Δημοκρατία ν. Σ.Λ., Αρ.Υπόθεσης: 168/24, 22/1/2025
print
Τίτλος:
Δημοκρατία ν. Σ.Λ., Αρ.Υπόθεσης: 168/24, 22/1/2025

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                           Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                           Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Αρ.Υπόθεσης: 168/24

 

Δημοκρατία

 

ν.

 

Σ.Λ.

Κατηγορούμενος

 

22 Ιανουαρίου 2025

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Δημοσθένους για Γενικόν Εισαγγελέα

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Κ. Χριστοδουλίδης

Κατηγορούμενος παρών.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο Κατηγορούμενος στην παρούσα υπόθεση αντιμετωπίζει τέσσερις συνολικά κατηγορίες ήτοι:

 

·         Της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 6(1)(3), 30 και 30Α, Πρώτου Πίνακα Μέρος ΙΙ και Τρίτου Πίνακα, του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου, Ν. 29/77 (κατηγορία 1),

·         Της κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, κατά παράβαση των άρθρων 2, 4(1) και 51 και του Πρώτου Παραρτήματος του Περί Πυροβόλων και μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου, Ν. 113(Ι)/04 (κατηγορία 2),

·         Της παράνομης κατοχής πυρομαχικών πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, κατά παράβαση των άρθρων 2, 4(1), 6 και 51 του Πρώτου Παραρτήματος του Ν. 113(Ι)/04 (κατηγορία 3),

·         Της κατοχής εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια, κατά παράβαση των άρθρων 2, 4(4)(δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54 (κατηγορία 4).  

 

Ο Κατηγορούμενος δήλωσε παραδοχή στις κατηγορίες 2, 3 και 4 ενώ δεν παραδέχθηκε την πρώτη κατηγορία, η οποία οδηγήθηκε σε ακρόαση. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της εν λόγω κατηγορίας, ως αυτή τροποποιήθηκε, ο Κατηγορούμενος στις 07.01.24 είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β, δηλαδή 111,3 γραμμάρια κάνναβης, με σκοπό την προμήθεια τους σε άλλο πρόσωπο.

  

1.    Η Διαδικασία

 

Η Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη της ως άνω κατηγορίας κάλεσε δύο μάρτυρες και συγκεκριμένα τον Αστ. 3963 Ι.Κ. (Μ.Κ.1) και την Θ.Π., Χημικό στο Γενικό Χημείο του Κράτους (Μ.Κ.2). Ο Κατηγορούμενος, αφότου κλήθηκε σε απολoγία και επεξηγήθηκαν σ’ αυτόν τα δικαιώματα του επέλεξε να καταθέσει ενόρκως, ενώ δεν κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης. Κατατέθηκαν δε συνολικά 12 τεκμήρια καθώς και δύο καταθέσεις και ένα βιογραφικό σημείωμα ως Έγγραφα Α-Γ. 

 

Σημειώνεται επίσης ότι δηλώθηκε και αριθμός παραδεκτών γεγονότων τα οποία αποτελούν συνάμα και ευρήματα του Δικαστηρίου.  Συγκεκριμένα δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι στις 07.01.24, ο Κατηγορούμενος, στον συνοικισμό ΑΗΚ στην Ορμήδεια, κατείχε πυροβόλο όπλο κατηγορίας Β, δηλαδή ένα πιστόλι (βραχύκαννο ημιαυτόματο πυροβόλο όπλο) μάρκας Sig Sauer P226, με τη φυσιογγιοθήκη του, χωρίς άδεια καθώς και πυρομαχικά, δηλαδή ένα αβολίδωτο φυσίγγιο, πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, επίσης χωρίς άδεια, το οποίο περιείχε εκρηκτική ύλη, διαπράττοντας έτσι τα αδικήματα της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης κατηγορίας. 

 

Ακόμα δηλώθηκε ως περαιτέρω παραδεκτό γεγονός ότι στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης, κατασχέθηκαν τα τεκμήρια που περιγράφονται στον κατάλογο τεκμηρίων (Τεκμήριο 1) και ότι η παραλαβή των Τεκμηρίων 2, 3 και 4, η σφράγιση τους και η διακίνηση τους μέχρι και την κατάθεση τους στο Δικαστήριο, ήταν ενέργειες σύννομες από μέρους της Αστυνομίας και τα εν λόγω τεκμήρια δεν δέχθηκαν οποιαδήποτε παρέμβαση και δεν έχει υπάρξει οποιαδήποτε επέμβαση σε αυτά, με εξαίρεση τις εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκαν από το Γενικό Χημείο του Κράτους.   Περαιτέρω, δηλώθηκε ότι οι εξετάσεις που διενεργήθηκαν από το Γενικό Χημείο του Κράτους και οι εκθέσεις που ετοιμάστηκαν, αφορούν στα Τεκμήρια 2, 3 και 4 (δύο μεταλλικούς σπαστήρες και ποσότητα ξηρής φυτικής ύλης, βάρους 111,3 γραμμαρίων) που κατατέθηκαν στη δικαστική διαδικασία.

 

2.    Οι Εκατέρωθεν Εκδοχές

 

Για σκοπούς ευχερέστερης κατανόησης των όσων θα ακολουθήσουν σημειώνεται πως θέση της Κατηγορούσας Αρχής στο πλαίσιο της διαδικασίας, ήταν ότι η ξηρή φυτική ύλη η οποία εντοπίστηκε στην κατοικία του Κατηγορούμενου, αποτελεί ελεγχόμενο φάρμακο εν τη εννοία του Ν.29/77, ως επίσης ότι η ποσότητα της είναι τέτοια ώστε να τεκμαίρεται δυνάμει του άρθρου 30Α του παραπάνω Νόμου, πως ο Κατηγορούμενος την κατείχε, με σκοπό την προμήθεια της σε άλλα πρόσωπα, τεκμήριο το οποίο, κατά τη θέση πάντοτε της κατηγορούσας αρχής, δεν ανετράπη από την υπεράσπιση.

 

Από την άλλη, θέση της υπεράσπισης ήταν πως η ποσότητα κάνναβης που κατείχε ο Κατηγορούμενος, δεν αποτελεί κάνναβη εν τη έννοια που αποδίδεται στον Ν. 29/77 και πως ακόμη και εάν ήθελε αποδειχθεί πως αυτή είναι κάνναβη υπό την παραπάνω έννοια, ο Κατηγορούμενος δεν γνώριζε ότι επρόκειτο για απαγορευμένη κάνναβη, εμπίπτουσα στην κατηγορία των ελεγχόμενων φαρμάκων Τάξεως Β, εν τη εννοία του Ν. 29/77, καθ’ ότι την αγόρασε από κατάστημα το οποίο ασχολείται με την πώληση κανναβινοειδών ουσιών, πιστεύοντας ότι η ποσόστωση της σε τετραϋδροκανναβινόλη δεν ξεπερνούσε το επιτρεπτό όριο, για να συνιστά ελεγχόμενο φάρμακο. Εν πάση δε περιπτώσει υποστήριξε πως η επίδικη ποσότητα κατείχετο από τον Κατηγορούμενο για ιδίαν χρήση και δη για σκοπούς παρασκευής τσαγιού και πάντως όχι για σκοπούς προμήθειας της σε άλλα πρόσωπα.   

 

3.    Σύνοψη Μαρτυρίας

 

Ο Μ.Κ.1 καταθέτοντας υιοθέτησε την κατάθεση του Έγγραφο Α, στην οποία αναφέρει ότι κατά τον επίδικο χρόνο υπηρετούσε στην Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών (Υ.ΚΑ.Ν) και ότι στις 7.1.24 συμμετείχε στην εκτέλεση του εντάλματος έρευνας στην οικία του Κατηγορούμενου (Τεκμήριο 5), κατά τη διάρκεια της οποίας τηρούσε ημερολόγιο ενεργειών (το οποίο επισυνάπτεται στο Έγγραφο Α), ενώ εκτέλεσε επίσης και το ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε εναντίον του Κατηγορούμενου (Τεκμήριο 6) και έλαβε ανακριτική κατάθεση από αυτόν (Τεκμήριο 7).  Η δε ουσία της μαρτυρίας του, αφορούσε τις ενέργειες του στο πλαίσιο αυτό καθώς και τα όσα προέκυψαν κατά τη διάρκεια της εν λόγω έρευνας, συμπεριλαμβανομένου και του εντοπισμού της επίδικης ποσότητας ξηρής φυτικής ύλης (Τεκμήριο 3), η οποία στη βάση των εξετάσεων ποιοτικού και ποσοτικού προσδιορισμού που διενεργήθηκαν από το Γενικό Χημείο (Τεκμήρια 8 και 9) επρόκειτο για ελεγχόμενο φάρμακο, ήτοι απαγορευμένη κάνναβη.   Κατέθεσε επίσης και τα Τεκμήρια 2 και 4 (μύλους αλέσεως με ίχνη κάνναβης) που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας και εξήγησε πως ολόκληρη η ποσότητα του Τεκμηρίου 3 θα μπορούσε να αλεστεί και να αποτελέσει αντικείμενο χρήσης, είτε μόνη της είτε κατόπιν ανάμειξης της με καλύτερης ποιότητας κάνναβη ή και βιομηχανοποιημένο καπνό.

 

Κατά την αντεξέτασή του ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως το Τεκμήριο 3 που αποτελείται από στελέχη και φύλλα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από χρήστες, συμφώνησε πως τις περισσότερες φορές οι χρήστες χρησιμοποιούν ανθό και επίσης ανέφερε πως υπάρχουν καταστήματα που πωλούν κάνναβη στην Κύπρο, κάποιες φορές κατά παράβαση της νομοθεσίας ενώ επίσης δέχθηκε ότι μπορεί να παρασκευαστεί και τσάι με τα στελέχη κάνναβης καθώς και ότι χρειάζεται περισσότερη ποσότητα για τον σκοπό αυτό. Σε υποβολή πως ο Κατηγορούμενος τα αγόρασε από το διαδίκτυο για να παρασκευάζει τσάι, ανέφερε ότι δεν θα μπορούσε να γνωρίζει κάτι τέτοιο.  Περαιτέρω κατά την αντεξέταση του κατατέθηκαν ως Τεκμήρια Α και Β προς Αναγνώριση, δύο δέσμες εκτυπώσεων από το διαδίκτυο, τις οποίες ο Μ.Κ.1 αναγνώρισε λέγοντας ότι πρόκειται για καταστήματα τα οποία πωλούν προϊόντα κάνναβης (βλ. Τεκμήριο Α προς Αναγνώριση), τα οποία συνεργάζονται με εταιρείες κατ’ οίκον παράδοσης, όπως η εταιρεία «Wolt» (βλ. Τεκμήριο Β προς αναγνώριση, το οποίο στη συνέχεια καταχωρήθηκε ως Τεκμήριο 12).

 

H M.K.2, είναι Χημικός στο Γενικό Χημείο του Κράτους και το πρόσωπο που διενήργησε έλεγχο επί των μεταλλικών σπαστήρων (Τεκμήρια 2 και 4) και της ξηρής φυτικής ύλης (Τεκμήριο 3) που κατασχέθηκαν κατά την έρευνα στην κατοικία του Κατηγορούμενου. Ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, κατέθεσε το βιογραφικό σημείωμα της (Έγγραφο Β) και αναγνώρισε το Τεκμήριο 8, ως την έκθεση που συνέταξε σε σχέση με τον ποιοτικό έλεγχο που διενήργησε επί των Τεκμηρίων 2-4, ο οποίος σύμφωνα με τη μάρτυρα κατέδειξε ότι η ξηρή φυτική ύλη που περιείχετο σε αυτά, δεν επρόκειτο για βιομηχανική κάνναβη αλλά ψυχαγωγική, συνιστώσα ελεγχόμενο φάρμακο εν τη εννοία του Ν. 29/77. Αναγνώρισε επίσης το Τεκμήριο 9, ως την έκθεση που ετοίμασε σε σχέση με τον ποσοτικό προσδιορισμό της ουσίας Δ.9-THC στη ξηρή φυτική ύλη βάρους 111,3 γραμμαρίων (Tεκμήριο 3), η οποία προσδιορίστηκε σε ποσοστό 0,37%. Ανέφερε σχετικά ότι παρόλο που οπτικά δεν μπορεί να διακριθεί η βιομηχανική από την  ψυχαγωγική εντούτοις μέσω των ελέγχων που διενήργησε, κατέληξε με βεβαιότητα πως η επίδικη κάνναβη, δεν είναι βιομηχανική κάνναβη αλλά κάνναβη που χρησιμοποιείται για σκοπούς ψυχαγωγίας. Εξήγησε τον τρόπο και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε για να διενεργήσει τον ποιοτικό και τον ποσοτικό έλεγχο, ως επίσης και τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με τυχόν επηρεασμό του αποτελέσματος του ποσοτικού προσδιορισμού.  Ειδικότερα αναφέρθηκε στη διευρυμένη αβεβαιότητα της μεθόδου, η οποία είναι ίση με 0,028 και απορρέει από διάφορους παράγοντες στους οποίους αναφέρθηκε, για να καταλήξει πως στην προκειμένη περίπτωση, είτε προστεθεί είτε αφαιρεθεί η αβεβαιότητα της τάξεως του 0,028 και πάλιν το αποτέλεσμα είναι πάνω από 0,3%, που είναι το όριο που χρησιμοποιεί το Γενικό Χημείο στη βάση ευρωπαϊκού κανονισμού.

 

Κατά την αντεξέταση της, αμφισβητήθηκε σε σχέση με το αποτέλεσμα που εξήγαγε από την εξέταση του ποιοτικού προσδιορισμού, στη βάση του ότι παρόλο που δεν γνώριζε αν ολόκληρη η ποσότητα του Τεκμηρίου 3 προερχόταν από την ίδια ή διαφορετικές παρτίδες, δεν διενήργησε εξέταση σε ολόκληρη την ποσότητα των 111,3 γραμμαρίων, παρά μόνο σε δείγμα που πάρθηκε από την όλη ποσότητα, βάρους τεσσάρων γραμμαρίων στο οποίο μάλιστα, δεν συμπεριλαμβάνονταν τα στελέχη του φυτού, τα οποία φέρουν εκ της φύσης τους χαμηλότερη ποσόστωση σε Δ.9-THC. Η μάρτυρας ενέμεινε ότι ο τρόπος που ακολούθησε κατά την εξέταση ήταν ο ενδεδειγμένος, αφού αυτός προβλέπεται και στον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 809/2014 αλλά και στις Ευρωπαϊκές Κατευθυντήριες οδηγίες, όπως αυτές του ENFSI (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Εργαστηρίων Δικανικής Χημείας).  Σε ερώτηση που της τέθηκε πως μπορεί να γνωρίζει ότι η ποσότητα της ξηρής φυτικής ύλης που δεν εξετάστηκε, φέρει παρουσία της Δ.9-THC σε ποσοστό 0,37%, ως δηλαδή η ποσότητα που εξετάστηκε, απάντησε πως το αποτέλεσμα που εξήχθη είναι η στατιστική προσέγγιση ολόκληρης της επίδικης ποσότητας σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες και κανονισμό που ακολουθούν και τούτο διότι είναι αδύνατο, να γίνεται ποσοτικός προσδιορισμός για ολόκληρη την ποσότητα.

 

Αντεξετάστηκε επίσης για να της υποβληθεί πως τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξε είναι ακροσφαλή καθότι δεν διενεργήθηκε έλεγχος σε σχέση με το είδος του φυτού ή την ποικιλία στην οποία ανήκει, εξ ου και η ίδια δεν ήταν σε θέση να αναφέρει αν η κάνναβη που εξέτασε ήταν του είδους sativa, με την ίδια να αρνείται την εν λόγω υποβολή και να αναφέρει πως το είδος του φυτού ή της φυτικής ύλης, δεν είθισται να ελέγχεται και τούτο διότι ο προσδιορισμός του γένους ενός φυτού, δεν είναι χημική υπόθεση αλλά αρμοδιότητα ενδεχομένως ενός γεωπόνου.  Ανεξαρτήτως δε του μη προσδιορισμού του γένους της κάνναβης, εντούτοις υποστήριξε πως στη βάση της χημικής εξέτασης μπορούσε να αποκλείσει την πιθανότητα να συνιστά η επίμαχη ποσότητα βιομηχανική κάνναβη.

 

Αμφισβητήθηκε επίσης σε σχέση με το εάν είναι διαπιστευμένη ειδικός στην εκτέλεση της μεθόδου που εφαρμόστηκε κατά την εξέταση του ποσοτικού προσδιορισμού της επίδικης ξηρής φυτικής ύλης (ΜΕΘ030102), αλλά και σε σχέση με το αποτέλεσμα του ποσοτικού προσδιορισμού, στη βάση κυρίως του ότι ενώ αποδέχθηκε ότι ο βαθμός απόκλισης της τάξης του 0,028 που ανέφερε, δεν είναι ποσοστιαίος (επί τοις εκατό), η ίδια τον αφαίρεσε από το ποσοστό του 0,37% που κατέληξε ότι αποτελεί το ποσοστό παρουσίας της ουσίας Δ.9-THC, με την ίδια να επιμένει, πως ήταν θεμιτό να αφαιρεθεί για τους λόγους που εξήγησε.

 

Περιπλέον αντεξετάστηκε και σε σχέση με το κατά πόσον ήλεγξε το μηχάνημα επί του οποίου διενεργήθηκαν οι εξετάσεις για να βεβαιωθεί ότι ήταν σε καλή κατάσταση την ώρα της εξέτασης, όπου εξήγησε τις διαδικασίες που ακολουθούν για να είναι βέβαιοι πως το μηχάνημα λειτουργεί ορθά και κανονικά.

 

Ο Κατηγορούμενος υιοθέτησε τη γραπτή του δήλωση (Έγγραφο Γ), στην οποία αναφέρει ότι πριν από κάποια χρόνια, έχασε τον πατέρα του, ότι μόλις πέρσι, έχασε και την μητέρα του, η οποία τον στήριζε, γεγονός το οποίο του κόστισε ψυχολογικά, ότι  λόγω της κακής ψυχολογικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν, ξεκίνησε τη χρήση ‘’χόρτου’’ για να αισθάνεται καλύτερα, ότι αποφάσισε να διακόψει τη χρήση του, ότι προς τούτο αγόρασε από κάποιο ‘’μαγαζί’’ στο ίντερνετ τσάι κάνναβης και ότι ο λόγος που το αγόρασε ήταν λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας του σε THC, η οποία είναι κάτω από το επιτρεπόμενο όριο, ώστε να βοηθηθεί σε σχέση με τον τερματισμό της χρήσης που έκανε. Ανέφερε επίσης πως το ότι έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε THC το λένε και στα ίδια τα καταστήματα που το πουλούν αλλιώς, ως ήταν η θέση του, δεν θα πωλείτο δια μέσου γνωστών εφαρμογών, από τις οποίες οποιοσδήποτε μπορεί να τα αγοράσει και να τα έχει σπίτι του μέσω delivery, εντός λίγων λεπτών. Ανέφερε επίσης ότι την ποσότητα που κατάσχεσε από το σπίτι του η Αστυνομία, δεν είχε σκοπό να την πωλήσει, ότι ούτως ή άλλως, δεν πωλείται στην αγορά των χρηστών κάνναβης, ότι αν είχε σκοπό να την πωλήσει, θα έπαιρνε τον ανθό (φούντα) και όχι φύλλα και κλωνιά και ότι εάν πρόθεση του ήταν η προμήθεια της, δεν θα την είχε φυλαγμένη σε κοφίνι, θα είχε ζυγαριά ή και θα είχε την ποσότητα διαμοιρασμένη σε σακουλάκια ώστε να την προμηθεύσει άλλα πρόσωπα. Υποστήριξε επίσης ότι αυτό που καπνίζουν οι χρήστες είναι ο ανθός του φυτού και όχι κλώνους και φύλλα, ότι δεν είχε στο σπίτι του ούτε κάνναβη καλύτερης ποιότητας ώστε να θεωρείτο ότι θα μπορούσε να την προσμείξει με αυτήν που κατείχε και να την πουλήσει σε άλλους, κάτι το οποίο ως άκουσε κατά τη μαρτυρία του Μ.Κ.1, γίνεται στην αγορά.  Κατά την περαιτέρω κυρίως εξέταση του, αναγνώρισε το Τεκμήριο Β προς αναγνώριση, ως το διαδικτυακό κατάστημα από το οποίο αγόρασε την ξηρή φυτική ύλη (βλ. Τεκμήριο 12).

 

Η αντεξέταση του επικεντρώθηκε γύρω από τη βασική του θέση, ότι αγόρασε την επίδικη ποσότητα από διαδικτυακό κατάστημα, μέσω εφαρμογής που διενεργεί κατ’ οίκον παραδόσεις.  Κλήθηκε σχετικά να υποδείξει την ιστοσελίδα απ’ όπου παρήγγειλε την επίδικη ποσότητα και να επεξηγήσει τη διαδικασία που ακολούθησε, να αναφέρει το ποσό που κατέβαλε, να περιγράψει πώς ήταν η συσκευασία που του παραδόθηκε, ενώ επίσης αντεξετάστηκε και ως προς την πλήρη ποσότητα που αγόρασε και το πόσο συχνά προέβαινε στην παρασκευή τσαγιού. Σε υποβολές που του τέθηκαν πως ψεύδεται αναφέροντας ότι αγόρασε την επίδικη ποσότητα από διαδικτυακό κατάστημα το οποίο πωλεί νόμιμα κάνναβη, ενέμεινε στη θέση του ότι το είχε αγοράσει κατά τον Αύγουστο του 2023, για να κάνει τσάι και πως σε καμμιά περίπτωση δεν το κάπνιζε γιατί δεν καπνίζονται τα φύλλα και οι κλώνοι, παρά μόνο χρησιμοποιούνται για την παρασκευή τσαγιού. Σε μετέπειτα υποβολή που του τέθηκε πως ο μόνος λόγος που κατείχε την επίδικη ποσότητα ήταν για να την προμηθεύσει σε άλλους, αλέθοντας την με τους μεταλλικούς σπαστήρες που κατείχε, αποτέλεσε θέση του πως δεν θα το έπραττε αυτό διότι εάν πωλούσε σε οποιονδήποτε το συγκεκριμένο είδος, που αποτελείτο μόνο από φύλλα και κλωνιά, κινδύνευε να τον δείρουν ή να τον «σύρουν» μέσα σε χαντάκι ή να ζητούν τα χρήματα τους πίσω. Τέλος, αρνήθηκε τη θέση του συνηγόρου της κατηγορούσας αρχής, πως ο λόγος που είχε το πιστόλι που ανευρέθηκε στην κατοχή του, σχετίζεται με την κατοχή της επίδικης ποσότητας κάνναβης και δη για να μπορεί να προστατεύεται από τους κινδύνους που ελλόχευαν από την ενασχόληση του με την εμπορία ναρκωτικών.

 

4.            Αξιολόγηση Μαρτυρίας – Ευρήματα

 

Έχουμε παρακολουθήσει με κάθε δυνατή προσοχή όλους τους μάρτυρες και εξετάσαμε όπως επιβάλλεται τη μαρτυρία τους, καθώς και κάθε άλλη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί υπό μορφή δηλώσεων ή εγγράφων εν τη εννοία του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9.  Είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε την αξιοπιστία των μαρτύρων και την ως άνω μαρτυρία, προς εξαγωγή των αναγκαίων ευρημάτων και συμπερασμάτων επί των πραγματικών γεγονότων.

 

Ο Μ.Κ.1 ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο εντεταλμένος στην ΥΚΑΝ και ήταν πρόσωπο χωρίς συμφέρον από την έκβαση της παρούσας υπόθεσης.  Κατ’ επέκτασιν δεν είχε ούτε και μας υπεδείχθη οποιοδήποτε κίνητρο που τυχόν είχε για να ψευσθεί.   Έδιδε την εντύπωση προσώπου που ήρθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει με ειλικρίνεια ό,τι γνώριζε για την υπόθεση, χωρίς πρόθεση να βοηθήσει οποιαδήποτε πλευρά, κάτι το οποίο ήταν εμφανές και από το ότι δεν δίσταζε να συμφωνήσει πολλές φορές και με θέσεις της υπεράσπισης, επιβεβαιώνοντας έτσι την αντικειμενικότητα του.   Ήταν σαφής και σταθερός στις τοποθετήσεις του ενώ δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις που να δύνανται να επηρεάσουν τον γενικά αξιόπιστο τρόπο με τον οποίο κατέθετε. Εξάλλου μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του παρέμεινε αναντίλεκτο.   

 

Συγκεκριμένα δεν αμφισβητήθηκε ότι στις 07.01.24 εκδόθηκε ένταλμα έρευνας (Τεκμήριο 5) της επίδικης οικίας καθώς και του οχήματος του Κατηγορούμενου, στη βάση πληροφορίας περί κατοχής από τον τελευταίο ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, ότι την ίδια μέρα γύρω στις 16:15, ο Μ.Κ.1 μαζί με άλλα μέλη της Αστυνομίας μετέβησαν στην κατοικία του Κατηγορούμενου, έξω από την οποία συνάντησαν τον αδελφό του, ότι ενημέρωσαν τον τελευταίο για την πρόθεση τους να ερευνήσουν την κατοικία και ότι ο Κατηγορούμενος ειδοποιήθηκε και έφτασε στον χώρο 15 λεπτά περίπου αργότερα, οδηγώντας αυτοκίνητο ενοικιάσεως.   Κατά τον ίδιο τρόπο δεν αμφισβητήθηκε πως πριν τη διεξαγωγή της έρευνας, ο Λοχ. 2354, υπέδειξε και εξήγησε στον Κατηγορούμενο το ένταλμα έρευνας, ότι του επέστησε την προσοχή, ότι ο Κατηγορούμενος απάντησε «Δεν έχω πρόβλημα, πίννω καμιά ψιλούα για να τζοιμηθώ», ότι η εν λόγω απάντηση του καταγράφηκε στο ημερολόγιο ενεργείας που τηρούσε ο Μ.Κ.1 και ότι κατόπιν προφορικής επεξήγησης των δικαιωμάτων του από τον Λοχ. 2354, στις 16:35, επικοινώνησε  τηλεφωνικά, με τον δικηγόρο του.    

 

Επίσης δεν αμφισβητήθηκε ότι κατά τη διάρκεια της έρευνας, ο Λοχ. 2354 εντόπισε μέσα σε φρουτοθήκη που βρισκόταν στο τραπέζι της κουζίνας 10 κάλυκες πιστολιού, ότι τους παρέλαβε ως τεκμήριο, ότι τους υπέδειξε στον Κατηγορούμενο και ότι αφού του επέστησε την προσοχή αυτός απάντησε «Έφερα τους που την Βουλγαρία», απάντηση η οποία επίσης καταγράφηκε στο ημερολόγιο ενεργείας που τηρούσε ο Μ.Κ.1, ενώ οι κάλυκες παραδόθηκαν στον Αστ. 601 και o Κατηγορούμενος επικοινώνησε στις 16:45 εκ νέου τηλεφωνικά με τον δικηγόρο του.   

 

Περαιτέρω αναντίλεκτο παρέμεινε και το ότι στις 16:50 o Λοχ. 2354 εντόπισε σε συρτάρι πάγκου της κουζίνας, ένα αβολίδωτο φυσίγγιο το οποίο επίσης παρέλαβε ως τεκμήριο, ότι το υπέδειξε στον Κατηγορούμενο ότι του επέστησε την προσοχή και αυτός απάντησε «Έφερα το τζαι τούτο που την Βουλγαρία», απάντηση η οποία καταγράφηκε και αυτή στο ημερολόγιο ενεργείας που τηρούσε ο Μ.Κ.1 ενώ το φυσίγγιο παραδόθηκε επίσης στον Αστ. 601. 

 

Περιπλέον αδιαμφισβήτητο παρέμεινε και το ότι στη συνέχεια ο ίδιος Λοχίας εντόπισε στον πάγκο της κουζίνας ένα μεταλλικό μύλο αλέσεως, ο οποίος περιείχε φυτική ύλη (Τεκμήριο 2), ότι τον παρέλαβε, ότι τον υπέδειξε στον Κατηγορούμενο, ότι του επέστησε την προσοχή και ότι ο τελευταίος απάντησε «Εν παλιό», απάντηση που καταγράφηκε στο ημερολόγιο ενεργείας του Μ.Κ.1 ενώ ο Λοχ.2354 παρέδωσε στον εν λόγω μάρτυρα το προαναφερθέν αντικείμενο, το οποίο έθεσε υπό τη φύλαξη του.  Επιπρόσθετα κοινό τόπο αποτέλεσε και το ότι ακολούθως ο ίδιος Λοχίας πληροφόρησε τον Κατηγορούμενο ότι είναι υπό σύλληψη για αυτόφωρο αδίκημα, ότι του εξήγησε τους λόγους σύλληψης του καθώς και τα δικαιώματα του, ότι του επέστησε την προσοχή και ότι ο Κατηγορούμενος απάντησε «Εντάξει», απάντηση η οποία καταγράφηκε στο ημερολόγιο ενεργείας.  Επίσης αναντίλεκτο παρέμεινε και το ότι στη συνέχεια σε υπνοδωμάτιο της οικίας εντοπίστηκε από τον ίδιο Λοχία, ποσότητα ξηρής φυτικής ύλης (Τεκμήριο 3) μέσα σε παραδοσιακό κοφίνι και δίπλα ένας πλαστικός μύλος αλέσεως με την επιγραφή «BARNEYS FARM» (Τεκμήριο 4), ο οποίος περιείχε ίχνη φυτικής ύλης, ότι παρέλαβε τα ως άνω τεκμήρια, ότι τα υπέδειξε ξεχωριστά στον Κατηγορούμενο και ότι αυτός απάντησε για την ξηρή φυτική ύλη, «Εν για να κάμνω τσάι. Έφερα το που το internet. Έχει που τον Άουστο που τζειμέσα», ενώ για τον μύλο αλέσεως, ανέφερε «Εν που την ίδια εταιρεία», απαντήσεις που καταγράφηκαν και αυτές στο ημερολόγιο ενεργείας που τηρούσε ο Μ.Κ.1, ενώ ο τελευταίος παρέλαβε και τα πιο πάνω τεκμήρια και τα έθεσε υπό τη φύλαξη του.

 

Δεν αμφισβητήθηκε ακόμα πως την ίδια ώρα, ο Λοχίας, πληροφόρησε τον Κατηγορούμενο ότι ήταν υπό σύλληψη για αυτόφωρα αδικήματα, ότι του εξήγησε τους λόγους σύλληψης και τα δικαιώματα του, ότι του επέστησε την προσοχή και αυτός  απάντησε «Έννεν τίποτε», απάντηση η οποία επίσης καταγράφηκε στο ημερολόγιο ενεργείας του Μ.Κ.1. Αναντίλεκτο παρέμεινε και το ότι ακολούθως εντοπίστηκε σε συρτάρι κομοδίνου που βρισκόταν στο υπνοδωμάτιο του Κατηγορούμενου το πιστόλι στο οποίο αφορά η κατηγορία 2, το οποίο παραλήφθηκε ως τεκμήριο ενώ αφότου υπεδείχθη στον Κατηγορούμενο και του επεστήθη η προσοχή απάντησε «Εν δικό μου, εν αληθινό», απάντηση που επίσης συμπεριλήφθηκε στο ημερολόγιο ενεργείας του Μ.Κ.1, ενώ την ίδια ώρα ο Κατηγορούμενος πληροφορήθηκε πως είναι υπό σύλληψη για αυτόφωρο αδίκημα και αφού του επεξηγήθηκαν οι λόγοι σύλληψης και τα δικαιώματα του και του επεστήθη η προσοχή απάντησε «Δεν έχω να πω κάτι», απάντηση η οποία καταγράφηκε και αυτή στο ημερολόγιο ενεργείας του Μ.Κ.1.

 

Αναντίλεκτο παρέμεινε επίσης ότι με το πέρας των ερευνών, ο Κατηγορούμενος μεταφέρθηκε στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Αμμοχώστου από τον Αστ. 601, όπου μετέβη και ο Μ.Κ.1 και άλλα μέλη της Υ.Κ.Α.Ν., ότι στις 19:45 o M.K.1, στα γραφεία του ΤΑΕ, ενημέρωσε προφορικά τον Κατηγορούμενο για την υπόθεση που διερευνούσε εναντίον του, ότι του δόθηκαν εγγράφως τα δικαιώματα του ως ύποπτος, τα οποία παρέλαβε και υπέγραψε και ότι όταν του επεστήθη η προσοχή, δεν απάντησε οτιδήποτε. Η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε και στις 9.01.24, πριν από την λήψη της ανακριτικής του κατάθεσης, η οποία λήφθηκε στην παρουσία του δικηγόρου του (Τεκμήριο 7).  Επίσης δεν αμφισβητήθηκε πως ανακριτική κατάθεση λήφθηκε και από την S.D., κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν επίσης παρών ο ίδιος δικηγόρος και πως προ της λήψης της, της εξηγήθηκαν και της επιδόθηκαν και αυτής τα δικαιώματα της και πληροφορήθηκε για την υπόθεση που διερευνάτο. Στις 09.01.24 και περί ώρα 08:30 π.μ., o M.K.1 στα γραφεία της ΥΚΑΝ Αμμοχώστου στην Αγία Νάπα, παρέδωσε τα Τεκμήρια 2-4, σφραγισμένα σε ειδικές συσκευασίες στον Α/Αστ.2825 Κ. Γ., για μεταφορά τους στην Λευκωσία.

 

Περαιτέρω εκ της μαρτυρίας του δεν αμφισβητήθηκε πως η ποσότητα ξηρής φυτικής ύλης είχε τη μορφή φύλλων και στελεχών και δεν περιείχε ανθούς ενώ αναντίλεκτη παρέμεινε και η θέση, την οποία με ειλικρίνεια ανέφερε στη βάση της αδιαμφισβήτητης πολυετούς πείρας του στην Υ.Κ.Α.Ν, ότι δηλαδή οι χρήστες κάνναβης επιλέγουν τις περισσότερες φορές να κάνουν χρήση των ανθών, αφού αυτό αποτελεί καλύτερης ποιότητας μέρος του φυτού, σημειώνοντας ωστόσο ότι ολόκληρη η ανευρεθείσα ποσότητα θα μπορούσε να αλεστεί και να αποτελέσει αντικείμενο χρήσης, είτε αφ΄ εαυτής είτε κατόπιν πρόσμειξης της με καλύτερης ποιότητας κάνναβη ή με βιομηχανοποιημένο καπνό και πως ακόμη μπορούσε να γίνει και χρήση της με καπνοσύριγγα ή άλλα αυτοσχέδια σκεύη καπνίσματος.  Ακόμα ανέφερε ότι ανάμειξη της θα μπορούσε να γίνει και με κάνναβη που πωλείται από καταστήματα που πωλούν κάνναβη, η διαφορά της οποίας σε σχέση με την κάνναβη που διατίθεται παράνομα, είναι η περιεκτικότητα της σε τετραϋδροκανναβινόλη, παρότι και οι δύο έχουν ίδια οσμή και ακολουθείται η ίδια διαδικασία κατά τη χρήση.  Ανέφερε επίσης χωρίς να αμφισβητηθεί, στη βάση και πάλι της πείρας του στην Υ.Κ.Α.Ν, πως για να τη διαθέσει κάποιος στην αγορά, θα μπορούσε αφότου προέβαινε σε πρόσμειξη της με πιο καλής ποιότητας κάνναβη, να τη συσκευάσει σε επιμέρους συσκευασίες της μιας δόσης ή να κατασκευάσει χειροποίητα τσιγάρα και να τα πωλήσει, είτε ξεχωριστά, είτε πολλά μαζί. Βέβαια εντίμως δέχθηκε πως στην κατοικία του Κατηγορούμενου, πέραν από την κατασχεθείσα κάνναβη που συνίστατο σε φύλλα και στελέχη του φυτού, δεν εντοπίστηκε άλλη κάνναβη καλύτερης ποιότητας, για ό,τι βέβαια αυτό αξίζει, ενώ με χαρακτηριστική αμεσότητα δέχθηκε επίσης κατά την αντεξέταση του ότι πέραν από τον συνήθη τρόπο χρήσης της κάνναβης που είναι το κάπνισμα, υπάρχει και η δυνατότητα κάποιος, να χρησιμοποιεί στελέχη του φυτού για να παρασκευάζει τσάι κάνναβης ως ρόφημα, καθώς και ότι η ποσότητα που χρειάζεται κάποιος για να παρασκευάσει τέτοιο τσάι είναι μεγαλύτερη από αυτήν που χρειάζεται για να παρασκευάσει τσιγάρο. Περαιτέρω χωρίς περιστροφές δέχθηκε ότι υπάρχουν καταστήματα που πωλούν κάνναβη στην Κύπρο (ως το Τεκμήριο Α προς Αναγνώριση) και ότι τα καταστήματα αυτά τα διαθέτουν και μέσω του διαδικτύου, όπως για παράδειγμα μέσω της εφαρμογής «Wolt» (βλ. Τεκμήριο 12).

 

Σε σχέση τώρα, με τις θέσεις του ότι η επίδικη ποσότητα ξηρής φυτικής ύλης (Τεκμήριο 3) όπως και οι μεταλλικοί σπαστήρες (Τεκμήρια 2 και 4) που κατασχέθηκαν, έτυχαν εξέτασης από το Γενικό Κρατικό Χημείο και διαφάνηκε ότι  περιείχαν απαγορευμένη κάνναβη, ως επίσης και η θέση του ότι ο ποσοτικός προσδιορισμός της ποσότητας των 111,3 γραμμαρίων κάνναβης (Τεκμήριο 3) κατέδειξε περιεκτικότητα σε τετραϋδροκανναβινόλη σε βαθμό 0,37%, είναι προφανές ότι στηρίχθηκαν στο περιεχόμενο των Τεκμηρίων 8 και 9, στην ετοιμασία των οποίων όμως ο ίδιος, δεν είχε εμπλοκή. Εξ ου και ειλικρινώς δέχθηκε πως δεν είναι εμπειρογνώμονας του χημείου, για να μπορεί με ασφάλεια να αναφέρει τί ακριβώς ήταν η επίδικη ξηρή φυτική ύλη.  Επομένως για το ζήτημα αυτό, δεν μπορούμε να αποδεχθούμε τις θέσεις του, έτσι επί του προκειμένου θα επανέλθουμε, στο πλαίσιο ανάλυσης της μαρτυρίας της Μ.Κ.2, η οποία εξέτασε τα Τεκμήρια 2-4 και ετοίμασε τις σχετικές εκθέσεις Τεκμήρια 8 και 9. Κατ’ ανάλογο τρόπο και παρά τη γενικά καλή εντύπωση που άφησε, οι όποιες θέσεις προέβαλε εν σχέσει με το ποιο είναι το εκ του νόμου επιτρεπόμενο όριο ποσόστωσης τετραϋδροκανναβινόλης σε κάνναβη, ώστε αυτή να μην εμπίπτει, στην ερμηνεία που δίδεται στον όρο κάνναβη στον Ν. 29/1977, δεν θεωρούμε πως μπορούν να δεσμεύσουν το Δικαστήριο, αφού το ζήτημα αυτό, ως νομικό, θα αποφασιστεί, εφόσον κριθεί αναγκαίο, από το Δικαστήριο.  

 

Τώρα, σε σχέση με τις θέσεις που υποβλήθηκαν στον Μ.Κ.1 από τον συνήγορο υπεράσπισης του Κατηγορούμενου, ότι δηλαδή όταν ο Κατηγορούμενος αγόρασε τα εν λόγω προϊόντα είχε υπόψη του ότι η ποσόστωση τους δεν υπερέβαινε την ποσόστωση που κατατάσσει την εν λόγω κάνναβη στα μη ελεγχόμενα φάρμακα, και ότι σε καμμιά περίπτωση ο Κατηγορούμενος κατείχε την επίδικη ποσότητα για να την προμηθεύσει σε τρίτα πρόσωπα, σημειώνουμε πως, ως ήταν αναμενόμενο και λογικό, ο μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθεί. Ήταν επί τούτου χαρακτηριστική θα λέγαμε η απάντηση του Μ.Κ.1, επί των σχετικών υποβολών, ο οποίος εύστοχα ανέφερε «Δεν μπορούσα να είμαι στο μυαλό του» και περιορίστηκε και ορθώς να παραπέμψει στο τεκμήριο του Νόμου.

 

Στρεφόμαστε τώρα στη Μ.Κ.2, η μαρτυρία της οποίας άπτεται ενός εκ των κύριων επίδικων ζητημάτων που ήγειρε η υπεράσπιση και το οποίο αφορά στο κατά πόσον η επίδικη ποσότητα κάνναβης, αποτελεί ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β, με βάση τον Ν.29/77.

 

Εν σχέσει με τη μάρτυρα αυτή θα πρέπει εξαρχής να λεχθεί πως κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας στη Δικανική Χημεία και Τοξικολογική ανάλυση τεκμηρίων. Παρότι τα προσόντα της εν λόγω μάρτυρος και η εμπειρογνωμοσύνη της στον πιο πάνω τομέα καθώς και σε ό,τι αφορά τη διενέργεια του ποιοτικού ελέγχου επί της επίδικης ξηρής φυτικής ύλης, δεν έχουν αμφισβητηθεί από το συνήγορο υπεράσπισης και την αποδεχόμαστε και εμείς ως εμπειρογνώμονα στους πιο πάνω τομείς, εντούτοις αμφισβητήθηκε κατά πόσον μπορεί να θεωρηθεί εμπειρογνώμονας, διαπιστευμένη στην διενέργεια ποσοτικού προσδιορισμού, δια της μεθόδου ΜΕΘ 03 01 02.

 

Η αμφισβήτηση από μέρους του συνηγόρου υπεράσπισης, επικεντρώθηκε γύρω από το ότι στο βιογραφικό της σημείωμα, δεν αναφέρει στα προσόντα της, επικύρωση της εν λόγω μεθόδου, εν αντιθέσει με τις μεθόδους ΜΕΘ 030101 και ΜΕΘ 030103, την επικύρωση των οποίων εντάσσει στο σημείο του βιογραφικού της, υπό τον τίτλο «Άλλα πρόσθετα στοιχεία σχετικά με την εμπειρία του υπαλλήλου».

 

Ως όμως η ίδια ευκρινώς εξήγησε, παρά το γεγονός πως όντως δεν συμμετείχε προσωπικά στην επικύρωση της μεθόδου ΜΕΘ 030102, την οποία εφάρμοσε εν προκειμένω για να καταλήξει στον ποσοτικό προσδιορισμό της τετραϋδροκανναβινόλης (στο εξής «Δ.9-THC») επί της επίδικης κάνναβης, τούτο δεν σημαίνει πως δεν είναι εκπαιδευμένη και εξουσιοδοτημένη να την εκτελεί. Και τούτο διότι, ως με ευκρίνεια περαιτέρω επεξήγησε, κάθε λειτουργός στο Γενικό Χημείο, αναλαμβάνει να επικυρώσει ορισμένες μεθόδους και αφότου γίνει η επικύρωση από τον Κυπριακό Οργανισμό Ποιότητας, τότε εκπαιδεύονται και όλοι οι υπόλοιποι που δεν προέβησαν σε σχετική επικύρωση.  Οι οποίοι βεβαίως, μετά την εκπαίδευση τους, εξουσιοδοτούνται ώστε να εκτελούν και τις μεθόδους αυτές.   Η ίδια υποστήριξε πως είχε τύχει εκπαίδευσης και πως είναι εξουσιοδοτημένη να εκτελεί τη συγκεκριμένη μέθοδο, με το τελευταίο αυτό ζήτημα να επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο της «Δήλωσης Εξουσιοδότησης» που κατέθεσε στο πλαίσιο της επανεξέτασης της (βλ. Τεκμήριο 10).  

 

Επί του προκειμένου ζητήματος, πράγματι, παρατηρούμε πως τα όσα κατέθεσε συνάδουν λογικά και έχουν συνοχή, έτσι που δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε λόγο για να μην αποδεχθούμε τη μαρτυρία της εν λόγω μάρτυρος επί του προκειμένου. Ούτε βεβαίως και θεωρούμε πως η μη συμμετοχή στην επικύρωση μιας μεθόδου ελέγχου, συνεπάγεται ότι ένας λειτουργός δεν είναι σε θέση να προβαίνει σε εκτέλεση της, εάν επ’ αυτής έχει τύχει εκπαίδευσης από άλλους λειτουργούς, οι οποίοι έχουν προβεί σε σχετική επικύρωση της και έχει εξουσιοδοτηθεί να το πράττει, όπως δηλαδή συμβαίνει εν προκειμένω με τη μάρτυρα και τη συγκεκριμένη μέθοδο.  Επί τούτου τονίζουμε πως το γεγονός πως έχει τύχει εκπαίδευσης αλλά και το ότι έχει εξουσιοδοτηθεί να εκτελεί τη συγκεκριμένη μέθοδο δεν έχει αμφισβητηθεί καθ’ οιονδήποτε ουσιαστικό ή συγκεκριμένο τρόπο, αφού η εισήγηση της υπεράσπισης διασυνδέθηκε, ως ήδη υποδείξαμε, περισσότερο με το ότι δεν ήταν σε θέση να την εκτελεί επειδή δεν συμμετείχε στην επικύρωση της. Λαμβανομένων επομένως υπόψη των πιο πάνω, αλλά και του συνόλου των προσόντων της, των καθηκόντων και της εμπειρίας της, τα οποία εν πάση περιπτώσει ούτε αυτά αμφισβητήθηκαν, θεωρούμε πως συνεπεία της εκπαίδευσης που έτυχε και της εξουσιοδότησης που έλαβε αλλά και της πείρας της, είναι διαπιστευμένη εμπειρογνώμονας και στη  διενέργεια  εξετάσεων  ποσοτικού προσδιορισμού της ουσίας Δ.9-THC, δια της μεθόδου ΜΕΘ 03 01 02.

 

Η εν λόγω μάρτυρας ήταν μάρτυρας που δεν γνώριζε οποιοδήποτε εκ των εμπλεκομένων στην υπόθεση και δεν είχε οποιοδήποτε προσωπικό συμφέρον να εξυπηρετήσει.   Η γενική δε εντύπωση που αποκομίσαμε ήταν ότι η εν λόγω μάρτυρας προσπάθησε με τρόπο αμερόληπτο και αντικειμενικό να παραθέσει την επιστημονική της άποψη επί των όσων ερωτάτο, δίδοντας τα απαραίτητα στοιχεία και εχέγγυα για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει τη μαρτυρία της, συμμορφούμενη πλήρως προς τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας τέτοιων προσώπων, τις οποίες είχαμε υπόψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της[1]

 

Κύρια θέση της μάρτυρος ήταν πως μέσα από τους χημικούς ελέγχους που διενήργησε κατέληξε πως η ξηρή φυτική ύλη που εντοπίστηκε δεν ήταν βιομηχανική κάνναβη αλλά ψυχαγωγική, η κατοχή της οποίας απαγορεύεται από το Ν.29/77.  Συγκεκριμένα ήταν η θέση της ότι διενήργησε δύο ειδών ελέγχους και πιο συγκεκριμένα ποιοτικό έλεγχο στα Τεκμήρια 2-4, σε σχέση με τον οποίο ετοίμασε σχετικά την έκθεση Τεκμήριο 8 και ποσοτικό προσδιορισμό επί του Τεκμηρίου 3, σε σχέση με τον οποίο ετοίμασε την έκθεση Τεκμήριο 9.  

 

Όσον αφορά τον ποιοτικό έλεγχο, αυτός συμπεριλάμβανε έλεγχο των μακροσκοπικών και μικροσκοπικών χαρακτηριστικών της ξηρής φυτικής ύλης. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται, ως εξήγησε, αν υπάρχουν κυστολιθικά ή μη τριχίδια στο φυτό ή στη φυτική ύλη ή αν τα φύλλα είναι παλαμοειδή και αν έχουν συγκεκριμένο σχήμα, ως είναι η κάνναβη και αν τα στελέχη έχουν ραβδώσεις.  Η δεύτερη φάση του ποιοτικού ελέγχου διαλαμβάνει, ως εξήγησε, ένα «colour test», μια εξειδικευμένη χρωστική αντίδραση που δείχνει αν είναι θετική ή όχι στην εξέταση της κάνναβης.  Στην τρίτη δε φάση του εν λόγω ελέγχου, γίνεται ανάλυση στον αέριο χρωματογράφο με φασματογράφο μάζας, όπου φαίνονται ξεκάθαρα οι αναλογίες των τριών κανναβινοειδών εφόσον υπάρχουν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση και στα τρία τεκμήρια υπήρχαν ως ελεγχόμενες ουσίες τρία κανναβινοειδή και συγκεκριμένα κανναβινόλη, κανναβιδιόλη και Δ.9-ΤΗC ενώ ως προς τις αναλογίες τους ανέφερε πως η αναλογία της Δ.9-THC και της κανναβινόλης, ως προς την κανναβιδιόλη ήταν μεγαλύτερη του 1, κάτι το οποίο καταδείκνυε, με βάση διεθνή βιβλιογραφία, πως επρόκειτο για κάνναβη που δεν είναι βιομηχανική. (βλ. Τεκμήριο 11).         

 

Ως προς τον ποσοτικό προσδιορισμό της τετραϋδροκανναβινόλης στην ανευρεθείσα ποσότητα ξηρής φυτικής ύλης των 111,3 γραμμαρίων (Τεκμήριο 3), ανέφερε ότι ως αποτέλεσμα του ποσοτικού ελέγχου που διενήργησε κατέληξε ότι αυτή υπήρχε σε ποσοστό 0,37%, δηλαδή πάνω από το όριο που αφορά τη βιομηχανική κάνναβη (βλ. Τεκμήριο 9).

 

Τα αποτελέσματα της αμφισβητήθηκαν για μια σειρά από λόγους. Ο πρώτος αφορούσε το αποτέλεσμα της τρίτης φάσης του ποιοτικού ελέγχου που διενεργείται ως ήδη αναφέραμε με τον αέριο χρωματογράφο, όπου φαίνονται  οι αναλογίες των τριών κανναβινοειδών (ΤCH, CBD CBN), εφόσον υπάρχουν.  Επί τούτου ήταν η θέση της υπεράσπισης (βλ. γραπτή αγόρευση σελ. 9) ότι η μάρτυρας «ανέφερε απροκάλυπτα ότι δεν προέβη σε επιμέτρηση της CBD γιατί είναι νόμιμη και δεν ήταν αναγκαία αφού είναι την THC που μετρούν», γεγονός που, κατά την υπεράσπιση πάντα, δημιουργεί εύλογο ερώτημα, ως προς το πώς εκτέλεσε τη σχετική μαθηματική πράξη για να καταλήξει πως η αναλογία της THC και της CBN (κανναβινόλης), ως προς την CBD (κανναβιδιόλη) ήταν μεγαλύτερη του 1, χωρίς να έχει προβεί στη μέτρηση της CBD. Όμως η συγκεκριμένη θέση της υπεράσπισης αποτελεί σαφέστατα παρανόηση του τί στην πραγματικότητα η Μ.Κ.2 ανέφερε. Και τούτο διότι η μάρτυρας μίλησε[2] για τρεις κορυφές κανναβινοειδών ουσιών (THC, CBD, CBN) που εντοπίζονται στο χρωματογράφημα και η αναλογία για την οποία έκανε λόγο, διασυνδέεται ακριβώς με τα εμβαδά κορυφής των ουσιών αυτών και όχι με την ποσόστωση τους, ως εσφαλμένα εξέλαβε η υπεράσπιση.  Τούτο βέβαια καθιστά, ως είναι πρόδηλο, άνευ οιουδήποτε ερείσματος το παράπονο της υπεράσπισης.

 

Εν γένει δε πρέπει να πούμε πως οι αναφορές της σε σχέση  με τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε και τον τρόπο που προέκυψε το αποτέλεσμα της στον αέριο χρωματογράφο από τις αναλογίες των κανναβινοειδών ουσιών THC, CBN και CBD, τα οποία με ιδιαίτερη λεπτομέρεια περιέγραψε, υποστηρίζονται επιστημονικά και από τo εγχειρίδιο των κατευθυντήριων οδηγιών του «United Nations Office on Drugs and Crime», σε ό,τι αφορά τις προτεινόμενες μεθόδους ανάλυσης και προσδιορισμού της κάνναβης και των παράγωγων της, αντίγραφο του οποίου, κατατέθηκε από την ίδια, στο στάδιο επανεξέτασης της (βλ. Τεκμήριο 11), προς επίρρωση της θέσης της, αφότου αμφισβητήθηκε ως προς το αποτέλεσμα που εξήγαγε. Στη σελίδα 26 του Τεκμηρίου 11, στην παράγραφο 4.6 υπό τον τίτλο «Drug-type cannabis versus cannabis for industrial purposes» αναφέρονται αυτολεξεί τα όσα η Μ.Κ.2 ανέφερε, τόσο ως προς τη μέθοδο που ακολουθήθηκε για εξαγωγή συμπερασμάτων από τα δεδομένα της ανάλυσης με αέριο χρωματογράφο όσο και ως προς το αποτέλεσμα αυτό καθ’ αυτό.

 

Άλλος λόγος αμφισβήτησης της μαρτυρίας της σε σχέση με τον ποιοτικό προσδιορισμό αφορούσε το συμπέρασμα της ότι η επίδικη ποσότητα ξηρής φυτικής ύλης (Τεκμήριο 3), είναι κάνναβη εν τη έννοια του άρθρου 2 του Ν.29/77 και όχι βιομηχανική, και τούτο διότι δεν έχει διενεργηθεί, οποιοσδήποτε έλεγχος ώστε να προσδιοριστεί το γένος ή αλλιώς η ποικιλία του φυτού.

 

Είναι γεγονός πως ερωτηθείσα σχετικά η Μ.Κ.2, ειλικρινώς ανέφερε πως δεν μπορούσε να γνωρίζει το γένος της κάνναβης και δη αν η κάνναβη εν προκειμένω ήταν του γένους sativa. Είναι βέβαια προφανές, πως η υπεράσπιση ήγειρε το ζήτημα αυτό σε μια προσπάθεια να το διασυνδέσει με τη θέση που προωθήθηκε και δη πως η επίδικη ποσότητα αποτελεί βιομηχανική κάνναβη και εκφεύγει του όρου «ελεγχόμενο φάρμακο», εν τη εννοία του Ν. 29/77.  Ως δε η Μ.Κ.2 εξήγησε επί τούτου κατά την κυρίως εξέταση της, τόσο η βιομηχανική όσο και η ψυχαγωγική κάνναβη έχουν αμφότερες τη μορφή πράσινης ξηρής φυτικής ύλης και δεν μπορούν οπτικά να είναι διακριτές μιας και έχουν τα ίδια μορφολογικά χαρακτηριστικά, τόσο μικροσκοπικά όσο και μακροσκοπικά. Εν ολίγοις δηλαδή και παρόλο που ως η μάρτυρας ανέφερε είναι εφικτό να διακρίνουν από τη μορφολογία της φυτικής ύλης πως πρόκειται για φυτό κάνναβης, εντούτοις δεν είναι δυνατό να διακρίνουν ποιο γένος του φυτού κάνναβης είναι.   Οι δε εξετάσεις που διενεργούνται, αφορούν τη χημική ανάλυση της όποιας φυτικής ύλης και σε καμμιά περίπτωση την ποικιλία της, εφόσον ο προσδιορισμός της εκπίπτει του χημικού πεδίου και εμπίπτει στο πεδίο γνώσεων ενός γεωπόνου.   

 

Παρά ταύτα όμως, δεν θεωρούμε πως εν προκειμένω ήταν αναγκαίος ο προσδιορισμός του γένους της κάνναβης, αφού με βάση την ποιοτική ανάλυση της επίδικης ποσότητας (Τεκμήριο 3), που έγινε με αέρια χρωματογραφία, καταδείχθηκε πως επρόκειτο για κάνναβη, που δεν είναι βιομηχανική αλλά τουναντίον κάνναβη η οποία χρησιμοποιείται για «ψυχαγωγικούς σκοπούς», κάτι το οποίο επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια και από τον ποσοτικό προσδιορισμό.   

 

Ό,τι άλλο αξίζει να σημειωθεί ως προς το ζήτημα που εδώ απασχολεί και δη ότι η Μ.Κ.2 δεν κατέληξε σε ορθά αποτελέσματα καθ’ ότι δεν είχε σε κανένα στάδιο ελέγξει την ποικιλία της επίδικης κάνναβης, παρατηρούμε πως σε κανένα σημείο του εν λόγω εγχειριδίου (Τεκμήριο 11) δεν αναφέρεται ή έστω αφήνεται να νοηθεί, πως η εξαγωγή οποιωνδήποτε συμπερασμάτων, πρέπει να λαμβάνει υπόψη, την ποικιλία στην οποία ανήκει ένα φυτό κάνναβης ή μια φυτική ύλη αφ’ εαυτής.

 

Ούτε όμως και έχει εν πάση περιπτώσει οποιαδήποτε λογική η προσέγγιση αυτή του συνηγόρου υπεράσπισης του Κατηγορουμένου εφόσον ακόμη και στον επίδικο νόμο, δεν αναφέρεται οπουδήποτε ότι είναι επιτρεπτή, χωρίς άλλο, η κατοχή κάνναβης του γένους sativa.  Αυτό που πράττει ο Νόμος είναι να ποινικοποιεί, μεταξύ άλλων, την κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα (βλ. άρθρα 6(1) και (3) του Νόμου), ενώ ως προς το τί εμπίπτει στον όρο ελεγχόμενο φάρμακο σχετικό είναι το άρθρο 3, το οποίο παραπέμπει στον Πρώτο Πίνακα του Νόμου, όπου καθορίζονται τα ελεγχόμενα φάρμακα που περιέχονται στις διάφορες Τάξεις που καθορίζονται στον Νόμο. Στα «Φάρμακα Τάξις Β» (Μέρος ΙΙ) περιλαμβάνεται η κάνναβις και η ρητίνη καννάβεως (Cannabis and cannabis resin).   Στο δε άρθρο 2 του Ν. 29/77 καθορίζεται η έννοια που αποδίδεται στον όρο κάνναβη, από τον οποίο εξαιρείται η βιοµηχανική κάνναβη.  Ως προς την ερμηνεία του όρου “βιομηχανική κάνναβη” σημειώνoυμε ότι στο ίδιο το άρθρο 2 αναφέρεται ότι:

 

«βιοµηχανική κάνναβη» σηµαίνει –

(i) ολόκληρα φυτά ή µέρη φυτού ακατέργαστα ή κατεργασµένα (στουπί) του είδους Cannabis sativa, που η περιεκτικότητα τους σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) δεν υπερβαίνει το 0,2%, και  

(ii) τους σπόρους που προέρχονται από ποικιλία του είδους Cannabis sativa που η περιεκτικότητά τους σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) δεν υπερβαίνει το 0,2%·».

 

Αυτό επομένως, που προκύπτει από τα ανωτέρω, είναι πως από την έννοια του όρου «ελεγχόμενο φάρμακο», εξαιρείται η βιομηχανική κάνναβη, η οποία για να μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια θα πρέπει να είναι του είδους sativa και η περιεκτικότητα της σε Δ.9-THC να μην υπερβαίνει το ποσοστό 0.2%.  Συνάγεται επομένως πως ο Νόμος δεν εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του ένα συγκεκριμένο είδος κάνναβης και δη τη Sativa αλλά αυτό που προνοεί, είναι πως εφόσον η κάνναβη είναι του συγκεκριμένου είδους και έχει ποσόστωση που δεν υπερβαίνει το 0,2%, τότε κατατάσσεται στη βιομηχανική, για την παραγωγή βεβαίως και εμπορία της οποίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 91(Ι)/16. Για να είναι δε οιοδήποτε πρόσωπο παραγωγός ή προμηθευτής βιομηχανικής κάνναβης, απαιτείται άδεια, εξ ου και το άρθρο 6 καθιστά την παραγωγή ή και προμήθεια βιομηχανικής κάνναβης από μη αδειοδοτημένα πρόσωπα, ξεχωριστό αδίκημα.

 

Με άλλα λόγια, αυτό που προκύπτει είναι πως ανεξαρτήτως του γένους ή της ποικιλίας οποιασδήποτε κάνναβης, εάν αυτή ξεπερνά το όριο που θέτει ο νόμος, τότε δεν δύναται να θεωρείται βιομηχανική κάνναβη και η ποικιλία στην οποία ανήκει είναι προφανώς παντελώς αδιάφορη. Στην προκειμένη περίπτωση που η ποσόστωση υπερέβαινε το όριο τόσο του Νόμου (0,2%) όσο και του ορίου που χρησιμοποιεί το Γενικό Χημείο στη βάση ευρωπαϊκού κανονισμού, ήτοι 0.3%, ορθώς υποστήριξε η μάρτυρας πως δεν υπήρχε ανάγκη προσδιορισμού του γένους της (βλ. και Vladimir Korbacka v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 170/21, ημερομηνίας 13.9.22), ECLI:CY:AD:2022:B352

 

Τούτο βέβαια μας φέρνει στα του ποσοτικού προσδιορισμού, το αποτέλεσμα του οποίου επίσης αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση. Συγκεκριμένα η αμφισβήτηση των εν λόγω αποτελεσμάτων, τα οποία καταγράφονται στην έκθεση Τεκμήριο 9, συνίστατο στο ότι:

 

(α) δεν ελέγχθηκε ολόκληρη η ποσότητα των 111,3 γραμμαρίων, παρά μόνο 4 γραμμάρια φύλλων από αυτήν, αφότου τα στελέχη του φυτού τα οποία περιέχουν χαμηλότερη περιεκτικότητα σε  Δ.9-THC είχαν αφαιρεθεί και τούτο χωρίς η μάρτυρας να είναι σε θέση να γνωρίζει εάν ολόκληρη η επίδικη ποσότητα προερχόταν από την ίδια ή διαφορετικές παρτίδες και

 

(β) η διευρυμένη αβεβαιότητα της μεθόδου, η οποία καθορίζεται ως ανέφερε η ίδια σε 0,028, δεν εφαρμόστηκε ορθά σε σχέση με το τελικό αποτέλεσμα του ποσοτικού προσδιορισμού της ουσίας Δ.9-THC, έτσι που η κατάληξη της ως προς την η περιεκτικότητα της επίδικης ποσότητας κάνναβης στην ουσία Δ.9-THC, να είναι ακροσφαλής και λανθασμένη.

 

Αποτέλεσε θέση της Μ.Κ.2, σε σχέση με το υπό (α) στοιχείο πιο πάνω, ότι στην προκειμένη περίπτωση κατά τη διενέργεια της εξέτασης του ποσοτικού προσδιορισμού, δεν διεξήγαγαν έλεγχο σε ολόκληρη την ποσότητα, αφού τούτο δεν συνηθίζεται, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι υπάρχουν περιπτώσεις μεγάλων ποσοτήτων γραμμαρίων ή κιλών. Αντιθέτως ακολουθήθηκε η μέθοδος μείωσης μάζας, οπότε από το αρχικό δείγμα, αφαιρέθηκαν τα στελέχη όπως προνοείται στον ευρωπαϊκό κανονισμό 809/2014, παρέμειναν τα φύλλα, μειώνοντας έτσι την μάζα, από την οποία έλαβαν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της τάξης των 4 γραμμαρίων, για σκοπούς της εξέτασης[3].   

 

Σε ερώτηση δε που της τέθηκε, ως προς το πώς μπορεί επομένως να γνωρίζει ότι η ποσότητα της ξηρής φυτικής ύλης που δεν εξετάστηκε, φέρει ποσοτικά, παρουσία της Δ.9-THC σε ποσοστό 0,37%, ως δηλαδή η ποσότητα που εξετάστηκε, απάντησε πως το αποτέλεσμα που εξήχθη είναι η στατιστική προσέγγιση ολόκληρης της επίδικης ποσότητας και πως οι  εξετάσεις που διενεργούνται δεν επιλέγονται αυθαίρετα αλλά,  απορρέουν από Ευρωπαϊκές Κατευθυντήριες Οδηγίες, όπως αυτές του ENFSI (Ευρωπαϊκό Δίκτυο  Εργαστηρίων Δικανικής Χημείας).

 

Ελέγχοντας τη μαρτυρία της, παρατηρούμε εν πρώτοις πως στο Παράρτημα του  Ευρωπαϊκού Κανονισμού 809/2014 Ε.Ε., υπό τον τίτλο, «Κοινοτική μέθοδος για τον ποσοτικό προσδιορισμό της Δ.9-τετραϋδροκανναβινόλης στις ποικιλίες κάνναβης», στο σημείο 3 που αφορά τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας σε THC, υπάρχει ρητή αναφορά πως από τα ξηρά δείγματα αφαιρούνται μεταξύ άλλων, οι βλαστοί (ή αλλιώς στελέχη), πριν τη διενέργεια οποιουδήποτε ελέγχου, όπως ακριβώς δηλαδή ανέφερε και η Μ.Κ.2 επικαλούμενη τις πρόνοιες του πιο πάνω κανονισμού. Η αφαίρεση τους επομένως πριν την διενέργεια της εξέτασης, προκύπτει πως δεν έγινε αυθαίρετα, ούτε συνιστά παράλειψη ή πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της, αλλά διαδικασία που προνοείται από τον σχετικό ευρωπαϊκό κανονισμό.  

 

Πέραν τούτου όμως, η αναφορά της ότι σε καμμιά περίπτωση δεν προβαίνουν σε έλεγχο ολόκληρης της ποσότητας ενός δείγματος, είναι καθόλα λογική λαμβανομένου υπόψη του ότι, το αποτέλεσμα που προκύπτει από την εξέταση ενός δείγματος, είναι ως ανέφερε και δεν αμφισβητήθηκε, στατιστική προσέγγιση της (όποιας) κατασχεθείσας ποσότητας στην οποία προβαίνουν, ακολουθώντας τις κατευθυντήριες οδηγίες του ENFSI που είναι το ευρωπαϊκό δίκτυο όλων των εργαστηρίων που υποδεικνύει το τρόπο με τον οποίο διενεργείται η δειγματιοληψία.  Διαπιστώνουμε πως πράγματι, η μέθοδος αυτή της δειγματοληψίας και όχι της εξέτασης ολόκληρης της ποσότητας ύλης ή φυτών, όντως προνοείται στις εν λόγω κατευθυντήριες οδηγίες, επιβεβαιώνοντας για ακόμη μια φορά τη Μ.Κ.2, ότι ο τρόπος που ακολουθήθηκε για σκοπούς λήψης δείγματος προς εξέταση ποσοτικού προσδιορισμού της Δ.9-THC, ήταν ο ενδεδειγμένος.

 

Στρεφόμενοι τώρα στο στοιχείο (β) πιο πάνω, αναφέρουμε πως πράγματι, η Μ.Κ.2 ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση της πως βάσει της μεθόδου που ακολουθείται στο Γενικό Χημείο, υπάρχει μια αβεβαιότητα σε σχέση με το αποτέλεσμα του ποσοτικού προσδιορισμού η οποία είναι ίση με 0,028. Ως εξήγησε περαιτέρω, η αβεβαιότητα αυτή της τάξης του 0,028 είναι διευρυμένη αβεβαιότητα της συγκεκριμένης μεθόδου και απορρέει από πολλούς στατιστικούς παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν τη μέθοδο, όπως είναι για παράδειγμα τα τυχαία ή συστημικά σφάλματα, οι διαφορετικοί αναλυτές ή διαφορετικές ημέρες ανάλυσης. Όλα αυτά, έχουν ληφθεί υπόψη και κατόπιν διαφόρων στατιστικών επεξεργασιών έχει προκύψει η διευρυμένη αβεβαιότητα αποτελέσματος, η οποία εν προκειμένω είναι της τάξης του 0,028 και η οποία εφαρμόζεται στο επίπεδο 0,3%.  Εν προκειμένω, ήταν η θέση της μάρτυρος πως είτε αφαιρεθεί, είτε προστεθεί η αβεβαιότητα της τάξης του 0,028 και πάλι το αποτέλεσμα είναι πάνω από 0,3%[4].

 

Επί των ως άνω θέσεων της αυτό που κατ’ αρχάς πρέπει να λεχθεί, είναι πως η αναφορά της μάρτυρος ότι η διευρυμένη αβεβαιότητα στην προκειμένη περίπτωση ήταν 0,028, δεν αμφισβητήθηκε καθ’ οιονδήποτε συγκεκριμένο τρόπο. Δεν μας διαφεύγει βέβαια πως για το συγκεκριμένο ζήτημα έτυχε αντεξέτασης και έδωσε τις θέσεις της ως προς το πώς προκύπτει το 0,028. Την ίδια στιγμή όμως εντοπίζουμε πως στη συνέχεια δεν της ζητήθηκε να δώσει οποιεσδήποτε περαιτέρω εξειδικευμένες λεπτομέρειες προς τούτο, ούτε όμως και της υποβλήθηκε πως η αναφορά της αυτή ήταν εσφαλμένη.    

 

Στην πραγματικότητα, αυτό που προώθησε η υπεράσπιση κατά την αντεξέταση της Μ.Κ.2, ήταν πως λανθασμένα η μάρτυρας προχώρησε και αφαίρεσε το 0,028, από το αποτέλεσμα του ποσοτικού προσδιορισμού (0,37%), καθότι, ο απόλυτος αυτός αριθμός (0,028) της διευρυμένης αβεβαιότητας, δεν είναι ποσοστιαίος (επί τοις εκατό) εν αντιθέσει με το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε, το οποίο είναι ποσοστιαίο και που στην προκειμένη περίπτωση, προσδιορίστηκε σε 0,37%. Η θέση της Μ.Κ.2 ήταν ότι παρά το γεγονός πως όντως, το 0,028 δεν είναι ποσοστιαίος αριθμός, εντούτοις είναι δυνατόν να αφαιρεθεί από το 0,37%.  Και τούτο ακριβώς διότι η περιεκτικότητα σε THC ήταν 0,37%, κοντά δηλαδή στο επίπεδο 0,3% και συνεπώς σε τέτοια περίπτωση (όπως και σε άλλες περιπτώσεις κοντινών αριθμών) ο απόλυτος αριθμός 0,028, μπορούσε να αφαιρεθεί, έτσι ώστε να δώσει αποτέλεσμα. Ενέμεινε δε στη θέση πως  σε κάθε περίπτωση ακόμη και αφαιρουμένης της διευρυμένης αβεβαιότητας  και πάλι η ποσόστωση της Δ.9-THC στην επίδικη ξηρή φυτική ύλη, ήταν εκτός του ορίου του νόμου, αποδεχόμενη, για ό,τι τούτο αξίζει, ότι το αποδεκτό όριο ποσόστωσης Δ.9-THC  στην ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι μέχρι 0,3%, σε αντίθεση με τον Ν. 29/77 που προβλέπει ως όριο ποσόστωσης το 0,2%.

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, πρέπει να πούμε πως η θέση της μάρτυρος πως στην προκειμένη περίπτωση ήταν θεμιτό να αφαιρεθεί ο μη ποσοστιαίος αριθμός (0,028) από τον ποσοστιαίο (0,37%) είναι και ως θέμα κοινής λογικής ορθή.  Και εξηγούμε.  Είναι καλώς γνωστόν πως το ποσοστό επί τοις εκατό είναι ένας αριθμός ή ένας λόγος εκφρασμένος σε ένα κλάσμα με παρονομαστή το 100 και πως τα ποσοστά χρησιμοποιούνται ως δείκτες για να εκφράσουν πόσο μεγάλη ή μικρή είναι μια ποσότητα σε σχέση με μία άλλη. Η πρώτη ποσότητα συνήθως αντιπροσωπεύει ένα μέρος της δεύτερης ποσότητας. Έτσι εν προκειμένω, το ποσοστό 0,37% αφορά την περιεκτικότητα σε Δ.9-ΤΗC σε κάθε 100 γραμμάρια κάνναβης.   Με άλλα λόγια, αυτό που μας λέει το 0,37% στην παρούσα περίπτωση, είναι πως σε κάθε 100 γραμμάρια κάνναβης τα 0,37 γραμμάρια, είναι η ουσία Δ.9-TCH.  Αφού λοιπόν στην προκειμένη περίπτωση η ποσότητα ήταν 111,3 γραμμάρια, δηλαδή ποσότητα πολύ κοντινή στο 100 και ένεκα ακριβώς της αμελητέας διαφοράς από τον αριθμό 100 επί του οποίου δίδεται το ποσοστό, έπεται ως θέμα κοινής λογικής πως η αφαίρεση του αριθμού 0,028 που δεν ήταν ποσοστιαίος από το 0,37%, χωρίς δηλαδή το 0,37 να μετατραπεί σε μη ποσοστιαίο αριθμό, δεν ηδύνατο να επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο το αποτέλεσμα.

      

Ανεξαρτήτως όμως των πιο πάνω, ακόμα και αν προβούμε στη μετατροπή του ποσοστιαίου αριθμού (0,37%) σε μη ποσοστιαίου, στη βάση της συλλογιστικής του συνηγόρου υπεράσπισης και προβούμε ακολούθως στις ανάλογες απλές πράξεις μαθηματικών, πάλιν η θέση της μάρτυρος, ότι δεν επηρεάζεται το αποτέλεσμα επιβεβαιώνεται.  Και εξηγούμε.

 

Εφόσον λοιπόν, ως ήδη εξηγήσαμε, στα 100 γραμμάρια τα 0,37 γραμμάρια είναι η πραγματική ποσότητα της ουσίας Δ.9-THC, έπεται πως η πραγματική ποσότητα της εν λόγω ουσίας στα 111, 3 γραμμάρια που είναι η επίδικη ποσότητα (δια της απλής «μεθόδου των τριών») είναι 0,4118 γραμμάρια αφού:

 

0,37    __Χ___   άρα Χ = 111,3 επί 0,37   άρα Χ = 0,4118.  

100     111,3                          100


Αν τώρα από αυτόν τον αριθμό 0,4118 (που δεν είναι πλέον ποσοστιαίος), αφαιρεθεί ο αριθμός 0,028 που αποτελεί τη διευρυμένη αβεβαιότητα της μεθόδου (ήτοι 0,4118-0,028), μας δίνει ως αποτέλεσμα τον αριθμό  0,3838, που αποτελεί την ακριβή πλέον ποσότητα της ουσίας Δ.9-
THC (σε γραμμάρια) στα 111,3 γραμμάρια, με το περιθώριο λάθους συμπεριλαμβανόμενο.  

 

Αν τώρα αυτός ο αριθμός μετατραπεί πάλι σε ποσοστιαίο αριθμό, (και πάλιν δια της απλής «μεθόδου των τριών»), για να μπορέσουμε να ελέγξουμε την ορθότητα της θέσης της μάρτυρος η οποία υποστήριξε πως δεν διαφοροποιείται το αποτέλεσμα αν αφαιρεθεί απευθείας το 0,028 από το 0,37% (που δίνει ως αποτέλεσμα το 0,34%), καταλήγουμε πως το ποσοστό που θα λάβουμε (και στο οποίο συμπεριλαμβάνεται πλέον και η διευρυμένη αβεβαιότητα), είναι 0,34%, ως δηλαδή η θέση της μάρτυρος αφού:

 

111,3      100    άρα   Χ=  100 επί 0,3838   άρα Χ = 38,38÷ 111,3 άρα Χ = 0,3448

0,3838     Χ                         111,3   

 

Στη βάση των πιο πάνω δεν εντοπίζουμε κανένα σφάλμα στο όλο σκεπτικό και κατάληξη της μάρτυρος και αποτελεί συναφώς εύρημα μας πως ακόμα και αν αφαιρεθεί η διευρυμένη αβεβαιότητα της μεθόδου που ανέρχεται εν προκειμένω σε 0,028 και πάλιν το ποσοστό της περιεκτικότητας της επίδικης κάνναβης σε Δ.9HC είναι πάνω από 0,3%, αφού ανέρχεται σε 0,34%.

 

Επίσης αντεξετάστηκε και ως προς το κατά πόσον γνωρίζει εάν το μηχάνημα επί του οποίου διενεργήθηκαν οι εξετάσεις ήταν σε καλή κατάσταση την ώρα της εξέτασης. Επί τούτου η μάρτυρας ειλικρινώς ανέφερε πως υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας των αποτελεσμάτων, οι οποίες αφορούν κριτήρια επί των οποίων κάθε φορά που διενεργείται εξέταση, είναι αποδεκτό ότι ενδεχομένως να επηρέασαν αρνητικά και αυτά είτε αφορούν το ίδιο το μηχάνημα είτε και εξωτερικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα κάποιο θέμα με το αέριο του οργάνου ή τη σταθερότητα του, τα οποία εν πάση περιπτώσει αντιλαμβάνονται πριν την διεξαγωγή εξετάσεων. Ως πειστικά εξήγησε, το μηχάνημα, δεν ελέγχεται κάθε φορά πριν την εξέταση αλλά κάθε έξι μήνες από τεχνικούς και ακολούθως οι ίδιοι οι χημικοί, χρησιμοποιώντας τις πρότυπες ουσίες τους, ελέγχουν θεωρητικές πλάκες που δείχνουν την ποιότητα ανάλυσης του μηχανήματος τη δεδομένη στιγμή, χρησιμοποιώντας το μείγμα των ουσιών τους το οποίο περιέχει τις ουσίες Δ.9-THC, CBD, CBN και Δ.8-THC και βάσει αυτών, ελέγχουν εάν το εμβαδόν των κορυφών τους συνάδει με το εσωτερικό πρότυπο. Επί του συνόλου των πιο πάνω αναφορών της, σημειώνουμε πως η μάρτυρας δεν αμφισβητήθηκε.

 

Ερωτηθείσα δε κατά πόσον στην παρούσα περίπτωση, υπάρχει το ενδεχόμενο, το αποτέλεσμα του 0,37% που κατέληξε, να είναι επηρεασμένο από οποιοδήποτε εξωγενή παράγοντα, η ίδια ήταν απόλυτη πως δεν υπάρχει περίπτωση, το αποτέλεσμα να έχει επηρεαστεί και τούτο διότι, συν τοις άλλοις, το τελικό αποτέλεσμα του 0,37% που κατέγραψε στην έκθεση της (Τεκμήριο 9) προέκυψε ως μέσος όρος δύο διαφορετικών εξετάσεων που διενεργήθηκαν στο δείγμα που χρησιμοποιήθηκε. Το αποτέλεσμα του πρώτου δειγματοληπτικού ελέγχου ήταν 0,41% και του δεύτερου 0,34%. Από τα δύο αυτά αποτελέσματα, εξήχθη ο μέσος αυτός όρος του 0,37%. Εξήγησε περαιτέρω, χωρίς να έχει αμφισβητηθεί πως το εργαστήριο είναι διαπιστευμένο εδώ και πολλά χρόνια, ακολουθούνται για τη διενέργεια εξετάσεων διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες και από αποτελέσματα που εξήγαγαν από δείγματα που τους στάλθηκαν είτε παγκόσμια είτε ευρωπαϊκά, κατόπιν διεργαστηριακών ελέγχων, είχαν εξαιρετικά αποτελέσματα. Σε κάθε έλεγχο δε που διεξάγουν λαμβάνουν υπόψη κάθε συνθήκη και εάν δεν είναι βέβαιοι για ένα αποτέλεσμα, δεν το δίνουν αλλά διεξάγουν εκ νέου ανάλυση.

 

Εξετάζοντας συνολικά τα όσα η Μ.Κ.2 ανέφερε επί των πιο πάνω σημείων που αμφισβητήθηκε, θεωρούμε πως αυτό που προκύπτει εν πρώτοις είναι πως σε όλα τα στάδια του ποιοτικού και ποσοτικού ελέγχου, ακολουθήθηκαν πιστά, οι προβλεπόμενες ευρωπαϊκές οδηγίες ή κανονισμοί σε σχέση με τον τρόπο διεξαγωγής των εν λόγω ελέγχων. Η πιο πάνω διαπίστωση μας, ενισχύεται και από το γεγονός πως ιδιαίτερα κατά το στάδιο εξέτασης ποσοτικού προσδιορισμού, παρά το γεγονός πως εξήχθη αποτέλεσμα της τάξης του 0,41% από την πρώτη εξέταση που διενεργήθηκε, προέβη και σε δεύτερη (επαναληπτική) εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει την ορθότητα του αποτελέσματος της. Ορθώς δε, αφ’ ης στιγμής κατά τον επαναληπτικό έλεγχο, εξήχθη αποτέλεσμα μικρότερο του 0,41%, ήτοι 0,34%, εξήγαγε τον μέσο όρο των δύο πιο πάνω αποτελεσμάτων ήτοι 0,37%, ως ακριβώς προνοείται και στον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 809/2014 Ε.Ε..  

 

Το δεύτερο το οποίο πρέπει να επισημανθεί είναι η σταθερότητα και ανεξαρτησία που παρατηρήσαμε να την χαρακτηρίζει, κατά την έκφραση και διατύπωση των επιστημονικών της απόψεων. Για κάθε τι το οποίο ερωτάτο, έδιδε επαρκείς επιστημονικές απαντήσεις.  Στη βάση όλων των πιο πάνω τα συμπεράσματα της ότι η επίδικη ποσότητα κάνναβης, δεν είναι βιομηχανική κάνναβη τόσο από άποψης ποιότητας όσο και από άποψης περιεκτικότητας σε THC μιας και αυτή ήταν μεγαλύτερη από το 0,3%, όριο το οποίο χρησιμοποιούν στο Γενικό Χημείο στη βάση σχετικού ευρωπαϊκού κανονισμού που αφορά την βιομηχανική κάνναβη, συνάδουν λογικά και τα αποδεχόμαστε. Επί τούτου σημειώνουμε εν είδει παρενθέσεως πως η Μ.Κ.2 αποδέχθηκε ότι παρά το γεγονός ότι το όριο ποσόστωσης της ουσίας THC στον  Ν. 29/77 καθορίζεται σε 0,2% εν αντιθέσει με την ευρωπαϊκή νομοθεσία η οποία θέτει ως κριτήριο προσδιορισμού της βιομηχανικής κάνναβης, αυτή να μην ξεπερνά το 0,3% σε ποσόστωση THC, εντούτοις ανέφερε πως το όριο που εξετάζει το Κρατικό Χημείο για να καταλήξει εάν ένα φυτό ή φυτική ύλη είναι βιομηχανική κάνναβη, είναι το ποσοστό του 0,3%, ακολουθώντας τον σχετικό ευρωπαϊκό κανονισμό εξ ου και η αναφορά της ότι η επίδικη ποσότητα ξεπερνούσε το όριο κατά 0,07%.

 

Αποδεχόμαστε επομένως τη μαρτυρία της στο σύνολο της και καταλήγουμε συναφώς πως τα αποτελέσματα που εξήγαγε από τον ποιοτικό και ποσοτικό έλεγχο της επίδικης ποσότητας, ως αυτά περιέχονται στις εκθέσεις που ετοίμασε (Τεκμήρια 8 και 9) είναι ορθά και πως η επίδικη ποσότητα κάνναβης, βάρους 111,3 γραμμαρίων (Τεκμήριο 3), από τον ποιοτικό έλεγχο προέκυψε ότι δεν είναι βιομηχανική κάνναβη, αλλά κάνναβη προοριζόμενη για ψυχαγωγικούς σκοπούς, συμπέρασμα το οποίο επισφραγίστηκε από τα αποτελέσματα του ποσοτικού προσδιορισμού της ουσίας THC που ακολούθησε, ο οποίος κατέδειξε παρουσία της εν λόγω ουσίας σε ποσοστό 0,37%, (0,34% εφόσον από αυτό αφαιρεθεί η διευρυμένη αβεβαιότητα της μεθόδου).

 

Στρεφόμενοι τώρα στον Κατηγορούμενο πρέπει να πούμε πως δεν άφησε καθόλου καλή εντύπωση και ουδόλως έπεισε για την αλήθεια της εκδοχής που προέβαλε.  Οι θέσεις του ήταν διάτρητες, εναλλασσόμενες και συγκεχυμένες ενώ πολλές φορές έχοντας ξεχάσει τι είχε πει στην κυρίως εξέταση του, προέβαλλε αντιφατικούς ισχυρισμούς αλλά και ισχυρισμούς που δεν είχαν λογική συνάφεια μεταξύ τους ή συνοχή.   Σε πολλές δε περιπτώσεις εμφανώς απέφευγε να απαντήσει, δίδοντας έτσι ξεκάθαρα την εντύπωση πως μοναδικό μέλημα του στο πλαίσιο της μαρτυρίας του, ήταν να αποφύγει το Δικαστήριο να καταλήξει στην ενοχή του για το σοβαρό αδίκημα της πρώτης κατηγορίας, το οποίο δεν παραδέχθηκε.  

 

Βασικότερη θέση που προέβαλε ο Κατηγορούμενος στο πλαίσιο της μαρτυρίας του, ήταν ότι αγόρασε την επίδικη ποσότητα μέσω διαδικτυακής εφαρμογής από κατάστημα που συνεργάζεται με την εν λόγω εφαρμογή και το οποίο πωλεί νόμιμα κάνναβη.  Σκοπός της αγοράς σύμφωνα με τον ίδιο ήταν για να παρασκευάζει τσάι, ώστε να βοηθηθεί να μειώσει (βλ. Έγγραφο Γ, παρ. 9) και εν τέλει να τερματίσει τη χρήση κάνναβης, την οποία άρχισε λόγω της κακής ψυχολογικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν αφότου απεβίωσαν οι γονείς του και ότι σε καμμιά περίπτωση την κατείχε με σκοπό να την προμηθεύσει σε άλλα πρόσωπα.   Στο Έγγραφο Γ, αναφέρει συγκεκριμένα πως λόγω της κακής ψυχολογικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν μετά τον θάνατο των γονέων του ξεκίνησε τη χρήση «χόρτου» για να αισθάνεται καλύτερα, πλην όμως αποφάσισε να διακόψει τη χρήση του, οπότε αγόρασε τον Αύγουστο του 2023 από κάποιο «μαγαζί» στο ίντερνετ, τσάι κάνναβης λόγω του ότι η περιεκτικότητα της συγκεκριμένης κάνναβης σε THC είναι κάτω από το επιτρεπόμενο όριο και άρα νόμιμη. Ανέφερε ακόμα πως το ότι η συγκεκριμένη κάνναβη έχει χαμηλή περιεκτικότητα THC το γνωρίζει διότι το λένε και στα ίδια τα καταστήματα που το πουλούν. Ούτως ή άλλως, ανέφερε επιπρόσθετα, αν δεν ήταν νόμιμη δεν θα πωλείτο  μέσω γνωστών εφαρμογών που παρέχουν υπηρεσίες κατ’ οίκον παράδοσης όπως είναι η εταιρεία «Wolt». Αναγνώρισε μάλιστα, κατά την περαιτέρω κυρίως εξέταση του, το Τεκμήριο 12 ως το κατάστημα από το οποίο προμηθεύτηκε την επίδικη ποσότητα online. Σημειώνεται δε πως το Τεκμήριο 12, αποτελεί εκτυπωμένο αντίγραφο του καταλόγου και τιμοκαταλόγου των προϊόντων  του καταστήματος «Cyprus CBD Shop», από την ηλεκτρονική εφαρμογή υπηρεσιών κατ’ οίκον παράδοσης με την ονομασία «Wolt».

 

Παρά ταύτα η όλη εκδοχή του κατέρρευσε από το πρώτο κιόλας στάδιο της αντεξέτασης όταν κατ’ αρχάς αναίρεσε τη θέση που προέβαλε σε σχέση με το Τεκμήριο 12, λέγοντας πως δεν ανέφερε ότι μπορεί να μπει σε αυτή την ιστοσελίδα αλλά απλά την ανέφερε ως μια γνωστή ιστοσελίδα, ενώ στην πραγματικότητα στην κυρίως εξέταση του είχε αναφέρει πως ήταν το κατάστημα από το οποίο αγόρασε online την επίδικη ποσότητα κάνναβης. Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι είχε προηγηθεί ένσταση στην ερώτηση που του υπεβλήθη από τον συνήγορο υπεράσπισης ο οποίος (εσφαλμένα) υποστήριξε πως ο μάρτυρας είχε αναφέρει πως τα αγόρασε από την εφαρμογή «Wolt» και ότι δεν είχε αναφέρει πως τα αγόρασε από το συγκεκριμένο κατάστημα που αναφέρεται στο Τεκμήριο 12.  Πέραν του ότι δεν ήταν αυτό που ανέφερε ο Κατηγορούμενος (αφού επί λέξει ανέφερε «Είναι το κατάστημα που αγόρασα online»), ήταν προφανές ότι μετά την πιο πάνω ένσταση που βεβαίως απερρίφθη, ο Κατηγορούμενος, έχοντας ακούσει το τί ανέφερε ο συνήγορος του έδωσε την πιο πάνω απάντηση, όπου μεταξύ άλλων ανέφερε ότι «Δεν ανέφερα ότι μπορώ να μπω μέσα σε αυτήν την ιστοσελίδα». Θέση την οποία βέβαια διαφοροποίησε αμέσως μετά λέγοντας τελικά πως μπορεί να «μπει» στην εν λόγω ιστοσελίδα και πως καθένας μπορεί να «μπει». Διευκρίνισε μάλιστα ότι ο ίδιος χρησιμοποιώντας το διαδίκτυο μέσω του κινητού του, επισκέφθηκε τη συγκεκριμένη ιστοσελίδα. 

 

Κληθείς από το συνήγορο της κατηγορούσας αρχής να χρησιμοποιήσει το κινητό του τηλέφωνο για να εισέλθει στην ιστοσελίδα που επισκέφθηκε και αγόρασε την επίδικη ποσότητα κάνναβης, είναι αξιοσημείωτο πως, ενώ το τί του ζητήθηκε να πράξει θα έπρεπε να ήταν μια απλή διαδικασία για τον ίδιο, αφού υποτίθεται πως την είχε ξανακάνει όταν αγόρασε διαδικτυακά την επίδικη ποσότητα ξηρής φυτικής ύλης, εντούτοις με έκπληξη παρατηρήσαμε πως αντί να εισέλθει στην επίδικη εφαρμογή (Wolt) ή να εντοπίσει την ιστοσελίδα του καταστήματος από το οποίο αγόρασε την επίδικη ποσότητα, πληκτρολόγησε στη μηχανή αναζήτησης “Google”, τις λέξεις «Cyprus and Cannabis».   Και ενώ βεβαίως ήταν σαφές πως του ζητείτο να υποδείξει τις ενέργειες στις οποίες κατ’ ισχυρισμόν προέβη όταν αγόρασε την επίδικη ποσότητα ξηρής φυτικής ύλης διαδικτυακά, ερωτηθείς αν είναι σε αυτήν την ιστοσελίδα που εισήλθε, ανέφερε πως δεν ήταν αυτή και παρέπεμψε σε άλλη ιστοσελίδα με την ονομασία “hempking.eu”. 

 

Προσπαθώντας δε και ευλόγως ο συνήγορος της κατηγορούσας αρχής να επιβεβαιώσει ότι αυτή (η “hempking.eu” δηλαδή) ήταν τελικώς η ιστοσελίδα που χρησιμοποίησε ο Κατηγορούμενος, ο τελευταίος προς έκπληξη όλων και υπεκφεύγοντας κατά τρόπο πρόδηλο, αρχικά δεν απαντούσε αρνητικά ή καταφατικά, επαναλαμβάνοντας συνεχώς πως δεν θέλει να απαντήσει τη συγκεκριμένη ερώτηση και επικαλείτο το ότι και ο Μ.Κ.1 ανέφερε πως κάνναβη, πωλείται νόμιμα στην Κύπρο και από το διαδίκτυο, ωσάν να και ήταν αυτό το ζητούμενο της ερώτησης.  Στην ίδια γραμμή με τα πιο πάνω και σε μια προφανή προσπάθεια να αποφύγει να απαντήσει επί του προκειμένου ανέφερε στη συνέχεια «Δεν θέλω να απαντήσω κάτι σε αυτήν την ερώτηση γιατί ήταν εδώ και ο αστυνομικός που έφερε τα Τεκμήρια, ο Αστυνόμος, δεν γνωρίζω το όνομα του, που είπε ο ίδιος ότι ναι πωλούνται νόμιμα στο internet στην Κύπρο. Η ίδια η Αστυνομία το επιβεβαίωσε αυτό το πράγμα»[5].

  

Ό,τι βεβαίως προκύπτει από τα πιο πάνω είναι πως παρά την απάντηση που έδωσε στην κυρίως εξέταση του, πως το Τεκμήριο 12 ήταν το κατάστημα από το οποίο αγόρασε την επίδικη ποσότητα online, στην πράξη δεν μπορούσε ούτε τη συγκεκριμένη εφαρμογή να εντοπίσει ούτε και το συγκεκριμένο κατάστημα, καθιστώντας προφανές πως δεν γνώριζε καν σε γενικές γραμμές, τον τρόπο λειτουργίας της συγκεκριμένης εφαρμογής κατ’ οίκον παραδόσεως.

 

Βεβαίως κληθείς εκ νέου να υποδείξει βήμα βήμα τη διαδικασία που ακολούθησε για να λάβει στην κατοχή του την επίδικη ποσότητα κάνναβης, επανήλθε στη θέση του ότι τα αγόρασε από την ιστοσελίδα «hempking. eu» και ότι του παραδόθηκαν μέσω της εφαρμογής «Wolt». Ερωτηθείς δε ποια διεύθυνση έδωσε, αντί να απαντήσει στο ζητούμενο, ανέφερε ότι «Για να έρθει σπίτι μου, λογικά του σπιτιού μου», απάντηση που σίγουρα δεν παραπέμπει σε απάντηση προσώπου που βίωσε τα γεγονότα. Τουναντίον.  

 

Οι αντιφάσεις του όμως δεν σταμάτησαν εδώ αλλά συνεχίστηκαν και στο πλαίσιο των αναφορών του ως προς το τί ακριβώς του παραδόθηκε.  Επί τούτου αρχικά ανέφερε πως όταν έφτασε η παραγγελία στο σπίτι του, αυτή ήταν μέσα σε τσάντα πλαστική και όταν την άνοιξε μέσα ήταν η συσκευασία με την επίδικη κάνναβη, δηλαδή τα φύλλα και τα κλωνιά. Στη συνέχεια έχοντας ερωτηθεί αν η συσκευασία ήταν όπως αυτές του Τεκμηρίου 12 και αντιλαμβανόμενος πως μια τέτοια συσκευασία δεν θα ήταν αρκετή, ανέφερε πως η προηγούμενη του απάντηση ήταν απλώς ένα παράδειγμα.  Πράγμα το οποίο βεβαίως δεν προκύπτει καθόλου να ήταν έτσι από την εν λόγω απάντηση του, αφού απαντούσε συγκεκριμένα ως προς το τί παρέλαβε.

 

Ανέφερε δε εν τέλει πως μέσα στην πλαστική τσάντα, υπήρχαν άλλες επιμέρους συσκευασίες, χωρίς να προσδιορίσει τον αριθμό τους. Ερωτηθείς πόσες τέτοιες συσκευασίες υπήρχαν μέσα στην τσάντα και πάλιν απαντούσε με υπεκφυγές για να καταλήξει έπειτα από αρκετή σκέψη και επίμονες ερωτήσεις του συνηγόρου της κατηγορούσας αρχής, κάνοντας μαθηματικούς υπολογισμούς, πως αφ’ ης στιγμής είχε παραγγείλει αρχικά 150 γραμμάρια, οι συσκευασίες πρέπει να ήταν τρείς, η κάθε μια βάρους 50 γραμμαρίων και περιείχαν κλώνους και φύλλα.

 

Κληθείς όμως, να υποδείξει στο Δικαστήριο μέσα από την ιστοσελίδα “hempking.eu”, από την οποία ως η θέση του προμηθεύτηκε την επίδικη ποσότητα, τις επιμέρους συσκευασίες βάρους 50 γραμμαρίων που παρήγγειλε, παραδόξως υπέδειξε συσκευασίες αλεσμένης κάνναβης[6], βάρους 40 γραμμαρίων για να αναφέρει εν τέλει πως αυτά που παρήγγειλε ο ίδιος δεν ήταν ακριβώς αυτά που υπέδειξε στο Δικαστήριο μιας και ο ίδιος παρήγγειλε μη αλεσμένη κάνναβη, την οποία δεν μπορούσε εντοπίσει στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα. Όταν του τέθηκε η υποβολή από το συνήγορο της κατηγορούσας αρχής ότι ψεύδεται, όχι μόνο διότι η ιστοσελίδα που ανέφερε στην κυρίως εξέταση του ως την ιστοσελίδα από την οποία αγόρασε την κάνναβη ήταν διαφορετική από αυτήν που ανέφερε κατά την αντεξέταση του, αλλά και διότι δεν ήταν σε θέση καν, να υποδείξει τα προϊόντα που παρήγγειλε, αρνήθηκε ότι ανέφερε στην κυρίως εξέταση του πως αγόρασε την επίδικη ποσότητα από το κατάστημα που εμφαίνεται στο Τεκμήριο 12 και έφτασε στο σημείο να αρνείται να απαντήσει το απλό ερώτημα του ποιος είχε εκτυπώσει το Τεκμήριο 12, ώστε να προσκομιστεί  στο Δικαστήριο.

 

Πιο συγκεκριμένα επί του τελευταίου αυτού ζητήματος κληθείς να αναφέρει ποιος εκτύπωσε το Τεκμήριο 12, ανέφερε πως «εμείς τα φέραμε» και διερωτήθηκε τί σημασία έχει ποιος τα εκτύπωσε, για να καταλήξει ευθέως να αναφέρει πως δεν θέλει να απαντήσει στην ερώτηση γιατί ως το έθεσε « …δεν ξέρω τι ακριβώς να σου πως για να φανεί σωστά, όπως πρέπει, επειδή θα μιλήσω διαφορετικά. Δεν γνωρίζω τούντο πράγμα. Ρωτάς με λαλώ σου, τι σχέση έχει τούντο πράγμα;». Απάντηση από την οποία συνάγεται ξεκάθαρα η έγνοια του, η οποία ήταν διάχυτη σε ολόκληρη τη μαρτυρία του, όχι να πει την αλήθεια αλλά να αναφέρει τα πράγματα με τρόπο που να φανούν «σωστά», με γνώμονα προφανώς να αποφύγει να ενοχοποιήσει τον εαυτό του. Όταν δε το Δικαστήριο του υπέδειξε πως εφόσον αντιλαμβάνεται την ερώτηση οφείλει να την απαντήσει, ανέφερε «Α. Μπορώ να παραμείνω στη σιωπή, πως το λένε; Δεν μπορώ να απαντήσω σε κάτι» και επέμεινε να αρνείται να απαντήσει τη συγκεκριμένη ερώτηση ή και να υποδείξει από ποιον ηλεκτρονικό υπολογιστή έγινε η εκτύπωση, ακόμα και μετά που του υπεδείχθη από το Δικαστήριο πως αν αντιλαμβάνεται την ερώτηση και αρνείται να την απαντήσει, τούτο είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας. Καταφεύγοντας για άλλη μια φορά στην προσφιλή τακτική της υπεκφυγής, ανέφερε τότε πως μπορεί να τα εκτύπωσε ο συνήγορος του αλλά μπορεί να τα εκτύπωσε και ο ίδιος, για να καταλήξει πως τα εκτύπωσαν  μαζί.  Ερωτηθείς δε αν ο συνήγορος του τον ρώτησε από ποια ιστοσελίδα μπήκε και παρήγγειλε και αν ο ίδιος του υπέδειξε το Τεκμήριο 12, ανέφερε ότι το Τεκμήριο 12 ήταν κάποιες παρόμοιες ιστοσελίδες και όχι η ιστοσελίδα από την οποία αγόρασε την επίδικη ποσότητα, ανατρέποντας έτσι και πάλιν το τί ανέφερε στην κυρίως εξέταση του. Αυτό που εννοούσε είπε, στην κυρίως εξέταση του, όταν αναγνώρισε το Τεκμήριο 12, είναι ότι πρόκειται για «ένα παράδειγμα που πωλούνται στο internet», ενώ σαφέστατα δεν ήταν καθόλου αυτό που ανέφερε.

 

Ό,τι άλλο εντυπωσίασε αρνητικά ήταν και το ότι δεν ήταν σε θέση να αναφέρει έστω κατά προσέγγιση, έναντι πόσων χρημάτων, πραγματοποίησε την εν λόγω παραγγελία.  Στη βάση όλων των ανωτέρω, πρέπει να πούμε πως ουδόλως έχουμε πειστεί πως ο Κατηγορούμενος, προέβη σε ηλεκτρονική παραγγελία της επίδικης κάνναβης, από κατάστημα στο οποίο πωλούνται κανναβινοειδή προϊόντα μέσω διαδικτύου.   

 

Όμως και η προσπάθεια του να εντάξει στο όλο πλέγμα της υπεράσπισης του, το ότι ο μόνος λόγος που αγόρασε την επίδικη ποσότητα ήταν για να παρασκευάζει τσάι, είναι προβληματική επί των δικών της όρων. Αποτέλεσε επί τούτου θέση του πως η αρχική ποσότητα που παρήγγειλε τον Αύγουστο του 2023, ήταν 150 γραμμάρια και πως για να παρασκευάζει ένα «τσάι σωστό», χρειαζόταν περίπου  8-10 γραμμάρια, συμφωνώντας παράλληλα πως έφτιαχνε συχνά τσάι, ώστε να υποκαταστήσει τη χρήση κάνναβης που έκανε προηγουμένως. Ερωτηθείς εάν έπινε καθημερινά τσάι, παρότι γέλασε και απάντησε αρχικά «Θα πίνεις καλοκαίρι τσάι;», μετέπειτα συμφώνησε πως έφτιαχνε το τσάι και το καλοκαίρι, το έβαζε στο ψυγείο και το έπινε παγωμένο. Αυτό γινόταν ως ανέφερε, όχι καθημερινά αλλά κάθε 4-5 ημέρες. Όταν του υποβλήθηκε πως με βάση τα λεγόμενα του, εάν όντως έφτιαχνε το τσάι με την συχνότητα αυτή και χρησιμοποιώντας την ποσότητα που ανέφερε, τότε 150 γραμμάρια δεν θα τον αρκούσαν καν από τον Αύγουστο του 2023 που τα αγόρασε μέχρι τον Ιανουάριο του 2024, πόσω δε μάλλον να περίσσευαν και 111 γραμμάρια ως η ποσότητα που βρέθηκε στην κατοχή του κατά την εκτέλεση του εντάλματος και πάλι αναγκάστηκε να αλλάξει την εκδοχή του. Ανέφερε συγκεκριμένα πως με την ίδια ποσότητα, έφτιαχνε 2-3 φορές τσάι και κάποιες φορές κάπνιζε κιόλας, όχι όμως από την επίδικη ποσότητα διότι αυτή δεν καπνίζεται αφού προορίζεται αποκλειστικά για παρασκευή τσαγιού.  Αυτό που παρατηρούμε από τα ανωτέρω είναι αφενός πως η θέση του πως έκανε χρήση παράλληλα με την παρασκευή τσαγιού προβλήθηκε για πρώτη φορά εκείνη τη στιγμή και αφετέρου ότι η θέση του πως δεν μπορούσε να καπνίσει από την επίδικη ποσότητα προσκρούει στη θέση του Μ.Κ.1, ο οποίος ανέφερε (χωρίς επί τούτου να αμφισβητηθεί από το συνήγορο υπεράσπισης) πως μπορούσε να γίνει χρήση ολόκληρης της ανερευθείσας ποσότητας.  

 

Αντιφάσεις όμως εντοπίζονται και στις τοποθετήσεις του αναφορικά με το όπλο που αποτελεί το αντικείμενο της κατηγορίας 2. Επί τούτου κατά την αντεξέταση του ανέφερε πως το εν λόγω όπλο το εντόπισε μια ημέρα πριν τη σύλληψη του, για να του υποδειχθεί όμως πως στην κατάθεση που είχε δώσει στο ΤΑΕ Αμμοχώστου για το ζήτημα αυτό, είχε πει πως το είχε εντοπίσει το Δεκέμβριο του 2023 στο «σέντε» και δεν το παρέδωσε στην αστυνομία. Κληθείς να αποφασίσει και να πει εάν τελικά το βρήκε την προηγούμενη μέρα της έρευνας (που θυμίζουμε πως έλαβε χώρα 7.1.24) ή τον Δεκέμβριο του 2023 που είπε στην κατάθεση του, αποτέλεσε θέση του πως το εντόπισε τον Δεκέμβριο του 2023 «στο σέντε» όπως είπε στο ΤΑΕ, αλλά δεν το είχε κατεβάσει κάτω και το κατέβασε στις 06.01.24, μια ημέρα δηλαδή πριν τη σύλληψη του με πρόθεση να το παραδώσει στην Αστυνομία, διότι θα έφευγε με σκοπό να μεταβεί στην Βουλγαρία για δουλειά. Δεν πρόλαβε ωστόσο να το παραδώσει διότι την επόμενη ημέρα συνελήφθη σε σχέση με την παρούσα. Παρά ταύτα δεν διαλανθάνει την προσοχή μας πως είχε συμφωνήσει πως στην κατάθεση του επίσης ανέφερε πως «έκανα λάθος γιατί αντί να έρθω να το παραδώσω στην Αστυνομία, το φύλαγα μέσα στο συρτάρι της κάμαρης μου», πράγμα το οποίο βέβαια αντιφάσκει ξεκάθαρα με τη θέση του πως το βρήκε στο «σέντε» τον Δεκέμβριο του 2023 και το είχε εκεί μέχρι τις 6.1.24 που το κατέβασε.

 

Είναι προφανές από το πιο πάνω πως ακόμη και σε σχέση με το πότε και κάτω από ποιες συνθήκες βρήκε το «πιστόλι» ή και γιατί το κατείχε, εντοπίζονται αντιφάσεις και ψέματα στις απαντήσεις του, τα οποία είναι άμεσα συνυφασμένα με την αξιοπιστία του, ενισχύοντας έτσι την πεποίθηση μας περί του ανειλικρινούς που χαρακτηρίζει γενικότερα τη μαρτυρία του. Σημειώνουμε ωστόσο πως παρ’ όλα αυτά και παρά το γεγονός πως δεν είναι παράλογη η υποβολή που του τέθηκε από το συνήγορο υπεράσπισης ως προς τον λόγο που κατείχε το πιστόλι, ήτοι για να προστατεύεται από τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την ενασχόληση με τα ναρκωτικά, τους οποίους μέσα από τις απαντήσεις του φάνηκε πως γνώριζε, εντούτοις δεν θεωρούμε πως τα ενώπιον μας στοιχεία είναι αρκετά ώστε να μας οδηγήσουν με τη βεβαιότητα που απαιτείται σε μια ποινική υπόθεση, στο ότι πράγματι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο είχε το συγκεκριμένο πιστόλι στην κατοχή του.

 

Εν κατακλείδι, με βάση τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω δεν θεωρούμε πως μπορούμε να βασιστούμε στη μαρτυρία του για εξαγωγή ευρημάτων επί αμφισβητούμενων ζητημάτων, την οποία και απορρίπτουμε.

 

5.            Νομική Πτυχή

 

Κατοχή Ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια

 

Ο Κατηγορούμενος με βάση την κατηγορία 1, κατηγορείται ότι στις 07.01.24 είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, δηλαδή 111,3 γραμμάρια κάνναβης.

 

Σημειώνουμε πως το άρθρο 6 εδάφια (1) και (3) του Ν.29/77, επί των οποίων εδράζεται η σχετική κατηγορία, ποινικοποιεί τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 32 του ίδιου Νόμου, την κατοχή (μεταξύ άλλων) «ελεγχόμενου φαρμάκου» με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο. Ως προς το τί εμπίπτει στον όρο «ελεγχόμενο φάρμακο», σχετικό είναι το άρθρο 3 επί του οποίου επίσης στηρίζεται η κατηγορία 1, το οποίο προβλέπει στο εδάφιο 1 (α) ότι:

 

«3.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω:

(α) ο όρος “ελεγχόμενον φάρμακον” σημαίνει οιανδήποτε ουσίαν ή προϊόν εκάστοτε καθοριζόμενον εις το Μέρος Ι, ΙΙ ή ΙΙΙ του Πρώτου Πίνακος του παρόντος Νόμου˙ και

 

(β) ο όρος “φάρμακον Τάξεως Α” , “φάρμακον Τάξεως Β” και “φάρμακον Τάξεως Γ” σημαίνει οιανδήποτε ουσίαν ή προϊόν εκάστοτε καθοριζόμενον αντιστοίχως εις το Μέρος Ι, Μέρος ΙΙ και Μέρος ΙΙΙ του εν λόγω Πίνακος,

 

Στον Πρώτο Πίνακα του Νόμου καθορίζονται λοιπόν τα ελεγχόμενα φάρμακα που περιέχονται στις διάφορες Τάξεις που καθορίζονται στον Νόμο. Στα «Φάρμακα Τάξις Β» (Μέρος ΙΙ) περιλαμβάνεται η κάνναβις και η ρητίνη καννάβεως (Cannabis and cannabis resin).

 

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 29/77:

 

«κάνναβις», µε εξαίρεση την περίπτωση που ο όρος αυτός χρησιµοποιείται στον όρο “ρητίνη καννάβεως”, σηµαίνει τις ανθισµένες ή καρποφόρες κορυφές κάθε φυτού του γένους Cannabis, από τις οποίες δεν αφαιρέθηκε η ρητίνη, οποιαδήποτε ονοµασία και αν αυτές φέρουν και περιλαµβάνει τα φύλλα και το στέλεχος οποιουδήποτε τέτοιου φυτού, εξαιρουµένης της βιοµηχανικής κάνναβης·»

 

Ως προς την ερμηνεία του όρου “βιομηχανική κάνναβη” σημειώνoυμε ότι στο ίδιο το άρθρο 2 αναφέρεται ότι:

 

«βιοµηχανική κάνναβη» σηµαίνει –

 

(i) ολόκληρα φυτά ή µέρη φυτού ακατέργαστα ή κατεργασµένα (στουπί) του είδους Cannabis sativa, που η περιεκτικότητα τους σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) δεν υπερβαίνει το 0,2%, και

 

(ii) τους σπόρους που προέρχονται από ποικιλία του είδους Cannabis sativa που η περιεκτικότητά τους σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) δεν υπερβαίνει το 0,2%·».

Αποτέλεσε βέβαια ουσιώδη θέση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι η πρόνοια στο άρθρο 2 του Ν. 29/77, σε σχέση με την ερμηνεία που αποδίδεται στη βιομηχανική κάνναβη, δεν είναι συμβατή με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, η οποία δια του ευρωπαϊκού κανονισμού (ΕΕ) 2021/2115, αύξησε το όριο ποσόστωσης της ουσίας Δ.9-THC, στο 0,3%, προκειμένου μια συγκεκριμένη ποικιλία κάνναβης, να θεωρείται βιομηχανική κάνναβη ενώ στον Νόμο 29/77, παρέμεινε το όριο του 0,2%, ως προνοείτο πριν από την εφαρμογή του εν λόγω Κανονισμού. Δεν θεωρούμε όμως πως εν προκειμένω θα πρέπει να ενδιατρίψουμε επί τούτου. Και τούτο αφού με βάση την κριθείσα ως αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Κ.2 η επίδικη ποσότητα ξηρής φυτικής ύλης του Τεκμηρίου 3 τόσο με βάση τον ποιοτικό αλλά και τον ποσοτικό προσδιορισμό που διενήργησε ήταν κάνναβη εν τη εννοία του Ν. 29/77, έχοντας ως ποσοστό Δ.9-THC 0.37%, ποσοστό το οποίο ξεπερνούσε ακόμη και το όριο ποσόστωσης, του 0,3% που σύμφωνα με τον συνήγορο υπεράσπισης, έχει καθορίσει ο εν λόγω Κανονισμός.  Η πιο πάνω κατάληξη δεν διαφοροποιείται ακόμα και αν ληφθεί υπόψη το σχετικό ποσοστό συμπεριλαμβανομένης και της διευρυμένης αβεβαιότητας, αφού αποτέλεσε εύρημα μας πως σε τέτοια περίπτωση το ποσοστό ανέρχεται σε 0,34%, και πάλιν δηλαδή πάνω από το 0.3% καθιστώντας έτσι το ζήτημα άνευ σημασίας στην προκειμένη περίπτωση.   

 

Έχοντας καταλήξει ότι η ξηρή φυτική ύλη του Τεκμηρίου 3, συνιστά  κάνναβη εν τη εννοία του Ν.29/77, ό,τι απομένει να εξεταστεί είναι το ζήτημα της κατοχής της αλλά και της γνώσης περί του αντικειμένου που κατείχετο.

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψιν νομολογηθεί[7] η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) της κατοχής, συνίσταται είτε σε άμεση φυσική φύλαξη του αντικειμένου, είτε σε εξυπακουόμενη κατοχή, σύμφωνα με το άρθρο 2(3) του Νόμου 29/77, το οποίο προβλέπει ότι αντικείμενα που τελούν υπό τον έλεγχο προσώπου, θεωρούνται ότι βρίσκονται στην κατοχή του, ανεξάρτητα αν αυτά βρίσκονται υπό τη φύλαξη άλλου προσώπου. Η κατοχή, είτε υπό τη μία είτε υπό την άλλη έννοια, θα πρέπει να συνοδεύεται με ταυτόχρονη γνώση (mens rea) της φύσεως του αντικειμένου, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της κατοχής. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι ο Κατηγορούμενος κατείχε την επίδικη ποσότητα την οποία είχε υπό τη φύλαξη του στην οικία του. Αυτό που αμφισβητήθηκε, πέραν του εάν ήταν κάνναβη εν τη εννοία του Ν. 29/77, ήταν το κατά πόσον ο Κατηγορούμενος γνώριζε τί ακριβώς κατείχε.

 

Επί των πιο πάνω στην Αθηνής και στη Λαζάρου (ανωτέρω) αναφέρεται, μεταξύ άλλων, πως η κατοχή στα πλαίσια του άρθρου 2(3) του Νόμου 29/77, σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόχρονη γνώση της φύσεως του αντικειμένου που αποτελεί αντικείμενο της κατοχής.

 

Στο Σύγγραμμα Blackstone’s Criminal Practice 2016 (paras. B19.23, B19.24 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Lord Hope in the House of Lords in Lambert [2002] 2 AC 545, stated that there are two elements to possession. There is the physical element, and there is the mental element.’ The approach of Lord Hope is reflected in the other judgments delivered in that case. It confirms the approach taken by the Court of Appeal in McNamara (1988) 87 Cr App R 246 (see B 19.25), and is settled law (consider also DPP v Brooks [1974] AC 862 at B19.29).

 

Custody or Control ‘The physical element involves proof that the thing is in the custody of the defendant or subject to his control’, per Lord Hope in Lambert [2002] 2 AC 545 (see also Lord Scarman in Boyesen [ 1982] AC 768). This is enlarged by the MDA 1971, s. 37(3): ‘For the purposes of this Act the things which a person has in his possession shall be taken to include anything subject to his control which is in the custody of another’. The ability to demand that the property in question be removed (or the ability to remove it oneself) is no more than evidence of knowledge and acquiescence: it is not to be equated with control {Kousar [2009] 2 Cr App R 88, a case decided in the context of the Trade Marks Act 1994 but which, it is submitted, has relevance here).The description of possession given by Lord Wilberforce in Warner v Metropolitan Police Commissioner [1969] 2 AC 256, at pp. 310-11, remains relevant: The question, to which an answer is required, and in the end a jury must answer it, is whether in the circumstances the accused should be held to have possession of the substance, rather than mere control. In order to decide between these two, the jury should, in my opinion, be invited to consider all the circumstances — to use again the words of Pollock and Wright — the ‘Modes or events’ — by which the custody commences and the legal incident in which it is held. By these I mean relating them to typical situations, that they must consider the manner and circumstances in which the substance, or something which contains it, has been received, what knowledge or means of knowledge or guilty knowledge as co the presence of the substance, or as to the nature of what has been received, he had at the time of receipt or thereafter up to the moment when he is found with it; his legal relation to the substance or package (including his right of access to it). On such matters as these (not exhaustively stated) they must make the decision whether, in addition to physical control, he has, or ought to have imputed to him the intention to possess, or knowledge that he does possess, what is in fact a prohibited substance. If he has this intention or knowledge, it is not additionally necessary chat he should know the nature of the substance.»

 

Απόλυτα σχετικό με το θέμα της της γνώσης, είναι επίσης το άρθρο 32 του Νόμου 29/77, το οποίο προβλέπει ότι:- 

 

«32.-(1) Το παρόν άρθρον εφαρμόζεται εις αδικήματα βάσει των ακολούθων διατάξεων του παρόντος Νόμου, ήτοι των Άρθρων 5(2) και (3), 6(2) και (3), 7(2) και 10.

 

(2) Υπό την επιφύλαξιν του εδαφίου (3) κατωτέρω εν τη εκδικάσει οιουδήποτε αδικήματος εις το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται, αποτελεί υπεράσπισιν διά τον κατηγορούμενον η απόδειξις ότι δεν είχε γνώσιν ή υποψίαν ούτε λόγον να υποψιασθή την ύπαρξιν οιουδήποτε γεγονότος προβαλλομένου υπό της κατηγορίας όπερ η κατηγορία δέον να αποδείξη ίνα καταδικασθή ούτος διά το εν τω κατηγορητηρίω αδίκημα.

 

(3) Εν τη εκδικάσει οιουδήποτε αδικήματος διά το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται, ίνα καταδικασθή ο κατηγορούμενος δέον όπως η κατηγορία αποδείξη ότι ουσία τις ή προϊόν τι σχετιζόμενον με το προσαπτόμενον αδίκημα ήτο το ελεγχόμενον φάρμακον όπερ η κατηγορία ισχυρίζεται και αποδεικνύεται ότι η εν λόγω ουσία ή προϊόν ήτο τω όντι το εν λόγω ελεγχόμενον φάρμακον-

 

(α) ο κατηγορούμενος δεν απαλλάσσεται του αδικήματος λόγω μόνον ότι ούτος αποδεικνύει ότι δεν εγνώριζεν ή υποπτεύετο ούτε είχε λόγον να υποπτευθή ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ήτο το ειδικώς αναφερόμενον φάρμακον περί ου ο ισχυρισμός· αλλά ούτος

 

(β) απαλλάσσεται του αδικήματος –

 

 (i) εάν αποδείξη ότι δεν είχε γνώσιν ή υποψίαν ή λόγον να υποπτεύηται ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ήτο ελεγχόμενον φάρμακον· ή

 

(ii) εάν αποδείξη ότι επίστευε, ότι η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω προϊόν ήτο ελεγχόμενον φάρμακον, ή ελεγχόμενον φάρμακον τοιαύτης περιγραφής ώστε, εάν τούτο ήτο πράγματι το εν λόγω ελεγχόμενον φάρμακον ή ελεγχόμενον φάρμακον τοιαύτης περιγραφής, ούτος δεν θα διέπραττε κατά τον ουσιώδη χρόνον αδίκημα εις το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται.

 

(4) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων θέλει επηρεάσει δυσμενώς οιανδήποτε υπεράσπισιν ην δύναται να προβάλη πρόσωπον τι κατηγορούμενον δι’ αδίκημα εις το οποίον το παρόν άρθρον εφαρμόζεται.»

 

Στην Κούκος v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ 64 υιοθετήθηκε ως ορθή η ερμηνεία του ως άνω άρθρου και του τεκμηρίου που αναγνωρίστηκε ότι δημιουργείται από αυτό, ως προέκυπτε από την εφεσιβαλλόμενη απόφαση, όπου είχε λεχθεί πως:

 

«Η κατηγορούσα αρχή έχει το βάρος να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος είχε υπό την κατοχή ή τον έλεγχό του, εν γνώσει του, ένα δέμα, το οποίο περιείχε κάτι. Αυτό στοιχειοθετεί την απαραίτητη κατοχή. Περαιτέρω, η κατηγορούσα αρχή έχει το βάρος να αποδείξει ότι το δέμα περιείχε το επίδικο ναρκωτικό. Αν αυτά αποδειχθούν, τότε εναποτίθεται το βάρος στους ώμους του κατηγορούμενου «να αποδείξει» ότι η υπόθεση εμπίπτει στα πλαίσια του Άρθρου 32 του Νόμου.»

 

Σχετικές είναι επίσης και οι υποθέσεις Χριστοφόρου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250, Σκούλλου v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ.87, Μαυρίκιου v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ.359, Γρηγορίου v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 123/15 ημερ. 10.9.18., L. v. Director of Public Prosecutors [2002] 2 All E.R.854, R. v. Lambert [2001] UKHL 37 [2001] 3 All E.R.577.

 

Στην παρούσα περίπτωση, επαναλαμβάνεται πως δεν έχει αμφισβητηθεί η φυσική κατοχή της επίδικης ποσότητας κάνναβης, βάρους 111,3 γραμμαρίων, η οποία εντοπίστηκε στην κατοικία του Κατηγορούμενου. Αντιθέτως από την πρώτη στιγμή του εντοπισμού της ήταν αποδεκτό από τον ίδιο ότι του άνηκε. Με δεδομένο το γεγονός ότι η κατηγορούσα αρχή απέδειξε σύμφωνα με τα ανωτέρω τόσο το γεγονός της κατοχής όσο και το ότι επρόκειτο περί ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β και στη βάση του προαναφερθέντος άρθρου 32 και της σχετικής με αυτό νομολογίας (βλ. Κούκος (ανωτέρω), εναποτίθεται πλέον ελάχιστο βάρος στους ώμους του Κατηγορούμενου να δείξει στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας και των στοιχείων που υπάρχουν ότι η υπόθεση εμπίπτει στα πλαίσια του άρθρου 32 του Νόμου.

 

Ενώπιον μας προς τούτο, κατέθεσε μόνο ο Κατηγορούμενος, του οποίου την μαρτυρία έχουμε απορρίψει στην ολότητα της, επί της ουσίας των ισχυρισμών του, για όλους τους λόγους που λεπτομερώς εξηγήσαμε στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας του.

 

Το βάρος που είχε ο Κατηγορούμενος ήταν απλά να καταδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων πως δεν είχε γνώση ή υποψία ή λόγο να υποψιάζεται ότι πρόκειται για παράνομη κάνναβη. Ασφαλώς κάποιος ο οποίος έχει στην κατοχή του τέτοια είδη γνωρίζει πολύ καλύτερα από τον καθένα από πού, πώς και ως τι τα προμηθεύτηκε. Ο Κατηγορούμενος εν προκειμένω, δεν έπεισε ούτε ως προς το πώς εξασφάλισε την επίδικη κάνναβη, όπως ούτε και ως προς το γιατί την είχε εξασφαλίσει. Δεν είναι δυνατόν να προέβη σε μια συγκεκριμένη αγορά, από συγκεκριμένο κατάστημα, καταβάλλοντας συγκεκριμένο ποσό χρημάτων και ο ίδιος να μην μπορούσε να διαφωτίσει το Δικαστήριο με σαφήνεια για τίποτα από τα πιο πάνω, αλλάζοντας μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα τις θέσεις του σε βαθμό που αντιμάχονταν σε καίρια σημεία, η μια την άλλη. Επομένως αδυνατούμε να δεχθούμε πως αγόρασε την επίδικη ποσότητα καλή τη πίστει νομιζόμενος ότι αγόραζε βιομηχανική ή εν πάση περιπτώσει νόμιμη κάνναβη.  Και για να το θέσουμε αλλιώς η  ίδια η φύση και το περιεχόμενο των ισχυρισμών του Κατηγορούμενου, οι οποίοι δεν έγιναν πιστευτοί για τους λόγους που με λεπτομέρεια εξηγούμε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του, όχι μόνον δεν στάθηκε ικανή να μας πείσει για την απουσία γνώσης ή υποψίας ή λόγου προς υποψία, αλλά αντιθέτως μας δημιούργησε την ακλόνητη πεποίθηση για την ύπαρξη πλήρους γνώσης και ενσυνείδητης κατοχής απαγορευμένης κάνναβης, επιστρατεύοντας μετά τον εντοπισμό της, το σενάριο περί δήθεν διαδικτυακής αγοράς της από κατάστημα που πωλεί νόμιμα κάνναβη.

 

Η εγγενής αντιφατικότητα που αναδείχθηκε μέσα από την μαρτυρία του, σε ένα τόσο ουσιώδες και συνάμα απλό στην απόδειξη του θέμα, όπως είναι ο τόπος από τον οποίο προέβη στην αγορά της επίδικης κάνναβης, δεν επιτρέπει τη δημιουργία οποιασδήποτε λογικής αμφιβολίας υπό τις περιστάσεις ως προς το ζήτημα της γνώσης. Τουναντίον μας οδηγεί στο ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο προέβαλε τις θέσεις αυτές ο Κατηγορούμενος ήταν επειδή ακριβώς γνώριζε τί κατείχε και μέσω των προβαλλόμενων ισχυρισμών επιχειρούσε απεγνωσμένα να αποφύγει τις συνέπειες, αντιλαμβανόμενος προφανώς τη σοβαρότητα της πράξης του.

 

Τα πιο πάνω δεν επιτρέπουν κατά την κρίση μας οποιαδήποτε άλλη λογική κατάληξη εκτός από το ότι ο Κατηγορούμενος απέτυχε να ανατρέψει το μαχητό τεκμήριο που υπό τις περιστάσεις δημιουργήθηκε και ότι επομένως ο ίδιος γνώριζε πως η επίδικη κάνναβη ήταν ελεγχόμενο φάρμακο εν τη εννοία του Νόμου.

 

Στρεφόμενοι τώρα στο δια ταύτα της κατηγορίας που αντιμετωπίζει, σημειώνουμε πως αυτή, δεν αφορά την απλή κατοχή της ποσότητας κάνναβης, βάρους 111,3 γραμμαρίων αλλά την κατοχή της με σκοπό την προμήθεια της σε άλλα πρόσωπα.

 

Τα άρθρα 6(1) και (3) του Ν. 29/77 επί των οποίων εδράζεται η κατηγορία 1 προβλέπει τα εξής:

 

«6.-(1) Τηρουμένων οιωνδήποτε δυνάμει του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου εκάστοτε εν ισχύι κανονισμών, δεν είναι νόμιμον δι’ οιονδήποτε πρόσωπον να προμηθεύεται ή να έχη ελεγχόμενον φάρμακον εν τη κατοχή αυτού.

            […]

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 32 του παρόντος Νόμου, αποτελεί αδίκημα δι’ οιονδήποτε πρόσωπον να αγοράζει ή προμηθεύεται ή να έχη εν τη κατοχή αυτού ελεγχόμενον φάρμακον νομίμως ή μη προς τον σκοπόν όπως προμηθεύση τούτο εις έτερον πρόσωπον κατά παράβασιν του άρθρου 5(1) του παρόντος Νόμου.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, έχει αποδειχθεί ως προκύπτει από τα όσα αναφέρονται ανωτέρω. Το δε άρθρο 30Α του ίδιου Νόμου, το οποίο δημιουργεί μαχητό τεκμήριο ενοχής σε περιπτώσεις που η ποσότητα ναρκωτικών υπερβαίνει την καθοριζόμενη σε σχετικό πίνακα στο Νόμο, προνοεί τα εξής:

 

"30Α. Εφόσον ήθελε αποδειχθεί ότι πρόσωπο καλλιέργησε, ή κατείχε ή μετέφερε ελεγχόμενο φάρμακο ή ουσία, που αναφέρεται στην πρώτη στήλη, σε ποσότητα που υπερβαίνει την καθοριζόμενη στη δεύτερη στήλη, θεωρείται ότι καλλιέργησε, ή κατείχε ή μετέφερε το ελεγχόμενο αυτό φάρμακο ή την ουσία με σκοπό να το προμηθεύσει σε τρίτο πρόσωπο, εκτός αν ικανοποιήσει το Δικαστήριο για το αντίθετο."

 

Σε ό,τι αφορά την κάνναβη και τα παράγωγα αυτής, το τεκμήριο που καθορίζεται στη δεύτερη στήλη, είναι αυτό των 30 ή περισσοτέρων γραμμαρίων, εκτός εάν ο Κατηγορούμενος ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι δεν τα κατείχε με σκοπό να τα προμηθεύσει σε τρίτο πρόσωπο.

 

Το νομοθετικό τεκμήριο, με βάση το οποίο η κατοχή ναρκωτικού πέραν μιας συγκεκριμένης ποσότητας καταδεικνύει πρόθεση προμήθειας του ναρκωτικού σε τρίτο πρόσωπο, μπορεί να ανατραπεί εφόσον ο κατηγορούμενος προβάλει εκδοχή που δικαιολογημένα οδηγεί σε διαφορετική κατάληξη. (βλ. μεταξύ άλλων τις Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χρυσάνθου, Ποιν. Έφ. 137/2015, ημερ. 2.6.2016, Σκούλλου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 87, Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, και Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250).

 

Στην υπόθεση Χρυσάνθου (πιο πάνω) με αναφορά στο σχετικό άρθρο λέχθηκε πως αυτό:

 

«δημιουργεί μαχητό τεκμήριο κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο. Τούτο, δεν μεταθέτει το νομικό βάρος απόδειξης στον κατηγορούμενο το οποίο παραμένει καθ΄ όλη τη διάρκεια της δίκης στους ώμους της κατηγορούσας αρχής. Ο κατηγορούμενος έχει απλώς το βάρος να δημιουργήσει λογική αμφιβολία, χωρίς όμως να υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθείς ή βάσιμοι. Δεν είναι συνεπώς αναγκαίο για τον κατηγορούμενο να προσαγάγει μαρτυρία προκειμένου να δημιουργήσει λογική αμφιβολία. Η μαρτυρία μπορεί να προέρχεται είτε από τον ίδιο, είτε από την κατηγορούσα αρχή (Μαυρικίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 359, Σκούλλου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 87, Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 211, Phipson on Evidence 16η έκδοση, σελ. 133, παρ. 6-14, Blackstone’s Criminal Practice 2004, σελ. 2054, F.3.32, Cross on Evidence, 6η έκδοση σελ.140).»

 

Στη Σκούλλου (ανωτέρω), το Εφετείο ανακεφαλαίωσε τις σχετικές αρχές με τα ακόλουθα:

 

"Η δημιουργία μαχητών τεκμηρίων, ως προς τις προθέσεις και ενέργειες του κατηγορούμενου, καθώς και η εναπόθεση οποιουδήποτε αποδεικτικού βάρους στον κατηγορούμενο πρέπει να είναι συμβατά με το τεκμήριο της αθωότητος. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζει ότι δεν αποκλείεται, εκ προοιμίου, η καθιέρωση από το νόμο μαχητών τεκμηρίων ή η εναπόθεση αποδεικτικού βάρους στον κατηγορούμενο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά περιορίζονται σε λογικά πλαίσια, τα οποία δεν αντιμάχονται το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορούμενου - (βλ. μεταξύ άλλων, Salabiaku v. France [1988] 13 EHRR 379, Η. ν. UK App No 15023/89 (4 April 1990, enreported), Bates v. UK App No 26280/95 (16 January 1996, unreported).

 

Aναφορά στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων γίνεται στην πολύ πρόσφατη απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην R. v. DPP, ex p Kebeline [1999] 4 All E.R. 801.

 

Άποψή μας είναι ότι η δημιουργία μαχητού τεκμηρίου μπορεί να συμβιβασθεί με το θεμελιώδες τεκμήριο της αθωότητος, εφόσον -

 

(α) Τα συμπεράσματα, τα οποία προκύπτουν από την απόδειξη γεγονότων, συναρτώνται άμεσα και αποτελούν φυσιολογικό επακόλουθο των γεγονότων αυτών· οπόταν, με την καθιέρωσή τους, ιχνηλατείται αυτό που φυσιολογικά προκύπτει και όχι ανεξάρτητο μη τεκμηριωθέν γεγονός.

 

(β) Το αποδεικτικό βάρος, το οποίο εναποτίθεται στον κατηγορούμενο για την απόσεισή τους (των επίμαχων συμπερασμάτων), δεν εκτείνεται πέραν της δημιουργίας λογικής αμφιβολίας για την ύπαρξη των φυσιολογικών επακόλουθων· και

 

(γ) το βάρος απόδειξης της κατηγορίας - (το αποδεικτικό βάρος) - παραμένει στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης και δε μετατίθεται, με τη δημιουργία μαχητού τεκμηρίου, οποιοδήποτε μέρος του."

 

Στη δε Γεώργιος Θεμιστοκλέους v. Αστυνομίας (2016) 2 A.A.Δ 154, λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με το τεκμήριο που θέτει ο Νόμος βάσει συγκεκριμένης ποσότητας:

 

"Σύμφωνα με τη νομολογία, η δημιουργία μαχητών τεκμηρίων δεν μεταθέτει το νομικό βάρος στον κατηγορούμενο, αλλά του δίδει την ευκαιρία να δημιουργήσει λογική αμφιβολία επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (βλ. Αυγουστίνος Σκούλλου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 87, Μαυρικίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 359 και Emegoakor v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 31)".

 

Στην προκειμένη περίπτωση η ποσότητα της επίδικης κάνναβης, ήταν σχεδόν τέσσερις φορές πιο μεγάλη από το τεκμήριο που θέτει ο νόμος. Η δε θέση που προέβαλε ο Κατηγορούμενος στη μαρτυρία του, ότι δηλαδή κατείχε την επίδικη ποσότητα για ιδίαν χρήση και δη για σκοπούς παρασκευής τσαγιού, απερρίφθη, μαζί με τις υπόλοιπες θέσεις που προέβαλε. Στην απουσία οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας θεωρούμε πως ο Κατηγορούμενος απέτυχε να δημιουργήσει λογική αμφιβολία στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ως προς το ότι η ποσότητα των 111,3 γραμμαρίων που κατείχε, δεν προορίζονταν για προμήθεια.

 

Το γεγονός δε πως το είδος κάνναβης που εντοπίστηκε στην κατοικία του Κατηγορούμενου, το οποίο αποτελείτο μόνο από φύλλα και κλωνιά, με χαμηλή σχετικά ποσόστωση σε Δ.9-THC, δεν είναι αυτό που προτιμούν οι περισσότεροι χρήστες κάνναβης να χρησιμοποιούν καθώς και η επιπόλαια εναπόθεση σε κοφίνι αλλά και το ότι δεν εντοπίστηκε στην οικία του καλύτερης ποιότητας κάνναβη, έτσι ώστε να μπορούσε να προσμείξει την επίδικη με αυτή και να γίνει έτσι πιο εμπορεύσιμη, ούτε όμως ζυγαριά και σακουλάκια παρά μόνο σπαστήρες, δεν μεταβάλλει το γεγονός πως ολόκληρη η επίδικη ποσότητα, σύμφωνα με την κριθείσα ως αποδεκτή μαρτυρία μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο χρήσης με τους τρόπους που ο Μ.Κ.1 ανέφερε και επομένως και αντικείμενο προμήθειας σε τρίτα πρόσωπα. Συναφώς δεν θεωρούμε πως το ζήτημα αυτό, στο οποίο δόθηκε από την υπεράσπιση ιδιαίτερη σημασία δημιουργεί οποιαδήποτε λογική αμφιβολία επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, η οποία να δύναται να ανατρέψει το μαχητό τεκμήριο προμήθειας που δημιουργεί ο Νόμος.    

 

Ως προς τη θέση που αναδύθηκε από την αντεξέταση του Μ.Κ.1, ότι δηλαδή  η κατηγορία που προσάφθηκε στον Κατηγορούμενο, προσάφθηκε από μόνη την ποσότητα που κατείχε, χωρίς να υπάρχουν άλλες ενδείξεις περί εμπορίας της επίδικης κάνναβης, σημειώνουμε πως ο παράγοντας αυτός, δεν κρίνουμε πως έχει τέτοια δυναμική που να μπορεί από μόνος του να ανατρέψει το τεκμήριο ιδιαίτερα υπό τις περιστάσεις της παρούσας όπου οι λοιπές θέσεις που προβλήθηκαν από πλευράς του Κατηγορούμενου, ήταν στο σύνολο τους προβληματικές επί των δικών τους όρων για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω.

 

Κατάληξη

 

Στη βάση των ανωτέρω καταλήγουμε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την κατηγόρια 1 πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και ο Κατηγορούμενος συνακόλουθα, κρίνεται ένοχος σε αυτήν.                                                                                 

 

(Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Κ. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 



[1] βλ. μεταξύ άλλων Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1, Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 746, Kayat Trading Limited v. Genzvme Corporation (2013) 1Α Α.Α.Δ. 438.

 

[2] Βλ. πρακτικά ημερ. 31.10.24 σελ. 13, γραμμές 24-31.

[3] Αξίζει να σημειωθεί πως η ίδια μέθοδος προβλέπεται και στον « Κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμό ΕΕ 2022/126».

[4]Το οποίο 0.3% αφορά, ως η μάρτυρας ανέφερε, το ευρωπαϊκώς νομοθετημένο όριο περιεκτικότητας της ουσίας Δ.9-THC, ώστε να θεωρείται η υπό έλεγχο φυτική ύλη, βιομηχανική κάνναβη.

[5] Βλ. πρακτικά ημερ. 15.11.24 σελ. 8-9, «Όπως έχω αναφέρει και πιο πάνω και στον αστυνομικό το πόθεν τα αγόρασα τα έχει γραπτά και η Αστυνομία.  Δεν έχω κάτι άλλο να απαντήσω στον Εισαγγελέα»[5].

[6] Η επίδικη ποσότητα που βρέθηκε στην κατοχή του θυμίζουμε πως αφορούσε φύλλα και κλωνιά και όχι αλεσμένη κάνναβη.

[7] βλ. Αθηνής v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256, Σταυρινού v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706, Ιακώβου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, Oueiss v. Republic (1987) 2 C.L.R. 49, Πολυδώρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 492 και οι πιο πρόσφατες Λαζάρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 A.A.Δ. 633 και Σιβιτανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 166, Κούκος v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 64.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο