώς θέτει μέσω της Απάντησης του νέα γεγονότα, ισχυρισμούς και βάσεις αγωγής και η Εναγόμενη έχει αποστερηθεί της δυνατότητας απάντησης σε αυτά.

 

Η Αίτηση προσέκρουσε στην Ένσταση της άλλης πλευράς, στην οποία προβάλλονται συνολικά 23 λόγοι ένστασης, οι οποίοι, συνοπτικώς αποδιδόμενοι, εγείρουν ζήτημα επηρεασμού των συνταγματικών δικαιωμάτων του Ενάγοντος, καθυστέρησης, κατάχρησης, προβάλλουν δε ότι δεν δικαιολογείται τυχόν έγκριση της υπό κρίση Αίτησης, καθότι το δικόγραφο της Απάντησης δεν είναι αδιαμφισβήτητα ανυπόστατο, ώστε να εφαρμοσθεί το εξαιρετικό μέτρο της διαγραφής δικογράφου, οι δε ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται στην Απάντηση απαντούν σε ισχυρισμούς που τέθηκαν μέσω της Υπεράσπισης της άλλης πλευράς και δεν είναι αχρείαστοι, σκανδαλώδεις ή αντιφατικοί με προηγούμενους ισχυρισμούς του Ενάγοντα στην Έκθεση Απαίτησης του, ούτε τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς ή να προκαλέσουν αμηχανία και καθυστέρηση στην δίκαιη εκδίκαση της υπόθεσης, ούτε εισάγουν νέα γεγονότα και/ή ισχυρισμούς και/ή νέες βάσεις αγωγής.

 

Επιπρόσθετα, δια των προβεβλημένων λόγων ένστασης βάλλεται η βασιμότητα της Αίτησης και η κανονικότητα της ένορκης δήλωσης που τη συνοδεύει, το κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις της Διαταγής 19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, τίθεται υπό αμφισβήτηση το κατά πόσο η Εναγόμενη υπόκειται ανεπανόρθωτη βλάβη εξαιτίας των απαντητικών ισχυρισμών του Ενάγοντος, καθώς το δικόγραφο περιέχει τα γεγονότα τα οποία παρέχουν την αναγκαία πληροφόρηση στον αντίδικο και σκοπός της Αίτησης είναι να πλήξει το ευεργέτημα που παρέχει η Δ.21 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας στον Ενάγοντα να απαντήσει στους ισχυρισμούς της Εναγομένης, ενώ σε περίπτωση έγκρισης της Αίτησης, οι ισχυρισμοί της Εναγομένης θα παραμείνουν αναντίλεκτοι και ο Ενάγων δεν θα μπορέσει να αποδείξει την υπόθεσή του.

 

Το υπόβαθρο των γεγονότων που υποστηρίζουν την Ένσταση, εμφαίνεται στην ένορκη δικηγόρου η οποία εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο των συνηγόρων του Ενάγοντος, η οποία την συνοδεύει.

 

Σε αυτήν, η ενόρκως δηλούσα εξηγεί ότι ορκίζεται την εν λόγω ένορκη δήλωση ενόψει του ότι ο Ενάγων βρίσκεται στο Νοσοκομείο τους τελευταίους τρεις μήνες για λόγους υγείας, γνωρίζει δε τα γεγονότα της υπόθεσης από μελέτη του φακέλου της υπόθεσης και από πληροφορίες που έλαβε από τον Ενάγοντα.

 

Η ομνύουσα υιοθετεί το περιεχόμενο της καταχωρηθείσας Ένστασης και απορρίπτει το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης η οποία συνοδεύει την Αίτηση, εγείρει δε ζήτημα αντικανονικότητας της εν λόγω ένορκης δήλωσης, ενόψει του ότι αυτή υπογράφεται από δικηγορική υπάλληλο, χωρίς την παράθεση οποιασδήποτε εξήγησης προς τούτο.

 

Αποτελεί θέση της ομνύουσας, ότι οι ισχυρισμοί της Απάντησης των οποίων επιδιώκεται η διαγραφή, είναι απόλυτα αναγκαίες και σχετικές με τα επίδικα ζητήματα, ουδεμία δε προσπάθεια γίνεται από μέρους του Ενάγοντα, να αλλοιώσει την πρωταρχική του αξίωση.

 

Αναφερόμενη εις έκαστη παράγραφο ή φράση της οποίας ζητείται η διαγραφή από την άλλη πλευρά, η ομνύουσα ισχυρίζεται ότι δεν πρόκειται για νέα δεδομένα, τα οποία τέθηκαν για πρώτη φορά μέσω της Απάντησης του Ενάγοντος, αλλά για ισχυρισμούς οι οποίοι αντικρούουν τις θέσεις της Εναγομένης, ως τέθηκαν στην Υπεράσπισή της.

 

Πρόκειται, ως η ομνύουσα αναφέρει, για λεπτομέρειες οι οποίες προσβλέπουν στη διευκρίνιση και εξειδίκευση ουσιαστικών γεγονότων και προκύπτουν από τη δικογραφία, ενώ σκοπός της παράθεσης λεπτομερειών είναι η αποτροπή του αιφνιδιασμού της άλλης πλευράς κατά το ακροαματικό στάδιο. Έστω δε και αν ένας ισχυρισμός είναι αχρείαστος, τούτο δεν συνεπάγεται ότι θα πρέπει να διαγραφεί.

 

Δεδομένου του ότι τα δικόγραφα αποτελούν το θεμέλιο της δίκης, συνεχίζει η ομνύουσα, είναι απόλυτα αναγκαίο όπως οι επίδικες παράγραφοι συμπεριληφθούν στην Απάντηση του Ενάγοντος, ώστε ο τελευταίος να προσκομίσει μαρτυρία κατά το ακροαματικό στάδιο, προς απόδειξη του ότι την ευθύνη για το επίδικο ατύχημα, φέρει η Εναγόμενη.

 

Ως επίσης η ενόρκως δηλούσα υποστηρίζει, τυχόν έγκριση της Αίτησης θα αποστερήσει από τον Ενάγοντα το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και θα ισοδυναμεί με παραβίαση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και των δικαιωμάτων του, ως αυτά κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα. Η δε καθυστέρηση, προκύπτει από την καταχώριση της υπό κρίση Αίτησης, η οποία είναι καταχρηστική και κανένας λόγος και δη πειστικός δεν έχει προβληθεί από την Εναγομένη, για σκοπούς έγκρισης του αιτήματός της.

 

Η ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη με βάση τις ένορκες δηλώσεις των μερών και ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε, οι δε ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων περιορίστηκαν σε γραπτές αγορεύσεις τις οποίες κατέθεσαν προς υποστήριξη των θέσεων τους.  Αναφορά στις θέσεις που υποστηρίχθηκαν μέσω αυτών θα γίνει μέσα στο πλαίσιο αξιολόγησης των εκατέρωθεν θέσεων των μερών, όπου τούτο ήθελε κριθεί σκόπιμο.[1]

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ  

 

Είναι σημαντικό εκ προοιμίου να υπομνησθεί, ότι τα δικόγραφα καθορίζουν το πλαίσιο της δίκης και αυτά πρέπει να περιέχουν με συνοπτικό τρόπο τα ουσιώδη γεγονότα επί των οποίων ο διάδικος βασίζει την Απαίτηση ή την Υπεράσπισή του.[2] 

 

Παρόλο που δεν αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου να υποδείξει σε ένα διάδικο τον τρόπο που θα συντάξει το δικόγραφό του ή πως ο ίδιος κρίνει σκόπιμο να προωθήσει την υπόθεσή του, τα μέρη υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τους κανόνες που διέπουν το ζήτημα της σύνταξης δικογράφων. Σχετικά παραπέμπω στην Παγκύπριος Εταιρεία Αρτοποιών Λτδ ν. Σαββίδη (1997) 1Β Α.Α.Δ. 685  όπου μνημονεύθηκε ότι η σύνταξη των δικογράφων διέπεται από ιδιαίτερους δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι διασφαλίζουν την αποτελεσματική διεξαγωγή της δίκης.

 

Οι εν λόγω κανόνες, ενσωματώνονται στη Δ.19 Θ.4, από την οποία αναδύεται ο θεμελιώδης κανόνας, ότι κάθε δικόγραφο θα πρέπει να διατυπώνει σε συνοπτική μορφή όλα τα ουσιώδη γεγονότα πάνω στα οποία ο διάδικος βασίζει την απαίτηση ή την υπεράσπισή του. Ως περαιτέρω αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση, η έννοια του «ουσιαστικού» (material) συσχετίζεται με ό,τι είναι απαραίτητο για σκοπούς διαμόρφωσης μιας πλήρους αιτίας αγωγής. Στην ίδια απόφαση, εξηγείται ότι η πεμπτουσία, είναι ότι η διατύπωση και η παρουσίαση της υπόθεσης πρέπει να είναι λιτή χωρίς πλατειασμούς και ότι η μαρτυρία δεν είναι δικονομικά επιτρεπτό να δικογραφείται.

 

 

 

 

Σύμφωνα με τη Διαταγή 19 Θεσμός 4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας:

 

«Every pleading shall contain, and contain only, a statement in a summary form of the material facts on which the party pleading relies for his claim or defence, as the case may be, but not the evidence by which they are to be proved, and shall, when necessary, be divided into paragraphs, enumbered consecutively. Dates, sums, and enumbers shall be expressed in figures and not in words. The pleadings shall be signed by the advocate, or by the party, if he sues or defends in person».

 

Η δυνατότητα διαγραφής δικογράφου πηγάζει από τη Διαταγή 19 Θεσμός 26, η οποία συμπεριλαμβάνεται στη νομική βάση της υπό κρίση Αίτησης και η οποία προνοεί τα ακόλουθα:

 

«The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action».

 

Επιπρόσθετα, σε ορισμένες περιπτώσεις, το Δικαστήριο έχει εξουσία να διατάξει τη διαγραφή δικογράφου. Σχετική προς τούτο είναι η Διαταγή 27 Θεσμός 3, η οποία διαβάζεται ως ακολούθως:

 

«The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just».

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει τη διαγραφή δικογράφου συνιστά εξαιρετικό μέτρο, το οποίο δικαιολογείται μόνον όταν αδιαμφισβήτητα το δικόγραφο στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος ή είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο. Ως επίσης αναδύεται από τη σχετική νομολογία, η Δ.19 Θ. 26 επιτρέπει τη διαγραφή δικογράφου το οποίο είναι μη αναγκαίο ή είναι σκανδαλώδες ή τείνει να προκαταλάβει ή επηρεάσει τη δίκαιη εκδίκαση της αγωγής.[3] 

 

Mέρη από τη δικογραφία δυνατό να διαγραφούν, όταν αυτά τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς, να προκαλέσουν αμηχανία, ή να καθυστερήσουν τη δίκαιη δίκη της υπόθεσης, ενώ απλή πολυλογία δεν θεωρείται ότι προκαλεί αμηχανία. Το ζητούμενο, είναι να καταδειχθεί στο Δικαστήριο η πρόκληση ζημιάς στον αντίδικο, εφόσον αυτό είναι και το ουσιώδες στοιχείο που θα απασχολήσει το Δικαστήριο κατά την άσκηση της δικανικής του κρίσης.[4]

 

Διαφωτιστικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην Athina Leathergoods Ltd v. Χαραλάμπους κ.α. (2000) 1Β Α.Α.Δ. 787, όπου με παραπομπή στο σύγγραμμα Annual Practice του 1960, αναφέρθηκε ότι οι φράσεις «τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς, προκαλέσουν αμηχανία ή να καθυστερήσουν τη δίκαιη δίκη της αγωγής» ερμηνεύθηκαν φιλελεύθερα από τα Δικαστήρια. Ειδικότερα:        

 

«Αν ο εναγόμενος δεν διασαφηνίζει ποιό μέρος της έκθεσης απαίτησης παραδέχεται και ποιό αρνείται το δικόγραφο του προκαλεί αμηχανία. Απλή, όμως, πολυλογία δεν προκαλεί αφ' εαυτής αμηχανία. Ούτε και διαγράφεται ισχυρισμός ως προκαλών αμηχανία απλώς επειδή ο αντίδικος ισχυρίζεται ότι είναι αναληθής. Το γεγονός και μόνο ότι μια έκθεση απαίτησης περιλαμβάνει πολλές αιτίες αγωγής δεν προκαλεί αμηχανία εάν προβάλλονται ξεχωριστά στο δικόγραφο. Αξίωση για διαζευκτική θεραπεία δεν προκαλεί αμηχανία. Το ίδιο ισχύει και για ασυμβίβαστες υπερασπίσεις».

 

Σε σχέση με το πότε ένα δικόγραφο μπορεί να κριθεί ότι προκαλεί αμηχανία (embarrassing), σχετικό επίσης είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το απόσπασμα «Bullen & LeakePrecedents of Pleadings’» (12η έκδοση), σελ. 146 – 148, στο οποίο έγινε αναφορά από τον Έντιμο Δ. Αρτέμη στην VECTOR ONEGA A.G ν. ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ M/V GIRVAS κ.α. (1999) 1 ΑΑΔ 986:

 

«Accordingly, a pleading is embarrassing which is ambiguous or unintelligible or which states immaterial matter and so raises irrelevant issues which may involve expense, trouble and delay and thus will prejudice the fair trial of the action, and so is a pleading which contains unnecessary or irrelevant allegations. […]

 

On the other hand, the mere fact that an allegation is unnecessary is no ground for striking out nor is a pleading embarrassing because it contains allegations which are inconsistent or stated in the alternative provided they are pleaded clearly and distinctly and in separate paragraphs. Moreover, the mere fact that statements in a pleading may be difficult to deal with does not render them "prejudicial" or "embarrassing" if they are material facts and are otherwise properly pleaded, and mere prolixity, i.e. stating material facts at unnecessary length or with unnecessary detail, is not sufficient ground for striking out.

 

A pleading is not embarrassing merely because it is probable that the allegations made may ultimately turn out to be untrue in fact or because points of law are stated or alleged which may then turn out to be bad or because it states facts which the party who pleads them is entitled to prove.

 

The question whether a pleading is embarrassing or prejudicial is one for the court to decide in view of the particular facts and circumstances of the case, and the court is inclined to give a "reasonable limit" and will only strike out irrelevant or unnecessary matter where it clearly is so; and accordingly, unless the pleading as it stands is really and seriously embarrassing, it is often wiser to leave it unamended or to apply for further and better particulars».

 

 

Στην Soboh Petroleum (Cyprus) Ltd v. Hussein Ali Nasrat Abdallah κ.α., 

Πολ.  Έφ. Αρ. 69/2011, ημερ. 19.7.2013, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:  

 

«Το γεγονός ότι δικόγραφο περιέχει αχρείαστα ζητήματα δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει σε διαγραφή του, εφόσον δεν προκαλείται ζημιά στον αντίδικο. Εάν, όμως, σε δικόγραφο, περιέχονται ισχυρισμοί παντελώς άσχετοι (με τρόπο ώστε ο Αιτητής θα πρέπει να απαντήσει σε αυτούς), από τους οποίους θα προκληθούν έξοδα και καθυστέρηση στην υπόθεση, τότε αυτοί δικαιολογείται να διαγραφούν. Ισχυρισμοί που προβάλλονται για ανεντιμότητα και συμπεριφορά προσβλητική για τον αντίδικο, εφόσον δεν είναι σχετικοί με τα επίδικα ζητήματα, θεωρούνται σκανδαλώδεις».

 

Σε σχέση με τη σύνταξη του δικογράφου της Απάντησης, χρήζει μνείας το γεγονός ότι το συγκεκριμένο δικόγραφο, δεν αποτελεί το ορθό δικογραφικό forum για να προβληθεί αξίωση, ούτε για να διαφοροποιηθούν  τα γεγονότα που περιβάλλουν την αξίωση, ούτε και προσφέρεται ως εφαλτήριο τροποποίησης.[5]

 

Ως έχει επίσης νομολογηθεί, ο ενάγων έχει πάντοτε τη δυνατότητα να αντικρούσει τους όποιους ισχυρισμούς, με την Απάντησή του στην Υπεράσπιση.[6]

 

Σχετικά είναι τα όσα προβλέπει η Δ.19 Θ. 13:

 

«The defendant or plaintiff, as the case may be, must raise by his pleading all matters which show the action or counterclaim not to be maintainable, or that the transaction is either void or voidable in point of law, and all such grounds of defence or reply, as the case may be, as if not raised would be likely to take the opposite party by surprise, or would raise issues of fact not arising out of the preceding pleadings as, for instance, fraud, prescription or limitation of time, release, payment, performance, or facts showing illegality of any kind, or rendering the claim or counter-claim unenforceable».

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Έχοντας κατά νου τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα και τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, προχωρώ σε εξέταση της υπό κρίση Αίτησης.

 

Κρίνω σκόπιμο στο σημείο αυτό να παραθέσω συνοπτικώς το περιεχόμενο των παραγράφων της Απάντησης, των οποίων ζητείται η διαγραφή:

 

Παράγραφοι 4, 4.1, 4.2, 4.3: Οι παράγραφοι αυτοί απορρίπτουν το περιεχόμενο της παραγράφου 3 της Υπεράσπισης, στην οποία, μεταξύ άλλων, δικογραφείται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η Εναγόμενη διέθετε σύστημα ασφάλειας και υγείας το οποίο γνώριζαν οι εργοδοτούμενοί της, περιλαμβανομένου του Ενάγοντος, ο οποίος ήταν έμπειρος σεφ και τμηματάρχης, υπεύθυνος της κουζίνας και μεγάλου αριθμού προσωπικού-υφισταμένων του.

 

Ειδικότερα, στις εν λόγω παραγράφους της Απάντησης, αναφέρεται ότι η Εναγόμενη δεν διέθετε σύστημα ασφάλειας και υγείας και κάτι τέτοιο δεν ήταν σε γνώση του προσωπικού, το οποίο δεν εκπαιδεύτηκε σε θέματα ασφάλειας και υγείας, ενώ ουδέποτε ανατέθηκαν στον Ενάγοντα καθήκοντα επιτήρησης και/ή επίβλεψης και/ή εφαρμογής των κανόνων ασφάλειας και υγείας.

 

Παράγραφοι 5.1, 5.3 και 5.5: Οι παράγραφοι αυτοί απορρίπτουν το περιεχόμενο της παραγράφου 4 της Υπεράσπισης, όπου δικογραφείται ότι ο Ενάγων ήταν αρχιμάγειρας, τμηματάρχης και υπεύθυνος της κουζίνας και μεγάλου αριθμού προσωπικού-υφισταμένων του, είχε δε υπό την ευθύνη του την πιστή τήρηση, εφαρμογή και εποπτεία των κανόνων ασφάλειας και υγείας που αφορούσαν την κουζίνα.

 

Ειδικότερα, στις εν λόγω παραγράφους της Απάντησης, δικογραφούνται λεπτομερώς τα κατ’ ισχυρισμό καθήκοντα του Ενάγοντος, καθώς επίσης και ο ισχυρισμός ότι η Εναγόμενη όφειλε να εκπαιδεύει το προσωπικό της.

Παράγραφοι 6, 6.1 – 6.7, 6.9, 6.10 και 6.12: Οι παράγραφοι αυτοί απορρίπτουν το περιεχόμενο των παραγράφων 5, 6 και 7 της Υπεράσπισης και δίδεται η εκδοχή του Ενάγοντος.

 

Ειδικότερα, στις αναφερόμενες παραγράφους της Υπεράσπισης, δικογραφείται ότι ο Ενάγων άσκησε πίεση στην Εναγόμενη για την αγορά παγωτού και ανέλαβε την ευθύνη παραγγελίας, παραλαβής και εγκατάστασης της εν λόγω μηχανής, παρατίθενται δε λεπτομέρειες αναφορικά με την άφιξη και εγκατάσταση της αναφερόμενης μηχανής στο ξενοδοχείο και στην κατ’ ισχυρισμό παράβαση των καθηκόντων του Ενάγοντος.

 

Μέρος της παραγράφου 9: Μέσω της παραγράφου αυτής απορρίπτεται το περιεχόμενο της παραγράφου 10 της Υπεράσπισης, όπου δικογραφείται, μεταξύ άλλων, ότι ο Ενάγων επέστρεψε την επόμενη μέρα στην εργασία του.

 

Συγκεκριμένα, στην εν λόγω φράση της παραγράφου 9 της Απάντησης, αναφέρεται ότι ο Ενάγων επανήλθε στην εργασία του την επομένη του τραυματισμού του λόγω επαγγελματικής συνείδησης.

 

Μέρος της παραγράφου 11: Συγκεκριμένα ζητείται διαγραφή της φράσης στην οποία αναφέρεται ότι ο Ενάγων δεν έτυχε εκπαίδευσης από την Εναγόμενη, η οποία όφειλε να προβλέψει και να παρέχει ασφαλές σύστημα εργασίας στον Ενάγοντα.

 

Στην παράγραφο 11 ο Ενάγων αρνείται το περιεχόμενο των παραγράφων 12 – 36 της Υπεράσπισης, μέσω των οποίων, μεταξύ άλλων, αποδίδεται από την Εναγομένη η ευθύνη στον Ενάγοντα για το επίδικο συμβάν, καθώς δεν συμμορφώθηκε με τις οδηγίες τις Εναγομένης και τους κανόνες, ενήργησε αυτοβούλως και εξέθεσε με τις ενέργειές του τον εαυτό του σε κίνδυνο. Περαιτέρω, στην παράγραφο 35(κε), η Εναγόμενη, μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ότι εκπαίδευσε τον Ενάγοντα και ότι παρείχε στους υπαλλήλους της κατάλληλα και ασφαλή μέσα και εξοπλισμό.

 

Έχοντας αναφέρει τα ανωτέρω, εν πρώτοις σημειώνω ότι από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, δεν αναδύεται διαφοροποίηση της βάσης της αγωγής του Ενάγοντα.

 

Διερχόμενη της Έκθεσης Απαίτησης, διαπιστώνω ότι στην παράγραφο 6 αυτής δικογραφείται ότι ο ισχυρισμός ότι το επίδικο ατύχημα οφείλεται στην αποκλειστική αμέλεια και/ή παράβαση των εκ του Νόμου απορρεόντων καθηκόντων της Εναγομένης, η οποία όφειλε να παράσχει στον Ενάγοντα ασφαλή χώρο εργασίας, παρατίθενται δε σχετικές λεπτομέρειες.

 

Υπενθυμίζεται, ότι δεν αναμένεται σε δικόγραφο να παρατίθεται είτε μαρτυρία, είτε νομική επιχειρηματολογία. Ό,τι λοιπόν προκύπτει από το περιεχόμενο του δικογράφου της Απάντησης, είναι πώς μέσω αυτού απαντώνται οι ισχυρισμοί της άλλης πλευράς, δυνατότητα η οποία παρέχεται στην πλευρά του Ενάγοντος από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.

 

Περαιτέρω, από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, δεν θεωρώ ότι έχει αναδειχθεί ότι οι ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της Απάντησης δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης.

 

Σε σχέση δε με την φράση της παραγράφου 9 της Απάντησης, της οποίας ζητείται η διαγραφή, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εναγομένης, πρόκειται για ισχυρισμό που έρχεται σε αντίθεση με την Έκθεση Απαίτησης, στην οποία δικογραφείται ότι ο Ενάγων δεν επέστρεψε στην εργασία του.

 

Διερχόμενη της Έκθεσης Απαίτησης, διαπιστώνω ότι επί του θέματος αυτού δικογραφείται ότι ο Ενάγων εξήλθε από το Νοσοκομείο με οδηγίες και εργαζόταν με πόνους για περίπου μία εβδομάδα. Ακολούθησαν ιατρικές εξετάσεις και χειρουργική επέμβαση και παρέμεινε κλινήρης για αρκετό διάστημα και δεν επέστρεψε ξανά στην εργασία του. Τούτων λεχθέντων, δεν θεωρώ ότι η συγκεκριμένη παράγραφος είναι αντιφατική με την Έκθεση Απαίτησης.

 

Εν πάση δε περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι ο Ενάγων δεν δικαιούται μέσω του δικογράφου της Απάντησης να εισάξει νέα βάση αγωγής και τούτο αποτελεί ζήτημα το οποίο δυνατό να αξιολογηθεί και κατά το ακροαματικό στάδιο της υπόθεσης.

 

Ως εκ των άνω, δεν δύναμαι να καταλήξω σε συμπέρασμα περί δυσμενούς επηρεασμού των δικαιωμάτων της Εναγομένης, ενόψει του ότι η τελευταία δεν δύναται να απαντήσει στα όσα περιλαμβάνονται στην Απάντηση του Ενάγοντος, ως η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εναγομένης.

 

Επιπρόσθετα, από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου και λαμβανομένου υπόψη του ότι το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της υπόθεσης στο παρόν στάδιο, δεν θεωρώ ότι προκύπτει ότι οι αιτούμενες προς διαγραφή παράγραφοι δεν είναι αναγκαίες ή ότι είναι σκανδαλώδεις ή καταχρηστικές ή ότι τείνουν να περιπλέξουν ή να προκαταβάλουν ή να καθυστερήσουν την όλη εκδίκαση της αγωγής.

 

Σημειώνω επίσης, ότι οι αιτούμενοι προς διαγραφή ισχυρισμοί δεν είναι ασαφείς ώστε να προκαλούν αμηχανία, αλλά ούτε και προκύπτει να προκαταβάλλουν με οποιοδήποτε τρόπο τη διαδικασία.

 

Ούτε και δύναμαι να καταλήξω σε συμπέρασμα ότι υπάρχουν στο δικόγραφο της Απάντησης ισχυρισμοί οι οποίοι να μπορούν να θεωρηθούν σκανδαλώδεις, κατά τον τρόπο που προνοεί η σχετική νομολογία, εφόσον δια των παραγράφων των οποίων η Εναγόμενη αιτείται τη διαγραφή, δεν προκύπτει ότι δικογραφούνται άσχετοι ισχυρισμοί, δια των οποίων να αποδίδεται στην Εναγομένη ανεντιμότητα ή προσβλητική συμπεριφορά.

 

Αναφορικά με τον λόγο ένστασης σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό αντικανονικότητα της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση, διαπιστώνω ότι αυτός δεν προωθείται μέσω της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου του Ενάγοντα, συνεπώς θεωρείται εγκαταλειφθείς.

 

 

 

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, δεν κρίνω ότι στην προκειμένη περίπτωση είναι ορθό και δίκαιο, όπως ενεργοποιηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου ώστε να διαταχθεί η διαγραφή μέρους του δικογράφου της Απάντησης.

 

Συνεπακόλουθα, η Αίτηση απορρίπτεται και η εξέταση οιουδήποτε άλλου ισχυρισμού παρέλκει.

 

Αναφορικά με τα έξοδα της Αίτησης, αυτά επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντος και εναντίον της Εναγομένης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, εφόσον δεν κρίνω ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ώστε αυτά να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα.

 

 

 

 

(Υπ.)………………………

                                                                                        Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.  

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Καλλικάς ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 1238 και Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490.

[2] Παναγιώτης Παρλατά ν. Στέλλας Δημητρίου, Πολ. Εφ. 387/09 ημερ. 21.5.2009.

[3] Cyber Group Ltd ν. Κ. Χαραλαμπίδης (2004) ΙΓ Α.Α.Δ. 1852.

[4] Esquire Holding Ltd v. Tsentas Developers Ltd κ.ά, Π.Ε. 191/2015, ημερ. 23.3.2016.

 

[5] Alikhani v. Προδρόμου (2012) 1 Α.Α.Δ. 657, Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Βλάχου κ.α., Πολ. Εφ. Αρ. 194/2023 ημερ. 25.10.2019.

 

[6] Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 1 ΑΑΔ 745.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο