ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
ΣΥΝΘΕΣΗ: N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.
Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.
Ε. Κ. Μιντή, Ε.Δ.
Ποιν. Υπόθεση: 1873/22
Δημοκρατία
ν.
Μ.Α.
Κατηγορούμενου
------------------------------------
Ημερομηνία: 24 Οκτωβρίου 2025
Ε Μ Φ Α Ν Ι Σ Ε Ι Σ:
Για Κατηγορούσα Αρχή: κα. H. Ζησίμου, για Γενικόν Εισαγγελέα
Για Κατηγορούμενο: κ. Α. Κληρίδης
Κατηγορούμενος παρών
(Η διαδικασία στην παρούσα διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών. Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει ονόματα ή άλλα στοιχεία θα παραμείνει στο φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης χωρίς ονόματα και άλλα στοιχεία που δυνατόν να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων, για προστασία της Παραπονούμενης)
ΠΟΙΝΗ
Ο Κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε 32 συνολικά κατηγορίες ως ακολούθως:
· Σε 26 κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση του άρθρου 6(4)(α) του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν. 91(Ι)/2014 (κατηγορίες 1-9, 15-22, 28-35 καθώς και η κατηγορία 41).
· Σε μια κατηγορία που αφορά το αδίκημα της παραγωγής παιδικής πορνογραφίας, κατά παράβαση του άρθρου 8(5) του Νόμου 91(Ι)/2014 (κατηγορία 47).
· Σε μια κατηγορία που αφορά το αδίκημα της κατοχής παιδικής πορνογραφίας, κατά παράβαση του άρθρου 8(1) του Νόμου 91(Ι)/2014 (κατηγορία 42).
· Σε τρεις κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της πρόκλησης ψυχικής βλάβης σε μέλος της οικογένειας κατά παράβαση του άρθρου 3(1),(3) και (4) του Περί Βίας στην Οικογένειας Νόμου, Ν.119(Ι)/2000 (κατηγορίες 43, 44 και 45) και τέλος,
· Σε μια κατηγορία που αφορά το αδίκημα της παρενοχλητικής συμπεριφοράς κατά παράβαση του άρθρου 3(1) του Περί της Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική Παρακολούθηση Νόμου, Ν.114(Ι)/2021 (κατηγορία 46).
Α. Γεγονότα
Τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τις εν λόγω κατηγορίες εμφαίνονται στην τελική απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 04.09.25 και δεν προτιθέμεθα να τα επαναλάβουμε στο σύνολο τους.
Για σκοπούς όμως ευχερέστερης κατανόησης του σκεπτικού της απόφασης μας καθ’ όσον αφορά την ποινή, σημειώνουμε πως η Παραπονούμενη (με ημερ. γέννησης 16.06.2006), η οποία γεννήθηκε και ζούσε στην Αγγλία, κατά το έτος 2012, μετακόμισε στην Κύπρο μαζί με τον αδελφό της, τη μητέρα της και τον τότε συμβίο της τελευταίας (Κατηγορούμενο), οπόταν και διέμεναν για κάποιο χρονικό διάστημα σε χωριό με τους γονείς του Κατηγορούμενου, στη συνέχεια σε ενοικιαζόμενο σπίτι, μέχρι που εν τέλει το 2017 μετακόμισαν σε ιδιόκτητο σπίτι.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου ο Κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν ο σύντροφος της μητέρας της και ασκούσε μαζί με την τελευταία ρόλο κηδεμόνα της Παραπονούμενης στο πλαίσιο της κοινής τους συμβίωσης στην οικογενειακή κατοικία, ήταν πρόσωπο σε θέση εμπιστοσύνης και εξουσίας προς την ανήλικη, τότε, Παραπονούμενη. Και τούτο αφού σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα στην τελική απόφαση, η Παραπονούμενη όπως και ο αμφιθαλής αδελφός της έβλεπαν τον Κατηγορούμενο ως πατρική φιγούρα (στο πλαίσιο της οπτικογραφημένης κατάθεσης της, η Παραπονούμενη τον αποκαλούσε «παπά»), δεδομένου και του ότι η επικοινωνία τους με το βιολογικό τους πατέρα είχε διακοπεί υπό τις περιστάσεις που επεξηγούνται στην απόφαση. Ένεκα δε ακριβώς της εμπιστοσύνης που η Παραπονούμενη είχε στο πρόσωπο του, η τελευταία πίστευε πως ό,τι της έλεγε ήταν για το καλό της, συμπεριλαμβανομένων και όσων της έλεγε σε σχέση με την αναγκαιότητα ελέγχου και διαπαιδαγώγησης της σε σεξουαλικά θέματα.
Ως προς τη θέση εξουσίας, αυτή σύμφωνα με τα ευρήματα μας προκύπτει από τον πλήρη οικονομικό έλεγχο και ισχύ που είχε έναντι τους, αλλά και από τον εν γένει έλεγχο που ασκούσε στην ανήλικη και στα μέλη της οικογένειας της σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο, έλεγχος ο οποίος οδήγησε στην προοδευτική και ολοκληρωτική εξάρτηση τους απ’ αυτόν από οικονομικής και ψυχοσυναισθηματικής άποψης με τον τρόπο που επεξηγείται στην απόφαση.
Σε  αυτό το πλαίσιο ο Κατηγορούμενος παρότρυνε και πέτυχε την εγκατάλειψη του  σχολείου τόσο από την Παραπονούμενη όσο και από τoν  αδελφό της, ενώ σταδιακά απέκοψε την Παραπονούμενη (όπως και τον αδελφό της)  από φίλους και υποστηρικτικό περιβάλλον, περιόριζε την πρόσβαση στο διαδίκτυο  και δεν επέτρεπε τη χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ενώ κακοποιούσε  σωματικά και ψυχολογικά τη μητέρα τους (Μ.Υ.6) και γενικώς ήλεγχε τη ζωή και  την καθημερινότητα τους, ως με λεπτομέρεια επεξηγείται στην τελική απόφαση του Δικαστηρίου.  Επίσης, ο Κατηγορούμενος της είχε αφαιρέσει την πόρτα στο υπνοδωμάτιο της με  την πρόφαση ότι είναι πολύ μικρή για να έχει δική της  πόρτα, και μιλούσε μειωτικά και υποτιμητικά στον αδελφό της (Μ.Κ.8), η  πόρτα του υπνοδωματίου του οποίου ήταν γυάλινη, κατά τρόπο που ήταν ορατός όταν  κάποιος βρισκόταν απ’ έξω. Τόσο ο Μ.Κ.8 όσο και η Παραπονούμενη, όπως  διαπιστώθηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης και αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου,  στερούνταν του δικαιώματος τους σε ιδιωτικότητα.
Πέραν των ανωτέρω αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Παραπονούμενη στην ηλικία των 12 ετών περίπου, ξεκίνησε να κόβει το σώμα της. Όταν ο Κατηγορούμενος διαπίστωσε πως έκοβε το σώμα της, κατά την παραπάνω ηλικία, και υπό την πρόφαση ότι θα την ήλεγχε ο ίδιος, δεδομένου του ότι η μητέρα της παραδεκτώς είχε φοβία με το αίμα, της ζητούσε να μεταβούν στο εργαστήριο του που βρίσκεται σε παρακείμενο του σπιτιού χώρο, ο οποίος δεν επικοινωνεί απευθείας με την κυρίως οικία. Εκεί της ζητούσε να αφαιρέσει τα ρούχα της, με την πρόφαση πως ήθελε να ελέγξει εάν είχε κοψίματα στο σώμα της και σε κάποιες περιπτώσεις την φωτογράφιζε με το κινητό του τηλέφωνο. Παρότι η ίδια σταμάτησε να κόβεται περί τα 1-2 έτη μετά ο Κατηγορούμενος συνέχιζε την πιο πάνω διαδικασία μέχρι το 2022 που έγινε η καταγγελία. Σε κάθε περίπτωση σημειώνεται πως η θέση του Κατηγορούμενου πως γνήσια προέβαινε στην ως άνω διαδικασία για σκοπούς ελέγχου της Παραπονούμενης απερρίφθη για τους λόγους που επεξηγούνται στην τελική απόφαση ημερ. 4.9.25.
Στο πλαίσιο αυτό αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Κατηγορούμενος παρήγαγε και είχε στην κατοχή του 79 αρχεία (φωτογραφίες) της Παραπονούμενης που συνιστούν υλικό παιδικής πορνογραφίας. Πρόκειται για τις φωτογραφίες που απεικονίζονται στο Τεκμήριο 15 και περιγράφονται με λεπτομέρεια στην τελική απόφαση.
Με βάση το Τεκμήριο 15 αποτέλεσε κατάληξη του Δικαστηρίου πως πρόκειται για παιδικό πορνογραφικό υλικό εφόσον απεικονίζουν την ανήλικη σε στάσεις και με τρόπο, ο οποίος είναι εκ της φύσεώς του σεξουαλικού χαρακτήρα και σε κάθε περίπτωση λόγω των περιστάσεων υπό τις οποίες καταλήξαμε ότι λήφθηκαν, της ποσότητας τους και του τρόπου οργάνωσης και αποθήκευσης τους, κρίθηκε πως σαφέστατα υπονοούν σεξουαλικό ενδιαφέρον και είναι επομένως σεξουαλικού χαρακτήρα. Εμπίπτουν δε στην κατηγορία της απεικόνισης ερωτικών παραστάσεων χωρίς σεξουαλική δραστηριότητα και πιο συγκεκριμένα στο πρώτο επίπεδο που έχει τεθεί στην R. v. Oliver and Others (2003) 2 Cr.App.R.28 [Κατηγορία Γ με βάση το Sexual Offences Definitive Guideline του Συμβουλίου Επιβολής Ποινών (Sentencing Council) της Αγγλίας].
Πέραν των πιο πάνω αποτέλεσε περαιτέρω εύρημα και κατάληξη του Δικαστηρίου πως ο Κατηγορούμενος κατά την ίδια περίοδο ήτοι μεταξύ των ημερομηνιών 16.6.19-11.6.2022 (όταν η ανήλικη ήταν μεταξύ 13-16 ετών), καταχρώμενος την εμπιστοσύνη της ανήλικης τότε Παραπονούμενης και τη θέση εξουσίας στην οποία βρισκόταν σε σχέση με αυτήν, σε 19 περιπτώσεις την ανάγκασε να αγγίζει το γεννητικό του όργανο και να τον αυνανίζει, ως ακολούθως:
- σε έξι περιπτώσεις την περίοδο 16.06.19-16.06.20 (κατηγορίες 1-6),
- σε έξι περιπτώσεις την περίοδο 17.06.20-16.06.21 (κατηγορίες 15-20),
- σε έξι περιπτώσεις την περίοδο 17.06.21-10.06.22 (κατηγορίες 28-33) και
- σε άλλη μια περίπτωση στις 11.06.22 (κατηγορία 41).
Περιπλέον σε μια περίπτωση ενόσω ήταν 13 ετών την άγγιξε στο γεννητικό της όργανο (κατηγορία 7), και σε άλλες έξι διαφορετικές περιπτώσεις την ανάγκασε να προβεί σε πεολειχία του ως ακολούθως:
- σε δυο περιπτώσεις την περίοδο 16.06.19-16.06.20 (κατηγορίες 8-9),
- σε δυο περιπτώσεις την περίοδο 17.06.20-16.06.21 (κατηγορίες 21-22) και
- σε δυο περιπτώσεις την περίοδο 17.06.21-10.06.22 (κατηγορίες 34-35).
Ό,τι άλλο αξίζει να σημειωθεί εδώ είναι ο ύπουλος και μεθοδικός τρόπος με τον οποίο σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου κατάφερε να την χειραγωγήσει, αρχικά προθυμοποιούμενος να τη διαπαιδαγωγήσει σεξουαλικά, δείχνοντας της εκπαιδευτικό υλικό από το διαδίκτυο, όταν ήταν περίπου 12 ετών ενώ στη συνέχεια όταν έγινε 13 ετών, της ζήτησε να τον αγγίξει και ακολούθως την άγγιξε και ο ίδιος μια φορά στα γεννητικά της όργανα (κατηγορία 41), πάνω από τα ρούχα στο πλαίσιο της δήθεν σεξουαλικής εκπαίδευσης της. Επίσης έκτοτε ξεκίνησε να κάνει σενάρια για να τον αγγίζει και να κάνει «πράγματα σεξουαλικά», για να γνωρίζει δήθεν περί τίνος πρόκειται και να διαπιστώσει πως δεν πρέπει να φοβάται. Ως αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου, τα παραπάνω συνέβαιναν τουλάχιστον δύο φορές, κάθε δύο μήνες, από τότε που ήταν 13 ετών, μέχρι και τις 11.06.22 που ήταν η τελευταία φορά που ο Κατηγορούμενος ανάγκασε την Παραπονούμενη να τον αγγίξει και να τον αυνανίσει. Εξ αυτών, σύμφωνα με τα ευρήματα μας, οι περισσότερες φορές αφορούσαν αγγίγματα με κίνηση αυνανισμού (εξ ου και η καταδίκη στις κατηγορίες 1-6, 15-20, 28-33 και 41) αλλά υπήρχαν και κάποιες φορές, σίγουρα πέραν της μιας φοράς (κατ’ έτος), που αφορούσαν πεολειχία (βλ. κατηγορίες 8,9, 21,22, 34, 35). Στις περιπτώσεις δε που αφορούσαν πεολειχία αποτέλεσε επίσης εύρημα του Δικαστηρίου πως ο Κατηγορούμενος ανάγκαζε την Παραπονούμενη όταν εκσπερμάτωνε να καταπίνει τα σπέρματα του.
Σε σχέση δε με τις κατηγορίες 43-45 που αφορούν πρόκληση ψυχικής βλάβης σε μέλος της οικογένειας κατά παράβαση των άρθρων 3 (1), (3) και (4) του Περί Βίας στην Οικογένειας (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, Ν. 119(Ι)/2000, αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι τα όσα βίωσε η Παραπονούμενη (απομόνωση, σεξουαλική κακοποίηση, βία σε βάρος της μητέρας της) λαμβανομένης υπόψη και της μαρτυρίας της κλινικής ψυχολόγου που την αξιολόγησε (Μ.Κ.10), δημιούργησαν σε αυτήν ψυχικά τραύματα και βλάβη, ως αναλυτικά επεξηγείται στο πλαίσιο της τελικής απόφασης.
Σε σχέση δε με την Κατηγορία 46 (Παρενοχλητική συμπεριφορά) κατά παράβαση του άρθρου 3(1) του Περί της Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική Παρακολούθηση Νόμου, 114(Ι)/2021, αποτέλεσε κατάληξη του Δικαστηρίου ο Κατηγορούμενος σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ της 16.06.19 και 16.6.22, προκάλεσε άγχος στην Παραπονούμενη, λέγοντας της πως όταν κλείσει 16 ετών, θα έχουν ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή. Τούτο της είχε προκαλέσει τόσο μεγάλο φόβο έτσι που όταν πλησίασε να κλείσει τα 16 της χρόνια, λόγω ακριβώς του άγχους ή και της ανησυχίας της ότι ο Κατηγορούμενος θα υλοποιήσει τα λεγόμενα του (εξάλλου ήδη την κακοποιούσε σεξουαλικά με τον τρόπο που αναφέρθηκε), μίλησε στον αδελφό της (Μ.Κ.8), ο οποίος ως προέκυψε από τη μαρτυρία μετέφερε τις αναφορές αυτές στον Μ.Κ.7. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι εν τέλει η Παραπονούμενη έδωσε την οπτικογραφημένη κατάθεση της όπου για πρώτη φορά μίλησε για τα όσα βίωνε στις 16.6.22, δηλαδή κατά την ημέρα που είχε τα 16α γενέθλια της.
Β. Αγόρευση Μετριασμού
Προς μετριασμό της ποινής, ζητήθηκε από το συνήγορο του Κατηγορούμενου όπως ληφθεί υπόψη προς όφελος του, το λευκό του ποινικό μητρώο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι προ της διάπραξης των αδικημάτων ήταν άτομο εργατικό και προστάτης της οικογένειας του, με έντιμο πρότερο βίο. Περιπλέον ζήτησε από το Δικαστήριο να λάβει υπόψη τη δύσκολη παιδική ηλικία που πέρασε και εν γένει τις προσωπικές του περιστάσεις, υιοθετώντας προς τούτο και την έκθεση που ετοιμάστηκε από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Πέραν των πιο πάνω ζήτησε να ληφθεί υπόψη ο χρόνος για τον οποίο ήδη παρέμεινε υπό κράτηση, χρόνο κατά τον οποίο επέδειξε μάλιστα πολύ καλή συμπεριφορά εντός των φυλακών ενώ επιπρόσθετα κάλεσε το Δικαστήριο να συνεκτιμήσει και την εξωδικαστηριακή τιμωρία, που ως η θέση του συνηγόρου του, αυτός θα κληθεί να υποστεί. Εν τέλει κάλεσε το Δικαστήριο να αντιμετωπίσει τον Κατηγορούμενο με κάθε δυνατή επιείκεια επιβάλλοντας συντρέχουσες ποινές και όχι διαδοχικές, αφού όλες οι κατηγορίες εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο παραβατικής συμπεριφοράς
Γ. Νομική Πτυχή
Για το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, όταν η σεξουαλική κακοποίηση, λαμβάνει χώρα συνεπεία κατάχρησης της θέσης εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής επάνω στο παιδί, το άρθρο 6(4)(α) του Ν.91(Ι)/2014, προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι και δια βίου (κατηγορίες 1-9, 15-22, 28-35 και 41). Για το αδίκημα της παραγωγής παιδικής πορνογραφίας το άρθρο 8(5) του Ν.91(Ι)/2014, προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι και 20 έτη (κατηγορία 47) ενώ για το αδίκημα της κατοχής παιδικού πορνογραφικού υλικού, το άρθρο 8(1) του ίδιου Νόμου προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι και 10 έτη (κατηγορία 42). Το δε αδίκημα της άσκησης ψυχολογικής βίας τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 3(4) του Ν.119(Ι)/2000 με ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε χρόνια ή με χρηματική ποινή μέχρι €5.125 ή και με τις δύο αυτές ποινές (κατηγορίες 43-45) ενώ το αδίκημα της παρενοχλητικής παρακολούθησης κατά παράβαση του άρθρου 3(1) του Ν.114(Ι)/2021 με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή αμφότερες τις ποινές, νοουμένου ότι η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εν ισχύ Νόμου (κατηγορία 46).
Ως εύκολα συνάγεται από απλή θεώρηση των προβλεπόμενων ποινών, τα αδικήματα στα οποία καταδικάστηκε ο Κατηγορούμενος, είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας. Η προβλεπόμενη στον νόμο ποινή αποτελεί, σύμφωνα και με τη σχετική νομολογία, την αφετηρία του Δικαστηρίου για σκοπούς προσδιορισμού του είδους και ύψους της ποινής που θα επιβληθεί[1].
Πέραν όμως της προβλεπόμενης ποινής, η σοβαρότητα των πιο πάνω αδικημάτων, με προεξάρχουσα αυτήν των αδικημάτων της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού καθώς και της παραγωγής και κατοχής παιδικού πορνογραφικού υλικού, προκύπτει και από την ίδια τη φύση τους αλλά και από τη μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει δια μέσω τους, δηλαδή το ίδιο το παιδί. Προκύπτει όμως και από τη μεγάλη κοινωνική απαξία που ενέχουν τα αδικήματα αυτά ένεκα κυρίως των τραγικών επιπτώσεων που η διάπραξη τους επιφέρει στο ίδιο το παιδί και της δυσκολίας επούλωσης των πολυεπίπεδων τραυμάτων, που τις πλείστες φορές προκαλούνται σε αυτό.
Ως προς το πρώτο, στην Ειρηναίος Γεωργίου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 61/20 (σχ. με 64/20) ημερ. 14.7.22, λέχθηκε με αναφορά και σε παλαιότερη νομολογία[2], πως τα παιδιά, που αποτελούν τη βάση της κοινωνίας αλλά και το μέλλον της, θα πρέπει να προστατευθούν και υιοθετήθηκε προς τούτο και το ακόλουθο χαρακτηριστικό απόσπασμα από την υπόθεση Αστυνομία ν. Πατουρή, Ποιν. Έφ. 51/2020, ημερ. 3.12.2020, το οποίο κατά την κρίση μας, θέτει το ζήτημα στην ορθή του διάσταση με αναφορά στους σκοπούς και τη φιλοσοφία του εν λόγω Νόμου:
« Ο Νόμος 91(Ι)/2014 θεσπίστηκε με σκοπό την καλύτερη εφαρμογή του νομικού γίγνεσθαι αναφορικά με την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού, η οποία καθιερώθηκε με πράξεις Διεθνών Οργανισμών. Προπαντός, όμως, έγινε προς εναρμόνιση της ημεδαπής νομοθεσίας με πράξεις της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης στο συγκεκριμένο τομέα του δικαίου. Από αυτές, ξεχωρίζει, ιδιαίτερα, η Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου, 2011, (η «Οδηγία»), την οποία ο εν λόγω Νόμος έχει, εν πολλοίς, ως πρότυπο. Στο Προοίμιό της, εκτιμάται, διά της αιτιολογικής σκέψεως 1, ότι:-
“Η σεξουαλική κακοποίηση και η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της παιδικής πορνογραφίας, συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων, ειδικότερα των δικαιωμάτων των παιδιών στην προστασία και τη φροντίδα που είναι αναγκαίες για την ευημερία τους, όπως προβλέπονται στη σύμβαση του 1989 των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.”
Ακολούθως, στην αιτιολογική σκέψη 2, εκτιμάται, σύμφωνα με ό,τι διαλαμβάνει το πρόγραμμα της Στοκχόλμης[3], πως:-
“Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί και προστατεύει τους πολίτες παρέχει σαφή προτεραιότητα στην καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας.”
Εμφανώς, η προστασία του παιδιού αναγνωρίζεται από το διεθνές και ημεδαπό δίκαιο ως κοινωνική ανάγκη, πηγάζουσα εκ της εγγενούς φύσεώς του. Στο προοίμιο της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού, κυρωθείσας με τον ομώνυμο Νόμο του 1990, (Ν. 243/1990), αναφέρεται, συναφώς ότι: “..., όπως υποδεικνύεται στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού, ‘το παιδί, λόγω της σωματικής και διανοητικής του ανωριμότητας, χρειάζεται ειδική προστασία και φροντίδα, συμπεριλαμβανομένης και της κατάλληλης νομικής προστασίας, τόσο πριν όσο και μετά τη γέννησή του”. Στο επίπεδο, ειδικά, της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, εκτιμάται, στην αιτιολογική σκέψη 12 της Οδηγίας, πως:-
“Για τις σοβαρές μορφές σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών θα πρέπει να επιβάλλονται αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινές.”
Ως προς τις επιπτώσεις στα θύματα, ψυχικές και σωματικές, δεν χρειάζεται πιστεύουμε να λεχθούν και πολλά. Πρόκειται αναντίλεκτα για βδελυρά εγκλήματα, τα οποία συναφώς μόνο αποτροπιασμό προκαλούν σε υγιείς πολίτες της χώρας μας. Είναι δε αυτονόητο πως με τη διάπραξη τους, συνθλίβεται ο ψυχικός κόσμος του παιδιού/θύματος, καταρρακώνεται η αξιοπρέπεια του και εξευτελίζεται η ανθρώπινη υπόσταση του, στιγματίζοντας πολλές φορές ακατάλυτα και κατά τρόπο απρόβλεπτο τη ζωή του[4]. Επί τούτου ό,τι άλλο αξίζει να λεχθεί είναι πως δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως, νομολογιακά αναγνωρίζεται ότι τέτοιες πράξεις και ενέργειες απολήγουν, σε πλήγμα της προσωπικότητας του θύματος και του ψυχικού του κόσμου, χωρίς καν να χρειάζεται σχετική μαρτυρία περί τούτου[5].
Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κατ' επανάληψιν την ευκαιρία και μάλιστα από παλαιά να αναδείξει αυτές τις πτυχές και να καταγράψει τη σοβαρότητα αδικημάτων αυτής της μορφής. Στην Κέρκης v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 433, λέχθηκε πως:
« Ιδιαίτερα τα αδικήματα ... τα οποία στρέφονται εναντίον παιδιών και αφορούν σε έναν τομέα της ζωής τους, τον οποίο ακόμα αυτά δεν είναι φυσιολογικά και ψυχολογικά έτοιμα να βιώσουν, πρέπει να τιμωρούνται με αποτρεπτικές ποινές, σε μια προσπάθεια καταστολής τους, λόγω και των ψυχολογικών τραυμάτων που, κατά κανόνα, αφήνουν σ΄ αυτά, πάντοτε, βέβαια, σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που περιβάλλουν τη διάπραξή τους και το πρόσωπο του δράστη».
Στην ίδια γραμμή στην υπόθεση Λευκαρίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 135/2014 (σχ. με 138/2014), ημερ. 22.11.16 λέχθηκαν τα εξής:
« Σεξουαλικής φύσης αδικήματα τιμωρούνται από τα δικαστήρια με αποτρεπτικές ποινές, σε μια προσπάθεια καταστολής τους, τόσο επειδή στρέφονται και προσβάλλουν τα ήθη γενικά, όσο και επειδή προσβάλλουν και συνθλίβουν την προσωπικότητα των θυμάτων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562). Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Όταν στρέφονται κατά νεαρών προσώπων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωμένη και ορθή αντίληψη για τη σεξουαλική πτυχή της ζωής ούτε σταθερές δυνάμεις αντίστασης, τα αδικήματα αυτά καθίστανται ιδιαίτερα σοβαρά. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι, παρόλον που ένα νεαρό θύμα μπορεί, φαινομενικά, να είχε συναινέσει, η συμπεριφορά αυτή μπορεί να του προκαλέσει βλάβη, γι' αυτό ακριβώς ο νομοθέτης προνόησε για το συγκεκριμένο αδίκημα (R. v. Perry [2010] 2 Cr. App. R (S) 98). Βέβαια, και σε αυτές τις περιπτώσεις η εξατομίκευση έχει τη θέση της, αλλά δεν μπορεί να οδηγεί στην εξουδετέρωση της ποινής και του αποτρεπτικού χαρακτήρα της.»
Στη δε υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σ. Σ., Ποιν. Έφ. 202/2021, ημερ. 17.3.22, ECLI:CY:AD:2022:D116, τονίστηκε πως:
« Η σοβαρότητα του αδικήματος διαφαίνεται τόσο από την προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή, όσο και από την μεγάλη κοινωνική απαξία που χαρακτηρίζει αυτής της φύσεως τα αδικήματα, ιδιαίτερα όταν τα θύματα είναι ανήλικα άτομα. Τέτοια αδικήματα έχουν δυστυχώς καταστεί δεσπόζοντα, με αποτέλεσμα να καθίσταται έτι περαιτέρω αναγκαία η επιβολή αυστηρών ποινών για σκοπούς αποτροπής. Όπως επαναλήφθηκε πρόσφατα στην ΣΛ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφ. Αρ. 155/19, 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:B57, οι ανήλικοι βρίσκονται σε μια κρίσιμη διαδικασία διαμόρφωσης της προσωπικότητας τους και ο περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος 91(Ι)/2014, όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, ακριβώς σκοπό έχει την προστασία τους. Στην υπόθεση Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 69/16, 23.3.2017, τονίστηκε ότι τα δικαστήρια είναι επιβεβλημένο να προστατεύουν το αγαθό που ο νομοθέτης ευλόγως θέλησε να προστατεύσει, δηλαδή τα παιδιά, παραπέμποντας στην προνοούμενη υπό του Νόμου ποινή.»
Τα πιο πάνω επαναλήφθηκαν και πιο πρόσφατα από το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Γ. Κυρρή, Ποιν. Εφ. 70/22, ημερ. 7.2.23 και Ν. Κρασιάς v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 278/22, ημερ. 7.4.23, ECLI:CY:AD:2023:B133 αλλά και από το Ποινικό Εφετείο στις Ποινικές Εφ. 136/22 και 140/22, A.N.K. v. Δημοκρατίας, ημερ. 1.8.25.
Ως δε εμφαίνεται από την ανωτέρω νομολογία, το όλο πλέγμα που συνθέτει τη σοβαρότητα τέτοιων αδικημάτων συμπληρώνει και η θλιβερή διαπίστωση πως υποθέσεις που σχετίζονται με σεξουαλικά αδικήματα, με θύματα κυρίως παιδιά, δεν διαπράττονται απλά με απαράδεκτη συχνότητα, αλλά έχουν καταστεί “δεσπόζοντα”[6], έχοντας εξελιχθεί, ως χαρακστηριστικά λέχθηκε και στην Robert Cionel Clarson ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 38/2022, ημερ. 27.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B411[7], σε πρωτοφανή μάστιγα. Διαπίστωση στην οποία και εμείς δυστυχώς οδηγηθήκαμε ένεκα της επαναλαμβανόμενης ενασχόλησης μας, ως μέλη του Κακουγιοδικείου, με υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις πράγματι αφορούν παιδιά. Όπως δε εμφαντικά λέχθηκε στην ως άνω υπόθεση Robert Cionel Clarson:
« Η κατάσταση αυτή δημιουργεί υποχρέωση στα δικαστήρια για επιβολή ιδιαίτερα αποτρεπτικών και συνεπώς αυστηρών ποινών, με αποτέλεσμα οι προσωπικές περιστάσεις να είναι δευτερεύουσας και η εξατομίκευση της ποινής, όσο επιβεβλημένη κι αν είναι, να μην έχει αποφασιστικό ρόλο.
Ό,τι έχει σημαίνουσα σημασία είναι η προστασία των παιδιών και των θεμελιακών τους δικαιωμάτων από εγκλήματα αυτής της φύσης, τα οποία συνθλίβουν τον ψυχικό τους κόσμο και εξευτελίζουν την προσωπικότητα τους. [.]
Καθοριστική είναι η έντονη ανάγκη αποτροπής και ο τονισμός της αυστηρότητας που απαιτείται σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το έγκλημα αυτής της φύσης. Έγκλημα εναντίον του παιδιού, της κοινωνίας και του πολιτισμού.»
Η ανασκόπηση της νομολογίας που αφορά σε σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων, καταδεικνύει πράγματι πως τα Δικαστήρια, ανταποκρινόμενα στο ως άνω καθήκον τους, έχουν αντιμετωπίσει τέτοιας φύσεως αδικήματα, με αυστηρότητα επιβάλλοντας πολυετείς ποινές φυλάκισης, έχοντας πάντα κατά νου τις υψηλές, ευτυχώς ακόμα, ηθικές αξίες της κυπριακής κοινωνίας και την ανάγκη για διατήρηση τους. Καθιστώντας παράλληλα σαφές πως επιδεικνύεται μηδενική ανοχή σε πράξεις που πλήττουν τα θεμέλια της ηθικής τάξης του τόπου και οι οποίες προκαλούν τεράστιες συνέπειες στα παιδιά/θύματα τέτοιων αποτρόπαιων πράξεων, οι οποίες συνέπειες είναι δυστυχώς πολυδιάστατες και δύσκολα αποκαταστάσιμες.
Παρά όμως την επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών τα αδικήματα αυτής της φύσεως αντί να παρουσιάζουν κάμψη, διαπράττονται με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα. Όπως δε τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση S.J.L. ν Δημοκρατίας, κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 129/2021, κ.α., ημερ. 27.10.2022, «Αναμφίβολα στις περιπτώσεις όπου συγκεκριμένα αδικήματα παρουσιάζουν έξαρση δικαιολογείται η επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών για σκοπούς αποτροπής (Abumazha[8] v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551 και Selmani κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 235/2013 και 236/2013, ημερ. 5/10/2016)»[9]. Των πιο δεδομένων, το καθήκον μας για αποτροπή καθίσταται ακόμη πιο επιτακτικό.
Είναι επομένως για όλους αυτούς τους λόγους που, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Κυρρή (ανωτέρω), λέχθηκε με αναφορά και σε προγενέστερη νομολογία[10], πως οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις καθίστανται στο πλαίσιο αυτό δευτερεύουσας σημασίας και πως τα Δικαστήρια έχουν ευθύνη, με τις ποινές που επιβάλλουν για τέτοια αδικήματα, στο πλαίσιο πάντα και των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπόθεσης, να συμβάλουν στην προστασία των παιδιών από τέτοιες απαράδεκτες και ειδεχθείς συμπεριφορές, και τέλος πως η επιβολή επιεικών ποινών για τέτοια αδικήματα θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα τόσο προς την κοινωνία όσο και σε κάθε επίδοξο παραβάτη.
Tο είδος της κακοποίησης, η ένταση, η συχνότητα, η ηλικιακή διαφορά μεταξύ θύτη και θύματος, όπως και η έκταση των ψυχικών και άλλων βλαβών στο θύμα, είναι μεταξύ των σοβαρών παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό της ποινής. Περιπλέον, σημειώνουμε, πως για τον καθορισμό της ποινής, λαμβάνεται υπόψη το κατά πόσο, υπάρχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως αυτές περιλαμβάνονται στο άρθρο 19 του Ν.91(Ι)/2014. Ό,τι άλλο αξίζει να σημειωθεί είναι πως ως προκύπτει από τη νομολογία [βλ. μεταξύ άλλων Πατούρη (ανωτέρω)], καθοδήγηση ως προς τις επιβαλλόμενες ποινές δύναται να αντληθεί και από τη μη δεσμευτική, βέβαια, πρακτική που ακολουθείται στο Ηνωμένο Βασίλειο στο συγκεκριμένο τομέα, όπως αυτή παρατίθεται στο Εγχειρίδιο “Sexual Offences Definitive Guideline” του Sentencing Council, (“Definitive Guideline”). Με την επισήμανση βεβαίως ότι οι ανώτατες προβλεπόμενες ποινές για διάφορα αδικήματα στο Ηνωμένο Βασίλειο, συμπεριλαμβανομένων και των αντίστοιχων του άρθρου 6(4)(α), διαφέρουν από τις προβλεπόμενες στην ημεδαπή νομοθεσία. Εκτενής αναφορά στο εγχειρίδιο αυτό γίνεται και στην υπόθεση Λευκαρίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 135/2014 και 138/2014, 22.11.2016, όπου
καταδεικνύεται και η χρησιμότητά του ως οδηγού για την επιλογή της κατάλληλης ποινής, αναφορικά με αδικήματα σεξουαλικής φύσεως.
Προτού παραθέσουμε ενδεικτικά προηγούμενη νομολογία επί του θέματος, σημειώνουμε πως οι αποφάσεις στις οποίες γίνεται αναφορά πιο κάτω, παρατίθενται ως ένδειξη του μέτρου τιμωρίας των συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων καθορισμού της ποινής. Διευκρινίζουμε δε πως δεν έχουν το δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο γιατί, η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ 1 και Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ 123).
Στην υπόθεση Γ.Α. ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ. 178/2017, ημερ. 24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B457 συντρέχουσες ποινές 6 ετών, μετά από ακρόαση, για σεξουαλική κακοποίηση 10χρονου κοριτσιού κατά παράβαση του άρθρου 6(4)(α) του Ν. 91(Ι)/2014, επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο. Οι 22 κατηγορίες αφορούσαν περιπτώσεις ότι τη φίλησε στο στόμα, τη χάιδεψε στα γεννητικά όργανα, στα οπίσθια και στο στήθος, σε άλλες περιπτώσεις ότι τη φίλησε, τη χάιδεψε στα γεννητικά όργανα, στα οπίσθια και στο στήθος, καθώς επίσης ότι τη φίλησε στο στόμα. Σε άλλη περίπτωση ότι τη φίλησε, την αγκάλιασε και τη χάιδεψε. Η διάρκεια της συμπεριφοράς του εφεσείοντα ήταν από το Μάϊο του 2015 μέχρι το Μάϊο του 2016.
Στην Δημοκρατία ν. Η.Ε., Ποιν. Έφ. αρ. 50/18 (σχ. με 137/18), ημερ. 8.4.2020, η οποία αφορούσε σεξουαλική κακοποίηση παιδιού (της θετής κόρης του εφεσίβλητου), κατά παράβαση του άρθρου 6(4)(α) του Ν.91(Ι)/2014, η ποινή φυλάκισης 7 ετών που επιβλήθηκε, κατόπιν ακρόασης, αυξήθηκε σε 10 έτη λαμβανομένου υπόψη ότι (α) τα εγκλήματα εναντίον παιδιών βρίσκονται σε συνεχή και ανησυχητική έξαρση, (β) ο εφεσίβλητος ήταν για την παραπονούμενη η πατρική φιγούρα του σπιτιού, (γ) οι χυδαιότητες του έναντι της διήρκησαν για δύο περίπου χρόνια και μάλιστα στην παρουσία, σε κάποιες περιπτώσεις, της μικρότερης αδελφής της και (δ) ότι αυτές τραυμάτισαν τον ψυχικό κόσμο τόσο της παραπονούμενης όσο και της αδελφής της. Τονίστηκε πως, η αρχικώς επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 7 ετών θα ήταν αρμόζουσα σε περίπτωση παραδοχής. Σημειώνεται πως η κακοποίηση συνίστατο σε μασάζ, σφιχτές αγκαλιές, αγγίγματα στο στήθος, τρίψιμο των γεννητικών της οργάνων και τρίψιμο του πέους του στον πισινό της ανήλικης ρωτώντας την στο αυτί αν της άρεσε.
Στην υπόθεση Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ. 99/2021 ημερομ. 11/5/2022, ECLI:CY:AD:2022:B183, επιβλήθηκε μετά από ακρόαση, ποινή φυλάκισης 8 ετών για αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, ηλικίας πέντε μέχρι έντεκα ετών αφού η συμπεριφορά του εφεσείοντα διήρκησε από το 2012 μέχρι το 2018 δηλαδή για περίοδο έξι χρόνων. Τα αδικήματα τα οποία εδράζονταν στις πρόνοιες του άρθρου 6(4)(α) του Ν.91(Ι)/2014, συνίσταντο στο ότι ακουμπούσε στα γεννητικά όργανα της ανήλικης, πότε το πέος του που ήταν σκληρό κάνοντας κινήσεις εμπρός-πίσω, πότε το δάκτυλο του κάνοντας κυκλικές κινήσεις και πότε και με τους δύο τρόπους.
Στην Δημοκρατία ν. Ειρηναίος Γεωργίου, Ποιν. Έφ. 64/2020, (σχετ. με 61/2020), ημερ. 14.07.2022, το Ανώτατο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα, για ανεπάρκεια της ποινής φυλάκισης 9 ετών που επιβλήθηκε στον 42 ετών εφεσίβλητο, κατόπιν ακρόασης σε δύο κατηγορίες βιασμού κατά παράβαση του άρθρου 144 του Κεφ. 154 και δύο κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης κατά παράβαση του άρθρου 6(4)(γ) του Ν.91(Ι)/2014[11], που διαπράχθηκαν σε σχέση με την ανήλικη Παραπονούμενη, η οποία ήταν ηλικίας 16½ ετών και με οριακή νοημοσύνη, προχώρησε σε αύξηση της ποινής, σε 13 έτη. Και τούτο αφού λήφθηκε υπόψη πως: (α) τα εγκλήματα εναντίον παιδιών βρίσκονται σε συνεχή και ανησυχητική έξαρση, (β) ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε βία και εκφοβισμό στην ανήλικη παραπονούμενη, την οποία περιόρισε σε χώρους ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει και να ξεφύγει, (γ) ο εφεσίβλητος ενήργησε με προσχεδιασμό και δ) οι βιασμοί είχαν τεράστια επίπτωση στον ψυχικό κόσμο της παραπονούμενης, η οποία είχε αναπτύξει φοβικές συμπεριφορές και αποφευκτικές προς τους άλλους ανθρώπους, εμφάνισε σκέψεις αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς και κρίσεις πανικού και η λειτουργικότητα της επηρεάστηκε σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούσε να λειτουργήσει στην καθημερινότητα της. Τονίστηκε επίσης πως υπό τις παραπάνω περιστάσεις, η ποινή φυλάκισης των 9 ετών που είχε επιβληθεί πρωτοδίκως, θα ήταν η αρμόζουσα στην περίπτωση παραδοχής του στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Στην υπόθεση S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 129/2021 σχ. με 145/2021, ημερ. 27/10/2022 η ποινή φυλάκισης 7 ετών που επιβλήθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση του άρθρου 6(4)(α) του Ν. 91(Ι)/2014, κρίθηκε ως ανεπαρκής και αυξήθηκε σε 14 χρόνια. Ο εφεσείοντας επέδειξε το πέος του στα ανήλικα εγγόνια του, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι, ηλικίας 5 ½ και 10 ½ ετών αντίστοιχα ενώ το μικρότερο άγγιξε και έγλειψε το πέος του παππού του με τον τελευταίο να πράττει το ίδιο και στον εγγονό του. Στο πλαίσιο του ίδιου περιστατικού ο εφεσείοντας προσπάθησε να διεισδύσει το πέος του στον πρωκτό του παιδιού ενώ είχε ζητήσει από το ανήλικο κοριτσάκι να κατεβάσει το παντελόνι της και να του δείξει τα γεννητικά της όργανα πράγμα το οποίο η ανήλικη έκανε θεωρώντας ότι ήταν παιγνίδι. Στη συνέχεια άγγιξε το αιδοίο της.
Στην Κ.Α.Μ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 127/2021, ημερ. 4.11.22, ECLI:CY:AD:2022:B419, όπου ο εφεσείων αντιμετώπιζε κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού και για ανάρτηση παιδικού πορνογραφικού υλικού στο διαδίκτυο, του επιβλήθηκαν κατόπιν ακρόασης συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2-11 ετών, με τις υψηλότερες ποινές να έχουν επιβληθεί στις κατηγορίες που αφορούσαν σεξουαλική κακοποίηση παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 6(1) και (3) και 6(4)(α) και (γ) του Ν.91(Ι)/2014. Των επίδικων γεγονότων είχε προηγηθεί σύντομος δεσμός της 15 χρονης Παραπονούμενης με τον 25 ετών εφεσείοντα, χωρίς σεξουαλική επαφή, ενώ την επίδικη ημερομηνία, ο εφεσείων την αιφνιδίασε ενώ η ίδια περπατούσε για τη σταση λεωφορείου για να μεταβεί στο σχολείο της, την έπιασε από τα μαλλιά, την έβαλε στο αυτοκίνητο του και τη μετέφερε σε ένα έρημο χώρο με βράχους όπου την εξανάγκασε με απειλές σε πεολειχία και σε παρά φύση διείσδυση. Όταν τέλειωσε τη μετέφερε στο σχολείο της και έκτοτε η παραπονούμενη διέκοψε κάθε επικοινωνία μαζί του αλλά λίγους μήνες μετά, ο εφεσείων ανάρτησε στο διαδίκτυο μέσω πλαστού λογαριασμού που δημιούργησε στο «Instagram» με το όνομα της, δύο φωτογραφίες της, την στιγμή που του έκανε πεολειχία, αποστέλλοντας επίσης τις φωτογραφίες στους συμμαθητές της, με αποτέλεσμα να διαδοθούν στο σχολείο, να υποστεί εξευτελισμό και bullying και να αναπτύξει μερική συμπτωματολογία διαταραχής μετατραυματικού στρες. Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την έφεση, τόνισε πως με την επιβολή συντρεχουσών ποινών φυλάκισης για τα αδικήματα της σεξουαλικής κακοποίησης και της διάδοσης πορνογραφικού υλικού που σαφώς δεν συνιστούσαν “ενιαία συμπεριφορά”, όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε υπερβολικά αλλά στην πράξη έτυχε επιείκειας.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Γεώργιου Κύρρη, Ποιν. Έφ. 70/2022, ημερ. 07.02.2023, ο εφεσίβλητος, κατόπιν παραδοχής, κρίθηκε ένοχος σε εννέα κατηγορίες αφορούσαν το αδίκημα του άρθρου 6(4)(α) του Ν. 91(1)/2014 και δύο που αφορούσαν το αδίκημα του άρθρου 6(3) του ίδίου Νόμου, σε μια εκ των οποίων ο ανήλικος ήταν κάτω των 13 ετών (άρθρο 3(7) του Νόμου). Ο εφεσίβλητος, ο οποίος διατηρούσε φάρμα/σχολή, παραδίδοντας, κατά τις απογευματινές ώρες μαθήματα ιππασίας, προέβη στα αδικήματα σε σχέση με τρεις ανήλικους. Πιο συγκεκριμένα σε επτά περιπτώσεις, συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με τον Σ.Σ., ηλικίας 17 ετών, ήτοι σε δύο περιπτώσεις τον άγγιξε στα γεννητικά του όργανα, σε τρεις περιπτώσεις προέβη σε πεολειχία του, ενώ σε μια εξ αυτών ο ανήλικος προέβη σε πεολειχία του και τέλος, σε μια περίπτωση έβαλε το πέος του στον πρωκτό του ανήλικου, ενώ καθ’ όσον αφορά τους άλλους δύο Παραπονούμενους οι τέσσερις κατηγορίες (δύο για έκαστο) αφορούσαν αγγίγματα στα γεννητικά όργανα. Οι πρωτοδίκως επιβληθείσες ποινές φυλάκισης 5 ετών σε κάθε μια από τις κατηγορίες που αφορούσαν αγγίγματα και 10 ετών στις κατηγορίες που αφορούσαν πράξεις πεολειχίας αλλά και στην κατηγορία που αφορούσε πρωκτική διείσδυση, οι οποίες διατάχθηκε όπως συντρέχουν, κατ΄ έφεση, διατάχθηκε όπως εκτεθούν διαδοχικά δεδομένου ότι υπό τις περιστάσεις, η επιβολή συντρεχουσών ποινών φυλάκισης, δεν ήταν επαρκής για να στιγματίσει την επαναλαμβανόμενη εγκληματική συμπεριφορά που επέδειξε ο εφεσείων, έναντι τριών ανηλίκων.
Στην υπόθεση Ζ.Α.Η ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση 137/2022 ημερομηνίας 8/11/2024, η ποινή των 6 ετών που πρωτόδικα επιβλήθηκε μεταξύ άλλων κατόπιν ακρόασης (και) για το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση του άρθρου 6(4)(α) κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αυξήθηκε σε 9 χρόνια. Ο κατηγορούμενος που ήταν 20 ετών ήρθε σε συνουσία με την παραπονούμενη που ήταν ηλικίας 15 ετών.
Στρεφόμενοι τώρα στα της παρούσας, αυτό που εύκολα διαπιστώνεται είναι πως τα γεγονότα εν προκειμένω είναι ομολογουμένως ιδιαίτερα σοβαρά. Ό,τι αναδύεται έντονα μέσα από αυτά είναι κατ’ αρχάς το μέγεθος της αναλγησίας και του εγωϊσμού που επέδειξε ο Κατηγορούμενος έναντι μιας ανήλικης, καταχρώμενος και εκμεταλλευόμενος πλήρως το γεγονός ότι αυτή έβλεπε στο πρόσωπο του, την πατρική φιγούρα που δυστυχώς, πολύ νωρίς απώλεσε από την καθημερινότητα της, όταν οι βιολογικοί γονείς της χώρισαν. Αντί λοιπόν ο Κατηγορούμενος να προσπαθήσει καλύψει αυτό το κενό, μεθοδικά και αφού ένιωσε ότι είχε πλήρη έλεγχο επί της ανήλικης και εν γένει όλης της οικογένειας, επιστράτευσε το σχέδιο του με τρόπο ύπουλο, ώστε να κατορθώσει να ολοκληρώσει τα όσα βδελυρά είχε κατά νου, επί ενός παιδιού, το οποίο είχε μόλις φτάσει τα 13 έτη της ζωής του, όταν πρωτοάρχισε το μαρτύριο του.
Τούτο μας φέρνει στην έτερη πτυχή που σκιαγραφεί τη σοβαρότητα της παρούσας που έγκειται στην παντελή έλλειψη αναστολών του Κατηγορούμενου αλλά και στη θρασύτητα που επέδειξε, αν αναλογιστεί κανείς τον τρόπο με τον οποίο ξεκίνησε να θέτει σε εφαρμογή το σχέδιο του, τις προφυλάξεις που έπαιρνε για να μη γίνει αντιληπτή η δράση του καθώς επίσης και αυτήν τούτη τη διάρκεια της κακοποιητικής του δράσης. Και λέγουμε τούτο αφού με πρόφαση τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση της αλλά και του δήθεν ελέγχου της όταν αντελήφθη πως η ίδια αυτοτραυματιζόταν, άδραξε την ευκαιρία να την απομονώνει, να της αφαιρεί τα ρούχα και να τη φωτογραφίζει σε κάποιες περιπτώσεις αλλά και να την κακοποιεί σεξουαλικά κατά τρόπο συστηματικό για μια περίοδο τριών ετών, τραυματίζοντας συθέμελα τον ψυχικό της κόσμο σε μια πολύ τρυφερή και ευαίσθητη ηλικία, δεδομένου του ότι η Παραπονούμενη τότε, μόλις είχε εισέλθει στην εφηβεία.
Συγκεκριμένα εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η Παραπονούμενη αυτοτραυματιζόταν καθώς και το ότι η σύντροφος του και μητέρα της Παραπονούμενης δεν μπορούσε να αντικρίσει αίμα και προβάλλοντας ως δικαιολογία τον έλεγχο του σώματος της, την απομόνωνε στο εργαστήρι και την ανάγκαζε να βγάζει τα ρούχα της (εκτός το κάτω εσώρουχο) και να τη φωτογραφίζει για να ικανοποιεί τις αρρωστημένες ορέξεις και επιθυμίες του. Παρουσιάζοντας μάλιστα παράλληλα τον εαυτό του, ως ένα στοργικό πατέρα που τα έπραττε όλα αυτά επειδή νοιαζόταν για τη σωματική ακεραιότητα της Παραπονούμενης. Αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αυτής ήταν η παραγωγή και κατοχή των 79 αρχείων (φωτογραφιών) που αποτελούν παιδικό πορνογραφικό υλικό για τους λόγους που εξηγούνται στην τελική μας απόφαση και εντάσσονται ως πραναφέραμε στο πρώτο επίπεδο που έχει τεθεί στην R. v. Oliver and Others (2003) 2 Cr.App.R.28 [Κατηγορία Γ με βάση το Sexual Offences Definitive Guideline του Συμβουλίου Επιβολής Ποινών (Sentencing Council) της Αγγλίας].
Όμως η συμπεριφορά του δεν έμεινε μέχρι εδώ. Αφού υπό την έτερη πρόφαση, της δήθεν σεξουαλικής της διαπαιδαγώγησης της και για να εξοικειωθεί δήθεν στον τομέα αυτό σε μια ηλικία και με ένα τρόπο που καθόλου δεν ήταν ο αρμόζων για μια 13χρονη, κατάφερε να την κακοποιεί σεξουαλικά κατά τρόπο συστηματικό, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα με τον όλο χειριστικό τρόπο που δρούσε τη σιωπή της. Και λέγουμε τούτο αφού κατ’ αρχάς εκμεταλλεύτηκε πλήρως το γεγονός ότι το αθώο της μυαλό, δεν μπορούσε αρχικά να συλλάβει το είδος και το μέγεθος της κακοποίησης που βίωνε, αφού ως χαρακτηριστικά και η ίδια ανέφερε κατά τη μαρτυρία της ήταν βέβαιη πως εφόσον επρόκειτο για το πρόσωπο που έβλεπε ως πατέρα της και εμπιστευόταν ως τέτοιο, αυτά που της έλεγε ήταν για το καλό της. Στη συνέχεια της έλεγε πως κανένας δε θα την πίστευε έτσι που πλέον κυριαρχούσε στο μυαλό της ο φόβος πως αν μιλούσε και δεν την πίστευαν και δεν έφευγε αυτός από το σπίτι τα πράγματα απλά θα χειροτέρευαν για την ίδια. Στα πιο πάνω θα πρέπει να προστεθεί και ο οικονομικός και ψυχοσυναισθηματικός έλεγχος που ασκούσε σε αυτήν και εν γένει σε όλη την οικογένεια αλλά και η εξάρτηση όλων από αυτόν με τον τρόπο που επεξηγείται στην τελική απόφαση του Δικαστηρίου. Στοιχεία τα οποία συνδυαστικά επέδρασαν ώστε η Παραπονούμενη πράγματι να μην αποκαλύψει τα όσα βίωνε.
Εξίσου όμως σημαντικό είναι ότι ως διεφάνη, δεν επρόκειτο για ενέργειες που είχαν αυθόρμητο ή στιγμιαίο χαρακτήρα, ούτε βέβαια επρόκειτο για μια μεμονωμένη παρορμητική συμπεριφορά. Αλλά για πράξεις που έτυχαν οργάνωσης και προγραμματισμού και οι οποίες έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια μιας εκτενούς περιόδου τριών ετών, χωρίς σε κανένα σημείο ο Κατηγορούμενος να αναλογιστεί τι έπραττε και να υπαναχωρήσει. Επί του ζητήματος του προσχεδιασμού σημειώνουμε πως πέραν από τις προφάσεις που χρησιμοποίησε αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου, ότι ο Κατηγορούμενος σταδιακά απομόνωσε την ανήλικη όπως και τη μητέρα και τον αδελφό της κατά τρόπο ώστε να στερούνται υποστηρικτικού δικτύου αλλά και πόρων. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι η Παραπονούμενη (όπως και ο αδελφός της) σταμάτησε το σχολείο με τη δική του παρότρυνση, χώρο από τον οποίο θα μπορούσε να ζητήσει βοήθεια ή να γίνει αντιληπτό το γεγονός ότι κάτι κακό της συνέβαινε. Όταν δε σταμάτησε από το σχολείο την απέκοψε και από τους φίλους της, που θα μπορούσαν να είναι το τελευταίο καταφύγιο αναζήτησης βοήθειας, ενώ δεν τους επιτρεπόταν η χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης καίτοι υπήρχε (περιορισμένη) πρόσβαση στο διαδίκτυο. Η δε μητέρα της δεν ήταν ούτε και αυτή σε θέση να την στηρίξει ένεκα των όσων και η ίδια βίωνε και τα οποία λεπτομερώς εξιστορούνται στην τελική απόφαση. Και όλα αυτά όχι τυχαία, αφού απώτερος σκοπός του ήταν η απομόνωση της οικογένειας, από φίλους και κοινωνικό περίγυρο, ώστε να μπορεί να ελέγχει την κάθε τους κίνηση, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να καταγγελθεί ή γίνει οποιαδήποτε πράξη του αντιληπτή.
Με αυτό τον τρόπο και υπό αυτές τις περιστάσεις σε μια εκτενή περίοδο που καταλάμβανε τρία έτη, την ανάγκαζε να αγγίζει το πέος του και να τον αυνανίζει σε 19 περιπτώσεις, να προβαίνει σε πεολειχία του σε άλλες έξι περιπτώσεις αναγκάζοντας την κατά την εκσπερμάτιση να καταπίνει το σπέρμα του, ενώ σε μια περίπτωση την άγγιξε αυτός στο γεννητικό της όργανο πάνω από τα ρούχα, χωρίς υπό τις περιστάσεις η ίδια να έχει στην πραγματικότητα άλλη πραγματική επιλογή από το να υποκύψει στη συγκεκριμένη κατάχρηση.
Είναι δε ευτύχημα το ότι εν τέλει αποκάλυψε στον αδελφό της, τα όσα βίωνε στα χέρια του Κατηγορούμενου και οδηγήθηκε εν τέλει η υπόθεση ενώπιον Δικαστηρίου με τον επεισοδιακό τρόπο που περιγράφεται στην απόφαση και κατόπιν εμπλοκής τρίτων προσώπων και οργανισμών. Και τούτο μάλιστα προτού ο Κατηγορούμενος προχωρήσει να ολοκληρώσει το σχέδιο του, το οποίο μάλιστα δεν δίσταζε να της επαναλαμβάνει κατά διαστήματα προκαλώντας της άγχος και φόβο. Σχέδιο, που δεν ήταν άλλο από το να έρθει σε συνουσία μαζί της όταν θα γινόταν 16 ετών.
Ό,τι δε συγκλονίζει πραγματικά είναι πως, ως ήδη υποδείξαμε, η Παραπονούμενη κατέληξε να υποβάλει την καταγγελία της και να μιλήσει για πρώτη φορά αναλυτικά για τα όσα βίωνε κατά την ημέρα που είχε τα 16α της γενέθλια, ακριβώς ένεκα του φόβου που τη διακατείχε ως προς το τι θα επακολουθούσε και έχοντας πλέον αισθανθεί ασφαλής στα χέρια της αστυνομίας και των λοιπών λειτουργών που ενεπλάκησαν. Είναι ιδιαίτερα θλιβερή η διαπίστωση πως, η Παραπονούμενη αντί να αναμένει τη μέρα των 16ων γενεθλίων της με ανυπομονησία για να γιορτάσει με την οικογένεια και τους φίλους της, όπως κάθε 16χρονη άλλωστε, αυτή η ημέρα της προκαλούσε φόβο, αγωνία και θλίψη, υπό την σκέψη και μόνο ότι, πρόθεση του Κατηγορούμενου ήταν να προχωρήσει σε ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή μαζί της. Και τούτο, εξ αιτίας του Κατηγορούμενου. Ενός ενήλικα 39 ετών σήμερα, ο οποίος δρώντας καθαρά με μοναδικό γνώμονα την ικανοποίηση των αρρωστημένων και αφύσικων, σαρκικών του ορέξεων επί ενός παιδιού, την εξανάγκασε να προβαίνει σε όσα σημειώνονται πιο πάνω, όταν μάλιστα πολύ καλά γνώριζε, πως η ίδια τον αντιμετώπιζε ως πατέρα της.
Εξίσου όμως σοβαρές αν όχι σοβαρότερες είναι και οι ψυχολογικές συνέπειες που η Παραπονούμενη υπέστη. Και τούτο πέραν της λογικής διαπίστωσης πως κάθε σεξουαλική κακοποίηση εγγενώς συνιστά για το παιδί μια τραυματική εμπειρία. Με άλλα λόγια δεν αναφέρεται απλώς αυτός ο παράγοντας ως θέμα κοινής ανθρώπινης εμπειρίας, δηλαδή, ως συνέπεια που φυσιολογικά θεωρείται ότι προκύπτει από τέτοιου είδους συμπεριφορές (βλ. Μ. Θ. ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ 174, 184-185). Εν προκειμένω προέκυψε, τόσο από την μαρτυρία της ίδιας της Παραπονούμενης όσο και από την μαρτυρία της Μ.Κ.10 που την αξιολόγησε, ότι υποφέρει μέχρι σήμερα από εφιάλτες τα βράδια ενώ τα χρόνια περιστατικά κακοποίησης της, της δημιούργησαν ψυχικά τραύματα, παρουσίασε συμπτώματα άγχους τα οποία με τη σειρά τους, της επέφεραν κλινικά σημαντική έκπτωση σε σημαντικές πτυχές της ζωής, στην κοινωνική, σχολική και άλλες σημαντικές περιοχές της λειτουργικότητας της. Ως δε διέγνωσε η Μ.Κ.10, η Παραπονούμενη εκτιμήθηκε ως παιδί υψηλού ρίσκου για ανάπτυξη διαταραχής μελλοντικά λόγω της αυξημένης ευαλωτότητας αλλά και των ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών που παρουσίαζε. Η ίδια εξάλλου η Παραπονούμενη ρητώς ανέφερε πως πλέον έχει φοβία στη σεξουαλική επαφή.
Σημειώνουμε επίσης, και τη διαφορά ηλικίας μεταξύ της Παραπονούμενης και του Κατηγορούμενου που μετρά 20 περίπου έτη, όπως και το γεγονός ότι επρόκειτο ουσιαστικά για τον πατριό της. Η μεγάλη διαφορά ηλικίας τους σε συνδυασμό με το ότι ο Κατηγορούμενος εξανάγκασε την ανήλικη σε πεολειχία, εντάσσουν την περίπτωση με βάση τα Sexual Offences Definitive Guidelines του Sentencing Council του Ηνωμένου Βασιλείου (βλ. σελ.51 και επόμενες), στην Κατηγορία 1 από πλευράς της προκληθείσας βλάβης (“Harm”) και στην Κατηγορία Α από πλευράς υπαιτιότητας του Κατηγορoύμενου (“Culpability), όπου με προβλεπόμενη ποινή τα 14 έτη, η επιβαλλόμενη ποινή κυμαίνεται μεταξύ 4-10 έτη και η αφετηρία ποινής καθορίζεται στα 6 έτη.
Σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Γραμμές, ως επιβαρυντικοί παράγοντες λογίζονται μεταξύ άλλων, η πρόκληση σοβαρής ψυχολογικής ή σωματικής βλάβης, ο τόπος και ο χρόνος της διάπραξης, η τυχόν εκσπερμάτωση, η παρουσία άλλων και ιδιαίτερα παιδιών καθώς και η χρονική περίοδος που διαπράττετο το αδίκημα ενώ ως ελαφρυντικά προσμετρούν μεταξύ άλλων η απουσία προηγούμενων καταδικών, η παρουσία στοιχείων μεταμέλειας αλλά και ο προηγούμενος καλός χαρακτήρας του Κατηγορούμενου.
Η μακρά διάρκεια της περιόδου (τρία έτη) κατά την οποία έλαβε χώρα η σεξουαλική κακοποίηση, η εκσπερμάτωση κατά τη διάρκεια των περιστατικών τουλάχιστον της πεολειχίας, ο προσχεδιασμός στον οποίο έγινε αναφορά πιο πάνω, η μεγάλη διαφορά ηλικίας όσο και οι επιπτώσεις που είχε η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου στην Παραπονούμενη συνιστούν κατά την κρίση μας επιβαρυντικούς παράγοντες εν προκειμένω.
Επιβαρυντικοί παράγοντες προβλέπονται και στο άρθρο 19 του Ν.91(Ι)/2014 και συνίστανται μεταξύ άλλων στο ότι το αδίκημα διαπράχθηκε από μέλος της οικογένειας του θύματος, από πρόσωπο που συγκατοικεί με το θύμα ή από πρόσωπο που έχει κάνει κατάχρηση θέσεως εμπιστοσύνης, επιρροής ή εξουσίας. Ό,τι οφείλουμε ωστόσο να σημειώσουμε επί τούτου είναι ότι εν προκειμένω, ο πιο πάνω επιβαρυντικός παράγοντας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιβαρυντικός στο πλαίσιο της παρούσας, καθ’ ότι η κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο του αδικήματος για το οποίο ο Κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος.
Βέβαια η απουσία των επιβαρυντικών παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 19 του Ν. 91(Ι)/14, δεν μειώνει τη σοβαρότητα της υπόθεσης στη βάση των λοιπών παραμέτρων που καταγράψαμε ανωτέρω, παράμετροι οι οποίοι καθιστούν τα γεγονότα της υπόθεσης ιδιαίτερα σοβαρά. Εν γένει δε πρόκειται για περίπτωση όπου με δεδομένη την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων αλλά και τα περιστατικά της υπόθεσης κρίνεται απόλυτα αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικής ποινής.
Παρά τα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν, σημειώνουμε πως η σοβαρότητα των αδικημάτων και η ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση τους δεν μειώνει σε καμμιά περίπτωση την ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής, ούτως ώστε αυτή να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου Κατηγορούμενου. Ως όμως ήδη υπεδείχθη, σε τέτοιου είδους υποθέσεις, στις οποίες προέχει το στοιχείο της αποτροπής, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου είναι δευτερεύουσας σημασίας[12].
Προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνουμε υπόψη το λευκό του ποινικό μητρώο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι προ της διάπραξης των αδικημάτων ήταν άτομο εργατικό που παρείχε τα αναγκαία προς το ζειν στην οικογένεια του και είχε γενικά έντιμο πρότερο βίο. Περιπλέον λαμβάνουμε υπόψη το σύνολο των προσωπικών του περιστάσεων, ως αναφέρονται στην έκθεση που ετοιμάστηκε από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας και ως περαιτέρω αναλύθηκαν από τον συνήγορο του Κατηγορούμενου ενώπιον μας. Συγκεκριμένα λαμβάνουμε υπόψη ότι πρόκειται για πρόσωπο ηλικίας 39 ετών ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αγγλία από μητέρα Αγγλίδα και πατέρα Ελληνοκύπριο και ο οποίος έχει ένα ακόμα αδελφό που ασχολείται με τα χρηματοοικονομικά και διαμένει και αυτός στην Κύπρο, όπως και η υπόλοιπη του οικογένεια.
Ως περαιτέρω ανέφερε ο συνήγορος του και λαμβάνουμε υπόψη, ο Κατηγορούμενος ο οποίος μεγάλωσε στην Αγγλία κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του δέχθηκε σχολικό εκφοβισμό λόγω του επιθέτου του, σε βαθμό που ο ίδιος θυμάται πως στα γενέθλια του δεν προσέρχονταν παιδιά. Εντούτοις ο ίδιος ολοκλήρωσε το σχολείο παρά τον ακραίο σχολικό εκφοβισμό που δεχόταν τόσο εκεί όσο και στη γειτονιά που ζούσαν τα παιδιά που τον ενοχλούσαν ενώ πολλές φορές του επιτίθονταν και τον λήστευαν. Λαμβάνουμε επίσης υπόψη ότι ακόμα και κατά την εφηβεία του φοβόταν να βγει από το σπίτι του σε σημείο που έμενε κλειστός στο δωμάτιο του και ουρούσε σε μπουκάλια επειδή φοβόταν να βγει από εκεί.
Περιπλέον συνεκτιμούμε ότι βίωσε τραυματικά και την απώλεια δύο παιδιών που απέκτησαν οι γονείς του και τα οποία απεβίωσαν κατά τη γέννα, αφήνοντας στη μνήμη του τον πόνο και λύπη που έφερε στο σπίτι τους αυτή η απώλεια.
Λαμβάνουμε επίσης υπόψη ότι πρόκειται για πρόσωπο που μετά την αποφοίτηση του από το Λύκειο φοίτησε σε κολλέγιο για τρία χρόνια όπου έλαβε δίπλωμα στις γραφικές τέχνες, κινηματογράφο και δημιουργική γραφή. Είχε για πρώτη φορά ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή στην ηλικία των 20 ετών με την τότε φιλενάδα του η οποία τον εξανάγκασε να προβούν σε αυτή την πράξη την οποία ο ίδιος δεν ήθελε, αφού δεν ένιωθε έτοιμος. Περί την ηλικία των 22 έπασχε από οξεία κατάθλιψη και λάμβανε υποχρεωτικά φαρμακευτική αγωγή για να μπορεί να λειτουργεί.
Πέραν των ανωτέρω λαμβάνουμε υπόψη ότι είχε εμπλακεί σε εργατικό ατύχημα όταν μπαταρία κάμερας είχε κάνει έκρηξη στο πρόσωπο του και έπρεπε να νοσηλευτεί, ατύχημα το οποίο του επέφερε σωματικές βλάβες και ψυχολογικά προβλήματα για τα οποία έλαβε αποζημίωση καθώς και στήριξη από ψυχολόγους. Μετά από αυτό δούλεψε στα δημόσια CCTV της Αγγλίας ως υποστηρικτικό προσωπικό της Αγγλικής Αστυνομίας στο Λονδίνο, όπου ως παρατηρητής καμερών είχε τη δυσάρεστη εμπειρία να μαρτυρήσει όλα τα είδη αδικημάτων ζωντανά στις οθόνες με πραγματικά άτομα, εργασία η οποία του προκαλούσε κρίσεις πανικού.
Όταν ήρθε στην Κύπρο το 2012 μαζί με την οικογένεια του και την πρώην συμβία του και τα παιδιά της τελευταίας, αυτή κυοφορούσε το δικό τους παιδί το οποίο είναι σήμερα ηλικίας 12 ετών. Στην Κύπρο δημιούργησε τη δική του εταιρεία στην οποία απασχολείτο με την επιμέλεια κειμένων για ιστοσελίδες μέχρι το 2022 ενώ στη συνέχεια και μέχρι και πριν από τη σύλληψη του απασχολήθηκε με τη δημιουργία ηλεκτρονικού παιχνιδιού. Τα τελευταία δύο χρόνια διατηρεί σχέση με κοπέλα 25 ετών, η οποία τον στηρίζει συναισθηματικά και την οποία σκόπευε να παντρευτεί το 2026 έτσι ώστε να ξεκινήσουν μαζί μια νέα οικογένεια. Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του συνηγόρου του σχετικά με την αγορά της οικογενειακής κατοικίας στην οποία σήμερα διαμένει η πρώην συμβία του με την κόρη τους (βλ. σελ. 9 και 10).
Λαμβάνουμε επίσης υπόψη το γεγονός πως αρχικά τελούσε υπό κράτηση, εν συνεχεία στις 7.3.23 αφέθηκε ελεύθερος και ακολούθως τέθηκε εκ νέου υπό κράτηση μετά την έκδοση της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου με όλες τις συνέπειες που τούτο είχε στη ψυχολογία του και στην επιχείρηση που κατάφερε να στήσει στο διάστημα που παρέμεινε ελεύθερος και την οποία με την εκ νέου παραμονή του σε κράτηση, έχασε. Γεγονός που επέφερε σοβαρές οικονομικές βλάβες στον ίδιο και στην οικογένεια του, αφού είχε δημιουργήσει την επιχείρηση αυτή έτσι ώστε όλα τα μέλη της οικογένειας να μπορούν να εργαστούν σε αυτήν. Πέραν των ανωτέρω λαμβάνουμε υπόψη ότι ως αναφέρθηκε ο πατέρας του εξ αιτίας της υπόθεσης αυτής έχει υποστεί εγκεφαλικό και καρδιακό επεισόδιο ενώ και ο ίδιος ο Κατηγορούμενος πάσχει από σοβαρές κρίσεις πανικού και κατάθλιψη και αντιμετωπίζει προβλήματα με τη μύτη του στην οποία έχει κάνει επέμβαση.
Σε σχέση με τα προβλήματα υγείας που αναφέρθηκαν βέβαια σημειώνουμε πως παρόλο που λαμβάνονται υπόψη, εντούτοις τίποτε δεν έχει τεθεί ενώπιον μας που να καταδεικνύει ότι το όποιο πρόβλημα αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί επιτυχώς από το προσωπικό του σωφρονιστικού ιδρύματος, το οποίο παρέχει τέτοια δυνατότητα (βλ. Σίμκαση v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ.22, Μαληκκίδη v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.40/2015, ημερ.25.11.2016), ούτε όμως υπάρχει μαρτυρία και δη μαρτυρία ιατρού, η οποία να υποστηρίζει πως η τυχόν φυλάκιση του αυτή καθαυτή θα επιδεινώσει την κατάσταση της υγείας του ή θα τον ταλαιπωρήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ώστε να επενεργήσει το γεγονός αυτό ως ελαφρυντικός παράγοντας (βλ. Σοφοκλέους ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ.144, Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ.315).
Παραμένοντας στο πλαίσιο των προσωπικών περιστάσεων, λαμβάνουμε υπόψη και τις επιπτώσεις από την τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης στον Κατηγορούμενο, στους οικείους του και δη στη μητέρα, στον πατέρα του που έχει υποστεί εγκεφαλικό καθώς και καρδιακό επεισόδιο, στον αδελφό καθώς και τη συμβία του με την οποία σκόπευε να επισημοποιήσει τη σχέση του. Συνεκτιμούμε επίσης, τον χρόνο κατά τον οποίο ο Κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση καθώς και την καλή συμπεριφορά του καθ’ όλες τις περιόδους που παρέμεινε υπό κράτηση, όπως και τη γενικότερη αγωνία του ιδίου και της οικογένειας του, οι οποίοι αναμένουν την έκβαση της παρούσας.
Σημειώνουμε βέβαια πως οι πιο πάνω παράγοντες, παρότι λαμβάνονται υπόψη, αφού αποτελούν επίσης μετριαστικούς παράγοντες, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους της ποινής, ιδίως όπου τα αδικήματα είναι ιδιάζουσας σοβαρότητας, όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.32 και Αναστασίου ν. Γενικός Εισαγγελέας (2005) 2 Α.Α.Δ.492, 513).
Σε  σχέση με την εισήγηση όπως ληφθεί υπόψη η εξωδικαστηριακή τιμωρία που ως η θέση  της υπεράσπισης θα υποστεί ο Κατηγορούμενος σημειώνουμε ότι η εισήγηση αφορά  στις επιπτώσεις που θα έχει στο μητρώο του Κατηγορούμενου η καταδίκη του στην  παρούσα καθώς και τις λοιπές δυνατότητες μεταχείρισης καταδικασθέντος προσώπου  που παρέχει ο Ν. 91(Ι)/14 (σχετικές είναι οι σελίδες 35-38 της αγόρευσης). 
  
  
Κατ’ αρχάς επισημαίνουμε ότι όπως έχει υποδειχθεί στην απόφαση Πετρίδη v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 194/2015, ημερ. 27.1.2016, το στοιχείο της εξωδικαστηριακής τιμωρίας, ως παράγοντας επηρεασμού της ποινής, εγείρεται στις περιπτώσεις όπου αυτή καθ' εαυτή η διάπραξη ενός αδικήματος επιφέρει, άνευ ετέρου, στο δράστη, άμεσες και σοβαρές ζημιογόνες συνέπειες. Εν προκειμένω, είναι θεωρούμε σαφές πως τα όσα αναφέρθηκαν περί εξωδικαστηριακής τιμωρίας στη βάση των ανωτέρω λόγων δεν εμπίπτουν στην έννοια της εξωδικαστηριακής τιμωρίας, ως αυτή επεξηγήθηκε ανωτέρω. Εξάλλου αντίστοιχος ισχυρισμός προβλήθηκε και στις Ποιν. Εφ. 136/22 και 140/22 (ανωτέρω) και απερρίφθη.
Ως προς το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος δήλωσε μη παραδοχή στις κατηγορίες πρέπει να λεχθεί ευθέως πως τούτο δεν λογίζεται ως επιβαρυντικός παράγοντας αφού είχε κάθε δικαίωμα να μην παραδεχθεί τις κατηγορίες, ωστόσο αυτή η μη παραδοχή στερεί από αυτόν την έκπτωση στην ποινή που διαφορετικά θα δικαιούτο. Και τούτο διότι η παραδοχή, ιδιαίτερα σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων, δικαιολογεί έκπτωση στην ποινή, όχι μόνο λόγω του χρόνου που περισώζεται αλλά και διότι με αυτόν τον τρόπο δεν υποχρεώνονται τα θύματα να βιώσουν ξανά τις τραυματικές εμπειρίες τους, ως αναγκάστηκε η Παραπονούμενη εν προκειμένω να πράξει. Πτυχή που επιβεβαιώθηκε και στην υπόθεση Hany Marzouk Fam Bakhit v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 56/22 ημερ. 7.4.23, ECLI:CY:AD:2023:D136.
Καταληκτικά, τονίζουμε πως η εξατομίκευση της ποινής δεν θα πρέπει να αφήνεται να οδηγεί σε εξουδετέρωση, είτε της σοβαρότητας του αδικήματος, είτε του στοιχείου της αποτροπής και της εν γένει αποτελεσματικότητας του Νόμου. Οι δε προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, οι οποίες λαμβάνονται βέβαια υπόψη, απολήγουν σε τέτοιες περιπτώσεις να είναι ήσσονος σημασίας, αφού προέχει το στοιχείο της αποτροπής με απώτερο στόχο την προστασία της κοινωνίας.
Συνεκτιμώντας λοιπόν όλα τα δεδομένα που αφορούν την παρούσα υπόθεση και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής και χωρίς να παραβλέπουμε το σύνολο των ελαφρυντικών του Κατηγορούμενου ως ανωτέρω αναλύθηκαν σε συνδυασμό με τις προσωπικές του περιστάσεις, κρίνουμε ότι οι μόνες αρμόζουσες ποινές είναι αυτές της φυλάκισης.
Θεωρούμε κατάλληλες και επιβάλλουμε στον Κατηγορούμενο τις ακόλουθες ποινές:
· Σε κάθε μια εκ των κατηγοριών 1-9, 15-22, 28-35 και 41 ποινή φυλάκισης 11 ετών
· Στην κατηγορία 47 ποινή φυλάκισης 7 ετών
· Στην κατηγορία 42 ποινή φυλάκισης 4 ετών
· Σε κάθε μια εκ των κατηγοριών 43, 44 και 45 ποινή φυλάκισης 2 ετών
· Στην κατηγορία 46 ποινή φυλάκισης 1 έτους
Οι ποινές να συντρέχουν.
Περαιτέρω και λαμβάνοντας υπόψη το σχετικό αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για την έκδοση συγκεκριμένων διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 14(1) του Νόμου και τη θέση του Κατηγορούμενου στο αίτημα, το Δικαστήριο κρίνει ότι, υπό τις περιστάσεις, πέραν των ποινών που έχουν ήδη επιβληθεί, επιβάλλεται όπως ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης τούτων των διαταγμάτων. Συναφώς, εκδίδονται διατάγματα με τα οποία απαγορεύεται στον Κατηγορούμενο, για 6 έτη μετά την αποφυλάκιση του:
1. Να προσφέρει οποιεσδήποτε υπηρεσίες σε παιδιά.
2. Να εργοδοτηθεί ή απασχοληθεί σε χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά.
3. Να διαμένει σε χώρο, ο οποίος γειτνιάζει με οργανωμένους χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά.
Επισημαίνονται στον Κατηγορούμενο οι υποχρεώσεις του δυνάμει του άρθρου 22(3)(4) του Ν. 91(Ι)/2014, για κοινοποίηση των στοιχείων του στην Αστυνομία.
Περαιτέρω, ο Κατηγορούμενος παραπέμπεται στην Αρχή Εποπτείας, που εγκαθιδρύθηκε δυνάµει του άρθρου 47 του Ν.91(Ι)/2014, καθ' όλη τη διάρκεια της κράτησης του στις Κεντρικές Φυλακές και για χρονικό διάστημα 6 ετών, μετά την αποφυλάκιση του.
Η ποινή μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα που ο Κατηγορούμενος τελούσε υπό κράτηση, ήτοι από 22.6.22 – 7.3.23 και από 4.9.25 μέχρι σήμερα.
(Υπ.) .......................................
Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) .........................................
Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) .........................
Ε. Μιντή, Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Βλ. Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γεν. Εισαγγελέας v. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9, Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 40/15, ημερ. 25.11.16 και Δημοκρατία v Λαζαρή, Ποιν. Έφ. 25/21, ημερ. 8.3.22, ECLI:CY:AD:2022:D89.
[2] βλ. Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 59/2016, ημερομηνίας 23.3.2017.
[3] «Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης - Μια Ανοικτή και Ασφαλής Ευρώπη που Εξυπηρετεί και Προστατεύει τους Πολίτες» (2010/C 115), Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης 4.5.2010.
[4] βλ. Albu Mihalta v. Δημοκρατίας (2014) 2 (Β) Α.Α.Δ 764 και Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 184/2015 ημερομηνίας 13.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B72
[5] βλ. Blackstone΄s, Criminal Practice, Έκδοση 2009, σελ. 3109 και Μηνά ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 228/18, ημερ. 16.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:B102.
[6] Βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Σ.Σ. (ανωτέρω).
[7] Βλ. και Κ.Α.Μ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 127/27, ημερ. 4.11.22.
[8] Sic (Abunazha).
[9] Βλ. επίσης και Γενικός Εισαγγελέας v. Γ. Κυρρή (ανωτέρω) όπου με αναφορά στην ίδια νομολογία λέχθηκε πως “Αναμφίβολα στις περιπτώσεις όπου συγκεκριμένα αδικήματα παρουσιάζουν έξαρση δικαιολογείται η επιβολή ακόμα πιο αυστηρών ποινών”.
[10] Βλ. Γ.Α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 178/17, ημερ. 24.10.18, ECLI:CY:AD:2018:B457 και Σ.Λ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 155/19, ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:B57.
[11] Έκαστη κατηγορία βιασμού και σεξουαλικής κακοποίησης αφορούσε στα ίδια γεγονότα τα οποία επεσυνέβησαν σε δύο ημερομηνίες.
[12] Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 178/17, ημερ. 24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B457, όπου λέχθηκε πως: «Η μεγάλη κοινωνική απαξία που τα αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας.».
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο