ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. AA, Υπόθεση Αρ.: 5/2022, 29/3/2024
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. AA, Υπόθεση Αρ.: 5/2022, 29/3/2024

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ:         Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.

                                                                       Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.

                                                        Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.

 

Υπόθεση Αρ.: 5/2022

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ν.

 

AA

Κατηγορουμένου

 

 

Ημερομηνία:  29 Μαρτίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα Ε. Κληρίδου.

Για τον Κατηγορούμενο: Ο κ. Ν. Δημητρίου.

Κατηγορούμενος παρών.

 

ΠΟΙΝΗ

 

Η κυκλοφορία της ποινής υπόκειται σε περιορισμό και απαγορεύεται η οποιαδήποτε δημοσίευση ή δημοσιοποίηση της χωρίς την άδεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου.

 

Ο κατηγορούμενος έχει βρεθεί ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία στις κάτωθι τέσσερεις κατηγορίες.

 

-          Βιασμός, κατά παράβαση του άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και των άρθρων 2, 5(α), 11(α, στ), 14, 29, 33(4) και 46 του Περί Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο 115(Ι)/2021 (κατηγορία 1)

-          Σεξουαλική παρενόχληση γυναίκας, κατά παράβαση των άρθρων 2, 5(γ), 11(α, στ), 14, 29, 33(4) και 46 του Περί Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου 115(Ι)/2021 (κατηγορία 2)

-          Επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Κεφ. 154 και των άρθρων 2, 5(α), 11(α, στ), 14, 29, 33(4) και 46 του Περί Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου 115(Ι)/2021 (κατηγορία 3)

-          Σεξουαλική κακοποίηση διά διείσδυσης, κατά παράβαση του άρθρου 146(Α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και των άρθρων 2, 5(α), 11(α, στ), 14, 29, 33(4) και 46 του Περί Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου 115(Ι)/2021 (κατηγορία 4).

 

Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων καταγράφονται στην αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου που δόθηκε στις 15/2/2024. Για σκοπούς της παρούσας παραθέτουμε σύνοψη τους.

 

Ο κατηγορούμενος διατηρούσε ερωτική σχέση με την BB η οποία τερματίστηκε, με τον κατηγορούμενο να δημιουργεί άλλη σχέση με άλλη γυναίκα. Συνέχισαν όμως να έχουν επαφή. Στις 13/12/2021 μετά από τηλεφώνημα του κατηγορούμενου, η παραπονούμενη μετέβηκε στην οικία του και στη συνέχεια μετέβηκαν σε κατάστημα και της αγόρασε ρούχα. Κατόπιν τούτου πήγαν σε ταβέρνα για φαγητό όπου ο κατηγορούμενος κατανάλωσε οινοπνευματώδη ποτά. Στη συνέχεια τη μετέφερε στην οικία του με την παραπονούμενη να εκφράζει την επιθυμία να επιστρέψει στο σπίτι της. Ο κατηγορούμενος δεν την άφησε και την έσπρωξε πάνω στο κρεβάτι. Η παραπονούμενη αντιλαμβανόμενη τις προθέσεις του κατηγορούμενου, του είπε ότι δεν ήθελε να έρθει σε σεξουαλική επαφή μαζί του με τον τελευταίο να την κτυπά με γροθιές στο κεφάλι. Στη συνέχεια της τράβηξε και της έβγαλε τα κάτω ρούχα και της σήκωσε τη φανέλα που φορούσε προς τα πάνω. Η παραπονούμενη του φώναζε να σταματήσει αλλά ο κατηγορούμενος προχώρησε και έβγαλε τα ρούχα του. Μετά και ενώ η παραπονούμενη συνέχιζε να του φωνάζει να σταματήσει, ο κατηγορούμενος έβαλε τα δύο δάχτυλα του στον κόλπο της σπρώχνοντας τα συνέχεια μέσα και την ίδια στιγμή έγλυφε το στήθος της. Στη συνέχεια έπιασε τα χέρια της ακινητοποιώντας την και έβαλε το πέος του στον κόλπο της χωρίς τη χρήση προφυλακτικού. Μπαινόβγαινε στον κόλπο της μέχρι που εκσπερμάτωσε μέσα της. Όταν η παραπονούμενη σηκώθηκε από το κρεββάτι ο κατηγορούμενος της έδωσε γροθιά στο μάτι. Από τις γροθιές τις προκάλεσε εκδορές στην δεξιά υποκόγχια χώρα και εκχύμωση άνω βλεφάρου δεξιά και αιμορραγία οφθαλμού αφού φορούσε δακτυλίδια («αττίκες»). Κατάφερε στη συνέχεια και άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και προχώρησε προς το χώρο στάθμευσης για να φύγει πλην όμως ο κατηγορούμενος την πρόλαβε και της πήρε τα κλειδιά από το χέρι και προσπάθησε να πιάσει τη τσάντα και το κινητό της για να μην καλέσει βοήθεια. Την τραβούσε από τα μαλλιά και την έριξε στα καθίσματα του αυτοκινήτου. Η παραπονούμενη φώναζε για βοήθεια χωρίς όμως αποτέλεσμα. Σε κάποια στιγμή μετά που τον παρακάλεσε της έδωσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου της. Όταν μπήκε στο αυτοκίνητο της για να φύγει του φώναξε ότι θα πάει στην αστυνομία. Μόλις ξεκίνησε για να φύγει ο κατηγορούμενος την ακολούθησε με το αυτοκίνητο του μέχρι το σπίτι της οπόταν και έκανε επαναστροφή και έφυγε.

 

Αναφέρθηκε τέλος από πλευράς κατηγορούσας αρχής ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με μία προηγούμενη καταδίκη, στην υπόθεση 4198/76 με ημερομηνία καταδίκης 25/9/1976, όπου για το αδίκημα της παραφύση ασέλγειας, («Unnatural offence»), του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2½ χρόνων.

 

Για σκοπούς επιβολής και επιμέτρησης της ποινής ετοιμάστηκε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, το περιεχόμενο της οποίας υιοθετήθηκε από την υπεράσπιση και στην οποία καταγράφονται οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του κατηγορούμενου. Ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας 67 σχεδόν χρονών, είναι λήπτης ΕΕΕ και διαμένει μόνος του σε Τουρκοκυπριακή κατοικία. Κατάγεται από τη Λάρνακα και είναι το τρίτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας του. Οι γονείς του ήταν περιπλανώμενοι γανωματάδες. Φοίτησε μέχρι την πρώτη τάξη του δημοτικού και στη συνέχεια ακολουθούσε τους γονείς του από χωριό σε χωριό και τους βοηθούσε στην εργασία τους. Τα παιδικά του χρόνια ήταν φτωχικά αλλά ευτυχισμένα. Το 1974 παντρεύτηκε και εργαζόταν τότε ως οικοδόμος. Από το γάμο του απέκτησε δύο παιδιά. Το 1989 η σύζυγος του τον εγκατέλειψε με τον ίδιο να μεγαλώνει μόνος του τα δύο ανήλικα παιδιά τους. Το 1991 πήρε διαζύγιο. Διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με την κόρη του ενώ ο γιος του δεν θέλει να έχει επαφές μαζί του. Από το 2017 είναι καρκινοπαθής και υπεβλήθη σε τρεις εγχειρίσεις. Για τέσσερεις μήνες ήταν σε αλαλία και στη συνέχεια του τοποθετήθηκε βαλβίδα για να μπορεί να μιλά. Σήμερα διατηρεί σχέση με σαραντατριάχρονη.

 

Ο συνήγορος υπεράσπισης αγορεύοντας για μετριασμό της ποινής αναφέρθηκε στα αδικήματα στα οποία ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος αποδεχόμενος τη σοβαρότητα τους, καλώντας όμως το Δικαστήριο να προσμετρήσει προς όφελος του το βαθμό ζημιάς που υπέστη η παραπονούμενη αλλά και το γεγονός ότι σε δύο περιπτώσεις η παραπονούμενη είχε συνοδεύσει τον κατηγορούμενο στο Δικαστήριο. Αναφέρθηκε επίσης στα σοβαρά προβλήματα υγείας τα οποία αντιμετωπίζει αφού έχει διαγνωστεί με καρκίνο στο λάρυγγα και έχει υποστεί ολική λαρυγγεκτομή, καταθέτοντας και σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά. Ανάφερε περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ως ανάπηρο άτομο και προς τούτο κατέθεσε σχετικό δελτίο στάθμευσης για άτομα με αναπηρίες. Μας κάλεσε επίσης να λάβουμε υπόψη μας το ότι από το 2012 παρακολουθείται στη [ ] Κλινική λόγω HIV λοίμωξης. Όσον αφορά την προηγούμενη καταδίκη ήταν η θέση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος από το 1976 και για περίοδο 50 σχεδόν χρόνων δεν απασχόλησε τη δικαιοσύνη με οποιοδήποτε αδίκημα κάτι το οποίο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Υπό τις πιο πάνω συνθήκες, σύμφωνα με τη θέση της υπεράσπισης, το Δικαστήριο μπορεί να επιδείξει κάθε δυνατή επιείκεια.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα που ο κατηγορούμενος διέπραξε είναι σοβαρά με το σοβαρότερο να είναι αυτό του βιασμού. Η σοβαρότητα του αντικατοπτρίζεται στην υπό του νόμου προβλεπόμενη ποινή η οποία σύμφωνα με το άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 είναι αυτή της δια βίου φυλάκισης. Πέραν της σοβαρότητας του αδικήματος αντανακλώνται και οι κοινωνικά ζημιογόνες επιπτώσεις του. Όπως τονίστηκε στη Σοφοκλέους ν Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 259, σε σεξουαλικά αδικήματα πρέπει να επιβάλλεται αποτρεπτική ποινή για την καταστολή τους, ενόψει της ιδιαίτερης σοβαρότητας τους ως εγκλημάτων αφού όχι μόνο στρέφονται κατά των ηθών αλλά προσβάλλουν και την προσωπικότητα του θύματος. Τα πιο πάνω ισχύουν και για το αδίκημα της τέταρτης κατηγορίας, αφού συμπεριλαμβάνεται στην πιο πάνω κατηγορία αδικημάτων και επιφέρει και αυτό την ποινή της φυλάκισης διά βίου.

 

Βασικό συστατικό στοιχείο του αδικήματος του βιασμού είναι η απουσία συναίνεσης για την επέμβαση στο σώμα και συνεπακόλουθα στην προσωπικότητα άλλου ανθρώπου. Εξ ορισμού ο βιασμός συνιστά μία από τις χείριστες μορφές βίας εναντίον άλλου προσώπου.

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Hunganu, Ποινική Έφεση Αρ. 130/2020, ημερομηνίας 20/7/21, ECLI:CY:AD:2021:B348 τέθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Καθ’ όσον αφορά την Κατηγορία του βιασμού θα πρέπει εξ' αρχής να υπομνηστεί ότι η φυλάκιση δια βίου που προβλέπεται ως η μέγιστη ποινή αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα που προσδίδεται στο συγκεκριμένο έγκλημα από το Νόμο και αντανακλά τις κοινωνικά ζημιογόνες επιπτώσεις του (xxx xxx Rana κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489, 500). Χωρίς αμφιβολία το αδίκημα αυτό συνιστά μια από τις χειρότερες μορφές καταπάτησης και εξευτελισμού της προσωπικότητας μιας γυναίκας. Και τούτο γιατί παραβιάζει το αναφαίρετο της δικαίωμα να έρχεται σε σεξουαλική επαφή μόνο εφόσον η ίδια δίδει τη συγκατάθεση και αποδοχή της. Η επέμβαση στο αναφαίρετο αυτό δικαίωμα, ιδιαιτέρως όταν επέρχεται με την άσκηση βίας μεγαλύτερης από εκείνη που είναι συνυφασμένη με την διάπραξη του αδικήματος, επιτάσσει την αυστηρή τιμωρία του παραβάτη. Σε σεξουαλικά αδικήματα πρέπει να επιβάλλεται αποτρεπτική ποινή για την καταστολή τους, ενόψει της ιδιαίτερης σοβαρότητας τους ως εγκλημάτων τα οποία όχι μόνο στρέφονται κατά των ηθών, αλλά και γιατί προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος (Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259, Δημοκρατία v. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562 και Fowokan v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 36). Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή και πολυετής (Γιάγκου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 67).»

 

Πέραν των πιο πάνω θα πρέπει επιπρόσθετα να τεθεί ότι διαπιστώνεται ανησυχητική τάση στη διάπραξη σεξουαλικών αδικημάτων και αντλούμε Δικαστική γνώση από τον αριθμό των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον μας και που στην πλειοψηφία τους αφορούν αδικήματα σεξουαλικής φύσεως. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ο παράγοντας της αποτροπής να προβάλλει ως ιδιαίτερα σημαντικός (βλ. Ομήρου ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 91/2017 ημερομηνίας 2/5/2018), ECLI:CY:AD:2018:B214.

 

Στην υπόθεση Selmani ν. Δημοκρατίας (2016) 2Β ΑΑΔ 854, που αφορούσε βιασμό επιβεβαιώθηκε ότι επιβάλλεται η καταφυγή σε αυστηρότερες ποινές όταν διαπιστώνεται αυξητική τάση επιμονή ή έξαρση σε παρόμοιας φύσης αδικημάτων.

 

Αναφορικά με τις αρχές βάσει των οποίων το Δικαστήριο προβαίνει σε επιμέτρηση της ποινής σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων παραπέμπουμε στην υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (2015) 2Β ΑΑΔ 680, όπου τέθηκε ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια άντλησαν ιδιαίτερη βοήθεια και καθοδήγηση στον τρόπο αντιμετώπισης σε σχέση με την ποινή σε αδικήματα βιασμού από την Αγγλική νομολογία επισημαίνοντας τα ακόλουθα:

 

«Τα Κυπριακά Δικαστήρια άντλησαν ιδιαίτερη βοήθεια και καθοδήγηση στον τρόπο αντιμετώπισης αναφορικά με το θέμα της ποινής σε αδικήματα βιασμού από την αγγλική νομολογία. Ως προς τη συγκριτική τοποθέτηση του αδικήματος σε κλίμακα σοβαρότητας, καθοδήγηση παρέχει η απόφαση στην υπόθεση Keith Billam a.o. [1986] 3 Crim. App. Rep. (S) 48. Ο Lord Chief Justice στις σελ. 50-51 αναφέρει τα ακόλουθα (σε ελεύθερη μετάφραση):

 

«Για βιασμό ο οποίος διαπράττεται χωρίς οποιονδήποτε επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό παράγοντα, σε μία υπόθεση μετά από ακρόαση πρέπει να λαμβάνεται ως σημείο αφετηρίας ποινής τα πέντε χρόνια φυλάκισης. Όταν ο βιασμός διαπράττεται από δύο ή περισσότερα πρόσωπα από κοινού, ή όταν υπήρξε παραβίαση εισόδου στον τόπο διαμονής του θύματος ή από πρόσωπο που είχε ευθύνη απέναντι του θύματος ή από πρόσωπο που έχει απαγάγει το θύμα και το κρατά αιχμάλωτο, η αφετηρία ποινής πρέπει να είναι οκτώ χρόνια.

 

Στο ύψιστο σημείο της κλίμακος ποινής κατατάσσεται συμπεριφορά κατηγορουμένου η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πολλαπλός βιασμός (campaign of rape) έναντι αριθμού γυναικών. Αντιπροσωπεύει ασυνήθη κίνδυνο και ποινή 15 χρόνων είναι πιο κατάλληλη.

 

Όταν η συμπεριφορά του κατηγορούμενου παρουσιάζει ψυχοπαθητικές τάσεις ή σοβαρή διατάραξη προσωπικότητας και είναι εν δυνάμει κίνδυνος για τις γυναίκες για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, η ποινή ισόβιας κάθειρξης δεν θα είναι ακατάλληλη.

 

Το έγκλημα, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να θεωρείται ότι ενέχει επιβαρυντικά στοιχεία, όταν συντρέχει ένας από τους πιο κάτω παράγοντες:

 

(1) Η βία που χρησιμοποιήθηκε είναι υπερβολική

(2) Όταν χρησιμοποιείται όπλο (weapon) για εκφοβισμό ή πρόκληση βλάβης στο θύμα

(3) Όταν ο βιασμός επαναλαμβάνεται

(4) Όταν έχει προσεκτικά σχεδιασθεί

(5) Όταν ο κατηγορούμενος έχει προηγούμενες καταδίκες για βιασμό ή άλλα σεξουαλικά αδικήματα ή αδικήματα βίας

(6) Όταν το θύμα έχει υποβληθεί σε σεξουαλικό εξευτελισμό

(7) Το θύμα είναι πολύ νεαρό είτε πολύ ηλικιωμένο

(8) Οι επιπτώσεις στο θύμα (ψυχικές ή σωματικές) είναι ιδιαζούσης σοβαρότητας

 

Εφόσον, ένας ή περισσότεροι από τους πιο πάνω παράγοντες συντρέχουν, η ποινή πρέπει να είναι ουσιωδώς υψηλότερη από το αφετηριακό σημείο.»

 

 

Παρά το γεγονός ότι τα πιο πάνω δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα εντούτοις μπορούν να χρησιμοποιηθούν καθοδηγητικά από τα Κυπριακά Δικαστήρια (Βλ. Χριστοφή ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 323). Να προσθέσουμε εδώ ότι και στην Hunganu (ανωτέρω), έγινε αναφορά και στις κατευθυντήριες οδηγίες που περιλαμβάνονται στο Sexual Offences Definitive Guideline του Συμβουλίου Επιβολής Ποινών του Ηνωμένου Βασιλείου (Sentencing Council  ) του 2014 που βασίζεται κατ’ ουσίαν στην υπόθεση Millberry and others (2003) Cr. App. R (S) 31, η οποία θεωρείται ως κατευθυντήρια απόφαση μέσω της οποίας κλήθηκε το Δικαστήριο να αναθεωρήσει την πρακτική που ακολουθείτο κατά την επιβολή ποινής σε υποθέσεις βιασμού.

 

Θα πρέπει εδώ όμως να τονίσουμε ότι τα αδικήματα, στα οποία ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος, έχουν και σαν νομικό υπόβαθρο τους τον Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και Περί  Συναφών Θεμάτων Νόμο 115(Ι)/2021 που τέθηκε σε ισχύ στις 13/5/2021. Ο νομοθέτης με την θέσπιση του εν λόγω νόμου στοχεύει, ως τίθεται και στο προοίμιο του, την πρόληψη και καταστολή των μορφών βίας που ασκούνται εναντίον των γυναικών είτε αυτές είναι σωματικές είτε ψυχολογικές είτε σεξουαλικές αλλά και την εξάλειψη των έμφυλων διακρίσεων και γενικότερα την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο δε άρθρο 11 του νόμου τίθενται οι περιστάσεις που λαμβάνονται ως επιβαρυντικές κατά την επιμέτρηση της ποινής, εφόσον δεν αποτελούν ήδη μέρος των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, που είναι:

 

«11……………………………………………………………………………………

 (α) το αδίκηµα διαπράχθηκε εναντίον προσώπου από πρώην ή νυν σύζυγο ή σύντροφο ή µέλος της οικογένειάς του ή από πρόσωπο που συζεί ή συζούσε µε το θύµα ή από πρόσωπο το οποίο έχει καταχραστεί ή εκµεταλλευτεί θέση εξουσίας, εµπιστοσύνης ή επιρροής·

(β) το αδίκηµα ή τα συναφή αδικήµατα διαπράχθηκαν κατά συρροή·

(γ) το αδίκηµα διαπράχθηκε εναντίον προσώπου το οποίο είναι σε ευάλωτη θέση συνεπεία διανοητικής ή σωµατικής αναπηρίας ή κατάστασης εξάρτησης ή κατά γυναίκας η οποία εγκυµονούσε κατά τον χρόνο διάπραξης του αδικήµατος ή που τελούσε υπό άλλες ειδικές συνθήκες·

(δ) το αδίκηµα διαπράχθηκε εναντίον ή στην παρουσία παιδιού, ήτοι εντός του οπτικού ή ακουστικού πεδίου αυτού·

(ε) το αδίκηµα διαπράχθηκε από δύο (2) ή περισσότερα πρόσωπα ενεργούντα από κοινού·

(στ ) του αδικήµατος προηγήθηκε η άσκηση ακραίας βίας, εξαναγκασµού ή απειλής ή αυτό συνοδεύθηκε από τέτοια βία, εξαναγκασµό ή απειλή·

(ζ) το αδίκηµα διαπράχθηκε µε τη χρήση ή υπό την απειλή όπλου ή άλλου επικίνδυνου αντικειµένου· (η) το αδίκηµα είχε ως αποτέλεσµα την πρόκληση σοβαρής βλάβης στο θύµα·

(θ) ο καταδικασθείς προηγουµένως είχε καταδικαστεί για αδίκηµα της ίδιας φύσεως·

(ι) το αδίκηµα διαπράχθηκε από δηµόσιο λειτουργό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του:»

 

Στην υπό κρίση περίπτωση τα γεγονότα ως αυτά αναδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και τίθενται στην αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου, είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο. Παρά την αντίθεση της παραπονούμενης στη σεξουαλική συνεύρεση της μαζί του, ο κατηγορούμενος προχώρησε εξασκώντας και βία εναντίον της για να πετύχει το σκοπό του. Όταν του είπε ότι δεν επιθυμούσε να έρθει σε συνουσία την έσπρωξε στο κρεβάτι και τη γρονθοκόπησε. Στη συνέχεια της αφαίρεσε τα κάτω ρούχα που φορούσε και παρά τις φωνές της παραπονούμενης να σταματήσει εντούτοις συνέχισε τις έκνομες πράξεις του ακινητοποιώντας αρχικά την παραπονούμενη, έβαλε τα δάκτυλα του στον κόλπο της και στη συνέχεια κρατώντας τα χέρια της εισχώρησε το πέος του στον κόλπο της χωρίς τη χρήση προφυλακτικού. Μπαινόβγαινε στον κόλπο της μέχρι που εκσπερμάτωσε μέσα της. Ακόμα και μετά από αυτά και όταν η παραπονούμενη σηκώθηκε από το κρεβάτι ο κατηγορούμενος της έδωσε γροθιά στο μάτι. Από τις γροθιές αυτές προκλήθηκε σωματική βλάβη στην παραπονούμενη. Η αδιανόητη συμπεριφορά του κατηγορούμενου συνεχίστηκε και όταν η παραπονούμενη κατάφερε να εξέλθει της οικίας του και πήγαινε προς το αυτοκίνητο της αφού προσπάθησε να της πάρει το τηλέφωνο για να μην καλέσει την αστυνομία. Την τραβούσε από τα μαλλιά και την έριξε στα καθίσματα του αυτοκινήτου με την παραπονούμενη να φωνάζει για βοήθεια. Ήταν μετά από παράκληση της παραπονούμενης που της έδωσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου της. Για να σιγουρευτεί μάλιστα ότι η παραπονούμενη δεν θα πήγαινε στην αστυνομία για καταγγελία την ακολούθησε μέχρι και το σπίτι της. Καμιά προσπάθεια και καμιά φωνή της παραπονούμενης ήταν αρκετή για να αποτρέψει τον κατηγορούμενο από το να την βιάσει. Το εξέφρασε με κάθε τρόπο από τη στιγμή που τη μετέφερε στην οικία του μέχρι και την τελευταία στιγμή που έφυγε, με τον κατηγορούμενο να μην επιδεικνύει οποιοδήποτε σεβασμό στο τι ήθελε η παραπονούμενη. Το τι συνάγεται από τα γεγονότα της υπόθεσης και  χωρίς οποιοδήποτε στοιχείο υπερβολής, είναι ότι όχι μόνο σωματικά αλλά και η προσωπικότητα και αξιοπρέπεια της παραπονούμενης έχουν υποστεί τον απόλυτο εξευτελισμό. Από τα πιο πάνω αυτό που προκύπτει είναι η συμπεριφορά του κατηγορούμενου με πρόδηλα ιδιαίτερα επιβαρυντικά στοιχεία. Προσθέτουμε, ότι ο κατηγορούμενος, όπως είχε δικαίωμα να πράξει, επέμεινε μέχρι την τελευταία στιγμή στην αθωότητα του με αποτέλεσμα εντούτοις, ως υποδείχθηκε στην Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 113, 128), να μη «… δικαιούται να επικαλεσθεί την επιείκεια του Δικαστηρίου, αφού δεν έχει επιδείξει οποιαδήποτε μετάνοια» (βλ. επίσης, ΗΕ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 50/18, ημ. 8/4/20, ECLI:CY:AD:2020:B120, Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 91/17, ημερ. 2/5/18), ECLI:CY:AD:2018:B214. Περαιτέρω η παραπονούμενη κλήθηκε κι κατάθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ζώντας ξανά τα γεγονότα της 13/12/2021. Ως τέθηκε και στην Bakhit v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση 56/2022 ημερ.7/4/2023, ECLI:CY:AD:2023:D136, «Σε ό,τι αφορά ειδικά την παραδοχή σε υποθέσεις βιασμού, όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση Στυλιανού (ανωτέρω), «Η περαιτέρω ταλαιπωρία (distress) του θύματος, σε περίπτωση που δώσει μαρτυρία, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παραδοχή, ίσως περισσότερο από άλλα αδικήματα, θα πρέπει, υπό κανονικές συνθήκες, να έχει ως αποτέλεσμα κάποια έκπτωση από την ποινή που θα επιβαλλόταν. Το ύψος της έκπτωσης αυτής βεβαίως ερίζεται σε όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας καταδίκης σε περίπτωση ακρόασης». Έτσι και στην προκειμένη περίπτωση, στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, η παραπονούμενη αναγκάστηκε να βιώσει για ακόμα μια φορά τα κατ’ επανάληψη διαδραματισθέντα σε βάρος της, από τον Εφεσείοντα.».

 

Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής.

 

Προς όφελος του κατηγορούμενου για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής λαμβάνουμε υπόψη τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, αφού από το 2017 είναι καρκινοπαθής και έχει υποβληθεί σε χειρουργικές επεμβάσεις, γεγονός το οποίο δημιούργησε πρόβλημα και στην ομιλία του με αποτέλεσμα να έχει τοποθετηθεί βαλβίδα έτσι ώστε να μπορεί να μιλά. Λαμβάνουμε επίσης υπόψη μας ότι ο κατηγορούμενος παρακολουθείται από το 2012 με HIV λοίμωξη. Να πούμε εδώ ότι ζητήθηκαν από το Δικαστήριο λεπτομέρειες, ως προς αυτό το στοιχείο, έχοντας κατά νουν ότι ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος στο αδίκημα του βιασμού της παραπονούμενης, με εύρημα μας ότι εκσπερμάτωσε μέσα της, με όλους τους κινδύνους που αυτό δημιουργεί. Ο συνήγορος υπεράσπισης κατέθεσε ιατρικό πιστοποιητικό ημερομηνίας 22/3/2024, του οποίου το περιεχόμενο έγινε αποδεκτό από την κατηγορούσα αρχή. Στο εν λόγω πιστοποιητικό σημειώνεται ότι η μετάδοση του ιού κατά τις 13/12/2021 είναι εξαιρετικά αμφίβολη αφού υπήρξε εργαστηριακός έλεγχος στις 9/9/2021 αλλά και την 1/2/2022, δηλαδή προ και μετά της ημερομηνίας διάπραξης του αδικήματος με μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο. Προστίθεται επίσης ότι η διαχρονική συμμόρφωση στην θεραπευτική αγωγή και η σταθερή επίτευξη ιολογικής καταστολής σε μη ανιχνεύσιμα/μη μεταδοτικά επίπεδα ιικού φορτίου από 6/2/2014 μέχρι 23/11/23, καθιστούν εξαιρετικά αμφίβολο το ενδεχόμενο μετάδοσης του ιού μέσω σεξουαλικής επαφής κατά τις 13/12/2021.  Να επισημάνουμε όμως ότι τα προβλήματα υγείας ως αναφέρθηκαν από τον συνήγορο υπεράσπισης, δεν στάθηκαν εμπόδιο να διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία βρέθηκε ένοχος. Λαμβάνουμε περαιτέρω υπόψη μας ότι είναι ηλικίας 67 ετών αλλά και τις προσωπικές περιστάσεις ως αυτές καταγράφονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας. Σε κάθε περίπτωση όμως η συμπεριφορά του, ως ανωτέρω την παραθέσαμε και η μεγάλη απαξία που τα αδικήματα αυτής της φύσεως ενέχουν, εξουδετερώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, ως αυτές έχουν τεθεί από πλευράς υπεράσπισης.

 

Να πούμε τέλος εδώ ότι η πλευρά της υπεράσπισης μας κάλεσε να προσμετρήσουμε προς όφελος του ότι δεν υπήρξαν οποιεσδήποτε επιπτώσεις στο θύμα. Το ότι δεν τέθηκε ότι το θύμα, από τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, είχε ψυχικές επιπτώσεις δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εκληφθεί ως μετριαστικός παράγοντας προς όφελος του αφού αν δεν υπήρξαν ψυχικές επιπτώσεις στο θύμα δεν οφείλεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στον κατηγορούμενο. Το αντίθετο μάλιστα. Θα μπορούσε η συμπεριφορά του να προκαλέσει ψυχικές επιπτώσεις στην παραπονούμενη. Δεν παραβλέπουμε - ως διατύπωσε το Ανώτατο Δικαστήριο στην ΜΘ ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 17 πως αποτελεί διαπίστωση κοινής ανθρώπινης εμπειρίας, ότι συμπεριφορές ως αυτή που επέδειξε στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος, δεν είναι χωρίς επιπτώσεις για το θύμα, ακόμη και αν δεν έχει παρουσιαστεί (όπως εδώ),  μαρτυρία πραγματογνωμόνων (βλ. επίσης, ΚΧ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 272/17, ημερ. 26/9/19), ECLI:CY:AD:2019:B397.

 

Έχει περαιτέρω τεθεί ενώπιον μας ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με μία προηγούμενη καταδίκη και συγκεκριμένα στην υπόθεση 4198/76 για το αδίκημα της παρά φύση ασέλγειας, («Unnatural offence») με ημερομηνία καταδίκης την 21/7/1976.

 

Η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών είναι παράγοντας ο οποίος περιορίζει το Δικαστήριο να επιδείξει στον κατηγορούμενο την επιείκεια που θα επιδείκνυε αν ήταν λευκού ποινικού μητρώου. Στην υπόθεση  Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565 επαναλήφθηκαν τα εξής:

 

«Αποτελεί θέση της νομολογίας μας ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν πρέπει να δικαιολογούν επιβολή ποινής τέτοιας ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι τιμωρείται για δεύτερη φορά ένας παραβάτης. Ωστόσο είναι δυνατό η προηγούμενη εγκληματική συμπεριφορά να επηρεάσει το βαθμό επιείκειας που το δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει (Βλ. Κυπριανίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 246, 250, 251, Περικλέους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 5977/22.2.96). Περαιτέρω έχει νομολογηθεί ότι οι προηγούμενες καταδίκες είναι στοιχείο το οποίο έχει σημασία και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του κατηγορουμένου προς τους Νόμους της Πολιτείας (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ματθαίου Άλλως Μαλέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, 8, 9, Stratos and Another v. Police 17 C.L.R. 73 και Χατζηνικολάου ν. Αστυνομίας (1976) 2 Α.Α.Δ. 63).»

 

Να τεθεί καταρχάς ότι το άρθρο 171 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 επί  του οποίου φαίνεται να βασιζόταν το αδίκημα από το οποίο προκύπτει η προηγούμενη καταδίκη, αντικαταστάθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο 40(Ι)/1998. Ακολούθησε περαιτέρω τροποποίηση του με το Νόμο 145(Ι)/2002 δια του οποίου και πέραν της λεκτικής διαφοροποίησης του εν λόγω άρθρου, υπήρξε και διαφοροποίηση της προβλεπόμενης ποινής. Ενώ προηγουμένως το αδίκημα ήταν κακούργημα και προβλεπόταν ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων, το ύψος της προβλεπόμενης ποινής μειώθηκε στα τρία χρόνια καθιστώντας το πλημμέλημα.

 

Εκτός από τα πιο πάνω, να προσθέσουμε ότι πρόκειται για μια ιδιάζουσα περίπτωση αφού αν και υπάρχει προηγούμενη καταδίκη, εντούτοις από το 1976 και για περίοδο 50 σχεδόν χρόνων ο κατηγορούμενος δεν απασχόλησε τη δικαιοσύνη για οποιοδήποτε αδίκημα. Το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την ημερομηνία της προηγούμενης καταδίκης του μέχρι και σήμερα είναι πάρα πολύ μεγάλος. Στην εδώ περίπτωση η προηγούμενη καταδίκη αφορά υπόθεση του 1976 όταν ο κατηγορούμενος ήταν ηλικίας 19 ετών. Επιπρόσθετα, αν και η ποινή που του επιβλήθηκε είναι αυτή της φυλάκισης των 21/2 ετών και που σύμφωνα με το άρθρο 5(1)(β) του Περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου 70/81 περιλαμβάνεται στις ποινές που δεν χωρεί αποκατάσταση, εν τούτοις και σύμφωνα με το εδάφιο (3), του ίδιου και πάλι άρθρου, προβλέπεται ότι όποιος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης άνω των δύο ετών αλλά που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη μπορεί να αποκατασταθεί με διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου της επαρχίας που διαμένει εφόσον υποβάλει αίτηση μετά από παρέλευση οκτώ ετών από την ημερομηνία της καταδίκης του για την οποία επιβλήθηκε η ποινή. Ο παρών κατηγορούμενος εμπίπτει σε αυτές τις περιπτώσεις και θα μπορούσε να υποβάλει αίτηση για αποκατάσταση του από το τέλος Ιουλίου του έτους 1984. Καταληκτικά και υπό τα πιο πάνω δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, το Δικαστήριο δύναται να αντιμετωπίσει τον κατηγορούμενο με κάθε δυνατή υπό τις περιστάσεις επιείκεια χωρίς η προηγούμενη καταδίκη να αποτελεί τροχοπέδη.

 

Σε σχέση προς την ποινολογική μεταχείριση κατηγορούμενων σε παρόμοιας φύσης υποθέσεις και προβαίνοντας πάντοτε στις ανάλογες και επιβαλλόμενες αναπροσαρμογές στη βάση τού τι ισχύει εδώ ως ζήτημα γεγονότων (παραδείγματος χάριν σε σχέση προς την ύπαρξη ή όχι παραδοχής, τη λήψη προφυλακτικών μέτρων κατά τη σεξουαλική επαφή, την έκταση της βίας που ο δράστης επέδειξε πέραν της απολύτως απαραίτητης για να διαπραχθεί ο βιασμός, τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου μετά την εκτέλεση του εγκλήματος) και έχοντας συγχρόνως κατά νουν πως «Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν, όμως, το δεσμευτικό χαρακτήρα, που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο, γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη.» (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 1), αναδεικνύουμε ως καθοδηγητικές και ενδεικτικές  και τις ακόλουθες αποφάσεις.

 

Στην υπόθεση Fowokan ν. Δημοκρατίας (2014) 2(Α) ΑΑΔ 36, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε ποινή φυλάκισης 8 ετών, μετά από ακρόαση, για τον βιασμό γυναίκας ηλικίας 28 ετών. Ο κατηγορούμενος ήταν 34 ετών και λευκού ποινικού μητρώου. Επιμετρήθηκαν, ανάμεσα σε άλλα, οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του κατηγορουμένου και το ότι η ποινή φυλάκισης θα οδηγούσε στη διακοπή των μεταπτυχιακών του σπουδών. Η υπόθεση δεν ήταν, κρίθηκε, από τις χειρότερες του είδους. Έγινε δεκτό ως μετριαστικό στοιχείο το ότι ο κατηγορούμενος μετέφερε την παραπονούμενη με το όχημα του πίσω στο σημείο από όπου την είχε παραλάβει και πως εισάκουσε τις εκκλήσεις της και έλαβε προφυλάξεις προτού την βιάσει. Εντοπίστηκαν και επιβαρυντικά στοιχεία, ήτοι ότι ο κατηγορούμενος αδιαφορώντας για το πρόσωπο της παραπονούμενης και παρότι τούτη τον παρακαλούσε να σταματήσει, συνέχισε να ασκεί βία μέχρι κάμψεως της αντίστασης της. Υπήρξε και προσχεδιασμός, αφού ο κατηγορούμενος είχε οδηγήσει την παραπονούμενη στο διαμέρισμα του προσποιούμενος πως ξέχασε κάτι και την κάλεσε να ανεβούν μαζί, δήθεν για να το παραλάβει. Θεωρήθηκε περαιτέρω ως επιβαρυντικό και το ότι, μετά τον βιασμό, ο κατηγορούμενος υποχρέωσε την παραπονούμενη να λουστεί ώστε να εξαφανιστούν τα όποια σημάδια της εγκληματικής του πράξης.

 

Στην Ivarsson ν Δημοκρατίας (2016) 2Β ΑΑΔ 1207, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε ποινή φυλάκισης 7 ετών σε κατηγορούμενο ηλικίας 23 ετών (22 ετών κατά τη διάπραξη), για τον βιασμό κοπέλας 26 ετών, μετά από ακρόαση. Ο κατηγορούμενος τη βίαζε για περίπου 20 λεπτά, χωρίς προφυλακτικό. Εκσπερμάτωσε στον κόλπο της. Χρησιμοποίησε βία πέραν της απαραίτητης προς υλοποίηση του στόχου του, με την παραπονούμενη να βρίσκεται σε ευάλωτη θέση λόγω και της κατανάλωσης αλκοόλ (κάτι που γνώριζε ο κατηγορούμενος). Μετά τον βιασμό, ο κατηγορούμενος, εξευτελίζοντας την παραπονούμενη, την έσπρωξε σχεδόν ολόγυμνη έξω από το δωμάτιο του ξενοδοχείου στο οποίο την βίασε, με αυτήν να τρέχει στους διαδρόμους ζητώντας βοήθεια.

 

Στην Κυπριανού ν  Δημοκρατίας, Ποινική  Έφεση Αρ. 137/17, ημερομηνίας 26/4/2018, επικυρώθηκε η ποινή φυλάκισης των 8 ετών κατόπιν παραδοχής σε δυο κατηγορίες βιασμού πρωκτικού και κολπικού που έλαβαν χώρα κατά το ίδιο επεισόδιο που εκτυλίχθηκε σε δημόσιες τουαλέτες με τη χρήση υπέρμετρης βίας και αφού στη συνέχεια ακολούθησε εξευτελισμός του θύματος που ανάγκασε το θύμα να κυκλοφορεί γυμνή στην παρουσία τρίτων παρισταμένων.

 

Στην υπόθεση Αντωνίου ν Δημοκρατίας Πολιτική Έφεση Αρ. 80/17, ημερομηνίας 17/9/19, ECLI:CY:AD:2019:B372, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 ετών για το αδίκημα του βιασμού κατόπιν ακρόασης όταν ο εφεσείων απήγαγε και βίασε την παραπονούμενη η οποία ήταν πρώην σύζυγος του.

 

Στην υπόθεση Bakhit v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την ποινή φυλάκισης 10 ετών που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα μετά από ακρόαση σε αδικήματα βιασμού επισημαίνοντας ότι ορθά κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ως επιβαρυντικοί παράγοντες ότι ο Εφεσείων ασκούσε υπέρμετρη σωματική βία στην παραπονούμενη, εν διαστάσει σύζυγο του, εξαναγκάζοντας την να συναινέσει, ώστε να έλθει σε παράνομη συνουσία μαζί του, κτυπώντας την στη πλάτη, στο χέρι, στο πόδι και τραβώντας την, γεγονότα που διαδραματίζονταν στην παρουσία των παιδιών τους, αλλά και απειλώντας την ότι θα προέβαινε σε ενέργειες προς το Τμήμα Μετανάστευσης ώστε αυτή και τα παιδιά τους να επιστρέψουν στην Αίγυπτο, ως και ότι θα πληροφορούσε τους δικούς της στην Αίγυπτο ότι αυτή διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση, όπως και το γεγονός ότι αυτή η συμπεριφορά του ήταν επαναλαμβανόμενη και μακράς διάρκειας, αφού σε διάστημα ενός έτους (μεταξύ 1/6/2020 και 21/6/2021) βίασε την παραπονούμενη σε 11 διαφορετικές περιπτώσεις και ημερομηνίες.

 

Συνεκτιμώντας όλα όσα πιο πάνω παραθέσαμε και συζητήσαμε και λαμβάνοντας υπόψιν τα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης και τους μετριαστικούς παράγοντες που η υπεράσπιση έθεσε, κρίνουμε ότι μοναδική ενδεικνυόμενη ποινή υπό τις περιστάσεις είναι αναπόφευκτα αυτή της φυλάκισης.

 

Ως εκ τούτου επιβάλλουμε στον κατηγορούμενο τις ακόλουθες ποινές φυλάκισης:

 

Στην πρώτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 ετών.

Στην δεύτερη κατηγορία ποινή φυλάκισης 2 ετών.

Στην τρίτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 18 μηνών

Στην τέταρτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 ετών.

 

Οι ποινές θα συντρέχουν.

 

Ο χρόνος που ο κατηγορούμενος τέλεσε σε προφυλάκιση στην παρούσα υπόθεση (από 15/2/2024 ), να συνυπολογιστεί κατά το άρθρο 117(1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.

 

Τα έξοδα της διαδικασίας που ανέρχονται σε €100 να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

 

(Υπ.) ………………………..

Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ………………………..

Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ………………………..

Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο