
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ: Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Υπόθεση Αρ.: 1913/2022
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ν
1.ΙΙ
2. GI
Κατηγορουμένων
Ημερομηνία: 27/7/2023.
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα Ε. Κληρίδου.
Για την Κατηγορούμενη 2: Ο κ. Τσολακίδης.
Κατηγορούμενοι παρόντες.
Π Ο Ι Ν Η
(Για κατηγορούμενη 2)
Η κατηγορούμενη 2 έχει βρεθεί ένοχη με δική της παραδοχή σε πέντε κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της απειλής κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154 (κατηγορία 18), το αδίκημα για επίθεση που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του ΚΕΦ. 154 και των άρθρων 3(1) και 4 του Περί Βίας στην Οικογένεια Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων Νόμου 119(Ι)/2000 (κατηγορία 19), της άσκησης ψυχολογικής βίας σε μέλος της οικογένειας κατά παράβαση του άρθρου 3(1)(4) του Ν.119(Ι)/2000 (κατηγορία 20) και δύο κατηγορίες για παρέμβαση στη Δικαστική διαδικασία κατά παράβαση του άρθρου 122(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 22 και 23).
Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων έχουν τεθεί από πλευράς κατηγορούσας αρχής και έχουν αυτολεξεί ως ακολούθως:
«1.Την 25/02/2022 η ΜΚ7, Μαρία Γερμανού, καθηγήτρια στο Λύκειο Αγίου Γεωργίου Λάρνακας επικοινώνησε στην Υποδιεύθυνση Διαχείρισης Υποθέσεων Ευάλωτων Προσώπων και κατήγγειλε ότι η ανήλικη DD (ΜΚ1) με ημερομηνία γέννησης 1/08/2005, της εκμυστηρεύτηκε ότι τα τελευταία χρόνια κακοποιείται σεξουαλικά από κάποιο πρόσωπο του οικογενειακού περιβάλλοντος της.
2.Την ίδια μέρα έγινε επικοινωνία από τον Κλάδο Διερεύνησης Υποθέσεων Σεξουαλικής κακοποίησης Ανηλίκων με την κατηγορούμενη, μητέρα της ανήλικης, ώστε να διευθετηθεί συνάντηση με την ανήλικη και λήψη οπτικογραφημένης κατάθεσης σε σχέση με τις αναφορές τις για σεξουαλική κακοποίηση της. Διευθετήθηκε συνάντηση για την 27/02/22 στη Λευκωσία στο Σπίτι του Παιδιού για λήψη οπτικογραφημένης κατάθεσης αναφορικά με τις αναφορές της ανήλικης.
3.Μετά την επικοινωνία της Αστυνομίας με τη κατηγορούμενη την 25/02/22,η ίδια πήρε τηλέφωνο την κόρη της DD που βρισκόταν στο σπίτι τους, ζητώντας εξηγήσεις γιατί η ίδια θεωρεί ότι η κόρη της είπε ψέματα στην Αστυνομία. Στη συνέχεια ξεκίνησε να της φωνάζει και να την απειλεί ότι θα την σκοτώσει, θα τη κόψει κομματάκια, θα τη στείλει στη [ ], θα την κυνηγά μια ζωή και θα την πατήσει με το αυτοκίνητο. Περαιτέρω της είπε να μην προχωρήσει με τη καταγγελία στην Αστυνομία που ανέφερε στη καθηγήτρια της και να αναφέρει στην Αστυνομία ότι είπε ψέματα. Οι πιο πάνω απειλές προκάλεσαν έντονη ανησυχία στην παραπονούμενη και φόβο αναγκάζοντας την να φύγει από το σπίτι όπου διέμεναν και μετέβηκε στο σπίτι φίλης της όπου φιλοξενήθηκε το βράδυ την 25/02/22.
4.Την 26/02/22 η ανήλικη παραπονούμενη επέστρεψε στο σπίτι της και κλείστηκε στο δωμάτιο της. Την 27/02/22 η κατηγορούμενη μπήκε στο δωμάτιο της ΜΚ1 ζητώντας της να ετοιμαστεί για να μεταβούν στο Σπίτι του Παιδιού στη Λευκωσία για τη προγραμματισμένη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης της ΜΚ1. Επειδή η παραπονούμενη κρατούσε στο χέρι το κινητό της τηλέφωνο η κατηγορούμενη της ζήτησε να της το δώσει αλλά η παραπονούμενη δεν το έδινε. Τότε η κατηγορούμενη κινήθηκε επιθετικά προς την παραπονούμενη την έπιασε από το λαιμό, την τράβηξέ από τα μαλλιά και την γρονθοκόπησε στο πρόσωπο. Κατά τη διάρκεια της πιο πάνω επίθεσης επενέβησαν τρίτα άτομα για να τη σταματήσουν, μεταξύ των οποίων και ο μεγάλος αδερφός της παραπονούμενης. Συνέπεια της πιο πάνω επίθεσης προκλήθηκαν στην παραπονούμενη εκχυμώσεις στην δεξιά τραχηλική χώρα(λαιμό) με τρία εντυπώματα δακτύλων συνολικών διαστάσεων 8×5 εκατοστών , εκδορά διαστάσεων 8×0.6 εκατοστών στη δεξιά υποκλείδια χώρα(το πρώτο οστό κάτω από το λαιμό), εκδορά διαστάσεων 4×1 εκατοστών στην αριστερή υποκλείδια χώρα, εκδορά διαστάσεων 2.5×0.1 εκατοστών στην αριστερή υποκλείδια χώρα, εκδορά διαστάσεων 2×2 εκατοστών στην αριστερή δελτοειδή χώρα(ώμος) και μικρό τραύμα στη μεσότητα του κάτω χείλους. Περαιτέρω η ψυχική της υγεία επιβαρύνθηκε προκαλώντας της έντονη ψυχολογική ενόχληση(σύγχυση, κλάμα, εφίδρωση).
5.Μετά την επέμβαση των τρίτων προσώπων η ανήλικη ΜΚ1, ετοιμάστηκε και μπήκαν στο αυτοκίνητο όλοι μαζί για να μεταβούν στη Λευκωσία για τη λήψη της κατάθεσης από την παραπονούμενη. Κατά τη μεταφορά της προς τη Λευκωσία η κατηγορούμενη της είπε ξανά να μην προχωρήσει με τη καταγγελία της και να εξηγήσει στην Αστυνομία ότι όλα όσα ανέφερε στην καθηγήτρια της είναι ψέματα.
6.Μετά από την οπτικογραφημένη κατάθεση της παραπονούμενης και όσα αναφέρθηκαν σε αυτή, την 28/2/22 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον της κατηγορούμενης και την 1/3/2022 αυτή συνελλήφθηκε στο αεροδρόμιο Λάρνακας οπού μετέβηκε με τρίτα πρόσωπα για να μεταβούν στη Ρουμανία.
7. Την 4/03/22 της λήφθηκε ανακριτική κατάθεση όπου παρέδωσε γραπτή δήλωση αναφέροντας ότι τη μέρα της επίθεσης εναντίον της κόρης της ήταν σε αυτοάμυνα και στη προσπάθεια της να απωθήσει την ανήλικη την έπιασε από το λαιμό. Περαιτέρω αναφορικά με το λόγο που της είπε να μην προχωρήσει με την καταγγελία εναντίον προσώπου του οικογενειακού περιβάλλοντος τους, το έκανε αυτό επειδή η ίδια δεν πιστεύει ότι είναι αλήθεια.
Η κατηγορούμενη βρίσκεται υπο κράτηση από 9/03/22.
Η κατηγορούμενη είναι λευκού ποινικού μητρώου
Τα τεκμήρια να παραμείνουν στη κατοχή της Αστυνομίας.»
Ο συνήγορος υπεράσπισης αγορεύοντας για σκοπούς μετριασμού της ποινής υιοθέτησε το περιεχόμενο της έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας όπου αναφέρονται οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις της κατηγορούμενης 2. Κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του την άμεση παραδοχή της κατηγορούμενης που είχε και σαν συνεπακόλουθο την εξοικονόμηση Δικαστικού χρόνου, ως επίσης και το λευκό ποινικό μητρώο και ακηλίδωτο παρελθόν της. Αναφερόμενος στις προσωπικές περιστάσεις της κατηγορούμενης, ο κ. Τσολακίδης είπε ότι είναι ηλικίας 38 ετών και τέλεσε γάμο με τον πρώτο κατηγορούμενο στις 5/5/2014. Είναι μητέρα 3 παιδιών ηλικίας 20, 17 και 14 ετών αντίστοιχα. Τα δύο πρώτα της τέκνα τα απέκτησε από τον πρώτο της γάμο ενώ το τρίτο το απέκτησε με δεσμό που διατηρούσε με ομοεθνή της. Ο βιολογικός πατέρας των δύο μεγαλύτερων παιδιών της εγκατέλειψε την οικογένεια τους και η κατηγορούμενη αναγκάστηκε από πολύ νωρίς να αναλάβει με πολλή δυσκολία και πολλές στερήσεις την ανατροφή των παιδιών της. Μετά την άφιξη της στην Κύπρο εργαζόταν για να συντηρεί την οικογένεια της και κατά το χρόνο σύλληψης της εργαζόταν σε πιτσαρία. Ήταν εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη του τις επιπτώσεις που θα έχει τυχόν φυλάκιση της κατηγορούμενης 2 στην οικογένεια της και ιδιαίτερα στον ανήλικο γιο της. Αναφορικά με τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, ο συνήγορος υπεράσπισης και αφού δεν αμφισβήτησε τα γεγονότα, ως αυτά έχουν εκτεθεί από την κατηγορούσα αρχή, ανέφερε ότι όλα τα αδικήματα διαπράχθηκαν στο πλαίσιο μιας ενιαίας παραβατικής συμπεριφοράς από την κατηγορούμενη η οποία βρέθηκε σε μία απίστευτα δύσκολη διλημματική κατάσταση που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί και που είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή ολόκληρου του ψυχικού της κόσμου. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική πτέρυγα για μεγάλη χρονική περίοδο και έλαβε φαρμακευτική αγωγή. Πίστευε ειλικρινά ότι οι ισχυρισμοί της θυγατέρας της περί σεξουαλικής παρενόχλησης από άτομο του οικογενειακού τους περιβάλλοντος ήταν αναληθείς και θεωρώντας πως πίσω από την καταγγελία υπήρχαν αλλότρια κίνητρα, διέπραξε το αδίκημα της απειλής και της παρέμβασης σε Δικαστική διαδικασία στις 25/2/2022. Στις 27/2/2022 οπόταν και διαπράχθηκαν τα αδικήματα των κατηγοριών 19 και 23 ήταν προγραμματισμένη η συνάντηση της παραπονούμενης στο Σπίτι του Παιδιού και θεωρώντας ότι στο κινητό τηλέφωνο της τελευταίας περιέχονταν συνομιλίες και στοιχεία που αποδείκνυαν ότι το παράπονο της ήταν κατασκευασμένο ζήτησε να της παραδώσει το κινητό τηλέφωνο της και στην άρνηση της της επιτέθηκε προκαλώντας της τραυματισμούς οι οποίοι περιορίστηκαν σε εκχυμώσεις και εκδορές. Ήταν η θέση της υπεράσπισης ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη του την απουσία προσχεδιασμού, το ότι τα αδικήματα δεν διαπράχθηκαν σε δημόσιο χώρο και ή στην παρουσία τρίτων προσώπων, οι τραυματισμοί της παραπονούμενης ήταν επιπόλαιοι, δεν έγινε χρήση οποιουδήποτε επιθετικού οργάνου, πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό, η απειλή εκστομίστηκε κατά την απώλεια αυτοελέγχου, αλλά και το γεγονός ότι σε σχέση για τις κατηγορίες με την παρέμβαση σε Δικαστική διαδικασία η κατηγορούμενη βρέθηκε σε μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Κάλεσε επίσης το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του το χρόνο που παρήλθε από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής και τη διαγωγή της κατηγορούμενης στις Κεντρικές Φυλακές. Ήταν τέλος η εισήγηση του κ. Τσολακίδη ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για αναστολή εκτέλεσης της ποινής που δυνατό να επιβληθεί από το Δικαστήριο, ακόμα και για την περίοδο της ποινής που δυνατό να επιβληθεί και που υπερβαίνει το χρονικό διάστημα που η κατηγορούμενη 2 παραμένει υπό κράτηση.
Αναμφίβολα τα αδικήματα που η κατηγορούμενη 2 διέπραξε είναι σοβαρά, με τα πιο σοβαρά να είναι αυτά των κατηγοριών 19 και 20 που αφορούν τα αδικήματα της επίθεσης που προκαλούν πραγματική σωματική βλάβη και της άσκησης ψυχολογικής βίας σε μέλος της οικογένειας. Η αύξηση που παρατηρήθηκε στα περιστατικά βίας η οποία ασκείται από μέλος οικογένειας σε άλλο μέλος της οικογένειας οδήγησε στην ανάγκη θέσπισης του Περί Βίας στην Οικογένεια Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων Νόμου 119(Ι)/2000 μέσα στα πλαίσια αντιμετώπισης του κοινωνικά απαράδεκτου αυτού φαινομένου.
Η σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων αντανακλάται, κατ’ αρχήν, μέσα από τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές. Ιδιαίτερα για αδικήματα που αφορούν πρόκληση βίας από ένα μέλος σε άλλο μέλος οικογένειας και εντάσσονται στο Ν.119(Ι)/2000 οι ποινές που προνοούνται είναι αυστηρότερες από αδικήματα βίας που περιέχονται στα αντίστοιχα άρθρα του Κεφ.154 αφού θεωρούνται αυξημένης σοβαρότητας, καταδεικνύοντας έτσι την πρόθεση του νομοθέτη να προστατεύσει τον οικογενειακό ιστό. Παράλληλα, σκοπός του νομοθέτη μέσω της αύξησης του ύψους της ποινής είναι να μεταφέρει το αίσθημα της αποδοκιμασίας της κοινωνίας προς τους ενόχους αδικημάτων βίας στην οικογένεια και ταυτόχρονα να εξυπηρετήσει το στοιχείο της αποτροπής (βλέπε Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ζήνωνα Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272 και Θεοχάρους v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575).
Κλασσικό παράδειγμα είναι το αδίκημα της πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης από ένα μέλος σε άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας ως και η παρούσα περίπτωση, που τιμωρείται με βάση το άρθρο 3(4) του Ν.119(Ι)/2000 με ποινή φυλάκισης 5 ετών ή με χρηματική ποινή €5.125 ή και με τις δύο ποινές, ενώ το ίδιο αδίκημα όταν διαπραχθεί έξω από το περιβάλλον της οικογένειας τιμωρείται, με βάση τον Ποινικό Κώδικα, με ποινή φυλάκισης 3 ετών.
Επίσης, η σοβαρότητα των αδικημάτων αυτών έγκειται στο γεγονός ότι ενέχουν πράξεις που προκαλούν βία και πόνο στο θύμα και ταυτόχρονα δημιουργούν αίσθημα φόβου και ανασφάλειας σ’ αυτό, καταρρακώνουν την προσωπικότητα και αξιοπρέπεια του, πλήττουν το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας και γενικότερα διασαλεύουν την ειρηνική διαβίωση πολιτών αλλά και υπονομεύουν και δηλητηριάζουν τον θεσμό της οικογένειας. Τα αδικήματα αυτά θεωρούνται ακόμη σοβαρά για τον επιπλέον λόγο της συχνότητας και ευκολίας με την οποία αυτά διαπράττονται.
Τα Δικαστήρια αντιμετωπίζουν τέτοια περιστατικά με τη δέουσα σοβαρότητα και αυστηρότητα σε μια προσπάθεια να διαβιβάσουν το μήνυμα στους παραβάτες ότι τέτοιου είδους συμπεριφορές δεν είναι ανεκτές και δεν έχουν χώρο στην Κυπριακή κοινωνία. Σίγουρα οι παλληκαρισμοί και η επίδειξη ισχύος δεν εξυπηρετούν κανένα λογικό σκοπό και ο νόμος οπωσδήποτε δεν τους αποδέχεται. Ουδείς έχει το δικαίωμα, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να παίρνει το νόμο στα χέρια του και να επιτίθεται σε άλλο συνάνθρωπο του πόσο μάλλον σε άλλο μέλος της οικογένειας του, αλλά να επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση και να εφαρμόζει μηχανισμό αυτοελέγχου έστω και αν προκαλείται ή εξωθείται για κάτι τέτοιο.
Χαρακτηριστικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση το Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Αναστάσιου Α. Γεωργίου (2002) 2 Α.Α.Δ. 464:
“Η σοβαρότητα εγκλημάτων βίας στην οικογένεια είναι αυτόδηλη. Εκτός από το τραύμα που επιφέρουν, τείνουν να πλήξουν τη συνοχή της οικογένειας και την υπόσταση των μελών της.»
Αναφορικά με τα αδικήματα της παρέμβασης σε Δικαστική διαδικασία δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά αφού είναι προφανείς οι κίνδυνοι από τη διάπραξη τέτοιας φύσεως αδικημάτων. Το κύρος της δικαιοσύνης πλήττεται ανεπανόρθωτα, πράγμα το οποίο αναπόφευκτα καθιστά αναγκαία την επιβολή αποτρεπτικών ποινών για την πάταξη τέτοιων φαινομένων έτσι ώστε να αποστέλλεται με σαφή τρόπο το μήνυμα ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν γίνονται ανεκτές.
Σίγουρα η συμπεριφορά την οποία η κατηγορούμενη 2 επέδειξε έναντι της θυγατέρας της δεν μπορεί να γίνει δεκτή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Τα παιδιά θα πρέπει να λαμβάνουν αγάπη, ασφάλεια και προστασία από τους γονείς τους και όχι να βρίσκονται αντιμέτωπα με απειλές, επιθέσεις που έχουν σαν συνεπακόλουθο και τον τραυματισμό τους αλλά και άσκηση ψυχολογικής βίας. Η παραπονούμενη στην παρούσα περίπτωση αυτό που ανέμενε από τη μητέρα της ήταν να της αναφέρει το πρόβλημα το οποίο αντιμετώπιζε, που ήταν εξαιρετικά σοβαρό, και η μητέρα της με τη σειρά της να προβεί σε όλες εκείνες τις ενέργειες έτσι ώστε το παιδί της να νιώσει ασφάλεια αλλά και να το ενθαρρύνει να προβεί στην καταγγελία την οποία τελικά προέβη όχι όμως μετά από προτροπή και καθοδήγηση της μητέρας της. Το αντίθετο συνέβη εδώ. Η κατηγορούμενη απείλησε την παραπονούμενη, ακόμα και ότι θα την σκοτώσει, της επιτέθηκε προκαλώντας της πραγματική σωματική και ψυχική βλάβη, αλλά και την προέτρεψε σε δύο μάλιστα διαφορετικές ημερομηνίες να μην προχωρήσει σε καταγγελία στην Αστυνομία θεωρώντας ότι τα όσα ισχυριζόταν η κόρη της ήταν ψέματα. Ούτε καν και την ελάχιστη εμπιστοσύνη δεν επέδειξε στο παιδί της σκεπτόμενη ότι υπήρχε η πιθανότητα οι αναφορές του να ήταν αληθείς. Να ξεκαθαρίσουμε εδώ ότι το Δικαστήριο επουδενί καταλήγει σε τέτοιο συμπέρασμα. Ακόμα και σε κατοπινό στάδιο και όταν είχε ήδη διευθετηθεί συνάντηση για λήψη οπτικογραφημένης κατάθεσης της παραπονούμενης στο Σπίτι του Παιδιού, η κατηγορούμενη και επειδή η θυγατέρα της αρνήθηκε να της παραδώσει το τηλέφωνο της, της επιτέθηκε και της προκάλεσε σωματικές βλάβες. Δεν σταμάτησε ούτε και εκεί. Κατά τη μεταφορά τους στη Λευκωσία προσπάθησε και πάλι να πείσει την παραπονούμενη να πει στην αστυνομία ότι είπε ψέματα. Πρόκειται πρόδηλα για συμπεριφορά μητέρας προς το παιδί της που ξεπερνά κάθε λογική και στερείται κάθε στοργής και ευαισθησίας. Να σημειώσουμε εδώ ότι, αν και δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, με βάση την Αγγλική νομοθεσία για αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας (Domestic Abuse Act 2021), τέθηκε μεταξύ άλλων ως επιβαρυντικός παράγοντας για σκοπούς επιβολής ποινής η λήψη ενεργειών για να αποτραπεί το θύμα να προβεί σε καταγγελία. Εδώ βέβαια οι ενέργειες της κατηγορούμενης να αποτρέψει την παραπονούμενη να προβεί σε καταγγελία αποτελούν το αντικείμενο των κατηγοριών 22 και 23. Καταδεικνύεται όμως η σοβαρότητα που προσδίδει ο νομοθέτης σε τέτοιας φύσεως αδικήματα και ότι τα θύματα θα πρέπει να ενθαρρύνονται σε καταγγελία και όχι να καταβάλλονται προσπάθειες για αποτροπή τους, ως η εδώ κατηγορούμενη έπραξε με την ανήλικη θυγατέρα της.
Παρά τα πιο πάνω τεθέντα όμως το Δικαστήριο έχει καθήκον να προβεί σε εξατομίκευση της ποινής πραγματευόμενο την κάθε περίπτωση στη βάση των γεγονότων της και τον κάθε κατηγορούμενο αναλόγως των περιστάσεων, όπως και εδώ πράξαμε, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που έχουν τεθεί ενώπιον του. (βλ. κατ’ αναλογίαν, Παναγιώτου ν Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 478).
Προς όφελος της κατηγορούμενης 2 λαμβάνουμε υπόψη μας την παραδοχή της την οποία θεωρούμε άμεση εφόσον υπήρξε μεταβολή του κατηγορητηρίου οπόταν και αμέσως μετά δήλωσε παραδοχή, το λευκό ποινικό μητρώο της, παράγοντας ο οποίος λαμβάνεται υπόψη και που επιφέρει έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28) την ηλικία της και τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπισε αφού σε πολύ νεαρή ηλικία βρέθηκε στη θέση να προσπαθεί να μεγαλώσει δύο παιδιά, το ότι πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό αλλά και τις επιπτώσεις που δυνατόν να έχει η ποινή φυλάκισης στο ανήλικο τέκνο της. Λαμβάνουμε επίσης υπόψη μας τη διαγωγή την οποία επιδεικνύει στις Κεντρικές Φυλακές από την ημερομηνία που τελεί υπό κράτηση, δηλαδή εδώ και σχεδόν 16 μήνες και τη συμμετοχή της στις δραστηριότητες των Φυλακών.
Αναφορικά τώρα με την εισήγηση της πλευράς της υπεράσπισης για το χρόνο ο οποίος έχει παρέλθει από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων, δεν συμμεριζόμαστε τη θέση του ότι η περίοδος των 16 μηνών είναι τέτοιος έτσι ώστε να μπορεί να διαφοροποιήσει την ποινή που θα επιβληθεί. Είναι νομολογημένο ότι η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη αδικήματος μέχρι και την επιβολή ποινής είναι παράγοντας ο οποίος λαμβάνεται υπόψη ώστε το ύψος της επιβληθησομένης ποινής να αντανακλά την ωφελιμότητα της τιμωρίας ως μέτρου αποτροπής ή και αναμόρφωσης του παραβάτη. Δεν πρέπει επιπλέον να παραβλέπεται και η υποκειμενική πτυχή η οποία αφορά σε τυχόν αλλαγές που δυνατόν να έχουν επέλθει στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου και που πιθανόν να δικαιολογούν πιο επιεική ποινή (βλ. Γρηγορίου ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφεση 281/22 ημερομηνίας 27/3/23), ECLI:CY:AD:2023:B111. Στην εδώ περίπτωση δεν θεωρούμε ότι ο χρόνος που έχει παρέλθει, ως η εισήγηση της υπεράσπισης, είναι τέτοιος που θα δικαιολογούσε διαφορετική αντιμετώπιση. Ούτε έχει τεθεί οποιαδήποτε αλλαγή στις προσωπικές συνθήκες της κατηγορούμενης που θα παρείχε το υπόβαθρο για εξέταση του παράγοντα χρόνου κατά την επιμέτρηση και επιβολή της ποινής.
Συνεκτιμώντας όλα όσα έχουν τεθεί τόσο από πλευράς κατηγορούσας αρχής σε σχέση με τα γεγονότα και τα όσα ο συνήγορος υπεράσπισης έθεσε υπόψη μας ως μετριαστικούς της ποινής παράγοντες, καταλήγουμε ότι η ποινή η οποία θα πρέπει να επιβληθεί δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτή της φυλάκισης. Η συχνότητα διάπραξης τέτοιων αδικημάτων αλλά και η σοβαρότητα τους δεν μπορούν να οδηγήσουν σε άλλη κατάληξη κάτι που δικαιολογεί έτσι και αλλιώς την αποτρεπτική μεταχείριση των παραβατών (βλ. κατ’ αναλογίαν, QA v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 71/18, ημερομηνίας 11/9/19), ECLI:CY:AD:2019:B361. Οποιαδήποτε άλλη ποινή θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες.
Ως εκ τούτου επιβάλλονται στην κατηγορούμενη 2 οι κάτωθι ποινές:
Στην κατηγορία 18 ποινή φυλάκισης 9 μηνών.
Στην κατηγορία 19 ποινή φυλάκισης 18 μηνών.
Στην κατηγορία 20 ποινή φυλάκισης 18 μηνών.
Στην κατηγορία 22 ποινή φυλάκισης 12 μηνών.
Στην κατηγορία 23 ποινή φυλάκισης 12 μηνών.
Οι ποινές θα συντρέχουν.
Θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε το ενδεχόμενο αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί στην κατηγορούμενη 2 ως ήταν και η εισήγηση της πλευράς της υπεράσπισης.
Η ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί από την τελευταία τροποποίηση του Νόμου 95/72 με τον τροποποιητικό Νόμο 186(Ι)/03, όπου το νέο άρθρο 3 (2) προνοεί τα ακόλουθα:
«Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου».
Θεωρούμε χρήσιμο να αναφερθούμε αρχικά στις υποθέσεις Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ 240 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Βασιλείου (2003) 2 Α.Α.Δ. 21 , στις οποίες η ποινή φυλάκισης που είχε επιβληθεί αναστάληκε ενόψει των ιδιαιτέρων περιστάσεων των εν λόγω υποθέσεων κατά χρόνο μάλιστα που η ευχέρεια του Δικαστηρίου ήταν πολύ πιο περιορισμένη.
Σε σχέση με το άρθρο 3(2) του τροποποιητικού Νόμου 186(Ι)/03, αντλούμε καθοδήγηση αναφορικά με την εφαρμογή του από τις υποθέσεις Παπαευσταθίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ 39, Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ 323 και ειδικότερα Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 148 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (Αρ. 2) (2005) 2 Α.Α.Δ. 327.
Χρήσιμη αναφορά γίνεται επίσης στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Τζαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161, στην οποία παρέπεμψε το Δικαστήριο ο συνήγορος του κατηγορούμενου, και στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Με βάση τα κριτήρια που ίσχυαν πριν τον περιορισμό της εξουσίας του δικαστηρίου όπως είχε επιβληθεί με το Ν. 41(Ι)/97 (που τώρα έχει καταργηθεί), τα κριτήρια που μπορούσε να λάβει υπόψη το δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να εκδώσει ή όχι τέτοιο διάταγμα ήσαν τα ακόλουθα: (α) η σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξης του (β) το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου δηλαδή αν είναι τέτοιο που υπάρχει η ανάγκη αποτροπής και (γ) η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειας. Ένας κατηγορούμενος με λευκό ποινικό μητρώο έχει καλύτερη απαίτηση για αναστολή (βλ. Sentencing In Cyprus του κ. Γ. Μ. Πική, σελ. 11-13, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Λ. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303)».
Το Δικαστήριο έχει αναφερθεί πιο πάνω τόσο στη σοβαρότητα των αδικημάτων που η κατηγορούμενη 2 αντιμετωπίζει και στις συνθήκες διάπραξης τους όσο και τις προσωπικές της περιστάσεις οι οποίες έχουν ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Κρίνουμε ότι ούτε οι προσωπικές περιστάσεις αλλά ούτε και τα περιστατικά της υπόθεσης είναι τέτοια που θα οδηγούσαν το Δικαστήριο στην έκδοση διατάγματος αναστολής της εκτέλεσης της ποινή φυλάκισης που έχει επιβληθεί. Σε κάθε περίπτωση η έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία η κατηγορούμενη 2 δήλωσε παραδοχή και δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς της ποινής (βλ. Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930).
Ως εκ τούτου η ποινή φυλάκισης θα είναι άμεση.
Ο χρόνος που η κατηγορούμενη τέλεσε σε προφυλάκιση στην παρούσα υπόθεση (από 9/3/2022), να συνυπολογιστεί κατά το άρθρο 117(1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.
(Υπ.) ………………………..
Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο