
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Σύνθεση Κακουργιοδικείου : Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 9061/2021
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
v.
1. ΗΗ
2. ΒΒ
Κατηγορουμένων
Ημερομηνία: 6 Δεκεμβρίου 2024
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Ο κ. Α. Αντωνίου.
Για τον Κατηγορούμενο 1: Ο κ. Ι. Ιωάννου με κ. Π. Χατζηπαναγιώτου.
Για τον Κατηγορούμενο 2: Ο κ. Π. Χατζηπαναγιώτου.
Κατηγορούμενοι παρόντες.
Π Ο Ι Ν Η
Οι κατηγορούμενοι έχουν κριθεί ένοχοι μετά από ακροαματική διαδικασία σε κατηγορίες που αφορούν, για τον καθένα ξεχωριστά, συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Ο κατηγορούμενος 1 έχει κριθεί ένοχος και σε αδίκημα απειλής και κλοπής από αντιπρόσωπο. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος 1 έχει βρεθεί ένοχος στις κατηγορίες 1, 6-67 και 70, ενώ ο κατηγορούμενος 2 στις κατηγορίες 1, 68 και 69.
Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων αναφέρονται στο μεγαλύτερο μέρος τους στην αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου που δόθηκε στις 8/11/2024 και για σκοπούς της παρούσας παραθέτουμε τα ευρήματα στα οποία έχουμε καταλήξει:
Ο ΜΚ1 είναι χημικός και είναι διευθυντής της εταιρείας Κλινικό Εργ. ΧΧ Λτδ στη Λάρνακα. Ο κατηγορούμενος 1 είναι ιδιοκτήτης φάρμας αλόγων ενώ ο κατηγορούμενος 2 είναι δικηγόρος. Ο ΜΚ1 διατηρούσε στη φάρμα αλόγων που ανήκε στην εταιρεία Ψ Limited, μέτοχος της οποίας ήταν και ο κατηγορούμενος 1, τρία άλογα με τα ονόματα «Γρήγορος Γρηγόρης», «Γρήγορη Μαρίλια» και «Σερ Παναγιώτης». Κατά το έτος 2016 οι ΜΚ1 και κατηγορούμενος 1 αποτάθηκαν στον ΜΚ13 για εγγραφή εταιρείας με σκοπό το γενικό εμπόριο λέγοντας του ότι η εργασία της θα ήταν η εισαγωγή τσιμέντων. Ο ΜΚ13 προέβηκε σε όλες τις δέουσες ενέργειες και ενέγραψε την εταιρεία Χ & Ψ Ltd. Ο κατηγορούμενος 1 είχε ζητήσει τη βοήθεια του ΜΚ14 για να τον φέρει σε επαφή με άτομο που γνώριζε και εργαζόταν στην εταιρεία ΤΙΤΑΝ στη Θεσσαλονίκη έτσι ώστε να συνεργαστούν και να αγοράζουν τσιμέντα και να τα εξαγάγουν στη Λιβύη. Υπήρξε περί τον Φεβρουάριο με Μάρτιο του 2016 συνάντηση σε ταβέρνα στη Λευκωσία για το σκοπό αυτό όπου παρευρέθηκαν ο κατηγορούμενος 1 και ο ΜΚ1 με τη σύζυγο του (ΜΚ15) ως επίσης και ένας Λίβυος ο οποίος ρωτούσε την ΜΚ15, που εργάζεται στο κτηνιατρείο, για τη νομοθεσία σε σχέση με εξαγωγή ζώων. Ο κατηγορούμενος 1 ζήτησε από τον ΜΚ1 το ποσό των €30.000 έτσι ώστε να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη και να συζητήσει με την εν λόγω εταιρεία. Του είπε ότι θα έβαζε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος το ίδιο ποσό αλλά και ο ΜΚ14 για να είναι συνέταιροι. Ο ΜΚ14 επικοινώνησε με το γνωστό του πρόσωπο που όμως δεν επέδειξε οποιοδήποτε ενδιαφέρον γεγονός που ανέφερε στον κατηγορούμενο 1. Κατά τον Ιανουάριο του 2017 ο ΜΥ5 που είναι πατέρας του κατηγορούμενου 1 αλλά και εξάδελφος του ΜΚ1, ζήτησε από τον τελευταίο να δανείσει στον γιο του το ποσό των €30.000 έτσι ώστε να δημιουργήσει επιχείρηση καλλιέργειας σιτηρών η οποία και θα λάμβανε επιδότηση από το κράτος κάτι το οποίο καθιστούσε τα χρήματα του εξασφαλισμένα. Ο ΜΚ1 συμφώνησε, με τον κατηγορούμενο 1 να μεταβαίνει την επόμενη μέρα στο χημείο του και να παραλαμβάνει το εν λόγω ποσό σε μετρητά. Ο ΜΚ1 διατηρούσε το εν λόγω ποσό στο χημείο του αφού δεν κατέθετε όλα τα ποσά των εισπράξεων της επιχείρησης του στην τράπεζα. Μετρητά χρήματα διατηρούσε και στο σπίτι του. Ο κατηγορούμενος 1 για να καταστεί δυνατή η λήψη της κρατικής χορηγίας έλεγε στον ΜΚ1 ότι θα έπρεπε να αγοράσει μηχανήματα, τρακτέρ, φορτηγό, ψεκαστήρα και εντομοκτόνα πείθοντας τον τελευταίο να του δίδει και άλλα ποσά τα οποία παραλάμβανε είτε ο ίδιος είτε έστελνε κάποιο πρόσωπο με το όνομα Ν αφού προηγουμένως υπήρχε συνεννόηση μεταξύ των δύο (κατηγορούμενου 1 και ΜΚ1) για το ποσό που θα παραλάμβανε το εν λόγω πρόσωπο. Κατά το ίδιο έτος ήτοι το 2017 ο κατηγορούμενος 1 είπε στον ΜΚ1 ότι πέραν της επιχείρησης των σιτηρών ήθελε να κάνει και φάρμα με δαμασκηνές κατσίκες τις οποίες θα πωλούσε, με την κερδοφορία εξασφαλισμένη αφού όπως του ανέφερε είχαν μεγάλη ζήτηση. Ο ΜΚ1 επειδή υποσχέθηκε στον ΜΥ5 ότι θα βοηθούσε τον κατηγορούμενο 1 αλλά και διότι ήθελε να πάρει πίσω τα χρήματα που του έδωσε συνέχισε να του δίνει χρήματα είτε μετρητά είτε με επιταγές ως αυτές περιλαμβάνονται στο τεκμήριο 2. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε και φόβος στον ΜΚ1 αφού ο κατηγορούμενος 1 του έλεγε ότι είναι το πρωτοπαλλίκαρο του OO. Μέχρι τις αρχές του 2018 είχε δώσει στον κατηγορούμενο 1 το ποσό των €167.400. Ο ΜΚ1 ζήτησε τα χρήματα που του έδωσε, με τον κατηγορούμενο 1 να του λέει ότι υπήρχε καθυστέρηση στην παροχή της χορηγίας λόγω του ότι ο λογαριασμός του μπλοκαρίστηκε επειδή είχε εκδώσει ακάλυπτη επιταγή. Συμφώνησαν και ο ΜΚ1 έδωσε το ΙΒΑΝ του δικού του λογαριασμού έτσι ώστε να κατατεθεί το ποσό της χορηγίας που ουδέποτε κατατέθηκε. Ουδέποτε περαιτέρω υποβλήθηκε αίτηση στον ΚΟΑΠ είτε από τους ΧΧ και ΗΗ είτε από την εταιρεία Χ & Ψ Ltd για επιδότηση σε οποιοδήποτε μέτρο που χειρίζεται ο ΚΟΑΠ. Ο κατηγορούμενος 1 συνέχιζε να ζητά και να λαμβάνει χρήματα από τον ΜΚ1 προφασιζόμενος διάφορες δικαιολογίες. Τον είχε καθησυχάσει λέγοντας του και ότι θα λάμβανε το ποσό των €100.000 ως αποζημίωση από ασφαλιστική εταιρεία από αγωγή που κέρδισε για δυστύχημα που είχε. Τον Μάρτιο του 2019 του τηλεφώνησε ο κατηγορούμενος 2 και του είπε ότι συνέλαβαν τον κατηγορούμενο 1 στην πράσινη γραμμή και κρατείτο από τις αρχές των Βρετανικών Βάσεων. Του ανέφερε ότι για να αφεθεί ελεύθερος θα έπρεπε να καταβληθεί το ποσό των €30.000 ζητώντας από τον ΜΚ1 να δώσει το ποσό των €20.000 διαφορετικά θα ακολουθούσε σύλληψη και του ίδιου αφού θα ανακάλυπταν μέσω των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ότι υπήρχε επικοινωνία μεταξύ τους. αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την βλάβη στην εργασία του. Ο ΜΚ1 έδωσε το ποσό των €20.000 σε μετρητά εκ των οποίων τις €7000 να τις είχε δανειστεί από τον ΜΚ12. Ο κατηγορούμενος 2 για να καθησυχάσει τον ΜΚ1 του είπε και συναντήθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας όπου εκεί υπέγραψε έγγραφο με το οποίο δήλωνε ότι ουδεμία σχέση είχε (ο ΜΚ1) με οποιεσδήποτε ενέργειες προέβαινε ο κατηγορούμενος 1 στην πράσινη γραμμή. Στο Δικαστήριο ο ΜΚ1 είχε συναντηθεί με τον ΜΚ3 με τον οποίο συνδέεται φιλικά και οικογενειακά και που είχε συνομιλία μαζί του ως προς το λόγο της παρουσίας του στο Δικαστήριο. Κατά την συνάντηση τους στο Δικαστήριο ο ΜΚ1 έδωσε στον κατηγορούμενο 2 το ποσό των €2000 που ο τελευταίος του ζήτησε για τα έξοδα του. Ο κατηγορούμενος ουδέποτε συνελήφθηκε από τις αρχές των Βρετανικών Βάσεων αλλά ούτε και στις κατεχόμενες από τους Τούρκους περιοχές. Στις 18/4/2019 ο ΜΚ1 έδωσε την τελευταία επιταγή στον κατηγορούμενο 1 για το ποσό των €1500 με το συνολικό ποσό που του είχε δώσει μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία να συμποσούται σε €390.000 πλέον το ποσό των €30.000 που ήταν το αρχικό ποσό. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνεται και ποσό €80.000 που ο ΜΚ1 είχε δανειστεί από τον πατέρα του και το οποίο δόθηκε στον κατηγορούμενο 1. Ο κατηγορούμενος 2 τηλεφώνησε στον ΜΚ1 και του είπε και συναντήθηκαν όπου υπέγραψε κάποια έγγραφα και καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αγωγή [ ] εναντίον του κατηγορούμενου 1. Ο κατηγορούμενος 2 του ζήτησε το ποσό των €3000 για τα έξοδα του, ποσό που ο ΜΚ1 του κατέβαλε. Τον Απρίλιο του 2019 ο ΜΚ1 ανέφερε στον κατηγορούμενο 1 ότι θα πήγαινε στον δικηγόρο του με τον τελευταίο να του λέει «Δεν φοβάμαι κανένα, παίζω σε και εσένα και εκείνο». Ο ΜΚ1 επισκέφθηκε τον δικηγόρο του ο οποίος τον προέτρεψε να προβεί σε καταγγελία στην αστυνομία κάτι το οποίο δεν έπραξε φοβούμενος τις απειλές του κατηγορούμενου 1. Τον Μάϊο του 2020 ο ΜΚ1 έλαβε κλήση στο κινητό του από τον αριθμό [ ] οπόταν του λέχθηκε ότι χρωστά 2 εκατομμύρια ευρώ σε κάποιον Λ. Μετά από μία εβδομάδα έλαβε και πάλι κλήση από τον αριθμό τηλεφώνου [ ] και του ζητήθηκε το πιο πάνω ποσό. Οι δύο αριθμοί είναι προπληρωμένης υπηρεσίας So Easy και δεν υπάρχουν στοιχεία συνδρομητή. Στις 25/8/2020 και ώρα 02:16 και ενώ ο ΜΚ1 βρισκόταν στο σπίτι του με την οικογένεια του ακούστηκε έκρηξη και εντόπισε δίπλα από το γκαράζ της οικίας του χαρτιά και μία μικρή μπαταρία όπως και μαύρισμα στο δάπεδο. Στις 12/10/2020 έλαβε επιστολή από τον δικηγόρο Άγη Σαβεριάδη με την οποία τον ενημέρωνε ότι οφείλει στον πελάτη του κάποιο ΠΤ επτά εκατομμύρια ευρώ ως προμήθεια δυνάμει προφορικής συμφωνίας για την εξεύρεση αγοραστών και την πώληση 14000 δαμασκηνών κατσικών. Ο κατηγορούμενος 1 αλλά και η εταιρεία Χ & Ψ Ltd ουδέποτε υπήρξαν ή και είναι κάτοχοι άδειας ή και σχετιζόμενοι με την εκτροφή ζώων. Το καθαρό εισόδημα του ΜΚ1 από μερίσματα για την περίοδο 2012-2019 ήταν €143.891 ενώ από μισθωτές εργασίες για την ίδια περίοδο ανέρχονταν στις €262.509.»
Τέθηκε τέλος από πλευράς κατηγορούσας αρχής ότι οι κατηγορούμενοι είναι και οι δύο λευκού ποινικού μητρώου.
Θέτοντας συνοπτικά την παράνομη συμπεριφορά των κατηγορούμενων που αποτέλεσε και την κρίση ενοχής τους στα αδικήματα που έχουμε αναφέρει προηγουμένως, είναι ότι ο μεν κατηγορούμενος 1 με ψευδείς παραστάσεις απέσπασε από τον παραπονούμενο το ποσό των €420.000 ποσό το οποίο απέκτησε γνωρίζοντας ότι ήταν έσοδο από παράνομες δραστηριότητες αλλά και τον απείλησε, ενώ ο κατηγορούμενος 2 απέσπασε από τον παραπονούμενο με ψευδείς παραστάσεις, το ποσό των €20.000 γνωρίζοντας και πάλι ότι ήταν έσοδο από παράνομες δραστηριότητες.
Για σκοπούς επιμέτρησης και επιβολής ποινής ετοιμάστηκαν εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας ως προς τις οικογενειακές, προσωπικές και οικονομικές περιστάσεις των κατηγορούμενων.
Ο κατηγορούμενος 1 είναι ηλικίας 41 ετών, κατάγεται από το Κίτι και έχει δύο αδελφές. Φοίτησε μέχρι το γυμνάσιο αλλά διέκοψε τη φοίτηση του λόγω μη προσαρμογής. Για τον ίδιο λόγο πήρε απαλλαγή και από την Εθνική Φρουρά. Από μικρός απασχολείτο στη φάρμα που διατηρούν οι γονείς του ως επαγγελματίας εκτροφέας αλόγων. Μετά από σοβαρό τροχαίο δυστύχημα παρέμεινε στο σπίτι και δεν εργαζόταν για περίπου 10 χρόνια. Τους τελευταίους τρεις μήνες πριν τη σύλληψη του εργαζόταν σταθερά ως αυτοεργοδοτούμενος. Από σχέση που διατηρούσε την περίοδο 2008-2022 απέκτησε μία κόρη ηλικίας 11 ετών. Μετά από το ατύχημα που είχε παρουσίασε προβλήματα ψυχικής υγείας και παρακολουθείτο από ψυχίατρο. Παρουσιάζει επίσης προβλήματα καρδίας.
Ο συνήγορος υπεράσπισης αγορεύοντας περαιτέρω για σκοπούς μετριασμού της ποινής και αναπτύσσοντας τους παράγοντες που το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη του κατά την επιμέτρηση της ποινής, αναφέρθηκε αρχικά στα αδικήματα στα οποία ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος και στα περιστατικά που οδήγησαν στη διάπραξη τους και που κατά τη θέση του θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για μετριασμό της ποινής. Έθεσε ο κ. Ιωάννου ότι δεν ήταν ο κατηγορούμενος που προσέγγισε τον παραπονούμενο και ότι ο τελευταίος οικειοθελώς έδιδε τα λεφτά στον κατηγορούμενο 1. Όφειλε, πάντα κατά τη θέση της υπεράσπισης, ο παραπονούμενος να ασκεί εύλογη επιμέλεια ότι τα χρήματα που έδιδε θα κατέληγαν για το σκοπό που δόθηκαν. Αναγνώρισε η υπεράσπιση ότι τα αδικήματα στα οποία έχει βρεθεί ένοχος ο κατηγορούμενος είναι πολύ σοβαρά, εισηγούμενη όμως ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη του στη βάση του άρθρου 28 του Συντάγματος ότι ο παραπονούμενος που κατέβαλε τα χρήματα όχι μόνο δεν κατηγορήθηκε για τη νομιμοποίηση εσόδων μέσω του κατηγορούμενου 1 αλλά χρησιμοποιήθηκε σαν ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας. Είναι στοιχείο, κατά τη θέση του συνηγόρου υπεράσπισης, που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας. Ο παραπονούμενος, πρόσθεσε ο κ. Ιωάννου, κατείχε σχεδόν μισό εκατομμύριο το οποίο κατά καιρούς έδιδε στον κατηγορούμενο 1 χωρίς πειστικούς λόγους για τη χρήση των ποσών και αντιλήφθηκε τρία χρόνια αργότερα ότι επρόκειτο για παράνομη απόσπαση. Αυτό θα έπρεπε να απασχολήσει τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Ήταν επίσης η θέση της υπεράσπισης ότι υπήρξε καθυστέρηση στην καταγγελία των αδικημάτων και στην καταχώρηση της υπόθεσης αφού ενώ ο παραπονούμενος αντιλήφθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων το 2019 εντούτοις προέβηκε σε καταγγελία στις 15/10/2020. Η υπόθεση καταχωρίστηκε τον Δεκέμβριο το 2021, 14 δηλαδή μήνες μετά την έναρξη των ανακρίσεων. Αυτό δεν αποτελεί απλώς παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη αλλά είχε ουσιώδεις επιπτώσεις στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου 1 οι οποίες έχουν μεταβληθεί. Υπήρξε και διαρρεύσαντας χρόνος από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι τη διάγνωση της ποινικής του ευθύνης αφού συνολικά από το έτος που ξεκίνησε η παράνομη συμπεριφορά του κατηγορούμενου 1 που ήταν το 2016 μέχρι και σήμερα, που το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή, έχουν παρέλθει οκτώ συνολικά χρόνια. Οι περιστάσεις του κατηγορούμενου έχουν αλλάξει αφού έχει σήμερα αναπτύξει άψογη σχέση με την οικογένεια του και το παιδί του και ενδεχόμενη ποινή φυλάκισης δυνατό να διαταράξει τη σχέση αυτή και μάλιστα τώρα που το παιδί του βρίσκεται στη σημαδιακή ηλικία των 11 ετών.
Παρέθεσε ο συνήγορος υπεράσπισης τόσο πρωτόδικες όσο και αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου σε σχέση με ποινές που επιβάλλονται σε παρόμοιας φύσης υποθέσεις. Αναφερόμενος στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, είπε ότι ο κατηγορούμενος έχει εγγραφεί ως αυτοτελώς εργαζόμενος στον τομέα κτηνοτρόφων για το έτος 2024, ο πατέρας του είναι μεγάλος σε ηλικία με σοβαρά προβλήματα υγείας και δεν εργάζεται πλέον αφού από το 2015 λάμβανε σύνταξη αναπηρίας και σήμερα είναι συνταξιούχος, η μητέρα του υποφέρει από επιληψία και λόγω αυτού δεν της επιτρέπεται να εργαστεί όπως προηγουμένως. Αναφέρθηκε η φοίτηση μέχρι την Β τάξη Γυμνασίου και η απαλλαγή από την Εθνική Φρουρά λόγω μη προσαρμογής ως επίσης και το ότι εργάστηκε στη φάρμα του πατέρα του και εκπαιδεύτηκε ως αναβάτης προπόνησης και εκπαιδευτής και εκτροφέας αλόγων. Το περιβάλλον στον ιππόδρομο και η συναναστροφή στο χώρο αυτό επέδρασε αρνητικά στην προσωπικότητα του αφού ήταν ευάλωτος σε απειλές και εκμετάλλευση και στην πορεία απέκτησε την κακή συνήθεια στοιχηματικών δραστηριοτήτων. Λόγω αυτού εκτέθηκε οικονομικά και δέχθηκε απειλές για τη ζωή του δέκα συνολικά φορές. Το 2014 είχε ατύχημα με φορτηγό αυτοκίνητο κάτι το οποίο του δημιούργησε πρόβλημα ημικρανιών, έχει διαγνωστεί με αγχώδη διαταραχή, κατάθλιψη και παρανοϊκότητα για τα οποία λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Η ανήλικη θυγατέρα του έχει σοβαρά προβλήματα υπερκινητικότητας που επηρεάζουν τη ψυχική της υγεία ιδιαίτερα αυτές τις μέρες που κρατείται ο κατηγορούμενος. Καταβάλλει για τη διατροφή της €300 μηνιαίως μετά από διάταγμα Δικαστηρίου. Λόγω του ότι η πρώην σύντροφος του δεν εργάζεται στηρίζει οικονομικά τόσο την κόρη του όσο και τη σύντροφο του. Φέρει επίσης και την ευθύνη της οικονομικής συντήρησης των γονέων του αφού αυτοί δεν μπορούν πλέον να εργαστούν. Έθεσε η υπεράσπιση ότι λόγω της συγγένειας που υπήρχε μεταξύ παραπονούμενου και πατέρα του κατηγορούμενου και ότι ο παραπονούμενος γνώριζε το ποιόν του κατηγορούμενου, όφειλε να μην εμπλακεί μαζί του με αποτέλεσμα να φέρει εν μέρει ευθύνη που τελικά συναλλάχτηκε μαζί του. Μας κάλεσε τέλος ο συνήγορος υπεράσπισης να λάβουμε υπόψη μας το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου και ότι από τη διάπραξη των αδικημάτων δεν έχει συμπεριφερθεί με οποιοδήποτε άλλο παράνομο τρόπο και δεν συνιστά κίνδυνο επανάληψης τέτοιας συμπεριφοράς. Ήταν η θέση του ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο επιβάλει ποινή φυλάκισης αυτή να είναι μέχρι 3 χρόνια έτσι ώστε να δύναται να εξετάσει το ενδεχόμενο αναστολής εκτέλεσης της ποινής που θα επιβληθεί.
Αναφορικά με τον κατηγορούμενο 2 καταγράφεται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας ότι είναι ηλικίας 52 ετών και διαμένει με τους γονείς του σε διαμέρισμα στη Λευκωσία. Προέρχεται από συγκροτημένη οικογένεια με τον πατέρα του ηλικίας 89 ετών να είναι πρώην πρωτοκολλητής Δικαστηρίου ενώ η μητέρα του ηλικίας 86 ετών συνταξιούχος δικηγορική υπάλληλος. Έχει ακόμη μία αδελφή μεγαλύτερης ηλικίας η οποία είναι διαζευγμένη και ζει στην Ιρλανδία. Οι γονείς του αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας και χρήζουν συνεχούς φροντίδας. Συγκεκριμένα ο πατέρας του παρουσιάζει καρδιολογικά και ορθοπεδικά προβλήματα και είναι ινσουλινοεξαρτώμενος. Η μητέρα του παρουσιάζει άνοια τελικού σταδίου και χρήζει εικοσιτετράωρης φροντίδας. Την φροντίδα τους έχει ο κατηγορούμενος 2 αφού η αδελφή του ζει μόνιμα στο εξωτερικό. Ολοκλήρωσε τη φοίτηση του στο Λύκειο, υπηρέτησε κανονικά την στρατιωτική του θητεία και απέκτησε πτυχίο νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Με την επιστροφή του στην Κύπρο ολοκλήρωσε την άσκηση του σε διάφορα δικηγορικά γραφεία και εργάστηκε ως δικηγόρος μέχρι το 2008. Ακολούθως εργάστηκε ως εσωτερικός νομικός σύμβουλος του τότε Αρχιεπισκόπου Κύπρου για τρία χρόνια και στη συνέχεια επέστρεψε σε δικηγορικό γραφείο. Το 2023 μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και έκτοτε δεν εργάστηκε. Οικονομικά στηρίζεται από τους γονείς του με τους οποίους διαμένει. Σε ηλικία 30 ετών τέλεσε γάμο με γυναίκα από την Μολδαβία με την οποία χώρισε τέσσερα χρόνια αργότερα. Από δεσμό που διατηρούσε με γυναίκα από την Ρουμανία απέκτησε ένα παιδί ηλικίας 7 ετών. Χώρισαν μετά από 8 χρόνια σχέσης και το παιδί βρίσκεται στη Ρουμανία σήμερα με την μητέρα του. Διατηρεί όμως καθημερινή επικοινωνία με το παιδί του και καταβάλλει μηνιαία διατροφή. Πέραν των καρδιολογικών προβλημάτων παρουσιάζει υπέρταση, διαβήτη καθώς και όγκο που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Τέθηκε τέλος από πλευράς συνηγόρου υπεράσπισης η επαγγελματική διαδρομή που είχε ο κατηγορούμενος μέχρι και σήμερα αλλά και ότι από τη μέρα καταχώρισης της παρούσας υπόθεσης αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει αφόρητο άγχος, πίεση και λύπη. Λόγω του άγχους του υπέστη καρδιακό επεισόδιο στις 18/3/2023, μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο και ήταν σε καταστολή για μία βδομάδα στην Εντατική της Καρδιολογικής Μονάδας του Νοσοκομείου αφού υπέστη και πνευμονικό οίδημα. Λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης του του είπαν ότι χρειαζόταν εγχείρηση ανοικτής καρδίας αλλά τη δεδομένη στιγμή δεν μπορούσε να χειρουργηθεί αφού ήταν πολύ αδύνατη η καρδία του. Περί τον Απρίλιο του 2024 του είπαν ότι έπρεπε να υποβληθεί σε εγχείρηση και μετά από πολλές ιατρικές γνώμες που έλαβε, την 1/6/2024 υπεβλήθη σε τριπλό by pass. Του συστήθηκε να απέχει από όλες τις δραστηριότητες για αρκετό καιρό και πολύ περισσότερο από το άγχος που είναι αδύνατο όμως λόγω της εκκρεμούσας υπόθεσης. Αντιμετωπίζει και άλλα σοβαρά προβλήματα υγείας όπως διαβήτη, κάτι που επέφερε και την απώλεια όλων του των δοντιών και φέρει ψεύτικη οδοντοστοιχία αφού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να βάλει εμφυτεύματα. Αντιμετωπίζει και πρόβλημα ψηλής πίεσης. Είναι το μόνο πρόσωπο που φροντίζει τους γονείς του αφού δεν υπάρχει κάποιο άλλο άτομο που να μπορεί να τους φροντίζει επί καθημερινής βάσεως. Μας κάλεσε ο συνήγορος υπεράσπισης να λάβουμε υπόψη μας ότι ο κατηγορούμενος 2 θα τιμωρηθεί από το Πειθαρχικό Συμβούλιο με την πιθανότητα είτε να διαγραφεί από τον δικηγορικό σύλλογο είτε να ανασταλεί η ισχύς της άδειας του. Εξέφρασε τη μεταμέλεια του για τη διάπραξη των αδικημάτων και αιτήθηκε την έκδοση διατάγματος των €10.000 για αποζημίωση του παραπονούμενου. Για το υπόλοιπο των €10.000 έχει υπογράψει γραμμάτιο προς πλήρη αποκατάσταση του παραπονούμενου. Έθεσε τέλος η υπεράσπιση ως μετριαστικό παράγοντα ο χρόνος που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος ως επίσης ο χρόνος που παρήλθε μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου. Εισηγήθηκε ότι με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου και εκφράζοντας την απολογία του, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της ποινής που δυνατό να επιβληθεί.
Πριν όμως προχωρήσουμε στις αρχές που διέπουν την επιμέτρηση και επιβολή ποινής λαμβάνοντας υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες που έχουν τεθεί από πλευράς συνηγόρων υπεράσπισης, θεωρούμε πρέπον να αναφερθούμε στις αναφορές του κ. Ιωάννου που έκφρασε κατά το αρχικό στάδιο της αγόρευσης του και πριν υπεισέλθει στην αυτή καθαυτή ουσία των στοιχείων που θα πρέπει να προσμετρήσουν προς όφελος του πελάτη του.
Έθιξε, εν ολίγοις, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου 1 ότι το Δικαστήριο δεν τον αντιμετώπισε με τον δέοντα σεβασμό κατά την δικάσιμο στις 22/11/2023 όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην υπόθεση μετά που ο κατηγορούμενος 1 του ανέθεσε την εκπροσώπηση του σε βαθμό που ξεπερνά ακόμα και την κακοδικία. Έθεσε ότι, αν και το εισηγήθηκε, δεν ορίστηκε η υπόθεση στις 3, 4 και 5 Δεκεμβρίου έτσι ώστε να ετοιμάσει μια εμπεριστατωμένη αγόρευση για μετριασμό της ποινής τη στιγμή που το Δικαστήριο αν και επεφύλαξε την τελική απόφαση του για τις 29/9/2024 εν τούτοις δεν την εκφώνησε κατά την εν λόγω ημερομηνία όπως δεν το έπραξε ούτε στις 24/10/2024 που την όρισε εκ νέου για τον ίδιο σκοπό. Την εκφώνησε μόλις στις 8/11/2024 και παρά ταύτα επέμενε (το Δικαστήριο) να οριστεί η υπόθεση για αγόρευση για μετριασμό της ποινής από τις 22/11/2024 στις 27/11/2024, τη στιγμή που οι κατηγορούμενοι περίμεναν αγωνιωδώς και χωρίς ύπνο για 107 ημέρες για να εκδοθεί απόφαση. Να πούμε εν πρώτοις ότι η τελική μας απόφαση ήταν έτοιμη για να εκδοθεί από τις 30/9/2024, που είναι η ορθή ημερομηνία επιφύλαξης έκδοσης της και που αρχικά ορίστηκε για το σκοπό αυτό πλην όμως λόγω προβλήματος υγείας ενός εκ των μελών του Κακουργιοδικείου κατ’ εκείνη την ημερομηνία και που συνεχίστηκε μέχρι και τις αρχές Νοεμβρίου 2024 δεν κατέστη δυνατόν να εκφωνηθεί. Αυτό απλώς το θέτουμε όχι ως δικαιολογία αλλά για να τεθούν τα γεγονότα στη σωστή τους διάσταση και να μην δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις. Ο λόγος μη εκφώνησης της απόφασης κατά τις 30/9/2024 δεν ήταν άλλος από λόγους υγείας μέλους του Δικαστηρίου. Κατά δεύτερον όμως και πέραν του παραπόνου του, ο κ. Ιωάννου δεν έχει θέσει ενώπιον μας ότι ο χρόνος που του δόθηκε δεν ήταν επαρκής για να αγορεύσει θέτοντας τους μετριαστικούς παράγοντες που αφορούν τον πελάτη του. Περιορίστηκε ουσιαστικά σε μομφή στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να ορίσει την υπόθεση στις 27/11/2024 για αγόρευση για μετριασμό της ποινής και το οποίο είχε κατά νουν ότι η υπόθεση είχε ακολουθήσει την οδό της ακροαματικής διαδικασίας και συνεπώς η μαρτυρία, τα γεγονότα, τα ευρήματα και η αιτιολογημένη απόφανση του Δικαστηρίου περιλαμβάνονταν στο κείμενο της απόφασης μας ημερομηνίας 8/11/2024 και που είχε δοθεί στην υπεράσπιση. Αυτό ακριβώς είχε λεχθεί και στον κ.Ιωάννου στις 22/11/2024 όταν πρωτοεμφανίστηκε ενώπιον μας για να εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο 1. Συνεπώς δεν είναι ορθό η υπεράσπιση να επικαλείται έλλειψη σεβασμού προς το πρόσωπο της χρησιμοποιώντας μάλιστα και όρους όπως η κακοδικία, στη βάση του ότι η υπόθεση ορίστηκε σε ημερομηνία άλλη από αυτή που επιθυμούσε η ίδια.
Επανερχόμενοι στην ουσία της παρούσας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα στα οποία έχουν κριθεί ένοχοι οι κατηγορούμενοι μετά από ακρόαση είναι σοβαρά. Έχει κατ' επανάληψη τονισθεί ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Βραχίμη ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 727, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639). Για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης των 14 χρόνων ή χρηματική ποινή μέχρι €500.000 ή και οι δύο αυτές ποινές. Για το αδίκημα της κλοπής από αντιπρόσωπο προβλέπεται και πάλι ποινή φυλάκισης 14 χρόνων. Για δε το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις προνοείται ποινή φυλάκισης 5 χρόνων και για το αδίκημα της απειλής αυτή της φυλάκισης των 3 χρόνων. Θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι αδικήματα κατά παράβαση του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007 παρουσιάζονται με ιδιαίτερη συχνότητα και αντλούμε γνώση από τον πολύ μεγάλο αριθμό υποθέσεων που καταχωρούνται ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας (βλ. Sydenham v. Αστυνομίας (2005)2 ΑΑΔ 210, Αστυνομία ν. Βακανά, Ποινική Έφεση Αρ. 173/2020, ημερομηνίας 20/5/2021), ECLI:CY:AD:2021:B200.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουρουζίδη κ.ά. Ποινική Έφεση 19/20, ημερομηνίας 20/7/2022 που αφορούσε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αναφέρθηκαν τα εξής:
«Όσον δε αφορά το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες πράξεις, το Κακουργιοδικείο, αφού επεσήμανε ότι οι προβλεπόμενες κατ' ανώτατο όριο ποινές ανέρχονται σε ποινή φυλάκισης 14 ετών ή ποινή προστίμου €500.000, ορθά καθοδηγήθηκε από το ακόλουθο απόσπασμα της υπόθεσης Θεοφάνους v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 298/2018, ημερ. 27.6.2018:
«Το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως το ίδιο αυτοπροσδιορίζεται, συνίσταται στη χρήση/απόλαυση από τον αδικοπραγήσαντα των καρπών της παρανομίας του. Ό,τι έχει σημασία, για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, είναι το είδος και το ύψος των καρπών της παρανομίας που απόλαυσε ο αδικοπραγήσας ως αποτέλεσμα της παράνομης δραστηριότητάς του. Είναι αυτή την απόλαυση που έχει στο επίκεντρό του το υπό αναφορά αυτοτελές αδίκημα (Δέστε: Μαληκκίδης (ανωτέρω), Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 12/2015 ημερ. 4.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B241, ECLI:CY:AD:2017:B241 και Λεμονάρη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 212/2017 ημερ. 17.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B150, ECLI:CY:AD:2019:B150), και αυτό για πρόληψη ή πάταξη της παρανομίας με την πρόβλεψη αυστηρών ποινών αναφορικά με την απόλαυση των καρπών της. Το Κακουργιοδικείο, ορθά επεσήμανε, πως τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείων έχουν σε έντονο βαθμό το στοιχείο της απάτης και περαιτέρω ότι η διάπραξή τους ήταν προϊόν οργάνωσης και προσχεδιασμού με τη συμμετοχή και άλλων προσώπων - τα οποία ως ιθύνων νους δεν κατονόμασε.»
Είναι σαφές λοιπόν από το πιο πάνω απόσπασμα ότι υπάρχει αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών για πάταξη αυτών των παράνομων συμπεριφορών και που έχουν σχέση με το οικονομικό έγκλημα, οι οποίες, ως έχουμε αναφέρει πιο πάνω ότι παρουσιάζουν αυξητική τάση.
Σε σχέση με τα αδικήματα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, πέραν της ίδιας της ποινής που προβλέπεται από τον Ποινικό Κώδικα που είναι η αφετηρία της ένδειξης της σοβαρότητας τους, στην απόφαση Φίλιππος Τάσου Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας, (2013) 2 ΑΑΔ 505, αναφέρθηκαν τα εξής:
«Η σοβαρότητα των αδικημάτων είναι δεδομένη, όπως δε πολύ εύστοχα σημειώνεται και από το πρωτόδικο δικαστήριο αυτή κατοπτρίζεται από το ύψος της ποινής που ο νομοθέτης έχει προνοήσει. Ιδιαίτερα, για το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, που αποτελεί και το πλέον σοβαρό από τα αδικήματα στα οποία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, ο νομοθέτης προέβλεψε ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε ετών.
Έχει κατ' επανάληψη τονιστεί, η σοβαρότητα τέτοιων αδικημάτων, καθότι αυτά ενέχουν, σε έντονο βαθμό, το στοιχείο της απάτης, διότι υπονομεύουν τις συναλλαγές μεταξύ πολιτών, στοιχείο που επιβάλλει την επιβολή ποινών αποτρεπτικού χαρακτήρα. Η σοβαρότητα βέβαια του αδικήματος δεν εξουδετερώνει, όπως ορθά και το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει, την αναγκαιότητα εξατομίκευσης της ποινής. Όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν επιτρέπεται στο βωμό της εξατομίκευσης να θυσιάζεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής. (Βλ. Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ.286).
Στην υπό κρίση περίπτωση, ο εφεσείων δεν δίστασε με κίνητρο του αποκλειστικά την ιδιοτέλεια, να προβεί στις συγκεκριμένες εγκληματικές ενέργειες με στόχο την επίτευξη ευτελούς σκοπού· να κυκλοφορεί δηλαδή με πολυτελές αυτοκίνητο, ανεξάρτητα των συνεπειών των ενεργειών του για την οικογένεια του, μη διστάζοντας μάλιστα να εμπλέξει στην όλη διαδικασία και τον γιο του, ο οποίος παρά την ανεργία που τον μαστίζει, βρέθηκε εκτεθειμένος για ένα ποσό της τάξης των €.23.000,00, ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο, το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί ή να υποτιμηθεί».
Στην παρούσα περίπτωση τα γεγονότα είναι επιβαρυντικά για τους κατηγορούμενους και ιδιαίτερα για τον κατηγορούμενο 1 ο οποίος ενορχήστρωσε ολόκληρο σχέδιο έχοντας ως σκοπό την απόσπαση χρημάτων από τον παραπονούμενο. Παραθέτοντας του κάθε είδους ψεύδος και εκμεταλλευόμενος την αδικαιολόγητη αφέλεια και εμπιστοσύνη που του έδειξε ο παραπονούμενος, λόγω και της συγγενικής σχέσης που είχαν, κατάφερνε και του αποσπούσε ποσά, ως αυτά περιλαμβάνονται στις κατηγορίες στις οποίες έχει κριθεί ένοχος. Η συμπεριφορά του αυτή εκδηλώθηκε το 2016 και συνέχισε για μία πολύ μεγάλη περίοδο διάρκειας 3 χρόνων. Όταν τελικά ο παραπονούμενος αντιλήφθηκε την εις βάρος του εξαπάτηση και ότι τα χρήματα που έδιδε στον κατηγορούμενο 1 ήταν αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων και αποφάσισε να θέσει τέρμα στην όλη οικονομική αφαίμαξη του, λέγοντας στον τελευταίο ότι θα προσέφευγε σε δικηγόρο, τότε ο κατηγορούμενος 1 δεν είχε οποιοδήποτε ενδοιασμό να εκτοξεύσει απειλές εναντίον του. Δεν έμεινε όμως μόνο σε αυτό. Προέβαινε σε ψευδείς καταγγελίες στην αστυνομία μη διστάζοντας να καταγγείλει τον παραπονούμενο ακόμα και για απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Εκδήλωσε μία συμπεριφορά εκφοβισμού τόσο για τον ίδιο τον παραπονούμενο, ως ο τελευταίος την έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου καταθέτοντας ενόρκως, όσο και για την οικογένεια του και τα ανήλικα παιδιά του. Αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου 1 ήταν να δεχθεί και απειλές από τρίτα πρόσωπα για οφειλή του που ανερχόταν σε 7 εκατομμύρια ευρώ, σε κάποιο Τουρκοκύπριο για φερόμενη διαμεσολάβηση του για πώληση κατσικών. Η συμπεριφορά αυτή δεν καταδεικνύει τίποτα λιγότερο από το πρόσωπο κάποιου που χωρίς δισταγμό είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να πετύχει τον σκοπό του. Ο δε κατηγορούμενος 2 με τη σειρά του και σε μία περίπτωση συνωμότησε με τον κατηγορούμενο 1 έτσι ώστε να εξασφαλίσει το ποσό των €20.000 για δήθεν καταβολή του ως εγγύηση στις αρχές των Βρετανικών Βάσεων όπου ο κατηγορούμενος 1 δήθεν κρατείτο. Η ενέργεια αυτή προήλθε από δικηγόρο που είναι λειτουργός της δικαιοσύνης και ο οποίος οφείλει να προασπίζεται τα δικαιώματα του εκάστοτε πελάτη του και όχι να τον εξαπατά με ψεύδη με σκοπό την απόσπαση χρημάτων.
Παρά τα πιο πάνω όμως το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν μειώνεται αλλά ούτε και ατονεί αφού οφείλει να προσεγγίζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων και τον κάθε κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478). Από την άλλη όμως η διεργασία εξατομίκευσης δεν σημαίνει ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να υπερακοντίζει και το άλλο Δικαστικό καθήκον για την επιβολή της αρμόζουσας για τον συγκεκριμένο παραβάτη ποινής. Άλλωστε, η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ.2) (2001) 2 ΑΑΔ 285) και η εξατομίκευση της ποινής έχει ως λόγο τον συσχετισμό της τιμωρίας και με το άτομο του παραβάτη· όχι όμως την αποκλειστική συνάρτησή της με τις προσωπικές συνθήκες αυτού ( βλ. Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 135).
Προς όφελος και των δύο κατηγορούμενων λαμβάνουμε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο τους, τις προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις και ιδιαίτερα το ότι είναι και οι δύο γονείς ανήλικων τέκνων για τα οποία καταβάλλουν διατροφή. Δεν μας διαφεύγει το ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης θα έχει αρνητικό αντίκτυπό στα παιδιά τους αλλά και στην οικογένεια τους γενικότερα, αφού ως τέθηκε από τους συνηγόρους υπεράσπισης και οι γονείς των κατηγορούμενων αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας και προς τούτο κατέθεσαν ιατρικές εκθέσεις. Ο πατέρας του κατηγορούμενου 1 έχει κριθεί ανάπηρος κατά 75% ενώ η μητέρα του έχει επιληψία και δεν μπορεί να δουλέψει. Η κατάσταση της αντιμετωπίζεται με την χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής. Οι δε γονείς του κατηγορούμενου 2, που είναι μεγάλης ηλικίας, έχουν σοβαρά προβλήματα με την μητέρα του να έχει διαγνωσθεί με άνοια τελικού σταδίου ενώ ο πατέρας του λόγω των παθήσεων του να κρίνεται ασθενής υψηλού κινδύνου. Χρήζουν και οι δύο καθημερινής φροντίδας με τον κατηγορούμενο 2 να είναι ο μόνος που μπορεί να την παρέχει αφού η αδελφή του διαμένει στο εξωτερικό. Σε κάθε περίπτωση όμως, ως είναι νομολογημένο, οι προσωπικές περιστάσεις σε τέτοιας φύσεως αδικήματα δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής αφού προέχει η αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου για προστασία του κοινωνικού συνόλου. Πέραν όμως των προβλημάτων υγείας που οι γονείς τους αντιμετωπίζουν έγινε επίκληση από τους συνηγόρους υπεράσπισης και για δικά τους θέματα υγείας.
Ο κατηγορούμενος 1 είχε δυστύχημα το 2014 που του άφησε κάποια κατάλοιπα ενώ έχει περάσει και το τελευταίο στάδιο της κατάθλιψης και φοβάται ακόμα και να κυκλοφορήσει έξω από το σπίτι του. Ο δε κατηγορούμενος 2 έχει υποβληθεί σε εγχείρηση ανοικτής καρδίας και πάσχει από καρδιομυοπάθεια, σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση και δυσλιπιδαιμία. Χρειάζεται συνεχή παρακολούθηση.
Σε σχέση με το ζήτημα των προβλημάτων υγείας σημειώνουμε ότι κατά κανόνα τα όποια προβλήματα υγείας αντιμετωπίζει ένας κατηγορούμενος δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο για την αποφυγή επιβολής ποινής φυλάκισης, όταν ο νόμος και οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος καθιστούν επιτακτική τέτοια ποινή. Θεμελιακή επί του προκειμένου είναι η υπόθεση Attorney General v. Mavrokefalos (1966) 2 CLR 93. Στην υπόθεση Ανδρέας Σοφοκλέους ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 144, έγινε δεκτό πως, εάν λόγω κάποιας σωματικής ανικανότητας ή ασθένειας η φυλάκιση θα προκαλέσει σε ένα αδικοπραγούντα ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού αυτό επενεργεί σαν ελαφρυντικός παράγοντας (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ.67/24 ημερομηνίας 26/4/24). Όμως, για να αποφευχθεί η ποινή φυλάκισης, απαιτείται η προσκόμιση ιατρικής ή άλλης μαρτυρίας που να βεβαιώνει πως η κατάσταση της υγείας του κατηγορουμένου θα επιδεινωθεί λόγω της φυλάκισης ή ότι τα προβλήματα υγείας δεν μπορούν να τύχουν διαχείρισης με τις κατάλληλες οδηγίες από τις κεντρικές φυλακές. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Σοφοκλέους (ανωτέρω), El Kara Amira Mohammad ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 239, Μίλτος Απόστολου ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση 153/17, ημερομηνίας 27/9/2017, ECLI:CY:AD:2017:D321 και Παπαεπιφανείου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 16/2021, ημερομηνίας 19/10/2021.
Τα πιο πάνω συνάδουν με την πάγια νομολογία του ΕΔΑΔ που αναγνωρίζει ότι η στέρηση της ελευθερίας του ατόμου συνοδεύεται αναπόφευκτα από το στοιχείο του πόνου και ενέχει το στοιχείο του εξευτελισμού. Ζήτημα, όμως, παραβίασης του δικαιώματος που κατοχυρώνει το άρθρο 3 της Σύμβασης μπορεί να τεθεί στις περιπτώσεις όπου ο πόνος και η ταλαιπωρία, που προκύπτει από κάποια ασθένεια, σωματική ή ψυχική, επιδεινώνεται ή υφίσταται κίνδυνος να επιδεινωθεί από τις συνθήκες κράτησης. Σχετικά παραπέμπουμε στην υπόθεση Rooman v. Belgium ( G.C.) προσφυγή 18052/11, ημερομηνίας 31/1/2019, παρ.142-144. Σύμφωνα δε και πάλι με τη νομολογία του ΕΔΑΔ, κρίσιμο είναι το κατά πόσο το περιβάλλον της φυλακής είναι ακατάλληλο σε σχέση με την κατάσταση ατόμου το οποίο πάσχει από σωματική ή πνευματική ασθένεια και εάν η δοκιμασία της κρατήσεως, αυτή καθαυτή, αποδεικνύεται ιδιαιτέρως επίπονη λόγω της αδυναμίας του ατόμου να υποστεί ένα τέτοιο μέτρο. Σχετικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Mouisel v. France, προσφυγή 67263/01, ημερομηνίας 14/11/2002, παρ. 40, Rivière v. France, προσφυγή 33834/03, ημερομηνίας 11/7/2006 παρ. 64 και Kotsaftis v. Greece, προσφυγή 39780/06, ημερομηνίας 12/6/2008, παρ.50.
Συνεπώς και στην βάση των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, δεν έχει τεθεί από την πλευρά των κατηγορουμένων οποιοδήποτε ιατρικό δεδομένο που να βεβαιώνει ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης θα προκαλέσει ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού ή θα επιδεινώσει το όποιο πρόβλημα υγείας αντιμετωπίζουν ή ότι το περιβάλλον της φυλακής είναι ακατάλληλο αναφορικά με την κατάσταση υγείας οποιουδήποτε εξ αυτών. Τα όσα έχουν θέσει και αφορούν θέματα υγείας, στο βαθμό που υποστηρίζονται από τα κατατεθέντα ιατρικά πιστοποιητικά και που λαμβάνονται υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας, δεν είναι τέτοιας υφής όμως που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετική αντιμετώπιση ως προς το είδος της ποινής που θα επιβληθεί. Είναι προβλήματα που δύνανται να αντιμετωπιστούν με την κατάλληλη αγωγή από το σωφρονιστικό ίδρυμα (βλ. Μαληκκίδης ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 1186).
Έχει τεθεί περαιτέρω από πλευράς υπεράσπισης ζήτημα διάγνωσης της ποινικής ευθύνης των κατηγορούμενων εντός εύλογου χρόνου. Η εισήγηση της υπεράσπισης εδράζεται τόσο για την καθυστέρηση που κατά την θέση της υπάρχει από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων μέχρι και την καταχώριση της υπόθεσης όσο και για τον διαρρεύσαντα χρόνο από την καταχώριση της υπόθεσης μέχρι και την επιβολή ποινής.
Όντως το δικαίωμα εκάστου κατηγορουμένου σε διάγνωση της ποινικής του ευθύνης εντός εύλογου χρόνου κατοχυρώνεται από το άρθρο 30 του Συντάγματος. Τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του εύλογου χρόνου για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης κάποιου κατηγορουμένου συνοψίζονται στη σχετική νομολογία. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Μενελάου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 407 και Κάζανου ν. Eφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Ποινική Έφεση 96/19, ημερομηνίας 28/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B272. Στην απόφαση Κάζανου (ανωτέρω) με αναφορά στη πάγια νομολογία υποδείχθηκαν οι τρεις παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για την κρίση περί της ύπαρξης καθυστέρησης. Συγκεκριμένα λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Στην Procurator Fiscal v. Watson (2002) 4 All E.R. 1 (απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής του Ανακτοβουλίου) αναφέρθηκε ότι η προσέγγιση υπό του Δικαστηρίου τυχόν παραβίασης του δικαιώματος για δίκη εντός εύλογου χρόνου θα πρέπει να αφορά τρεις παράγοντες και οι οποίοι θα πρέπει να εξετάζονται: (α) η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, (β) η συμπεριφορά του Κατηγορουμένου και (γ) ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης υπό τις διοικητικές και δικαστικές αρχές.»
Επιπλέον, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 AΑΔ 376, υπεδείχθη ότι η διαπίστωση της ενδεχόμενης παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος ενός κατηγορούμενου για δίκη εντός εύλογου χρόνου, δεν εξετάζεται in abstracto, αλλά τίθεται υπό τη βάσανο του συνυπολογισμού ύπαρξης και άλλων παραμέτρων, που να δείχνουν ότι υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να διεξαχθεί δίκαιη δίκη. Αποτελεί θεμελιακή νομολογιακή αρχή πως όταν ο κατηγορούμενος ευθύνεται για την καθυστέρηση δεν μπορεί να επικαλείται παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός εύλογου χρόνου με βάση το άρθρο 30 του Συντάγματος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 ΑΑΔ 638, Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 273, και Πέτρου ν. Δήμου Γεροσκήπου, Ποινικές Εφέσεις 141 και 142/2021, ημερομηνίας 20/12/2023.
Στο σύγγραμμα του Λ.Α Σισιλιάνου Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2η έκδοση, σελ. 297–298, τίθεται ότι στις ποινικές υποθέσεις για σκοπούς εξέτασης του κατά πόσο έγινε σεβαστή η εγγύηση του εύλογου χρόνου, το επίμαχο χρονικό διάστημα, κατά κανόνα, λήγει με την έκδοση της απόφασης εκείνης που κρίνει το βάσιμο της κατηγορίας και εφόσον είναι καταδικαστική, προσδιορίζει την ποινή.
Περαιτέρω ως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα Harris, O’ Boyle and Wabrick: Law of the European Convention on Human Rights, 4η έκδοση, σελ. 441, παρόλο που ο κατηγορούμενος δεν έχει υποχρέωση να συνεργάζεται ενεργά με τις Δικαστικές αρχές και έχει δικαίωμα να κάνει πλήρη χρήση των διαδικαστικών του δικαιωμάτων, τυχόν καθυστέρηση που προκύπτει από τα πιο πάνω δεν μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος. Έτσι, έχει κριθεί ότι η συχνή αλλαγή δικηγόρων ή οι αναβολές που οφείλονται στην υγεία του κατηγορουμένου αποτελούν αντικειμενικά δεδομένα που δεν μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος. Σχετικά παραπέμπουμε στην υπόθεση König ν. Germany προσφυγή 6232/73, ημερομηνίας 28/6/1978, παρ. 103 και Krakolinig v. Austria 33992/07, (2012) παρ. 27, αντίστοιχα.
Στην υπό κρίση υπόθεση οι κατηγορούμενοι ήγειραν τον παράγοντα χρόνο, ως στοιχείο που επηρέαζε το δικαίωμα τους σε δίκαιη δίκη πριν την διάγνωση της ποινικής τους ευθύνης, αλλά και ότι σε σχέση τουλάχιστον με τον κατηγορούμενο 1, είχε ουσιώδεις επιπτώσεις στις προσωπικές του συνθήκες αφού αυτές έχουν μεταβληθεί.
Είναι γεγονός ότι η εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορούμενου 1, σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, ξεκινά από τον Απρίλιο του 2016 οπόταν και του δόθηκαν οι €30.000 για την υποτιθέμενη εμπορία τσιμέντων. Η συμπεριφορά αυτή του κατηγορούμενου συνεχίστηκε μέχρι και τον Απρίλιο του 2019 που του δόθηκε και η τελευταία επιταγή. Η καταγγελία στην αστυνομία από τον παραπονούμενο έγινε στις 15/10/2020. Παρήλθε δηλαδή περίοδος 18 μηνών. Το στοιχείο αυτό από μόνο του δεν αποδίδει το αποτέλεσμα που η υπεράσπιση εισηγείται. Ο παραπονούμενος εξήγησε με τον πιο παραστατικό και λεπτομερή τρόπο τους λόγους για τους οποίους παρήλθε αυτό το χρονικό διάστημα μέχρι να βρει το θάρρος να προβεί σε καταγγελία. Δεχόταν κάθε είδους απειλές και εκφοβισμό από τον κατηγορούμενο τόσο για τον ίδιο όσο και για τα παιδιά του κάτι το οποίο τον επηρέασε ψυχολογικά και του δημιουργήθηκαν και σοβαρά προβλήματα υγείας. Για να αποφύγει μάλιστα οποιαδήποτε άλλη εμπλοκή με τον κατηγορούμενο, ήταν έτοιμος να ξεχάσει και να μην αξιώσει το ποσό που του είχε δώσει. Όταν όμως η εκφοβιστική συμπεριφορά του κατηγορούμενου 1 συνεχίστηκε ήταν τότε που αποφάσισε να επισκεφθεί αρχικά δικηγόρο ο οποίος τον προέτρεψε να προβεί σε καταγγελία στην αστυνομία. Ακόμα και τότε δεν το έπραξε αμέσως διότι ήθελε χρόνο να το σκεφθεί λόγω ακριβώς αυτού του τρόμου που ένιωθε. Συνεπώς η παρέλευση του χρόνου αυτού μέχρι την καταγγελία, υπό αυτές της συνθήκες δεν μπορεί να κριθεί ότι επηρέασε τα δικαιώματα των κατηγορούμενων. Σε κάθε περίπτωση δεν έχει τεθεί, πέραν του χρόνου ως στοιχείο, με ποιο τρόπο επηρεάστηκαν τα δικαιώματα τους τη στιγμή που αντέξετασαν τους μάρτυρες επί όλων των θεμάτων και παρουσίασαν την υπεράσπιση τους χωρίς οποιαδήποτε αναφορά για βλάβη τους.
Αναφορικά τώρα με τον χρόνο που παρήλθε από την καταγγελία μέχρι και την καταχώριση της υπόθεσης αυτός ανέρχεται σε 12 μήνες ακριβώς. Ο παραπονούμενος κατήγγειλε την υπόθεση στις 15/10/2020 και το κατηγορητήριο ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου καταχωρίστηκε την 21/10/2021. Το τεθέν ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατηγορητήριο περιλαμβάνει 70 κατηγορίες. Έχουμε αναφέρει προηγουμένως την χρονική περίοδο που εκδηλώθηκε η εγκληματική συμπεριφορά των κατηγορούμενων και ειδικότερα του κατηγορούμενου 1, που αφορούσε περίοδο 3 χρόνων, με την ανάγκη λήψης καταθέσεων από αριθμό μαρτύρων και εξέταση τόσο της καταγγελίας του παραπονούμενου όσο και της θέσης του κατηγορούμενου 1, ως αυτή αποτυπώνεται με πάρα πολλή λεπτομέρεια στην πολυσέλιδη κατάθεση που του λήφθηκε. Να σημειωθεί ότι ο παραπονούμενος έδωσε την τελευταία κατάθεση του στις 22/3/2021. Τα πιο πάνω καταδεικνύουν μία υπόθεση με πολλά γεγονότα που κάλυπταν μία μεγάλη χρονική περίοδο καθιστώντας αναπόφευκτα και τη διερεύνηση χρονοβόρα. Σε καμία περίπτωση η δωδεκάμηνη περίοδος εξέτασης της υπόθεσης για καταχώριση της ενώπιον του Κακουργιοδικείου μπορεί να κριθεί ως μη αναγκαία ή και αδικαιολόγητη. Οι ανακριτικές αρχές είχαν σωρεία θεμάτων και εγγράφων να εξετάσουν και στη βάση αυτών να αποταθούν και σε υπηρεσίες για λήψη πληροφοριών. Συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται λόγος για καθυστέρηση καταχώρισης της υπόθεσης.
Όσον αφορά τώρα το χρόνο που απαιτήθηκε για την εκδίκαση της είναι και πάλι γεγονός ότι το Δικαστήριο καλείται να επιβάλλει ποινή τρία χρόνια μετά που τέθηκε ενώπιον μας ήτοι την 1/12/2021. Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το ιστορικό της διαδικασίας.
Από την 1/12/2021 που τέθηκε η υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου και μετά από αίτημα της υπεράσπισης η υπόθεση ορίστηκε για τις 17/12/2021 έτσι ώστε οι κατηγορούμενοι να μπορούν να απαντήσουν στις κατηγορίες. Στις 14/12/2021 και πάλι δεν ήταν έτοιμοι να απαντήσουν με αποτέλεσμα η υπόθεση να οριστεί στις 20/1/2022, οπόταν και απάντησαν μη παραδοχή και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 2/5/2022. Κατ’ εκείνη την ημερομηνία ζητήθηκε αναβολή από την κατηγορούσα αρχή με την υπόθεση να ορίζεται για ακρόαση στις 26-29/9/2022. Στις 26/9/2022 ζητήθηκε αναβολή από πλευράς κατηγορούμενου 1 και η υπόθεση επαναορίστηκε για τις 13/12/2022. Στις 13/12/2022 ο συνήγορος ο οποίος εκπροσωπούσε τον κατηγορούμενο 1 αποσύρθηκε, υποβλήθηκε αίτημα για νομική αρωγή, αίτημα το οποίο εξετάστηκε στις 20/2/2023 για λόγους που αφορούσαν την ετοιμασία της έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας. Ανέλαβε ο κ. Χατζηπαναγιώτου και ορίστηκε η υπόθεση για ακρόαση στις 13/9/2023. Κατ’ εκείνη την ημερομηνία αλλά και για στις 19/10/2023 ζητήθηκε αναβολή λόγω απουσίας του κατηγορούμενου 2 για λόγους υγείας. Στις 28/11/2023 που είχε οριστεί η υπόθεση ο κ. Χατζηπαναγιώτου αποσύρθηκε από την εκπροσώπηση του κατηγορούμενου 2, ανέλαβε ο κ. Κωνσταντίνου και την ίδια μέρα η ακρόαση ξεκίνησε και συνεχίστηκε και στις 29/11/2023 αλλά και στις 15/12/2023. Στις 28/12/2023 λόγω του ότι ένα από τα μέλη του Κακουργιοδικείου προσβλήθηκε από κορονοϊό αναβλήθηκε και ορίστηκε για τις 11/1/2024. Από τις 11/1/2024 μέχρι και τις 27/6/2024 η υπόθεση συνεχιζόταν κανονικά με κατάθεση μαρτύρων κατηγορίας αλλά μετά που κλήθηκαν σε απολογία και της υπεράσπισης του κατηγορούμενου 1. Κατά την τελευταία ημερομηνία παρέμεινε η υπόθεση για τελικές αγορεύσεις. Στις 27/6/2024 υποβλήθηκε αίτημα από τον κατηγορούμενο 1 για να δοθεί περαιτέρω χρόνος για τελικές αγορεύσεις και η υπόθεση ορίστηκε για το σκοπό αυτό στις 24/7/2024 οπόταν και οι συνήγοροι αγόρευσαν και επιφυλάχθηκε απόφαση για τις 30/9/2024. Η απόφαση τελικά δόθηκε στις 8/11/2024 λόγω προβλήματος υγείας που αντιμετώπισε μέλος του Κακουργιοδικείου και που είχε ως αποτέλεσμα την αναβολή της διαδικασίας εκφώνησης της για τις 30/9/2024 και 24/10/2024. Είναι λοιπόν σαφές από το πιο πάνω ιστορικό ότι η εισήγηση της υπεράσπισης για καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης δεν ευσταθεί. Πλείστες των αναβολών μέχρι και την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ήταν μετά από αίτημα της υπεράσπισης. Να πούμε ότι η ακρόαση ήταν μακρά αφού κατέθεσαν 16 μάρτυρες από πλευράς κατηγορούσας αρχής και 7 συνολικά μάρτυρες για την υπεράσπιση του κατηγορούμενου 1. Υπήρξαν και ενδιάμεσα αιτήματα για τα οποία το Δικαστήριο εξέδωσε ανάλογες αποφάσεις. Σε κάθε όμως περίπτωση ακόμα και υπό αυτές τις περιστάσεις δεν παραβλέπεται το γεγονός ότι το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή τρία χρόνια μετά την καταχώριση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την καταγγελία και οκτώ χρόνια από την έναρξη της διάπραξης των αδικημάτων από πλευράς κατηγορούμενου 1. Θα πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε ότι η εγληματική συμπεριφορά του κατηγορούμενου 1 συνεχίστηκε μέχρι και τον Απρίλιο του 2019 που ήταν και το χρονικό σημείο που ο παραπονούμενος του έδωσε το τελευταίο ποσό και αντιλήφθηκε ότι είχε εξαπατηθεί. Συνεπώς ναι μεν όλα ξεκίνησαν το 2016 αλλά η αντίληψη του παραπονούμενου περί εξαπάτησης του επήλθε τρία χρόνια αργότερα. Σε κάθε όμως περίπτωση αν και τα δικαιώματα των κατηγορουμένων για δίκαιη δίκη, ως ανωτέρω επεξηγήσαμε, δεν έχουν επηρεαστεί εντούτοις το στοιχείο αυτό του χρόνου λαμβάνεται υπόψη πάντα υπό τα πιο πάνω δεδομένα ως μετριαστικός παράγοντας. Να προσθέσουμε εδώ ότι η επικαλούμενη από πλευράς κατηγορούμενου 1 ουσιώδης μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του παρέμεινε ατεκμηρίωτη. Το ότι έχει ένα ανήλικο παιδί ηλικίας 11 ετών και το οποίο θα στερηθεί της παρουσίας του σε ενδεχόμενη επιβολή ποινής άμεσης φυλάκισης δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως στοιχείο που μετέβαλε τις περιστάσεις του δεδομένου ότι το παιδί του υπήρχε και κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων κάτι που δεν αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα στην εγκληματική του συμπεριφορά.
Υπήρξε επίσης εισήγηση, ιδιαίτερα από πλευράς κατηγορούμενου 1, με αναφορά στην επιστολή ημερομηνίας 12/10/2020 που κατατέθηκε κατά την ακρόαση της υπόθεση και επισυνάπτεται ως μέρος του τεκμηρίου 1. Η θέση του συνηγόρου υπεράσπισης ήταν κατ’ ουσίαν ότι πρόκειται για μία αστική διαφορά στη βάση οικονομικής συναλλαγής με το οφειλόμενο ποσό να είναι για €80.000, ως είναι και το αναγραφόμενο ποσό στο εν λόγω τεκμήριο και όχι €420.000. Δεν έχουμε και δεν είναι ορθό να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο σε σχέση με την εν λόγω επιστολή η οποία αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο και με κατάληξη ότι το ποσό που αποσπάστηκε με ψευδείς παραστάσεις είναι αυτό των €420.000. Αυτό που μπορεί να κριθεί στην παρούσα για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, είναι η προσπάθεια του κατηγορούμενου να αποζημιώσει τον παραπονούμενο μετά από επικοινωνία του δικηγόρου του με τον δικηγόρο του τελευταίου αλλά και με τον ίδιο, καταβάλλοντας του το εν λόγω ποσό έστω και αν ο παραπονούμενος δεν αποδέχθηκε την πρόταση. Να θέσουμε εδώ ως παρένθεση, ότι η ενδεχόμενη λανθασμένη τοποθέτηση του συνηγόρου για την κατηγορούσα αρχή ως προς τον τρόπο που έγινε η επικοινωνία της υπεράσπισης με τον παραπονούμενο για σκοπούς αποζημίωσης δεν δικαιολογεί τον τρόπο αντίδρασης του κ. Ιωάννου κατά το στάδιο της Δικαστικής διαδικασίας που αναφέρθηκε με μειωτικά σχόλια εναντίον του κ. Αντωνίου του τύπου «….και αυτός ο άνθρωπος είναι εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, είναι Εισαγγελέας, έλεος.». Δεν περιποιεί τιμή σε κανένα. Επανερχόμενοι, παράγοντας που λαμβάνεται υπόψιν για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής μπορεί να είναι και η αποζημίωση από πλευράς κατηγορούμενου χωρίς όμως το στοιχείο αυτό να είναι βαρυσήμαντο (βλ. Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 46), ιδιαίτερα κάτω από τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης αφού το πολύ μεγάλο ποσό που αποσπάστηκε, μέχρι και την ημερομηνία που τέθηκαν τα γεγονότα, δεν καταβλήθηκε. Έχει βέβαια προβληθεί από την υπεράσπιση η έκδοση διατάγματος καταβολής του εν λόγω ποσού στη βάση του άρθρου 20(2) του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60. Αναφέρθηκε ότι αν και το σχετικό άρθρο περιορίζει την έκδοση του διατάγματος μόνο για €10.000 εν τούτοις και εφόσον ο κατηγορούμενος 1 αντιμετωπίζει αριθμό κατηγοριών τότε το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει τέτοιο διάταγμα σε οκτώ από αυτές έτσι ώστε το τελικό συμποσούμενο ποσό να είναι €80.000. Εισήγηση για έκδοση διατάγματος για €10.000 ως μέρος της αποζημίωσης του παραπονούμενου υπήρξε και από τον κατηγορούμενο 2 αφού για τις υπόλοιπες €10.000 που τον αφορούσαν (κατηγορία 68), υπέγραψε γραμμάτιο συνήθους τύπου προς όφελος του παραπονούμενου.
Κρίση μας είναι ότι στη βάση του άρθρου 20(2) του Νόμου 14/60 το Κακουργιοδικείο δεν μπορεί να εκδώσει διάταγμα αποζημίωσης πέραν των €10.000. Η υπόθεση είναι μία και δεν είναι δυνατόν να εκδοθούν 8 κατ’ ουσίαν συνολικά διατάγματα έτσι ώστε να συμπληρωθεί το ποσό των €80.000 στη βάση του ότι περιλαμβάνονται αρκετές κατηγορίες και που το καθιστούν εφικτό. Καταληκτικά όμως η πρόθεση του κατηγορούμενου 1 να αποζημιώσει έστω και για το εν λόγω ποσό είναι ένα στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη συνυπολογιζόμενου βέβαια του ότι δεν υπάρχει αποδοχή εκ μέρους του ότι το ποσό που απόσπασε από τον παραπονούμενο ξεπερνά κατά πολύ το ποσό για το οποίο εξέφρασε πρόθεση να αποζημιώσει τον τελευταίο. Για τον δε κατηγορούμενο 2 να προσθέσουμε ότι αν και δεν αποζημίωσε σε μετρητά το ποσό που απέσπασε εν τούτοις πρόσφερε το εν λόγω ποσό των €20.000 με γραμμάτιο των €10.000 και με την αποδοχή έκδοσης διατάγματος για τις υπόλοιπες €10.000.
Υπήρξε επίσης εισήγηση από πλευράς κατηγορούμενου 1 ότι ήταν η αιτία για να αποκαλυφθεί ότι ο παραπονούμενος φοροδιέφευγε και αυτό προκύπτει και από την απόφαση του Δικαστηρίου να δώσει οδηγίες για αποστολή της απόφασης στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Δεν θα υπεισέλθουμε στο αν τελικά όντως ο παραπονούμενος φοροδιέφευγε. Δεν είναι θέμα εξέτασης του παρόντος Δικαστηρίου. Δεν είναι όμως δυνατόν να προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορούμενου ο οποίος διέπραξε σειρά ποινικών αδικημάτων και στο πλαίσιο αυτής της συμπεριφοράς να αξιώνει όπως συνυπολογιστεί για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής το ότι διαφάνηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία σκιές ως προς την ακρίβεια των δηλωθέντων εισοδημάτων του παραπονούμενου και της εταιρείας του. Η αντεξέταση του παραπονούμενου δεν αποσκοπούσε στο να αποκαλύψει ατασθαλίες του τελευταίου αλλά στο να αποποιηθεί τις δικές του ευθύνες ως προς τη διάπραξη των αδικημάτων.
Έχει τέλος τεθεί ότι ο κατηγορούμενος 2 είναι δικηγόρος και είναι πολύ πιθανόν να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη εναντίον του λόγω της καταδίκης του στην παρούσα υπόθεση. Αυτό ενδεχομένως να επιφέρει, σύμφωνα με την υπεράσπιση, είτε στέρηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος είτε ακόμη και τη διαγραφή του από το μητρώο δικηγόρων. Είναι στοιχείο το οποίο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο. Η εξωδικαστική τιμωρία είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο ως μετριαστικός παράγοντας κατά την επιβολή ποινής (βλ. Sentencing in Cyprus 2nd ed. G.M.Pikis, σελ.64). Το στοιχείο όμως της εξωδικαστικής τιμωρίας, ως παράγοντας μετριασμού της ποινής, εγείρεται στις περιπτώσεις όπου αυτή καθ’ εαυτή η διάπραξη ενός αδικήματος επιφέρει, άνευ ετέρου, στο δράστη άμεσες και σοβαρές ζημιογόνες συνέπειες (βλ. Πετρίδης ν. Αστυνομίας (2016) 2Α ΑΑΔ 44). Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει τεθεί παρά μόνο το ενδεχόμενο πειθαρχικής δίωξης και τιμωρίας με τις ποινές που η υπεράσπιση εισηγείται. Ως εκ τούτου δεν έχει τεθεί οτιδήποτε το συγκεκριμένο και το οποίο στη βάση των πιο πάνω αρχών, που θα μπορούσε να προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορούμενου 2.
Σε σχέση τώρα προς την ποινολογική μεταχείριση κατηγορούμενων σε παρόμοιας φύσης υποθέσεις και προβαίνοντας πάντοτε στις ανάλογες και επιβαλλόμενες αναπροσαρμογές στη βάση τού τι ισχύει εδώ ως ζήτημα γεγονότων και έχοντας συγχρόνως κατά νουν πως «Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν, όμως, το δεσμευτικό χαρακτήρα, που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο, γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη.» (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 1), παραθέτουμε ως καθοδηγητικές και ενδεικτικές και τις ακόλουθες αποφάσεις.
Στην Ανδρονίκου και άλλοι ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας για αδικήματα συγκάλυψης και κλοπή υπό αντιπροσώπου κατά παράβαση του Άρθρου 270 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Είχε κλαπεί συνολικό ποσό ύψους £4.888.150. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης επτά ετών οι οποίες επικυρώθηκαν κατ' έφεση. Ο εφεσείων ήταν λευκού ποινικού μητρώου.
Στην υπόθεση Χαραλάμπους ν Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 816 το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε ποινή φυλάκισης 3 ετών σε κατηγορίες για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις με τον κατηγορούμενο να είχε δηλώσει παραδοχή και βαρυνόταν με προηγούμενες καταδίκες.
Στην υπόθεση Mαληκκίδης ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 1186, η ποινή των 6 ετών που επιβλήθηκε Πρωτόδικα για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες επικυρώθηκε κατ’ έφεση. Ο εφεσείοντας είχε νομιμοποιήσει ποσό ύψους €498.000.
Στην υπόθεση Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 298/2018 ημερομηνίας 27/6/2019 ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος μετά από παραδοχή του σε αδικήματα συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κλοπή, πλαστογραφία επιταγής και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου. Ο εφεσείοντας είχε καταφέρει από τις αρχές του 2015–2018 να ξεγελάσει την παραπονούμενη με αποτέλεσμα να της αποσπάσει το ποσό των €571.145. Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με τη ψηλότερη αν είναι αυτή των 6 χρόνων στην κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Είχε επιβάλει επίσης ποινή φυλάκισης 4 χρόνων για το αδίκημα της πλαστογραφίας επιταγής. Κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η ποινή των 6 χρόνων δεν ήταν υπό τις περιστάσεις υπερβολική.
Στην υπόθεση Αστυνομία ν. Βακανά Ποιν. Έφεση Αρ. 173/2020 ημερομηνίας 20/5/2021, ECLI:CY:AD:2021:B200, ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε 14 κατηγορίες για αδικήματα πλαστοπροσωπίας, πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού πληρεξούσιου εγγράφου, εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, δόλιες συναλλαγές και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Το συνολικό ποσό που απέσπασε ήταν €383.304,49. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ετών για όλες τις κατηγορίες και στη συνέχεια ανέστειλε την εκτέλεση τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε τις πρωτοδίκως επιβληθείσες ποινές και επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με την ψηλότερη να είναι αυτή των 4 χρόνων τονίζοντας ότι δόθηκε υπέρμετρη σημασία στις προσωπικές του περιστάσεις, αλλά και τη μειωμένη αξία της παραδοχής του ενόψει της καταπελτικής μαρτυρίας που υπήρχε εναντίον του όπως αυτή παρουσιάστηκε στην ακρόαση μέχρι που ο εφεσίβλητος να αλλάξει απάντηση στις κατηγορίες και αφού είχε υποβάλει σε έντονη και μειωτική αντεξέταση τον παραπονούμενο.
Στην Κουμπαρή v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 215/2018, 11/5/2020, ECLI:CY:AD:2020:B151 η Εφεσείουσα καταδικάστηκε πρωτοδίκως κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε εννέα κατηγορίες κλοπής υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 270(β) του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 3 - 11) και μια κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 2-8 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Νόμος 188(1)/2007) (δωδέκατη κατηγορία). Της επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με ανώτατη ποινή τα 8 έτη (7η και 12η κατηγορία). Η Εφεσείουσα, από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Νοέμβριο του 2012, σε διάφορες ημερομηνίες που αναφέρονται στις κατηγορίες 3-11, έκλεψε το συνολικό ποσό του €1.975.000. Περαιτέρω, ήταν λευκού ποινικού μητρώου. Η ποινή επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Πριν προχωρήσουμε στην επιβολή των ποινών που καταλήξαμε ότι αρμόζουν στους συγκεκριμένους κατηγορούμενους να πούμε αρχικά ότι θα υπάρχει διαφοροποίηση ως προς το ύψος τους έχοντας κατά νουν τόσο το ποσό που ο κάθε ένας απέκτησε γνωρίζοντας ότι ήταν έσοδο από παράνομες δραστηριότητες όσο και τον βαθμό εμπλοκής τους στην διάπραξη των αδικημάτων. Αναφορικά τώρα με τις εισηγήσεις του κ. Ιωάννου για εναλλακτικές μικτές ποινές αυτές δεν μπορούν να ικανοποιηθούν εν όψει της σοβαρότητας των αδικημάτων στα οποία οι κατηγορούμενοι έχουν κριθεί ένοχοι. Ούτε βέβαια και να τεθεί κατ’ οίκον περιορισμός δεδομένου ότι δεν εφαρμόζεται το εν λόγω μέτρο στην παρούσα περίπτωση αφού προϋποτίθεται, μεταξύ άλλων, η επιβολή ποινής συγκεκριμένου ύψους και είναι μέτρο το οποίο εξετάζεται από την Επιτροπή Κατάταξης στη βάση των διατάξεων του Περί Φυλακών Νόμου 116(Ι)/2008.
Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω και συνεκτιμώντας τους μετριαστικούς παράγοντες που έχουν τεθεί ενώπιον μας και τη σοβαρότητα των αδικημάτων, κρίση μας είναι ότι η μοναδική ενδεικνυόμενη υπό τις περιστάσεις ποινή είναι αναπόφευκτα αυτή της φυλάκισης.
Ως εκ τούτου, επιβάλλουμε στους κατηγορούμενους τις ακόλουθες ποινές φυλάκισης:
Στον κατηγορούμενο 1:
Στην κατηγορία 1 ποινή φυλάκισης 2 ετών.
Στις κατηγορίες 6, 16, 19, 21, 22, 27, 29, 30, 32, 33, 35, 37, 39, 40, 42, 45, 46, 48, 53, 54, 57, 60, 61, 62 και 64 ποινή φυλάκισης 2 ½ ετών στην κάθε μία κατηγορία.
Στις κατηγορίες 7, 10, 12, 13 και 14 ποινή φυλάκισης 2 ετών στην κάθε μία κατηγορία..
Στις κατηγορίες 8, 9, 11, 15, 17, 18, 20, 23, 24, 25, 26, 28, 31, 34 , 36, 38, 41, 43, 44, 47, 49, 50, 51, 52, 55, 56, 58, 59 και 63 ποινή φυλάκισης 18 μηνών στην κάθε μία κατηγορία.
Στις κατηγορίες 65 και 66 ποινή φυλάκισης 12 μηνών στην κάθε μία κατηγορία.
Στην κατηγορία 67 ποινή φυλάκισης 7 χρόνων.
Στην κατηγορία 70 ποινή φυλάκισης 5 χρόνων
Οι ποινές θα συντρέχουν.
Στον κατηγορούμενο 2:
Στην κατηγορία 68 ποινή φυλάκισης 2 ½ χρόνων.
Στην κατηγορία 69 ποινή φυλάκισης 2 ½ χρόνων.
Οι ποινές θα συντρέχουν.
Αυτό που παραμένει προς εξέταση είναι η εισήγηση που τέθηκε από πλευράς κατηγορούμενου 2 για αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που του έχει επιβληθεί.
Η ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί από την τελευταία τροποποίηση του Νόμου 95/72 με τον τροποποιητικό Νόμο 186(Ι)/03, όπου το νέο άρθρο 3 (2) προνοεί τα ακόλουθα:
«Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου».
Σε σχέση με το άρθρο 3(2) του τροποποιητικού Νόμου 186 (Ι)/03, αντλούμε καθοδήγηση αναφορικά με την εφαρμογή του από τις υποθέσεις Παπαευσταθίου ν Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ 39, Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ 323 και ειδικότερα Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 148 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (Αρ. 2) (2005) 2 Α.Α.Δ. 327. Χρήσιμη αναφορά γίνεται επίσης στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Τζαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161, στην οποία παρέπεμψε το Δικαστήριο ο συνήγορος του κατηγορούμενου.
Στην υπόθεση Αριστοδήμου ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφεση Αρ.121/17 ημερ. 21/9/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311, τέθηκαν τα εξής σε σχέση με τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε περίπτωση εξέτασης ζητήματος αναστολής εκτέλεσης επιβληθείσας ποινής:
«Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σ’ όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρώ ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»
Το Δικαστήριο έχει αναφερθεί προηγουμένως στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου 2 και στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων και που λήφθηκαν υπόψιν κατά την επιμέτρηση και την επιβολή της ποινής και που επηρέασαν το ύψος της. Κρίση μας και έχοντας κατά νουν τις νομολογιακές αρχές και την σοβαρότητα των αδικημάτων, είναι ότι ούτε οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, ούτε και τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης είναι τέτοια που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το Δικαστήριο στην έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης.
Ως εκ τούτου η ποινή φυλάκισης θα είναι άμεση και για τον κατηγορούμενο 2.
Αναφορικά με τον κατηγορούμενο 1, ο χρόνος που τέλεσε σε προφυλάκιση στην παρούσα υπόθεση (από 8/11/2024) να συνυπολογιστεί κατά το άρθρο 117(1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.
(Υπ.) ………………………..
Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο