Δημοκρατία ν. S.T., Ποιν. Υπόθεση: 726/24, 6/2/2025
print
Τίτλος:
Δημοκρατία ν. S.T., Ποιν. Υπόθεση: 726/24, 6/2/2025

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                           Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                           Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Ποιν. Υπόθεση: 726/24

 

Δημοκρατία

 

ν.

 

S.T.

Κατηγορούμενος

 

6 Φεβρουαρίου 2025

 

Ε Μ Φ Α Ν Ι Σ Ε Ι Σ:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για τον Κατηγορούμενο: κα Μ. Παυλίδου

Κατηγορούμενος παρών

 

ΠΟΙΝΗ

 

Καθώς η ακροαματική διαδικασία στην παρούσα βρισκόταν σε εξέλιξη και κατόπιν αναστολής κάποιων κατηγοριών, ο Κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος, με δική του παραδοχή, στην κατηγορία της πρόκλησης θανάτου, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (κατηγορία 12). Πιο συγκεκριμένα, κρίθηκε ένοχος επί τω ότι:

 

« … μεταξύ των ημερομηνιών 18/01/2024 και 25/01/2024, στον Λίβανο, σε Διεθνή χωρικά ύδατα 30 περίπου ναυτικά μίλια ανοικτά του ακρωτηρίου Κάβο Γκρέκο της Επαρχίας Αμμοχώστου και στο Μακάριο Νοσοκομείο Λευκωσίας, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση, επέφερε το θάνατο στην 3χρονη Jouri ... από τη Συρία. Δηλαδή, ως καπετάνιος ξύλινης βάρκας η οποία μετέφερε από τον Λίβανο προς την Κύπρο 60 επιβάτες, Σύριους μετανάστες, παρέλειψε να διασφαλίσει ασφαλή πλου του εν λόγω σκάφους καθώς και μέτρα ασφάλειας των επιβατών έναντι πιθανών κινδύνων μέσα στη θάλασσα αφού, χωρίς να κατέχει επαρκή προσόντα για ένα τέτοιο εγχείρημα, ανέλαβε να το πλοηγήσει, υπερφορτωμένο με υπεράριθμους επιβάτες, χωρίς το σκάφος να πληροί τις ελάχιστες τεχνικές και κατασκευαστικές προδιαγραφές για υπεράκτιο ταξίδι, χωρίς να είναι εξοπλισμένο με τα απαραίτητα όργανα ναυσιπλοΐας, χωρίς τα απαραίτητα μέσα πλοήγησης, διάσωσης και επικοινωνίας, χωρίς φάρμακα, όπως επίσης και χωρίς επαρκείς ποσότητες τροφίμων και πόσιμου νερού σε αναλογία με τον αριθμό επιβατών, δίδοντας, παράλληλα, σε κάποια στιγμή οδηγίες στους επιβάτες να απορρίψουν στη θάλασσα την εναπομείνασα μικρή ποσότητα πόσιμου νερού. Κατά συνέπεια, όταν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού υπέστη βλάβη η μηχανή του σκάφους, αυτό έπλεε για μέρες στην ανοικτή θάλασσα ακυβέρνητο, αβοήθητο, εκτεθειμένο στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, χωρίς προσανατολισμό, χωρίς τρόφιμα και πόσιμο νερό για τους επιβάτες, με αποτέλεσμα, η 3χρονη επιβάτης Jouri ... από τη Συρία να υποστεί αφυδάτωση και να καταλήξει στο θάνατο στις 25/01/24 στο Μακάριο Νοσοκομείο στη Λευκωσία όπου και νοσηλευόταν από τις 24/01/2024, συνεπεία οξείας πνευμονίας από εισρόφηση γαστρικού περιεχομένου και οξείας καρδιακής και καρδιοαναπνευστικής κάμψης εκδηλούμενων επί εδάφους αφυδάτωσης. »

 

Α. Γεγονότα

 

Τα γεγονότα εκτέθηκαν από την κατηγορούσα αρχή[1] και έχουν ως ακολούθως.

 

Γύρω στη 01:00 τα ξημερώματα, της 19.1.2024, ξύλινη ψαρόβαρκα εφτά 7 περίπου μέτρων, απέπλευσε «incognito» από παραλιακή περιοχή της Επαρχίας Τρίπολης του Λιβάνου με προορισμό την Κύπρο. Πάνω σε αυτή είχαν προηγουμένως επιβιβαστεί 61 συνολικά πρόσωπα Συριακής καταγωγής, μεταξύ των οποίων 5 γυναίκες και 10 παιδιά (ηλικίας από 1-11 ετών), των οποίων σκοπός ήταν η  παράνομη είσοδος στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το ταξίδι είχε διοργανωθεί από διαρθρωμένη ομάδα λαθρεμπόρων μεταναστών, η οποία δρα στη Συρία, στο Λίβανο και στην Κύπρο. Έκαστος μετανάστης, με εξαίρεση τον Κατηγορούμενο και τον ανιψιό του, είχε προηγουμένως καταβάλει στους λαθρέμπορους ποσά   κυμαινόμενα μεταξύ 2500 και 3000 δολαρίων Αμερικής, ως αντίτιμο για το ταξίδι. 

Καθήκοντα πλοηγού της βάρκας είχε αναλάβει ο Κατηγορούμενος ο οποίος, όντας ψαράς στο επάγγελμα, αποδέχτηκε πρόταση των λαθρεμπόρων μεταναστών όπως την πλοηγήσει με αντάλλαγμα τη μη καταβολή οποιουδήποτε κομίστρου για την μεταφορά του ιδίου και του ανιψιού του με τον οποίο θα συνταξίδευαν. Πέραν τούτου, με την εκπλήρωση της παράνομης αποστολής του, η σύζυγός του στο Λίβανο θα λάμβανε από την εγκληματική οργάνωση το ποσό των 400 δολαρίων Αμερικής σε μετρητά.

 

Το ξύλινο σκάφος διέθετε μικρή καμπίνα και ήταν κατασκευασμένο για να χρησιμοποιείται για σκοπούς (και μόνο) παράκτιας αλιείας. Ο μέγιστος αριθμός ατόμων που θα μπορούσαν να επιβιβαστούν και να μεταφερθούν για απόσταση ουχί μεγαλύτερη των 3 ναυτικών μιλίων από την ακτογραμμή ήταν 14 επιβάτες. Για πλόες πέραν των 3 ναυτικών μιλιών από την ακτογραμμή δε θα μπορούσαν να επιβιβαστούν σε αυτό περισσότεροι από δύο επιβάτες. Η δε πετρελαιοκίνητη, εσωλέμβια, μικρού κυβισμού, μηχανή που διέθετε δεν είχε την ανθεκτικότητα να διανύσει αβλαβώς υπεράκτιες αποστάσεις, τοσούτω μάλλον όταν επρόκειτο να τις διανύσει κουβαλώντας υπεράριθμους επιβάτες και κατά συνέπεια, υπερβολικό φορτίο.  Πέραν της εγγενούς ακαταλληλότητας του εν λόγω σκάφους να διενεργήσει τέτοιο ταξίδι (λόγω έλλειψης τεχνικών και κατασκευαστικών προδιαγραφών), δεν διέθετε ούτε και τα ελάχιστα μέσα τα οποία ένα σκάφος (ακόμη και κατάλληλων προδιαγραφών) θα πρέπει, σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση SOLAS και την Κ.Δ.Π. 278/2012, να διαθέτει για να δυνηθεί να εκτελέσει ταξίδι από τον Λίβανο μέχρι την Κύπρο. Έτσι, αναφορικά:

 

Α. Με τα μέσα πλοήγησης: Δεν διέθετε εφεδρική προωστήρια[2] εγκατάσταση, κύρια και βοηθητική πηγή παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, βυθόμετρο, μαγνητική πυξίδα, διπαράλληλο και διαβήτη, φανούς ναυσιπλοΐας, ναυτικές εκδόσεις, συσκευή RADAR και όργανο ηλεκτρονικού προσδιορισμού του στίγματος (GPS).

Β. Με τα μέσα διάσωσης: Δεν διέθετε πνευστές σωσίβιες σχεδίες, ατομικά σωσίβια, κυκλικά σωσίβια, ανακλαστικές ταινίες και αυτόματη συσκευή φωτεινής εκπομπής, καπνογόνα, φωτοβολίδες αλεξιπτώτου και φωτοβολίδες χειρός.

Γ. Με τα μέσα επικοινωνίας: Δεν διέθετε εξοπλισμό ραδιοεπικοινωνιών περιλαμβανομένου και ραδιοφάρου ανάγκης (VHF radio - DSC and RT, MF radio, NAVTEX receiver).

Δ. Με τα προσόντα του κυβερνήτη: Ο Κατηγορούμενος δεν κατείχε προσόντα επαρκή για διακυβέρνηση του σκάφους, χειρισμό μέσων επικοινωνίας και μέσων πλοήγησης, παροχή ιατρικής περίθαλψης και χειρισμό εξοπλισμού ραδιοεπικοινωνιών.

Ε. Με τα εφόδια: Το σκάφος δεν διέθετε (ως προβλέπεται από τη διεθνή σύμβαση MLC 2006) αρκετά εφόδια σε τρόφιμα και νερό, ενώ δεν ήταν καθόλου εφοδιασμένο με φάρμακα. Οι ποσότητες έπρεπε να είχαν αποφασιστεί από τον καπετάνιο βάσει των ατόμων που θα μεταφέρονταν, σε συνάρτηση με τον αναμενόμενο χρόνο διάρκειας του ταξιδιού αφού λαμβάνετο υπόψη και η πιθανή επέκταση του χρόνου λόγω π.χ. πιθανής βλάβης του κινητήρα του σκάφους, αποπροσανατολισμού κτλ.

Στ. Με τους χώρους: Το σκάφος δεν διέθετε χώρους ενδιαίτησης με κλίνες για όλους τους επιβαίνοντες.

 

Για έλεγχο συμμόρφωσης όλων των πιο πάνω απαιτήσεων, την ευθύνη είχε ο καπετάνιος του σκάφους πριν τη διενέργεια του ταξιδιού, πλην όμως, εν προκειμένω, παρόλο που ο Kατηγορούμενος διαπίστωσε την εμφανή ακαταλληλότητα του σκάφους να διενεργήσει τέτοιο ταξίδι, εντούτοις έπραξε αβίαστα ως προέβλεπε η συμφωνία του με τους λαθρέμπορους.

 

Ο Kατηγορούμενος χρησιμοποιώντας μια φορητή συσκευή GPS και μια φορητή πυξίδα, ακολουθούσε για 16 περίπου ώρες πορεία προς την Κύπρο όταν σε κάποια στιγμή, γύρω στις 17:00, αντιλήφθηκε να υπερίπταται πάνω από τη θάλασσα κάτι το οποίο προσομοίαζε με μη επανδρωμένο αεροσκάφος (drone). Ανησυχώντας για το ενδεχόμενο να πρόκειται για κατασκοπευτικό εναέριο μέσο το οποίο επιστρατεύτηκε από τις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας για αεροφωτογραφίες και διαβλέποντας  κίνδυνο να αποκαλυφθεί ο ρόλος του, άλλαξε πορεία για να αποφύγει το drone, απορρίπτοντας ταυτόχρονα στη θάλασσα τις προαναφερόμενες φορητές συσκευές πλοήγησης έτσι ώστε να εξαφανίσει κάθε ίχνος το οποίο ενδεχομένως να τον ενοχοποιούσε, δίνοντας παράλληλα οδηγίες στους επιβαίνοντες να απορρίψουν στη θάλασσα την μικρή εναπομείνασα ποσότητα εμφιαλωμένου πόσιμου νερού που υπήρχε στη βάρκα, πράγμα το οποίο εκείνοι έπραξαν συμμορφούμενοι με τις οδηγίες του.  Και τούτο επειδή τα πλαστικά μπουκάλια νερού έφεραν επιγραφές που πρόδιδαν τη χώρα προέλευσής τους (και κατά λογική συνέπεια τη χώρα απ' όπου απέπλευσε στο σκάφος), τουτέστιν τον Λίβανο, έτσι ώστε, κατά την άποψή του, να υφίστατο σοβαρό το ενδεχόμενο οι Κυπριακές Αρχές να εφάρμοζαν την τακτική της επαναπροώθησης των μεταναστών στη χώρα εκκίνησης (εφόσον δεν ήταν η Συρία) και άρα την μη αίσια περάτωση της παράνομης αποστολής που του ανατέθηκε.

 

Παραμένοντας πλέον στη θάλασσα χωρίς όργανα πλοήγησης και κατ' επέκταση   χωρίς προσανατολισμό, ο Κατηγορούμενος συνέχισε για ακόμη δυόμιση περίπου ώρες την πλοήγηση της βάρκας προς το άγνωστο, μέχρι που ο κινητήρας της, λόγω υπερθέρμανσης, παρουσίασε βλάβη και έσβησε. Η ώρα ήταν ήδη 19:30 και το σκοτάδι δεν επέτρεπε την ενασχόληση με την επιδιόρθωση της βλάβης. Η βάρκα έπλεε πλέον ακυβέρνητη στην ανοιχτή θάλασσα χωρίς βοήθεια, αφού κανένα σύστημα επικοινωνίας δεν υπήρχε ούτε και οποιοδήποτε σύστημα εκπομπής σήματος κινδύνου. Με το πρώτο φως της ημέρας, δύο εκ των επιβαινόντων με ελάχιστες γνώσεις στη μηχανολογία άρχισαν να ασχολούνται με την επιδιόρθωση της βλάβης, κατορθώνοντας περί ώρα 10:00, της 20.1.24, να την αποκαταστήσουν προσωρινά. Το ταξίδι προς το άγνωστο με πλοηγό τον Kατηγορούμενο συνεχίστηκε για τις επόμενες δύο ώρες, μέχρι που η βλάβη στον κινητήρα επανεμφανίστηκε  πλέον οριστικά,  καθιστώντας το σκάφος έρμαιο των δυσμενών καιρικών συνθηκών, των κυμάτων και των θαλάσσιων ρευμάτων που τις επόμενες ημέρες επικρατούσαν.  Κάθε προσπάθεια από μέρους των επιβαινόντων προς κοινοποίηση με κάθε τρόπο σε παραπλέοντα πλοία της εκτάκτου ανάγκης στην οποία περιήλθαν, έπεφτε στο κενό[3]. Η βάρκα δεν ήταν εξοπλισμένη, ως ήδη λέχθηκε, με συσκευή φωτεινής εκπομπής, καπνογόνα ή φωτοβολίδες, ενώ δεν διέθετε κανένα σύστημα επικοινωνίας ή εκπομπής σήματος κινδύνου.

 

Η πείνα, αλλά κυρίως η αφυδάτωση, άρχισαν να εξαντλούν τις όποιες σωματικές και πνευματικές δυνάμεις των επιβαινόντων, οι οποίοι καθοδηγούμενοι πλέον από το ένστικτο της επιβίωσης άρχισαν να ψάχνουν τρόπους προς εξασφάλιση έστω και της παραμικρής σταγόνας γλυκού νερού. Έτσι, όταν κατά τη δεύτερη μέρα της παραμονής τους στη θάλασσα άρχισε για 10 περίπου λεπτά να βρέχει, κατάφεραν να βρέξουν τα χείλη τους με το νερό της βροχής που συσσωρεύτηκε στα ρούχα τους ή λίμνασε στο κατάστρωμα. Τις επόμενες ωστόσο ημέρες τα πράγματα άρχισαν να γίνονται δυσκολότερα, καθότι τα συμπτώματα της αφυδάτωσης και κυρίως η πνευματική σύγχυση και το παραλήρημα, άρχισαν πλέον να γίνονται εντονότερα στους επιβαίνοντες.  Οι πλείστοι  άρχισαν να πίνουν τα ούρα τους, κάποιοι το νερό από το ραδιατέρ της μηχανής και σχεδόν όλοι νερό από την θάλασσα, γεγονός το οποίο αντί να σβήνει τη δίψα τους, επιδείνωνε την κατάσταση αφυδάτωσής τους.   

 

Μεταξύ των επιβαινόντων στο σκάφος ήταν και η R.K. (M.74 στον πίνακα μαρτύρων), μητέρα δύο ανήλικων κοριτσιών, τριών και τεσσάρων ετών αντίστοιχα, τα οποία επίσης επέβαιναν στο σκάφος. Στη Συρία είχε καταβάλει στους λαθρέμπορους μεταναστών το ποσό των 3000 δολαρίων Αμερικής προκειμένου να της επιτραπεί να ταξιδέψει στη Κύπρο με τα παιδιά της, όπου επιδίωκε να επανενωθεί με τον σύζυγο της ο οποίος ήδη βρισκόταν στην Κύπρο από το 2022, υπό το καθεστώς του πρόσφυγα.  Το μικρότερο κορίτσι, η τρίχρονη δηλαδή Jouri, μετά από τρεις ολόκληρες μέρες μέσα στη βάρκα χωρίς νερό και τροφή, αρρώστησε βαριά από αφυδάτωση και βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση.

 

Εν τω μεταξύ, περί το μεσημέρι της 20.1.2024, συγγενείς των επιβαινόντων στην επίδικη βάρκα, οι οποίοι βρίσκονταν στην Κύπρο αναμένοντας την άφιξη των συγγενικών τους προσώπων, ανησύχησαν για τη μη άφιξη της βάρκας εντός 24 ωρών από την ώρα αναχώρησης της και φρόντισαν να ειδοποιήσουν την Αστυνομία η οποία με τη σειρά της ενημέρωσε το Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (ΚΣΕΔ). Αμέσως οργανώθηκε επιχείρηση προς εντοπισμό της αγνοούμενης βάρκας με τη συμμετοχή πλωτών και εναέριων μέσων της Δημοκρατίας, ενώ παράλληλα εκδόθηκε NAVTEX προς σκάφη που έπλεαν στη γύρω περιοχή. Προς εντοπισμό της αγνοούμενης βάρκας, το ΚΣΕΔ προέβη επίσης σε αναλύσεις δορυφορικών φωτογραφιών προς εντοπισμό μη αναγνωρίσιμων στόχων επιφάνειας θαλάσσης, πλην όμως όλες οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν, κατά τις επόμενες ημέρες, απέβησαν άκαρπες.

 

Στις 24.1.2024 και περί ώρα 04:45, το υπό Μαλτέζικης σημαίας πλοίο ''ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΣ'' το οποίο έπλεε 30 περίπου ναυτικά μίλια ανοικτά του ακρωτηρίου Κάβο Γκρέκο, εντόπισε την επίδικη βάρκα να πλέει ακυβέρνητη. Αφού ενημερώθηκαν σχετικά οι Αρχές της Δημοκρατίας, οργανώθηκε επιχείρηση διάσωσης των επιβαινόντων με τη συμμετοχή πλωτών και εναέριων μέσων της Δημοκρατίας. Άκατος της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας προσέγγισε την επίδικη ξύλινη βάρκα και προχώρησε, δια μετεπιβιβάσεως, στην διάσωση των επιβαινόντων. Η κατάσταση της υγείας ενός ενήλικα ανδρός καθώς και τριών παιδιών, μεταξύ των οποίων της τρίχρονης Jouri και της τετράχρονης αδερφής της, κρίθηκε από τους διασώστες ως κρίσιμη και ως εκ τούτου παραλήφθηκαν από δύο ελικόπτερα της Δημοκρατίας και έγινε αεροδιακομιδή τους σε Νοσοκομεία της Δημοκρατίας.

 

Η Jouri μεταφέρθηκε αρχικά στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου και ακολούθως, λόγω της κρισιμότητας της κατάστασής της, στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας ενώ από εκεί με ασθενοφόρο στο Μακάριο Νοσοκομείο όπου παρά τις προσπάθειες των ιατρών κατέληξε στο θάνατο στις 25.1.2024 και ώρα 06:30, συνεπεία οξείας πνευμονίας από εισρόφηση γαστρικού περιεχομένου και οξεία καρδιακή και καρδιοαναπνευστική κάμψη, εκδηλούμενων επί εδάφους αφυδάτωσης.

 

Αρκετοί άλλοι επιβαίνοντες, μεταξύ των οποίων και εκείνοι οι οποίοι, ως προαναφέρθηκε, αεροδιακομίστηκαν, χρειάστηκαν λόγω αφυδάτωσης να νοσηλευτούν για αρκετές ημέρες σε Νοσοκομεία μέχρι η υγεία τους να βελτιωθεί.

 

Εναντίον του Κατηγορούμενου εξασφαλίστηκε ένταλμα σύλληψης και στις 25.1.2024 συνελήφθη. Αφού του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο, απάντησε «Λυπάμαι για το μωρό. Εγώ οδήγησα τη βάρκα». Την ίδια ημέρα εξασφαλίστηκε διάταγμα προφυλάκισης του για 8 ημέρες, ενώ στις 2.2.2024 το διάταγμα προφυλάκισης ανανεώθηκε για άλλες 7 ημέρες.  Έκτοτε βρίσκεται υπό κράτηση.

 

Από τη διερεύνηση που ακολούθησε, διαπιστώθηκε ότι ο Κατηγορούμενος κατάγεται από τη Λατάκια της Συρίας και είναι ψαράς στο επάγγελμα. Θέλησε να έρθει στην Κύπρο για να δουλέψει προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του.  Στην Κύπρο αφίχθηκε για πρώτη φορά το έτος 2021 και παρόλο που καταχώρισε αίτηση ασύλου, την εγκατέλειψε το 2022 μέσω κατεχομένων και επέστρεψε με βάρκα στη χώρα του.

 

Σε ανακριτική κατάθεση που του λήφθηκε παραδέχτηκε ότι ήταν ο αποκλειστικός πλοηγός της βάρκας, αποκαλύπτοντας το περιεχόμενο της συμφωνίας του (ως αυτό επεξηγήθηκε ανωτέρω) με τους λαθρέμπορους  μεταναστών.

 

Τέλος, ως αναφέρθηκε, ο Κατηγορούμενος είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου.

 

Β. Αγόρευση Μετριασμού

 

Η συνήγορος του Κατηγορούμενου, κάλεσε το Δικαστήριο όπως λάβει υπόψη το λευκό του ποινικό μητρώο, τον πρότερο έντιμο βίο του, το μεμονωμένο των πράξεων του, την παραδοχή, απολογία και μεταμέλεια του, αλλά και τις προσωπικές του περιστάσεις.

 

Πέραν των πιο πάνω, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και πιο συγκεκριμένα ότι ο Κατηγορούμενος δεν ήταν ο ιθύνων νους του ταξιδιού, ότι φέρουν συντρέχουσα αμέλεια τόσο οι διοργανωτές του ταξιδιού που δεν διασφάλισαν ένα ασφαλές ταξίδι, με επαρκή εφόδια, όσο και οι επιβάτες που πέταξαν τα μπουκάλια με το νερό, αλλά και η μητέρα της ανήλικης Jouri που δεν πήρε μαζί της επαρκή ποσότητα νερού για κάλυψη των αναγκών της ανήλικης, ότι είναι άγνωστο αν η μηχανή ήταν ελαττωματική ή αν έσπασε τυχαία, ότι η βάρκα δεν βυθίστηκε και όλοι οι υπόλοιποι επιβαίνοντες έφτασαν σώοι και αβλαβείς, καθώς επίσης ότι η αμέλεια του Κατηγορούμενου δεν ήταν ψηλού βαθμού και η ευθύνη του ήταν οριακή.     

 

Περιπλέον, ζήτησε όπως ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις στην οικογένεια του Κατηγορούμενου από την τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης, η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος και η καθυστέρηση στη διάγνωση της ποινικής ευθύνης του Κατηγορούμενου.

 

Υπό το φως δε όλων των ανωτέρω, κάλεσε το Δικαστήριο όπως επιδείξει στον Κατηγορούμενο κάθε δυνατή επιείκεια.   

 

 

Γ. Νομική Πτυχή

 

Αναμφίβολα, το αδίκημα που διέπραξε ο Κατηγορούμενος είναι σοβαρό.  Ενδεικτική της σοβαρότητάς του, είναι η προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή, στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, για σκοπούς προσδιορισμού του είδους και ύψους της ποινής που θα επιβληθεί[4]. Πιο συγκεκριμένα, για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι τέσσερα χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €4270 (Λ.Κ.2.500)[5].

 

Ως προκύπτει από τη νομολογία, οι όροι που συναντούμε στο άρθρο 210 ήτοι «αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά», υποδηλώνουν διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης του ίδιου αδικήματος (βλ. Ανδρέου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 409, Ζυπιτής κ.ά. ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 220). Το ίδιο το άρθρο 210 βεβαίως δεν καθορίζει κριτήρια και από την υπόθεση Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233, συνάγεται ότι δεδομένης της απουσίας κριτηρίων από τον ίδιο τον Νόμο το θέμα αφήνεται στο δικαστήριο να ερμηνεύσει το νομοθέτημα με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. 

 

Στην ίδια υπόθεση δε, αναφέρεται πως εν σχέσει με την έννοια «επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά» απαιτείται τουλάχιστον η κατάδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους. Όπως εξηγήθηκε αργότερα και στη Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115, το σφάλμα αυτό δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επικίνδυνης κατάστασης. Είναι αρκετό εάν, εξετάζοντας το λογικά, αυτό αποτελεί μια αιτία ή όπως αναφέρθηκε σε πιο παλιά υπόθεση, η αμέλεια του δράστη δεν είναι ανάγκη να είναι η μόνη αλλά πρέπει να είναι μια ουσιώδης αιτία πρόκλησης στην αλυσίδα των όρων που συνέβαλαν στον θάνατο (Gavalas vPolice (1995) 2 C.L.R. 114). Επικίνδυνη στην πραγματικότητα είναι η συμπεριφορά εκείνη η οποία δημιουργεί τον κίνδυνο προσβολής του έννομου αγαθού της ζωής.

 

Είναι ακριβώς αυτό τον κίνδυνο για τη ζωή, που όταν είναι εμφανής ή σοβαρός, αλλά κάποιος παραλείπει να τον λάβει υπόψιν (μια τέτοια πιθανότητα) ή τον αγνοεί συνεχίζοντας τη δράση ή την παράλειψη του τότε κρίνεται απερίσκεπτος (reckless), διότι αποδέχεται ότι ενδέχεται να επέλθει το αποτέλεσμα αλλά δεν τερματίζει την πράξη ή απραξία του (Πέτρου, ανωτέρω, R. ν. Lawrence (1981) 1 All E.R.974). 

 

Στα ίδια πλαίσια κινείται και η έννοια της αλόγιστης πράξης ή συμπεριφοράς (βλ. την υπόθεση Λοιζίδης, κ.α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.145/2013 κ.α. (2014) 2 Α.Δ.Δ. 965). Ουσιαστικά, το αδίκημα στοιχειοθετείται εάν υπάρξει αδιαφορία για εμφανή ή ορατό κίνδυνο ζωής, ιδιαιτέρως όταν ένα πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να ενεργήσει προς αποτροπή ή εξουδετέρωση του κινδύνου.

 

Είναι γεγονός ότι στην κυπριακή νομολογία, η συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων που ασχολήθηκαν με την πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του άρθρου 210 αφορούν θανατηφόρα οδικά δυστυχήματα ή εργατικά ατυχήματα. 

 

Η απώλεια βεβαίως της ζωής ενός ανθρώπου και δη ενός μικρού παιδιού μόλις τριών χρόνων, αποτελεί ένα τραγικό γεγονός που μόνον θλίψη προκαλεί, είτε επέρχεται συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος είτε υπό τις συνθήκες που επήλθε στην παρούσα περίπτωση. Σε αυτού του είδους τις υποθέσεις δε, στοιχείο πρωταρχικής  σημασίας για τον καθορισμό της ποινής αποτελεί η συμπεριφορά του παραβάτη και ο βαθμός της αμέλειας του (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Παύλου (1978) 2 A.A.Δ. 456).

 

Στην υπόθεση Γεώργιος Τηλεμάχου Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 259, η οποία αφορούσε περίπτωση πρόκλησης θανάτου εθνοφρουρού από άλλο εθνοφρουρό με απερίσκεπτη χρήση όπλου, κατά παράβαση του άρθρου 210, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

« Η νομολογία μας έχει ασχοληθεί εκτεταμένα τόσο με το ερμηνευτικό πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 210, όσο και με την πρέπουσα ποινή που επιβάλλεται στις περιπτώσεις παραβίασης του. Πρόσφατη υπόθεση, αναφορικά με την επιμέτρηση της ποινής, στην οποία ο δικαστής Πικής ανθολογεί την Κυπριακή και Αγγλική νομολογία είναι η Παμπόρης ν. Αστυνομίας (1985) 2 Α.Α.Δ. 85, που αναφέρεται επίσης στην Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1986) 2 Α.Α.Δ. 128. Σχετικό απόσπασμα (σε μετάφραση) από την υπόθεση Παμπόρη παραθέτουμε πιο κάτω (σελ.89 της απόφασης).

 

"Η Κυπριακή νομολογία πάγια καθιερώνει ότι η φυλάκιση είναι η κατάλληλη, και σε άκρως σοβαρές υποθέσεις αμέλειας, αναπόφευκτος τρόπος τιμωρίας. Φυλάκιση δικαιολογείται, βάσει της υπόθεσης Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιακωβίδης (1973) 2 Α.Α.Δ. 344, όπου η αμέλεια του εφεσείοντος ενέχει το στοιχείο της σοβαράς απερισκεψίας, αλλά δυνατό να αποφευχθεί στις περιπτώσεις στιγμιαίας απροσεξίας.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε την υπόθεση Ιακωβίδη και εφήρμοσε τις αρχές επιμέτρησης της ποινής για τα αδικήματα πρόκλησης θανάτου εξ αμελείας όπως εξελίχτηκαν από το Αγγλικό εφετείο στην υπόθεση R. ν. Guilfoyle [1973] 2 All E.R. 844. »

 

Ως ευκρινώς συνάγεται από τη νομολογία, δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο για την ποινή σε τέτοιου είδους αδικήματα. Το Δικαστήριο καταλήγει στην αρμόζουσα ποινή ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, την έκταση της ευθύνης του κατηγορούμενου, την έκταση της αμέλειας του και τη συμπεριφορά και πράξεις του που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση με τις προσωπικές του συνθήκες (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Σωτηρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 331 και Παμπακάς και άλλος v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 487, 491).   

 

Γενικότερα θα πρέπει να λεχθεί ότι πάντοτε, όπου υπάρχει απώλεια ζωής, η επιβολή ποινής είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Καμιά ποινή δεν είναι ποτέ ικανοποιητική για την απώλεια ανθρώπινης ζωής (βλ. Λοιζίδης, κ.α. v. Δημοκρατίας (ανωτέρω).

 

Αυτό το οποίο όμως θεωρούμε πως θα πρέπει να καταστεί πλήρως κατανοητό, πριν αναφερθεί οτιδήποτε άλλο, είναι πως το άρθρο 210 δεν αφορά συμπεριφορά η οποία ισοδυναμεί με υπαίτια αμέλεια.  Η ποινική αμέλεια που απαιτείται για την απόδειξη ευθύνης με βάση το άρθρο 210 είναι μικρότερου βαθμού από την υπαίτιο αμέλεια (culpable negligence) που απαιτείται για απόδειξη της ευθύνης για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας (βλ. Μαυρομμάτης v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 69). Όπως αναφέρθηκε δε στην υπόθεση Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ.256, « .. για την περίπτωση της αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, του 210 ΠΚ, αρκεί η άνευ συνειδήσεως ή αντικειμενική αμέλεια ή αμέλεια δευτέρου βαθμού, δηλαδή η αντίληψη του κινδύνου ως μιας δυνατότητας, χωρίς να απαιτείται υποκειμενική επίγνωση και ενσυνείδητη ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου, όπως στην περίπτωση του 205ΠΚ.» 

 

Ανασκόπηση της νομολογίας εν σχέσει με υποθέσεις που σχετίζονται με αδικήματα πρόκλησης θανάτου με βάση το άρθρο 210 ανωτέρω, επιβεβαιώνει την αυξανόμενη αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται αδικήματα αυτής της φύσεως, σε μια προσπάθεια αναχαίτισης του σοβαρού αυτού φαινομένου που, δυστυχώς, παρουσιάζει συνεχώς αυξητική τάση.

 

Στην υπόθεση Λοιζίδης, κ.α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.145/2013 κ.α. (2014) 2 Α.Δ.Δ.965, η οποία αφορούσε τη φονική έκρηξη στο Μαρί, οι εφεσίβλητοι Χαραλάμπους και Λοιζίδης, Αναπληρωτής Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και Διοικητής της ΕΜΑΚ αντίστοιχα, βρέθηκαν ένοχοι σε 13 κατηγορίες για πρόκληση θανάτου, δυνάμει του άρθρου 210 και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο χρόνων στην κάθε μια από τις 13 κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, με διαταγή όπως οι ποινές συντρέχουν. Οι δύο βρέθηκαν ένοχοι, καθότι ενώ είχαν καθήκον φύλαξης των παρευρισκομένων στη Ναυτική Βάση σε περίπτωση κλήσης της Πυροσβεστικής και της ΕΜΑΚ αντίστοιχα και ενώ γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι υπήρχε κίνδυνος έκρηξης των 98 εμπορευματοκιβωτίων (που περιείχαν εκρηκτικές ύλες), παρέλειψαν να ενημερώσουν τα μέλη της Πυροσβεστικής και της ΕΜΑΚ για τον κίνδυνο έκρηξης και περαιτέρω παρέλειψαν υπό τις περιστάσεις, να δώσουν οδηγίες για απομάκρυνση όλων των προσώπων από το χώρο των εμπορευματοκιβωτίων, με αποτέλεσμα τον θάνατο από την έκρηξη, τόσο πυροσβεστών, όσο και άλλων παρευρισκομένων στη Βάση. Συναφώς η ευθύνη που τους αποδόθηκε αφορούσε σε παράλειψη προειδοποίησης των πιο πάνω, ως προς τους κινδύνους που ελλόχευαν και όχι σε οποιαδήποτε πράξη από μέρους τους. Ο ρόλος τους χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο «σχετικά μικρός». Μεγάλη βαρύτητα, κατά την επιβολή της ποινής, δόθηκε από το Κακουργιοδικείο τόσο στο γεγονός ότι υπήρξε καθολική δυσλειτουργία του συστήματος, η οποία μείωνε περαιτέρω την ευθύνη τους, όσο και στο γεγονός ότι δεν κατηγορήθηκαν και άλλα πρόσωπα που εμπλέκονταν και κατ’ επέκταση στην παραβίαση της αρχής της ισότητας (ανισότητα στην μεταχείριση των εμπλεκομένων).  Το Εφετείο, κάτω από τις εξαιρετικά ιδιάζουσες συνθήκες της περίπτωσης, οι οποίες σίγουρα δεν έχουν καμία σχέση με την εν προκειμένω περίπτωση, απέρριψε την έφεση για ανεπάρκεια των ποινών.

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Αντωνίου (2015) 2 Α.Α.Δ. 358, το Ανώτατο Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης 18 μηνών στον εφεσίβλητο για το αδίκημα του άρθρου 210 του Κεφ.154 (την οποία εν τέλει ανέστειλε), μετά από ανατροπή της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης. Ο εφεσίβλητος, ο οποίος ήταν ηλεκτρολόγος, κλήθηκε να επιδιορθώσει τον αυτόματο διακόπτη στην οικία του θύματος και ο τρόπος που τοποθέτησε τα καλώδια εξουδετέρωσε τη διακοπτική του ικανότητα, με αποτέλεσμα η προστασία που ο διακόπτης παρείχε στην ηλεκτρική εγκατάσταση να εξουδετερωθεί πλήρως.  Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν όλα τα μεταλλικά μέρη της ηλεκτρικής εγκατάστασης, που ήταν προσγειωμένα, να καταστούν ρευματοφόρα. Έτσι, με την είσοδο του θύματος στην «ντουζιέρα» και τη χρήση, απ' αυτόν, του ρευματοφόρου, πλέον, «τηλεφώνου του ντους» διοχετεύθηκε ρεύμα βραχυκύκλωσης στον καρπό του χεριού του και στη συνέχεια στο σώμα του, προκαλώντας του το θάνατο από ηλεκτροπληξία. Όπως αναφέρθηκε, ο εφεσίβλητος εργαζόταν για χρόνια ως ηλεκτρολόγος κατοικιών και γνώριζε που οδηγούσαν οι ενέργειες του. Λήφθηκε υπόψη ότι η αμέλεια του δεν ήταν στιγμιαία, αλλά αμέλεια η οποία στην πραγματικότητα παραγνώριζε τη σοβαρότητα του κινδύνου για τη ζωή του θύματος και των μελών της οικογένειας του. Επρόκειτο δε για άτομο λευκού ποινικού μητρώου και άμεμπτου χαρακτήρα, οικογενειάρχη και είχε παιδί με ειδικά προβλήματα, ενώ είχαν παρέλθει 5 ½ περίπου χρόνια από τη διάπραξη του αδικήματος.

 

Έχοντας αναφερθεί σε προηγούμενη νομολογία, σημειώνουμε πως η αναφορά σε αυτή γίνεται μόνον επειδή παρέχει ένδειξη του μέτρου τιμωρίας και των παραμέτρων καθορισμού της ποινής. Δεν έχει όμως το δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου, για το λόγο ότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν καθώς και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ.1).

Στρεφόμενοι στα της παρούσας, σημειώνουμε πως ό,τι αναδύεται από τα εκτεθέντα γεγονότα, είναι κατ’ αρχάς η ενσυνείδητη επιλογή του Κατηγορούμενου να πλοηγήσει ένα εμφανώς ακατάλληλο σκάφος, με υπεράριθμους επιβάτες, χωρίς μάλιστα να διαθέτει καν τα προσόντα για τη διακυβέρνηση του.  Πιο συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι με βάση τα τεχνικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά του, το ξύλινο σκάφος που οδήγησε ο Κατηγορούμενος μπορούσε να χρησιμοποιείται μόνον για σκοπούς παράκτιας αλιείας, με δυνατότητα μεταφοράς 14 επιβατών σε απόσταση τριών ναυτικών μιλίων από την ακτογραμμή και δύο επιβατών σε απόσταση πέραν των τριών ναυτικών μιλίων, εντούτοις το οδήγησε για να διενεργήσει υπεράκτιο πλου μεταφέροντας 61 πρόσωπα, ήτοι 30 φορές μεγαλύτερο αριθμό επιβατών εν σχέσει με τον αριθμό που είχε τη δυνατότητα να μεταφέρει με ασφάλεια σε απόσταση πέραν των τριών ναυτικών μιλίων. Η δε μηχανή που διέθετε το σκάφος, δεν είχε την ανθεκτικότητα να διανύσει αβλαβώς υπεράκτιες αποστάσεις, πόσω μάλλον όταν επρόκειτο να τις διανύσει κουβαλώντας υπεράριθμους επιβάτες και κατά συνέπεια υπερβολικό φορτίο, όπως συνέβη εν προκειμένω, κάτι βεβαίως που απαντά και στη θέση της συνηγόρου της υπεράσπισης ότι ουσιαστικά είναι άγνωστος ο λόγος που έσπασε η μηχανή ή και ότι δεν μπορούσε να προβλέψει ότι θα χαλούσε η μηχανή.  

 

Πέραν όμως της εγγενούς ακαταλληλότητας του σκάφους για τη διενέργεια ενός τέτοιου ταξιδιού ενόψει των ανωτέρω, προκύπτει πως ο Κατηγορούμενος παρέλειψε να ελέγξει και να διασφαλίσει πριν το ταξίδι, ως είχε την ευθύνη να πράξει, ότι το σκάφος διέθετε τα ελάχιστα μέσα που θα έπρεπε να διαθέτει με βάση τη Διεθνή Σύμβαση SOLAS για την ασφάλεια της ζωής στη θάλασσα και την Κ.Δ.Π. 278/2012[6], για να δυνηθεί να εκτελέσει ταξίδι από το Λίβανο στην Κύπρο. Εν προκειμένω το σκάφος δεν διέθετε τα αναγκαία μέσα πλοήγησης, μέσα διάσωσης, μέσα επικοινωνίας, εφόδια και χώρους, ως τούτα με λεπτομέρεια παρατίθενται στα γεγονότα ανωτέρω. Επίσης, ο Κατηγορούμενος δεν κατείχε τα προσόντα για τη διακυβέρνηση του σκάφους και για το χειρισμό μέσων επικοινωνίας και πλοήγησης, παροχής ιατρικής περίθαλψης και χειρισμού εξοπλισμού ραδιοεπικοινωνιών.

 

Με αυτά υπόψη, είναι σαφές ότι το εγχείρημα που συνειδητά ανέλαβε ο Κατηγορούμενος να φέρει εις πέρας, έχοντας συμφωνήσει προηγουμένως με την ομάδα των λαθρέμπορων έναντι του ανταλλάγματος που αναφέρθηκε, εγκυμονούσε εγγενείς κινδύνους για την ασφάλεια των επιβαινόντων, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν και 10 παιδιά ηλικίας από 1-11 χρόνων. Δεν διέλαθε βεβαίως την προσοχή μας ότι ο Κατηγορούμενος δεν ήταν ο διοργανωτής του ταξιδιού αλλά και ότι οι διοργανωτές, όπως είναι η θέση της υπεράσπισης που δεν αμφισβητήθηκε, είχαν δώσει υποσχέσεις στους επιβάτες για ένα ασφαλές ταξίδι με επαρκή εφόδια, όμως δεν θεωρούμε πως μ’ αυτά μειώνεται η σοβαρότητα της συμπεριφοράς του. Και τούτο εφόσον ήταν συνειδητή επιλογή του να πλοηγήσει τη βάρκα γνωρίζοντας εξ αρχής ότι επρόκειτο για ακατάλληλη βάρκα, η οποία δεν διέθετε τα μέσα για να μπορεί να πραγματοποιήσει το υπεράκτιο ταξίδι και παρά ταύτα την πλοήγησε αδιαφορώντας για τους ορατούς κινδύνους που υπήρχαν για την ασφάλεια των επιβαινόντων.

 

Ως προκύπτει δε με βάση τα γεγονότα, οι αποφάσεις που έλαβε στη συνέχεια ως καπετάνιος του σκάφους, ενόσω βρίσκονταν σε πορεία προς την Κύπρο, ήρθαν αλυσιδωτά με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να βρεθούν οι επιβαίνοντες στο σκάφος σε μια πολύ δύσκολη και επικίνδυνη κατάσταση.     

 

Πιο συγκεκριμένα, μετά από 16 ώρες πορεία προς την Κύπρο με τη χρήση φορητών συσκευών GPS και πυξίδας, ο Κατηγορούμενος αντελήφθη να υπερίπταται πάνω από τη θάλασσα drone και ανησυχώντας ότι πρόκειται για κατασκοπευτικό εναέριο μέσο που επιστρατεύτηκε από τις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας για λήψη αεροφωτογραφιών και διαβλέποντας τον κίνδυνο ν’ αποκαλυφθεί ο ρόλος του, άλλαξε πορεία για ν’ αποφύγει το drone, απορρίπτοντας ταυτόχρονα στη θάλασσα τις προαναφερόμενες φορητές συσκευές πλοήγησης που χρησιμοποιούσε έτσι ώστε να εξαφανίσει κάθε ίχνος το οποίο ενδεχομένως να τον ενοχοποιούσε. Παράλληλα όμως, έδωσε και οδηγίες προς τους επιβαίνοντες ν’ απορρίψουν στη θάλασσα την εναπομείνασα ποσότητα εμφιαλωμένου πόσιμου νερού που υπήρχε στη βάρκα, πράγμα το οποίο οι τελευταίοι έπραξαν συμμορφούμενοι με τις οδηγίες του.  Ως προκύπτει από τα γεγονότα οι εν λόγω οδηγίες δόθηκαν από μέρους του, επειδή τα πλαστικά μπουκάλια νερού έφεραν επιγραφές που πρόδιδαν τη χώρα προέλευσης τους, που ήταν ο Λίβανος και όχι η Συρία, και θεώρησε ότι υφίστατο σοβαρό ενδεχόμενο οι Κυπριακές Αρχές να εφάρμοζαν την τακτική επαναπροώθησης τους στη χώρα εκκίνησης τους.

 

Αποτέλεσμα βεβαίως των πιο πάνω ενεργειών του, ήταν κατ’ αρχάς να παραμείνει η βάρκα στη θάλασσα χωρίς όργανα πλοήγησης και κατ’ επέκταση χωρίς προσανατολισμό. Αφού ο Κατηγορούμενος δε συνέχισε να οδηγεί τη βάρκα για δυόμιση ώρες περίπου προς το άγνωστο, ο κινητήρας της, λόγω υπερθέρμανσης, παρουσίασε βλάβη και έσβησε. Η βάρκα πλέον έπλεε ακυβέρνητη στην ανοικτή θάλασσα χωρίς βοήθεια, αφού ως αναφέρθηκε δεν υπήρχε στο σκάφος κανένα σύστημα επικοινωνίας ή σύστημα εκπομπής σήματος κινδύνου. Η βλάβη στη μηχανή αποκαταστάθηκε προσωρινά το επόμενο πρωί, όμως μετά από δύο ώρες επανεμφανίστηκε οριστικά, καθιστώντας το σκάφος έρμαιο των δυσμενών καιρικών συνθηκών, των κυμάτων και των θαλάσσιων ρευμάτων που επικρατούσαν τις επόμενες μέρες. Κάθε προσπάθεια από μέρους των επιβαινόντων προς κοινοποίηση με κάθε τρόπο σε παραπλέοντα πλοία της εκτάκτου ανάγκης στην οποία περιήλθαν, έπεφτε στο κενό[7]. Όπως λέχθηκε, η βάρκα δεν ήταν εξοπλισμένη με συσκευή φωτεινής εκπομπής, καπνογόνα ή φωτοβολίδες, ενώ δεν διέθετε κανένα σύστημα επικοινωνίας ή εκπομπής σήματος κινδύνου. Δεν διέθετε δηλαδή τα μέσα εκείνα που ήταν απαραίτητα για να επικοινωνήσουν την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στην οποία περιήλθαν και τα οποία θα έπρεπε ως καπετάνιος να επιβεβαιώσει ότι υπήρχαν πριν ξεκινήσουν το ταξίδι, ως ανωτέρω έχει αναφερθεί.

 

Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε και εδώ την τραγική κατάσταση στην οποία περιήλθαν τις επόμενες μέρες οι επιβαίνοντες λόγω της πείνας αλλά κυρίως λόγω της αφυδάτωσης. Τούτη η κατάσταση περιγράφεται με λεπτομέρεια στα γεγονότα. Θ’ αρκεστούμε να πούμε εδώ ότι, καθοδηγούμενοι από το ένστικτο της επιβίωσης, οι πλείστοι έφτασαν σε σημείο να πίνουν τα ούρα τους, κάποιοι το νερό από το ραδιατέρ της μηχανής και σχεδόν όλοι από το νερό της θάλασσας, γεγονός το οποίο αντί να σβήνει τη δίψα τους, επιδείνωνε την κατάσταση της αφυδάτωσης τους. 

 

Η ανήλικη Jouri, τριών χρονών, η οποία βρισκόταν στη βάρκα με την μητέρα της και την τετράχρονη αδελφή της, μετά από τρεις μέρες χωρίς νερό και τροφή, αρρώστησε βαριά από αφυδάτωση και βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση. Μετά δε τον εντοπισμό της βάρκας από το πλοίο «ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΣ», στις 24.1.2024, να πλέει ακυβέρνητη και την επιχείρηση διάσωσης των επιβαινόντων από τις Αρχές της Δημοκρατίας, η κατάσταση της υγείας της Jouri και άλλων τριών προσώπων (ενός ανδρός και άλλων δύο παιδιών), κρίθηκε από τους διασώστες ως κρίσιμη και έγινε αεροδιακομιδή τους σε Νοσοκομεία της Δημοκρατίας.  Δυστυχώς, στις 25.1.2024, στο Μακάριο Νοσοκομείο, η ανήλικη Jouri, παρά τις προσπάθειες των ιατρών, κατέληξε στο θάνατο, συνεπεία οξείας πνευμονίας από εισρόφηση γαστρικού περιεχομένου και οξεία καρδιακή και καρδιοαναπνευστική κάμψη, εκδηλούμενων επί εδάφους αφυδάτωσης.

 

Δεν διέλαθαν την προσοχή μας όσα αναφέρει η συνήγορος υπεράσπισης στην αγόρευση της, υποστηρίζοντας ότι η αμέλεια του Κατηγορούμενου δεν ήταν υψηλού βαθμού και ότι η ευθύνη του ήταν οριακή, και συγκεκριμένα ότι ο Κατηγορούμενος δεν μπορούσε να προβλέψει ότι θα χαλούσε η μηχανή, ότι όταν τους είπε να πετάξουν τα νερά είχαν πλησιάσει την Κύπρο και η μηχανή λειτουργούσε, ότι προσπάθησε να φτιάξει τη μηχανή αλλά ο ίδιος δεν είναι μηχανικός, ότι είναι άγνωστο αν η εναπομείνασα ποσότητα νερού θα έσωζε την ανήλικη, καθώς και ότι έσωσε τους υπόλοιπους επιβάτες από ενδεχόμενο πνιγμό και δεν υπήρξαν άλλα θύματα.   

 

Σε σχέση με τα πιο πάνω, κατ’ αρχάς να σημειώσουμε πως δεν έχει αμφισβητηθεί ότι προσπάθησε και ο ίδιος να φτιάξει τη μηχανή μαζί με άλλους, αλλά δεν μπόρεσε, ούτε αμφισβητήθηκε ότι σε κάποια στιγμή έδωσε οδηγίες στους επιβάτες να κατέβουν στην καμπίνα της βάρκας για να υπάρχει ισορροπία της βάρκας και να μην αναποδογυριστεί. Σε κάθε περίπτωση όμως, θεωρούμε πως η αναφορά στα πιο πάνω επιμέρους στοιχεία δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα που εισηγείται η υπεράσπιση, ούτε θεωρούμε πως η ουσία του πράγματος είναι αν όταν έδωσε οδηγίες να πετάξουν τα νερά πλησίαζαν την Κύπρο και η μηχανή λειτουργούσε ή αν η ποσότητα νερού που απέμενε θα έσωζε την ανήλικη Jouri. Η ακαταλληλότητα της βάρκας για την πραγματοποίηση του ταξιδιού ήταν εξ αρχής γνωστή στον Κατηγορούμενο, ο οποίος ανέλαβε ενσυνείδητα το εγχείρημα ως προνοούσε η συμφωνία του με τους λαθρέμπορους, με σκοπό βέβαια να λάβει το άμεσο και έμμεσο όφελος που είχε προσυμφωνηθεί, ήτοι τη μη καταβολή οποιουδήποτε κομίστρου για τη μεταφορά του ίδιου και του ανιψιού του αλλά και την πληρωμή του ποσού των 400 δολαρίων στη σύζυγο του, παρά τους ορατούς κινδύνους που υπήρχαν για την ασφάλεια των επιβαινόντων.  Από εκεί και πέρα τα πράγματα εξελίχθηκαν με τον τραγικό τρόπο που αναφέρθηκε, όταν αποφάσισε ν’ αλλάξει πορεία και να πετάξει τις φορητές συσκευές πλοήγησης, δίνοντας παράλληλα οδηγίες στους επιβαίνοντες να πετάξουν τα νερά. Η βάρκα πλέον οδηγείτο προς το άγνωστο και χωρίς καθόλου νερό, ενώ όταν πλέον ο κινητήρας έσβησε οριστικά, παρέμεινε να πλέει ακυβέρνητη στο έρμαιο των δυσμενών καιρικών συνθηκών, των κυμάτων και των θαλάσσιων ρευμάτων. Όπως προκύπτει στην πορεία τους συνάντησαν  παραπλέοντα σκάφη, όμως δεν μπόρεσαν να κοινοποιήσουν ποτέ προς αυτά την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στην οποία περιήλθαν, αφού η βάρκα δεν διέθετε τα μέσα για να μπορέσουν να το πράξουν. Μέσα τα οποία θα έπρεπε ως καπετάνιος να διασφαλίσει ότι υπήρχαν, πριν τη διενέργεια του ταξιδιού. Όπως θα έπρεπε να διασφαλίσει την ύπαρξη αρκετών εφοδίων σε τρόφιμα, νερό και φάρμακα, έχοντας υπόψη τον αριθμό των ατόμων που θα μεταφέρονταν σε συνάρτηση με τον αναμενόμενο χρόνο διάρκειας του ταξιδιού, αφού λαμβανόταν υπόψη και η πιθανή επέκταση του χρόνου λόγω π.χ. βλάβης του κινητήρα του σκάφους, αποπροσανατολισμού κλπ. Οι πράξεις, οι παραλείψεις και η εν γένει συμπεριφορά του ήταν αλόγιστες, απερίσκεπτες και επικίνδυνες[8], αφήνοντας έκθετη την ασφάλεια των επιβατών σε προβλεπτό κίνδυνο, η εκδήλωση του οποίου είχε μοιραίες συνέπειες για την ανήλικη Jouri.

 

Συναφώς, αντικρίζοντας τα πράγματα σφαιρικά και στην ορθή τους διάσταση και όχι κατ’ απομόνωση συγκεκριμένων στοιχείων, όπως πράττει η υπεράσπιση, θεωρούμε πως η αμέλεια του ήταν βαριά, εντός του πλαισίου πάντα του άρθρου 210, και η σχετική εισήγηση της υπεράσπισης θα πρέπει ν’ απορριφθεί. Σε σχέση δε με την αναφορά ότι δεν υπήρξαν άλλα θύματα, ό,τι χρειάζεται να λεχθεί, χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση, είναι ότι υπό τις περιστάσεις είναι από τύχη ουσιαστικά που δεν υπήρξαν άλλα θύματα ή ακόμα, που δεν έγινε η θάλασσα ο υγρός τάφος όλων των επιβαινόντων.

Ερχόμενοι τώρα στην εισήγηση περί ύπαρξης συντρέχουσας αμέλειας: (α) των διοργανωτών του ταξιδιού, επειδή δεν έστειλαν τη βάρκα για έλεγχο και δεν παρείχαν κατάλληλη βάρκα για υπεράκτιο ταξίδι, εξοπλισμένη με όλα τα απαραίτητα όργανα / μέσα και επαρκή εφόδια, (β) των επιβαινόντων που πέταξαν τα μπουκάλια με την εναπομείνασα ποσότητα νερού, κατόπιν οδηγιών του Κατηγορούμενου και (γ) της μητέρας της Jouri γιατί δεν πήρε μαζί της επαρκή ποσότητα νερού για κάλυψη των αναγκών της ανήλικης, σημειώνουμε τα εξής.

 

Κατ’ αρχάς οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι οι υποθέσεις στις οποίες παραπέμπει η υπεράσπιση προς επίρρωση της θέσης της, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην παρούσα. Στις εν λόγω υποθέσεις κρίθηκε ότι τα θύματα συνέβαλαν με τη συμπεριφορά τους στα θανατηφόρα δυστυχήματα, έχοντας συντρέχουσα ευθύνη η οποία λήφθηκε υπόψη. Εν προκειμένω, σαφώς και δεν τίθεται ζήτημα συντρέχουσας ευθύνης του θύματος, ενός μικρού κοριτσιού ηλικίας τριών χρονών, το οποίο τοποθέτησε στη βάρκα η μητέρα του.    

 

Από εκεί και πέρα, σημειώνουμε πως σε διευκρινιστική ερώτηση του Δικαστηρίου κατά το στάδιο των αγορεύσεων, η συνήγορος του Κατηγορούμενου επιβεβαίωσε ότι είναι αποδεκτή η ευθύνη του τελευταίου και πως δεν προβάλλει τα περί συντρέχουσας ευθύνης με την έννοια της διακοπής της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου και του θανάτου της ανήλικης Jouri

 

Στην υπόθεση Στυλιανού v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.240/18, ημερ.25.2.2021, ο εφεσείοντας καταδικάστηκε επί τω ότι εκ προμελέτης επέφερε δια παρανόμου πράξεως το θάνατο του Α.Σ. (το θύμα).  Ένα από τα παράπονα του στην έφεση, το οποίο διατυπώθηκε μέσω σχετικού λόγου έφεσης, ήταν ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε και δεν έκρινε την οδική συμπεριφορά του θύματος και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψιν ότι αυτός οδηγούσε με πιστόλι στο ένα χέρι, ότι οδηγούσε με υπερβολική αλκοόλη και ναρκωτικά, ότι ανέπτυξε ταχύτητα και ότι δεν επρόκειτο για συνήθη οδηγό μοτοσικλέτας αλλά οδηγό που διέπραξε εγκληματικές πράξεις έχοντας κάνει χρήση υπερβολικής αλκοόλης και κοκτέιλ σκληρών ναρκωτικών.  Ήταν γεγονός σύμφωνα με τη μαρτυρία, ότι οι αναλύσεις κατέδειξαν ότι στο αίμα του θύματος ανιχνεύθηκε μεθαμφεταμίνη, κοκαΐνη και συστατικά που υποδηλώνουν λήψη κάνναβης, καθώς επίσης ότι στο αίμα του το επίπεδο αιθυλικής αλκοόλης ήταν 115 MS/DL, ενώ το όριο είναι 50 MS/DL. 

 

Σε σχέση με την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

 

«  Όμως, καταρχάς δεν έχει διευκρινιστεί εάν η συμπεριφορά του θύματος τέθηκε υπό την έννοια της διακοπής της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ενέργειας του εφεσείοντα και του θανάτου του θύματος ή υπό την έννοια της συντρέχουσας αμέλειας.

 

Η συμπεριφορά ή οι ενέργειες του προσώπου που φονεύθηκε ή άλλων προσώπων, υπεισέρχεται, όταν εξετάζεται το ζήτημα της πρόκλησης θανάτου, εάν και εφόσον η πράξη ή η παράλειψη του ίδιου του κατηγορούμενου δεν θα επέφερε τον θάνατο, εκτός εάν ακολουθείτο από πράξη ή παράλειψη του θύματος ή άλλων προσώπων (άρθρο 211(ε) του Ποινικού Κώδικα).  Πρόκειται για την περίπτωση που η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ενέργειας του κατηγορούμενου και του θανάτου διακόπτεται από κάποιο νέο γεγονός τέτοιας φύσεως ώστε αυτό να μπορεί να θεωρηθεί ως η μοναδική πλέον αιτία του θανάτου, με την ενέργεια του κατηγορούμενου να μην αποτελεί την αιτία, αλλά απλώς ένα μέρος της ιστορίας (novus actus interveniensRvPagett (1983) 76 Cr.App.R. 279, Rossides v. The Republic (1983) 2 CLR 931, Kolokotronis v. The Police (1974) 2 CLR 32).

 

Εάν είναι ζήτημα συντρέχουσας αμέλειας που προβλήθηκε με τον υπό εξέταση λόγο έφεσης, τότε θα πρέπει να σημειωθεί η διαφορά επί του προκειμένου μεταξύ αστικού και ποινικού δικαίου.  Στο αστικό δίκαιο η ευθύνη του ιδίου του θύματος είναι πάντοτε σχετική είτε υπό την έννοια της συντρέχουσας αμέλειας, είτε με βάση τα αξιώματα volenti non fit injuria ή ex turpi non oritur actio.  Στο ποινικό δίκαιο όμως παραπονούμενο δεν είναι το θύμα, αλλά η Πολιτεία.  Το ζήτημα εξηγήθηκε ως εξής στην υπόθεση R. v. Wacker [2003] Cr.App.R. 22:

 

«Why is there, therefore this distinction between the approach of the civil law and the criminal law? The answer is that the very same public policy that causes the civil courts to refuse the claim points in a quite different direction in considering a criminal offence.  The criminal law has as its function the protection of citizens and gives effect to the state's duty to try those who have deprived citizens of their rights of life, limb or property. It may very well step in at the precise moment when civil courts withdraw because of this very different function. The withdrawal of a civil remedy has nothing to do with whether as a matter of public policy the criminal law applies. The criminal law should not be disapplied just because the civil law is disapplied. It has its own public policy aim which may require a different approach to the involvement of the law».

 

Συνεπώς, η συντρέχουσα αμέλεια δεν αποτελεί υπεράσπιση σε ποινική κατηγορία (Swindall and Osborne (1846) 2 Cox CC 141).  Μόνο έμμεσα μπορεί να υπεισέλθει, εάν και εφόσον είναι τέτοιου βαθμού ώστε η ενέργεια του κατηγορούμενου να μην αξιολογείται πλέον ως η ενεργός και ουσιαστική αιτία του θανάτου (operating and substantial cause of death). Όπως αναφέρεται στο Indian Penal Code (ανωτέρω), σελ. 2499:

 

«...contributory negligence does play a part, though indirectly, in determining whether the act of the accused was so rash or negligent that it caused the death. Contributory negligence, though not per se a defence may thus become relevant, not because it is by itself an exonerating circumstance, but as a fact showing that the consequence complained of was too remote».

 

Εν προκειμένω δεν είναι τέτοια η περίπτωση.  Το εάν το θύμα, όπως του αποδίδεται με το σχετικό λόγο έφεσης και σύμφωνα με τη μαρτυρία, οδηγούσε με πιστόλι στο ένα χέρι, ή με υπερβολική αλκοόλη και έχοντας καταναλώσει κοκτέιλ σκληρών ναρκωτικών ή αν ανέπτυξε ταχύτητα, αυτά δεν θα μπορούσαν να έχουν την έννοια της συντρέχουσας αμέλειας ή της διακοπής της αιτιώδους συνάφειας σε σχέση με την ενέργεια του εφεσείοντα να αποκόψει την πορεία της μοτοσυκλέτας και να την ανατρέψει βίαια.  Η ενέργεια αυτή του εφεσείοντα αποτελούσε τη μοναδική αιτία του θανάτου του θύματος. »

 

Ευθέως αναφέρουμε πως ούτε στην παρούσα θεωρούμε πως θα μπορούσε να προβληθεί επιτυχώς ζήτημα συντρέχουσας αμέλειας οιουδήποτε εκ των προσώπων που αναφέρθηκαν. Οι λαθρέμποροι μπορεί να παρείχαν ακατάλληλη βάρκα, χωρίς όργανα και επαρκή εφόδια, όμως παρά το γεγονός ότι ο ίδιος διαπίστωσε εξ αρχής την ακαταλληλότητα του σκάφους, δεν απέστη από το εγχείρημα αλλά αντίθετα ανέλαβε ενσυνείδητα να το φέρει εις πέρας, ως προνοούσε η συμφωνία του με τους λαθρέμπορους για να μπορεί έτσι να επωφεληθεί ο ίδιος και ο ανιψιός του με τον τρόπο που προαναφέρθηκε αλλά και να λάβει η σύζυγος του το συμφωνηθέν ποσό. Με βάση τα γεγονότα δε είχε την ευθύνη, ως ο καπετάνιος του σκάφους, να διασφαλίσει πριν το ταξίδι ότι υπήρχε συμμόρφωση με όλες τις απαιτήσεις για ένα ασφαλές ταξίδι και δη ότι η βάρκα διέθετε κατάλληλα μέσα πλοήγησης, διάσωσης και επικοινωνίας, επαρκή εφόδια σε τρόφιμα, νερό και φάρμακα και κατάλληλους χώρους για τους επιβαίνοντες. Είναι όλα τα πιο πάνω συνδυαστικά με τις ενέργειες και τις οδηγίες του στη θάλασσα, όπως λεπτομερώς εξηγήσαμε ανωτέρω, που συνδέονται με το θάνατο της Jouri και όχι το γεγονός ότι οι λαθρέμποροι διέθεσαν στον Κατηγορούμενο τη συγκεκριμένη βάρκα.

 

Ούτε όμως μπορεί να διασυνδεθεί λογικά με την αιτία θανάτου της Jouri, υπό την έννοια της συντρέχουσας αμέλειας πιο πάνω, είτε το γεγονός ότι η μητέρα της απλά δεν πήρε μαζί της επιπλέον ποσότητα νερού, όταν ήταν υποχρέωση και ευθύνη του καπετάνιου να ελέγξει πριν το ταξίδι για ύπαρξη αρκετών εφοδίων, είτε το γεγονός ότι οι επιβαίνοντες πέταξαν την εναπομείνασα ποσότητα νερού, όταν το έπραξαν με οδηγίες του ίδιου του καπετάνιου, που όπως το έθεσε ορθά ο συνήγορος της κατηγορούσας αρχής κατά το στάδιο των αγορεύσεων, ήταν το πρόσωπο που είχε  «το γενικό πρόσταγμα πάνω στο σκάφος τη δεδομένη στιγμή». Και βεβαίως, ας μας επιτραπεί να πούμε ότι η εισήγηση πως πρέπει να ληφθεί υπόψη η μη δίωξη των επιβαινόντων που πέταξαν το νερό υπό τις πιο πάνω περιστάσεις, παρέμεινε στη σφαίρα της αοριστίας και ως τέτοια μετέωρη αλλά σε κάθε περίπτωση κρίνεται και ως μη συνάδουσα με τη λογική.

 

Παρά τα πιο πάνω και παρά την προηγουμένως διαπιστωθείσα σοβαρότητα του αδικήματος και την παράλληλη ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση των παραβατών, δεν μεταβάλλεται επ’ ουδενί, το καθήκον του Δικαστηρίου, προς εξατομίκευση της ποινής, κατά τρόπο που τελικώς να αρμόζει στις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και στις περιστάσεις του ίδιου του Κατηγορούμενου, έτσι που να μην συνιστά γι’ αυτόν απλώς μια τιμωρία.

 

Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνουμε υπόψη ως ελαφρυντικά τα εξής:

 

-               Tο λευκό του ποινικό μητρώο καθώς και τον πρότερο έντιμο βίο του, τα οποία μας επιτρέπουν ν’ αποδεχθούμε την εισήγηση, ότι η συμπεριφορά που επέδειξε, παρά τη σοβαρότητα της, ήταν μεμονωμένη.

 

-       Την παραδοχή του στην κατηγορία, η οποία δεν ήταν άμεση αλλά έγινε μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ενώ είχαν ήδη καταθέσει 15 εκ των 78 μαρτύρων που ευρίσκονται στο κατηγορητήριο. Ως προς τη βαρύτητα που μπορεί να αποδοθεί στην παραδοχή, αυτή ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση. Όπου συμβάλλει αποτελεσματικά στη διερεύνηση της υπόθεσης και πηγάζει από πραγματική μεταμέλεια του κατηγορούμενου, έχει μεγαλύτερη αξία. Επίσης μεγαλύτερη αξία δύναται να αποδοθεί στην παραδοχή σε υποθέσεις όπου η απόδειξη του αδικήματος θα ήταν χρονοβόρα και δύσκολη (βλ. Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ.442).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο Κατηγορούμενος είχε παραδεχτεί εξ αρχής ότι ήταν ο πλοηγός της βάρκας, ενώ περαιτέρω προκύπτει από τα γεγονότα πως υπήρχε ισχυρή μαρτυρία σε βάρος του αναφορικά με τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος. Σε κάθε περίπτωση όμως, έχοντας κατά νου τον μεγάλο αριθμό των μαρτύρων στο κατηγορητήριο, δεν παραβλέπεται πως η απόδειξη του αδικήματος αυτού, σε περίπτωση μη παραδοχής θα ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρα και θα ενείχε κάποια εγγενή δυσκολία ένεκα, αν μη τι άλλο, τούτου. Επομένως, η παραδοχή του, προσμετράται ανάλογα προς όφελος τους ως ένας σημαντικός μετριαστικός παράγοντας που δικαιολογεί σχετική έκπτωση στην ποινή[9].

 

-               Τη μεταμέλεια του, ως εμφαίνεται μέσα από την παραδοχή του στο Δικαστήριο, καθώς και από την εκφρασθείσα απολογία του για το θάνατο του παιδιού τόσο κατά το στάδιο που συνελήφθη όσο και ενώπιον μας, δια μέσου της συνηγόρου του.

 

-               Πέραν των πιο πάνω, λαμβάνουμε υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, όπως αυτές αναλύθηκαν από τη συνήγορο του, με αναφορά και στην Έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, την οποία η συνήγορος υπεράσπισης του υιοθέτησε.

 

Συγκεκριμένα λαμβάνουμε υπόψη, ότι ο Κατηγορούμενος είναι ηλικίας 48 ετών σήμερα, κατάγεται από τη Συρία, προέρχεται από πολυμελή, φτωχή οικογένεια και είναι έγγαμος. Ο πατέρας του απεβίωσε πριν τρία χρόνια σε ηλικία 76 ετών. Η μητέρα του, ηλικίας 65 ετών, ασχολείται με τα οικιακά, αντιμετωπίζει δε προβλήματα υγείας, ήτοι ψηλό ζάχαρο και απώλεια όρασης.   

 

Ο Κατηγορούμενος δεν φοίτησε σε σχολείο και είναι αναλφάβητος. Το 1995 κατατάγηκε στον συριακό στρατό, όπου εξέτισε υποχρεωτική θητεία διάρκειας 2,5 ετών. Στη συνέχεια εργάστηκε ως ψαράς για 20 χρόνια περίπου. Το 2021 ήρθε στην Κύπρο για να εργαστεί, όμως δεν κατέστη δυνατό να εξεύρει εργασία και επέστρεψε στη Συρία έπειτα από ένα χρόνο παραμονής στο νησί, όταν αρρώστησε ο πατέρας του.

 

Το 2003 τέλεσε γάμο με ομοεθνή του, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, ηλικίας 21, 17 και 12 χρόνων σήμερα. Το σπίτι της οικογένειας καταστράφηκε από σεισμό. Η σύζυγος του, ηλικίας 45 ετών, είναι καρκινοπαθής και φιλοξενείται στο σπίτι του πατέρα της. Τα παιδιά δε έχουν διακόψει τη φοίτηση τους στο σχολείο και βρίσκονται εκτός εργασίας, ενώ φιλοξενούνται στο σπίτι της μητέρας του. Ο ίδιος επέστρεψε στην Κύπρο με στόχο την εξεύρεση εργασίας, καθώς η οικογένεια αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Κατά τη διάρκεια της κράτησης του, διατηρεί επικοινωνία με την οικογένεια του σε μηνιαία βάση και μετά την αποφυλάκιση του επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του για να επανασυνδεθεί με την οικογένεια του.

 

Συναφώς, λαμβάνουμε υπόψη και τις επιπτώσεις, από την τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης, στην οικογένεια του και δη στη σύζυγο και στα παιδιά του, οι οποίοι διαμένουν στη Συρία υπό τις συνθήκες που έχουν αναφερθεί και εξαρτώνται από την οικονομική στήριξη του Κατηγορούμενου. Επιπρόσθετα, συνεκτιμούμε και το διάστημα κατά το οποίο τελεί υπό κράτηση, όπως και τη γενικότερη αγωνία που βιώνει τόσο αυτός όσο και η οικογένεια του αναμένοντας την ολοκλήρωση της παρούσας διαδικασίας, σημειώνοντας βέβαια πως οι πιο πάνω παράγοντες παρότι λαμβάνονται υπόψη, αφού αποτελούν επίσης μετριαστικούς παράγοντες, εντούτοις δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους της ποινής, ιδίως όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.32 και Αναστασίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2005) 2 Α.Α.Δ.492, 513).  

 

Πέραν των ανωτέρω, λαμβάνουμε υπόψη και ότι ο Κατηγορούμενος, πριν τέσσερα χρόνια, διαγνώστηκε με καρκίνο του θυροειδούς αδένα και στις 24.2.2021 υποβλήθηκε σε επέμβαση αφαίρεσης του θυροειδούς (βλ. και σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό). Έκτοτε λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Ως προς τη θέση της συνηγόρου του δε ότι συνεχίζει ν΄ αντιμετωπίζει το πρόβλημα υγείας και ότι η φαρμακευτική αγωγή στις φυλακές δεν είναι αυτή που λάμβανε και δεν είναι «τόσο επαρκής όσο προηγουμένως», αλλά και ότι η ποινή φυλάκισης που ενδέχεται να του επιβληθεί θα τον ταλαιπωρήσει σε διαφορετικό βαθμό απ' ότι αν ήταν υγιής, σημειώνουμε τα εξής.

 

Κατ’ αρχάς, επισημαίνουμε ότι κατά το στάδιο των αγορεύσεων διευκρινίστηκε ότι ο Κατηγορούμενος υποβλήθηκε στην εν λόγω επέμβαση (θυροειδεκτομή) και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή για πρόληψη, προκειμένου να μην επανεμφανιστεί καρκίνος σε άλλα όργανα του σώματος του, χωρίς να γνωρίζει την κατάσταση της υγείας του σήμερα ή και αν τα φάρμακα που του δίνουν δεν είναι στην πραγματικότητα κατάλληλα για την πρόληψη του καρκίνου.

 

Των πιο πάνω δεδομένων, είναι σαφές ότι χωρίς να έχει τεθεί ενώπιον μας συγκεκριμένη ιατρική μαρτυρία για τα πιο πάνω, δεν θα μπορούσαμε ν’ αποδεχτούμε είτε ότι ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει σήμερα θέμα καρκίνου είτε ότι η φαρμακευτική αγωγή που του χορηγείται δεν είναι επαρκής. Τούτα είναι ζητήματα για τα οποία ο Κατηγορούμενος, εάν το επιθυμεί, θα μπορούσε να ζητήσει να εξεταστεί. Πάντως, δεν μπορεί να μην επισημανθεί, ότι ο Κατηγορούμενος κρατείται στις φυλακές στο πλαίσιο της παρούσας από τις 9.2.24 και δεν αναφέρθηκε ποτέ είτε ότι στο μεταξύ αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα, είτε ότι υπήρξε επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του συνεπεία της αγωγής που του χορηγείται, είτε ότι ζήτησε ν’ αλλάξει την αγωγή ή να εξεταστεί και του αρνήθηκαν.

 

Σε κάθε περίπτωση σημειώνουμε πως τίποτε δεν έχει τεθεί ενώπιον μας που να καταδεικνύει ότι το όποιο πρόβλημα αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί επιτυχώς από το προσωπικό του σωφρονιστικού ιδρύματος, το οποίο παρέχει τέτοια δυνατότητα (βλ. Σίμκαση v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ.22, Μαληκκίδη v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.40/2015, ημερ.25.11.2016), ούτε όμως υπάρχει μαρτυρία και δη μαρτυρία ιατρού, η οποία να υποστηρίζει πως η τυχόν φυλάκιση του αυτή καθαυτή θα επιδεινώσει την κατάσταση της υγείας του ή θα του προκαλέσει ασυνήθιστου βαθμού ταλαιπωρία, ώστε να επενεργήσει το γεγονός αυτό ως ελαφρυντικός παράγοντας (βλ. Σοφοκλέους ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ.144, Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ.315).

 

Ως προς τη θέση τώρα της υπεράσπισης πως υπήρξε καθυστέρηση στη διάγνωση της ποινικής ευθύνης του Κατηγορούμενου και πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος, σημειώνουμε τα εξής. Ο Κατηγορούμενος συνελήφθη σε σχέση με την παρούσα υπόθεση στις 25.1.2024 και το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε για σκοπούς παραπομπής την 9.2.2024. Ξεκινούμε λοιπόν από το γεγονός ότι δεν εντοπίζεται καμία απολύτως καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπόθεσης, αφού θεωρούμε απόλυτα εύλογο το χρόνο των δύο περίπου βδομάδων που απαιτήθηκε για τη διερεύνηση της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη και τον αριθμό των μαρτύρων στο κατηγορητήριο, 78 στο σύνολο. Επισημαίνουμε ότι οι περισσότεροι εκ των μαρτύρων ήταν επιβαίνοντες στη βάρκα με καταγωγή από τη Συρία, οπότε χρειάστηκε να τους ληφθούν καταθέσεις με τη βοήθεια μεταφραστή, όπως εξάλλου είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε από τις μαρτυρίες που ακούστηκαν ενώπιον μας πριν ο Κατηγορούμενος προβεί σε παραδοχή στην υπό συζήτηση κατηγορία. 

 

Από της καταχωρήσεως δε της υπόθεσης μέχρι και την αποπεράτωση της, δεν εντοπίζουμε οποιαδήποτε καθυστέρηση που να μπορεί να αποδοθεί στο Δικαστήριο, ενώ θα μπορούσε να λεχθεί ότι η κατηγορούσα αρχή και η υπεράσπιση βαρύνονται εξίσου για την ομολογουμένως μικρή καθυστέρηση μέχρι την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Επί τούτου σημειώνουμε πως ο Κατηγορούμενος αφότου παραπέμφθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 7.3.24, ζήτησε χρόνο για απάντηση και εξέταση αιτήματος νομικής αρωγής που θα υπέβαλλε, με αποτέλεσμα να ορισθεί η υπόθεση στις 21.3.24. Την τελευταία αυτή ημερομηνία, ο Κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή στις κατηγορίες και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 16.4.24, οπόταν εγκρίθηκε η νομική αρωγή και ζητήθηκε αναβολή από την υπεράσπιση προκειμένου να λάβει όλο το μαρτυρικό υλικό. Στις 12.6.24 η ακρόαση αναβλήθηκε από κοινού, προκειμένου να εξεταστεί από την υπεράσπιση συγκεκριμένη πρόταση που της έγινε, όπως επίσης η υπόθεση αναβλήθηκε με κοινό αίτημα στις 14.6.24, προς τον σκοπό εφοδιασμού της υπεράσπισης με μαρτυρικό υλικό που υπολειπόταν. Στις 12.9.24 δε, οπότε ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση η υπόθεση, η υπεράσπιση υπέβαλε αίτημα αναβολής προκειμένου να μελετήσει το μαρτυρικό υλικό που μόλις της είχε παραδοθεί. Στις 18.11.24 η ακρόαση της υπόθεσης ξεκίνησε και η εκδίκαση της υπόθεσης κινήθηκε με γοργούς ρυθμούς μέχρι τις 24.1.25[10], οπόταν έγινε αλλαγή απάντησης στην κατηγορία 12 και αναστάλθηκαν οι υπόλοιπες κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο Κατηγορούμενος. Στις 24.1.25 δε, ζητήθηκε χρόνος για ετοιμασία των γεγονότων και ετοιμασία αγόρευσης για μετριασμό αντίστοιχα, ως επίσης και ετοιμασία έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας, στις 30.1.25 εκτέθηκαν τα γεγονότα και η συνήγορος της υπεράσπισης αγόρευσε για μετριασμό της ποινής και σήμερα, 6.2.25, το Δικαστήριο επιβάλλει την ποινή του.

 

Ανεξαρτήτως όμως των ανωτέρω, σημειώνουμε πως η νομολογία αναγνωρίζει ως ελαφρυντικό παράγοντα την πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος, αφού η χρονική αυτή διάσταση μειώνει ουσιαστικά την ανάγκη για αποτρεπτικότητα της ποινής και τον αναμορφωτικό της ρόλο, ενώ οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορουμένου στο διαρρεύσαν διάστημα μπορεί να αλλάξουν ριζικά.[11] Στην προκειμένη περίπτωση το αντικειμενικό γεγονός της παρέλευσης ενός περίπου έτους από τη διάπραξη του αδικήματος λαμβάνεται υπόψη, ωστόσο διαπιστώνουμε πως δεν αναφέρθηκαν και δεν εντοπίζονται οποιαδήποτε ουσιώδη γεγονότα που μεσολάβησαν από την ημερομηνία διάπραξης και εντεύθεν που μπορούν να θεωρηθούν ως ουσιαστική μεταβολή στις περιστάσεις του, η οποία θα δικαιολογούσε διαφορετική μεταχείριση.

 

Εν πάση περιπτώσει ό,τι άλλο οφείλουμε πάντως να σημειώσουμε είναι πως σύμφωνα με τη νομολογία, η ύπαρξη καθυστέρησης δεν είναι πάντα αρκετή για να οδηγήσει στην επιβολή μη στερητικής της ελευθερίας ποινής.  Έτσι επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης στις υποθέσεις, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ 22 (καθυστέρηση 4 ετών – η παραδοχή ήταν άμεση), Διεθνές Κέντρο Υγείας Ολιστικής Ιατρικής Βιόραμα Λτδ ν. Καρβελλά, Ποιν. Εφ. 288 και 289/19, ημερ. 12.3.19 (καθυστέρηση 7 και πλέον ετών, με ουσιαστική αλλαγή στις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου), Φελλά ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 8/21, ημερ. 3.6.21 (καθυστέρηση 14 ετών: το αδίκημα διαπράχθηκε το 2007, διαπιστώθηκε το 2014, η δίωξη καταχωρήθηκε το 2016 και η ποινή επιβλήθηκε το 2021), και Λεωνίδου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 85/20, ημερ. 28.6.21, ECLI:CY:AD:2021:B284 (καθυστέρηση 12 ετών με μεγάλη καθυστέρηση (4 έτη) κατά τη διερεύνηση).  Εν προκειμένω θεωρούμε πως δεν υπήρξε τέτοια καθυστέρηση, που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη και θα ήταν αρκετή για να διαφοροποιήσει το είδος της ποινής.

 

Συνεκτιμώντας αφενός τη σοβαρότητα και την ανάγκη για αποτροπή και αφετέρου όλα τα προαναφερθέντα ελαφρυντικά στοιχεία, κρίνουμε οποιαδήποτε άλλη ποινή εκτός από την ποινή της φυλάκισης ως ανεπαρκή και ακατάλληλη για την παρούσα περίπτωση.

 

Θεωρούμε ως αρμόζουσα και επιβάλλουμε στον Κατηγορούμενο, στην κατηγορία 12, ποινή φυλάκισης 3 ετών.

 

Παρόλο που δεν υπήρξε εισήγηση για αναστολή της ποινής φυλάκισης που ήθελε επιβληθεί στον Κατηγορούμενο, ενόψει του ύψους της ποινής που έχει επιβληθεί προχωρούμε να εξετάσουμε κατά πόσο ενδείκνυται υπό τις περιστάσεις, να αναστείλουμε την εκτέλεση της.

 

Η βασική νομολογιακή αρχή, όπως εν τέλει έχει αποκρυσταλλωθεί στις υποθέσεις Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.930 και Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ.449, είναι ότι επανεξετάζεται κάθε στοιχείο και κάθε παράγοντας ο οποίος δυνατόν να έχει σημασία ως προς την αναστολή. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, μπορούν ή πρέπει αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί την παροχή μιας δεύτερης ευκαιρίας (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ.22). Αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου, καθώς και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι δυνατόν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για αναστολή ή όχι της ποινής. Εν τέλει το ουσιώδες ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

 

Έχουμε την άποψη πως, οι μετριαστικοί παράγοντες που έχουν ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της ποινής του Κατηγορούμενου, αναθεωρούμενοι σε αυτό το στάδιο, δεν είναι τέτοιοι που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη απόδοσης, αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, υπό το φως της σοβαρότητας της υπόθεσης ως την έχουμε προδιαγράψει. Τυχόν δε αναστολή της ποινής φυλάκισης, κρίνουμε πως θα εξουδετέρωνε τη σοβαρότητα του αδικήματος και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες.  

 

Συναφώς η ποινή που έχει επιβληθεί θα είναι άμεση. Κατ’ εφαρμογή δε του άρθρου 117(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, η ποινή να μειωθεί κατά το χρονικό διάστημα που ο Κατηγορούμενος τελεί σε προφυλάκιση, ήτοι από τις 9.2.2024.

 

 

                                                                           (Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. Τεκμήριο Α.

[2] Που έχει σχέση με την ώθηση ή που είναι κατάλληλη για να ωθεί.

[3] π.χ. άναμμα φωτιάς επάνω σε ρούχα και κυματισμός τους με ξύλινα κοντάρια στο ουρανό.

[4] βλ. Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γεν. Εισαγγελέας v. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9, Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 40/15, ημερ. 25.11.16 και Δημοκρατία v Λαζαρή, Ποιν. Έφ. 25/21, ημερ. 8.3.22, ECLI:CY:AD:2022:D89.

[5] Βλ. το άρθρο 210 του Κεφ.154: «Όποιος, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι τεσσάρων χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσιες λίρες.» 

                                                          (έμφαση δοθείσα)

[6] Κανονισμοί περί ακτοπλοϊκών και άλλων επιβατηγών σκαφών.

[7] Π.χ. άναμμα φωτιάς επάνω σε ρούχα και κυματισμός τους με ξύλινα κοντάρια στο ουρανό.

[8] Για την έννοια των όρων αυτών, βλ. Ζυπιτής v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ.220.

[9] Βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ 28, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 110/14, ημερ. 15.6.2015, Η.Ε. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 137/18 (σχ. με 50/18), ημερ. 8.4.2020 και Cotorceanu κ.α. v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφέσεις 84/20 και 87/20, ημερ. 17.2.21.

[10] Είχαν μάλιστα δοθεί αρκετές ημερομηνίες που κάλυπταν όλο το μήνα Ιανουάριο και όλο το μήνα Φεβρουάριο.

[11] Ως προς τη σημασία της καθυστέρησης βλ., μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, 361, Γενικός Εισαγγελέας v. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267, Γενικός Εισαγγελέας ν. Πότση (2000) 2 Α.Α.Δ. 252, 265, Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.α. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617, Αθανασιάδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 701, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104, Αβραάμ ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 365, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σενέκκη κ.α. (2012) 2 Α.Α.Δ. 285, και ΣΠΕ Λακατάμιας - Δευτεράς Λτδ ν. Ανδρέου, Ποιν. Έφ. 84/15, ημερ. 3.2.16.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο