
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 4527/2021
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Κατηγορούσα Αρχή
ν
Β.Τ.
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 27.12.2024
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Μάριος Ζαρής μαζί με κ. Γιώργο Σταύρου
Για τον Κατηγορούμενο: κ. Έλενα Ττοφαλλή
Κατηγορούμενος παρών.
ΑΠΟΦΑΣΗ
1. Εισαγωγή
Η παρούσα υπόθεση αφορά το αδίκημα της απειλής εναντίον της πρώην συζύγου του Κατηγορούμενου.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο ημερ. 07.06.2021, ο Κατηγορούμενος κατηγορείται ότι στις 28.04.2021 και ώρα 15:00 απείλησε την εν διαστάσει σύζυγό του λέγοντας της «έλα φέρτο μωρό τωρά να μεν σε πάρει ο θκιάολος» και «κλείσμου το τζιαι εννα δεις αν θα φκάλεις την νύχτα» (1η κατηγορία).
2. Η Μαρτυρία
Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε δύο μάρτυρες για απόδειξη της υπόθεσης της, ήτοι την παραπονούμενη, Μ.Χ. (ΜΚ1), και την Αστυφύλακα 1931 Π.Ι. (ΜΚ2). Αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου, αυτός επέλεξε να δώσει ενόρκως μαρτυρία, ενώ δεν κάλεσε οποιουσδήποτε μάρτυρες υπεράσπισης. Η όλη μαρτυρία που προσφέρθηκε είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και κατωτέρω παραθέτω τα κύρια σημεία της.
Η ΜΚ1 κατέθεσε και υιοθέτησε την κατάθεση της ημερ. 28.04.2021 που έδωσε στην Αστυνομία, ήτοι το Τεκμήριο 1. Κατά τον ανωτέρω χρόνο βρισκόταν ήδη σε διάσταση για 1 έτος με τον Κατηγορούμενο, με τον οποίο ήταν παντρεμένη για 8 έτη και απέκτησε ένα τέκνο στις [ ].[ ].2017. Επειδή δεν είχε εκδοθεί διάταγμα γονικής μέριμνας από το Οικογενειακό Δικαστήριο, η ΜΚ1 και ο Κατηγορούμενος διευθετούσαν μεταξύ τους το πρόγραμμα επικοινωνίας του τελευταίου με το ανήλικο. Κατά τον επίδικο χρόνο, ήτοι στις 28.04.2021, παρά το γεγονός ότι είχαν συμφωνήσει ότι ο Κατηγορούμενος δεν θα έπαιρνε το ανήλικο, η ΜΚ1 δέχθηκε να έρθει ο Κατηγορούμενος στο σπίτι της για να δει το ανήλικο και αν θα το έπαιρνε μαζί του, να υποβαλλόταν προηγουμένως ο Κατηγορούμενος σε τεστ Covid-19 και να μην το φέρει σε επαφή με άλλα πρόσωπα. Ο Κατηγορούμενος, όμως, ο οποίος βρισκόταν στο αυτοκίνητο του έξω από το σπίτι της ΜΚ1, αντέδρασε και πήρε τηλέφωνο την ΜΚ1 και της φώναζε «σκατόσιυλλα», «βρωμισμένη» και «άχρηστη» και διάφορα άλλα. Όταν η ΜΚ1 είπε στον Κατηγορούμενο να σταματήσει να της μιλά με τον ανωτέρω τρόπο, αλλιώς θα του κλείσει το τηλέφωνο, ο Κατηγορούμενος της είπε «έλα φέρτο μωρό τωρά να μεν σε πάρει ο θκιάολος» και «κλείσμου το τζιαι εννα δεις αν θα φκάλεις την νύχτα πόψε». Αποτέλεσμα τούτου ήταν η ΜΚ1 να του κλείσει το τηλέφωνο και να προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία, καθώς η ίδια είχε φοβηθεί ότι ο Κατηγορούμενος θα της κάνει κακό. Σύμφωνα με την ΜΚ1, ο Κατηγορούμενος είχε θέμα με τα νεύρα του από την αρχή της σχέσης τους, καθώς όταν νευριάσει δεν ελέγχεται, ενώ στο παρελθόν την χτυπούσε και την έδερνε. Κάποιες φορές αντιδρούσε και η ίδια για να αμυνθεί και τον χτυπούσε, αλλά όταν έβλεπε ότι ο Κατηγορούμενος εξαγριωνόταν ακόμα περισσότερο, σταματούσε γιατί φοβόταν ότι θα της κάμει κακό.
Στην αντεξέτασή της, ανέφερε ότι στο θέμα της επικοινωνίας του Κατηγορούμενου με το ανήλικο τέκνο τους, ο Κατηγορούμενος έκαμνε ότι ήθελε ο ίδιος, χωρίς να φοβάται ή να υπολογίζει κανέναν. Κατά την επίδικη ημέρα, δεν θυμόταν πόσες μέρες προηγουμένως είχε να δει ο Κατηγορούμενος το ανήλικο, αλλά ήταν βέβαιη ότι δεν πέρασε εβδομάδα και να μην έχει επικοινωνία ο Κατηγορούμενος με το ανήλικο. Αναφορικά με το τεστ Covid-19, ανέφερε ότι δεν θυμόταν αν της είπε ο Κατηγορούμενος ότι είχε υποβληθεί σε τέτοιο έλεγχο, αλλά επέμενε ότι ο Κατηγορούμενος δεν υποβλήθηκε σε σχετικό τεστ Covid-19. Παραδέχθηκε, επίσης, ότι κατά την διάρκεια των 8-9 ετών σχέσης τους είχαν χωρίσει 3 με 4 φορές, αλλά συμφιλιώνονταν και έσμιγαν ξανά μετά, εξηγώντας ότι ο Κατηγορούμενος ήταν χειριστικός και η ίδια δεν μπορούσε να βγει από το «τρυπάκι» στο οποίο είχε περιέλθει, καθώς ο Κατηγορούμενος ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε. Εξήγησε ότι ο Κατηγορούμενος, με τον τρόπο του, την απομάκρυνε από τις φίλες της και την οικογένειά της, με αποτέλεσμα η ίδια να μην έχει επαφή με κανένα άλλο πρόσωπο εκτός από τον Κατηγορούμενο. Στην συνέχεια, ανέφερε ότι τα τελευταία 2 έτη προσπάθησε να κάμει και αυτή το ίδιο στον Κατηγορούμενο, δηλαδή να τον ενοχλεί συνέχεια σε σχέση με το που θα πάει και με ποια πρόσωπα βρίσκεται ανά πάσα ώρα και στιγμή, για να καταλάβει ο Κατηγορούμενος πως ένιωθε η ίδια. Σε σχέση με την σωματική βία που βίωνε από τον Κατηγορούμενο κατά τον γάμο τους, ανέφερε ότι δεν προέβη σε οποιαδήποτε καταγγελία γιατί δεν είχε το θάρρος να βγει από το «τρυπάκι», στο οποίο την ώθησε ο Κατηγορούμενος. Στην συνέχεια, παραδέχθηκε ότι ο πατέρας της είναι αστυνομικός, αλλά τον χαρακτήρισε ως «μαλακτό» και «άλλης νοοτροπίας», ο οποίος της έλεγε να κάμει υπομονή με τον Κατηγορούμενο και ότι «θα περάσει». Ανέφερε, επίσης, ότι όταν τσακωνόταν με τον Κατηγορούμενο, αντιδρούσε και αυτή είτε χτυπώντας τον είτε ρίχνοντας του διάφορα αντικείμενα. Σε υποβολή που της έγινε κατά την αντεξέταση ότι είχε προβεί σε ψευδή ένορκη δήλωση ότι ο Κατηγορούμενος κατέχει όπλο, η ΜΚ1 το αρνήθηκε, αναφέροντας ότι εκείνο που είχε αναφέρει σε ένορκη δήλωση της -η οποία δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο- ήταν ότι ο Κατηγορούμενος έλαβε άδεια οπλοκατοχής. Στην συνέχεια, εξήγησε ότι ο Κατηγορούμενος είχε πάει στο νοσοκομείο για κάποια εξέταση, καθώς δεν είχε υπηρετήσει στον στρατό και αυτό ήταν κώλυμα για να λάβει άδεια οπλοκατοχής. Μετά που πέρασε αυτή την ιατρική εξέταση ο Κατηγορούμενος, θα μπορούσε να λάβει άδεια οπλοκατοχής, αλλά η ίδια δεν γνώριζε αν στο τέλος της ημέρας ο Κατηγορούμενος έλαβε όντως τέτοια άδεια.
Η ΜΚ2 υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας και κατά τον επίδικο χρόνο ήταν τοποθετημένη στο κλιμάκιο βίας στην οικογένεια. Κατέθεσε και υιοθέτησε την κατάθεση της ημερ. 30.04.2021, ήτοι το Τεκμήριο 2, αναφέροντας ότι στις 28.04.2021 προσήλθε στο κλιμάκιο η ΜΚ1, η οποία ήταν αναστατωμένη, έκλαιγε και επαναλάμβανε διαρκώς ότι φοβάται τον Κατηγορούμενο. Στην συνέχεια έλαβε κατάθεση από την ΜΚ1, η οποία κατήγγειλε τον Κατηγορούμενο ότι την είχε απειλήσει μέσω τηλεφώνου. Ακολούθως, στις 30.04.2021 η ΜΚ2 έλαβε κατάθεση από τον Κατηγορούμενο, ήτοι το Τεκμήριο 4, και μετά τον κατηγόρησε γραπτώς για το παρόν αδίκημα και ο Κατηγορούμενος απάντησε «Δεν παραδέχομαι» (βλ. Τεκμήριο 3).
Ο Κατηγορούμενος κατέθεσε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του την κατάθεση του που έδωσε στην Αστυνομία, ήτοι το Τεκμήριο 4. Σύμφωνα με τον ίδιο, στις 28.04.2021 και περί ώρα 14:30 μίλησε τηλεφωνικώς με την ΜΚ1 και συνεννοήθηκαν ότι σε 30 λεπτά θα περάσει ο ίδιος από σπίτι της για να πιάσει το ανήλικο τέκνο τους. Μετά από 20 λεπτά ο Κατηγορούμενος πήγε με το αυτοκίνητο του έξω από το σπίτι της ΜΚ1 και την περίμενε να του φέρει το ανήλικο. Μετά από πάροδο 20 λεπτών πήρε τηλέφωνο την ΜΚ1, η οποία του ανέφερε ότι χρειάζεται ακόμα 30 λεπτά για να του φέρει το ανήλικο, με αποτέλεσμα ο ίδιος να αντιδράσει λέγοντας της ότι δεν θα τον κοροϊδεύει και ζητώντας της να του πει που βρίσκεται για να πάει ο ίδιος να πιάσει το ανήλικο. Στην συνέχεια η ΜΚ1 άρχισε να του μιλά ειρωνικά και να του λέει ότι δεν θα πιάσει το ανήλικο και του έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Κατηγορούμενος την κάλεσε ξανά και η ΜΚ1 του έλεγε «πε μου ένα λόγο να σου δώκω το μωρό». Αφού αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με την ΜΚ1, ο Κατηγορούμενος έφυγε από το μέρος. Αρνήθηκε ότι απείλησε την ΜΚ1 και επέμεινε ότι η ΜΚ1 ψεύδεται.
Στην κυρίως εξέταση του, ανέφερε ότι κατά τον γάμο τους είχε τσακωμούς με την ΜΚ1, η οποία τον ειρωνευόταν και κάποιες φορές γινόταν επιθετική ρίχνοντας του διάφορα αντικείμενα. Μετά την διάσταση τους, συνεχίζει να έχει επικοινωνία με την ΜΚ1, πάει σπίτι στο σπίτι της για να πιάσει το ανήλικο ή να πιούνε καφέ, πάνε μαζί να δούνε το ανήλικο στο ποδόσφαιρο και τις γιορτές του σχολείου του και κάθονται μαζί. Για το επίδικο περιστατικό, ανέφερε ότι ενώ είχε επικοινωνία με το ανήλικο 4 φορές την εβδομάδα, την επίδικη εβδομάδα δεν είχε δει καθόλου το ανήλικο λόγω άρνησης της ΜΚ1. Στις 28.04.2021, όταν αποφάσισε και δέχθηκε η ΜΚ1 να πάει ο ίδιος να πιάσει το ανήλικο, ο Κατηγορούμενος πήγε έξω από το σπίτι της ΜΚ1 και περίμενε στο αυτοκίνητο του. Όταν του είπε η ΜΚ1 ότι χρειάζεται ακόμα μισή ώρα για να του πάρει το ανήλικο, απογοητεύτηκε και απελπίστηκε γιατί θεώρησε ότι η ΜΚ1 τον κοροϊδεύει και δεν θα έβλεπε το ανήλικο. Στην συνέχεια, όταν ρώτησε την ΜΚ1 που βρίσκεται για να πάει ο ίδιος να πιάσει το μωρό, η ΜΚ1 του είπε ειρωνικά «πε μου ένα λόγο να σου δώσω το μωρό, που μου ένα λόγο ρε [ ] να σου δώσω το μωρό». Ακολούθως, ο Κατηγορούμενος κατάλαβε ότι δεν θα έβλεπε το ανήλικο και τον έπιασε το παράπονο και πήγε στο σπίτι του. Αρνήθηκε ότι έβρισε ή απείλησε στην ΜΚ1, εξηγώντας ότι εάν το έπραττε τότε δεν θα του επέτρεπε μετά να δει ποτέ το ανήλικο. Αναφορικά με τον τόνο της φωνής του κατά την συνομιλία του με την ΜΚ1, ανέφερε ότι δεν ήταν θυμωμένος. Για το ζήτημα του όπλου, αρνήθηκε ότι κατέχει όπλο ή άδεια οπλοκατοχής και πρόσθεσε ότι έκαμε καταγγελία στην Αστυνομία για την ψευδή ένορκη δήλωση της ΜΚ1 ότι κατέχει όπλο, στα πλαίσια αίτησης που έκανε η τελευταία για ψυχιατρική εξέταση του.
Στην αντεξέταση του, επέμενε ότι δεν απείλησε την ΜΚ1 και ότι ο τόνος της φωνής του δεν ήταν θυμωμένος, αλλά «απελπισμένος», καθώς είχε μια εβδομάδα να δει το ανήλικο, ενώ προηγουμένως το έβλεπε 4 φορές την εβδομάδα κατόπιν συνεννόησης με την ΜΚ1. Υποστήριξε την θέση του στο γεγονός ότι επειδή δεν υπήρχαν διατάγματα επικοινωνίας του με το ανήλικο, θεωρούσε ότι αν απειλούσε την ΜΚ1, τότε ο ίδιος δεν θα έβλεπε το ανήλικο για αρκετό καιρό. Σε σχέση με την καταγγελία του ότι η ΜΚ1 προέβη σε ψευδή δήλωση για να υποβάλει τον ίδιο σε υποχρεωτική ψυχιατρική εξέταση, ανέφερε ότι τον κάλεσε η Αστυνομία λέγοντας του ότι η ΜΚ1 έκαμε ψευδή δήλωση και αν έχει παράπονο να πάει στην Αστυνομία για να προβεί σε σχετική καταγγελία και να «κινηθεί νομικά» η Αστυνομία. Σύμφωνα, όμως, με το ημερολόγιο της Αστυνομίας, ήτοι Τεκμήριο Α προς Αναγνώριση, το οποίο ο Κατηγορούμενος αναγνώρισε και δεν αμφισβήτησε, στις 30.09.2021 ο Κατηγορούμενος προσήλθε στον αστυνομικό σταθμό και κατήγγειλε την ΜΚ1 για ψευδορκία και η καταγγελία του «παρακολουθείται». Σύμφωνα δε με το Τεκμήριο 6, δεν σχηματίστηκε ποινική δίωξη εναντίον της ΜΚ1 για την ανωτέρω καταγγελία του. Επίσης, ενώ ανέφερε ότι μετά το επίδικο περιστατικό η σχέση του με την ΜΚ1 ήταν καλή, καθώς βρίσκονταν τόσο στο σπίτι της ΜΚ1, όσο και σε διάφορες γιορτές του ανήλικου, στην συνέχεια ανέφερε ότι προέβη σε καταγγελίες εναντίον της για ανυπακοή της με τα διατάγματα επικοινωνίας του με το ανήλικο.
3. Παραδεκτά και Μη Αμφισβητούμενα Γεγονότα
Τα κατωτέρω γεγονότα δεν αμφισβητήθηκαν από τις δύο πλευρές και συνιστούν ευρήματα του Δικαστηρίου (βλ. Αντρέου ν Δήμου Λάρνακας (2014) 2 ΑΑΔ 263 και Ocean Reef Properties Ltd v Colville (2015) 1 ΑΑΔ 1002):
(α) Κατά τον επίδικο χρόνο, ο Κατηγορούμενος και η ΜΚ1 ήταν ήδη παντρεμένοι για 8 περίπου χρόνια και είχαν αποκτήσει ένα ανήλικο τέκνο στις [ ].[ ].2017. Δεν υπήρχαν σε ισχύ διατάγματα επικοινωνίας του Κατηγορούμενου με το ανήλικο, με αποτέλεσμα η επικοινωνία του Κατηγορούμενου με το ανήλικο να πραγματοποιείται κατόπιν συνεννόησης του με την ΜΚ1, η οποία είχε την φύλαξη του ανήλικου.
(β) Στις 28.04.2021 ο Κατηγορούμενος και η ΜΚ1 συνεννοήθηκαν ότι ο Κατηγορούμενος θα είχε επικοινωνία με το ανήλικο και ο τελευταίος πήγε με το αυτοκίνητό του έξω από το σπίτι της ΜΚ1. Κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας των δύο, υπήρξε διαφωνία μεταξύ τους, με αποτέλεσμα ο Κατηγορούμενος να μην δει καθόλου το ανήλικο και να αναχωρήσει από το μέρος.
4. Η Αξιολόγηση της Μαρτυρίας
Μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή όλους τους μάρτυρες και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την όλη μαρτυρία και αξιοπιστία των μαρτύρων με το κριτήριο του μέσου λογικού αντικειμενικού παρατηρητή (βλ. Νεοφύτου ν Γερακιώτη (2010) 1 ΑΑΔ 25) και αφού έχω λάβει υπόψιν μου τόσο την εμφάνιση και συμπεριφορά των μαρτύρων (βλ. C&A Pelekanos v Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ1273), όσο και το περιεχόμενο, ποιότητα και πειστικότητα της μαρτυρίας τους (βλ. Μαυροσκούφη ν Τράπεζα Πειραιώς (2014) 1 ΑΑΔ 839 και Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506) αντιπαραβαλλόμενη με το σύνολο της μαρτυρίας στην δίκη, είτε προέρχεται από άλλη ζώσα μαρτυρία είτε από έγγραφη μαρτυρία και τεκμήρια (βλ. Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339, Στυλιανίδης ν Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, Pal Tekinder v Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551 και Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» ν Αργυρίδου (Πολιτική Έφεση 32/2014) ημερ. 29/09/2021, ECLI:CY:AD:2021:A430). Δεν μου διαφεύγει ότι μικρές ή επουσιώδεις αντιφάσεις είναι φυσιολογικό να υπάρχουν και τείνουν να ενισχύουν την φιλαλήθεια και αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 320 και Ξυδιάς ν Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 174), εκτός βέβαια αν είναι τέτοια ουσιαστικής μορφής που πλήττουν την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή καταδεικνύουν την πρόθεση του να πει ψέματα (βλ. Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816).
Για σκοπούς συνοχής θα αρχίσω από την αξιολόγηση της ΜΚ2, η οποία άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Εκτός του ότι δεν έχει κανένα συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης, δεν αμφισβητήθηκε επί της ουσίας η μαρτυρία της και δη το γεγονός ότι η ΜΚ1 προέβη σε άμεσο παράπονο στην Αστυνομία και όταν η ίδια έλαβε την κατάθεση της ΜΚ1, η τελευταία ήταν αναστατωμένη, έκλαιγε και επαναλάμβανε διαρκώς ότι φοβάται τον Κατηγορούμενο. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω αξιόπιστη την μαρτυρία της και την αποδέχομαι στο σύνολό της.
Η ΜΚ1 άφησε γενικά καλή εντύπωση στο Δικαστήριο και έδωσε την εικόνα προσώπου που ήρθε να πει στο Δικαστήριο την αλήθεια, παρά την έντονη συναισθηματική φόρτισή της. Αν και υπέπεσε σε κάποιες αντιφάσεις, αυτές θεωρώ ότι είναι επουσιώδεις. Συγκεκριμένα, η ΜΚ1 δεν θυμόταν πόσες μέρες ακριβώς είχαν περάσει χωρίς να δει ο Κατηγορούμενος το ανήλικο τέκνο τους και κατά πόσο ο Κατηγορούμενος της είπε ότι είχε υποβληθεί σε τεστ Covid-19 την προηγούμενη ημέρα. Τα ανωτέρω δεν καταρρακώνουν την αξιοπιστία της, αλλά, αντίθετα, καταδεικνύουν τον αυθορμητισμό της και τείνουν να ενισχύσουν την φιλαλήθεια και αξιοπιστία της. Αναφορικά με το κατά πόσο ο Κατηγορούμενος είχε όπλο ή άδεια οπλοκατοχής, η ΜΚ1 διευκρίνισε ότι αυτό που γνώριζε ήταν ότι ο Κατηγορούμενος της ανέφερε πως θα υποβαλλόταν σε κάποια ιατρική εξέταση για τον λόγο ότι δεν του έδιναν όπλο επειδή δεν είχε υπηρετήσει στον στρατό. Δεν αντικρούστηκε αυτή η θέση της είτε κατά την αντεξέταση της είτε από την μαρτυρία του Κατηγορούμενου, δηλαδή είτε ότι ο Κατηγορούμενος δεν υπεβλήθη σε οποιαδήποτε ιατρική εξέταση είτε ότι δεν ανέφερε στην ΜΚ1 ότι θα υποβαλλόταν σε τέτοια εξέταση. Εκείνο που ανέφερε απλώς ο Κατηγορούμενος ήταν ότι δεν κατέχει όπλο και άδεια οπλοκατοχής. Γενικά, η αντεξέταση της ΜΚ1 επικεντρώθηκε σε γεγονότα άσχετα με το επίδικο περιστατικό, όπως η σχέση της με τον Κατηγορούμενο κατά την διάρκεια του γάμου τους και μετά το επίδικο περιστατικό, χωρίς να αμφισβητηθεί ευθέως η θέση και ισχυρισμός της ότι ο Κατηγορούμενος εκστόμισε τα επίδικα λόγια προς την ΜΚ1. Το γεγονός ότι είχε κατά καιρούς τσακωμούς με τον Κατηγορούμενο και η ίδια αντιδρούσε κάποιες φορές χτυπώντας τον δεν σημαίνει ότι ήταν αδύνατο να εκφοβιστεί ή τρομοκρατηθεί από τα επίδικα λόγια του Κατηγορούμενου κατά τον επίδικο χρόνο. Ενόψει των ανωτέρω, η μαρτυρία της κρίνεται ως αξιόπιστη και την αποδέχομαι.
Ο Κατηγορούμενος, από την άλλη, δεν άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο και δεν έπεισε για την εκδοχή του. Για το επίδικο περιστατικό ανέφερε ότι είχε μια εβδομάδα να επικοινωνήσει με το ανήλικο και ανέμενε με αγωνία να το δει κατά την επίδικη ημέρα ως η συνεννόηση που είχε με την ΜΚ1. Όταν ήταν ήδη με το αυτοκίνητο του έξω από το σπίτι της ΜΚ1 και αντιλήφθηκε τελικά ότι δεν θα έβλεπε (πάλι) το ανήλικο, πήρε τηλέφωνο την ΜΚ1, η οποία του είπε «πε μου ένα λόγο να σου δώκω το μωρό», φράση την οποία ο Κατηγορούμενος ανέφερε αυτολεξεί στο Δικαστήριο και μιμήθηκε, μάλιστα, τον ειρωνικό τρόπο με τον οποίο του την ανέφερε η ΜΚ1. Απέφυγε, όμως, να αναφέρει συγκεκριμένα τι απάντησε και πως αντέδρασε ο ίδιος σε αυτή την προκλητική και ειρωνική -κατά τον Κατηγορούμενο- συμπεριφορά της ΜΚ1. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο Κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι είχαν διάφορους και έντονους τσακωμούς κατά την διάρκεια του γάμου τους, με διαφωνίες, αντιζηλίες, ρίψη και σπάσιμο αντικειμένων, το Δικαστήριο δεν έχει πειστεί για την αλήθεια της εκδοχής του ότι δεν εκστόμισε τις επίδικες φράσεις εναντίον της ΜΚ1. Επίσης, ο Κατηγορούμενος προσπάθησε να παρουσιάσει την μετέπειτα σχέση του με την ΜΚ1 ως εξομαλυμένη, αναφέροντας ότι ο ίδιος πήγαινε στο σπίτι της για καφέ να δει το ανήλικο και ότι πήγαιναν μαζί στις γιορτές του ανήλικου και δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα ή φόβος της ΜΚ1. Από την άλλη, όμως, προέκυψε από την δική του μαρτυρία ότι τόσο η ΜΚ1 όσο και ο ίδιος προέβησαν σε εκατέρωθεν καταγγελίες στην Αστυνομία, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2021 η ΜΚ1 υπέβαλε τον Κατηγορούμενο σε υποχρεωτική ψυχιατρική εξέταση, γεγονότα τα οποία καταρρίπτουν τα όσα ανέφερε και προσπάθησε να παρουσιάσει στο Δικαστήριο. Σε σχέση δε με την καταγγελία του για ψευδορκία της ΜΚ1 στην αίτηση της για την ψυχιατρική εξέταση του, ανέφερε ότι κλήθηκε από την Αστυνομία να προχωρήσει σε παράπονο και καταγγελία της ΜΚ1, καθώς η ίδια η Αστυνομία του ανέφερε ότι η ΜΚ1 προέβη σε ψευδή δήλωση. Ο ανωτέρω ισχυρισμός του, όμως, καταρρίφθηκε από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 6 και του Τεκμηρίου Α προς Αναγνώριση. Ενόψει όλων των ανωτέρω, η όλη μαρτυρία του Κατηγορούμενου κρίνεται ως αναξιόπιστη και απορρίπτεται.
5. Η Νομική Πτυχή
Εφόσον ο Κατηγορούμενος αρνείται την διάπραξη των επίδικων αδικημάτων, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο του αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Οι εικασίες, υποθέσεις και υποψίες, ακόμα και ευλογοφανείς, δεν έχουν οποιαδήποτε νομική ισχύ και δεν μπορούν να καλύψουν τυχόν κενά της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Από την άλλη, ο Κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Οι απομακρυσμένες πιθανότητες, όμως, δεν είναι αρκετές να δημιουργήσουν λογική αμφιβολία.
Σχετικό με την κατηγορία που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος είναι το άρθρο 91Α του Περί Ποινικού Κώδικα Νόμου (ΚΕΦ.154), το οποίο προνοεί τα εξής:
«Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.»
Συνεπώς, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, τα οποία οφείλει να αποδείξει η Κατηγορούσα Αρχή είναι (α) η απειλή άσκησης βίας ή τέλεσης άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης κατά άλλου προσώπου και (β) η πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας σε τέτοιο πρόσωπο.
Το τι συνιστά απειλή είναι ζήτημα πραγματικό, το οποίο κρίνεται ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης και ιδιαίτερα αναφορικά με το περιεχόμενο των όσων εκστομίζονται και το αποτέλεσμα που αυτά προκαλούν στο πρόσωπο που απευθύνονται (βλ. Ιωσήφ ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 41/2021) ημερ. 28.09.2022, ECLI:CY:AD:2022:B369 και Νετζιήπ ν Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1). Σε σχέση με την πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας, αυτό εξετάζεται με βάση την υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου, και όχι με το κατά πόσο υπήρχε όντως στατιστική πιθανότητα να πραγματοποιηθεί η απειλή (βλ. Κούσουλος ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 119/2021) ημερ. 20.01.2022, ECLI:CY:AD:2022:B13). Επίσης, ο Κατηγορούμενος θα πρέπει να είχε όντως πρόθεση να προκαλέσει τρόμο ή ανησυχία στον απειλούμενο, έστω και αν δεν είχε σκοπό να πραγματοποιήσει την απειλή του. Εντούτοις, μια κενή απειλή, είτε λόγω του εξωπραγματικού χαρακτήρα της είτε των συνθηκών κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει τέτοια πρόθεση (βλ. Βοσκού ν Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 510).
Η συνήγορος του Κατηγορούμενου, κατά την αγόρευση της, εισηγήθηκε ότι ο τρόμος ή και ανησυχία του θύματος θα πρέπει να είναι συνεχόμενα και ως εκ τούτου τυχόν μελλοντική επαφή του θύματος με το πρόσωπο που προέβη στην απειλή εξανεμίζει ουσιαστικά την ύπαρξη του ανωτέρω συστατικού στοιχείου. Προς υποστήριξη της ανωτέρω εισήγησής της, παρέπεμψε στις αποφάσεις Νετζιήπ (ανωτέρω) και Κούσουλος (ανωτέρω) του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν μπορώ, όμως, να συμμεριστώ τα ανωτέρω. Εκτός του ότι δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από την ανωτέρω νομολογία, ήτοι ότι ο τρόμος ή και η ανησυχία θα πρέπει να είναι συνεχόμενα και να εξακολουθούν να υπάρχουν εσαεί μετά το επίδικο περιστατικό, επισημαίνω ότι το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο το παρόν αδίκημα διαπράχθηκε – δηλαδή αν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας – κατά τον επίδικο χρόνο. Δηλαδή, εάν αποδειχθεί η πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας ένεκα της απειλής κατά τον επίδικο χρόνο, τότε είναι αδιάφορο για το Δικαστήριο αν μετέπειτα και μέχρι τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης αυτός ο τρόμος ή η ανησυχία του θύματος έχουν υποβαθμιστεί ή εκμηδενιστεί για οποιονδήποτε λόγο.
6. Τα Ευρήματα του Δικαστηρίου
Σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία της ΜΚ1, συνιστά εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Κατηγορούμενος εκστόμισε μέσω τηλεφώνου προς την ΜΚ1 τις φράσεις «έλα φέρτο μωρό τωρά να μεν σε πάρει ο θκιάολος» και «κλείσμου το τζιαι εννα δεις αν θα φκάλεις την νύχτα» και ενώ μάλιστα αυτός βρισκόταν στο αυτοκίνητο του έξω από το σπίτι της. Το περιεχόμενο των ανωτέρω φράσεων φανερώνουν απειλή του Κατηγορούμενου να ασκήσει βία ή προβεί σε κάποια παράνομη πράξη εις βάρος της ΜΚ1 αν η τελευταία δεν του παραδώσει το ανήλικο ή, στην συνέχεια, του κλείσει το τηλέφωνο. Έχοντας υπόψιν τις ανωτέρω περιστάσεις κάτω από τις οποίες λέχθηκαν οι ανωτέρω φράσεις, αλλά και το παρελθόν της έντονης και κατά καιρούς βίαιης σχέσης της ΜΚ1 και του Κατηγορούμενου, κρίνω ότι (α) το περιεχόμενο τους συνιστά πραγματική απειλή, από την οποία η ΜΚ1 όντως φοβήθηκε και ανησύχησε, και (β) πρόθεση του Κατηγορούμενου ήταν να εκφοβίσει και προκαλέσει τρόμο στην ΜΚ1, έτσι ώστε αυτή να του παραδώσει το ανήλικο κατά τον επίδικο χρόνο, ασχέτως αν ο Κατηγορούμενος δεν είχε σκοπό στο τέλος της ημέρας να εκδηλώσει οποιαδήποτε βία ή παράνομη συμπεριφορά έναντί της.
Παρά το γεγονός ότι δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας στην παρούσα υπόθεση και ούτε υπάρχουν οποιεσδήποτε εγγενείς ή ενδόμυχες αμφιβολίες ως προς τα ανωτέρω ευρήματα και ενοχή του Κατηγορούμενου (βλ. Χρυσάνθου ν Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 221), εντοπίζω ότι έχει τεθεί ενώπιον μου τέτοια ενισχυτική μαρτυρία. Συγκεκριμένα, η ΜΚ1, μετά που δέχθηκε την απειλή από τον Κατηγορούμενο πήρε τηλέφωνο στην Αστυνομία και στην συνέχεια όταν έφυγε ο Κατηγορούμενος – ο οποίος βρισκόταν στο αυτοκίνητο του έξω από το σπίτι της – έσπευσε αμέσως το ίδιο απόγευμα και κατήγγειλε το περιστατικό στην Αστυνομία, ήτοι στην ΜΚ2. Λαμβάνοντας υπόψιν τα ανωτέρω σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της απειλής του Κατηγορούμενου, η οποία προσδιορίστηκε χρονικά ότι θα υλοποιηθεί το βράδυ της ίδιας ημέρας, και την αξιόπιστη μαρτυρία της ΜΚ2, κρίνω ότι το παράπονο της ΜΚ1 έγινε άμεσα και με την πρώτη ευκαιρία. Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι το άμεσο και πρώτο παράπονο της ΜΚ1 στην ΜΚ2 -σύμφωνα με την οποία η ΜΚ1 ήταν αναστατωμένη και έκλαιγε κατά την κατάθεση της- συνιστά ενισχυτική μαρτυρία (βλ. άρθρο 10 του Περί Αποδείξεως Νόμου (ΚΕΦ.9)). Η ανωτέρω ενισχυτική μαρτυρία της ΜΚ2 ενδυναμώνει την μαρτυρία της ΜΚ1 και την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση (βλ. Brierley v Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 476).
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την διάπραξη του αδικήματος από τον Κατηγορούμενο.
7. Κατάληξη
Για όλους τους λόγους που καταγράφονται ανωτέρω, ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.
(Υπ.).....................................
Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο