
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ: Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
Μ.Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Υπόθεση Αρ.: 11547/2023
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
v.
ZZ
Κατηγορουμένου
Ημερομηνία: 28 Νοεμβρίου 2024
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα Ε. Κληρίδου.
Για τον Κατηγορούμενο: Ο κ. Χ. Φελλάς
Κατηγορούμενος παρών.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και απαγορεύεται η οποιαδήποτε δημοσίευση ή δημοσιοποίηση της χωρίς την άδεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου.
Ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αντιμετώπιζε οκτώ κατηγορίες για αδικήματα κατά παράβαση του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/2014.
Κατά τη δικάσιμο, στις 20.5.2024, η ποινική δίωξη στις επτά εκ των οκτώ αυτών κατηγοριών διακόπηκε με τον κατηγορούμενο να απαλλάττεται σε αυτές. Παρέμεινε προς εκδίκαση μόνο η κατηγορία 4. Στο στάδιο που αναστάλησαν οι κατηγορίες 1,2,3,5,6,7 και 8, είχαν δώσει μαρτυρία οι ΜΚ 1 και 2. Οι αναφερόμενοι μάρτυρες ήταν οι κηδεμόνες των δύο άλλων ανηλίκων που αφορούσαν οι κατηγορίες για τις οποίες η ποινική δίωξη διακόπηκε. Η μαρτυρία τους δεν υπεισήλθε στην ουσία των αποδιδόμενων με το κατηγορητήριο γεγονότων, ούτε αναφέρθηκαν στο πρόσωπο του κατηγορούμενου ή σε τυχόν πράξεις ή παραλείψεις του. Εξαντλήθηκε στην επιθυμία τους για μη προώθηση της υπόθεσης για τις κατηγορίες που η καταγγελία των παιδιών τους αφορούσε που ήταν και ο λόγος που ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αποφάσισε την αναστολή της ποινικής δίωξης αναφορικά με τις εν λόγω κατηγορίες.
Έτσι παρέμεινε επίδικη μόνο η κατηγορία 4, η οποία αφορά το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(1) (7) και 14 (1) (γ) του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/2014.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες επί του κατηγορητηρίου, αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι σε άγνωστη ημερομηνία, μεταξύ 1.1.2021 μέχρι 31.12.2021, συμπεριλαμβανομένων, προκάλεσε παιδί, το οποίο δεν είχε φθάσει σε ηλικία συναίνεσης, να γίνει μάρτυρας απεικόνισης σεξουαλικών πράξεων, δηλαδή ενώ ήταν γυμνός τυλιγμένος με πετσέτα μπάνιου, την άνοιξε και έδειξε το γεννητικό του όργανο στην EE.
Για την απόδειξη της εναπομείνασας κατηγορίας, η κατηγορούσα αρχή κάλεσε 9 μάρτυρες με τον κατηγορούμενο να καταθέτει ενόρκως και να καλεί προς υπεράσπισή του ακόμα τρεις μάρτυρες. Κατατέθηκε επίσης κείμενο παραδεκτών γεγονότων το οποίο σημειώθηκε ως Έγγραφο Β, όπου καταγράφονται τα ακόλουθα:
«1.Την 26/07/23 η ΜΚΙ1, επί του κατηγορητηρίου, Αιμιλία Γεωργιάδη, κοινωνική λειτουργός στο «Σπίτι του Παιδιού» συνυπόγραψε το τεκμήριο με αριθμό 13 στο Σπίτι του Παιδιού στη Λευκωσία. Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης της ανήλικης ΜΚ1, επί του κατηγορητηρίου, EE, βρισκόταν σε διπλανό δωμάτιο και την παρακολουθούσε. Μετά την ολοκλήρωση της κατάθεσης υπέγραψε στην ειδική ταινία σφράγισης τα τεκμήρια 15 μαζί με την ΜΚ5, επί του κατηγορητηρίου, ΦΕ, τη ΜΚ19, επί του κατηγορητηρίου, Α/Αστ. 3661 Μαριλένα Δημητριάδη και τη ΜΚ2 στη διαδικασία, Αστ/κα 4367, Αντωνία Πίτρη.
2. Την 16/8/23 η ΜΚ12, επί του κατηγορητηρίου, Σοφία Ρώσσου, κοινωνική λειτουργός στο «Σπίτι του Παιδιού» συνυπόγραψε το τεκμήριο με αριθμό 7 στον Αστυνομικό Σταθμό Αραδίππου. Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης της ανήλικης ΜΚ20, επί του κατηγορητηρίου, ΡΟ, βρισκόταν σε διπλανό δωμάτιο και την παρακολουθούσε. Μετά την ολοκλήρωση της κατάθεσης υπέγραψε στην ειδική ταινία σφράγισης τα τεκμήρια 10 μαζί με την ΙΝ (μητέρα της ανήλικης), τον ΜΚ1 στη διαδικασία και τη ΜΚ19, επί του κατηγορητηρίου, Α/Αστ. 3661 Μαριλένα Δημητριάδη.»
Αποτελεί καλά θεμελιωμένη αρχή ότι γεγονός που δηλώνεται ως παραδεκτό, αποτελεί όχι μόνο μέρος της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και αδιαμφισβήτητο γεγονός αναγόμενο σε ουσιαστικό δεδομένο (βλ. Ανδρέα κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 498 και Ihab Im Sbaih v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 188/2014, ημερομηνίας 17.7.2015). Συνεπώς, τα όσα δηλώθηκαν ενώπιον μας, ως παραδεκτά γεγονότα, τα εντάσσουμε ως μέρος των ευρημάτων μας.
Επομένως θα προχωρήσουμε με την παράθεση και αξιολόγηση της υπόλοιπης μαρτυρίας. Σημειώνουμε δε ότι αποτελεί καλά εμπεδωμένη αρχή, η οποία ισχύει τόσο στο αστικό όσο και στο ποινικό δίκαιο, ότι η αξιολόγηση λαμβάνει χώρα επί σημείων που αφορούν τα επίδικα θέματα, (βλ. Χριστίνα Ρασποπούλου ν. Θεοδώρα Μακρή, Ποινική Έφεση αρ.287/2015, ημερομηνίας 11.5.2017), ECLI:CY:AD:2017:B171.
Οι αναφορές όλων των μαρτύρων συμπεριλαμβανομένων και του κατηγορούμενου, ως επίσης και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν αξιολογήθηκαν πλήρως έστω και αν αυτά δεν αναφέρονται ρητά στην απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαία η καταγραφή του περιεχομένου τους κάτι το οποίο θα είναι εκεί όπου κριθεί αναγκαίο (Βλέπε κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v. Παπαδοπούλου κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 88 και Al Watani κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (2001) 1Γ ΑΑΔ 1924).
Τυχόν αποσπάσματα που αναφέρονται στην απόφαση μεταφέρθηκαν αυτούσια από τα πρακτικά, τα τεκμήρια και τις γραπτές αγορεύσεις.
Συνοψίζουμε τη μαρτυρία των μαρτύρων.
Ως ΜΚ3 προσήλθε ο αστυφύλακας 1714 Παναγιώτης Κωνσταντίνου ο οποίος χειρίστηκε τη συσκευή οπτικογράφησης για τη λήψη οπτικογραφημένων καταθέσεων στο Αρχηγείο Αστυνομίας. Το γεγονός ότι ο εν λόγω μάρτυρας έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης στη λήψη οπτικογραφημένων καταθέσεων και ότι θεωρείται εκπαιδευμένο πρόσωπο προς τον σκοπό παρουσίασης τέτοιων καταθέσεων έχει δηλωθεί ως παραδεκτό γεγονός. Κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του την κατάθεσή του η οποία σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1, ως επίσης και το έντυπο πληροφόρηση δικαιωμάτων υπόπτων/κατηγορουμένων ως Τεκμήριο 2 και τη σχετική βεβαίωση παραλαβής τους ως Τεκμήριο 3. Παρουσίασε την κατάθεση του κατηγορουμένου, ως Τεκμήριο 4 και τη μετάφραση αυτής ως Τεκμήριο 5. Κατέθεσε, περαιτέρω, ως Τεκμήριο 6 τη δήλωση του προς τη συνοδό της ανήλικης πριν τη λήψη οπτικογραφημένης κατάθεσης και τη γραπτή δήλωση συνοδού ως τεκμήριο 7. Η απομαγνητοφώνηση οπτικογραφημένης κατάθεσης, ημερολόγιο ενεργείας και τους σχετικούς ψηφιακούς δίσκους κατατέθηκαν από τον μάρτυρα ως Τεκμήρια 8,9 και 10 αντίστοιχα. Κατά την κυρίως εξέτασή του προβλήθηκε η οπτικογραφημένη κατάθεση Τεκμήριο 10.
Ο μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε.
Επόμενη μάρτυρας ήταν η αστυφύλακας 4367, Α. Πίτρη, ΜΚ4. Η μάρτυρας υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής της, η οποία σημειώθηκε ως Τεκμήριο 11. Κατέθεσε επίσης δήλωση ανακριτική προς συνοδό, ως Τεκμήριο 12 και συγκατάθεση συνοδού για λήψη κατάθεσης από ανήλικο, ως Τεκμήριο 13. Επιπλέον, κατέθεσε την απομαγνητοφωνημένη κατάθεση της παραπονούμενης ως Τεκμήριο 14 και το σχετικό ψηφιακό δίσκο ως Τεκμήριο 15. Κατά τη μαρτυρία της προβλήθηκε η οπτικογραφημένη κατάθεση της παραπονούμενης.
Η μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε.
Κλήθηκε ως μάρτυρας και η μητέρα της παραπονούμενης, ΜΚ5. Υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής της το περιεχόμενο της κατάθεσή της, ημερομηνίας 11.8.2023, Τεκμήριο 16. Η εν λόγω μάρτυρας κατά την κυρίως εξέτασή της αναφέρθηκε στις συνθήκες υπό τις οποίες περιήλθε εις γνώση της το επίδικο συμβάν και στις ενέργειες της ιδίας, όταν το πληροφορήθηκε. Αναφέρθηκε επίσης στη διαρρύθμιση της κατοικίας στην οποία συνέβη το υπό κρίση περιστατικό.
Κατά την αντεξέτασή της επανέλαβε τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ήρθε εις γνώση της το επίδικο συμβάν και στο τι ίδια έπραξε όταν μετέβη στην οικία που διέμενε ο κατηγορούμενος. Επιπλέον εξήγησε τον λόγο που προχώρησε η καταγγελία την περίοδο μεταξύ των ετών 2022 – 2023 και όχι το 2021 που κατ’ ισχυρισμόν έλαβε χώρα το περιστατικό.
Ακολούθως μαρτυρία έδωσε η Α/Αστ. Μ. Δημητριάδη, ΜΚ6. Ήταν το πρόσωπο που έλαβε την οπτικογραφημένη κατάθεση από την ανήλικη παραπονούμενη. Υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής της, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 17. Κατέθεσε, επίσης, ημερολόγιο ενεργείας ως Τεκμήριο 18. Τέλος κατέθεσε επιστολή από την εκπαιδευτική ψυχολόγο Ε. Χαραλάμπους ως Τεκμήριο Α προς αναγνώριση.
Κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι η ίδια υπέβαλε ερωτήσεις στην ανήλικη και ότι μετά την κατάθεση της τελευταίας, κατάθεση έδωσε και η μητέρα της.
Επόμενος μάρτυρας ήταν ο Υπαστυνόμος Μ. Ανδρονίκου, ΜΚ7, που ήταν το πρόσωπο το οποίο συνέλαβε τον κατηγορούμενο και επέδωσε το έντυπο δικαιωμάτων προς αυτόν. Κατέθεσε την κατάθεσή του, Τεκμήριο 19 και το ένταλμα σύλληψης, Τεκμήριο 20, που εκδόθηκε εναντίον του κατηγορουμένου, το έντυπο δικαιωμάτων στην Αραβική γλώσσα, Τεκμήριο 21, ως Τεκμήριο 22 το ίδιο έντυπο στην Αγγλική γλώσσα και το ημερολόγιο ενεργείας, αναφορικά με την προφορική ανάκριση του κατηγορουμένου, Τεκμήριο 23.
Κατά την αντεξέτασή του ήταν έθεσε ότι επικοινωνούσε με τον κατηγορούμενο στην Αγγλική γλώσσα με τον τελευταίο να αντιλαμβάνεται πλήρως.
Η παραπονούμενη, ΜΚ8, κατέθεσε από ειδικά διαμορφωμένο χώρο στο Σπίτι του Παιδιού, υιοθετώντας ως αληθές το περιεχόμενο της οπτικογραφημένης κατάθεσης της και απαντώντας, κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που της τέθηκαν από τη συνήγορο για την κατηγορούσα αρχή.
Κατά την αντεξέτασή της αναφέρθηκε στον λόγο που βρισκόταν στο σπίτι της γιαγιάς της την επίδικη ημερομηνία και προσδιόρισε ότι στην οικία όπου επεσυνέβη το υπό εξέταση συμβάν, βρίσκονταν η ίδια, η ΜΚ 10 και ο κατηγορούμενος. Αναφέρθηκε επίσης στις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα το υπό κρίση περιστατικό. Ήταν θετική στο ότι η ίδια κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν χόρευε με τον κατηγορούμενο και ότι δεν υπήρχε περίπτωση η πετσέτα που φορούσε ο κατηγορούμενος να έπεσε από μόνη της. Επίσης, αναφέρθηκε στα γεγονότα που ακολούθησαν του συμβάντος.
Η Ε. Χαραλάμπους εκπαιδευτική Ψυχολόγος, ΜΚ9, αναγνώρισε το Τεκμήριο Α προς αναγνώριση, το οποίο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 24 και αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασής της. Το περιεχόμενο του αφορά την αναφορά περιστατικού που συνέταξε σε σχέση με το επίδικο συμβάν το οποίο της εξιστόρησε η ανήλικη παραπονούμενη στο πλαίσιο ψυχό-εκπαιδευτικής αξιολόγησης.
Αντεξεταζόμενη αναφέρθηκε στις ατομικές συναντήσεις που είχε με την ανήλικη και την επικοινωνία που είχε με τους γονείς της για σκοπούς ενημέρωσής τους.
Η ΡΟ, ΜΚ10, βρισκόταν στην οικία εντός της οποίας έλαβε χώρα το επίδικο συμβάν. Λόγω του ότι κατά τον χρόνο των ισχυριζόμενων γεγονότων ήταν και η ίδια ανήλικη, της λήφθηκε οπτικογραφημένη κατάθεσή στο Σπίτι του Παιδιού. Όταν όμως κλήθηκε και κατέθεσε ενόρκως είχε ήδη ενηλικιωθεί. Υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης της Τεκμήριο 8.
Κατά την αντεξέτασή της αναφέρθηκε στα γεγονότα της επίδικης ημερομηνίας.
Τελευταία μάρτυρας για την πλευρά της κατηγορούσας αρχής ήταν η Ε. Χ’ Θωμά κλινική ψυχολόγος, ΜΚ 11. Εργάζεται στο Σπίτι του Παιδιού και αναφέρθηκε στην πείρα της αλλά και στα προσόντα της καταθέτοντας το βιογραφικό της σημείωμα, ως Τεκμήριο 25. Επίσης, αναφέρθηκε στην εμπλοκή της που αφορούσε την ψυχολογική αξιολόγηση της παραπονούμενης, καταθέτοντας σχετική έκθεση ως Τεκμήριο 26. Ακολούθως έθεσε τη μεθοδολογία που ακολουθείται στην ψυχολογική αξιολόγηση και προέβηκε σε επεξηγήσεις ως προς τα ευρήματά της.
Κατά την αντεξέτασή της αναφέρθηκε στις συναντήσεις που είχε με την ανήλικη και τη μέθοδο της κλινικής συνέντευξης. Αναφέρθηκε στα διάφορα ευρήματα της με επεξηγηματικό τρόπο. Τόνισε ότι ο ρόλος της δεν ήταν να διερευνήσει το επίδικο περιστατικό, αλλά να αξιολογήσει τη ψυχολογική κατάσταση της ανήλικης σε σχέση με το συμβάν που η ίδια είχε αναφέρει. Της τέθηκαν ερωτήσεις ως προς τα προσόντα της.
Κατά την επανεξέτασή της κατέθεσε αντίγραφο της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος της, ως Τεκμήριο 27.
Ο κατηγορούμενος, αφού κλήθηκε σε απολογία, έδωσε, ως έχουμε αναφέρει προηγουμένως, ο ίδιος ένορκη μαρτυρία και κάλεσε επιπλέον τρεις μάρτυρες προς υπεράσπισή του.
Ο κατηγορούμενος, κατά την κυρίως εξέτασή του, υιοθέτησε την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία. Επιπλέον, αναφέρθηκε στο επίδικο περιστατικό. Ισχυρίστηκε ότι η πετσέτα που φορούσε ήταν χρώματος καφέ και ότι αυτή ήταν η μοναδική πετσέτα που είχε στην κατοχή του από τότε που ήρθε στην Κύπρο το έτος 2018. Αναφέρθηκε επίσης και στη χωροταξική διάρθρωση της οικίας όπου διέμενε και όπου διαδραματίστηκαν τα ισχυριζόμενα γεγονότα. Επιπλέον, αναφέρθηκε στον λόγο, που κατά την θέση του, εξήλθε από το μπάνιο και πήγε στο σαλόνι τον χρόνο που επεσύνεβη το επίδικο συμβάν. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι ενώ χόρευε με την παραπονούμενη, η τελευταία πήγε να αλλάξει τραγούδι και τότε έπεσε η πετσέτα που φορούσε. Το χρόνο που έπεφτε η πετσέτα γύρισε η παραπονούμενη προς το μέρος του και γέλασε δυνατά. Από τον ήχο του γέλιου της, εξήλθε και η ΜΚ10 από το δωμάτιο της και πήγε στο σημείο κάνοντας της μάλιστα και παρατήρηση. Ακολούθως έθεσε την εκδοχή του ως προς τα γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά το επίδικο συμβάν.
Κατά την αντεξέτασή του αναφέρθηκε στο καθεστώς του στην Κύπρο και στις συνθήκες υπό τις οποίες γνώρισε τη γιαγιά της παραπονούμενης με την οποία τέλεσε γάμο. Επανέλαβε τους ισχυρισμούς του για τις συνθήκες υπό τις οποίες προέκυψαν τα διαδραματισθέντα, εμμένοντας στη θέση του ότι το συμβάν εκτυλίχθηκε τυχαία.
Η KL, ΜΥ1, και ο σύζυγός της ήταν οικογενειακοί φίλοι με τον κατηγορούμενο. Η ΜΥ1 ετοίμασε δήλωση/κατάθεση στην Κουρδική γλώσσα την οποία κατέθεσε ως Τεκμήριο 28. Διάβασε τη δήλωση της ενώπιον του Δικαστηρίου. Η μάρτυρας αναφέρθηκε στις συνθήκες γνωριμίας της με τον κατηγορούμενο και στις φιλικές σχέσεις που διατηρούσαν και στο ότι είχε εμπιστοσύνη σε αυτόν για να προσέχει τα παιδιά της.
Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι κατά την δική της αντίληψη ο κατηγορούμενος αποκλείεται να προέβη στην πράξη που του αποδίδεται εναντίον της ανήλικης. Δέχθηκε ότι ίδια δεν ήταν παρούσα στην οικία τον χρόνο που έλαβε χώρα το επίδικο συμβάν.
Ο JJ, MY2, είναι ο σύζυγος της ΜΥ1. Ο μάρτυρας ετοίμασε γραπτή δήλωση/κατάθεση στην Κουρδική γλώσσα η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 29. Ο μάρτυρας ανέγνωσε τη δήλωσή ενώπιον του Δικαστηρίου. Σε αυτή αναφέρθηκε στη γνωριμία του με το κατηγορούμενο και στις φιλικές σχέσεις που ανέπτυξαν και ότι με τη σύζυγό του είχαν εμπιστοσύνη στον κατηγορούμενο να φυλάει τα παιδιά τους.
Κατά την αντεξέτασή του δέχθηκε ότι δεν ήταν παρών στο περιστατικό αλλά εξέφρασε την πεποίθησή του ότι ο κατηγορούμενος δεν θα έπραττε αυτό που του αποδίδεται.
Τελευταία μάρτυρας για την υπεράσπιση ήταν η ΙΝ, ΜΥ3, σύζυγος του κατηγορουμένου. Δήλωσε ότι την επίδικη ημερομηνία δεν ήταν παρούσα στο σπίτι. Αναφέρθηκε στο πότε πληροφορήθηκε για το συμβάν και στις σχέσεις μεταξύ της μητέρας της παραπονούμενης και του κατηγορούμενου.
Κατά το στάδιο της αντεξέτασής της κατατέθηκε η κατάθεση της ως Τεκμήριο 30. Για το υπό εξέταση συμβάν δήλωσε ότι παρόλο που η ίδια δεν ήταν παρούσα πιστεύει ότι η πετσέτα έπεσε κατά λάθος. Στήριξε την πιο πάνω θέση της με αναφορά στην προσωπικότητα του κατηγορούμενου. Παρά ταύτα μάλωσε με τον κατηγορούμενο όταν το πληροφορήθηκε. Περαιτέρω, δεν θυμόταν τι της ανέφερε για το περιστατικό η ΜΚ10. Υποστήριξε ότι ο κατηγορούμενος μόνο μια πετσέτα χρησιμοποιεί η οποία είναι χρώματος καφέ. Αναφέρθηκε τέλος, στο πως προέκυψε η γνωριμία της με αυτόν.
Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διάδικων, με εμπεριστατωμένες αγορεύσεις, υποστήριξαν ο κάθε ένας τις θέσεις του.
Η κα Κληρίδου κάλεσε το Δικαστήριο να κάνει αποδεκτή τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και εισηγήθηκε ότι έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος. Στον αντίποδα, ο κ. Φελλάς εισηγήθηκε ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή της στον απαιτούμενο βαθμό. Αναφορά στα επί μέρους επιχειρήματα των συνήγορων θα γίνει κατωτέρω όπου κριθεί αναγκαίο.
Αξιολογώντας τώρα την ενώπιον μας τεθείσα μαρτυρία, είχαμε την ευκαιρία μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης κάτι που θέτει το Δικαστήριο σε πλεονεκτική θέση στο να βλέπει, να ακούει και να αξιολογεί τους μάρτυρες (βλ. κατ’ αναλογίαν, Μελή ν. Κωνσταντίνου κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. 2/13, ημ. 13/3/19), να παρακολουθήσουμε και να ακούσουμε με προσοχή και υπομονή τους μάρτυρες που κατέθεσαν. Θέσαμε ως δείκτη ανάμεσα σε άλλα το στάδιο από το οποίο ανέκυψε η μαρτυρία, την πηγή και το κύρος της γνώσης των μαρτύρων, το όποιο προσωπικό συμφέρον ή προκατάληψη τους, τις ευκαιρίες που είχαν για να αντιληφθούν τα διαδραματιζόμενα, τη μνήμη τους και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή για να πιστεύουν σε αυτά στα οποία κατέθεσαν, τη σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων τους και τις όποιες υπερβολές, ανακολουθίες ή αντιφάσεις τους σε αντιπαραβολή με τις μικροαντιφάσεις, τη φιλαλήθεια τους και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων. Ήμασταν προσεκτικοί να μην προσδώσουμε υπέρμετρο βάρος στα εξωτερικά γνωρίσματα της μαρτυριακής τους συμπεριφοράς αφού κάτι τέτοιο εμπεριέχει επικινδυνότητα δεδομένου ότι δεν είναι σπάνιο κάποιοι μάρτυρες να είναι ιδιαίτερα ικανοί στο να παρουσιάζουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα από εκείνη που πραγματικά τους χαρακτηρίζει αλλά και διότι κάποιες συμπεριφορές στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί να εδράζονται σε μεγάλο αριθμό αιτών και όχι κατ΄ ανάγκη από διάθεση να πουν ψέματα ή να παραπλανήσουν.
Αποτιμώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας δεν περιοριστήκαμε στην ατομική εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αλλά τη συσχετίσαμε και την αντιπαραβάλαμε με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας. Τη μαρτυρία των αστυνομικών την προσεγγίσαμε με ιδιαίτερη προσοχή έτσι ώστε να διακριβώσουμε αν τα όσα ανέφεραν εξέφραζαν πιστά και ορθά την πραγματικότητα (βλέπε, Volettos v. The Republic (1960) CLR 169).
Ως προς του μάρτυρες πραγματογνώμονες, σημειώνουμε, ότι ο πραγματογνώμονας θα πρέπει να παρουσιάσει αιτιολογημένα, αντικειμενικά και αμερόληπτα τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια έτσι ώστε να δώσουν την δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει την ακρίβεια των επίδικων συμπερασμάτων του για να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη άποψη με την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών στα γεγονότα της υπόθεσης (βλ. Σαρρής v. Καλλέγιας κ.ά. (2011) 1Β Α.Α.Δ. 958, Πιττάλης κ.ά. v. Ianira Enterprises Ltd κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814). Είναι επίσης νομολογημένο ότι η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων δεν δεσμεύει αλλά απλώς βοηθά το Δικαστήριο το οποίο δικαιούται να διαφοροποιήσει τη θέση του και να μη δεχθεί τη μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα, νοουμένου ότι υπάρχουν οι συνθήκες εκείνες που να δικαιολογούν τέτοια κατάληξη (βλ.Muskita Aluminium Industries Ltd κ.ά. v. Alsako Aluminium Ltd κ.ά. (2009) 1Β ΑΑΔ 1481). Να τονίσουμε τέλος εδώ ότι η μαρτυρία ψυχολόγου όταν προσφέρεται με σκοπό να επεξηγηθούν επιστημονικά, πέραν της κοινής γνώσης και εμπειρίας, τα χαρακτηριστικά και ο τρόπος αντίδρασης και συμπεριφοράς μίας κατηγορίας ανθρώπων, ιδιαίτερα μικρών παιδιών, τότε μπορεί να γίνει αποδεκτή, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι επιτρέπεται να εκτραπεί σε σχολιασμό ή τοποθέτηση για την αξιοπιστία συγκεκριμένου μάρτυρα (βλ. Ομήρου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ. 91/2017 ημερομ. 2/5/2018), ECLI:CY:AD:2018:B214.
Σημειώνουμε, περαιτέρω, ότι οι υποβολές των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 640.
Αποτελεί καλά θεμελιωμένη αρχή ότι έκαστος μάρτυρας θα πρέπει να αντεξετάζεται επί όλων των αμφισβητούμενων γεγονότων. Σχετικές, ως προς τις συνέπειες παράλειψης αντεξέτασης είναι η αποφάσεις Frederickou Schools Co Ltd κ.α. ν. Acuac Inc (2002) 1 ΑΑΔ 1527, Πιριλίδη ν. Δήμου Λεμεσού, Ποινική Έφεση 331/2015, ημερομηνίας 11/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:B454, όπου επαναλήφθηκε η αρχή πως η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας. Έχουμε βέβαια υπόψη μας ότι όπως λέχθηκε στην απόφαση Προδρόμου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 260, «ο εν λόγω κανόνας έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής στις πολιτικές παρά στις ποινικές υποθέσεις». Περαιτέρω, όπως έχει αναγνωριστεί και σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων κατά ανηλίκων, στις περιπτώσεις όπου είναι η θέση του αντίδικου ότι τα γεγονότα που ισχυρίζεται η άλλη πλευρά δεν έγιναν, απαιτείται αντεξέταση και μάλιστα σφοδρή, μόνο και μόνο για να αποδειχθεί η έλλειψη υπόβαθρου στην καταγγελία, αν επισημανθούν αντιφάσεις και ανακρίβειες. Σχετικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Λ.Κ. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 547 και Σ.Α.Χ. ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 71/2020, ημερομηνίας 28.1.2021, ECLI:CY:AD:2021:B23.
Επιπλέον, είναι καλά νομολογημένο ότι η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νουν στους μάρτυρες κατηγορίας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Σχετική είναι απόφαση Tekinder Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551.
Έχει σημασία, ως ζήτημα αρχής, να υπογραμμιστεί πως το γεγονός ότι κάποιοι μάρτυρες γίνονται δεκτοί ως αξιόπιστοι, δεν εξυπακούει αδηρίτως πως τα όσα είπαν υπέχουν και ανάλογης αποδεικτικής βαρύτητας, μια και η γενικότερη αξιοπιστία των μαρτύρων δεν εναρμονίζεται πάντοτε με την αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας τους (βλ. κατ’ αναλογίαν, Κίμωνος ως Εκκαθαριστή της Blue Seal Shoes Ltd v. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ, Πολ. Έφεση 66/13, ημ. 4/11/19, Ευσταθίου ν. Μιχαήλ και Άλλης, Πολ. Έφεση 269/12, ημ. 23/7/19, ECLI:CY:AD:2019:A341, Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου κ.ά (2012) 1Β ΑΑΔ 1311, 1319-1322).
Ο ΜΚ3 προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Παρέθεσε με συνοχή και καθαρότητα τις ανακριτικές του ενέργειες και η μαρτυρία του ουδόλως αμφισβητήθηκε. Ο ΜΚ3 κρίνεται ως αξιόπιστος μάρτυρας.
Η ΜΚ4, επίσης, προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο και η μαρτυρία της επί της ουσίας παρέμεινε αλώβητη. Παρέθεσε με σαφήνεια και ευκρίνεια τις ενέργειες της και την εμπλοκή της στην διερεύνηση της υπόθεσης. Η ΜΚ4 κρίνεται ως αξιόπιστη μάρτυρας.
Η ΜΚ5 ήταν η μητέρα της παραπονούμενης. Η ίδια δεν ήταν παρούσα στο επίδικο συμβάν και η μαρτυρία της περιστράφηκε γύρω από τις ενέργειες της μετά που το πληροφορήθηκε αλλά και στον χρόνο που αυτό έλαβε χώρα. Η μαρτυρία της χαρακτηρίζεται από σταθερότητα, συνοχή και πειστικότητα, ενώ παράλληλα στα βασικά της σημεία συνάδει με το σύνολο της ενώπιον μας αποδεκτής μαρτυρίας.
Ειδικότερα η μαρτυρία της ως προς το ότι το συμβάν έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 2021 παρέμεινε σταθερή και στέρεα. Συγκεκριμένα η μάρτυρας εξήγησε ότι το περιστατικό επεσυνέβηκε κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, σε περίοδο που η παραπονούμενη δεν είχε σχολείο. Το γεγονός ότι δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να ήταν Σεπτέμβρης δεν επηρεάζει την αξιοπιστία της, αφού και τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη τα σχολεία παραμένουν κλειστά. Αντιθέτως, η πιο πάνω αναφορά δεικνύει το γεγονός ότι η μάρτυρας προσήλθε για να παραθέσει με ειλικρίνεια τα γεγονότα. Επιπλέον, η μαρτυρία της ως προς τον λόγο που δεν καταγγέλθηκε αμέσως το περιστατικό, αλλά μετά που περιήλθε ει γνώση της ψυχολόγου στο σχολείο, δεν έχει αμφισβητηθεί και ούτε αντικρούεται από αντίθετη μαρτυρία. Αντιθέτως προκύπτει από την ενώπιον μας μαρτυρία ότι η ανήλικη εξιστόρησε το παράπονό της και στην εκπαιδευτική ψυχολόγο και ακολούθως το περιστατικό καταγγέλθηκε.
Περαιτέρω, η μαρτυρία της ότι μετά το συμβάν φώναζε στον κατηγορούμενο, ως γεγονός, παρέμεινε σταθερή και πειστική και επί της ουσίας δεν αμφισβητήθηκε, κατά την αντεξέταση. Το μόνο που τέθηκε στη μάρτυρα ήταν ότι μετά από ένα τέτοιο συμβάν, αρκέστηκε απλώς στο να φωνάζει. Επομένως, η εκδοχή της επί του προκείμενου δεν έχει αμφισβητηθεί. Επιπροσθέτως, η θέση της ως προς τη διαρρύθμιση της κατοικίας στην οποία επεσυνέβη το επίδικο συμβάν δεν έχει αμφισβητηθεί, αλλά ούτε έχει τεθεί αντίθετη προς τούτο μαρτυρία.
Τέλος, η μαρτυρία της ως προς το ότι η ίδια ήταν σύζυγος με τον γιο της ΜΥ3 και ότι η ΜΥ3 ήταν παντρεμένη με τον κατηγορούμενο δεν έχουν αμφισβητηθεί και συνάδουν με το σύνολο της ενώπιον μας μαρτυρίας.
Συνολικά κρίνουμε ότι η ποιότητα της μαρτυρίας της, η πειστικότητά της και το αδιαμφισβήτητο βασικών της ισχυρισμών, δεν μας αφήνουν αμφιβολία ότι η ΜΚ5 ήταν μάρτυρας της αληθείας.
Επομένως η ΜΚ5 κρίνεται αξιόπιστη μάρτυρας.
Η ΜΚ6 κρίνεται επίσης μάρτυρας της αλήθειας. Η μαρτυρία της αφορούσε τις ενέργειες της και τη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης της παραπονουμένης. Παρέμεινε σταθερή και σαφής στις θέσεις της ενώ επί της ουσίας η μαρτυρία της δεν αμφισβητήθηκε αφού οι ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν κατά την αντεξέταση αφορούσαν μόνο διαδικαστικές πτυχές των ενεργειών της.
Η ΜΚ 6 κρίνεται αξιόπιστη μάρτυρας.
Ο ΜΚ7 ήταν το πρόσωπο που συνέλαβε τον κατηγορούμενο και επέδωσε σε αυτόν το έντυπο δικαιωμάτων υπόπτων κατηγορουμένων. Παρέδωσε στον κατηγορούμενο τα σχετικά έντυπα δικαιωμάτων στην Αγγλική και Αραβική γλώσσα. Δήλωσε και παρέμεινε σταθερός επί τούτου, ότι μιλούσε με τον κατηγορούμενο στην Aγγλική γλώσσα τονίζοντας ότι υπήρχε πλήρης συνεννόηση. Η πιο πάνω θέση του ΜΚ7 δεν αμφισβητήθηκε. Αυτό που του υποβλήθηκε ήταν ότι θα έπρεπε να δοθούν τα δικαιώματα στον κατηγορούμενο στη μητρική του γλώσσα, ήτοι τα Κουρδικά Σοράνι. Στο σημείο αυτό παρεμβάλλουμε ότι η υποχρέωση των αρχών είναι να παράσχουν την πληροφόρηση στον κατηγορούμενο είτε στην μητρική του γλώσσα είτε σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα που αυτός ομιλεί ή καταλαβαίνει. Σχετικά παραπέμπουμε στην απόφαση Korbacka v. Αστυνομίας Ποινική Έφεση 170/2021, ημερομηνίας 13.9.2022, ECLI:CY:AD:2022:B352 και στην απόφαση Hermi v. Italy G.C. application 18114/02, ημερομηνίας 18.10.2006, παρ. 68. Δεν προέκυψε οτιδήποτε το οποίο να ανατρέπει το δεδομένο ότι του δόθηκαν τα δικαιώματα του σε γλώσσα που αντιλαμβανόταν.
Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ7.
Η ΜΚ8 ήταν η παραπονούμενη. Η μαρτυρία της χαρακτηρίζεται από ευθύτητα αμεσότητα και ειλικρίνεια. Απέδωσε ανεπιτήδευτα και με καθαρότητα τα γεγονότα του επιδίκου συμβάντος. Επιπλέον, σε σημαντικά σημεία της η μαρτυρία της δεν αμφισβητήθηκε.
Συγκεκριμένα, η θέση της ότι το επίδικο συμβάν έλαβε χώρα, όταν ο κατηγορούμενος εξερχόταν του μπάνιου δεν έχει αμφισβητηθεί. Επιπλέον, δεν έχει αμφισβητηθεί το ότι ο κατηγορούμενος εξερχόμενος του μπάνιου ήταν γυμνός από πάνω και είχε γύρω από τη μέση του μόνο μια πετσέτα, η όποια έφθανε μέχρι τα γόνατα.
Επίσης, η μάρτυρας περιέγραψε με τρόπο που αρμόζει στην ηλικία της το τι είδε, όταν ο κατηγορούμενος άνοιξε την πετσέτα. Το γεγονός ότι δεν θυμόταν λεπτομέρειες ως προς το γεννητικό όργανο του κατηγορουμένου, δεν μπορεί να επηρεάσει την αξιοπιστία της, αφού δεν θα αναμενόταν από ένα παιδί, ως η παραπονούμενη, να ήταν σε θέση να αποτυπώσει στη μνήμη του τις λεπτομέρειες των γεννητικών οργάνων του. Σχετικά παραπέμπουμε στην απόφαση Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 279/2018, ημερομηνίας 28.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B271, όπου με παραπομπή στην καναδική απόφαση Her Majesty the Queen v. A.A. 2015 ONSC 6278 9/10/2015 Superior Court Justice, Ontario, έγινε δεκτό πως «ένα παιδί μιλά τη γλώσσα τη δική του και όχι τη γλώσσα των μεγάλων και περιγράφει πράγματα προσωπικά και γεγονότα με τον τρόπο που το ίδιο αντιλαμβάνεται και τα βιώνει.» Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η ανήλικη αναφέρθηκε με πηγαίο και ξεκάθαρο τρόπο στο τι είδε λαμβανομένης υπόψη και της ηλικίας της.
Το ίδιο ισχύει και για τις αναφορές ως προς το τι έπραξε η μητέρα της, όταν αφίχθηκε στο σπίτι μετά που πληροφορήθηκε για το επίδικο συμβάν. Για το πιο πάνω θέμα, ανέφερε ότι η μητέρα της ρωτούσε τον κατηγορούμενο γιατί προέβη στην επίδικη ενέργεια χωρίς να φωνάζει. Η ουσία του πράγματος όμως δεν είναι εάν η μητέρα της φώναζε ή όχι αλλά, το ότι απευθύνθηκε στον κατηγορούμενο ζητώντας εξηγήσεις. Έτσι κρίνουμε ότι η παραπονούμενη ανέφερε τα γεγονότα ως τα αντιλήφθηκε η ίδια με τον δικό της τρόπο. Άλλωστε, ως είναι καλά θεμελιωμένο μικρές ασυνέπειες, μικροδιαφορές και μικρές αντιφάσεις σε επουσιώδη θέματα δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά αντίθετα ενδυναμώνουν την ειλικρίνεια τους και δείχνουν ότι δεν υπήρξε προσχεδιασμός και ή συνεννόηση μεταξύ των μαρτύρων στην εκδοχή που μετέφεραν στον Δικαστήριο, (βλ. Γιαννίδης v. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 143, και Τυμπιώτης v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 612, 629).
Επιπροσθέτως, παρατηρούμε ότι η ανήλικη με σταθερότητα και αμεσότητα ανέφερε ότι, ενώ η ίδια καθόταν στον καναπέ και έπαιζε με τον σκύλο, ο κατηγορούμενος εξήλθε από το μπάνιο άνοιξε την πετσέτα και της έδειξε το γεννητικό του όργανο. Η μάρτυρας ήταν σαφής στο ότι η πετσέτα δεν έπεσε από μόνη της αλλά ότι την άνοιξε ο κατηγορούμενος. Ήταν σαφής, επίσης, στο ότι η ίδια δεν χόρευε μαζί με τον κατηγορούμενο. Στο σημείο αυτό σημειώνουμε ότι η εκδοχή του κατηγορουμένου, ως τελικά προβλήθηκε, δεν ήταν απλώς ότι χόρευαν με την παραπονούμενη και έπεσε η πετσέτα, αλλά ότι ενώ χορεύαν η παραπονούμενη πήγε να αλλάξει τραγούδι και ενώ άλλαζε τραγούδι τυχαία έπεσε η πετσέτα και όταν γύρισε προς τον κατηγορούμενο είδε τα γεννητικά του όργανα. Είναι προφανές ότι ο κατηγορούμενος προώθησε μια γραμμή υπεράσπισης με σημαντικές λεπτομέρειες οι οποίες ουδέποτε τέθηκαν στην μάρτυρα για να τις σχολιάσει. Κατά την κρίση μας η ερώτηση που της τέθηκε εάν χόρευαν με τον κατηγορούμενο δεν καλύπτει τη θέση που προωθήθηκε από την υπεράσπιση. Όμως στη βάση της Tekinder Pal (ανωτέρω), οι πιο πάνω θέσεις θα έπρεπε να τεθούν στην παραπονούμενη έτσι ώστε το Δικαστήριο να έχει την θέση της και να μπορεί να την αξιολογήσει. Συνολικά κρίνουμε ότι η παραπονούμενη με καθαρό, φυσικό, ανεπιτήδευτο και συμπαγή τρόπο και χωρίς να υποπέσει σε οποιαδήποτε αντίφαση περίγραψε το επίδικο συμβάν. Συνεπώς αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της για το πιο πάνω ζήτημα.
Περαιτέρω, το ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια τον χρόνο που επεσυνέβη το επίδικο συμβάν δεν επηρεάζει την αξιοπιστία της λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας της. Για το πιο πάνω αντλούμε καθοδήγηση από την απόφαση Γ.Ι. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ.44/2019, ημερομηνίας 18.9.2020, όπου κρίθηκε πως η αδυναμία χρονικού προσδιορισμού δεν πλήττει την αξιοπιστία ενός παιδιού. Η ίδια προσδιόρισε τελικά ότι πήγαινε δημοτικό κατά τον χρόνο του συμβάντος, κάτι που συνάδει με το σύνολο της ενώπιον μας μαρτυρίας, ως προς την χρονολογία που έλαβε χωρά το περιστατικό.
Το ίδιο ισχύει και για την αναφορά της στην αντεξέτασή της ότι μετά την παρέλευση τριών ετών από το συμβάν πήγε ξανά στο σπίτι της γιαγιάς της για να παίξει με την ξαδέλφη της, ενώ στην κυρίως εξέτασή της ανέφερε ότι ουδέποτε πήγε ξανά στο σπίτι της γιαγιάς της. Η πιο πάνω διαφοροποίηση αφορά σε γεγονός άσχετο με το επίδικο και συνιστά μικροαντίφαση, η οποία αφήνει τον πυρήνα της εκδοχής της παραπονούμενης ανέπαφο. Αντιθέτως ενισχύει την αξιοπιστία της, δεικνύει ειλικρίνεια αλλά και υπογραμμίζει τη φυσικότητα της μαρτυρίας της, αφού η ίδια ως παιδί πήγε στη γιαγιά της για να παίξει με τη ξαδέλφη της την οποία πεθύμησε.
Συνολικά καταλήγουμε ότι κατ’ αρχήν η αξιοπιστία της παραπονούμενης δεν έχει κλονιστεί και κρίνεται ότι παρέχει στέρεο βάθρο ώστε το Δικαστήριο να βασιστεί επ’ αυτής.
Ο συνήγορος του κατηγορούμενου, έδωσε έμφαση στην ανάγκη για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας για την απόδειξη του επίδικου αδικήματος.
Στο στάδιο αυτό, Θεωρούμε ορθό όπως επισημάνουμε ότι για σκοπούς απόδειξης αδικημάτων με βάση τον Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/2014 και σύμφωνα με το άρθρο 21(1) δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία.
Επιπρόσθετα, δυνάμει του άρθρου 9 του Περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9, ως έχει τροποποιηθεί δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού ούτε και η αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου για κίνδυνο καταδίκης με μόνη την ένορκη ή ανώμοτη μαρτυρία παιδιού (βλ. Γ.Α. ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφέσεις Αρ.61/20 και 64/20 ημερ. 14/7/2022).
Αναφέρουμε εδώ αλλά και ως αυτοπροειδοποίηση, ότι στην κάθε αρμόζουσα περίπτωση, ένας κατηγορούμενος μπορεί να καταδικαστεί και χωρίς προγενέστερη αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, (βλ. κατ’ αναλογίαν, ΜΚ v. Δημοκρατίας (2014) 2(A) ΑΑΔ 225, 241), έστω και αν τέτοια υπάρχει (βλ. κατ’ αναλογίαν, Neica v. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 527, 533), εκτός και αν το Δικαστήριο είναι αναγκασμένο να πράξει διαφορετικά στη βάση ρητής νομοθετικής διάταξης κάτι που δεν εφαρμόζεται στην παρούσα. Με την ίδια λογική, δεν είναι μεμπτό η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, ακόμη και αν το Δικαστήριο είναι διατεθειμένο να καταδικάσει χωρίς αυτή, αφού η εν λόγω μαρτυρία μπορεί να ενδυναμώσει το ήδη αξιόπιστο της υπάρχουσας μαρτυρίας αλλά και την Δικαστική κρίση που βασίστηκε σε αυτή (βλ. κατ’ αναλογίαν, Brierley v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 476, 492). Ούτε και η διαδικασία εξεύρεσης ενισχυτικής μαρτυρίας τεκμαίρει ύπαρξη υποβοσκουσών αμφιβολιών στη σκέψη του Δικαστηρίου ως προς την ενοχή ή την αθωότητα του εκάστοτε κατηγορουμένου (βλ. κατ’ αναλογίαν, Χρυσάνθου v. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 221, 259).
Παρά ταύτα, σύμφωνα με τη νομολογία, τα τυχόν ιδιάζοντα περιστατικά κάποιας υπόθεσης και η τυχόν ποιοτικά αδύνατη μαρτυρία της ανήλικης, μπορούν να καταστήσουν κατάλληλο για το Δικαστήριο να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία και σε περίπτωση απουσίας τέτοιας μαρτυρίας, να προειδοποιήσει τον εαυτό του για τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την καταδίκη του κατηγορούμενου. Σχετικά παραπέμπουμε στην απόφαση Σ.Σ. v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 97/2022, ημερομηνίας 16/11/2022.
Στην υπό κρίση υπόθεση η μαρτυρία της παραπονούμενης, παρά το νεαρό της ηλικίας της, χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια, στέρεη ποιότητα και δυναμική, που απορρέει και από μια ανεπιτήδευτη παράθεση των γεγονότων τα οποία μόνον η ίδια ήταν σε θέση και μπορούσε να αποδώσει λόγω της προσωπικής επίδικης της εμπειρίας. Αυτοπροειδοποιηθήκαμε σε ύψιστο βαθμό, με ένταση, αισθαντικότητα και περίσκεψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, κατανοώντας πως η κοινή λογική και πείρα δείχνουν ότι αδικήματα που συναρτώνται με γενετήσιες ορμές, αφορούν εν γένει σε περίπλοκες ανθρώπινες νοητικές διεργασίες και συμπεριφορές, με συνεπακόλουθο να επιβάλλεται η επίδειξη μέγιστης προσοχής στην κρίση της μαρτυρίας αυτής. Είχαμε συνεχώς κατά νουν και την έμφυτη αδυναμία και ροπή πολλών ανθρώπων στο ψεύδος, για λόγους που χάνονται στο ανθρώπινο ασυνείδητο, εξ ου και η Δικαστική θέληση για ανεύρεση ενισχυτικής μαρτυρίας στον βαθμό που εδώ εξετάζεται (βλ. κατ’ αναλογίαν, Μηνά ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 228/18, ημερ. 16/3/20, ECLI:CY:AD:2020:B102, ΣΠ ν. Αστυνομίας (2014) 2(Α) ΑΑΔ 468, 492).
Αποφαινόμαστε ότι ως εκ της δύναμης, της ποιότητας, του εύρους και της πειστικότητας της μαρτυρίας της παραπονούμενης θα μπορούσαμε - και είμαστε διατεθειμένοι-να στηριχθούμε αποκλειστικώς στη μαρτυρία της δίχως ενισχυτική μαρτυρία και να καταδικάσουμε τον κατηγορούμενο σε περίπτωση βέβαια που αποδειχθούν τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος. (βλ. κατ’ αναλογίαν, Mazid v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 215/16, ημερ. 30/4/20, ECLI:CY:AD:2020:B135, ΟΟ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 337/18, ημερ. 20/1/20, ECLI:CY:AD:2020:B23, ΣΘΠ v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 2 ΑΑΔ 604, 618).
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, καταλήγουμε τελικώς ότι η παραπονούμενη κρίνεται αξιόπιστη και καταλήγουμε ότι μπορούμε να βασιστούμε στη μαρτυρία της για την εξαγωγή ευρημάτων.
Η ΜΚ9 ήταν η εκπαιδευτική ψυχολόγος στην οποία η παραπονούμενη ανέφερε το περιστατικό. Η μαρτυρία της ουσιαστικά ήταν μαρτυρία γεγονότων ως προς την αναφορά που έλαβε από την παραπονούμενη στο πλαίσιο των καθηκόντων της. Η μάρτυρας προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο αφού η μαρτυρία της ήταν σαφής και σταθερή. Επίσης η μαρτυρία της ως προς τις ενέργειες της δεν έχει αμφισβητηθεί. Επομένως η ΜΚ9 κρίνεται αξιόπιστη μάρτυρας.
Η ΜΚ10 δεν προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο και η μαρτυρία της χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις, έλλειψη συνοχής και πειστικότητας. Ουσιαστικά με τη δια ζώσης μαρτυρία της και για δικούς της λόγους, επιχείρησε να δώσει μια ουσιωδώς διαφορετική εκδοχή των γεγονότων από αυτή που παρουσίασε στην κατάθεσή της Τεκμήριο 8. Οι διαφοροποιήσεις στις οποίες προέβη δεν συνιστούν μικροαντιφάσεις ή δεν άπτονταν επουσιωδών λεπτομερειών. Τουναντίον διαφοροποίησε τις θέσεις επί των ουσιαστικών θεμάτων της μαρτυρίας της.
Συγκεκριμένα, ενώ στην κατάθεσή της, ανέφερε ότι η παραπονούμενη, όταν την ενημέρωσε για το συμβάν, ήταν αναστατωμένη και αγχωμένη, στην αντεξέτασή της επιχείρησε να παρουσιάσει την εικόνα ότι η τελευταία της αφηγήθηκε το συμβάν σχεδόν ουδέτερα χωρίς οποιοδήποτε συναίσθημα. Η ΜΚ10 ήταν το πρόσωπο που άκουσε επί της ουσίας πρώτο την αφήγηση του συμβάντος από την παραπονούμενη. Έτσι, η μαρτυρία της ως προς την κατάσταση της ανήλικης αμέσως μετά το συμβάν αποκτά ιδιαίτερη δυναμική. Είναι εύκολα αντιληπτό πως είναι διαφορετική η υφή ενός γεγονότος, εάν το πρόσωπο που το βιώνει αμέσως μετά το περιγράφει εντελώς ουδέτερα και διαφορετική όταν διακατέχεται από άγχος ή είναι αναστατωμένο. Η κοινή πείρα, λογική και αντίληψη διδάσκουν ότι δεν μπορεί κάποιο πρόσωπο να είναι αγχωμένο, αναστατωμένο και ταυτόχρονα να περιγράφει το γεγονός που βίωσε ουδέτερα. Συνεπώς, δεν μπορούν να ισχύουν και οι δυο εκδοχές. Η προβολή, λοιπόν, δυο ασύμβατων θέσεων για ένα σημαντικό ζήτημα πλήττει τον άξονα της εκδοχής της. Επομένως, η μεταβολή της θέσης της επί του πιο πάνω σημείου ουσιαστικά μεταβάλλει τον πυρήνα της μαρτυρίας της με τρόπο που επηρεάζει καταλυτικά τη συνολική κρίση περί της αξιοπιστίας της.
Επιπλέον, με την δια ζώσης μαρτυρία της ήταν προφανές ότι επεδίωκε να αποδώσει κίνητρο για την καταγγελία. Συγκεκριμένα, στην αντεξέτασή της υποστήριξε ότι η ανήλικη είχε αναφέρει στην ΜΚ10 και τη μητέρα της ΜΥ3, ότι ήθελε να αυτοκτονήσει ένεκα της συμπεριφοράς της μητέρας της ΜΚ5. Όταν το ανέφεραν στη ΜΚ5 η ίδια ένιωσε προσβεβλημένη. Παράλληλα, στην κατάθεσή της ανέφερε ότι η ανήλικη, ενώ έπαιζε με άλλη ανήλικη μικρότερης ηλικίας, δέχθηκε παρατήρηση ως το μεγαλύτερο παιδί. Στη βάση των πιο πάνω, δήλωσε ότι βαρέθηκε να της θυμώνουν, επειδή είναι μεγαλύτερη και δεν θέλει να ζει και ότι βαρέθηκε και σπίτι με τον πατέρα και τη μητέρα της. Είναι προφανές ότι από την αναφορά της στην κατάθεση δεν μπορεί να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα περί το ότι η ανήλικη αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα με τη μητέρα της τέτοιας έκτασης που να της δημιουργούσε σκέψεις για αυτοχειρία. Δεν πρόκειται λοιπόν περί διευκρίνησης ή αποσαφήνισης αλλά για προβολή μιας διαφορετικής θέσης.
Στο σημείο αυτό, σημειώνουμε ότι στην ψυχολογική αξιολόγηση της ανήλικης ουδεμία αναφορά γίνεται για αυτοκτονικό ιδεασμό.
Εν πάση περιπτώσει, είναι και πάλι προφανές ότι η ΜΚ10, επιχείρησε να διαφοροποιήσει τις αναφορές της με τρόπο που σκιαγραφούν την απόδοση αλλότριου κινήτρου για την καταγγελία, για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση, χωρίς κάτι τέτοιο να μπορούσε να εξαχθεί από την κατάθεση της την οποία υιοθέτησε.
Τα πιο πάνω καταδεικνύουν ουσιώδεις αντιφάσεις στα λεχθέντα της ΜΚ10, οι οποίες πλήττουν καίρια την αξιοπιστία της, φανερώνουν τη διάθεσή της να πει ψέματα και καθιστούν ακροσφαλή την αποδοχή της μαρτυρία της από το Δικαστήριο, (βλ. Ομήρου v. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 98, 101, Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 449, 452, Νικολάου v Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 390, 408 και Δημητρίου v. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 326, 349).
Στη βάση των ανωτέρω καταλήγουμε ότι η ΜΚ10 δεν μπορεί να κριθεί αξιόπιστη και την οποία δεν αποδεχόμαστε.
Η ΜΚ11 κλήθηκε ως μάρτυρας εμπειρογνώμονας. Έχοντας υπόψη τα ακαδημαϊκά προσόντα της μάρτυρος, αλλά και την εμπειρία της καταλήγουμε ότι ήταν μάρτυρας εμπειρογνώμονας. ( βλ. Σιακόλα ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 110 και Θεοσκέπαστη Φαρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 934). Σημειώνουμε επίσης ότι η μαρτυρία της περιστράφηκε γύρω από την ψυχολογική κατάσταση της ανήλικης και την δυνατότητα εν γένει των ανηλίκων να προσδιορίζουν τον χρόνο. Επομένως, η μαρτυρία της προσφέρθηκε, ώστε να εξηγηθεί επιστημονικά, πέραν της κοινής γνώσης και εμπειρίας, τα χαρακτηριστικά και ο τρόπος αντίδρασης και συμπεριφοράς μιας κατηγορίας ανθρώπων, εδώ μικρών παιδιών ως προς την μνημονική τους ικανότητα και τη δυνατότητα προσδιορισμού του χρόνου. Συνεπώς η μαρτυρία της αφορούσε κατ’ εξοχήν ζήτημα επιστημονικής μαρτυρίας. ( βλ. Ομήρου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω))
Ως προς τη μαρτυρία της παρατηρούμε ότι η ΜΚ11 με επιστημονικότητα και λεπτομέρεια παρείχε προς το Δικαστήριο τα αναγκαία επιστημονικά δεδομένα, ώστε να μπορεί το ίδιο να καταλήξει στα ευρήματά του. Επεξήγησε με σαφήνεια την επιστημονική μεθοδολογία που ακολουθεί γενικότερα και ακολούθησε στην περίπτωση της ανήλικης για να καταλήξει στα πορίσματά της. Στη βάση της ψυχολογικής αξιολόγησης στην οποία προέβη κατέληξε στο ότι το επίδικο συμβάν προκάλεσε αναστάτωση στην ανήλικη τον επίδικο χρόνο. Η επιστημονική μέθοδος που ακολούθησε επί της ουσίας δεν αμφισβητήθηκε και ούτε αντικρούσθηκε με αντίθετη μαρτυρία. Επιπλέον οι τοποθετήσεις της ως προς την μνημονική ικανότητα ενός παιδιού και τη δυνατότητα του να τοποθετείται χρονικά πέραν από πειστικές και επιστημονικά σαφείς, δεν αμφισβητήθηκαν αλλά ούτε και τέθηκε εξ αντιθέτου μαρτυρία που να τις αντικρούει.
Συνεπώς αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της ΜΚ11.
Ο κατηγορούμενος δεν προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του στερείται λογικής και πειστικότητας ενώ οι πλείστες εκ των θέσεων του δεν έχουν τεθεί στους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής ώστε να τύχουν σχολιασμού αλλά περισσότερο της αναγκαίας αξιολόγησης.
Ιδιαίτερα η όλη εκδοχή του για το επίδικο συμβάν κρίνουμε ότι δεν αποτυπώνει το πως στην πραγματικότητα διαδραματίστηκαν τα γεγονότα. Συγκεκριμένα, κατά την κυρίως εξέτασή του, προέβαλε τη θέση ότι πριν το συμβάν βρισκόταν στο δωμάτιο του, φόρεσε την πετσέτα του για να κάνει μπάνιο και αφού άκουσε τον σκύλο να γαβγίζει βγήκε έξω να τον κάνει να ησυχάσει, χαιρέτισε τους γείτονες πέρασε από το δωμάτιο της ΜΚ10 είδε τη πόρτα ανοικτή και ακολούθως είδε την παραπονούμενη να κάθεται στο σαλόνι παίζοντας με το κινητό της και αποφάσισε να χορέψει μαζί της. Ενώ χόρευαν, η παραπονούμενη πήγε στο κινητό της το οποίο βρισκόταν στο τραπεζάκι να αλλάξει τραγούδι και την στιγμή που γύρισε η τελευταία προς το μέρος του έπεσε η πετσέτα.
Κατ’ αρχάς η όλη αλληλουχία γεγονότων απάδει της λογικής και γεννά το εύλογο ερώτημα του πως βρέθηκε να χορεύει με τη παραπονούμενη, αφού όταν ο ίδιος εισήλθε στο σαλόνι η τελευταία καθόταν στον καναπέ. Είναι προφανές ότι η παραπονούμενη δεν μπορούσε ταυτόχρονα και να κάθεται στον καναπέ και να χορεύει.
Επιπροσθέτως, ενώ η θέση του στην κατάθεσή του, ήταν πως η πετσέτα έπεσε κατά τον χρόνο που χόρευε μαζί της, στην κυρίως εξέτασή του ανέφερε ότι η πετσέτα έπεσε κατά τον χρόνο που η τελευταία άλλαζε τραγούδι. Επομένως γεννάται και το ερώτημα του πως έπεσε η πετσέτα, αφού τον χρόνο που η παραπονούκμενη άλλαζε τραγούδι δεν χόρευαν. Συνεπώς, με τη μαρτυρία του, ο ίδιος έθεσε εν αμφιβόλω τη θέση του ότι η πετσέτα έπεσε όταν χόρευαν. Προφανώς για να διορθώσει το πιο πάνω κενό ανέφερε, κατά την αντεξέτασή του, ότι κατά τον χρόνο που η παραπονούμενη άλλαζε τραγούδι ο ίδιος συνέχιζε να χορεύει. Η πιο πάνω θέση είναι προφανώς εκ των υστέρων σκέψη για να καλυφθεί το κενό, αφού κατά τον χρόνο αλλαγής του τραγουδιού δεν μπορεί να ακουγόταν μουσική, ώστε να συνεχίζει να χορεύει και επίσης ο ίδιος δήλωσε ότι δεν ήξερε να χορεύει και το έπραττε μόνο για χάρη της. Ταυτόχρονα, δήλωσε ότι κατά τον χρόνο που ο ίδιος πρόσεξε την παραπονούμενη, αυτή καθόταν στο καναπέ και έπαιζε με το κινητό της. Όμως χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση και χωρίς να μεσολαβήσει οποιαδήποτε πράξη το ίδιο κινητό βρέθηκε να είναι στο τραπεζάκι, ώστε να παρίσταται η ανάγκη να πάει εκεί η παραπονούμενη για να αλλάξει τραγούδι και τυχαία τον ίδιο χρόνο να πέφτει και η πετσέτα. Τα πιο πάνω συνιστούν προφανή κενά στην εκδοχή του και δεικνύουν την όλη προσπάθεια του να αυτοσχεδιάσει και να παραπλανήσει, ώστε να απεκδυθεί των ευθυνών του. Επίσης καταδεικνύουν την έλλειψη λογικής που χαρακτηρίζει την εκδοχή του.
Επιπλέον, η όλη η πιο πάνω αλληλουχία γεγονότων δεν τέθηκε στην παραπονούμενη. Ουδέποτε της τέθηκε ότι το επίδικο συμβάν συνέβη όταν ο κατηγορούμενος εισήλθε στο σπίτι μετά που βγήκε έξω να ησυχάσει τον σκύλο. Αντιθέτως, η θέση της ότι το συμβάν συνέβη όταν ο κατηγορούμενος έβγαινε από το μπάνιο δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της. Επίσης η θέση ότι ενώ χόρευαν η παραπονούμενη μετέβη για να αλλάξει τραγούδι και τότε έπεσε η πετσέτα δεν της έχει τεθεί. Επιπρόσθετα ούτε η θέση πως η παραπονούμενη μετά το συμβάν γέλασε δυνατά τέθηκε προς την τελευταία για σχολιασμό.
Επίσης, η εκδοχή του ότι ενώ κατευθυνόταν στο μπάνιο βγήκε έξω φορώντας μια πετσέτα, πήγε στο σκύλο να τον ησυχάσει, χαιρέτισε του γείτονες και όταν εισήλθε στο σπίτι αντί να εισέλθει στο μπάνιο ξεκίνησε να χορεύει δεν είναι πειστική. Αντιθέτως συνιστά μια εξωπραγματική εκδοχή που τέθηκε απλώς και μόνο για σκοπούς δικαιολόγησης των πράξεων του.
Τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι η μαρτυρία του κατηγορουμένου βρίθει από λογικά κενά, υπεκφυγές, έλλειψη συνοχής και πειστικότητας με τρόπο που πλήττεται καίρια η αξιοπιστία του.
Συνεπώς ο κατηγορούμενος κρίνεται αναξιόπιστος μάρτυρας.
Η μαρτυρία της ΜΥ1 αφορούσε κυρίως της υποκειμενικές της κρίσεις για τον χαρακτήρα του κατηγορούμενου και δεν προσέφερε οτιδήποτε σε επίπεδο γεγονότων. Η μαρτυρία της δεν έχει οτιδήποτε να προσφέρει στα επίδικα γεγονότα. Η δική της εμπειρία δεν μπορεί να γενικευθεί με τρόπο που να αναγάγεται σε γεγονός σχετικό με την υπόθεση.
Το ίδιο ισχύει και για τη μαρτυρία του ΜΥ2. Ο ΜΥ2 επίσης εξέφρασε τις υποκειμενικές κρίσεις του αναφορικά με το τι πιστεύει για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου. Η υποκειμενικές του κρίσεις δεν μπορούν να αναχθούν σε οτιδήποτε που να επιδρά στα επίδικα γεγονότα της παρούσας.
Η ΜΥ3 δεν προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο και η μαρτυρία της στερείται συνοχής και πειστικότητας.
Συγκεκριμένα, παρόλο που η ίδια ουδέν γνώριζε για το συμβάν, δεν πίστεψε την παραπονούμενη, αλλά ταυτόχρονα έκανε παρατήρηση στον κατηγορούμενο και τον έδιωξε από το σπίτι. Οι πιο πάνω θέσεις είναι προφανώς αντιφατικές. Κανένα λόγο είχε να διώξει τον κατηγορούμενο εάν το συμβάν συνέβη κατά λάθος. Η δικαιολογία της ότι τον έδιωξε, επειδή δεν ήθελε να έχει φασαρίες, δεν είναι πειστική, αφού η ίδια ήταν παντρεμένη με τον κατηγορούμενο και δεν αναμένεται από κάποιο πρόσωπο να αποπέμπει τον σύζυγό του επειδή απλώς δεν θέλει φασαρίες.
Επίσης, απορία προκαλεί η εμμονή της να υποστηρίζει ότι ο κατηγορούμενος μόνο μια πετσέτα είχε στην κατοχή του και δεν χρησιμοποιούσε ποτέ άλλη. Η πιο πάνω θέση και η επιμονή σε αυτή στερείται λογικής και καταδεικνύει την προσπάθεια της ΜΥ3 να προβάλει ακόμα και παράλογους ισχυρισμούς για να υποστηρίξει τον κατηγορούμενο. Άλλωστε ως η ίδια δέχθηκε σκοπός της ήταν να βοηθήσει τον κατηγορούμενο.
Η ΜΥ3 κρίνεται αναξιόπιστη μάρτυρας.
Έχοντας υπόψιν το σύνολο της μαρτυρίας, δεδομένης και της αξιολόγησης της καταλήγουμε στα κάτωθι ευρήματα:
Ο κατηγορούμενος το ουσιώδη χρόνο ήταν νυμφευμένος με την ΜΥ3 και διέμενε στην κατοικία της τελευταίας στην [ ]. Η ΜΥ3 είναι η γιαγιά της παραπονούμενης από την πατρική γραμμή. Η ανήλικη γεννήθηκε στις 14.11.2012. Το 2021 την περίοδο που τα σχολεία ήταν κλειστά για τις θερινές διακοπές βρισκόταν στο σπίτι της γιαγιάς της. Την ίδια μέρα στο σπίτι βρίσκονταν η ΜΚ10 και ο κατηγορούμενος. Σε κάποιο στάδιο ο κατηγορούμενος εξήλθε του μπάνιου φορώντας μόνο μια πετσέτα και όντας γυμνός από πάνω. Η παραπονούμενη καθόταν στο καθιστικό πάνω στον καναπέ απέναντι από την τηλεόραση και έπαιζε με τον σκύλο της οικογένειας. Ο κατηγορούμενος εξερχόμενος από το μπάνιο, αντί να εισέλθει στο δωμάτιό του, στάθηκε μπροστά της και άνοιξε την πετσέτα επιδεικνύοντας προς αυτήν τα γεννητικά του όργανα. Η παραπονούμενη τσίριξε και ο κατηγορούμενος έτρεξε προς το δωμάτιό του. Τις φωνές άκουσε η ΜΚ10 η οποία εξήλθε του δωματίου της. Αφού ενημερώθηκε από την ανήλικη για το συμβάν, τηλεφώνησε στη μητέρα της ανήλικης, ΜΚ5, η οποία έσπευσε στο σπίτι και απομάκρυνε την ανήλικη από τον χώρο. Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν να διασαλευτούν οι σχέσεις της ΜΚ5 και της ανήλικης με τη γιαγιά της τελευταίας ήτοι την ΜΥ3. Το έτος 2023 στα πλαίσια ψυχό εκπαιδευτική αξιολόγησης που διενέργησε η ΜΚ9 στο πλαίσιο του σχολικού περιβάλλοντος της ανήλικης. Η τελευταία αποκάλυψε στην εκπαιδευτική ψυχολόγο ΜΚ9 το συμβάν. Ακολούθως το συμβάν καταγγέλθηκε στην αστυνομία.
Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω ευρήματα όσο και την υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε αν η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της εναντίον του κατηγορούμενου στον απαιτούμενο βαθμό.
Στην υπό κρίση υπόθεση το βάρος απόδειξης της συνδρομής των συστατικών στοιχείων των επίδικων αδικημάτων βρίσκεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής, η οποία όφειλε να αποδείξει την υπόθεσή της στο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Θεμελιακή επί του προκειμένου είναι η απόφαση Charitonos and others v. The Republic (1971) 2 CLR 40.
Η πιο πάνω υποχρέωση είναι άσχετη από την απόρριψη ή όχι της εκδοχής του κατηγορουμένου, αφού τυχόν απόρριψη της εκδοχής ενός κατηγορούμενου καθίσταται μοιραία για την υπεράσπιση μόνο όταν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής παραμένει ισχυρή στο τέλος, ώστε να οδηγήσει με την απαιτούμενη ασφάλεια σε καταδίκη (βλ. Τρύφωνος ν. Αστυνομία Ποινική Έφεση 41/2019, ημερομηνίας 8.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:B119 και Kafalos v. The Queen 19 CLR 121).
Σαφώς, όμως, η βεβαιότητα, η οποία αναζητείται στη Δικαστική απόφαση δεν είναι αυτή της απόλυτης μαθηματικής βεβαιότητας, αλλά το είδος της βεβαιότητας που ικανοποιεί την κρίση και τη συνείδηση των Δικαστών στα πλαίσια της λογικής (βλ. Μαμαλικόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 25 και 29/2014, ημερομηνίας 20.9.2018, Rex v. Dickman (1910) 5 Cr.App.R. 135 και Miller v. Minister of Pensions (1947) 2 All E.R. 372).
Η κατηγορία που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος αφορά το αδίκημα της πρόκλησης παιδιού το οποίο δεν είχε φθάσει σε ηλικία συναίνεσης να γίνει μάρτυρας απεικόνισης σεξουαλικών πράξεων, στη βάση του άρθρου 6(1) του πιο πάνω Νόμου το οποίο έχει ως ακολούθως:
«6.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος προκαλεί ώστε παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, γίνει µάρτυρας σεξουαλικών πράξεων ή απεικόνισης σεξουαλικών πράξεων, ακόµα και αν το εν λόγω παιδί δεν συµµετέχει σε αυτές, είναι ένοχος κακουργήµατος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.».
Η έννοια της σεξουαλικής πράξης δίδεται στο προοίμιο του Νόμου, ως ακολούθως:
«σεξουαλική πράξη» περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη η οποία εύλογα θεωρείται-
(α) ως εκ της φύσεώς της σεξουαλική, ανεξάρτητα από το σκοπό του προσώπου που προβαίνει σε αυτή, ή
(β) δυνατό να είναι ως εκ της φύσεώς της σεξουαλική και οι περιστάσεις υπό τις οποίες διενεργείται την καθιστούν σεξουαλική∙
Είναι προφανές ότι η έννοια του όρου σεξουαλική πράξη δυνατόν να περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό συμπεριφορών. Η κατάληξη στο εάν υφίσταται σεξουαλική πράξη πέραν από την ίδια την πράξη, δυνατόν να συναρτάται και με τις περιστάσεις υπό τις οποίες διενεργείται.
Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι το κατά πόσο έχει αποδειχθεί ότι το επίδικο συμβάν έλαβε χώρα εντός του χρονικού πλαισίου που προσδιορίζει το κατηγορητήριο. Σημειώνουμε δε ότι, όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο (ανωτέρω) σελ.102, είναι παραδεκτός τρόπος κατά τη διατύπωσης της κατηγορίας, ο προσδιορισμός του χρόνου διάπραξης κατά ή περί συγκεκριμένη ημερομηνία. Σημειώνεται, επίσης, ότι αυτό που πρέπει να αποδειχθεί, σε τέτοια περίπτωση, είναι ότι το αδίκημα διαπράχθηκε σε χρονική περίοδο που εύλογα συνάδει με την ημερομηνία που προσδιορίζει η κατηγορία.
Σύμφωνα με τα ευρήματά μας το συμβάν έλαβε χώρα το 2021 κατά την περίοδο που τα σχολεία είναι κλειστά για τις θερινές διακοπές. Προκύπτει, συνεπώς, ότι το επίδικο συμβάν έλαβε χώρα σε χρόνο που εύλογα συνάδει με την ημερομηνία που προσδιορίζει η κατηγορία. Σε κάθε περίπτωση να πούμε ότι το ακριβές χρονικό σημείο του συμβάντος δεν έχει καθοριστική σημασία έχοντας κατά νουν την εκδοχή που ο κατηγορούμενος προώθησε και που αποδέχθηκε ότι έλαβε χώρα περιστατικό με την πετσέτα αλλά υπό διαφορετικές συνθήκες από αυτές που η παραπονούμενη έθεσε.
Επομένως προχωρούμε να εξετάσουμε κατά πόσο έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.
Στην υπό κρίση περίπτωση αυτό που εν πρώτοις θα πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η παραπονούμενη ήταν παιδί το οποίο δεν είχε φθάσει σε ηλικία συναίνεσης. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου 91(Ι)/2014 ηλικία συναίνεσης ορίζεται ως η ηλικία των 17 ετών. Στην παρούσα περίπτωση η παραπονούμενη γεννήθηκε στις 14.11.2021. Το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας φέρεται να διαπράχθηκε το 2021. Είναι ξεκάθαρο ότι είχε συμπληρώσει μόνο τα 9 της χρόνια κάτι που σημαίνει ότι κατά το χρόνο που φαίνεται να διαπράχθηκε το αδίκημα δεν ήταν 17 ετών. Συνεπώς δεν είχε φθάσει στην ηλικία συναίνεσης.
Επομένως προχωρούμε να εξετάσουμε το κατά πόσο η ανήλικη έγινε μάρτυρας απεικόνισης σεξουαλικών πράξεων. Σεξουαλική πράξη, ορίζεται στο άρθρο 2 του Νόμου και μπορεί να είναι είτε εκ φύσεως σεξουαλική είτε κάποια πράξη να τελείται υπό περιστάσεις που την καθιστούν σεξουαλική.
Ο ορισμός που δίδεται στον Νόμο προσομοιάζει με τον ορισμό που δίδεται στο άρθρο 78 του Sexual Offences Act 2003, στην Αγγλία ως ακολούθως:
For the purposes of this Part (except sections 15A and section 71) penetration, touching or any other activity is sexual if a reasonable person would consider that—
(a) whatever its circumstances or any person's purpose in relation to it, it is because of its nature sexual, or
(b) because of its nature it may be sexual and because of its circumstances or the purpose of any person in relation to it (or both) it is sexual.
Η έννοια του όρου σεξουαλική πράξη, για σκοπούς του πιο πάνω νομοθετήματος έχει εξεταστεί στις Αγγλικές υποθέσεις R v. H [2005] 2 All ER 859 και R v Abdulahi [2022] EWCA Crim 412.
Στην υπόθεση R v. Abdulahi παρ. 36-37, τέθηκε πως εάν από τη φύση της μαρτυρίας προκύπτει ότι η πράξη ως εκ της φύσεως της σεξουαλική, το ζήτημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 78(α) και δεν χρειάζεται άλλη διεργασία για την κατάληξη στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί σεξουαλικής πράξης.
Στην R v. H ( ανωτέρω), εξετάστηκε η εμβέλεια του άρθρου 78(b) και στην παράγραφο 12 λέχθηκαν τα ακόλουθα διαφωτιστικά:
«The fact that in s 78(b) there are two different questions which we have sought to identify complicates the task of the judge and that of the jury. If there is a submission of 'no case' the judge may have to ask himself whether there is a case to be left to the jury. He will answer that question by determining whether it would be appropriate for a reasonable person to consider that the touching because of its nature may be sexual. Equally, the judge will have to consider whether it would be possible for a reasonable person to conclude, because of the circumstances of the touching or the purpose of any person in relation to the touching (or both), that it is sexual. If he comes to the conclusion that a reasonable person could possibly answer those questions adversely to the defendant, then the matter would have to be left to the jury.»
Προκύπτει, συνεπώς, ότι η νοητική διεργασία για την κατάληξη στο κατά πόσο κάποια πράξη είναι σεξουαλική, για σκοπούς του άρθρου 78(b), ξεδιπλώνεται σε δυο στάδια. Πρώτα αποφασίζεται εάν κάποιο λογικό άτομο θα συμπεραίνει ότι η πράξη δυνατόν να είναι σεξουαλική εκ της φύσεως της και το κατά πόσο είναι πιθανόν, υπό τις περιστάσεις που έλαβε χώρα η πράξη, κάποιο λογικό άτομο να συμπεράνει ότι ήταν σεξουαλική φύσεως.
Ως προς την έννοια του όρου σεξουαλική πράξη και τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να συναχθεί διαφωτιστικό παράδειγμα δίδεται στο σύγγραμμα Rook & Ward, Sexual Offences Law and Practice, 6η έκδοση σελ. 287 παρ. 315, όπου εξετάζεται η έννοια του όρου σεξουαλική πράξη για το ομοειδές αδίκημα της υποκίνησης παιδιού να συμμετάσχει σε σεξουαλική δραστηριότητα ως ακολούθως:
«If A asks B to see B’s underwear, this is likely (depending on circumstances) to amount to inciting sexual activity»
Καταλήγουμε, λοιπόν, ότι παρόμοια προσέγγιση θα πρέπει να ακολουθηθεί και για σκοπούς του εξεταζόμενου άρθρου επί του οποίου εδράζεται η κατηγορία που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει.
Στην υπό κρίση υπόθεση αυτό που έλαβε χώρα ήταν η σκόπιμη επίδειξη του γεννητικού οργάνου του κατηγορουμένου προς την ανήλικη παραπονούμενη. Ο κατηγορούμενος εξήλθε από το μπάνιο φορώντας μόνο μια πετσέτα και όντας γυμνός από πάνω. Απέναντι του καθόταν η ανήλικη αμέριμνη παίζοντας με τον σκύλο. Τότε ο κατηγορούμενος άνοιξε την πετσέτα επιδεικνύοντας τα γεννητικά του όργανα στην ανήλικη.
Κατά την κρίση μας, η επίδειξη των γεννητικών οργάνων ενός προσώπου προς άλλο, ανήλικο ή ενήλικο δυνατόν να συνιστά σεξουαλική πράξη. Στην εδώ περίπτωση, οι περιστάσεις της επίδικης πράξης, δηλαδή εν ψυχρώ και αναίτια επίδειξη των γεννητικών οργάνων ιδιαίτερα, ως το υπό κρίση συμβάν, προς ένα ανήλικο παιδί, την καθιστούν, σεξουαλική πράξη για σκοπούς του Νόμου. Δεν είναι δυνατόν, υπό τις συνθήκες που εξηγήσαμε, να προσεγγιστεί διαφορετικά η πράξη αυτή του κατηγορούμενου. το λογικό συμπέρασμα που αναμφίβολα προκύπτει δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό.
Στη βάση τέλος του πιο πάνω στοιχείου, είναι προφανές ότι η παραπονούμενη έγινε μάρτυρας σεξουαλικής πράξης, ήτοι της επίδειξης των γεννητικών οργάνων από τον κατηγορουμένου.
Καταλήγουμε, λοιπόν, πως έχουν αποδειχθεί όλα τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος στον απαιτούμενο βαθμό και η κατηγορούσα αρχή πέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή της και την ενοχή του κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Συνακόλουθα, ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία 4.
(Υπ.) ………………………..
Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο