
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ: Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Υπόθεση Αρ.: 16957/2021
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ν.
ΘΘ
Κατηγορουμένου
Ημερομηνία: 24 Απριλίου, 2024.
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Ο κ. Μ. Κουτσόφτας.
Για τον Κατηγορούμενο: Η κα Ι. Ιωάννου.
Κατηγορούμενος παρών.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει 16 συνολικά κατηγορίες, ως αυτές καταγράφονται στο κατηγορητήριο. Οι κατηγορίες 1–4 αφορούν το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, οι κατηγορίες 5-13 το αδίκημα του βιασμού κατά παράβαση του άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, η κατηγορία 14 αφορά το αδίκημα της παρενοχλητικής παρακολούθησης κατά παράβαση του Περί της Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική Παρακολούθηση Νόμου του 2021 (Ν. 114(I)/2021) και οι κατηγορίες 15 και 16 για τα αδικήματα της εμπορίας ενήλικων προσώπων, κατά παράβαση του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου 60(Ι)/2014.
Αυτό που προσάπτεται στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, είναι ότι σε άγνωστες ημερομηνίες μεταξύ 1/5/2015 και 1/8/2020 επιτέθηκε άσεμνα εναντίον της ΠΠ. Περαιτέρω, ότι σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ του έτους 2017 μέχρι και 1/8/2020, ήρθε σε παράνομη συνουσία με την ΠΠ με τη συναίνεση της η οποία δόθηκε υπό το κράτος φόβου, σωματικής βλάβης και απειλών. Επίσης ότι μεταξύ του έτους 2019 και Αυγούστου του 2021 προέβηκε σε γνώση του σε συμπεριφορά η οποία συνιστούσε παρακολούθηση και προκαλούσε παρενόχληση στην ΠΠ. Τέλος ότι μεταξύ 23/5/2015 και 1/8/2020 στρατολόγησε την ΠΠ μέσω κατάχρησης εξουσίας και εκμεταλλευόμενος την ευπαθή της θέση με σκοπό τη σεξουαλική της εκμετάλλευση.
Για την απόδειξη της υπόθεσης της η κατηγορούσα αρχή κάλεσε 13 μάρτυρες ενώ κατατέθηκαν και 55 συνολικά τεκμήρια, με τα τεκμήρια 37,38,39,40,41,42,52 και 55 να κατατίθενται για την αλήθεια του περιεχομένου τους. Δηλώθηκε επίσης ως παραδεκτό γεγονός ότι το βίντεο που κατέγραψε το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του φούρνου του οποίου ιδιοκτήτης είναι ο ΗΗ είναι το τεκμήριο 17. Ο κατηγορούμενος προέβηκε σε ανώμοτη δήλωση χωρίς να καλέσει οποιονδήποτε μάρτυρα.
Οι αναφορές όλων των μαρτύρων ως επίσης και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν αξιολογήθηκαν πλήρως έστω και αν αυτά δεν αναφέρονται ρητά στην απόφαση χωρίς να είναι αναγκαία η καταγραφή του περιεχομένου τους κάτι το οποίο θα είναι εκεί όπου κριθεί αναγκαίο (Βλέπε κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v. Παπαδοπούλου κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 88 και Al Watani κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (2001) 1Γ ΑΑΔ 1924).
Τυχόν αποσπάσματα που αναφέρονται στην απόφαση μεταφέρθηκαν αυτούσια από τα πρακτικά, τα τεκμήρια και τις γραπτές αγορεύσεις.
Συνοψίζουμε τη μαρτυρία των μαρτύρων.
Ο ΠΟ ΜΚ1, πατέρας της παραπονούμενης αναφέρθηκε στις οικογενειακές του περιστάσεις, στις σχέσεις του με τον κατηγορούμενο και το τι γνώριζε για την υπό κρίση περίπτωση ως περιλαμβάνεται και στην κατάθεση του τεκμήριο 1.
Ο ΖΖ ΜΚ2, στην κατάθεση του τεκμήριο 2 περιγράφει τη δική του εμπλοκή στην υπόθεση και τις συναντήσεις που είχε με τον κατηγορούμενο και το τι διαμείφθηκε μεταξύ τους.
Η αστυφύλακας 3408 Μαρία Μιχαήλ ΜΚ3, που υπηρετεί στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων του Αρχηγείου Αστυνομίας ανέφερε την εμπλοκή και ενέργειες της όσον αφορά τη διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης τις οποίες και καταγράφει στην κατάθεση της τεκμήριο 3.
Η ΠΠ ΜΚ4, παραπονούμενη στην υπόθεση, κατέθεσε σε σχέση με το παράπονο της και που αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση περίπτωσης θέτοντας την εκδοχή της ως προς το πως διαδραματίστηκαν τα γεγονότα.
Ο υπαστυνόμος Παναγιώτης Στυλιανού ΜΚ5, αναφέρθηκε στις ενέργειες του στα πλαίσια διερεύνησης πληροφορίας που λήφθηκε στο ΤΑΕ Αμμοχώστου ότι η παραπονούμενη είχε βιασθεί από συγγενικό της πρόσωπο.
Ο λοχίας 2390 Κωνσταντίνος Κλεάνθους ΜΚ6, υπηρετεί στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας. Αναφέρθηκε στις δικές του ενέργειες, λαμβάνοντας συνέντευξη από την παραπονούμενη ως πιθανό θύμα εμπορίας προσώπων, με σκοπό τη σεξουαλική της εκμετάλλευση.
Ο υπαστυνόμος Γιαννάκης Λουκά ΜΚ7, που υπηρετεί στο Σταθμό Δεκέλειας στις Βρετανικές Βάσεις, ανέφερε τις ενέργειες του μετά που έλαβε πληροφορία από τον ιερέα πάτερ Ψ από την [ ], ότι συγκεκριμένη κοπέλα, κατά την εξομολόγηση της, του είχε αναφέρει ότι ο θείος της την είχε βιάσει τρεις φορές.
Η Ζωή Κινικλή ΜΚ8, κλήθηκε ως εμπειρογνώμονας μάρτυρας και κατέθεσε την έκθεση ψυχολογικής αξιολόγησης της παραπονούμενης την οποία και επεξήγησε.
Η ΥΥ ΜΚ9, υπάλληλος στο φούρνο [ ] στην [ ], κατέθεσε σε σχέση με το τι υπέπεσε στην αντίληψη της και το τι της ανέφερε η παραπονούμενη, ως καταγράφονται στην κατάθεση της τεκμήριο 49, σε σχέση με την υπόθεση.
Ο ΗΗ ΜΚ10, ιδιοκτήτης του φούρνου με την ονομασία [ ] στην [ ] αναφέρθηκε στο τι γνώριζε και τι αντιλήφθηκε κατά το χρόνο που εργοδότησε την παραπονούμενη στην επιχείρηση του.
Η ΑΟ ΜΚ11, αδελφή της παραπονούμενης, κατέθεσε το τι αντιλήφθηκε και τι παρατήρησε από τη συμπεριφορά της αδελφής της κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Η ΘΟ ΜΚ12, και θεία της παραπονούμενης, αναφέρθηκε στο τι γνώριζε για την υπόθεση και το τι παρατήρησε από τη συμπεριφορά της παραπονούμενης.
Η ΧΧ ΜΚ13, και θεία της παραπονούμενης, κατέθεσε για το τι της ανέφερε η τελευταία για σεξουαλική παρενόχληση της από τον κατηγορούμενο, που είναι το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης.
Είχαμε την ευκαιρία μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης κάτι που θέτει το Δικαστήριο σε πλεονεκτική θέση στο να βλέπει, να ακούει και να αξιολογεί τους μάρτυρες (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Μελή ν. Κωνσταντίνου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 2/13, ημερομηνίας 13/3/19), ECLI:CY:AD:2019:A83, να παρακολουθήσουμε και να ακούσουμε με προσοχή και υπομονή τους μάρτυρες που κατέθεσαν. Θέσαμε ως δείκτη ανάμεσα σε άλλα το στάδιο από το οποίο ανέκυψε η μαρτυρία, την πηγή και το κύρος της γνώσης των μαρτύρων, το όποιο προσωπικό συμφέρον ή προκατάληψη τους, τις ευκαιρίες που είχαν για να αντιληφθούν τα διαδραματιζόμενα, τη μνήμη τους και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή για να πιστεύουν σε αυτά στα οποία κατέθεσαν, τη σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων τους και τις όποιες υπερβολές, ανακολουθίες ή αντιφάσεις τους σε αντιπαραβολή με τις μικροαντιφάσεις, τη φιλαλήθεια τους και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων. Ήμασταν προσεκτικοί να μην προσδώσουμε υπέρμετρο βάρος στα εξωτερικά γνωρίσματα της μαρτυριακής τους συμπεριφοράς αφού κάτι τέτοιο εμπεριέχει επικινδυνότητα δεδομένου ότι δεν είναι σπάνιο κάποιοι μάρτυρες να είναι ιδιαίτερα ικανοί στο να παρουσιάζουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα από εκείνη που πραγματικά τους χαρακτηρίζει αλλά και διότι κάποιες συμπεριφορές στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί να εδράζονται σε μεγάλο αριθμό αιτών και όχι κατ΄ ανάγκη από διάθεση να πουν ψέματα ή να παραπλανήσουν.
Αποτιμώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας δεν περιοριστήκαμε στην ατομική εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αλλά τη συσχετίσαμε και την αντιπαραβάλαμε με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας. Τη μαρτυρία των αστυνομικών την προσεγγίσαμε με ιδιαίτερη προσοχή έτσι ώστε να διακριβώσουμε αν τα όσα ανέφεραν εξέφραζαν πιστά και ορθά την πραγματικότητα (βλέπε, Volettos v. The Republic (1960) CLR 169).
Έχει σημασία, ως ζήτημα αρχής, να υπογραμμιστεί πως το γεγονός ότι κάποιοι μάρτυρες γίνονται δεκτοί ως αξιόπιστοι, δεν εξυπακούει αδηρίτως πως τα όσα είπαν υπέχουν και ανάλογης αποδεικτικής βαρύτητας, μια και η γενικότερη αξιοπιστία των μαρτύρων δεν εναρμονίζεται πάντοτε με την αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας τους (βλ. κατ’ αναλογίαν, Κίμωνος ως Εκκαθαριστή της Blue Seal Shoes Ltd v. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ, Πολ.Έφεση 66/13, ημ. 4/11/19, Ευσταθίου ν. Μιχαήλ και Άλλης, Πολ.Έφεση 269/12, ημ. 23/7/19, ECLI:CY:AD:2019:A341, Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου κ.ά (2012) 1Β ΑΑΔ 1311, 1319-1322).
Ο ΠΟ ΜΚ1, πατέρας της παραπονούμενης, υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του τεκμήριο 1, όπου αναφέρει αρχικά την οικογενειακή του κατάσταση αλλά και τη σχέση που είχε με τον κατηγορούμενο με τον οποίο ήταν σύγαμπροι και με τον οποίο διέμεναν αρχικά και στο ίδιο σπίτι, που ήταν η οικία των πεθερικών τους. Αναφέρει στη συνέχεια τα προβλήματα που προέκυψαν μετά το θάνατο της γυναίκας του και το πως συμπεριφερόταν ο κατηγορούμενος προς την οικογένεια του και ειδικότερα προς τα παιδιά του. Περιγράφει περαιτέρω για τις σπουδές των δύο θυγατέρων του στην Πάφο και το τι του λέχθηκε το 2019 σε σχέση με συνομιλίες που είχε η παραπονούμενη με τον κατηγορούμενο. Ζήτησε και έλαβε καταστάσεις λογαριασμού για το κινητό της παραπονούμενης και διαπίστωσε ότι πάρα πολλές κλήσεις και μηνύματα ήταν από τον κατηγορούμενο. Μίλησε με την κόρη του η οποία του είπε ότι της τηλεφωνεί κάθε μέρα και του ζήτησε να μη δημιουργήσει φασαρία. Αναφέρει τέλος και διάφορα γεγονότα τα οποία του λέχθηκαν από τον τότε φίλο της κόρης του και νυν σύζυγο της Ιωνά και τις ενέργειες που προέβηκε. Αυτό που διακρίναμε, κατά την δια ζώσης μαρτυρία του ΜΚ1, αλλά προκύπτει και από την κατάθεση του που έδωσε στην αστυνομία, είναι τα αρνητικά αισθήματα και η κακή σχέση που είχε με τον κατηγορούμενο. Καταφαίνεται με χαρακτηρισμούς εναντίον του και αναφέρθηκε σε περιστατικά που του αναφέρθηκαν από άλλα πρόσωπα για το ποιόν του ως άνθρωπος, παρουσιάζοντας τον ουσιαστικά ως τεμπέλη, παιδεραστή, αναξιόχρεο και καταστροφέα της οικογένειας του. Επί της ουσίας όμως ο εν λόγω μάρτυρας δεν είχε ιδία γνώση και τα όσα ανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου είναι στοιχεία που άκουσε από τρίτα πρόσωπα, με αρκετά από αυτά να μην αφορούν την υπό κρίση υπόθεση αλλά μέρος της προσπάθειας του να παρουσιάσει τον κατηγορούμενο ως έκφυλο και ανήθικο. Αυτό όμως δεν βοηθά καθ’ οιονδήποτε τρόπο την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής. Ο ΜΚ1 δεν είχε κάποια γνώση ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση και αποτελούν το αντικείμενο των υπό κρίση κατηγοριών. Προσήλθε στο Δικαστήριο ξεκάθαρα προδιατεθειμένος και προσανατολισμένος να καταφερθεί εναντίον του κατηγορούμενου χωρίς ο ίδιος να έχει προσωπική γνώση ως προς τα γεγονότα αλλά στη βάση δικών του αντιλήψεων όσον αφορά τον χαρακτήρα του τελευταίου αλλά και όσων άκουσε από άλλα πρόσωπα.
Δεν αποδεχόμαστε την μαρτυρία του ΜΚ1.
Ο ΖΖ ΜΚ2, γνώρισε την παραπονούμενη όταν η τελευταία σύναψε σχέση με τον αδελφότεκνο του Κ. Στην κατάθεση του τεκμήριο 2, της οποίας το περιεχόμενο υιοθέτησε, περιγράφει την δική του εμπλοκή και γνώση για την υπόθεση. Θα πρέπει βέβαια να πούμε ότι η γνώση του εν λόγω μάρτυρα ως προς τα ουσιώδη γεγονότα προήλθε από αναφορές του πιο πάνω συγγενικού του προσώπου και της παραπονούμενης προς αυτόν, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα να συναντηθεί με τον κατηγορούμενο και να συζητήσει το όλο θέμα. Ο ΜΚ2 κρίνεται ως ειλικρινής μάρτυρας που παρέθεσε με καθαρότητα και χωρίς προσπάθεια παραποίησης το τί γνώριζε για την υπόθεση χωρίς να διακρίνουμε σκοπό να υποβοηθήσει την μία ή την άλλη πλευρά. Η μαρτυρία βέβαια του ΜΚ2 κρίνεται ως προς την αξιοπιστία της και όχι ως προς τη βαρύτητα και την αποδεικτική της αξία, δεδομένου ότι ως προς την ουσία της υπόθεσης δεν είχε προσωπική γνώση. Είπε ότι η παραπονούμενη του ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος τη μετέφερε σε μια περιοχή κοντά στο εστιατόριο [ ] και τη βίασε στο αυτοκίνητο του. Μετά άρχισε να την απειλεί και κάποτε την έδερνε για να κάνει αυτό που ήθελε. Του είπε επίσης ότι την έδειρε πολλές φορές. Ο ίδιος την είδε μία φορά ότι είχε μώλωπα στο χέρι. Τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο και χωρίς αρχικά να πιστεύει ότι μπορούσε να συμβαίνει κάτι μεταξύ των δύο, συναντήθηκε μαζί του και χωρίς να του πει αυτά που γνώριζε, συζήτησαν για την σχέση που είχε η παραπονούμενη με τον Κ. Ο κατηγορούμενος του είπε ότι δεν ήθελε να διαλύσει την εν λόγω σχέση, αρνήθηκε ότι συνέβαινε οτιδήποτε μεταξύ του και της παραπονούμενης και υποσχέθηκε ότι δεν θα ξαναενοχλούσε ούτε και θα έπαιρνε ξανά τηλέφωνο την τελευταία. Μια εβδομάδα μετά η παραπονούμενη του είπε ότι συνέχιζε να της τηλεφωνεί. Συναντήθηκαν ξανά και ο κατηγορούμενος του είπε ότι είχε μια ιδιαίτερη σχέση με την παραπονούμενη αλλά όχι αυτή που ο μάρτυρας νόμιζε και υποσχέθηκε ότι δεν θα την ξαναενοχλήσει. Συνέχισε όμως και συναντήθηκαν για τρίτη φορά στην παρουσία και του Κ οπόταν και υποσχέθηκε και πάλι ότι θα σταματήσει να την ενοχλεί. Συνέχισε να την παρενοχλεί μέχρι που η παραπονούμενη απολύθηκε από την εργασία της. Ανέφερε ο μάρτυρας ότι στην αρχή δεν ήξερε αν ο κατηγορούμενος με την παραπονούμενη είχαν σχέση αλλά μετά που μίλησε με τη Π κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχαν ερωτική σχέση. Αναφερόμενος στο τι του είπε η παραπονούμενη, ο ΜΚ2 ρωτήθηκε, αντεξεταζόμενος και για τον επικαλούμενο από τον κατηγορούμενο βιασμό της σε ηλικία 10 ετών ότι δηλαδή την πήρε περίπατο και την έβγαλε σε ένα χωματόδρομο κοντά στο [ ] και τη βίασε μέσα στο αυτοκίνητο.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ2.
Η αστυφύλακας 3408 Μαρία Μιχαήλ ΜΚ3, ήταν το πρόσωπο, ως αναφέρει στην κατάθεση της τεκμήριο 3, που στις 24/8/2021 έλαβε κατάθεση από την παραπονούμενη ΠΠ , τεκμήριο 20 και στις 26/8/2021, με τη βοήθεια άλλων μελών της αστυνομίας, ερεύνησε την οικία του κατηγορούμενου. Στις 28/8/2021 έλαβε συμπληρωματική κατάθεση από την παραπονούμενη, τεκμήριο 21 και στις 30/8/2021 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο την οποία κατέθεσε ως τεκμήριο 4. Από το εδώλιο, η μάρτυρας ανέφερε τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε και κατέθεσε σειρά εγγράφων και τεκμηρίων που εξασφαλίστηκαν στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης. Η ΜΚ3 κρίνεται ως μάρτυρας της αλήθειας. Δεν προέκυψε οτιδήποτε κατά το στάδιο της αντεξέτασης της που θα κλόνιζε την αξιοπιστία της. Σε κάθε περίπτωση η μάρτυρας, αν και ανακριτής της υπόθεσης, έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία και δεδομένα που περισυνέλλεξε κατά την εξέταση της καταγγελίας χωρίς βέβαια να καταλήγει σε συμπεράσματα. Ακόμα και για το ότι το τμήμα καταπολέμησης εμπορίας προσώπων, στο οποίο υπηρετεί, αναγνώρισε την παραπονούμενη ως θύμα, η μάρτυρας είπε ότι η αναγνώριση αυτή δεν είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο. Εξήγησε τέλος το περιεχόμενο των τεκμηρίων και ειδικότερα αυτό που προήλθε από ηλεκτρονικές συσκευές, τεκμήρια 17 και 18.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της ΜΚ3.
Η παραπονούμενη ΠΠ ΜΚ4, καταθέτοντας ενόρκως αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο των καταθέσεων της τεκμήρια 20 και 21, στις οποίες περιγράφει τη σχέση της με τον κατηγορούμενο και κάτω από ποιες συνθήκες ξεκίνησαν, εξελίχθηκαν και κατέληξαν τα γεγονότα. Κατά την κυρίως εξέταση της, πέραν των καταθέσεων της, προέβηκε και σε διευκρινίσεις ως προς το πως διαδραματίστηκαν τα, κατά τη θέση της, γεγονότα. Η εκδοχή που προβάλλεται από την παραπονούμενη είναι ότι όλα ξεκίνησαν μετά το τραγικό γεγονός της ξαφνικής απώλειας της μητέρας της, από ανεύρυσμα τον Μάιο του 2015. Η ίδια, ως το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, έπρεπε να σταθεί και να βοηθήσει τα μικρότερα αδέλφια της. Λόγω και της όχι τόσο καλής σχέσης που είχε με τον πατέρα της, βρήκε στο πρόσωπο του κατηγορούμενου, που ήταν ο σύζυγος της αδελφής της μητέρας της, μία πατρική φιγούρα στην οποία στηρίχθηκε. Ο κατηγορούμενος επισκεπτόταν την οικογένεια της τα απογεύματα και την μετέφερε μαζί με τα αδέλφια της στο κοιμητήριο. Τον Σεπτέμβριο του 2015 πήγε μαζί με την αδελφή της για σπουδές στην Πάφο με τον κατηγορούμενο να της τηλεφωνεί για να δει τι κάνουν αλλά και να τις επισκέπτεται αφού, ως πλασιέ σε εταιρεία με ζωοτροφές, έβρισκε αφορμή την προμήθεια ζωοτροφών για το σκυλάκι που από την πλευρά του πατέρα της θεία της είχε στην Πάφο. Τον Φεβρουάριο του 2016 της είπε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της με την παραπονούμενη να του λέει ότι αυτό είναι «αρρωστημένο». Τότε ο κατηγορούμενος της είπε ότι για να την βοηθά θα έπρεπε να του τηλεφωνεί και να τον αποκαλεί «αγάπη μου» και «μωρό μου». Ταυτόχρονα θα βοηθούσε και τον ίδιο να σταματήσει να νιώθει αυτά που ένιωθε. Η ίδια επειδή ένιωθε υποχρεωμένη λόγω του ότι τους «στάθηκε» στηρίζοντας τους και ψυχολογικά, όταν της τηλεφωνούσε του απαντούσε. Αν και ένιωθε κολακευμένη, εν τούτοις ουδέποτε τον είδε ερωτικά αλλά ούτε και υπήρχε περίπτωση να τον δει ερωτικά. Ο κατηγορούμενος όμως ένιωθε ότι είχαν σχέση. Την καταπίεζε αφού έπρεπε να του στέλνει μηνύματα, δεν δεχόταν να βγαίνει έξω με φίλες της και της ζητούσε να έχει ανοικτό το κινητό της για να ακούει τί έλεγε. Όταν συναντιόντουσαν με την πρώτη ευκαιρία την φιλούσε στο στόμα, την χάιδευε παντού και έβαζε τα χέρια του κάτω από τα ρούχα της αγγίζοντας τα στήθη και τα γεννητικά της όργανα με την ίδια να νιώθει αηδία. Μια μέρα όταν πήγε στο σπίτι τους την έβαλε να ξαπλώσει στον καναπέ, έπεσε πάνω της και άρχισε να τρίβεται πάνω της ανεβοκατεβαίνοντας. Την ίδια περίοδο με το εν λόγω συμβάν, χωρίς όμως να θυμάται χρονολογία, την έβαζε να αγγίζει το πέος του και την έπαιρνε στο [ ] και την έβαζε να του κάνει στοματικό έρωτα ενώ βρίσκονταν στο αυτοκίνητο. Γύρω στο 2018 την πήρε στο σπίτι της και αφού την έβαλε στον καναπέ έβαλε το πέος του στα γεννητικά της όργανα με τον κατηγορούμενο να τελειώνει στην κοιλιά της. Αυτό έγινε αρκετές φορές και τη βίαζε στο αυτοκίνητο, τις περισσότερες φορές στην περιοχή του [ ]. Αναφέρει περαιτέρω η μάρτυρας ότι την έδερνε για πολλούς λόγους, κτυπώντας την με τα χέρια του παντού όπως πρόσωπο πλάτη και χέρια, γιατί δεν πήγε να τον δει, γιατί δεν άφηνε το τηλέφωνο της ανοιχτό. Όποτε του έλεγε να σταματήσουν αυτός δε το επέτρεπε και της είπε ότι είχε βίντεο από ερωτική τους συνάντηση και φωτογραφίες της γυμνές, αποστέλλοντας της μάλιστα και φωτογραφία με την ίδια γυμνή. Το 2019 δημιούργησε σχέση με Λεμεσιανό και ο κατηγορούμενος την απειλούσε συνέχεια με δημοσίευση του βίντεο, εξαναγκάζοντας την να κάνει σεξ μαζί του περίπου τέσσερεις φορές. Αναφέρει η μάρτυρας τα προβλήματα που της δημιούργησε σε εργασίες που εργοδοτήθηκε με τελευταία αυτή στον φούρνο [ ] στην [ ] οπόταν και λόγω της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου, απολύθηκε αλλά και για χρήματα που του έδιδε για να ανταποκριθεί σε διάφορες υποχρεώσεις του. Είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την παραπονούμενη στο εδώλιο του μάρτυρα έχοντας υπόψη μας τη σημασία που η μαρτυρία της έχει για την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής. Η εντύπωση που αποκομίσαμε ήταν αρνητική. Η γενικότερη διαπίστωση μας, πριν μπούμε στα επιμέρους, είναι πως η μαρτυρία της ήταν γενικόλογη, αντιφατική και ασυνεπής. Πέραν τούτου, η εκδοχή της εκτός του ότι δεν μπορεί να σταθεί στη λογική, καταρρίπτεται και από την πραγματική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας. Ήταν η θέση της ΜΚ4 ότι τον Φεβρουάριο του 2016 ο κατηγορούμενος της είπε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της και της ζήτησε να τον αποκαλεί «αγάπη μου» και «μωρό μου» για να τον βοηθήσει να το ξεπεράσει. Τα τεκμήρια όμως 29 και 30, που τέθηκαν ενώπιον μας, αποδεικνύουν ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό. Το τεκμήριο 29, που αποτελεί περιεχόμενο τηλεφωνικών μηνυμάτων που, ως η μάρτυρας αποδέχθηκε αντάλλασσε με τον κατηγορούμενο, αρχίζει από τις 28 Νοεμβρίου του 2015, χρονικό σημείο δηλαδή προ του ισχυριζόμενου Φεβρουαρίου του 2016. Το δε τεκμήριο 30, που αποτελεί χειρόγραφη μεταφορά τηλεφωνικών μηνυμάτων που και πάλι αντάλλαζαν, αρχίζει από τις 5/11/2015. Το λεκτικό των μηνυμάτων όπως λατρεία μου, αγάπη μου και άγγελε μου αλλά και άλλα, χωρίς να είναι αναγκαίο να τα παραθέσουμε, δεν μπορούν παρά να εκληφθούν ως ερωτικού περιεχομένου. Όταν υποδείχθηκε στη μάρτυρα η χρονική περίοδος ανταλλαγής των μηνυμάτων απάντησε από τη μια ότι δεν ήταν ερωτικού περιεχομένου και από την άλλη ότι της είχε ζητήσει ο κατηγορούμενος να τα λέει. Από τη στιγμή όμως, που η κατά τη θέση της ερωτική εξομολόγηση έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του 2016, δεν δικαιολογεί το 2015 ούτε και μπορεί να γίνει δεκτή η θέση της ότι της ζήτησε να τον αποκαλεί με τον τρόπο που ως άνω τέθηκε. Ούτε και μπορεί να ευσταθεί ότι το «άγγελε μου» και το «αγάπη μου» δεν εμπεριέχει κάτι το πονηρό και ότι είναι φράσεις που τις λένε γενικά, όταν μάλιστα απευθύνονται στον θείο της, όπως η ίδια αντεξεταζόμενη θέλησε να το παρουσιάσει, ήτοι:
«Ε. Το άγγελε μου, αγάπη μου, μωρό μου στο θείο σου;
Α. Το άγγελε μου εμείς το λέμε γενικά, δεν το λέμε με ερωτικό περιεχόμενο.
Ε. Το μωρό μου στο θείο σου;
Α. Ξανά τζιαι το μωρό μου.».
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι η ανταλλαγή τουλάχιστον ερωτικού περιεχομένου μηνυμάτων δεν ξεκίνησε κατά το χρονικό σημείο που η ΜΚ4 παρουσίασε αλλά από πολύ προηγουμένως, γεγονός που αποδομεί και τη θέση της ότι η από μέρους της αποστολή τους γινόταν κατόπιν επιθυμίας του κατηγορούμενου. Αποδομεί επίσης και τη θέση της ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον δει ερωτικά αφού ήταν φοιτήτρια και υπήρχαν πολλοί φοιτητές με τους οποίους θα μπορούσε να έχει σχέση. Από τη στιγμή που από τον Σεπτέμβριο του 2015 βρισκόταν στην Πάφο για σπουδές και μακριά από τον κατηγορούμενο, τότε είχε την κάθε ευκαιρία για μη αποστολή των εν λόγω μηνυμάτων και όχι το αντίθετο τη στιγμή μάλιστα που η ερωτική εξομολόγηση, κατά τη θέση της, έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του 2016. Ήταν επίσης η θέση της ΜΚ4, ως δηλώνεται στην κατάθεση της τεκμήριο 20, ότι γύρω στο 2018 την πήρε ο κατηγορούμενος στο σπίτι της την έβαλε στον καναπέ και έβαλε το πέος του στα γεννητικά της όργανα. Ήταν η πρώτη φορά που ήρθε σε σεξουαλική επαφή και ένιωσε αηδία και πόνο. Κατά την κυρίως εξέταση της πρόσθεσε ότι τον έσπρωξε με τα χέρια της να φύγει από πάνω της και του είπε να σταματήσει, κάτι που επανέλαβε και κατά την αντεξέταση της. Αυτά βέβαια δεν τα κατέγραψε στην κατάθεση της τεκμήριο 20. Θεωρούμε ότι είναι στοιχεία, έχοντας υπόψη τη φύση των αδικημάτων, που όχι μόνο θα έπρεπε να λεχθούν από την παραπονούμενη αλλά να τεθούν με κάθε δυνατή λεπτομέρεια και να τονιστούν. Δεν είναι δυνατόν να ισχυρίζεται βιασμό της και παρά ταύτα να μην γίνεται αναφορά για προσπάθεια της αποφυγής του. Δεν είναι μόνο όμως αυτό το στοιχείο που θέτει εν αμφιβόλω την εκδοχή της. Τέθηκε ενώπιον μας το ημερολόγιο ενεργείας τεκμήριο 24, όπου υπάρχουν δύο σημαντικά διαφοροποιούντα στοιχεία ως προς τις αναφορές της ΜΚ4. Το πρώτο είναι το έτος που η ίδια ανέφερε στον ΜΚ6 ότι είχε σεξουαλική επαφή με τον κατηγορούμενο. Γίνεται αναφορά για το 2016 ενώ η ίδια στην κατάθεση της και ενώπιον του Δικαστηρίου είπε ότι είχε σεξουαλική επαφή με τον κατηγορούμενο για πρώτη φορά το 2018. Περαιτέρω στο τεκμήριο 24 και πάλι, αναφέρεται ότι η σεξουαλική επαφή το 2016, που ήταν η πρώτη φορά, ήταν με την θέληση της. Ο ΜΚ5 στην δική του κατάθεση τεκμήριο 34 αναφέρει, στη βάση των λεχθέντων της ΜΚ4, ότι η πρώτη φορά που η ΜΚ4 είχε σεξουαλική επαφή με τον κατηγορούμενο ήταν με τη θέληση της. Σε κάθε περίπτωση είτε το 2016 ήταν η πρώτη φορά είτε το 2018, προκύπτει ότι ήταν με την συναίνεση της κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που προώθησε καταθέτοντας ενόρκως. Ενδεικτικές είναι και οι αναφορές της κατά την κυρίως εξέταση της όταν ανέφερε ότι αρκετές φορές την βίαζε στο αυτοκίνητο του
«Α. Γιατί ποτέ δεν υπήρξε συναίνεση.
Ε. Γιατί το λες αυτό κυρία μάρτυς;
Α. Γιατί εγώ δεν ήθελα.
Ε. Του το είπες, κυρία μάρτυς, ότι δεν θέλω να προχωρήσουμε σε αυτή την πράξη;
Α. Αρκετές φορές.
Ε. Και τι γινόταν;
Α. Η ίδια ιστορία.
Ε. Δηλαδή;
Α. Να επαναλαμβάνεται.».
Οι πιο πάνω αναφορές της μάρτυρος δημιουργούν ένα εύλογο ερώτημα δεδομένου ότι οι ισχυριζόμενοι βιασμοί στο αυτοκίνητο γίνονταν στην περιοχή [ ] στη [ ] και σύμφωνα με τις αναφορές της ίδιας της παραπονούμενης, της τηλεφωνούσε και μετέβαινε με το αυτοκίνητο της στο σημείο συνάντησης. Το ερώτημα που αναδύεται έχει σαν βάση του το λόγο για τον οποίο συναινούσε στο να μεταβεί στο συγκεκριμένο σημείο όπου θα λάμβανε χώρα βιασμός της και μάλιστα όχι μόνο μία φορά. Η συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί να σταθεί στη λογική πόσο μάλλον να συνάδει με την εκδοχή της παραπονούμενης ΜΚ4. Θα πρέπει εδώ να υπενθυμίσουμε ότι οι κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα του βιασμού αναφέρουν στις λεπτομέρειες ότι η συνουσία έγινε με την συναίνεση της. Βέβαια, σύμφωνα και πάλι με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, η συναίνεση δόθηκε υπό το κράτος φόβου, σωματικής βλάβης και απειλών. Το περιεχόμενο όμως της μαρτυρίας της ΜΚ4 αναδεικνύει δύο ξεχωριστές εκδοχές, διαφορετικές από αυτές που περιγράφονται στο κατηγορητήριο. Ενώ δηλαδή από τη μια, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, υπήρχε συναίνεση για συνουσία η οποία όμως συναίνεση δόθηκε υπό το κράτος φόβου και απειλών, ενώπιον του Δικαστηρίου προωθήθηκε από την παραπονούμενη, με τη μαρτυρία της, η εκδοχή ότι ουδέποτε υπήρξε συναίνεση, είτε για την πρώτη φορά είτε για τις επόμενες, ανεξαρτήτως της ύπαρξης φόβου, σωματικής βλάβης και απειλών. Ακόμα όμως και αν γίνει δεκτό ότι υπήρξε συναίνεση δεν έχουμε πεισθεί από τη μαρτυρία της ΜΚ4 ότι αυτή συναίνεσε νιώθοντας φόβο διότι απειλήθηκε ή κινδύνευε η σωματική της ακεραιότητα. Το λιγότερο που μπορεί να λεχθεί είναι ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης επί αυτού του σημείου είναι γενικόλογη και αόριστη. Ήταν η θέση της ότι ο κατηγορούμενος την έδερνε, γεγονός που της δημιουργούσε φόβο και συναινούσε σε σεξουαλική επαφή μαζί του. Ούτε στις καταθέσεις της όμως, τεκμήρια 20 και 21, αλλά ούτε και κατά την ένορκη μαρτυρία της έθεσε στοιχεία που να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς της. Ανέφερε μάλιστα ότι την κτυπούσε με τρόπο έτσι ώστε να μην αφήνει σημάδια. Ούτε και αυτό εξηγήθηκε με ποιο δηλαδή τρόπο την κτυπούσε για να μην της αφήνει μώλωπες. Ενδεικτικό της γενικότητας των θέσεων της μάρτυρος επί του εν λόγω ζητήματος προκύπτει από το κάτωθι απόσπασμα κατά την αντεξέταση της,
«Ε. Ίσως εγώ δεν γίνομαι αντιληπτή, να το θέσω διαφορετικά. Ο λόγος που εσύ πίστευες λέεις, ήξερες ότι ο λόγος που εσύ πίστευες ότι θα σε έδερνε είναι επειδή το έκαμε στη γυναίκα του.
Α. Το έκαμε στο παρελθόν να με κτυπήσει γι’ αυτό.
Ε. Επειδή ακριβώς εδώ απαντάς ότι το έκαμε και στο παρελθόν, στην προηγούμενη δικάσιμο, σε ερώτηση του συναδέλφου είπες ότι πριν το περιστατικό που έγινε με τον καναπέ, με το τρίψιμο, αγγίγματα, δεν σε έδειρε σε οποιανδήποτε φάση, άρα πώς, κυρία μου, εδώ έρχεσαι και λέεις ότι χώρισες από τον Κύπρο, δηλαδή το 2016-2017 πως λέεις ότι ήξερα ότι θα με έδερνε επειδή με ξανάδερε;
Α. Είχε βίαιη συμπεριφορά ούτως ή αλλιώς απέναντί μου.
Ε. Άρα ποια είναι η θέση σου; Πότε τελικά σε έδερε; Και τότε το 2016-2017 ή το χρονικό διάστημα με το άγγιγμα, με το τρίψιμο στον καναπέ; Διότι μιλούμε για ένα χρόνο διαφορά.
Α. Και πιο πριν.
Ε. Πότε;
Α. Συγκεκριμένα;
Ε. Περίπου, βεβαίως, περίπου
Α. Όταν έφερνα ένσταση στα μηνύματα τα οποία ήθελε να του γράφω.».
Ο εκφρασθέντας φόβος της παραπονούμενης για άσκηση βίας εναντίον της έχει και μια άλλη ερμηνευτική διάσταση που και πάλι έχει να κάνει με την πατρική φιγούρα που κατά τη θέση της δημιουργήθηκε και που τέθηκε από την υπεράσπιση:
«Ε. Ενώ παράλληλα λέεις ότι μέχρι εκείνη την στιγμή του 2016-2017 ήταν η πατρική φιγούρα για εσένα, η βοήθεια σου, η στήριξη σου, δείχνεις στην κατάθεση σου ένα πρόσωπο το οποίο σε βοηθούσε, σε στήριζε και το ήθελες στη ζωή σου, γι’ αυτό και δέχτηκες να απαντάς έτσι και τώρα μας λες ότι τον ίδιο καιρό, εν τω μεταξύ, έδερνε με επειδή ελαλούσα ότι δεν ήθελα να ανταλλάσσουμε μηνύματα. Τι ευσταθεί, δεν μπορώ να αντιληφθώ.
Α. Και τα δύο ευσταθούν. Η πατρική φιγούρα είναι εντελώς διαφορετικο που τα μηνύματα.
Ε. Πώς τον θέλεις την ζωή σου τούτον τον άνθρωπο που λέεις δέχομαι να λαλώ του θείου μου αγάπη μου, μωρό μου, επειδή δεν θέλω να χάσω τούτην τη στήριξη, βοήθεια που μου παρέχει τζιαί θέλω να την έχω τζιαί καταδέχουμαι να απαντώ αγάπη μου τζιαί μωρό μου, ενώ μας λέεις τώρα ότι την ίδια περίοδο σε έδερνε τζιαί ελάλες του τζιαί έδερνε σε; Πώς ευσταθεί αυτό το πράγμα
Α. Στη δική σας λογική δεν ευσταθεί, στη δική μου ευσταθεί.».
Να προσθέσουμε εδώ ότι πέραν του παράλογου της τοποθέτησης της ΜΚ4, ως προς την συνύπαρξη των δύο αυτών συμπεριφορών, μετέωρη παρέμεινε και η θέση της για ύπαρξη βίντεο ή και φωτογραφίας που απεικονίζει την ίδια γυμνή και μέσω αυτής υπήρχε η απειλή για δημοσιοποίηση της. Πέραν της αόριστης αναφοράς της ΜΚ4, ουδέν στοιχείο τέθηκε ενώπιον μας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποδοχή της θέσης της ως αληθούς. Δεν μας διαφεύγει ότι αποτέλεσε ισχυρισμό της ότι η φωτογραφία, με γυμνή την ίδια, της αποστάληκε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Παρά ταύτα ουδέν κατατέθηκε στο Δικαστήριο, αν και όλα τα τεκμήρια, ως αυτά καταγράφονται στο τεκμήριο 40, έτυχαν εξέτασης από το Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων, που να αποδεικνύει τη θέση της αυτή. Ακόμα ένα σημαντικό στοιχείο όμως που καταρρίπτει την αξιοπιστία της ΜΚ4, είναι το περιεχόμενο του τεκμηρίου 18. Είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε συνομιλίες μεταξύ παραπονούμενης και κατηγορούμενου κατά το στάδιο της αντεξέτασης της πρώτης. Το περιεχόμενο αφορά ξεκάθαρα συνομιλίες σεξουαλικού χαρακτήρα. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο σημείο όπου ο κατηγορούμενος της αναφέρει ότι για να γίνει σεξουαλική επαφή θα πρέπει να το θέλει και η ίδια η παραπονούμενη κάτι το οποίο δέχθηκε και διευθέτησαν την πρώτη φορά που ήρθαν σε συνουσία. Η ΜΚ4 βέβαια όταν της τέθηκε το σχετικό απόσπασμα αν και αποδέχθηκε την συνεννόηση της με τον κατηγορούμενο, εν τούτοις υποστήριξε ότι την συγκεκριμένη στιγμή της συνουσίας δεν ήθελε. Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τα όσα αναφέραμε πιο πάνω ως προς το στοιχείο αυτό και που οι θέσεις της δεν έγιναν δεκτές. Θα πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι από την απάντηση της αναδύεται κάτι και πάλι το εντελώς διαφορετικό από προηγουμένως. Απάντησε συγκεκριμένα «Α. Το να το κανονίσω για να με αφήκει ήσυχη είναι άλλο, το να μεν θέλω να το κάμω και να το κάμει ο ίδιος μόνος του είναι άλλο, είναι δύο διαφορετικά πράγματα.». Απουσιάζει δηλαδή από την εδώ αναφορά της το στοιχείο της απώθησης του κατηγορούμενου αφού ως έθεσε αρχικά τον έσπρωξε για να φύγει από πάνω της. Δεν έχει δικαιολογήσει και την επόμενη αναφορά της που έχει να κάνει με την πρώτη φορά που ήρθε σε σεξουαλική επαφή με τον κατηγορούμενο όπου ανέφερε «Εν πράμα τζιείνο που εκάμαμε στον καναπέ, θκυο τρία φιλιά τζιαί τάκα μέσα»;» Προέβαλε η ΜΚ4 ότι τα είπε κατόπιν επιθυμίας του κατηγορούμενου και ότι αν όντως έτσι ήταν τα πράγματα δεν θα προέβαινε σε καταγγελία στην αστυνομία. Πρόκειται για μία βολική για την ίδια τοποθέτηση στην προσπάθεια της να δικαιολογήσει τα πιο πάνω λεχθέντα της που αν τα γεγονότα ήταν όπως τα παρέθεσε δεν υπήρχε λόγος να τα εκφράσει. Δεν ήταν ένα μεμονωμένο λεκτικό. Ήταν μέρος μιας συνεχούς συνομιλίας μεταξύ των δύο και όχι μήνυμα στο πλαίσιο που, κατά τη θέση της, υποχρεώθηκε να αποστείλει διότι αυτό ήθελε να ακούσει ο κατηγορούμενος. Αναγνώρισε περαιτέρω η ΜΚ4, κατά το στάδιο της αντεξέτασης της, μηνύματα μέσω της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης messenger και που κατατέθηκαν ως τεκμήρια 31 και 32. Σε αυτά περιλαμβάνεται ένα βίντεο όπου φαίνεται ο φίλος της Ιωνάς να την κτενίζει. Δεν θυμόταν να τα έστειλε παρά το γεγονός ότι στη συνέχεια, για το τεκμήριο 32, δέχθηκε ότι είναι η συνομιλία της με τον κατηγορούμενο. Αρνήθηκε επίσης ότι έστειλε τα μηνύματα για να ζηλέψει ο κατηγορούμενος. Είναι απορίας άξιο, ο λόγος για τον οποίο απέστειλε στον κατηγορούμενο βίντεο στο οποίο φαίνεται άλλος άνδρας να την κτενίζει τη στιγμή που η ίδια, ως η θέση της, ουδέποτε τον είδε ερωτικά αλλά και τα μηνύματα που του έστελνε ήταν διότι αυτό ήθελε ο κατηγορούμενος. Το ζήτημα της ζήλειας ανέκυψε και σε μηνύματα που περιέχονται στο τεκμήριο 22 και που ο κατηγορούμενος της απέστειλε με αποτέλεσμα και πάλι ως η ίδια δέχθηκε, να καυγαδίσουν. Ποιος ο λόγος να δημιουργηθούν σκηνές ζηλοτυπίας και να καυγαδίσουν αν η σχέση τους ήταν ως την περιέγραψε η μάρτυρας. Αποτέλεσε επίσης σημείο αντεξέτασης της και ο σύνδεσμος, ως αυτός καταγράφεται στο τεκμήριο 32, που απέστειλε και πάλι στον κατηγορούμενο. Είπε ότι τον έστειλε «για να υπάρχει». Ο σύνδεσμος αυτός περιείχε συγκεκριμένο τραγούδι του τραγουδιστή Κωνσταντίνου Χριστοφόρου. Όταν στη συνέχεια ρωτήθηκε για το λόγο που έστειλε το τραγούδι στον κατηγορούμενο είπε ότι δεν θυμόταν. Αρνήθηκε όμως την υποβολή ότι του το αφιέρωσε. Οι στίχοι του συγκεκριμένου τραγουδιού κατατέθηκαν ως τεκμήριο 33. Ανεξαρτήτως όμως αν του το αφιέρωσε ή όχι, διερωτόμαστε το λόγο που η παραπονούμενη απέστειλε τραγούδι, ερωτικού ομολογουμένως περιεχομένου, στον άνδρα που την έκανε να ξεπεράσει τα όρια της, ήταν παγιδευμένη, την έδερνε και ζούσε, σύμφωνα με τα λεχθέντα της, στην κυριολεξία μια κόλαση, προβάλλοντας ως δικαιολογία ότι το έστειλε «για να υπάρχει». Ένα τελευταίο σημείο που δημιουργεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι η συμφωνία που επήλθε μεταξύ κατηγορούμενου και παραπονούμενης όταν η τελευταία δημιούργησε δεσμό με τον Ιωνά. Η συμφωνία που και πάλι η ΜΚ4 δέχθηκε ότι έγινε ήταν να έχει δεσμό με τον εν λόγω Ιωνά και παράλληλα να έχει σχέση και με τον κατηγορούμενο. Καταρχάς να πούμε ότι αν όντως φοβόταν τον κατηγορούμενο στο βαθμό που ζούσε μια κόλαση, σύμφωνα με τα λεχθέντα της, θεωρούμε ότι δεν θα δημιουργούσε δεσμό με άλλο πρόσωπο εν γνώση μάλιστα του κατηγορούμενου. Υπήρχε ο κίνδυνος ο τελευταίος να προβεί στις αποκαλύψεις που κατ’ ισχυρισμό της την απειλούσε ότι θα προέβαινε. Κατά δεύτερον, θεωρούμε ότι η πραγματικότητα αντικατοπτρίζεται στο περιεχόμενο των μηνυμάτων που αντάλλασσαν μεταξύ τους και είχαν σαν βάση τους ότι η σχέση που διατηρούσαν δεν είχε μέλλον και λόγω ηλικίας αλλά και λόγω του ότι ήταν ο σύζυγος της θείας της.
Καταληκτικά, κρίση μας είναι πως η παραπονούμενη δεν ήταν μάρτυρας της αλήθειας. Δεν έχουμε αμφιβολία ότι η τελευταία, για δικούς της λόγους, επιχείρησε να παρουσιάσει μια εντελώς διαφορετική εικόνα από την πραγματική.
Συνεπώς, απορρίπτουμε τη μαρτυρία της παραπονούμενης ΠΠ ΜΚ4, ως αναξιόπιστη.
Ο υπαστυνόμος Παναγιώτης Στυλιανού ΜΚ5, αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του τεκμήριο 34, όπου αναφέρει την δική του περιορισμένη εμπλοκή στην υπόθεση. Δεν έχουμε αμφιβολία ότι ο ΜΚ5 ήταν μάρτυρας της αλήθειας που κατέθεσε με ειλικρινή τρόπο τις δικές του ενέργειες σε σχέση με την υπόθεση. Την 21/3/2021 και στα πλαίσια διερεύνησης πληροφορίας για βιασμό της παραπονούμενης, η τελευταία ερωτήθηκε περί τούτου στο ΤΑΕ Αμμοχώστου και ανέφερε ότι είχε έρθει σε σεξουαλική επαφή με τον κατηγορούμενο σε τρείς ξεχωριστές περιπτώσεις με την πρώτη να είναι με τη θέληση της και τις υπόλοιπες δύο κατόπιν απειλών, με την τελευταία να είναι δύο εβδομάδες προηγουμένως. Ανέφερε ο μάρτυρας ότι η παραπονούμενη αρνήθηκε να προβεί σε γραπτή κατάθεση. Κατά την εκεί παρουσία της του υπέδειξε στο κινητό της τηλέφωνο μηνύματα που είχαν σταλεί από τον αριθμό [ ] τον οποίο είχε σε αποκλεισμό. Κατάθεσε αντίγραφο φωτογραφίας των μηνυμάτων, τεκμήριο 35. Μετά την άρνηση της παραπονούμενης να προβεί σε γραπτή κατάθεση ετοίμασε ενημερωτικό σημείωμα προς τον υπεύθυνο του ΤΑΕ Αμμοχώστου και το οποίο προωθήθηκε στο Γ.Κ.Ε.Π. Δεν μπορούσε να ξέρει αν ο εν λόγω αριθμός τηλεφώνου ανήκει στον κατηγορούμενο ούτε και αν έγινε οποιαδήποτε διερεύνηση από την αστυνομία αφού δεν είχε εμπλοκή στην υπόθεση.
Η μαρτυρία του ΜΚ5 γίνεται δεκτή.
Ο λοχίας 2390 Κωνσταντίνος Κλεάνθους ΜΚ6, υπηρετεί στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων του Αρχηγείου Αστυνομίας από το 2015. Στην κατάθεση του τεκμήριο 36, αναφέρει ότι στις 5/4/2021 έλαβε συνέντευξη από την παραπονούμενη ως πιθανό θύμα εμπορίας προσώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση της. Το περιεχόμενο της συνέντευξης αυτής καταγράφεται στο ημερολόγιο ενεργείας τεκμήριο 24. Ήταν η θέση του μάρτυρα ότι τα όσα η παραπονούμενη του ανέφερε δικαιολογούσε την αναγνώριση της ως θύμα. Εξήγησε ότι για να αναγνωριστεί ένα θύμα εμπορίας προσώπου συνυπολογίζονται διάφορες καταστάσεις και εστίασαν στην ευαλωτότητα της θέσης της αφού μετά την απώλεια της μητέρας της και τη ψυχολογική της καταρράκωση βρήκε στήριγμα στον θείο της με τη σχέση να εξελίσσεται σε σχέση οικειότητας που προχώρησε σε κτητικότητα εκ μέρους του. Χωρίς να τίθεται θέμα αξιοπιστίας του μάρτυρα κάτι που σε κάθε περίπτωση δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση κατά την αντεξέταση του, εν τούτοις αυτό που θεωρούμε δεν εξηγήθηκε επαρκώς, είναι η κατάληξη του ότι η παραπονούμενη αναγνωρίστηκε ως θύμα εμπορίας προσώπων. Ο ίδιος ο μάρτυρας τόνισε ότι η εμπλοκή του στην υπόθεση ήταν στο ελάχιστο αφού είδε την παραπονούμενη μία φορά στην προκαταρκτική συνέντευξη τον Απρίλιο του 2021 και για δεύτερη φορά που ήταν παρών κατά τη λήψη της κατάθεσης της, τεκμήριο 20, τέσσερεις μήνες αργότερα. Παρά ταύτα από τις συναντήσεις αυτές και στη βάση των όσων του τέθηκαν από την παραπονούμενη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τελευταία ήταν θύμα εμπορίας προσώπων. Του υποδείχθηκε από πλευράς υπεράσπισης ένα συγκεκριμένο στοιχείο το οποίο θα έπρεπε να τον προβληματίσει και το οποίο θέτουμε στο πλαίσιο του συμπεράσματος του μάρτυρα. Συγκεκριμένα ενώ η παραπονούμενη τον Απρίλιο του 2021 του ανέφερε ότι την πρώτη φορά που είχε σεξουαλική επαφή με τον κατηγορούμενο έγινε με τη θέληση της στην κατάθεση της τεκμήριο 20 θέτει κάτι διαφορετικό. Δικαιολόγησε το γεγονός ο μάρτυρας, αναφέροντας ότι η παραπονούμενη έδωσε μία θέση που ίσως να μην ήταν έτοιμη να εμβαθύνει και να πει τα γεγονότα. Ακόμα και σε περίπτωση που η δικαιολογία αυτή ισχύει, εν τούτοις έχει να κάνει με την ουσία της καταγγελίας και που θεωρούμε θα έπρεπε να τύχει περαιτέρω διεργασίας από τον μάρτυρα. Το ίδιο ισχύει, και που υποδείχθηκε και πάλι από την υπεράσπιση, όσον αφορά το έτος που έγινε η πρώτη, κατά την παραπονούμενη, σεξουαλική επαφή με την αναφορά στο τεκμήριο 24 να είναι σε διάσταση με το τι ανέφερε στην κατάθεση της τεκμήριο 20. Ο μάρτυρας δικαιολόγησε τη διάσταση αυτή, στο φυσιολογικό των αντιφάσεων σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, ιδιαίτερα όταν η παραπονούμενη δεν ήταν έτοιμη να προχωρήσει σε καταγγελία. Υποδείχθηκε στον μάρτυρα και το θέμα των επόμενων σεξουαλικών επαφών και οι οποίες ήρθαν μετά από απειλές για δημοσιοποίηση βίντεο και φωτογραφίες κάτι που δεν αναφέρθηκε στην καταγγελία της τον Αύγουστο του 2021, με τον μάρτυρα να παραπέμπει στην κατάθεση της παραπονούμενης. Αυτό που προκύπτει από τη μαρτυρία του ΜΚ6 είναι ότι έκρινε από τα όσα η παραπονούμενη του ανέφερε σε μία και μόνο προφορική συνέντευξη της, ότι είναι θύμα εμπορίας προσώπων, χωρίς να προβεί σε ενδελεχή και ουσιαστική εξέταση των στοιχείων την οποία θα έθετε ενώπιον του Δικαστηρίου, έτσι ώστε να δικαιολογεί το συμπέρασμα του προς τούτο.
Δεν αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ6.
Ο προσωρινός υπαστυνόμος Γιαννάκης Λουκά ΜΚ7, που υπηρετεί στις Βρετανικές Βάσεις Δεκέλειας, ήταν αντικειμενικός μάρτυρας και κατέθεσε αναφορικά με το τι του λέχθηκε από τον ιερέα πάτερ Ψ από την [ ], για βιασμό μιας κοπέλας με το όνομα Π από τον θείο της με το όνομα Θ και αυτοί από την [ ]. Το περιεχόμενο της συνομιλίας τους, μετά από συνάντηση τους στις 19/3/2021, καταγράφεται στην κατάθεση του τεκμήριο 23. Δεν γνώριζε το τι ακριβώς είπε η κοπέλα στον πατέρα Γεώργιο και ο ίδιος κατέγραψε στην κατάθεση του αυτά που του είπε ο τελευταίος. Πρόσθεσε ότι πήρε τα βασικά που θα μπορούσαν να είναι σημαντικά στη μεταφορά του μηνύματος στον αστυνομικό.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του.
Η Ζωή Κινικλή ΜΚ8, κλινική Ψυχολόγος από το 2015 κλήθηκε να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας μάρτυρας ως προς τα συμπεράσματα της μετά από εξέταση της παραπονούμενης.
Είναι νομολογημένο, ο πραγματογνώμονας θα πρέπει να παρουσιάσει αιτιολογημένα, αντικειμενικά και αμερόληπτα τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια έτσι ώστε να δώσουν την δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει την ακρίβεια των επίδικων συμπερασμάτων του για να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη άποψη με την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών στα γεγονότα της υπόθεσης (βλ. Σαρρής v. Καλλέγιας κ.ά. (2011) 1Β ΑΑΔ 958, Πιττάλης κ.ά. v. Ianira Enterprises Ltd κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 814). Είναι επίσης νομολογημένο ότι η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων δεν δεσμεύει αλλά απλώς βοηθά το Δικαστήριο το οποίο δικαιούται να διαφοροποιήσει τη θέση του και να μη δεχθεί τη μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα, νοουμένου ότι υπάρχουν οι συνθήκες εκείνες που να δικαιολογούν τέτοια κατάληξη (βλ.Muskita Aluminium Industries Ltd κ.ά. v. Alsako Aluminium Ltd κ.ά. (2009) 1Β ΑΑΔ 1481).
Η ΜΚ8 κατέθεσε βιογραφικό της σημείωμα τεκμήριο 46, το περιεχόμενο του οποίου δεν αμφισβητήθηκε, όπου καταγράφονται τα ακαδημαϊκά προσόντα της αλλά και η επαγγελματική κατάρτιση της. Δεν θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε ολόκληρο το περιεχόμενο του τεκμηρίου 46 το οποίο δεν αμφισβητήθηκε σε κάθε περίπτωση αλλά ούτε και η μάρτυρας αντεξετάστηκε από πλευράς υπεράσπισης επί των προσόντων της. Είναι απόφοιτη του πανεπιστημίου Λευκωσίας στον κλάδο ψυχολογίας και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στην κλινική ψυχολογία. Καταγράφεται ότι από το 2015-2017 ήταν στον Σύνδεσμο για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση της Βίας στην Οικογένεια, από το 2017-2020 εργαζόταν ως κλινικός ψυχολόγος στο Σπίτι του Παιδιού και από το 2020 μέχρι και σήμερα είναι ψυχολόγος στη διεύθυνση Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας. Συμπλήρωσε ότι από το 2015 εξασκεί την κλινική ψυχολογία και τα τελευταία 8 χρόνια είναι στις αξιολογήσεις ψυχικής κατάστασης. Μία εκ των αρμοδιοτήτων της να είναι η διεκπεραίωση ψυχολογικής αξιολόγησης ενήλικων προσώπων. Με τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, η ΜΚ8 κρίνεται ως εμπειρογνώμονας μάρτυρας για το σκοπό για τον οποίο κλήθηκε και που αφορά την ψυχολογική αξιολόγηση της παραπονούμενης.
Η έκθεση ψυχολογικής αξιολόγησης της παραπονούμενης κατατέθηκε ως τεκμήριο 47, όπου περιγράφει το πλαίσιο της αξιολόγησης, το ιστορικό της παραπονούμενης, την τρέχουσα κατάσταση ψυχικής υγείας και τη διαγνωστική εκτίμηση. Σύμφωνα με την εκτίμηση της ΜΚ8, διαπιστώθηκε συμπτωματολογία διαταραχής μετατραυματικού στρες. Διαπιστώθηκαν σοβαρά συμπτώματα άγχους και ψυχικού τραύματος καθώς και αίσθημα ενοχής, απογοήτευσης, απώλεια ικανοποίησης και αδυναμία να βιώσει θετικά συναισθήματα. Εντοπίστηκε περαιτέρω αστάθεια στις διαπροσωπικές σχέσεις της, στη σύναψη και διατήρηση υγειών σχέσεων με αποτέλεσμα την ευαλωτότητα της για δυσμενή μεταχείριση και δυνητική εκμετάλλευση της. Για τα πιο πάνω συμπεράσματα της η μάρτυρας εξήγησε τη διαδικασία που ακολούθησε, με βάση το τραυματικό γεγονός που της τέθηκε και που αφορούσε σύμφωνα με την αναφορά της αστυνομίας σεξουαλική κακοποίηση της. Αυτό τώρα που προωθήθηκε από την υπεράσπιση και υποβλήθηκε στην μάρτυρα είναι αρχικά ότι κατά την αξιολόγηση της παραπονούμενης και την κατάληξη στα συμπεράσματα της, έλαβε ως δεδομένα αυτά που της λέχθηκαν από την τελευταία και κατά δεύτερον και σε συνάρτηση με το πρώτο ότι η μη αναφορά σημαντικών γεγονότων επηρεάζει την αξιολόγηση και κατ’ επέκταση το συμπέρασμα της. Η μάρτυρας απαντώντας διευκρίνισε ότι ο κλινικός ψυχολόγος προβαίνει σε αξιολόγηση θέτοντας ερωτήσεις στη βάση διαγνωστικών εργαλείων. Δεν τοποθετείται αν έγινε κάτι αφού αυτό θα κριθεί από το Δικαστήριο. Λαμβάνει ως δεδομένο τα γεγονότα τα οποία βλέπει κατά τη συνέντευξη, ανιχνεύει την ψυχική κατάσταση και κατά πόσο εξηγείται και συνάδει η αφήγηση με το συναίσθημα. Πρόσθεσε ότι αν ένα άτομο δεν αναφέρει γεγονότα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης αυτό δεν παίζει ρόλο διότι η ίδια θα εστιάσει στο συναίσθημα. Φέρνοντας σαν παράδειγμα τη θλίψη είπε ότι θα την διαγνώσει μετά από κάτι που έγινε. Ο κλινικός ανέφερε η μάρτυρας δεν πάει σαν δικανικός, να κάνει δηλαδή διερεύνηση των γεγονότων αλλά εστιάζει στην τρέχουσα συμπτωματολογία. Τέθηκε στη μάρτυρα η εκδοχή της υπεράσπισης σε σχέση με δεδομένα τα οποία υπήρχαν και που όμως δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την αξιολόγηση και που, κατά τη θέση της υπεράσπισης, πλήττουν την ακρίβεια των συμπερασμάτων της. Αναφέρθηκε ο θάνατος της μητέρας της παραπονούμενης, οι συγκρούσεις με τον πατέρα της, η σύναψη ερωτικής σχέσης με τον θείο της, ο φόβος μήπως η σχέση αυτή μαθευτεί από την κλειστή κοινωνία στην οποία ζούσε, η σύναψη παράλληλης σχέσης με άλλο άτομο και ο φόβος αποκάλυψης της αλήθειας και η υποψία συγγενικών της προσώπων για το τι πραγματικά συνέβαινε. Η μάρτυρας παρέπεμψε στην σελίδα 3 της έκθεσης της τεκμήριο 47, όπου καταγράφονται τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον της και που σε αυτά περιλαμβάνονται και τα όσα η υπεράσπιση εισηγείται. Διευκρίνισε όμως ότι είναι στοιχεία που επιβαρύνουν την ψυχική κατάσταση ενός ατόμου λέγοντας περαιτέρω ότι ο τρόπος αυτός είναι παραπλανητικός σε σχέση με την συμπτωματολογία διότι δεν εστιάζει στο σύνολο των γεγονότων αλλά στην κατάληξη τους, κάτι που μπορεί να κλονίσει την αξιοπιστία του αξιολογητή. Τα όσα η υπεράσπιση προσπάθησε να προωθήσει έτσι ώστε να καταρρίψει την ορθότητα των συμπερασμάτων της ΜΚ8 θεωρούμε ότι δεν έχουν επιτύχει. Δεν προέκυψε οτιδήποτε που θα μας οδηγούσε σε κατάληξη ότι η μάρτυρας μη εφαρμόζοντας σωστά τα ενδεικνυόμενα επιστημονικά εργαλεία οδηγήθηκε σε λανθασμένα συμπεράσματα. Βέβαια όπως και η ίδια ορθά το έθεσε, δεν εμπίπτει στην δική της κρίση κατά πόσο ένα γεγονός επεσυνέβηκε αλλά κατά πόσο υπάρχει μια συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση του ατόμου το οποίο αξιολογεί.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της.
Η ΥΥ, ΜΚ9, εργάζεται στο φούρνο [ ] στην [ ] και εργαζόταν μαζί με την παραπονούμενη όταν η τελευταία εργάστηκε στο εν λόγω υποστατικό τον Αύγουστο του 2021. Κατέθεσε σε σχέση με το τι της λέχθηκε από την παραπονούμενη αλλά και το τι η ίδια αντιλήφθηκε ως προς τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση. Η μάρτυρας ήταν άμεση στις απαντήσεις της και δεν διακρίναμε οποιαδήποτε προσπάθεια της να βοηθήσει την πλευρά της παραπονούμενης. Απαντούσε με αμεσότητα και ευθύτητα. Βέβαια και η μάρτυρας αυτή δεν είχε γνώση των γεγονότων αναφορικά με τη σχέση που υπήρχε μεταξύ παραπονούμενης και κατηγορούμενου και τα όσα έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου προέκυπταν από τις αναφορές της παραπονούμενης. Στην κατάθεση της, τεκμήριο 49, αναφέρει ότι μια μέρα που δούλευαν μαζί στην απογευματινή βάρδια η παραπονούμενη ήταν ταραγμένη και έκλαιγε και της είπε ότι έχει ένα θείο που την κακοποιούσε σεξουαλικά αποκαλύπτοντας της ότι ήταν ο κατηγορούμενος. Η ίδια την παρότρυνε να καταγγείλει την υπόθεση. Πριν την εργοδότηση της παραπονούμενης πήγε στο φούρνο ο κατηγορούμενος και όταν ψώνισε της είπε ότι «θα έρτει τζιαι το μωρό για δουλειά στο φούρνο» εννοώντας την παραπονούμενη. Πριν την πρόσληψη και πάλι της παραπονούμενης δεν έβλεπε συχνά στο κατάστημα τον κατηγορούμενο και μετά την πρόσληψη της τους επισκεπτόταν καθημερινά και κάποιες φορές με δύο επισκέψεις. Περαιτέρω έτυχε να δει τον κατηγορούμενο να περνά με το αυτοκίνητο του έξω από το φούρνο και να βλέπει προς αυτούς σαν να έψαχνε την Π . Μετά που της εκμυστηρεύτηκε η παραπονούμενη τη συμπεριφορά του θείου της παρατήρησε ότι κάθε φορά που ο τελευταίος πήγαινε στο φούρνο η παραπονούμενη ταραζόταν και έτρεμαν τα δάκτυλα της. Ήταν η θέση της ότι δεν είναι φυσιολογικό να τρέμουν τα δάκτυλα κάποιου αν δεν έχει κάτι να φοβηθεί.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της ΜΚ9.
Αποδεκτή γίνεται και η μαρτυρία του ΗΗ ΜΚ10, ιδιοκτήτη του φούρνου με την ονομασία [ ] στην [ ]. Δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις που θα κλόνιζαν την αξιοπιστία του. Κατέθεσε και αυτός το τι γνώριζε για την υπόθεση χωρίς να έχει όμως προσωπική γνώση των γεγονότων αλλά το τι του λέχθηκε από άλλα πρόσωπα. Στην κατάθεση του τεκμήριο 50 αναφέρει για την πρόσληψη της παραπονούμενης και παρά την αγάπη που της έδειξαν ήταν σκεφτική και κλειστή στον εαυτό της. Φαινόταν, κατά τη θέση του μάρτυρα, ότι κάτι συνέβαινε. Με το που ξεκίνησε δουλειά η παραπονούμενη ο κατηγορούμενος πήγαινε στο φούρνο ως πελάτης σε καθημερινή βάση και μάλιστα 3 με 4 φορές την ημέρα, ενώ προηγουμένως πήγαινε κάθε 3 με 4 ημέρες. Δέχθηκε όμως ότι μπορεί να πήγαινε και να έπαιρνε προϊόντα αφού διατηρούσε την καντίνα της ΑΗΚ αλλά λόγω του ότι θα ήταν συνήθεις ποσότητες ο ίδιος να μην το θυμόταν. Τον ρωτούσε αν ήταν εντάξει «το μωρό» κάτι που τον ενοχλούσε ως προς το ότι δεν της συμπεριφέρονταν καλά. Του αναφέρθηκε από τις κοπέλες που εργάζονταν στο φούρνο ότι κάποιο συγγενικό της πρόσωπο βίασε την παραπονούμενη. Στις 13/8/2021 όταν της ανέφερε ότι θα έπρεπε να μείνει μόνη της στο φούρνο το απόγευμα η παραπονούμενη αγχώθηκε και τότε κατάλαβε ότι το πρόβλημα που είχε η τελευταία ήταν πολύ σοβαρό. Στις 16/8/2021 την συμβούλευσε ότι έπρεπε να βρει λύση στο πρόβλημα που αντιμετώπιζε και αναγκάστηκε να την σταματήσει από τη δουλειά. Αναφέρθηκε ο μάρτυρας και στο γεγονός που ο κατηγορούμενος μπήκε στο κατάστημα και πήγε και έσπρωξε την πόρτα του εργαστηρίου και κοίταξε μέσα τη στιγμή που υπήρχε σήμανση στην πόρτα ότι ήταν μόνο για το προσωπικό. Δέχθηκε ότι δεν εισήλθε εντός του χώρου αλλά έσπρωξε την πόρτα και κοίταξε μέσα στο χώρο.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ10.
Η ΑΟ ΜΚ11, αδελφή της παραπονούμενης, υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης της ως τεκμήριο 51, στην οποία καταγράφει το τι ήρθε στην αντίληψη της για την υπόθεση. Αναφέρει ότι κάποιες φορές που κτυπούσε το τηλέφωνο της αδελφής της απομονωνόταν και δεν τους έλεγε ποιος ήταν και φαινόταν και πολύ αγχωμένη. Μόνο δύο φορές της είπε ότι ήταν ο θείος τους. Της ίδιας της φάνηκε παράξενο να απομονώνεται τη στιγμή που στο τηλέφωνο ήταν ο κατηγορούμενος. Από ότι η ίδια κατάλαβε τα τελευταία 2 με 3 χρόνια ο κατηγορούμενος έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο την αδελφή της και εκείνη δεν απαντούσε ποτέ μπροστά τους. Αν και η ΜΚ11, πέραν των λεχθέντων της στην κατάθεση της τεκμήριο 51, πρόσθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου και άλλα γεγονότα, εντούτοις θεωρούμε ότι δεν ήταν σε πλαίσιο υποβοήθησης της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή αλλά, ως και η ίδια εξήγησε, δεν είχε την ευκαιρία όταν της λήφθηκε η κατάθεση να τα πει και τα ανέφερε στο Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι στοιχεία τα οποία η ίδια γνώριζε ή και που σχετίζονται άμεσα με τα υπό κρίση αδικήματα. Δέχθηκε ότι είχε και η ίδια τηλεφωνική επικοινωνία με τον κατηγορούμενο όχι όμως συχνά. Τέθηκε στη μάρτυρα ότι η αναφορά του κατηγορούμενου προς αυτή «να χωρίσω τη θεία σου τζιαι να σε παντρευτώ εσένα» έγινε υπό τύπο αστείου. Η θέση της ήταν ότι η ίδια δεν το θεωρούσε αστείο αφού δεν νοείται να λέει τέτοια πράγματα ένας θείος. Είναι προφανές ότι ούτε και αυτή η μάρτυρας γνώριζε προσωπικά κάτι συγκεκριμένο που να σχετίζεται θα μπορούσε να αξιολογηθεί και ενδεχομένως να βοηθούσε την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής. Πάρα το αξιόπιστο της μαρτυρίας, αφού και η ίδια η μάρτυρας ουδέποτε προέβηκε σε συμπεράσματα που να σχετίζονται με την υπόθεση. Αυτό που έπραξε ήταν η παράθεση του τι αντιλήφθηκε.
Η μαρτυρία της ΜΚ11 γίνεται δεκτή.
Κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου για την πλευρά της κατηγορούσας αρχής και η ΘΟ ΜΚ12 και ΧΧ ΜΚ13, θείες της παραπονούμενης από την πλευρά της μητέρας της. Οι δύο μάρτυρες αναγνώρισαν και υιοθέτησαν το περιεχόμενο των καταθέσεων τους τεκμήρια 53 και 54 αντίστοιχα. Δεν έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι πρόκειται περί ειλικρινών μαρτύρων οι οποίες παρέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου το τι γνώριζαν για την υπόθεση. Οι αναφορές τους όμως προήλθαν από το τι τους εκμυστηρεύτηκε η παραπονούμενη. Οι ίδιες δεν είχαν ιδίαν αντίληψη για τους ισχυρισμούς και θέσεις της παραπονούμενης. Το γεγονός αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από τις καταθέσεις που έδωσαν στην Αστυνομία. Ουσιαστικά δεν είχαν οτιδήποτε να προσφέρουν σε σχέση με τα γεγονότα που περιβάλλουν την καταγγελία της παραπονούμενης και η γνώση τους περί αυτής προήλθε από την ίδια την παραπονούμενη σε μεταγενέστερο των γεγονότων χρονικό σημείο. Τα όσα έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου αφορούσαν τις δικές τους ενέργειες και παραινέσεις προς την παραπονούμενη μετά την καταγγελία της τελευταίας στην αστυνομία.
Η μαρτυρία τους γίνεται δεκτή.
Έχουμε αναφέρει προηγουμένως ότι ο κατηγορούμενος επέλεξε, ως είχε δικαίωμα, να προβεί σε ανώμοτη δήλωση. Να προσθέσουμε εδώ ότι με την τροποποίηση του άρθρου 74 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 με το Νόμο 64(I)/2022 ημερομηνίας 29/4/2022, το δικαίωμα κατηγορούμενου για να προβεί σε ανώμοτη δήλωση έχει καταργηθεί. Στην παρούσα περίπτωση τα αδικήματα φέρονται να διαπράχθηκαν κατά την περίοδο Μαΐου 2015 μέχρι Αύγουστο του 2021 και το κατηγορητήριο να καταχωρείται ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου τον Σεπτέμβριο του 2021. Το κατηγορητήριο ενώπιον του Κακουργιοδικείου τέθηκε και πάλι τον Σεπτέμβριο του 2021, χρονικό σημείο δηλαδή πριν την τροποποίηση του πιο πάνω άρθρου με αποτέλεσμα το δικαίωμα του κατηγορούμενου για ανώμοτη δήλωση να υφίσταται.
Παραθέτουμε αυτούσια την χωρίς όρκο δήλωση του, που κατατέθηκε ενώπιον μας και σε έγγραφη μορφή ως Έγγραφο Β, έτσι ώστε να τεθεί και να γίνει κατανοητή η θέση του, ως ο ίδιος τη μετέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου.
«Ονομάζομαι ΘΘ, και είμαι ο Κατηγορούμενος στην υπόθεση αυτή.
Η ΠΠ, που είναι η παραπονούμενη στην υπόθεση αυτή, είναι κόρη της αδελφής της γυναίκας μου, της κουνιάδας μου.
Η σχέση μεταξύ εμένα και της Π μέχρι το τέλος του 2015, ήταν σε οικογενειακά πλαίσια, ώσπου σιγά-σιγά η σχέση μας εξελίχθηκε σε ερωτική. Τα μηνύματα που ανταλλάζαμε και αυτά που λέγαμε ήταν στα πλαίσια μίας φυσιολογικής ερωτικής σχέσης, χωρίς πίεση ή οτιδήποτε άλλο. Ο ένας έστελνε του άλλου κανονικά, αυθόρμητα. Όπως όλες οι σχέσεις, υπήρχαν και οι καβγάδες και οι εντάσεις και οι ζήλιες, όμως όλα στα πλαίσια του κανονικού.
Πραγματικά αντιλαμβάνομαι ότι, η σχέση μου με την Π ήταν ηθικά λάθος. Δυστυχώς, λάθος μου, υπέπεσα στον πειρασμό κολακεύτηκα να έχω εξωσυζυγική σχέση με την Π. Και το γεγονός ότι η Π είναι κόρη της αδελφής της γυναίκας μου, το κάνει ακόμη πιο ανήθικο. Αλλά ερωτεύτηκα την. Έτσι όπως μιλούσαμε, τα πράγματα που λέγαμε, τα μηνύματα που ανταλλάζαμε, τα τραγούδια που μου αφιέρωνε και τραγουδούσε. Ερωτεύτηκα την. Αγάπησα την. Και αυτό είναι ηθικά λάθος. Αυτό με βασανίζει πάρα πού, και είναι κάτι για το οποίο έχω εξομολογηθεί στον πνευματικό μου. Και ζήτησα συγνώμη από την γυναίκα μου, την οικογένεια μου, τα αδέλφια μου και τα παιδιά μου και ελπίζω να με συγχωρέσουν. Με αυτή την υπόθεση, κόντεψα να χάσω όλη μου τη οικογένειά, παρολίγο να χωρίσω με την γυναίκα μου, έχασα τη δουλειά μου αλλά και δεν έχω μούτρα να κυκλοφορήσω στο χωριό.
Η αλήθεια είναι ότι, είχα πιάσει σχέση με την Π από το τέλος του 2015, αρχές του 2016 περίπου και η πρώτη μας ερωτική σεξουαλική επαφή ήρθε περίπου το μέσα 2018. Όταν ξεκίνησε να μαθεύεται η σχέση μας αρχές του 2021, ο μόνος τρόπος για να δικαιολογήσει η Π σε αυτούς που το έμαθαν, στο χωρίο, στους δικούς της και ειδικά στον Κ και την οικογένειά του, ήταν να τους πει ότι δεν είχαμε σχέση και ότι εγώ την βίαζα. Ο Κ όταν άρχισε να μαθαίνει αυτό που ακουγόταν, ζητούσε εξηγήσεις από την Π και την αμφισβητούσε όπως μου έλεγε. Οι δικοί του δεν την ήθελαν για αυτά που ακουγόντουσαν για εμάς. Και ο μόνος τρόπος για να κρατήσει τον Κ και την οικογένειά του, και να τους πείσει, ήταν να πει ότι αυτά που έγιναν μεταξύ μας δεν ήταν με την θέλησή της, αλλά ότι τάχα εγώ την βίαζα. Η Π με κατάγγειλε γιατί ήταν η μοναδική της λύση να πείσει τον Κ αλλά και για να κλείσει τα στόματα όλων. Όμως ποτέ, μα ποτέ μα ποτέ, δεν βίασα την Π , δεν την απείλησα, δεν την χτύπησα, δεν την πίεσα, δεν την φόβισα, αλλά ούτε την παρενόχλησα. Είχαμε μία ερωτική σεξουαλική σχέση και όλα αυτά που έγιναν, ήταν με την θέληση, της ίδιας, και εμένα, στα πλαίσια αυτής μας της ερωτικής σχέσης 5 χρόνων».
Το πως αποτιμάται η ανώμοτη δήλωση έχει αναλυθεί σε αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Στην Χρίστου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση αρ. 46/17, ημερ. 19/7/19, ECLI:CY:AD:2019:B334, το Εφετείο επικρότησε την πρωτόδικη καθοδήγηση η οποία έχει ως εξής:
««Η φύση και αποδεικτική αξία δηλώσεων αυτής της μορφής έχει εξεταστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου [Anastassiades ν. The Republic (1977) 2 CLR 97, 210-211, Themistocleous v. The Police (1981) 2 CLR 200, Onisiforou v. The Police (1987) 2 CLR 261, Ιωάννου και άλλου ν. Δημοκρατία (2001) 2 ΑΑΔ 195 και Γ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 7655, ημερομηνίας 28.9.05]. Ό,τι προκύπτει ως σημαντικό από το σύνολο της σχετικής νομολογίας είναι ότι η ανώμοτη δήλωση δεν αποτελεί μαρτυρία με την αυστηρή έννοια του όρου, ούτε αξιολογείται από το Δικαστήριο όπως η μαρτυρία. Αναγνωρίζεται ως κάτι περισσότερο από ένα απλό σχόλιο. Δεν μπορεί να αποδείξει γεγονότα που μόνο με μαρτυρία μπορούν να αποδειχθούν, αλλά μπορεί να βοηθήσει στην θεώρηση της μαρτυρία κάτω από μια διαφορετική σκοπιά. Δεν παραμερίζεται η αξία της, η οποία είναι πειστική μάλλον παρά αποδειχτική. Θα πρέπει, τελικά, να αντικρίζεται μια τέτοια δήλωση σε συνάρτηση με το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας.»»
Στην Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 505, 520-521, τέθηκαν και τα εξής:
«Συνοψίζοντας τις αρχές οι οποίες προκύπτουν από τη σχετική με το συγκεκριμένο θέμα νομολογία, μπορεί να λεχθεί ότι μια ανώμοτη δήλωση, ενώ δεν συνιστά μαρτυρία με την αυστηρή έννοια του όρου, εντούτοις, δεν είναι χωρίς καμιά απολύτως αποδεικτική αξία και ισχύ. Μπορεί να βοηθήσει στη θεώρηση της μαρτυρίας υπό κάποια διαφορετική σκοπιά. Μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι έχει πειστική παρά αποδεικτική αξία. Όπως ενδεικτικά λέχθηκε στην υπόθεση R. v. Cambell [1979] 69 Cr. App. R. 221:
"... μια ανώμοτη κατάθεση του κατηγορούμενου, με την πρακτική που επικρατεί σήμερα, φαίνεται να πήρε κάπως σκιερό χαρακτήρα που βρίσκεται στο μισό δρόμο, σε ότι αφορά αξία και βάρος, ανάμεσα σε ένορκη κατάθεση και απλή εξ' ακοής μαρτυρία. Δεν μπορεί να λέγεται στους ενόρκους ότι οφείλουν να την αγνοήσουν εξ' ολοκλήρου. Πρέπει να τους λέγεται ότι μπορούν να της δώσουν το βάρος που νομίζουν ότι της αξίζει, αλλά ότι δεν μπορεί να έχει την ίδια αξία, όπως η ένορκη μαρτυρία που δοκιμάστηκε με την αντεξέταση."
Χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει στις υποθέσεις Anastasiades v. Republic (1997) 2 C.L.R. 97, Khadar a.o. v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 152, Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195 και Σίφουνας κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 91».
Παρά το γεγονός ότι έχουμε ήδη απορρίψει τη μαρτυρία της παραπονούμενης ως αναξιόπιστης, δεν μπορούμε να προσδώσουμε στην ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου οποιαδήποτε βαρύτητα και αξία. Αυτό που θέτει στη δήλωση του είναι μια αυτοκριτική, για σκοπούς εντυπωσιασμού περισσότερο, για τον ηθικά λανθασμένο τρόπο που συμπεριφέρθηκε, έχοντας ερωτική σχέση με την κόρη της αδελφής της συζύγου του και τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στην οικογένεια του αλλά και στον ίδιο αφού δεν μπορεί να κυκλοφορήσει στο χωριό που διαμένει. Δηλώνει επίσης τους λόγους για τους οποίους η παραπονούμενη προέβηκε σε καταγγελία του για βιασμό της και που ήταν για να δικαιολογήσει την ερωτική σχέση που είχαν στους δικούς της και στην οικογένεια της. Το περιεχόμενο όμως της ανώμοτης δήλωσης του, πέραν των γενικόλογων και επιγραμματικών αναφορών του, δεν προσφέρει οτιδήποτε το συγκεκριμένο το οποίο θα μπορούσε να βοηθήσει το Δικαστήριο να αντικρίσει την ενώπιον μας τεθείσα μαρτυρία υπό διαφορετική σκοπιά. Να υπενθυμίσουμε ότι τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση έχουν διάρκεια από το 2015 μέχρι και το 2021 με τις αναφορές του κατηγορούμενου να περιορίζονται σε μερικές γραμμές και χωρίς συγκεκριμένες αναφορές επί των γεγονότων. Δεν έχουμε ουσιαστικά οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να προσεγγιστεί στο πλαίσιο πειστικότητας θεωρούμενη με την υπόλοιπη μαρτυρία.
Μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την μη αποδοχή αυτής της παραπονούμενης ως αξιόπιστης καταλήγουμε ότι είναι άκρως επισφαλές να οδηγηθούμε σε οποιαδήποτε συμπεράσματα. Να προσθέσουμε εδώ ότι ενόψει τις απόρριψης της μαρτυρίας της ΜΚ4 ως αναξιόπιστης δεν τίθεται θέμα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας αφού προϋποτίθεται η ύπαρξη αξιόπιστης μαρτυρίας την οποία και θα ενισχύσει (βλ. Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ,,224). Να διευκρινίσουμε βέβαια ότι αν και ο κανόνας πρακτικής του κοινοδικαίου για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας έχει καταργηθεί με το άρθρο 9 του Ν.14(Ι)/2009 με αποτέλεσμα η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας ή και η αυτοπροειδοποίηση να μην είναι απαραίτητη, εν τούτοις ενδείκνυται τέτοια αναζήτηση για εξάλειψη τυχόν ανθρώπινων αδυναμιών (βλ. Μηνά ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση αρ. 228/18 ημερ. 16/3/2020, ECLI:CY:AD:2020:B102, Α.Π ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση αρ. 192/16 ημερ. 26/9/2019), ECLI:CY:AD:2019:B395. Στην παρούσα περίπτωση όμως και εφόσον η μαρτυρία της παραπονούμενης κρίθηκε μη αξιόπιστη, περαιτέρω ενασχόληση με το θέμα καθίσταται αχρείαστη.
Θεωρούμε ορθό όπως εξετάσουμε και το θέμα της εξ ακοής μαρτυρίας που προήλθε από αριθμό μαρτύρων όπως οι ΜΚ2, ΜΚ5 και ΜΚ9-ΜΚ13 και οι οποίοι αναφέρθηκαν ως προς το αντικείμενο των κατηγοριών του βιασμού.
Σύμφωνα τώρα με το άρθρο 24 του Περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9, ως τροποποιήθηκε με το Νόμο 32(Ι)/2004, εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται για το λόγο μόνο ότι πρόκειται για εξ ακοής. Το άρθρο όμως 27 του ίδιου Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του σε σχέση με την βαρύτητα που θα αποδώσει σε εξ ακοής μαρτυρία ως εξής:
«27.—(1) Κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής µαρτυρία, το ∆ικαστήριο λαµβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, από τις οποίες µπορεί εύλογα να συναχθεί συµπέρασµα αναφορικά µε την αποδεικτική αξία της εν λόγω µαρτυρίας.
(2) Ειδικότερα, και χωρίς επηρεασµό της γενικότητας του εδαφίου (1), το ∆ικαστήριο θα λαµβάνει υπόψη τα πιο κάτω:
(α) Κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό ο διάδικος, που έχει προσαγάγει τη µαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως µάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο που έκαµε την αρχική δήλωση·
(β) το χρονικό διάστηµα µεταξύ της αρχικής δήλωσης και του γεγονότος στο οποίο αυτή αναφέρεται·
(γ) το βαθµό της εξ ακοής µαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η µαρτυρία περιλαµβάνει εξ ακοής µαρτυρία πέραν του πρώτου βαθµού·
(δ) κατά πόσο οποιοδήποτε εµπλεκόµενο πρόσωπο είχε οποιοδήποτε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα·
(ε) κατά πόσο η αρχική δήλωση µεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι·
(στ) το πλαίσιο µέσα στο οποίο, ή οποιοσδήποτε σκοπός για τον οποίο έγινε η αρχική δήλωση·
(ζ) κατά πόσο η εξ ακοής µαρτυρία είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αρχική δήλωση·
(η) κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσάγεται η εξ ακοής µαρτυρία, φαίνεται ότι δε διευκολύνεται η ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της µαρτυρίας ή γίνεται προσπάθεια παρεµπόδισης της ορθής αξιολόγησης της βαρύτητας της µαρτυρίας.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το ∆ικαστήριο σε εξ ακοής µαρτυρία, λαµβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα µπορούσε να προσκοµίσει την καλύτερη δυνατή µαρτυρία και δεν το έπραξε.».
Η μαρτυρία των πιο πάνω αναφερόμενων μαρτύρων, ως εξηγήσαμε και κατά την αξιολόγηση της είναι εξ ακοής. Υπήρχαν αναφορές ως προς τον ισχυριζόμενο βιασμό της παραπονούμενης από τον κατηγορούμενο. Όλες όμως οι αναφορές είχαν ως πηγή προέλευσης τους την παραπονούμενη. Η μαρτυρία της δεν έγινε αποδεκτή. Συνεπώς δεν είναι δυνατόν να δώσουμε οποιαδήποτε βαρύτητα στην εν λόγω εξ ακοής μαρτυρία.
Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω τα ευρήματα στα οποία μπορούμε να καταλήξουμε στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας είναι τα ακόλουθα:
Η παραπονούμενη είναι κόρη της αδελφής της συζύγου του κατηγορούμενου. Στις 13/5/2015 η μητέρα της παραπονούμενης απεβίωσε με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να επισκέπτεται την οικογένεια της τελευταίας στην οικία της πολύ συχνά προσπαθώντας να τους σταθεί και να τους βοηθήσει. Μεταξύ της παραπονουμένης και του κατηγορούμενου από το τέλος του 2015 αναπτύχθηκε μία ερωτική σχέση χωρίς όμως σεξουαλική επαφή. Το 2018 ήρθαν για πρώτη φορά σε συνουσία με την συναίνεση της. Ακολούθησαν και άλλες σεξουαλικές συνευρέσεις τους και πάλι κατόπιν συναίνεσης της παραπονούμενης. Μεταξύ των δύο υπήρχε ανταλλαγή ερωτικών τηλεφωνικών μηνυμάτων και τηλεφωνικών συνομιλιών ερωτικού περιεχομένου.
Εξετάζοντας τώρα τις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο οι κατηγορίες 1-4 αφορούν το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα.
Στην υπόθεση Πετρίδης v. Αστυνομίας Ποιν. Έφεση αρ. 153/2021 ημερ. 14/11/2023, τέθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης του άρθρου 151 και τις αρχές που διέπουν τη διάπραξη του:
«Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης, απαιτείται να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος: (α) Επιτέθηκε (assault), (β) Άσεμνα (indecently), (γ) Παράνομα (unlawfully), (δ) Εναντίον γυναίκας.
Εν πρώτοις θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πιο πάνω αδίκημα είναι όμοιο με το αντίστοιχο αδίκημα του άρθρου 14(1) του προϊσχύσαντος αγγλικού Sexual Offences Act 1956 («indecent assault on a woman»). Αναγκαία είναι επίσης και η υπενθύμιση ότι στην ημεδαπή έννομη τάξη ο όρος «επίθεση» περιλαμβάνει και τα δύο είδη επιθέσεων που είναι γνωστά στο κοινοδίκαιο ως «assault» και «battery» (Γενικός Εισαγγελέας v. Ηροδότου (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 128), αν και γενικά είναι δεκτό ότι σε πλείστες όσες περιπτώσεις ο όρος «assault» χρησιμοποιείται ως περιέχων και τα δύο αυτά αδικήματα του κοινοδικαίου (Archbold 2023, §19‑ 221). Ειδικά ως προς την άσεμνη επίθεση θεωρούμε πως αποδίδει τα ισχύοντα το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση R v. Court (1989) Α.C. 28 H.L.:
«. it is self evident, that the first stage in the proof of the offence is for the prosecution to establish an assault. The «assault» usually relied upon is a battery, the species of assault, conveniently described by Lord Lane C.J. in Faulkner v. Talbot [1981] 1 W.L.R. 1528, 1534 as «any intentional touching of another person without the consent of that person and without lawful excuse. It need not necessarily be hostile or rude or aggressive, as some of the cases seem to indicate». But the «assault» relied upon need not involve any physical contact but may consist merely of conduct which causes the victim to apprehend immediate and unlawful personal violence. In the case law on the offence of indecent assault, both categories of assault feature».
Σε απόλυτη συνάφεια με τα ανωτέρω προσθέτουμε πως η επίθεση είναι δυνατόν να διαπραχθεί και διά λόγων ή ακόμα και διά της σιωπής υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αναλόγως των περιστάσεων. Επ' αυτού σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση R v. Ireland, Burstow (1998) A.C. 147 H.L.:
«The proposition that a gesture may amount to an assault, but that words can never suffice, is unrealistic and indefensible. A thing said is also a thing done. There is no reason why something said should be incapable of causing an apprehension of immediate personal violence, e.g. .».
Όσον αφορά το δεύτερο συστατικό στοιχείο, το Δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει κατά πόσον οι ορθώς σκεπτόμενοι άνθρωποι θα θεωρούσαν την επίμαχη συμπεριφορά άσεμνη ή όχι. Το δε κριτήριο είναι κατά πόσον το αποτέλεσμα της επίμαχης συμπεριφοράς ήταν τόσο προσβλητικό στα εκάστοτε ισχύοντα επίπεδα σεμνότητας (ευπρέπειας) και ιδιωτικότητας, ούτως ώστε να καθίσταται άσεμνη (απρεπής). Καθοδηγητική θεωρείται η υπόθεση R v. Court (1989) Α.C. 28 H.L, σύνοψη της οποίας παρατίθεται στο σύγγραμμα Archbold 2023, §20‑364».
Σε σχέση με το συστατικό στοιχείο της «παρανομίας» συνάγεται από την υπόθεση Faulkner v. Talbot (1981) 1 WLR 1528 πως στοιχειοθετείται όταν καταδειχθεί ότι η επίμαχη συμπεριφορά του δράστη έγινε χωρίς οποιαδήποτε νόμιμη δικαιολογία (lawful excuse). Σχετική είναι η υπόθεση R v. Kimber (1983) 3 All E.R. 316, καθώς και η R v. Court (ανωτέρω).
Από πλευράς απαιτούμενης νοητικής κατάστασης (mens rea) θα πρέπει να σημειώσουμε πως το αδίκημα διαπράττεται είτε εκ προθέσεως είτε απερισκέπτως (intentionally or recklessly), ως έχει κριθεί στην υπόθεση R v. Venna (1975) 3 All E.R. 788. »
Στις λεπτομέρειες των αδικημάτων των κατηγοριών 1-4 αυτό που προσάπτεται στον κατηγορούμενο είναι ότι από την 1/5/2015 και 1/8/2020 σε διαφορετικές περιπτώσεις επιτέθηκε άσεμνα στην παραπονούμενη. Δεν χρειάζεται θεωρούμε να πούμε πολλά δεδομένης της μη αποδοχής της μαρτυρίας της παραπονούμενης ΜΚ4. Δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι ενέργειες που αποδίδονται στον κατηγορούμενο, οι οποίες καταγράφονται στις λεπτομέρειες των αδικημάτων και οι οποίες θα μπορούσαν να κριθούν ως άσεμνες, έγιναν χωρίς τη συναίνεση της παραπονούμενης και ήταν παράνομες. Το άγγιγμα στο στήθος και τα γεννητικά όργανα αλλά και το φίλημα στο στόμα και το χάιδεμα δεν μπορούν παρά να θεωρηθούν ως άσεμνη επίθεση εφόσον βέβαια γίνουν χωρίς τη συναίνεση του θύματος και παράνομα. Στην παρούσα περίπτωση για τους λόγους που εξηγήσαμε, δεν έχουμε αξιόπιστη μαρτυρία προς τούτο.
Οι κατηγορίες 5-13 αφορούν το αδίκημα του βιασμού κατά παράβαση του άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα που προνοεί ότι:
«Όποιος έρχεται σε παράνοµη συνουσία διά κολπικής, πρωκτικής ή στοµατικής διείσδυσης του πέους στο σώµα άλλου προσώπου, χωρίς τη συναίνεσή του ή µε συναίνεση η οποία δόθηκε υπό το κράτος βίας, απειλής ή φόβου είναι ένοχος κακουργήµατος που καλείται βιασµός και υπόκειται στην ποινή φυλάκισης διά βίου.»
Προκύπτει σαφώς από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης ότι για στοιχειοθέτηση του αδικήματος θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος ήρθε σε παράνομη συνουσία με άλλο πρόσωπο χωρίς τη συναίνεση του. Το αδίκημα διαπράττεται και στην περίπτωση που υπάρχει συναίνεση πλην όμως αυτή θα πρέπει να αποδειχθεί ότι δόθηκε υπό το κράτος βίας απειλής ή φόβου. Πέραν βέβαια της απόδειξης της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος απαιτείται και η απόδειξη της ένοχης διάνοιας του κατηγορούμενου.
Στο σύγγραμμα Blackstone’s Criminal Practice 2018 par.B3.33 αναφέρεται σε σχέση με την ένοχη διάνοια ότι:
«First, the prosecution must prove that the accused intended to penetrate the vagina, anus or mouth of another. Following the reasoning in Heard [2008] QB 43 in respect of sexual assault, this would seem to be no more than a requirement that the penetration be deliberate (meaning simply voluntarily willed movement), and self induced intoxication does not provide a defence. In any event, in the vast majority of cases, if penetration is proved there will be no issue as to whether it was intentional.».
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι από τη στιγμή που αποδειχθεί ότι υπήρξε διείσδυση δεν τίθεται θέμα ως προς την ύπαρξη πρόθεσης από πλευράς του δράστη προς τούτο.
Αναφορικά τώρα με τη συναίνεση αυτό που θα πρέπει αρχικά να λεχθεί είναι ότι καλύπτει ένα ευρύ πλαίσιο συμπεριφοράς. Ως τίθεται και στο Blackstone’s (ανωτέρω) Β3.27:
«Consent covers a range of behaviour from the whole-hearted enthusiastic agreement to reluctant acquiescence. Context is critical. Submission to a demand that a complainant feels unable to resist may in certain circumstances be consistent with reluctant acquiescence (Watson [2015] EWCA Crim 559).».
Στην υπόθεση Bejandi v. Δημοκρατίας (2014) 2Β ΑΑΔ 935 όπου γίνεται σχετική ανάλυση για το θέμα της συναίνεσης λέχθηκαν τα εξής:
«Ο ορισμός του βιασμού εντοπίζεται στο Άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154*. Στο βαθμό και την έκταση που μας αφορά το ερώτημα που τίθεται είναι απλό: «Είχε συναινέσει η παραπονούμενη κατά το χρόνο της συνουσίας ή όχι; Και αν ναι, η συναίνεση της δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης ή όχι;» Δεν απαιτείται από την κατηγορούσα αρχή να αποδείξει ότι είχε ασκηθεί βία ή υπήρχε φόβος για σωματική βλάβη, η απόδειξη της οποίας απαιτείται μόνο εφόσον υπήρχε «συναίνεση». Ούτε απαιτείται όπως η παραπονούμενη επιδείξει ή αναφέρει ρητά στον κατηγορούμενο την έλλειψη της συναίνεσης της, όμως η κατηγορούσα αρχή πρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία, ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, που να καταδεικνύει αυτή την έλλειψη συναίνεσης.
Για την έννοια της «συναίνεσης», θεωρούμε ότι χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του δικαστή Dunn, LJ στην υπόθεση R. v. Olugboja [1981] EWCA Crim 2:
« Although "consent" is an equally common word it covers a wide range of states of mind in the context of intercourse between a man and a woman, ranging from actual desire on the one hand to reluctant acquiescence on the other. We do not think that the issue of consent should be left to a jury without some further direction. What this should be will depend on the circumstances of each case. The jury will have been reminded of the burden and standard of proof required to establish each ingredient, including lack of consent, of the offence. They should be directed that consent, or the absence of it, is to be given its ordinary meaning and if need be, by way of example, that there is a difference between consent and submission; every consent involves a submission, but it by no means follows that a mere submission involves consent. (per Coleridge J. in R. v Day [1841] 9 C. & P. 722, at page 724).
In the majority of cases, where the allegation is that the intercourse was had by force or the fear of force, such a direction coupled with specific references to and comments on the evidence relevant to the absence of real consent will clearly suffice. In the less common type of case where intercourse takes place after threats not involving violence or the fear of it, as in the examples given by Mrs. Trewella, to which we have referred earlier in this judgment, we think that an appropriate direction to a jury will have to be fuller. They should be directed to concentrate on the state of mind of the victim immediately before the act of sexual intercourse, having regard to all the relevant circumstances, and in particular the events leading up to the act, and her reaction to them showing their impact on her mind. Apparent acquiescence after penetration does not necessarily involve consent, which must have occurred before the act takes place. In addition to the general direction about consent which we have outlined, the jury will probably be helped in such cases by being reminded that in this context consent does comprehend the wide spectrum of states of mind to which we earlier referred, and that the dividing line in such circumstances between real consent on the one hand and mere submission on the other may not be easy to draw. Where it is to be drawn in a given case is for the jury to decide, applying their combined good sense, experience and knowledge of human nature and modern behaviour to all the relevant facts of that case.»
Υπάρχει διαφορά μεταξύ του να συναινέσει κάποιο πρόσωπο και του να ενδώσει στη σεξουαλική επαφή. Το πρώτο περιλαμβάνει το δεύτερο. Όμως το να ενδώσει απλώς στη σεξουαλική επαφή δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι συναινεί.»
Στην υπό κρίση περίπτωση, οι αποδιδόμενοι στον κατηγορούμενο βιασμοί έλαβαν χώρα σε διαφορετικά χρονικά σημεία, μεταξύ του έτους 2017 μέχρι 1/8/2020. Δεν καταλογίζεται στον κατηγορούμενο η μη ύπαρξη συναίνεσης αλλά ότι αυτή δόθηκε από την παραπονούμενη υπό το κράτος φόβου, σωματικής βλάβης και απειλών. Με βάση τις νομολογιακές αρχές ως τέθηκαν αμέσως πιο πάνω το βάρος βρίσκεται στην κατηγορούσα αρχή να αποδείξει ότι η συναίνεση δόθηκε υπό το κράτος βίας, σωματικής βλάβης και απειλών. Κρίση μας είναι ότι απέτυχε να το πράξει. Δεν θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε τα όσα η ΜΚ4 έθεσε καταθέτοντας ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου, ως προς αυτή την πτυχή της εκδοχής της. Η μαρτυρία της κρίθηκε ως μη αξιόπιστη με συνεπακόλουθο αποτέλεσμα να μην έχει μαρτυρία προς απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η συναίνεση της για τις σεξουαλικές συνευρέσεις που είχε με τον κατηγορούμενο και αποτελούν το αντικείμενο των κατηγοριών 5-13, να δόθηκε κάτω από περιστάσεις που συνιστούν βία, απειλή ή πραγματική βλάβη. Η ίδια με τη μαρτυρία της είχε αρνηθεί ότι είχε οποτεδήποτε συναινέσει κάτι το εντελώς διαφορετικό από τις λεπτομέρειες των αδικημάτων των πιο πάνω κατηγοριών.
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει και κατηγορία για παρενοχλητική παρακολούθηση, κατά παράβαση του Περί Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική Παρακολούθηση Νόμου 114(I)/2021.
Προσάπτεται στον κατηγορούμενο ότι μεταξύ του έτους 2019 και Αυγούστου του 2021 εν γνώσει του προέβηκε σε συμπεριφορά που συνιστούσε παρακολούθηση και προκαλούσε παρενόχληση ενώ αυτή εργαζόταν στον φούρνο [ ] στην [ ].
Καταρχάς να πούμε ότι ο Νόμος 114(I)/2021 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 13/5/2021 οπόταν και τέθηκε σε ισχύ. Το στοιχείο αυτό έχει τη σημασία του από την άποψη ότι στις λεπτομέρειες του αδικήματος περιλαμβάνεται και περίοδος που ο πιο πάνω νόμος δεν είχε θεσπιστεί (έτος 2019 μέχρι 13/5/2021). Συνεπώς θα μας απασχολήσει μόνο η περίοδος που η παραπονούμενη εργαζόταν στο εν λόγω υποστατικό, αφού επί αυτής εδράζεται το αδίκημα, με βάση τις λεπτομέρειες του, που σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία ήταν μεταξύ 1/8/2021-16/8/2021.
Το άρθρο 4 του Νόμου προνοεί ότι:
«4.-(1) Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει συµπεριφορά η οποία συνιστά παρακολούθηση και προκαλεί παρενόχληση, ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω συµπεριφορά προκαλεί παρενόχληση, είναι ένοχο ποινικού αδικήµατος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηµατική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή σε αµφότερες τις ποινές, νοουµένου ότι η πράξη δεν τιµωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόµου.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία η προκληθείσα παρενόχληση, σύµφωνα µε τις διατάξεις του εδαφίου (1), συνίσταται σε πρόκληση φόβου στο θύµα ότι θα ασκηθεί βία εναντίον του ή/και εναντίον µέλους της οικογένειάς του ή/και εναντίον της περιουσίας του ή συνίσταται σε πρόκληση σοβαρής ανησυχίας ή σοβαρής αγωνίας αυτού, η οποία έχει ουσιώδη αρνητική επίδραση στην τέλεση των καθηµερινών δραστηριοτήτων του θύµατος, το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην εν λόγω συµπεριφορά υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηµατική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή σε αµφότερες τις ποινές, νοουµένου ότι η πράξη δεν τιµωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόµου.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), πρόσωπο θεωρείται ότι όφειλε να γνωρίζει ότι η συµπεριφορά στην οποία προβαίνει προκαλεί παρενόχληση, εφόσον ένα λογικό πρόσωπο υπό τις ίδιες περιστάσεις θα θεωρούσε ότι η συµπεριφορά αυτή προκαλεί παρενόχληση.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως συµπεριφορά η οποία συνιστά παρακολούθηση θεωρείται-
(α) η ακολούθηση άλλου προσώπου·
(β) η επαφή ή η απόπειρα επαφής µε άλλο πρόσωπο µε οποιοδήποτε µέσο·
(γ) η παρακολούθηση της χρήσης του ηλεκτρονικού ταχυδροµείου ή/και οποιασδήποτε άλλης ηλεκτρονικής επικοινωνίας άλλου προσώπου ή η αποστολή αναρτήσεων σε µέσα κοινωνικής δικτύωσης που αφορούν στην προσωπική ζωή του θύµατος ή η παρέµβαση σε αναρτήσεις του θύµατος στο διαδίκτυο·
(δ) η παρακώλυση της διακίνησης άλλου προσώπου προς ή από την οικία του ή/και τον επαγγελµατικό του χώρο ή από δηµόσιο ή ιδιωτικό χώρο στον οποίο το εν λόγω πρόσωπο συχνάζει, µέσω περιπλάνησης ή παρουσίας στους χώρους αυτούς·
(ε) η επέµβαση σε περιουσία που βρίσκεται στην κατοχή ή ιδιοκτησία άλλου προσώπου ή η απειλή παρέµβασης σε τέτοια περιουσία·
(στ) η παρακολούθηση ή/και κατασκοπεία άλλου προσώπου.
……………………………………………………………………………………»
Η έννοια της παρενόχλησης και συμπεριφοράς τώρα, για σκοπούς του εν λόγω Νόμου καθορίζεται από τον ίδιο το Νόμο ως εξής:
««παρενόχληση» σηµαίνει την πρόκληση ανησυχίας ή αγωνίας σε άλλο πρόσωπο·
«συµπεριφορά» σε σχέση µε την παρενόχληση προσώπου, σηµαίνει την επίδειξη τουλάχιστον δύο (2) φορές συµπεριφοράς που συνιστά παρενόχληση, και στην περίπτωση που αυτή αφορά στην παρενόχληση δύο (2) ή περισσότερων προσώπων, στην επίδειξη τοιαύτης συµπεριφοράς, τουλάχιστον µία (1) φορά για κάθε πρόσωπο.».
Με βάση λοιπόν τις πρόνοιες του νόμου, για κρίση ενοχής του κατηγορούμενου θα πρέπει να αποδειχθεί ότι αυτός την περίοδο 1/8/2021-16/8/2021 εν γνώσει του επέδειξε δύο φορές συμπεριφορά που συνιστά παρενόχληση προκαλώντας ανησυχία ή αγωνία στην παραπονούμενη.
Θα πρέπει αρχικά να πούμε ότι η απόδειξη αδικήματος που προβλέπεται από τον Περί Περί Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική Παρακολούθηση Νόμου 114(I)/2021 δεν πρέπει απαραίτητα να συναρτάται με κάποιο άλλο αδίκημα υπό την έννοια ότι παρενόχληση μπορεί να προκληθεί και σε πρόσωπο που διατηρεί και κανονική σχέση με τον φερόμενο ως δράστη. Ακόμα δηλαδή και στην εδώ περίπτωση, με την απόρριψη της μαρτυρίας της παραπονούμενης είναι δυνατόν να αποδειχθεί, με άλλη μαρτυρία, η πρόκληση αγωνίας ή ανησυχίας σε αυτή χωρίς αυτή να συνδέεται με τον βιασμό ή και την άσεμνη επίθεση. Μπορεί θεωρούμε να προκληθεί ανησυχία και αγωνία όταν η παρενόχληση μπορεί να επιφέρει την απώλεια εργασίας. Κάθε περίπτωση βέβαια εξετάζεται κάτω από το δικό της πρίσμα γεγονότων.
Η αξιόπιστη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας προήλθε από την ΜΚ9 και από τον ΜΚ10, με την ΜΚ9 να αναφέρει ενώπιον του Δικαστηρίου ότι για την εν λόγω χρονική περίοδο, που η παραπονούμενη εργοδοτήθηκε στο φούρνο, ο κατηγορούμενος πήγαινε καθημερινά στο κατάστημα και κάποιες φορές με δύο επισκέψεις. Το ότι επισκεπτόταν καθημερινά τον φούρνο τέθηκε και από τον ΜΚ10. Προβλήθηκε τέλος ενώπιον του Δικαστηρίου, σκηνή από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που λήφθηκε από το υποστατικό, όπου φαίνεται ο κατηγορούμενος να κοιτάζει επίμονα στο χώρο σαν κάτι να ψάχνει και στη συνέχεια να πηγαίνει σε πόρτα, εντός του καταστήματος, όπου υπάρχει σήμανση ότι η είσοδος επιτρέπεται μόνο στο προσωπικό, να ανοίγει λίγο την πόρτα και να κοιτάζει μέσα, χωρίς όμως να εισέρχεται. Παρά το αξιόπιστο της μαρτυρίας κρίση μας ότι δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε ενοχή του κατηγορούμενου καθότι η μαρτυρία των ΜΚ9 και ΜΚ10 είχε σαν βάση της το τι τους αναφέρθηκε από την παραπονούμενη και συνδέθηκε με την ισχυριζόμενη κακοποίηση της από τον κατηγορούμενο. Θα ήταν θεωρούμε επισφαλές να καταλήξουμε σε καταδίκη του κατηγορούμενου για το συγκεκριμένο αδίκημα τη στιγμή που δεν αποδεχθήκαμε τη μαρτυρία της παραπονούμενης και που θα ήταν η ίδια που θα έπρεπε να θέσει ενώπιον μας μαρτυρία σε σχέση με την αγωνία ή και ανησυχία που ένιωθε. Η παρατήρηση της ΜΚ9 ότι όταν ο κατηγορούμενος πήγαινε στο φούρνο η παραπονούμενη ταραζόταν και έτρεμαν τα δάκτυλα της δεν επαρκεί. Η παρατήρηση της αυτή έγινε μετά που η παραπονούμενη της εκμυστηρεύτηκε περί σεξουαλικής κακοποίησης της από τον κατηγορούμενο.
Παραμένουν προς εξέταση οι κατηγορίες 15 και 16 για τα αδικήματα της Εμπορίας Ενηλίκων Προσώπων κατά παράβαση του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου 60(Ι)/2014.
Προσάπτεται στον κατηγορούμενο ότι μεταξύ 23/5/2015 και του έτους 2016 αλλά και μεταξύ του έτους 2017 και 1/8/2020, στρατολόγησε και παρέλαβε αντίστοιχα την παραπονούμενη μέσω κατάχρησης εξουσίας και εκμεταλλευόμενος την ευπαθή της θέση και που δεν μπορούσε παρά να υποταχθεί στην κατάχρηση με σκοπό τη σεξουαλική της εκμετάλλευση.
Το ερώτημα που εδώ τίθεται και ανεξαρτήτως της μη αποδοχής της μαρτυρίας της παραπονούμενης, γεγονός που προδιαγράφει την τύχη και αυτών των κατηγοριών, είναι κατά πόσο ο εν λόγω νόμος τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση.
Στην υπόθεση Εvia v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση αρ. 174/2019 ημερ. 21/4/2021 αναφέρθηκε ο σκοπός της επίδικης νομοθεσίας ως εξής:
«Ο Ν.60(Ι)/2014 θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταξύ των οποίων και η Οδηγία 2011/36/ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 2011. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτίμησε και καταγράφεται στην πρώτη παράγραφο του προοιμίου της Οδηγίας ότι: «Η εμπορία ανθρώπων συνιστά σοβαρό έγκλημα, το οποίο διαπράττεται συχνά στο πλαίσιο του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς και κατάφωρη παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και απαγορεύεται ρητά από το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων αποτελεί προτεραιότητα για την Ένωση και τα κράτη μέλη.»
Περαιτέρω, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ismail (2016) 2Β AAΔ 891 τέθηκε ότι :
«Η απόφαση πλαίσιο τονίζει το σοβαρό έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων που χρήζει αντιμετώπισης όχι μέσω μεμονωμένης δράσης από κάθε κράτος μέλος, αλλά με ολοκληρωμένη προσέγγιση με ορισμό κοινών στοιχείων εγκληματικών πράξεων και ανάλογων αποτρεπτικών κυρώσεων. Στο Άρθρο 1 της απόφασης πλαισίου προσδιορίζεται ότι το κάθε κράτος μέλος πρέπει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε η στρατολόγηση, μεταφορά, μεταβίβαση, υπόθαλψη και η εν συνεχεία παραλαβή προσώπου, περιλαμβανομένης της ανταλλαγής ή μεταβίβασης του ελέγχου επί του προσώπου αυτού, να καθίστανται αξιόποινες πράξεις όταν χρησιμοποιείται εξαναγκασμός, βία, απειλή, απαγωγή ή γίνεται χρήση δόλου ή απάτης ή συντρέχει κατάχρηση εξουσίας ή ευπαθούς θέσεως. Με το ψήφισμα του Συμβουλίου της 20.10.2003, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αναφορά σε αριθμό νομοθετικών πράξεων σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο τονίζει την ανάγκη τήρησης και εφαρμογής στο ακέραιο από τα κράτη μέλη όλων των διεθνών συμβάσεων και πράξεων κατά της εμπορίας προσώπων.
Το United Nations Office on Drugs and Crime στο σχετικό Πρωτόκολλο («Issue Paper: Abuse of a position of vulnerability and other «means» within the definition of trafficking in persons», Νέα Υόρκη 2013), αναφέρεται στο Άρθρο 3(α) στον ορισμό της εμπορίας προσώπων με εξήγηση ότι υπάρχουν τρία συστατικά στοιχεία στην εμπορία προσώπων, ήτοι, η πράξη που ανάγεται στην στρατολόγηση, μεταφορά, παραλαβή προσώπων και άλλα, στα μέσα δηλαδή πώς επιτυγχάνεται η πράξη με τη χρήση ή απειλή χρήσης βίας, εξαναγκασμού, δόλου, απάτης περιλαμβανομένων και της καταβολής πληρωμών ή ωφελημάτων στο πρόσωπο που έχει τον έλεγχο του θύματος και τέλος, τον σκοπό που περιλαμβάνει την εκμετάλλευση πορνών, τη σεξουαλική εκμετάλλευση κλπ. Η ιδέα της εμπορίας προσώπων δεν αναφέρεται μόνο στη διαδικασία με την οποία ένα πρόσωπο τίθεται υπό συνθήκες εκμετάλλευσης, αλλά επεκτείνεται και στη διατήρηση του προσώπου σε κατάσταση εκμετάλλευσης.».
Το τι σημαίνει εμπορία προσώπων καθορίζεται και στο άρθρο 2 του ίδιου του Νόμου ως ακολούθως:
««εµπορία προσώπων» σηµαίνει τη στρατολόγηση, πρόσληψη, µεταφορά, διακίνηση, υπόθαλψη ή παραλαβή ή στέγαση ή υποδοχή προσώπων, συµπεριλαµβανοµένης της ανταλλαγής ή µεταβίβασης του ελέγχου ή/και της εξουσίας επί των προσώπων αυτών, µέσω απειλών ή χρήσης βίας ή άλλων µορφών εξαναγκασµού, απαγωγής, δόλου, εξαπάτησης, παραπλάνησης, κατάχρησης εξουσίας ή ευάλωτης θέσης ή προσφοράς ή παροχής ή λήψης πληρωµών ή ωφεληµάτων ή απολαβών για εξασφάλιση της συγκατάθεσης προσώπου κατέχοντος εξουσίας επί ενός άλλου, µε σκοπό την εκµετάλλευση αυτού· ο όρος «εµπορεύοµαι πρόσωπο» τυγχάνει αντίστοιχης ερµηνείας·»
Είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο εφαρμογής του Νόμου 60(Ι)/2014. Η συμπερίληψη στις λεπτομέρειες του αδικήματος των λέξεων στρατολόγηση και παραλαβή ενήλικου προσώπου ή και των φράσεων κατάχρηση εξουσίας και εκμετάλλευση ευπαθούς θέσης δεν συνεπάγεται την εμπορία προσώπου υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης. Δεν υπάρχει αξιόπιστη μαρτυρία περί στρατολόγησης της παραπονούμενης για σεξουαλική εκμετάλλευσης της αλλά ούτε και παραλαβή της για το σκοπό αυτό.
Καταληκτικά η κατηγορούσα αρχή έχει αποτύχει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Ως εκ τούτου ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάττεται σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.
(Υπ.) ………………………..
Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο