
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ: Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Υπόθεση Αρ.:1008/2024
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
v.
- Ghasan Yousor
2. Yousif Yousor
Κατηγορουμένων
Ημερομηνία: 19 Ιουλίου 2024.
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Ο κ. Μ. Κουτσόφτας για Γενικό Εισαγγελέα.
Για τους κατηγορούμενους 1 και 2 : Η κα Μ. Παυλίδου.
Κατηγορούμενοι: παρόντες.
Π Ο Ι Ν Η
Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι κατόπιν δικής του παραδοχής στην κατηγορία 1 επί του κατηγορητηρίου, η οποία αφορά το αδίκημα της εισόδου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας απαγορευμένου μετανάστη, κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(1)(α)(στ)(ι)(κ)(λ)(μ)(2) και 19(2) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105. Επιπλέον, ο κατηγορούμενος 2 κρίθηκε ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής στο αδίκημα της κατηγορίας 3 επί του κατηγορητηρίου, ήτοι της παροχής συνδρομής ή βοήθειας σε απαγορευμένους μετανάστες να εισέλθουν στη Δημοκρατία κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(1)(α)(στ)(ι)(κ)(λ)(μ)(2) και 19(ζ) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105.
Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων έχουν τεθεί από πλευράς κατηγορούσας αρχής τα οποία και παραθέτουμε αυτολεξεί:
« Στις 21/01/24 και περί ώρα 03:15, εντοπίστηκε στο ραντάρ της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας βάρκα με παράτυπους μετανάστες στα 4,5 ναυτικά μίλια του Ακρωτηρίου Κάβο Γκρέκο στην οποία επέβαιναν 28 παράτυπους μετανάστες. Συγκεκριμένα 11 άνδρες, 4 γυναίκες, 10 παιδιά και 3 ασυνόδευτους ανήλικους, όλοι Συριακής καταγωγής. Άκατοι της Λιμενικής Αστυνομίας περισυνέλεξαν τους παράτυπους μετανάστες και τους μετέφεραν με ασφάλεια στο λιμάνι της Λάρνακας, ενώ δεν κατέστη δυνατό η ρυμούλκιση της βάρκας λόγω της κακής της κατάστασης.
Από εξετάσεις που διενεργήθηκαν εξασφαλίστηκε μαρτυρία εναντίον του 2ου κατηγορούμενου ότι οδηγούσε τη βάρκα καθ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Ανακρινόμενος προφορικά ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι ήταν ο μοναδικός οδηγός της βάρκας από την έναρξη του ταξιδιού μέχρι τον εντοπισμό τους από την Λιμενική Αστυνομία. Ανακρινόμενος προφορικά ο 1ος κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι συμφώνησε με διακινητή στη Συρία να ταξιδέψει χωρίς να δώσει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό με αντάλλαγμα ο 2ος κατηγορούμενος να οδηγήσει τη βάρκα από τη Συρία προς την Κύπρο.
Αφού πληροφορήθηκαν για το αδίκημα που δίεπραξαν , ήτοι της παράνομης εισόδου στο έδαφος της Δημοκρατίας, τους επεστήθηκε η προσοχή τους στο Νόμο με τη βοήθεια διερμηνέα και αυτοί δεν απάντησαν οτιδήποτε. Ακολούθως, την 21/01/24 και ώρα 17:40 αντίστοιχα στα γραφεία του ΤΑΕ Λάρνακας, οι κατηγορουμενοι συνελήφθηκαν για τα πιο πάνω αυτόφωρο αδίκημα που διέπραξαν.
Στις 21/1/24 και ώρα 20:40 αι 20:43 αντίστοιχα στα γραφεία του ΤΑΕ Λάρνακας, οι 1ος και 2ος κατηγορούμενοι συνελήφθηκαν κατόπιν δικαστικών ενταλμάτων σύλληψης και τέθηκαν υπό κράτηση σε αστυνομικά κρατητήρια. Την 22/01/24 αμφότεροι παρουσιάστηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και εναντίον τους εξασφαλίστηκε διάταγμα προσωποκράτησης οκτώ ημερών.
Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι είναι λευκού ποινικού μητρώου.»
Διευκρινίστηκε τέλος ότι η αναφορά στο κείμενο γεγονότων ως προς την παραδοχή του κατηγορουμένου 1, κατά την ανάκριση, στη συμφωνία του με το διακινητή στη Συρία περί μη καταβολής οικονομικού ανταλλάγματος, τέθηκε μόνο προς τον σκοπό παρουσίασης των περιστάσεων που ο κατηγορούμενος 1 εισήλθε στη Δημοκρατία, ήτοι για το ότι δεν εισήλθε νόμιμα. Επομένως, το Δικαστήριο θα λάβει υπόψιν του τις σχετικές αναφορές μόνο για τον πιο πάνω σκοπό.
Άλλωστε, ως έχει υποδειχθεί από τη νομολογία αναγκαίο είναι να δηλώνονται ενώπιον του Δικαστηρίου μόνο γεγονότα και όχι το τι ανέφερε κάποιος μάρτυρας σε κατάθεση που έδωσε. Τέτοια αναφορά μπορεί να θεωρηθεί «γεγονός» μόνο ως προς το ότι ο μάρτυρας όντως το ανέφερε και ως τίποτε περισσότερο. (βλ. Φραγκούδης ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 239/23, ημερομηνίας 11.7.2024).
Κατά το στάδιο πριν την επιβολή ποινής τέθηκε υπόψιν του Δικαστηρίου έκθεση του γραφείου ευημερίας, αναφορικά με τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις των κατηγορουμένων στην οποία καταγράφοντα συνοπτικά τα ακόλουθα:
Ο κατηγορούμενος 1 κατάγεται από τη Συρία, είναι ηλικίας 49 ετών και έχει άλλα 7 αδέλφια. Είναι νυμφευμένος και πατέρας ενός υιού ηλικίας 19 ετών και μιας θυγατέρας. Η σύζυγός του και η θυγατέρα του διαμένουν στη Συρία με τους γονείς της συζύγου του, καθότι η οικία του έχει καταστραφεί ολοσχερώς από σεισμό. Ο πατέρας του απεβίωσε πριν αρκετά χρόνια και η μητέρα του ανέκαθεν ασχολείτο με τα οικιακά. Ο κατηγορούμενος φοίτησε σε σχολείο για 9 χρόνια πριν διακόψει τη φοίτησή του. Υπηρέτησε στρατιωτική θητεία διάρκειας 2.5 ετών και ακολούθως εργάστηκε ως κουρέας. Η σύζυγος του διαγνώστηκε με καρκίνο και υποβάλλεται σε χημειοθεραπείες.
Ο κατηγορούμενος 2, είναι ο υιός του κατηγορουμένου 1. Σήμερα είναι ηλικίας 19 ετών. Διέκοψε τη φοίτησή του στο σχολείο σε ηλικία 16 ετών. Δεν υπηρέτησε στρατιωτική θητεία και προτού έλθει στη Κύπρο εργαζόταν ως μηχανικός αυτοκίνητων.
Η συνήγορος υπεράσπισης αγορεύοντας για σκοπούς μετριασμού της ποινής, υιοθέτησε την έκθεση του γραφείου ευημερίας αναπτύσσοντας τις προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων. Επιπλέον η κα Παυλίδου έδωσε έμφαση στο λευκό ποινικό μητρώο τους και στην παραδοχή τους. Εισηγήθηκε, περαιτέρω, ότι ενόψει της συμφωνίας μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Λιβάνου έχουν περιοριστεί οι μεταναστευτικές ροές προς την Κύπρο και ως εκ τούτου έχει μειωθεί η ανάγκη αποτροπής.
Ειδικότερα, ως προς τον κατηγορούμενο 1 υπέδειξε περαιτέρω ότι έπραξε απλώς ότι έπραξαν και οι υπόλοιποι επιβαίνοντες στη βάρκα οι οποίοι δεν διώχθηκαν. Στη βάση της πιο πάνω εισήγησης έθιξε το ζήτημα της ισότητας στη μεταχείριση παραβατών.
Ως προς τον κατηγορούμενο 2, η συνήγορος υπεράσπισης, έδωσε έμφαση στο νεαρό της ηλικίας του και στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, εισηγούμενη ότι ο ρόλος του ήταν δευτερεύων, αφού περιορίστηκε στην πλοήγηση της βάρκας χωρίς οποιαδήποτε συμμετοχή στην οργάνωση του ταξιδιού ή στην είσπραξη του κομίστρου από τους υπόλοιπους επιβαίνοντες.
Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 727, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639).
Στην υπό κρίση υπόθεση η σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία κρίθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι προκύπτει κατ’ αρχήν από τις προβλεπόμενες ποινές. Συγκεκριμένα το αδίκημα της κατηγορίας 1 προβλέπει ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €50.000 ή και τις δύο αυτές ποινές. Περαιτέρω για το αδίκημα της κατηγορίας 3, στο οποίο κρίθηκε ένοχος μόνο ο κατηγορούμενος 2, προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι 10 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €50.000 ή και τις δύο ποινές. Σημειώνεται ότι πριν την τροποποίηση των επίδικων άρθρων με τον Ν46(Ι)/2021, για τα αδικήματα των κατηγοριών 1 και 3, προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή που δεν υπερέβαινε τις πέντε χιλιάδες λίρες (€8.543) ή και τις δύο αυτές ποινές. Η αισθητή αύξηση των ποινών, αντανακλά ακριβώς την αυξημένη σοβαρότητα που ο νομοθέτης ήθελε να προσδώσει στα υπό εξέταση αδικήματα.
Περαιτέρω, η νομολογία έχει κατ’ επανάληψη τονίσει την ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση των αδικημάτων που σχετίζονται με παράνομη είσοδο, διέλευση και παραμονή στη Δημοκρατία, λόγω της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους, αλλά και του γεγονότος ότι αυτά επιφέρουν προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως καθώς και προβλήματα αστυνόμευσης. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις αποφάσεις Nazari v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 231, 234, Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 421, 429, Deveci ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 80 και Στρουθιάς ν. Αστυνομίας (2015) 2Α ΑΑΔ 493 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Kabeer Khan, Ποιν. Έφ. 123/23, ημερομηνίας 15.9.2023.
Περαιτέρω ως προς τη συχνότητα διάπραξης παρόμοιας φύσης αδικημάτων αντλούμε γνώση από τις καταχωρίσεις τέτοιων ποινικών υποθέσεων ενώπιον μας. Ως προς τη δυνατότητα άντλησης σχετικής Δικαστικής γνώσης, μέσω της αναφοράς στον αριθμό παρόμοιων υποθέσεων που εκδικάζει κάποιο Δικαστήριο, παραπέμπουμε στην Καρανίκκη v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 118, 123, και στο σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης, Β έκδοση, σελ. 269. Στη βάση λοιπόν των υποθέσεων που καταχωρούνται ενώπιον μας δεν διαπιστώνουμε κάμψη στην τέλεση παρόμοιας φύσης αδικημάτων. Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να αποδεχθούμε τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των κατηγορουμένων περί επίλυσης του προβλήματος.
Προκύπτει, συνεπώς, ότι σε υποθέσεις που αφορούν αδικήματα που σχετίζονται με παράνομη μετανάστευση, σύμφωνα με τη νομολογία αλλά και με βάση την έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξή τους, υφίσταται η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών.
Σαφώς, όμως, και στα υπό συζήτηση αδικήματα το μέγεθος της ποινής συναρτάται με τις συνθήκες έκαστου αδικήματος. Σχετικά παραπέμπουμε στην Mohamed κ.α. v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 166.
Ως προς τους παράγοντες που επενεργούν επιβαρυντικά στην επιμέτρηση της ποινής σε παρόμοιας φύσης αδικήματα, διαφωτιστική είναι η πρόσφατη απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ali Terzelaki Ποινική Έφεση 6/23, ημερομηνίας 4.6.2024. Στην εν λόγω απόφαση με παραπομπή στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice του 2024 στο Μέρος Β, Ενότητα Β22.51, υιοθετήθηκαν τα νομολογηθέντα στην Αγγλική απόφαση Le and Stark [1999] 1 Cr App R (S) 422, στην οποία καταγράφονται οι επιβαρυντικοί παράγοντες σε σχέση με παρόμοιας φύσης αδικήματα. Σύμφωνα με τη πιο πάνω απόφαση, λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες ως επιβαρυντικοί:
(1) αν το αδίκημα διαπράχθηκε κατ’ επανάληψη,
(2) αν έγινε με σκοπό το οικονομικό όφελος,
(3) αν η υποβοήθηση αφορούσε πρόσωπα άγνωστα σε αντιδιαστολή με σύζυγο ή στενό συγγενικό πρόσωπο,
(4) όπου υφίσταται συνωμοσία, η διάπραξη του αδικήματος για κάποια χρονική περίοδο,
(5) αν υπήρξε εκτεταμένος προσχεδιασμός και οργάνωση,
(6) αν ο κατηγορούμενος είχε ηγετικό ρόλο, ή αν
(7) το αδίκημα διαπράχθηκε σε σχέση με μεγάλο αριθμό παράνομων μεταναστών.
Στην υπό κρίση υπόθεση, αυτό που προκύπτει από τα ενώπιον μας γεγονότα είναι ότι ο κατηγορούμενος 2 πλοήγησε το σκάφος μέσω του οποίου εισήλθαν παρανόμως, πέραν του ίδιου και του πατέρα του, άλλα 26 άτομα όλοι παράνομοι μετανάστες, με τους οποίους δεν προκύπτει ότι ήταν στενά συγγενικά πρόσωπα του κατηγορούμενου 2. Με τον πιο πάνω τρόπο ο κατηγορούμενος 1 παρείχε συνδρομή σε ένα μη ευκαταφρόνητο αριθμό μεταναστών να εισέλθουν παρανόμως στη Δημοκρατία. Επίσης, προκύπτει πως ο κατηγορούμενος 2 δεν κατέβαλε χρηματικό αντίτιμο στον Σύριο διακινητή και αντί τούτου ανέλαβε να πλοηγήσει το επίδικο σκάφος, λαμβάνοντας με αυτό τον τρόπο κάποιο οικονομικό όφελος, χωρίς όμως να προκύπτει ότι σκοπός της διάπραξης των επίδικων αδικημάτων ήταν το οικονομικό όφελος. Ο δε κατηγορούμενος 1 δεν κατέβαλε αντάλλαγμα στον Σύριο διακινητή και επωφελήθηκε από το γεγονός ότι ο υιός του θα πλοηγούσε τη βάρκα, αποκομίζοντας συνακόλουθα και αυτός κάποιο οικονομικό όφελος, αφού σε αντίθετη περίπτωση θα κατέβαλλε ποσό για την μεταφορά του στη Δημοκρατία, χωρίς όμως και πάλι να προκύπτει ότι το οικονομικό όφελος ήταν ο σκοπός της διάπραξης του αποδιδόμενου σε αυτόν αδικήματος.
Έχοντας υπόψη τις προβλεπόμενες στον Νόμο ποινές, τη διαπιστωθείσα, από τη νομολογία, ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση παρόμοιας φύσης αδικημάτων και τις συνθήκες διάπραξης των επίδικων αδικημάτων, καταλήγουμε ότι αναδύεται, κατ’ αρχήν, η ανάγκη για απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή.
Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285). Η εξατομίκευση της ποινής έχει ως λόγο τον συσχετισμό της τιμωρίας και με το άτομο του παραβάτη· όχι όμως την αποκλειστική συνάρτησή της με τις προσωπικές συνθήκες αυτού ( βλ. Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 135).
Προς όφελος των κατηγορούμενων λαμβάνουμε υπόψιν μας την άμεση παραδοχή τους, παράγοντας ο οποίος, ως είναι νομολογημένο, επιφέρει έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28). Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη μας το λευκό τους ποινικό μητρώο την εκφρασθείσα μεταμέλεια και απολογία τους.
Λαμβάνουμε επίσης υπόψη τις προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις ως αυτές καταγράφονται στις εκθέσεις του γραφείου ευημερίας και έχουν αναπτυχθεί από τη συνήγορό τους. Είναι όμως νομολογημένο ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις λαμβάνονται μεν υπόψη αλλά δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής. ( βλ. Tabrizi v Αστυνομίας (ανωτέρω) και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ali Terzelaki (ανωτέρω)).
Ως προς τις συνθήκες διάπραξης των επίδικων αδικημάτων δεν παραγνωρίζουμε ότι, ελλείπουν οι πλείστοι από τους επιβαρυντικούς που έχει αναγνωρίσει η νομολογία. Συγκεκριμένα, στην υπό κρίση υπόθεση, τα αδικήματα δεν τελέστηκαν με σκοπό το οικονομικό όφελος, δεν υφίσταται το στοιχείο της επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς, οι κατηγορούμενοι δεν είχαν ηγετικό ρόλο αφού δεν ήταν οι διοργανωτές του ταξιδιού και ότι ο αριθμός των μεταναστών που υποβοηθήθηκαν δεν ήταν μεν ευκαταφρόνητος αλλά ούτε και ιδιαίτερα μεγάλος.
Περαιτέρω, σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1 λαμβάνουμε υπόψη μας το γεγονός ότι έπραξε ό,τι ακριβώς και οι υπόλοιποι μετανάστες που βρίσκονταν στο σκάφος, πλην του πλοηγού, δηλαδή εισήλθε παρανόμως στη Δημοκρατία. Όμως, οι υπόλοιποι επιβαίνοντες δεν διώχθηκαν. Το πιο στοιχείο έδωσε λαβή στην εισήγηση της κας Παυλίδου ως προς την άνιση μεταχείριση του κατηγορουμένου 1 σε σχέση με τους υπόλοιπους επιβαίνοντες.
Ως προς την αρχή της ισότητας στη δίωξη των παραβατών, θεμελιακή είναι η απόφαση Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 141, όπου υποδείχθηκε πως:
«Η αρχή της ισότητας, όπως καθιερώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος είναι καθολική. Η ισονομία και ισοπολιτεία αποτελούν την πεμπτουσία της Δικαιοσύνης.» Η επιλεκτική μεταχείριση των παραβατών αποδυναμώνει το δίκαιο και καταστρατηγεί το κράτος δικαίου.»
Σχετική, επίσης, είναι η πρόσφατη απόφαση Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 35/2022, ημερομηνίας 25/1/2023, ECLI:CY:AD:2023:B24, όπου υποδείχθηκε εκ νέου ότι:
«οι αρμόδιες αρχές του Κράτους, οφείλουν να προσάγουν ενώπιον των ανεξάρτητων δικαστικών αρχών, όλους τους παραβάτες. Αυτό υπαγορεύει η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών (Άρθρο 28 του Συντάγματος και Gagloshvili v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 33/21, ημερ. 21.12.2021, ECLI:CY:AD:2021:D575»
Στην υπόθεση Κυριάκου (ανωτέρω), κρίθηκε ότι δικαιολογείτο η μείωση της ποινής, «μόνο και μόνο να μετριασθεί το αίσθημα αδικίας που προκάλεσε η άνιση μεταχείριση των δύο παραβατών».
Έτσι, στη βάση των ανωτέρω, κρίνουμε ότι και στην παρούσα, με δεδομένη τη μη δίωξη των υπολοίπων 26 επιβαινόντων στη βάρκα, χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε διαφοροποίηση στον ρόλο του κατηγορουμένου 1 από τους υπόλοιπους 26, η αρχή της ισότητας, επενεργεί μετριαστικά στην επιμέτρηση της ποινής.
Σε σχέση με τον κατηγορούμενο 2, λαμβάνουμε υπ’ όψιν το νεαρό της ηλικίας του, το οποίο αποτελεί, σύμφωνα με τη Νομολογία, παράμετρο που το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν στην επιμέτρηση της ποινής. Σε άτομα νεαρής ηλικίας πρέπει να επιδεικνύεται μεγαλύτερη επιείκεια (βλ. G. M. Pikis, Sentencing in Cyprus, 2η έκδοση, σελ. 88).
Σε σχέση προς την ποινολογική μεταχείριση κατηγορούμενων σε παρόμοιας φύσης υποθέσεις και προβαίνοντας πάντοτε στις ανάλογες και επιβαλλόμενες αναπροσαρμογές στη βάση τού τι ισχύει εδώ ως ζήτημα γεγονότων και έχοντας συγχρόνως κατά νουν πως «Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν, όμως, το δεσμευτικό χαρακτήρα, που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο, γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη.» (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 1), παραθέτουμε ως καθοδηγητικές και ενδεικτικές και τις ακόλουθες αποφάσεις τα γεγονότα των οποίων θα πρέπει να πούμε ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικά για τους κατηγορούμενους.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Kabeer Khan (ανωτέρω) επιβλήθηκε πρωτοδίκως, κατόπιν παραδοχής, ποινή φυλάκισης 18 μηνών για τα αδικήματα της υποβοήθησης παράνομης παραμονής αλλοδαπού στη Δημοκρατία κατά παράβαση του Άρθρου 19Α(2) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, το οποίο προνοεί ως μέγιστη ποινή φυλάκισης τα 15 έτη. Η ποινή αυξήθηκε κατ’ έφεση στα 3 έτη με το Εφετείο να θέτει ότι στην ποινή θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται η δράση βάσει οργανωμένου σχεδίου σε δύο περιπτώσεις η υποβοήθηση πέντε αλλοδαπών να παραμείνουν παράνομα στη Δημοκρατία έναντι οικονομικού κέρδους.
Στην υπόθεση Ali Terzelaki (ανωτέρω) επιβλήθηκε πρωτοδίκως, κατόπιν παραδοχής, ποινή φυλάκιση 2 ½ ετών για το αδίκημα της εισόδου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας απαγορευμένου μετανάστη κατά παράβαση των Άρθρων 2, 6(1)(α)(στ)(ι) - (μ), (2) και 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Το Εφετείο αύξησε την ποινή από 2 ½ σε 4 έτη υποδεικνύοντας ότι η εν λόγω υπόθεση κατατάσσετο ανάμεσα στις σοβαρότερες τους είδους, αφού συνέτρεχαν όλοι οι επιβαρυντικοί παράγοντες που αναγνωρίζονται στην υπόθεση Le and Stark ( ανωτέρω), πλην της επαναλαμβανόμενης διάπραξης των αδικημάτων.
Συνεκτιμώντας όλα όσα πιο πάνω παραθέσαμε και συζητήσαμε και λαμβάνοντας υπόψιν τις συνθήκες διάπραξης των επίδικων αδικημάτων αλλά και τους μετριαστικούς παράγοντες που η πλευρά της υπεράσπισης έθεσε, κρίνουμε ότι μοναδική ενδεικνυόμενη ποινή υπό τις περιστάσεις είναι αναπόφευκτα αυτή της φυλάκισης.
Συνακόλουθα επιβάλλουμε στους κατηγορούμενους τις ακόλουθες ποινές:
Στον κατηγορούμενο 1:
Ποινή φυλάκισης 2 ετών στην κατηγορία 1.
Στον κατηγορούμενο 2:
Ποινή φυλάκισης 2 ετών στην κατηγορία 1.
Ποινή φυλάκισης 2 ετών στην κατηγορία 3.
Οι ποινές σε σχέση με τον κατηγορούμενο 2 να συντρέχουν.
Ο χρόνος που οι κατηγορούμενοι τελούν σε προφυλάκιση στην παρούσα υπόθεση (από 21/1/2024), να συνυπολογιστεί κατά το άρθρο 117(1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.
(Υπ.) ………………………..
Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο