
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
ΣΥΝΘΕΣΗ: N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.
Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.
Ε. Μιντή, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 2218/24
Δημοκρατία
Κατηγορούσα Αρχή
ν.
1. A.C.A.
2. B.W.J.
Κατηγορούμενοι
12 Μαρτίου 2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Κατηγορούσα Αρχή : κα Η. Ζησίμου για Γενικόν Εισαγγελέα (για ν’ ακούσει την απόφαση ο κ. Α. Δημοσθένους)
Για τους Κατηγορούμενους 1 και 2: κ. Χ. Μεσαρίτης
Κατηγορούμενοι 1 και 2 παρόντες
Π Ο Ι Ν Η
Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2, κατόπιν δικής τους παραδοχής, κρίθηκαν ένοχοι σε διάφορες κατηγορίες.
Πιο συγκεκριμένα, κρίθηκαν από κοινού ένοχοι στις ακόλουθες κατηγορίες:
§ Απόπειρα ληστείας, κατά παράβαση του άρθρου 284 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (Kατηγορία 1).
§ Κάλυψη προσώπου με προσωπίδα, με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 296(ε) του Κεφ. 154 (Kατηγορία 5).
§ Κοινή επίθεση, κατά παράβαση του άρθρου 242 του Κεφ. 154 (Kατηγορία 6).
§ Απειλή, κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Κεφ. 154 (Kατηγορία 7) και
§ Οπλοφορία προς διέγερση τρόμου, κατά παράβαση του άρθρου 80 του Κεφ. 154 (κατηγορία 9).
Επίσης, ο Κατηγορούμενος 1 κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της μεταφοράς επιθετικού όπλου, ήτοι μιας σιδερογροθιάς, χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση ή εύλογη δικαιολογία, κατά παράβαση του άρθρου 3(1) του Περί Επιθετικών Όπλων (Απαγόρευση) Νόμου, Κεφ.159 (Kατηγορία 4), ενώ ο Κατηγορούμενος 2 κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες της μεταφοράς μαχαιριού που καταλήγει σε αιχμηρή άκρη, εκτός της οικίας του, κατά παράβαση του άρθρου 82(2) του Κεφ. 154 (κατηγορία 2) και της μεταφοράς επιθετικού όπλου (του ίδιου μαχαιριού), κατά παράβαση του άρθρου 3(1) του Περί Επιθετικών Όπλων (Απαγόρευση) Νόμου, Κεφ.159 (Kατηγορία 3).
Α. Γεγονότα
Τα γεγονότα, ως αυτά εκτέθηκαν από την κατηγορούσα αρχή έχουν ως εξής.
1. Οι Κατηγορούμενοι κατάγονται από το Ηνωμένο Βασίλειο και είναι ηλικίας 21 ετών. Αφίχθηκαν στην Κύπρο ως τουρίστες την 6.5.2024 και θα αναχωρούσαν στις 13.5.2024. Διατηρούσαν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους και διέμεναν στο ίδιο δωμάτιο του συγκροτήματος διαμερισμάτων με την ονομασία KAOS Hotel Apartments στην Αγία Νάπα, από τις 11.5.2024.
2. Ο H.T. (στο εξής «ο Παραπονούμενος»), ηλικίας 29 ετών, κατάγεται από το Πακιστάν και κατά τον επίδικο χρόνο εργαζόταν στο κατάστημα με την ονομασία Twins Shop, το οποίο βρίσκεται στην λεωφόρο Νίσσι στην Αγία Νάπα. Την 12.5.2024, περί τις 5:00 το πρωί, ενόσω ο τελευταίος βρισκόταν στην εργασία του και καθόταν έξω από το κατάστημα, είδε δύο ψηλούς, άγνωστους άνδρες, ήτοι τους Κατηγορούμενους, οι οποίοι φορούσαν μπλούζες στο κεφάλι τους καλύπτοντας το πρόσωπο τους (κατηγορία 5). Συγκεκριμένα, ο Κατηγορούμενος 1 φορούσε μπλε φανέλα σαν μάσκα, καλύπτοντας το πρόσωπο του, άσπρη φανέλα και μαύρο παντελονάκι μαγιό, ενώ ο Κατηγορούμενος 2 φορούσε στο κεφάλι του σαν μάσκα, μια μαύρη μπλούζα, καλύπτοντας το πρόσωπό του, μαύρο μαγιό και δεν φορούσε μπλούζα. Ο Κατηγορούμενος 1 επίσης, είχε τατουάζ στο πόδι του.
3. Οι Κατηγορούμενοι προσέγγισαν τον Παραπονούμενο και τον ρώτησαν αν είχε «χόρτο» (weed) για να τους πωλήσει, με τον ίδιο να τους απαντά αρνητικά. Ακολούθως, απαίτησαν από τον Παραπονούμενο να τους δώσει χρήματα, αλλά αυτός τους απάντησε ότι δεν έχει. Αμέσως μετά, έτρεξαν στο εσωτερικό του καταστήματος προς τη μηχανή του ταμείου, με τον Παραπονούμενο να τρέχει και εκείνος για να προστατεύσει την μηχανή του ταμείου. Τότε, ο Κατηγορούμενος 2 ανέσυρε μαχαίρι τύπου stainless steel το οποίο κατέληγε σε μυτερή άκρη, με μαύρη χειρολαβή μήκους 10 εκατοστών και λεπίδα μήκους 25 εκατοστών με δοντάκια στην μια πλευρά, το οποίο είχε μεταφέρει από το διαμέρισμα του συγκροτήματος διαμερισμάτων στο οποίο διέμενε (κατηγορίες 2 και 3), ενώ ο Κατηγορούμενος 1 κρατούσε σιδερογροθιά (κατηγορία 4). Όταν ο Παραπονούμενος αντίκρισε τους Κατηγορούμενους οπλισμένους, με τα προαναφερόμενα επιθετικά όργανα, φοβήθηκε (κατηγορία 9).
4. Ακολούθως, οι Κατηγορούμενοι, οπλισμένοι με τα πιο πάνω επιθετικά όργανα, απαίτησαν από τον Παραπονούμενο τρεις φορές να τους δώσει χρήματα από το ταμείο, απειλώντας τον ότι θα του έκαναν κακό προτάσσοντας το μαχαίρι (κατηγορία 7), πλην όμως αυτός αρνήθηκε με αποτέλεσμα ο Κατηγορούμενος 1 να τον κτυπήσει με το κεφάλι του στο μέτωπο, προκαλώντας του μελανιά πάνω από το αριστερό του μάτι (κατηγορία 1). Οι Κατηγορούμενοι συνέχισαν να προσπαθούν να πάρουν χρήματα από τη μηχανή του ταμείου, με τον Παραπονούμενο να προσπαθεί να τους σταματήσει, βγάζοντας τους εν τέλει σιγά σιγά έξω από το κατάστημα. Στο μεταξύ στον χώρο, έφτασε για βοήθεια και ένας άλλος υπάλληλος που εργαζόταν στο κατάστημα, ο οποίος βρισκόταν τη δεδομένη στιγμή στην αποθήκη του καταστήματος στον πάνω όροφο και άκουσε θόρυβο από το περιστατικό. Οι Κατηγορούμενοι βγήκαν στο εξωτερικό του καταστήματος και ο Παραπονούμενος μαζί με τον άλλο υπάλληλο εισήλθαν στο κατάστημα. Σε αυτό το σημείο, ο Κατηγορούμενος 2 έπιασε ένα σταχτοδοχείο από το τραπέζι που βρισκόταν έξω από το κατάστημα και το πέταξε προς το μέρος όπου βρισκόταν ο Παραπονούμενος και το άλλο πρόσωπο, μέσα στο κατάστημα, σπάζοντας το, ενώ ο Κατηγορούμενος 1 κτύπησε το ψυγείο που βρισκόταν έξω από το κατάστημα, άνοιξε ένα τενεκαδάκι αναψυκτικού και το πέταξε μέσα στο κατάστημα, προς το μέρος του Παραπονούμενου και του άλλου υπαλλήλου και έσπασε (κατηγορία 6). Στη συνέχεια οι Κατηγορούμενοι έτρεξαν μακριά από το κατάστημα, ενώ η σιδερογροθιά που φορούσε ο Κατηγορούμενος 1, έπεσε στο έδαφος έξω από το κατάστημα.
5. Μετά το περιστατικό, ο Παραπονούμενος τηλεφώνησε στον εργοδότη του, ο οποίος κάλεσε την Αστυνομία η οποία έφτασε στο κατάστημα και παρέλαβε ως τεκμήριο την σιδερογροθιά. Από επιθεώρηση των πλάνων κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης το οποίο κατέγραψε μέρος του περιστατικού, διαπιστώθηκε ότι ο Κατηγορούμενος 1 είχε τατουάζ στο πόδι του.
6. Οι Κατηγορούμενοι επέστρεψαν στο διαμέρισμα όπου διέμεναν στο συγκρότημα Kaos Hotel Apartments, μάζεψαν τα προσωπικά τους αντικείμενα και έφυγαν. Γύρω στις 6:00 το πρωί της ίδιας ημέρας, ζήτησαν από τον Β.Ν., οδηγό ταξί, να τους μεταφέρει στο αεροδρόμιο. Όταν ο τελευταίος επιχείρησε να βάλει τις βαλίτσες τους στο πορτμπακάζ του οχήματος, αυτοί αρνήθηκαν αναφέροντας του ότι βιάζονται και θέλουν τις βαλίτσες τους δίπλα τους, στις πίσω θέσεις των επιβατών όπου κάθονταν. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, ένας εκ των Κατηγορούμενων έκλαιγε. Η όλη συμπεριφορά τους προκάλεσε υποψία στον οδηγό ταξί, ότι πρόκειται για τα πρόσωπα που είχαν διαπράξει τα αδικήματα στο κατάστημα Twins Shop, γεγονός για το οποίο είχε ενημερωθεί προηγουμένως από άλλο οδηγό ταξί, με αποτέλεσμα να ενημερώσει τον ιδιοκτήτη του καταστήματος και μέλος της Αστυνομίας, επιβεβαιώνοντας και ότι ο ένας εκ των δύο επιβαινόντων, ήτοι ο Κατηγορούμενος 1, είχε τατουάζ στο πόδι του. Όταν έφθασαν στο αεροδρόμιο, δεν πλήρωσαν τον οδηγό ταξί για τη διαδρομή. Ακολούθως, στο αεροδρόμιο, οι Κατηγορούμενοι ανακόπηκαν από μέλος της Αστυνομίας, ο οποίος είχε πληροφορηθεί για το περιστατικό και τους ανέμενε με σκοπό την εξακρίβωση των στοιχείων τους.
7. Στις 12.5.2024, οι Κατηγορούμενοι συνελήφθησαν και αφού τους επεξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης τους και τα δικαιώματα τους και τους επιστήθηκε η προσοχή τους στον νόμο, ο μεν Κατηγορούμενος 1 απάντησε «I was drunk», ο δε Κατηγορούμενος 2 «I am apologise». Την ίδια μέρα, λήφθηκε ανακριτική κατάθεση τόσο από τον Κατηγορούμενο 1, όσο και από τον Κατηγορούμενο 2, παρουσία της δικηγόρου τους, κατά τη διάρκεια της οποίας αμφότεροι απάντησαν στις ερωτήσεις και τοποθέτησαν τον εαυτό τους στην σκηνή κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, προβάλλοντας κάποιους ισχυρισμούς. Περαιτέρω, ο Κατηγορούμενος 2, την ίδια ημέρα, κατόπιν επιθυμίας του, προέβη σε υποδείξεις σκηνών. Κατά τη διάρκεια των υποδείξεων των σκηνών, υπέδειξε σε μέλος της Αστυνομίας το μαχαίρι το οποίο είχε στην κατοχή του κατά την διάπραξη των αδικημάτων, το οποίο είχε πετάξει σε χωράφι απέναντι από το ξενοδοχείο «La Casa Di Napa» και δίπλα από το «Silver Sea Complex», σε σημείο με πυκνή βλάστηση, το οποίο παραλήφθηκε ως τεκμήριο. Επίσης, υπέδειξε το κατάστημα με την ονομασία «Twins Shop» αναφέροντας «This is where the incident happened».
8. Την 13.5.2024, παρουσιάστηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, το οποίο διέταξε την κράτηση τους για περίοδο 8 ημερών.
9. Την ίδια ημέρα, ο Κατηγορούμενος 2 προέβη σε θεληματική κατάθεση στην οποία ομολόγησε τη διάπραξη των αδικημάτων, ισχυριζόμενος όμως ότι σκοπός τους ήταν να κλέψουν τσιγάρα.
10. Τέλος, την 15.5.2024, ο Κατηγορούμενος 1, κατόπιν επιθυμίας του, προέβη και αυτός με τη σειρά του σε υποδείξεις σκηνών.
Ως αναφέρθηκε, οι Κατηγορούμενοι δεν βαρύνονται με προηγούμενες καταδίκες και τελούν υπό κράτηση (στο πλαίσιο της παρούσας) από τις 21.5.2024.
Γ. Αγόρευση προς Μετριασμό
Ο συνήγορος των Κατηγορούμενων ζήτησε όπως ληφθεί υπόψιν η παραδοχή τους, το λευκό ποινικό τους μητρώο, η μεταμέλεια και απολογία τους, η συνεργασία τους με τις αρχές, ενώ περαιτέρω κάλεσε το Δικαστήριο να προσμετρήσει προς όφελος τους και τις προσωπικές τους περιστάσεις, υιοθετώντας προς τούτο και τις εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας, τονίζοντας αφενός το νεαρό της ηλικίας τους και αφετέρου τις ιδιαίτερες προσωπικές τους περιστάσεις.
Περιπλέον κάλεσε το Δικαστήριο να προσμετρήσει και τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, προωθώντας τη θέση πως αυτά διαπράχθηκαν κατόπιν κατανάλωσης υπερβολικής ποσότητας αλκοόλ και τονίζοντας πως οι Κατηγορούμενοι δεν αποκόμισαν κανένα όφελος.
Επίσης, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι δεν θα πρέπει να επιβληθούν διαδοχικές ποινές αλλά μια ποινή στις κατηγορίες, οι οποίες «αφορούν τα ίδια γεγονότα και οι ίδιες οι κατηγορίες αλληλεπικαλύπτονται», ότι θα πρέπει να επιβληθεί ποινή στα σοβαρότερα αδικήματα, αλλά και ότι η έναρξη έκτισης της ποινής θα πρέπει να είναι η ημερομηνία που τέθηκαν υπό κράτηση στο πλαίσιο της παρούσας ήτοι η 12.5.24. Τέλος, εισηγήθηκε την αναστολή τυχόν ποινής φυλάκισης που θα τους επιβληθεί.
Δ. Νομική Πτυχή
Σε σχέση με το αδίκημα της απόπειρας ληστείας (κατηγορία 1), το οποίο αντιμετωπίζουν αμφότεροι οι Κατηγορούμενοι, σημειώνουμε πως προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι επτά έτη, ενώ η προβλεπόμενη ποινή αυξάνεται σε φυλάκιση διά βίου αν ο υπαίτιος είναι οπλισμένος με επικίνδυνο ή επιθετικό όπλο ή όργανο ή συνοδεύεται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή αν κατά ή αμέσως πριν ή αμέσως μετά το χρόνο της επίθεσης, τραυματίσει, κτυπήσει, πλήξει ή χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε άλλη μορφή σωματικής βίας εναντίον άλλου[1]. Δεδομένου βεβαίως ότι στην προκειμένη περίπτωση οι Κατηγορούμενοι, σύμφωνα με τα γεγονότα, ενήργησαν από κοινού και κατά το χρόνο της διάπραξης ήταν οπλισμένοι με επικίνδυνα επιθετικά όργανα, ήτοι μαχαίρι και σιδερογροθιά, ενώ περαιτέρω επιτέθηκαν και κτύπησαν τον Παραπονούμενο, τραυματίζοντας τον, είναι προφανές ότι η προβλεπόμενη ποινή που τυγχάνει εφαρμογής για την κατηγορία 1 είναι η δια βίου φυλάκιση.
Από εκεί και πέρα, για το αδίκημα της κάλυψης προσώπου με προσωπίδα (κατηγορία 5), προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε έτη[2], για το αδίκημα της απειλής (κατηγορία 7), προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 3 έτη[3], ενώ για το αδίκημα της οπλοφορίας προς διέγερση τρόμου (κατηγορία 9), προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι δύο έτη[4]. Για το αδίκημα δε της κοινής επίθεσης (κατηγορία 6), προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 1 έτος ή χρηματική ποινή μέχρι €1708 ή και οι δύο αυτές ποινές μαζί[5].
Σε ό,τι αφορά τώρα το αδίκημα της μεταφοράς επιθετικού όπλου χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση ή εύλογη δικαιολογία, το οποίο αντιμετωπίζουν και οι δύο Κατηγορούμενοι (βλ. κατηγορίες 4 και 3 αντιστοίχως), προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 2 έτη, διαζευκτικά ή σε συνδυασμό με χρηματική ποινή ύψους μέχρι €2562[6]. Το δε αδίκημα της μεταφοράς μαχαιριού που καταλήγει σε μυτερή άκρη εκτός κατοικίας (κατηγορία 2), το οποίο αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 2, σημειώνουμε πως τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος[7].
Η σοβαρότητα όλων των αδικημάτων που διέπραξαν οι Κατηγορούμενοι, με προεξάρχουσα βέβαια αυτή του αδικήματος της απόπειρας ληστείας που είναι και το σοβαρότερο εκ των αδικημάτων που αντιμετωπίζουν, είναι αδιαμφισβήτητη και εμφαίνεται κατ’ αρχάς από τις προαναφερθείσες προβλεπόμενες στο νόμο ποινές, οι οποίες με βάση και τη σχετική επί του θέματος νομολογία αποτελούν την αφετηρία για σκοπούς προσδιορισμού και επιμέτρησης της αρμόζουσας ποινής. Ιδιαίτερα δε στην προκειμένη περίπτωση, όπου υπό τις περιστάσεις διάπραξης του το αδίκημα της απόπειρας ληστείας επισύρει μέχρι και δια βίου φυλάκιση, θεωρούμε τη σοβαρότητα του δεσπόζουσας σημασίας στη διαδικασία επιμέτρησης της ποινής (βλ. κατ’ αναλογίαν Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ 232).
Η σοβαρότητα του αδικήματος της ληστείας βέβαια έχει τονιστεί και σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ως προκύπτει μέσα από τη σχετική νομολογία (βλ. Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 50, Μακρή v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 15 και Κrzysztof Dygdalowicz v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 11/21 ημερομηνίας 4.11.22), πρόκειται για αποτρόπαιο έγκλημα που προκαλεί κυρίως αισθήματα φόβου και ανασφάλειας στους πολίτες, αφού στρέφεται τόσο εναντίον της περιουσίας όσο και εναντίον της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου, προκαλώντας σωματικό πόνο ή και τρόμο στο θύμα κατόπιν άσκησης σωματικής ή και ψυχολογικής βίας σ' αυτό. Είναι δηλαδή αδίκημα, το οποίο ενέχει στοιχεία επικινδυνότητας και βλάβης στο θύμα, το οποίο καθίσταται έρμαιο στις διαθέσεις του εγκληματία, ο οποίος ενεργεί από θέση ισχύος. Είναι επίσης αδίκημα που ενέχει επίδειξη βίας με σκοπό τον εκφοβισμό και εξαναγκασμό του θύματος και παραβιάζει κάθε έννοια πολιτισμένης συμπεριφοράς, προκαλεί ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνει συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη.
Δεν διαλανθάνει βεβαίως την προσοχή μας ότι στην προκειμένη περίπτωση αυτό που έχουν παραδεχθεί οι Κατηγορούμενοι είναι την απόπειρα ληστείας, δηλαδή προσπάθεια αφαίρεσης περιουσίας δια της βίας αλλά και υπό την απειλή χρήσης της. Το γεγονός δε ότι στην περίπτωση που ο δράστης είναι μεταξύ άλλων οπλισμένος µε επικίνδυνο ή επιθετικό όπλο ή όργανο και επίσης επιτέθηκε και κτύπησε άλλο (ως είναι η προκειμένη περίπτωση) τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι και δια βίου, δεν μεταβάλλει το γεγονός πως το αδίκημα (της ληστείας) στην περίπτωση της απόπειρας δεν έχει ολοκληρωθεί.
Η κατά τα ανωτέρω διαφοροποίηση που εντοπίζεται καθ’ όσον αφορά την απόπειρα ληστείας εν αντιθέσει με αυτό καθ’ αυτό το αδίκημα της ληστείας, δεν διαφοροποιεί κατά πρώτον λόγο το στίγμα της σοβαρότητας του αδικήματος που έγκειται στο ότι με την χρήση βίας ή υπό την απειλή χρήσης της σκοπείται η αφαίρεση περιουσίας που ανήκει σε ανυποψίαστους και φιλήσυχους πολίτες. Ούτε κατά δεύτερον διαφοροποιεί το γεγονός πως το αδίκημα της απόπειρας ληστείας εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της παλαιάς αλλά δυστυχώς ακόμα επίκαιρης διαπίστωσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως αδικήματα κατά της περιουσίας αλλά και αδικήματα που ενέχουν το στοιχείο της βίας, ανεξάρτητα από την ακριβή μορφή που λαμβάνουν, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας και παρατηρείται έξαρση στη διάπραξη τους (βλ. Dygdalowicz (ανωτέρω) όπου γίνεται αναφορά στις Αντάρτης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 138, Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 104 και Abed v. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 128). Διαπίστωση στην οποία και εμείς αναπόφευκτα οδηγούμαστε, ένεκα της επαναλαμβανόμενης ενασχόλησης μας με τέτοιου είδους υποθέσεις. Οι επικίνδυνες διαστάσεις που έχει προσλάβει το έγκλημα δημιουργούν ανησυχία, αγωνία και προβληματισμό στην κυπριακή κοινωνία.
Δεν θεωρούμε ότι αποτελεί υπερβολή να πούμε ότι αδικήματα αυτού του είδους και δη ληστείες, πολλές μάλιστα εκ των οποίων έχουν ως στόχο ανυποψίαστους υπαλλήλους ή ιδιοκτήτες περιπτέρων, οι οποίοι καταλαμβάνονται εξ απίνης από τους δράστες, αποτελούν δυστυχώς πλέον μέρος της καθημερινότητας μας, καθιστώντας το φαινόμενο αυτό μάστιγα για την κοινωνία. Ό,τι δε ανησυχεί ιδιαίτερα, είναι η ευκολία με την οποία, αφενός φαίνεται να αποφασίζουν πλέον οι δράστες να επιλύσουν τα οικονομικά τους προβλήματα καταφεύγοντας σε εγκλήματα αυτού του είδους και αφετέρου (η ευκολία) με την οποία τα προσχεδιάζουν, χρησιμοποιώντας αντικείμενα που εύκολα εντοπίζονται στο εμπόριο (π.χ. μαχαίρια) και τα οποία σε συνδυασμό με τη χρήση ακόμα και πρόχειρων μέσων που καλύπτουν το πρόσωπο, επιτυγχάνουν να τρομοκρατήσουν τα θύματα για να ενδώσουν στις παράνομες απαιτήσεις τους.
Αυτή ακριβώς η έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη αυτής της φύσεως αδικημάτων καθιστά εντονότερο το στοιχείο της αποτροπής στον καθορισμό της ποινής, εξ ου και τα Δικαστήρια αντιμετωπίζουν αδικήματα αυτού του είδους με αυστηρότητα. Υπενθυμίζεται βεβαίως και η αρχή ότι επιβάλλεται η καταφυγή σε αυστηρότερες ποινές όταν διαπιστώνεται αυξητική τάση, επιμονή ή έξαρση στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων (βλ. Cotorceanu κ.α. v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφέσεις 84/20 και 87/20, ημερ. 17.2.21, όπου έγινε αναφορά στις Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ 551 και ΧΧΧ Selmani κ.α. v. Δημορκατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 και 236/13 ημερ. 5.10.16).
Ο βαθμός βίας που χρησιμοποιείται και η έκθεση ή μη σε κίνδυνο ανθρώπινης ζωής είναι παράγοντες που συντείνουν στον καθορισμό του ύψους της ποινής, η οποία σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα ένεκα της εγγενούς σοβαρότητας του εν λόγω αδικήματος.
Δεν έχουμε εντοπίσει απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που να πραγματεύεται ως κύριο αδίκημα την απόπειρας ληστείας. Όμως οι ποινές για το αδίκημα της ληστείας κυμαίνονται, αναλόγως των γεγονότων και περιστάσεων των κατηγορουμένων, μεταξύ 2-10 ετών, πράγμα το οποίο παρέχει απλά κάποια ένδειξη ως προς το μέτρο τιμωρίας του ολοκληρωμένου αδικήματος (βλ. Φανάρας (ανωτέρω), Σταύρου «Φάντη» v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ 61, Abundanza (ανωτέρω), Παπέττας v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ 236, Κυριάκου v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ 154, Cotorceanu (ανωτέρω), Dygdalowicz (ανωτέρω)).
Ασφαλώς η παρούσα διαφοροποιείται, εφόσον το αδίκημα της ληστείας στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει ολοκληρωθεί. Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν είναι αρκούντως σοβαρή επί των δικών της όρων, ιδίως αν ληφθεί υπόψιν ότι το γεγονός ότι οι Κατηγορούμενοι εν τέλει δεν αποκόμισαν οικονομικό όφελος, δεν οφείλεται σε δεύτερες τυχόν σκέψεις τους, αλλά αφενός στην υπομονή και την άμεση αντίδραση του Παραπονούμενου, ο οποίος παρά τον φόβο που του προκλήθηκε, κατάφερε να τους οδηγήσει έξω από το κατάστημα και αφετέρου στην παρουσία του συναδέλφου του, ο οποίος άκουσε την φασαρία και έσπευσε να βοηθήσει. Ό,τι δε αναδύεται από τα γεγονότα του πρωινού της 12.5.24 είναι ενέργειες επικίνδυνες και πλήρως απαξιωτικές για τα δικαιώματα του Παραπονούμενου, ο οποίος ανυποψίαστος εκτελούσε τα εργασιακά του καθήκοντα στο επίδικο περίπτερο, στο οποίο οι Κατηγορούμενοι αφού εισήλθαν οπλισμένοι με μαχαίρι και σιδερογροθιά, υπό το κράτος τρόμου και προκαλώντας πανικό, επιχείρησαν να αποσπάσουν οικονομικό όφελος, χωρίς κανένα σεβασμό στην προσωπικότητα του θύματος ή στη σωματική του ακεραιότητα, το οποίο όχι μόνο απείλησαν και του προκάλεσαν φόβο, αλλά περαιτέρω ο Κατηγορούμενος 1 το κτύπησε με το κεφάλι του στο μέτωπο του, προκαλώντας του μελανιά πάνω από το αριστερό του μάτι. Δεν διέλαθε βεβαίως την προσοχή μας ότι ο τραυματισμός του Παραπονούμενου δεν ήταν σοβαρός, όμως αυτό δεν δύναται να εξαλείψει τα αισθήματα φόβου και πανικού που προφανώς προκλήθηκαν σ’ αυτόν.
Επισημαίνεται δε ότι οι Κατηγορούμενοι μετά το κτύπημα στον Παραπονούμενο, όχι μόνον δεν εγκατέλειψαν τον παράνομο σκοπό τους αλλά συνέχισαν να προσπαθούν να πάρουν χρήματα από τη μηχανή του ταμείου, ενώ εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως ακόμα και μετά που έγινε κατορθωτό από τον Παραπονούμενο να τους βγάλει έξω από το περίπτερο, με τη βοήθεια του συναδέλφου του που προσέτρεξε για βοήθεια, ο Κατηγορούμενος 2 έριξε σταχτοδοχείο που βρισκόταν στο τραπέζι έξω από το Κατάστημα και ο Κατηγορούμενος 1 τενεκεδάκι με αναψυκτικό, μέσα στο κατάστημα, προς το μέρος που βρίσκονταν ο Παραπονούμενος και ο συνάδελφος του. Στοιχεία που δείχνουν βεβαίως το μέγεθος της αναλγησίας και της εγωιστικής συμπεριφοράς των Κατηγορούμενων, οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ στο τέλος αντέδρασαν με τον πιο πάνω τρόπο επειδή εμποδίστηκαν από το να κλέψουν τα χρήματα του ταμείου.
Το δε γεγονός ότι οι Κατηγορούμενοι μετέβησαν στο κατάστημα έχοντας στην κατοχή τους το μαχαίρι και τη σιδερογροθιά, δείχνει πως δεν ενήργησαν παρορμητικά, αλλά καθόλα προσχεδιασμένα, στοιχείο επιβαρυντικό. Περιπλέον, το γεγονός ότι κάλυψαν το πρόσωπο τους με τον τρόπο που αναφέρθηκε στο πλαίσιο των γεγονότων, πέραν του ότι ενισχύει το προσχεδιασμένο του εγκλήματος τους, υπό την έννοια της λήψης προφύλαξης για να μην αναγνωριστούν, εντείνει και τον εγγενή τρόμο που αισθάνεται το θύμα, ευρισκόμενο απέναντι από άγνωστα άτομα με καλυμμένο πρόσωπο, των οποίων τις προθέσεις δεν μπορεί να γνωρίζει ή να προβλέψει.
Παρά τα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν σημειώνουμε πως η σοβαρότητα των αδικημάτων και η ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση τους, δεν μειώνει σε καμμιά περίπτωση την ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής, ούτως ώστε αυτή να αρμόζει στο πρόσωπο των συγκεκριμένων Κατηγορούμενων. Το καθήκον εξατομίκευσης της ποινής δεν ατονεί ακόμη και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής.
Στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής και προς όφελος αμφότερων των Κατηγορουμένων, λαμβάνουμε υπόψιν ως ελαφρυντικά τα εξής:
- Tο λευκό τους ποινικό μητρώο, ένδειξη η οποία μας επιτρέπει να αποδεχθούμε την εισήγηση, ότι η συμπεριφορά που επέδειξαν, παρά τη σοβαρότητα της, ήταν μεμονωμένη και όχι συστηματική.
- Τη συνεργασία τους με την Αστυνομία κατά το ανακριτικό στάδιο και την παραδοχή τους στις κατηγορίες που κρίθηκαν ένοχοι, η οποία παρότι δεν ήταν άμεση, εντούτοις επήλθε σε χρόνο πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Ως προς τη βαρύτητα που μπορεί να αποδοθεί στην παραδοχή, αυτή ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση. Όπου συμβάλλει αποτελεσματικά στη διερεύνηση της υπόθεσης και πηγάζει από πραγματική μεταμέλεια του κατηγορούμενου, έχει μεγαλύτερη αξία. Επίσης μεγαλύτερη αξία δύναται να αποδοθεί στην παραδοχή σε υποθέσεις όπου η απόδειξη του αδικήματος θα ήταν χρονοβόρα και δύσκολη (βλ. Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ.442). Στην προκειμένη περίπτωση, όπου οι Κατηγορούμενοι παραδέχτηκαν την εμπλοκή τους στη διάπραξη των αδικημάτων κατά το ανακριτικό στάδιο και προέβησαν στο πλαίσιο αυτό και σε υποδείξεις σκηνών, με τον Κατηγορούμενο 2 να υποδεικνύει μάλιστα και το μαχαίρι το οποίο είχε στην κατοχή του στο σημείο όπου το πέταξε, σε συνδυασμό με την λοιπή μαρτυρία και τη σύνδεση του Κατηγορούμενου 1 και με το τατουάζ στο πόδι του, είναι σαφές ότι δεν άφηναν πολλά περιθώρια άλλης επιλογής στους Κατηγορούμενους από την παραδοχή. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν παραβλέπεται ότι σε περίπτωση μη παραδοχής θα απαιτείτο κάποια διαδικασία και υπολογίσιμος χρόνος για την απόδειξη των αδικημάτων. Επομένως, η παραδοχή τους προσμετράται προς όφελος τους ως μετριαστικός παράγοντας που δικαιολογεί σχετική έκπτωση στην ποινή που θα τους επιβληθεί (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ.28).
- Τη μεταμέλεια τους, ως εμφαίνεται μέσα από την συνεργασία και την παραδοχή τους αλλά και την απολογία τους, ως αυτή εκφράστηκε δια μέσου του συνηγόρου τους.
- Όσον αφορά τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, αποτελεί θέση του συνηγόρου της υπεράσπισης ότι οι Κατηγορούμενοι διέπραξαν τα αδικήματα ενώ είχαν καταναλώσει υπερβολική ποσότητα αλκοόλ. Η εν λόγω θέση ουδόλως έχει αμφισβητηθεί και συναφώς αποδεχόμαστε ότι κατά τη διάπραξη των αδικημάτων οι τελευταίοι τελούσαν υπό την επήρεια αλκοόλης και κατ’ επέκταση ότι λόγω της κατάστασης στην οποία τελούσαν αμβλύνθηκε ο αυτοέλεγχος τους και επήλθε χαλαρότητα στις πράξεις τους, στοιχείο που μετριάζει τη σοβαρότητα των εγκλημάτων που διέπραξαν[8], χωρίς ωστόσο ο παράγοντας αυτός να δύναται να διαγράψει τα αισθήματα φόβου και πανικού αλλά και τον τραυματισμό του Παραπονούμενου, ούτε βεβαίως τη σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζουν.
- Ως προς το ότι δεν είχαν κάποιο οικονομικό όφελος, σημειώνουμε πως τούτο λαμβάνεται μεν υπόψη ως ένα γεγονός, όμως δεν θεωρούμε πως θα πρέπει να αποδοθεί σε αυτό το στοιχείο κάποια σημαντική αξία. Υπενθυμίζουμε ότι οι Κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν το αδίκημα της απόπειρας ληστείας, επειδή ακριβώς αποπειράθηκαν να κλέψουν χρήματα και δεν τα κατάφεραν. Και τούτο όχι επειδή υπαναχώρησαν από τον παράνομο σκοπό τους αλλά, ως ήδη αναφέρθηκε και πιο πάνω, λόγω της αντίδρασης του Παραπονούμενου, ο οποίος τους απέτρεψε.
- Πέραν των πιο πάνω, λαμβάνουμε υπόψη και τις προσωπικές, οικογενειακές και άλλες περιστάσεις των Κατηγορούμενων, όπως αυτές αναδύονται από τις Εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας αλλά και ως περαιτέρω αναλύθηκαν από τον συνήγορο τους, με αναφορά και σε έγγραφα που προσκομίστηκαν (τεκμήρια Β-Δ).
Συγκεκριμένα λαμβάνουμε υπόψη κατ’ αρχάς, ότι πρόκειται για άτομα νεαρής ηλικίας, αφού πρόκειται για άτομα ηλικίας 21 ετών και τα οποία κατάγονται από την Αγγλία.
Ειδικά για τον Κατηγορούμενο 1, λαμβάνουμε υπόψη ότι η μητέρα του έχει αποβιώσει το 2020 και ότι προ του θανάτου της, την φροντίδα της είχε αναλάβει ο ίδιος λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε (κατά πλάκα σκλήρυνση). Μετά το θάνατο της, ο πατέρας του τέλεσε δεύτερο γάμο, ενώ ο ίδιος και ο αδελφός του μετακινήθηκαν σε Στέγη, λόγω βίας που τους ασκούσε ο πατέρας τους. Έχει άλλα δύο αδέλφια, ηλικίας 18 και 22 ετών, εκ των οποίων το μικρότερο έχει τεθεί υπό τη νομική φροντίδα του αγγλικού κράτους λόγω της απουσίας του Κατηγορούμενου. Φοίτησε στο σχολείο μέχρι την ηλικία των 16 ετών, ενώ στη συνέχεια εργαζόταν σε κουζίνα εστιατορίου και για δύο μήνες πριν έρθει στην Κύπρο, σε αποθήκη.
Στην Αγγλία διαμένει σε διαμέρισμα που του παραχωρήθηκε από το αγγλικό κράτος, λόγω των οικογενειακών του συνθηκών. Από σχέση που διατηρεί δε, έχει αποκτήσει ένα παιδί, ηλικίας δύο ετών σήμερα[9]. Τους τελευταίους μήνες που βρίσκεται υπό κράτηση, έχει διαδικτυακή επικοινωνία με το παιδί του περί τις δύο φορές το μήνα. Επίσης, ο Κατηγορούμενος 1 παρακολουθείται από ψυχίατρο και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Στο παρελθόν έκανε χρήση ουσιών, την οποία όμως σταμάτησε μετά τη γέννηση του παιδιού του.
Στο σημείο αυτό αναφέρεται ότι από την έκθεση που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο (Τεκμήριο Β), η οποία συντάχθηκε από λειτουργό των υπηρεσιών για παιδιά και οικογένειες του Leicestershire County Council, η οποία παρακολουθεί τον Κατηγορούμενο 1 από τον Ιούνιο του 2021, προκύπτει η πορεία του τελευταίου από τη στιγμή που τέθηκε υπό τη φροντίδα της τοπικής αρχής λόγω της φυσικής και συναισθηματικής βίας που ασκείτο σε βάρος του από τον πατέρα του μέχρι σήμερα. Ο Κατηγορούμενος 1 περιγράφεται ως ευγενικό, στοργικό και διακριτικό άτομο, με σεβασμό για τους άλλους και ο οποίος εργάζεται σκληρά για να προσφέρει στον ίδιο και την οικογένεια του. Είναι δε πολύ καλός πατέρας και ως αναφέρεται η κατάσταση με την κράτηση του, θα έχει συνέπειες στη σχέση με το παιδί του εφόσον δεν είναι σε θέση να το φροντίζει. Ό,τι άλλο θα πρέπει να επισημανθεί από την εν λόγω έκθεση, είναι ότι το σπίτι που του παραχωρήθηκε ενδέχεται να του αποστερηθεί από το τοπικό συμβούλιο της κοινότητας λόγω της απουσίας του, γεγονός το οποίο θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στον ίδιο όταν θα αφεθεί ελεύθερος.
Ερχόμενοι στον Κατηγορούμενο 2, λαμβάνουμε υπόψη ότι είναι παντρεμένος με ομοεθνή και συνομήλικη του[10], η οποία μετά τη σύλληψη του έμαθε ότι είναι έγκυος αλλά αναγκάστηκε να διακόψει την κύηση της αφού δεν μπορούσε να προχωρήσει στην γέννηση του παιδιού τους, με τον ίδιο να είναι απών. Προέρχεται δε από καλή οικογένεια. Ο πατέρας του εργάζεται στην αγγλική κυβέρνηση και η μητέρα του είναι δασκάλα, ενώ έχει άλλα δύο ανήλικα αδέλφια.
Φοίτησε στο σχολείο μέχρι τα 16 του έτη και στη συνέχεια υπηρέτησε στον βρετανικό στρατό για τέσσερα έτη, ωστόσο λόγω προβλημάτων ψυχικής υγείας που αντιμετώπιζε, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την υπηρεσία. Για κάποιο διάστημα, είχε υπηρετήσει και στις Αγγλικές βάσεις στην Κύπρο. Μετά την αποχώρηση του από τον στρατό λόγω των ψυχολογικών του προβλημάτων, ξεκίνησε την κατανάλωση αλκοόλ. Ο Κατηγορούμενος πάσχει από διαταραχή ελλειματικής προσοχής και μετατραυματικό στρες αφού είδε τον φίλο του να δέχεται πυρά στην Ουκρανία, όταν στάλθηκαν για παροχή βοήθειας στον πόλεμο. Για τα πιο πάνω, παρακολουθείται από ψυχίατρο και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.
Όταν θα επιστρέψει στην Αγγλία, προγραμματίζει να μετακομίσει στο σπίτι της εκ μητρός γιαγιάς της συζύγου του, όπου διαμένει η τελευταία και να εργαστεί ως οικοδόμος.
- Για αμφότερους τους Κατηγορούμενους λαμβάνουμε υπόψη τις δυσμενείς επιπτώσεις της ενδεχόμενης φυλάκισης στους ίδιους, οι οποίοι όντες αλλοδαποί δεν θα έχουν ούτε την ευκαιρία να τους επισκέπτονται τα άτομα της οικογένειας τους, αλλά και τις επιπτώσεις στις οικογένειες τους και δη στην σύντροφο, το παιδί και τα αδέλφια του Κατηγορούμενου 1, και στην σύζυγο του Κατηγορούμενου 2. Επιπρόσθετα των πιο πάνω, συνεκτιμούμε και το διάστημα κατά το οποίο τελούν υπό κράτηση οι Κατηγορούμενοι, καθώς και τη γενικότερη αγωνία που βιώνουν αναμένοντας την ολοκλήρωση της παρούσας διαδικασίας, σημειώνοντας βέβαια πως οι πιο πάνω παράγοντες παρότι λαμβάνονται υπόψιν, αφού αποτελούν επίσης μετριαστικούς παράγοντες, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους της ποινής, ιδίως όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.32 και Αναστασίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2005) 2 Α.Α.Δ.492, 513).
Ως προς το νεαρό της ηλικίας των Κατηγορούμενων, σημειώνουμε ότι το νεαρό της ηλικίας ενός Κατηγορούμενου αναγνωρίζεται ως ισχυρός μετριαστικός παράγοντας[11]. Επομένως οι Κατηγορούμενοι, ως νεαρά πρόσωπα ηλικίας 21 ετών, αναμένουν μεγαλύτερη επιείκεια[12] και σίγουρα η μεταχείριση τους στην προκειμένη περίπτωση θα διαφέρει από την μεταχείριση της οποίας θα τύγχανε ένας ώριμος ενήλικας, αν βρισκόταν στη θέση τους. Από την άλλη βεβαίως, έχουμε επίσης υπόψη μας και οφείλουμε να επαναλάβουμε ότι παρόλο που η ηλικία λαμβάνεται υπόψη, εντούτοις δεν αφήνεται να εξουδετερώσει την ανάγκη για προστασία της κοινωνίας (βλ. Velcu v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 100/2019, ημερ. 20.1.2019)[13]. Ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση, όπου μέσα από τον αριθμό των υποθέσεων που άγονται ενώπιον μας, διαπιστώνουμε ότι αδικήματα αυτής της φύσεως σε πολλές περιπτώσεις διαπράττονται από άτομα ιδιαίτερα νεαρής ηλικίας, όπως συμβαίνει δηλαδή και στην προκειμένη περίπτωση με τους Κατηγορούμενους 1 και 2.
Συνεκτιμώντας αφενός τη σοβαρότητα και την ανάγκη για αποτροπή και αφετέρου όλα τα προαναφερθέντα ελαφρυντικά στοιχεία, κρίνουμε οποιαδήποτε άλλη ποινή εκτός από την ποινή της φυλάκισης ως ανεπαρκή και ακατάλληλη για την παρούσα περίπτωση.
Κατ’ ακολουθία όλων των πιο πάνω, επιβάλλουμε σε κάθε ένα εκ των Κατηγορούμενων 1 και 2 ποινή φυλάκισης 4 ετών στην κατηγορία 1.
Δεν επιβάλλουμε ποινή στις λοιπές κατηγορίες, εφόσον θεωρούμε ότι τα γεγονότα που τις στοιχειοθετούν περιλαμβάνονται στην πρώτη κατηγορία.
Η ποινή φυλάκισης που έχει επιβληθεί στους Κατηγορούμενους 1 και 2 θα είναι άμεση και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 117(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, η ποινή να μειωθεί κατά το χρονικό διάστημα που οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 τελούν σε προφυλάκιση, ήτοι από τις 21.5.2024.
(Υπ.) …………………………………
Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) …………………………………
Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ……..…………………………..
Ε. Μιντή, Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Βλ. το άρθρο 284 του Κεφ.154.
[2] Βλ. το άρθρο 296(ε) του Κεφ.154.
[3] Βλ. το άρθρο 91Α του Κεφ.154.
[4] Βλ. το άρθρο 80 του Κεφ.154.
[5] Βλ. το άρθρο 242 του Κεφ.154.
[6] Βλ. το άρθρο 3(1) του Κεφ.159.
[7] Βλ. το άρθρο 82(2) του Κεφ.154.
[8] Βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Τσιολή (1991) 2 Α.Α.Δ. 194 και Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 417.
[9] Βλ. Τεκμήριο Γ.
[10] Βλ. Τεκμήριο Δ.
[11] βλ. Ευαγγέλου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 138/2020, ημερ. 27.4.21, ECLI:CY:AD:2021:B176, καθώς επίσης το σύγγραμμα του Γ. Μ. Πική «Sentencing in Cyprus», 2η έκδ. 2007, σελ. 88-90.
[12] βλ. Evtim Rumerov Iliev v Δηµοκρατίας, Ποιν. Έφ.218/16, ηµερ. 18.1.18.
[13] βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κ.α. (2000) 2 ΑΑΔ 304, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 83, Cotorceanu κ.α. v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφέσεις 84/20 και 87/20, ημερ. 17.2.21.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο