ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ SASON TAL, Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης Υπ' Αρ.: 04/2024, 1/11/2024
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ SASON TAL, Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης Υπ' Αρ.: 04/2024, 1/11/2024

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Α. Κούρα, προσ. Ε.Δ.

                                       

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης Υπ' Αρ.: 04/2024

  

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ  ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2004, ΝΟΜΟΣ 133(I)/2004

-και-

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ SASON TAL

 

-------------------

 

Ημερομηνία: 01 Νοεμβρίου 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

 Εκζητούμενος Παρών 

 Για τον Εκζητούμενο: κος Α. Αναστασίου

Για την Κεντρική Αρχή: κα Ε. Παπαλοίζου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

---------------------

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις 19/03/2024, το Επαρχιακό Δικαστήριο του Αμβούργου στη Γερμανία, κατόπιν εντάλματος σύλληψης ημερομηνίας 05/03/2024 του ίδιου Δικαστηρίου, εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (στο εξής το «Ε.Ε.Σ»), προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του Sason Tal (στο εξής ο «Εκζητούμενος») για τα αδικήματα της απαγωγής και παράνομης κατακράτησης και περιαγωγής σε ομηρία, τα οποία φαίνεται να διαπράχθηκαν σε Δανία και Γερμανία κατά τα έτη 2023 - 2024 και επισύρουν, με βάση το Γερμανικό Ποινικό Δίκαιο, μέγιστη ποινή φυλάκισης μέχρι 15 έτη. 

Το Ε.Ε.Σ διαβιβάστηκε στις Κυπριακές Αρχές και όπως προκύπτει από τη  μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, με βάση αυτό ο εκζητούμενος συνελήφθη στις 28/09/2024 στο αεροδρόμιο Λάρνακας.  Την ίδια ημέρα, ήτοι στις 28/09/2024, ο εκζητούμενος οδηγήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο αφού ικανοποιήθηκε ότι είναι το πρόσωπο που αναφέρεται στο Ε.Ε.Σ, τον ενημέρωσε για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του Ε.Ε.Σ. Ακολούθως τον ενημέρωσε για τα δικαιώματα του να διορίσει δικηγόρο και να έχει διερμηνέα δικαίωμα το οποίο είχε ήδη ασκήσει.

 

Ο εκζητούμενος δεν συγκατατέθηκε στην παράδοση του και η υπόθεση οδηγήθηκε σε Ακρόαση. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ο τελευταίος παρέμεινε υπό κράτηση.

 

 

ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

1ος ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ

Με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ως πρώτος μάρτυρας για την Κεντρική Αρχή, κατέθεσε ο Αστυφύλακας 1591, Σ. Χατζηγεωργίου (στο εξής «ΜΚΑ 1») οποίος υπηρετεί στο τμήμα ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λάρνακας. Ο ΜΚΑ 1 υιοθέτησε και κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του την κατάθεση του, η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο Α. Σε αυτήν αναφέρει ότι ανέλαβε καθήκοντα στις 27/09/2024 και ώρα 19:00. Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του ενημερώθηκε σχετικά με εξελισσόμενη υπόθεση που αφορούσε την άφιξη του εκζητούμενου, ο οποίος είναι κάτοχος Πορτογαλικού διαβατηρίου με αριθμό [ ] με ημερομηνία γέννησης [ ]/1989 όπου εναντίον του εκκρεμεί ΕΕΣ από τις αρχές της Γερμανίας για αδικήματα κατά παράβαση του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα. Ένεκα του ότι το εν λόγω ένταλμα δεν ήταν μεταφρασμένο στην Αγγλική γλώσσα εκδόθηκε εθνικό προσωρινό ένταλμα και μετά την έκδοση του εν λόγω εντάλματος μετέβηκε στον Διεθνή Αερολιμένα Λάρνακας όπου στη βάση αυτού στις 28/09/2024 και ώρα 00:05 συνέλαβε τον εκζητούμενο για το αδίκημα της αρπαγής ή απαγωγής ή στέρησης της ελευθερίας προσώπου με σκοπό τον κρυφό και άδικο περιορισμό κατά παράβαση του άρθρου 250 του Κεφ.154. Αφού του επεξήγησε την φύση του εντάλματος και τους λόγους της σύλληψης του στην Αγγλική γλώσσα του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο και εκείνος απάντησε «I am in shock». Ακολούθως του παρέδωσε σε έντυπη μορφή τα δικαιώματα συλληφθέντων/κρατουμένων προσώπων στην Αγγλική γλώσσα εφόσον αυτά δεν είναι διαθέσιμα στο μηχανογραφημένο σύστημα της Αστυνομίας στην Εβραϊκή γλώσσα όμως εκείνος αρνήθηκε να τα υπογράψει επειδή δεν πρόκειται για την μητρική του γλώσσα.

 

Στη συνέχεια στις 30/09/2024 αποστάλθηκε από τις Γερμανικές Αρχές στο γραφείο της Ιντερπόλ στη Λευκωσία το ΕΕΣ του εκζητούμενου μεταφρασμένο στην Αγγλική γλώσσα και στις 02/10/2024 ο ΜΚΑ 1 μετέβηκε στον Αστυνομικό Σταθμό της Αραδίππου, όπου την ίδια ημέρα και ώρα 11:30 με τη βοήθεια της διερμηνέας Εβραικών Vickys Lubinsky, ΔΕΑ [ ], επανεσυνέλαβε τον εκζητούμενο για τα αδικήματα που αναφέρονται ανωτέρω. Με τη βοήθεια της διερμηνέα επεξήγησε στον εκζητούμενο τους λόγους της σύλληψης του και την φύση του εντάλματος και αφού του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο εκείνος απάντησε “I need to speak to a lawyer to give me an advice whether it is better to stay here or to go back to Germany”. Στη συνέχεια ο ΜΚΑ 1 του παρέδωσε σε έντυπη μορφή τα δικαιώματα προσώπων που βρίσκονται υπό σύλληψη δυνάμη ΕΕΣ στην Αγγλική γλώσσα τα οποία του επεξηγήθηκαν από την διερμηνέα και αφού τα αντιλήφθηκε τα υπόγραψε στην παρουσία του.

 

Στη συνέχεια και μετά από ερωτήσεις της δικηγόρου της Κεντρικής Αρχής και χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε ένσταση από τον δικηγόρο του εκζητούμενου κατατέθηκαν από τον ΜΚΑ 1 ως Τεκμήριο 1 το ΕΕΣ στην Αγγλική γλώσσα και ως Τεκμήριο 2 τα δικαιώματα προσώπων που βρίσκονται υπό σύλληψη δυνάμη ΕΕΣ στην Αγγλική γλώσσα.

 

Αντεξεταζόμενος, ανέφερε μετά από ερώτηση του δικηγόρου του εκζητούμενου ότι ο εκζητούμενος αρνήθηκε να υπογράψει το έντυπο δικαιωμάτων του λέγοντας ότι δεν διαβάζει αγγλικά και δεν γνωρίζει τι είναι αυτά τα έντυπα. Ότι η μονογραφή και η υπογραφή του βρίσκεται στο Τεκμήριο 2 που είναι σε Αγγλική γλώσσα και ότι η μητρική γλώσσα του εκζητούμενου είναι τα Εβραϊκά. Ότι ο ίδιος δεν μιλά Εβραϊκά, όμως μιλούμε για δύο διαφορετικά δικαιώματα. Τα πρώτα ήταν στην Αγγλική γλώσσα κατόπιν προσωρινού εντάλματος σύλληψης, ενώ τα δεύτερα ήταν ναι μεν στην Αγγλική, όμως με τη βοήθεια διερμηνέα που μιλούσε την εβραϊκή γλώσσα, του επεξηγήθηκαν και γι’ αυτό φέρουν την υπογραφή του, ενώ τα πρώτα επειδή δεν τα αντιλαμβανόταν στην αγγλική, αρνήθηκε να τα υπογράψει.

 

Αναφορικά με την διερμηνέα ανάφερε ότι είναι η Vicky Lubinsky και ότι δεν υπάρχει στο φάκελο κατάθεση της και αναφορικά με την υπηκοότητα του εκζητούμενου ανάφερε ότι φέρει καταγωγή από το Ισραήλ, όμως είναι Γερμανός υπήκοος, όχι του Ισραήλ. Δεν είχε στην κατοχή του Γερμανικό διαβατήριο. Ανέφερε ότι είναι Εβραϊκό το διαβατήριο του και ότι αν δεν κάνει λάθος έχει πορτογαλική ταυτότητα. Μετά από υπόδειξη του δικηγόρου του εκζητούμενου, ο ΜΚΑ 1 αναγνώρισε την ταυτότητα του εκζητούμενου, η οποία κατατέθηκε χωρίς να υπάρχει ένσταση από την δικηγόρο της Κεντρικής Αρχής ως Τεκμήριο 3.

 

Στη συνέχεια ανάφερε ότι δεν έκανε οποιεσδήποτε άλλες ενέργειες αναφορικά με το ΕΕΣ πέραν από τα ανωτέρω και αναφορικά με την εκτέλεση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης, όπου έγιναν κάποιες ενέργειες προς εντοπισμό διερμηνέα των εβραϊκών όμως λόγω του προχωρημένου της ώρας δεν κατέστη εφικτό.

 

Τέλος μετά από ερώτηση του δικηγόρου του εκζητούμενου είπε ότι ήταν αυτός που ήταν επιφορτισμένος με την εκτέλεση του ΕΕΣ και αναφορικά με την υποβολή του δικηγόρου του εκζητούμενου ότι έπρεπε να ενημερωθούν άμεσα για τη σύλληψη του τόσο οι Ισραηλινές αρχές ή έστω η πρεσβεία ή αν δεν έχει το προξενείο αλλά και οι Πορτογαλικές αρχές ή έστω η πρεσβεία της Πορτογαλίας ή το προξενείο αν δεν έχει, απάντησε ότι η εν λόγω διαδικασία αφορά το γραφείο της Ιντερπόλ και όχι τον ανακριτή του ΤΑΕ Λάρνακας. Ανάφερε επίσης ότι από ότι τον ενημέρωσαν από την Ιντερπόλ εκκρεμούσε ένα ΕΕΣ από τις Γερμανικές αρχές οι οποίες ενημερώθηκαν και επιβεβαιώθηκε η ισχύς του ΕΕΣ και προχώρησαν κανονικά στη σύλληψη σύμφωνα με το ΕΕΣ. Όσο αφορά τις Ισραηλινές και τις Πορτογαλικές αρχές είπε ότι δεν γνωρίζει τι έγινε με το γραφείο της Ιντερπόλ.

 

Πριν τον ορισμό της επόμενης δικασίμου ο δικηγόρος του εκζητούμενου δήλωσε στο Δικαστήριο ότι δεν θα αμφισβητήσει τη μετάφραση που έγινε των δικαιωμάτων του εκζητούμενου (Τεκμήριο 2).

 

2ος ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ

Την επόμενη δικάσιμο, κατέθεσε ο δεύτερος μάρτυρας για την Κεντρική Αρχή, Προκόπης Χίντικος, (στο εξής «ΜΚΑ 2») ο οποίος ανάφερε ότι εργάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Εξήγησε ότι το Υπουργείο, ως Κεντρική Αρχή, επιτελεί ρόλο επικουρικό, τόσο κατά την παραλαβή, αλλά και κατά τη διαβίβαση σχετικής αλληλογραφίας που αφορούν ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης.  

 

Ο ΜΚΑ 2 αναγνώρισε το Τεκμήριο 1 ως το ΕΕΣ το οποίο φέρει ημερομηνία 19/03/2024 και το οποίο έχει εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο του Αμβούργου εναντίον του εκζητούμενου. Το ΕΕΣ τόσο στα Γερμανικά όσο και μετάφραση του στα Αγγλικά διαβιβάστηκε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από το γραφείο της Εισαγγελίας στη Γερμανία στο Υπουργείο στις 28/09/2024.

 

Ανάφερε επίσης ότι το ΕΕΣ έχει εκδοθεί δυνάμει εθνικού εντάλματος σύλληψης, ημερομηνίας 05/03/2024 και αφορά αδικήματα της απαγωγής ανηλίκων, παράνομης κράτησης και περιαγωγής σε ομηρία, αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν στη Γερμανία και στη Δανία στις 05/01/2024 και ανάφερε επίσης ότι ο εκζητούμενος ζητείται για την ποινική του δίωξη.

 

Αντεξεταζόμενος, συμφώνησε ότι στο ηλεκτρονικό μήνυμα που του στάλθηκε από τον δικηγόρο του εκζητούμενου όπου ζητούσε όλη την αλληλογραφία αναφορικά με την παρούσα αίτηση έστειλε μόνο το ΕΕΣ. Συμφώνησε επίσης ότι έχει και ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ του Υπουργείου και των εισαγγελικών αρχών όπου τους διαβίβασαν το Τεκμήριο 2. Σε υποβολή του δικηγόρου του εκζητούμενου ότι ήταν υποχρεωμένοι να τους αποστείλουν και το εθνικό ένταλμα σύλληψης απάντησε διαβάζοντας την ηλεκτρονική αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ τους, όπου του έλεγε ότι δεν έχει περαιτέρω αλληλογραφία να καταθέσει παρά μόνο το ΕΕΣ. Ανάφερε επίσης μετά από σχετικές ερωτήσεις ότι δεν έχει λάβει το εθνικό ένταλμα σύλληψης και ότι δεν γνωρίζει το Γερμανικό Δίκαιο και δεν γνωρίζει από που πρέπει να εκδίδεται ένα εθνικό Γερμανικό ένταλμα σύλληψης. Μετά από υπόδειξη σε αυτόν του Τεκμήριου 1 συμφώνησε ότι στην σελίδα 8 αναγράφεται απλά η λέξη Schmidt. Αναφορικά με ερώτηση για το αν είναι πορτογάλος υπήκοος απάντησε ότι γνωρίζει ότι είναι ισραηλινός, ότι γράφει στο ΕΕΣ.

 

Στη συνέχεια και μετά από προσπάθεια του κ. Αναστασίου να ρωτήσει τον ΜΚΑ 2 για το προσωρινό ένταλμα σύλληψης, κατατέθηκε εκ συμφώνου ως Τεκμήριο 4 το προσωρινό ένταλμα σύλληψης ημερομηνίας 27/09/2024. Συμφώνησε ότι ως Κεντρική Αρχή της Κύπρου δεν ενημέρωσαν ούτε τις Ισραηλινές αλλά ούτε και τις Πορτογαλικές αρχές για το ΕΕΣ και υποστήριξε ότι δεν απορρέει από κανένα άρθρο του σχετικού Νόμου ότι η Κεντρική Αρχή πρέπει να ειδοποιεί τη χώρα εθνικότητας του κάθε εκζητούμενου. Σε υποβολή ότι αυτή η υποχρέωση απορρέει από νομολογιακή αρχή απάντησε ότι δεν το γνωρίζει.

 

Ανάφερε ξανά ότι η Γερμανία ζητά την έκδοση του εκζητούμενου για τη δίωξη του και ότι δεν έχει δει το εθνικό ένταλμα σύλληψης και ερωτώμενος που λέει στο Τεκμήριο 1 ότι η Γερμανία θέλει τον εκζητούμενο για τη δίωξη του και όχι για διερεύνηση της υπόθεσης, εξήγησε ότι στη σελίδα 2 του ΕΕΣ ο αριθμός 1 αναφέρεται σε ένταλμα σύλληψης για την ποινική δίωξη και ο αριθμός 2 είναι για υποθέσεις που αφορούν εκτέλεση ποινών. Συμφώνησε επίσης ότι στο σημείο Β1 του Τεκμηρίου 1 αναφέρεται σε διαδικασία προσωποκράτησης υπόπτου και λέει ένταλμα κράτησης για την κράτηση του εκζητούμενου. Ερωτώμενος για το αν υπάρχει καταχωρημένη υπόθεση απάντησε ότι υπάρχει εθνικό Γερμανικό ένταλμα σύλληψης ημερομηνίας 05/03/2024, και ότι το σημείο Β1 του Τεκμηρίου 1 συμπληρώνεται μόνο στις περιπτώσεις που αφορά ποινικές διώξεις. Σε ερώτηση που του έγινε ξανά για το αν υπάρχει καταχωρημένη υπόθεση απάντησε ότι εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι οι πληροφορίες από το ΕΕΣ δεν είναι επαρκείς, τότε μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 21.2 και να ζητήσει επιπρόσθετες πληροφορίες με σκοπό τη διασάφηση της υπόθεσης.

 

Συμφώνησε επίσης ο ΜΚΑ 2 ότι υπάρχει η δυνατότητα σε περίπτωση που ζητείται κάποιος για διερεύνηση, να μην εκτελεστεί ένα ΕΕΣ και να είναι πιο αναλογικό μέτρο να ζητηθεί ευρωπαϊκή εντολή έρευνας. Σε υποβολή του δικηγόρου του εκζητούμενου ότι σε αυτή την περίπτωση αυτό έπρεπε να γίνει, απάντησε ότι αυτή είναι η θέση της υπεράσπισης και ότι η Δημοκρατία δεν έχει λάβει ποτέ οποιανδήποτε ευρωπαϊκή εντολή έρευνας σε σχέση με την ανάκριση του εκζητούμενου. Υποστήριξε επίσης ότι ενώπιον του Δικαστηρίου υπάρχει το ΕΕΣ και το οποίο θα εξεταστεί κατά πόσο υπάρχουν οι πρόνοιες του Νόμου για εκτέλεση του.

 

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 21 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

Μετά το τέλος της μαρτυρίας του ΜΚΑ 2, η δικηγόρος της Κεντρικής Αρχής ζήτησε πριν αποχωρήσει ο μάρτυρας από το Δικαστήριο και σε περίπτωση που το Δικαστήριο θεωρεί ότι υπάρχει η οποιαδήποτε ασάφεια επί του ΕΕΣ να ζητηθούν διευκρινίσεις. Το Δικαστήριο διέκοψε την διαδικασία και στην επιστροφή του σημείωσε ότι μετά από μελέτη του άρθρου 21 του σχετικού Νόμου και έχοντας μελετήσει την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην έφεση ΕΕΣ1/2024 ημερομηνίας 02/02/2024, όπου λέχθηκε ότι τέτοιες διευκρινίσεις θα πρέπει να περιορίζονται σε ουσιώδη ζητήματα και τις άκρως απαραίτητες διασαφηνίσεις επί τούτων για τη λήψη απόφασης, έκρινε ότι δεν χρειάζεται να αιτηθούν οποιεσδήποτε διευκρινίσεις επί του ΕΕΣ.

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΟΥ

Από την πλευρά του εκζητούμενου δεν προσφέρθηκε μαρτυρία. 

 

ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ

Κατά το στάδιο των αγορεύσεων, αμφότερες οι πλευρές προσπάθησαν με επιχειρηματολογία αλλά και με σχολιασμό μέρους της προσκομισθείσας μαρτυρίας να πείσουν για την ορθότητα των θέσεων και εισηγήσεων τους, παραπέμποντας το Δικαστήριο και σε σχετική επί του θέματος νομολογία. Τα όσα και οι δύο πλευρές προώθησαν, μέσω των αγορεύσεων τους, έχουν ληφθεί δεόντως υπόψιν, το Δικαστήριο δεν κρίνει απαραίτητο να τα παραθέσει αυτούσια και αναφορά στο περιεχόμενο τους θα γίνει όταν αυτό κριθεί αναγκαίο, κατωτέρω. 

 

Ήταν, συνοπτικά, η θέση της ευπαίδευτου συνηγόρου για την Κεντρική Αρχή ότι με βάση αυτά τα οποία έχουν τεθεί ενώπιον Δικαστηρίου αλλά και με βάση τη νομολογία που παρατέθηκε δεν προκύπτει οποιοσδήποτε λόγος μη εκτέλεσης του ΕΕΣ και δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να εμπίπτει στις πρόνοιες των άρθρων 13 και 14 του Νόμου 133(Ι)/2004, όπου απαριθμούνται εξαντλητικά οι λόγοι προαιρετικής και υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ΕΕΣ.

Αντίθετη βεβαίως ήταν η άποψη του ευπαίδευτου συνηγόρου του εκζητούμενου ο οποίος εισηγήθηκε στο Δικαστήριο ότι το ΕΕΣ δεν πρέπει να εκτελεστεί καθότι όπως προκύπτει από την μαρτυρία το Γερμανικό ένταλμα σύλληψης δεν υπήρχε και η απουσία του καθιστά τη διαδικασία άδικη για τον εκζητούμενο. Εισηγείται περαιτέρω ότι εφόσον ο εκζητούμενος είναι και Πορτογάλος υπήκοος πέραν από Ισραηλινός δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Νόμου 133(Ι)/2004 και έπρεπε να ενημερωθούν οι αρχές της Πορτογαλίας και του Ισραήλ για την ύπαρξη του ΕΕΣ (Τεκμηρίου 1). Τέλος, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εκζητούμενου εισηγείται ότι το Δικαστήριο είχε καθήκον να ζητήσει διευκρινίσεις αναφορικά με το Γερμανικό ένταλμα σύλληψης και την ενημέρωση των αρχών της Πορτογαλίας και του Ισραήλ στη βάση του άρθρου 21 του Νόμου 133(Ι)/2004, κάτι που δεν έπραξε με αποτέλεσμα να παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα του εκζητούμενου και να δημιουργείται κατάχρηση στους θεσμούς του του Δικαστηρίου. 

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Παρακολούθησα με προσοχή όλους τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενόρκως στη ζωντανή ατμόσφαιρα της διαδικασίας, και είμαι σε θέση να αξιολογήσω τη μαρτυρία τους, έχοντας κατά νου τις διάφορες παραμέτρους που έχει καθορίσει η Νομολογία σε σχέση με την αξιολόγηση των μαρτύρων, (βλ. Ζεβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ. σελ. 1119 και Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. σελ. 614).

 

Η μαρτυρία του Αστυφύλακα 1591, Σ. Χατζηγεωργίου (ΜΚΑ 1)κρίνω ότι ήταν διαφωτιστική ως προς τις ενέργειες τις οποίες έπραξε σε σχέση με τη σύλληψη του εκζητούμενου. Κρίνω ότι ήταν ένας ειλικρινής μάρτυρας σε σχέση με τις ενέργειες τις οποίες έκανε και σε κανένα στάδιο της μαρτυρίας του δεν  υπέπεσε σε καμία ουσιώδη αντίφαση και δεν διαπίστωσα οποιαδήποτε προσπάθεια να αποκρύψει οποιαδήποτε ενέργεια την οποία έκανε. Μάλιστα εκεί που χρειάστηκαν διευκρινίσεις τις έδωσε με σαφήνεια και όπου ο μάρτυρας δεν γνώριζε για να απαντήσει, δεν δίστασε να το αναφέρει στο Δικαστήριο. Συνεπώς αποδέχομαι τη μαρτυρία του στην ολότητα της.

 

Η μαρτυρία του μάρτυρα Προκόπη Χίντικου (ΜΚΑ 2) κρίνω ότι ήταν επίσης διαφωτιστική, καθότι εξήγησε με σαφήνεια το ρόλο του Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης ως Κεντρική Αρχή η οποία επικουρεί την όλη διαδικασία του ΕΕΣ και τα σημεία 1 και 2 της σελίδας 2 του ΕΕΣ.  Ο ίδιος απαντούσε στις ερωτήσεις που του έγιναν και στις υποβολές με ευθύτητα και σαφήνεια, δίχως υπεκφυγές και έδωσε στο Δικαστήριο την εντύπωση ότι είναι πολύ καλός γνώστης της όλης διαδικασίας του ΕΕΣ. Η όλη στάση του μάρτυρα κρίνεται θετική και πειστική. Η δε μαρτυρία του είναι απαλλαγμένη από ουσιώδεις αντιφάσεις. Ως εκ τούτου, αποδέχομαι τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα στην ολότητα της.

  

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 Προτού προβώ σε εξέταση των λόγων μη συγκατάθεσης του εκζητούμενου στην εκτέλεση του ΕΕΣ, θεωρώ ορθό να παραθέσω τους βασικούς στόχους και σκοπούς που διέπει το ΕΕΣ.

 

Στις 13/06/2002 εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ (στο εξής «Απόφαση-Πλαίσιο») η οποία αφορούσε  το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες παραδόσεως μεταξύ των κρατών μελών, η οποία τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 26/02/2009. Ο εναρμονισμός της εθνική μας νομοθεσίας με την απόφαση-πλαίσιο έγινε θεσπίζοντας τον περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμο του 2004, Ν. 133(Ι)/2004 (στο εξής ο « Νόμος»).

 

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναλύοντας την Απόφαση-Πλαίσιο στην υπόθεση Re Ciprian Vasile Radu C 396/11, 29/01/2013, ανάφερε τα εξής: «Σκοπός της απόφασης-πλαισίου, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της απόφασης αυτής, καθώς και από την πέμπτη και την έβδομη αιτιολογική της σκέψη, είναι να αντικαταστήσει το πολυμερές σύστημα έκδοσης μεταξύ κρατών μελών με ένα σύστημα το οποίο στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και συνίσταται στην παράδοση μεταξύ δικαστικών αρχών των προσώπων εκείνων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προκειμένου είτε να εκτελεστεί εκδοθείσα απόφαση είτε να συνεχιστεί ασκηθείσα δίωξη».

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 221/2013, 02/09/2013, στην οποία γίνεται έγινε εκτενής αναφορά στη διαδικασία του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης με ιστορική αναδρομή στην ανάγκη δημιουργίας της Απόφασης-Πλαισίου αναφέρονται: «Στόχος λοιπόν της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών ώστε να συμμορφώνονται και να παραδίδονται οι ύποπτοι χωρίς ιδιαίτερες περίπλοκες διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις. Γι΄ αυτό και οι στενές χρονικές περίοδοι, διότι η όλη διαδικασία δεν αφορά, ούτε ανάγεται σε καθαυτή ποινική δίωξη, ούτε η διαδικασία προσφέρεται για την εξέταση και θεμελίωση τυχόν ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου. Αυτό αποτελεί κατ΄εξοχήν το έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση του υπόπτου στο έδαφος της, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση της όποιας ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου, στη βάση των ισχυόντων στην επικράτεια της, κανόνων δικαίου, ουσιαστικών και δικονομικών. Εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέμνησε στην απόφαση του τα ανωτέρω, διατρέχοντας τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Hadjiametovic ν. Γενικού Εισαγγελέα  (2009) 1 Α.Α.Δ. 473, Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ., 519 και της εντελώς πρόσφατης Νικόλας Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. 196/2013, ημερ. 19 Ιουλίου 2013. Προεξάρχον στοιχείο όπως απορρέει από τις αποφάσεις, είναι η εστίαση στην απλοποίηση των διαδικασιών σύλληψης και παράδοσης μέσα από μια sui generis διαδικασία, η οποία στοχεύει στην αποτελεσματική δικαστική συνδρομή μεταξύ των κρατών-μελών, δικαστική συνδρομή που περιλαμβάνει και την υπόδειξη δημοσίου κατηγόρου ως αρχής ("judicial authority"), κάτω από το άρθρο 6 της Απόφασης-Πλαίσιο, υπό το φως των διαφορετικών συστημάτων δικαίου στον Ευρωπαϊκό χώρο, όπως υπέδειξε η πρόσφατη απόφαση του Supreme Court του Ηνωμένου Βασιλείου στην Assange ν. Swedish Prosecution Attorney (2012) UKSC 22.»

 

Στην απόφαση της υπόθεσης Re Susan Ayre, Πολιτική Έφεση Αρ. 416/2016, 16/01/2017, ECLI:CY:AD:2017:A5 αναφέρθηκε: «Έχει τονισθεί στην απόφαση Μιχαηλίδης - ανωτέρω - με αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις (ακολούθησε δε ανάλογη νομολογία από το Ανώτατο Δικαστήριο), ότι το προεξάρχον στοιχείο είναι η εστίαση στην απλοποίηση των διαδικασιών σύλληψης και παράδοσης μέσα από μια sui generis διαδικασία, δηλαδή, μια ιδιότυπη διαδικασία ώστε να υπάρχει  αποτελεσματική δικαστική συνδρομή μεταξύ των χωρών μελών  και προς τούτο η Απόφαση-Πλαίσιο,  καθώς   και  η  εθνική   νομοθεσία,   περιλαμβάνουν  και   την υπόδειξη   κεντρικής  αρχής («central authority») κάτω από   το άρθρο 7 της Απόφασης, προς διοικητική υποβοήθηση των αντίστοιχων δικαστικών αρχών τόσο στη χώρα που εκδίδει το ένταλμα, όσο και στη χώρα που το εκτελεί.  Αυτό, υπό το φως των διαφορετικών συστημάτων δικαίου στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο σκοπός της όλης διαδικασίας, η οποία αρχίζει με ένταλμα σύλληψης σε εθνικό επίπεδο, το οποίο μετά μετατρέπεται ή ακολουθείται από ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είναι η διαμεταγωγή του εκζητούμενου προσώπου πίσω στη χώρα της Ευρωπαϊκής  Ένωσης από την οποία έχει διαφύγει και στην οποία καλείται να αντιμετωπίσει ποινικές κατηγορίες.  Προς το σκοπό αυτό, προνοούνται στενά χρονικά περιθώρια, ενώ η παροχή της δικαστικής συνδρομής επιτυγχάνεται στη βάση απλουστευμένων διαδικασιών χωρίς αχρείαστες καθυστερήσεις.  Η διαδικασία δεν στοχεύει στη θεμελίωση τυχόν ποινικών ευθυνών του εκζητούμενου, ούτε αποτελεί ή ισοδυναμεί με ποινική δίωξη.  Μόνο οι δικαστικές αρχές της χώρας που εξέδωσαν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είναι υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση ποινικών ευθυνών. Πέραν από ορισμένες τυπικές διατάξεις, που στοχεύουν στην αναγνώριση του συλληφθέντος ως του προσώπου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα, υπάρχουν στην Απόφαση-Πλαίσιο και στο Νόμο, πιο ουσιαστικές διατάξεις.  Σύμφωνα με τα  άρθρα 13  και  14 του Νόμου, υπάρχουν διάφορες ασφαλιστικές δικλείδες που το Δικαστήριο μπορεί να χρησιμοποιήσει ώστε να μην εκδώσει το εκζητούμενο πρόσωπο.  Έτσι στη βάση του άρθρου 13, καταγράφονται υποχρεωτικοί λόγοι μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και στο άρθρο 14 καταγράφονται προαιρετικοί λόγοι μη εκτέλεσης του εντάλματος αυτού

 

Στην υπόθεση John Constantinides v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 347/2014, ημερομηνίας 5/3/15, υιοθετήθηκε, μεταξύ άλλων, η ακόλουθη αρχή: «Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ΕΕΣ βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.».  Ακριβώς, στην υπόθεση C-396/2011, Ciprian Vasile Radu, της 29.1.2013, τονίζεται, στη σκέψη 35, ότι:-

 "35.   Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, τα κράτη μέλη καταρχήν υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης".»

 

Οι προϋποθέσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθορίζονται από το άρθρο 12 του Νόμου, οι διατάξεις του οποίου εξετάζονται παράλληλα, με τις διατάξεις των άρθρων 13 , 14 και 15 του Νόμου, που απαριθμούν τις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο, ως η αρμόδια δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος, υπό την αίρεση των διατάξεων του Άρθρου 2 (2) του Νόμου και ικανοποίησης των προνοιών του Άρθρου 4 του Νόμου, υποχρεούται ή έχει διακριτική ευχέρεια να το εκτελέσει ή να μην το εκτελέσει αντίστοιχα. 

 

Τέλος, τόσο ο τύπος, όσο και το περιεχόμενο του ΕΕΣ, επίσης προσδιορίζονται στο Νόμο και συγκεκριμένα στο άρθρο 4 αυτού καθώς και στο Παράρτημα Α.

  

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ

 Στη βάση της πιο πάνω αποδεκτής μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου και στη βάση των όσων προκύπτουν από αυτή προχωρώ στην εξέταση του αιτήματος.

 

Από την εξέταση του ΕΕΣ, προκύπτει ότι ο τύπος του εντάλματος, συνάδει, στο βαθμό που απαιτείται, με τον τύπο του Παραρτήματος Α του Νόμου. Ο τύπος του εντάλματος  υιοθετήθηκε κοινός για όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλα τα Κράτη μέλη υποχρεούνται να χρησιμοποιούν τον ίδιο τύπο ΕΕΣ, ο οποίος εκδίδεται από τη δικαστική αρχή ενός κράτους μέλους και εκτελείται από τη δικαστική αρχή ενός άλλου κράτους μέλους. Διασφαλίζεται, έτσι η αμιγής δικαστική φύση του εντάλματος, ήτοι ως δικαστική πράξη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου, υποκείμενου, σε όλα τα στάδια, από την έκδοση μέχρι την εκτέλεση του σε Δικαστικό έλεγχο. Επιτυγχάνεται, έτσι, ομοιομορφία ως προς τον τύπο και το περιεχόμενο του ΕΕΣ, ώστε να καθίσταται, πλέον, ευχερής η προώθηση και εκτέλεσή του, προς όφελος τόσο της εκδίδουσας δικαστικής αρχής όσο και της δικαστικής αρχής η οποία καλείται να προβεί στην εκτέλεσή του.  (Βλ. John Constantinides ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 347/2014, ημερομηνίας 05/03/2015)

 

Περαιτέρω, διαπιστώνεται, ότι, σε ότι αφορά το περιεχόμενο του, το ΕΕΣ (Τεκμήριο 1) ικανοποιεί τις πρόνοιες του Άρθρου 4 του Νόμου, αφού παρέχει τα αναγκαία, δυνάμει αυτού, και στον απαιτούμενο βαθμό, στοιχεία. Πιο συγκεκριμένα φαίνεται ότι το ΕΕΣ (Τεκμήριο 1) περιέχει τα πιο κάτω:

1)    Τα στοιχεία του Εκζητούμενου αναγράφονται στην παράγραφο (α) του ΕΕΣ (Τεκμήριο 1). Σημειώνω ότι η ταυτότητα του Εκζητούμενου δεν αμφισβητήθηκε από τον δικηγόρο του σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

 

2)    Έχει εκδοθεί από αρμόδια αρχή της Γερμανίας, δηλαδή από το Επαρχιακό Δικαστήριο του Αμβούργου. Σχετική είναι η παράγραφος (i) αυτού, κάτω από τον τίτλο «The judicial authority which issued the warrant». Ως έχει αναφερθεί και από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του στην υπόθεση Hadwen James ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Πολιτική Έφεση Αρ. 184/2014, ημερομηνίας 17/07/2014, από την στιγμή που η διαδικασία παράδοσης εκζητούμενων προσώπων, βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ως θεσπίστηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, που βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης μεταξύ κρατών μελών της ευρωπαϊκής ένωσης, είναι πλέον μια διαδικασία που διεξάγεται εξολοκλήρου μεταξύ δικαστικών αρχών, η νομιμότητα ή και η κανονικότητα της έκδοσης, κοινοποίησης και διαβίβασης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή και διευκρινήσεων σε σχέση με αυτό, τεκμαίρεται. Τεκμήριο το οποίο, σημειώνεται, πολύ δύσκολα και για πολύ πειστικούς λόγους μπορεί να ανατραπεί (βλ. επίσης Πηγασίου ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 1 Α.Α.Δ. 519).

 

Επίσης, στην παράγραφο (i) στη σελίδα 9 του ΕΕΣ (Τεκμήριο 1) αναγράφεται η διεύθυνση και τα στοιχεία επικοινωνίας της αρμόδιας αρχής της Γερμανίας.

 

Σημειώνω σε αυτό το σημείο, ότι ο δικηγόρος του Εκζητούμενου, κατά το στάδιο της αντεξέτασης του ΜΚΑ 2 υποστήριξε, στην προσπάθεια του να υποστηρίξει τη θέση του ότι όφειλαν οι Κυπριακές αρχές να έχουν το εθνικό ένταλμα σύλληψης, ότι στη σελίδα 8 του Τεκμηρίου 1 αναγράφεται απλά η λέξη Schmidt χωρίς να γνωρίζει κάποιος ποιος είναι. Δεν θεωρώ ότι επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο το ΕΕΣ η αναγραφή του ονόματος Schmidt κάτω από την υπογραφή. Σημειώνω ότι πάνω από την υπογραφή στη σελίδα 10 αναγράφεται «signature of the issuing judicial authority and/or its representative» και από κάτω name: Schmidt. Σύμφωνα με το άρθρο 4 (1) (β) του Νόμου το ΕΕΣ πρέπει να περιέχει «όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής και τηλεομοιοτυπικής σύνδεσης και ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος». Συνεπώς, τα στοιχεία της Δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος ως αναγράφονται στο ΕΕΣ (Τεκμήριο 1) κρίνω ότι καλύπτουν τις ανάγκες του Νόμου.

 

3)    Το αίτημα του Κράτους έκδοσης του ΕΕΣ, εδράζεται σε ένα από τους δυο λόγους που εξυπηρετεί το ΕΕΣ, δηλαδή, την άσκηση εναντίον του Εκζητουμένου ποινικής δίωξης. Σχετική είναι η παράγραφος (b) του ΕΕΣ (Τεκμήριο 1), που τιτλοφορείται «Decision on which the warrant is based». Όπως προκύπτει από το ΕΕΣ, ο λόγος για τον οποίο οι Γερμανικές αρχές ζητούν την παράδοση του εκζητούμενου είναι γιατί εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του για άσκηση εναντίον του ποινικής δίωξης. Συγκεκριμένα στο σημείο 1 αναγράφεται «The authority that issued the arrest warrant: Amtsgericht (District Court of Hamburg), Date of the arrest warrant: 05 March 2024, Case reference: 160 Gs 16/24».

 

Να αναφέρουμε ότι ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Εκζητούμενου, όπως προκύπτει και πιο πάνω στο μέρος της μαρτυρίας, αμφισβήτησε κατά την αντεξέταση του ΜΚΑ 2 ότι η Γερμανία ζητά την έκδοση του Εκζητούμενου για τη δίωξη του υποστηρίζοντας ότι οι Κυπριακές αρχές δεν είδαν το εθνικό ένταλμα σύλληψης και ότι αναγράφεται πέραν από ένταλμα σύλληψης και αίτημα προσωποκράτησης και ανάφερε επίσης ότι στην προκειμένη περίπτωση θα έπρεπε να μην εκτελεστεί το ΕΕΣ αλλά να ζητηθεί ευρωπαϊκή εντολή έρευνας. Με όλο το σεβασμό προς τον δικηγόρο του Εκζητούμενου αυτή του η θέση δεν με βρίσκει σύμφωνη. Είναι καθαρό από το λεκτικό στο σημείο (b) στη σελίδα 2 του Τεκμηρίου 1 ότι στις 05/03/2024 εκδόθηκε εναντίον του Εκζητούμενου από Επαρχιακό Δικαστήριο του Αμβούργου ένταλμα σύλληψης. Το γεγονός ότι αναγράφεται δίπλα από το ένταλμα σύλληψης και προσωποκράτηση, δεν θεωρώ ότι επηρεάζει τον σκοπό που εκδόθηκε το ΕΕΣ, ούτε ότι έχρηζε διευκρίνισης στη βάση του άρθρου 21 του Νόμου καθότι και το ένταλμα σύλληψης και η προσωποκράτηση είναι διαδικασίες οι οποίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η παράδοση του Εκζητούμενου εζητείτο ως ύποπτος για την διάπραξη των αδικημάτων που αναφέρονται στο ΕΕΣ με σκοπό τη ποινική του δίωξη. Δεν δημιουργείται οποιαδήποτε αμφιβολία από το Τεκμήριο 1 ότι έχει εκδοθεί εναντίον του Εκζητούμενου οποιαδήποτε καταδικαστική απόφαση.

 

Tο Ανώτατο Δικαστήριο, στην υπόθεση Eva Karina Andersson v. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1092, ανέφερε ότι: «Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι ο Σουηδός Δημόσιος Κατήγορος που υπάγεται στο Γραφείο Οικονομικού Εγκλήματος (Economic Crimes Bureau) δεν ήταν το αρμόδιο πρόσωπο και/ή η αρμόδια αρχή για να προβεί στην έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Η εισήγηση έχει εξεταστεί και έχει απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, από τη μετάφραση του ευρωπαικού εντάλματος σύλληψης στην αγγλική γλώσσα (Παράρτημα 2) φαίνεται καθαρά ότι δεν είχε εκδοθεί εναντίον της εφεσείουσας προηγούμενη καταδικαστική απόφαση και ότι δεν εζητείτο η παράδοση της εφεσείουσας στις Σουηδικές Αρχές για να εκτίσει οποιαδήποτε ποινή, αλλά η παράδοση της εζητείτο ως ύποπτης για τη διάπραξη των ισχυριζόμενων ποινικών αδικημάτων με σκοπό την ποινική της δίωξη. Για τον πιο πάνω λόγο υιοθετούμε την πρωτόδικη απόφαση.»

Είναι σαφές κατά την γνώμη μου από τα πιο πάνω ότι ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνατό να εκδοθεί σε σχέση με πρόσωπο ύποπτο για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων, με σκοπό την ποινική του δίωξη. Για τους πιο πάνω λόγους, το ΕΕΣ εκδόθηκε για σκοπό που περιλαμβάνεται στους σκοπούς για τους οποίους ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δύναται να εκδοθεί.

 

4)    Σύμφωνα δε με την παράγραφο (c) υπό τον τίτλο «Ιndications on the length of the sentence: 1. maximum length of the custodial sentence or detention order which may be imposed for the offence(s)» του ΕΕΣ, οι ποινές που προβλέπονται και δύναται να επιβληθούν στον Εκζητούμενο, σε περίπτωση καταδίκης του για τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις, είναι μέγιστη ποινή φυλάκισης 15 ετών. Το πιο πάνω άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε από τον δικηγόρο του Εκζητούμενου. Κρίνω συνεπώς ότι η μέγιστη ποινή φυλάκισης που προβλέπεται για τις αξιόποινες πράξεις από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος (άρθρο 4(1)(στ) του Νόμου), περιλαμβάνονται στο περιεχόμενο του ΕΕΣ.

 

5)    Σε ότι αφορά τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις, πρέπει να σημειωθεί, ότι, η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, θεωρεί ότι, αυτές, κατατάσσονται στις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες χωρεί εκτέλεση του εντάλματος χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο, δεν απαιτείται, να εξετάσει κατά πόσο, στην προκείμενη περίπτωση, η πράξη για την οποία έχει εκδοθεί το ΕΕΣ, συνιστά πράξη αξιόποινη και κατά τους Κυπριακούς ποινικούς νόμους. Σύμφωνα με το άρθρο 12 (2) του Νόμου η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις αξιόποινες πράξεις που περιγράφονται στον εν λόγω άρθρο, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας, ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών (3) ετών. Στην προκειμένη περίπτωση η αρχή έκδοσης του εντάλματος φαίνεται να έχει σημειώσει στη σελίδα 6 του Τεκμηρίου 1 την επιλογή «απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και περιαγωγή σε ομηρία» (kidnapping, illegal restraint and hostage-taking), αδικήματα για τα οποία όπως προκύπτει από το εν λόγω άρθρο δεν απαιτείται ο έλεγχος του διττού αξιόποινου. Σε κάθε περίπτωση όμως αυτό που μπορεί να λεχθεί είναι ότι για τις πράξεις τις οποίες έχει εκδοθεί το ΕΕΣ, αυτές είναι αξιόποινες σύμφωνα και με τους Κυπριακούς Ποινικούς Νόμους, ήτοι το Κεφ.154.

 

6)    Οι αξιόποινες πράξεις που καταλογίζονται στον Εκζητούμενο (βλ. Ιωάννου (Ρωσίδης) ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2011) 1 Α.Α.Δ. 1606), καταγράφονται στην παράγραφο (e) του ΕΕΣ, στις σελίδες 4 και 5 , κάτω από την ενότητα «Offences», This warrant relates to in total: 1 offence,  «Description of the circumstances in which the offence(s)was (were) committed, including the time, place and degree of participation in the offence(s) by the requested person»

 

Οι ακριβείς πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται, εξαρτώνται από τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Σύμφωνα με τη νομολογία, η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, πρέπει να συνίσταται μόνο σε σύντομη περίληψη και όχι σε μεταγραφή ολόκληρων σελίδων της δικογραφίας που προφανώς υπάρχει στην χώρα έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Κατ' ελάχιστο, στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, πρέπει να περιλαμβάνεται περιγραφή των απαραίτητων πραγματικών περιστατικών για τον συγκεκριμένο σκοπό (υπεύθυνο πρόσωπο, βαθμός συμμετοχής ή εκτέλεσης, τόπος, χρόνος, ποσότητα, τρόπος, επακόλουθη ζημία ή σωματική βλάβη, πρόθεση ή σκοπός, όφελος κ.λπ.). 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, από τα καταγεγραμμένα στην παράγραφό (e) του ΕΕΣ (Τεκμήριο 1), διαπιστώνεται προς ικανοποίηση των προνοιών του Άρθρου 4(1)(ε) του Νόμου, ότι στο ΕΕΣ, δίδεται η απαιτούμενη περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης των καταλογιζόμενων στον Εκζητούμενο αδικημάτων, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος τέλεσης, καθώς και η μορφή συμμετοχής του Εκζητουμένου σε αυτά (βλ. John Constantinides v Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Πολιτική Έφεση Αρ. 347/2014, 05/03/2015).  

 

Στην προκειμένη περίπτωση από τα καταγεγραμμένα στην παράγραφο (e) του ΕΕΣ προκύπτουν τα εξής: (α) Οι ισχυριζόμενες αξιόποινες πράξεις, διαπράχθηκαν από τον Εκζητούμενο σε διάφορες χρονικές περιόδους μεταξύ 2023 και 2024. Γίνεται δηλαδή αναφορά στον χρόνο τέλεσης τους. (β) Ότι, οι αξιόποινες πράξεις διαπράχθηκαν στην Γερμανία και στη Δανία. Γίνεται δηλαδή αναφορά στον τόπο τέλεσης τους. (γ) Ότι ο εκζητούμενος με διάφορες πράξεις του, τις οποίες δεν θεωρεί το Δικαστήριο αναγκαίο να επαναλάβει, αφού αναγράφονται στις σελίδες 4 και 5 του ΕΕΣ, συμμετείχε στις ισχυριζόμενες τελεσθείσες αξιόποινες πράξεις οι οποίες κατά το κράτος έκδοσης του ΕΕΣ συνιστούν τα ποινικά αδικήματα της απαγωγής, παράνομης κατακράτησης και περιαγωγής σε ομηρία.

 

Παρέχονται, συνεπώς, κατά την άποψη μου, οι ελάχιστες απαραίτητες πληροφορίες για την υπόθεση που ο Εκζητούμενος αντιμετωπίζει στη Γερμανία, για την λήψη της απόφασης του Δικαστηρίου. (Βλ. Anthony Joannides ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 226/2017, 05/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:A337 και Re Θωμάς Πέτρου, Πολιτική Έφεση Αρ. 421/2017, 11/01/2018, ECLI:CY:AD:2018:A10.)

 

Οι προαναφερόμενες διαπιστώσεις μου, με οδηγούν στην κατάληξη, ότι, στην προκείμενη περίπτωση, το υπό εξέταση ΕΕΣ, είναι σύμφωνο με τις πρόνοιες του άρθρου 12 του Νόμου και μπορεί να εκτελεστεί, αφής στιγμής περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία, η διαπίστωσης των οποίων επιβάλλεται από το άρθρο 4 του Νόμου. Παράλληλα, δεν βρίσκω να προκύπτει, οποιοσδήποτε λόγος στην βάση του οποίου το Δικαστήριο θα μπορούσε να ενεργήσει προς απόρριψη του αιτήματος, δυνάμει των προνοιών των άρθρων 13 (Λόγοι υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης), 14 (Λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης) και 15 (Εγγυήσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης) του Νόμου. Στρεφόμενη στους λόγους για τους οποίους η πλευρά του Εκζητούμενου υποστηρίζει ότι η εκτέλεση του επίδικου ΕΕΣ δεν θα πρέπει να επιτραπεί, διαπιστώνω ότι σε αυτούς δεν περιέχεται κάποιος από τους λόγους υποχρεωτικής μη εκτέλεσης που αναφέρονται στο άρθρο 13 του Νόμου.  Από την εξέταση δε των όσων αναφέρονται στο άρθρο 13 σε συνάρτηση με τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, καταλήγω ότι δεν συντρέχει εν πάση περιπτώσει οποιοσδήποτε λόγος υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του υπό αναφορά ΕΕΣ. Παράλληλα, δεν βρίσκω να προκύπτει, οποιοσδήποτε λόγος στη βάση του οποίου το Δικαστήριο θα μπορούσε να ενεργήσει προς απόρριψη του αιτήματος, δυνάμει των προνοιών των Άρθρων 14 και 15 του Νόμου. 

 

Άλλωστε όπως διαφαίνεται και καταληκτικά στις αγορεύσεις του συνηγόρου του εκζητούμενου, οι λόγοι που ουσιαστικά ζητείται η μη εκτέλεση του ΕΕΣ είναι: (α) Η μη προσαγωγή του Γερμανικού Εντάλματος Σύλληψης και (β) άλλοι λόγοι που στηρίζονται στο ότι ο Εκζητούμενος είναι και Ισραηλινός υπήκοος.

 

ΕΓΕΡΘΕΝΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

(α) Η μη προσαγωγή του Γερμανικού Εντάλματος Σύλληψης

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εκζητούμενου υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο για να εκτελέσει το ΕΕΣ πρέπει να ικανοποιηθεί ότι τέτοιο ένταλμα υπάρχει και μάλιστα πρέπει να αιτηθεί τέτοιων διευκρινίσεων ούτως ώστε να αποσταλεί αντίγραφο του για να ελεγχθεί στα πλαίσια της Δίκαιης Δίκης το κατά πόσον έχει εκδοθεί νομότυπα, εάν ο όρκος του συνάδει με τα κατά ισχυρισμό γεγονότα του ΕΕΣ αλλά και να ελεγχθεί κατά πόσο το ΕΕΣ (Τεκμήριο 1) έχει εκδοθεί από ανεξάρτητη Δικαστηριακή αρχή, κάτι το οποίο δεν μπορεί σύμφωνα με τον ίδιο να γίνει εύρημα απλά και μόνο με την αναφορά στο Τεκμήριο 1 σε Επαρχιακό Δικαστήριο της Γερμανίας.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εκζητούμενου υποστηρίζει επίσης ότι έγινε αίτημα προς το Δικαστήριο για να παραχωρηθεί το Γερμανικό Ένταλμα Σύλληψης και το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν είναι αναγκαίο να ζητηθούν τέτοιες διευκρινίσεις. Το Δικαστήριο θεωρεί καθήκον να διευκρινίσει ότι τέθηκε ερώτημα προς το Δικαστήριο με το πέρας της αντεξέτασης του ΜΚΑ 2 από την συνήγορο της Κεντρικής Αρχής κατά πόσο θεωρεί το Δικαστήριο πρέπων να ζητηθούν διευκρινίσεις επί του ΕΕΣ. Δεν έγινε οποιοδήποτε αίτημα προς το Δικαστήριο ζητώντας συγκεκριμένες διευκρινίσεις επί του ΕΕΣ. Το ερώτημα ήταν γενικό προς το Δικαστήριο και το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν θεωρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση απαιτείται να ζητηθούν οι οποιεσδήποτε διευκρινίσεις επί του ΕΕΣ.

 

Αναφορικά με το θέμα των διευκρινίσεων που μπορεί να ζητήσει το Δικαστήριο σχετικό είναι το άρθρο 21(2) του Νόμου όπου προνοείται η ευχέρεια του Δικαστηρίου που εξετάζει κατά πόσο ΕΕΣ μπορεί ή δύναται να εκτελεστεί, να ζητήσει από την αρμόδια αρχή έκδοσης του την προσκόμιση τυχόν απαραίτητων κατά την κρίση του συμπληρωματικών στοιχείων.

 

Το εν λόγω ζήτημα έχει σχολιαστεί και στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Έφεση ΕΕΣ Αρ. 1/2024 Reinwald Karl Heinz v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 02/02/2024 όπου λέχθηκε: «Η πρώτη μας παρατήρηση είναι ότι τα πρωτόδικα Δικαστήρια που επιλαμβάνονται της εκτέλεσης ΕΕΣ, θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως επιφυλακτικά στην υποβολή διευκρινιστικών αιτημάτων προς τις αρχές έκδοσης των ΕΕΣ, στη βάση αυτού του άρθρου. Δεν θα πρέπει, με ευκολία, να συμπορεύονται με τυχόν παροτρύνσεις των διαδίκων προς την κατεύθυνση αυτή. Τέτοιες διευκρινήσεις θα πρέπει να περιορίζονται στα εξόχως ουσιώδη ζητήματα και τις άκρως απαραίτητες διασαφηνίσεις επί τούτων για τη λήψη απόφασης, στη βάση των παραμέτρων του Νόμου, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τα στενά χρονικά περιθώρια που υπάρχουν για τη λήψη απόφασης. Αν η διασαφήνιση μπορεί να προκύψει από μια προσεκτική,  συνδυαζόμενη ανάγνωση των υπαρχόντων στοιχείων, δεν είναι αναγκαίο να ζητούνται διευκρινήσεις.  Εξάλλου, όπως υποδεικνύεται στην απόφαση του ΔΕΕ στη C-367/16 Dawid Piotrowski, σκέψη 61 που αφορούσε το αντίστοιχο άρθρο 15(2) της Απόφασης - Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου Της Ευρωπαϊκής Ένωσης ημερ.13 Ιουνίου 2002, στην οποία εύστοχα παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος στο περίγραμμα του: «.επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δυνατότητα αυτή εξακολουθεί να αποτελεί έσχατη λύση, μόνο για τις εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες η δικαστική αρχή εκτελέσεως κρίνει ότι δεν διαθέτει όλα τα αναγκαία τυπικά στοιχεία προκειμένου να εκδώσει επειγόντως την απόφασή της σχετικά με την παράδοση.»

Ακόμα όμως και αν κριθεί άκρως απαραίτητο, οι ζητηθείσες διευκρινήσεις, θα πρέπει να διατυπώνονται με σύντομο, περιεκτικό και ξεκάθαρο τρόπο ώστε ανάλογες (κατά το δυνατόν) να είναι και οι διαβιβασθείσες διευκρινήσεις της δικαστικής αρχής (μέσω της κεντρικής αρχής) έκδοσης του ΕΕΣ.  Όταν ζητούνται διευκρινήσεις από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης, θα πρέπει οι πληροφορίες αυτές να διαβιβάζονται από τη δικαστική αρχή έκδοσης (βλ. απόφαση ΔΕΕ στη C-404/15 και C-659/15 Pal Aranyosi & Robert Caldararu - σκέψη 97).»

 

Σημαντική επίσης θεωρεί το Δικαστήριο και την αναφορά στη σελίδα 30 του Εγχειριδίου όπου αναφέρεται ότι «Η πείρα δείχνει ότι οι αιτήσεις για την παροχή περαιτέρω πληροφοριών που ανταλλάσσονται μεταξύ των δικαστικών αρχών έκδοσης και εκτέλεσης του εντάλματος αποτελούν έναν από τους κύριους λόγους καθυστέρησης στην εκτέλεση των ΕΕΣ, πράγμα που συχνά έχει ως επακόλουθο την υπέρβαση των προθεσμιών που προβλέπονται στην απόφαση-πλαίσιο για το ΕΕΣ (βλ. ενότητα 4.1 σχετικά με τις προθεσμίες

 

Όπως έχει προαναφερθεί, σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, το Δικαστήριο, ως η δικαστική αρχή εκτέλεσης του Εντάλματος, δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ορθότητα των αποφάσεων της δικαστικής αρχής έκδοσης του Εντάλματος και δη τα όσα περιλαμβάνονται στο ΕΕΣ.

 

Ο μηχανισμός του ΕΕΣ, λειτουργεί με γνώμονα τη γενική παραδοχή, ότι, η δικαστική αρχή εκτέλεσης του, μπορεί να αποφασίζει σχετικά με την παράδοση του εκζητούμενου προσώπου, βάσει των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτό. Όπως σημειώνεται στο Εγχειρίδιο για τον τρόπο έκδοσης και εκτέλεσης του ΕΕΣ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ημερομηνίας 28/09/2017 (στο εξής το «Εγχειρίδιο»), στην σελίδα 37, «η παραδοχή αυτή βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και στην ανάγκη ταχείας λήψης απόφασης σχετικά με την παράδοση.» .

 

Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος, που, οι διευκρινίσεις, πρέπει να υποβάλλονται κατ' εξαίρεση. Όταν ουσιαστικά αυτές κρίνονται απαραίτητες για σκοπούς συμμόρφωσης με το καθήκον εκτέλεσης ενός ΕΕΣ, ακριβώς επειδή η ενέργεια αυτή αποτελεί καθήκον της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του εντάλματος, σχετικά αιτήματα, αφενός, πρέπει να υποβάλλονται και αφετέρου, πρέπει να υποβάλλονται χωρίς καθυστέρηση. Μάλιστα στη σελίδα 38 του Εγχειριδίου αναφέρονται και οι χαρακτηριστικές περιπτώσεις στις οποίες ενδέχεται να απαιτηθούν συμπληρωματικές πληροφορίες, όπως:» α) δεν έχει συμπληρωθεί σχετικό μέρος του εντύπου ΕΕΣ, β) το περιεχόμενο του ΕΕΣ δεν είναι σαφές, γ) υπάρχει πρόδηλο σφάλμα στο ΕΕΣ, δ) δεν είναι βέβαιο αν συνελήφθη το ορθό πρόσωπο δυνάμει του ΕΕΣ

 

Στο Εγχειρίδιο στη σελίδα 30 αναφέρονται οι πληροφορίες που είναι απαραίτητες να έχει ενώπιον της η δικαστική αρχή εκτέλεσης ούτως ώστε να λάβει απόφαση σχετικά με την παράδοση. «Ειδικότερα, η δικαστική αρχή

εκτέλεσης πρέπει να είναι σε θέση να επιβεβαιώσει την ταυτότητα του προσώπου και να αξιολογήσει κατά πόσον συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος μη εκτέλεσης. Επομένως, η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος πρέπει να αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στην περιγραφή της αξιόποινης πράξης ή πράξεων στο έντυπο του ΕΕΣ. Οι ακριβείς πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται εξαρτώνται από τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Ωστόσο, είναι σκόπιμο να λαμβάνεται υπόψη ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να γνωρίζει ελάχιστα ή και καθόλου την υπόθεση για την οποία εκδίδεται το ΕΕΣ ή το νομικό σύστημα του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος. Κατά συνέπεια, είναι καθοριστικής σημασίας να διασφαλίζουν οι δικαστικές αρχές έκδοσης του εντάλματος τη σαφήνεια, την ορθότητα και την πληρότητα των πληροφοριών που περιέχονται στο ΕΕΣ. Εάν το ΕΕΣ έχει συμπληρωθεί με ορθό τρόπο, δεν απαιτούνται συμπληρωματικά έγγραφα

 

Στη βάση όλων αυτών που έχουν τεθεί ανωτέρω αλλά και της κρίσης του Δικαστηρίου ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 είναι σαφές, το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι έπρεπε να αιτηθεί οποιεσδήποτε διευκρινίσεις επί του ΕΕΣ αλλά ούτε και να αιτηθεί την προσαγωγή του εθνικού εντάλματος σύλληψης για να ελέγξει το κατά πόσον έχει εκδοθεί νομότυπα και εάν ο όρκος του συνάδει με τα κατά ισχυρισμό γεγονότα του ΕΕΣ. Η νομότυπη έκδοση του εθνικού εντάλματος σύλληψης και ο έλεγχος του όρκου του σε σχέση με τα γεγονότα που αναφέρονται στο ΕΕΣ δεν είναι κάτι που το Δικαστήριο μπορεί να αξιολογήσει στην παρούσα διαδικασία. Ο ρόλος του Δικαστηρίου, σε ότι αφορά την διαδικασία έκδοσης και παράδοσης εκζητούμενων προσώπων μεταξύ κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει του Νόμου, είναι πολύ συγκεκριμένος.

 

 Όπως αναφέρθηκε στην Πολ. Εφ. 235/2012, Γενικός Εισαγγελέας ν. Vyachyslav Shimkevichημερομηνίας 30/3/2017Σε διαδικασία όπως στην παρούσα, διάχυτη είναι η αρχή της αβροφροσύνης, καθότι αφορά διακρατικές σχέσεις και η περίπτωση έκδοσης φυγοδίκων έχει ως μοναδικό σκοπό την καταπολέμηση του εγκλήματος, τηρουμένων πάντοτε των εχεγγύων που παρέχουν οι συνθήκες και εσωτερική νομοθεσία. Τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθενται στην Έκθεση Γεγονότων, στα δικαιολογητικά έγγραφα που τη συνοδεύουν αλλά και ο αλλοδαπός Νόμος της χώρας από την οποία ζητείται η έκδοση, είναι δεσμευτικά για το Δικαστήριο που εξετάζει αίτηση της φύσης αυτής και δεν παρέχεται η ευχέρεια σ΄ αυτό να τα αμφισβητήσει.  Η απόδειξη τους όπως και οποιαδήποτε υπεράσπιση του εκζητούμενου, είναι θέματα που αφορούν το Δικαστήριο της χώρας που αιτείται την έκδοση του (βλ. Re Victor Nicolaevich Makushin (2012 1 Α.Α.Δ. 567 και Re Evans (1994) 1 W.L.R. 1006, Mechavor (Aρ.2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228).» 

 

Δεν συμφωνώ ούτε και με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εκζητούμενου ότι το ΕΕΣ (Τεκμήριο 1) δεν είναι αρκετό για να αποδείξει ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο της Γερμανίας είναι ανεξάρτητη Δικαστηριακή αρχή. Εις απάντηση της εν λόγω εισήγησης, σημειώνω τα ακόλουθα: 

 

Το άρθρο  6 της Απόφασης-Πλαίσιο προσδιορίζει τις αρμόδιες αρχές και διαλαμβάνει ότι: «1. Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης  δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους. 2. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης που είναι αρμόδια να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης  δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους. 3. Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου σχετικά με τη δικαστική αρχή που είναι αρμόδια σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.»

 

Παρόμοιο ζήτημα ετέθη προς εξέταση και στην υπόθεση Hadwen James ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 184/2014, ημερομηνίας 17/07/2014, από την στιγμή που η διαδικασία παράδοσης εκζητούμενων προσώπων, βάσει ΕΕΣ, βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης μεταξύ κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι πλέον μια διαδικασία που διεξάγεται εξ' ολοκλήρου μεταξύ δικαστικών αρχών. Η νομιμότητα ή και η κανονικότητα της έκδοσης, κοινοποίησης και διαβίβασης ενός ΕΕΣ ή και διευκρινήσεων σε σχέση με αυτό, τεκμαίρεται. Τεκμήριο το οποίο, σημειώνεται, πολύ δύσκολα και για πολύ πειστικούς λόγους μπορεί να ανατραπεί (Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 1 Α.Α.Δ. 519).

 

Συνεπώς, θεωρώ ότι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εκζητούμενου ότι δεν μπορεί μόνο από το Τεκμήριο 1 να γίνει εύρημα από το Δικαστήριο ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο της Γερμανίας είναι ανεξάρτητη Δικαστηριακή Αρχή, δεν είναι ικανή να ανατρέψει το Τεκμήριο της κανονικότητας. Κρίνω ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι πολύ γενικός και αόριστος και δεν μπορεί να ανατρέψει το εν λόγω τεκμήριο. Τεκμαίρεται επομένως ότι το εν λόγω Δικαστήριο της Γερμανίας είναι αρμόδια Δικαστική αρχή σύμφωνα με το εσωτερικό της δίκαιο.

 

(β) Άλλοι λόγοι που στηρίζονται στο ότι ο Εκζητούμενος είναι και Ισραηλινός υπήκοος.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εκζητούμενου αναφέρει στις αγορεύσεις του ότι ζητείται η έκδοση Ισραηλινού υπηκόου εφόσον ο Εκζητούμενος είναι παραδεκτό ότι εκτός από Πορτογάλος ταυτόχρονα είναι και Ισραηλινός υπήκοος και άρα οι πρόνοιες του Νόμου δεν τυγχάνουν εφαρμογής. Συνεχίζει και αναφέρει ότι εναντίον του Εκζητούμενου έπρεπε να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης του περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης Φυγόδικων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970, Ν.95/1970 και όχι ΕΕΣ. Ισχυρίζεται επίσης ότι με βάση τον περί Δικαιωμάτων Υπόπτων Προσώπων, προσώπων που συλλαμβάνονται και προσώπων που τελούν υπό κράτηση Νόμος του 2005 (163(Ι)/2005), όταν ο κρατούμενος είναι αλλοδαπός πρέπει να πληροφορείται γι’ αυτό η προξενική ή διπλωματική αποστολή στη Δημοκρατία του κράτους του οποίου είναι υπήκοος, κάτι που στην προκειμένη είναι αναντίλεκτο ότι δεν έγινε. Εισηγείται επίσης ότι με δεδομένο ότι ο Εκζητούμενος έχει πέραν της Πορτογαλικής και την Ισραηλινή Ιθαγένεια υπάρχει αμφιβολία η οποία πρέπει να ερμηνευθεί υπέρ του Εκζητούμενου και να μην γίνει αποδεκτή η έκδοση του δυνάμει του ΕΕΣ.

Αναλύει επίσης παραθέτοντας Νομολογία ότι το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει σε αυτή τη διαδικασία θέμα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία, όντως ο Εκζητούμενος είναι Πορτογάλος και Ισραηλινός υπήκοος (Βλ. Τεκμήριο 1 σελ. 2, Τεκμήριο 3 και Τεκμήριο 4 2η σελίδα). Το γεγονός ότι ο Εκζητούμενος είναι και Ισραηλινός υπήκοος, και το Ισραήλ δεν είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θεωρώ ότι επηρεάζει την υπό κρίση αίτηση καθότι το αίτημα για έκδοση έγινε από χώρα που είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο έχει να επιληφθεί αίτηση για έκδοση ΕΕΣ που εκδόθηκε από τις Δικαστικές Αρχές της Γερμανίας για τον Εκζητούμενο. Δεν εξηγεί στην αγόρευση του ο κος Αναστασίου για ποιο λόγο δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση διαδικασία ο σχετικός Νόμος.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του κ. Αναστασίου ότι εναντίον του Εκζητούμενου έπρεπε να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης του περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης Φυγόδικων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970, Ν.95/1970 και όχι ΕΕΣ, δεν είναι κάτι που το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει στο παρόν στάδιο. Το Δικαστήριο έχει ενώπιον του να εξετάσει αίτημα για εκτέλεση ΕΕΣ. Ως αναφέρθηκε και ανωτέρω το πλαίσιο που μπορεί να κινηθεί το Δικαστήριο σε διαδικασίες εκτέλεσης ΕΕΣ είναι περιορισμένο. Το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει τα άρθρα 4, 12, 13 (λόγοι υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης), 14 (λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης) και 15 (εγγυήσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης) του Νόμου.

 

Σχετικό με το ανωτέρω είναι και η σελίδα 54 του Εγχειριδίου όπου αναλύει την δυνατότητα από το κράτος εκτέλεσης να αξιολογήσει την αναλογικότητα ενός ΕΕΣ όπου αναφέρεται: «Η απόφαση-πλαίσιο για το ΕΕΣ δεν προβλέπει τη δυνατότητα αξιολόγησης από το κράτος μέλος εκτέλεσης της αναλογικότητας του ΕΕΣ. Τούτο συνάδει με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Εάν στο κράτος μέλος εκτέλεσης ανακύψουν σοβαροί προβληματισμοί σχετικά με την αναλογικότητα του παραληφθέντος ΕΕΣ, οι δικαστικές αρχές έκδοσης και εκτέλεσης του εντάλματος παροτρύνονται να επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους. Εκτιμάται ότι τέτοιες περιπτώσεις είναι πιθανό να ανακύψουν μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις».

 

Πέραν από τα πιο πάνω άρθρα του Νόμου που μπορεί το Δικαστήριο να εξετάσει για να κριθεί η τύχη του παρόντος αιτήματος, το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 2 (2) του Νόμου μπορεί να εξετάσει και οποιαδήποτε ζητήματα σχετίζονται με την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων  καθότι σε κάθε περίπτωση, ο Εκζητούμενος δεν εκδίδεται σε κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση.

 

Διαφωτιστική σε αυτό το σημείο είναι η απόφαση στην υπόθεση Μιχαηλίδης (ανωτέρω) όπου λέχθηκε ότι «Είναι σαφές από το όλο λεκτικό της Απόφασης-Πλαίσιο, ότι με τις προοιμιακές του τοποθετήσεις, τα ανθρώπινα δικαιώματα διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο στην εξέταση έκδοσης ενός ατόμου. Αυτό είναι πρόδηλο από την παράγραφο 10 του Προοιμίου, όπου αναφέρεται ότι ο μηχανισμός έκδοσης μπορεί να αναχαιτιστεί μόνο στην περίπτωση σοβαρής και παρατεταμένης παραβίασης των αρχών που καθορίζονται στο Άρθρο 6(1) της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης από ένα κράτος μέλος, ενώ η παράγραφος 13 απαγορεύει, ουσιαστικά, την διαμεταγωγή προσώπου σε κράτος μέλος όπου θα είναι ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει σοβαρό κίνδυνο καταδίκης του σε θάνατο ή θα υποστεί βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση.  Ταυτόχρονα, η παράγραφος 12 του Προοιμίου, θέτει με πολλή σαφήνεια την αρχή ότι η Απόφαση-Πλαίσιο «. respects fundamental rights and observes the principles recognised by Article 6 of the Treaty on European Union ...». Τα ίδια, ουσιαστικά, αναπαράγονται και στο Άρθρο 2 (2) του Νόμου. Στο Handbook on the European Arrest Warrant (πιο πάνω), καθίσταται σαφές από την ανάλυση που γίνεται στις σελίδες 171-176, ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της Απόφασης-Πλαίσιο, ενώ η παράγραφος 13 του Προοιμίου βασίζεται στις αρχές που αναπτύχθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαστηρίων και τα εθνικά Δικαστήρια των κρατών μελών, ως αποτέλεσμα της απόφασης Soering v. U.K. αρ. 14038/88, ημερ. 7.7.1989. Το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης προνοεί ότι η Ένωση εδράζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, η δε Ένωση πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτά τυγχάνουν εγγύησης από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, «. as general principles of Community law

 

Μελετώντας την αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εκζητούμενου διαπιστώνω ότι παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Εκζητούμενου θεωρείται σύμφωνα με τους ίδιους, η μη προσκόμιση του Γερμανικού εντάλματος σύλληψης με σκοπό να γίνει έλεγχος ότι έχει εκδοθεί νομότυπα, ότι ο όρκος του συνάδει με τα γεγονότα του ΕΕΣ και ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο του Αμβούργου είναι ανεξάρτητη Δικαστική αρχή. Επί αυτών των σημείων το Δικαστήριο έχει τοποθετηθεί ανωτέρω και δεν θεωρώ ότι χρειάζεται να τα επαναλάβω. Επιγραμματικά το Δικαστήριο θεωρεί ότι με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 είναι σαφές, το τεκμήριο της κανονικότητας έκδοσης δεν μπορεί να ανατραπεί και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε παραβίαση της δίκαιης δίκης.

 

Επίσης, ο συνήγορος του Εκζητούμενου υποστηρίζει ότι ο Εκζητούμενος επειδή είναι και Ισραηλινός υπήκοος έπρεπε να ενημερωθούν οι προξενικές αρχές του Ισραήλ και της Πορτογαλίας για το ΕΕΣ, κάτι που δεν έγινε με αποτέλεσμα να παραβιάζονται τα δικαιώματα του. Μάλιστα κάνει αναφορά στον περί Δικαιωμάτων Υπόπτων Προσώπων, προσώπων που συλλαμβάνονται και προσώπων που τελούν υπό κράτηση Νόμος του 2005 (163(Ι)/2005).

 

Είναι γεγονός ότι στον Νόμο δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια για δικαίωμα επικοινωνίας με τις προξενικές αρχές, παρά το ότι στο προοίμιο αυτού αναφέρεται ότι ο σκοπός του Νόμου είναι η εναρμόνιση με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μεταξύ αυτών είναι και η Οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 7 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ, όπου ρυθμίζεται το δικαίωμα επικοινωνίας με τις προξενικές αρχές αναφέρεται ότι: «1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν το δικαίωμα των υπόπτων ή των κατηγορουμένων που είναι αλλοδαποί και που στερούνται την ελευθερία τους να ενημερώνουν τις προξενικές αρχές του κράτους του οποίου είναι υπήκοοι σχετικά με το γεγονός της στέρησης της ελευθερίας τους χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και να επικοινωνούν με τις εν λόγω αρχές, εφόσον το επιθυμούν. Ωστόσο, όταν οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι είναι υπήκοοι δυο ή περισσότερων κρατών, μπορούν να επιλέξουν τις τυχόν προξενικές αρχές οι οποίες θα πρέπει να ενημερωθούν για τη στέρηση της ελευθερίας τους και με τις οποίες επιθυμούν να επικοινωνήσουν. 2. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν επίσης δικαίωμα επίσκεψης από τις προξενικές τους αρχές, δικαίωμα συνομιλίας και αλληλογραφίας μαζί τους και το δικαίωμα να κανονίζεται η νομική τους εκπροσώπηση από τις προξενικές τους αρχές, εφόσον το επιθυμούν οι ενδιαφερόμενοι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι και οι εν λόγω αρχές δεν έχουν αντίρρηση. 3. Η άσκηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο μπορεί να ρυθμίζεται στο εθνικό δίκαιο ή σε διαδικασίες, εφόσον στο δίκαιο και τις διαδικασίες αυτές διαφυλάσσονται πλήρως οι σκοποί για τους οποίους προορίζονται τα εν λόγω δικαιώματα.»

 

Τα πιο πάνω αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο στη σελίδα 70 όπου αναφέρεται ότι «Τα πρόσωπα που υπόκεινται σε διαδικασία ΕΕΣ και δεν είναι υπήκοοι του κράτους μέλους εκτέλεσης έχουν, από τον χρόνο της σύλληψής τους στο κράτος μέλος εκτέλεσης, το δικαίωμα να ενημερωθούν οι προξενικές αρχές του κράτους του οποίου είναι υπήκοοι σχετικά με το γεγονός της στέρησης της ελευθερίας τους χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, καθώς και να επικοινωνούν με τις εν λόγω αρχές. Έχουν επίσης δικαίωμα επίσκεψης από τις προξενικές τους αρχές, δικαίωμα συνομιλίας και αλληλογραφίας μαζί τους, καθώς και το δικαίωμα να κανονίζεται η νομική τους εκπροσώπηση από τις προξενικές τους αρχές

Όπως προκύπτει από την μαρτύρια του ΜΚΑ 2, η Κεντρική Αρχή της Κύπρου δεν ενημέρωσε οποιαδήποτε προξενική αρχή είτε της Πορτογαλίας είτε του Ισραήλ για το ΕΕΣ ένεκα του ότι δεν προκύπτει τέτοια υποχρέωση από το Νόμο. Το Δικαστήριο όμως με βάση το λεκτικό της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ και του Εγχειριδίου διαπιστώνει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να διασφαλίσει το εν λόγω δικαίωμα των υπόπτων για ενημέρωση των προξενικών τους αρχών. Σύμφωνα όμως με το Τεκμήριο 2 που κατάθεσε ο ΜΚΑ 1, το οποίο υπέγραψε ο Εκζητούμενος και για το οποίο αναφέρθηκε από τον δικηγόρο του Εκζητούμενου ότι δεν θα αμφισβητηθεί, άρα συνεπώς η μαρτυρία περί τούτου παρέμεινε αναντίλεκτη, ο Εκζητούμενος ενημερώθηκε για τα δικαιώματα του και συγκεκριμένα στη δεύτερη σελίδα αυτού ενημερώθηκε για το δικαίωμα του να επικοινωνήσει με τις προξενικές αρχές της χώρας όπου είναι υπήκοος και για το δικαίωμα που έχει να τον επισκέπτονται και να του διορίσουν δικηγόρο. Συνεπώς και με βάση τα ανωτέρω κρίνω ότι η Δημοκρατία διασφάλισε το δικαίωμα του Εκζητούμενου για επικοινωνία με τις προξενικές αρχές ως προνοείται στην εν λόγω Οδηγία, στο Εγχειρίδιο αλλά και στον περί Δικαιωμάτων Υπόπτων Προσώπων, προσώπων που συλλαμβάνονται και προσώπων που τελούν υπό κράτηση Νόμο του 2005 (163(Ι)/2005) και καμία παραβίαση αυτού δεν υπάρχει.

 

Θεωρώ πρέπων όμως να αναφέρω και τη θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με τη στάθμιση των δικαιωμάτων του Εκζητούμενου σε συνάρτηση με το δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει ο κάθε παραβάτης να οδηγείται ενώπιον Δικαστηρίου. Όπως αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Miroslaw MrukwaΠολιτική Έφεση Αρ. 41/14, 05/03/2014, (2014) 1 ΑΑΔ 495, το Δικαστήριο, ως η αρμόδια δικαστική αρχή εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, έχει την ευθύνη να σταθμίσει τα δικαιώματα του εκζητουμένου όπως αυτά διασφαλίζονται από την Ε. Σ. Δ. Α., σε συνάρτηση με το δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει ότι κάθε παραβάτης πρέπει να οδηγείται ενώπιον της δικαιοσύνης, δεδομένης και της αρχής ότι «τα Δικαστήρια της χώρας έκδοσης, οφείλουν να επιδεικνύουν σεβασμό στις υποχρεώσεις της χώρας τους έναντι της αιτήτριας χώρας και να συνεκτιμούν  και την ανάγκη αποτροπής άλλων επίδοξων φυγοδίκων από το να βρουν καταφύγιο στην χώρα τους».

 

Στην Πολ.Εφ.100/2014 Spiriev v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ημερ.13/05/2014, λέχθηκαν τα εξής:«Δεν υπάρχει, βεβαίως, αμφιβολία, άλλωστε επιβεβαιώνεται και νομολογιακά (Μιχαηλίδης (ανωτέρω)), ότι το όλο λεκτικό της Απόφασης-Πλαίσιο, με τις προνομιακές του τοποθετήσεις, καθορίζει πως τα ανθρώπινα δικαιώματα διαδραματίζουν το δικό τους ρόλο στην εξέταση έκδοσης ενός ατόμου. Ο μηχανισμός έκδοσης μπορεί να αναχαιτιστεί μόνο στην περίπτωση σοβαρής και παρατεταμένης παραβίασης των αρχών που καθορίζονται στο άρθρο 6(1) της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης, και απαγορεύεται η διαμεταγωγή προσώπου σε κράτος μέλος, όπου θα είναι ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει σοβαρό κίνδυνο καταδίκης του σε θάνατο ή να υποστεί βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση

 

Επίσης η νομολογία που επικαλείται ο συνήγορος του Εκζητούμενου στη σελίδα 5 της αγόρευσης του θεωρώ ότι διαφέρει από τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης αφού ο εφεσίβλητος ήταν και πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περαιτέρω η απόφαση Petruhhin (σελίδα 8 της αγόρευσης) και η αρχή που θεσπίστηκε μέσα από αυτήν δεν θεωρώ ότι ισχύει στην παρούσα περίπτωση αφού αφορούσε αίτημα για έκδοση από τρίτη χώρα και όχι από χώρα που είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνεπώς δεν μπορεί η ίδια αρχή να εφαρμοστεί και στην παρούσα περίπτωση.

 

Στη βάση των ανωτέρω, κρίνω ότι ούτε αυτός ο λόγος μπορεί να οδηγήσει στην μη εκτέλεση του ΕΕΣ.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Στη βάση όλων των πιο πάνω, κρίνω ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για εκτέλεση του ΕΕΣ και παράδοση του εκζητούμενου στις αρχές της Γερμανίας.  Συνεπώς διατάσσω την εκτέλεση του υπό αναφορά ΕΕΣ.  Ο εκζητούμενος να παραμείνει υπό κράτηση και να παραδοθεί στις αρχές της Γερμανίας σύμφωνα με το άρθρο 29(1) του Νόμου.

 

Δίδονται οδηγίες στην Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να κοινοποιήσει αμέσως στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος την παρούσα απόφαση.

                                                                                               

(Υπ.) ______________

     Α. Κούρα, προσ. Ε. Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

  

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο