ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. Α.Π., Αρ. Υπόθεσης: 5152/2021, 19/12/2024
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. Α.Π., Αρ. Υπόθεσης: 5152/2021, 19/12/2024

 

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 5152/2021

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Κατηγορούσα Αρχή

 

ν

 

Α.Π.

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 19.12.2024

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Μ. Ζαρής με κ. Γ. Σταύρου

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Παπαβασιλείου

Κατηγορούμενος παρών.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(ΕΚ ΠΡΩΤΗΣ ΟΨΕΩΣ)

 

Εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή έχει κλείσει την υπόθεση της, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει κατά πόσο αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου επαρκώς ώστε αυτός να κληθεί σε απολογία και να υποχρεωθεί να προβάλει την υπεράσπιση του.

Στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο προβαίνει σε μια εκ πρώτης όψεως θεώρηση της μαρτυρίας, χωρίς αξιολόγηση της αξιοπιστίας της, και είναι αρκετό αν αυτή δημιουργεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, έτσι ώστε αν ο κατηγορούμενος δεν δώσει ικανοποιητική εξήγηση, η καταδίκη του από το Δικαστήριο να είναι μια λογική πραγματική δυνατότητα (βλ. Grant v Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 808, Police v Kallenos (1980) JSC 145).

Η απαλλαγή ενός κατηγορούμενου σε αυτό το στάδιο δικαιολογείται μόνο όταν: (α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, ή (β) οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει καταδίκη σ΄ αυτή (βλ. Azinas v Police (1981) 1 CLR 250). Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης. Μόνο όταν η μαρτυρία εμπεριέχει τέτοια θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία, που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει ένα λογικό Δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της (βλ. Παναγιώτου ν Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191).

Στην παρούσα υπόθεση, ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει τρεις κατηγορίες, ήτοι επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης (1η κατηγορία), απειλή (2η κατηγορία) και αποστολή δια δημοσίου δικτύου επικοινωνιών απειλητικού τηλεφωνήματος (3η κατηγορία). Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε 4 μάρτυρες προς υποστήριξη της υπόθεσης της, ήτοι τους Αστυφύλακα 1931 Π.Α. (ΜΚ1), M.M. (ΜΚ2), Δρ. Κ.Μ. (ΜΚ3) και Αστυφύλακα 4001 Μ.Μ. (ΜΚ4). Η μαρτυρία τους είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά και δεν προτίθεμαι για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας να την παραθέσω.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου εισηγήθηκε ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου για καμία εκ των κατηγοριών που αντιμετωπίζει. Σε σχέση με τις κατηγορίες 1 και 2 ανέφερε ότι προσφέρθηκε αντιφατική μαρτυρία από τους μάρτυρες κατηγορίας, παραπέμποντας σε σημεία και μέρη της μαρτυρίας τους. Είμαι τη γνώμης, όμως, ότι η εισήγηση της Υπεράσπισης χρήζει εξέτασης κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας στο τέλος της υπόθεσης και όχι στο παρόν στάδιο. Για σκοπούς του παρόντος σταδίου, κρίνω ότι προσφέρθηκε ικανοποιητική μαρτυρία, η οποία θα αξιολογηθεί στο τέλος της διαδικασίας.

Αναφορικά με την 3η κατηγορία, το επίμαχο άρθρο 149(6)(α) του Περί Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου (Ν.112(Ι)/2004), ως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, προνοεί τα εξής:

«Πρόσωπο το οποίο-

(α) αποστέλλει δια δημόσιου δικτύου επικοινωνιών, μήνυμα ή οτιδήποτε άλλο, το οποίο είναι κατάφωρα προσβλητικό ή/και άσεμνου ή αισχρού ή απειλητικού χαρακτήρα, ή

[…] είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε περίπτωση καταδίκης του, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια ευρώ (€1.700)»

Ο συνήγορος του Κατηγορούμενου εισηγήθηκε ότι δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με την αποστολή μηνύματος από τον Κατηγορούμενο και ότι μια τηλεφωνική συνδιάλεξη δεν συνιστά μήνυμα εντός της εννοίας του Ν.112(Ι)/2004. Παρέπεμψε, προς τούτο, στην απόφαση Μαυρομμάτης ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 418, στην οποία αποφασίστηκε ότι ο όρος «μήνυμα» στο άρθρο 149(6)(β) δεν περιλαμβάνει τηλεφωνική συνδιάλεξη.

Δεν μου διαφεύγει, φυσικά, ότι σε αντίθεση με την παράγραφο (β) του άρθρου 149(6), η παράγραφος (α) αυτού αναφέρεται σε αποστολή μηνύματος ή οτιδήποτε άλλου. Στην απόφαση Παναγιώτου ν Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 396, ένα εικονομήνυμα με φωτογραφία κρίθηκε ότι ενέπιπτε στο άρθρο 149(6)(α) του Ν.112(Ι)/2004, καθώς μετά την εξάπλωση των νέων τεχνολογιών υπάρχει πλέον νέα διάσταση στην κοινωνική συναναστροφή. Θα μπορούσε, λοιπόν, αυτό το «οτιδήποτε άλλο» να είναι ένας ήχος ή ένα φωνητικό μήνυμα, δηλαδή κάτι που θα μπορούσε να «αποσταλεί». Ένα ζωντανό τηλεφώνημα ή τηλεφωνική συνδιάλεξη, όμως, δεν είναι κάτι το οποίο αποστέλλεται, καθώς υπάρχει ήδη ζωντανή και απευθείας επικοινωνία. Με βάση την ανωτέρω γραμματική ερμηνεία της επίμαχης πρόνοιας, κρίνω ότι το άρθρο 149(6)(α) του Ν.112(Ι)/2004 δεν περιλαμβάνει ένα ζωντανό τηλεφώνημα ή τηλεφωνική συνδιάλεξη. Ως εκ τούτου, απουσιάζει μαρτυρία για συστατικό στοιχείο του αδικήματος της 3ης κατηγορίας.

Εφαρμόζοντας τις ανωτέρω νομικές αρχές για το παρόν στάδιο του εκ πρώτης όψεως και χωρίς να προβαίνω σε οποιαδήποτε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας, κρίνω ότι έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου σε σχέση με τις κατηγορίες 1 και 2 που αντιμετωπίζει. Από την άλλη, όμως, και για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω, κρίνω ότι δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την 3η κατηγορία. Ενόψει των ανωτέρω, ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από την 3η κατηγορία και καλείται σε απολογία και να προβάλει την υπεράσπιση του για τις κατηγορίες 1 και 2.

[Επεξηγούνται στον Κατηγορούμενο τα δικαιώματα του]

(Υπ.).....................................

                                                                               Μ. Μαρκουλλής, Προσ. Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο