ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΨΨ κ.α., Υπόθεση Αρ.: 22437/2022, 28/11/2024
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΨΨ κ.α., Υπόθεση Αρ.: 22437/2022, 28/11/2024

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ:         Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.

                                                                       Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.

                                                                       Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.

                                                                                                                               Υπόθεση Αρ.:  22437/2022

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

v.

 

1. ΨΨ

    2. ΚΚ

3. ΗΜ

4. ΔΟ

Κατηγορουμένων

 

Ημερομηνία: 28 Νοεμβρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Ο κ. Α. Αντωνίου.

Για τον Κατηγορούμενο 1: Ο κ. Χρ. Πουτζιουρής.

Για την Κατηγορούμενη 2: Ο κ. Π. Γεωργίου.

Για τον Κατηγορούμενο 3: Ο κ. Γ. Εφφέ.

Κατηγορούμενος 1 απών.

Κατηγορούμενοι 2 και 3 παρόντες.

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Στην υπό κρίση υπόθεση οι κατηγορούμενοι 1 και 3 αντιμετωπίζουν από κοινού τις ακόλουθες κατηγορίες:

- Συνομωσία για πρόκληση βλάβης σε πρόσωπο, κατά παράβαση του άρθρου 273 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 (κατηγορία 1).

- Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, κατά παράβαση του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και  ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 (κατηγορία 2).

- Αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007 (κατηγορία 6).

- Συνομωσία για ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης, κατά παράβαση του άρθρου 121 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 7).

 

Ο κατηγορούμενος 1 αντιμετωπίζει περαιτέρω και τις κατηγορίες 4 και 5 για το αδίκημα των ψευδών πληροφοριών σε αστυνομικό, κατά παράβαση του άρθρου 114 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 4) και για το αδίκημα της απειλής, κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 5).

 

Να θέσουμε εδώ ότι τις πιο πάνω κατηγορίες, πλην της κατηγορίας 6, αντιμετώπιζε και η κατηγορούμενη 2. Στις 17/1/2024 όμως δήλωσε παραδοχή στις κατηγορίες 1,5 και 7 ενώ η ποινική δίωξη στις κατηγορίες 2, 3 και 4 διακόπηκε γεγονός που επέφερε την απαλλαγή της στις εν λόγω κατηγορίες.

 

Περαιτέρω τις κατηγορίες 1 μέχρι 4, 6 και 7  αντιμετώπιζε και ο κατηγορούμενος 4 ο οποίος όμως με την ενδιάμεση απόφαση μας ημερομηνίας 12/7/2024, κρίθηκε ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του με αποτέλεσμα να αθωωθεί και να απαλλαγεί σε αυτές.

 

Η κατηγορούσα αρχή για απόδειξη της υπόθεσης της κάλεσε 15 μάρτυρες και κατατέθηκαν 57 συνολικά τεκμήρια. Ο κατηγορούμενος 1 κατέθεσε ενόρκως και κάλεσε και 4 μάρτυρες για την υπεράσπιση του. Ο κατηγορούμενος 3 παρέμεινε σιωπηλός και δεν προσκόμισε και οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία.

Δηλώθηκε τέλος ως παραδεκτό γεγονός ότι τα ναρκωτικά που εντοπίστηκαν στο όχημα του ΑΑ ήταν κοκαΐνη συνολικού βάρους 19,39 γραμμάρια και η καθαρότητα της, μετά από εργαστηριακή εξέταση, είναι 34.38% για τα 10 γραμμάρια και 36,50% για τα 9,39 γραμμάρια.

 

Οι αναφορές όλων των μαρτύρων συμπεριλαμβανομένου και του κατηγορούμενου 1, ως επίσης και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν αξιολογήθηκαν πλήρως έστω και αν αυτά δεν αναφέρονται ρητά στην απόφαση χωρίς να είναι αναγκαία η καταγραφή του περιεχομένου τους, κάτι το οποίο θα γίνει εκεί όπου κριθεί αναγκαίο (Βλέπε κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v. Παπαδοπούλου κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 88 και Al Watani κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (2001) 1Γ ΑΑΔ 1924).

 

Τυχόν αποσπάσματα που αναφέρονται στην απόφαση μεταφέρθηκαν αυτούσια από τα πρακτικά, τα τεκμήρια και τις γραπτές αγορεύσεις.

 

Θα προβούμε σε σύνοψη της μαρτυρίας που ο κάθε μάρτυρας ξεχωριστά έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Ο αναπληρωτής λοχίας 2733 Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου, ΜΚ1, αναφέρθηκε για τη δική του εμπλοκή στην υπόθεση, ως αυτή καταγράφεται στην κατάθεση του τεκμήριο 1 και σε συνάντηση αλλά και σε επικοινωνίες που είχε με τον κατηγορούμενο 1. Κατέθεσε και δέσμη φωτογραφιών, τεκμήριο 2.

 

Η αστυφύλακας 3485 Στέλλα Μπότσαρη, ΜΚ2, αναφέρθηκε στις ενέργειες της, ως η ανακρίτρια της υπόθεσης, ως αυτές καταγράφονται και στην κατάθεση της τεκμήριο 3 και προέβηκε και στην κατάθεση των τεκμηρίων 4-26.

 

Ο ΑΑ, ΜΚ3, αναφέρθηκε στη συνάντηση που είχε με τον κατηγορούμενο 1 και το πως διαδραματίστηκαν τα γεγονότα ως προς εκείνη τη συνάντηση αλλά και όταν ανακόπηκε από την αστυνομία και εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά στο όχημα του.

 

Ο ΦΑ, ΜΚ4, κατέθεσε σε σχέση με τη συνάντηση που είχε ο ΜΚ3 με τον κατηγορούμενο 1, συνάντηση στην οποία ήταν και ο ίδιος παρών και το τι άκουσε και το τι υπέπεσε στην αντίληψη του τα οποία και καταγράφονται στην κατάθεση του τεκμήριο 28.

 

Ο ΠΑ, ΜΚ5, αναφέρθηκε στην επικοινωνία και συνάντηση που είχε με τον κατηγορούμενο 1. Κατέθεσε τις καταθέσεις του τεκμήρια 29 και 30.

 

Ο ειδικός αστυφύλακας 5425 Παναγιώτης Χριστοδούλου, ΜΚ6, κατέθεσε αναφορικά με την επίσκεψη του στο καφενείο του κατηγορούμενου 1 και στην αποσύνδεση του συστήματος διαχείρισης εικόνας του υποστατικού.

 

Ο Γιαννάκης Ανδρέου, ΜΚ7, ως αναφέρει και στην κατάθεση του τεκμήριο 32, περιέγραψε τις ενέργειες του όταν μετέβηκε στο καφενείο του κατηγορούμενου 1 στις 2/11/2022 μετά που κλήθηκε από τον τελευταίο.

 

Ο αρχιαστυφύλακας 1080 Βάσος Βαρνάβα, ΜΚ8, κατέθεσε σε σχέση με την ανακοπή του οχήματος που ο ΑΑ οδηγούσε και την έρευνα η οποία διενεργήθηκε σε αυτό.

 

Η ΓΑ, ΜΚ9, αναφέρθηκε στη σχέση που είχε με τον ΑΑ, ως καταγράφεται και στις καταθέσεις της τεκμήρια 37 και 38 και το τι γνώριζε για την υπόθεση.

 

Ο ΠΓ, ΜΚ10, ανέφερε το τι γνώριζε για την υπόθεση και από που προήλθε η γνώση του αυτή, ως καταγράφεται στην κατάθεση του τεκμήριο 31.

 

Ο ΒΒ, ΜΚ11, αναφέρθηκε για μετάβαση του στην οικία της αδελφής του κατηγορούμενου 1 μαζί με τον κατηγορούμενο 3, ως δηλώνει και στην κατάθεση του τεκμήριο 40.

 

Η ΣΨ, ΜΚ12, κατέθεσε για τη γνώση της σε σχέση με την υπό εξέταση υπόθεση και το τι υπέπεσε στην αντίληψη της αλλά και τι είδε στο χώρο του καφενείου του κατηγορούμενου 1 συζύγου της στις 28/10/2022, τα οποία και ανέφερε στην κατάθεση της τεκμήριο 41.

 

Ο αρχιαστυφύλακας 3796 Αργύρης Χρυσοστόμου, ΜΚ13, αναφέρθηκε για την μετάβαση του στο καφενείο στην οδό [ ] στη Λάρνακα, για εκτέλεση Δικαστικού εντάλματος έρευνας και τις εκεί ενέργειες του τις οποίες και καταγράφει στην κατάθεση του τεκμήριο 42.

 

Ο αρχιαστυφύλακας 2630 Μιχάλης Νεοφύτου, ΜΚ14, κατέθεσε την έκθεση του τεκμήριο 43, όπου καταγράφει για την παραλαβή τεκμηρίων από την ΜΚ2 και τις εξετάσεις που διενήργησε σε αυτά και τα ευρήματα στα οποία κατέληξε.

 

Ο αστυφύλακας 2757 Χρίστος Στυλιανού, ΜΚ15, έλαβε από την ΜΜ κατάθεση την οποία παρουσίασε και κατέθεσε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 48.

 

Ο κατηγορούμενος 1, καταθέτοντας ενόρκως, έθεσε την εκδοχή του σε σχέση με την παρούσα υπόθεση. Πέραν των καταθέσεων που έδωσε στην αστυνομία, τεκμήρια 15-17, κατέθεσε και γραπτή δήλωση του τεκμήριο 49.

 

Ο υπαστυνόμος Μενέλαος Αντωνίου, ΜΥ1, αναφέρθηκε στην καταγγελία του κατηγορούμενου 1, ως αυτή υποβλήθηκε με το τεκμήριο 50, και τις ενέργειες του ως προς την εξέταση της.

 

Ο ΣΜ, ΜΥ2, κατάθεσε αναφορικά με επίσκεψη του κατηγορούμενου 1 στην οικία του και τι είδε και αντιλήφθηκε.

 

Ο Χαρίλαος Καραμαλλής, ΜΥ3, κατάθεσε τα ευρήματα του σε σχέση με το όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ].

 

O Κωνσταντίνος Ταμπούρλας, ΜΥ4, αναφέρθηκε στο τι διαδραματίστηκε κατά την δικάσιμο που κατέθεσε ως μάρτυρας η ΣΚ, σύζυγος του κατηγορούμενου 1, μεταξύ συνηγόρου κατηγορούσας αρχής και συνηγόρου κατηγορούμενου 3.

 

Οι αγορεύσεις των δύο πλευρών είχαν ως άξονα την υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους, με την κατηγορούσα αρχή να υποστηρίζει ότι η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικνύει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι κατηγορούμενοι έχουν διαπράξει τα αδικήματα που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο και με τους κατηγορούμενους να υποστηρίζουν τις δικές τους θέσεις με τον πρώτο να θέτει προς εξέταση τον βαθμό εμπλοκής τους  ενώ ο τρίτος να προβάλλει την μη γνώση και εμπλοκή του στα υπό κρίση αδικήματα, εισηγούμενος το αστήριχτο της καταγγελίας εναντίον του.

 

Είχαμε την ευκαιρία μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης κάτι που θέτει το Δικαστήριο σε πλεονεκτική θέση στο να βλέπει, να ακούει και να αξιολογεί τους μάρτυρες (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Μελή ν. Κωνσταντίνου κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. 2/13, ημερομηνίας 13/3/19), ECLI:CY:AD:2019:A83, να παρακολουθήσουμε και να ακούσουμε με προσοχή και υπομονή τους μάρτυρες που κατέθεσαν. Θέσαμε ως δείκτη ανάμεσα σε άλλα το στάδιο από το οποίο ανέκυψε η μαρτυρία, την πηγή και το κύρος της γνώσης των μαρτύρων, το όποιο προσωπικό συμφέρον ή προκατάληψη τους, τις ευκαιρίες που είχαν για να αντιληφθούν τα διαδραματιζόμενα, τη μνήμη τους και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή για να πιστεύουν σε αυτά στα οποία κατέθεσαν, τη σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων τους και τις όποιες υπερβολές, ανακολουθίες ή αντιφάσεις τους σε αντιπαραβολή με τις μικροαντιφάσεις, τη φιλαλήθεια τους και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων. Ήμασταν προσεκτικοί να μην προσδώσουμε υπέρμετρο βάρος στα εξωτερικά γνωρίσματα της μαρτυριακής τους συμπεριφοράς αφού κάτι τέτοιο εμπεριέχει επικινδυνότητα δεδομένου ότι δεν είναι σπάνιο κάποιοι μάρτυρες να είναι ιδιαίτερα ικανοί στο να παρουσιάζουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα από εκείνη που πραγματικά τους χαρακτηρίζει αλλά και διότι κάποιες συμπεριφορές στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί να εδράζονται σε μεγάλο αριθμό αιτών και όχι κατ΄ ανάγκη από διάθεση να πουν ψέματα ή να παραπλανήσουν.

 

Αποτιμώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας δεν περιοριστήκαμε στην ατομική εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αλλά τη συσχετίσαμε και την αντιπαραβάλαμε με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας. Τη μαρτυρία των αστυνομικών την προσεγγίσαμε με ιδιαίτερη προσοχή έτσι ώστε να διακριβώσουμε αν τα όσα ανέφεραν εξέφραζαν πιστά και ορθά την πραγματικότητα (βλέπε, Volettos v. The Republic (1960) CLR 169).

 

Έχει σημασία, ως ζήτημα αρχής, να υπογραμμιστεί πως το γεγονός ότι κάποιοι μάρτυρες γίνονται δεκτοί ως αξιόπιστοι, δεν εξυπακούει αδηρίτως πως τα όσα είπαν υπέχουν και ανάλογης αποδεικτικής βαρύτητας, μια και η γενικότερη αξιοπιστία των μαρτύρων δεν εναρμονίζεται πάντοτε με την αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας τους (βλ. κατ’ αναλογίαν, Κίμωνος ως Εκκαθαριστή της Blue Seal Shoes Ltd v. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 66/13, ημερομηνίας 4/11/19, Ευσταθίου ν. Μιχαήλ και Άλλης, Πολ. Έφεση Αρ. 269/12, ημερομηνίας 23/7/19, ECLI:CY:AD:2019:A341, Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου κ.ά (2012) 1Β ΑΑΔ 1311, 1319-1322).

 

Πριν προχωρήσουμε στην αξιολόγηση της ενώπιον μας τεθείσας μαρτυρίας θεωρούμε ορθό, για σκοπούς εύκολης κατανόησης της, να σκιαγραφήσουμε την ουσία της υπόθεσης ως αυτή προωθήθηκε από την κατηγορούσα αρχή, στη βάση και των λεπτομερειών των αδικημάτων. Να θέσουμε επίσης ότι κάποιες αναφορές στην κατηγορούμενη 2, η οποία έχει δηλώσει παραδοχή, είναι αναπόφευκτες ενόψει του πλέγματος των γεγονότων, ως αυτά προέκυψαν από τη μαρτυρία που η κατηγορούσα αρχή προσκόμισε στην προσπάθεια της να αποδείξει την υπόθεση της.

 

Υπόβαθρο των υπό κρίση κατηγοριών είναι ο δεσμός που ο ΜΚ3 διατηρούσε με την ΜΚ9 τον οποίο φέρεται να μην ενέκρινε η κατηγορούμενη 2. Για να διαλύσει το δεσμό αυτό συμφώνησε με τον κατηγορούμενο 1 να του προκαλέσουν βλάβη καταβάλλοντας και χρήματα. Ο κατηγορούμενος 1 συμφώνησε με τον κατηγορούμενο 3 να τοποθετήσουν ναρκωτικά στο όχημα που θα οδηγούσε ο ΜΚ3 και στη συνέχεια ειδοποίησαν την αστυνομία για ανακοπή του οχήματος, εύρεση των ναρκωτικών και σύλληψη του. Στην προσπάθεια των κατηγορούμενων 1 και 2 να διακόψουν τον δεσμό των ΜΚ3 και ΜΚ9 είχαν απειλήσει τον πρώτο.

 

Μετά τα πιο πάνω προχωρούμε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. 

 

Ο αναπληρωτής λοχίας 2733 Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου, ΜΚ1, αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του τεκμήριο 1. Ο εν λόγω μάρτυρας κρίνεται ως μάρτυρας της αλήθειας. Ανέφερε με σαφήνεια και σταθερότητα για τη συνάντηση που είχε με τον κατηγορούμενο 1 και τη συνομιλία που είχαν, ως επίσης και τις πληροφορίες που ο τελευταίος του έδωσε, αναφορικά με ισχυριζόμενη κατοχή ναρκωτικών από τον ΜΚ3.  Η αξιοπιστία του κατά το στάδιο της αντεξέτασης του παρέμεινε αλώβητη. Ανέφερε ότι διαμένει στο χωριό Τρούλλοι και στις 24/10/2022, ενώ βρισκόταν εκτός υπηρεσίας, συνάντησε τυχαία σε καφενείο του χωριού τον κατηγορούμενο 1 ο οποίος του είπε ότι βρισκόταν στο χωριό για να φέρει μια γνωστή του την κόρη της, να μιλήσει με ιερέα του χωριού. Ο λόγος ήταν διότι είχε σχέση με κάποιο νεαρό ο οποίος ήταν χρήστης και έμπορας ναρκωτικών. Τον κατηγορούμενο 1 τον γνώριζε για αρκετά χρόνια από την υπηρεσία του αφού ήταν πρόσωπο το οποίο απασχόλησε αρκετές φορές την Αστυνομία και ήταν και πληροφοριοδότης του. Δεν είχε συλληφθεί όμως για ναρκωτικά. Είπε ότι στο καφενείο δεν καθόταν κάποια κυρία με την κόρη της. Ο κατηγορούμενος 1 του ζήτησε τον αριθμό τηλεφώνου του έτσι ώστε να του τηλεφωνήσει και να του δώσει περισσότερες λεπτομέρειες αναφορικά με τον νεαρό ο οποίος ήταν κάποιος ΑΑ. Στις 26/10/2022 είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον κατηγορούμενο 1 και διευθετήθηκε συνάντηση μαζί του. Εκεί του ανέφερε ότι ο ΑΑ είναι φοιτητής στη Λευκωσία και κάθε Πέμπτη διοργανώνει φοιτητικά πάρτι κατά τα οποία πωλεί σε πρόσωπα κοκαΐνη. Του ανέφερε ότι μεταφέρει στη Λευκωσία από τη Λάρνακα περί τα 100 γραμμάρια κοκαΐνης και χρησιμοποιεί το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής [ ]. Του είπε επίσης ότι θα είναι σε θέση να γνωρίζει πότε θα μεταφέρει στη Λευκωσία κοκαΐνη και ότι θα τον ενημερώσει λέγοντας του ότι τα ναρκωτικά τα τοποθετεί στο φτερό του αυτοκινήτου για να μην εντοπίζονται. Στις 28/10/2022 επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο 1 ο οποίος του ανέφερε ότι την ίδια μέρα ο ΑΑ θα μετέφερε κοκαΐνη στη Λευκωσία. Μετά από συνάντηση του στα γραφεία της ΥΚΑΝ Λάρνακας του είπε ότι τα ναρκωτικά αποκρύβονται κάπου στο φτερό του αυτοκινήτου και ότι θα τον ενημέρωνε πότε ο ΑΑ θα φύγει για τη Λευκωσία. Περί ώρα 17:00 με 17:15 ο κατηγορούμενος 1 του τηλεφώνησε και του ανέφερε ότι ο ΑΑ είχε αναχωρήσει με το εν λόγω αυτοκίνητο από το καφενείο του (κατηγορούμενου 1) και ότι είχε στην κατοχή του τα ναρκωτικά. Αναχώρησαν με σκοπό τον εντοπισμό του ΑΑ και έρευνα του οχήματος και το εντόπισαν έξω από την πατρική του οικία στην Αραδίππου. Έθεσαν το όχημα, όταν αυτό αναχώρησε, υπό διακριτική παρακολούθηση πλην όμως δεν κατέστη δυνατή η ανακοπή του λόγω πυκνής τροχαίας κίνησης και ανακόπηκε παρά την έξοδο του χωριού Πέρα Χωρίου-Νήσου. Μεταφέρθηκε ο ΑΑ και το όχημα στον Αστυνομικό Σταθμό Πέρα Χωρίου-Νήσου για συνέχιση της έρευνας. Μετά την ανακοπή του ΑΑ ο κατηγορούμενος 1 τον πήρε αρκετές φορές τηλέφωνο με αποτέλεσμα να του πει ότι η πληροφορία που του είχε δώσει ήταν σωστή. Δεν θυμόταν πόσες φορές τον πήρε ο ίδιος τηλέφωνο ή πόσες φορές του τηλεφώνησε ο κατηγορούμενος 1 αλλά όταν του τηλεφωνούσε ήθελε να ξέρει αν βρήκαν τα ναρκωτικά ή όχι. Του έστειλε μία φωτογραφία μέσω viber που έδειχνε ένα χέρι να δείχνει το εσωτερικό φτερό ενός αυτοκινήτου υποδηλώνοντας ότι ο ΑΑ είχε κρυμμένη εκεί την κοκαΐνη. Εντοπίστηκαν τότε μέσα στο φτερό του αυτοκινήτου δύο χειρουργικά γάντια που περιείχαν 43 συσκευασίες κοκαΐνης. Ο κατηγορούμενος 1 είπε στο φίλο του ΗΜ άλλως Χ ο οποίος και έστειλε στον ΜΚ1 μέσω viber, μία φωτογραφία που είχε χειρόγραφες σημειώσεις. Μίλησε τηλεφωνικώς με το εν λόγω πρόσωπο που του είπε ότι την έστειλε γιατί ο κατηγορούμενος 1 δεν ήξερε να στέλνει. Στη σκηνή έφτασε η αστυφύλακας 3485 Στέλλα Μπότσαρη η οποία και ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης. Στις 29/10/2022 ο κατηγορούμενος 1 του έστειλε τα στοιχεία της γνωστής του και της κόρης της. Ανέφερε ότι λόγω της εμπλοκής του που είχε στην υπόθεση και τη φύση της εμπλοκής του από ένα σημείο και μετά δεν είχε εμπλακεί ξανά διότι δεν έπρεπε.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ1.

 

Η αστυφύλακας 3485 Στέλλα Μπότσαρη, ΜΚ2, ήταν η ανακρίτρια της υπόθεσης. Στις 28/10/2022, ως αναφέρει και στην κατάθεση της τεκμήριο 3, ενώ βρισκόταν καθήκον στην ΥΚΑΝ Λευκωσίας λήφθηκε πληροφορία για ανακοπή οχήματος και εντοπισμού κοκαΐνης και αμέσως μετέβηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Πέρα Χωρίου-Νήσου οπόταν και ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης. Η ΜΚ2 κρίνεται ως μάρτυρας της αλήθειας. Δεν έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι παρέθεσε με ακρίβεια τις ενέργειες της σε σχέση με τη διερεύνηση της υπόθεσης χωρίς προσπάθεια υποβοήθησης οποιουδήποτε. Οι απαντήσεις της διακρίνονται από σαφήνεια και απουσία υπεκφυγών. Ανέφερε ότι παρέλαβε τον συλληφθέντα ΑΑ  ο οποίος της ανέφερε ότι δεν γνώριζε πώς βρέθηκαν τα ναρκωτικά στο αυτοκίνητο του και εξέφρασε τη θέση ότι κάποιοι τον είχαν παγιδεύσει αφού λίγο πριν την ανακοπή του είχε συνάντηση στη Λάρνακα στο καφενείο του κατηγορούμενου 1. Στις 29/10/2022 κάλεσε την κατηγορούμενη 2 στην ΥΚΑΝ Λευκωσίας εκφράζοντας σοκ για τη σύλληψη του ΑΑ  αλλά και φόβους ότι πιθανόν ο ΑΑ  να τοποθέτησε ναρκωτικά και στο αυτοκίνητο της θυγατέρας της αφού μετά από έλεγχο που έκανε πρόσεξε αποσυναρμολογημένο το πλαστικό κάτω από τον μπροστινό προφυλακτήρα. Η ΜΚ2 επισκέφθηκε το σημείο στον Στρόβολο και φωτογράφισε το εν λόγω αυτοκίνητο χωρίς να διαπιστώσει οτιδήποτε το επιλήψιμο. Την 1/11/2022 προέβηκε σε εξετάσεις στην περιοχή του καφενείου και έλαβε πλάνα από τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης. Στις 2/11/2022 κάλεσε τον κατηγορούμενο 1 στα γραφεία της ΥΚΑΝ Λευκωσίας και του έλαβε την κατάθεση τεκμήριο 15. Περαιτέρω, έλαβε κατάθεση επίσης από τον ΑΑ, στις 19/11/2022 ολοκληρώθηκε η εξέταση των τηλεφώνων και του DVR και στις 23/11/2022 συνέλαβε δυνάμει Δικαστικού εντάλματος την κατηγορούμενη 2. Στις 27/11/2022 έλαβε ανακριτική κατάθεση από την κατηγορούμενη 2 ως επίσης και από τον κατηγορούμενο 1. Την 1/12/2022 η κατηγορούμενη 2 προέβηκε σε υποδείξεις σκηνών και στις 3/12/2022 διενεργήθηκε αναγνώριση και λήφθηκε και πάλι κατάθεση από την κατηγορούμενη 2. Έλαβε επίσης και κατάθεση από τον κατηγορούμενο 3. Προέβηκε η μάρτυρας σε υποδείξεις και παράθεση του περιεχομένου του τεκμηρίου 13, που είναι τα δεδομένα που εξάχθηκαν από την εξέταση των κινητών τηλεφώνων των κατηγορουμένων κατόπιν διαταγμάτων άρσης ιδιωτικού απορρήτου. Επεξήγησε και τις φωτογραφίες που απεικονίζονται στο τεκμήριο 24 ως προς το ποιος τις έστειλε και πού απευθύνονταν. Ανέφερε ότι είχαν ληφθεί παρειακά επιχρίσματα που λήφθηκαν από τους κατηγορούμενους πλην όμως δεν προέκυψε οποιαδήποτε σύνδεση.

Η μαρτυρία της ΜΚ2 γίνεται αποδεκτή.

 

O ΑΑ, ΜΚ3, ήταν το πρόσωπο στο αυτοκίνητο του οποίου τοποθετήθηκαν τα επίδικα ναρκωτικά. Είχε συλληφθεί και είχε δώσει κατάθεση τεκμήριο 27, ως ύποπτο πρόσωπο. Βέβαια η τροπή της υπόθεσης ήταν διαφορετική, όπως φάνηκε σε κατοπινό στάδιο. Δεν έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο ΜΚ3 παρέθεσε τα γεγονότα όπως ακριβώς διαδραματίστηκαν. Απαντούσε με σταθερότητα, αμεσότητα και σαφήνεια. Κατά το στάδιο της αντεξέτασης του και σε υποβολές που του υποβλήθηκαν από πλευράς συνηγόρου υπεράσπισης και που είχαν σαν στόχο να δημιουργήσουν αμφιβολία ως προς τα λεχθέντα του ΜΚ3 και που είχαν σχέση με τις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, έπεσαν στο κενό. Ανέφερε ο μάρτυρας αναφορικά με τη σχέση που είχε με την ΓΑ και την ανάμειξη που είχε η μητέρα της τελευταίας στην εν λόγω σχέση. Είπε ο μάρτυρας ότι όπου πήγαιναν με την Γ, η μητέρα της εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά τους, πήγαινε στο σπίτι τους στη Λευκωσία και τον παρακολουθούσε. Σε συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση που αναμενόταν κακοκαιρία είδαν ξαφνικά την μητέρα της να είναι στο παράθυρο του αυτοκινήτου που επέβαιναν. Αναφέρθηκε περαιτέρω ο μάρτυρας και στις προτροπές της κατηγορούμενης 2 να διακόψει τη σχέση του με την κόρη της. Τελικά του είπε «ή εν να υποσχεθείς ότι εν να κόψεις που την Γ ή εν να με αναγκάσεις να χρησιμοποιήσω άλλους τρόπους» κάτι το οποίο εξέλαβε ως απειλή. Στις 24/10/2022 δέχθηκε δύο αναπάντητες κλήσεις από δύο άγνωστους αριθμούς. Όταν τους κάλεσε πίσω ο ένας του είπε ότι ήταν ο Π , που έχει γραφείο στοιχημάτων στη Λάρνακα και του είπε να πάει από εκεί για να συζητήσουν μία κουβέντα. Μετά πήρε τηλέφωνο τον άλλο αριθμό και απάντησε κάποιος ο οποίος του είπε ότι ήταν ο ΨΨ ο οποίος του είπε να συναντηθούν στη Λάρνακα γιατί πειράζει «μια κορούα». Όταν του είπε ότι δεν είχε αυτοκίνητο για να πάει στη Λάρνακα του απάντησε «αφού εν έτσι εν να πιάσω τον φίλο μου τον Αλέξη και αλλό 2-3 άτομα και να έρτουμε εμείς Λευκωσία να σε έβρουμε». Του είπε περαιτέρω «εν να σου πούμε 2-3 κουβέντες και αν δεν καταλάβεις έχει και άλλους τρόπους». Ο ΜΚ3 τηλεφώνησε στον πατέρα του και του ανέφερε ότι τον απειλούν στέλνοντας του και τους αριθμούς των τηλεφώνων. Ανέφερε περαιτέρω ότι φοβήθηκε, παρά ταύτα όμως πήγε στη συνάντηση και επειδή ήταν με παρέα ένιωθε λίγο καλύτερα. Στις 27/10/2022 του έστειλε γραπτό μήνυμα ο ΨΨ  και του έγραψε «φίλε πάρε με να σου πω κάτι να τελειώνει η Παρεξήγηση». Τον πήρε τηλέφωνο και έκλεισαν ραντεβού για τις 28/10/2022 στις 5 η ώρα στο καφενείο του. Στις 28/10/2022 είπε στον φίλο του τον ΦΑ να πάει μαζί του στη συνάντηση επειδή δεν ήθελε να πάει μόνος του και θα ήταν πιο ασφαλής. Στο ενδιάμεσο και κατά τη διάρκεια που πήγαιναν προς τη συνάντηση ο ΨΨ  του τηλεφωνούσε κάθε λίγο με επίμονο τρόπο για να τον ρωτήσει αν πάει στο ραντεβού τους. Κατά την άφιξη τους εκεί πήγε να σταθμεύσει μπροστά, όμως κάποιος κύριος που ήταν εκεί του είπε να μπει μέσα στην πολυκατοικία και να σταθμεύσει πίσω κοντά σε ένα τοίχο, όπως και έπραξε. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο με τον ΦΑ  να μένει εντός αυτού. Ο ΨΨ  τότε του είπε να κατεβεί και ο ΦΑ με τον τελευταίο να ακολουθεί την υπόδειξη. Τους έβαλε μέσα σε ένα γραφείο όπου πίσω τους είχε τηλεόραση η οποία ήταν κάμερες με όλες τις οθόνες να ήταν μαύρες εκτός από μία που έδειχνε το αυτοκίνητο του. Όταν είδαν την οθόνη αμέσως άλλαξε κανάλι λέγοντας τους ότι ήθελε να δει ιπποδρομίες γιατί είχε στοιχηματίσει. Τον ρώτησε αν αγαπά την Γ και στην καταφατική απάντηση του του είπε να της βάλει βέρα για να γλυτώσει και «από την πελλή την μάνα της». Στη συνέχεια τον ρωτούσε επίμονα πότε θα φύγει να πάει Λευκωσία. Όταν πέρασαν περίπου 20 λεπτά σηκώθηκε ξαφνικά και τους είπε να φύγουν και ότι δεν θα τον ξαναενοχλούσαν. Τους φάνηκε ύποπτο αυτό που συνέβηκε, με τον ΦΑ  να του λέει να σταματήσει σε κάποιο σημείο για να ελέγξει γιατί μπορεί να τους έβαλαν βόμβα. Στη συνέχεια μετέφερε τον ΦΑ  εκεί από όπου τον παρέλαβε, πήγε στο σπίτι του στην Αραδίππου και στη συνέχεια όταν ξεκίνησε για την Λευκωσία ανακόπηκε από την Αστυνομία. Ανέφερε περαιτέρω ότι είπε στον πατέρα του ότι τον απειλούν. Ρωτήθηκε από τον συνήγορο υπεράσπισης αν κατά το χρόνο που βρισκόταν στο καφενείο ο κατηγορούμενος 1 έφυγε από κοντά τους με τον μάρτυρα να απαντά ότι βγήκε έξω για ένα με δύο λεπτά. Το ότι δεν το ανέφερε στην κατάθεση του δεν θεωρούμε ότι πλήττει την αξιοπιστία του μάρτυρα. Είναι μεν ένα σημαντικό στοιχείο το οποίο όμως θα πρέπει να κριθεί στα πλαίσια της κατάστασης που βρισκόταν ο ΜΚ3 και ότι όταν έδιδε την κατάθεση του θεωρείτο και ο ίδιος ως ύποπτος. Θεώρησε περαιτέρω ότι η συζήτηση για διάφορα άσχετα θέματα δεν ήταν για να σπάσει ο πάγος μεταξύ τους αλλά για να τους καθυστερήσει για κάποιο άλλο λόγο όπως προέκυψε από τα ίδια τα γεγονότα.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ3.

 

Ο ΦΑ, ΜΚ4, ήταν φίλος του ΜΚ3 με τον οποίο μετέβηκε στο καφενείο του κατηγορούμενου 1 στις 28/10/2022. Ο εν λόγω μάρτυρας αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του τεκμήριο 28 όπου περιγράφει το τι επεσυνέβηκε και τι διαμείφθηκε τόσο πριν όσο και κατά, αλλά και μετά τη συνάντηση με τον κατηγορούμενο 1. Η εντύπωση που αποκομίσαμε από τον εν λόγω μάρτυρα ήταν θετική. Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν πράγματα τα οποία αναφέρθηκαν από τον ΜΚ3, όπως λόγου χάριν η προτροπή του κατηγορούμενου 1 στον ΜΚ3 να βάλει βέρα στην Γ για να γλυτώσει από την μητέρα της, κάτι το οποίο ως ανέφερε δεν άκουσε, εντούτοις το στοιχείο αυτό δεν πλήττει την αξιοπιστία του μάρτυρα. Επί της ουσίας οι θέσεις του παρέμειναν ακλόνητες. Ανέφερε για τη μετάβαση τους στο καφενείο του κατηγορούμενου 1 και ότι ο τελευταίος τηλεφωνούσε στον ΜΚ3 αν πήγαιναν, το ότι φαινόταν ανυπόμονος και ότι τους υποδείχθηκε ακριβώς που να σταθμεύσουν το αυτοκίνητο τους. Αν και παρέμεινε εντός του οχήματος εντούτοις κλήθηκε να κατεβεί όπως και έπραξε. Αναφέρθηκε στο τι λέχθηκε σε σχέση με την Γ και ότι σε κάποια φάση γύρισε και είδε την τηλεόραση όπου το μόνο που απεικονιζόταν ήταν από την κάμερα που έδειχνε το αυτοκίνητο του ΜΚ3. Πρόσθεσε ότι όταν ο κατηγορούμενος τον είδε που κοίταξε την οθόνη άλλαξε κανάλι λέγοντας ότι ήθελε να δει ιππόδρομο διότι στοιχημάτισε. Είπε επίσης ότι δεν θα τον ξαναενοχλήσουν και με ξαφνικό τρόπο τους έδειξε να φύγουν. Μετά που έφυγαν είπε στον ΜΚ3 να σταματήσει το αυτοκίνητο και έλεγξε από κάτω μήπως και τους είχαν τοποθετήσει βόμβα. Αναφέρθηκε τέλος ο μάρτυρας και στο ότι ο κατηγορούμενος 1 σε κάποια στιγμή ενώ ήταν στη συνάντηση έφυγε για περίπου ένα λεπτό.

Η μαρτυρία του ΜΚ4 γίνεται αποδεκτή.

 

Αποδεκτή γίνεται και η μαρτυρία του ΜΚ5, πατέρα του ΜΚ4. Ήταν σαφής, άμεσος και σταθερός στις τοποθετήσεις του χωρίς η αξιοπιστία του να κλονίζεται καθ΄ οιονδήποτε στάδιο της αντεξέτασης του. Σε κάθε περίπτωση αναφέρθηκε στις δικές του ενέργειες όταν πληροφορήθηκε από τον γιο του ΜΚ3, για τα τηλεφωνήματα που δέχθηκε και τη συνάντηση που είχε με τον κατηγορούμενο 1. Στην κατάθεση του τεκμήριο 29 ανέφερε ότι στις 24/10/2022 ενημερώθηκε από τον γιο του ότι δεχόταν απειλές από τον ΨΨ με σκοπό να τον πείσουν να διακόψει τη σχέση του με την Γ. Επικοινώνησε ο ίδιος με τον κατηγορούμενο 1 ζητώντας του τον λόγο για τον οποίο απειλεί τον γιο του. Στις 26/10/2022 πήγε στο καφενείο του κατηγορούμενου 1 ο οποίος του έδειξε ένα χαρτί που έγραφε πάνω «ΜΒΕ 099 και 99865832». Του έδειξε το χαρτί για το ότι τα είχε σημειωμένα για να πήγαιναν με τον Π να δέρουν τον γιο του αλλά επειδή έμαθε ότι είναι γιος του δεν θα το έκανε. Την 31/10/2022 τον κάλεσε ο ΨΨ  και συναντήθηκαν και του έδωσε τον αριθμό τηλεφώνου 99276608 λέγοντας του «τούτος εν ο αριθμός τηλεφώνου τζίνου που έβαλε τα ναρκωτικά του γιου σου στο αυτοκίνητο». Δεν θυμόταν να πει αν τον ρώτησε ποιου είναι ο αριθμός τηλεφώνου παρά μόνο ότι πήγε στην Αστυνομία και έδωσε κατάθεση. Ανέφερε περαιτέρω ότι ο γιος του όταν είχε συλληφθεί παρέμεινε υπό κράτηση για 8 μέρες, έχασε τα μαθήματα του στο Πανεπιστήμιο, δημιουργήθηκαν προβλήματα στις σπουδές του και είχε και ψυχολογικά θέματα.

 

Ο ειδικός αστυφύλακας 5425 Παναγιώτης Χριστοδούλου, ΜΚ6, κρίνεται ως ανεξάρτητος μάρτυρας. Στην κατάθεση του τεκμήριο 31 αναφέρει τις ενέργειες του ως προς τη διερεύνηση της υπόθεσης. Η μαρτυρία του παρέμεινε αλώβητη. Στις 2/11/2022, κατόπιν οδηγιών που έλαβε, μετέβηκε μαζί με συναδέλφους του στην ΥΚΑΝ στο καφενείο του κατηγορούμενο 1 στην οδό [ ] στη Λάρνακα όπου με οδηγίες του αστυφύλακα 3796 Αργύρη Χρυσοστόμου, προχώρησε στην αποσύνδεση του συστήματος διαχείρισης εικόνας του υποστατικού το οποίο και συσκεύασε σε φάκελο τεκμηρίων. Το τεκμήριο κατά την παρουσία του στο μέρος βρισκόταν σε λειτουργία. Στο μέρος βρισκόταν και ο κατηγορούμενος 1. Ανέφερε περαιτέρω ότι είναι τεχνικός ηλεκτρολογίας στο Cyprus College χωρίς όμως να γνωρίζει το ποιο ήταν το software του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης. Εξήγησε τη διαδικασία παραλαβής του τεκμηρίου, ότι χρησιμοποίησε κωδικό πρόσβασης και μπήκε στο σύστημα, έλεγξε ότι είχε δεδομένα, ότι κατέγραφε και αφού το αφαίρεσαν το έβαλαν σε φάκελο συσκευασίας. Δεν γνώριζε να πει πόσης χωρητικότητας ήταν το καταγραφικό και δεν ήταν δική του δουλειά να προβεί σε αντιγραφή του δίσκου. Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ6.

 

Ο Ανδρέας Γιαννάκη, ΜΚ7, σύμφωνα με την κατάθεση του τεκμήριο 32, είναι ηλεκτρονικός και ασχολείται με αυτοματισμούς. Προηγουμένως ασχολείτο με την εγκατάσταση συστημάτων παρακολούθησης και εγκατέστησε ένα κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης στο καφενείο του ΨΨ στην οδό [ ] στη Λάρνακα. Εξήγησε ο μάρτυρας ότι στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης έχει εγκατεστημένες 7 κάμερες οι οποίες καλύπτουν εσωτερικά και εξωτερικά του καφενείου. Η μαρτυρία του ΜΚ7 περιστράφηκε γύρω από το εν λόγω σύστημα χωρίς η αξιοπιστία του να κλονίζεται. Είχε όμως κληθεί στις 28/10/2022 από τον κατηγορούμενο 1 που του είπε να περάσει από το καφενείο διότι τον χρειαζόταν χωρίς να του αναφέρει το λόγο. Επισκέφθηκε το καφενείο στις 2/11/2022 όπου εκεί βρίσκονταν ο κατηγορούμενος 1 με την σύζυγο του. Ο κατηγορούμενος 1 του ζήτησε να καθαρίσει τον σκληρό δίσκο του κυκλώματος παρακολούθησης. Χωρίς να ρωτήσει οτιδήποτε άλλο προχώρησε και έκανε format τον δίσκο σβήνοντας όλα τα δεδομένα που ήταν καταγραμμένα μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Η εργασία αυτή του πήρε πέντε λεπτά περίπου. Δεν έλεγξε τι καταγραφές είχε ο δίσκος. Εξήγησε ότι εάν κάνει κάποιος format τον δίσκο επειδή αυτός διπλογράφει υπάρχει πιθανότητα μετά από κάποια επεξεργασία να βρεις κάποια κομμάτια. Διαφώνησε ότι όταν κάνεις format ένα δίσκο αλλάζουν οι ονομασίες του φακέλου και δεν τις βρίσκεις πάνω στο δίσκο. Ανέφερε ότι υπάρχει διαγραφή χωρίς όμως να γνωρίζει αν υπάρχουν λογισμικά που επαναφέρουν στο δίσκο ότι είχε καταγράψει.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ7.

 

Ο αρχιαστυφύλακας1080 Βάσος Βαρνάβας, ΜΚ8, στην κατάθεση του τεκμήριο 33 καταγράφει την εμπλοκή και ενέργειες του σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση. Αναφέρει ότι υπηρετεί στην ΥΚΑΝ Αρχηγείου και είναι αποσπασμένος στο Κλιμάκιο ΥΚΑΝ Λάρνακας. Στις 28/10/2022 λήφθηκε πληροφορία ότι ο ΑΑ θα προέβαινε σε διακίνηση μεγάλης ποσότητας κοκαΐνης. Η πληροφορία ήταν ότι θα αναχωρούσε από τη Λάρνακα με προορισμό τη Λευκωσία με το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής [ ] μέσα στο οποίο θα ήταν επιμελώς κρυμμένη μεγάλη ποσότητα κοκαΐνης. Ο μάρτυρας απαντούσε με ευθύτητα και σταθερότητα χωρίς υπεκφυγές και χωρίς προσπάθεια υποβοήθησης της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή. Παρέθεσε με ευκρίνεια για το τι ο ίδιος έπραξε στα πλαίσια των καθηκόντων του. Ανέφερε για τη διακριτική παρακολούθηση του οχήματος που οδηγούσε ο ΜΚ3 και για την ανακοπή του παρά την έξοδο του Πέρα Χωρίου Νήσου. Πληροφόρησε τον ΜΚ3 για την ιδιότητα του και το σκοπό της παρουσίας του και αφού του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο ο τελευταίος του απάντησε «κάμετε έρευνα, εγώ δεν έχω μαζί μου ναρκωτικά». Σε προκαταρκτική έρευνα δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε. Λόγω του σκοταδιού και της πυκνής τροχαίας κίνησης η έρευνα συνεχίστηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Πέρα Χωρίου. Εντός του εσωτερικού πλαστικού καλύμματος του μπροστινού δεξιού τροχού εντοπίστηκαν δύο πλαστικά γάντια χειρός όπου στο ένα υπήρχαν 22 νάιλον διαφανείς συσκευασίες κλειστές διά καψίματος που περιείχαν άσπρη σκόνη και στο άλλο 21 νάιλον συσκευασίες. Διενεργήθηκε έλεγχος σε μία εκ των συσκευασιών με τη βοήθεια ειδικού αντιδραστηρίου με θετική ένδειξη στην κοκαΐνη. Αφού υπέδειξε όλες τις συσκευασίες στον ΜΚ3 του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο με τον τελευταίο να απαντά «δεν ξέρω τίποτε για τούτα». Περιέγραψε περαιτέρω ο μάρτυρας και τις επόμενες ενέργειες του ως αυτές καταγράφονται στην κατάθεση του τεκμήριο 34, που αφορούσαν 7 υποδείξεις σκηνών από τον κατηγορούμενο 1, τεκμήριο 35. Αναγνώρισε ο μάρτυρας τη φωτογραφία του τεκμηρίου 24, που του υποδείχθηκε από τον ΜΚ1 στο κινητό του τηλέφωνο για το που ακριβώς έπρεπε να ελέγξει για να εντοπιστούν τα ναρκωτικά και που είναι η φωτογραφία δεξιά που το δάκτυλο δείχνει το σόφτερο. Αναγνώρισε επίσης και τις φωτογραφίες του τεκμηρίου 2 τις οποίες και επεξήγησε. Διευκρίνισε ότι κατά την υπόδειξη των σκηνών η κατηγορούμενη 2 δεν ήταν παρούσα και δεν μπορούσε να προσδιορίσει τον ακριβή χρόνο που χρειάστηκαν για να εντοπίσουν τα ναρκωτικά. Είπε επίσης ότι έκαναν ενέργειες για κάμερες στους χώρους που υπέδειξε ο κατηγορούμενος 1 και εκεί όπου εντοπίστηκαν κάμερες λήφθηκε το περιεχόμενο τους.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ8.

 

Η ΓΑ, ΜΚ9, αναγνώρισε και υιοθέτησε τις καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία τεκμήρια 36, 37 και 38. Σε αυτές αναφέρεται η σχέση της με τον ΜΚ3, τα διάφορα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στη σχέση τους, που επέφεραν και τον κατά διαστήματα χωρισμό τους. Στην πρώτη κατάθεση της τεκμήριο 36, καταγράφει την έκπληξη της όταν έμαθε ότι ο ΜΚ3 συνελήφθηκε για υπόθεση ναρκωτικών αφού ουδέποτε περίμενε ότι ο τελευταίος θα είχε σχέση με ουσίες. Γνώριζε όμως ότι τον τελευταίο καιρό, από ότι την πληροφόρησε ο ΜΚ3, κάποιοι άνδρες τον έπαιρναν τηλέφωνο και τον απειλούσαν για να χωρίσει μαζί της. Στη δε κατάθεση της τεκμήριο 37 καταγράφει το τι διαδραματίστηκε μετά που έμαθε ότι ο ΜΚ3 είχε συλληφθεί αλλά και το τι επεσυνέβηκε όταν το ανέφερε στην κατηγορούμενη 2 μητέρα της. Στην κατάθεση της τεκμήριο 38 αναφέρεται για την αναγνώριση που έλαβε χώρα στον Αστυνομικό Σταθμό Αραδίππου στις 3/12/2022. Η εν λόγω μάρτυρας κρίνεται ως μάρτυρας της αλήθειας. Σε κάθε περίπτωση αυτό που προκύπτει από τις καταθέσεις της είναι ότι δεν είχε ουσιαστική γνώση ως προς τις ενέργειες ή και προσπάθειες που γίνονταν για να επιτευχθεί ο χωρισμός της από τον ΜΚ3. Η γνώση της προς τούτο προερχόταν από αναφορές του ΜΚ3. Ανέφερε ότι η πρώτη φορά που είδε τον κατηγορούμενο 1 ήταν όταν συναντήθηκαν στους Τρούλλους χωρίς να θυμάται όμως την ημερομηνία και της είχε ζητηθεί μάλιστα να πιστώσει την κάρτα στο κινητό του. Ανέφερε ότι η μητέρα της ουδέποτε της είπε ότι δεν ήθελε τον ΜΚ3 και απλά κάποιες φορές της έδινε συμβουλές για το τι εκείνη πίστευε. Ουδέποτε της είπε να μην είναι μαζί του. Η αναφορά που της έγινε από τον ΜΚ3 ως προς το πρόσωπο που τον απειλούσε έφερε το όνομα ΨΨ . Δεν γνώριζε κατά το χρόνο των συμβάντων ότι η μητέρα της πλήρωνε για να την χωρίσει από τον ΜΚ3. Γνωρίζει όμως τώρα ότι υπάρχουν τέσσερεις κατηγορούμενοι, ότι έγιναν κάποιες συνομωσίες για να χωρίσει με τον ΜΚ3 και ότι ο ΨΨ  είπε στη μητέρα της διάφορα πράγματα δηλαδή ότι την παρενοχλούσε ή ότι της έδιδε χάπια. Δεν θεωρεί όμως, ως η ίδια πιστεύει, ικανή τη μητέρα της να κάνει κάτι για να ενοχοποιήσουν τον ΜΚ3.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της ΜΚ9.

 

Ο ΜΚ10, πατέρας της ΜΚ9 και πρώην σύζυγος της κατηγορούμενης 2 δημιούργησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Ήταν άμεσος και σταθερός στις απαντήσεις του αναφέροντας το τι ο ίδιος γνώριζε σε σχέση με την υπόθεση. Δεν προέκυψε οτιδήποτε το οποίο θα διαφοροποιούσε την εντύπωση την οποία έχουμε δημιουργήσει ως προς την αξιοπιστία του. Σε κάθε περίπτωση η γνώση του περί των διαδραματισθέντων ήταν περιορισμένη. Γνώριζε ότι η θυγατέρα του ΜΚ10 είχε σχέση με τον ΜΚ3 και ότι πληροφορήθηκε από την κόρη του ότι κάποιος ΨΨ  απειλεί τον ΜΚ3 για να την χωρίσει. Επικοινώνησε με τον ΨΨ και τον ρώτησε γιατί απειλεί τον ΜΚ3. Η απάντηση που έλαβε ήταν διάφορες ασυναρτησίες και δεν ξανασχολήθηκε μαζί του αν και ο κατηγορούμενος 1 του τηλεφώνησε πολλές φορές χωρίς όμως ο ίδιος να απαντά. Στις 28/10/2022 έλαβε μήνυμα από τον κατηγορούμενο 1 που του έλεγε «ΕΛΑ ΦΙΛΕ ΑΠΑΝΤΑ ΜΟΥ ΨΨ ΙΔΕΕΣ ΤΙΠΟΤΑ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ». Στη συνέχεια του έστειλε και δεύτερο μήνυμα με περιεχόμενο «ΕΛΑ ΦΙΛΕ ΜΟΥ ΙΔΕΕΣ ΤΑ ΝΕΑ ΣΗΛΑΒΑΝΕ ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ». Διευκρίνισε ο μάρτυρας ότι η φράση στην κατάθεση του «το μόνο που έχω να πω είναι ότι λυπούμαι για τις κόρες μου» δεν είναι που τις έμπλεξε αλλά αν συμβεί κάτι στη μητέρα τους θα ταλαιπωρούνται. Είπε περαιτέρω ότι η φράση του «η ΚΚ είναι ο άνθρωπος που θέλει να έχει τον πλήρη έλεγχο σε όλους και σε όλα» ήταν καθαρά για το χαρακτήρα της.

Η μαρτυρία του ΜΚ10 γίνεται αποδεκτή.

 

Ο ΒΑ, ΜΚ11, προέκυψε ότι εργάζεται μαζί με τον κατηγορούμενο 3. Υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του τεκμήριο 40 όπου αναφέρει ότι γνωρίζει και τον κατηγορούμενο 1 για πολλά χρόνια. Η προσπάθεια που καταβλήθηκε από πλευράς υπεράσπισης ήταν να αναδείξει ότι ο εν λόγω μάρτυρας είχε εμπλοκή στην υπόθεση κάτι που ο ίδιος αρνήθηκε. Ανέφερε ο μάρτυρας ότι μέσα στον Οκτώβριο του 2022 και ενώ βρισκόταν μαζί με τον κατηγορούμενο 3, ο κατηγορούμενος 1 τους είπε να πάνε στο σπίτι της αδελφής του (του κατηγορούμενου 1) για μια υπόθεση με έπιπλα σε ένα σπίτι που πωλήθηκε και το οποίο βρισκόταν δίπλα από την αδελφή του κατηγορούμενου 1 και ότι θα τα έπαιρνε κάποια γνωστή του με το όνομα Άννα. Παρά το ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στον κατηγορούμενο 1 εντούτοις πήγαν όπου εκεί ήταν η αδελφή του και ακόμη μία γυναίκα γύρω στα 50 χρονών περίπου με γκρίζα μαλλιά την οποία πρώτη φορά έβλεπε. Κάθισαν στο σαλόνι όπου η αδελφή του ΨΨ τους κέρασε από ένα «κεφτέ» και ο ΨΨ  έφυγε και πήγε σε άλλο δωμάτιο με την εν λόγω κυρία και μιλούσαν. Ο ίδιος δεν κατάλαβε ποια ήταν η σχέση του κατηγορούμενου 1 με τη γυναίκα αυτή και ούτε έδωσε σημασία. Δέχθηκε ότι γνωρίζει να ξηλώνει φτερά αυτοκινήτων και να τα βάλλει πίσω και ότι είναι καλός ισιωτής. Έχει δύο χρόνια να μεταβεί στο καφενείο του κατηγορούμενου 1. Αρνήθηκε ότι οδήγησε ποτέ το όχημα μάρκας Nissan March με αριθμούς εγγραφής [ ]. Αρνήθηκε περαιτέρω ότι στις 28/10/2022 ήταν ο οδηγός του εν λόγω οχήματος και σε αυτό βρισκόταν και ο κατηγορούμενος 3. Δήλωσε ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτε και ότι είναι έτοιμος και πρόθυμος να δώσει δείγμα γενετικού υλικού για εξετάσεις. Δεν άκουσε τις συζητήσεις που ο ΨΨ  έκανε με την άλλη γυναίκα που ήταν εκεί αφού το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως θα γλύτωνε την αναφερόμενη Άννα από τον κατηγορούμενο 1 σε σχέση με τα έπιπλα. Ήθελε να την προστατεύσει αφού μιλούσαν για ένα ποσό €80.000 και ότι ήταν αντίκες ενώ τελικά τα έπιπλα ήταν «παλιοκαναπέδες». Είπε τέλος ότι τον κατηγορούμενο 4 δεν τον γνωρίζει. Να πούμε αρχικά ότι ο ΜΚ11 είχε κάθε λόγο να μην πει την αλήθεια στο Δικαστήριο αφού εργαζόταν και συνεχίζει να εργάζεται με τον κατηγορούμενο 3. Ερωτήματα δημιουργούνται ως προς τις τοποθετήσεις του αρχικά για την γνωριμία του με τον κατηγορούμενο 1 και στη συνέχεια για την επίσκεψη τους στην οικία της αδελφής του τελευταίου. Αν και δεν πήγαινε πολύ συχνά στο καφενείο του παρά μόνο για παρέα κάποιου Χατζηαντώνη που έχει αποβιώσει τώρα, εν τούτοις κλήθηκε από τον κατηγορούμενο 1 να πάει σαν μεσάζοντας για την πώληση επίπλων σε κάποια γνωστή του με το όνομα Άννα. Αν και δεν είναι ειδικός εν τούτοις αποφάνθηκε ότι τα έπιπλα που ισχυρίστηκε ότι θα πουλούσαν στην αναφερόμενη Άννα δεν ήταν αξίας και προσπαθούσε μάλιστα να την προστατεύσει να μην την ξεγελάσουν. Να προστεθεί εδώ ότι, σύμφωνα με την μαρτυρία του ΜΚ11, ξαναπήγε στο σπίτι της αδελφής του κατηγορούμενου 1 όπου ήταν παρών και ο σύζυγος της. Δεν διευκρινίστηκε όμως ούτε πότε ήταν αυτή η δεύτερη φορά, ούτε και ποιοι ήταν παρόντες αλλά ούτε και για ποιο λόγο ξαναπήγε. Περαιτέρω αν και ήταν παρών και που σύμφωνα με τα λεγόμενα του ήταν για έπιπλα, δεν άκουε τις συζητήσεις που γίνονταν. Πρόσθεσε μάλιστα ότι δεν άκουε τίποτα διότι ήταν συγχυσμένος. Διερωτόμαστε για ποιο λόγο. Πήγε ως μεσάζοντας, ως ο ίδιος ανέφερε, για πώληση επίπλων δεν άκουε τις συζητήσεις και στόχος του παρά ταύτα ήταν να προστατεύσει αυτή την Άννα που θα τις πωλούσαν τα έπιπλα. Χαρακτηριστική είναι και η απάντηση που έδωσε για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του «Α. Όχι, τζιαι λαλώ σου τζιείντην ώρα δεν ήμουν καλά και εν λογικό να ξιάσω κάτι αφού σκεφτόμουν πως θα γλιτώσω την κοπελλούα.». Ακόμα και η αναφορά του ότι κατά την παραμονή του στο σπίτι της αδελφής του κατηγορούμενου 1, η τελευταία του πρόσφερε κεφτέ και έφαγε, δεν αποτελεί παρά εγχείρημα για να πείσει για τα λεχθέντα του και να προσδώσει  μία ελαφρότητα στο τι ακριβώς συνέβηκε εκεί.

Η μαρτυρία του ΜΚ11 δεν γίνεται δεκτή.

 

Η ΣΚ, ΜΚ12, σύζυγος του κατηγορούμενου 1, υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης της τεκμήριο 41. Αναφέρει ότι είναι παντρεμένη με τον κατηγορούμενο 1 εδώ και 17 χρόνια και έχουν τρία παιδιά. Στις  28/10/2022 και ενώ βρισκόταν στο καφενείο πήγαν δύο νεαρά παιδιά και στάθμευσαν το αυτοκίνητο τους πίσω από το καφενείο και μπήκαν στο γραφείο μαζί με τον κατηγορούμενο 1. Σε κάποια στιγμή  είδε ένα αυτοκίνητο μπλε δίπλα από  το αυτοκίνητο των νεαρών και σκυφτό τον Η που τον φωνάζουν και Χ, να κάνει κάτι στο  δεξιό μπροστινό τροχό του αυτοκινήτου των νεαρών. Μόλις την είδε ο Χ ότι τον είδε μπήκε στο αυτοκίνητο συνοδηγός και έφυγαν. Όταν έφυγαν οι νεαροί ρώτησε τον κατηγορούμενο 1 τι ήταν αυτό που είδε με τον τελευταίο να της λέει να μην εμπλέκεται και είναι δουλειά του Χ. Είχε όμως αποθηκεύσει τη σκηνή στο κινητό της και του έλεγε ότι θα πάει στην αστυνομία. Τηλεφώνησε μάλιστα στον Χ, όταν συνελήφθηκε ο κατηγορούμενος 1 και του είπε ότι θα πάει την αστυνομία αλλά αυτός της είπε να μην μιλήσει. Όταν τσακώθηκε με  τον κατηγορούμενο 1 αυτός της είπε ότι ο Χ και μια φίλη της αδελφής του συμφώνησαν να παγιδεύσουν το νεαρό με ναρκωτικά για να τον συλλάβει η αστυνομία και ο κατηγορούμενος απλά τους έφερε σε επαφή. Επικοινώνησε και με την ΜΜ η οποία της είπε να μην φοβάται. Ανέφερε τέλος ότι λίγες μέρες πριν τη σύλληψη του κατηγορούμενου 1 πήγε στο καφενείο η ΜΜ και ήθελε να πάρει κάτι τηλέφωνα μιας ΓΚ που κρατούσε ο κατηγορούμενος 1. Έχουμε διεξέλθει με προσοχή την μαρτυρία της ΜΚ12 και παρά τις κάποιες μικροαντιφάσεις που εντοπίζονται στην μαρτυρία της όπως λόγου χάριν ότι ενώ στην κατάθεση της λέει ότι ο κατηγορούμενος ήταν σκυφτός στον δεξί τροχό του οχήματος τη στιγμή που κατά την ένορκη μαρτυρία της είπε στον αριστερό  δεν είναι ικανά να κλονίσουν την καλή εντύπωση που αποκομίσαμε. Σε κάθε περίπτωση όταν της υποδείχθηκε αυτό το σημείο  κατά την αντεξέταση της προέκυψε ότι επρόκειτο περί γλωσσικού ολισθήματος. Είχε υποβληθεί στην μάρτυρα το εξής: «Ε. Αυτό που θέλω να σου πω είναι ότι στην κατάθεση σας λέτε ότι ήταν σκυμμένος στη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου και σήμερα εδώ μας λέτε τον είδες στον αριστερό τροχό;

Α. Δεν είπα  αριστερά, δεξί είπα.

Ε. Σου υποβάλλω ότι είναι αριστερά που είπες.

Α. Και εγώ σας λέω δεξί.».

Είναι σαφές ότι η ΜΚ12 έκφρασε με απόλυτη σιγουριά ότι είδε σκυφτό τον κατηγορούμενο 3 στον δεξιό τροχό του οχήματος. Ούτε βέβαια και η μη σαφήνεια ως προς τον ακριβή χρόνο που βρισκόταν ο κατηγορούμενος 3 στο σημείο και αν ήταν για 7 ή 8 ή 10 λεπτά μπορεί να  θεωρηθεί ως στοιχείο καταλυτικής σημασίας που θα έπληττε την αξιοπιστία της. Το σημαντικό είναι αν όντως ο κατηγορούμενος τοποθετείται κατά  τον κρίσιμο χρόνο στο επίδικο σημείο όπου βρισκόταν σταθμευμένο το όχημα του ΜΚ3. Αποτέλεσε ζήτημα της αντεξέτασης της μάρτυρος και ο λόγος που δεν προέβηκε σε καταγγελία στην αστυνομία για  απειλές που δέχθηκε. Το ζήτημα αυτό βέβαια  συνδέεται με τον ΜΚ11 για τον οποίο όντως η ΜΚ12 δεν προβαίνει σε αναφορά στην κατάθεση της. Ο ΜΚ11 φέρεται να ήταν μαζί με τον κατηγορούμενο 3 στο σημείο που ήτα σταθμευμένο το όχημα του ΜΚ3 και φέρεται μάλιστα να είναι ο οδηγός κατά την απομάκρυνση τους από εκεί. Είναι για αυτό το άτομο που η ΜΚ12 είπε ότι δέχθηκε απειλές. Θεωρούμε λογική την εξήγηση που έδωσε ότι δηλαδή δεν υπήρχε κάποιος άλλος λόγος που δεν μίλησε στην αστυνομία για το συγκεκριμένο άτομο. Η ΜΚ12 στην κατάθεση  της τεκμήριο 41, προβαίνει σε ονομαστικές αναφορές για όλα τα φερόμενα ως εμπλεκόμενα στην υπόθεση πλην του ΜΚ11. Θεωρούμε ότι δεν υπήρχε λόγος να τον αναφέρει στο Δικαστήριο τη στιγμή που δεν είναι καν κατηγορούμενος.  Είναι κατά την κρίση μας ένα στοιχείο που καταδεικνύει και την αξιοπιστία της μάρτυρος. Εξήγησε περαιτέρω ότι δεν προέβηκε  σε καταγγελία  στην αστυνομία διότι μόλις ξεκίνησαν τα Δικαστήρια  σταμάτησαν οι απειλές. Αντεξετάστηκε η μάρτυρας και για βίντεο που είχε αποθηκεύσει στο κινητό της τηλέφωνο και έδειχνε την σκηνή και το οποίο όμως έχει διαγράψει. Της υποβλήθηκε ότι ουδέποτε υπήρχε τέτοιο βίντεο με την μάρτυρα να επιμένει στη θέση της. Θα ήταν όντως ευχερές να υπήρχε το αναφερόμενο βίντεο. Το ότι όμως δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μεταβάλλει την εντύπωση που η μάρτυρας δημιούργησε στο Δικαστήριο τη στιγμή μάλιστα που ήταν κάτι που ανέφερε και στην κατάθεση της αλλά εξέφρασε και την προθυμία και ετοιμότητα να παραδώσει το τηλέφωνό της στην αστυνομία για να καταβληθεί προσπάθεια ανάκτησης του. Αυτό που θα πρέπει να πούμε ότι  η μαρτυρία της ΜΚ12 σε σχέση με το τι η ίδια  είδε το απόγευμα της 28/10/2022 έξω από το καφενείο στην οδό [ ]στην Λάρνακα όπου ήταν σταθμευμένο το όχημα του ΜΚ3 παρέμεινε αδιάσειστο. To γεγονός ότι το υλικό που καταγράφηκε από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του υποστατικού του κατηγορουμένου ανακτήθηκε, αλλά η εξεταστής της υπόθεσης, ΜΚ2, έκρινε ότι δεν υπήρχε κάτι σχετικό με την υπόθεση, δεν καταρρίπτει την αξιοπιστία της ΜΚ12. Συγκεκριμένα, σημειώνουμε ότι το εάν κάποιο οπτικό υλικό περιέχει σχετικό υλικό ή όχι συνιστά αξιολογική κρίση, η οποία απογυμνωμένη από γεγονότα δεν μπορεί να αξιολογηθεί με τρόπο, ώστε να προσκρούει σε εαυτό η μαρτυρία της ΜΚ12 ή οι δυο αναφορές να κρίνονται εκ των πραγμάτων αντιφατικές. Το δεδομένο στην παρούσα είναι ότι η ΜΚ 12 εξέφρασε βεβαιότητα για τα πρόσωπο που αναφέρει στην κατάθεση της όχι από το τι είδε στο βίντεο, αλλά με βάση το τι είδε και αντιλήφθηκε.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της ΜΚ12.

 

Ο αρχιαστυφύλακας 3796 Αργύρης Χρυσοστόμου, ΜΚ13, μετέβηκε στις 2/11/2022, ως αναφέρει και στην κατάθεση του τεκμήριο 42, στην οδό [ ] στη Λάρνακα για εκτέλεση Δικαστικού εντάλματος έρευνας. Η έρευνα έγινε στην παρουσία του ΨΨ. Κατόπιν οδηγιών του ο ΜΚ6 αποσύνδεσε το σύστημα διαχείρισης εικόνας. Ο κατηγορούμενος 1 του παρέδωσε επίσης το κινητό του τηλέφωνο με αριθμό 97782212 μάρκας Redmi 9T. Αυτές ήταν ουσιαστικά οι ενέργειες του ΜΚ13 οι οποίες και παρέμειναν αναντίλεκτες αφού κατά την αντεξέταση του οι ερωτήσεις που του τέθηκαν ήταν διευκρινιστικές.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ13.

 

Ο αρχιαστυφύλακας 2630 Μιχάλης Νεοφύτου, ΜΚ14, υπηρετεί στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων (ΔΕΗΔ). Ήταν ο αστυνομικός ο οποίος παρέλαβε τεκμήρια από την ΜΚ2 και προέβηκε στην εξέταση και ανάλυση τους καταλήγοντας στα ευρήματα του ως αυτά καταγράφονται στην έκθεση του τεκμήριο 43. Τα τεκμήρια που του παραδόθηκαν για εξέταση ήταν μία συσκευή καταγραφής κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης με το διακριτικό ΜΝ1_dvr, ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας XIAMI REDMI T9 με το διακριτικό ΜΝ2_Phone και ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας Apple Iphone MN3_Phone. Το αίτημα που του τέθηκε σε σχέση με το κλειστό κύκλωμα ήταν να εξεταστεί με σκοπό να εξαχθούν τα δεδομένα που καταγράφηκαν για τις 28/10/2022 και να γίνουν αντίγραφα και για τα κινητά τηλέφωνα να εξαχθούν και να γίνει προσπάθεια ανάκτησης διαγραμμένων αρχείων. Ο μάρτυρας εξήγησε τη διαδικασία εξέτασης και παρέθεσε τα ευρήματα του χωρίς αυτά στην ουσία να αμφισβητηθούν. Αυτό που τέθηκε από την υπεράσπιση ήταν ότι υπήρχαν και άλλα τεκμήρια τα οποία κατά τη θέση της θα έπρεπε να παραδοθούν στον ΜΚ14 για να προβεί σε ανάλυση τους. Το ζήτημα αυτό βέβαια δεν άπτεται της αξιοπιστίας του μάρτυρα ο οποίος με λεπτομερή τρόπο παρέθεσε τη διαδικασία που ακολούθησε και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε σε σχέση με τα τεκμήρια τα οποία του παραδόθηκαν για εξέταση. Κατατέθηκε κατά την αντεξέταση του ο κατάλογος τεκμηρίων τεκμήριο 44, όπου ο μάρτυρας υπέδειξε ότι τα τεκμήρια που εξέτασε ήταν αυτά με αύξοντα αριθμό 15, 16 και 17. Δήλωσε ότι δεν του ζητήθηκε να εξετάσει τα τεκμήρια με αύξοντα αριθμό 20, 21, 22 και 23. Αναφερόμενος στο τεκμήριο 46 (αίτηση για επιστημονική εξέταση τεκμηρίων), ανέφερε ο μάρτυρας ότι ουδέποτε ήταν στην κατοχή του το εν λόγω έντυπο. Εξήγησε ότι η μόνη περίπτωση που το Τμήμα του εξετάζει κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης είναι όταν υπάρχει πρόβλημα στο σύστημα ή όταν διαγραφούν τα δεδομένα. Στις άλλες περιπτώσεις εξετάζονται από το ΥΠΕΓΕ. Αναφερόμενος στο τεκμήριο ΜΝ1 είπε ότι εντοπίστηκαν κάποια δεδομένα τα οποία όμως δεν είναι στο τεκμήριο 13 αφού επιθεωρήθηκαν από την ΜΚ2 που ανέφερε ότι δεν σχετίζονταν με την υπόθεση. Ο ίδιος δεν κράτησε αντίγραφο. Δέχθηκε όμως ότι αν έρθει κάποιος ειδικός και χρησιμοποιήσει το ίδιο ή παρόμοιο πρόγραμμα που χρησιμοποίησε ο ίδιος μπορεί να επανακτήσει αυτά τα δεδομένα. Ανέφερε ότι στα τεκμήρια ΜΝ2 και ΜΝ3 δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε δεδομένα προς εξέταση. Εξήγησε ο μάρτυρας τη διαφορά μεταξύ της ανάλυσης ενός ηλεκτρονικού τεκμηρίου με του physical analysis και του logistics analyst λέγοντας ότι σε σχέση με το τηλέφωνο του κατηγορούμενου 1 πρόκειται για logistics analyst και δεν μπορούν να επαναφέρουν τα διαγραμμένα μηνύματα. Αναφέρθηκε ο μάρτυρας και στο τεκμήριο 45 το οποίο κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και πρόκειται για τα δεδομένα που περιλαμβάνονται στο τεκμήριο 13 λέγοντας ότι η συνομιλία δεν καταγράφεται και το μόνο που καταγράφεται είναι ο αριθμός κλήσης.

Η μαρτυρία του ΜΚ14 γίνεται αποδεκτή.

 

Ο αστυφύλακας 2757 Χρίστος Στυλιανού, ΜΚ15, κρίνεται ως ανεξάρτητος και τυπικός μάρτυρας, του οποίου οι ενέργειες περιορίζονται στη λήψη κατάθεσης από την ΜΜ. Προχώρησε και παρουσίασε την εν λόγω κατάθεση ως τεκμήριο 48. Ανέφερε ότι γνωρίζει τον ΜΚ1 και του οποίου ανέφερε τον αριθμό τηλεφώνου. Ανέφερε τέλος ότι η ΜΚ2 ήταν η υπεύθυνη ανακριτής και ήταν από την τελευταία που έλαβε οδηγίες για να λάβει την κατάθεση από την ΜΜ.

Η μαρτυρία του ΜΚ15 γίνεται αποδεκτή.

 

Ο κατηγορούμενος 1, ως έχουμε αναφέρει προηγουμένως, κατάθεσε ενόρκως. Προέβηκε στην κατάθεση γραπτής δήλωσης του, τεκμήριο 49, με την οποία δηλώνει ότι δεν υιοθετεί το περιεχόμενο των πρώτων καταθέσεων του που έδωσε στην αστυνομία, τεκμήρια 15 και 16, σε αντίθεση με την κατάθεση του τεκμήριο 17, της οποίας το περιεχόμενο υιοθετεί με ορισμένες όμως διορθώσεις και διευκρινίσεις. Η κατάθεση του τεκμήριο 50 που φέρει ημερομηνία 25/4/2024, αποτελεί καταγγελία σε σχέση με μάρτυρες ή λειτουργούς της δικαιοσύνης και οι οποίοι κατά τη θέση του προσπαθούν να επηρεάσουν την πορεία της δικαιοσύνης για να πετύχουν καταδίκη του. Από τα καταγραφέντα στα τεκμήρια 15, 16 και 17 σαφώς και ο κατηγορούμενος 1 προβαίνει σε ενοχοποιητικές δηλώσεις ως προς τους συγκατηγορούμενους του και ειδικότερα για  τον κατηγορούμενο 3 δεδομένης της παραδοχής της  κατηγορούμενης 2 και της αθώωσης του κατηγορούμενου 4 αφού δεν αποδείχθηκε  εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Μάλιστα και κατά  την ένορκη μαρτυρία του, αποκαλεί τον κατηγορούμενο 3 ως το εγκέφαλο της όλης υπόθεσης που είχε σαν σκοπό  την παγίδευση του ΜΚ3 και τη σύλληψη του τελευταίου από την αστυνομία, τοποθετώντας ναρκωτικά στο αυτοκίνητο που οδηγούσε. Είναι λοιπόν σαφές ότι πρόκειται για μαρτυρία συγκατηγορούμενου η αξιολόγηση της οποίας θα πρέπει να γίνει με την δέουσα προσοχή.

 

Θα πρέπει να θέσουμε ότι όταν το Δικαστήριο εξετάζει μαρτυρία μάρτυρα που φέρεται ως συνεργός θα πρέπει πρώτα να κρίνει αν όντως ο μάρτυρας αυτός είναι συνεργός (βλ. Saad ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 106, Zacharias v. The Republic (1962) CLR 52). Συνεργός θεωρείται πρόσωπο το οποίο μετέχει στο έγκλημα πριν ή κατά την διάπραξη του ή παρέχει κάλυψη στους δράστες μετά από αυτό (βλ. Ρόπας κ.ά ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2000) 2 ΑΑΔ 628).

 

Κρίνοντας το ερώτημα αν ο  κατηγορούμενος 1 ήταν συνεργός η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική. Κατηγορείται μεταξύ άλλων ότι συνωμότησε με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους για να προκαλέσουν βλάβη στον ΜΚ3 και για ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης και για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

Αξιολογώντας όμως την αξιοπιστία συνεργού κρίσιμο ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι κατά πόσο το Δικαστήριο είναι διατεθειμένο να βασιστεί στη μαρτυρία αυτή χωρίς ενίσχυση. Η μαρτυρία συνεργού θα πρέπει να προσεγγίζεται με σκεπτικισμό, επιφυλακτικότητα και καχυποψία με το Δικαστήριο να αυτοπροειδοποιείται για τους κινδύνους αποδοχής της αφού ένας συνεργός πιθανόν να επιθυμεί να αποενοχοποιήσει τον εαυτό του ή να επιδιώκει να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης από την κατηγορούσα αρχή βοηθώντας την ή να καταδικάσει άλλους συμμετέχοντες στο έγκλημα. Είναι εύκολο για τον συνεργό να κατασκευάσει μαρτυρία, αφού είναι γνώστης των γεγονότων, για την ανάμιξη άλλων προσώπων που θα είναι δύσκολο να αποδειχθεί μη πειστική (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ.175/2016 ημερ. 23/11/2018).  Το ότι όμως η μαρτυρία προέρχεται από συνεργό δε σημαίνει εκ προοιμίου  ότι είναι προϊόν ψεύδους ή ανειλικρίνειας. Το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία συνεργού χωρίς αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας εφόσον προειδοποιήσει τον εαυτό του για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην αποδοχή της (βλ. Αλεξάνδρου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση 152/17 ημερ. 20/6/2022), ECLI:CY:AD:2022:D246. Σε κάθε περίπτωση η αξιολόγηση τέτοιας μαρτυρίας δεν διενεργείται απομονωμένα αλλά και σε σχέση με την υπόλοιπη μαρτυρία (βλ. Πολυδώρου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ. 141/2017 ημερ. 31/5/2019), ECLI:CY:AD:2019:B202.

 

Συνεπώς η μαρτυρία του ΜΚ2 θα αξιολογηθεί υπό το πλαίσιο των πιο πάνω αρχών.

 

Έχουμε παρακολουθήσει με πολύ μεγάλη προσοχή τον κατηγορούμενο 1 κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου ένορκη μαρτυρία του, τόσο ως προς τον τρόπο όσο και προς το ύφος που κατέθετε και την έχουμε διεξέλθει με την μέγιστη προσοχή, υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών αρχών. Η εντύπωση όμως που αποκομίσαμε για τον κατηγορούμενο 1 ήταν κάκιστη. Η μαρτυρία του είναι διάτρητη από ανακρίβειες,  υπεκφυγές, παλινδρομήσεις, ψεύδη και αναλήθειες και σε αντίθεση ακόμα και με την κατάθεση του τεκμήριο 17 της οποίας το περιεχόμενο υιοθέτησε. Περαιτέρω, αν και στο τεκμήριο 49 λέει ότι δεν υιοθετεί το περιεχόμενο των καταθέσεων του τεκμήρια 15 και 16, όταν του τέθηκε αν το περιεχόμενο τους είναι ψέματα απάντησε αρνητικά. Από την κατάθεση του όμως τεκμήριο 15 προκύπτει μια διαφορετική εκδοχή ως προς τα γεγονότα από αυτή που έθεσε με την κατάθεση το τεκμήριο 17. Συνεπώς δεν μπορεί παρά να ισχύει αυτό που του τέθηκε από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορούμενου 3 για παραπλάνηση των ανακριτικών αρχών.  Να πούμε ότι ο κατηγορούμενος 1 ουκ ολίγες φορές ανέφερε ότι έκανε λάθος και είναι έτοιμος να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί. Αυτό όμως που προέκυψε από την ένορκη μαρτυρία του ήταν ουσιαστικά η αποποίηση οποιασδήποτε ευθύνης ρίχνοντας το φταίξιμο στους υπόλοιπους κατηγορούμενους. Στην κατάθεση του τεκμήριο 17, προβαίνει σε μία παράθεση του ιστορικού της υπόθεσης και των διαδραματισθέντων γεγονότων θέτοντας τόσο την δική του εμπλοκή όσο και άλλων προσώπων. Με την δήλωση του τεκμήριο 49 έρχεται και στην ουσία αποδομεί τα όσα ανέφερε αφού στην προσπάθεια του να αναδείξει θέμα δίκαιης δίκης λέγοντας «…και όταν έδινα την κατάθεση μου πίστευα ότι ερευνούσαν την υπόθεση μου οι ανακριτές δίκαια και για αυτό είπα όλα όσα θυμόμουν εκείνη την ώρα στην κατάθεση μου.». Στη συνέχεια αναφέρεται σε ισχυριζόμενο ξυλοδαρμό του από αστυνομικό στις 3/12/2022 αλλά και στους λόγους, που κατά τη θέση του, δεν έγινε σωστή διερεύνηση της υπόθεσης  στα πλαίσια προσπάθειας της αστυνομίας στοχοποίησης του. Εμφανής ήταν και η προσπάθεια ενοχοποίησης όχι μόνο των υπολοίπων κατηγορούμενων αλλά ακόμα και του ΜΚ1. Κατά την αντεξέταση του από τον συνήγορο της κατηγορούσας αρχής ανέφερε ότι ο  ΜΚ1 γνώριζε ότι ο ΜΚ3 θα πήγαινε στο  καφενείο του και θα του έβαζαν ναρκωτικά. Στη συνέχεια αναίρεσε και σε κάθε ευκαιρία που του διδόταν έλεγε ότι ο ΜΚ1 δεν είχε γνώση για το σχέδιο τους αυτό. Να πούμε εδώ παρενθετικά ότι επουδενί δεχόμαστε ότι ο ΜΚ1 είχε γνώση για προτιθέμενη τοποθέτηση ναρκωτικών στο όχημα του ΜΚ3 με στόχο την παγίδευση του. Αυτό που ξεκάθαρα προκύπτει είναι η μη ύπαρξη αναστολής του κατηγορούμενου 1 να θέσει τον εαυτό του ως τον τελευταίο κρίκο του εγχειρήματος αποδίδοντας πρωταγωνιστικό ρόλο σε άλλους. Επικαλέστηκε και ότι κάποιος έφερνε ναρκωτικά από την Αγγλία και ο ΜΚ1 είχε πληροφορίες για τούτο. Πήγαν μάλιστα στο γκαράζ του κατηγορούμενου 3 και εκεί έδειχνε του ΜΚ1 πως τα φέρνουν. Τέτοια θέση βέβαια  δεν υποβλήθηκε στον ΜΚ1 αλλά ούτε και αναφορά γίνεται σε κάποια από τις καταθέσεις του. Προβλήθηκε  για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση του. Αναφορά έγινε και για ένα usb που δεν έγινε ξεκάθαρο ποιο το περιεχόμενο του και που ο κατηγορούμενος 1 είπε ότι θα το κατέθετε ενώπιον το Δικαστηρίου. Σε κατοπινό στάδιο προβλήθηκε από  τον κατηγορούμενο ότι δεν θα το παρουσίαζε, μετά από συμβουλή του δικηγόρου του στη βάση του ότι είναι παράνομο να ηχογραφείς κάποιον χωρίς να το γνωρίζει. Πέραν των πιο πάνω όμως και θέτοντας τις αντιφάσεις, ανακρίβειες και  υπεκφυγές του μάρτυρα, υποβλήθηκε από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορούμενου 3 ότι οι συνομιλίες από την σελίδα 1-13 στο τεκμήριο 45, αφορούν τον ίδιο και την κατηγορούμενη 2. Αντί να απαντήσει έθεσε το ερώτημα αν τα τηλέφωνα των κατηγορούμενων 2-4 εξετάστηκαν. Στη συνέχεια και  στην βάση του ίδιου ζητήματος του τέθηκε ότι οι 34 από τις 40 κλήσεις προέρχονταν από τον ίδιο προς την κατηγορούμενη 2. Απάντησε ότι του τηλεφώνησε και άλλες 50 φορές από το τηλέφωνο της αδελφής του. Όταν κλήθηκε να υποδείξει τη θέση αυτή στην κατάθεση του, ως ισχυρίστηκε, παρέπεμψε στην απάντηση στην ερώτηση 3 του τεκμηρίου 17, απάντηση βέβαια που κάθε άλλο  σχετίζεται με την ερώτηση αφού αυτό που κατέθεσε ήταν ότι του τηλεφώνησε η αδελφή του. Ερωτήθηκε ο κατηγορούμενος για την αναφορά του στο τεκμήριο 17 (σελ.4 γραμμή 6), ότι και παρά του ότι του είπε ο Χ να σβήσει τις κάμερες ξεπίτηδες δεν το έκανε. Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα από τα πρακτικά και που αποτελεί στοιχείο της αναξιοπιστίας του μάρτυρα.

«Ε. Εσύ λες ότι ξεπίτηδες δεν τις έσβησες. Γιατί δεν τις έσβησες, τί εννοείς με το ξεπίτηδες δεν τις έσβησα;

Α. Δεν τις έσβησα γιατί ούτε ξέρω να σβήνω κάμερες.  Το dvr ήταν εκεί κανένας δεν το ενόχλησε παρά μόνο ο Χ και ο Λ έφεραν τον άνθρωπο και το έσβησε.

Ε. Κύριε μάρτυρα, είναι άλλο που σε ρωτώ, άρα η απάντηση σου είναι ότι δεν έσβησα τις κάμερες γιατί δεν ήξερα να τις  σβήσω;

Α. Όχι, εγώ ψυλλιάστηκα τη δουλειά και πίστευα ότι το dvr διότι μου έλεγε ο τεχνικός μου… αυτοί ήθελαν να τις σβήσουν εγώ δεν έκανα τίποτα.

Ε. Άρα ξεπίτηδες δεν έσβησες τις κάμερες για να τους έχει στο χέρι;

Α. Όχι

Ε. Για ποιον λόγο;

Α. Δεν ξέρω ούτε να σβήνω ούτε να χρησιμοποιώ.

Ε. Άρα είναι αυτός ο λόγος που δεν τις έσβησες κύριε;

Α. Ναι, δεν ξέρω.».

 Κάθε άλλο  παρά  σαφείς και ξεκάθαρες οι απαντήσεις του. Μη ξεκάθαρες απαντήσεις έδινε και σε σειρά σημαντικών υποβολών που του τέθηκαν όπως ότι ο λόγος που διέγραψαν τα πλάνα από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης είναι για να μη φανεί ο πραγματικός δράστης στον οποίο έδωσε οδηγίες να παγιδεύσει τον ΜΚ3 ή και ότι  ο κατηγορούμενος 3 δεν θα μπορούσε να γνωρίζει ότι ο ΜΚ3 θα πήγαινε στη Λευκωσία στις 28/10/2022 αν δεν τον ενημέρωνε ο ίδιος. Απαντούσε λέγοντας «Αυτή είναι η θέση σου.». Ίδια ήταν η απάντηση του και σε άλλες περιπτώσεις όπως ότι δεν χρειαζόταν να του πει κάποιος άλλος ότι ο ΜΚ3 θα πήγαινε Λευκωσία αφού τον ρωτούσε επίμονα ο ίδιος κατά τη συνάντηση τους στο καφενείο για το πότε θα έφευγε για Λευκωσία. Σε αντίθεση έρχεται η αναφορά του στο τεκμήριο 17 ότι κατά τη συνάντηση που λέει ότι είχε με την κατηγορούμενη 2 στους Τρούλλους με παρούσα και την ΜΚ9, η πρώτη τον παρουσίασε στην δεύτερη ως αστυνομικό. Ενώπιον του Δικαστηρίου έθεσε ότι αυτό που είπε ήταν ότι ήταν πληροφοριοδότης της αστυνομίας. Είναι επί αυτού του σημείου της μαρτυρίας του που επικαλέστηκε το usb το οποίο όμως στο τέλος δεν παρουσίασε. Αντεξετάστηκε ο κατηγορούμενος 1 τόσο για τις θέσεις του περί καταδίωξης και στοχοποίησης του με αναφορά στον κύριο Θανάση Παπανικολάου που χειριζόταν την υπόθεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στα αρχικά στάδια έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας, όσο και για τον προβαλλόμενο ξυλοδαρμό του στις 3/12/2022 από αστυνομικό. Δεν θεωρούμε ορθό να υπεισέλθουμε στο δεύτερο ζήτημα δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος έχει υποβάλει παράπονο το οποίο τελεί υπό εξέταση από την Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Παραπόνων Εναντίον της Αστυνομίας. Σε κάθε περίπτωση δεν τέθηκε το πως άπτεται της υπόθεσης αφού η τελευταία κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία φέρει ημερομηνία 29/11/2022. Αναφορικά τώρα με το πρώτο ζήτημα και ότι ο κύριος Παπανικολάου στις 29/2/2024 μιλούσε με τους κατηγορούμενους 3 και 4  και τους δικηγόρους τους αλλά και με τους μάρτυρες που θα κατέθεταν εκείνη την ημέρα και καταγράφηκε και από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του Δικαστηρίου και υπήρξε αστυνομικός που του έδειξε τα πλάνα να πούμε ότι παρέμειναν ως ατεκμηρίωτες τοποθετήσεις και παρά την εκφρασθείσα θέση του κατηγορούμενου ότι θα κλήτευε τον αστυνομικό. Ουδείς κλητεύθηκε. Αποτελεί και αυτό ένα πυροτέχνημα του κατηγορούμενου για να δημιουργήσει σκιά όσον αφορά την ευθύνη του που δυνατόν να φέρει για τα υπό κρίση αδικήματα. Είχε θέσει μάλιστα ότι ο λόγος που είδε τα πλάνα είναι διότι είχε στην τσέπη του €1000 για να πληρώσει τον ηλεκτρισμό τα οποία έχασε και έψαχνε να τα βρει. Είπε ότι η τσέπη του ήταν σχισμένη. Όταν ρωτήθηκε αν έκανε καταγγελία στην αστυνομία είπε ότι υποψιαζόταν κάποιο συγγενικό του πρόσωπο. Ήθελε να πείσει δηλαδή ότι είχε μέσα στην σχισμένη τσέπη του το εν λόγω ποσό, το έχασε προφανώς διότι η τσέπη του ήταν σχισμένη, το έψαχνε στο Δικαστήριο μέσω του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης και τελικά υποψιαζόταν κάποιο συγγενικό του πρόσωπο.

 

Τα πιο πάνω όμως και η κακή εντύπωση που αποκομίσαμε και που καθιστούν την μαρτυρία του μη αποδεκτή, δεν ακυρώνουν τις παραδοχές του κατηγορούμενου 1 ως προς την εμπλοκή του στην υπόθεση και οι οποίες καταγράφονται στην κατάθεση του τεκμήριο 17. Να διευκρινίσουμε εδώ ότι σε σχέση με την κατάθεση του τεκμήριο 15 αν και δέχεται τη συνάντηση με τον ΜΚ3 στο καφενείο του εν τούτοις το υπόλοιπο περιεχόμενο της δεν συνάδει με την υπόλοιπη μαρτυρία. Στο τεκμήριο 17 όμως και προς τούτο λαμβάνουμε υπόψη μόνο τις δηλώσεις ομολογίας και χωρίς να παρεισφρήσει μαρτυρία σε σχέση με άλλους κατηγορούμενους, κρίνουμε ότι μπορεί να ενταχθεί στον κορμό της υπόλοιπης μαρτυρίας.

 

Στην υπόθεση Aburamadan v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ.148/2021 σχ. με 155/2021, ημερομ.10/11/2022 επαναλήφθηκαν οι αρχές που έχουν τεθεί αναφορικά με την ομολογία ως ακολούθως:

 

«Οι αρχές επί των οποίων εδράζεται η αποδοχή ενοχοποιητικών δηλώσεων, είτε προς την αστυνομία, είτε προς τρίτα πρόσωπα, και η ένταξή τους στον κορμό της μαρτυρίας είναι παγιωμένες.

 

 Όπως τέθηκε στην Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 166:

 

«Η ομολογία ενοχής έχει αποκληθεί η βασιλίδα των μαρτυριών. Στο σύστημα όμως που διέπει την ποινική μας δίκη δεν έχουμε απολυτοποιήσει στον ύψιστο αυτό βαθμό την αξία της. Είναι θέμα πραγματικό που συναρτάται με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Έστω και αν γίνει αποδεκτή η ομολογία και ενταχθεί στον κορμό της μαρτυρίας, το δικαστήριο, στο τέλος, προβληματίζεται για την αλήθεια του περιεχομένου της και φυσικά για το κατά πόσο οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα ενοχής. Η σχετική νομολογία μας, που αρχίζει από τις παλιές υποθέσεις RvSfongaras 22 C.L.R. 13 και Volettos vRepublic (1961) C.L.R. 169, τηρεί σταθερή γραμμή στο θέμα αυτό. Είναι ζήτημα που άπτεται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δίκαιης δίκης. Πρόσφατη επικύρωση είχαμε στην Μάρτιν v. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ.65.

 

 Στην υπόθεση RvMallinson [1977] CrimLRev. 161 διακηρύχθηκε ότι καταδίκη που στηρίζεται σε προφορική ομολογία δεν είναι κατ' ανάγκη ανασφαλής ή μη ικανοποιητική. Η καταδίκη του κατηγορουμένου για κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την εμπορία τους στηρίχθηκε κυρίως στις προφορικές παραδοχές ενοχής. Το αγγλικό εφετείο τόνισε πως δε συνάγεται, ως θέμα αρχής, από τη νομολογία ότι η προφορική ομολογία ενοχής δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη.»

 

 Περαιτέρω, στην Ρ. ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 253/2017 ημερ. 28.02.19, ECLI:CY:AD:2019:B66 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την ομολογία:

 

«Στην υπόθεση xx xxx Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής ως προς τη σπουδαιότητα της ομολογίας:

 

«Σε αυτή την ενότητα θα πρέπει να τονισθεί ότι η ομολογία ή η παραδοχή στη διάπραξη ή συμμετοχή σε έγκλημα, αποτελεί την κλασσική περίπτωση εξαίρεσης στον εξ ακοής κανόνα. Αυτό διότι η παραδοχή ή η ομολογία γίνεται εναντίον του ιδίου συμφέροντος του ομολογούντος, (Ζακακιώτης ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 175 και Κωνσταντίνου ν. Αθανασίου (2012) 1 Α.Α.Δ.2012). Η ομολογία εν πάση περιπτώσει είτε δίδεται προς αστυνομικό όργανο, είτε σε τρίτο πρόσωπο, πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης και γενόμενη σε συνθήκες που δεν είχαν δυσμενώς επηρεάσει το ελεύθερο της παραδοχής ή της βούλησης. Παραμένει δε πάντοτε στην κατηγορούσα αρχή, η υποχρέωση της απόδειξης ότι η ομολογία έγινε ελευθέρως, (Ahmad v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 256), ενώ αν η ομολογία γίνει αποδεκτή, με την ένταξη της στην υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία, το Δικαστήριο έχει την περαιτέρω υποχρέωση να εξετάσει και να αποφασίσει για την αλήθεια του περιεχομένου της και κατά πόσο αυτή οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα, (R. v. Sfoggaras 22 C.L.R. 13, Volettos vRepublic (1961) C.L.R. 168 και Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 364).

 

 Στο σύγγραμμα Murphy on Evidence 8η έκδ. σελ. 268 κ.ε., εξηγείται η αξία της ομολογίας κατά το Κοινοδίκαιο ως την πιο σημαντική και συχνή εξαίρεση στον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας στις ποινικές υποθέσεις. Και, περαιτέρω, ότι δεν έχει σημασία πλέον κατά πόσο η ομολογία γίνεται σε πρόσωπο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας σε σχέση με τον παραδεχόμενο ή όχι. Η ομολογία, όπως και κάθε άλλη παραδοχή, μπορεί να γίνει προφορικά, εγγράφως, διά συμπεριφοράς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο από τον οποίο μπορεί να εξαχθεί αρνητικό συμπέρασμα εναντίον του συμφέροντος του ατόμου που προβαίνει στην ομολογία. Όπως εξηγείται στη σελ. 272 του συγγράμματος, η παραδοχή μπορεί να γίνει όχι μόνο σε ανακριτές ποινικής υπόθεσης, συνήθως αστυνομικά όργανα, αλλά ακόμη και στο ίδιο το θύμα του αδικήματος, σε ένα φίλο, σε ένα συγγενή ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Και έχει λεχθεί στην R. v. Mallinson (1977) Crim. L.Rev. 161, ότι η ομολογία, όταν αποδεικνύεται, αποτελεί την καλύτερη διαθέσιμη μαρτυρία. Η αξία της όμως θα πρέπει να εξετάζεται με μεγάλη προσοχή ώστε το Δικαστήριο να πείθεται πραγματικά ότι η ομολογία είναι και εθελούσια και αληθής.»»

 

Στην αναφερόμενη κατάθεση του τεκμήριο 17, αναφέρει για τις συναντήσεις του με την κατηγορούμενη 2 και το αντικείμενο των συζητήσεων τους που δεν ήταν άλλο από το δεσμό της κόρης της τελευταίας με τον ΜΚ3 και στόχος η εξεύρεση τρόπου χωρισμού τους, το ότι παραλάμβανε χρήματα από την κατηγορούμενη 2 για το σκοπό αυτό, η διευθέτηση συνάντησης με τον ΜΚ3 και που έγινε στο καφενείο του, η συνάντηση που είχε με τον ΜΚ1 στους Τρούλλους και η μετέπειτα επικοινωνίες τους αλλά και οι πληροφορίες που του έδινε για δήθεν διακίνηση ναρκωτικών από τον ΜΚ3 κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την ανακοπή του οχήματος του και την σύλληψη του στις 28/10/2022. Τα πιο πάνω τεθέντα συνάδουν με την υπόλοιπη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την κατηγορούσα αρχή και τέθηκε από τους ΜΚ.

 

Ο υπαστυνόμος Μενέλαος Αντωνίου, ΜΥ1, του οποίου η μαρτυρία παρέμεινε αναντίλεκτη, αναφέρθηκε στην επιστολή τεκμήριο 50, που αποτελεί την καταγγελία του κατηγορούμενου 1 στο ΤΑΕ Λάρνακας στις 25/4/2024. Είπε για τις ενέργειες του αμέσως μετά τη λήψη της καταγγελίας που ήταν οδηγίες για εντοπισμό του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ως επίσης και του προσώπου που το χειριζόταν αφού η πληροφόρηση που είχε ήταν ότι διαγράφονται σε διάστημα δύο μηνών. Εντοπίστηκε το εν λόγω πρόσωπο που έδωσε και κατάθεση και τους ανέφερε ότι δεν υπήρχαν πλάνα για τις 29/2/2024, κάτι για το οποίο ενημέρωσε τόσο την ηγεσία της ΑΔΕ Λάρνακας όσο και του Αρχηγείου Αστυνομίας όπου και απέστειλε και τη σχετική αλληλογραφία.

Η μαρτυρία του ΜΥ1 γίνεται αποδεκτή.

 

Ο ΣΜ, ΜΥ2, σύζυγος της αδελφής του κατηγορούμενου 1, κλήθηκε και κατάθεσε σε  σχέση με την συνάντηση που έγινε στην οικία του. Δεν προέκυψε οτιδήποτε κατά την αντεξέταση του που να κλονίζει την αξιοπιστία του με την μαρτυρία του να γίνεται αποδεκτή. Ανέφερε ότι ένα βράδυ πήγε ο κατηγορούμενος 1 μαζί με δύο άλλα άτομα, βγήκαν στην αυλή, τους πρόσφερε ποτά και ο ίδιος επέστρεψε εντός της οικίας διότι παρακολουθούσε ποδόσφαιρο. Μετά από λίγο πήγε και η κατηγορούμενη 2 η οποία είναι στενή φίλη της γυναίκας του και βγήκε και εκείνη έξω. Είπε ότι δεν είχε έπιπλα για πώληση και η σύζυγος του δεν μαγείρεψε κεφτέδες. Ερωτώμενος αν μπορεί να αναγνωρίσει τα εν λόγω πρόσωπα απάντησε αρνητικά. Είπε περαιτέρω ότι δεν βλέπει συχνά τον κατηγορούμενο 1 αφού λόγω της ασθένειας της συζύγου του είναι περιορισμένος στο σπίτι. Αρνήθηκε τέλος τη θέση της υπεράσπισης του κατηγορούμενου 3 ότι δεν ήταν στο σπίτι εκείνη την ημέρα.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΥ2.

 

Ο Χαρίλαος Καραμαλλής, ΜΥ3, εργάζεται ως επόπτης του Τμήματος Οδικών Μεταφορών. Κλήθηκε για να καταθέσει σε σχέση με το όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ]. Ο εν λόγω μάρτυρας κρίνεται ως ανεξάρτητος και ειλικρινής μάρτυρας ο οποίος κατέθεσε σε σχέση με αυτό που του ζητήθηκε στα πλαίσια των καθηκόντων του. Προχώρησε και κατέθεσε τα τεκμήρια 55 και 56 που είναι τα στοιχεία του οχήματος και τη μεταβίβαση ιδιοκτησίας μηχανοκίνητου οχήματος αντίστοιχα. Ανέφερε ότι το εν λόγω όχημα δηλώθηκε ως ακινητοποιημένο την 1/3/2020 χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι το όχημα δεν κυκλοφορεί αφού από ελέγχους που προβαίνουν τυγχάνει να εντοπίζονται αυτοκίνητα τα οποία κινούνται τη στιγμή που δηλώθηκαν ακινητοποιημένα. Είπε ότι το εν λόγω όχημα από τον καιρό που εγγράφηκε είναι στο όνομα του ΗΜ. Εξήγησε στη βάση του τεκμηρίου 56 ότι είναι έγγραφο μεταβίβασης ιδιοκτησίας μηχανοκίνητου οχήματος πιστοποιημένο από πιστοποιούντα υπάλληλο και με ημερομηνία 11/11/2022 πλην όμως δεν υπογράφηκε από τον αγοραστή και συνεπώς η πράξη αυτή δεν έγινε. Σε υποβολή της υπεράσπισης του κατηγορούμενου 3 ότι ο λόγος που δεν έγινε η μεταβίβαση ήταν γιατί δεν είχε ΜΟΤ, είπε ότι το 2020, όπως φαίνεται στο τεκμήριο 55, ήταν η τελευταία προθεσμία επιθεώρησης και δεν παρουσιάστηκε, τότε σίγουρα δεν είχε ΜΟΤ. Σε τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να γίνει μεταβίβαση. Δεν γνώριζε ο μάρτυρας να πει κατά πόσο ο λόγος που δεν πήγε για ΜΟΤ ήταν ότι δεν είχε μηχανή. Διευκρίνισε τέλος ότι το όχημα σύμφωνα με το τεκμήριο 55 ήταν ενοικιαγορά και για να μεταβιβαστεί θα πρέπει να εξοφληθεί και η τράπεζα εκδίδει έντυπο το οποίο δεν έχουν γιατί δεν ξέρουν αν έχει εξοφληθεί.

 Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΥ3.

 

Τελευταίος μάρτυρας για την υπεράσπιση του κατηγορούμενου 1 αλλά και για την υπόθεση συνολικά, ήταν ο Κωνσταντίνος Ταμπούρλας, ΜΥ4. Ο εν λόγω μάρτυρας ήταν ο προηγούμενος δικηγόρος που εκπροσωπούσε τον κατηγορούμενο 1. Δεν έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο εν λόγω μάρτυρας ήταν ειλικρινής και μάρτυρας της αλήθειας. Δεν προέκυψε οτιδήποτε κατά το στάδιο της αντεξέτασης του που θα κλόνιζε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την αξιοπιστία του. Ανέφερε ότι σε μια συγκεκριμένη δικάσιμο, η ΜΚ12 ήρθε στο Δικαστήριο για να παρακολουθήσει τη διαδικασία. Ο ίδιος ρώτησε τον κ. Παπανικολάου αν θα χρησιμοποιηθεί ως μάρτυρας για να δουν κατά πόσο θα μπορούσε να παρευρίσκεται εντός της αίθουσας και να παρακολουθήσει την ακροαματική  διαδικασία. Η απάντηση που έλαβε από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής ήταν ότι δεν θα την χρησιμοποιούσε ως μάρτυρα. Ανέφερε περαιτέρω ότι όταν ο δικηγόρος των κατηγορουμένων 3 και 4 σηκώθηκε για να αντεξετάσει τον ΜΚ1 ο κ. Παπανικολάου έφυγε από τη θέση του, πήγε από πίσω του και του είπε ότι δεν χρειάζεται να ρωτήσει κάτι. Ανέφερε επίσης ο μάρτυρας ότι πριν από τον κ. Παπανικολάου την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής την χειριζόταν ο κ. Αντωνίου. Ο ίδιος είχε προβεί τόσο προφορικά όσο και γραπτώς για παραδοχή του κατηγορούμενου 1 στις ίδιες κατηγορίες που είχε παραδεχτεί και η κατηγορούμενη 2 και είχε πει ότι αν γινόταν αποδεκτή η εισήγηση του τότε τόσο ο κατηγορούμενος 1 όσο και η σύζυγος του, ΜΚ12, θα κατέθεταν εναντίον του κατηγορούμενου 3. Η στάση που τηρήθηκε από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής κατ’ εκείνο το στάδιο ήταν αποθαρρυντική με προβαλλόμενο λόγο ότι ο ρόλος του κατηγορούμενου 1 ήταν πιο σοβαρός στην υπόθεση από την κατηγορούμενη 2, αλλά όχι κάθετη όπως ήταν του επόμενου εκπρόσωπου της κατηγορούσας αρχής. Αναφερόμενος στην κίνηση του κ. Παπανικολάου να πει στο συνήγορο υπεράσπισης των κατηγορουμένων 3 και 4 να μην αντεξετάσει, δεν ήταν κάτι κρυφό αφού και ο ίδιος το άκουσε. Δεν θυμόταν ακριβώς τι λέχθηκε αλλά η ουσία ήταν ότι του είπε ότι δεν χρειάζεται να αντεξετάσει. Η εντύπωση που έχει ήταν ότι ο συνήγορος υπεράσπισης των κατηγορούμενων δεν έκανε οποιαδήποτε ερώτηση. Δεν θυμόταν αν τέθηκε οτιδήποτε το ενοχοποιητικό για τον κατηγορούμενο 3 ούτε και αν υπήρχε κάποια σκοπιμότητα σε αυτό που λέχθηκε από τον κ. Παπανικολάου.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΥ4.

 

Έχουμε αναφέρει προηγουμένως ότι ο κατηγορούμενος 3 επέλεξε, ως είχε απόλυτο  δικαίωμα, να παραμείνει σιωπηλός χωρίς να προσκομίσει και οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία. Η άσκηση του δικαιώματος της σιωπής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εκληφθεί εναντίον του αλλά ούτε και μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση στην απόφαση του Δικαστηρίου (βλ. Mohammad κ.ά ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 590).

 

Θα πρέπει όμως και πριν προβούμε στα  ευρήματα μας να πούμε ότι τα όσα αναφέρει στις καταθέσεις του τεκμήρια 21, 22 και 23 και έχουν σχέση με τις υπό κρίση κατηγορίες, θα αξιολογηθούν και ως τέθηκε και στην Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109, το Δικαστήριο μπορεί να αποδώσει τη βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη της κατάθεσης όπως στο μέρος εκείνο που συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια στα συμφέροντα του κατηγορούμενου.

 

Έχουμε διεξέλθει το περιεχόμενο των καταθέσεων που ο κατηγορούμενος 3 έχει δώσει στην αστυνομία. Στην κατάθεση του τεκμήριο 23 και στις ερωτήσεις που του τέθηκαν η απάντηση που έδιδε ήταν «Ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο». Με τις  καταθέσεις του όμως τεκμήρια 20 και 21 τοποθετεί τον εαυτό του σε συνάντηση που είχε ο κατηγορούμενος 1 με την κατηγορούμενη 2 στην οικία της αδελφής του πρώτου όπου, ως αναφέρει συζητήθηκε το θέμα της σχέσης της κόρης της κατηγορούμενης 2 με τον ΜΚ3. Αναφέρονται και άλλα πλην όμως είναι μαρτυρία από συγκατηγορούμενο (βλ. Νεάρχου ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 38). Θα μπορούσε να αποκτήσει αποδεικτική αξία αν παρουσιαζόταν με τον τρόπο που προνοείται από το άρθρο 25 του Κεφ.9 καθιστάμενη, τοιουτοτρόπως, η κύρια εξέταση του μάρτυρα ή μέρος αυτής (βλ. Petrov v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ.162/2020 ημερομ. 8/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:B241, Miliotis v. The Police (1971) 2 CLR 292).  Αυτό που υπάρχει όμως είναι η παρουσία του στο σπίτι της ΜΜ όταν ο κατηγορούμενος 1 συναντήθηκε με την κατηγορούμενη 2 γεγονός που αναφέρει και ο κατηγορούμενος 1 στην κατάθεση του τεκμήριο 17.

 

Έχοντας κατά νουν τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας και την ως άνω αξιολόγηση της καταλήγουμε στα κάτωθι ευρήματα:

 

Ο ΜΚ3 διατηρούσε περί τον Οκτώβριο του έτους 2022 σχέση με την ΜΚ9, θυγατέρα της κατηγορούμενης 2. Τόσο ο ΜΚ3 όσο και η ΜΚ9 είναι φοιτητές και διέμεναν κατά τον περισσότερο χρόνο, για σκοπούς των σπουδών τους, στη Λευκωσία.  Ερχόντουσαν όμως και στη Λάρνακα όπου διέμεναν οι γονείς τους. Η κατηγορούμενη 2 μη αποδεχόμενη τον δεσμό της κόρης της προσέγγισε την αδελφή του κατηγορούμενου 1, με την οποία συνδέονται φιλικά, ζητώντας της τη βοήθεια της. Διευθετήθηκε συνάντηση στην οικία της ΜΜ μεταξύ της κατηγορούμενης 2, του κατηγορούμενου 1 και του κατηγορούμενου 3. Σε κατ’ ιδίαν συνομιλία τους η κατηγορούμενη 2 ζήτησε τη βοήθεια του κατηγορούμενου 1 για να πετύχει το χωρισμό του ΜΚ3 με την ΜΚ9. Στις 24/10/2022 και ενώ ο ΜΚ1 βρισκόταν εκτός υπηρεσίας στο χωριό του στους Τρούλλους συνάντησε τυχαία σε καφενείο στην πλατεία του χωριού τον κατηγορούμενο 1 τον οποίο γνωρίζει και ο οποίος είναι πληροφοριοδότης της Αστυνομίας. Ο κατηγορούμενος 1 του φώναξε και κάθισε μαζί του. Του ανέφερε ότι ο λόγος που πήγε στους Τρούλλους ήταν για να πάρει μια γνωστή του την κόρη της να μιλήσει με τον πάτερ Αντώνιο γιατί είχε σχέση με κάποιο νεαρό ο οποίος ήταν χρήστης και έμπορας ναρκωτικών. Το όνομα του ήταν ΠΑ. Ο κατηγορούμενος 1 του ζήτησε τον αριθμό τηλεφώνου του για να του τηλεφωνήσει δίδοντας περισσότερες λεπτομέρειες έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η σύλληψη του. Από προκαταρκτικές εξετάσεις που ο ΜΚ1 έκανε, διαπίστωσε ότι το πρόσωπο στο οποίο αναφερόταν ο κατηγορούμενος 1 ήταν ο ΑΑ. Την ίδια μέρα, δηλαδή 24/10/2022, ο ΜΚ3 έλαβε δύο αναπάντητες κλήσεις από δύο άγνωστους αριθμούς. Τηλεφώνησε σε κατοπινό στάδιο στον πρώτο αριθμό και του απάντησε κάποιος ο οποίος του είπε ότι ήταν ο Π ς και του ζήτησε να πάει στο κατάστημα στοιχημάτων που έχει στη λεωφόρο Μακαρίου στη Λάρνακα για να συζητήσουν μία κουβέντα. Επικοινώνησε και με τον δεύτερο αριθμό ο οποίος του είπε ότι ήταν ο ΨΨ  και τον ήθελε να πάει στη Λάρνακα να συναντηθούν γιατί πειράζει μία κοπέλα. Του είπε ότι δεν είχε αυτοκίνητο για να πάει στη Λάρνακα με τον ΨΨ να του απαντά «αφού εν έτσι εν να πιάσω τον φίλο μου τον Αλέξη και αλλό 2-3 άτομα και να έρθουμε εμείς Λευκωσία να σε έβρουμε». Του είπε περαιτέρω «εν να σου πούμε 2-3 κουβέντες και αν δεν καταλάβεις έχει και άλλους τρόπους». Ο ΜΚ3 ανέφερε τα τηλεφωνήματα αυτά στον πατέρα του ΜΚ5. Στις 26/10/2022 διευθετήθηκε συνάντηση μεταξύ του ΜΚ1, του Λοχία 1059 και του κατηγορούμενου 1. Κατά τη συνάντηση ο κατηγορούμενος 1 τους ανέφερε ότι ο ΑΑ  είναι φοιτητής και κάθε Πέμπτη διοργανώνει στο Stage Club στη Λευκωσία φοιτητικά πάρτι στα οποία πωλεί κοκαΐνη στα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτά. Τα ναρκωτικά τα μεταφέρει από τη Λάρνακα στη Λευκωσία με το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής [ ] και η ποσότητα που μεταφέρει είναι περί τα 100 γραμμάρια κοκαΐνης την οποία χωρίζει σε δόσεις. Στις 27/10/2022 ο κατηγορούμενος 1 έστειλε γραπτό μήνυμα στο κινητό τηλέφωνο του ΜΚ3 γράφοντας του «φίλε πάρε να σου πω κάτι να τελειώνει η παρεξήγηση». Όταν είδε το μήνυμα του τηλεφώνησε και ο κατηγορούμενος 1 του είπε ότι ήθελε να κλείσουν ραντεβού για να μιλήσουν και έκλεισαν συνάντηση για τις 28/10/2022 στις 17:00 στο καφενείο του κατηγορούμενου 1. Στις 28/10/2022 ο ΜΚ3 μαζί με τον ΜΚ 4 μετέβηκαν στο καφενείο που διατηρούσε ο κατηγορούμενος 1 στην οδό [ ] στη Λάρνακα. Φθάνοντας εκεί ο ΜΚ3 προσπάθησε να σταθμεύσει το αυτοκίνητο που οδηγούσε με αριθμούς εγγραφής [ ] μπροστά, όμως ο κατηγορούμενος 1 του είπε να μπει μέσα στην πολυκατοικία και να σταθμεύσει πίσω κοντά σε ένα τοίχο, όπως και έπραξε. Ο ΜΚ3 κατέβηκε από το όχημα με τον ΜΚ4 να παραμένει εντός αυτού. Τότε ο κατηγορούμενος 1 του είπε να κατεβεί και ο ΜΚ4 όπως και έγινε. Μπήκαν στο καφενείο και εισήλθαν εντός γραφείου που διατηρούσε ο κατηγορούμενος 1. Όπως κάθισαν πίσω τους υπήρχε τηλεόραση με πλάνα από κάμερες με όλες τις οθόνες όμως να είναι μαύρες εκτός από μία που έδειχνε το αυτοκίνητο του ΜΚ3. Κατά τη συζήτηση τους ο κατηγορούμενος 1 είπε στον ΜΚ3 να παντρευτεί την ΜΚ9 για να γλιτώσει από τη μητέρα της, τον ρωτούσε όμως επίμονα για το πότε θα φύγει για Λευκωσία. Καθ’ ον χρόνο βρίσκονταν στο γραφείο του κατηγορούμενου 1 ο κατηγορούμενος 3 ήταν σκυφτός στον δεξιό τροχό του οχήματος του ΜΚ3. Μετά το τέλος της συνάντησης οι ΜΚ3 και ΜΚ4 αποχώρησαν με τον πρώτο να αφήνει τον δεύτερο στο σημείο απ΄ όπου τον παρέλαβε και πήγε στο σπίτι του. Την ίδια μέρα και περί ώρα 17:00 μέχρι 17:15 ο κατηγορούμενος 1 τηλεφώνησε στον ΜΚ1 και του ανέφερε ότι ο ΜΚ3 είχε φύγει από το καφενείο του και θα αναχωρούσε για τη Λευκωσία έχοντας στην κατοχή του ναρκωτικά. Μέλη της ΥΚΑΝ αναχώρησαν με σκοπό τον εντοπισμό του ΜΚ3 και έρευνα του ίδιου και του οχήματος που οδηγούσε. Περί ώρα 18:00 εντόπισαν το εν λόγω όχημα να βρίσκεται σταθμευμένο έξω από την πατρική κατοικία του ΜΚ3 στην Αραδίππου. Μετά από λίγο ο ΜΚ3 αναχώρησε με το όχημα και ο ΜΚ1 το έθεσε υπό διακριτική παρακολούθηση με σκοπό την ανακοπή του. Λόγω της πυκνής τροχαίας κίνησης, η ανακοπή του δεν κατέστη δυνατή με αποτέλεσμα το όχημα να εισέλθει στον αυτοκινητόδρομο Λάρνακας-Λευκωσίας με κατεύθυνση τη Λευκωσία. Ανακόπηκε παρά την έξοδο του Πέρα Χωρίου Νήσου. Αφού διαπιστώθηκε ότι ο οδηγός ήταν ο ΜΚ3 μεταφέρθηκαν στον Αστυνομικό Πέρα Χωρίου Νήσου για συνέχιση της έρευνας. Ο κατηγορούμενος 1 τηλεφωνούσε συνέχεια στον ΜΚ1 ρωτώντας αν βρήκαν τα ναρκωτικά επιμένοντας ότι η κοκαΐνη ήταν κρυμμένη στο εσωτερικό φτερό του αυτοκινήτου. Λόγω του ότι μετά από την έρευνα δεν εντοπίστηκε η κοκαΐνη αποστάλθηκε από τον κατηγορούμενο 3 από το κινητό του κατηγορούμενου 1, φωτογραφία στην οποία απεικονίζεται το χέρι του κατηγορούμενου 1 να δείχνει το ακριβές σημείο που βρίσκονταν τα ναρκωτικά. Εντός του εσωτερικού καλύμματος του δεξιού μπροστινού τροχού εντοπίστηκαν δύο πλαστικά γάντια χειρός όπου στο ένα υπήρχαν 22 διαφανείς συσκευασίες κλειστές δια καψίματος που περιείχαν άσπρη σκόνη και στο άλλο 21 νάιλον συσκευασίες. Διενεργήθηκε έλεγχος σε μία εκ των συσκευασιών με τη βοήθεια ειδικού αντιδραστηρίου με θετική ένδειξη στην κοκαΐνη. Επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο του ΜΚ3 ο οποίος απάντησε «δεν ξέρω τίποτε για τούτα». Σε κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία ο ΜΚ3 αναφέρθηκε στη συνάντηση που είχε με τον κατηγορούμενο 1 στο καφενείο του τελευταίου στη Λάρνακα. Στις 2/11/2022 ο ΜΚ7 μετέβηκε στο καφενείο του κατηγορούμενου 1 όπου κατόπιν οδηγιών του τελευταίου προέβηκε σε format του συστήματος του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης. Την ίδια μέρα και περί ώρα 10:30 διενεργήθηκε έρευνα στο καφενείο στην οδό [ ] στη Λάρνακα οπόταν και αποσυνδέθηκε το σύστημα διαχείρισης εικόνας του υποστατικού. Τα ναρκωτικά που εντοπίστηκαν στο όχημα του ΑΑ ήταν κοκαΐνη συνολικού βάρους 19,39 γραμμάρια και η καθαρότητα της μετά από εργαστηριακή εξέταση είναι 34.38% για τα 10 γραμμάρια και 36,50% για τα 9,39 γραμμάρια.

 

Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας των κατηγοριών και κρίση ως προς την ενοχή ή όχι των κατηγορούμενων θεωρούμε ορθό όπως εξετάσουμε την θέση του πρώτου κατηγορούμενου για παραβίαση του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη. Η εισήγηση της υπεράσπισης είναι διφυής. Άπτεται αρχικά του σταδίου διερεύνησης της υπόθεσης και κατά δεύτερον της καταχώρησης της υπόθεσης και προώθησης της από την κατηγορούσα αρχή.

 

Είναι νομολογημένο ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη επεκτείνεται και στο στάδιο των ανακρίσεων (βλ. Panovits v. Cyprus Appl. No 4268/04, 11/12/2008, Αχιλλέως ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφ. Αρ. 327/18 ημερ.29/9/2020), ECLI:CY:AD:2020:B325. Οι ανακριτικές αρχές συνεπώς, θα πρέπει να ενεργούν έτσι ώστε να μην υπάρχει παραβίαση δικαιωμάτων, ακόμα και από το στάδιο που πρόσωπο συλλαμβάνεται και τελεί υπό κράτηση για σκοπούς διερεύνησης υπόθεσης.

 

Στην υπόθεση Aburamadan v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ.148/2021 σχ. με 155/2021, ημερομ.10/11/2022 τέθηκαν τα εξής σε σχέση με την υποχρέωση της αστυνομίας για διερεύνηση της υπόθεσης:

 

«Στη Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459, που μας παρέπεμψε ο εφεσείων 2 και λήφθηκε υπόψη από το Κακουργιοδικείο, αναφέρθηκαν τα εξής: «Αποτελεί δε υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάζει στοιχεία, ακόμη και αν αυτά είναι υπέρ του κατηγορούμενου διότι είναι κατηγορούσα και όχι διωκτική αρχή, το δε ερευνητικό έργο της αστυνομίας και της ίδιας, δεν στοχεύει απλώς στην προσαγωγή του υπόπτου στο Δικαστήριο με αποκλειστικό γνώμονα την καταδίκη του, αλλά στην ανίχνευση όλων των ουσιωδών γεγονότων ώστε να λάμψει η αλήθεια στην υπόθεση».

 

Η πιο πάνω αρχή είναι ευθυγραμμισμένη και με τη νομολογία του ΕΔΑΔ. Ως έχει υποδειχθεί από το ΕΔΑΔ, το διαδικαστικό στάδιο της διερεύνησης είναι εξέχουσας σημασίας στην όλη διαδικασία,   (βλ. V.C.L. and A.N. v. the United Kingdom, Αιτήσεις 77587/12 και 74603/12, ημερομηνίας 16/2/2021, παράγραφος 195). Περαιτέρω, στην ίδια απόφαση, στην παράγραφο 200, κρίθηκε ότι η αποτυχία των αρχών να συνυπολογίσουν ορθά τα δεδομένα της υπόθεσης, εμπόδισε αυτές από το να εξασφαλίσουν μαρτυρία, η οποία μπορούσε να αποτελέσει θεμελιακή πτυχή της υπεράσπισης των κατηγορουμένων. Η πιο πάνω παράλειψη κρίθηκε ότι παραβίαζε το άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ.

 

Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι το στάδιο της διερεύνησης είναι θεμελιακό, καθότι καθορίζει το πλαίσιο στο οποίο εξετάζεται η υπόθεση κατά το στάδιο της ακρόασης. Επίσης προκύπτει ότι οι αρχές εκάστου κράτους θα πρέπει να σταθμίζουν τα δεδομένα εκάστης υπόθεσης με τρόπο που να μην εμποδίζουν τον εαυτό τους από το να εντοπίζει μαρτυρία, η οποία μπορεί να θεμελιώσει υπεράσπιση για τους κατηγορούμενους.

 

Όσον δε αφορά την κρίση κατά πόσο μία δίκη είναι δίκαιη στην υπόθεση Γεωργίου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση 38/2019 σχ. με 50/2019 ημερ. 20/1/2022, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Μακρίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 189/2019, ημερ. 7/9/2020:

 

«Συνιστά πάγια γραμμή της νομολογίας μας πως το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη, απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολο. Η όλη δικαστική διαδικασία αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης προς διαπίστωση, έχοντας πλέον ολοκληρωμένη εικόνα το Δικαστήριο, αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Στην πορεία αυτή, ισχυρισμοί που προβάλλονται για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης, δεν εξετάζονται μεμονωμένα ή αποσπασματικά, ούτε κατ΄ αφηρημένο τρόπο (in abstracto), αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto) (xxx Αθανάση (ανωτέρω))[2].

 Η αρχή της ισότητας των όπλων, βασίζεται στην εξισορρόπηση και συνεπάγεται ότι οποιοδήποτε μέρος της διαδικασίας – η οποία, ως λέχθηκε, εξετάζεται στο σύνολό της - πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του στο Δικαστήριο κάτω από συνθήκες που δεν το θέτουν σημαντικά σε μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου του (Parris (ανωτέρω))[3]

 

Στην υπό κρίση περίπτωση έχουμε αναφέρει ότι εν πρώτοις η θέση της υπεράσπισης είναι ότι υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη κατά το στάδιο διερεύνησης της υπόθεσης. Προβάλλονται από τον συνήγορο υπεράσπισης διάφορες ενέργειες ή και παραλείψεις των ανακριτικών αρχών που κατά τη θέση του στοιχειοθετούν της εισήγηση του. Θα πρέπει όμως να πούμε ότι τίθενται και αιτιάσεις που είτε δεν είναι αυτό το στάδιο που θα έπρεπε να τεθούν είτε οι ΜΚ δεν αντεξετάστηκαν επί τούτων. Θέτει ο κ. Πουτζιουρής ότι έπρεπε οι ανακριτές να παρέχουν σε γραπτή μορφή τα δικαιώματα στον κατηγορούμενο σύμφωνα με τον Ν.163(Ι)/2005 τα οποία και δεν εφάρμοσαν πριν του ληφθούν οι καταθέσεις. Τέτοιο ζήτημα ουδέποτε τέθηκε στους ΜΚ και ειδικότερα βέβαια στους ανακριτές αλλά ούτε και υπήρξε ένσταση στην κατάθεση των καταθέσεων του κατηγορούμενου 1 έτσι ώστε ενδεχομένως να διεξαχθεί δίκη εντός δίκης σε σχέση με τη λήψη των καταθέσεων από τον τελευταίο. Να πούμε εδώ ότι ο συνήγορος υπεράσπισης αν και ανέλαβε την εκπροσώπηση του κατηγορούμενου 1 σε κατοπινό στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, εν τούτοις, θεωρούμε, ότι έλαβε τα πρακτικά της διαδικασίας και γνωρίζει για το πως προχώρησε η ακρόαση και επί ποιων θεμάτων αντεξετάστηκαν οι μάρτυρες έτσι ώστε να μην εγείρονται θέματα τα οποία δεν υπάρχει το πραγματικό υπόβαθρο για να εξεταστούν. Εγείρεται επίσης και ως αιτία παραβίασης του δικαιώματος του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη το ότι στις 6/12/2022 που ήταν η ημερομηνία παραπομπής της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο η κατηγορούσα αρχή για να πετύχει την κράτηση του αναφέρθηκε σε προηγούμενες καταδίκες του ενώ  είχε αποκατασταθεί. Μετά από διαμαρτυρία του δικηγόρου του δέχθηκε η συνήγορος της κατηγορούσας αρχής ότι είχε αποκατασταθεί. Συνέδεσε τα πιο πάνω με την κατάθεση, κατά την ακρόαση της υπόθεσης του τεκμηρίου 54 από πλευράς υπεράσπισης του κατηγορούμενου 3, στη βάση ότι παραπλάνησε το Δικαστήριο για να το δεχθεί κατά παράβαση του Περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου 70/81. Θα πρέπει οι δικηγόροι να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις εισηγήσεις τους και να θέτουν τα δεδομένα στην πραγματική τους διάσταση. Το τεκμήριο 54 κατατέθηκε, και παρά την ένσταση του κ. Πουτζιουρή, από τον συνήγορο του κατηγορούμενου 3 κατά την αντεξέταση του κατηγορούμενου 1 στη βάση προσβολής του καλού του χαρακτήρα και όχι ως προηγούμενη καταδίκη του κατά παράβαση του πιο πάνω αναφερόμενου νόμου. Μάλιστα ο λόγος ένστασης του κ. Πουτζιουρή, όταν υποβλήθηκε αίτημα για κατάθεση του τεκμηρίου 54, ήταν ακριβώς για το ζήτημα του καλού χαρακτήρα του κατηγορούμενου 1. Συνεπώς δεν διακρίνουμε πως ο συνήγορος του κατηγορούμενου 3 παρανόμησε, ως η θέση του κ. Πουτζιουρή, στην προσπάθεια του να πλήξει το καλό του χαρακτήρα του κατηγορουμένου 1.

 

Εγείρεται επίσης από την πλευρά του κατηγορούμενου 1 ότι ενώ οι ανακριτές πήραν όλα τα τηλέφωνα των 4 κατηγορούμενων εν τούτοις εξέτασαν μόνο αυτά των δύο πρώτων τη στιγμή που από το τεκμήριο 17 και τις καταθέσεις της κατηγορούμενης 2, εμπλέκονταν και οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι. Η δε ύπαρξη των δύο εντύπων της αστυνομίας Ρ.161 και τη μαρτυρία του ΜΚ14 στον οποίο δεν παραδόθηκαν τα τηλέφωνα για εξέταση αποδεικνύει την μεροληπτική διαδικασία εξέτασης της υπόθεσης από τους ανακριτές. Θέτει επίσης η υπεράσπιση ότι οι ανακριτές προέβηκαν σε αναγνωριστική παράταξη μόνο σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1 και όχι και για τους υπόλοιπους κατηγορούμενους χωρίς να διερευνήσουν τους ισχυρισμούς του τελευταίου τη στιγμή που κατονόμασε και άλλα πρόσωπα όπως τον πατέρα του κατηγορούμενου 4. Να επαναλάβουμε ότι το ζήτημα της δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται αφηρημένα. Το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει ενώπιον του συγκεκριμένες θέσεις ως προς τις ενέργειες που θα έπρεπε να γίνουν από πλευράς ανακριτικών αρχών και δεν έγιναν και πως οι παραλείψεις αυτές επηρεάζουν το δικαίωμα του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη. Γενικές τοποθετήσεις δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν υπόβαθρο για εξέταση του ζητήματος. Περαιτέρω όμως για να επέλθει επηρεασμός του δικαιώματος δίκαιης δίκης λόγω παραλείψεων των ανακριτικών αρχών, οι παραλείψεις αυτές θα πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, οι οποίες να θέτουν τον κατηγορούμενο σε μειονεκτική θέση έναντι της κατηγορούσας αρχής. Το δε βάρος απόδειξης, βρίσκεται στους ώμους του κατηγορούμενου, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (βλ. Ανδρέου ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση 29/2022, ημερομηνίας 23/6/2022 και Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση 141/2023, ημερομηνίας 20/10/2023).

 

Ανακρίτρια της υπόθεσης ήταν η ΜΚ2 η οποία κατέθεσε ενόρκως και αντεξετάστηκε από την πλευρά του κατηγορούμενου 1. Τα θέματα που εγείρει τώρα ο συνήγορος υπεράσπισης δεν τέθηκαν στην εν λόγω μάρτυρα. Ούτε για παράλειψη της για διενέργεια αναγνωριστικής παράταξης έγινε λόγος αλλά ούτε και σε σχέση με τα τηλέφωνα. Εκτός τούτου όμως, ως έχουμε θέσει και πιο πάνω, αν και ο ΜΚ14 αντεξετάστηκε από τον συνήγορο του κατηγορούμενου για την λήψη και εξέταση από μέρους του τεκμηρίων εν τούτοις και πάλι δεν τέθηκε ενώπιον μας κάτι το συγκεκριμένο ως προς το με ποιο τρόπο οι ανακριτικές αρχές ενήργησαν μεροληπτικά σε βάρος του πελάτη του. Ακόμα και το ότι ο ΜΚ14 ανέφερε ότι τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης επιθεωρήθηκαν από την ΜΚ2 η οποία και έκρινε ότι δεδομένα που εντοπίστηκαν δεν είχαν σχέση με την υπόθεση και διαγράφηκαν, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσεις την εισήγηση της υπεράσπισης αμφοτέρων των κατηγορούμενων, αφού δεν ρωτήθηκε ποια ακριβώς ήταν αυτά τα δεδομένα που από τη στιγμή που δεν παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου επηρέασαν τα δικαιώματα τους. Το ίδιο ισχύει και για τη θέση του κατηγορούμενου 1 για πλάνα κλειστού κυκλώματος παρακείμενου καφενείου. Ουσιαστικά οι θέσεις της παρέμειναν αδιαμφισβήτητες. Επομένως η υπεράσπιση ουδέν έθεσε για τα πιο πάνω έτσι ώστε η ΜΚ2 να τοποθετηθεί και οι τοποθετήσεις της, ως ζήτημα γεγονότων να αξιολογηθούν. Επομένως  η υπεράσπιση δεν μπορεί να παραπονείται ότι η μη προσαγωγή του περιεχόμενου των κλειστών κυκλωμάτων παραβιάζει το δικαίωμα στη δίκαιη δίκης γιατί δεν αμφισβήτησε καν τον λόγο που αυτά δεν παρουσιάστηκαν. Επίσης δεν προκύπτει ότι οι αρχές αγνόησαν μαρτυρία που δυνατόν να ήταν αθωωτική για τους κατηγορουμένους και δεν έπραξαν ό,τι ήταν δυνατόν για την εξασφάλιση σχετικής μαρτυρίας. Αντιθέτως προκύπτει ότι προέβηκαν σε όλες στις ενέργειες για εντοπισμό μαρτυρίας από παρακείμενα υποστατικά και  για ανάκτηση του διαγραφέντος υλικού. Σχετικό υλικό εντοπίστηκε από κλειστό κύκλωμα παρακείμενου καφενείου και το διαγραφέν υλικό ανακτήθηκε. Το περιεχόμενο αμφότερων των καταγραφών αξιολογήθηκε και κρίθηκε μη σχετικό από τις αρχές. Η βάση της αξιολόγησης δεν έχει καν διερευνηθεί ή αμφισβητηθεί από την υπεράσπιση. Επομένως δεν μπορεί ούτε η υπεράσπιση του κατηγορούμενου 1 ούτε του κατηγορουμένου 3 να υποστηρίζει ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα των κατηγορουμένων σε δίκαιη δίκη στο ανακριτικό στάδιο.

 

Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό, δεν μπορεί να υπάρξει παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη από ελάττωμα στη διαδικασία, το οποίο προκαλείται από την έλλειψη επιμέλειας που εύλογα αναμένεται από τον κατηγορούμενο. ( βλ. Harrıs, O' Boyle & Warbrick: The law Of The European Convention on Human Rights 4η έκδοση, σελ. 475 και Παπαεπιφανείου ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση Αρ. 16/2021, ημερομηνίας 19/10/2021. Αναφορικά τέλος με την ισχυριζόμενη κακοποίηση του κατηγορούμενου 1 από αστυνομικό και ότι αυτό καθιστά όλες τις ενέργειες των ανακριτικών αρχών παράνομες απλώς να αναφέρουμε ότι δεν θα υπεισέλθουμε στο συγκεκριμένο ζήτημα για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι διότι ο κατηγορούμενος 1 προέβηκε σε καταγγελία στην αρμόδια αρχή, καταγγελία η οποία ως προέκυψε εξετάζεται. Συνεπώς και πέραν του ότι δεν έχει τεθεί μαρτυρία ως προς το ισχυριζόμενο συμβάν για να μπορεί να κριθεί, δεν θα ήταν και ορθό να αποφασίσουμε επί του παραπόνου τη στιγμή που βρίσκεται υπό εξέταση. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το συμβάν αυτό δεν συνδέθηκε με τη λήψη των καταθέσεων του κατηγορούμενου στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας ούτε και αποτέλεσε στοιχείο προς αμφισβήτηση  καταθέσεων ή και δηλώσεων του κατηγορούμενου 1 προς τις ανακριτικές αρχές.

Το δεύτερο σκέλος της εισήγησης της υπεράσπισης επικεντρώνεται στην καταχώριση της υπόθεσης και προώθησης της από την κατηγορούσα αρχή. Τίθενται και πάλι πολλές αιτίες προς υποστήριξη της εν λόγω  εισήγησης. Γίνεται αναφορά από το στάδιο της παραπομπής της υπόθεσης μέχρι και τον χειρισμό της από τον προηγούμενο εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής κ. Θανάση Παπανικολάου. Αποδίδεται αρχικά στην κατηγορούσα αρχή το στοιχείο της εκδικητικότητας στη βάση του ότι ζήτησε την κράτηση του από το στάδιο της παραπομπής της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο, επικαλούμενη προηγούμενες καταδίκες τη στιγμή που δεν είχε, ως επίσης την καταχώριση της υπόθεσης ενώπιον του Κακουργιοδικείου ενώ τα χρήματα που παράνομα ισχυρίζονται ότι λήφθηκαν και η ποσότητα των ναρκωτικών δεν την δικαιολογούν.  Δεν θα επαναλάβουμε τα όσα αναφέραμε προηγουμένως σε σχέση με το θέμα της κράτησης. Απλώς να επισημάνουμε ότι η κατηγορούσα αρχή, μετά από ένσταση της υπεράσπισης, ως ο ίδιος ο κ. Πουτζιουρής ανέφερε, δέχθηκε ότι δεν υπήρχαν προηγούμενες καταδίκες. Σε σχέση με την καταχώριση της υπόθεσης ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο προβαλλόμενος από την υπεράσπιση λόγος δεν μπορεί να γίνει δεκτός για κατάληξη μας σε παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη. Τα αδικήματα που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει είναι σοβαρά με τις κατηγορίες 2 και 6 να επισύρουν πολυετείς ποινές φυλάκισης που υπερβαίνουν τα πέντε χρόνια. Εκτός του  του ότι είναι πέραν των πέντε ετών δεν είναι δυνατόν το Δικαστήριο να υπεισέλθει στην απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για καταχώριση της υπόθεσης ενώπιον του Κακουργιοδικείου αλλά ούτε και η απόφαση του αυτή, χωρίς οτιδήποτε άλλο, μπορεί να κριθεί ως εκδικητική επειδή ο κατηγορούμενος 1 απλώς το υπέθεσε. Υπόθεση αποτελεί και η προβαλλόμενη από την υπεράσπιση συνάντηση του εκπροσώπου της κατηγορούσας αρχής με τον δικηγόρο των κατηγορούμενων 3 και 4 εκτός της αίθουσας του Δικαστηρίου χωρίς την παρουσία και του δικηγόρου του κατηγορούμενου 1, καθ’ ότι υποσκάπτεται, κατά  την υπεράσπιση, το θεμέλιο της δίκαιης δίκης αφού «κοουτσάρετε» μάρτυρας. Ζητείται δηλαδή να αποφανθούμε περί παραβίασης του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη στη βάση ισχυριζόμενης συνάντησης χωρίς να γνωρίζουμε τι λέχθηκε και αν αυτά που δυνατόν να λέχθηκαν ήταν με σκοπό να παραβλαφτεί ο κατηγορούμενος 1. Προβάλλει ο κατηγορούμενος 1 και άλλους λόγους για υποστήριξη της εισήγησης του, που άπτονται του χειρισμού της υπόθεσης από την κατηγορούσα αρχή σε σχέση με επιθυμία του κατηγορούμενου 1 να παραδεχθεί κάποιες κατηγορίες και να ανασταλούν άλλες κάτι που δεν έγινε δεκτό από τον προηγούμενο εκπρόσωπο της αν και φαινόταν να υπάρχει αυτή η πιθανότητα όταν εμφανιζόταν διαφορετικός εκπρόσωπος της. Το πως θα χειριστεί την υπόθεση της η κάθε πλευρά είναι ζήτημα που αφορά την ίδια χωρίς η επιλογή της έστω και αν δεν ικανοποιεί την άλλη πλευρά να θεωρείται, χωρίς και πάλι κάτι το απτό, ότι γίνεται για λόγους εκδικητικούς. Τέτοια κατάληξη θα ήταν τουλάχιστον εικασία. Αυτό όμως που θα πρέπει να τονίσουμε και να ψέξουμε είναι η ενέργεια του εκπροσώπου της κατηγορούσας αρχής κ. Θ. Παπανικολάου, ως η αποδεκτή μαρτυρία του δικηγόρου κ. Κ. Ταμπούρλα (ΜΥ4), που εκπροσωπούσε αρχικά τον κατηγορούμενο 1, να πει στον δικηγόρο των κατηγορούμενων 3 και 4 να μην αντεξετάσει τον ΜΚ1. Αυτό είναι τουλάχιστον απαράδεκτο και ανεπίτρεπτο να γίνεται. Δεν νοείται εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής, που παρουσιάζει υπόθεση εκ μέρους της Δημοκρατίας, να πει σε συνήγορο υπεράσπισης αν θα αντεξετάσει συγκεκριμένο μάρτυρα ή όχι. Το αν έγινε κρυφά ή φανερά δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Βέβαια αυτό δεν συνεπάγεται και επηρεασμό των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου 1, που έθεσε το ζήτημα διά μέσω του δικηγόρου του, ο οποίος είχε την ευκαιρία να αντεξετάσει τον ΜΚ1. Δεν προέκυψε σε κάθε περίπτωση οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι η μη αντεξέταση του ΜΚ1 από τον δικηγόρο των κατηγορούμενων 3 και 4 επηρέασε το δικαίωμα του κατηγορούμενου 1 για δίκαιη δίκη.  Αποτελεί, ως έχουμε αναφέρει, απαράδεκτη ενέργεια από εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής, κάτι για το οποίο  ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας σε κάθε περίπτωση θα λάβει γνώση τόσο από την καταγγελία που ο κατηγορούμενος 1 έχει προβεί όσο και από το περιεχόμενο της παρούσας απόφασης μας.

 

Ζήτημα δίκαιης δίκης εγείρεται και από τον κατηγορούμενο 3 στη βάση των ενεργειών της ΜΚ2 που επέφερε καταστροφή μαρτυρικού υλικού και που, κατά τη θέση της υπεράσπισης, ήταν αθωωτικό για τον κατηγορούμενο 3. Δεν θα επαναλάβουμε τα όσα θέσαμε κατά την εξέταση του θέματος αυτού ως τέθηκε και από τον κατηγορούμενο 1 παρά μόνο ότι και αυτή η εισήγηση κινείται εντός αόριστου πλαισίου.

 

Μετά την αξιολόγηση της ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσας μαρτυρίας και στην κατάληξη μας στα πιο πάνω ευρήματα θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την ενοχή των κατηγορούμενων 1 και 3 στα αδικήματα που αντιμετωπίζουν.

 

Οι πιο πάνω κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού την κατηγορία 1 για το αδίκημα της συνομωσίας για πρόκληση βλάβης σε πρόσωπο κατά παράβαση του άρθρου 373 του Ποινικού Κώδικα.

 

Τους αποδίδεται ότι συνωμότησαν μεταξύ τους να προξενήσουν βλάβη στον ΜΚ3.

 

Στην υπόθεση Λαζάρου v. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633 με παραπομπή και στην Gani ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 134 επαναλήφθηκαν οι αρχές που έχουν τεθεί και εφαρμόζονται αναφορικά με την συνωμοσία.

 

«Η συνωμοσία, εκτός της ύπαρξης συμφωνίας, περιλαμβάνει και το στοιχείο της πρόθεσης (mens rea) και για τούτο, η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδεικνύει όχι μόνο τη συμφωνία μεταξύ των κατ’ ισχυρισμό συνωμοτών να εκτελέσουν ένα παράνομο σκοπό (αποδεικνυόμενης είτε με λόγια είτε άλλο τρόπο επικοινωνίας μεταξύ τους), αλλά επιπρόσθετα θα πρέπει να αποδεικνύει την πρόθεση στη σκέψη καθενός κατ’ ισχυρισμό συνωμότη να εκτελέσει τον παράνομο σκοπό (R. v. Thompson, 50 Cr. App. R. 1).»

 

Το αδίκημα λοιπόν της συνωμοσίας συντελείται από τη στιγμή που δύο ή περισσότερα πρόσωπα συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα και προς στοιχειοθέτηση της απαιτείται η απόδειξη συμπληρωμένης συμφωνίας που αποτελεί ζήτημα πραγματικό το οποίο εξαρτάται από τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Απαιτείται περαιτέρω και η ένοχη διάνοια κάθε συνωμότη που συνίσταται στην πρόθεση εκτέλεσης του παράνομου σκοπού (βλ. Dejan v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση 205/2017 ημερομηνίας 11/5/2022). Δεν είναι αναγκαίο για τη συμπλήρωση του αδικήματος να έχει τελεστεί οτιδήποτε άλλο πέραν από τη συμφωνία. Είναι δε αδιάφορο αν οι συνωμότες μετάνιωσαν, σταμάτησαν, παρεμποδίστηκαν, απέτυχαν ή δεν είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν το σκοπό της συνωμοσίας. Ακόμα και σε περίπτωση που κατηγορούμενος αθωωθεί στην κατηγορία για διάπραξη ενός αδικήματος δεν έπεται ότι θα πρέπει να απαλλαγεί και στην κατηγορία για συνωμοσία διάπραξης εκείνου του αδικήματος (βλ. Λαζάρου (ανωτέρω)).

 

Στην εδώ περίπτωση, στις 28/10/2022 ο ΜΚ3 ανακόπηκε από  την αστυνομία κατευθυνόμενος από Λάρνακα προς Λευκωσία. Στο όχημα που οδηγούσε και συγκεκριμένα μέσα στο φτερό του δεξιού τροχού, εντοπίστηκαν ναρκωτικά οπόταν και συνελήφθηκε και τέλεσε υπό κράτηση για οκτώ ημέρες. Ο ίδιος εξέφρασε άγνοια και σε κατάθεση που του λήφθηκε αναφέρθηκε σε συνάντηση που είχε, λίγο πριν την ανακοπή του από την αστυνομία, με τον κατηγορούμενο 1 στο καφενείο του τελευταίου στην οδό [ ] στη Λάρνακα. Από αυτό το στοιχείο ξεκίνησε να ξετυλίγεται το όλο πλέγμα της πραγματικής διάστασης των γεγονότων αφού αποδείχθηκε ότι όντως ο ΜΚ3 ουδεμία σχέση ή και ανάμιξη είχε με ναρκωτικές ουσίες. Τα ναρκωτικά είχαν τοποθετηθεί εκεί από άλλο ή και άλλα πρόσωπα. Αποτέλεσε στόχο διότι είχε δεσμό με την κόρη της κατηγορούμενης 2. Το ερώτημα που τώρα τίθεται είναι αν υπήρξε συμφωνία δύο ή περισσοτέρων προσώπων για να προκληθεί βλάβη στον ΜΚ3. Χωρίς βέβαια να απαιτείται η επέλευση του αποτελέσματος της συμφωνίας που καταρτίζεται, να σημειώσουμε ότι προκλήθηκε βλάβη στον ΜΚ3 αφού συνελήφθηκε και εναντίον του εκδόθηκε διάταγμα κράτησης. Κρίσιμο σημείο για το αν υπήρξε  συμφωνία αποτελεί η μετάβαση του ΜΚ3 στις 28/10/2022 στο καφενείο του κατηγορούμενου 1 και η εκεί παρουσία του κατηγορούμενου 3 σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία της ΜΚ12. Τον αν υπήρξε συμφωνία μεταξύ κατηγορούμενου 1 και κατηγορούμενου 3 θα εξαρτηθεί από τα περιστατικά της υπόθεσης δεδομένου ότι δεν έχουμε αποδεκτή μαρτυρία για προηγούμενη συνάντηση τους και κατάληξη σε συμφωνία με παράνομο σκοπό, πέραν της συνάντησης τους στην οικία της αδελφής του κατηγορούμενου 1. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει από τα περιστατικά και μόνο να προκύπτει η συμφωνία με ξεκάθαρο τρόπο. Κρίνουμε ότι εδώ είναι αυτή η περίπτωση. Τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν με ασφάλεια σε αυτή την κατάληξη. Υπήρξε αρχικά γη συνάντηση τους στην οικία της αδελφής του κατηγορούμενου 1. Ο ΜΚ3 μετέβηκε στο καφενείο του κατηγορούμενου 1 μετά που ο τελευταίος επικοινώνησε μαζί του και διευθέτησαν συνάντηση. Είχε προηγηθεί συνάντηση και επικοινωνία του κατηγορούμενου 1 με τον ΜΚ1 όπου ο πρώτος ανέφερε στον δεύτερο ότι ο ΜΚ3 ασχολείτο με τη διακίνηση ναρκωτικών και ότι θα του έδινε περαιτέρω πληροφορίες ως προς αυτό. Ο ΜΚ3 φθάνοντας στο καφενείο, του υποδείχθηκε που να σταθμεύσει παρά την πρόθεση του να σταθμεύσει μπροστά από το καφενείο. Αν και ο ΜΚ4 επέλεξε  να παραμείνει στο όχημα του λέχθηκε να κατεβεί όπως και έπραξε. Υπήρχε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης με μία μόνο οθόνη στο γραφείο του κατηγορούμενου 1, αν και υπήρχαν και άλλες, να δείχνει το όχημα του ΜΚ3 κάτι που έβλεπε ο κατηγορούμενος 1. Η ΜΚ12 κατά τον κρίσιμο χρόνο βρισκόταν έξω  από το καφενείο με τα παιδιά της και είδε τον κατηγορούμενο 3 να είναι σκυφτός στον δεξιό τροχό του οχήματος του ΜΚ3 και να κάνει κάτι. Μετά από λίγο και αφού αντιλήφθηκε ότι τον είδε η ΜΚ12 μπήκε σε αυτοκίνητο ως συνοδηγός και εγκατέλειψε το μέρος. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος 1 και αφού ο ΜΚ3 του είπε ότι θα πήγαινε στη Λευκωσία, ειδοποίησε τηλεφωνικώς τον ΜΚ1 και του είπε ότι ο ΜΚ3 είχε ναρκωτικά στην κατοχή του και θα αναχωρούσε για  τη Λευκωσία. Σε κατοπινό στάδιο ο ΜΚ3 ανακόπηκε από την αστυνομία. Αρχικά τα ναρκωτικά δεν εντοπίζονταν και κατόπιν επικοινωνίας του ΜΚ1 με τον κατηγορούμενο 1 του αποστάλθηκε φωτογραφία μέσω κινητού τηλεφώνου όπου του υποδείκνυε που ακριβώς βρίσκονταν τα ναρκωτικά όπου και εντοπίστηκαν. Η φωτογραφία αποστάλθηκε από τον κατηγορούμενο 3 από το κινητό του κατηγορούμενου 1. Από τα πιο πάνω δεν υπάρχει αμφιβολία περί ύπαρξης συμφωνίας των κατηγορούμενων 1 και 3 να προκαλέσουν βλάβη στον ΜΚ3. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος 1 συμφώνησε με τον κατηγορούμενο 3 για μετάβαση του ΜΚ3 στο καφενείο, ο κατηγορούμενος 1 να κρατήσει απασχολημένο τον ΜΚ3 για τέτοιο χρόνο έτσι ώστε ο κατηγορούμενος 3 να τοποθετήσει τα ναρκωτικά στο όχημα του ΜΚ3. Να υπενθυμίσουμε ότι ο κατηγορούμενος 3 είναι ισιωτής αυτοκινήτων και τα ναρκωτικά βρέθηκαν σε «σώφτερο» στον δεξιό τροχό του οχήματος και χρειάστηκε η προς τον ΜΚ1 ακριβής υπόδειξη του σημείου για να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός τους. Συνεπώς τα ως άνω τεθέντα δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν με ασφάλεια περί ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ κατηγορούμενου 1 και κατηγορούμενου 3 για πρόκληση βλάβης στον ΜΚ3.

 

Προσάπτεται στους κατηγορούμενους 1 και 3, με την κατηγορία 2, ότι στις 28/10/2022 είχαν στην κατοχή τους κοκαΐνη συνολικού βάρους 19,39 γραμμαρίων.  Η εν λόγω ποσότητα, ως έχουμε αναφέρει και αμέσως πιο πάνω αλλά αποτελεί και εύρημα του Δικαστηρίου, εντοπίστηκε στο όχημα που οδηγούσε ο ΜΚ3.

 

Το ερώτημα που τίθεται, κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης όπως αποκρυσταλλώθηκαν με την κατάληξη του Δικαστηρίου στα πιο πάνω αναφερόμενα ευρήματα μας είναι κατά πόσο έχει αποδειχθεί η κατοχή των ναρκωτικών από τους κατηγορούμενους 1 και 3.

 

Ως προς την έννοια του όρου «κατοχή», όπως αυτός χρησιμοποιείται στον Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο 29/77, παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την Λαζάρου και Άλλου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633, 671:

 

«‘‘Κατοχή’’ σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόσημη γνώση της φύσης του αντικειμένου που αποτελεί το αντικείμενο της κατοχής (Ιακώβου ν Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 211). Στον όρο ‘‘κατοχή’’ η νομολογία είχε δώσει ευρεία έννοια. Καλύπτει και τις περιπτώσεις όπου η απαγορευμένη ουσία, βρίσκεται μεν στη φυσική κατοχή ή φύλαξη τρίτου, ο κατηγορούμενος όμως συνεχίζει να διατηρεί τον έλεγχο της. Συνεπώς η φυσική κατοχή του αντικειμένου δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για στήριξη καταδίκης (Ιωάννου άλλως Τίτος κ.ά. ν Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 409). Η συγκεκριμένη νομολογιακή θέση βρίσκει έρεισμα και σε νομοθετικές πρόνοιες. Σχετικό είναι το Άρθρο 2(3) του Νόμου 29/77, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου «… παν πρόσωπο θεωρείται ως έχων εν τη κατοχή αυτού οιαδήποτε αντικείμενα, τελούντα υπό τον έλεγχο αυτού καίτοι ταύτα ευρίσκονται υπό τη φύλαξη ετέρου προσώπου». Τέλος, η νομολογία καθιστά δυνατή την εξ αποστάσεως εμπλοκή (βλ. Αθηνής ν Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256).

 

Σχετικό, αναφορικά με την έννοια της κατοχής, είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από ο σύγγραμμα Blackstones Criminal Practice 2016 paras. B.19.23 και B19.24 που τέθηκε στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ. 123/15, ημερομηνίας 10/9/2018:

 

««Lord Hope in the House of Lords in Lambert [2002] 2 AC 545, stated that there are two elements to possession. There is the physical element, and there is the mental element.’ The approach of Lord Hope is reflected in the other judgments delivered in that case. It confirms the approach taken by the Court of Appeal in McNamara (1988) 87 Cr App R 246 (see B 19.25), and is settled law (consider also DPP v Brooks [1974] AC 862 at B19.29).

Custody or Control ‘The physical element involves proof that the thing is in the custody of the defendant or subject to his control’, per Lord Hope in Lambert [2002] 2 AC 545 (see also Lord Scarman in Boyesen [ 1982] AC 768). This is enlarged by the MDA 1971, s. 37(3): ‘For the purposes of this Act the things which a person has in his possession shall be taken to include anything subject to his control which is in the custody of another’. The ability to demand that the property in question be removed (or the ability to remove it oneself) is no more than evidence of knowledge and acquiescence: it is not to be equated with control {Kousar [2009] 2 Cr App R 88, a case decided in the context of the Trade Marks Act 1994 but which, it is submitted, has relevance here).The description of possession given by Lord Wilberforce in Warner v Metropolitan Police Commissioner [1969] 2 AC 256, at pp. 310-11, remains relevant: The question, co which an answer is required, and in the end a jury must answer it, is whether in the circumstances the accused should be held to have possession of the substance, rather than mere control. In order to decide between these two, the jury should, in my opinion, be invited to consider all the circumstances — to use again the words of Pollock and Wright — the ‘Modes or events’ — by which the custody commences and the legal incident in which it is held. By these I mean relating them to typical situations, that they must consider the manner and circumstances in which the substance, or something which contains it, has been received, what knowledge or means of knowledge or guilty knowledge as co the presence of the substance, or as to the nature of what has been received, he had at the time of receipt or thereafter up to the moment when he is found with it; his legal relation to the substance or package (including his right of access to it). On such matters as these (not exhaustively stated) they must make the decision whether, in addition to physical control, he has, or ought to have imputed to him the intention to possess, or knowledge that he does possess, what is in fact a prohibited substance. If he has this intention or knowledge, it is not additionally necessary chat he should know the nature of the substance.»

 

Εξετάζοντας την υπό κρίση περίπτωση αναφορικά με τον κατηγορούμενο  3 έχουμε εξηγήσει προηγουμένως, στα πλαίσια της συμφωνίας του με τον κατηγορούμενο  1, ότι ήταν αυτός που τοποθέτησε τα επίδικα ναρκωτικά στο όχημα του ΜΚ3  και που σε κατοπινό στάδιο κατά την ανακοπή του εντοπίστηκαν από την αστυνομία. Επιπρόσθετα, από την αποδεκτή  μαρτυρία (ΜΚ1), ήταν ο κατηγορούμενος 3 που έστειλε την φωτογραφία που δείχνει το ακριβές σημείο που βρίσκονταν τα ναρκωτικά γεγονός που καταδεικνύει την εμπλοκή και γνώση του κατηγορούμενου 3 ως προς την  ύπαρξη και τοποθέτηση τους στο αυτοκίνητο. Θα αποτελούσε εξωπραγματική σύμπτωση να βρίσκεται μαζί με τον κατηγορούμενο 1 στο ίδιο τοπικό και χρονικό σημείο όταν εξελίσσονταν τα γεγονότα της ανακοπής του ΜΚ3, τη στιγμή μάλιστα που ο κατηγορούμενος 1 είχε επικοινωνία με τον ΜΚ1 και τον ρωτούσε αν εντόπισαν τα ναρκωτικά. Να υπενθυμίσουμε και πάλι ότι τα ναρκωτικά εντοπίστηκαν μετά την αποστολή της φωτογραφίας από τον κατηγορούμενο 3 από το τηλέφωνο του κατηγορούμενου 1.  Συνεπώς και φυσική κατοχή είχε αλλά και έλεγχο των ναρκωτικών.

 

Όσον αφορά τώρα τον κατηγορούμενο 1 δεν έχουμε αμφιβολία ότι  γνώριζε για την ύπαρξη των ναρκωτικών. Ήταν αυτός που ανέφερε στον ΜΚ1 για δήθεν διακίνηση ναρκωτικών από τον ΜΚ3. Περαιτέρω, ήταν αυτός που ειδοποίησε τον ΜΚ1 ότι ο ΜΚ3 αναχώρησε από το καφενείο του και είχε στην κατοχή του ναρκωτικά. Υπέδειξε στη συνέχεια και σε ποιο σημείο του οχήματος βρίσκονταν. Από μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται να μην είχε την κατοχή των ναρκωτικών αλλά  ούτε και έλεγχο επί αυτών παρά μόνο γνώση για την ύπαρξη τους. Κρίση μας όμως είναι ότι στην παρούσα υπόθεση τυγχάνει εφαρμογής  το άρθρο 21 του Ποινικού Κώδικα το οποίο θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε.

 

«21. Αν δύο ή περισσότεροι διαµορφώσουν κοινή πρόθεση για την επιδίωξη από κοινού κάποιου παράνοµου σκοπού και κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού διαπραχτεί ποινικό αδίκηµα τέτοιας φύσης, ώστε η διάπραξη του να ήταν πιθανή συνεπεία της επιδίωξης του πιο πάνω σκοπού, ο κάθε ένας από αυτούς, θεωρείται ότι διέπραξε το ποινικό αδίκηµα.».

 

Η εμβέλεια του άρθρου 21 έχει εξετασθεί στη θεμελιακή απόφαση Πουτζιουρής και Άλλος ν Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 309, όπου τέθηκε πως ο κοινός σκοπός στο πλαίσιο του άρθρου 21 δεν προϋποθέτει προκαταρτισμένο σχέδιο, ενώ το πότε υφίσταται κοινός σκοπός είναι ζήτημα πραγματικό.

 

Περαιτέρω στην πρόσφατη απόφαση Αλεξάνδρου ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 152/2017, ημερομηνίας 20.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:D246 συνοψίσθηκαν οι αρχές που διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα ως ακολούθως:

 

«Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Binnington κ.ά. (Αρ. 1) (2008) 2 ΑΑΔ, 108, με αναφορά στην Pefkos v. Republic (1961) 2 CLR, 340, καταγράφεται πως εφόσον υπάρχει κοινός σκοπός, η ποινική ευθύνη δεν αναιρείται επειδή διαπράττεται ποινικό αδίκημα στο πλαίσιο της προώθησης του, το οποίο δεν είχε προβλεφθεί, εφόσον αυτό ήταν πιθανή συνέπεια. Στη Μαμαλικόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 25/14 (Σχ. με 29/14), απόφαση ημερ. 20.9.2018, επαναλαμβάνεται ότι οι πρόνοιες του άρθρου 21 του Ποινικού μας Κώδικα, «αναφέρονται σε πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος, θέτοντας ως κριτήριο την εύλογη προβλεψιμότητα».    (Βλ. επίσης τις υποθέσεις Βο κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2007) 2 ΑΑΔ, 293 και  Kesov κ.ά. ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ, 348).»

 

Από τις πιο πάνω αυθεντίες εξάγεται το συμπέρασμα ότι για την κατάφαση της ποινικής ευθύνης συνεργού στο πλαίσιο του άρθρου 21 δεν απαιτείται η απόδειξη προκαταρτισμένου σχεδίου. Τουναντίον η ποινική ευθύνη συμμέτοχου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στο πλαίσιο της προώθησης κοινού σκοπού διαπράχθηκε άλλο αδίκημα εφόσον η διάπραξη του ήταν εύλογα προβλεπτή.

 

Έχουμε καταλήξει ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 3 συμφώνησαν να προκαλέσουν βλάβη στον ΜΚ3. Η βλάβη που θα προκαλείτο είναι ξεκάθαρο ότι περιλάμβανε και τα ναρκωτικά. Η συνάντηση του κατηγορούμενου 1 με τον ΜΚ1 στις 24/10/2022 στους Τρούλλους αυτό αποδεικνύει αφού η πληροφορία που δόθηκε από τον πρώτο στον δεύτερο ήταν ότι ο ΜΚ3 διακινούσε ναρκωτικά. Συνεπώς η επίτευξη του στόχου που ήταν η βλάβη του ΜΚ3 είχε  σαν υπόβαθρο της τα ναρκωτικά. Εφόσον λοιπόν τα ναρκωτικά ήταν από την αρχή στο πλαίσιο της συμφωνίας τους, ως το μέσο για πρόκληση της βλάβης,  τότε όχι μόνο η κατοχή των ναρκωτικών ήταν πιθανή συνέπεια της επιδίωξης του σκοπού της πρόκλησης βλάβης, αλλά και σίγουρη. Δεν νοείται να είχαν σκοπό να προκαλέσουν βλάβη στον ΜΚ3, που ήταν να συλληφθεί για ναρκωτικά, χωρίς οι ίδιοι να διαπράξουν το αδίκημα της κατοχής των ναρκωτικών. Το ότι ο κατηγορούμενος 1 δεν έχουμε μαρτυρία ότι είχε τον φυσικό έλεγχο των ναρκωτικών  δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα αφού σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ποινικού Κώδικα για να κριθεί ένοχος αυτό που απαιτείται είναι η διάπραξη του αδικήματος της κατοχής ναρκωτικών ως πιθανή συνέπεια κατά την επιδίωξη του κοινού παράνομου σκοπού.

 

Αντιμετωπίζουν επίσης από κοινού οι κατηγορούμενοι 1 και 3 το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

Τους αποδίδεται ότι ενώ γνώριζαν ότι το ποσό των €10.000 αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη των αδικημάτων των κατηγοριών 1-4 απέκτησαν και κατείχαν το εν λόγω ποσό.

 

Το εν λόγω αδίκημα εδράζεται στις πρόνοιες του  Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου188(Ι)/2007.

 

Το άρθρο 4(1)(2) προνοεί τα ακόλουθα:

 

«4(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο ενώ (α) γνωρίζει ή (β) όφειλε να γνωρίζει ότι οποιαδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί 1 έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, προβαίνει σε οποιαδήποτε από όπως πιο κάτω ενέργειες:

 

……………………………………………………………………………………………

 

(iii) αποκτά, κατέχει ή χρησιμοποιεί τέτοια περιουσία

 

……………………………………………………………………………………………

 

(2) Για σκοπούς του εδαφίου (1):

 

(α) ∆εν έχει καµιά σηµασία κατά πόσο οι παράνοµες δραστηριότητες υπόκεινται ή όχι στη δικαιοδοσία των Κυπριακών ∆ικαστηρίων·

 

(β) τα αδικήµατα νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες δύνανται να διαπραχθούν και από τους δράστες γενεσιουργών αδικηµάτων·

 

(γ) η γνώση, πρόθεση ή σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία αδικηµάτων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δύνανται να συναχθούν από αντικειµενικές πραγµατικές περιστάσεις· 

 

(δ) δεν απαιτείται προηγούµενη ή ταυτόχρονη καταδίκη για γενεσιουργό αδίκηµα, από το οποίο προήλθαν έσοδα· 

 

(ε) δεν απαιτείται να αποδειχθεί η ταυτότητα του προσώπου που διέπραξε τις παράνοµες δραστηριότητες από τις οποίες προήλθαν τα έσοδα·

(στ) καταδίκη για τα αναφερόµενα στο εδάφιο (1) αδικήµατα είναι δυνατή σε περίπτωση που µε βάση αντικειµενικές πραγµατικές περιστάσεις στοιχειοθετείται ότι η περιουσία προήλθε από παράνοµες δραστηριότητες, χωρίς να απαιτείται η στοιχειοθέτηση όλων των πραγµατικών στοιχείων ή όλων των περιστάσεων που σχετίζονται µε τις εν λόγω παράνοµες δραστηριότητες.

…………………………………………………………………………………………….

 

Διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση δεκατεσσάρων ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (500.000) ή και με όπως δύο αυτές ποινές στην περίπτωση (α) πιο πάνω, και με φυλάκιση πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000) ή και με όπως δύο αυτές ποινές στην περίπτωση (β) πιο πάνω.»

 

«Γενεσιουργό αδίκημα» σύμφωνα με το άρθρο 5 του ίδιου Νόμου είναι οποιοδήποτε αδίκημα, καθορίζεται ως ποινικό αδίκηµα από νόµο της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας.

 

«Έσοδο» δε σύμφωνα με το άρθρο 2 του ιδίου Νόμου αποτελεί οποιαδήποτε μορφής περιουσία ή οικονομικό όφελος που προήλθε άμεσα ή έμμεσα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.»

 

Το άρθρο 7 του Νόμου 188(Ι)/2007 θέτει το πλαίσιο και τα στοιχεία που το Δικαστήριο εξετάζει για να καταλήξει ως προς το κατά πόσο αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες και το οποίο θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε.

 

«7. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόµου-

 

(α) Λογίζονται ως έσοδα του κατηγορουµένου από παράνοµες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες όλες οι πληρωµές οι οποίες καταβλήθηκαν σ’ αυτόν ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο είτε πριν είτε µετά την έναρξη της ισχύος του Νόµου αυτού σε σχέση µε παράνοµες δραστηριότητες ή µε αδίκηµα νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες, ανεξάρτητα αν αυτό έχει διαπραχθεί από τον ίδιο τον κατηγορούµενο ή από άλλο πρόσωπο˙ 

 

(β) τα έσοδα του κατηγορουµένου από παράνοµες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες είναι το σύνολο των πληρωµών ή αµοιβών οι οποίες έχουν καταβληθεί σ’ αυτόν ή το προϊόν παράνοµων δραστηριοτήτων ή αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες ή έσοδα όπως ο όρος αυτός ερµηνεύεται στο άρθρο 2 του παρόντος Νόµου.

 

(2) Το ∆ικαστήριο, για να διαπιστώσει κατά πόσο ο κατηγορούµενος απεκόµισε έσοδα από παράνοµες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες και για να υπολογίσει το ύψος των εσόδων του, δύναται, εκτός αν στη συγκεκριµένη περίπτωση καταδειχθεί το αντίθετο, να υποθέσει ότι—

(α) Οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο κατηγορούµενος µετά τη διάπραξη της εν λόγω παράνοµης δραστηριότητας ή του εν λόγω αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες ή απέκτησε ή µεταβιβάστηκε σε αυτόν οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του αποτελεί έσοδο, πληρωµή ή αµοιβή από παράνοµες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες ˙

 

(β) κάθε δαπάνη του κατηγορουµένου κατά τη διάρκεια της πιο πάνω περιόδου έχει γίνει από τα έσοδα του κατηγορουµένου από παράνοµες δραστηριότητες ή αδίκηµα νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες ή πληρωµές ή αµοιβές οι οποίες καταβλήθηκαν σε αυτόν σε σχέση µε τη διάπραξη από τον ίδιο παράνοµων δραστηριοτήτων ή αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες ˙

 

(γ) οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο κατηγορούµενος σύµφωνα µε την παράγραφο (α) την παρέλαβε ελεύθερη από επιβαρύνσεις και συµφέροντα άλλων προσώπων για σκοπούς υπολογισµού της αξίας της: 

 

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, το ∆ικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη τα πραγµατικά περιστατικά και τα διαθέσιµα αποδεικτικά στοιχεία, συµπεριλαµβανοµένου του ότι η περιουσία ή/και οι δαπάνες του κατηγορουµένου που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) είναι δυσανάλογα ή/και δεν δικαιολογούνται από τα νόµιµα εισοδήµατά του.

 

 (3) Οι πρόνοιες του εδαφίου (2) δεν εφαρµόζονται αν- (α) Αποδειχθεί ότι δεν ισχύουν στην περίπτωση του κατηγορουµένου ή (β) το δικαστήριο κρίνει ότι θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αδικίας εις βάρος του κατηγορουµένου αν εφαρµόζονταν.

 

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο δεν εφαρµόζει τις πρόνοιες του εδαφίου (2), εκθέτει τους λόγους του για την απόφασή του αυτή. 

 

(5) Για σκοπούς υπολογισµού των εσόδων του κατηγορουµένου από παράνοµες δραστηριότητες ή τη διάπραξη αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες, αν σε προηγούµενη περίπτωση εκδόθηκε εναντίον του διάταγµα δήµευσης, το δικαστήριο δε θεωρεί έσοδα από διάπραξη γενεσιουργού αδικήµατος τα έσοδα τα οποία θα καταδειχθεί ότι λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισµό του ποσού το οποίο αναφέρεται στο προηγούµενο διάταγµα. ∆ιάταγµα δήµευσης.»

 

Στην υπόθεση Λεμονάρη ν. Δημοκρατίας Ποιν.Έφεση 212/2017 ημερ. 17/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:B150, τέθηκε σε σχέση με το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες:

 

«Όπως επισημάνθηκε στην Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 40/2015 ημερ. 25.11.2016 με αναφορά στη Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες διακρίνεται νομοθετικώς από τη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος. Τούτο γιατί ο σκοπός του Νόμου είναι η πάταξη της κατοχής, χρήσης και διαχείρισης των εσόδων της παρανομίας αφού η κατοχή και διαχείριση των εσόδων επεκτείνεται σε εύρος χρόνου πέραν του χρόνου διάπραξης του γενεσιουργού αδικήματος. Πρόκειται επομένως για αυτοτελές αδίκημα, το οποίο στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται μια από τις πέντε ενέργειες του άρθρου 4[3] του Νόμου, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι ο δράστης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι «οποιασδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος». 

 

Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες διαπράττεται και από πρόσωπο που αποκτά περιουσία ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες.

 

Αναφορικά τώρα με το στοιχείο της  γνώσης, αυτό όπως τέθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Περδίκη Ποιν. Έφεση 98/20 Σχ. με 140/20 και 142/20 ημερ. 27/5/21:

 

«…..το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες διακρίνεται νομοθετικά από τη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος[2] και σύμφωνα με το άρθρο 4(2)(δ) του Νόμου, δεν απαιτείται προηγούμενη ή ταυτόχρονη καταδίκη για γενεσιουργό αδίκημα από το οποίο προήλθαν έσοδα, στην προκειμένη περίπτωση αυτό της εμπορίας ναρκωτικών. Το δε συστατικό στοιχείο της γνώσης, μπορεί να αποδειχτεί σύμφωνα με το άρθρο 4(2)(γ) από αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις, δηλαδή με περιστατική μαρτυρία,[3] με το βάρος απόδειξης να παραμένει πάντα στους ώμους της κατηγορούσας αρχής.».

 

Στην ίδια υπόθεση Περδίκη (ανωτέρω) τέθηκε σε σχέση με την περιστατική μαρτυρία ότι:

 

«Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα ενοχής όταν δεν συμβιβάζεται με οτιδήποτε άλλο παρά με συμπέρασμα ενοχής του κατηγορούμενου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χάρπα, Ποιν. Έφ. Αρ.71/2012, ημερ.21.2.2014). Αυτό συμβαίνει όταν δεν επιδέχεται άλλη λογική ερμηνεία ή εξήγηση, συμβατή με άλλη άποψη των πραγμάτων, έτσι ώστε η ενοχή του κατηγορούμενου να προκύπτει από τη σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 687, 696 και Farooq κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ.165, 166, 169 και 170/2018, ημερ.7.9.2020)».

 

Εξετάζοντας την παρούσα περίπτωση η μοναδική μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μας ως προς την καταβολή ποσών από την κατηγορούμενη 2 προς τον κατηγορούμενο 1 και από τον τελευταίο στον κατηγορούμενο 3 προέρχεται από τον κατηγορούμενο 1. Έχουμε αποφανθεί για την αξιοπιστία του μάρτυρα με δεδομένο ότι είναι μαρτυρία συγκατηγορούμενου. Δεν υπάρχει μαρτυρία από οποιονδήποτε άλλο  μάρτυρα ως προς την διακίνηση του στις λεπτομέρειες του αδικήματος αναγραφόμενου ποσού.  Επί της ουσίας δεν έχουμε οποιαδήποτε μαρτυρία για απόδειξη της κατηγορίας.

 

Η κατηγορία 7 που και πάλι οι δύο κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν αφορά το αδίκημα της συνομωσίας για ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης. Συμφώνησαν δηλαδή, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, να κατηγορήσουν ψευδώς τον ΜΚ3 για κατοχή ναρκωτικών.

 

Το αδίκημα, με βάση τις λεπτομέρειες του, εδράζεται επί του άρθρου 121(α) του Κεφ.154 που έχει ως εξής:

 

«121. ∆ιαπράττει πληµµέληµα όποιος—

(α) συνωµοτεί µε άλλο να κατηγορήσουν ψευδώς άλλο για κάποιο έγκληµα ή να διαπράξουν ο,τιδήποτε για παρεµπόδιση, αποτροπή, εκτροπή ή ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης· ή

(β)……………………………………………………………………………………….».

 

 

Έχουμε θέσει τις αρχές για τη συνομωσία κατά την εξέταση της πρώτης  κατηγορίας και που θεωρούμε εφαρμόζονται και αναλογικά εδώ και χωρίς να χρειάζεται να τις επαναλάβουμε. Η βασική διαφορά εδώ είναι ότι στο άρθρο 121(α) προνοείται και ο σκοπός της συνομωσίας, που είναι η ψευδής κατηγορία εναντίον άλλου προσώπου για κάποιο έγκλημα.

 

Το ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 3 συνωμότησαν για να κατηγορήσουν τον ΜΚ3 δεν υπάρχει αμφιβολία. Ούτε εδώ θα επαναλάβουμε τα όσα θέσαμε πιο πάνω. Να θέσουμε απλώς ότι οι δύο κατηγορούμενοι συμφώνησαν αν βλάψουν τον ΜΚ3 έτσι ώστε να συλληφθεί από την αστυνομία όπως και τελικά έγινε. Ο κατηγορούμενος 3 τοποθέτησε τα ναρκωτικά στο αυτοκίνητο του ΜΚ3 γεγονός που γνώριζε και ο κατηγορούμενος 1 και ο οποίος ενημέρωσε την αστυνομία έτσι ώστε να ανακοπεί και να συλληφθεί. Κρίνουμε ότι έχει αποδειχθεί αυτή η κατηγορία.

 

Παραμένουν προς εξέταση οι κατηγορίες 4 και 5 που ο κατηγορούμενος 1 αντιμετωπίζει.

 

Η κατηγορία 4 αφορά το αδίκημα των ψευδών πληροφοριών σε αστυνομικό. Κατηγορείται ότι κατονόμασε σε αστυνομικό της ΥΚΑΝ τον ΜΚ3 ως δράστη σε αδικήματα ναρκωτικών χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

 

Από το λεκτικό του άρθρου 114 του Ποινικού Κώδικα επί του οποίου εδράζεται το αδίκημα προκύπτει ότι για στοιχειοθέτηση του θα πρέπει να αποδειχθεί η παροχή πληροφοριών σε αστυνομικό για διάπραξη ποινικού αδικήματος για διενέργεια ανάκρισης, πληροφορίες όμως που γνωρίζει ή πιστεύει ότι είναι ψευδείς.

 

Ο κατηγορούμενος 1 στην εδώ περίπτωση από την αρχή έδωσε πληροφορίες στον ΜΚ1 για δήθεν ανάμιξη του ΜΚ3 σε διακίνηση ναρκωτικών. Στη συνέχεια και αφού τα ναρκωτικά τοποθετήθηκαν στο όχημα του χωρίς ο ΜΚ3 να το γνωρίζει ο κατηγορούμενος 1 ειδοποίησε τον ΜΚ1 δίδοντας του την πληροφορία ότι ο ΜΚ3 θα αναχωρούσε για τη Λευκωσία έχοντας στην κατοχή του ναρκωτικά.  Είναι ξεκάθαρο ότι ο κατηγορούμενος έδωσε πληροφορίες  στον ΜΚ1 για διάπραξη του αδικήματος της κατοχής ναρκωτικών από τον ΜΚ3, ενώ στην πραγματικότητα οι πληροφορίες αυτές ήταν ψευδείς κάτι το οποίο γνώριζε αφού τα ναρκωτικά τοποθετήθηκαν για να ενοχοποιηθεί ο ΜΚ3. Ο ΜΚ3 ουδεμία εμπλοκή στην διάπραξη ποινικού αδικήματος είχε.

 

Το αδίκημα της κατηγορίας 5 αφορά το αδίκημα της απειλής κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Κεφ.  154.

 

Προσάπτεται στον κατηγορούμενο 1 ότι στις 24/10/2022 προκάλεσε τρόμο ή ανησυχία στον ΜΚ3 απειλώντας τον με την φράση ««εν να σου πούμε 2-3 κουβέντες και αν δεν καταλάβεις έχει και άλλους τρόπους».

 

Η διάταξη επί της οποίας εδράζεται η εν λόγω κατηγορία έχει ως ακολούθως:

 

«91Α. Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόµο ή ανησυχία απειλώντας τον µε βία ή άλλη παράνοµη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκηµα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη».

 

Στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφεση 41/2021 ημερ. 28/9/2022, ECLI:CY:AD:2022:B369 τέθηκαν τα εξής ως προς το εν λόγω αδίκημα:

 

«Προκύπτει συνεπώς ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι α) η απειλή (άσκησης) βίας ή (τέλεσης) παράνομης πράξης ή παράλειψης κατά προσώπου β) που του προκαλεί τρόμο ή ανησυχία.

 

 Το τι συνιστά απειλή, είναι ζήτημα πραγματικό, το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Ειδικότερα, κρίνεται αντικειμενικά, από το περιεχόμενο των όσων εκστομίζονται, ως και το αποτέλεσμα που αυτά προκαλούν στο πρόσωπο που απευθύνονται. Κενή απειλή, δηλαδή απειλή λόγω του εξωπραγματικού χαρακτήρα της ή των συνθηκών κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε, δεν στοιχειοθετεί πρόθεση εκφοβισμού (βλ. Ν. Νετζίηπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1). Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Κούσουλος ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 119/2021, ημερομηνίας 20.1.2022, ECLI:CY:AD:2022:B13, η οποία αφορούσε το αδίκημα της απειλής κατά παράβαση του Άρθρου 91Α του ΚΕΦ. 154 είναι σχετικό:

 

«Στη Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1, όπου εξετάστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 91(γ) του Κεφ. 154, αναφέρθηκε ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ αντικειμένου τη δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος. Τα αποφασισθέντα σ΄ εκείνη την υπόθεση εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και στην παρούσα.

 

Ως προς την πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας στον απειλούμενο αυτό εξετάζεται με βάση την υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου. Σχετική είναι η αγγλική υπόθεση DPP v. Ramos [2000] All E.R. (D) 544, όπου εξετάστηκε το Άρθρο 4 του αγγλικού Public Order Act 1986, που αφορά το αδίκημα «fear or provocation of violence» όπου τονίστηκε ότι αυτό που έχει σημασία είναι η υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου, παρά τη στατιστική πιθανότητα άσκησης βίας σε σύντομο χρόνο.

 

Ο κατηγορούμενος πρέπει να είχε πρόθεση εκφοβισμού του παραπονούμενου, έστω και αν δεν είχε σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας ή παράνομη πράξη. Αυτή είναι η ένοχη διάνοια για τη διάπραξη του αδικήματος.»

 

  Σ’ ό,τι αφορά την ένοχη διάνοια παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Sweet v. Parsley [1970] A.C. 132 σελίδα 148:

 

«Ι dealt with this matter at some length in Warner’s case [1969] 2 A.C. 256. On reconsideration I see no reason to alter anything which I there said. But I thing that some amplification is necessary. Our first duty is to consider the words of the Act: if they show a clear intention to create an absolute offence that is an end of the matter. But such cases are very rare. Sometimes the words of the section which creates a particular offence make it clear that mens rea is required in one form or another. Such cases are quite frequent. But in a very large number of cases there is no clear indication either way. In such cases there has for centuries been a presumption that Parliament did not intend to make criminals of persons who were in no way blameworthy in what they did. That means that whenever a section is silent as to mens rea there is a presumption that, in order to give effect to the will of Parliament, we must read in words appropriate to require mens rea.”».

 

Στην υπό κρίση περίπτωση να πούμε από την αρχή ότι το περιεχόμενο της φράσης που ο κατηγορούμενος 1 εκστόμισε δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί απειλητικό. Δεν μπορεί να της αποδοθεί άλλη ερμηνεία. Η πρόθεση εκφοβισμού υπήρχε στον κατηγορούμενο αφού αυτός ήταν και ο σκοπός. Να εκφοβίσει δηλαδή τον ΜΚ3 έτσι ώστε να διακόψει τη σχέση που είχε με την ΜΚ9. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κενή περιεχομένου τη στιγμή που και το στοιχείο του εξωπραγματικού απουσιάζει αλλά και το ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του ΜΚ3 στις υποδείξεις του θα λάμβανε περαιτέρω και πιο δραστικά μέτρα. Το να προκλήθηκε  τώρα τρόμος ή ανησυχία στον ΜΚ3 κρίση μας είναι ότι και αυτό έχει αποδειχθεί. Να υπενθυμίσουμε ότι ο ΜΚ3 κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν ένα νεαρό παιδί ηλικίας 19 ετών, φοιτητής. Έλαβε ένα τηλεφώνημα  από κάποιο άγνωστο σε αυτόν πρόσωπο με απειλητικό περιεχόμενο που είναι λογικό να προκαλέσει τουλάχιστον ανησυχία. Αν και πήγε στη συνάντηση που διευθετήθηκε δεν σημαίνει ότι η ανησυχία δεν υπήρχε. Εξ ου και επέλεξε να μην πάει μόνος του αλλά με τον ΜΚ4 για να νιώθει περισσότερη ασφάλεια. Αυτό καταδεικνύει την ανησυχία που προκλήθηκε στον ΜΚ3 και που αποδεικνύει το αδίκημα  της κατηγορίας 5.

 

Καταληκτικά κρίση μας είναι ότι η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της και την ενοχή των κατηγορούμενων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στα αδικήματα των κατηγοριών 1,2,4,5 και 7 στο κάθε ένα που έκαστος αντιμετωπίζει.

 

Συνεπώς βρίσκουμε ένοχο τον κατηγορούμενο 1 στις κατηγορίες 1,2,4,5 και 7 ενώ αθωώνεται και απαλλάττεται στην κατηγορία 6.

 

Βρίσκουμε επίσης ένοχο τον κατηγορούμενο 3 στις κατηγορίες 1,2 και 7 ενώ αθωώνεται και απαλλάττεται στην κατηγορία 6.

 

 

 

(Υπ.) ………………………..

Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ………………………..

Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ………………………..

Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο 

 

Πρωτοκολλητής 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο