
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
ΣΥΝΘΕΣΗ: N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.
Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.
Ε. Μιντή, Ε.Δ.
Ποιν. Υπόθεση: 168/24
Δημοκρατία
ν.
Σ.Λ.
Κατηγορούμενος
4 Φεβρουαρίου 2025
Ε Μ Φ Α Ν Ι Σ Ε Ι Σ:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα
Για τον Κατηγορούμενο: κ. Κ. Χριστοδουλίδης
Κατηγορούμενος παρών
ΠΟΙΝΗ
Ο Kατηγορούμενος, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της παράνομης κατοχής 111,3 γραμμαρίων κάνναβης, με σκοπό την προμήθεια τους σε άλλο πρόσωπο, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 6(1)(3), 30 και 30Α, του Πρώτου Πίνακα Μέρος ΙΙ και του Τρίτου Πίνακα, του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου, Ν. 29/77 (κατηγορία 1).
Περαιτέρω κρίθηκε ένοχος, κατόπιν παραδοχής, στα αδικήματα της κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, κατά παράβαση των άρθρων 4(1) και 51 του Περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου, Ν.113(Ι)/2004 (κατηγορία 2), της παράνομης κατοχής πυρομαχικών πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β κατά παράβαση των άρθρων 4(1), 6 και 51 του Ν. 113(Ι)/2004 (κατηγορία 3) και της κατοχής εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια κατά παράβαση των άρθρων 2 και 4(4)(δ) του Περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54 (κατηγορία 4).
Α. Γεγονότα
Τα γεγονότα σε σχέση με την κατηγορία 1 εμφαίνονται στην τελική απόφαση ημερ. 22.1.25 και δεν κρίνουμε σκόπιμο να τα επαναλάβουμε στο σύνολο τους. Αρκεί να σημειώσουμε πως σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, στις 07.01.2024 o M.K.1 μαζί με άλλα μέλη της Αστυνομίας, διεξήγαγαν έρευνα στην οικία του Κατηγορούμενου, δυνάμει εντάλματος έρευνας, στην παρουσία του τελευταίου, στο πλαίσιο της οποίας εντοπίστηκαν τόσο τα αντικείμενα των κατηγοριών 2-4 όσο και η ποσότητα κάνναβης που αποτελεί το αντικείμενο της πρώτης κατηγορίας (Τεκμήριο 3 στη διαδικασία) καθώς και δύο σπαστήρες που περιείχαν ίχνη κάνναβης (Τεκμήρια 2 και 4). Ο Κατηγορούμενος όταν του υποδείχθηκε το εν λόγω ένταλμα έρευνας ανέφερε «Δεν έχω πρόβλημα, πίννω καμιά ψιλούα για να τζοιμηθώ», ενώ κατά τον εντοπισμό των δέκα καλύκων πιστολιού ανέφερε «Έφερα τους που την Βουλγαρία». Ανάλογη απάντηση έδωσε και σε σχέση με το αβολίδωτο φυσίγγιο, ενώ για τον μύλο αλέσεως που εντοπίστηκε σε πάγκο της κουζίνας ανέφερε «Εν παλιό». Κατά τον εντοπισμό δε της ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης, που εντοπίστηκε σε παραδοσιακό κοφίνι στο υπονοδωμάτιο της οικίας του, δίπλα από το δεύτερο μύλο αλέσεως ο οποίος επίσης περιείχε ίχνη φυτικής ύλης, ανέφερε «Έν για να κάμνω τσάι. Έφερα το που το internet. Έχει που τον Άουστο που τζειμέσα» και για τον μύλο αλέσεως «Εν που την ίδια εταιρεία». Ακολούθως, κατά τον εντοπισμό του πιστολιού που αποτελεί αντικείμενο της δεύτερης κατηγορίας, σε συρτάρι κομοδίνου στο υπνοδωμάτιο του, ανέφερε «Εν δικό μου, εν αληθινό» ενώ κατά τον εντοπισμό ενός κάλυκα πιστολιού στο ίδιο συρτάρι κομοδίνου, ανέφερε «Εν όπως τους άλλους».
Από εξετάσεις δε που ακολούθησαν, στο Γενικό Χημείο του Κράτους, οι οποίες διενεργήθηκαν από τη Μ.Κ.2, διαπιστώθηκε από την τελευταία, ότι τα ίχνη ξηρής φυτικής ύλης που περιείχαν οι δύο σπαστήρες (Τεκμήρια 2 και 4) καθώς και η ξηρή φυτική ύλη που εντοπίστηκε στο κοφίνι (Τεκμήριο 3), ήταν κάνναβη, εμπίπτουσα στην κατηγορία των «ελεγχόμενων φαρμάκων» Τάξεως Β, εν τη εννοία του Ν.29/77. Συγκεκριμένα, διενεργήθηκε ποιοτικός έλεγχος σε σχέση με την εντοπισθείσα ξηρή φυτική ύλη επί των Τεκμηρίων 2-4, ο οποίος κατέδειξε πως δεν επρόκειτο για βιομηχανική κάνναβη αλλά ψυχαγωγική κάνναβη, της οποίας η κατοχή απαγορεύεται από τις διατάξεις του Ν. 29/77 ενώ σύμφωνα με τον ποσοτικό προσδιορισμό που διενεργήθηκε σε σχέση με το Τεκμήριο 3, η δραστική ουσία Δ.9-THC, προσδιορίστηκε σε ποσοστό 0,37% (0,34% αφαιρουμένης της διευρυμένης αβεβαιότητας της μεθόδου). Αποτέλεσε δε περαιτέρω κατάληξη του Δικαστηρίου, πως ο Κατηγορούμενος είχε γνώση της φύσεως του αντικειμένου που είχε στην κατοχή του, για τους λόγους που επεξηγούνται στην απόφαση του Δικαστηρίου, ενώ αποτέλεσε επίσης κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η ποσότητα της κάνναβης που κατείχε ο Κατηγορούμενος (111,3 γραμμάρια), ήταν τέτοια, που με βάση το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 30Α του Νόμου 29/77, τεκμαίρεται ότι κατείχετο με σκοπό την προμήθεια της σε άλλα πρόσωπα, τεκμήριο το οποίο, αποτέλεσε περαιτέρω κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο Κατηγορούμενος, απέτυχε ν’ ανατρέψει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.
Επί τούτου σημειώνουμε, ότι ο Κατηγορούμενος για την ποσότητα των 111,3 γραμμαρίων που εντοπίστηκε στην κατοχή του, είχε προβάλει τη θέση κατά την ακροαματική διαδικασία, πως δεν επρόκειτο για κάνναβη, η οποία εμπίπτει στην έννοια του «ελεγχόμενου φαρμάκου» εν τη εννοία του Ν. 29/77, ότι την είχε αγοράσει από διαδικτυακό κατάστημα το οποίο πωλεί νόμιμα προϊόντα κάνναβης, ότι ο ίδιος πίστευε ότι η περιεκτικότητα της δραστικής ουσίας Δ.9-THC, ήταν τέτοια που δεν την ενέτασσε στην έννοια του «ελεγχόμενου φαρμάκου», ενώ πέραν των ανωτέρω υποστήριξε και ότι ο σκοπός για τον οποίο την κατείχε, ήταν για να παρασκευάζει τσάι και όχι για να την προμηθεύει σε άλλα πρόσωπα. Όλες οι πιο πάνω θέσεις του, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο για τους λόγους που εξηγούνται με λεπτομέρεια, στην τελική απόφαση ημερομηνίας 22.01.25, όπως και οι θέσεις που προέβαλε μέσω του συνηγόρου του εν σχέσει με τους ελέγχους που διενήργησε η Μ.Κ.2 είτε ως προς της ακολουθηθείσασες μεθόδους είτε ως προς τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξε.
Καθ’ όσον αφορά τις κατηγορίες 2-4 τις οποίες παραδέχθηκε ο Κατηγορούμενος, σημειώνεται πως στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας είχαν δηλωθεί παραδεκτά γεγονότα τα οποία υιοθετήθηκαν για σκοπούς έκθεσης γεγονότων των εν λόγω κατηγοριών. Συγκεκριμένα δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι στις 07.01.24, ο Κατηγορούμενος, στον συνοικισμό ΑΗΚ στην Ορμήδεια, κατείχε πυροβόλο όπλο κατηγορίας Β, δηλαδή ένα πιστόλι (βραχύκαννο ημιαυτόματο πυροβόλο όπλο) μάρκας Sig Sauer P226, με τη φυσιογγιοθήκη του, χωρίς άδεια καθώς και πυρομαχικά, δηλαδή ένα αβολίδωτο φυσίγγιο, πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, επίσης χωρίς άδεια, το οποίο περιείχε εκρηκτική ύλη, διαπράττοντας έτσι τα αδικήματα της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης κατηγορίας. Ως προς τις περιστάσεις εντοπισμού τους και τις απαντήσεις που δόθηκαν από τον Κατηγορούμενο, υιοθετήθηκαν τα όσα προέκυψαν από την απόφαση του Δικαστηρίου και δη πως εντοπίστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας που είχε διενεργηθεί στις 7.1.24 στην οικία του Κατηγορούμενου. Ό,τι αναφέρθηκε επιπρόσθετα, ήταν πως το πιστόλι που εντοπίστηκε ήταν σε πολύ καλή και λειτουργήσιμη κατάσταση και πως οι κάλυκες που επίσης εντοπίστηκαν κατά την έρευνα, είχαν πυροβοληθεί από το εν λόγω πιστόλι, σε άγνωστο όμως, για την κατηγορούσα αρχή, χρόνο.
Τέλος, ως αναφέρθηκε ο Κατηγορούμενος δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες.
Β. Αγόρευση Μετριασμού
Ο συνήγορος του Κατηγορούμενου, ζήτησε όπως ληφθούν υπόψη προς όφελος του, το λευκό του ποινικό μητρώο, η παραδοχή του στις κατηγορίες 2-4, η μεταμέλεια και η απολογία του σε σχέση με τα αδικήματα των κατηγοριών αυτών, οι περιστάσεις διάπραξης όλων των αδικημάτων και ιδιαίτερα η απουσία παραγόντων που να καθιστούν το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας ιδιαίτερα σοβαρό στη βάση του άρθρου 30(4) του Ν. 29/77. Αναφορικά δε με την κατοχή του πιστολιού, ανέφερε ότι τούτο ανήκε στον πατέρα του, ότι το αβολίδωτο φυσίγγιο δεν ήταν διαμετρήματος που να ταιριάζει με το συγκεκριμένο όπλο, ότι εν πάσει περιπτώσει δεν το μετέφερε εκτός της οικίας ούτε ήταν έμφορτο και δεν είχε πρόθεση να το χρησιμοποιήσει.
Περιπλέον κάλεσε το Δικαστήριο να συνυπολογίσει και τις προσωπικές του περιστάσεις, υιοθετώντας προς τούτο τη σχετική έκθεση που ετοιμάστηκε από το Γραφείο Ευημερίας και εστιάζοντας στα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο πατέρας του, στον θάνατο και των δύο του γονέων, στο τροχαίο δυστύχημα στο οποίο ενεπλάκη και τα συνεπακόλουθα κατάλοιπα που του έμειναν έκτοτε αλλά και στις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει, τονίζοντας ιδιαίτερα πως τώρα έχει εξεύρει εργασία στην Αγγλία, την οποία έχει αποδεχτεί, με ημερομηνία έναρξης της εργοδότησης την 1.3.25. Επίσης, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη τις επιπτώσεις από την τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης στον ίδιο, δεδομένης της επικείμενης εργοδότησης του αλλά και του ότι πρόκειται για ουσιοεξαρτημένο πρόσωπο, το οποίο ακολουθεί πρόγραμμα απεξάρτησης και έχει καταφέρει στο παρόν στάδιο να μείνει μακριά από τα ναρκωτικά. Τέλος, κάλεσε το Δικαστήριο να αντιμετωπίσει τον Κατηγορούμενο με κάθε δυνατή επιείκεια και να αναστείλει τυχόν ποινή φυλάκισης, που ήθελε επιβάλει.
Γ. Νομική Πτυχή
Αναμφίβολα, τα αδικήματα που διέπραξε ο Κατηγορούμενος, είναι ιδιαίτερα σοβαρά. Ενδεικτική της σοβαρότητας τους, είναι η προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή, στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, για σκοπούς προσδιορισμού του είδους και ύψους της ποινής που θα επιβληθεί (βλ. Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γεν. Εισαγγελέας v. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9, Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 40/15, ημερ. 25.11.16 και Δημοκρατία v Λαζαρή, Ποιν. Έφ. 25/21, ημερ. 8.3.22), ECLI:CY:AD:2022:D89.
Για το αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια[1], που είναι και το σοβαρότερο επί του κατηγορητηρίου από απόψεως προβλεπόμενης ποινής, προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι και δια βίου ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές. Ως δε χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Μ. Παπανικόλα, Ποιν. Έφ.214/2021, ημερ.19.1.2024 από την επιλογή αυτή του νομοθέτη: «…καθίσταται αυταπόδεικτη η σοβαρότητα των αδικημάτων και ιδίως αυτού της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλους. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση η διαπίστωση πως η πρόβλεψη της ύψιστης ποινής φυλάκισης για το συγκεκριμένο αδίκημα αντικατοπτρίζει τη διηνεκή ανησυχία του Νομοθέτη και τη με αυτό τον τρόπο δεδηλωμένη πρόθεσή του για εξάλειψη του φαινομένου της προμήθειας ναρκωτικών σε άλλους.»
Για τα αδικήματα της κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β[2] και της παράνομης κατοχής πυρομαχικών πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β[3], προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και 15 έτη, διαζευκτικά ή σε συνδυασμό με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €42.715. Για το δε αδίκημα της κατοχής εκρηκτικών υλών[4], προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και 10 έτη, διαζευκτικά ή σε συνδυασμό με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €5.000.
Πέραν όμως της προβλεπόμενης ποινής, η σοβαρότητα των αδικημάτων αυτών και η συνακόλουθη ανάγκη για επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών, προκύπτει και από την ίδια τη φύση τους αλλά και από τις ολέθριες συνέπειες που επιφέρει η διάπραξη τους ευρύτερα στην κοινωνία.
Ειδικότερα καθ’ όσον αφορά το αδίκημα της παράνομης κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια τους σε άλλα πρόσωπα, το Ποινικό Εφετείο της χώρας μας σκιαγράφησε περιεκτικά τη σοβαρότητα του εν λόγω αδικήματος στην υπόθεση Παπανικόλα (ανωτέρω) με αναφορά και σε παλαιότερες υποθέσεις:
« Αναμφίβολα την ανησυχία του Νομοθέτη για την εξάπλωση και διασπορά των ναρκωτικών συμμερίζονται και τα ημεδαπά Δικαστήρια όλων των βαθμίδων, τα οποία στα πλαίσια των δικών τους αρμοδιοτήτων συμμετέχουν στην προσπάθεια εξάλειψής τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία σε πάρα πολλές περιπτώσεις κατά τα τελευταία έτη να τονίσει την αδήριτη ανάγκη για επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών στα πλαίσια των προσπαθειών πάταξης της μάστιγας των ναρκωτικών.
Στην υπόθεση Κλεομένης v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 350 αναφέρθηκαν τα εξής:
«Αν και πιστεύουμε ότι επαναλαμβάνουμε εαυτούς και τα τετριμμένα, κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε την κατ' επανάληψη επισήμανση της νομολογίας μας «πως τα ναρκωτικά έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα και καρκίνωμα της κοινωνίας μας, πληγές οι οποίες δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε από τη συχνότητα των υποθέσεων που έρχονται ενώπιον των δικαστηρίων, όχι μόνο δεν φαίνεται να υποχωρούν, αλλά επιδεινώνονται ραγδαία. Και στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι παραβάτες είναι πρόσωπα νεαρής ηλικίας. Είναι πραγματικά λυπηρό, οδυνηρό και τραγικό να διαπιστώνουμε πως η απώλεια ζωών, νέων κυρίως ανθρώπων, έχει γίνει μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας και πως η λίστα των νέων που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών και καθιστά την αυστηρή μεταχείριση των παραβατών επιτακτική».
Στη μεταγενέστερη υπόθεση Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/17, ημερ. 13.3.18, ECLI:CY:AD:2018:B110, με αναφορά στην προηγηθείσα νομολογία, τονίστηκε ότι:
«Μπορεί να αποτυπωθεί, ως απαύγασμα της εν λόγω νομολογίας, η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών, αποτρεπτικού χαρακτήρα, ακριβώς λόγω των ολέθριων αποτελεσμάτων που ενέχει η εγκληματική αυτή συμπεριφορά. Η αυστηρή μεταχείριση των παραβατών προβάλλει ως επιτακτική, δεδομένης της συχνότητας των υποθέσεων αυτής της μορφής που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων και της ραγδαίας επιδείνωσης του φαινομένου της κατοχής και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Η εξαθλίωση των θυμάτων, αλλά και η απώλεια ζωών, κυρίως νέων ανθρώπων, επιβάλλει τη δραστική παρέμβαση και συμμετοχή της δικαιοσύνης στην καθολική προσπάθεια αναχαίτισης της σύγχρονης μάστιγας των ναρκωτικών».
(Βλ. και Γλυκερίου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 171/20, ημερ. 8.7.22, ECLI:CY:AD:2022:B287).
Στην πολύ πιο πρόσφατη υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Πέτρου, Ποιν. Έφ. 71/22, ημερ. 1.12.22, μετά την επισήμανση ότι η κατάρα των ναρκωτικών έχει για τα καλά ριζώσει στον τόπο μας με ολέθριες συνέπειες όχι μόνο για τους παραβάτες, δυστυχώς νεαρούς, ακόμα και ανηλίκους αλλά και για την ίδια την κοινωνία, το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε ακόμα μια φορά ότι επιβάλλεται η επιβολή αυστηρών ποινών, ιδίως εκεί όπου η κατοχή των ναρκωτικών συνοδεύεται με πρόθεση εμπορίας ή με πρόθεση προμήθειας αυτών σε τρίτα πρόσωπα. Αναγκαιότητα η οποία υφίσταται και στην παρούσα περίπτωση.»
Στην υπόθεση Πέτρου (ανωτέρω) τονίστηκε και η άλλη, επίσης επαναλαμβανόμενη διαπίστωση των δικαστηρίων ότι: «[Η] έξαρση των αδικημάτων που αφορούν στην κατοχή, διακίνηση και εμπορία ναρκωτικών είναι δεδομένη». Διαπίστωση η οποία επιβεβαιώνεται και από την επαναλαμβανόμενη ενασχόληση μας με τέτοιου είδους υποθέσεις. Η έξαρση αυτής της φύσεως αδικημάτων θέτει σε κίνδυνο τα θεμέλια της κοινωνίας και τα Δικαστήρια έχουν υποχρέωση και καθήκον να πατάξουν τη διάθεση ναρκωτικών, οποιασδήποτε φύσης (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 466). Η συχνότητα με την οποία διαπράττονται τέτοιου είδους αδικήματα σε συνδυασμό με τις μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών που διακινούνται σε μια μικρή χώρα, όπως η Κύπρος, καθιστούν την επιβολή αποτρεπτικών ποινών, επιβεβλημένη. Ο αριθμός των θυμάτων αυξάνεται ανεξέλεγκτα και τα Δικαστήρια οφείλουν να προστατέψουν την κοινωνία και ιδιαίτερα τα νεαρά άτομα - που είναι πιο ευάλωτα -, από αυτό τον κίνδυνο (βλ. Παύλου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 44/2016, ημερ. 4.4.2019), ECLI:CY:AD:2019:B130. Θα ήταν αδιανόητο να μην υπάρχει και η ενεργός συμμετοχή της δικαιοσύνης στον καθημερινό αγώνα που γίνεται για την καταπολέμηση της μάστιγας των ναρκωτικών (βλ. Hadavand ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 359).
Αποτελεί επίσης πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων, παρά τις επιβληθείσες από τα Δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή, ακόμη αυστηρότερων ποινών (βλ. Selmani κ.ά ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 235/2013, ημερ. 5.10.2016, Πισσάς (ανωτέρω), Λουκά Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577 και Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551). Μολονότι τα Δικαστήρια επιβάλλουν αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές σε υποθέσεις ναρκωτικών, εντούτοις, αδικήματα αυτής της φύσεως αντί να παρουσιάζουν σημεία κάμψης, δυστυχώς παρουσιάζουν έξαρση. Αποτελεί δικαστική γνώση, η πλειάδα των καταδικαστικών αποφάσεων σε υποθέσεις που σχετίζονται με σοβαρές παραβάσεις του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου. Με αυτό δεδομένο, το καθήκον μας για αποτροπή καθίσταται ακόμη πιο επιτακτικό.
Στρεφόμενοι τώρα στα λοιπά αδικήματα για τα οποία κρίθηκε ένοχος ο Κατηγορούμενος, δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά για να γίνει αντιληπτό, πως πρόκειται επίσης για πολύ σοβαρά αδικήματα. Πράγμα το οποίο, εξάλλου, αναδύεται και μέσα από τη σχετική με το θέμα νομολογία, από την οποία προκύπτει ξεκάθαρα πως πρόκειται για αδικήματα ιδιαζόντως σοβαρά, τα οποία αντιμετωπίζονται με την ανάλογη αυστηρότητα. Διαφωτιστικά επί του προκειμένου ζητήματος, είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση Προκοπίου ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 433, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθετώντας και παραθέτοντας αυτούσιο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, επεσήμανε τα εξής:
«Η διάπραξη των αδικημάτων που σχετίζονται με την κατοχή και μεταφορά πυροβόλων όπλων είναι από τα πιο σοβαρά της ποινικής μας νομοθεσίας και αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό τόσο από τις προβλεπόμενες ποινές όσο και από τις ποινές οι οποίες επιβάλλονται. Πρόκειται για αδικήματα τα οποία ως εκ της φύσης τους εμπεριέχουν τον κίνδυνο κατά της σωματικής ακεραιότητας συνανθρώπων μας, της ζωής τους ή εκφοβισμού τους και ως εκ τούτου οι ποινές οι οποίες θα πρέπει να επιβάλλονται θα πρέπει να εμπεριέχουν τον αποτρεπτικό τους χαρακτήρα ενόψει των κινδύνων που ενέχει η παράνομη κατοχή και μεταφορά τους αλλά και τις δοκιμασίες στις οποίες έχει εκτεθεί η κυπριακή κοινωνία από την παράνομη κατοχή και μεταφορά πυροβόλων όπλων. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Θεοδούλου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. σελ. 206: «Η παράνομη κατοχή όπλων υπονομεύει την έννομη τάξη, οδηγεί στην αναρχία και δημιουργεί αίσθημα ανασφάλειας στους νομιμόφρονες πολίτες, στοιχείο που δεν έχει θέση σε μια Δημοκρατική κοινωνία».
…..
Σε μια χώρα όπως η Κύπρος, η οποία, από την ανεξέλεγκτη κατοχή όπλων έχει υποστεί ανεπανόρθωτη καταστροφή, δεν μπορούν παρά τα δικαστήρια να αντικρίζουν αδικήματα αυτής της μορφής με τη δέουσα σοβαρότητα.
Εκ προοιμίου η παράνομη κατοχή όπλου υπονομεύει την έννομη τάξη, δημιουργεί ανασφάλεια και τείνει να οδηγήσει άτομα σε εκδήλωση εγκληματικής δραστηριότητας που στοχεύει στην επιβολή του νόμου του ισχυρού, κάτι το οποίο δεν μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να γίνει αποδεκτό σε βάρος των φιλήσυχων και νομιμοφρόνων πολιτών αυτού του κράτους.»
Στην δε, απόφαση Παναγή ν. Δημοκρατίας, (2015) 2 Α.Α.Δ 875, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«.. η νομολογία θεωρεί την κατοχή και τη μεταφορά πυροβόλων όπλων άνευ αδείας ως εμπίπτουσες στα ιδιαιτέρως σοβαρά αδικήματα. Διαχρονική είναι επίσης η θέση της νομολογίας ότι η παράνομη κατοχή και χρήση πυροβόλων όπλων υπονομεύουν την έννομη τάξη, ανοίγουν το δρόμο για την αναρχία, θέτουν σε κίνδυνο ανυποψίαστους κυρίως πολίτες και εκθέτουν ολόκληρη την κοινωνία στο αίσθημα ανασφάλειας. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε επίσης τη δικαστική του γνώση ότι το φαινόμενο της παράνομης οπλοκατοχής και οπλοχρησίας δεν έχει υποχωρήσει με αποτέλεσμα να υπάρχει έξαρση στη διάπραξη παρομοίων αδικημάτων, με αντίστοιχη την υποχρέωση των Δικαστηρίων να επιβάλλουν αυστηρές και ταυτόχρονα αποτρεπτικές ποινές».
Δεν χωρεί επομένως καμμιά αμφιβολία, πως πρόκειται για ιδιαίτερα σοβαρά αδικήματα στα οποία αρμόζει, κατ' αρχήν, η απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, σε μια προσπάθεια θωράκισης της ίδιας της κοινωνίας αλλά και της έννομης τάξης, η προστασία των οποίων υπονομεύεται από την ανέλεγκτη και παράνομη κατοχή πυροβόλων όπλων ή και πυρομαχικών αυτών. Επιπλέον, ό,τι άλλο οφείλουμε να σημειώσουμε είναι πως, όπως και το αδίκημα της παράνομης κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια έτσι και τα αδικήματα της κατοχής πυροβόλου όπλου και κατοχής πυρομαχικών, είναι αδικήματα, τα οποία διαπράττονται με ιδιαίτερη συχνότητα, παράγοντας ο οποίος επιβάλλει, ανεξάρτητα από την αυταπόδεικτη σοβαρότητα τους, την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή και για αυτόν τον λόγο. Τούτο άλλωστε υποδείχθηκε στην υπόθεση Vero κ.α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 168/2013 και 169/2013, ημερ. 14.5.2015, όπου σημειώθηκαν τα εξής σχετικά: «Η έξαρση των εγκλημάτων οπλοφορίας καθιστά πλέον επιβεβλημένο το καθήκον της αποτροπής μέσω της τιμωρίας των παραβατών, προς προστασία του κοινωνικού συνόλου.»
Παρά ταύτα, η τιμωρία ως είναι καλά γνωστό, δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά μέτρο άμυνας έναντι παραβιάσεων του δικαίου και υπονόμευσης των αρχών. Κύριο μέλημα του Δικαστηρίου αποτελεί η προστασία της κοινωνίας, η οποία επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Η προστασία αυτή ποικίλει ανάλογα με την σοβαρότητα του εγκλήματος, ως αυτή αναδύεται από τις περιστάσεις διάπραξης κάθε αδικήματος και το στοιχείο της αποτροπής δεν είναι ασύνδετο με την εν λόγω αναδυθείσα σοβαρότητα. Οι συνέπειες του εγκλήματος, είναι επίσης παράγοντας ο οποίος προσμετρά στον καθορισμό της σοβαρότητάς του (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603).
Σε ό,τι αφορά την κατηγορία 1, το είδος, η ποσότητα των ναρκωτικών και ο σκοπός για τον οποίο κατέχονται συγκαταλέγονται, όπως φαίνεται και από τη σχετική νομολογία, μεταξύ των σοβαρών παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό της ποινής. Παρομοίως και στις λοιπές κατηγορίες, το είδος, ο σκοπός αλλά και οι περιστάσεις υπό τις οποίες κατέχονται το πυροβόλο όπλο, τα πυρομαχικά και η όποια εκρηκτική ύλη, όπως και οι πραγματικοί ή δυνητικοί κίνδυνοι που ελλοχεύουν από την κατοχή τους, είναι παράγοντες που συνυπολογίζονται επίσης στον καθορισμό της ποινής, επενεργώντας αναλόγως, επιβαρυντικά ή μετριαστικά. Πιο συγκεκριμένα όπου η κατοχή όπλου συνοδεύεται και από μεταφορά του, τότε η σοβαρότητα του αδικήματος εντείνεται. Καθίσταται δε ακόμη σοβαρότερο όπου η κατοχή και μεταφορά του, συνοδεύεται από την κατοχή πυρομαχικών έτσι που να καθίσταται δυνατή τη χρήση του (Νικολεττή v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 279, Γενικός Εισαγγελέας ν. Yevgen Chronyy (2006) 2 Α.Α.Δ. 177 και Μπενάκη ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 79/2016, ημερομηνίας 13.3.2018), ECLI:CY:AD:2018:B109. Αντίθετα, η χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο για εγκληματική ενέργεια, κατοχή όπλου και πυρομαχικών, αποτελεί στοιχείο μετριαστικό της παράνομης ενέργειας (Μαυραντωνίου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 A.A.Δ 333, Προδρόμου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 169 και R. v. Julia Ann French [1994] 15 Cr. App. R. 194).
Παραθέτουμε κατωτέρω, προηγούμενες αποφάσεις επιβληθεισών ποινών σε σχέση με τα αδικήματα για τα οποία κρίθηκε ένοχος ο Κατηγορούμενος, σημειώνοντας βεβαίως πως οι προηγούμενες αποφάσεις, αναφορικά με επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν όμως το δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο γιατί, η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ 1 και Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ 123).
Σε ό,τι αφορά την κατηγορία της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια:
Στην Βασιλείου κ.ά v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 583, αν και χαρακτηρίστηκε ως επιεικής η 12μηνη ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, για κατοχή 82,35γρ. κάνναβης, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό περιστάσεις όπου ο εφεσείων ήταν πρόσωπο λευκού μητρώου, το οποίο είχε παραδεχθεί αργοπορημένα και δη μετά από μερική ακρόαση και ευρίσκετο σε διάσταση με τη σύντροφο του, με την οποία δεν είχε αποκτήσει παιδιά ενώ λήφθηκαν υπόψη, ακόμα δύο υποθέσεις, που αφορούσαν μικροποσότητες προοριζόμενες για προσωπική χρήση.
Στην Ναζίπ v. Αστυνομίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 808, κρίθηκε αρμόζουσα η 18μηνη ποινή φυλάκισης σε 25χρονο, λευκού μητρώου, ο οποίος παραδέχθηκε ότι κατείχε 42,17γρ. φυτού κάνναβης με σκοπό την προμήθεια, ότι είχε ήδη προμηθεύσει άλλο πρόσωπο με τρία γραμμάρια, προβαίνοντας και ο ίδιος σε χρήση, ενώ λαμβανόταν υπόψη και άλλη υπόθεση για κατοχή που έλαβε χώρα επτά μήνες μετά και η οποία αφορούσε ποσότητα 19,77γρ. φυτού κάνναβης, επίσης με σκοπό προμήθειας της σε άλλα πρόσωπα. Ήταν άγαμος, είχε απεξαρτηθεί μέχρι την έφεση και υπήρχε διετής καθυστέρηση στην καταχώριση της υπόθεσης.
Στην Μίλτος Αποστόλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 153/2017, ημερομηνίας 27.09.2017, ECLI:CY:AD:2017:D321, η ποινή φυλάκισης 15 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα κατόπιν ακρόασης από το Επαρχιακό Δικαστήριο, στην κατηγορία της κατοχής 137,3348 γρ. κάνναβης, με σκοπό την προμήθεια, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Δέον να σημειωθεί πως ο εφεσείοντας, βαρύνετο με μια προηγούμενη καταδίκη και αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας.
Στην Βαρδάκη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 186/21, ημερ. 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B302, ποινή φυλάκισης 28 μηνών για κατοχή με σκοπό την προμήθεια 35,51 γραμμαρίων κάνναβης μετά από ακρόαση, σε 42χρόνο, άτομο λευκού ποινικού μητρώου, ο οποίος είχε στην κατοχή του και 3,14γρ. MDMA καθώς και 0,66γρ. κοκαΐνης (ήτοι ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α), μειώθηκε σε 18 μήνες ενόψει του ότι από τη διάπραξη του αδικήματος παρήλθαν 4 έτη και τρεις μήνες. Στην απόφαση τονίστηκε ότι ακόμη και όταν η κατοχή με σκοπό την προμήθεια αφορά σχετικά μικρές ποσότητες ναρκωτικών δεν ατονεί η ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής ένεκα των καταστροφικών συνεπειών της στην κοινωνία και στους νέους ειδικότερα.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν Μ. Παπανικόλα, Ποιν. Έφ.214/2021, ημερ.19.1.2024, το Εφετείο πρωτογενώς, επέβαλε στον Εφεσίβλητο, ποινή φυλάκισης 7 μηνών στην κατηγορία της κατοχής 96,41 γραμμαρίων κάνναβης, με σκοπό την προμήθεια τους, έπειτα από ανατροπή της αθωωτικής απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επισήμανε ωστόσο πως για τον καθορισμό της παραπάνω ποινής, λήφθηκε ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός πως το Εφετείο καλείτο να επιβάλει ποινή στον Εφεσίβλητο, 7 έτη μετά την διάπραξη των αδικημάτων και πως στον συγκατηγορούμενο του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο τον καταδίκασε κατόπιν παραδοχής, είχε επιβάλει ποινή φυλάκισης 9 μηνών, την οποία χαρακτήρισε ως επιεική, πλην όμως σημαίνουσας σημασίας στον καθορισμό της ποινής του εφεσίβλητου, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών.
Σε ότι αφορά τις κατηγορίες που αφορούν την κατοχή πυροβόλου όπλου και εκρηκτικών υλών:
Στην Νικολεττή ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 279, οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 ετών για κατοχή και μεταφορά πιστολιού, 3 ετών για κατοχή εκρηκτικών υλών, ήτοι 7 φυσιγγίων με τα οποία το πιστόλι ήταν οπλισμένο, 2 ετών για μεταφορά αντικειμένου κατασκευασμένου προς εκτόξευση επιβλαβούς υγρού και 4 μηνών για μεταφορά μάχαιρας που επιβλήθηκαν πρωτόδικα στον εφεσείοντα, ο οποίος ήταν λευκού ποινικού μητρώου και προέβη σε παραδοχή, επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο επισήμανε ότι στην προκειμένη περίπτωση, τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείων, προσλάμβαναν ιδιαίτερες διαστάσεις, με δεδομένο το ότι κατείχε και μετέφερε το όπλο ως εφόδιο της εργασίας του σε νυκτερινό κέντρο, συμπεριφορά που εγκυμονούσε ιδιαίτερα σοβαρούς κινδύνους για τρίτα πρόσωπα.
Στην Παπαγεωργίου (Γιάγκος) ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ 646, οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 ετών για κατοχή και μεταφορά ενός πιστολιού τύπου «Tapiq» και 6 μηνών για κατοχή εκρηκτικών υλών, δηλαδή 52 πλήρων φυσιγγίων, που επιβλήθηκαν στον λευκού ποινικού μητρώου εφεσείοντα, κατόπιν παραδοχής, επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο επισήμανε πως παρά το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση, η υπόθεση οδηγήθηκε εκδικάστηκε συνοπτικά, τούτο δεν αποτελούσε στοιχείο το οποίο να μειώνει τη σοβαρότητα των κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο εφεσείοντας.
Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Βασιλείου κ.α., (2007) 2 Α.Α.Δ. 84, οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, 3,5 ετών για τα αδικήματα της κατοχής πυροβόλου όπλου, 1 έτους για κατοχή φυσιγγιοθήκης, 6 μηνών για κατοχή σιγαστήρα όπλου και 2 ετών για κατοχή 17 φυσιγγίων, που επιβλήθηκαν στους εφεσίβλητους επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο απορρίπτοντας την έφεση που ασκήθηκε από μέρους του Γενικού Εισαγγελέα ο οποίος επικαλέστηκε ανεπάρκεια των πιο πάνω ποινών, ανέφερε πως το λευκό ποινικό μητρώο των εφεσιβλήτων, η άμεση παραδοχή και εξαρχής συνεργασία τους με την Αστυνομία η οποία οδήγησε στην αποκάλυψη των αδικημάτων, αποτελούσαν σοβαρούς μετριαστικούς παράγοντες που δικαιολογούσαν τις ποινές που τους επιβλήθηκαν.
Στην Μαυραντωνίου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 A.A.Δ 333, οι ποινές φυλάκισης 2,5 ετών που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα στην κατηγορία της κατοχής δύο πυροβόλων όπλων κατηγορίας Β εκ των οποίων το ένα έμφορτο με πλήρες φυσίγγιο και στην κατηγορία της κατοχής εκρηκτικών υλών, ήτοι 5 φυσιγγίων, οι οποίες διατάχθηκε όπως εκτελεστούν διαδοχικά με την ποινή των 6 μηνών που επιβλήθηκε στην κατηγορία της κατοχής 59,3521 γρ κάνναβης, μειώθηκαν σε 1,5 έτος έτσι ώστε το σύνολο της ποινής που θα εξέτιε ο εφεσείοντας (λαμβανομένης υπόψη και της διαδοχικής ποινής των 6 μηνών στην κατηγορία της κάνναβης), να είναι τα 2 έτη. Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού τόνισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων της κατοχής πιστολιού και εκρηκτικών υλών έκρινε ότι το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα αλλά και οι λόγοι που τον ώθησαν να εφοδιαστεί με τα πιστόλια και τα πυρομαχικά οι οποίοι συνδέονταν με τη διαταραγμένη ψυχική του υγεία, δικαιολογούσαν την μείωση της ποινής που του επιβλήθηκε στις εν λόγω κατηγορίες. Ο εφεσείων, κατά τον χρόνο που διέπραξε τα αδικήματα, έπασχε από παραληρητικές ιδέες διωκτικού και παρανοϊκού περιεχομένου και ιδέες αυτοαναφοράς και συσχετίσεως. Στα πλαίσια των πιο πάνω ιδεών, προμηθεύτηκε τα πιστόλια θεωρώντας, εσφαλμένα, ότι κάποιοι συζητούσαν για την επιχείρηση περιπτέρου που διατηρούσε πιστεύοντας πως τρίτα πρόσωπα τον παρακολουθούσαν.
Στην Προκοπίου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ 433, οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3,5 ετών που επιβλήθηκαν (μεταξύ άλλων), στις κατηγορίες της κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου, κατόπιν παραδοχής, επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό περιστάσεις όπου εφεσείων βαρύνετο με μια προηγούμενη καταδίκη και οι περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα, ήταν ιδιαίτερες. Συγκεκριμένα, η Αστυνομία μετά από πληροφορία, εντόπισε τον εφεσείοντα, ο οποίος θεάθηκε να έχει στην κατοχή του δύο τσάντες. Την μια την τοποθέτησε στη θέση του συνοδηγού και την άλλη στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου που οδηγούσε άλλο άτομο. Προσεγγίζοντας το αυτοκίνητο η Αστυνομία αντιλήφθηκε ότι σ' αυτό βρισκόταν ένα πιστόλι που ήταν καλυμμένο με ύφασμα. Ζητήθηκε από τον εφεσείοντα να το παραδώσει και τον πληροφόρησε ότι βρισκόταν υπό σύλληψη. Αντ' αυτού τράπηκε σε φυγή, κρατώντας το πιστόλι. Αφού καταδιώχθηκε και συνελήφθηκε, εντοπίστηκε και το πιστόλι στο σημείο που θεάθηκε προηγουμένως να το πετά. Η συνήγορος του, ενώπιον του εφετείου, έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι το πιστόλι δεν ήταν έμφορτο, δεν κατείχετο για να προβεί σε εγκληματική πράξη και ότι το κατείχε για να βοηθήσει τον αδελφό του που ήταν κατάδικος στις κεντρικές φυλακές.
Στρεφόμενοι τώρα στα γεγονότα της παρούσας, σημειώνουμε πως ό,τι αναδύεται κατ’ αρχάς από αυτά, είναι η εμπλοκή του Κατηγορούμενου σε διαφορετικής φύσεως αδικήματα, τα οποία όμως είναι στο σύνολο τους ιδιαίτερα σοβαρά. Ιδιαίτερα για την κατηγορία 1 που αφορά την κατοχής κάνναβης με σκοπό την προμήθεια, σημειώνουμε εν πρώτοις πως το γεγονός ότι η ενοχή του Κατηγορούμενου εν σχέσει με τον σκοπό της προμήθειας, προέκυψε ουσιαστικά εκ του τεκμηρίου του Νόμου και όχι με μαρτυρία που καταδείκνυε ότι είχε σκοπό την προμήθεια της κάνναβης σε τρίτο πρόσωπο, δεν μπορεί, ως είναι σαφώς νομολογημένο (βλ. Βαρδάκη ανωτέρω), να έχει οιαδήποτε επίδραση στην ποινή. Και τούτο διότι είναι σαφές πως αποτέλεσε κατάληξη του Δικαστηρίου πως για αυτό τον σκοπό προοριζόταν η κατοχή. Ό,τι μπορεί να λεχθεί επί τούτου, είναι ότι απλά απουσιάζουν γεγονότα που θα μπορούσαν να ήταν επιβαρυντικά ή ελαφρυντικά για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής.
Τώρα ως προς την ποσότητα, 111,3 γραμμάρια, ήταν η εισήγηση του συνηγόρου του Κατηγορούμενου πως δεν πρόκειται για μεγάλη ποσότητα. Η εν λόγω εισήγηση είναι μεν ορθή, όμως αυτό μόνον σε σύγκριση με άλλες υποθέσεις του είδους, που αφορούν σε κιλά. Από μια άλλη σκοπιά διαπιστώνουμε και εμείς, κατ’ αναλογίαν των νομολογηθέντων στην Παπανικόλα (ανωτέρω), πως πρόκειται για μια διόλου ευκαταφρόνητη ποσότητα ναρκωτικών, η οποία ξεπερνά κατά τέσσερις σχεδόν φορές το νομοθετικό όριο που έχει τεθεί[5] και για ποσότητα τέτοια που η διοχέτευση της σε τρίτους, θα προκαλούσε οπωσδήποτε βλάβη σε αρκετούς χρήστες καθώς και στην κοινωνία γενικότερα (βλ. κατ’ αναλογία την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Πέτρου ανωτέρω). Εξάλλου, η νομολογία καθιστά σαφές, ότι η εμφάνιση ενώπιον των Δικαστηρίων υποθέσεων που αφορούν σε πολύ μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών τα τελευταία χρόνια « ... δεν πρέπει να οδηγήσει στην υποβάθμιση της σοβαρότητας των υποθέσεων με μικρότερες ποσότητες. Αντίθετα, αναδεικνύεται το τεράστιο πρόβλημα και η ανάγκη καταπολέμησης της διάδοσης των ναρκωτικών σε κάθε της έκφανση» (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Βαρδάκη (ανωτέρω).
Σε σχέση με το ρόλο του Κατηγορούμενου, σημειώνουμε τα όσα σχετικά νομολογήθηκαν στην απόφαση Valdez κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ.144/16, ημερ. 21.2.17, ECLI:CY:AD:2017:B57, όπου λέχθηκε ότι κάθε Δικαστήριο που επιβάλλει ποινή σε υπόθεση ναρκωτικών πρέπει να κατηγοριοποιήσει τον κατηγορούμενο με αναφορά στην ανάμειξή του στην πυραμίδα διακίνησης των ναρκωτικών, όχι αυστηρά για να τον «κατατάξει» σε κατηγορίες ή υποκατηγορίες (όπως πράττουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τις ποινές ναρκωτικών στην Αγγλία), αλλά για να διακρίνει κάποια χαρακτηριστικά του που καθορίζουν αφενός τον βαθμό υπαιτιότητας (culpability) του και αφετέρου το κακό που ο κατηγορούμενος προκάλεσε με τις ενέργειές του (harm), το οποίο προσμετράται συνήθως βάσει του είδους και της ποσότητας των ναρκωτικών που μεταφέρει.
Ως προς το ρόλο του, αποτέλεσε θέση του συνηγόρου του Κατηγορούμενου, ότι ο τελευταίος δεν πρέπει ουσιαστικά ν’ αντιμετωπιστεί ως ένας μεγαλέμπορας ναρκωτικών, με την έννοια του διακινητή μεγάλων ποσοτήτων ή ακόμα του ιθύνοντα νου πίσω από κάποιο κύκλωμα και επί τούτου πρέπει να πούμε, πως πράγματι ενώπιον μας δεν υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις. Από εκεί και πέρα όμως και εφόσον με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου είναι σαφές πως ο Κατηγορούμενος σκοπό είχε να προμηθεύσει τα ναρκωτικά σε άλλα πρόσωπα, θεωρούμε πως αναμφίβολα η παρούσα υπόθεση είναι σοβαρή επί των δικών της γεγονότων κατά τρόπο αντίστοιχο προς την Γενικός Εισαγγελέας v. Μάριου Παπανικόλα (ανωτέρω), στην οποία λέχθηκαν τα εξής τα οποία τυγχάνουν εφαρμογής κατ’ αναλογίαν και εδώ:
«Δεν είναι όμως αυτό το ζητούμενο. Η παρούσα έχει αφ' εαυτής τη δική της σοβαρότητα στη βάση των δικών της γεγονότων. Αυτά δε τα γεγονότα καταδεικνύουν ότι η περίπτωση δεν αφορά μεν εμπόρους ή διακινητές μεγάλων ποσοτήτων (όπως στις πιο πάνω) πλην όμως αφορούν μιαν άλλη ομάδα εμπόρων ή διακινητών ή προμηθευτών ή πωλητών και συγκεκριμένα αυτούς οι οποίοι προμηθεύουν τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας και δη τον χρήστη. Υπενθυμίζουμε πως από το 2001 είχε λεχθεί πως αν και για τους χρήστες υπήρχε κάποιο περιθώριο (επιείκειας) το οποίο στένευε προϊόντος του χρόνου, εντούτοις για τους εμπόρους είναι δύσκολο να ανευρεθούν ερείσματα μετριασμού (Afroughi v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 174). Προειδοποίηση η οποία είχε επαναληφθεί και το 2008 με την προσθήκη ότι όσο αυτοί επιμένουν να σπέρνουν τον όλεθρο τόσο περισσότερο θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα από τα Δικαστήρια αφού οι αυστηρές ποινές, όπου αρμόζει, είναι ένα από τα διαθέσιμα μέσα καταπολέμησης του φαινομένου (Ηροδότου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 175). Είναι θέμα κοινής λογικής πως οι προαναφερθείσες μεγάλες ποσότητες κάποια στιγμή διαμοιράζονται σε άλλους εμπόρους οι οποίοι εν είδει λιανικού πλέον εμπορίου θα προωθήσουν τις μικρότερες ποσότητες (δόσεις) στους τελικούς πελάτες ‑ χρήστες. Οι οποίοι, ως έχει ήδη λεχθεί, είναι κυρίως νεαρά, ακόμα και ανήλικα άτομα (βλ. Κλεομένης, άνω, Γ.Ε. v. Πέτρου, άνω).
…
Δεν χρειάζεται, πιστεύουμε, να ενδιατρίψουμε στο ότι η απαξία της πράξης έγκειται ακριβώς στη συμμετοχή σε αυτή την αλυσίδα διακίνησης και διάδοσης των ναρκωτικών, η οποία συμμετοχή είναι άκρως απαραίτητη στους μεγαλεμπόρους αφού χωρίς αυτή δεν θα ήταν δυνατή η διάθεση του παράνομου προϊόντος τους, ήτοι της μάστιγας των ναρκωτικών.»
(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Με αυτά υπόψη λοιπόν, σημειώνουμε πως ασφαλώς και ο ρόλος του Κατηγορούμενου είναι υποδεέστερος από αυτόν των μεγαλεμπόρων, οι οποίοι συνήθως διακινούν μεγάλες ποσότητες και οι οποίοι κινούν και τα νήματα στα κυκλώματα ναρκωτικών, όμως κατά την κρίση μας αυτό σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο εν λόγω Κατηγορούμενος κατ’ επιλογήν του, είχε ένα βασικότατο και αναγκαίο ρόλο στην όλη αλυσίδα διακίνησης, αφού αποτέλεσε έναν άκρως σημαντικό και εκ των πραγμάτων αναγκαίο κρίκο στην αλυσίδα διακίνησης ναρκωτικών και τη διασπορά τους στη χώρα μας.
Αναφορικά τώρα με το κίνητρο του Κατηγορούμενου, σημειώνουμε ότι δεν μας λέχθηκε ποιο ήταν αυτό, αφού ο ίδιος, ως ήταν αναφαίρετο δικαίωμα του, παρέμεινε μέχρι τέλους να υποστηρίζει πως δεν είχε ως σκοπό την προμήθεια, αλλά σκοπός του ήταν να παρασκευάζει τσάι. Θέσεις, οι οποίες δεν έγιναν βέβαια αποδεκτές, για τους λόγους που επεξηγούνται στην τελική απόφαση. Εν πάση περιπτωσει όμως, ακόμα και αν ως κίνητρο του γινόταν επίκληση της δυσχερούς οικονομικής του κατάστασης, σημειώνουμε πως ούτως ή άλλως η κακή οικονομική κατάσταση, ως είναι καλώς νομολογημένο, παρότι κατανοητή, δεν αποτελεί ελαφρυντικό ούτε μπορεί να δικαιολογήσει την καταφυγή στο έγκλημα (βλ. Σταύρου «Φάντης» v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 61). Ως ειδικότερα έχει λεχθεί στην Περικλέους ν. Αστυνοµίας (2003) 2 Α.Α.Δ.397:
«…Δεν υποτιμάται η φόρτιση που δημιουργεί η ανάγκη. Πρέπει, όμως, να ελέγχεται από το καθήκον υπακοής στο νόμο, που αποτελεί και τον παρονομαστή της λειτουργίας του ανθρώπου στον κοινωνικό χώρο. Γι' αυτό, η εξατομίκευση της ποινής, ώστε να αντανακλά και τις συνθήκες του παραβάτη, δεν αμβλύνει, στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων, το στοιχείο της αποτροπής, που, κατά κανόνα, υπεισέρχεται στον καθορισμό της. »
Η πιο πάνω προσέγγιση επιβεβαιώθηκε πιο πρόσφατα στην Evtim Rumerov Iliev v Δηµοκρατίας, Ποιν. Έφ.218/16, ηµερ. 18.1.18, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε το κάτωθι απόσπασμα από την Κυριάκου ν. Δηµοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.154:
«… κανένας, µα κανένας, λόγω προσωπικών αναγκών ή περιστάσεων, δεν µπορεί να δικαιολογήσει την προσφυγή στο έγκληµα και, ιδιαίτερα, εγκλήµατα του είδους τα οποία πλήττουν το θεµέλιο της όλης ασφάλειας των πολιτών.»
Στην υπόθεση Παναγιώτη Μακρή ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.15 δε, λέχθηκαν τα εξής:
«Όμως, αν τα οικονομικά προβλήματα, συνδεόμενα και με άλλα προβλήματα ευρύτερα, οικογενειακά ή υγείας, μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρανομία, αυτό θα ήταν η οριστική κατάρρευση κάθε ηθικής αρχής αλλά και κάθε αρχής τάξης και δικαίου.»
Τούτων λεχθέντων, υποδεικνύεται πως αν οι οικονομικές δυσκολίες δεν δικαιολογούν την καταφυγή σε άλλα αδικήματα του συνήθους ποινικού δικαίου, πολύ περισσότερο δεν μπορούν να προβάλλονται ως δικαιολογία σε υποθέσεις ναρκωτικών.
Παραμένοντας στο ίδιο ζήτημα, του κινήτρου δηλαδή του Κατηγορουμένου για εμπλοκή στην προμήθεια ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα, σημειώνουμε πως ακόμα και αν η εμπλοκή του αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της δόσης του, όντας ο ίδιος χρήστης, είναι και πάλιν καλώς νομολογημένο ότι η προώθηση ναρκωτικών από χρήστη ναρκωτικών προς εξασφάλιση της δόσης του, δεν αποτελεί ελαφρυντικό (Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 466). Προσέγγιση καθ’ όλα συνάδουσα με τη λογική δεδομένου ότι τα ναρκωτικά, είτε προωθούνται με σκοπό το άμεσο χρηματικό κέρδος, είτε για οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο όφελος, η κατάληξη παραμένει πάντα η ίδια, που δεν είναι άλλη από τη διάδοση των ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα και τη διασπορά του θανάτου.
Συνεπώς, η ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής είναι αυταπόδεικτη. Ειδικά σε ό,τι αφορά συνεργούς στην εμπορία, αρκούμαστε στην παράθεση του ακόλουθου αποσπάσματος από την υπόθεση Salaryand v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ.541:
«Έχει λεχθεί - και μπορεί να το επαναλάβουμε - ότι αυστηρή τιμωρία ατόμων που ενέχονται στη χρήση ναρκωτικών, όλως ιδιαίτερα των εμπόρων ναρκωτικών και των συνεργών τους, αποτελεί στοιχειώδη άμυνα της κοινωνίας και πράξη συμβάλλουσα στην παγκόσμια εκστρατεία καταπολέμησης και, ει δυνατόν, εκρίζωσης του κακού, που έχει, επανειλημμένα, χαρακτηριστεί ως η «μάστιγα των ναρκωτικών».
(έμφαση δοθείσα)
Σε σχέση τώρα με τα λοιπά αδικήματα, των κατηγοριών 2-4 δηλαδή, θα πρέπει να σημειωθεί πως, ως διαφαίνεται από τα γεγονότα που αφορούν οι εν λόγω κατηγορίες, η εγκληματική δραστηριότητα του Κατηγορουμένου, αφορά την κατοχή ενός πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, ήτοι ενός πιστολιού (βραχύκαννου ημιαυτόματου πυροβόλου όπλου) και ενός αβολίδωτου φυσιγγίου, το οποίο περιείχε εκρηκτική ύλη, τα οποία εντοπίστηκαν σε συρτάρι του υπνοδωματίου του Κατηγορούμενου.
Σίγουρα δεν διαλανθάνει την προσοχή μας ότι, ως παρέμεινε αναντίλεκτο, το αβολίδωτο φυσίγγιο δεν ήταν διαμετρήματος τέτοιου που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο συγκεκριμένο όπλο, ενώ αποτέλεσε επίσης μέρος των γεγονότων πως οι 10 κάλυκες που είχαν πυροβοληθεί από το εν λόγω όπλο, είχαν πυροβοληθεί σε άγνωστο χρόνο, κατά τρόπο που να μην μπορεί η ενέργεια αυτή να διασυνδεθεί με τη βεβαιότητα που απαιτείται, με χρήση του εν λόγω όπλου από τον ίδιο τον Κατηγορούμενο. Πέραν τούτου παρέμεινε αναντίλεκτο ενώπιον μας πως τα αντικείμενα των κατηγοριών αυτών ο Κατηγορούμενος δεν τα μετέφερε εκτός οικίας, αλλά ούτε και υπάρχουν ενδείξεις ότι προορίζονταν για χρήση στο πλαίσιο διάπραξης άλλων αδικημάτων.
Τούτων λεχθέντων όμως, σίγουρα προσμετρά με αντίθετη ροπή το γεγονός πως επρόκειτο για ένα πυροβόλο όπλο το οποίο βρισκόταν σε πολύ καλή και λειτουργήσιμη κατάσταση και το οποίο ο Κατηγορούμενος σύμφωνα με τα ευρήματα μας δεν το είχε βρει την προηγούμενη μέρα της έρευνας (7.1.24) αλλά προγενέστερα, ως εξάλλου και ο ίδιος είχε αναφέρει στην αρχική του κατάθεση και εντούτοις δεν το παρέδωσε στην αστυνομία αλλά συνέχισε να το έχει στην κατοχή του, με όλους τους εγγενείς κινδύνους που μια τέτοια ενέργεια εγκυμονεί. Άλλωστε ως και η νομολογία μας σταθερά υποδεικνύει τέτοια αδικήματα δημιουργούν μεγάλη αναταραχή, φόβο και ανασφάλεια στην κοινωνία και είναι για τούτο που τα Δικαστήρια είναι επιφορτισμένα με το καθήκον να επιδεικνύουν μηδενική ανοχή στους παραβάτες (βλ. και Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 270/17, ημερομηνίας 18.6.2019), ECLI:CY:AD:2019:B255.
Συναφώς, το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, ως τις έχουμε σκιαγραφήσει ανωτέρω, ο συνδυασμός των αδικημάτων που διαπράχθηκαν, η εγγενής σοβαρότητα τους σε συνδυασμό με την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη όλων των υπό αναφορά αδικημάτων, μας οδηγούν στην κατάληξη ότι στην παρούσα υπόθεση προέχει το στοιχείο της αποτροπής και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από πρόσωπα που επιδίδονται σε τέτοιου είδους σοβαρά αδικήματα, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η αντιμετώπιση τους με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές.
Παρά τα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν, σημειώνουμε πως η σοβαρότητα των αδικημάτων και η ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση τους δεν μειώνει σε καμμιά περίπτωση την ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής, ούτως ώστε αυτή να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου Κατηγορούμενου. Όμως επισημαίνουμε ότι οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας, όπως είναι εν προκειμένω η κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια και η οπλοκατοχή, έχουν μόνο οριακή σημασία (βλ. Ζωμενής ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 400, Ρεσλάν ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 127, Sovanovic ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 635 και Αbe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211). Οι προσωπικές περιστάσεις και τα ιδιαίτερα προβλήματα αδικοπραγούντων, σ’ αυτού του είδους τις υποθέσεις, λαμβάνονται βέβαια σε κάποιο βαθμό υπόψη. Και η εξατομίκευση έχει την θέση της, αλλά δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή να αποδυναμώσει τη μέριμνα για προστασία της κοινωνίας (βλ. Παυλίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 220, Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577 και Παύλου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 44/2016, ημερ. 4.4.2019), ECLI:CY:AD:2019:B130.
Στα πλαίσια του καθήκοντος εξατομίκευσης της ποινής, εν πρώτοις σημειώνουμε, πως λαμβάνουμε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του Κατηγορούμενου, το οποίο σε συνάρτηση με την ηλικία του (32 ετών), καταδεικνύει ότι η παρούσα υπόθεση, παρά την αναμφίβολη σοβαρότητα της, αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό.
Επίσης, λαμβάνουμε υπόψη τη συνεργασία του με την αστυνομία κατά τη διάρκεια της έρευνας στην οικία του και κατά την ανεύρεση τόσο των ναρκωτικών, όσο και του πυροβόλου όπλου και του αβολίδωτου φυσιγγίου. Ως προκύπτει από τα γεγονότα, όταν διεξαγόταν η έρευνα και εντοπίστηκαν τα πιο πάνω, ο Κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι του ανήκουν, προβάλλοντας τους δικούς του ισχυρισμούς.
Περιπλέον συνεκτιμούμε προς όφελος του, το ότι η πιο πάνω συνεργασία του με την αστυνομία, σε σχέση με τις κατηγορίες 2-4 συνοδεύθηκε και με παραδοχή ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία ήταν άμεση για την κατηγορία 2 και σε σχέση με τις κατηγορίες 3 και 4 επήλθε αμέσως μετά την τροποποίηση στην κατηγορία 3 και πάντως πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Η βαρύτητα που μπορεί να αποδοθεί στην παραδοχή ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση. Όπου συμβάλλει αποτελεσματικά στη διερεύνηση της υπόθεσης και πηγάζει από πραγματική μεταμέλεια, έχει μεγαλύτερη αξία. Επίσης μεγαλύτερη αξία δύναται να αποδοθεί στην παραδοχή σε υποθέσεις όπου η απόδειξη του αδικήματος θα ήταν χρονοβόρα και δύσκολη (βλ. Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ.442), καθώς και όταν δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία στα χέρια της Αστυνομίας, η οποία αδυνατεί έτσι να εξιχνιάσει το έγκλημα. Αντίθετα σε περιπτώσεις όπου η σύλληψη διενεργείται επ’ αυτοφώρω, η σημασία της παραδοχής αμβλύνεται (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ζανέττου (2001) 2 Α.Α.Δ. 438).
Στην προκειμένη περίπτωση, επισημαίνουμε ότι το πυροβόλο όπλο αλλά και το αβολίδωτο φυσίγγιο, εντοπίστηκαν στην οικία του, στην παρουσία του, σε χώρους μάλιστα όπου τον έλεγχο είχε ο ίδιος. Υπενθυμίζουμε επί τούτου ότι εντοπίστηκαν στο συρτάρι του κομοδίνου του υπνοδωματίου του. Με αυτά υπόψη είναι γεγονός ότι υπήρχαν ισχυρά στοιχεία που ενέπλεκαν τον Κατηγορούμενο στη διάπραξη των αδικημάτων των κατηγοριών 2-4 και τα οποία προφανώς δεν άφηναν πολλά περιθώρια άλλων επιλογών στον τελευταίο. Από την άλλη όμως, δεν παραβλέπουμε πως σε περίπτωση μη παραδοχής, σε ό,τι αφορά το πυροβόλο όπλο, και το αβολίδωτο φυσίγγιο, το οποίο περιείχε εκρηκτική ύλη, θα απαιτείτο κάποια διαδικασία και υπολογίσιμος χρόνος. Συναφώς μέσω της παραδοχής του διασώθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος και έξοδα. Παράλληλα η παραδοχή του στις κατηγορίες 2-4, σε συνδυασμό με την απολογία του, συνιστά απτή απόδειξη της μεταμέλειας του και ασφαλώς αποτελεί ουσιώδη ελαφρυντικό παράγοντα ο οποίος οδηγεί σε σχετική έκπτωση στην ποινή (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ.28, M.C.T. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.222/20, ημερ. 10.10.22), ECLI:CY:AD:2022:B386.
Σε σχέση με την κατηγορία 1, την οποία ο Κατηγορούμενος δεν είχε παραδεχθεί σημειώνουμε πως τούτο ήταν αναμφίβολα αναφαίρετο δικαίωμα του και σίγουρα δεν προσμετρά ως επιβαρυντικό στοιχείο, αλλά απλώς του αποστερεί την περαιτέρω επιείκεια, που άλλως θα μπορούσε να του επιδειχθεί σε σχέση με την εν λόγω κατηγορία. Από την άλλη όμως πιστώνουμε προς όφελος του το γεγονός πως η ακρόαση στην εν λόγω κατηγορία 1, ήταν περιορισμένη από απόψεως επίδικων ζητημάτων που ηγέρθηκαν καθώς και ότι η κατοχή της ποσότητας των 111,3 γραμμαρίων ξηρής φυτικής ύλης, δεν αμφισβητήθηκε, χωρίς βεβαίως να διαλανθάνει την προσοχή μας πως με δεδομένο ότι η πιο πάνω ποσότητα βρέθηκε στο υπνοδωμάτιο της οικίας όπου διέμενε, τα περιθώρια προώθησης διαφορετικής γραμμής ήταν ομολογουμένως περιορισμένα.
Ως προς τις περιστάσεις διάπραξης, σε σχέση με την κατηγορία 1, λαμβάνουμε υπόψη πως δεν συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση, οποιοδήποτε από τα αναφερόμενα στον Νόμο περιστατικά, τα οποία θα καθιστούσαν το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό [βλ. άρθρο 30(4)(β)(vii)]. Προς όφελος του, προσμετρούμε επίσης το γεγονός ότι η επίδικη ποσότητα ναρκωτικών, αφορά ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β και όχι Τάξεως Α, τα οποία είναι γνωστά και ως «σκληρά» ναρκωτικά καθώς και ότι δεν πρόκειται για ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα [βλ. άρθρο 30(4)(β)(vi)], υπό την έννοια που εξηγήσαμε σε άλλο σημείο πιο πάνω. Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη και το βαθμό εξάρτησης του στα ναρκωτικά [βλ. άρθρο 30(4)(β)(iv)], αφού ως λέχθηκε προέβαινε σε χρήση από το 2012 αλλά και τη μεταμέλεια του, η οποία εμφαίνεται µεταξύ άλλων και από την προθυµία του να υποβληθεί σε θεραπεία για απεξάρτηση, την οποία ως προκύπτει άρχισε και συνεχίζει και εντός των φυλακών [βλ. άρθρο 30(4)(β)(v)].
Περιπλέον λαμβάνουμε υποψη πως η επίδικη ποσότητα κάνναβης αποτελείτο από φύλλα και στελέχη του φυτού (και όχι ανθοφόρες περιοχές) και πως η ποσόστωση της σε Δ.9-ΤΗC ήταν χαμηλή, ήτοι 0,37% (0,34% αφαιρουμένης της διευρυμένης αβεβαιότητας της μεθόδου), χωρίς ωστόσο τα δεδομένα αυτά σύμφωνα και με τα ευρήματα του Δικαστηρίου να επηρεάζουν την εμπορευσιμότητα της, αφού αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου στη βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας, πως ολόκληρη η ανευρεθείσα ποσότητα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο χρήσης και ήταν κατ’ επέκταση εμπορεύσιμη.
Σε σχέση με τις λοιπές κατηγορίες, προς όφελος του Κατηγορούμενου, λαμβάνουμε υπόψη ότι το πυροβόλο όπλο και το αβολίδωτο φυσίγγιο το οποίο περιείχε εκρηκτική ύλη, κατέχονταν χωρίς ενδείξεις ότι προορίζονταν για χρήση στο πλαίσιο εγκληματικής ενέργειας, ότι η περίπτωση αφορά κατοχή και όχι μεταφορά ή χρήση αλλά και ότι το αβολίδωτο φυσίγγιο δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί (ως εκ του διαμετρήματος του), στο συγκεκριμένο όπλο.
Πέραν των πιο πάνω προς όφελος του προσμετρούμε και τις προσωπικές του περιστάσεις, ως προκύπτουν από την έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και όπως περαιτέρω αναλύθηκαν από τον συνήγορο του. Ειδικότερα, σημειώνουμε ότι πρόκειται για πρόσωπο ηλικίας 33 ετών, ο οποίος προέρχεται από οικογένεια προσφύγων. Οι γονείς του βρίσκονταν πολλά χρόνια σε διάσταση όμως συμβίωναν στην ίδια κατοικία χωρίς να έχουν λάβει διαζύγιο. Κατά την παιδική του ηλικία δε διατηρούσαν καφενείο, ενώ ακολούθως η μητέρα του απασχολείτο με τα οικιακά και ο πατέρα του ήταν εργάτης στα χωράφια. Και οι δύο γονείς του απεβίωσαν, ο μεν πατέρας το 2012 σε ηλικία 56 ετών μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο και η μητέρα του το 2023 σε ηλικία 73 ετών μετά από ανεύρυσμα. Λόγω του ότι έχασε από νωρίς τον πατέρα του, άρχισε να εργάζεται για να συμβάλει στα προς το ζην ενώ στερήθηκε της πατρικής στοργής ένεκα του ότι ο πατέρας του αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα υγείας για μεγάλο διάστημα πριν το θάνατο του. Έχει άλλο ένα αδελφό, ο οποίος είναι άγαμος και άτεκνος, ενώ κατά το έτος 1990 οι γονείς του υιοθέτησαν και τον ξάδελφο του, οποίος είναι σήμερα έγγαμος και πατέρας τεσσάρων παιδιών (δύο από προηγούμενη σχέση).
Ο ίδιος διέκοψε τη φοίτηση του σε ηλικία 19 ετών ενώ είχε προηγηθεί αλλαγή σχολείων, αφού παρέμενε στάσιμος στη Β’ Γυμνασίου. Για αδιευκρίνιστους λόγους εξέτισε παρατεταμένη στρατιωτική θητεία ενώ για την περίοδο 2018-2023 εργαζόταν σε εταιρεία ενοικιαζόμενων οχημάτων, όπου αναλάμβανε τη συντήρηση των οχημάτων. Μετά το θάνατο της μητέρας του σταμάτησε να εργάζεται λόγω της άσχημης ψυχοσυναισθηματικής κατάστασης στην οποία περιήλθε με αποτέλεσμα να συντηρείται από τον αδελφό του, όμως στο παρόν στάδιο έχει αποδεχθεί εργασία στην Αγγλία με ημερομηνία εργοδότησης του την 1.3.2025, για να εργαστεί ως μηχανικός και να έχει πλέον δικά του εισοδήματα.
Περιπλέον λαμβάνουμε υπόψη ότι περί τον Μάιο του 2021 ο Κατηγορούμενος ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα με μοτοσυκλέτα, το οποίο του άφησε πολλά κατάλοιπα και ισχυρούς πόνους, οι οποίοι απαλύνονται από τη χρήση κάνναβης, η οποία τον διευκόλυνε και κατά τις βραδινές ώρες για να κοιμηθεί. Επί τούτου σημειώνουμε βέβαια, ότι πρόκειται για ουσιοεξαρτώμενο άτομο από το 2012, κατάσταση στην οποία ως αναφέρθηκε από το συνήγορο του, οδηγήθηκε ένεκα των οικογενειακών προβλημάτων που αντιμετώπιζε αλλά και της απώλειας του πατέρα του. Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη ότι έχει αρχίσει, μετά τη σύλληψη του, εθελοντική προσπάθεια για απεξάρτηση ενώ από τις 23.12.24 παρακολουθείται και από συγκεκριμένο ψυχίατρο, ο οποίος σε έκθεση του ημερ. 20.1.25, επιβεβαιώνει το πρόβλημα ουσιοεξάρτησης του Κατηγορούμενου, καθώς και ότι έχει ενταχθεί σε εντατικό πρόγραμμα απεξάρτησης ενός τριμήνου, το οποίο περιλαμβάνει φαρμακοθεραπεία και ψυχολογική στήριξη ενώ κατά τη διάρκεια του θα συνεχίσει να τυγχάνει και ψυχιατρικής παρακολούθησης. Τέλος λαμβάνουμε υπόψη πως σύμφωνα με πρόσφατες τοξικολογικές εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε διαφαίνεται ότι δεν προβαίνει πλέον σε χρήση.
Την πιο πάνω προσπάθεια του να απεξαρτηθεί, προσμετρούμε ως επιπρόσθετο μετριαστικό παράγοντα αλλά και ως ένδειξη της μεταμέλειας του. Επικροτούμε το εγχείρημα του, τον ενθαρρύνουμε σ’ αυτό και μάλιστα αναγνωρίζουμε ότι κάθε άλλο παρά εύκολο είναι. Εν πάση περιπτώσει, εάν καταφέρει ν’ απεξαρτηθεί πλήρως από τα ναρκωτικά, πρώτα θα ωφεληθεί ο ίδιος. Όπως έχει νομολογηθεί σε σχέση με το θέμα της απεξάρτησης, σημασία δεν έχει μόνο το αν ο χρήστης τελικά πέτυχε ή όχι, αλλά το αν προσπάθησε. Όπως έχει δε επισημανθεί στην υπόθεση Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 148:
«Στον όλως ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα των εξαρτησιογόνων ουσιών είναι χρήσιμο να γνωρίζει κανείς ότι οι πιθανότητες αποτυχίας είναι μεγάλες, ιδίως σε ανοικτό θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης όπως αυτό που πρόσφερε το ΘΕΜΕΑ. Η άποψη του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων «ούτε εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του δόθηκε ούτε σεβάστηκε την απόφαση του Δικαστηρίου» μας φαίνεται να υποτιμά την προσπάθεια που γίνεται για απεξάρτηση σε περίπτωση αποτυχίας. Έχουμε τη γνώμη ότι θα πρέπει η όποια προσπάθεια να αποτιμάται και να ανταμείβεται ώστε να ενθαρρύνεται ο χρήστης να τη συνεχίζει.»
Εν σχέσει βέβαια με το γεγονός ότι πρόκειται για χρήστη ναρκωτικών, σημειώνουμε πως το τελευταίο αυτό στοιχείο λαμβάνεται βεβαίως υπόψη, όμως ό,τι χρειάζεται να επισημανθεί εδώ, είναι πως στην προκειμένη περίπτωση το βασικό χαρακτηριστικό της κατηγορίας 1, δεν είναι η κατοχή μικρής ποσότητας ναρκωτικών για προσωπική χρήση. Ο Κατηγορούμενος βρέθηκε στο Κακουργιοδικείο, μεταξύ άλλων, λόγω της απόφασης του να συνδράμει στη διασπορά μιας μη αμελητέας ποσότητας ναρκωτικών, με τον τρόπο που ήδη επεξηγήσαμε ανωτέρω.
Πέραν των ανωτέρω, λαμβάνουμε υπόψη και τις επιπτώσεις από την τυχόν επιβολή ποινή φυλάκισης στον ίδιο υπό το φως της προσπάθειας απεξάρτησης στην οποία προβαίνει αλλά και της νέας εργασίας που έχει εξεύρει με ημερομηνία έναρξης την 1.3.25. Μαζί με τα πιο πάνω συνυπολογίζουμε και τη γενικότερη αγωνία που βιώνει αναμένοντας την ολοκλήρωση της παρούσας διαδικασίας, σημειώνοντας βέβαια πως οι πιο πάνω παράγοντες παρότι λαμβάνονται υπόψιν, αφού αποτελούν επίσης μετριαστικούς παράγοντες, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους της ποινής, ιδίως όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας όπως στην προκειμένη περίπτωση.
Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε ότι οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψιν για σκοπούς μετριασμού της ποινής δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Τονίζεται ότι η εξατομίκευση δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας ούτε του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά του αδικήματος, τόσο για τον ίδιο τον Κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα, κυρίως σε υποθέσεις αυτής της φύσης για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει ανωτέρω.
Συνυπολογίζοντας λοιπόν όλα τα δεδομένα της παρούσας και λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων, με δεδομένη την ανάγκη για αποτροπή τόσο του ίδιου του Κατηγορούμενου αλλά και άλλων επίδοξων παραβατών, αλλά και της προεξάρχουσας πλέον ανάγκης για την προστασία της κοινωνίας, κρίνουμε ότι οι μόνες αρμόζουσες ποινές είναι αυτές της φυλάκισης. Στην προκειμένη περίπτωση κρίνουμε πως οποιεσδήποτε άλλες ποινές δεν θα εξυπηρετούσαν τους σκοπούς του νόμου και θα έστελναν λανθασμένα μηνύματα σε επίδοξους νέους παραβάτες.
Ως προς το ύψος των ποινών που θα επιβληθούν, έχοντας συνεκτιμήσει τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, και ιδιαίτερα το είδος και την ποσότητα των ναρκωτικών που αφορά η κατηγορία 1, όπως και το είδος, ποσότητα και λόγο που κατέχονταν το όπλο και το αβολίδωτο φυσίγγιο που αφορούν οι κατηγορίες 2-4 και όλα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, έχουμε καταλήξει ότι θα πρέπει να επιβληθεί μεγαλύτερη ποινή στην κατηγορία 2 εν σχέση με τις υπόλοιπες. Συνυπολογίζοντας δε μαζί με τα πιο πάνω και τις προσωπικές του περιστάσεις, κρίνουμε ως ορθές και επιβάλλουμε στον Κατηγορούμενο τις ακόλουθες ποινές.
Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 ετών.
Στην 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 3 ετών.
Στην 3η κατηγορία ποινή φυλάκισης 6 μηνών.
Στην κατηγορία 4 δεν επιβάλλεται καμμιά ποινή, ενόψει του ότι τα γεγονότα που τη στοιχειοθετούν εμπεριέχονται στην κατηγορία 3.
Ενόψει του ύψους των ποινών που έχουν επιβληθεί και υπό το φως της εισήγησης της συνηγόρου υπεράσπισης για αναστολή της ποινής φυλάκισης που ήθελε επιβληθεί στον Κατηγορούμενο, προχωρούμε να εξετάσουμε κατά πόσο ενδείκνυται υπό τις περιστάσεις, να αναστείλουμε την εκτέλεση των ποινών φυλάκισης που έχουμε επιβάλει.
Η βασική νομολογιακή αρχή, όπως εν τέλει έχει αποκρυσταλλωθεί στις υποθέσεις Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.930 και Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ.449, είναι ότι επανεξετάζεται κάθε στοιχείο και κάθε παράγοντας ο οποίος δυνατόν να έχει σημασία ως προς την αναστολή. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, μπορούν ή πρέπει αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί την παροχή μιας δεύτερης ευκαιρίας (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ.22). Αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου, καθώς και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι δυνατόν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για αναστολή ή όχι της ποινής. Εν τέλει το ουσιώδες ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.
Έχουμε την άποψη πως, οι μετριαστικοί παράγοντες που έχουν ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της ποινής του Κατηγορούμενου, αναθεωρούμενοι σε αυτό το στάδιο, δεν είναι τέτοιοι που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη απόδοσης, αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, υπό το φως της σοβαρότητας της υπόθεσης ως την έχουμε προδιαγράψει. Τυχόν δε αναστολή των ποινών φυλάκισης, κρίνουμε πως θα εξουδετέρωνε τη σοβαρότητα των αδικημάτων και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες.
Οι ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί θα είναι άμεσες και θα συντρέχουν. Στη βάση δε του άρθρου 117(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Kεφ.155, η έκτιση των ποινών να μειωθεί κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο Κατηγορούμενος τελεί σε προφυλάκιση, ήτοι από 22.1.2025.
(Υπ.) …………………………………
Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) …………………………………
Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ……..…………………………..
Ε. Μιντή, Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[2] Κατά παράβαση των άρθρων 4(1) και 51 του Περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Ν.113(1)/2004.
[3] Κατά παράβαση των άρθρων 4(1), 6 και 51 του Περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Ν.113(1)/2004.
[4] Κατά παράβαση του άρθρου 4(4)(δ), του Περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54.
[5] Για τη συγκεκριμένη προσέγγιση επί του ζητήματος της ποσότητας, παραπέμπουμε στη Γενικός Εισαγγελέας v. Μάριου Παπανικόλα ανωτέρω. Σημειώνουμε δε, ότι το νομοθετικό τεκμήριο καθορίζεται στο άρθρο 30Α του Ν.29/77.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο