
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ: Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
M. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 17/2024
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ν.
ΝΝ
Κατηγορουμένου
Ημερομηνία: 13 Δεκεμβρίου 2024
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: o κ. Μ. Κουτσόφτας.
Για τον κατηγορούμενο: Η κα Μ. Παυλίδου.
Κατηγορούμενος παρών.
ΠΟΙΝΗ
(Δοθείσα Αυθημερόν)
Ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία σε δύο κατηγορίες, κατά παράβαση του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105.
Συγκεκριμένα, κρίθηκε ένοχος στο ότι υποβοήθησε στην παράνομη είσοδο υπηκόων τρίτης χώρας στο έδαφος της Δημοκρατίας δηλαδή 19 Σύριους υπηκόους με πρόθεση και σκοπό την αποκόμιση κέρδους (κατηγορία 1) και ότι συνέδραμε σε απαγορευμένο μετανάστη, δηλαδή 19 Σύριους, να εισέλθουν στη Δημοκρατία (κατηγορία 2).
Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων αναφέρονται στην αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου που δόθηκε στις 28/11/2024 με το περισσότερο μέρος τους να περιλαμβάνεται στα ευρήματα μας. Τα παραθέτουμε πιο κάτω:
«Στις 29/12/2023 εντοπίστηκε από ραντάρ της λιμενικής αστυνομίας θαλάσσιος στόχος νότια της Αγίας Νάπας. Ο ΜΚ1 μετά από οδηγίες του αξιωματικού υπηρεσίας αναχώρησε μαζί με τον Ε/Α 5362 με την Α/Α ΑΠ.ΑΝΔΡΕΑΣ για έλεγχο του στόχου. Στο στίγμα 340 51’31Β, 033055’03Α, 7,5 δηλαδή ναυτικά μίλια από τις ακτές της Δημοκρατίας πολυεστερικό σκάφος 5 περίπου μέτρων στο οποίο επέβαιναν 20 άτομα Συριακής καταγωγής εκ των οποίων 15 άνδρες, 1 γυναίκα και 4 ανήλικοι με τον ένα να είναι ασυνόδευτος. Μόλις είδαν το σκάφος της λιμενικής σταμάτησαν. Στο πηδάλιο της βάρκας καθόταν ο κατηγορούμενος. Το σκάφος ήταν υπερφορτωμένο αφού μπορούσε να μεταφέρει μέχρι 5 άτομα και δεν έφερε σωστικά βοηθήματα. Είχαν αφαιρεθεί τα πατώματα και τα στεγανά και είχε χαμηλωθεί ο καθρέφτης για να μπορεί να τοποθετηθεί η μικρή εξωλέμβια μηχανή και εύκολα μπορούσαν να μπουν νερά από την πρύμνη του. στο σημείο κατέφθασε και η Α/Α ΘΗΣΕΑΣ οπόταν και συνόδευσαν τη βάρκα προς το λιμάνι της Λάρνακας οπόταν και οι επιβαίνοντες αποβιβάστηκαν. Μετά από εξετάσεις του ΤΑΕ Λάρνακας διαπιστώθηκε ότι η βάρκα απόπλευσε από την Ταρτούς της Συρίας. Ο κατηγορούμενος ανακρινόμενος προφορικά από τον ΜΚ2, με τη βοήθεια διερμηνέα δήλωσε ότι ήταν ο οδηγός της βάρκας από την Ταρτούς μέχρι και τον εντοπισμό τους από την λιμενική αστυνομία και είχε συμφωνήσει με τον διακινητή να του δοθεί το ποσό των 2000 δολαρίων για να οδηγήσει την βάρκα στην Κύπρο. Ένας από τους επιβαίνοντες ήταν και ο ΜΚ5 ο οποίος αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως τον οδηγό της βάρκας. Στις 30/12/2023 εκδόθηκε Δικαστικό ένταλμα σύλληψης εναντίον του κατηγορούμενου και την ίδια ημέρα συνελήφθηκε από τον αστυφύλακα 1099 Χρ. Λάμπρου. Λήφθηκε κατάθεση από τον κατηγορούμενο στην παρουσία και με τη βοήθεια του διερμηνέα ΜΚ4. Μετά το πέρας της κατάθεσης του ο ΜΚ4 του την διάβασε και ως ορθή την υπέγραψε. Στη συνέχεια καθ’ υπόδειξη της ΜΚ3 τον πληροφόρησε ότι μπορούσε να κάνει οποιεσδήποτε αλλαγές, διορθώσεις ή προσθήκες θέλει και αφού είπε ότι είναι ορθή την υπέγραψε. Στη συνέχεια έγραψε και υπόγραψε το σχετικό λεκτικό».
Έχει τεθεί από πλευράς κατηγορούσας αρχής ότι ο κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου.
Για σκοπούς μετριασμού της ποινής ετοιμάστηκε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, η οποία είχε ετοιμαστεί σε σχέση με τις προσωπικές και οικονομικές και άλλες περιστάσεις του κατηγορούμενου το περιεχόμενο της οποίας υιοθετήθηκε από την υπεράσπιση. Αναφέρεται ότι είναι ηλικίας 24 ετών και κατάγεται από τη Συρία και έχει δύο αδελφούς, ο ένας εκ των οποίων είχε σκοτωθεί πέρσι, ενώ ο μικρότερος παρουσιάζει προβλήματα κινητικότητας μετά από πτώση από τον δεύτερο όροφο. Εργαζόταν σε φρουταρία στη Συρία ενώ στις 29/12/2023 ήρθε στην Κύπρο μέσω θαλάσσης και είναι από τότε κρατούμενος στις Κεντρικές Φυλακές.
Η κυρία Παυλίδου αναφέρθηκε με περαιτέρω λεπτομέρεια στις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του κατηγορούμενου, επισημαίνοντας το νεαρό της ηλικίας του, ότι είναι λευκού ποινικού μητρώου και τον λόγο που έχει έρθει στη Δημοκρατία που ήταν για μια καλύτερη ζωή. Είναι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και παιδί χωρισμένων γονιών. Η μητέρα του δεν εργάζεται αφού είναι ανάπηρη και τυφλή και ήταν ο κατηγορούμενος που στήριζε οικονομικά τη μητέρα του και τα αδέλφια του, οι οποίοι τώρα είναι πολύ δύσκολο να διαβιώσουν. Ο πατέρας του διαμένει στο Λίβανο και ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για τον κατηγορούμενο. Αποφάσισε να κάνει το ταξίδι για την Κύπρο για να ξεφύγει από τα δεινά της χώρας του και υπέβαλε αίτημα για άσυλο τον Μάρτιο του 2024. Μας κάλεσε η συνήγορος υπεράσπισης να λάβουμε υπόψιν τον μικρό αριθμό των επιβαινόντων στη βάρκα και ότι δεν ήταν ο ιδιοκτήτης της επίδικης βάρκας, αλλά ούτε ο ιθύνων νους και διοργανωτής της παράνομης διακίνησης μεταναστών στη Δημοκρατία. Η συμμετοχή του στα αδικήματα ήταν ότι πλοήγησε τη βάρκα από την Ταρτούς στη Δημοκρατία. Ο διακινητής εκμεταλλεύτηκε την ευάλωτη θέση του λόγω της οικονομικής του κατάστασης. Το όφελος του θα ήταν η αποκόμιση των 2000 δολαρίων τα οποία ουδέποτε έλαβε. Έθεσε ότι δεν ήταν μέλος εγκληματικής οργάνωσης, ο ρόλος του ήταν δευτερεύων και όλοι οι επιβαίνοντες έφθασαν ασφαλείς. Εξέφρασε τη συνεργασία του με τις Αστυνομικές Αρχές και ότι ελλείπουν επιβαρυντικές περιστάσεις. Ήταν επίσης η θέση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος θα τιμωρηθεί εξωδικαστηριακά, εφόσον είναι αυτός που στηρίζει την οικογένειά του με εισοδήματα τα οποία είχε. Στην απουσία του η οικογένειά του αναγκάζεται να δανείζεται χρήματα από συγγενικά πρόσωπα, συνεπώς η ενδεχόμενη ποινή φυλάκισης θα έχει συνέπεια στον ίδιο γιατί δεν θα μπορεί να εργαστεί αλλά και ούτε να συνεχίσει να φροντίζει την οικογένειά του. Έθεσε επίσης η κυρία Παυλίδου ότι υπάρχει κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη αφού υπάρχει καθυστέρηση στην ποινική ευθύνη του. Έθεσε περαιτέρω και ζήτημα ίσης μεταχείρισης, εφόσον δεν έχουν προσαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οι διακινητές των παράνομων μεταναστών.
Αναμφίβολα τα αδικήματα στα οποία έχει κριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος είναι σοβαρά. Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 727, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639).
Στην παρούσα περίπτωση για την κατηγορία 1 προνοείται ποινή φυλάκισης 15 ετών ή χρηματική ποινή €100.000 ή και τις δύο αυτές ποινές. Για το αδίκημα της δεύτερης κατηγορίας η προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης των 10 ετών ή και χρηματική ποινή ύψους €50.000. Σημειώνεται ότι πριν την τροποποίηση των επίδικων άρθρων με τον Ν46(Ι)/2021, για το αδίκημα της κατηγορία 1 η προβλεπόμενη ποινή ήταν η ποινή φυλάκισης μέχρι 8 χρόνια ενώ για την δεύτερη κατηγορία αυτή της φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 3 έτη. Η αισθητή αύξηση των ποινών, αντανακλά ακριβώς την αυξημένη σοβαρότητα που ο νομοθέτης ήθελε να προσδώσει στα υπό εξέταση αδικήματα.
Περαιτέρω, η νομολογία έχει κατ’ επανάληψη τονίσει την ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση των αδικημάτων που σχετίζονται με παράνομη είσοδο, διέλευση και παραμονή στη Δημοκρατία, λόγω της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, αλλά και του γεγονότος ότι αυτά επιφέρουν προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως καθώς και προβλήματα αστυνόμευσης. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις αποφάσεις Nazari v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 231, 234, Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 421, 429, Deveci ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 80 και Στρουθιάς ν. Αστυνομίας (2015) 2Α ΑΑΔ 493 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Kabeer Khan, Ποιν. Έφ. 123/23, ημερομηνίας 15.9.2023.
Στην υπόθεση Khan (ανωτέρω), που είχε κριθεί αδίκημα υποβοήθησης προσώπου να εισέλθει στη Δημοκρατία είχαν τεθεί τα ακόλουθα:
«Τα αδικήματα τα οποία έχει παραδεχθεί ο Εφεσίβλητος αναμφίβολα εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία αδικημάτων τα οποία σχετίζονται με την παράνομη είσοδο, παράνομη διέλευση και παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Ασφαλώς και λαμβάνεται δικαστική γνώση για τη διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα με την οποία τέτοιου είδους υποθέσεις παρουσιάζονται ενώπιον των δικαστηρίων, στοιχείο το οποίο επιβάλλει την αυστηρή αντιμετώπισή τους με στόχευση την ειδική (σε κατάλληλες περιπτώσεις) αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες. Ήταν ακριβώς εντός αυτών των παραμέτρων που από το 2004 το Εφετείο, δίδοντας τις κατευθυντήριες γραμμές υιοθέτησε στην υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421 την πιο κάτω προσέγγιση:
«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής.».
Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορουμένου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα.»
Να πούμε εδώ ότι δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση της κας Παυλίδου ότι δεν υπάρχει τόση έξαρση σε τέτοιας φύσεως αδικήματα κάτι που επηρεάζει την αναγκαιότητα της γενικής αποτροπής. Αδικήματα παρόμοιας φύσεως διαπράττονται πάρα πολύ συχνά και λαμβάνουμε γνώση από τον μεγάλο αριθμό υποθέσεων που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων αλλά και του παρόντος Δικαστηρίου αφού επιλαμβάνεται υποθέσεις για παράνομους μετανάστες που εισέρχονται στη Δημοκρατία διά της θαλάσσιας οδού. Ως τονίστηκε και στην Khan (ανωτέρω) επιβάλλεται η αυστηρή αντιμετώπιση τους με στόχευση την ειδική αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες.
Προκύπτει, συνεπώς, ότι σε υποθέσεις που αφορούν αδικήματα που σχετίζονται με παράνομη μετανάστευση, σύμφωνα με τη νομολογία αλλά και με βάση την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξή τους αλλά και σε συνάρτηση με τις συνθήκες διάπραξης, υφίσταται η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών με το ύψος της να συναρτάται με τις συνθήκες εκάστου αδικήματος. Σχετικά παραπέμπουμε στην Mohamed κ.α. v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 166.
Στην παρούσα περίπτωση ο κατηγορούμενος για να πλοηγήσει τη βάρκα είχε αποδεχτεί να λάβει ως αντάλλαγμα το ποσό των 2000 δολαρίων. Συνεπώς, ως και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, σκοπός της ενέργειας του ήταν η αποκόμιση κέρδους. Κατά πόσο του δόθηκαν αυτά τα λεφτά από τους ιθύνοντες δεν διαφοροποιεί το δεδομένο ότι ανάλαβε τέτοιο εγχείρημα έναντι χρηματικού κέρδους. Με το να πλοηγήσει τη βάρκα, κάτω από αυτές τις περιστάσεις, συμμετείχε και αυτός με τη σειρά του στην υποβοήθηση για παράνομη είσοδο στην Δημοκρατία ενός αριθμού μεταναστών, ως αυτοί αναγράφονται στο κατηγορητήριο, που ήταν 19 στο σύνολο. Τέτοιου είδους συμπεριφορές δεν μπορεί να γίνονται ανεχτές έχοντας κατά τη νουν την σοβαρότητα των αδικημάτων και της επιπτώσεις που η διάπραξη τους επιφέρει.
Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής.
Προσμετρούμε προς όφελος του κατηγορούμενου όσα έχει θέσει η κα Παυλίδου και ιδιαίτερα το λευκό ποινικό μητρώο του, τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει και που ήταν ο λόγος για να έρθει στην Κύπρο. Δεν παραβλέπουμε και τις επιπτώσεις που η τυχόν επιβολή ποινή φυλάκισης θα έχει στον ίδιο, αλλά και στην οικογένεια του. Συνυπολογίζουμε επίσης προς όφελος του το γεγονός ότι είναι ένα νεαρό άτομο ηλικίας 24 ετών. Σε άτομα νεαρής ηλικίας πρέπει να δίδεται έμφαση στην αναμόρφωση παρά στην τιμωρία (βλ. G. M. Pikis, Sentencing in Cyprus, 2η έκδοση, σελ. 88).. Λαμβάνοντας περαιτέρω και τον βαθμό εμπλοκής του στη διάπραξη των αδικημάτων ότι δηλαδή δεν ήταν ο διοργανωτής, ούτε ο ιθύνων νους για τη μεταφορά μεταναστών στη Δημοκρατία.
Θα πούμε περαιτέρω εδώ ότι ως προς τη διάπραξη του αδικήματος δεν παραγνωρίζουμε ότι ελλείπουν πλείστοι από τους επιβαρυντικούς παράγοντες που έχουν αναγνωριστεί από τη νομολογία και παραπέμπουμε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ali Terzelaki, Ποινική Έφεση Αρ. 7/2023, ημερομηνίας 4/6/24. Στην εν λόγω απόφαση με παραπομπή στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice του 2024 στο Μέρος Β, Ενότητα Β22.51, υιοθετήθηκαν τα νομολογηθέντα στην Αγγλική απόφαση Le and Stark [1999] 1 Cr App R (S) 422, στην οποία καταγράφονται οι επιβαρυντικοί παράγοντες σε σχέση με παρόμοιας φύσης αδικήματα. Σύμφωνα με τη πιο πάνω απόφαση, λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες ως επιβαρυντικοί:
(1) αν το αδίκημα διαπράχθηκε κατ’ επανάληψη,
(2) αν έγινε με σκοπό το οικονομικό όφελος,
(3) αν η υποβοήθηση αφορούσε πρόσωπα άγνωστα σε αντιδιαστολή με σύζυγο ή στενό συγγενικό πρόσωπο,
(4) όπου υφίσταται συνωμοσία, η διάπραξη του αδικήματος για κάποια χρονική περίοδο,
(5) αν υπήρξε εκτεταμένος προσχεδιασμός και οργάνωση,
(6) αν ο κατηγορούμενος είχε ηγετικό ρόλο, ή αν
(7) το αδίκημα διαπράχθηκε σε σχέση με μεγάλο αριθμό παράνομων μεταναστών.
Στην υπό κρίση υπόθεση, αυτό που προκύπτει από τα ενώπιον μας γεγονότα είναι ότι ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε έναντι ανταλλάγματος να πλοηγήσει τη βάρκα αφού συμφώνησε με άλλο πρόσωπο όπως ο λάβει το ποσό των 2000 δολαρίων πλην όμως δεν είχε ηγετικό ρόλο, δεν διέπραξε το αδίκημα κατ’ επανάληψη και δεν προέκυψε να είχε συμμετοχή στην οργάνωση της διακίνησης και πλοήγησε το σκάφος μέσω του οποίου εισήλθαν παρανόμως, πέραν του ίδιου και άλλα 19 άτομα όλοι παράνομοι μετανάστες, με τους οποίους δεν προκύπτει ότι ήταν στενά συγγενικά πρόσωπα του.
Θα πρέπει εδώ να προβούμε σε κάποιους ισχυρισμούς που έχει θέσει η κυρία Παυλίδου με τον τρόπο αυτόν την καθυστέρηση κατά τη θέση της που υπάρχει στην διάγνωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορούμενου.
Όντως το δικαίωμα εκάστου κατηγορουμένου σε διάγνωση της ποινικής του ευθύνης εντός εύλογου χρόνου κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του εύλογου χρόνου για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης κάποιου κατηγορουμένου συνοψίζονται στη σχετική νομολογία. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Μενελάου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 407 και Κάζανου ν. Eφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Ποινική Έφεση 96/19, ημερομηνίας 28/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B272. Στην απόφαση Κάζανου (ανωτέρω) με αναφορά στη πάγια νομολογία υποδείχθηκαν οι τρεις παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για την κρίση περί της ύπαρξης καθυστέρησης. Συγκεκριμένα λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Στην Procurator Fiscal v. Watson (2002) 4 All E.R. 1 (απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής του Ανακτοβουλίου) αναφέρθηκε ότι η προσέγγιση υπό του Δικαστηρίου τυχόν παραβίασης του δικαιώματος για δίκη εντός εύλογου χρόνου θα πρέπει να αφορά τρεις παράγοντες και οι οποίοι θα πρέπει να εξετάζονται: (α) η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, (β) η συμπεριφορά του Κατηγορουμένου και (γ) ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης υπό τις διοικητικές και δικαστικές αρχές.»
Επιπλέον, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 AΑΔ 376, υπεδείχθη ότι η διαπίστωση της ενδεχόμενης παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος ενός κατηγορούμενου για δίκη εντός εύλογου χρόνου, δεν εξετάζεται in abstracto, αλλά τίθεται υπό τη βάσανο του συνυπολογισμού ύπαρξης και άλλων παραμέτρων, που να δείχνουν ότι υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να διεξαχθεί δίκαιη δίκη. Αποτελεί θεμελιακή νομολογιακή αρχή πως όταν ο κατηγορούμενος ευθύνεται για την καθυστέρηση δεν μπορεί να επικαλείται παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός εύλογου χρόνου με βάση το άρθρο 30 του Συντάγματος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 ΑΑΔ 638, Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 273, και Πέτρου ν. Δήμου Γεροσκήπου, Ποινικές Εφέσεις 141 και 142/2021, ημερομηνίας 20/12/2023.
Στο σύγγραμμα του Λ.Α Σισιλιάνου Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2η έκδοση, σελ. 297–298, τίθεται ότι στις ποινικές υποθέσεις για σκοπούς εξέτασης του κατά πόσο έγινε σεβαστή η εγγύηση του εύλογου χρόνου, το επίμαχο χρονικό διάστημα, κατά κανόνα, λήγει με την έκδοση της απόφασης εκείνης που κρίνει το βάσιμο της κατηγορίας και εφόσον είναι καταδικαστική, προσδιορίζει την ποινή.
Περαιτέρω ως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα Harris, O’ Boyle and Wabrick: Law of the European Convention on Human Rights, 4η έκδοση, σελ. 441, παρόλο που ο κατηγορούμενος δεν έχει υποχρέωση να συνεργάζεται ενεργά με τις Δικαστικές αρχές και έχει δικαίωμα να κάνει πλήρη χρήση των διαδικαστικών του δικαιωμάτων, τυχόν καθυστέρηση που προκύπτει από τα πιο πάνω δεν μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος. Έτσι, έχει κριθεί ότι η συχνή αλλαγή δικηγόρων ή οι αναβολές που οφείλονται στην υγεία του κατηγορουμένου αποτελούν αντικειμενικά δεδομένα που δεν μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος. Σχετικά παραπέμπουμε στην υπόθεση König ν. Germany προσφυγή 6232/73, ημερομηνίας 28/6/1978, παρ. 103 και Krakolinig v. Austria 33992/07, (2012) παρ. 27, αντίστοιχα.
Κρίση μας είναι ότι η εισήγηση της υπεράσπισης είναι παντελώς αβάσιμη. Προσθέτουμε εδώ ότι πέραν της γενικής εισήγησης της κας Παυλίδου περί «κατάφωρης» παραβίασης του δικαιώματος του κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη, δεν εξηγήθηκε πως παραβιάστηκε το εν λόγω δικαίωμα του πελάτη της.
Σε κάθε περίπτωση όμως, τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 29/12/2023 και η υπόθεση καταχωρίστηκε στο Δικαστήριο στις 5/1/2024 δηλαδή σε μία εβδομάδα. Άρα δεν υπάρχει εν πρώτοις καθυστέρηση στην διερεύνηση και καταχώριση της υπόθεσης.
Η υπόθεση τέθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την 01/02/2024 οπόταν και ο κατηγορούμενος υπέβαλε αίτημα για νομική αρωγή, το αίτημα του εγκρίθηκε αυθημερόν, με την υπόθεση να ορίζεται για απάντηση στις 13/2/2024. Κατ’ εκείνη την ημερομηνία ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο νέα δικάσιμος για να απαντήσει στις κατηγορίες και η υπόθεση ορίστηκε στις 23/2/2024 οπόταν και δήλωσε μη παραδοχή και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 16/4/2024. Υποβλήθηκε, κατά τις 16/4/2024 αίτημα για αναβολή και από τις δύο πλευρές, με την υπόθεση να ορίζεται εκ νέου για ακρόαση στις 23/5/2024 οπόταν και πάλι ζητήθηκε από κοινού αναβολή με την υπόθεση να ορίζεται στις 7/6/2024. Στις 7/6/2024 οι δυο πλευρές δεν ήταν έτοιμες για την ακρόαση με την υπόθεση να ορίζεται για τις 10/9/2024 οπόταν και άρχισε η ακροαματική διαδικασία. Στις 13/9/2024 που ορίστηκε για συνέχιση και ενώ ολοκληρώθηκε η μαρτυρία του ΜΚ5, ο κατηγορούμενος αποδέσμευσε τον συνήγορο που τον εκπροσωπούσε και επέλεξε ως νέο δικηγόρο του την κα Παυλίδου. Η υπόθεση ορίστηκε στις 16/9/2024 και στη συνέχεια στις 17/9/2024 για να αποδεχθεί η συνήγορος τον διορισμό. Η υπόθεση ορίστηκε για συνέχιση στις 4/10/2024. Λόγω ασθένειας μέλους του Δικαστηρίου η υπόθεση επαναορίστηκε για συνέχιση στις 25/10/2024 και μετά στις 11/11/2024 οπόταν και επιφυλάχθηκε η απόφαση που εκφωνήθηκε στις 28/11/2024. Κρίθηκε ένοχος και επιβάλλουμε ποινή σήμερα 13/12/2024. Είναι ξεκάθαρο από το πιο πάνω ιστορικό ότι σε λιγότερο από ένα έτος η υπόθεση διερευνήθηκε, καταχωρίστηκε ενώπιον Δικαστηρίου, εκδικάστηκε, εκφωνήθηκε απόφαση και επιβάλλεται ποινή. Ουδεμία καθυστέρηση υπάρχει.
Όσον αφορά το άλλο ζήτημα που έχει εγείρει η κυρία Παυλίδου για την ίση μεταχείριση παραβατών, ήταν η θέση της ότι οι διακινητές δεν προσάχθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Θεωρούμε ότι στην παρούσα περίπτωση και με παραπομπή στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά (1996) 2 ΑΑΔ 257 δεν τίθεται θέμα άνισης μεταχείρισης του κατηγορούμενου. Τα πρόσωπα που φέρονται ως διακινητές βρίσκονταν στην Συρία και δεν τέθηκε οποιαδήποτε ένδειξη ότι ήταν στη Δημοκρατία έτσι ώστε να συλληφθούν και να προσαχθούν ενώπιον του Δικαστηρίου.
Έχει θέσει περαιτέρω η κα Παυλίδου και το θέμα της εξωδικαστηριακής τιμωρίας η οποία ουσιαστικά έχει να κάνει με τα οικονομικά προβλήματα που η οικογένεια του κατηγορούμενου αντιμετωπίζει πλέον εφόσον ήταν αυτός που εργαζόταν και τους συντηρούσε. Η εξωδικαστηριακή τιμωρία είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας κατά την επιβολή της ποινής(βλ. Sentencing in Cyprus 2nd ed. G.M.Pikis, σελ.64). Το στοιχείο όμως της εξωδικαστηριακής τιμωρίας ως παράγοντας μετριασμού της ποινής εγείρεται στις περιπτώσεις όπου αυτή καθ΄ αυτή η διάπραξη ενός αδικήματος επιφέρει άνευ ετέρου στον δράστη άμεσες και σοβαρές ζημιογόνες συνέπειες (βλ. Πετρίδης ν. Αστυνομίας (2016) 2Α ΑΑΔ 44). Στην παρούσα περίπτωση τα οποιαδήποτε οικονομικά προβλήματα ως έχει αναφέρει η συνήγορος υπεράσπισης δημιουργήθηκαν στην οικογένεια του, δεν είναι στοιχείο το οποίο μπορεί να προσμετρήσει ως μετριαστικός παράγοντας στα πλαίσια της εξωδικαστηριακής τιμωρίας. Οι συνέπειες θα πρέπει να αφορούν το πρόσωπο του ίδιου του παραβάτη. Δεν πρέπει να διαφεύγει ότι ήταν επιλογή του κατηγορούμενου να εγκαταλείψει την χώρα του και να έρθει στην Κύπρο.
Έχει θέσει περαιτέρω η υπεράσπιση, ως μετριαστικό παράγοντα, ότι όλοι οι επιβαίνοντες που ήταν 20 άτομα, συμπεριλαμβανομένου και του κατηγορούμενου, έφθασαν σώοι και αβλαβείς. Αν και δεν υπάρχει σχετική κατηγορία που να αφορά τις συνθήκες της βάρκας και του ταξιδιού εν τούτοις να πούμε ότι είναι ευτύχημα που δεν υπήρξε δυσάρεστο γεγονός, δεδομένου ότι ένα πολυεστερικό σκάφος μήκους 5 μέτρων που υπέστη αλλαγές, με 20 επιβάτες χωρίς σωστικά βοηθήματα, ξεκίνησε από την Ταρτούς της Συρίας για να έρθει στην Κύπρο. Θεωρούμε ότι ήταν ένα εγχείρημα που ο κατηγορούμενος δεν έπρεπε να αναλάβει. Δεν είναι στοιχείο που μπορεί να προσμετρήσει προς όφελος του.
Σε σχέση προς την ποινολογική μεταχείριση κατηγορούμενων σε παρόμοιας φύσης υποθέσεις και προβαίνοντας πάντοτε στις ανάλογες και επιβαλλόμενες αναπροσαρμογές στη βάση τού τι ισχύει εδώ ως ζήτημα γεγονότων και έχοντας συγχρόνως κατά νουν πως «Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν, όμως, το δεσμευτικό χαρακτήρα, που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο, γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη.» (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 1), παραθέτουμε ως καθοδηγητικές και ενδεικτικές και τις ακόλουθες αποφάσεις τα γεγονότα των οποίων θα πρέπει να πούμε ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικά για τους κατηγορούμενους αλλά από το νομικό υπόβαθρο τους προνοείται υψηλότερη ποινή από την παρούσα περίπτωση.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Khan (ανωτέρω) επιβλήθηκε πρωτοδίκως, κατόπιν παραδοχής, ποινή φυλάκισης 18 μηνών για τα αδικήματα της υποβοήθησης παράνομης παραμονής αλλοδαπού στη Δημοκρατία κατά παράβαση του άρθρου 19Α(2) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, το οποίο προνοεί ως μέγιστη ποινή φυλάκισης τα 15 έτη. Η ποινή αυξήθηκε κατ’ έφεση στα 3 έτη με το Εφετείο να θέτει ότι στην ποινή θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται η δράση βάσει οργανωμένου σχεδίου σε δύο περιπτώσεις η υποβοήθηση πέντε αλλοδαπών να παραμείνουν παράνομα στη Δημοκρατία έναντι οικονομικού κέρδους.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ali Terzelaki, Ποινική Έφεση Αρ. 7/2023, ημερομηνίας 4/6/24 επιβλήθηκε πρωτοδίκως, κατόπιν παραδοχής, ποινή φυλάκιση 2 ½ ετών για το αδίκημα της εισόδου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας απαγορευμένου μετανάστη κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(1)(α)(στ)(ι) - (μ), (2) και 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Το Εφετείο αύξησε την ποινή από 2 ½ σε 4 έτη.
Συνεκτιμώντας όλα όσα έχουμε αναφέρει και τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, αλλά και τους μετριαστικούς παράγοντες τους οποίους έχει θέσει η πλευρά της Υπεράσπισης όπως είναι η ηλικία του κατηγορούμενου και το λευκό ποινικό μητρώο του, επιβάλλουμε στον κατηγορούμενο στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 ετών.
Στην 2η κατηγορία δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή, επειδή τα γεγονότα της περιλαμβάνονται στην 1η κατηγορία.
Ο χρόνος κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση, δηλαδή από 5/1/2024, να συνυπολογιστεί σύμφωνα με το άρθρο 117(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Τα έξοδα που ανέρχονται σε €305 να καταβληθούν από την Δημοκρατία.
(Υπ.) ………………………..
Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο