
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ: Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 18/2024
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ν.
JJ
Κατηγορουμένου
Ημερομηνία: 19 Νοεμβρίου 2024
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: o κ. Μ. Κουτσόφτας.
Για τον κατηγορούμενο: Η κα Μ. Παυλίδου.
Κατηγορούμενος παρών.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει δύο κατηγορίες για αδικήματα υποβοήθησης παράνομης εισόδου υπηκόων τρίτης χώρας στο έδαφος της Δημοκρατίας κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(1)(α)(λ) και 19(1)Α του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου ΚΕΦ. 105, (κατηγορία 1), ως επίσης και συνδρομή σε απαγορευμένο μετανάστη για είσοδο στη Δημοκρατία κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(1)(α)(λ) και 19(ζ) του πιο πάνω Νόμου, (κατηγορία 2).
Κατηγορείται ότι στις 29/12/2023 με πρόθεση και με σκοπό την αποκόμιση κέρδους βοήθησε 31 Σύριους υπηκόους προκειμένου να εισέλθουν στη Δημοκρατία και ότι βοήθησε τους εν λόγω Σύριους απαγορευμένους μετανάστες να εισέλθουν στη Δημοκρατία.
Για την απόδειξη της υπόθεσης της η κατηγορούσα αρχή κάλεσε 6 μάρτυρες ενώ από πλευράς κατηγορούμενου δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία με τον ίδιο να επιλέγει το δικαίωμα της σιωπής. Κατατέθηκαν τέλος και 14 συνολικά τεκμήρια.
Οι αναφορές όλων των μαρτύρων, ως επίσης και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν αξιολογήθηκαν πλήρως, έστω και αν αυτά δεν αναφέρονται ρητά στην απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαία η καταγραφή του περιεχομένου τους κάτι το οποίο θα γίνει εκεί όπου κριθεί αναγκαίο (Βλέπε κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v. Παπαδοπούλου κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 88 και Al Watani κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (2001) 1Γ ΑΑΔ 1924).
Τυχόν αποσπάσματα που αναφέρονται στην απόφαση μεταφέρθηκαν αυτούσια από τα πρακτικά, τα τεκμήρια και τις γραπτές αγορεύσεις.
Κατά το στάδιο των αγορεύσεων ο συνήγορος για την κατηγορούσα αρχή αναφέρθηκε στη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στη βάση της οποίας, ως ήταν η εισήγηση του, το Δικαστήριο θα πρέπει να καταλήξει σε ενοχή του κατηγορούμενου και στις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Αντίθεση ήταν η θέση της πλευράς της υπεράσπισης η οποία και αυτή με τη σειρά της, αναφερόμενη στη μαρτυρία, έθεσε ότι δεν επαρκεί για να κρίνει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε τα αδικήματα και ως εκ τούτου το Δικαστήριο θα πρέπει να καταλήξει σε αθώωση του.
Θα πρέπει να πούμε εξαρχής ότι η μαρτυρία του συνόλου των μαρτύρων κατηγορίας παρέμεινε αναντίλεκτη αφού δεν αντεξετάστηκαν.
Ο αστυφύλακας 5573 Μιχάλης Πίτσιλλος, ΜΚ1, αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του τεκμήριο 1. Αναφέρει ότι υπηρετεί στη Λ. & Ν. Αστυνομία και είναι αποσπασμένος στον Ναυτικό Σταθμό Λάρνακας. Στις 29/12/2023 και μετά από οδηγίες του αξιωματικού υπηρεσίας, αναχώρησε μαζί με τον Ε/Αστ. 5849 με την άκατο Αστραπή 35, για έλεγχο ύποπτου στόχου στη θαλάσσια περιοχή Μαζωτού. Εντόπισαν στο στίγμα 340 47΄610Β και 0330 36΄657Α στην εν λόγω περιοχή μία βάρκα fiber glass μήκους περίπου 9 μέτρων με 30 περίπου άτομα επιβαίνοντες. Η βάρκα δεν είχε κίνηση και η μηχανή βρισκόταν εκτός λειτουργίας. Δεν διαπίστωσε κάποιο άτομο να προσπαθεί να την ξεκινήσει. Έλαβε οδηγίες να παραμείνει στο μέρος μέχρι και την άφιξη της ακάτου Θησέας για παραλαβή των επιβαινόντων. Στις 30/12/2023 και ώρα 00:15 έφθασε η άκατος Θησέας όπου και παρέλαβε τους μετανάστες και αναχώρησε για το λιμάνι Λάρνακας. Οι ίδιοι προσπάθησαν να ρυμουλκήσουν τη βάρκα στο λιμάνι Λάρνακας χωρίς όμως αυτό να καταστεί εφικτό. Αναγνώρισε τον κατηγορούμενο στο εδώλιο.
Η μαρτυρία του ΜΚ1 γίνεται δεκτή.
Η Δέσποινα Ζεϊλάα, ΜΚ2, κλήθηκε και μετέβηκε στο λιμάνι Λάρνακος για να βοηθήσει στη μετάφραση παράτυπων μεταναστών με καταγωγή από την Συρία αφού γνωρίζει την Αραβική γλώσσα και εκτελεί χρέη διερμηνέα. Κατά την προφορική ανάκριση του κατηγορούμενου από τον αστυφύλακα 1029, ο κατηγορούμενος της ανέφερε ότι ήταν το μοναδικό άτομο που οδήγησε τη βάρκα από την Ταρτούς μέχρι του σημείου που τους εντόπισε η αστυνομία. Της είπε επίσης ότι δεν πλήρωσε οποιοδήποτε ποσό για να έρθει στην Κύπρο διότι συμφώνησε με τον διακινητή να οδηγήσει τη βάρκα και να έρθει δωρεάν. Οι αναφορές της μάρτυρος καταγράφηκαν στην κατάθεση της τεκμήριο 2. Ανέφερε επίσης ότι στις 2/1/2024 βοήθησε τον αστυφύλακα 1591 να λάβει κατάθεση από τον κατηγορούμενο, ο οποίος και έδωσε κατάθεση την οποία η μάρτυρας κατέγραψε και ακολούθως τη μετέφρασε στα Ελληνικά στον αστυφύλακα 1591, με τον τελευταίο να την καταγράφει σε ξεχωριστό φύλλο. Μετά το πέρας της λήψης της ανακριτικής κατάθεσης τη διάβασε στον κατηγορούμενο και ως ορθή την υπέγραψε στην παρουσία της. Αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως το πρόσωπο το οποίο περιγράφει στην κατάθεση της και που της ανέφερε ότι ήταν το μοναδικό πρόσωπο που οδήγησε τη βάρκα από την Ταρτούς μέχρι που τους εντόπισε η αστυνομία. Αναγνώρισε επίσης και κατέθεσε το έντυπο δικαιωμάτων τεκμήριο 3 και το έντυπο δικαιωμάτων υπόπτων/κατηγορούμενων τεκμήριο 4.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της ΜΚ2.
Ο αστυφύλακας 1029 Δημήτρης Νικολάου, ΜΚ3, ανέφερε ότι υπηρετεί στην ΥΚΑΝ Λάρνακας. Ο μάρτυρας αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του τεκμήριο 5, που φέρει ημερομηνία 30/12/2023 αλλά και τη συμπληρωματική, ως ο ίδιος εξήγησε, κατάθεση του τεκμήριο 6, η οποία φέρει ημερομηνία 1/1/2024. Διευκρίνισε αρχικά ο μάρτυρας ότι στην κατάθεση του τεκμήριο 5, η ημερομηνία που ενημερώθηκαν για την ύπαρξη της βάρκας θα έπρεπε να ήταν 29/12/2023 και όχι 30/12/2023. Αναφέρει στη συνέχεια ότι υπηρετούσε στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας και ήταν τοποθετημένος στο ΤΑΕ. Είπε ότι στις 29/12/2023 μετέβηκε στο λιμάνι Λάρνακας, μετά που ενημερώθηκε ότι εντοπίστηκε στο ραντάρ της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας ύποπτος στόχος στα 9 ναυτικά μίλια. Στην βάρκα επέβαιναν 32 παράνομοι μετανάστες ανάμεσα τους 15 ανήλικοι. Μετά από εξετάσεις που διενήργησε διαπιστώθηκε ότι οι μετανάστες ξεκίνησαν από τα παράλια της Ταρτούς με προορισμό την Κύπρο. Με τη βοήθεια της ΜΚ2 ανέκρινε προφορικά τον κατηγορούμενο αφού προηγουμένως του τον υπέδειξαν ως οδηγό της βάρκας δύο επιβάτες της τους οποίους και κατονόμασε. Κατά την ανάκριση ο κατηγορούμενος του ανέφερε ότι ήταν ο οδηγός της βάρκας καθ΄ όλη τη διάρκεια ταξιδιού και ότι συμφώνησε με τον διακινητή να οδηγήσει τη βάρκα με αντάλλαγμα να έρθει δωρεάν στην Κύπρο γιατί δεν είχε λεφτά. Τον πληροφόρησε για το αδίκημα που διέπραξε και αφού του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο ο κατηγορούμενος απάντησε «driver of the boat» Στα γραφεία του ΤΑΕ Λάρνακας τον συνέλαβε και αφού του επέστησε εκ νέου την προσοχή του στο Νόμο ο κατηγορούμενος δεν έδωσε καμία απάντηση. Αναγνώρισε την υπογραφή του στο τεκμήριο 3 ως επίσης αναγνώρισε και τον κατηγορούμενο στο Δικαστήριο.
Η μαρτυρία του ΜΚ3 γίνεται αποδεκτή.
Ο αρχιαστυφύλακας 1099 Χρίστος Λάμπρου, ΜΚ4, ανέφερε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο υπηρετούσε στο ΤΑΕ Λάρνακας. Ήταν το πρόσωπο που στις 30/12/2023, ως αναφέρει στην κατάθεση του τεκμήριο 7, συνέλαβε τον κατηγορούμενο στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αφού προηγουμένως με τη βοήθεια διερμηνέως του εξήγησε τους λόγους της σύλληψης του. Του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο και αυτός δεν απάντησε τίποτε. Του επέδωσε τα δικαιώματα συλληφθέντων κρατουμένων προσώπων, του εξηγήθηκαν από τη διερμηνέα και στη συνέχεια τα υπέγραψε στην παρουσία τους. Κατέθεσε το έντυπο δικαιωμάτων στην Αραβική γλώσσα τεκμήριο 8, ως επίσης και το ένταλμα σύλληψης τεκμήριο 9.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του.
Ο αστυφύλακας 1591 Στέφανος Χατζηγεωργίου, ΜΚ5, στην κατάθεση του τεκμήριο 10, το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε, αναφέρει ότι στις 2/1/2024 πληροφόρησε γραπτώς τον κατηγορούμενο για τα αδικήματα τα οποία διερευνούσε εναντίον του και του επέστησε την προσοχή στο Νόμο. Στη συνέχεια με τη βοήθεια της διερμηνέως κατέγραψε την ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου την οποία κατέθεσε ως τεκμήριο 11, με την πιστή μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα να κατατίθεται ως τεκμήριο 12. Στο τέλος της κατάθεσης του, του την πρόσφερε και τη διάβασε και ο οποίος την αποδέχθηκε ως ορθή και την υπέγραψε. Αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως το πρόσωπο που αναφέρει στην κατάθεση του όπως αναγνώρισε και το τεκμήριο 4 ως τα δικαιώματα ύποπτων κατηγορούμενών τα οποία του παρέδωσε πριν την έναρξη της ανακριτικής κατάθεσης.
Η μαρτυρία του ΜΚ5 γίνεται αποδεκτή.
Ο αστυφύλακας 2838 Νικόλας Κεττής, ΜΚ6, υπηρετεί στο Αρχηγείο Αστυνομίας και είναι αποσπασμένος στο κλιμάκιο της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Λάρνακας. Στην κατάθεση του, τεκμήριο 13, αναφέρει τις δικές του ενέργειες σε σχέση με την υπόθεση που ήταν η καταγραφή των στοιχείων των επιβαινόντων στην επίδικη βάρκα που έφθασαν στο λιμάνι Λάρνακας. Επρόκειτο για 32 παράτυπους μετανάστες όλοι τους Συριακής καταγωγής, εκ των οποίων 17 άνδρες, 8 παιδιά και 7 ασυνόδευτοι ανήλικοι. Κατέθεσε τον σχετικό κατάλογο όπου αναγράφονται τα στοιχεία των επιβαινόντων, ως τεκμήριο 14. Ανέφερε περαιτέρω ο μάρτυρας ότι κατά τους ελέγχους προέκυψε μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου ότι ήταν ο πλοηγός της βάρκας ο οποίος όμως δεν είχε στην κατοχή του οποιοδήποτε έγγραφο που να δηλώνει την ταυτότητα του αλλά δήλωσε ο ίδιος τα στοιχεία του κατά την καταγραφή. Διαπίστωσε ότι αφίχθηκε παράνομα στην Κύπρο στις 30/12/2023 και δεν εντόπισε οτιδήποτε άλλο για αυτόν. Ούτε αν βρισκόταν προηγουμένως στη Δημοκρατία ούτε αν εκκρεμεί οτιδήποτε εναντίον του. Το όνομα του κατηγορούμενου φαίνεται στο τεκμήριο 14 με αύξοντα αριθμό 28.
Η μαρτυρία του ΜΚ6 γίνεται αποδεκτή.
Έχουμε αναφέρει προηγουμένως ότι ο κατηγορούμενος επέλεξε, ως είχε απόλυτο δικαίωμα, να παραμείνει σιωπηλός χωρίς να προσκομίσει και οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία. Η άσκηση του δικαιώματος της σιωπής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εκληφθεί εναντίον του αλλά ούτε και μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση στην απόφαση του Δικαστηρίου (βλ. Mohammad κ.ά ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 590).
Θα πρέπει όμως και πριν προβούμε στα ευρήματα μας να πούμε ότι τα όσα αναφέρει στην κατάθεση του τεκμήριο 11 με τη μετάφραση της στα Ελληνικά να κατατίθεται ως τεκμήριο 12 και έχουν σχέση με τις υπό κρίση κατηγορίες, θα αξιολογηθούν και ως τέθηκε και στην Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109, το Δικαστήριο μπορεί να αποδώσει τη βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη της κατάθεσης όπως στο μέρος εκείνο που συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια στα συμφέροντα του κατηγορούμενου.
Στην υπό κρίση περίπτωση από το περιεχόμενο της κατάθεσης του κατηγορούμενου προκύπτουν στοιχεία ως προς την υπόθεση όπως το ότι η βάρκα απόπλευσε από την Ταρτούς της Συρίας με κατεύθυνση την Κύπρο και ότι σε αυτή πέραν του κατηγορούμενου υπήρχαν επιβαίνοντες περί τα τριάντα άτομα ακόμα. Αναφέρει περαιτέρω και το όνομα συγκεκριμένου ατόμου που ήταν ο διακινητής. Θέτει επίσης ότι ήταν οδηγός της βάρκας μόνο για δύο ώρες πριν φθάσουν στην Κύπρο. Τα όσα θέτει στην κατάθεση του δεν αποτελούν επιβαρυντικά στοιχεία εκτός βέβαια ότι οδήγησε την βάρκα για δύο ώρες η οποία και μπορεί να εκληφθεί ότι έστω και για δύο ώρες οδήγησε τη βάρκα έτσι ώστε να έρθει στην Κύπρο.. Η δήλωση του αυτή θεωρούμε όμως ότι τέθηκε για να αποποιηθεί τα όσα προφορικά ανέφερε στον ΜΚ3.
Συγκεκριμένα, σε προφορική του ανάκριση είχε αναφέρει ότι αυτός ήταν ο μοναδικός οδηγός της επίδικης βάρκας κάτι το οποίο αν και δέχεται ότι το είπε, αρνείται στην κατάθεση του τεκμήριο 11 προβάλλοντας ότι τα είπε διότι είχε απειληθεί από τον πραγματικό οδηγό της βάρκας ότι θα έκανε κακό στην οικογένεια του αν δεν τα έλεγε. Αναφέρει επίσης ότι είχε καταβάλει το ποσό των 3000 δολαρίων, σε αντίθεση με την προφορική του ανάκριση που είπε ότι δεν πλήρωσε οποιοδήποτε ποσό αφού συμφώνησε με τον διακινητή να οδηγήσει τη βάρκα και να έρθει δωρεάν. Είναι προφανές πως οι θέσεις του κατηγορούμενου στην κατάθεση του τεκμήριο 11, περιέχουν αθωωτικά στοιχεία που αφορούν τον πυρήνα της υπόθεσης και των κατηγοριών που αντιμετωπίζει. Οι αναφορές του ότι οδήγησε τη βάρκα μόνο για δύο ώρες πριν φθάσουν στην Δημοκρατία και ότι προηγουμένως οδηγούσε άλλο πρόσωπο και ότι πλήρωσε συγκεκριμένο ποσό για τη μεταφορά του είναι μαρτυρία που άπτεται της ουσίας της υπόθεσης. Οι προφορικές όμως δηλώσεις του προς τον ΜΚ3 τις οποίες μετέφερε η διερμηνέας παρέμειναν αδιαμφισβήτητες. Ουδέν τέθηκε κατά την αντεξέταση των δύο αυτών μαρτύρων προς αμφισβήτηση τους. Είχε αναφέρει κατά την προφορική του ανάκριση ότι ήταν ο μοναδικός οδηγός της βάρκας από την Ταρτούς στην Κύπρο και το έπραξε ως αντάλλαγμα για τη δωρεάν μεταφορά του. Η μη αμφισβήτηση των προφορικών του δηλώσεων προς τους ΜΚ2 και ΜΚ3 και που αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν αφήνουν περιθώριο αναγωγής των θέσεων του περί καταβολής ποσού στον διακινητή και ότι οδήγησε τη βάρκα μόνο για δύο ώρες, σε εκδοχή που θα μπορούσε να της δοθεί βαρύτητα ως περιέχουσα βοηθητικά προς τον κατηγορούμενο στοιχεία τη στιγμή που δεν υπάρχει μαρτυρία που να την υποστηρίζει (βλ. κατ’ αναλογίαν Χρίστου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση 46/2017 ημερ. 19/7/2019), ECLI:CY:AD:2019:B334. Συνεπώς δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί οιαδήποτε βαρύτητα στις πιο πάνω βοηθητικές για τον ίδιο δηλώσεις του, όπως αυτές περιλαμβάνονται στην κατάθεση του τεκμήριο 11. Ούτε και στα περί απειλής του από τον πραγματικό οδηγό της βάρκας είναι δυνατόν να δοθεί βαρύτητα δεδομένης της μη προώθησης τους από τον κατηγορούμενο.
Με βάση την ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα μαρτυρία και την αξιολόγηση της καταλήγουμε στα κάτωθι ευρήματα.
Στις 29/12/2023 εντοπίστηκε στο ραντάρ της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας ύποπτος στόχος στα 9 ναυτικά μίλια, στο στίγμα 340 47΄610Β και 0330 36΄657Α, στη θαλάσσια περιοχή Μαζωτού. Στο σημείο μετέβηκε ο ΜΚ1 μαζί με τον Ε/Αστ. Α 5849 με το σκάφος «Αστραπή 35» για έλεγχο. Εντόπισαν μία βάρκα fiber glass μήκους 9 μέτρων περίπου και σε αυτή μετέβαιναν 32 άτομα εκ των οποίων 17 άνδρες, 8 παιδιά και 7 ασυνόδευτοι ανήλικοι. Ήταν όλοι τους Συριακής καταγωγής. Η βάρκα δεν είχε κίνηση και η μηχανή βρισκόταν εκτός λειτουργίας. Έλαβαν οδηγίες όπως παραμείνουν στο σημείο, πράγμα που έπραξαν, μέχρι και τη μετάβαση εκεί της ακάτου «Θησέας». Οι επιβαίνοντες στη βάρκα παραλήφθηκαν από την άκατο «Θησέας» και μεταφέρθηκαν στο λιμάνι Λάρνακας. Η βάρκα δεν κατέστη δυνατό να ρυμουλκηθεί. Ο ΜΚ6 κατέγραψε τα στοιχεία των επιβαινόντων σε κατάλογο τεκμήριο 14. Πλοηγός της βάρκας ήταν ο κατηγορούμενος ο οποίος και υποδείχθηκε από τους ΙΙ και DD. Ο κατηγορούμενος ανακρίθηκε προφορικά από τον ΜΚ3 με τη βοήθεια της διερμηνέως ΜΚ2 και ο οποίος τους ανέφερε ότι ήταν ο μοναδικός οδηγός της βάρκας καθ΄ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού από την Ταρτούς της Συρίας μέχρι και τον εντοπισμό τους από την Λιμενική Αστυνομία. Ανέφερε επίσης ότι συμφώνησε με τον διακινητή να οδηγήσει τη βάρκα ως αντάλλαγμα να έρθει δωρεάν στην Κύπρο. Στις 30/12/2023 εναντίον του κατηγορούμενου εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και συνελήφθηκε. Του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο και δεν απάντησε οτιδήποτε. Στις 2/1/2024 λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο.
Μετά την κατάληξη μας στα πιο πάνω ευρήματα θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της και την ενοχή του κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Η πρώτη κατηγορία αφορά το αδίκημα της υποβοήθησης παράνομης εισόδου υπηκόων τρίτης χώρας στο έδαφος της Δημοκρατίας.
Αυτό που προσάπτεται στον κατηγορούμενο ως προκύπτει από τις λεπτομέρειες του αδικήματος είναι ότι στις 29/12/2023, με πρόθεση και με σκοπό την αποκόμιση κέρδους, βοήθησε 31 Σύριους υπηκόους να εισέλθουν στην Δημοκρατία.
Το εν λόγω αδίκημα βασίζεται στο άρθρο 19Α(1) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ.105, αν και στην έκθεση αδικήματος αναγράφεται ως 19(1)Α. Είναι προφανές, από τις λεπτομέρειες του, ότι το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας εδράζεται επί του άρθρου 19Α(1), που έχει ως ακολούθως.
«19Α.-(1) Πρόσωπο το οποίο µε πρόθεση και µε σκοπό την αποκόµιση κέρδους βοηθά υπήκοο τρίτης χώρας προκειµένου να εισέλθει ή να διέλθει το έδαφος της ∆ηµοκρατίας ή οποιουδήποτε άλλου κράτους µέλους, κατά παράβαση του παρόντος Νόµου ή της οικείας νοµοθεσίας του εν λόγω κράτους µέλους, αντίστοιχα, διαπράττει ποινικό αδίκηµα και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιµωρείται µε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) έτη ή µε χρηµατική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και µε τις δύο αυτές ποινές.
(2)………………………………………………………………………………………»
Από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης προκύπτει αρχικά ότι για στοιχειοθέτηση του αδικήματος, δεν απαιτείται η απόδειξη παράνομης παραμονής υπηκόου τρίτης χώρας στη Δημοκρατία (βλ. Hemze v. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 594). Αρκεί η παροχή βοήθειας προς τέτοιο υπήκοο για να εισέλθει παράνομα στην Κύπρο. Απαιτείται βέβαια η απόδειξη ότι το πρόσωπο αυτό παρείχε βοήθεια με πρόθεση και σκοπό την αποκόμιση κέρδους.
Στην υπόθεση Nawaz κ.ά ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ. 56/21 ημερ. 4/5/2022, ECLI:CY:AD:2022:D173, τέθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19Α του Κεφ.105:
«Καταγράφεται στον τροποποιητικό Νόμο ότι αυτός ψηφίζεται και για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Απόφαση Πλαίσιο του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2002 για την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου για την πρόληψη της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής». Από το σαφές περιεχόμενο του πιο πάνω άρθρου, προκύπτει ότι πρόκειται για τρία ξεχωριστά αδικήματα. Και στα τρία όμως, η υποβοήθηση θα πρέπει να στοχεύει σε κάτι παράνομο. Στα μεν δύο αδικήματα του 19A(1), στην παράνομη είσοδο ή διέλευση, στο δε αδίκημα του 19A(2) στην παράνομη διαμονή. Να σημειωθεί ότι στα αδικήματα του 19A(1) προσετέθη με τον τροποποιητικό Νόμο 46(Ι)/21 και το συστατικό στοιχείο «του σκοπού της αποκόμισης κέρδους». Περαιτέρω αυξήθηκαν και οι ποινές (Άρθρο 5 του τροποποιητικού Νόμου 46(Ι)/21).».
Στην υπό κρίση περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος πλοήγησε τη βάρκα στην οποία επέβαιναν ακόμη 31 υπήκοοι όλοι με καταγωγή από τη Συρία, ως καταγράφεται στο τεκμήριο 14. Το ότι όλα αυτά τα άτομα ήταν υπήκοοι τρίτης χώρας παρέμεινε αδιαμφισβήτητο. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος ήταν ο πλοηγός της βάρκας από την Ταρτούς της Συρίας μέχρι και τον εντοπισμό της από την Λιμενική Αστυνομία. Σκοπός ήταν η είσοδος στη Δημοκρατία κάτι που και πάλι δεν έχει αμφισβητηθεί. Σε κάθε περίπτωση στην κατάθεση του ο κατηγορούμενος αναφέρει ότι ήθελε να έρθει στην Κύπρο διότι είχε οικονομικό πρόβλημα. Συνεπώς δεν είναι νοητό να βρισκόταν σε βάρκα, τη στιγμή μάλιστα που ήταν και ο πλοηγός της, που δεν είχε σκοπό να εισέλθουν στη Δημοκρατία. Το ότι βοήθησε και τους υπόλοιπους να εισέλθουν στην Κύπρο απορρέει ακριβώς από το εύρημα μας ότι ήταν ο οδηγός της βάρκας.
Το ερώτημα τώρα που τίθεται είναι αν η βοήθεια που παρείχε στους υπόλοιπους επιβαίνοντες στη βάρκα είχε σκοπό την αποκόμιση κέρδους. Ως είναι διατυπωμένη η επίδικη διάταξη δεν αρκεί από μόνη της η παροχή βοήθειας για να κριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος. Θα πρέπει η βοήθεια που παρέχεται στους υπηκόους τρίτης χώρας προκειμένου να εισέλθουν στην Δημοκρατία να συνοδεύεται από τον πιο πάνω σκοπό. Δεν είναι δηλαδή τρόπον τινά ανεξάρτητη η παροχή βοήθειας από την αποκόμιση κέρδους έτσι ώστε να μπορεί να κριθεί ένοχος με το δεδομένο ότι δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό με αντάλλαγμα την πλοήγηση της βάρκας και άρα παρείχε βοήθεια από τη μια και από την άλλη αποκόμισε κέρδος αφού δεν κατέβαλε κάποιο ποσό. Θα πρέπει η παροχή βοήθειας να έγινε με σκοπό την αποκόμιση κέρδους από αυτή την βοήθεια. Κρίση μας είναι ότι δεν είναι αυτή η περίπτωση. Ναι μεν ο κατηγορούμενος πλοήγησε τη βάρκα αλλά δεν κατέβαλε κάποιο ποσό, ακριβώς για να πλοηγήσει τη βάρκα και να επιτύχει να εισέλθει ο ίδιος στη Δημοκρατία και όχι για να αποκομίσει κέρδος βοηθώντας άλλους να εισέλθουν στο έδαφος της Κύπρου. Να τονίσουμε εδώ ότι οι διατάξεις ερμηνεύονται αυστηρά χωρίς δυνατότητα για στήριξη έννοιας με υπονοούμενα ή και ύπαρξης ασάφειας. Η ποινική ευθύνη πρέπει να καθορίζεται ρητά και απερίφραστα από το λεκτικό του άρθρου. Ως τέθηκε και στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 443, οι ποινικοί νόμοι ερμηνεύονται αυστηρά και αν υπάρχει ασάφεια ή αμφιβολία ερμηνεύεται προς όφελος του κατηγορούμενου ακόμα και α οδηγεί στην απαλλαγή του για τεχνικούς λόγους (βλ. επίσης Farooq v. Δημοκρατίας Ποιν. Εφέσεις 165/2018, 166/2028, 169/2018, 170/2018 ημερ. 7/9/2020). Ειδικότερα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 19Α του Κεφ.105 στην υπόθεση Nawaz (ανωτέρω), υποδείχθηκε ότι ο νόμος ψηφίστηκε «για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Απόφαση Πλαίσιο του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2002 για την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου για την πρόληψη της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής». Στο δε προοίμιο της εν λόγω απόφασης πλαίσιο καταγράφεται ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για να καταπολεμηθεί η υποβοήθηση της παράνομης μετανάστευσης και όσον αφορά την παράνομη διάβαση των συνόρων εν στενή εννοία αλλά και όταν αποσκοπεί στο να τροφοδοτήσει τα δίκτυα εκμετάλλευσης ανθρώπων. Προκύπτει συνεπώς ότι σκοπός του νόμου είναι η λήψη μέτρων για καταστολή δικτύων εκμετάλλευσης ανθρώπων. Επομένως η φράση με σκοπό το κέρδος δεν μπορεί παρά να ιδωθεί κάτω από το σκοπό του νόμου. Συνεπώς η αναφορά σε κέρδος δεν μπορεί να νοείται σε χρηματικό όφελος που προκύπτει ατομικά για κάποιο άτομο, ως η εδώ περίπτωση, που ο κατηγορούμενος δεν κατέβαλε αντίτιμο στο δίκτυο που εκμεταλλευόταν ανθρώπους, με την προϋπόθεση ότι θα πλοηγούσε τη βάρκα. Να προσθέσουμε εδώ ότι το ότι η αποκόμιση οικονομικού κέρδους θα πρέπει να προέρχεται από πράξεις του δράστη που έχουν ως σκοπό την εκμετάλλευση ανθρώπων που επιδιώκουν την είσοδο στη Δημοκρατία και όχι αν κάποιος από τους επιβαίνοντες οδηγήσει τη βάρκα χωρίς την καταβολή ανταλλάγματος, υποστηρίζεται και από το περιεχόμενο της Οδηγίας 2002/90/ΕΚ που θεσπίστηκε στη βάση της απόφασης πλαίσιο 2002/946/ΔΕΥ. Στο άρθρο 1(β) της Οδηγίας καλούνται τα κράτη για να θεσπίσουν ενδεδειγμένες κυρώσεις κατά παντός προσώπου το οποίο για «κερδοσκοπικούς λόγους» με πρόθεση βοηθά άτομο να διαμένει στη Δημοκρατία. Αν και η διάταξη αυτή κάνει λόγο για διαμονή εν τούτοις στην δική μας έννομη τάξη, με τον τροποποιητικό Νόμο 46(Ι)/21, το στοιχείο της αποκόμισης κέρδους τέθηκε και για την παροχή βοήθειας για είσοδο στην Δημοκρατία. Πριν την θέσπιση του τροποποιητικού Νόμου 46(Ι)/21, το άρθρο 19Α(1) που προνοούσε για την παροχή βοήθειας για είσοδο υπηκόου τρίτης χώρας στη Δημοκρατία δεν περιλάμβανε το στοιχείο αυτό. Ακόμα όμως και υπό το εν ισχύ νομοθετικό πλαίσιο κρίνουμε ότι ο σκοπός της αποκόμισης κέρδους θα πρέπει να προέρχεται από πράξεις του δράστη που έχουν ως σκοπό την εκμετάλλευση ανθρώπων που επιδιώκουν την είσοδο στη Δημοκρατία. Θεωρούμε ότι δεν μπορεί να αποδοθεί διαφορετική ερμηνεία στον όρο «κερδοσκοπικούς λόγους». Αυτό υποστηρίχθηκε και στην υπόθεση 460/23 που εκκρεμεί για έκδοση απόφασης στο ΔΕΕ όπου έχει τεθεί παρεμφερές ερώτημα και στις εισηγήσεις του Γενικού Εισαγγελέα της ΕΕ ημερομηνίας 7/11/2024, αναφέρεται ότι για σκοπούς της Οδηγίας το συστατικό του κερδοσκοπικού λόγου προϋποθέτει ειδική πρόθεση και συγκεκριμένα την επιδίωξη οικονομικού οφέλους (παρ.38-39).
Στην έκθεση αδικήματος βέβαια περιλαμβάνεται και το άρθρο 21 που προνοεί ότι:
«21. Αν δύο ή περισσότεροι διαµορφώσουν κοινή πρόθεση για την επιδίωξη από κοινού κάποιου παράνοµου σκοπού και κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού διαπραχτεί ποινικό αδίκηµα τέτοιας φύσης, ώστε η διάπραξη του να ήταν πιθανή συνεπεία της επιδίωξης του πιο πάνω σκοπού, ο κάθε ένας από αυτούς, θεωρείται ότι διέπραξε το ποινικό αδίκηµα.».
Η εμβέλεια του άρθρου 21 έχει εξετασθεί στη θεμελιακή απόφαση Πουτζιουρής και Άλλος ν Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 309, όπου τέθηκε πως ο κοινός σκοπός στο πλαίσιο του άρθρου 21 δεν προϋποθέτει προκαταρτισμένο σχέδιο, ενώ το πότε υφίσταται κοινός σκοπός είναι ζήτημα πραγματικό.
Περαιτέρω στην πρόσφατη απόφαση Αλεξάνδρου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση 152/2017, ημερ. 20/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D246 συνοψίσθηκαν οι αρχές που διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα ως ακολούθως:
«Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Binnington κ.ά. (Αρ. 1) (2008) 2 ΑΑΔ, 108, με αναφορά στην Pefkos v. Republic (1961) 2 CLR, 340, καταγράφεται πως εφόσον υπάρχει κοινός σκοπός, η ποινική ευθύνη δεν αναιρείται επειδή διαπράττεται ποινικό αδίκημα στο πλαίσιο της προώθησης του, το οποίο δεν είχε προβλεφθεί, εφόσον αυτό ήταν πιθανή συνέπεια. Στη Μαμαλικόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 25/14 (Σχ. με 29/14), απόφαση ημερ. 20.9.2018, επαναλαμβάνεται ότι οι πρόνοιες του άρθρου 21 του Ποινικού μας Κώδικα, «αναφέρονται σε πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος, θέτοντας ως κριτήριο την εύλογη προβλεψιμότητα». (Βλ. επίσης τις υποθέσεις Βο κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2007) 2 ΑΑΔ, 293 και Kesov κ.ά. ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ, 348).»
Από τις πιο πάνω αυθεντίες εξάγεται το συμπέρασμα ότι για την κατάφαση της ποινικής ευθύνης συνεργού στο πλαίσιο του άρθρου 21 δεν απαιτείται η απόδειξη προκαταρτισμένου σχεδίου. Τουναντίον η ποινική ευθύνη συμμέτοχου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στο πλαίσιο της προώθησης κοινού σκοπού διαπράχθηκε άλλο αδίκημα εφόσον η διάπραξη του ήταν εύλογα προβλεπτή.
Στην εδώ υπόθεση θεωρούμε ότι δεν υπήρξε κοινός σκοπός μεταξύ του κατηγορούμενου και άλλου ή άλλων προσώπων να βοηθήσουν υπηκόους τρίτης χώρας να εισέλθουν στην Δημοκρατία και με σκοπό την αποκόμιση κέρδους. Δεν έχει τεθεί τέτοια μαρτυρία ενώπιον μας που να υποστηρίζει αυτή την εκδοχή. Ο κατηγορούμενος θέλοντας να έρθει στην Κύπρο πλοήγησε την επίδικη βάρκα επί της οποίας επέβαινε και αριθμός άλλων ατόμων χωρίς να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό. Δεν έχουμε μαρτυρία ότι διαμόρφωσε κοινή πρόθεση με άλλο ή άλλα πρόσωπα για την επιδίωξη από κοινού κάποιου παράνομου σκοπού που στην υπό κρίση περίπτωση ήταν η παροχή βοήθειας σε υπηκόους τρίτης χώρας να εισέλθουν στην Δημοκρατία με σκοπό την αποκόμιση κέρδους. Ακόμα και η αποδοχή του να πλοηγήσει τη βάρκα χωρίς να καταβάλει κάποιο ποσό δεν επαρκεί από μόνη της για να μας οδηγήσει σε κατάληξη ότι υπήρξε κοινή πρόθεση για την επιδίωξη από κοινού κάποιου παράνομου σκοπού. Τέτοια προσέγγιση θα ήταν στην καλύτερη των περιπτώσεων εικασία. Ούτε και το ότι τελικά εισήλθαν στην Δημοκρατία είναι δυνατόν να μας οδηγήσει στο απαιτούμενο ασφαλές συμπέρασμα. Έχουμε αναφέρει πιο πάνω τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτό έγινε στη βάση των ευρημάτων μας μετά την αξιολόγηση της τεθείσας μαρτυρίας.
Αναφορικά με την κατηγορία 2, αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι στις 29/12/2023 βοήθησε έτσι ώστε 31 Σύριοι απαγορευμένοι μετανάστες να εισέλθουν στην Δημοκρατία .
Το αδίκημα της πιο πάνω κατηγορίας εδράζεται στο άρθρο 19(ζ) του Κεφ.105 που έχει ως ακολούθως:
«19.—(1) Πρόσωπο το οποίο —
(α)…………………………………………………………………………………………
(ζ) συνδράµει ή βοηθά οποιοδήποτε απαγορευµένο µετανάστη να εισέλθει ή να παραµείνει στη ∆ηµοκρατία κατά παράβαση του Νόµου αυτού ή οποιωνδήποτε Κανονισµών που εκδόθηκαν βάσει αυτού ή είναι ιδιοκτήτης οποιουδήποτε σκάφους που χρησιµοποιείται για την είσοδο απαγορευµένου µετανάστη στη ∆ηµοκρατία
(η)…………………………………………………………………………………………
είναι ένοχο ποινικού αδικήµατος …………………………………………………..».
Στη βάση λοιπόν του πιο πάνω εδαφίου, για στοιχειοθέτηση της κατηγορίας θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος βοήθησε με κάποιο τρόπο απαγορευμένο μετανάστη να εισέλθει στη Δημοκρατία.
Το άρθρο 2 του Κεφ.105 ερμηνεύει τον όρο του απαγορευμένου μετανάστη ως εξής:
«απαγoρευμέvoς μεταvάστης" σημαίvει πρόσωπo τo oπoίo είvαι απαγoρευμέvoς μεταvάστης βάσει τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ·»
Στο άρθρο 6 τώρα του Κεφ.105 καθορίζεται ποια πρόσωπα θεωρούνται απαγορευμένοι μετανάστες. Μεταξύ άλλων είναι και τα ακόλουθα:
«6.—(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευµένοι µετανάστες και, τηρουµένων των διατάξεων του Νόµου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισµούς που εκδόθηκαν δυνάµει αυτού ή σε οποιοδήποτε ∆ιάταγµα του Υπουργικού Συµβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη ∆ηµοκρατία σε:— ·
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………(ι) οποιοδήποτε πρόσωπο του οποίου η είσοδος στη ∆ηµοκρατία απαγορεύεται βάσει οποιουδήποτε νοµοθετήµατος εκάστοτε σε ισχύ·
(κ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαµένει στη ∆ηµοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισµού ή επιφύλαξης που περιλαµβάνεται στο Νόµο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισµούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόµου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του Νόµου αυτού ή των Κανονισµών αυτών·
(λ) οποιοδήποτε αλλοδαπό ο οποίος, αν επιθυµεί να εισέλθει στη ∆ηµοκρατία ως µετανάστης, δεν έχει στην κατοχή του επιπρόσθετα από διαβατήριο που φέρει Βρεττανική Προξενική θεώρηση για τη ∆ηµοκρατία άδεια µετανάστευσης που χορηγείται από τον ∆ιευθυντή σύµφωνα µε οποιουσδήποτε Κανονισµούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόµου αυτού·
(µ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο θεωρείται ως απαγορευµένος µετανάστης βάσει των διατάξεων του Νόµου αυτού.
…………………………………………………………………………………………».
Στην υπό εξέταση υπόθεση η αναντίλεκτη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ότι πέραν του κατηγορούμενου στην βάρκα επέβαιναν ακόμα 31 παράτυποι μετανάστες, όλοι Συριακής καταγωγής, εκ των οποίων οι 17 ήταν άντρες, 8 παιδιά και 7 ασυνόδευτοι ανήλικοι. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε προς αμφισβήτηση του γεγονότος ότι ήταν παράτυποι μετανάστες και συνεπώς απαγορευμένοι ή και πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να μην κριθούν ως τέτοιοι. Ούτε και το γεγονός ότι εισήλθαν στην Δημοκρατία έχει αμφισβητηθεί. Η ενώπιον μας μαρτυρία αποδεικνύει ότι η βάρκα στην οποία επέβαιναν εντοπίστηκε σε απόσταση 9 ναυτικών μιλίων στην περιοχή Μαζωτού (βλ. άρθρο 3 του Περί της Εκτάσεως της Αιγιαλίτιδος Ζώνης Ν.45/1964).
Αυτό όμως που επίσης πρέπει να αποδειχθεί είναι ότι ο κατηγορούμενος εν γνώση του συνέδραμε ή παρείχε βοήθεια στους πιο πάνω 31 παράνομους μετανάστες να εισέλθουν στην Δημοκρατία. Η γνώση και η πρόθεση μπορεί να συναχθεί από το σύνολο της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου. Ως τέθηκε και στην Μαμαλικόπουλος ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση 25/2014 σχ. με 29/2014 ημερ. 20/9/2018, «Η γνώση και η πρόθεση ή η ειδική πρόθεση, ως στοιχεία της εσώτερης νοητικής λειτουργίας του ατόμου, σπάνια μπορούν να αποδειχθούν με άμεση μαρτυρία, όπως λ.χ. είναι η παραδοχή. Κατά κανόνα συνάγονται από το σύνολο της μαρτυρίας και ειδικότερα από τη συμπεριφορά και τον τρόπο που γενικά ενεργούν οι κατηγορούμενοι (Πολυδώρου ν. Στυλιανού (2007) 2 ΑΑΔ 492, Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706, Hodfield ν. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2002) 2 ΑΑΔ 414).».
Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε εξηγήσει και προηγουμένως την εμπλοκή του κατηγορούμενου στην υπόθεση. Ήταν και ο ίδιος ένας εκ των επιβαινόντων της βάρκας αφού λόγω οικονομικών προβλημάτων ήθελε να έρθει στην Κύπρο για να εργαστεί. Είχε μάθει από άλλο πρόσωπο για την αναχώρηση της βάρκας. Γνώρισε το όνομα του διακινητή. Αποδέχθηκε να πλοηγήσει τη βάρκα με αντάλλαγμα την μη καταβολή εκ μέρους του οποιουδήποτε ποσού. Δεν εξασφάλισε οποιοδήποτε επίσημο έγγραφο από τη Δημοκρατία για να έρθει στην Κύπρο. Γνώρισε αρχικά ότι θα εισερχόταν στο έδαφος της Δημοκρατίας παράνομα. Περαιτέρω ήταν προφανές ότι στην ίδια βάρκα θα επέβαιναν ακόμα 31 άτομα Συριακής καταγωγής εκ των οποίων τα 15 ήταν παιδιά. Ούτε και αυτοί είχαν λάβει οποιαδήποτε άδεια για να έρθουν στην Κύπρο. Δεν μπορεί να αποτελέσει λογική εξήγηση ότι δεν γνώριζε ότι θα βοηθούσε και τους υπόλοιπους παράνομους μετανάστες να εισέλθουν στην Δημοκρατία κάτω από τις συνθήκες που εξηγήσαμε. Εισήλθαν όλοι σε μία βάρκα μήκους 9 μέτρων, σύνολο 32 άτομα, ο ίδιος ανέλαβε να πλοηγήσει τη βάρκα μέχρι την Κύπρο και χωρίς να πληρώσει οποιοδήποτε αντίτιμο. Με αυτά τα δεδομένα θα διένυαν την θαλάσσια απόσταση από την Ταρτούς στην Κύπρο. Περαιτέρω στην ίδια την κατάθεση του αναφέρει για συγκεκριμένο άτομο το οποίο ήταν ο διακινητής. Από αυτό προκύπτει τόσο το παράνομο του εγχειρήματος όσο και η γνώση του περί τούτου. Το μόνο λογικό και ασφαλές συμπέρασμα συνεπώς που συνάγεται δεν είναι άλλο από το ότι γνώριζε ότι βοηθούσε τους υπόλοιπους 31 παράνομες μετανάστες να εισέλθουν στην Δημοκρατία.
Είναι συναφώς κατάληξη μας ότι η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την ενοχή του κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στην δεύτερη κατηγορία σε αντίθεση με την πρώτη.
Ως εκ τούτου βρίσκουμε ένοχο τον κατηγορούμενο στην κατηγορία 2. Στην κατηγορία 1 αθωώνεται και απαλλάττεται.
(Υπ.) ………………………..
Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο