ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΗΗ κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 9061/2021, 8/11/2024
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΗΗ κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 9061/2021, 8/11/2024

                                                                    Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 9061/2021

   ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

v.

 

1. ΗΗ

                                                                   2. ΒΒ

 

Κατηγορουμένων

Ημερομηνία: 8 Νοεμβρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Ο κ. Α. Αντωνίου.

Για τον Κατηγορούμενο 1: Ο κ. Π. Χατζηπαναγιώτου.

Για τον Κατηγορούμενο 2: Ο κ. Α. Κωνσταντίνου (Για να ακούσει απόφαση ο κ. Χατζηπαναγιώτου).

Κατηγορούμενοι παρόντες.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι κατηγορούμενοι 1 και 2 αντιμετωπίζουν από κοινού κατηγορία για συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των άρθρων 297, 298 και 371 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 1).

 

Κατηγορούνται ότι μεταξύ των ημερομηνιών 1/3/2019 μέχρι 31/3/2019 συνωμότησαν μεταξύ τους να διαπράξουν κακούργημα δηλαδή την απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος 1 αντιμετωπίζει τις κατηγορίες 6 μέχρι και 64 για το αδίκημα της απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

 

Αντιμετωπίζει επίσης τις κατηγορίες 65 και 66 για τα αδικήματα της απειλής κατά παράβαση του άρθρου 91Α και της απειλής βιαιοπραγίας κατά παράβαση του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα.

 

Αντιμετωπίζει περαιτέρω και την κατηγορία 67 για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007 και τέλος την κατηγορία 70 για το αδίκημα της κλοπής από αντιπρόσωπο κατά παράβαση των άρθρων 255 και 270(β) του Ποινικού Κώδικα.

 

Κατηγορία για απόσπαση περιουσίας διά ψευδών παραστάσεων ως επίσης και κατηγορία για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αντιμετωπίζει και ο κατηγορούμενος 2 (κατηγορίες 68 και 69).

 

Να θέσουμε τέλος εδώ ότι ο πρώτος κατηγορούμενος αντιμετώπιζε και τις κατηγορίες 2-5 για τις οποίες η κατηγορούσα αρχή ανέστειλε την ποινική δίωξη με αποτέλεσμα ο εν λόγω κατηγορούμενος να απαλλαγεί σε αυτές.

 

Για να είναι περισσότερο κατανοητή η ουσία της υπόθεσης να πούμε ότι θέση του παραπονούμενου ΧΧ, ήταν ότι δάνεισε χρήματα στον κατηγορούμενο 1, μετά από παράκληση του πατέρα του τελευταίου με τον οποίο συνδέεται συγγενικά, για να δημιουργήσει επιχείρηση σιτηρών με την υπόσχεση ότι θα του τα επέστρεφε μετά τη λήψη κρατικής χορηγίας. Παρά ταύτα όχι μόνο δεν του τα επέστρεψε αλλά με ψεύδη του απέσπασε και άλλα χρηματικά ποσά και πάλι με την πρόφαση της λήψης της κρατικής χορηγίας αλλά και ότι θα δημιουργούσε φάρμα με δαμασκηνές κατσίκες. Από την άλλη ο κατηγορούμενος 1 προέβαλε ότι τα λεφτά που ο παραπονούμενος ισχυρίζεται ότι έδωσε δεν θα μπορούσαν να δοθούν, αφού δεν δικαιολογούνται από τα δηλωμένα εισοδήματα του, και ότι και αυτά που δόθηκαν ήταν στα πλαίσια συνεργασίας τους, κατόπιν δημιουργίας εταιρείας, για εξαγωγή δαμασκηνών κατσικών. Αναφορικά με τον δεύτερο κατηγορούμενο η εκδοχή που προωθήθηκε από τον παραπονούμενο είναι ότι παριστάνοντας του ότι ο κατηγορούμενος 1 ήταν κρατούμενος από τις αρχές των Βρετανικών Βάσεων του απέσπασε χρήματα για να δοθούν ως εγγύηση για να αφεθεί ελεύθερος.

 

Για την απόδειξη της υπόθεσης της η κατηγορούσα αρχή κάλεσε 16 μάρτυρες. Ο κατηγορούμενος 1 προέβηκε σε ανώμοτη δήλωση ενώ κάλεσε για την υπεράσπιση του 7 μάρτυρες. Από πλευράς κατηγορούμενου 2 τηρήθηκε το δικαίωμα της σιωπής ενώ δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία. Κατατέθηκαν τέλος και 78 συνολικά τεκμήρια ενώ δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι το τεκμήριο 76 είναι οι οικονομικές καταστάσεις που υποβλήθηκαν στα γραφεία του Εφόρου Εταιρειών σε σχέση με το κλινικό εργαστήριο του ΧΧ χωρίς όμως να γίνεται παραδεκτό ότι αυτά ανταποκρίνονται στις πραγματικές εργασίες του εργαστηρίου.

 

Οι αναφορές όλων των μαρτύρων ως επίσης και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν αξιολογήθηκαν πλήρως έστω και αν αυτά δεν αναφέρονται ρητά στην απόφαση χωρίς να είναι αναγκαία η καταγραφή του περιεχομένου τους κάτι το οποίο θα γίνει εκεί όπου κριθεί αναγκαίο (Βλέπε κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v. Παπαδοπούλου κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 88 και Al Watani κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (2001) 1Γ ΑΑΔ 1924).

 

Τυχόν αποσπάσματα που αναφέρονται στην απόφαση μεταφέρθηκαν αυτούσια από τα πρακτικά, τα τεκμήρια και τις γραπτές αγορεύσεις.

 

Συνοψίζουμε τη μαρτυρία των μαρτύρων.

 

Ο παραπονούμενος ΧΧ ΜΚ1, παρέθεσε την εκδοχή του σε σχέση με την υπόθεση και το αντικείμενο της καταγγελίας του στην αστυνομία και που αποτέλεσε το έναυσμα για την έναρξη της διερεύνησης της, εναντίον των κατηγορούμενων. Έδωσε τέσσερεις καταθέσεις στην αστυνομία, τεκμήρια 1,3,4 και 5 και κατά την ένορκη μαρτυρία του κατατέθηκαν και τα τεκμήρια 2 και 6-11.

 

Ο αρχιαστυφύλακας 1150 Ιωάννης Ιωάννου, ΜΚ2, ήταν το πρόσωπο που έλαβε την καταγγελία από τον ΜΚ1 και προχώρησε στη διερεύνηση της. Στην κατάθεση του τεκμήριο 12 καταγράφει τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε και καταθέτοντας ενόρκως παρουσίασε καταθέσεις που έλαβε και σειρά εγγράφων που περισυνέλλεξε κατά την διερεύνηση της υπό κρίση υπόθεσης, ως τεκμήρια 13-31.

 

Ο δικηγόρος Γιώργος Χριστοφίδης, ΜΚ3, αναφέρθηκε σε συνάντηση που είχε με τον παραπονούμενο και τον κατηγορούμενο 2 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και στο τι διαμείφθηκε μεταξύ τους.

 

Ο ΓΓ, ΜΚ4, κατέθεσε αναφορικά με την ενασχόληση του με την εκτροφή και εξαγωγή δαμασκηνών κατσικών και τη συνεργασία που είχε με τον ΚΚ αλλά και την γνωριμία του με τον κατηγορούμενο 1, ως καταγράφει στην κατάθεση του τεκμήριο 32.

 

Ο MM, ΜΚ5, αναφέρθηκε στην πώληση ζωοτροφών στον κατηγορούμενο 2, τις οποίες μετέφερε στη φάρμα του πατέρα του τελευταίου στο Κίτι ως θέτει και στην κατάθεση του τεκμήριο 33.

 

Ο ΡΓ, ΜΚ6, στην κατάθεση του τεκμήριο 34, αναφέρει για την ενασχόληση του με την εκτροφή και εξαγωγή αιγοπροβάτων σε Αραβικές χώρες και τη συνάντηση που είχε με δύο Λίβυους για συνεργασία τους για αγορά δαμασκηνών κατσικών, ως επίσης και για το χώρο και τα έξοδα που απαιτούνται για τη συντήρηση 3000 κατσικών.

 

Ο ΚΚ γνωστός και ως Κ, ΜΚ7, αναφέρθηκε στην γνωριμία του με δύο Λίβυους ονόματι Μ και Τ και την γνωριμία του με τον κατηγορούμενο 1 ο οποίος τους βοήθησε μέσω της ΣΧ να προχωρήσει, δια των νόμιμων διαδικασιών, η εξαγωγή ζώων. Στην κατάθεση του τεκμήριο 35 περιγράφει την συναναστροφή του με τον κατηγορούμενο 2 και για την επίσκεψη του στη μάντρα του τελευταίου.

 

Ο Χριστόδουλος Πίπης, ΜΚ8, εξήγησε για τις δαμασκηνές κατσίκες και τα χαρακτηριστικά τους αλλά και για την ασθένεια blue tongue τα οποία και καταγράφει στην κατάθεση του τεκμήριο 37. Εξήγησε επίσης και για τις απαιτούμενες διαδικασίες εξαγωγής αιγοπροβάτων.

 

Ο ΝΛ, ΜΚ9, αναφέρθηκες στο κατά πόσο γνωρίζει τόσο τον κατηγορούμενο 2 όσο και τον παραπονούμενο ΧΧ και αν επισκέφθηκε τη φάρμα αλόγων που διατηρεί ο πρώτος.

 

Ο λοχίας 837 Γεώργιος Χρυσάνθου, ΜΚ10, κατάθεσε σε σχέση με τις γραφολογικές εξετάσεις που προέβηκε όσον αφορά αμφισβητούμενες υπογραφές του ΜΚ1 και ετοίμασε εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης.

 

Ο ΣΠ, ΜΚ11, αναφέρθηκε σε συνεργασία που είχε με τον κατηγορούμενο 1 κατά την περίοδο 2016-2017, για την μεσολάβηση του για πώληση δαμασκηνών κατσικών σε Άραβες.

 

Ο ΟΣ, ΜΚ12, περιέγραψε τη συνεργασία που είχε με τον παραπονούμενο και το τι του ανέφερε ο τελευταίος σε σχέση με συνεργασία του με τον κατηγορούμενο 1. Αναφέρθηκε επίσης στην βοήθεια που παρείχε στον παραπονούμενο και στη συνάντηση που είχε με τον κατηγορούμενο 1 ως καταγράφονται και στην κατάθεση του τεκμήριο 51.

 

Ο δικηγόρος Δημήτρης Σύζινος, ΜΚ13, αναφέρθηκε στην εγγραφή της εταιρείας Χ & Ψ Ltd και το σκοπό που αυτή εγγράφηκε. Κατάθεσε το τεκμήριο 52.

 

Ο ΣΣ, ΜΚ14, ως και το περιεχόμενο της κατάθεσης του τεκμήριο 53, αναφέρθηκε στην εμπλοκή του για να έρθει σε επικοινωνία ο κατηγορούμενος 1 με την εταιρεία ΤΙΤΑΝ τσιμέντα στη Θεσσαλονίκη με σκοπό τη συνεργασία.

 

Η ΣΧ, ΜΚ15, σύζυγος του παραπονούμενου ΜΚ1, κατέθεσε για το τί γνώριζε για την υπόθεση, την δική της εμπλοκή σε αυτή και το τι της λέχθηκε από το σύζυγο της ή και τι ίδια  αντιλήφθηκε.

 

Ο Γεώργιος Καρύδης, ΜΚ15, αναφέρθηκε στις ενέργειες του στις 26/3/2021 σε σχέση με  θέμα σύλληψης του κατηγορούμενου 1 στις κατεχόμενες περιοχές. Κατέθεσε το τεκμήριο 55.

 

Η Μαγδαλήνη Ανδρέου, ΜΥ1, κατέθεσε δέσμη αναλυτικών καταστάσεων αποδοχών ασφαλισμένου τεκμήριο 56, στις οποίες και αναφέρθηκε.

 

Η Μαρία Κουμενή, ΜΥ2, κατέθεσε φορολογικές δηλώσεις του κλινικού εργαστηρίου ΧΧ, τεκμήρια 57-59, και για τα οποία προέβηκε σε επεξηγήσεις.

 

Ο ΠΗ, ΜΥ3, κατέθεσε αναφορικά με τη γνώση του για τη συγκεκριμένη υπόθεση υιοθετώντας το περιεχόμενο των καταθέσεων του τεκμήρια 60 και 61 ως επίσης και για τη δική του εμπλοκή στην κατά τη θέση της υπεράσπισης εξαγωγή δαμασκηνών κατσικών.

 

Ο Κύπρος Πρωτοπαπά, ΜΥ4, κατάθεσε σε σχέση με τα καθήκοντα του στην Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου και για το αρχείο που διατηρείται για τα άλογα που είναι εγγεγραμμένα σε αυτό με αναφορά και στο περιεχόμενο του τεκμηρίου 21. Κατέθεσε και πίνακα συμμετοχών τεκμήριο 62.

 

Η ΜΗ, ΜΥ5, αναφέρθηκε στην δική της εμπλοκή στη διαχείριση της φάρμας αλόγων που διατηρούσαν στο [ ] και τα καθήκοντα που είχε σε αυτή και το τι γνώριζε για τη σχέση μεταξύ του γιού της κατηγορούμενου 1 και του παραπονούμενου.

 

Ο Νίκος Χατζημιχαήλ, ΜΥ6, κατέθεσε την έκθεση που ετοίμασε, τεκμήριο 77, στη  βάση φορολογικών δηλώσεων του ΜΚ1 για τα έτη 2012-2019 αλλά και της εταιρείας κλινικό εργαστήριο ΧΧ για τα ίδια έτη.

Ο Χρίστος Πετρούτσιος, ΜΥ7, εξήγησε για το ποσό που απαιτείται μηνιαίως για συντήρηση ενός αλόγου του ιππόδρομου.

 

Είχαμε την ευκαιρία μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης κάτι που θέτει το Δικαστήριο σε πλεονεκτική θέση στο να βλέπει, να ακούει και να αξιολογεί τους μάρτυρες (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Μελή ν. Κωνσταντίνου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 2/13, ημερομηνίας 13/3/19), ECLI:CY:AD:2019:A83, να παρακολουθήσουμε και να ακούσουμε με προσοχή και υπομονή τους μάρτυρες που κατέθεσαν. Θέσαμε ως δείκτη ανάμεσα σε άλλα το στάδιο από το οποίο ανέκυψε η μαρτυρία, την πηγή και το κύρος της γνώσης των μαρτύρων, το όποιο προσωπικό συμφέρον ή προκατάληψη τους, τις ευκαιρίες που είχαν για να αντιληφθούν τα διαδραματιζόμενα, τη μνήμη τους και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή για να πιστεύουν σε αυτά στα οποία κατέθεσαν, τη σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων τους και τις όποιες υπερβολές, ανακολουθίες ή αντιφάσεις τους σε αντιπαραβολή με τις μικροαντιφάσεις, τη φιλαλήθεια τους και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων. Ήμασταν προσεκτικοί να μην προσδώσουμε υπέρμετρο βάρος στα εξωτερικά γνωρίσματα της μαρτυριακής τους συμπεριφοράς αφού κάτι τέτοιο εμπεριέχει επικινδυνότητα δεδομένου ότι δεν είναι σπάνιο κάποιοι μάρτυρες να είναι ιδιαίτερα ικανοί στο να παρουσιάζουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα από εκείνη που πραγματικά τους χαρακτηρίζει αλλά και διότι κάποιες συμπεριφορές στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί να εδράζονται σε μεγάλο αριθμό αιτών και όχι κατ΄ ανάγκη από διάθεση να πουν ψέματα ή να παραπλανήσουν.

 

Αποτιμώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας δεν περιοριστήκαμε στην ατομική εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αλλά τη συσχετίσαμε και την αντιπαραβάλαμε με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας. Τη μαρτυρία των αστυνομικών την προσεγγίσαμε με ιδιαίτερη προσοχή έτσι ώστε να διακριβώσουμε αν τα όσα ανέφεραν εξέφραζαν πιστά και ορθά την πραγματικότητα (βλέπε, Volettos v. The Republic (1960) CLR 169).

 

Έχει σημασία, ως ζήτημα αρχής, να υπογραμμιστεί πως το γεγονός ότι κάποιοι μάρτυρες γίνονται δεκτοί ως αξιόπιστοι, δεν εξυπακούει αδηρίτως πως τα όσα είπαν υπέχουν και ανάλογης αποδεικτικής βαρύτητας, μια και η γενικότερη αξιοπιστία των μαρτύρων δεν εναρμονίζεται πάντοτε με την αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας τους (βλ. κατ’ αναλογίαν, Κίμωνος ως Εκκαθαριστή της Blue Seal Shoes Ltd v. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ, Πολ. Έφεση 66/13, ημ. 4/11/19, Ευσταθίου ν. Μιχαήλ και Άλλης, Πολ. Έφεση 269/12, ημ. 23/7/19, ECLI:CY:AD:2019:A341, Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου κ.ά (2012) 1Β ΑΑΔ 1311, 1319-1322).

 

Ο παραπονούμενος ΧΧ ΜΚ1, χημικός στο επάγγελμα, υιοθέτησε το περιεχόμενο των τεσσάρων καταθέσεων που έδωσε στην αστυνομία, τεκμήρια 1,3,4 και 5 με την πρώτη να φέρει ημερομηνία 15/10/2020 και την τελευταία 22/3/2021. Στις εν λόγω καταθέσεις του περιγράφει με περιληπτικό τρόπο τα γεγονότα που τον οδήγησαν να προβεί σε καταγγελία εναντίον των κατηγορούμενων. Ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά την ένορκη μαρτυρία του, προέβηκε σε παράθεση περαιτέρω λεπτομερειών αλλά και διευκρινίσεων ως προς την όλη υφή του παραπόνου του. Παρακολουθήσαμε με μεγάλη προσοχή τον μάρτυρα στο εδώλιο, δεδομένης της σημασίας της μαρτυρίας του, με προσήλωση στον τρόπο και το ύφος που κατέθετε. Διεξήλθαμε τα όσα έθεσε ενώπιον μας σε συνάρτηση με τις θέσεις που του υποβλήθηκαν από την υπεράσπιση. Η εντύπωση που δημιουργήσαμε και αυτό το λέμε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό είναι ότι ο ΜΚ1 ήταν απόλυτα ειλικρινής μάρτυρας που έθεσε την πραγματική διάσταση των γεγονότων και πώς αυτά ξεκίνησαν και εξελίχθηκαν μέχρι την καταγγελία που προέβηκε στην αστυνομία. Απαντούσε με αμεσότητα, σταθερότητα και χωρίς υπεκφυγές. Ακόμα και η σε κάποιες στιγμές φόρτιση του δικαιολογείτο από το τί βίωσε ο ίδιος και η οικογένεια του από τη συμπεριφορά των κατηγορούμενων και ειδικότερα του κατηγορούμενου 1. Δεν έχουμε αμφιβολία ότι προσήλθε στο Δικαστήριο να πει την αλήθεια και αυτό έπραξε. Η προσπάθεια της υπεράσπισης, με την αντεξέταση του, για να κλονίσει την αξιοπιστία του, έπεσε στο κενό. Όλα ξεκίνησαν όταν ο ΠΗ, πρώτος εξάδελφος του παραπονούμενου και πατέρας του κατηγορούμενου 1, του ζήτησε τον Ιανουάριο του 2017, να βοηθήσει το γιο του δανείζοντας του €30.000 για, όπως του είπε, να σπέρνει σιτηρά με επιδότηση από το κράτος σε ποσοστό 70%. Η λήψη επιδότησης λέχθηκε στον παραπονούμενο και που επαναλήφθηκε και από τον ίδιο τον κατηγορούμενο 1 σε κατοπινό στάδιο, για να διασκεδαστούν οι όποιες ανησυχίες του ότι δεν θα έπαιρνε τα χρήματα του πίσω. Τα χρήματα αυτά τα οποία είχε στο σπίτι του, ως ανέφερε ο μάρτυρας, δόθηκαν στον κατηγορούμενο 1 όταν ο τελευταίος επισκέφθηκε το χημείο του την αμέσως επόμενη ημέρα κάτι που παρέμεινε αναλλοίωτο παρά την προσπάθεια της υπεράσπισης να αποσυνδέσει τον κατηγορούμενο 1 προβάλλοντας ότι δεν ζήτησε τις €30.000. Η θέση βέβαια της υπεράσπισης ήταν ότι ουδέποτε ζητήθηκαν λεφτά για το σκοπό αυτό. Αναντίλεκτη παρέμεινε η μαρτυρία του ΜΚ1 επί αυτού του σημείου. Προηγούμενη επαφή του με τον κατηγορούμενο 1 ήταν όταν του έπαιρνε δείγματα αίματος ανθρώπων και αλόγων για αναλύσεις. Δεν ήταν όμως το μοναδικό ποσό το οποίο ο ΜΚ1 έδωσε στον κατηγορούμενο 1 ο οποίος βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες ότι η χορηγία εξαρτιόταν από την αγορά διάφορων αντικειμένων και ειδών όπως μηχανημάτων, τρακτέρ, φορτηγού και εντομοκτόνων, κατάφερε τον μάρτυρα και του έδωσε €390.000. Το εν λόγω ποσό όμως δεν δόθηκε μόνο για την επιχείρηση των σιτηρών αφού και πάλι το 2017 ο κατηγορούμενος 1 είπε στον ΜΚ1 ότι ήθελε να δημιουργήσει φάρμα με δαμασκηνές κατσίκες με σκοπό την εξαγωγή τους, επιχείρηση που ως του ανέφερε ήταν κερδοφόρα και με την επιτυχία δεδομένη. Έτσι παράλληλα με τα χρήματα που του έδιδε για τα σιτηρά του έδιδε και χρήματα για τις δαμασκηνές κατσίκες Αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση και υποβλήθηκε στον μάρτυρα ότι πέραν από τις επιταγές, ως αυτές καταγράφονται στο τεκμήριο 2 και που είναι παραδεκτό ότι δόθηκαν, το υπόλοιπο ποσό των μετρητών ουδέποτε δόθηκε. Το ποσό των επιταγών συμποσούται περί τις €40.000. Υπολείπεται ένα αρκετά μεγάλο ποσό που να συμπληρώνει τα χρήματα που ο ΜΚ1 ανέφερε ότι έδωσε στον κατηγορούμενο 1. Ο μάρτυρας επέμεινε ότι δόθηκε σε μετρητά κάτι που είχε καταγεγραμμένο σε σημειωματάριο το οποίο όμως δεν είχε. Κατέγραψε τα ποσά σε κόλλα Α4 όπως του υποδείχθηκε από τον εξεταστή της υπόθεσης όπως αυτή επισυνάπτεται στην κατάθεση του τεκμήριο 4. Το γεγονός ότι ο ΜΚ1 δεν προσκόμισε το σημειωματάριο που είχε καταγεγραμμένα τα ποσά που έδωσε στον ΜΚ1 δεν κλονίζει την αξιοπιστία του τη στιγμή που και ο ίδιος ο κατηγορούμενος 1 στην κατάθεση του τεκμήριο 13 δέχεται ότι, ανεξάρτητα από την εκδοχή την οποία προώθησε, ο ΜΚ1 έδωσε για την ισχυριζόμενη επιχείρηση περί τις €150.000-€200.000.  Συνεπώς δεν είναι δυνατόν να τίθεται στον ΜΚ1 ότι ουδέποτε έδωσε το ποσό το οποίο ισχυρίζεται και ότι ήταν μόνο το ποσό των επιταγών.  Αντεξετάστηκε επί μακρόν ο ΜΚ1 σε σχέση με τα εισοδήματα του αφού άξονας της υπεράσπισης του κατηγορούμενου 1 ήταν ότι από τα δηλωμένα εισοδήματα του τόσο ως μισθωτός αλλά και ως μερίσματα από την εταιρεία που διατηρούσε δεν δικαιολογούν τον ισχυρισμό του. Θα πρέπει  εν πρώτοις να πούμε ότι δεν υποβλήθηκε στον ΜΚ1 οποιαδήποτε θέση περί ύπαρξης αλλότριου κινήτρου να καταγγείλει τους κατηγορούμενους στην αστυνομία για τα όσα τους καταλογίζει. Περαιτέρω και παρά το ότι ο ΜΚ1, επί του εν λόγω ζητήματος δηλαδή των εισοδημάτων του, σε κάποιες μόνο ερωτήσεις, αρνήθηκε να απαντήσει στη βάση της αρχής της μη αυτοενοχοποίησης, που σε κάθε περίπτωση αποτελεί απόλυτο δικαίωμα του, δεν διακρίναμε οτιδήποτε που να τον καθιστά αναξιόπιστο. Ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι δεν δήλωνε στον φόρο εισοδήματος τα πραγματικά του εισοδήματα δεν σημαίνει ότι δεν είχε τα χρήματα που έδωσε στον κατηγορούμενο. Η προσπάθεια να αναδείξει και τυχόν μη δήλωσης όλων των εισοδημάτων του ίδιου και της επιχείρησης του στον φόρο εισοδήματος, ακόμη και αν γίνει δεκτή ουδόλως καταρρίπτει τα όσα ο ΜΚ1 ανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά ούτε και αλλοιώνει την πολύ καλή εικόνα που δημιούργησε στο Δικαστήριο. Το τι εδώ αφορά είναι κατά πόσο ο ΜΚ1 είχε δώσει τα χρήματα  στους κατηγορούμενους στοιχείο για το οποίο ο μάρτυρας εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια παραθέτοντας και σχετικά στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση ανέφερε ότι ναι μεν έδωσε €420.000 σε διάστημα 11/2 - 2 έτη πλην όμως η επιχείρηση του λειτουργούσε για 25 χρόνια. Ακόμα και για το «κούρεμα» του 2013 έχασε τα χρήματα που είχε στην τράπεζα όχι όμως αυτά που φύλαγε  στο σπίτι του. Δεν θα υπεισέλθουμε σε λογιστικές και μαθηματικές πράξεις για να καταλήξουμε σε συμπεράσματα όσον αφορά τα εισοδήματα του ΜΚ1 και αν τα δήλωνε στον έφορο φορολογίας. Δεν είναι ζήτημα θεωρούμε το οποίο θα πρέπει να εξετάσουμε αν δηλαδή συμμορφωνόταν με τη φορολογική νομοθεσία. Το ζήτημα που εξετάζουμε εδώ είναι αν από τα όσα έθεσε και αφορούν τα χρήματα που ισχυρίζεται ότι έδωσε όντως τα έδωσε. Επί τούτου η αξιοπιστία του δεν κλονίστηκε. Σε κάθε περίπτωση οι εξηγήσεις που έδωσε κρίνονται επαρκείς. Εξήγησε τόσο για τα οικογενειακά έξοδα όσο και για τα λειτουργικά έξοδα της επιχείρησης του. Είπε ότι δεν κατέθετε όλα τα χρήματα του σε τράπεζα και διατηρούσε μετρητά στο σπίτι του. Η επιχείρηση του είναι από το 1997 και είναι ένα από τα μεγαλύτερα χημεία της Κύπρου με τζίρο μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Ευρώ. Η επικέντρωση της υπεράσπισης στα εισοδήματα του ΜΚ1 και ότι αυτά, με βάση τις φορολογικές του δηλώσεις, δεν είχε και δεν μπορούσε να έχει το αντίκρισμα που ο κατηγορούμενος 1 επεδίωξε. Αν όντως ο υπό κρίση μάρτυρας προέβαινε σε δηλώσεις που δεν ανταποκρίνονταν στα πραγματικά του εισοδήματα δεν επηρεάζει ούτε την αξιοπιστία του αλλά ούτε και ότι δεν είχε τα ποσά που ανέφερε ότι έδιδε προς όφελος του κατηγορούμενου 1. Έγινε προσπάθεια από την υπεράσπιση να συνδέσει τον ΜΚ1 με την επιχείρηση των κατσικών, αφού η θέση του τελευταίου ήταν ότι ουδεμία συνεργασία υπήρξε μεταξύ των δύο για δημιουργία φάρμας και εξαγωγή δαμασκηνών κατσικών. Επικαλέστηκαν και συνάντηση σε εστιατόριο στη Λευκωσία όπου παρόντες ήταν η σύζυγος του ΜΚ1 και ένας Λίβυος που ρωτούσε τη σύζυγο του ΜΚ1, που εργαζόταν στο κτηνιατρείο, για τη νομοθεσία σε σχέση με την εξαγωγή ζώων. Υπήρξε ακόμη μία συνάντηση στη Λάρνακα παρουσία μόνο του κατηγορούμενου 1, του ΜΚ1 και ενός Λίβυου χωρίς όμως να συζητήσουν για κατσίκες. Επί αυτού ο ΜΚ1 ήταν κατηγορηματικός ότι ο λόγος των συναντήσεων ήταν για να συζητήσουν για εξαγωγή τσιμέντων στην Λιβύη όπου αναφέρθηκε από τον κατηγορούμενο 1 και το όνομα του ΣΣ. Έγινε συνάντηση με τον ΣΣ  που προθυμοποιήθηκε να τους βοηθήσει αφού είχε στενό συνεργάτη στην ΤΙΤΑΝ Θεσσαλονίκης. Ο ΜΚ1 έδωσε στον κατηγορούμενο 1 €30.000 ως προκαταβολή για αγορά τσιμέντων αφού του είπε ότι το ίδιο ποσό θα έβαζαν και ο ίδιος αλλά και ο ΣΣ . Ενέγραψαν την εταιρεία X & Ψ Ltd μέσω του δικηγόρου Δημήτρη Σύζινου. Υποβλήθηκε στον ΜΚ1 ότι η εταιρεία εγγράφηκε με σκοπό την εξαγωγή κατσικών κάτι το οποίο αρνήθηκε προβάλλοντας ότι η εταιρεία δημιουργήθηκε ξεκάθαρα για εμπορία τσιμέντων. Η θέση αυτή του μάρτυρα και που αναδεικνύει για ακόμη μία φορά την αξιοπιστία του, υποστηρίζεται από την αναφορά του, που να τονίσουμε παρέμεινε αναντίλεκτη, ότι η εν λόγω εταιρεία δεν είχε οποιαδήποτε οικονομική κίνηση ούτε εγγράφηκε στον ΦΠΑ αφού η επιχείρηση δεν έγινε. Αν όντως η εταιρεία δημιουργήθηκε για εξαγωγή δαμασκηνών κατσικών, ως η θέση που υποβλήθηκε και προωθήθηκε από την υπεράσπιση και αφού υπήρξαν αγοραπωλησίες κατσικών και πάλι κατά τη θέση του κατηγορούμενου 1, τότε θα έπρεπε να υπάρχει κίνηση στους λογαριασμούς της εταιρείας και οι συναλλαγές να γίνονται με την εν λόγω εταιρεία. Αρχές του 2018 και αφού μέχρι τότε του είχε δώσει €167,400, του ζήτησε τα χρήματα που του έδωσε με τον κατηγορούμενο 1 να προβάλλει διάφορες δικαιολογίες συνεχίζοντας όμως να ζητά και να λαμβάνει ποσά από τον ΜΚ1 με τον τελευταίο να αναμένει ότι θα διδόταν η κρατική χορηγία. Ταυτόχρονα όμως ο κατηγορούμενος 1 έλεγε στον ΜΚ1 ότι ήταν το πρωτοπαλίκαρο του ΟΟ κάτι που του προκαλούσε φόβο. Συχνά ο ΜΚ1 ζητούσε τα λεφτά του αλλά και να δει και τις πάλες σανού και τα μηχανήματα με τον κατηγορούμενο να του βρίσκει και πάλι δικαιολογίες. Έγιναν αναφορές του ΜΚ1 για αναζήτηση των πάλων χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τον Μάρτιο του 2019 του τηλεφώνησε ο κατηγορούμενος 2 και του είπε ότι συνέλαβαν τον κατηγορούμενο 1 στην πράσινη γραμμή και ζήτησε από τον ΜΚ1 €20.000 για να αφεθεί ελεύθερος. Του είπε ότι αν δεν έδιδε τα χρήματα θα δημοσιοποιείτο το όνομα του μέσω των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, αφού ο αριθμός τηλέφωνου του θα φαινόταν σε αυτά, κάτι που θα έπληττε το όνομα του. Συναντήθηκε με τον κατηγορούμενο 2 και του έδωσε τις €20.000. Τις €7.000 εκ των €20.000 τις είχε δανειστεί από τον ΟΣ που ήταν τεχνικός μηχανημάτων και συνεργαζόταν με το χημείο του. Πέραν των €20.000 είχε δώσει εκείνη την περίοδο και €9.000 στον κατηγορούμενο 1.  Λόγω υποψιών του ΜΚ1 ο κατηγορούμενος για να τον πείσει περί του αληθούς της σύλληψης του κατηγορούμενου 1 και να τον καθησυχάσει του είπε και συναντήθηκαν στο Δικαστήριο Λάρνακας όπου ο ΜΚ1 υπέγραψε ένορκη δήλωση με την οποία θα δήλωνε ότι δεν έχει σχέση με τις ενέργειες του κατηγορούμενου 1. Κατ’ εκείνη την ημέρα του έδωσε και το ποσό των €2000. Μετά από αυτό ο ΜΚ1 έδωσε στις 18/4/19 στον κατηγορούμενο 2 επιταγή για το ποσό των €1500. Ο κατηγορούμενος 2 του τηλεφώνησε και συναντήθηκαν και υπέγραψε έγγραφα έτσι ώστε να καταχωρίσει αγωγή εναντίον του κατηγορούμενου 1 για €100.000. Ο κατηγορούμενος 2 του ζήτησε €3000 για τα έξοδα του με τον ΜΚ1 να του εκδίδει επιταγή ημερομηνίας 13/5/2019. Από τα πιο πάνω γεγονότα ο ΜΚ1 αντιλήφθηκε ότι έπεσε θύμα απάτης και προς τούτο επισκέφθηκε το δικηγόρο του, παρά το φόβο που του προκλήθηκε όταν ο κατηγορούμενος 1 του είπε να μην το πράξει λέγοντας του «Δεν φοβάμαι κανένα, παίζω σε και σένα και κείνο». Τον Μάιο του 2020 έλαβε τηλεφωνική κλήση από άγνωστο άντρα ο οποίος απαίτησε δύο εκατομμύρια Ευρώ για οφειλόμενα σε κάποιον Λ απειλώντας τον ίδιο όσο και την οικογένεια του γεγονός που του προκάλεσε μεγάλο φόβο. Μετά από μία εβδομάδα έλαβε και πάλι κλήση από άλλο αριθμό απαιτώντας τα δύο εκατομμύρια Ευρώ. Έλαβε και τρίτη κλήση από διαφορετικό και πάλι αριθμό ζητώντας του τα λεφτά. Μετά από τα τηλεφωνήματα συναντήθηκε με τον κατηγορούμενο 1 ο οποίος του είπε ότι κάποιοι  απειλούν και τον ίδιο για τη φάρμα με τα ζώα στα κατεχόμενα και ότι ο ίδιος κανόνισε την δική του πλευρά με τον ΜΚ1 να διερωτάται τη σχέση που είχε με φάρμα λέγοντας του ότι δεν γνώριζε τίποτε περί τούτου. Κατά τις πρωινές ώρες της 25/8/2020 ο ΜΚ1 άκουσε δυνατό κρότο και εντόπισε δίπλα από το γκαράζ της οικίας του χαρτιά κίτρινου χρώματος και μια μικρή μπαταρία όπως και μαύρισμα στα πλακάκια και αντιλήφθηκε ότι ήταν κάποιου είδους έκρηξη. Το γεγονός αυτό τον τρομοκράτησε. Στις 12/10/2020 έλαβε επιστολή από τον δικηγόρο Άγη Σαβεριάδη που τον ενημέρωνε ότι όφειλε στον ΠΤ το ποσό των επτά εκατομμυρίων Ευρώ ως προμήθεια για την εξεύρεση αγοραστών για την πώληση 14,000 δαμασκηνών κατσικών. Επισκέφθηκε το δικηγόρο του που απάντησε στην εν λόγω επιστολή. Την ίδια μέρα έλαβε κλήση από κάποιο ΟΥ με τον οποίο και συναντήθηκε. Μαζί με τον ΟΥ ήταν και ο ΑΗ που του είπε ότι τον πλησίασε κάποιος ΗΗ και του ζήτησε να τον φέρει σε επαφή με κάποιο δικηγόρο στα κατεχόμενα για να στήσουν κομπίνα εναντίον κάποιου χημικού από τη Λάρνακα και ότι η επιστολή από τον Σαβεριάδη είναι μούφα. Αναφέρει επίσης ο ΜΚ1 ότι για τα χρήματα που έδιδε στον κατηγορούμενο 1 ουδέποτε πήρε απόδειξη και ουδέποτε είδε τη φάρμα με τις κατσίκες ούτε και τις πάλες σανού. Ο κατηγορούμενος μάλιστα του είπε ότι συγκεκριμένο πρόσωπο είχε ρίξει λάδι πάνω στις πάλες καταστρέφοντας τις. Ο ΜΚ1 το ανέφερε στον ΟΣ και που του εξήγησε τη διαδικασία για ανάλυση των πάλων. Από τον ΟΣ είχε ζητήσει να μεταφέρει από τις κατεχόμενες στις ελεύθερες περιοχές και το ποσό των €300.000 μετά που του το ζήτησε ο κατηγορούμενος 1. Ο ΜΚ1 έδωσε ποσά στον κατηγορούμενο 1 από τον Ιανουάριο του 2017 μέχρι τον Απρίλιο του 2019. Κάποια ποσά ήταν σε επιταγές, τεκμήριο  2, που εκδίδονταν είτε με δικαιούχο είτε με κενό το όνομα και συμπληρωνόταν από τους ίδιους και άλλα δίδονταν μετρητά και παραλαμβάνονταν από κάποιον Ν ο οποίος ενεργούσε κατ’ εντολή του κατηγορούμενου 1. Αναφέρθηκε ο μάρτυρας και στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες είχε αγοράσει τρία άλογα και που οφείλονταν σε πρόβλημα υγείας του γιου του που μετά από επισκέψεις του στη φάρμα αλόγων του εξαδέλφου του και επαφή του με τα άλογα είχε θεραπευτικά αποτελέσματα στο παιδί. Τα άλογα αυτά είχαν τα ονόματα Γρήγορος Γρηγόρης, Γρήγορη Μαρίλια και Σερ Παναγιώτης.  Το τεκμήριο 2, σε συσχέτιση με το τεκμήριο 30, αποτελεί βασικό στοιχείο που επιβεβαιώνει τα περί καταβολής χρημάτων μέσω επιταγών με τον τρόπο που ανάφερε ο μάρτυρας ότι δηλαδή εκδίδονταν επιταγές είτε ονομαστικά είτε αφηνόταν κενό το όνομα και συμπληρωνόταν από τους ίδιους, εξ ου και η αναγραφή διαφορετικών ονομάτων στις επιταγές του τεκμηρίου 30 με αρκετές από αυτές να οπισθογραφούνται προς όφελος της εταιρείας  R Ltd που ως προέκυψε ήταν υπεραγορά. Εξήγησε επίσης ο μάρτυρας και για την επιταγή τεκμήριο 9 και ότι επειδή δεν είχε μετρητά την έκδωσε στο όνομα του πατέρα του ο οποίος την εξαργύρωσε, του έφερε τα χρήματα και στη συνέχεια τα έδωσε στο κατηγορούμενο 1. Πρόσθεσε ο μάρτυρας ότι ο κατηγορούμενος 1 λόγω του ότι ήταν στο ΚΑΠ δεν είχε λογαριασμό γι’ αυτό και οι επιταγές εξαργυρώνονταν από άλλους.  Αρκετές φορές τα χρήματα τα λάμβανε κάποιος Ν αφού πρώτα του τηλεφωνούσε ο κατηγορούμενος και του έλεγε και το ποσό αλλά και ότι θα παραλάμβανε τα χρήματα αυτός ο Ν. Έγινε επίσης προσπάθεια να αντιπαραβληθεί ότι τα ποσά ουσιαστικά που  έδιδε ήταν για πληρωμή των εξόδων συντήρησης των αλόγων που διατηρούσε στη φάρμα του ΠΗ. Ο ΜΚ1 απάντησε ότι προέβαινε σε αναλύσεις για άλογα που διατηρούσε στη φάρμα του, που κατ’ εκείνη την περίοδο ήταν πολλά και για τα οποία δεν πληρωνόταν. Μας φαίνεται τουλάχιστον υπερβολικό για να μην πούμε εξωπραγματικό, να καταβληθεί το ποσό  των €420.000 σε διάστημα σχεδόν δύο χρόνων για συντήρηση τριών αλόγων λαμβάνοντας υπόψη ότι η θέση που υποβλήθηκε από την υπεράσπιση ήταν ότι όταν πρόκειται για άλογα κούρσας απαιτείται για τη συντήρηση τους περί τα €750 για κάθε ένα εξ αυτών. Περαιτέρω όμως αν τα πράγματα δεν ήταν όπως τα έθεσε ο ΜΚ1 και χρωστούσε χρήματα για  τη συντήρηση των αλόγων τότε δεν υπήρχε λόγος να μην του το έλεγαν όπως χαρακτηριστικά ανέφερε «Α. Κύριε Πρόεδρε εμένα ο
ΠΗ ουδέποτε με πήρε τηλέφωνο και να μου πει χρωστάς μου τόσα λεφτά. Αν γίνετουν αυτό που λέει ήταν να με πάρει τηλέφωνο και  να μου πει για παράδειγμα θέλω άλλο 300.».
Είπε όμως ο μάρτυρας ότι η μόνη περίπτωση που του ζητήθηκαν λεφτά ήταν από την ΜΗ  που του ζήτησε €2000 διότι τα άλογα ήταν στον γαμπρό της τον Δ. Αρκετός λόγος έγινε και για την επιστολή ημερομηνίας 8/10/2020 που ο δικηγόρος Άγης Σαβεριάδης απέστειλε στον ΜΚ1 αξιώνοντας το ποσό των €7 εκατομμύρια ως προμήθεια για την εξεύρεση εκ μέρους κάποιου ΠΤ, αγοραστών για πώληση 14.000 δαμασκηνών κατσικών. Στις 12/10/2020 ο δικηγόρος του ΜΚ1 απάντησε στην εν λόγω επιστολή, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του. Επίκεντρο της προσπάθειας προσβολής της αξιοπιστίας του μάρτυρα αποτέλεσε η αναφορά στην απαντητική επιστολή ότι οι κατηγορούμενοι με ψευδείς παραστάσεις και απάτη του απέσπασαν €80.000 ενώ η θέση του είναι ότι ο κατηγορούμενος 1 του απέσπασε πολύ περισσότερα. Αναμφίβολα υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο ποσών. Από μόνο του όμως το στοιχείο αυτό ενόψει της υπόλοιπης μαρτυρίας του ΜΚ1 που εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια τα ποσά που έδωσε στον κατηγορούμενο 1, ουδόλως διαφοροποιεί ή και κλονίζει την αξιοπιστία του. Ακόμα και γι’ αυτό το στοιχείο όμως ο ΜΚ1 ανέφερε την κακή ψυχολογική κατάσταση που βρέθηκε όταν έλαβε επιστολή ότι χρωστούσε €7 εκατομμύρια  σε πρόσωπο και για υπόθεση που δεν γνώριζε κατάσταση στην οποία βρισκόταν όταν συναντήθηκε με το δικηγόρο του. Σε κάθε περίπτωση σημασία δεν έχει το αναγραφόμενο ποσό αλλά το αντικείμενο της επιστολής που αναφερόταν σε εμπόριο 14.000 δαμασκηνών κατσικών και την ανάμιξη των δύο κατηγορούμενων σε αυτό. Υποβλήθηκαν και άλλες θέσεις στον ΜΚ1 όπως και ότι η εταιρεία που δημιούργησαν ήταν πέραν της εξαγωγής τσιμέντων και της εξαγωγής δαμασκηνών κατσικών ή και ότι η συνάντηση στη Λευκωσία που ήταν παρούσα και η σύζυγος του ήταν για να βοηθήσει, αφού εργαζόταν στο κτηνιατρείο, για την εξαγωγή κατσικών. Πέραν της άρνησης του ΜΚ1 επί αυτών των θέσεων, ήταν και θέσεις χωρίς την υποστήριξη από οποιοδήποτε στοιχείο και που θα έθετε εν αμφιβόλω την αλήθεια των όσων ο ΜΚ1 ανέφερε. Αυτό που ξεκάθαρα προκύπτει από τη μαρτυρία του ΜΚ1 είναι η προσπάθεια του κατηγορούμενου 1 από τη μια να εμπλέξει και τη σύζυγο του μάρτυρα αλλά και από την άλλη αναδεικνύεται με τον πιο κρυστάλλινο τρόπο τις τέχνες που και πάλι ο κατηγορούμενος κατεργαζόταν για να πείσει τον ΜΚ1 να του δώσει λεφτά και στο τέλος να απεκδυθεί των ευθυνών του. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και οι υποβολές στον ΜΚ1 τις οποίες απέρριψε ως αναληθείς ότι δηλαδή σε κάποια στιγμή ο αριθμός των κατσικών στην μάντρα του κατηγορούμενου 1 έφθασαν τις 3000 κάτι για το οποίο ενημερώθηκε ως επίσης και το ότι τα ζώα νόσησαν και έψαχνε τρόπο να τα ξεφορτωθεί. Προς τούτο μάλιστα όπως υποβλήθηκε στον μάρτυρα μετέβηκε στη Δένεια και την Ποταμιά για να βρουν διόδους για να μεταφερθούν τα ζώα στις κατεχόμενες περιοχές. Σε κάποιο δε στάδιο τα ζώα, με δικές του ενέργειες μεταφέρθηκαν στα κατεχόμενα. Αποτέλεσε επίσης αντικείμενο αντεξέτασης  το ποσό των €20.000 που ο ΜΚ1 είπε ότι έδωσε στον κατηγορούμενο 2 για να αφεθεί ελεύθερος ο κατηγορούμενος 1 από τις αρχές των Βρετανικών Βάσεων. Η θέση που υποβλήθηκε στον μάρτυρα ήταν ότι ουδέποτε έδωσε αυτό το ποσό καθότι θα έπρεπε να ζητήσει απόδειξη για τόσα πολλά χρήματα. Είναι γεγονός ότι το λογικό θα ήταν να ζητήσει απόδειξη για την καταβολή ενός τόσο μεγάλου ποσού. Ο τρόπος όμως που ο ΜΚ1 ενεργούσε, που κατ’ ελάχιστον μπορεί να κριθεί ως αφελής αφού έδιδε μεγάλα χρηματικά ποσά επιδεικνύοντας εν μέρει  αδικαιολόγητη εμπιστοσύνη, δεν εκπλήττει το ότι ούτε και εδώ ζήτησε απόδειξη. Εξήγησε δε ότι τα λεφτά, ως αντιλήφθηκε, δεν θα τα κρατούσε ο κατηγορούμενος 2 αλλά θα τα έδιδε στο Δικαστήριο για να αφεθεί ελεύθερος ο κατηγορούμενος 1 κατόπιν που του είπε ότι με τη σύλληψη του τελευταίου θα ερευνούσαν τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα και θα εντόπιζαν τον αριθμό τηλεφώνου του κάτι που θα είχε αρνητικές συνέπειες για τη δουλειά του. Στη συνέχεια υπέγραψε και ένορκη δήλωση χωρίς καν να ορκιστεί στο Ευαγγέλιο Ο ίδιος κατάλαβε ότι ο κατηγορούμενος 1 τον ξεγέλασε όταν διερευνήθηκε η υπόθεση από την αστυνομία.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ1 ως καθόλα αξιόπιστη.

 

Ο αρχιαστυφύλακας 1150 Ιωάννης Ιωάννου ΜΚ2, ήταν ο ανακριτής της υπόθεσης. Στην κατάθεση του τεκμήριο 12, αναφέρει τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε για διερεύνηση της καταγγελίας που έλαβε από τον ΜΚ1 στις 15/10/2020. Μεταξύ αυτών ήταν η λήψη κατάθεσης τόσο από τον παραπονούμενο όσο  και από τους κατηγορούμενους οι οποίοι ανέφεραν τις θέσεις  και ισχυρισμούς τους που και πάλι ο ΜΚ2 προέβηκε  σε ενέργειες διερεύνηση τους. Κατέθεσε κατά την ένορκη μαρτυρία του τα τεκμήρια 13-31. Ο ΜΚ2 κρίνεται ως μάρτυρας της αλήθειας. Ήταν άμεσος και επεξηγηματικός στις απαντήσεις του και δεν προσπάθησε να βοηθήσει την μία ή την άλλη πλευρά παρά μόνο παρέθεσε τις ενέργειες του για διερεύνηση της υπόθεσης στα πλαίσια των καθηκόντων του. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η λήψη εγγράφων από την Αρχή Ιπποδρομιών, τεκμήριο 21, έτσι ώστε να αποσταλούν στην ΥΠΕΓΕ για γραφολογικές εξετάσεις. Ανέφερε περαιτέρω ότι από ανάλυση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων διαπιστώθηκε ότι οι αριθμοί από τους οποίους απειλήθηκε ο ΜΚ1, ήταν από καρτοτηλέφωνο και ενεργοποιήθηκαν τον Ιούλιο του 2020 στο Κίτι και Περβόλια, τεκμήριο 23. Ανέφερε επίσης ότι έλαβαν πληροφορίες για καταγγελίες εναντίον του ΜΚ1 συμπεριλαμβανομένης και καταγγελίας από τον κατηγορούμενο 1 για απόπειρα φόνου εναντίον του,  ως περιλαμβάνονται στο τεκμήριο 25. Ρωτήθηκε και αν έγινε έρευνα κατά πόσο ο κατηγορούμενος 1 συνελήφθηκε από την αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων Δεκέλειας. Είπε ότι έγινε σχετική έρευνα και το αποτέλεσμα ήταν ότι ουδέποτε συνελήφθηκε, ως καταγράφεται στο τεκμήριο 26. Αποτέλεσε αντικείμενο αντεξέτασης του μάρτυρα κατά πόσο προέβηκε σε έρευνα αν ο ισχυρισμός του ΜΚ1 ότι έδωσε στον κατηγορούμενο 1 ποσό πέραν των €400.000 δικαιολογείτο από τα εισοδήματα του. Είναι προφανές ότι και αυτή η προσπάθεια της υπεράσπισης εντάσσεται στο όλο πλέγμα ότι ο ΜΚ1 δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να δώσει τόσα λεφτά στον κατηγορούμενο 1 αλλά και για να προβάλει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης από την αστυνομία ήταν πλημμελής. Ο ΜΚ2 ορθώς ανέφερε ότι δεν διερευνούσε αδίκημα φοροδιαφυγής εναντίον του ΜΚ1 κάτι το οποίο είναι ευθύνη του φόρου εισοδήματος και συνεπώς δεν ενδιέφεραν τα εισοδήματα του. Πέραν τούτου όμως ο ΜΚ1 διερευνούσε καταγγελία για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και καθήκον του ήταν να προβεί σε όλες τις ενέργειες και να συλλέξει μαρτυρία και τεκμήρια τόσο από τον παραπονούμενο όσο και από τους κατηγορούμενους και όχι να εξετάσει και να καταλήξει αν ο  ΜΚ1 έλεγε ψέματα διότι δεν είχε τα εισοδήματα για να μπορεί να δώσει πάνω από €400.000 στον κατηγορούμενο 1.  Δεν ήταν μόνο αυτό βέβαια που τέθηκε στον ΜΚ2 από την υπεράσπιση του κατηγορούμενου 1 σε σχέση με τις ενέργειες του στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης. Τέθηκε σωρεία ερωτήσεων στον μάρτυρα για το αν ρώτησε ή και αν διερεύνησε διάφορα ζητήματα και τα οποία περιστρέφονταν γύρω από τα εισοδήματα του ΜΚ1 αλλά και για το αν πήγε στην «επιτροπή των κατεχομένων» για να ελέγξει αν έγινε οποιοδήποτε διάβημα που να αφορά τα ακίνητα του πατέρα του κατηγορούμενου και αν τον ρώτησε πόσες φορές πήγε στο δικηγόρο του σε σχέση με την επιστολή ημερομηνίας 12/10/2020 και αν τα είπε όλα στον δικηγόρο του, χωρίς στο τέλος να διευκρινιστεί η αναγκαιότητα τους. Δεν έχουμε διακρίνει οτιδήποτε που θα μπορούσε ο ΜΚ2 να κάνει και δεν το έκανε. Ο ΜΚ2 εξέτασε με επιμέλεια τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς προβαίνοντας στις αναγκαίες ενέργειες. Πλείστες εκ των υποβολών του αφορούσε θέσεις που προέβαλε ο ΜΚ1 και ο οποίος κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου και αντεξετάστηκε από τον συνήγορο υπεράσπισης. Ούτε βέβαια και οι αορίστου τύπου υποβολές ότι ο ΜΚ2 είχε οδηγίες από ανώτερους του να προσέξουν τον παραπονούμενο είναι δυνατόν να αποτελέσουν τη βάση για να κριθεί αναξιόπιστος ο μάρτυρας. Αναφορικά με το άτομο με το όνομα Ν που κατά τον ΜΚ1 λάμβανε τις επιταγές μετά από εντολές του κατηγορούμενου 1 ο ΜΚ2 είπε ότι του έλαβε κατάθεση και που παραδέχθηκε. Είπε τέλος ότι ο κατηγορούμενος 2 του ανέφερε ότι κίνησε για τον παραπονούμενο.

Η μαρτυρία του ΜΚ2 γίνεται αποδεκτή.

 

Αποδεκτή γίνεται και η μαρτυρία του δικηγόρου Γιώργου Χριστοφίδη, ΜΚ3. Δεν προέκυψε οτιδήποτε κατά την αντεξέταση του, από τον συνήγορο του κατηγορούμενου 2, που θα κλόνιζε την αξιοπιστία του. Δεν ήταν σε κάθε περίπτωση η πρόθεση της υπεράσπισης. Η μαρτυρία του περιορίστηκε στο ότι είδε τον ΜΚ1 με τον οποίο συνδέεται οικογενειακά και διατηρούν άριστη φιλία, να ευρίσκεται περί τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του 2019 στο Δικαστήριο Λάρνακας. Τον είδε να εξέρχεται του Πρωτοκολλητείου και τον ρώτησε τον σκοπό της παρουσίας του εκεί οπόταν και του ανέφερε ότι είχε κληθεί από τον κατηγορούμενο 2 για να υπογράψει ένα έγγραφο. Εξήλθε και ο κατηγορούμενος 2 στον οποίο εξήγησε τη σχέση που είχε με τον ΜΚ1. Την ίδια μέρα επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί του ο ΜΚ1 και τον ρωτούσε πόσο καλά γνώριζε τον κατηγορούμενο 2. Του είπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στις συναλλαγές μαζί του. Ο ΜΚ1 του εξιστόρησε για μια σύλληψη λέγοντας του για εγγυήσεις χωρίς όμως να θυμάται αν ήταν για τον ίδιο ή τη σύζυγο του. Του είπε και για σημαντικά ποσά που κατέβαλε σε κάποιον Χ και για ένα μικρότερο ποσό της τάξης των €2.000-€3.000 συν ένα ποσό 20 ή 25 χιλιάδες στον κατηγορούμενο 2 χωρίς όμως να μπορεί να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει. Του είπε ότι επρόκειτο να καταχωριστεί μια αγωγή.

 

Ο ΓΓ ΜΚ4, κτηνοτρόφος στο επάγγελμα, δημιούργησε πολύ καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Απαντούσε με αντικειμενικό τρόπο για το τι γνώριζε για την υπόθεση και αν ο κατηγορούμενος 1 ασχολήθηκε με την εξαγωγή δαμασκηνών κατσικών και αν είχε οποιαδήποτε συνεργασία  μαζί του. Ανέφερε ότι πέραν της ασχολίας του με εκτροφή δαμασκηνών κατσικών ασχολείται και με τις εξαγωγές τους σε αραβικές χώρες. Είπε ότι γνωρίζει τον κατηγορούμενο 1 ο οποίος ασχολείται με άλογα και όχι με αιγοπρόβατα. Είπε επίσης ότι ουδέποτε έφερε στη μάντρα του δαμασκηνές κατσίκες για εξαγωγή. Αναφέρθηκε σε μία συνεργασία που είχε με τον ΚΚ για εξαγωγή κατσικών που έγινε στις 30/3/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 και ήταν και η μοναδική συνεργασία που είχαν μεταξύ τους. Επανέλαβε ότι ο κατηγορούμενος 1 ούτε τότε αλλά ουδέποτε πήρε κατσίκες στη μάντρα του. Γνωρίζει όλους τους βοσκούς της Λάρνακας και ουδέποτε άκουσε ότι συνεργάζονται με τον κατηγορούμενο 1. Είπε περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος 1 είχε φιλικές επαφές με δύο Λίβυους που ήρθαν το 2016 για να αγοράσουν και να εξάγουν κατσίκες αλλά ο κατηγορούμενος 1 δεν ήταν ούτε μεσάζον ούτε αγοραστής. Το όνομα ΧΧ ουδέποτε το άκουσε και ουδέποτε ο κατηγορούμενος 1 του είπε για τον ΧΧ. Ανέφερε περαιτέρω ότι για 3000 κατσίκες χρειάζεσαι αρκετές χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα μάντρα για να τις φιλοξενήσεις και αποκλείεται να μπορούν να μεταφερθούν τόσα ζώα σε μία νύχτα στη Λευκωσία από την περιοχή Σοφτάδες. Ουδέποτε άκουσε για πώληση 14000 κατσικών ούτε στις ελεύθερες περιοχές αλλά ούτε και στα κατεχόμενα προσθέτοντας ότι αν γινόταν τέτοια πώληση θα ακουγόταν μεταξύ των βοσκών. Δεν μπορούσε όμως να το επιβεβαιώσει ή να το διαψεύσει συμπληρώνοντας όμως ότι είναι αδύνατο να μεταφερθούν 14000 ζώα σε μια μέρα. Τέθηκε στον μάρτυρα το υποθετικό σενάριο κατά πόσο 3000 δαμασκηνές κατσίκες μπορούν σε δύο χρόνια με τις γεννήσεις τους να γίνουν 14000. Συγκεκριμένα ρωτήθηκε ο μάρτυρας αν 3000 μεταφερθούν μέσα στον Αύγουστο ή Σεπτέμβριο και κυοφορούν στον τρίτο ή τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης τους και γεννήσουν με τα νεογνά να ζουν τότε το σύνολο θα είναι 9000. Σε περίπτωση δε που τα θηλυκά από αυτές τις 9000 γεννήσουν ξανά τότε σε μια περίοδο ενός χρόνου θα υπάρχουν γύρω στις 15000 ζώα. Υποβλήθηκε στον μάρτυρα ότι δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο αυτές οι τρεις χιλιάδες ζώα σε δύο χρόνια να γίνουν 14000 και 15000 ή και 16000. Ο μάρτυρας απάντησε «όπως το θέτεις όχι». Κατά την επανεξέταση του όμως διευκρίνισε ότι με βάση την εμπειρία του και με βάση το ποσοστό απώλειας που υπάρχει στα δύο χρόνια οι 3000 κατσίκες το αναμενόμενο θα ήταν να γίνουν το πολύ 6000 με 7000 όχι παραπάνω.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ4.

 

Ο MM ΜΚ5 είναι ιδιοκτήτης μύλου Ζωοτροφών στη Δρομολαξιά. Στην κατάθεση του τεκμήριο 33 αναφέρει ότι γνωρίζει τον πατέρα του κατηγορούμενου 1 ο οποίος αγοράζει ζωοτροφές για τα άλογα της φάρμας του. Στις 2/6/2017 τον είχε επισκεφθεί ο κατηγορούμενος 1 ο οποίος αγόρασε κριθάρι, αραβόσιτο και πέλετ, τροφές οι οποίες μπορούν να χορηγηθούν σε αιγοπρόβατα, αγελάδες, αλλά και άλογα. Εκδόθηκε τιμολόγιο στο όνομα του ΗΗ για το ποσό των €532.98. Εκείνες τις μέρες ξαναπήγε ο κατηγορούμενος 1 μαζί με κάτι Άραβες και ρωτούσαν πού θα μπορούσαν να βρουν κατσίκες να αγοράσουν. Συμπλήρωσε ότι οι ζωοτροφές που δίνουν στα άλογα είναι περίπου οι ίδιες με αυτές που δίδονται στα αιγοπρόβατα. Αναφορικά με την πληρωμή του τιμολογίου επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο 1 αλλά δεν πήγε να το εξοφλήσει. Σε κάποιο στάδιο εξοφλήθηκε.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ5.

 

Ο ΡΓ, ΜΚ6, κτηνοτρόφος στο επάγγελμα υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του τεκμήριο 34. Ο εν λόγω μάρτυρας κρίνεται ως μάρτυρας της αλήθειας που παρέθεσε στο Δικαστήριο το τι γνώριζε για τη συγκεκριμένη υπόθεση με ευθύτητα και αμεσότητα. Η αξιοπιστία του παρέμεινε ακλόνητη και κατά το στάδιο της αντεξέτασης του. Ανέφερε ότι ασχολείται με την εκτροφή αιγοπροβάτων αλλά και με εξαγωγή τους σε Αραβικές κυρίως χώρες. Μεταξύ αυτών και την Λιβύη. Για το σκοπό αυτό είχε συνεργάτες Λίβυους οι οποίοι ήταν ο Μ και ο Τ. Έκανε συζητήσεις με τους δύο Λίβυους χωρίς όμως να καταλήξει σε συμφωνία οι οποίοι, από ότι έμαθε, αγόρασαν δαμασκηνές κατσίκες από άλλα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου και του ΗΗ. Δεν γνώριζε να πει αν ο ΧΧ ασχολήθηκε ή εξήγαγε κατσίκες. Ανέφερε επίσης ότι για να μπορείς να φροντίσεις 3000 δαμασκηνές κατσίκες θα πρέπει να έχεις μάντρα τουλάχιστον 30.000 τετραγωνικά μέτρα και για τη διατροφή τους χρειάζεσαι περίπου €500.000 τον χρόνο. Για τη μεταφορά τους στα κατεχόμενα σε μια νύχτα δεν είναι λογικό και εφικτό να γίνει. Είπε επίσης ότι δεν υπάρχει περίπτωση 3000 ζώα σε δύο χρόνια να γίνουν 14000. Αν πωλείτο τέτοιος αριθμός κατσικών στα κατεχόμενα θα το μάθαινε γιατί έχει επαφές και μιλά καθημερινά με βοσκούς και εμπόρους ζώων στις κατεχόμενες περιοχές. Τέθηκε και σε αυτόν τον μάρτυρα το υποθετικό σενάριο οι 3.000 κατσίκες σε δύο χρόνια να αναπαραχθούν και να γίνουν 14000. Συμφώνησε ο μάρτυρας ότι αν όλα πάνε καλά και δεν πεθάνει κανένα ζώο δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αυτές οι 3000 ζώα να γίνουν 14000. Σε ερώτηση όμως που του τέθηκε και πάλι κατά την επανεξέταση του ανέφερε ότι λαμβάνοντας υπόψη το πραγματικό ποσοστό θνησιμότητας με βάση την πείρα του σε δύο χρόνια το «νόρμαλ», ο αριθμός των ζώων θα φθάσει τις 4250 και δεν υπάρχει δυνατότητα για περισσότερα.

Η μαρτυρία του ΜΚ6 γίνεται αποδεκτή.

Ο ΚΚ που είναι γνωστός και ως Κ, ΜΚ7, στην κατάθεση του τεκμήριο 35, αναφέρει για τη συνεργασία του που είχε με δύο Λίβυους, τους Μ και Τ, για εξαγωγή κατσικών από την Κύπρο προς τη Λιβύη. Ο ΜΚ7 κρίνεται ως μάρτυρας της αλήθειας. Απαντούσε με απλότητα και αμεσότητα τις ερωτήσεις που του τέθηκαν χωρίς υπεκφυγές και χωρίς προσπάθεια να αποκρύψει ή και να διαστρεβλώσει οτιδήποτε το οποίο θα απέβαινε προς όφελος της οποιασδήποτε πλευράς. Θεωρούμε ότι προσήλθε στο Δικαστήριο να πει τι γνώριζε για την υπόθεση και αυτό έπραξε. Ανέφερε ότι το 2015 ήρθε στη Λάρνακα για να δει τους δύο Λίβυους και εκεί γνώρισε και τον ΗΗ με τον οποίο είχε επαφή και μιλούσε στο τηλέφωνο. Δεν ήξερε όμως τι συνεργασία είχαν οι δύο Λίβυοι με τον κατηγορούμενο 1. Αρχές του 2016 διευθέτησε μια εξαγωγή 800 κατσικών για τη Λιβύη. Τα ζώα τα μάζεψε σε δύο μάντρες που ήταν η μία του ΓΓ στο Καλό Χωριό και η άλλη του ΡΓ στην Ορμήδεια. Όταν ήρθε η ώρα να γίνει μεταβίβαση των ζώων αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα και ο κατηγορούμενος 1 προσφέρθηκε να τους βοηθήσει μέσω της ΣΧ η οποία τους βοήθησε μέσω των νόμιμων διαδικασιών. Μετά από αυτήν την εξαγωγή στην οποία έβαλε και ο Χ 5 δικές του κατσίκες δεν ξανασυναντήθηκε με τον κατηγορούμενο 1. Δεν γνωρίζει αν ο ΧΧ ασχολήθηκε ή εξήγαγε δαμασκηνές κατσίκες και δεν τον έχει γνωρίσει και ποτέ. Είπε περαιτέρω ότι για να φροντίσεις 3000 κατσίκες χρειάζεσαι κατάλληλο χώρο αρκετών χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων και για τη συντήρηση τους απαιτείται περίπου το ποσό των €600 ημερησίως. Είχε επισκεφθεί τη μάντρα του ΗΗ και η διαπίστωση ήταν ότι για να χωρέσει η συγκεκριμένη μάντρα 3000 ζώα θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει και τη φάρμα αλόγων. Απέκλεισε το γεγονός 3000 ζώα σε δύο χρόνια να αναπαραχθούν και να γίνουν 14000. Ένας λογικός αριθμός θα ήταν 4000 ζώα. Κατά την αντεξέταση του μάρτυρα τέθηκε και πάλι το σενάριο τα 3000 ζώα να γίνουν σε δύο χρόνια 14000. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση που έδωσε: «Α. Λίγο δύσκολο οι 14000. Αλλά πρέπει να είσαι μέρα νύχτα, ούτε δευτερόλεπτο να λείπεις για να κάνεις αυτόν τον αριθμό. Είναι λίγο απίθανο αλλά έτσι όπως το βάλλετε πρέπει να θέλει και ο Θεός για να γίνει έτσι αριθμός».

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ7.

 

Ο Χριστόδουλος Πίπης ΜΚ8 είναι διευθυντής των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών και κατέχει τη θέση από τον Σεπτέμβρη του 2020 ως αναφέρει και στην κατάθεση του τεκμήριο 37. Δεν έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο ΜΚ8, ως ανεξάρτητος μάρτυρας, κατέθεσε με ειλικρίνεια τα όσα γνώριζε για την παρούσα υπόθεση αλλά και τις ενέργειες του στα πλαίσια πάντα των καθηκόντων του. Παρά την προσπάθεια της υπεράσπισης να κλονίσει την αξιοπιστία του αυτή παρέμεινε αλώβητη. Στην επιστολή ημερομηνίας 22/1/2021, τεκμήριο 36, η οποία αποστάληκε στον υπεύθυνο του ΤΑΕ Λάρνακας καταγράφει ότι τόσο ο ΗΗ όσο και η εταιρεία X & Ψ Ltd δεν υπήρξαν ποτέ ούτε και είναι κάτοχοι/σχετιζόμενοι με οποιοδήποτε εκτροφή ζώων στην Κύπρο. Καταγράφει επίσης ότι δεν έχουν ποτέ εμπλακεί ούτε και προβεί σε οποιαδήποτε συναλλαγή ή εμπορική πράξη αγοράς, εκμετάλλευσης ή και εξαγωγής ζώων από την Κύπρο. Ανέφερε ο μάρτυρας τα χαρακτηριστικά των δαμασκηνών κατσικών και το πλαίσιο της γονιμότητας τους με βάση επιστημονικά δεδομένα. Αναφέρθηκε και αυτός ο μάρτυρας στο υποθετικό σενάριο των 3000 ζώων να γίνουν 14000 λέγοντας ότι η απάντηση είναι εκ πρώτης όψεως αρνητική. Μπορεί όμως να γίνει υπό τον όρο ότι τα 3000 είναι όλα θηλυκά, δεν έχουν υγειονομικά προβλήματα και προβλήματα αναπαραγωγής, δεν υπάρχουν θάνατοι των ζώων από κανένα λόγο και δεν υπάρχουν οποιαδήποτε προβλήματα του αναπαραγωγικού συστήματος. Είπε περαιτέρω ότι εάν από τις 3000 ζώα τα μισά είναι θηλυκά τότε τον πρώτο χρόνο θα έχουμε από τα 1500 ζώα 3000 ερίφια και τον δεύτερο χρόνο θα έχουμε από τις 3000 ζώα 6000 ερίφια. Συνολικά σε δύο χρόνια ανέφερε ο μάρτυρας θα έχουμε 9000 ερίφια και πάλι όμως εάν έχουμε τις ιδανικές συνθήκες. Ήταν κάθετος στο ότι δεν βγαίνει αριθμητικά ο αριθμός των ζώων που με βάση το σενάριο που η υπεράσπιση έθεσε.

 

Εξήγησε περαιτέρω ο μάρτυρας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει εξαγωγή ζώου που δεν είναι εγγεγραμμένο ή σεσημασμένο αφού σύμφωνα με τη νομοθεσία προβλέπεται ότι θα φέρουν ένα συμβατικό μέσο αναγνώρισης. Παρέθεσε και τη διαδικασία η οποία ακολουθείται και οι έλεγχοι οι οποίοι γίνονται σε περίπτωση εξαγωγής ζώου. Είπε ότι θα πρέπει να είναι αδειοδοτημένος ζωέμπορας και δεν μπορεί κάποιος άσχετος να εξάξει ζώα χωρίς να έχει τις απαιτούμενες άδειες. Ερωτώμενος κατά πόσο υπάρχει πρακτικά δυνατότητα να υπάρχουν σε μία μάντρα στη Λάρνακα 3000 ζώα και να μεταφέρθηκαν στα κατεχόμενα χωρίς οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες να λάβουν γνώση έδωσε αρνητική απάντηση, αφού για να υπάρξει μια εγκατάσταση χρειάζεται πολεοδομική άδεια ως επίσης και άδεια από την τοπική αρχή αλλά και θα πρέπει να της παραχωρηθεί κωδικός αναγνώρισης από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες οι οποίες και πρώτα θα μεταβούν να επιθεωρήσουν τις εγκαταστάσεις για να δουν αν πληρούνται οι απαιτήσεις της εγκατάστασης αναφορικά με την καταλληλότητα για τη φιλοξενία ζώου. Τότε και μόνο χορηγείται ο κωδικός ατομικής αναγνώρισης της εκτροφής και ο υπεύθυνος μπορεί να μεταφέρει τα ζώα τα οποία πιστώνονται στον κωδικό εκτροφής. Ο κτηνοτρόφος είναι υποχρεωμένος να δηλώνει στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες οποιεσδήποτε γεννήσεις, μετακινήσεις ή και θανάτους ζώων. Το σύστημα αυτό ισχύει από το 2004 και ακόμη και ένα ζώο να έχεις θα πρέπει να πάρεις κωδικό για να γνωρίζουν οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες ανά πάσα στιγμή πού υπάρχουν ζώα σε περίπτωση που προκύψει ζωική ασθένεια. Εξήγησε περαιτέρω ότι για να συντηρηθούν 5000 με 6000 ζώα θα πρέπει η εγκατάσταση να είναι της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας και είναι φύση αδύνατο εκείνος που τα εκτρέφει να μπορεί να τα παρακολουθεί και ιατρικά αφού πρώτα απαιτείται άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και χρειάζεται και συνταγή για αντιβιώσεις από κτηνίατρο. Σε αντίθετη περίπτωση αντί αυτός που τα εκτρέφει και τα φροντίζει θα τα έστελνε ο ίδιος στο θάνατο. Είπε περαιτέρω ότι όσες εγκαταστάσεις υπήρχαν το 2004 συνέχισαν να λειτουργούν και συνεχίζουν να λειτουργούν. Οι νέες μονάδες χρειάζονται να έχουν τις απαιτούμενες άδειες.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ8 ως αξιόπιστη.

 

Ο ΝΛ, ΜΚ9, δεν προσέφερε οτιδήποτε στην υπόθεση. Ήταν ο φερόμενος Ν που επισκεπτόταν τον ΜΚ1 και λάμβανε επιταγές και μετρητά, κατόπιν οδηγιών του κατηγορούμενου 1. Δεν θυμόταν καν, ως ο ίδιος ανέφερε, την κατάθεση που λήφθηκε από τον ΜΚ2 έτσι ώστε να την αναγνωρίσει. Δικαιολόγησε την κακή μνήμη του στο ότι είχε ένα ατύχημα και πίνει «κάτι χάπια». Ανέφερε ότι γνωρίζει φατσικά τον κατηγορούμενο 1 αφού είναι από τον ίδιο τόπο και τον βλέπει μέσα στο αυτοκίνητο και απ΄ ότι θυμάται έχει φάρμα με άλογα. Δεν θυμόταν αν πήγε στο χημείο του παραπονούμενου ούτε και αν πήγε στη φάρμα του κατηγορούμενου 1. Προφανής η άρνηση του, για δικούς του βέβαια αδιευκρίνιστους λόγους, να απαντήσει σε ερωτήσεις που του τίθεντο. Δεν είναι τυχαίο αφού σκοπός του ήταν να μην πει οτιδήποτε που θα αναγκαζόταν να δώσει εξηγήσεις.

Η μαρτυρία του δεν γίνεται αποδεκτή.

 

Ο Λοχίας 837 Γεώργιος Χρυσάνθου, ΜΚ10, κλήθηκε ως εμπειρογνώμονας μάρτυρας σε σχέση με εξέταση δειγμάτων γραφής που αποδίδονται στον ΧΧ.

 

Να τεθεί εδώ ότι, ως είναι νομολογημένο, ο πραγματογνώμονας θα πρέπει να παρουσιάσει αιτιολογημένα, αντικειμενικά και αμερόληπτα τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια έτσι ώστε να δώσουν την δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει την ακρίβεια των επίδικων συμπερασμάτων του για  να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη άποψη με την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών στα γεγονότα της υπόθεσης (βλ. Σαρρής v. Καλλέγιας κ.ά. (2011) 1Β ΑΑΔ 958, Πιττάλης κ.ά. v. Ianira Enterprises Ltd κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 814). Είναι επίσης νομολογημένο ότι η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων δεν δεσμεύει αλλά απλώς βοηθά το Δικαστήριο το οποίο δικαιούται να διαφοροποιήσει τη θέση του και να μη δεχθεί τη μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα, νοουμένου ότι υπάρχουν οι συνθήκες εκείνες που να δικαιολογούν τέτοια κατάληξη (βλ. Muskita Aluminium Industries Ltd κ.ά. v. Alsako Aluminium Ltd κ.ά. (2009) 1Β ΑΑΔ 1481).

 

Ο ΜΚ10 κατέθεσε βιογραφικό σημείωμα τεκμήριο 38, όπου καταγράφονται οι εκπαιδεύσεις και διάφορα σεμινάρια τα οποία παρακολούθησε σε σχέση με γραφολογικές εξετάσεις. Ανέφερε ότι είναι υπεύθυνος του Εργαστηρίου Γραφολογίας της Αστυνομίας και είναι ειδικός στη δικανική εξέταση γραφής και υπογραφής.  Έχει τύχει εκπαίδευσης στην υπηρεσία του καθώς και μετεκπαίδευσης σε διάφορες χώρες του εξωτερικού. Είναι κάτοχος πιστοποιητικού διαπίστευσης ISO 17025 που αφορά τη δικανική εξέταση γραφής και υπογραφής. Τα προσόντα του ΜΚ10 δεν αμφισβητήθηκαν από πλευράς υπεράσπισης. Από το περιεχόμενου του τεκμηρίου 38 και από τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο κρίνεται ως εμπειρογνώμονας μάρτυρας για το σκοπό τον οποίο κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου.

Στις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης του τεκμήρια 39 και 40, περιγράφει τα έγγραφα τα οποία παρέλαβε για σύγκριση των αμφισβητούμενων υπογραφών και γραφής για να διαπιστωθεί κατά πόσο έγιναν από το ίδιο πρόσωπο αλλά και να συγκρίνει τις αμφισβητούμενες υπογραφές στα εν λόγω έγγραφα με τα δείγματα γραφής και υπογραφής που αποδίδονται στον ΧΧ. Το πρώτο έγγραφο έχει την ένδειξη «Grigrori Marilia 2006» τεκμήριο 42, το δεύτερο είναι η δέσμη εγγράφων με την ένδειξη «Sir Panagiotis 2006» τεκμήριο 43, το τρίτο είναι με την ένδειξη «Grigoros Grigoris 2008» τεκμήριο 44 και το τέταρτο είναι δέσμη εγγράφων με την ένδειξη «Ela Marilia 2013» που κατατέθηκε ως τεκμήριο 45. Εξήγησε ο μάρτυρας ότι τέσσερα αμφισβητούμενα έγγραφα είναι αντίγραφα με αποτέλεσμα τα ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά και οι λεπτομέρειες τις υπογραφής και υπογραφών να μην αποτυπώνονται με ευκρίνεια. Υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος μεταφοράς μίας γραφής ή υπογραφής από ένα πρωτότυπο έγγραφο ή αντίγραφο σε άλλο. Αυτά είναι δεδομένα τα οποία καθιστούν επισφαλή την εκφορά απόλυτης γνώμης ως προς τον καταχωρισμό του προσώπου που έγραψε ή και υπέγραψε. Παρά ταύτα εξέτασε τη γραφή και υπογραφές στα τεκμήρια 42-45 και κατέληξε στα συμπεράσματα του. Βρήκε ότι η γραφή του ονόματος ΧΧ παρουσιάζει διαφορές σε ορισμένα εμφανή χαρακτηριστικά, γεγονός που του δημιουργεί την υποψία ότι η γραφή του πιο πάνω ονόματος να μην έγινε από το ίδιο πρόσωπο. Όσον αφορά τη γραφή του ονόματος ΧΧ στο τεκμήριο 42, σε σύγκριση με τα δείγματα γραφής που αποδίδονται στο εν λόγω πρόσωπο, του δημιουργούν την ισχυρή πεποίθηση ότι έγινε από αυτόν. Ίδιο ήταν το συμπέρασμα του μάρτυρα και για την αμφισβητούμενη υπογραφή σε σύγκριση με τα δείγματα υπογραφής που αποδίδονται στον ΧΧ. Στη γραφή του ονόματος ΧΧ στα τεκμήρια 43,44 και 45 υπάρχουν διαφορές που του δημιουργούν την ισχυρή πεποίθηση ότι η αμφισβητούμενη γραφή του ονόματος δεν έγινε από τον ΧΧ. Ίδιο είναι το συμπέρασμα του και πάλι σε σχέση με τις αμφισβητούμενες υπογραφές στα εν λόγω τεκμήρια. Ότι δηλαδή οι διαφορές είναι τέτοιες που του δημιουργούν την ισχυρή πεποίθηση ότι δεν πρόκειται για γνήσιες υπογραφές του. Κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι οι διαφορές είναι τέτοιες που του δημιουργούν την υποψία ότι οι τρεις αμφισβητούμενες υπογραφές δεν μπορεί να αποτελούν γνήσια υπογραφή ενός προσώπου. Αναφορά έγινε από τον ΜΚ10 και στο τεκμήριο 7 για το οποίο παρέπεμψε στην έκθεση του τεκμήριο 39, όπου η γνώμη του είναι ότι ο ΜΚ1 δεν μπορεί να συνδεθεί. Παρέθεσε ο μάρτυρας και τις βαθμίδες που υπάρχουν όσον αφορά τα συμπεράσματα ενός γραφολόγου. Είπε ότι όταν πρόκειται για αντίγραφα ο γραφολόγος δεν μπορεί να καταλήξει στην πρώτη βαθμίδα αποτελεσμάτων είτε αρνητικά είτε θετικά και να είναι απόλυτος. Συνεπώς μπορεί να ξεκινήσει από τη δεύτερη βαθμίδα που είναι η ισχυρή πεποίθηση όπως είναι και η παρούσα περίπτωση. Είπε περαιτέρω ότι τα δείγματα γραφής τα έλαβε ο εξεταστής της υπόθεσης. Ως εργαστήριο γραφολογίας κάνουν εκπαιδεύσεις στους ανακριτές και τους δηλώνουν τον τρόπο λήψης δειγμάτων γραφής και υπογραφής. Επίσης γίνονται και τηλεφωνικές ενημερώσεις όπου οι ανακριτές μπορεί να ζητήσουν βοήθεια για τον τρόπο λήψης δειγμάτων. Εξήγησε και πάλι τη διαδικασία που ακολουθείται και τους κινδύνους που δημιουργούνται όταν εξετάζονται αντίγραφα θέτοντας ότι στην παρούσα περίπτωση από την εξέταση στην οποία προέβηκε του δημιουργήθηκε η ισχυρή πεποίθηση.

Η μαρτυρία του ΜΚ10 γίνεται αποδεκτή.

 

Ο ΣΠ, ΜΚ11, αναγνώρισε την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία τεκμήριο 50. Η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα ήταν σύντομη και η αξιοπιστία του δεν αποτέλεσε στόχο της αντεξέτασης του από την υπεράσπιση του κατηγορούμενου 1. Ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος 1 μεσολάβησε μαζί με ένα άλλο πρόσωπο για να πωλήσει δαμασκηνές κατσίκες σε κάποιους Άραβες χωρίς όμως ο τελευταίος να πάρει δικές του κατσίκες στη μάντρα του. Είπε ότι ο κατηγορούμενος 1 του πήρε σανό τριφύλλι στην κτηνοτροφική μονάδα που διατηρεί στην Κοκκινοτριμιθιά. Από τότε δεν τον ξαναείδε.

Η μαρτυρία του ΜΚ11 γίνεται αποδεκτή.

 

Ο ΟΣ, ΜΚ12, κατέθεσε σε σχέση με την εμπλοκή του στην εν λόγω υπόθεση, το τι του λέχθηκε από τον ΜΚ1 αλλά και τα χρήματα που του δάνεισε όταν του ζητήθηκε από τον τελευταίο. Στην κατάθεση του, τεκμήριο 51, καταγράφει ακριβώς την εν λόγω εμπλοκή του. Ο εν λόγω μάρτυρας δημιούργησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Δεν διακρίναμε να διακατέχεται από υστεροβουλία με σκοπό να βοηθήσει την πλευρά του ΜΚ1, ως ήταν η θέση της υπεράσπισης κατά την αντεξέταση του. Κρίση μας είναι ότι παρέθεσε τα γεγονότα ως αυτά ήρθαν στην αντίληψη του αλλά και αυτά που είχε ο ίδιος προσωπική γνώση. Ανέφερε ότι περί τον Απρίλιο του 2019 του είπε ο ΜΚ1 να πάνε βόλτα και προς το Αεροδρόμιο της Λάρνακας του έδειξε κάποιες εκτάσεις με σιτηρά λέγοντας του ότι τα πήραν για να τα σπείρουν με καλής ποιότητας σανό τον οποίο θα πουλούσαν και ότι θα έπαιρναν και κρατική επιχορήγηση. Μετά από λίγο καιρό ρώτησε τον ΜΚ1 τι γινόταν με την επένδυση του και του ανέφερε ότι συνεργαζόταν με τον ΗΗ και θα πουλούσαν πάλες σανού για το ποσό των €110 την καθεμιά. Μετά και πάλι από κάποιο χρονικό διάστημα ο ΜΚ1 του είπε ότι προέκυψε πρόβλημα αφού άλλο πρόσωπο περιέλουσε τις πάλες σανού με λάδι καθιστώντας τις ακατάλληλες για κατανάλωση από τα ζώα. Θέλοντας να τον βοηθήσει προσφέρθηκε να βρει τη διαδικασία ανάλυσης που θα έπρεπε να γίνει για να διαπιστώσουν ποιες πάλες είχαν λάδι και ποιες όχι. Όταν βρήκε το ειδικό χημείο γι΄ αυτήν την εργασία το είπε στον ΜΚ1 ο οποίος όμως του ανέφερε ότι το ζήτημα το είχε διευθετήσει με άλλο χημείο ο κατηγορούμενος 1. Ο ίδιος του ανάφερε ότι αυτό δεν είναι δυνατόν γιατί μόνο ένα χημείο στην Κύπρο διενεργεί τέτοιες εξετάσεις. Ανέφερε επίσης ο μάρτυρας ότι του είχε ζητήσει ο ΜΚ1 να τον δανείσει το ποσό των €7.000 διότι έπρεπε να τα δώσει σε κάποιο δικηγόρο για υπόθεση που αφορούσε τον κατηγορούμενο 1, χρήματα τα οποία του έδωσε. Τον Σεπτέμβριο του 2019 συναντήθηκε με τον ΜΚ1 και του ζήτησε να βοηθήσει τον κατηγορούμενο 1 να φέρει περί τις €200.000 με €300.000 από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές για να πάρει ο ΜΚ1 τα λεφτά που του χρωστούσε ο κατηγορούμενος 1 χωρίς όμως να μπορεί να πει αν ήταν λεφτά που αφορούσαν δουλειές και των δύο. Ζήτησε από τον ΜΚ1 να πει στον κατηγορούμενο 1 να του τηλεφωνήσει έτσι ώστε να αποκλείσει την εμπλοκή του σε παράνομες δραστηριότητες. Συναντήθηκε μαζί του στη Λευκωσία με τον κατηγορούμενο 1 να τον διαβεβαιώνει ότι τα λεφτά ήταν όλα νόμιμα. Τελικά η διευθέτηση αυτή δεν προχώρησε με τον ΜΚ1 να του λέει ότι θα κανόνιζε ο ίδιος ο κατηγορούμενος 1 τη μεταφορά των χρημάτων. Επειδή κατάλαβε ότι τα όσα ο κατηγορούμενος 1 έλεγε δεν ήταν αλήθεια, τον Νοέμβρη του 2019 συναντήθηκε μαζί του στην παρουσία και του ΜΚ1 ζητώντας το ποσό των €7.000 που είχε δώσει στον ΜΚ1, με τον κατηγορούμενο 1 να υπόσχεται ότι θα πωλήσει πάλες σανού και θα του επιστρέψει τα λεφτά του. Επειδή δεν υπήρχε οποιαδήποτε ανταπόκριση επισκέφθηκε τη φάρμα αλόγων του στο [ ] χωρίς να τον συναντήσουν όμως αφού απουσίαζε. Το ποσό των €7.000 το πήρε από τον ΜΚ1 σε δύο δόσεις των €2.000 και €5.000. Δεν είχε οποιαδήποτε άλλη επαφή με τον κατηγορούμενο 1 αλλά και με τον ΜΚ1 διέκοψε τη συνεργασία μαζί του.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΚ12.

 

Κλήθηκε ως ΜΚ13, ο δικηγόρος Δημήτρης Σύζινος ο οποίος κατέθεσε σε σχέση με εταιρεία την οποία ενέγραψε όταν οι ΜΚ1 και κατηγορούμενος 1 αποτάθηκαν κοντά του προς τούτο. Ο μάρτυρας κατέθεσε με σταθερότητα και αμεσότητα το τι γνώριζε χωρίς η αξιοπιστία του να κλονιστεί καθ΄ οιονδήποτε στάδιο. Ανέφερε ότι αποτάθηκαν κοντά του το 2016, και σκοπός της εταιρείας ήταν για εμπορία τσιμέντων. Προέβηκε στις δέουσες ενέργειες και ενέγραψε την εταιρεία X & Ψ Ltd. Παρουσίασε το αντίγραφο ιδρυτικού εγγράφου και καταστατικού της εταιρείας, τεκμήριο 52. Ρωτήθηκε ο μάρτυρας αν στο καταστατικό αναγράφεται κάπου για εμπόριο τσιμέντων. Απάντησε αρνητικά, συμπληρώνοντας όμως ότι στην αίτηση για έγκριση ονόματος στον Έφορο Εταιρειών, η φύση της εργασίας της εταιρείας θα ήταν εισαγωγές, εξαγωγές και το γενικό εμπόριο. Περιστράφηκε η αντεξέταση του μάρτυρα στο χρόνο που έχει παρέλθει από την ημερομηνία εγγραφής της εταιρείας μέχρι και την ημέρα που κατέθετε στο Δικαστήριο με σκοπό να αμφισβητήσει την αναφορά του μάρτυρα ότι η εταιρεία ήταν για εμπόριο τσιμέντων. Η θέση του μάρτυρα παρέμεινε αναλλοίωτη λέγοντας ότι το θυμόταν διότι ήταν κάτι το χαρακτηριστικό αφού του ενός δεν ήταν η εργασία του αυτή και ο άλλος είχε χημείο. Ανέφερε επίσης χαρακτηριστικά στον ΜΚ1 όταν ο τελευταίος του είπε ότι η εταιρεία θα ασχολείτο με την εμπορία τσιμέντων, «τι εν τούτες οι πελλάρες; Εν ο Βασιλικό δαμέ δίπλα και θα πάτε εσείς να φέρετε;». Αρνήθηκε τέλος τη θέση ότι ο σκοπός που ιδρύθηκε η εταιρεία ήταν για γεωργικές εργασίες και εμπόριο ζώων.

Η μαρτυρία του ΜΚ13 γίνεται αποδεκτή.

 

Αποδεκτή γίνεται και η μαρτυρία του ΣΣ, ΜΚ14. Δεν προέκυψε οτιδήποτε από την ενώπιον του Δικαστηρίου ένορκη κατάθεση του που θα έθετε εν αμφιβόλω την αλήθεια των όσων έθεσε. Στην κατάθεση του, τεκμήριο 53, αναφέρει ότι είναι γνωστός με τον κατηγορούμενο 1 αφού είναι και οι δύο ιδιοκτήτες φάρμας αλόγων. Είδε τον ΜΚ1 μία φορά στη ζωή του όταν του είπε ο κατηγορούμενος 1 ότι ήθελε να πάρουν τσιμέντα στη Λιβύη. Ζήτησαν τη συνδρομή του για συνεργασία με την εταιρεία ΤΙΤΑΝ στη Θεσσαλονίκη αφού ήξερε κάποιον που εργαζόταν στην εν λόγω εταιρεία. Ενημέρωσε το γνωστό του αυτό πρόσωπο το οποίο όμως δεν επέδειξε οποιοδήποτε ενδιαφέρον κάτι για το οποίο ενημέρωσε τον κατηγορούμενο 1.

 

Η ΣΧ, ΜΚ15, σύζυγος του ΜΚ1 κατέθεσε σε σχέση με τη γνώση της για την εν λόγω υπόθεση αλλά και το τι της αναφέρθηκε από τον σύζυγο της και το τι υπέπεσε στην αντίληψη της, πλείστα εκ των οποίων καταγράφονται στην κατάθεση της τεκμήριο 54. Δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό από το να αποδεχθούμε τη μαρτυρία της ΜΚ15 ως αξιόπιστη. Απαντούσε με σταθερότητα και αμεσότητα στις ερωτήσεις που της τίθεντο. Δεν διακρίναμε σε κανένα στάδιο της μαρτυρίας της ούτε και προέκυψε οτιδήποτε το οποίο θα μας οδηγούσε σε κατάληξη απόρριψης, των όσων η ίδια γνώριζε και έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, ως αναληθή. Η μαρτυρία της συνάδει με τη μαρτυρία του ΜΚ1 χωρίς αυτό σε καμία περίπτωση να σημαίνει ότι υπήρξε προσυνεννόηση μεταξύ των δύο. Η μαρτυρία της ήταν διαυγής χωρίς ίχνος προπαρασκευής της, και χωρίς σκοπό και στόχο να υποστηρίξει την καταγγελία του συζύγου της. Σε αρκετές άλλωστε περιπτώσεις ήταν παρούσα και άκουε τις συνομιλίες που ο ΜΚ1 είχε. Εξήγησε αρχικά η μάρτυρας ότι η αναφορά της στη γραμμή 7 της πρώτης σελίδας της κατάθεσης της τεκμήριο 54, «θα έπερναν κρατικές χορηγίες» εννοούσε τους ΠΗ και ΗΗ. Είπε ότι η ίδια δεν έδωσε ποτέ λεφτά στον σύζυγο της σε σχέση με το ποσό των €20.000 προς τον κατηγορούμενο 2 αλλά έμαθε εκ των υστέρων ότι δανείστηκε από κάποιο OΣ. Είχε δανειστεί επίσης και €80.000 από τον πατέρα του. Ήταν η θέση της ότι τον κατηγορούμενο 1 τον είδε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο με Μάρτιο του 2016 σε συνάντηση τους σε εστιατόριο στη Λευκωσία όπου εκεί πήγε και ένας Λίβυος που τη ρωτούσε για τη νομοθεσία. Είπε περαιτέρω ότι κατά την περίοδο που ο γιος της αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας και επισκέπτονταν την φάρμα με τα άλογα δεν έτυχε να τον συναντήσει αλλά ούτε και είχε τηλεφωνικές επικοινωνίες μαζί του παρά μόνο μία φορά όταν την ρώτησε για την διαδικασία να φέρει άλογα από το λιμάνι Λεμεσού. Αναφέρθηκε η ΜΚ15 και στην τραγική κατάσταση που περιήλθε η οικογένεια της  όταν ο σύζυγος της σταμάτησε να δίδει λεφτά  στον κατηγορούμενο. Υπήρχαν απειλές, εκβιασμοί, ψευδείς καταγγελίες και τοποθέτηση βόμβας στην οικία τους ακόμα και μετά την καταγγελία που ο σύζυγος της προέβηκε στην αστυνομία. Δεν γνώριζε να πει αν καταχωρίστηκε οποιαδήποτε ποινική υπόθεση, πέραν της παρούσας, εναντίον του κατηγορούμενου 1. Ανέφερε τέλος ότι την επόμενη μέρα που ο σύζυγος της έδωσε τις €20.000 στον κατηγορούμενο 2, του είχε τηλεφωνήσει ο τελευταίος και σε ανοικτή ακρόαση άκουσε τον σύζυγο της που τον ρωτούσε το λόγο που κατηγορείται ο κατηγορούμενος 1 στις βάσεις. Ο κατηγορούμενος 2 του είπε «εντάξει τούτα εν δικηγορίστικα πράγματα δικά μου, και θα σου στείλω το Κατηγορητήριο.». Επέμεινε στη θέση της τόσο για το ότι ο σύζυγος της έδωσε τις €20.000 στον κατηγορούμενο όσο και για την συνομιλία που είχαν.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της ΜΚ15.

 

Τελευταίος μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή ήταν ο Γεώργιος Καρύδης, ΜΚ16, ο οποίος στις 23/6/2021 ήταν διορισμένος στο δικοινοτικό γραφείο επαφής μεταξύ της Τουρκοκυπριακής πλευράς και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρόκειται για ανεξάρτητο και ειλικρινή μάρτυρα ο οποίος ανέφερε τις ενέργειες του, μετά από αίτημα που δέχθηκε από την αστυνομία, για να ερευνήσει κατά πόσο ο κατηγορούμενος 1 ήταν υπόδικος στα κατεχόμενα. Κατέθεσε την επιστολή ημερομηνίας 26/3/2021 τεκμήριο 55, στην οποία αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος 1 ουδέποτε συνελήφθηκε στα κατεχόμενα και κανένα χρηματικό ποσό δεν κατασχέθηκε από αυτόν. Ανέφερε ότι λαμβάνουν πληροφορίες μεταξύ της Τουρκοκυπριακής πλευράς και της Κυπριακής Δημοκρατίας όσον αφορά το έγκλημα και την εγκληματικότητα και μεταβιβάζονται στην αστυνομία. Τις πληροφορίες που λαμβάνουν από την Τουρκοκυπριακή πλευρά δεν μπορούν να τις διασταυρώσουν πλην όμως τα χρόνια που βρίσκεται σε αυτήν τη θέση ουδέποτε δόθηκαν ψευδείς πληροφορίες. Ο ίδιος προσωπικά δεν μπορεί να επιβεβαιώσει τις πληροφορίες που δίδονται. Επανέλαβε όμως ότι δεν τους είπαν ψέματα ούτε και τους έδωσαν ψευδείς πληροφορίες. Απαντούν ευθέως και βοηθούν την αστυνομία για την καταπολέμηση του εγκλήματος.

Η μαρτυρία του ΜΚ16 γίνεται αποδεκτή.

Έχουμε αναφέρει προηγουμένως ότι ο κατηγορούμενος 1 επέλεξε, ως είχε δικαίωμα, να προβεί σε ανώμοτη δήλωση. Να προσθέσουμε εδώ ότι με την τροποποίηση του άρθρου 74 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 με το Νόμο 64(I)/2022 ημερομηνίας 29/4/2022, το δικαίωμα κατηγορούμενου για να προβεί σε ανώμοτη δήλωση έχει καταργηθεί. Στην παρούσα περίπτωση τα αδικήματα φέρονται να διαπράχθηκαν κατά τα έτη 2016 μέχρι 2019 και το κατηγορητήριο να καταχωρείται ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου τον Οκτώβριο του 2021. Το κατηγορητήριο ενώπιον του Κακουργιοδικείου τέθηκε τον Δεκέμβριο του 2021, χρονικό σημείο δηλαδή πριν την τροποποίηση του πιο πάνω άρθρου με αποτέλεσμα το δικαίωμα του κατηγορούμενου για ανώμοτη δήλωση να υφίσταται. 

 

Παραθέτουμε αυτούσια την χωρίς όρκο δήλωση του έτσι ώστε να τεθεί και να γίνει κατανοητή η θέση του, ως ο ίδιος τη μετέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

«Εγώ ο κάτωθι υπογεγραμμένος ΗΗ με Α.Δ.Τ. 870291, Κατηγορούμενος αρ. 1 στην Ποινική Υπόθεση με αρ. 9061/21 του Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στη Λάρνακα, θα ήθελα να αναφέρω τα ακόλουθα γι΄ αυτή την Υπόθεση.

 

1.    Με τον ΧΧ, Παραπονούμενο στην υπό αναφορά υπόθεση είμαστε συγγενείς, δηλαδή ο πατέρας μου είναι εξάδελφος του ΧΧ.

 

2.    Τον ΧΧ τον γνώρισα από τότε που ήμουν σε μικρή ηλικία μέσω του πατέρα μου και ήρθαμε πιο κοντά το έτος 2008 ή 2009 όταν ξεκίνησε να έρχεται πιο συχνά στην Φάρμα Αλόγων που διατηρούν οι γονείς μου στο Δρόμο [ ], στην περιοχή  [ ], στην οποία φάρμα ουσιαστικά εγώ την διαχειρίζομαι από το έτος 2016, πλην όμως δουλεύω εκεί και βοηθώ τους γονείς μου από τότε που ήμουν μικρός.

 

3.   Το ακίνητο όπου ευρίσκεται η Φάρμα Αλόγων, δόθηκε στον πατέρα μου από τον κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών περιουσιών, καθ΄ ότι ήτο ιδιοκτήτης κατεχόμενης γης στο χωριό [ ] στα Κατεχόμενα και είναι εκτάσεως πέριξ των 60.000 τ.μ.

4.   Εντός του συγκεκριμένου ακινήτου ευρίσκεται η φάρμα Αλόγων που καταλαμβάνει έκταση πέριξ των 10.000 τ.μ. και το υπόλοιπο τεμάχιο φυτεύεται κάθε χρόνο με σιτάρι ή κριθάρι όπου κόβεται και γίνονται μπάλες σανού που χρησιμοποιείται για σκοπούς τροφής των αλόγων και εάν υπάρχει περίσσευμα πωλείται σε άλλους κτηνοτρόφους, τούτο έγινε το έτος 2015.

 

5. Εγώ ουδέποτε συνεργάστηκα με τον ΧΧ για να εισάξω τσιμέντα από την Ελλάδα, απλά μεσολάβησα γνωρίζοντας τον κ. ΣΣ  στον ΧΧ , ο οποίος ήτο γνωστός μου λέγοντας μάλιστα στον κο ΣΣ  για να τον βοηθήσει καλύτερα λόγω του ότι ήτο δικός μου γνωστός και φίλος ότι θα θέλαμε μαζί με τον ΧΧ  να πάρουμε τσιμέντα στην Λιβύη, ούτε και έλαβα οποιοδήποτε ποσό από τον ΧΧ για να δώσω σε οποιοδήποτε πρόσωπο στην Ελλάδα. Τούτη η κουβέντα έγινε το έτος 2015.

 

6. Ο κ. ΧΧ κατά ή περί το έτος 2016 δημιούργησε μαζί μου μια εταιρεία με σκοπό την αγορά από την Κύπρο και την εξαγωγή κατσικών δαμασκηνών στις Αραβικές χώρες.

 

7. Η σκέψη για δημιουργία τούτης της επιχείρησης ξεκίνησε κατά ή περί το τέλος του 2015, καθ΄ ότι εγώ γνώριζα από κατσίκες καθ΄ ότι έκτρεφε λίγες ο πατέρας μου και επίσης γνώρισα και δύο πρόσωπα από την Λιβύη τα οποία μπορούσαν να μας βοηθήσουν στην εξαγωγή κατσικών στην Λιβυή και είχε ένα πολύ καλό κέρδος καθ΄ ότι οι κατσίκες αγοράζοντο πέριξ των €100 κάθε μια και πωλούντο €500 ή €600 καθεμιά Ακόμη γνώριζα τον ΚΚ ο οποίος ασχολείτο μ΄ αυτή την δουλειά και μπορούσε να βοηθήσει και επίσης η γυναίκα του κ. ΧΧ εργάζεται στο κτηνιατρείο και θα μπορούσε να μας βοηθήσει στα διαδικαστικά.

8. Την εταιρεία ανέλαβε να εγγράψει και ενέγραψε ο ΧΧ στο Δικηγορικό Γραφείο του κ. Δημήτρη Σύζινου, όπου ήτο γνωστός του κατά ή περί τον Απρίλιο του έτους 2016 και είχε το όνομα Χ & Ψ LTD με αρ. εγγραφής [ ] και ασχολείτο όπως φαίνεται και στο καταστατικό αυτής με το Γενικό Εμπόριο με μετόχους εμένα και τον ΧΧ.

 

9. Η εταιρεία τούτη δημιουργήθηκε για αγορά και εξαγωγή κατσίκων δαμασκηνών στο εξωτερικό.

 

10. Για τους σκοπούς της εργασίας τούτης αγοράσαμε με λεφτά και των δύο μας και ένα φορτηγό αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής [ ] τον Νοέμβριο του έτους 2015 το οποίο ενέγραψα στο όνομα μου, καθ΄ ότι ο ΧΧ  δεν ήθελε να φαίνεται καθόλου ο ίδιος και επίσης δεν είχε εγγραφεί η εταιρεία τότε, στην τιμή των €8.000.

 

11. Επίσης μας παραχωρήθηκε και χώρος στη Φάρμα Αλόγων από τον πατέρα μου κατόπιν παράκλησης και του ΧΧ  όπου εγώ με δικές μου προσπάθειες και λεφτά όπου πληρώσαμε και οι δύο, είχα κτίσει μια φάρμα για να διατηρούμε τις κατσίκες που αγοράζαμε μέχρι την ημέρα εξαγωγής τους έκτασης περίπου 800 τ.μ. και στέγασα μέρος του χώρου αυτού. Τα πλείστα υλικά τα αγόρασα εγώ από την εταιρεία Μ.Α.S. D.I.Y. που έχει κατάστημα στο Κίτι, στο χώρο της πρώην ΣΠΕ Κιτίου.

 

12. Για όλα τούτα τα έξοδα ο ΧΧ  μου πλήρωσε περίπου το ½ των εξόδων χωρίς να κρατάμε βιβλία και να γνωρίζω ακριβή αριθμό.

 

13. Όλα τα υλικά για την ανέγερση της φάρμας για να διατηρούμε τα ζώα, δηλαδή τις κατσίκες αγοράστηκαν από εμένα, διότι ο ΧΧ  δεν ήθελε να ασχολείται με τούτες τις διαδικασίες αλλά ούτε και να φαίνεται και οι κατσίκες που αγοράσαμε ήτο πάλι εγώ που τις αγόραζα.

 

14. Μάλιστα αγοράσαμε και είχαμε κάνει και εξαγωγή κάποιων κατσικών στο εξωτερικό, χωρίς να ενθυμούμαι τον ακριβή αριθμό

 

15. Να τονίσω ότι με τους Λιβύους είχαμε και δύο συναντήσεις προς το τέλος του 2015 ή αρχές του έτους 2016, εγώ, η σύζυγος μου και ο ΧΧ  με την σύζυγο του.

 

16. Κατά τον Αύγουστο ή Σεπτέμβριο του έτους 2016, λόγω κάποιου προβλήματος υγείας που είχαν οι κατσίκες στην Κύπρο, δεν μπορούσαμε να εξάξουμε κατσίκες και έτσι όσα ζώα είχαμε στην μάντρα μας στο χώρο που μας έδωσε ο πατέρας μου στην Φάρμα Αλόγων του με σκοπό την εξαγωγή αυτών στο εξωτερικό, αφού δεν μπορέσαμε να τα εξάξουμε ο ΧΧ  σκέφτηκε να τα περάσουμε στα κατεχόμενα και με δική του πρωτοβουλία και ενέργειες πέρασαν στα κατεχόμενα τα ζώα αυτά και τοποθετήθηκαν στην μάντρα κάποιου προσώπου Τουρκοκύπριου.

 

17. Τα ζώα παρέμειναν εκεί μέχρι τον Απρίλιο ή Μάιο του έτους 2019, όπου εκεί παρέμειναν μέχρι τότε και αυξήθηκαν σε 14.000 περίπου χιλιάδες μικρά και μεγάλα ζώα, όπου με ενέργειες κάποιων γνωστών μου προσώπων Τουρκοκύπριων πωλήθηκαν σε μια πολύ καλή τιμή, ποσό το οποίο δεν κατέστη δυνατόν να λάβω και να μεταφέρω αυτά τα λεφτά στις ελεύθερες περιοχές.

 

18. Να τονίσω ότι έλαβα και εγώ επιστολή από τον κο Α. Σαβεριάδη δικηγόρο, ο οποίος ζητούσε και από εμένα χρήματα ως προμήθεια για την πώληση των κατσικών.

 

19. Εγώ ουδέποτε απείλησα τον ΧΧ  ή δημιούργησα εναντίον του τέτοιες καταστάσεις που να δημιουργήσουν προβλήματα στον ίδιο είτε στην οικογένεια του, ούτε έκανα οτιδήποτε εναντίον της ζωής του ίδιου ή της οικογένειας του.

 

20. Τα όσα λέει ότι τον ξεγέλασα με διάφορες προφάσεις και έπιασα αυτά τα λεφτά, είναι παντελώς ψευδείς και ανυπόστατα, καθ΄ ότι απ΄ όσα τουλάχιστον μου έλεγε δεν είχε ούτε την οικονομική δυνατότητα και να ήθελε να μου δώσει τούτα όλα τα ποσά που ισχυρίζεται ότι του έλαβα μέσω ψευδών παραστάσεων.

 

21. Όσον αφορά τις επιταγές που έλαβα κάποιες εξ΄ αυτών είναι οι υποχρεώσεις του ΧΧ  που είχε προς την οικογένεια μου για τα άλογα του τα οποία του φιλοξενούσαμε και συντηρούσαμε στην Φάρμα Αλόγων μας στην περιοχή [ ] μέχρι περίπου το έτος 2020 και κάποια άλλα είναι για υλικά που αγόρασα για την ανέγερση της Φάρμας για να διατηρούμε τις κατσίκες μέχρι την πώληση και εξαγωγή τους στο εξωτερικό αλλά και για αγορά των κατσικών.

 

22. Όσον αφορά την φάρμα αλόγων την διαχείριση αυτής την είχε η μητέρα μου μέχρι περίπου το έτος 2016 μέσω εταιρείας που διατηρούσε της οποίας έπαυσαν οι εργασίες της και μετά την διαχείριση της Φάρμας Αλόγων την ανέλαβα εγώ και η φιλοξενία και η συντήρηση των αλόγων του ΧΧ  είχε μέσο όρο τον μήνα κόστος περίπου €1.500 με €2.000 και μπορούσε κάποιο μήνα να ξεπεράσει και το ποσό των €2.000 ποσά τα οποία έπρεπε να πληρώνει ο ΧΧ  και δεν φιλοξενούσαμε και ταΐζαμε δωρεάν τα άλογα του ΧΧ  στην Φάρμα μας, ούτε οι αναλύσεις που εγίνοντο στο χημείο του για τα άλογα που είχαμε στην Φάρμα μας καλύπταν τα έξοδα συντήρησης και φιλοξενίας των αλόγων του.

 

23. Εγώ δεν έστελνα κανένα Ν για να παίρνει λεφτά από τον ΧΧ  και να τα μεταφέρει σ΄ εμένα και δεν γνωρίζω την σχέση του ΧΧ  με τον Ν που κάμνει αναφορά ο ΧΧ .

 

24. Όλα αυτά είναι σε γενικές γραμμές τι έγινε με τον ΧΧ  και καμία σχέση δεν έχω μ΄ όσα με καγηρορεί.»

 

Το πως αποτιμάται η ανώμοτη δήλωση έχει αναλυθεί σε αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου.

 

Στην Χρίστου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 46/17, ημ. 19/7/19, ECLI:CY:AD:2019:B334, το Εφετείο επικρότησε την πρωτόδικη καθοδήγηση η οποία έχει ως εξής:

 

««Η φύση και αποδεικτική αξία δηλώσεων αυτής της μορφής έχει εξεταστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου [Anastassiades ν. The Republic (1977) 2 CLR 97, 210-211, Themistocleous v. The Police (1981) 2 CLR 200, Onisiforou v. The Police (1987) 2 CLR 261, Ιωάννου και άλλου ν. Δημοκρατία (2001) 2 ΑΑΔ 195 και Γ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 7655, ημερομηνίας 28.9.05]. Ό,τι προκύπτει ως σημαντικό από το σύνολο της σχετικής νομολογίας είναι ότι η ανώμοτη δήλωση δεν αποτελεί μαρτυρία με την αυστηρή έννοια του όρου, ούτε αξιολογείται από το Δικαστήριο όπως η μαρτυρία. Αναγνωρίζεται ως κάτι περισσότερο από ένα απλό σχόλιο. Δεν μπορεί να αποδείξει γεγονότα που μόνο με μαρτυρία μπορούν να αποδειχθούν, αλλά μπορεί να βοηθήσει στην θεώρηση της μαρτυρία κάτω από μια διαφορετική σκοπιά. Δεν παραμερίζεται η αξία της, η οποία είναι πειστική μάλλον παρά αποδειχτική. Θα πρέπει, τελικά, να αντικρίζεται μια τέτοια δήλωση σε συνάρτηση με το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας.»»

 

Στην Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 505, 520-521, τέθηκαν και τα εξής:

 

«Συνοψίζοντας τις αρχές οι οποίες προκύπτουν από τη σχετική με το συγκεκριμένο θέμα νομολογία, μπορεί να λεχθεί ότι μια ανώμοτη δήλωση, ενώ δεν συνιστά μαρτυρία με την αυστηρή έννοια του όρου, εντούτοις, δεν είναι χωρίς καμιά απολύτως αποδεικτική αξία και ισχύ. Μπορεί να βοηθήσει στη θεώρηση της μαρτυρίας υπό κάποια διαφορετική σκοπιά. Μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι έχει πειστική παρά αποδεικτική αξία. Όπως ενδεικτικά λέχθηκε στην υπόθεση R. v. Cambell [1979] 69 Cr. App. R. 221:

 

 

"... μια ανώμοτη κατάθεση του κατηγορούμενου, με την πρακτική που επικρατεί σήμερα, φαίνεται να πήρε κάπως σκιερό χαρακτήρα που βρίσκεται στο μισό δρόμο, σε ότι αφορά αξία και βάρος, ανάμεσα σε ένορκη κατάθεση και απλή εξ' ακοής μαρτυρία. Δεν μπορεί να λέγεται στους ενόρκους ότι οφείλουν να την αγνοήσουν εξ' ολοκλήρου. Πρέπει να τους λέγεται ότι μπορούν να της δώσουν το βάρος που νομίζουν ότι της αξίζει, αλλά ότι δεν μπορεί να έχει την ίδια αξία, όπως η ένορκη μαρτυρία που δοκιμάστηκε με την αντεξέταση."

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει στις υποθέσεις Anastasiades v. Republic (1997) 2 C.L.R. 97, Khadar a.o. v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 152, Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195 και Σίφουνας κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 91».

 

Να πούμε εν πρώτοις ότι το περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης του κατηγορούμενου 1 είναι πολύ πιο περιορισμένο απ’ ότι το περιεχόμενο των καταθέσεων του και ειδικότερα του  τεκμηρίου 13 που καταλαμβάνει 19 σχεδόν σελίδες με επισυνημμένα και διάφορα έγγραφα. Αυτό δεν το θέτουμε ως στοιχείο εις βάρος του αλλά υπό την έννοια ότι ενώ στις καταθέσεις του παραθέτει με κάθε λεπτομέρεια την ισχυριζόμενη σχέση του με τον ΜΚ1, στην ανώμοτη δήλωση του περιορίζεται σε επιγραμματικού τύπου τοποθετήσεις αποδίδοντας στον τελευταίο θέση ιθύνοντος νου στην όλη συνεργασία τους που κατά τον ίδιο υπήρχε. Αυτό έχει την αιτιολογία του και δεν είναι άλλη, θεωρούμε, από το ότι δεν ήθελε να επαναλάβει αναφορές που έρχονται σε αντίθεση με την μαρτυρία που τέθηκε από την κατηγορούσα αρχή στην προσπάθεια του να απεκδυθεί τυχόν ευθύνης του. Το γεγονός αυτό βέβαια άφησε ζητήματα αναπάντητα και για τα οποία ενδεχομένως να έπρεπε να τοποθετηθεί. Στην ανώμοτη δήλωση του λόγου χάριν αναφέρει ότι ουδέποτε συνεργάστηκε με τον ΜΚ1 για εισαγωγή τσιμέντων από την Ελλάδα αλλά απλώς μεσολάβησε γνωρίζοντας του τον ΣΣ  ΜΚ14. Ο ΜΚ14 όμως παρουσίασε μία εικόνα που υποδείκνυε τον κατηγορούμενο 1 ως το πρόσωπο που είχε τα ηνία για την επιχείρηση των τσιμέντων. Δεν έχουμε ούτε τη θέση του ως προς τις αναφορές του ΜΚ13 ότι η εταιρεία που ενέγραψαν θα ασχολείτο με την εμπορία τσιμέντων και όχι με γενικό εμπόριο που περιλάμβανε και την εξαγωγή δαμασκηνών κατσικών. Παραλείπει επίσης να αναφέρει σε σχέση με τη συντήρηση των κατσικών που κατά τη θέση του είχαν αγοράσει τη στιγμή που στην κατάθεση του τεκμήριο 13, είπε ανακρινόμενος ότι τροφές αγόραζαν από την εταιρεία MM. Ο ΜΚ5 όμως κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου και είπε ότι ο κατηγορούμενος 1 αγόρασε ζωοτροφές από την εταιρεία του μία φορά και προς τούτο εξέδωσε σχετικό τιμολόγιο που παρέμεινε και για αρκετό χρονικό διάστημα απλήρωτο. Εμπλέκει στην κατάθεση του τεκμήριο 13 και τον ΜΚ11 και ότι πήρε στην μάντρα του αριθμό κατσικών κάτι που ο εν λόγω μάρτυρας δεν επιβεβαίωσε. Στην ανώμοτη δήλωση του ουδεμία αναφορά γίνεται επί τούτου. Το πλέον σημαντικό όμως είναι η έλλειψη αναφοράς στην ανώμοτη δήλωση από που αγοράστηκαν οι 3000 δαμασκηνές κατσίκες και μεταφέρθηκαν αρχικά στην φάρμα που διατηρούσε και για σκοπό φιλοξενίας των ζώων την επέκτεινε. Αναφέρει όμως ότι είναι αυτός που τις αγόραζε. Δεν υπάρχει αναφορά και για τον τρόπο συντήρησης τους όταν η μαρτυρία που τέθηκε από την κατηγορούσα αρχή είναι ότι αν αγοράζονταν 3000 θα ακουγόταν αλλά θα έπρεπε να δηλωθούν και στις κτηνιατρικές υπηρεσίες αλλά και η περιποίηση τους απαιτεί εργασία πολλών ατόμων και τα έξοδα τους ανέρχονται σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ ετησίως. Εξίσου σημαντικό είναι και το ζήτημα των επιταγών που περιλαμβάνονται στο τεκμήριο 2. Στην ανώμοτη δήλωση του ο κατηγορούμενος 1 αναφέρει ότι κάποιες εξ αυτών αφορούν τις υποχρεώσεις του ΜΚ1 προς την οικογένεια του για την φιλοξενία και συντήρηση των αλόγων του τελευταίου. Χρειάζονταν κατά μέσο όρο €1500-€2000 μηνιαίως και μπορούσε κάποιο μήνα να ξεπεράσει και το ποσό των €2000. Με τη δήλωση του κατηγορούμενου θα έπρεπε δηλαδή ο ΜΚ1 να κατέβαλλε περί τις €20.000-€25.000 ετησίως. Στο τεκμήριο 2 όμως οι επιταγές που δόθηκαν είναι χρονικά αποσπασματικές και τα ποσά τους δεν καλύπτουν το ποσό που ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι θα έπρεπε να καταβληθεί από τον ΜΚ1 για τη συντήρηση των αλόγων του.

 

Ενόψει των ανωτέρω δεν δίδουμε οποιαδήποτε αποδεικτική αξία στην ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου 1.

 

Πέραν όμως της ανώμοτης δήλωσης του, ο κατηγορούμενος 1 έδωσε και δύο καταθέσεις στην αστυνομία που παρουσιάστηκαν ως τεκμήρια 13 και 14. Τα όσα αναφέρει στις καταθέσεις του τεκμήρια 13 και 14 και έχουν σχέση με την υπό κρίση υπόθεση, θα αξιολογηθούν και ως τέθηκε και στην Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109, το Δικαστήριο μπορεί να αποδώσει τη βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη της κατάθεσης όπως στο μέρος εκείνο που συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια στα συμφέροντα του κατηγορούμενου.

 

Ο κατηγορούμενος 1 στην εκτεταμένη ομολογουμένως κατάθεση του τεκμήριο 13, αναφέρει την δική του εκδοχή κατά τον χρόνο που κλήθηκε από τις αστυνομικές αρχές για ανάκριση. Δεν θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα όσα πολλά καταγράφονται σε αυτή. Θα περιοριστούμε όμως στα σημεία που αποτελούν δηλώσεις ενάντια στα συμφέροντα του και παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ασκώντας το απόλυτο δικαίωμα του προέβηκε σε ανώμοτη δήλωση, σημεία τα οποία αναδεικνύουν ότι τέθηκαν για να εξυπηρετήσουν την θέση του προς απέκδυση ευθύνης. Έχουμε σε κάθε περίπτωση αποφανθεί επί του περιεχομένου της ανώμοτης δήλωσης του. Στην κατάθεση του τεκμήριο 13 αναφέρει ότι ο ίδιος, για την ισχυριζόμενη επιχείρηση για εξαγωγή κατσικών κατέβαλε το ποσό των €150.000-€200.000 ποσό που κατά τη θέση του υπολογίζει ότι κατέβαλε και ο ΜΚ1. Καταδεικνύεται δηλαδή ότι όντως ο ΜΚ1 κατέβαλε ποσά αν και ο κατηγορούμενος 1 έθετε διαφορετικά. Αποδέχεται επίσης συνάντηση του με τον ΟΣ έτσι ώστε ο τελευταίος να του μεταφέρει χρήματα από  τα κατεχόμενα. Είναι κάτι που αναφέρθηκε και από τον ΜΚ1. Αν και η αναφορά είναι για διαφορετικό ποσό, προκύπτει όμως η συνάντηση και ο λόγος της που δεν ήταν άλλη από την παροχή βοήθειας από τον ΜΚ12 προς τον κατηγορούμενο 1 για μεταφορά λεφτών από τα κατεχόμενα. Αποδέχεται επίσης την εκστόμιση της φράσης ότι θα παίξει και τον ΜΚ1 και τον δικηγόρο του. Θέτει βέβαια ότι την είπε σε άλλο πρόσωπο και όχι στον ΜΚ1 πλην όμως δεν αμφισβητείται η ρήση της φράσης αυτής. Περαιτέρω, στην κατάθεση του τεκμήριο 13, δέχεται ότι πήγαινε κάποιος Κύπριος, χωρίς να θέλει να τον κατονομάσει, στον ΜΚ1 και λάμβανε λεφτά. Και πάλι ήταν επί διαφορετικής δικαιολογίας πλην όμως τίθεται ότι όντως έστελνε άλλο πρόσωπο για παραλαβή χρημάτων. Είναι αποδεκτό τέλος στην κατάθεση του ότι συναντήθηκε με τον ΜΚ1 στον κυκλικό κόμβο του Καλού Χωριού. Πρόκειται προφανώς για δηλώσεις που είναι ενάντια στα συμφέροντα του κατηγορούμενου και που τους αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα. 

 

Κλήθηκε για την υπεράσπιση του κατηγορούμενου 1 η Μαγδαληνή Ανδρέου, ΜΥ1, επιθεωρήτρια στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η ΜΥ1 κρίνεται ως ανεξάρτητη και ειλικρινής μάρτυρας που προσκόμισε και κατέθεσε αναλυτικές καταστάσεις αποδοχών του ΧΧ  για τα έτη 2012-2019. Είπε ότι ακάθαρτος δηλωμένος μηνιαίος μισθός ήταν το ποσό των €3.500. Δεν μπορούσε να πει τον καθαρό μισθό καθότι κάθε χρονιά μπορεί να είναι διαφορετικός λόγω της αλλαγής των ποσοστών στα διάφορα ταμεία και στο ταμείο των Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Δεν είχε επίσης οποιεσδήποτε δηλώσεις και εισοδήματα της εταιρείας στην οποία εργαζόταν ο ΧΧ  ούτε και γνώριζε αν η εταιρεία είχε κέρδη καθότι αυτό δεν αφορά την υπηρεσία της. Κοντά τους, συμπλήρωσε η μάρτυρας, κατατίθενται μόνο οι ακάθαρτοι μισθοί των εργαζόμενων.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της.

 

Η Μαρία Κουμενή ΜΥ2, υπάλληλος στο τμήμα διαχείρισης δηλώσεων του τμήματος φορολογίας κατέθεσε δηλώσεις εισοδήματος και δηλώσεις εργοδότη της εταιρείας Κλινικό Εργ.ΧΧ Λτδ για τα έτη 2012-2019 τεκμήρια 57 και  58 αντίστοιχα ως επίσης φορολογικές δηλώσεις του ΧΧ  για τα ίδια έτη, τεκμήριο 59. Και αυτή η μάρτυρας κατέθεσε με αντικειμενικό τρόπο και στο πλαίσιο των καθηκόντων της τα πιο πάνω αναφερόμενα έγγραφα και για τα οποία προέβηκε σε επεξηγήσεις κυρίως το κέρδος που είχε η εταιρεία για κάθε έτος αλλά και τα εισοδήματα του ΜΚ1. Είπε ότι τα έγγραφα που έφερε είναι οι δηλώσεις της εταιρείας για σκοπούς φορολογίας χωρίς όμως να γνωρίζει αν αυτά ήταν πολύ περισσότερα και να μην δηλώνονταν.

Η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή.

 

Ο ΠΗ, ΜΥ3, πατέρας του κατηγορούμενου 1, έδωσε δυο καταθέσεις στην αστυνομία τεκμήρια 60 και 61, όπου αναφέρει πως, κατά τη θέση του, διαδραματίστηκαν τα γεγονότα. Είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τον μάρτυρα στο εδώλιο και να αξιολογήσουμε τα όσα έθεσε καταθέτοντας ενόρκως. Η εντύπωση που δημιουργήσαμε δεν ήταν καθόλου καλή. Προσήλθε στο Δικαστήριο με ξεκάθαρο προσανατολισμό που δεν ήταν άλλος από το να βοηθήσει το γιο του. Ακόμα και η αναφορά του «Α. Δεν θέλω να τον βοηθήσω αν είναι Κατηγορούμενος να πληρώσει έτσι ξέρω.», δεν αντικατοπτρίζεται στα όσα είπε στο Δικαστήριο. Αποτελεί μια επίπλαστη αναφορά για δημιουργία εντυπώσεων. Η μαρτυρία του είναι διάτρητη από ψεύδη στην προσπάθεια του να παρουσιάσει την εικόνα ότι ο κατηγορούμενος 1 ουδεμία σχέση έχει με αυτά που του καταλογίζονται. Ήταν η θέση του ΜΥ3 ότι διαχειριζόταν την φάρμα με τα άλογα στην περιοχή [ ] μέχρι το 2006. Λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπισε, την διαχείριση ανέλαβε ο κατηγορούμενος γιος του. Το 2016 πήγε και τον βρήκε ο ΜΚ1 και του ζήτησε να δώσει στον ίδιο και τον κατηγορούμενο 1 χώρο για να κτίσουν μάντρα για κατσίκες. Από αυτή την αναφορά του μάρτυρα αναδύονται δύο εύλογα ερωτήματα. Το πρώτο είναι γιατί να πάει ο ΜΚ1 να του ζητήσει χώρο για μάντρα και να μην πάει ο γιος του τη στιγμή που βοηθούσε από μικρός στη φάρμα και έβλεπε τον πατέρα του καθημερινά ή τουλάχιστον να πάνε και οι δύο μαζί αφού, ως η θέση του, η επιχείρηση ήταν συνεταιρική. Το άλλο ερώτημα που τίθεται είναι γιατί να ζητηθεί από τον ΜΥ3 χώρος τη στιγμή που τη διαχείριση της φάρμας την είχε από το  2006 ο κατηγορούμενος 1. Είχε αναφέρει ο ΜΥ3 ότι την ευθύνη για το χώρο τον είχε ο κατηγορούμενος 1 που αποφάσιζε τι θα γίνει χωρίς ο ίδιος να έχει λόγο ή επέμβαση. Μη πειστική ήταν και η απάντηση που έδωσε σε σχέση με τα άλογα που ο ΜΚ1 διατηρούσε στη φάρμα του. Στην κατάθεση του τεκμήριο 60, αναφέρει ότι μέχρι το 2006 που ίδιος εργαζόταν στην φάρμα ο ΜΚ1 είχε στη φάρμα τρία άλογα συνεταιρικά με τον ΗΗ εννοώντας τον κατηγορούμενο 1. Κατά την κυρίως εξέταση του όμως ανέφερε ότι πούλησε στον ΜΚ1 τρία άλογα, μισό μερίδιο όμως ήταν και συνέταιροι. Οι επιταγές από τα έπαθλα εκδίδονταν στο όνομα του ΜΚ1 και τα διευθετούσαν μεταξύ τους. Όταν του επισημάνθηκε η αντίφαση αυτή απάντησε λέγοντας «Α. Αφού εγώ του πούλησα τα άλογα του ΧΧ  φίλε μου, που έφυγα εγώ είπα του θέλεις να συνεχίσεις με το γιο μου; Ναι λαλεί μου και συνέχισε με τον ΗΗ τώρα τι έγινε από εκεί και τζιει δεν μπορώ να ξέρω». Η προσπάθεια του ΜΥ3 για να βοηθήσει την υπεράσπιση του γιου του προκύπτει και από την δήθεν, σε μία περίπτωση, ανάμιξη του στη μεταφορά κατσικών στην φάρμα. Έθεσε κατά  την κυρίως εξέταση του ότι τις βρήκε ο ΚΚ (ΜΚ7) και επειδή οδηγεί φορτηγό πήγε στην Πάφο και τις έφερε. Είπε μάλιστα ότι ήταν ο ΚΚ που τον πήρε στη μάντρα και φόρτωσαν. Να τεθεί καταρχάς ότι τέτοια θέση δεν υποβλήθηκε στον ΜΚ7 αλλά ούτε και περιλαμβάνεται σε κάποια εκ των δύο καταθέσεων που ο ΜΥ3 έδωσε στην αστυνομία. Πέραν τούτου όμως είχε επίσης αναφέρει ότι από το 2006 λόγω προβλήματος υγείας αποχώρησε από τη διαχείριση της φάρμας. Κατά την αντεξέταση το πρόσθεσε ότι πήρε σύνταξη με 75% ανικανότητα αφού παρέλυσε η αριστερή πλευρά του συμπληρώνοντας ότι «…δεν μπορούσα να οδηγήσω με να πατήσω κλατς με τίποτε.». Παρά ταύτα οδήγησε φορτηγό όχημα από το Κίτι στη Δρούσια της Πάφου φόρτωσε ζώα και οδήγησε και πάλι πίσω στο Κίτι. Στην προσπάθεια του και πάλι να πείσει ότι όντως ο γιος του και ο ΜΚ1 συνεργάζονταν για εξαγωγή κατσικών ανέφερε στην κατάθεση του τεκμήριο 60, ότι παρευρέθηκε στο λιμάνι Λάρνακας όπου λάμβανε χώρα μια τέτοια εξαγωγή. Τον πήρε μάλιστα στο λιμάνι ο ΜΚ7. Ούτε και αυτή η θέση υποβλήθηκε στον εν λόγω μάρτυρα. Εκτός τούτου όμως η αναφορά του αυτή δεν συνδέθηκε και με το ότι πήγε στην Πάφο και εκεί ο ΜΚ7 μαζί με ένα άλλο βοσκό φόρτωσαν στο φορτηγό τις κατσίκες τις οποίες και μετέφερε στο Κίτι. Αρκέστηκε να πει στην κατάθεση του ότι ήταν παρών σε μία περίπτωση εξαγωγής. Αυτές οι αναφορές του ΜΥ3 δεν αποτελούν παρά μόνο ύστερες επινοήσεις έτσι ώστε να δημιουργήσει την εικόνα περί συνεργασίας ΜΚ1 και κατηγορούμενου 1 για εξαγωγή κατσικών. Δεν είχε οποιοδήποτε ενδοιασμό να εμπλέξει και τη σύζυγο του ΜΚ1 στην όλη επινόηση του. Ενώ στην κατάθεση του τεκμήριο 60 η μόνη αναφορά του στην ΜΚ15 είναι ότι της τηλεφώνησε όταν αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μεταξύ των ΜΚ1 και κατηγορούμενου 1, κατά την ένορκη κατάθεση του ανέφερε ότι στη φάρμα πήγαινε τόσο ο ΜΚ1 όσο και η σύζυγος του ΜΚ15 και επιθεωρούσαν πως προχωρούσε η δουλειά για τη δημιουργία της μάντρας που θα φιλοξενούσαν τις κατσίκες. Ο ΜΥ3 προχώρησε μάλιστα και ένα βήμα παρακάτω λέγοντας ότι η ΜΚ15 έδιδε και διαταγές. Τέτοια θέση βέβαια δεν υποβλήθηκε στην ΜΚ15 και δεν αποτελεί κάτι άλλο από μέρος του όλου εγχειρήματος να πείσει για τη συνεργασία μεταξύ των δύο. Να επισημάνουμε εδώ ότι ο ΜΥ3 σε αυτά που έλεγε πρόσθετε και κάτι με ένα πέπλο φυσικότητας έτσι ώστε να φαίνονται αληθοφανή. Είπε παραδείγματος χάριν «Α . Ο ΧΧ  έρχετουν έβλεπε αν προχώραν η δουλειά, έρχετουν και η γυναίκα του η ΣΧ έρχονταν πίναν καφέ έσσω μου, μετά που έρχονταν και επιθεωρούσαν και πως περπατάει η δουλειά, έρχονταν και πίναμε και το ποτό μας.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Ε. Και ήπιετε και καφέ;

Α. Πάντα εν να έρθει έσσω σου εν θα του κεράσεις;».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα όσα πιο πάνω ο ΜΥ3 έθεσε και την εικόνα που θέλησε να παρουσιάσει ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Επιπρόσθετα, εντύπωση δημιουργεί το ότι ο ΜΥ3 ανέφερε στην κατάθεση του τεκμήριο 60, ότι επειδή αποσύρθηκε από τις δουλειές το 2006 δεν ήξερε οτιδήποτε άλλο σε σχέση με την υπόθεση, πέραν του περιεχόμενου της εν λόγω κατάθεσης του. Στην δια ζώσης όμως μαρτυρία του παρέθεσε με περισσή βεβαιότητα και λεπτομέρεια, στοιχεία που αφορούσαν την υπόθεση χωρίς να παραλείπει βέβαια, όποτε το έκρινε δόκιμο, να λέει είτε ότι δεν θυμάται, ειδικά σε ημερομηνίες, είτε ότι δεν είχε ανάμιξη στις δουλειές που ο ΜΚ1 και ο κατηγορούμενος 1 είχαν. Είχε δε δηλώσει ότι γνώριζε τι γινόταν στην μάντρα αλλά όχι λεπτομέρειες. Γνώριζε όμως ότι αγόραζαν υλικά για κατασκευή της μάντρας και ότι τις αγορές τις έκαναν και οι δύο τους. Όταν του υποβλήθηκε ότι ο ΜΚ1 ουδέποτε πήγε στο κατάστημα υλικών οικοδομής αναδιπλώθηκε λέγοντας ότι πλήρωνε για να βγουν τα τιμολόγια στο όνομα του. Μετά είπε ότι έβγαιναν «50-50». Όταν ρωτήθηκε που είδε τα τιμολόγια απάντησε «Α. Πάω 30 φορές τη μέρα τζιαμέ.». Στη συνέχεια και πάλι διαφοροποιήθηκε λέγοντας ότι τα τιμολόγια τα είδε και σπίτι. Διαφοροποίηση υπήρξε και πάλι όταν ρωτήθηκε από το συνήγορο για την κατηγορούσα αρχή που είδε τελικά τα τιμολόγια και αν ήταν στο κατάστημα, στο σπίτι ή και στα δύο. Απάντησε «Α. Τες αποδείξεις που πλήρωναν έσσω που μου τις φέραν να τις δώκουν του Πανίκκου.». Όταν τέλος ρωτήθηκε αν έγραφαν το όνομα Χ ή μιας εταιρείας Χ και Ψ είπε ότι δεν έκαναν εταιρεία Χ και Ψ. Η θέση που προωθήθηκε από την υπεράσπιση ήταν ότι δημιούργησαν εταιρεία για την αγορά και την εξαγωγή δαμασκηνών κατσικών. Πέραν των πασιφανών αντιφάσεων από τις απαντήσεις του ΜΥ3, δημιουργούνται και εύλογα ερωτήματα με πρώτο την φερόμενη γνώση του για τα τιμολόγια και την παρουσία του στο κατάστημα υλικών οικοδομής 30 φορές την ημέρα με την αναφορά του αυτή να θέλει να καταδείξει ότι πήγαινε εκεί πολύ συχνά και όχι θεωρούμε με την κυριολεκτική έννοια. Να υπενθυμίσουμε ότι ο ΜΥ3 αποσύρθηκε από τις δουλειές, κατά τη δική του θέση, το 2006. Είπε επίσης ότι είδε «μαστόρους» που ήρθαν για να κατασκευάσουν την μάντρα αλλά και ότι ο κατηγορούμενος 1 προσέλαβε για να βοηθούν στο τάισμα των κατσικών. Αυτά προήλθαν από τον ΜΥ3 χωρίς να έχουμε τη θέση του κατηγορούμενου 1 που ήταν και το πρόσωπο που φέρεται ότι έφερε τους μαστόρους αλλά έδιδε και οδηγίες για την περιποίηση των κατσικών που κατά τον μάρτυρα έφερναν στην μάντρα μέχρι την εξαγωγή τους. Όλα αυτά στην αποκρυσταλλωμένη και χωρίς αναστολές για τα ψέματα που θα έλεγε, προσπάθεια του να υποστηρίξει την υπόθεση του κατηγορούμενου 1 γιου του.

Η μαρτυρία του ΜΥ3 απορρίπτεται ως παντελώς αναξιόπιστη.

 

Ο Κύπρος Πρωτοπαπάς, ΜΥ4, εργάζεται στην Ιπποδρομιακή Αρχή ως κτηνίατρος αρχειοφύλακας, με καθήκοντα τη  διατήρηση του αρχείου καταγραφής των ίππων για τα ιπποδρομιακά άλογα στην Κύπρο. Ο μάρτυρας κατέθεσε αυτά που γνώριζε στο πλαίσιο των καθηκόντων του με ανεξάρτητο και αντικειμενικό τρόπο χωρίς  η αξιοπιστία του να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Οι ερωτήσεις που του τέθηκαν περιλάμβαναν και το περιεχόμενο του τεκμηρίου 21 και επί του οποίου ο μάρτυρας αναφέρθηκε. Εξήγησε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των αλόγων «Γρήγορη Μαρίλια», «Γρήγορος Γρηγόρης» και «Σερ Παναγιώτης», τι σημαίνει πρώτος ιδιοκτήτης αλλά και τις συμμετοχές που είχαν τα εν λόγω άλογα σε ιπποδρομίες και τα βραβεία που κέρδισαν. Αναφορικά με το αν γνωρίζει αν ο ΧΧ  υπέγραψε τα έγγραφα του τεκμηρίου 21 προσωπικά στα γραφεία τους, ο ΜΥ4 απάντησε ότι δεν το γνωρίζει διότι τα έντυπα δεν γίνονται στην παρουσία του, έχει πολλά χρόνια που έγινε η μεταβίβαση και το 2009 δεν εργοδοτείτο στην Ιπποδρομιακή Αρχή. Δέχθηκε ότι το νεογέννητο μουλάρι αν και είναι ιδιοκτησίας του ιδιοκτήτη  της φοράδας εν τούτοις ο ΧΧ  δεν έκανε κάποια ενέργεια για να γραφτεί στο όνομα του. Θεωρητικά μπορεί να γεννήθηκε το μουλάρι, να μην το ήξερε και να γράφηκε στο όνομα του χωρίς και πάλι να το ξέρει. Είπε ότι η επιταγή του επάθλου εκδίδεται στο όνομα του ιδιοκτήτη χωρίς να μπορεί  να την εξαργυρώσει κάποιος άλλος αλλά μπορεί να δοθεί εντολή για παραλαβή της από  άλλο πρόσωπο. Δεν γνώριζε αν αυτό έγινε και εδώ. Ανέφερε επίσης ότι εξαρτάται από τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πωλητή και αγοραστή για το αν η μεταβίβαση του αλόγου γίνει 5-7 χρόνια μετά την αγοραπωλησία. Ρωτήθηκε περαιτέρω ο μάρτυρας και για το κόστος συντήρησης ενός αλόγου λέγοντας ότι τα τροφεία που τώρα χρεώνουν οι περισσότεροι προπονητές είναι €500 μηνιαίως. Εξήγησε όμως ότι είναι ένας αριθμός που ακούει εδώ και χρόνια αλλά το κόστος εξαρτάται από ένα μεγάλο σύνολο παραγόντων που δεν είναι μόνο η τροφή αφού υπάρχουν και άλλα έξοδα όπως τα εργατικά, οι φθορές, τα απρόσμενα, για τα οποία χρειάζεται μελέτη για να δοθούν σαφείς απαντήσεις.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΥ4.

 

Κλήθηκε επίσης ως μάρτυρας υπεράσπισης και η μητέρα του κατηγορούμενου 1 ΜΗ, ΜΥ5. Αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης της τεκμήριο 64 και κατέθεσε, επιπρόσθετα και γραπτή δήλωση της τεκμήριο 65. Η μάρτυρας φέρεται ως η γραμματέας και οικονομική διαχειρίστρια της εταιρείας Ψ Ltd που είχε τη φάρμα αλόγων στην περιοχή [ ] στο [ ] όπου κατά την θέση της διατηρούσε άλογα ο ΜΚ1 των οποίων είχαν αναλάβει τη συντήρηση. Η εταιρεία λειτουργούσε μέχρι το έτος 2016-2017 οπόταν και τερμάτισε τις εργασίες της με την ίδια να παραδίδει τη διαχείριση της φάρμας στον κατηγορούμενο 1 γιο της. Η μάρτυρας δεν γνώριζε οτιδήποτε περί συνεργασίας κατηγορούμενου 1 και ΜΚ1 για αγορά και εξαγωγή δαμασκηνών κατσικών με τη μαρτυρία της να περιστρέφεται γύρω από τα έξοδα των αλόγων του ΜΚ1 και τις πληρωμές που γίνονταν από τον τελευταίο για τα έξοδα αυτά με συμψηφισμό των εξόδων των αναλύσεων που έκανε για τα ζώα που διατηρούσαν στην φάρμα. Αυτό που προσπάθησε να παρουσιάσει η μάρτυρας ήταν ότι η φιλοξενία και συντήρηση των αλόγων του ΜΚ1 δεν ήταν δωρεάν. Την πλήρωνε με μετρητά και εξέδιδε τιμολόγια. Όταν πλήρωνε για τα έξοδά των αλόγων του της έδιδε το συνολικό κόστος για τις αναλύσεις που έκανε και αφού αφαιρούσε το ποσό που θα έπρεπε να πληρώσουν προς τον ΜΚ1, του εξέδιδε τιμολόγιο για το υπόλοιπο ποσό. Κατάθεσε δέσμη βιβλιαρίων τιμολογίων, τεκμήριο 70. Η ΜΥ5 δεν ήταν μάρτυρας της αλήθειας. Ήταν εμφανής η προσπάθεια της να εξυπηρετήσει την εκδοχή του κατηγορούμενου 1. Προς τούτο προέβηκε σε επιλεκτική παράθεση στοιχείων προσβλέποντας σε ακύρωση των όσων ο ΜΚ1 έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν δίστασε να πει ψέματα στο Δικαστήριο ή να διαστρεβλώσει γεγονότα που θα ήταν προς όφελος του γιου της. Η προσπάθεια αυτή προκύπτει αρχικά από την ίδια την κατάθεση της τεκμήριο 64, όπου προβαίνει σε αναφορά για επτά επιταγές δικαιολογώντας την κατοχή τους από το γιο της με προβολή τριών διαφορετικών λόγων.  Αρχικά λέει ότι επειδή ο γιος της είναι συνέταιρος με τον ΜΚ1 δεν το θεώρησε παράξενο να τις κατέχει. Παρά ταύτα επειδή ο ΜΚ1 είχε άλογα στη φάρμα, πίστευε ότι οι επιταγές δόθηκαν για τη συντήρηση των αλόγων. Τέλος αναφέρει ότι δεν γνώριζε το λόγο που εκδόθηκαν για λογαριασμό του γιου της και ούτε ρώτησε ποτέ. Πιο σημαντικό όμως και που καταδεικνύει την αναλήθεια των όσων η ΜΥ5 ανέφερε στο Δικαστήριο είναι και προσκόμιση και κατάθεση, επιλεκτικά κρίνουμε, των βιβλιαρίων τιμολογίων τεκμήριο 70. Εν πρώτοις όταν της λήφθηκε κατάθεση από την αστυνομία ουδεμία αναφορά έγινε για την ύπαρξη των στοιχείων αυτών και παρά το γεγονός ότι η ίδια καταθέτοντας ενόρκως ανέφερε ότι οι αστυνομικοί της είπαν ότι το κομμάτι αυτό την αφορά αφού κρατούσε αποδείξεις. Παρά ταύτα έκρινε, μετά από την έναρξη της ακρόασης της υπόθεσης, ότι θα μπορούσε να βοηθήσει την υπόθεση και έψαξε και βρήκε το τεκμήριο 70. Το ότι επρόκειτο για ύστερες σκέψεις προκύπτει και από τις απαντήσεις που έδωσε σε δύο ερωτήσεις κατά την κυρίως εξέταση της και που ήταν για να προκαταλάβει τυχόν αμφισβήτηση των προθέσεων της. Ρωτήθηκε από τον συνήγορο υπεράσπισης σε σχέση με το περιεχόμενο του τεκμηρίου 64: «Ε. Τα όσα λέτε εκεί υιοθετείτε τα; Α. Ό,τι με ρώτησαν απάντησα.» Στη συνέχεια ρωτήθηκε το εξής: « Ε. Και πώς έγινε αυτή η κατάθεση; Με ποιο τρόπο; Α. Ο σύζυγος μου καθόταν στο ένα τραπέζι και  εγώ με την κοπέλα  στο  άλλο.  Ό, τι ερωτήθηκα απάντησα.». Ακόμα όμως και τα στοιχεία που έφερε δεν είναι όλα, ως η ίδια δέχθηκε, αφού τα τιμολόγια, ως και πάλι η ίδια ανέφερε, λόγω μιας μετακόμισης που έκαναν βρήκε ότι μπορούσε και «μακάρι να μπορούσα να βρω και τα υπόλοιπα.». Αυτό βέβαια ήταν πολύ βολικό για τη μάρτυρα αφού στη συνέχεια της αντεξέτασης της και όταν της υποβάλλονταν ερωτήσεις σε σχέση με το τεκμήριο 70 δεν ήταν λίγες οι φορές που επικαλείτο την αδυναμία της να βρει το σύνολο των στοιχείων. Οι απαντήσεις τύπου «Αυτά βρήκα και αυτά έφερα» δεν είναι προφανώς ικανοποιητικές. Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε και την ξεκάθαρη προσπάθεια της μάρτυρος να μην εμπλέξει  τον κατηγορούμενο 1 όχι μόνο στην τήρηση αλλά και την γνώση έκδοσης και ύπαρξης των εν λόγω στοιχείων καθ’ όν χρόνο ήταν αυτή που διαχειριζόταν το οικονομικό κομμάτι της φάρμας. Είπε ότι ο ΗΗ, εννοώντας τον κατηγορούμενο 1, δεν γνώριζε ότι η ίδια έβγαζε τιμολόγια και ότι είχε αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία αφού δεν επέμβαινε είτε για τιμολόγια είτε για ΦΠΑ ή για λογαριασμούς πελατών. Ο λόγος θεωρούμε είναι προφανής. Από την μια να καλύψει τη δική της παράλειψη να αναφερθεί στην κατάθεση της στην αστυνομία για τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία και από την άλλη να δικαιολογήσει  και την παράλειψη του γιού της να το πράξει. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει εγγεγραμμένη εταιρεία για τη φάρμα  στην οποία ήταν μέτοχος και ο κατηγορούμενος 1 που εργαζόταν εκεί και να μην γνώριζε ότι  εκδίδονταν και υπήρχαν τιμολόγια και αποδεικτικά  στοιχεία για τις εργασίες της εταιρείας. Για το ζήτημα αυτό και προς δικαιολόγηση αναφοράς άγνοιας του κατηγορούμενου 1 ύπαρξης τιμολογίων αλλά και εύρεσης τους σε μεταγενέστερο στάδιο για σκοπούς της δίκης, είχε πει ότι της είπε ο γιος της ότι ο ΜΚ1 αρνήθηκε ότι είχε άλογα. Σε ερώτηση του συνηγόρου για την κατηγορούσα αρχή ως προς το πότε ο ΜΚ1 είπε ότι δεν είχε άλογα απάντησε ότι μίλησε ο ΧΧ  με συγγενικό πρόσωπο και του είπε ότι δεν είχε άλογα. Στην επιμονή του κ.  Αντωνίου αποκάλυψε ότι το πρόσωπο αυτό ήταν η νονά του κατηγορούμενου 1 και αδελφή του ΜΥ3. Αναδιπλώθηκε μετά  λέγοντας ότι δεν είχε απόδειξη ότι έγινε αυτή η συζήτηση. Να πούμε εδώ ότι η αναξιοπιστία της μάρτυρος σε συνάρτηση με την μη προσκόμιση των εγγράφων, που κατά τη θέση της υπήρχαν αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει, αφήνει κενό στη  μαρτυρία της διότι δεν είναι δυνατόν να γίνουν δεκτά στοιχεία που είναι ελλειπή. Ακόμα όμως και  αυτά που κατέθεσε και αποτελούν το περιεχόμενο του τεκμήριου 70 φάνηκε κατά την αντεξέταση της ότι δεν είναι δυνατόν να εξαχθεί το συμπέρασμα που η ΜΥ5 είχε κατά νουν. Ανέφερε ότι κρατούσε μία σειρά έκδοσης των τιμολογίων και όταν συμπληρωνόταν το ένα βιβλιάριο έπαιρνε το άλλο. Όταν της υποβλήθηκε ότι οι αριθμοί των βιβλιαρίων δεν είχαν συνοχή απάντησε ότι τύγχανε πελάτες να έρχονται κάθε τρεις μήνες για να πληρώσουν, προβάλλοντας και πάλι ότι δεν βρήκε όλα τα τιμολόγια. Είπε περαιτέρω ότι μπορούσε να μην υπήρχε και χρονολογική σειρά στα τιμολόγια με βάση τους μήνες αλλά προσπαθούσε να τα κρατεί με μία σειρά. Αντεξετάστηκε σε έκταση η μάρτυρας επί του τεκμηρίου 70 τόσο σε σχέση με τα άλογα που ο ΜΚ1 διατηρούσε όσο και σε σχέση με τα υπόλοιπα που είπε ότι φιλοξενούσαν. Είπε ότι ο αριθμός των αλόγων που μπορούσαν να έχουν στην φάρμα τους ήταν 80 αλλά ο αριθμός αυτός δεν ήταν σταθερός και εξαρτιόταν από την περίοδο. Μπορεί να ήταν 30 τον ένα μήνα, 50 τον επόμενο ή και 60.  Αυτό που πρόεκυψε από τις ερωτήσεις που της τέθηκαν από τον συνήγορο της κατηγορούσας αρχής και τις απαντήσεις που έδιδε, είναι ότι από τα τιμολόγια που εξέδιδε, που ως είπε προσπαθούσε να είναι με σειρά, δεν δικαιολογείται η αναφορά της  για ύπαρξη είτε 30 είτε 40 ή ακόμα και για  περισσότερα άλογα. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τα τιμολόγια. Δεν θα παραθέσουμε όλα όσα προέκυψαν και που επιβεβαιώνουν τα πιο πάνω αλλά θα παραπέμψουμε ενδεικτικά σε κάποια από αυτά και που υποδείχθηκαν και υποβλήθηκαν κατά την αντεξέταση της.  Ενώ στο βιβλιάριο τιμολογίων με αριθμούς 2451-2500 ξεκινά από τον 1/2010 και τελειώνει στον 7/2010 και στα οποία περιλαμβάνονται και τιμολόγια που φέρονται να εκδόθηκαν στο όνομα του ΜΚ1 εν τούτοις υπάρχουν και τιμολόγια στο βιβλιάριο με αριθμούς 1051-1100 και που σε σχέση με τον ΜΚ1 αφορούν και τους μήνες Φεβρουάριο και Απρίλιο του 2010 τη στιγμή που αν τα πράγματα ήταν όπως τα περιέγραψε η μάρτυρας θα έπρεπε να περιλαμβάνονται στο πρώτο βιβλιάριο. Ακόμα όμως και ο αριθμός των τιμολογίων δεν δικαιολογεί, ως θέσαμε πιο πάνω, την αναφορά της μάρτυρος για την ύπαρξη του αριθμού των αλόγων που σε κάποιες περιπτώσεις έφθανε το μέγιστο της χωρητικότητας της φάρμας. Το στοιχείο αυτό προκύπτει και πάλι ξεκάθαρα από το βιβλιάριο τιμολογίων με αριθμούς 751-800 και που υποδείχθηκε και πάλι στην ΜΥ5. Η μάρτυρας επικαλέστηκε και πάλι την αδυναμία της να εντοπίσει όλα τα τιμολόγια παρά το ότι, κατά τη θέση της υπήρχαν. Ανειλικρινής ήταν η μάρτυρας και στο ζήτημα του χρόνου μεταβίβασης των αλόγων στον ΜΚ1. Ήταν απόλυτη  αρχικά ότι μόλις αγοράσεις το άλογο γίνεται η μεταβίβαση. Σε κατοπινό στάδιο  της αντεξέτασης της και όταν ρωτήθηκε για πόσα άλογα του ΜΚ1 εισέπραττε για την παραμονή τους στη φάρμα το 2010, τοποθετήθηκε διαφορετικά λέγοντας « Α. Ο ΧΧ ς δεν αγόρασε όλα τα άλογα μαζί, ήταν σταδιακά. Τώρα αν υπήρχε μέχρι να γίνει διαδικασία της μεταβίβασης και δεν έγινε την ίδια μέρα τούτο μπορεί να συμβεί.». Αναφορικά με τη μεταβίβαση επιδείχθηκε στη μάρτυρα το τεκμήριο 21 και δέχθηκε ότι ήταν παρούσα για την υπογραφή του εγγράφου αναγνωρίζοντας και την υπογραφή της στην έκτη σελίδα του τεκμηρίου με ημερομηνία 23/9/2010. Θυμόταν ότι υπογράφηκε  στην κουζίνα της οικίας της χωρίς όμως να θυμάται ποιοι ήταν παρόντες. Αναγνώρισε την υπογραφή του ΜΚ1 στις σελίδες 4 και 6 του τεκμηρίου 21. Όταν της υποδείχθηκε και η υπογραφή στη σελίδα 8 του ίδιου εγγράφου, θυμόταν ότι ήταν στο σπίτι της όλοι και οι μάρτυρες και αυτός που δέχεται τη μεταβίβαση. Θυμόταν ότι εκεί ήταν η κόρη της, ο άνδρας της και ο ΜΚ1. Όταν της υποβλήθηκε ότι εκτός από την υπογραφή στη σελίδα 4 οι υπόλοιπες υπογραφές δεν είναι του ΜΚ1, η ΜΥ5 έδωσε την ακόλουθη απάντηση « Α. Σεβαστό αλλά δε γίνεται να έχεις ένα άλογα στον ιππόδρομο, ιπποδρομιακό, όταν κερδίζει τις επιταγές να τις παίρνει και να μην είναι εις γνώση σου ότι έγινες ιδιοκτήτης αυτού του αλόγου.». Δεν χρειάζεται θεωρούμε να πούμε οτιδήποτε άλλο πέραν της ξεκάθαρης υπεκφυγής της μάρτυρος να απαντήσει ευθέως επί της ερώτησης που της τέθηκε. Αναληθή κρίνονται και τα όσα είπε περί επίσκεψης του ΜΚ1 για επιθεώρηση των εργασιών για την κατασκευή της μάντρας προβάλλοντας μάλιστα και φοβίες του τελευταίου με τους σκύλους και ότι έπρεπε να πάει κάποιος να τον φέρει στο σπίτι. Τα όσα επίσης έθεσε ότι πήγαινε και η ΜΚ15 και έπιναν τον καφέ τους δεν αποτελεί τίποτε άλλο από ύστερες σκέψεις και συνεννόηση με τον σύζυγο της ΜΥ3 για να πείσουν ότι ο ΜΚ1 είχε συνεργασία με τον γιο τους για κατασκευή μάντρας αρχικά και στη συνέχεια για  εξαγωγή δαμασκηνών κατσικών.

Η ΜΥ5 κρίνεται αναξιόπιστη και η μαρτυρία της μη αποδεκτή.

 

Ο λογιστής Νίκος Χ’’ Μιχαήλ ΜΥ6, κλήθηκε να καταθέσει αναφορικά με τα καθαρά εισοδήματα του ΜΚ1 για το κάθε έτος 2012-2019. Προς τούτο ο μάρτυρας ετοίμασε έκθεση την οποία κατέθεσε ως τεκμήριο 77. Σε αυτή περιλαμβάνονται και το βιογραφικό σημείωμα με τα προσόντα του τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή. Από το περιεχόμενο του τεκμήριου 77 όπου πέραν των ακαδημαϊκών σπουδών του καταγράφεται και η επαγγελματική του σταδιοδρομία κρίνουμε ότι ο εν λόγω μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας.

Αξιολογώντας τώρα την όλη παρουσία του στο εδώλιο του μάρτυρα δεν προέκυψε οτιδήποτε που θα αλλοίωνε την καλή εικόνα που δημιουργήσαμε. Παρέθεσε τα ευρήματα του στη βάση των πληροφοριών που του δόθηκαν που σύμφωνα με το τεκμήριο 77, ήταν τα έγγραφα των τεκμηρίων 57-59. Το συμπέρασμα του μάρτυρα είναι ότι το καθαρό εισόδημα του ΜΚ1 από μερίσματα για τα έτη 2012-2019 ήταν €143.891 ενώ από μισθωτές εργασίες για την ίδια περίοδο ήταν €262.509. Ανέφερε ότι με βάση τη νομοθεσία θα πρέπει να προσκομίζονται όλα τα εισοδήματα της εταιρείας ή του φυσικού προσώπου και να δηλώνονται στο τμήμα φορολογίας. Είπε επίσης ότι πέραν από τα έγγραφα που του δόθηκαν δεν προέβηκε σε έλεγχο σε σχέση με τα αρχεία της εταιρείας του ΜΚ1 και δεν μπορεί να γνωρίζει αν υπάρχουν άλλα εισοδήματα και αν δηλώνονταν τα πραγματικά ποσά.  Παρά το γεγονός ότι η μαρτυρία του ΜΥ6 γίνεται αποδεκτή ως αξιόπιστη, εν τούτοις το ζήτημα των εισοδημάτων του ΜΚ1 και τη σημασία που αυτά έχουν στην υπόθεση εξετάστηκαν κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Δεν χρειάζεται θεωρούμε να επαναλάβουμε τα όσα προηγουμένως θέσαμε. Τα συμπεράσματα του ΜΥ6 ήταν το αποτέλεσμα των στοιχείων που δόθηκαν σε αυτόν και όχι αν ήταν τα πραγματικά εισοδήματα του ΜΚ1.

 

Τελευταίος μάρτυρας για την υπεράσπιση του κατηγορούμενου 1 αλλά και της υπόθεσης ήταν ο Χρίστος Πετρούτσιος ΜΥ7, προπονητής αλόγων και ιπποπαραγωγός. Η εντύπωση που αποκομίσαμε από τον εν λόγω μάρτυρα ήταν θετική. Σε κάθε περίπτωση αντεξετάστηκε σε πλαίσιο διευκρινίσεων και όχι για να πληγεί η αξιοπιστία του. Η μαρτυρία του ΜΥ7 παρέμεινε ουσιαστικά ως μαρτυρία ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος έχοντας κατά νουν την μαρτυρία τόσο του ΜΚ1 όσο και της ΜΥ4. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στα έξοδα που απαιτούνται μηνιαίως για τη συντήρηση ενός αλόγου του ιππόδρομου καθορίζοντας τα στο ποσό των €750-€800 το λιγότερο με επιπλέον χρέωση σε περίπτωση που χρειαστεί κάποια θεραπεία που συστήνεται από γιατρό. Προχώρησε ο μάρτυρας και ανέλυσε το πιο πάνω ποσό στα επιμέρους ποσά που απαιτούνται για κάθε έξοδο. Είπε ότι γνωρίζει την φάρμα του Χ όπως γνωρίζει τους ΗΗ και ΠΗ αλλά δεν γνώριζε ούτε πόσα άλογα αλλά ούτε και πόσα άτομα φιλοξενούσε για κάθε συγκεκριμένη περίοδο. Δεν γνώριζε τον ΜΚ1 και ούτε γνώριζε αν είχαν κάποιο «δούναι και λαβείν». Ανάφερε ότι ο ίδιος έχει άλογα που τρέχουν στον ιππόδρομο τα οποία είναι ιδιοκτησίας της μητέρας του με τον ίδιο συνιδιοκτήτη. Εξήγησε τη διαδικασία είσπραξης επάθλων λέγοντας ότι γίνεται από τον ιδιοκτήτη προσωπικά ή αποστέλλεται η επιταγή σε αυτόν ταχυδρομικά.

Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΥ7.

 

Έχουμε αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος 2 επέλεξε, ως είχε κάθε δικαίωμα να παραμείνει σιωπηλός. Η άσκηση του δικαιώματος της σιωπής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εκληφθεί εναντίον του αλλά ούτε και μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση στην απόφαση του Δικαστηρίου (βλ. Mohammad κ.ά ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 590). Έχει όμως δώσει κατάθεση στην αστυνομία που κατατέθηκε ως τεκμήριο 15 και ως θέσαμε και προηγουμένως το περιεχόμενο της θα αξιολογηθεί όπως ορίζεται από τη νομολογία (βλ. Κωνσταντίνου (ανωτέρω)).

 

Ο κατηγορούμενος 2 στην κατάθεση του τεκμήριο15, θέτει την εκδοχή του ως προς τη γνωριμία του με τους κατηγορούμενο1 και ΜΚ1 και τη  σχέση που είχε μαζί τους. Δέχεται ότι έλαβε ποσό μεταξύ των €2000-€3000 από τον ΜΚ1 κάτω όμως από διαφορετικές συνθήκες και  δεδομένα από αυτά που εξήγησε ο τελευταίος. Δέχεται επίσης την καταχώριση της αγωγής αλλά και πάλι κάτω από διαφορετικό πλέγμα γεγονότων και με αναφορά ότι ζήτησε από τον ΜΚ1  το ποσό των €2500 για να την καταχωρίσει και έλαβε μόνο το ποσό των €800. Είναι για αυτό το λόγο που δεν την προώθησε. Τα όσα συνοπτικά θέσαμε και που προέρχονται από  το περιεχόμενο της κατάθεσης του κατηγορούμενου 1 δεν υποβλήθηκαν στον ΜΚ1. Περαιτέρω, κατά τη λήψη της κατάθεσης του, του υποβλήθηκαν από τον αστυφύλακα που την λάμβανε, ερωτήσεις τόσο σε σχέση με τη λήψη των €20.000 για να αφεθεί ελεύθερος ο κατηγορούμενος 1 από την αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων, όσο και για την απαίτηση από κάποιο Τουρκοκύπριο του ποσού των 7 εκατομμυρίων Ευρώ δηλώνοντας ότι δεν έγινε κάτι τέτοιο. Αναφέρει για επικοινωνία του με τον δικηγόρο Άγη Σαβεριάδη που τον ρωτούσε αν απέσπασαν με τον κατηγορούμενο 1 χρήματα από τον ΜΚ1 πράγμα το οποίο αρνήθηκε. Αυτό ουσιαστικά που προκύπτει από την κατάθεση του κατηγορούμενου 2 είναι η λήψη του ποσού περί τις €3000 χωρίς όμως να γίνεται αποδεκτός ο λόγος που δόθηκε δεδομένης της αποδεκτής θέσης του ΜΚ1 ότι εξέδωσε επιταγή στο όνομα του για το ποσό των €3000 ως έξοδα που του ζήτησε για να καταχωρίσει αγωγή εναντίον του κατηγορούμενου 1.

 

Έχοντας υπόψιν το σύνολο της μαρτυρίας, δεδομένης και της αξιολόγησης της καταλήγουμε στα κάτωθι ευρήματα:

 

Ο ΜΚ1 είναι χημικός και είναι διευθυντής της εταιρείας Κλινικό Εργ. ΧΧ  Λτδ στη Λάρνακα. Ο κατηγορούμενος 1 είναι ιδιοκτήτης φάρμας αλόγων ενώ ο κατηγορούμενος 2 είναι δικηγόρος. Ο ΜΚ1 διατηρούσε στη φάρμα αλόγων που ανήκε στην εταιρεία Ψ Limited, μέτοχος της οποίας ήταν και ο κατηγορούμενος 1, τρία άλογα με τα ονόματα «Γρήγορος Γρηγόρης», «Γρήγορη Μαρίλια» και «Σερ Παναγιώτης». Κατά το έτος 2016 οι ΜΚ1 και κατηγορούμενος 1 αποτάθηκαν στον ΜΚ13 για εγγραφή εταιρείας με σκοπό το γενικό εμπόριο λέγοντας του ότι η εργασία της θα ήταν η εισαγωγή τσιμέντων. Ο ΜΚ13 προέβηκε σε όλες τις δέουσες ενέργειες και ενέγραψε την εταιρεία Χ & Ψ Ltd. Ο κατηγορούμενος 1 είχε ζητήσει τη βοήθεια του ΜΚ14 για να τον φέρει σε επαφή με άτομο που γνώριζε και εργαζόταν στην εταιρεία ΤΙΤΑΝ στη Θεσσαλονίκη έτσι ώστε να συνεργαστούν και να αγοράζουν τσιμέντα και να τα εξαγάγουν στη Λιβύη. Υπήρξε περί τον Φεβρουάριο με Μάρτιο του 2016 συνάντηση σε ταβέρνα στη Λευκωσία για το σκοπό αυτό όπου παρευρέθηκαν ο κατηγορούμενος 1 και ο ΜΚ1 με τη σύζυγο του (ΜΚ15) ως επίσης και ένας Λίβυος ο οποίος ρωτούσε την ΜΚ15, που εργάζεται στο κτηνιατρείο, για τη  νομοθεσία σε σχέση με εξαγωγή ζώων. Ο κατηγορούμενος 1 ζήτησε από τον ΜΚ1 το ποσό των €30.000 έτσι ώστε να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη και να συζητήσει με την εν λόγω εταιρεία. Του είπε ότι θα έβαζε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος το ίδιο ποσό αλλά και ο ΜΚ14 για να είναι συνέταιροι. Ο ΜΚ14 επικοινώνησε με το γνωστό του πρόσωπο που όμως δεν επέδειξε οποιοδήποτε ενδιαφέρον γεγονός που ανέφερε στον κατηγορούμενο 1. Κατά τον Ιανουάριο του 2017 ο ΜΥ5 που είναι πατέρας του κατηγορούμενου 1 αλλά και εξάδελφος του ΜΚ1, ζήτησε από τον τελευταίο να δανείσει στον γιο του το ποσό των €30.000 έτσι ώστε να δημιουργήσει επιχείρηση καλλιέργειας σιτηρών η οποία και θα λάμβανε επιδότηση από το κράτος κάτι το οποίο καθιστούσε τα χρήματα του εξασφαλισμένα. Ο ΜΚ1 συμφώνησε, με τον κατηγορούμενο 1 να μεταβαίνει την επόμενη μέρα στο χημείο του και να παραλαμβάνει το εν λόγω ποσό σε μετρητά. Ο ΜΚ1 διατηρούσε το εν λόγω ποσό στο χημείο του αφού δεν κατέθετε όλα τα ποσά των εισπράξεων της επιχείρησης του στην τράπεζα. Μετρητά χρήματα διατηρούσε και στο σπίτι του. Ο κατηγορούμενος 1 για να καταστεί δυνατή η λήψη της κρατικής χορηγίας έλεγε στον ΜΚ1 ότι θα έπρεπε να αγοράσει μηχανήματα, τρακτέρ, φορτηγό, ψεκαστήρα και εντομοκτόνα πείθοντας τον τελευταίο να του δίδει και άλλα ποσά τα οποία παραλάμβανε είτε ο ίδιος είτε έστελνε κάποιο πρόσωπο με το όνομα Ν αφού προηγουμένως υπήρχε συνεννόηση μεταξύ των δύο (κατηγορούμενου 1 και ΜΚ1) για το ποσό που θα παραλάμβανε το εν λόγω πρόσωπο. Κατά το ίδιο έτος ήτοι το 2017 ο κατηγορούμενος 1 είπε στον ΜΚ1 ότι πέραν της επιχείρησης των σιτηρών ήθελε να κάνει και φάρμα με δαμασκηνές κατσίκες τις οποίες θα πωλούσε, με την κερδοφορία εξασφαλισμένη αφού όπως του ανέφερε είχαν μεγάλη ζήτηση. Ο ΜΚ1 επειδή υποσχέθηκε στον ΜΥ5 ότι θα βοηθούσε τον κατηγορούμενο 1 αλλά και διότι ήθελε να πάρει πίσω τα χρήματα που του έδωσε συνέχισε να του δίνει χρήματα είτε μετρητά είτε με επιταγές ως αυτές περιλαμβάνονται στο τεκμήριο 2. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε και φόβος στον ΜΚ1 αφού ο κατηγορούμενος 1 του έλεγε ότι είναι το πρωτοπαλλίκαρο του Αλέξη Μαυτομιχάλη.  Μέχρι τις αρχές του 2018 είχε δώσει στον κατηγορούμενο 1 το ποσό των €167.400. Ο ΜΚ1 ζήτησε τα χρήματα που του έδωσε, με τον κατηγορούμενο 1 να του λέει ότι υπήρχε καθυστέρηση στην παροχή της χορηγίας λόγω του ότι ο λογαριασμός του μπλοκαρίστηκε επειδή είχε εκδώσει ακάλυπτη επιταγή. Συμφώνησαν και ο ΜΚ1 έδωσε το ΙΒΑΝ του δικού του λογαριασμού έτσι ώστε να κατατεθεί το ποσό της χορηγίας που ουδέποτε κατατέθηκε. Ουδέποτε περαιτέρω υποβλήθηκε αίτηση στον ΚΟΑΠ είτε από τους ΧΧ  και ΗΗ είτε από την εταιρεία X & Ψ Ltd για επιδότηση σε οποιοδήποτε μέτρο που χειρίζεται ο ΚΟΑΠ. Ο κατηγορούμενος 1 συνέχιζε να ζητά και να λαμβάνει χρήματα από τον ΜΚ1 προφασιζόμενος διάφορες δικαιολογίες. Τον είχε καθησυχάσει λέγοντας του και ότι θα λάμβανε το ποσό των €100.000 ως αποζημίωση από ασφαλιστική εταιρεία από αγωγή που κέρδισε για δυστύχημα που είχε. Τον Μάρτιο του 2019 του τηλεφώνησε ο κατηγορούμενος 2 και του είπε ότι συνέλαβαν τον κατηγορούμενο 1 στην πράσινη γραμμή και κρατείτο από τις αρχές των Βρετανικών Βάσεων. Του ανέφερε ότι για να αφεθεί ελεύθερος θα έπρεπε να καταβληθεί το ποσό των €30.000 ζητώντας από τον ΜΚ1 να δώσει το ποσό των €20.000 διαφορετικά θα ακολουθούσε σύλληψη και του ίδιου αφού θα ανακάλυπταν μέσω των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ότι υπήρχε επικοινωνία μεταξύ τους. αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την βλάβη στην εργασία του. Ο ΜΚ1 έδωσε το ποσό των €20.000 σε μετρητά εκ των οποίων τις €7000 να τις είχε δανειστεί από τον  ΜΚ12. Ο κατηγορούμενος 2 για να καθησυχάσει τον ΜΚ1 του είπε και συναντήθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας όπου εκεί υπέγραψε έγγραφο με το οποίο δήλωνε ότι ουδεμία σχέση είχε (ο ΜΚ1) με οποιεσδήποτε ενέργειες προέβαινε ο κατηγορούμενος 1 στην πράσινη γραμμή. Στο Δικαστήριο ο ΜΚ1 είχε συναντηθεί με τον ΜΚ3 με τον οποίο συνδέεται φιλικά και οικογενειακά και που είχε συνομιλία μαζί του ως προς το λόγο της παρουσίας του στο Δικαστήριο. Κατά την συνάντηση τους στο Δικαστήριο ο ΜΚ1 έδωσε στον κατηγορούμενο 2 το ποσό των €2000 που ο τελευταίος του ζήτησε για τα έξοδα του. Ο κατηγορούμενος ουδέποτε συνελήφθηκε από τις αρχές των Βρετανικών Βάσεων αλλά ούτε και στις κατεχόμενες από τους Τούρκους περιοχές. Στις 18/4/2019 ο ΜΚ1 έδωσε την τελευταία επιταγή στον κατηγορούμενο 1 για το ποσό των €1500 με το συνολικό ποσό που του είχε δώσει μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία να συμποσούται σε €390.000 πλέον το ποσό των €30.000 που ήταν το αρχικό ποσό. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνεται και ποσό €80.000 που ο ΜΚ1 είχε δανειστεί από τον πατέρα του και το οποίο δόθηκε στον κατηγορούμενο 1. Ο κατηγορούμενος 2 τηλεφώνησε στον ΜΚ1 και του είπε και συναντήθηκαν όπου υπέγραψε κάποια έγγραφα και καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αγωγή 1482/2019 εναντίον του κατηγορούμενου 1. Ο κατηγορούμενος 2 του ζήτησε το ποσό των €3000 για τα έξοδα του, ποσό που ο ΜΚ1 του κατέβαλε. Τον Απρίλιο του 2019 ο ΜΚ1 ανέφερε στον κατηγορούμενο 1 ότι θα πήγαινε στον δικηγόρο του με τον τελευταίο να του λέει «Δεν φοβάμαι κανένα, παίζω σε και εσένα και εκείνο». Ο ΜΚ1 επισκέφθηκε τον δικηγόρο του ο οποίος τον προέτρεψε να προβεί σε καταγγελία στην αστυνομία κάτι το οποίο δεν έπραξε φοβούμενος τις απειλές του κατηγορούμενου 1. Τον Μάϊο του 2020 ο ΜΚ1 έλαβε κλήση στο κινητό του από τον αριθμό [ ] οπόταν του λέχθηκε ότι χρωστά 2 εκατομμύρια ευρώ σε κάποιον Λ. Μετά από μία εβδομάδα έλαβε και πάλι κλήση από τον αριθμό τηλεφώνου [ ] και του ζητήθηκε το πιο πάνω ποσό. Οι δύο αριθμοί είναι προπληρωμένης υπηρεσίας So Easy και δεν υπάρχουν στοιχεία συνδρομητή. Στις 25/8/2020 και ώρα 02:16 και ενώ ο ΜΚ1 βρισκόταν στο σπίτι του με την οικογένεια του ακούστηκε έκρηξη και εντόπισε δίπλα από το γκαράζ της οικίας του χαρτιά και μία μικρή μπαταρία όπως και μαύρισμα στο δάπεδο. Στις 12/10/2020 έλαβε επιστολή από τον δικηγόρο Άγη Σαβεριάδη με την οποία τον ενημέρωνε ότι οφείλει στον πελάτη του κάποιο ΠΤ επτά εκατομμύρια ευρώ ως προμήθεια δυνάμει προφορικής συμφωνίας για την εξεύρεση αγοραστών και την πώληση 14000 δαμασκηνών κατσικών. Ο κατηγορούμενος 1 αλλά και η εταιρεία X & Ψ Ltd ουδέποτε υπήρξαν ή και είναι κάτοχοι άδειας ή και σχετιζόμενοι με την εκτροφή ζώων. Το καθαρό εισόδημα του ΜΚ1 από μερίσματα για την περίοδο 2012-2019 ήταν €143.891 ενώ από μισθωτές εργασίες για την ίδια περίοδο ανέρχονταν στις €262.509.

 

Κρίνουμε ορθό όπως, πριν προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας των κατηγοριών και αν η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της και την ενοχή των κατηγορούμενων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, να ασχοληθούμε πρώτα με τα ζητήματα που εγείρονται από πλευράς υπεράσπισης του κατηγορούμενου 1 και που κατά τη θέση της θα πρέπει να επιφέρουν την απαλλαγή του στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

 

Τίθεται εν πρώτοις θέμα ελαττωματικότητας του κατηγορητηρίου. Προέβαλε ο κύριος Χατζηπαναγιώτου ότι η κατηγορούσα αρχή επέλεξε να καταχωρίσει 60 ξεχωριστές κατηγορίες για το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, για 60 διαφορετικές περιπτώσεις. Άρα, κατά τη θέση της υπεράσπισης, θα έπρεπε να φέρει τέτοια μαρτυρία που να αποδεικνύει κάθε κατηγορία ξεχωριστά. Η επιλογή αυτή της κατηγορούσας αρχής έγινε συνειδητά και αφότου είχε το μαρτυρικό υλικό στα χέρια της. Πουθενά στις καταθέσεις του ΜΚ1 δεν διακρίνεται με ευκρίνεια και πάλι κατά τη θέση της υπεράσπισης, τι ήταν αυτό που έλεγε ο κατηγορούμενος 1 σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά και το οποίο επενεργούσε στο μυαλό του παραπονούμενου με τρόπο που τον έπειθε να δώσει τα λεφτά στον κατηγορούμενο. Ξεχωριστή μαρτυρία είχε μόνο για τις κατηγορίες 5,6 και 62 και όχι και για τις υπόλοιπες με αποτέλεσμα το κατηγορητήριο να καθίσταται ελαττωματικό και μη ικανό να αποδείξει τις κατηγορίες.

 

Ο τύπος και τρόπος σύνταξης του κατηγορητήριου καθορίζονται από τα άρθρα 38 και 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Η κατηγορία πρέπει να είναι διατυπωμένη στον προβλεπόμενο από τους διαδικαστικούς θεσμούς τύπο και πρέπει να περιέχει περιγραφή του αδικήματος με την κατηγορία να προσδιορίζει το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος σε συντομία και με απλή γλώσσα. Είναι νομολογημένο ότι η υποχρέωση για παροχή λεπτομερειών της κατηγορίας δεν εκπληρώνεται με τον ορισμό του αδικήματος (Murrel v. Αστυνομία 1994 2 AAΔ.217). Θα πρέπει η κατηγορία να παρέχει επαρκείς λεπτομέρειες στο βαθμό που να μπορεί ο κατηγορούμενος να γνωρίζει με λογική βεβαιότητα την υπόθεση την οποία θα αντιμετωπίσει στη δίκη. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος επιβάλλεται ο προσδιορισμός στην κατηγορία όλων των ουσιωδών λεπτομερειών του αδικήματος έτσι ώστε να μην προκαλείται σύγχυση ή δυσχέρεια στην υπεράσπιση (Chrysostomou ν. The Police 1971 2 CLR 176). Αν και δεν είναι απαραίτητη η αναφορά σε όλες τις λεπτομέρειες του αδικήματος αυτές πρέπει να αποκαλύπτουν τη διάπραξη του. Το κατά πόσο οι παρεχόμενες λεπτομέρειες είναι επαρκείς για να πληροφορήσουν τον κατηγορούμενο για την υπόθεση που στρέφεται εναντίον του είναι θέμα γεγονότων και βαθμού (βλ. Σύγγραμμα Γεώργιου Μ. Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, σελίδες 98-101). Κριτήριο σε κάθε περίπτωση είναι να μην επηρεάζεται δυσμενώς η υπεράσπιση του.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση να πούμε αρχικά ότι ο ΜΚ1 έθεσε τον σκοπό για τον οποίο έδιδε το αναγραφόμενο στην κάθε κατηγορία ποσό, στον κατηγορούμενο 1. Αυτός, ως του λέχθηκε από τον κατηγορούμενο 1 ήταν η δημιουργία επιχείρησης σιτηρών και η εξαγωγή δαμασκηνών κατσικών. Συνεπώς στις λεπτομέρειες της κάθε κατηγορίας ξεχωριστά αναγράφεται το ύψος του ποσού που δόθηκε, η ημερομηνία που δόθηκε και ο σκοπός για τον οποίο δόθηκε. Θεωρούμε ότι η εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης περί ελαττωματικότητας του κατηγορητηρίου έχει να κάνει περισσότερο με την επάρκεια της από την κατηγορούσα αρχή προσκομισθείσας μαρτυρίας για απόδειξη της υπόθεσης της εναντίον των κατηγορούμενων. Το κατηγορητήριο συντάχθηκε σύμφωνα με τις νομοθετικές πρόνοιες και στη βάση της μαρτυρίας του παραπονούμενου ως προς τα ποσά που κατά τη θέση του έδωσε στον κατηγορούμενο σε ημερομηνίες που αναγράφονται και πάλι στις κατηγορίες. Η υπεράσπιση είχε την ευκαιρία να αντεξετάσει τον παραπονούμενο ΜΚ1, υποβάλλοντας τις θέσεις της χωρίς να προκύψει οτιδήποτε που θα οδηγούσε σε συμπέρασμα περί επηρεασμού των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου. Σε κάθε περίπτωση το κατηγορητήριο πέραν της σαφήνειας του, ως προς την υπόθεση που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, ανταποκρίνεται στην εκδοχή που ο παραπονούμενος έθεσε κατά την λήψη των καταθέσεων του από την αστυνομία. Το αν τώρα η κατηγορούσα αρχή έχει προσκομίσει επαρκή και ικανή μαρτυρία που να αποδεικνύει τις κατηγορίες ως αυτές περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο είναι κάτι που θα εξετάσουμε αμέσως πιο κάτω. Ως εκ τούτου η ένσταση από πλευράς υπεράσπισης για ελαττωματικότητα δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

 

Εγείρεται περαιτέρω από τον κατηγορούμενο 1 και ότι τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 62 του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149 καθότι με την καταβολή της τελευταίας δόσης χρημάτων από τον ΜΚ1 προς τον κατηγορούμενο 1, ο πρώτος κινήθηκε Δικαστικώς εναντίον του δεύτερου καταχωρώντας την  αγωγή με αριθμό [ ] στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Τα λεφτά που δόθηκαν ήταν δανεικά και αν επιστρέφονταν δεν θα γινόταν και η καταγγελία στην αστυνομία. Με την καταχώρηση της αγωγής υπήρξε νέα συμφωνία με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να προωθείται το υπό κρίση κατηγορητήριο.

 

Η πιο πάνω θέση του κατηγορούμενου 1 δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Καταρχάς να πούμε ότι η αναφερόμενη αγωγή καταχωρίστηκε από τον κατηγορούμενο 2 ο οποίος αντιμετωπίζει κατηγορίες για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις αλλά και ότι συνωμότησε με τον κατηγορούμενο 1 για να αποσπάσουν από τον ΜΚ1 χρήματα με ψευδείς παραστάσεις. Το γεγονός αυτό έχει τη σημασία του αφού ήταν ο κατηγορούμενος 2 που είπε στον ΜΚ1 να καταχωριστεί η αγωγή έτσι ώστε να διασκεδάσει τους φόβους του τελευταίου ως προς τον αν θα λάμβανε τα χρήματα του και μετά από τα γεγονότα που προηγήθηκαν και που οδήγησαν στο να δοθούν τα ποσά πριν τον Απρίλιο του 2019 αλλά και με την προβαλλόμενη σύλληψη του κατηγορούμενου 1 και την αναγκαιότητα, ως παρουσιάστηκε στον ΜΚ1, ποσού εγγύησης για να αφεθεί ελεύθερος. Πέραν τούτου όμως για να γίνεται λόγος για νέα συμφωνία θα πρέπει να υπάρχει αρχική νόμιμη και έγκυρη συμφωνία και χωρίς βέβαια να αποφασίζουμε για την αγωγή που καταχωρίστηκε. Εδώ από την αρχή ναι μεν ζητήθηκαν τα χρήματα ως δανεικά αλλά ήταν με την πρόφαση ότι θα χρησιμοποιούνταν για τη δημιουργία επιχείρησης σιτηρών και στην συνέχεια και για εξαγωγή δαμασκηνών κατσικών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και με την επίκληση διάφορων αναληθών αιτιών και λόγων που προβάλλονταν από τον κατηγορούμενο 1, ο ΜΚ1 συνέχισε να δίδει χρήματα στον εν λόγω κατηγορούμενο. Τα χρήματα αυτά και που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης δεν δόθηκαν στη  βάση ειλικρινούς και νομότυπης έστω προφορικής συμφωνίας δανείου με πρόθεση αποπληρωμής τους αλλά στη βάση οικειοποίησης τους και μη επιστροφής τους. Το γεγονός ότι ο ΜΚ1 ενώ είχε συμβουλή και από άλλο δικηγόρο και εν τούτοις δεν προχώρησε σε καταγγελία στην αστυνομία, δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα αφού και παρά την σύσταση του εν λόγω δικηγόρου για καταγγελία στην αστυνομία, ο ΜΚ1 για τους λόγους που εξήγησε με λεπτομέρεια στο Δικαστήριο και οφείλονταν κατά κύριο λόγο στο φόβο που ένιωθε για την ασφάλεια του ίδιου και της οικογένειας του, δεν το έπραξε. Συνεπώς και αυτή η εισήγηση του κατηγορούμενου 1 απορρίπτεται.

 

Αποτέλεσε βασικό άξονα της υπερασπιστικής γραμμής η πηγή των ποσών, που ο ΜΚ1 ανέφερε ότι έδωσε στον κατηγορούμενο 1, με την θέση ότι δεν δικαιολογούνταν από τα δηλωμένα στο τμήμα φορολογίας εισοδήματα του. Επί αυτού του άξονα ο ΜΚ1 αντεξετάστηκε με την υπεράσπιση να έχει ως στόχο να πλήξει την αξιοπιστία του αλλά και να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ότι δεν θα μπορούσε να δώσει στον κατηγορούμενο 1 τα ποσά τα οποία ισχυρίζεται ότι έδωσε. Πέραν όμως του πιο πάνω στόχου η υπεράσπιση θέτει ως επιπρόσθετη πτυχή των εισοδημάτων του ΜΚ1 και την ελλειπή διερεύνηση τους από τις ανακριτικές αρχές και συγκεκριμένα από τον ΜΚ2 που ήταν ο εξεταστής της υπόθεσης. Ενώ ο εν λόγω μάρτυρας, ως όφειλε, προχώρησε σε έρευνα σε σχέση με τραπεζικούς λογαριασμούς του κατηγορούμενου 1 αλλά και με περιουσιακά στοιχεία του, εν τούτοις εσκεμμένα ή λόγω ανεπαρκούς κατάρτισης δεν προέβηκε σε ανάλογη έρευνα σε σχέση με τα εισοδήματα και του ΜΚ1. Η παράλειψη αυτή των διωκτικών αρχών έθεσε την υπεράσπιση σε δυσμενή θέση αφού πέραν του ότι πιθανόν η υπόθεση να μην έφτανε στο Δικαστήριο, ανάγκασε τον κατηγορούμενο 1 να καλέσει μάρτυρες για να αποδείξει την οικονομική δυνατότητα του ΜΚ1 παραβιάζοντας την ισότητα των όπλων.

 

Στην υπόθεση Aburamadan v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση Αρ.148/2021 σχ. με 155/2021, ημερομ.10/11/2022 τέθηκαν τα εξής σε σχέση με την υποχρέωση της αστυνομίας για διερεύνηση της υπόθεσης:

«Στη Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459, που μας παρέπεμψε ο εφεσείων 2 και λήφθηκε υπόψη από το Κακουργιοδικείο, αναφέρθηκαν τα εξής: «Αποτελεί δε υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάζει στοιχεία, ακόμη και αν αυτά είναι υπέρ του κατηγορούμενου διότι είναι κατηγορούσα και όχι διωκτική αρχή, το δε ερευνητικό έργο της αστυνομίας και της ίδιας, δεν στοχεύει απλώς στην προσαγωγή του υπόπτου στο Δικαστήριο με αποκλειστικό γνώμονα την καταδίκη του, αλλά στην ανίχνευση όλων των ουσιωδών γεγονότων ώστε να λάμψει η αλήθεια στην υπόθεση».

 

Αποτελεί λοιπόν υποχρέωση των διωκτικών αρχών να προβούν σε ενδελεχή και πλήρη διερεύνηση όλων των πτυχών της υπόθεσης δεδομένου ότι τέτοια διερεύνηση δεν είναι δυνατόν να διεξαχθεί από τον κατηγορούμενο. Επιπρόσθετα, ως τέθηκε και στην υπόθεση Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφέσεις 53/2017,64/2017,66/2017 και 68/2017 ημερομηνίας 15/12/2017,  στα πλαίσια της παροχής όλων των αναγκαίων διευκολύνσεων για σκοπούς ετοιμασίας της υπεράσπισης ενός κατηγορούμενου και της ισότητας των όπλων εμπίπτει και η δυνατότητα πρόσβασης του σε κάθε σχετικό στοιχείο το οποίο έχει συλλεγεί ή θα μπορούσε να είχε συλλεγεί από τις ανακριτικές αρχές.

 

Το ερώτημα που συναφώς εδώ τίθεται είναι καταρχάς αν η αστυνομία έχει διεξάγει ελλειπή έρευνα και σε περίπτωση που η απάντηση είναι θετική θα πρέπει να εξεταστεί αν από την ελλειπή έρευνα έχουν επηρεαστεί δυσμενώς τα δικαιώματα του κατηγορούμενου.

 

Να πούμε αρχικά ότι η ανάδειξη της έρευνας για τα εισοδήματα του ΜΚ1 ως μείζων ζήτημα και ότι ο ΜΚ2 όφειλε να ζητήσει στοιχεία είτε από το έφορο φορολογίας και το τμήμα κοινωνικών ασφαλίσεων είτε από τον έφορο εταιρειών, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ως ορθά απάντησε ο ΜΚ2, κάτι που θέσαμε και κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του, το αδίκημα που διερευνούσε ήταν η απόσπαση χρημάτων από τον ΜΚ1 και όχι αν ο τελευταίος δήλωσε τα εισοδήματα του στο τμήμα φορολογίας. Είχε ζητήσει από τον ΜΚ1 στοιχεία ως προς τα ποσά που του στις καταθέσεις του ανέφερε ότι είχε δώσει στον κατηγορούμενο 1 και ο ΜΚ1 του τα παρέδωσε. Αν αυτά είναι επαρκή για στοιχειοθέτηση ότι όντως έδωσε τα επικαλούμενα χρήματα στον κατηγορούμενο 1 δεν είναι θέμα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του μάρτυρα κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Ο ίδιος είχε καθήκον, το οποίο εξετέλεσε, να συλλέξει τα στοιχεία έτσι ώστε να τα θέσει και στον κατηγορούμενο και να έχει και τη δική του εκδοχή ως προς αυτά. Ανέφερε μάλιστα ο ΜΚ2 ότι όταν προέκυψαν κάποια ερωτήματα μετά τη λήψη κατάθεσης από τον κατηγορούμενο 1 κάλεσε τον παραπονούμενο για διευκρινίσεις. Το βασικότερο όμως εδώ είναι με ποιο τρόπο η μη λήψη από τον ΜΚ2 στοιχείων από τα τμήματα που ανέφερε η υπεράσπιση και χωρίς, επαναλαμβάνουμε, να δεχόμαστε ότι όφειλε, επηρέασε δυσμενώς την υπεράσπιση του κατηγορούμενου 1. Παραμένει το ερώτημα ποια ήταν τα στοιχεία εκείνα που ο ΜΚ2 όφειλε να εξασφαλίσει μέσω της έρευνας και δεν το έπραξε και που επηρέασαν  την υπεράσπιση. Η ίδια είχε την ευκαιρία σε κάθε περίπτωση να υποβάλει αρχικά της θέσεις της στον ΜΚ1 και στη συνέχεια να καλέσει μάρτυρες προς υποστήριξη τους. Ουσιαστικά τα σημεία που τέθηκαν όπως για τα εισοδήματα του ΜΚ1 τόσο από μισθωτές εργασίες όσο και από μερίσματα από την εταιρεία του αλλά και για τα άλογα που διατηρούσε και το κόστος συντήρησης τους, αποτέλεσαν τη βάση για να αναπτυχθεί επιχειρηματολογία από την υπεράσπιση για έλλειψη μαρτυρίας σε βάρος της (βλ. Ερωτοκρίτου (ανωτέρω)). Κρίση μας είναι ότι ο ΜΚ2 ως εξεταστής της υπόθεσης, προέβηκε σε διερεύνηση όλων των απαραίτητων πτυχών της στη βάση των αδικημάτων που προέκυπταν, χωρίς να ήταν αναγκαίο να εξασφαλίσει στοιχεία από τα επικαλούμενα από την υπεράσπιση τμήματα και υπηρεσίες. Ούτε βέβαια η ισχυριζόμενη  απουσία αυτών των επικαλούμενων στοιχείων επηρέασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο δυσμενώς την υπεράσπιση του. Το να προβάλλεται αφηρημένα ότι υπήρξε ελλειπής διερεύνηση διότι ο εξεταστής της υπόθεσης θα έπρεπε να προβεί και σε ενέργειες που κατά τη θέση της υπεράσπισης θα έπρεπε να γίνουν δε είναι αρκετό. Θα πρέπει η παράλειψη διερεύνησης και η απουσία αυτής να συνδέεται με τον επηρεασμό των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου. στην εδώ περίπτωση δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι υπάρχει κάτι τέτοιο.

 

Κατόπιν των πιο πάνω θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε αν η κατηγορούσα αρχή με την μαρτυρία που έθεσε ενώπιον μας έχει καταφέρει να αποδείξει την υπόθεση της και την ενοχή των κατηγορούμενων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Η κατηγορία 1 αφορά το αδίκημα της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

 

Αυτό που προσάπτεται στους κατηγορούμενους είναι ότι μεταξύ των ημερομηνιών 1/3/2019 και 31/3/2019 συνωμότησαν μεταξύ τους για να αποσπάσουν χρήματα με ψευδείς παραστάσεις.

 

Στην υπόθεση Λαζάρου v. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633 με παραπομπή και στην Gani ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 134 επαναλήφθηκαν οι αρχές που έχουν τεθεί και εφαρμόζονται αναφορικά με την συνωμοσία.

 

«Η συνωμοσία, εκτός της ύπαρξης συμφωνίας, περιλαμβάνει και το στοιχείο της πρόθεσης (mens rea) και για τούτο, η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδεικνύει όχι μόνο τη συμφωνία μεταξύ των κατ’ ισχυρισμό συνωμοτών να εκτελέσουν ένα παράνομο σκοπό (αποδεικνυόμενης είτε με λόγια είτε άλλο τρόπο επικοινωνίας μεταξύ τους), αλλά επιπρόσθετα θα πρέπει να αποδεικνύει την πρόθεση στη σκέψη καθενός κατ’ ισχυρισμό συνωμότη να εκτελέσει τον παράνομο σκοπό (R. v. Thompson, 50 Cr. App. R. 1).»

 

Το αδίκημα λοιπόν της συνωμοσίας συντελείται από τη στιγμή που δύο ή περισσότερα πρόσωπα συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα και προς στοιχειοθέτηση της απαιτείται η απόδειξη συμπληρωμένης συμφωνίας που αποτελεί ζήτημα πραγματικό το οποίο εξαρτάται από τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Απαιτείται περαιτέρω και η ένοχη διάνοια κάθε συνωμότη που συνίσταται στην πρόθεση εκτέλεσης του παράνομου σκοπού (βλ. Dejan v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση 205/2017 ημερομηνίας 11/5/2022). Δεν είναι αναγκαίο για τη συμπλήρωση του αδικήματος να έχει τελεστεί οτιδήποτε άλλο πέραν από τη συμφωνία. Είναι δε αδιάφορο αν οι συνωμότες μετάνιωσαν, σταμάτησαν, παρεμποδίστηκαν, απέτυχαν ή δεν είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν το σκοπό της συνωμοσίας. Ακόμα και σε περίπτωση που κατηγορούμενος αθωωθεί στην κατηγορία για διάπραξη ενός αδικήματος δεν έπεται ότι θα πρέπει να απαλλαγεί και στην κατηγορία για συνωμοσία διάπραξης εκείνου του αδικήματος (βλ. Λαζάρου (ανωτέρω)).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση ο συνήγορος υπεράσπισης για τον κατηγορούμενο 1 στην τελική του αγόρευση θίγει ότι οι λεπτομέρειες του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας δεν είναι ξεκάθαρο σε ποια από τις κατηγορίες των αδικημάτων για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις παραπέμπει, με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να μην γνωρίζει με λογική βεβαιότητα την κατηγορία που αντιμετωπίζει και ως εκ τούτου θα πρέπει να απαλλαγεί από αυτή χωρίς το Δικαστήριο να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο.

 

Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση της υπεράσπισης και δεν θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε τα όσα θέσαμε προηγουμένως όταν εξετάσαμε το εγειρόμενο ζήτημα της ελαττωματικότητας του κατηγορητηρίου. Αναφορικά όμως με την κατηγορία 1 να επισημάνουμε ότι αυτή στρέφεται εναντίον και των δύο κατηγορούμενων και αφορά συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος για την περίοδο του Μαρτίου του 2019. Από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας είναι ξεκάθαρο ότι αφορά την εξασφάλιση του ποσού των €20.000 όταν ο κατηγορούμενος 2 ανέφερε στον ΜΚ1 ότι θα χρησιμοποιείτο ως εγγύηση για να αφεθεί ελεύθερος ο κατηγορούμενος 1 που κρατείτο από τις Βρετανικές Βάσεις. Οι κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο και αφορούν την απόσπαση του ποσού αυτού είναι οι κατηγορίες 62 και 68. Συνεπώς η κατηγορία 1 είναι σαφέστατη και ο κατηγορούμενος 1 επουδενί καλείται να κάνει εικασίες για να εξάξει συμπέρασμα ως προς το τι αντιμετωπίζει.

 

Επί της ουσίας τώρα της κατηγορίας, έχουμε αναφέρει προηγουμένως ότι για απόδειξη του αδικήματος της συνωμοσίας απαιτείται συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων για επίτευξη παράνομου σκοπού. Από την αποδεκτή μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας και ειδικότερα από τον ίδιο τον ΜΚ1, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 συμφώνησαν να αποσπάσουν από τον τελευταίο το χρηματικό ποσό των €20.000, προβάλλοντας ως λόγο ότι ο κατηγορούμενος 1 κρατείτο δήθεν από τις αρχές των Βρετανικών Βάσεων και για να αφεθεί ελεύθερος έπρεπε να καταβληθεί το εν λόγω ποσό ως εγγύηση. Για να πεισθεί μάλιστα ο ΜΚ1 να δώσει το ποσό αυτό, του λέχθηκε από τον κατηγορούμενο 2 ότι η αστυνομία των βάσεων θα συλλάμβανε και τον ίδιο αφού θα άνοιγαν τα τηλεπικοινωνιακά του δεδομένα του κατηγορούμενου 1 και θα διαπίστωναν την μεταξύ τους επικοινωνία. Η προβολή του συγκεκριμένου λόγου αποδεικνύει και τη μεταξύ των δύο κατηγορούμενων συμφωνία για απόσπαση από τον ΜΚ1 του χρηματικού ποσού με ψευδείς παραστάσεις. Δεν είναι λογικό ο κατηγορούμενος 2 να γνωρίζει περί επικοινωνίας του ΜΚ1 με τον κατηγορούμενο 1 χωρίς να του το έχει πει ο τελευταίος και μαζί να συμφώνησαν να το θέσουν στον ΜΚ1 έχοντας ως σκοπό να του αποσπάσουν χρήματα.  Επί αυτής της κατηγορίας απόλυτα σχετική και σημαντική είναι και η μαρτυρία του ΜΚ2 ο οποίος ανέφερε ότι μετά από έρευνα διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε συνελήφθηκε από τις Βρετανικές Βάσεις. Προς τούτο κατατέθηκε και το ημερολόγιο ενεργείας τεκμήριο 26 αλλά αποτελεί και εύρημα του Δικαστηρίου. Είναι συνεπώς κατάληξη μας ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 συνωμότησαν μεταξύ τους για να αποσπάσουν από τον ΜΚ1 με ψευδείς παραστάσεις το χρηματικό ποσό των €20.000.

 

Οι κατηγορίες 6-64 στρέφονται εναντίον του κατηγορούμενου 1 με προσαπτόμενο, στην καθεμιά, αδίκημα, αυτό της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα. Οι λεπτομέρειες των εν λόγω κατηγοριών καλύπτουν την περίοδο Ιανουαρίου 2017 μέχρι τον Απρίλιο του 2019 και αφορούν την απόσπαση διαφόρων ποσών.

 

Η ψευδής παράσταση για τις κατηγορίες 6-14 συνίσταται στο ότι παρουσίασε στον ΜΚ1 ότι δημιούργησε επιχειρήσεις σιτηρών κάτι το οποίο δεν υφίστατο, ενώ για τις κατηγορίες 15-64, ότι δημιούργησε επιχειρήσεις σιτηρών και φάρμας με δαμασκηνές κατσίκες κάτι το οποίο και πάλι δεν υφίστατο.

 

Ερχόμενοι στην ουσία των πιο πάνω κατηγοριών, που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, τα άρθρα 297 και 298 του Κεφ.154 έχουν ως εξής:

 

«298. (1) Όποιος με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.»

 

Ο ορισμός της ψευδούς παράστασης δίδεται στο άρθρο 297 του Ποινικού Κώδικα που προβλέπει ότι:

 

«297. Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.»

 

Από την ανάγνωση των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων, προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, είναι τα ακόλουθα:

         (α) Η ύπαρξη ψευδούς παράστασης.

(β)  Η απόκτηση περιουσίας ως αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης.

(γ)  Η πρόθεση καταδολίευσης.

 

Ψευδής παράσταση είναι η παρουσίαση γεγονότος σαν υφιστάμενου ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται. Δεν είναι απαραίτητο όμως η ψευδής παράσταση να γίνεται με λόγια αλλά η συμπεριφορά και οι πράξεις του δράστη χωρίς οποιαδήποτε προφορική ή γραπτή παράσταση, είναι αρκετές. Από την άλλη, η δήλωση με αναφορά σε υφιστάμενο γεγονός είτε γίνεται προφορικά είτε γραπτά δεν χρειάζεται να είναι ρητά εκπεφρασμένη αλλά ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Νόμου αν η δήλωση λογικά και φυσιολογικά μπορεί να εξαχθεί από τον προφορικό ή γραπτό τρόπο που έγινε. Είναι όμως αναγκαίο όπως ο δράσης γνωρίζει ότι η παράσταση ήταν όντως ψευδής (βλ. B.R. v. Jones (1898) 1 Q.B. 41).

 

Η ερμηνεία του όρου «ψευδής παράσταση» δόθηκε από τον Δικαστή Buckley στην υπόθεση Re London and Globe Finance Corporation Ltd (1903) 1 Ch. 368, 370 ως ακολούθως: 

 

“To induce a man to believe that a thing is true which is false and which the person practicing the deceit knows or believe to be false.”

 

Επιπλέον, είναι αρκετό ο κατηγορούμενος με λόγια ή με συμπεριφορά να προκάλεσε στο μυαλό του θύματος μια ψεύτικη προσδοκία. Οι παραστάσεις που αποδίδονται στον κατηγορούμενο δεν είναι αρκετό να είναι ψευδείς, αλλά ο κατηγορούμενος, όταν προέβαινε σε αυτές, να γνώριζε ότι ήταν ψευδείς ή να μην πίστευε στο αληθές τους (βλ. Blackstones Criminal Practice 2020, B5.12-B5.14).

 

Το βάρος απόδειξης των ψευδών παραστάσεων, βρίσκεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής, η οποία θα πρέπει να τις αποδείξει όπως τις επικαλείται στο κατηγορητήριο.

 

 Στην υπόθεση Μιχάλη Ζένιου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 65, η ψευδής παράσταση συνίστατο στο γεγονός πως όταν ο παραπονούμενος συμφώνησε στην αγορά διαμερισμάτων και πλήρωσε προκαταβολή, οι κατηγορούμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να παραδώσουν τα δύο διαμερίσματα ενώ γνώριζαν πως η πολυκατοικία δεν μπορούσε να αποπερατωθεί γιατί δεν υπήρχε άδεια οικοδομής ούτε και μπορούσε να εκδοθεί τέτοια άδεια οικοδομής για την υπό ανέγερση πολυκατοικία κάτω από το σχετικό Νόμο.

 

Από την άλλη, η απλή παράβαση σύμβασης, παρά τις υποσχέσεις του κατηγορουμένου για εκπλήρωση των συμφωνηθέντων, δεν αποτελεί ψευδή παράσταση εντός της εννοίας του Άρθρου 297 του Ποινικού Κώδικα (βλ. Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 861).

 

Είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η περιουσία που αναφέρεται στο κατηγορητήριο ή κάποιο τμήμα της αποκτήθηκε σαν αποτέλεσμα της ισχυριζόμενης ψευδούς παράστασης. Με άλλα λόγια θα πρέπει η μαρτυρία να δείξει ότι η ψευδής παράσταση επέδρασε στο μυαλό του εξαπατηθέντος και ότι ήταν αυτή που τον ώθησε είτε πλήρως είτε μερικώς να αποξενωθεί από την περιουσία του.

 

Η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει τέλος να αποδείξει πρόθεση καταδολίευσης εκ μέρους του κατηγορουμένου.

 

Η πρόθεση καταδολίευσης κατά κανόνα τεκμαίρεται μέσα από τα γεγονότα της κρινόμενης υπόθεσης. Η πρόθεση δεν είναι πάντοτε δεκτική θετικής και άμεσης μαρτυρίας, αλλά ανευρίσκεται συνήθως ως εξυπακουόμενο γεγονός από τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως έχουν αποδειχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

Για παράδειγμα, η περίπτωση όπου λαμβάνονται χρήματα με παραστάσεις που εκ πρώτης όψεως είναι ψευδείς, τότε η πρόθεση καταδολίευσης τεκμαίρεται εκ πρώτης όψεως (βλ. R. v. Hammerson, 10 Cr. App. R. 121). χρήση ψευδών δηλώσεων ή εγγράφων για απόκτηση χρημάτων, παρά το ότι τα χρήματα θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί χωρίς αυτά, είναι μαρτυρία από την οποία δυνατό να εξαχθεί πρόθεση για καταδολίευση (βλ. επίσης RvKritz (1949) 2 All E.R).

Τέθηκε στην υπόθεση Ευθυμίου (ανωτέρω) ως προς τα στοιχεία της ψευδούς παράστασης και της πρόθεσης καταδολίευσης: 

 

«Το ψευδές της παράστασης, όπως και της πρόθεσης καταδολίευσης, που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ποινική ευθύνη σε τέτοιες περιπτώσεις ανάγεται στην ίδια την εξ αρχής βέβαια πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει, όπως ήταν και η αποδιδόμενη στο κατηγορητήριο στον Εφεσείοντα πρόθεση. Και τούτο διότιγια να θυμηθούμε το χαρακτηριστικότατο τρόπο που το έθεσε ο Bowen, L.J. (Edgington v. Fitzmaurice [1885] 29 Ch.D. 459, 483), “The state of a man´s mind is as much a fact as the state of his digestion”. Το ψευδώς παριστάμενο γεγονός είναι λοιπόν η ίδια η υποκειμενική πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους κατά το χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Η τέτοια υποκειμενική πρόθεση μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν, στο τέλος της ημέρας, την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη.».

 

Ερχόμενοι τώρα στην υπό εξέταση περίπτωση η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο 1 παράνομη συμπεριφορά έχει ως περίοδο έναρξης της τον Ιανουάριο του 2017 όταν ο πατέρας του ζήτησε από τον ΜΚ1 να βοηθήσει το γιο του (κατηγορούμενο 1) να δημιουργήσει επιχείρηση σιτηρών δανείζοντας του το ποσό των €30.000. Επί αυτής της βάσης αλλά με επίκληση παρεμφερών δικαιολογιών όπως αγορά μηχανημάτων, τρακτέρ, φορτηγού και εντομοκτόνων, κατάφερε και εξασφάλισε και άλλα ποσά. Του είχε λεχθεί ότι το ποσό που θα έδιδε θα του επιστρεφόταν οπωσδήποτε αφού για τη δημιουργία της επιχείρησης ο κατηγορούμενος 1 θα λάμβανε κρατική επιδότηση από τον ΚΟΑΠ. Μάλιστα για ποσά που δόθηκαν προβαλλόταν ότι η καταβολή της επιδότησης εξαρτιόταν από την αγορά των μηχανημάτων, του φορτηγού και των άλλων αναφερθέντων υλικών και αντικειμένων. Το πιο πάνω υπόβαθρο γεγονότων αφορά αρχικά τις κατηγορίες 6-14 αφού από τις λεπτομέρειες των ρηθέντων αδικημάτων προκύπτει ότι σχετίζονται μόνο με την επικαλούμενη επιχείρηση σιτηρών. Οι υπόλοιπες κατηγορίες (15-64), περιλαμβάνουν και τη φάρμα δαμασκηνών κατσικών με τις οποίες θα ασχοληθούμε πιο κάτω, καθαρά για σκοπούς αποφυγής σύγχυσης αφού η ισχυριζόμενη δημιουργία φάρμας με τις δαμασκηνές κατσίκες επακολούθησε και συνυπήρξε της επιχείρησης σιτηρών.

 

Επανερχόμενοι, το ερώτημα που τίθεται είναι καταρχάς αν ο ΜΚ1 έδωσε στον κατηγορούμενο 1 τα χρήματα που αναφέρονται στις κατηγορίες 6-14. Επί αυτού δεν έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι όντως ο παραπονούμενος έδωσε τα εν λόγω ποσά στον κατηγορούμενο 1. Το αν δόθηκαν στον ίδιο προσωπικά ή και στο πρόσωπο με το όνομα ΝΛ δεν υπέχει οποιαδήποτε σημασία. Από την αποδεκτή μαρτυρία του ΜΚ1, τέθηκε ότι το πρόσωπο αυτό μετέβαινε στο χημείο του τελευταίου για παραλαβή ποσών κατόπιν προηγούμενης συνεννόησης του (του ΜΚ1) με τον κατηγορούμενο 1. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το τεκμήριο 30 όπου περιλαμβάνονται επιταγές με εκδότη τον ΜΚ1 και προς όφελος του ΝΛ. Το ότι τα χρήματα αυτά κατέληγαν στον κατηγορούμενο αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου αφού από την αποδεκτή  μαρτυρία προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε λογαριασμό διότι ήταν στο ΚΑΠ και του έλεγε σε σχέση με τις επιταγές να αφήνει ανοικτό το όνομα για να μπορεί να τις εξαργυρώνει, εξ ου και στις επιταγές του τεκμηρίου 30 αναγράφεται και το όνομα των γονέων του, ΠΗ και ΜΗ.  Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε ότι ο το αρχικό ποσό των €30.000 δόθηκε στον κατηγορούμενο 1 όταν αυτός επισκέφθηκε το χημείο του ΜΚ1 και παρέλαβε το ποσό. Αναφορικά με τα ποσά που αποσπάστηκαν για την περίοδο Ιανουαρίου 2017 μέχρι Μάιο του ίδιου έτους προκύπτει από τα τεκμήρια 2 και 4 ότι δόθηκε στον κατηγορούμενο 1 το ποσό των €3.500 με τρεις επιταγές που εκδόθηκαν στις 24/2/2017, 25/2/2017 και 3/3/2017 για τα ποσά των €1500, €1000 και €1000 αντίστοιχα (κατηγορίες 8,9 και 11) ενώ καταβλήθηκε και το ποσό των €70.500 σε πέντε περιπτώσεις (κατηγορίες 7,10,12,13 και 14). Το αρχικό ποσό των €30.000 και που αφορά η κατηγορία 1 δόθηκε σε μετρητά στον κατηγορούμενο 1.

Θεωρούμε ορθό εδώ να σχολιάσουμε την υπερασπιστική γραμμή του κατηγορούμενου 1 και που σχετίζεται με τα ποσά που δέχεται ότι δόθηκαν σε αυτόν με αναφορά και σε συγκεκριμένα ποσά. Η θέση που προωθήθηκε και υποβλήθηκε στον ΜΚ1, είναι ότι τα μόνα ποσά που καταβλήθηκαν ήταν μέσω επιταγών και κάποιες από αυτές αφορούσαν την συντήρηση των αλόγων που ο ΜΚ1 είχε στην ιδιοκτησία του και που διατηρούσε στη φάρμα αλόγων του ΜΥ3. Τα ποσά αυτά φαίνονται στις επιταγές που καταγράφονται στο τεκμήριο 2. Να υπενθυμίσουμε ότι στην ανώμοτη δήλωση του ο κατηγορούμενος 1 ανέφερε ότι το μηνιαίο κόστος συντήρησης των αλόγων ανερχόταν σε €1500-€2000 και κάποτε και περισσότερα. Να υπενθυμίσουμε επίσης ότι από το τεκμήριο 2 και από μια απλή πρόσθεση των ποσών προκύπτει ότι τα ποσά των επιταγών δεν συνάδουν με το απαιτούμενο κόστος αφού είναι κατά πολύ λιγότερα. Πέραν τούτου όμως η επίκληση των επιταγών ως έξοδα συντήρησης των αλόγων ήταν ένας βολικός τρόπος για να δικαιολογήσει ο κατηγορούμενος την ύπαρξη τους αφού δεν υπήρχε τρόπος να αποφευχθεί η παρουσίαση τους στο Δικαστήριο, σε αντίθεση με την καταβολή των μετρητών που ο ΜΚ1 αν και έδιδε μεγάλα ποσά δεν ζητούσε να λάβει κάποια απόδειξη. Η διασύνδεση τους με την συντήρηση των αλόγων ήταν η πιο εύκολη οδός. Η προσπάθεια αυτή όμως δεν έχει επιτυχή κατάληξη για το λόγο που αφενός θέσαμε πιο πάνω και αφετέρου ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας τα έξοδα των αλόγων του καλύπτονταν από τις αναλύσεις που ο ΜΚ1 προέβαινε σε άλογα που διατηρούσαν στην φάρμα τους και ανήκαν σε άλλους ιδιοκτήτες. Σε περίπτωση που υπήρχε οφειλόμενο ποσό ο ΜΥ3 θα ανέφερε στον ΜΚ1 ότι χρωστούσε λεφτά για τη συντήρηση των αλόγων του. Περαιτέρω, τέθηκε από τον ΜΚ1 ότι το 2014 άφησε τα άλογα για να τα εκμεταλλευτούν οι ίδιοι. Η αναγνώριση της απόδειξης του τεκμηρίου 10 από τον ΜΚ1 ότι φέρει το όνομα του δεν αποδεικνύει οτιδήποτε άλλο πέραν του τι καταγράφεται ως περιεχόμενο. Υπήρξε επίσης αμφισβήτηση και για το ποσό της επιταγής των €80.000. Από την αποδεκτή μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον προέκυψε ότι και αυτή η επιταγή εκδόθηκε από τον ΜΚ1 που την άφησε ανοικτή και ο πατέρας του στον οποίο την παρέδωσε, τη συμπλήρωσε με το όνομα του, την εξαργύρωσε και του έφερε τα χρήματα και αυτός τα έδωσε στον κατηγορούμενο 1. Συνεπώς κρίση μας είναι ότι τόσο τα ποσά των επιταγών δόθηκαν από τον ΜΚ1  στον κατηγορούμενο 1 αλλά και τα ποσά των μετρητών.

 

Το επόμενο ερώτημα που χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο υπήρξε ψευδής παράσταση από πλευράς κατηγορούμενου 1 για να αποσπάσει τα χρήματα που αναφέρονται στο κατηγορητήριο αρχικά  για την ισχυριζόμενη δημιουργία επιχείρησης σιτηρών.

 

Η μοναδική μαρτυρία που προσκομίστηκε ως προς αυτό το ζήτημα προήλθε από  τον ΜΚ1. Επί αυτού, πέραν γενικής υποβολής από πλευράς υπεράσπισης ότι δεν έγινε κάτι τέτοιο δεν υπήρξε αντεξέταση ως προς αυτό το στοιχείο. Ο λόγος είναι προφανής  αφού άξονας της εκδοχής του κατηγορούμενο 1 και που τέθηκε στον παραπονούμενο, ήταν ότι η συμφωνία που υπήρξε μεταξύ των δύο ήταν η δημιουργία φάρμας με υποστατικά για την εξαγωγή δαμασκηνών κατσικών. Έχουμε ήδη αποφανθεί ως προς την αξιοπιστία του ΜΚ1 και έχουμε αποδεχθεί τη μαρτυρία του ως καθόλα αξιόπιστη. Σημαντικό στοιχείο εδώ που ανάμεσα στα άλλα αποδεικνύει το ψευδές των παραστάσεων του κατηγορούμενου με σκοπό να πείσει τον ΜΚ1 να δώσει αρχικά τις €30.000 και στη συνέχεια και περαιτέρω ποσά είναι ότι το ποσό που θα έδινε ήταν εξασφαλισμένο αφού θα λάμβανε επιδότηση από τον ΚΟΑΠ γεγονός που και πάλι δεν υφίστατο αφού ουδέποτε υποβλήθηκε τέτοιο αίτημα  στο αρμόδιο τμήμα. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι ο κατηγορούμενος εξ αρχής είχε σκοπό να αποσπάσει τα χρήματα από τον ΜΚ1 με σκοπό την καταδολίευση του. Η επικαλούμενη δημιουργία επιχείρησης σιτηρών με την πρόσθετη εξασφάλιση του ποσού μέσω ΚΟΑΠ επέδρασαν στο μυαλό του ΜΚ1 έτσι ώστε να δώσει τα ποσά στον κατηγορούμενο 1. Κάτι τέτοιο  βέβαια δεν υφίστατο αφού ούτε σιτηρά είχαν σπαρθεί ούτε και επιχείρηση δημιουργήθηκε.

 

Αναφορικά τώρα με τις κατηγορίες 15-64 απλώς να υπενθυμίσουμε ότι τα ποσά που περιλαμβάνονται στις λεπτομέρειες των αδικημάτων φέρονται ότι δόθηκαν από τον ΜΚ1 στον κατηγορούμενο 1 και για τη δημιουργία επιχείρησης σιτηρών και φάρμας με δαμασκηνές κατσίκες αφού μετά που ο τελευταίος είχε παραστήσει στον πρώτο ότι θα δημιουργούσε επιχείρηση σιτηρών, του είπε ότι θα εξήγαγε και κατσίκες.

Η θέση τώρα που υποβλήθηκε στον ΜΚ1 είναι ότι συμφώνησε με τον κατηγορούμενο 1 να δημιουργήσουν επιχείρηση αγοράς και εξαγωγής δαμασκηνών κατσικών στις Αραβικές χώρες και προς τούτο δημιουργήθηκε υποστατικό δίπλα από τη φάρμα αλόγων που διατηρούσε ο ΜΥ3 και αγοράστηκαν και ζώα. Ήταν επίσης θέση της υπεράσπισης ότι εγκέφαλος της όλης επιχείρησης ήταν ο ίδιος ο ΜΚ1. Οι εν λόγω θέσεις έχουν βέβαια απορριφθεί από τον ΜΚ1.

 

Θα πρέπει αρχικά να πούμε ότι υπάρχει ουσιαστική αντίφαση στις θέσεις που προωθήθηκαν από τον κατηγορούμενο 1. Από τη μια προτάσσει ότι ο ΜΚ1 δεν είχε την οικονομική δυνατότητα, με βάση τις απολαβές του, να δώσει τα χρήματα για την δημιουργία της επιχείρησης που περιλάμβανε προφανώς και την αγορά δαμασκηνών κατσικών με αυξημένη τιμή λόγω της ράτσας τους, και από την άλλη ότι ήταν ο εγκέφαλος της όλης επιχείρησης η οποία απαιτούσε και την κατασκευή υποστατικών για τη φιλοξενία των ζώων τα οποία θα αγοράζονταν ή και αγοράστηκαν. Σε αυτό το εγχείρημα, πάντα κατά τη θέση της υπεράσπισης, είχε εμπλοκή και η ΜΚ15, λόγω της θέσης στις κτηνιατρικές υπηρεσίες. Να τονίσουμε εδώ ότι ο κατηγορούμενος 1 στην κατάθεση του στην αστυνομία δήλωσε ότι ο ΜΚ1 συνείσφερε για την περί ου ο λόγος επιχείρηση €150.000-€200.000. Άλλα τόσα συνείσφερε και ο ίδιος.

 

Τα πιο πάνω δεν αποτελούν τίποτε άλλο από ένα ψευδές κατασκεύασμα του κατηγορούμενου 1 με σκοπό να αποσπάσει χρήματα από τον ΜΚ1. Προηγήθηκε η δημιουργία επιχείρησης για τσιμέντα, δεδομένης της εγγραφής εταιρείας μέσω του ΜΚ13, όπου του είχε δοθεί και πάλι το ποσό των €30.000. Ακολούθησε η δήθεν επιχείρηση για σιτηρά όπου απέσπασε και πάλι χρήματα από τον παραπονούμενο ο οποίος και κρίθηκε ως το κατάλληλο θύμα για να αποσπά χρήματα από αυτόν γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο κύκλος εργασιών του χημείου που διατηρούσε ήταν αρκετά προσοδοφόρος. Έπρεπε όμως να επινοεί συνεχώς την δήθεν δημιουργία επιχειρήσεων έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η καταδολίευση του ΜΚ1 του οποίου οφείλουμε να πούμε η αφέλεια και εμπιστοσύνη, τουλάχιστον αρχικά που έδειξε στον κατηγορούμενο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Σε κάθε περίπτωση όμως εδώ δεν αφορά η συμπεριφορά του ΜΚ1 αλλά κατά πόσο οι ενέργειες που αποδίδονται στον κατηγορούμενο στοιχειοθετούν τα αδικήματα που έχουν προσαχθεί εναντίον του. Περί τούτου δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία. Ούτε επιχείρηση εξαγωγής κατσικών δημιουργήθηκε μεταξύ τους αλλά ούτε και δαμασκηνές κατσίκες αγοράστηκαν για εξαγωγή τους στις Αραβικές χώρες στα πλαίσια συνεργασίας του με τον ΜΚ1, ως ήταν η εκδοχή του. Οι ΜΚ που κλήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή και κατέθεσαν σε σχέση με το ζήτημα αυτό και αναφερόμαστε στους ΜΚ4-ΜΚ8 και των οποίων η μαρτυρία έγινε αποδεκτή απέκλεισαν ουσιαστικά ακόμη και το ενδεχόμενο ο κατηγορούμενος 1 να ασχολήθηκε με την εξαγωγή κατσικών στον αριθμό που έθεσε ότι ασχολήθηκε και πάντα εντός του πλαισίου συνεργασίας του με τον ΜΚ1. Δεν χρειάζεται θεωρούμε να επαναλάβουμε τη μαρτυρία των εν λόγω ΜΚ. Να πούμε όμως για το χώρο που χρειάζεται να φιλοξενηθούν 3000 δαμασκηνές κατσίκες, το προσωπικό που απαιτείται για τη φροντίδα τους μη εξαιρουμένης και της ιατρικής αφού πρόκειται για πολύ ευαίσθητα ζώα και τα έξοδα που απαιτούνται επί καθημερινής βάσης για τη διατροφή τους. Ως εξωπραγματική θεωρήθηκε τόσο η μεταφορά τους στα κατεχόμενα εν μία νυκτί (εκδοχή του κατηγορούμενου 1) όσο και η αύξηση 3000 ζώων σε 14000 σε περίοδο 2 χρόνων ανεξαρτήτως του ερωτήματος από που αγοράστηκε αυτός ο αριθμός των ζώων, ποια η αξία τους, ποια ήταν η πηγή των χρημάτων για την αγορά τους και που φιλοξενήθηκαν όταν ο αριθμός τους ανήλθε στις 14000. Το τιμολόγιο που κατατέθηκε από τον ΜΚ5 αφορά για αγορά σε μία μόνο περίπτωση ζωοτροφών για τον Φεβρουάριο του 2017 δεν βοηθά την εκδοχή της υπεράσπισης αφού πρόκειται για τροφές που μπορούν να καταναλωθούν και από άλογα. Υπενθυμίζουμε ότι από την αποδεκτή μαρτυρία τέθηκε ότι για συντήρηση 3000 ζώων απαιτούνται τροφές περί τα €600 ημερησίως.  Να διευκρινίσουμε ότι τα όσα θέτουμε δεν διαφοροποιούν το δεδομένο ότι το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής. Αποδεικνύουν ακριβώς την υπόθεση της και ότι ο ΜΚ1 ουδέποτε δημιούργησε επιχείρηση εξαγωγής κατσικών με τον κατηγορούμενο 1 και ούτε γνώριζε ή και αναμίχθηκε σε τέτοια επιχείρηση. Η δήθεν επιχείρηση ήταν το μέσο για να αποσπά ο κατηγορούμενος 1 ποσά από τον ΜΚ1 με σκοπό την καταδολίευση του. Αναφορικά με τα ποσά που αναφέρονται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών 15-64, έχουμε ασχοληθεί πιο πάνω. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος 1 απέσπασε τα εν λόγω ποσά από τον ΜΚ1. Η θέση του ότι δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τα δώσει δεν γίνεται δεκτή ανεξαρτήτως των δηλώσεων του στον φόρο εισοδήματος. Σχολιάζοντας τέλος και για τα τηλεφωνήματα που δέχθηκε ο ΜΚ1 από άγνωστα πρόσωπα που του ζητούσαν χρήματα για δήθεν πώληση κατσικών, δεν μπορούμε παρά να καταλήξουμε ότι προέρχονταν και ήταν από ενέργειες του κατηγορούμενου 1 για να εμπλέξει τον ΜΚ1 για να αποσπάσει ακόμα περισσότερα χρήματα για κάτι το οποίο ούτε γνώση είχε αλλά ούτε και εμπλοκή. Δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά η επικοινωνία αγνώστων προς τον ΜΚ1 προσώπων.

 

Αντιμετωπίζει περαιτέρω ο κατηγορούμενος 1 και την κατηγορία 65 για το αδίκημα της απειλής κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«91Α. Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόµο ή ανησυχία απειλώντας τον µε βία ή άλλη παράνοµη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκηµα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη».

 

Στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφεση 41/2021 ημερ. 28/9/2022, ECLI:CY:AD:2022:B369 τέθηκαν τα εξής ως προς το εν λόγω αδίκημα:

 

«Προκύπτει συνεπώς ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι α) η απειλή (άσκησης) βίας ή (τέλεσης) παράνομης πράξης ή παράλειψης κατά προσώπου β) που του προκαλεί τρόμο ή ανησυχία.

 

 Το τι συνιστά απειλή, είναι ζήτημα πραγματικό, το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Ειδικότερα, κρίνεται αντικειμενικά, από το περιεχόμενο των όσων εκστομίζονται, ως και το αποτέλεσμα που αυτά προκαλούν στο πρόσωπο που απευθύνονται. Κενή απειλή, δηλαδή απειλή λόγω του εξωπραγματικού χαρακτήρα της ή των συνθηκών κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε, δεν στοιχειοθετεί πρόθεση εκφοβισμού (βλ. Ν. Νετζίηπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1). Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Κούσουλος ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 119/2021, ημερομηνίας 20.1.2022, ECLI:CY:AD:2022:B13η οποία αφορούσε το αδίκημα της απειλής κατά παράβαση του Άρθρου 91Α του ΚΕΦ. 154 είναι σχετικό:

 

 «Στη Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1, όπου εξετάστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 91(γ) του Κεφ. 154, αναφέρθηκε ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ αντικειμένου τη δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος. Τα αποφασισθέντα σ΄ εκείνη την υπόθεση εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και στην παρούσα.

 

Ως προς την πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας στον απειλούμενο αυτό εξετάζεται με βάση την υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου. Σχετική είναι η αγγλική υπόθεση DPP vRamos [2000] All E.R. (D) 544, όπου εξετάστηκε το Άρθρο 4 του αγγλικού Public Order Act 1986, που αφορά το αδίκημα «fear or provocation of violence» όπου τονίστηκε ότι αυτό που έχει σημασία είναι η υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου, παρά τη στατιστική πιθανότητα άσκησης βίας σε σύντομο χρόνο.

 

Ο κατηγορούμενος πρέπει να είχε πρόθεση εκφοβισμού του παραπονούμενου, έστω και αν δεν είχε σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας ή παράνομη πράξη. Αυτή είναι η ένοχη διάνοια για τη διάπραξη του αδικήματος.»

 

 Σ’ ό,τι αφορά την ένοχη διάνοια παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Sweet vParsley [1970] A.C. 132 σελίδα 148:

 

«Ι dealt with this matter at some length in Warner’s case [1969] 2 A.C. 256. On reconsideration I see no reason to alter anything which I there said. But I thing that some amplification is necessary. Our first duty is to consider the words of the Act: if they show a clear intention to create an absolute offence that is an end of the matter. But such cases are very rare. Sometimes the words of the section which creates a particular offence make it clear that mens rea is required in one form or another. Such cases are quite frequent. But in a very large number of cases there is no clear indication either way. In such cases there has for centuries been a presumption that Parliament did not intend to make criminals of persons who were in no way blameworthy in what they did. That means that whenever a section is silent as to mens rea there is a presumption that, in order to give effect to the will of Parliament, we must read in words appropriate to require mens rea.”».

 

Στην εδώ περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος 1 εκστόμισε την φράση στον ΜΚ1 ότι δηλαδή « Δεν φοβάμαι κανένα, παίζω και σε σένα και εκείνο». Η εν λόγω φράση λέχθηκε στον παραπονούμενο όταν ο τελευταίος αντιλαμβανόμενος πλέον ότι με ψεύδη ο κατηγορούμενος 1 του είχε αποσπάσει τα λεφτά του είπε ότι θα επισκεπτόταν συγκεκριμένο δικηγόρο για διασφάλιση προφανώς των δικαιωμάτων του.

 

Το ότι η πιο πάνω φράση έχει απειλητικό χαρακτήρα εν τη εννοία του νόμου δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. Το ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι αρχικά αν ο κατηγορούμενος 1 είχε πρόθεση εκφοβισμού του ΜΚ1 και στη συνέχεια αν η εκτοξευθείσα απειλή ήταν κενή περιεχομένου.

 

Κρίση μας είναι ότι και πρόθεση εκφοβισμού είχε και η απειλή δεν ήταν κενή περιεχομένου. Ο κατηγορούμενος με κάθε ευκαιρία προβαλλόταν ως το πρωτοπαλίκαρο προσώπου που φέρεται να είχε εγκληματική δράση. O ΜΚ1 εξιστόρησε με κάθε λεπτομέρεια το τι βίωσε από την συμπεριφορά του κατηγορούμενου και τον φόβο που ένιωθε τόσο για τον ίδιο πόσο μάλλον για τα παιδιά και την οικογένεια του. Είχε καταγγελθεί από τον κατηγορούμενο ακόμη και για απόπειρα φόνου εναντίον του και που είχε ως αποτέλεσμα να καλείται για να δώσει εξηγήσεις στην αστυνομία. Του πρόσαψε το αναληθές ότι είχε δεσμό με την γραμματέα του κάτι που θα δημιουργούσε πρόβλημα στο γάμο του αν, ως ο ίδιος εξήγησε, δεν είχαν κάποιο επίπεδο για να το αντιμετωπίσουν και το ζήτημα να λήξει χωρίς περαιτέρω προβλήματα. Συνεπώς ο κατηγορούμενος 1 είχε κάθε λόγο και σκοπό να εκφοβίσει τον ΜΚ1 την στιγμή μάλιστα που τα γεγονότα με τυχόν καταγγελία του τελευταίου στην αστυνομία, κατόπιν σύστασης του δικηγόρου του, σύσταση η οποία έγινε ανεξάρτητα αν αρχικά ο ΜΚ1 δεν προέβηκε στην καταγγελία, δεν θα ήταν τόσο καλά τα πράγματα για τον ίδιο τον κατηγορούμενο αντιλαμβανόμενος την τροπή που δυνατόν να έπαιρναν τα γεγονότα. Να προσθέσουμε εδώ παρενθετικά ότι η αντίδραση του αυτή καταδεικνύει και την αναλήθεια και το ανυπόστατο των παραστάσεων του για απόσπαση των χρημάτων. Αν όντως υπήρχε συνεργασία μεταξύ τους για τη δημιουργία επιχείρησης δεν θα υπήρχε λόγος να απειλήσει τον ΜΚ1 αλλά ούτε και ο τελευταίος να του πει ότι θα επισκεπτόταν τον δικηγόρο του. Ως εκ τούτου κρίνουμε ότι ο κατηγορούμενος 1 εκστόμισε την απειλή προς τον ΜΚ1 για να τον εκφοβίσει και που πράγματι προκάλεσαν τρόμο στον αποδέκτη της. Το αν θα εκτελούσε την απειλή του είναι πράγμα αδιάφορο. Ο τρόμος αυτός αποτυπώθηκε στον τρόπο που ενήργησε, αφού αν και επισκέφθηκε τον δικηγόρο του που τον παρότρυνε να καταγγείλει την υπόθεση στην αστυνομία εν τούτοις δεν το έπραξε ακριβώς λόγω του ότι τρομοκρατήθηκε από τις απειλές του.

 

Το αδίκημα της κατηγορίας 66 για την απειλή βιαιοπραγίας, κατά παράβαση του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα προϋποθέτει επίσης την απόδειξη ότι η απειλή έχει πραγματικό έρεισμα ως και το αδίκημα της απειλής του άρθρου 91Α που εξετάσαμε αμέσως προηγουμένως (βλ. Ιωσήφ (ανωτέρω)). Η διαφοροποίηση που υπάρχει μεταξύ των δύο άρθρων είναι ότι, με βάση το λεκτικό της επίδικης  διάταξης (91(γ)), θα πρέπει η απειλή να έχει σκοπό να υποκινήσει οποιοδήποτε πρόσωπο από το είτε να διενεργήσει πράξη την οποία δεν έχει νομική υποχρέωση να διενεργήσει είτε για να παραλείψει πράξη την οποία αυτό έχει νοµικό δικαίωµα να διενεργήσει.

 

Στην εδώ περίπτωση έχουμε αποφανθεί ότι η φράση που εκστόμισε ο κατηγορούμενος 1 αποτελεί απειλή. Έχουμε επίσης αναφέρει ότι η απειλή εκτοξεύθηκε όταν του λέχθηκε από τον ΜΚ1 ότι θα επισκεπτόταν τον δικηγόρο του όταν αντιλήφθηκε ότι του είχε αποσπάσει χρήματα με ψευδείς παραστάσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΜΚ1 είχε κάθε δικαίωμα να επισκεφθεί τον δικηγόρο του στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης και τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι η απειλή που δέχθηκε είχε σκοπό να τον αποτρέψει από το να παραλείψει να επισκεφθεί τον δικηγόρο του που όπως αναφέραμε είχε κάθε δικαίωμα να επισκεφθεί.

 

Να διευκρινίσουμε τέλος ότι η διάπραξη του αδικήματος που προβλέπει το άρθρο 91Α δεν αποκλείει και τη διάπραξη του αδικήματος του άρθρου 91(γ) όταν από την αποδεκτή μαρτυρία στοιχειοθετούνται και τα δύο.

 

Προσάπτεται επίσης στον κατηγορούμενο 1 και αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση του  Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου188(Ι)/2007 (κατηγορία 67).

 

Το άρθρο 4(1)(2) προνοεί τα ακόλουθα:

 

 

«4(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο ενώ (α) γνωρίζει ή (β) όφειλε να γνωρίζει ότι οποιαδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί 1 έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, προβαίνει σε οποιαδήποτε από όπως πιο κάτω ενέργειες:

 ……………………………………………………………………………………………

 

(iii) αποκτά, κατέχει ή χρησιμοποιεί τέτοια περιουσία

 

……………………………………………………………………………………………

 

(2) Για σκοπούς του εδαφίου (1):

 

(α) ∆εν έχει καµιά σηµασία κατά πόσο οι παράνοµες δραστηριότητες υπόκεινται ή όχι στη δικαιοδοσία των Κυπριακών ∆ικαστηρίων·

 

(β) τα αδικήµατα νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες δύνανται να διαπραχθούν και από τους δράστες γενεσιουργών αδικηµάτων·

 

(γ) η γνώση, πρόθεση ή σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία αδικηµάτων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δύνανται να συναχθούν από αντικειµενικές πραγµατικές περιστάσεις· 

 

(δ) δεν απαιτείται προηγούµενη ή ταυτόχρονη καταδίκη για γενεσιουργό αδίκηµα, από το οποίο προήλθαν έσοδα· 

 

(ε) δεν απαιτείται να αποδειχθεί η ταυτότητα του προσώπου που διέπραξε τις παράνοµες δραστηριότητες από τις οποίες προήλθαν τα έσοδα·

(στ) καταδίκη για τα αναφερόµενα στο εδάφιο (1) αδικήµατα είναι δυνατή σε περίπτωση που µε βάση αντικειµενικές πραγµατικές περιστάσεις στοιχειοθετείται ότι η περιουσία προήλθε από παράνοµες δραστηριότητες, χωρίς να απαιτείται η στοιχειοθέτηση όλων των πραγµατικών στοιχείων ή όλων των περιστάσεων που σχετίζονται µε τις εν λόγω παράνοµες δραστηριότητες.

…………………………………………………………………………………………….

Διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση δεκατεσσάρων ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (500.000) ή και με όπως δύο αυτές ποινές στην περίπτωση (α) πιο πάνω, και με φυλάκιση πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000) ή και με όπως δύο αυτές ποινές στην περίπτωση (β) πιο πάνω.»

 

«Γενεσιουργό αδίκημα» σύμφωνα με το άρθρο 5 του ίδιου Νόμου είναι οποιοδήποτε αδίκημα, καθορίζεται ως ποινικό αδίκηµα από νόµο της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας.

 

«Έσοδο» δε σύμφωνα με το άρθρο 2 του ιδίου Νόμου αποτελεί οποιαδήποτε μορφής περιουσία ή οικονομικό όφελος που προήλθε άμεσα ή έμμεσα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.»

 

Το άρθρο 7 του Νόμου 188(Ι)/2007 θέτει το πλαίσιο και τα στοιχεία που το Δικαστήριο εξετάζει για να καταλήξει ως προς το κατά πόσο αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες και το οποίο θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε.

 

«7. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόµου-

 

(α) Λογίζονται ως έσοδα του κατηγορουµένου από παράνοµες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες όλες οι πληρωµές οι οποίες καταβλήθηκαν σ’ αυτόν ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο είτε πριν είτε µετά την έναρξη της ισχύος του Νόµου αυτού σε σχέση µε παράνοµες δραστηριότητες ή µε αδίκηµα νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες, ανεξάρτητα αν αυτό έχει διαπραχθεί από τον ίδιο τον κατηγορούµενο ή από άλλο πρόσωπο˙ 

 

(β) τα έσοδα του κατηγορουµένου από παράνοµες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες είναι το σύνολο των πληρωµών ή αµοιβών οι οποίες έχουν καταβληθεί σ’ αυτόν ή το προϊόν παράνοµων δραστηριοτήτων ή αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες ή έσοδα όπως ο όρος αυτός ερµηνεύεται στο άρθρο 2 του παρόντος Νόµου.

 

(2) Το ∆ικαστήριο, για να διαπιστώσει κατά πόσο ο κατηγορούµενος απεκόµισε έσοδα από παράνοµες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες και για να υπολογίσει το ύψος των εσόδων του, δύναται, εκτός αν στη συγκεκριµένη περίπτωση καταδειχθεί το αντίθετο, να υποθέσει ότι—

(α) Οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο κατηγορούµενος µετά τη διάπραξη της εν λόγω παράνοµης δραστηριότητας ή του εν λόγω αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες ή απέκτησε ή µεταβιβάστηκε σε αυτόν οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του αποτελεί έσοδο, πληρωµή ή αµοιβή από παράνοµες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες ˙

(β) κάθε δαπάνη του κατηγορουµένου κατά τη διάρκεια της πιο πάνω περιόδου έχει γίνει από τα έσοδα του κατηγορουµένου από παράνοµες δραστηριότητες ή αδίκηµα νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες ή πληρωµές ή αµοιβές οι οποίες καταβλήθηκαν σε αυτόν σε σχέση µε τη διάπραξη από τον ίδιο παράνοµων δραστηριοτήτων ή αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες ˙

 

(γ) οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο κατηγορούµενος σύµφωνα µε την παράγραφο (α) την παρέλαβε ελεύθερη από επιβαρύνσεις και συµφέροντα άλλων προσώπων για σκοπούς υπολογισµού της αξίας της: 

 

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, το ∆ικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη τα πραγµατικά περιστατικά και τα διαθέσιµα αποδεικτικά στοιχεία, συµπεριλαµβανοµένου του ότι η περιουσία ή/και οι δαπάνες του κατηγορουµένου που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) είναι δυσανάλογα ή/και δεν δικαιολογούνται από τα νόµιµα εισοδήµατά του.

 

 (3) Οι πρόνοιες του εδαφίου (2) δεν εφαρµόζονται αν- (α) Αποδειχθεί ότι δεν ισχύουν στην περίπτωση του κατηγορουµένου ή (β) το δικαστήριο κρίνει ότι θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αδικίας εις βάρος του κατηγορουµένου αν εφαρµόζονταν.

 

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο δεν εφαρµόζει τις πρόνοιες του εδαφίου (2), εκθέτει τους λόγους του για την απόφασή του αυτή. 

 

(5) Για σκοπούς υπολογισµού των εσόδων του κατηγορουµένου από παράνοµες δραστηριότητες ή τη διάπραξη αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες, αν σε προηγούµενη περίπτωση εκδόθηκε εναντίον του διάταγµα δήµευσης, το δικαστήριο δε θεωρεί έσοδα από διάπραξη γενεσιουργού αδικήµατος τα έσοδα τα οποία θα καταδειχθεί ότι λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισµό του ποσού το οποίο αναφέρεται στο προηγούµενο διάταγµα. ∆ιάταγµα δήµευσης.»

 

Στην υπόθεση Λεμονάρη ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση 212/2017 ημερ. 17/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:B150, τέθηκε σε σχέση με το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες:

 

«Όπως επισημάνθηκε στην Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 40/2015 ημερ. 25.11.2016 με αναφορά στη Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες διακρίνεται νομοθετικώς από τη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος. Τούτο γιατί ο σκοπός του Νόμου είναι η πάταξη της κατοχής, χρήσης και διαχείρισης των εσόδων της παρανομίας αφού η κατοχή και διαχείριση των εσόδων επεκτείνεται σε εύρος χρόνου πέραν του χρόνου διάπραξης του γενεσιουργού αδικήματος. Πρόκειται επομένως για αυτοτελές αδίκημα, το οποίο στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται μια από τις πέντε ενέργειες του άρθρου 4[3] του Νόμου, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι ο δράστης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι «οποιασδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος». 

 

Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες διαπράττεται και από πρόσωπο που αποκτά περιουσία ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες.

 

Αναφορικά τώρα με το στοιχείο της  γνώσης, αυτό όπως τέθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Περδίκη Ποιν. Έφεση 98/20 Σχ. με 140/20 και 142/20 ημερ. 27/5/21:

 

«…..το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες διακρίνεται νομοθετικά από τη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος[2] και σύμφωνα με το άρθρο 4(2)(δ) του Νόμου, δεν απαιτείται προηγούμενη ή ταυτόχρονη καταδίκη για γενεσιουργό αδίκημα από το οποίο προήλθαν έσοδα, στην προκειμένη περίπτωση αυτό της εμπορίας ναρκωτικών. Το δε συστατικό στοιχείο της γνώσης, μπορεί να αποδειχτεί σύμφωνα με το άρθρο 4(2)(γ) από αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις, δηλαδή με περιστατική μαρτυρία,[3] με το βάρος απόδειξης να παραμένει πάντα στους ώμους της κατηγορούσας αρχής.».

 

Στην ίδια υπόθεση Περδίκη (ανωτέρω) τέθηκε σε σχέση με την περιστατική μαρτυρία ότι:

 

«Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα ενοχής όταν δεν συμβιβάζεται με οτιδήποτε άλλο παρά με συμπέρασμα ενοχής του κατηγορούμενου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χάρπα, Ποιν. Έφ. Αρ.71/2012, ημερ.21.2.2014). Αυτό συμβαίνει όταν δεν επιδέχεται άλλη λογική ερμηνεία ή εξήγηση, συμβατή με άλλη άποψη των πραγμάτων, έτσι ώστε η ενοχή του κατηγορούμενου να προκύπτει από τη σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 687, 696 και Farooq κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ.165, 166, 169 και 170/2018, ημερ.7.9.2020)».

 

Στην εδώ περίπτωση και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της κατηγορίας 67 ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι ενώ γνώριζε ότι το ποσό των €420.000 το απέκτησε από την διάπραξη των αδικημάτων της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, συνομωσίας και απαίτησης περιουσίας με απειλές εν τούτοις το οικειοποιήθηκε και το χρησιμοποίησε.

 

Δεν χρειάζεται θεωρούμε να επαναλάβουμε τα όσα θέσαμε κατά την εξέταση των αδικημάτων της κατηγορίας 1 και των κατηγοριών 6-66. Ο κατηγορούμενος με ψευδείς παραστάσεις και εν γνώση του απέσπασε το αναφερόμενο χρηματικό ποσό. Σε αυτό περιλαμβανόταν και το ποσό των €20.000 που ήταν το αποτέλεσμα της συνωμοσίας του με τον κατηγορούμενο 2 για δήθεν ως εγγύηση για να αφεθεί ελεύθερος από ισχυριζόμενη κράτηση του. Όλα όσα παρίστανε στον ΜΚ1 για να αποσπάσει το ποσό γνώριζε όταν ήταν ψέματα και συνεπώς γνώριζε ότι το ποσό που απέσπασε ήταν έσοδο από παράνομες δραστηριότητες.

 

Η κατηγορία 70 και που στρέφεται και πάλι εναντίον του κατηγορούμενου 1 αφορά το αδίκημα της κλοπής από αντιπρόσωπο κατά παράβαση των άρθρων 255 και 270(β) του Ποινικού Κώδικα.

 

Κατηγορείται ότι παρέλαβε από τον ΜΚ1 το ποσό των €30.000 για να το καταβάλει στην εταιρεία ΤΙΤΑΝ για εμπορία τσιμέντων και αυτός το οικειοποιήθηκε.

 

Τα άρθρα επί των οποίων εδράζεται η κατηγορία 70 έχουν ως ακολούθως:

 

«255.—(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται µε δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώµατος µε καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκοµίζει οτιδήποτε που µπορεί να καταστεί αντικείµενο κλοπής µε σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη µόνιµα από αυτό:

Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγµατος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόµιµα, αν είναι θεµατοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, µε δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.

(2) (α) Ο όρος "αποκτά κατοχή" περιλαµβάνει και το να αποκτά κατοχή—

 (i) µε τέχνασµα·

(ii) µε εκφοβισµό·

 (iii) µε συνέπεια πλάνης του ιδιοκτήτη που είναι σε γνώση του αποκτώντα ότι κατοχή του αποκτώµενου αποκτήθηκε µε τέτοιο τρόπο·

(iv) µε ανεύρεση, εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που το βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης µπορεί να ανακαλυφθεί µε εύλογα διαβήµατα·

(β) ο όρος "αποκοµίζει" περιλαµβάνει κάθε µετακίνηση οποιουδήποτε πράγµατος από το χώρο τον οποίο αυτό κατέχει, προκειµένου όµως για πράγµα προσαρτηµένο, µόνο αν αυτό αποσπάστηκε εντελώς·

(γ) ο όρος "ιδιοκτήτης" περιλαµβάνει και τον ιδιοκτήτη µέρους ή αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο ή ειδική ιδιοκτησία πράγµατος το οποίο δύναται να καταστεί αντικείµενο κλοπής.

(3) ∆ύναται να είναι αντικείµενο κλοπής κάθε πράγµα που έχει αξία και που ανήκει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, προκειµένου όµως για πράγµα προσκολληµένο σε ακίνητο µετά το διαχωρισµό του από τέτοιο ακίνητο.»

270. Αν αυτό που κλάπηκε είναι ένα από τα ακόλουθα πράγµατα, δηλαδή— (α)………………………………………………………………………………………..

(β) περιουσία εµπιστευµένη στον υπαίτιο, είτε σε µόνο του, είτε µαζί µε άλλο, για την ασφαλή φύλαξη από αυτό, ή χρήση, πληρωµή, ή παράδοση αυτής ή µέρους της ή οποιουδήποτε προϊόντος που απορρέει από τη διάθεση, για οποιοδήποτε σκοπό ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο·

(γ)………………………………………………………………………………………».

 

Στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Ποιν. Έφεση Αρ.13/21 ημερ.7/12/21, αναφέρονται τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ως αυτά προκύπτουν από το λεκτικό του.

«Το αδίκημα της κλοπής προβλέπεται στο Άρθρο 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154[1]. Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι η (α) δόλια, (β) ιδιοποίηση (γ) περιουσίας (δ) που ανήκει σε άλλο, (ε) με σκοπό ο ιδιοκτήτης της να την στερηθεί μόνιμα. Ιδιοποίηση της περιουσίας συντελείται όταν αυτή αποκτάται χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Έστω και εάν την αποκτήσει νόμιμα, εάν μετά τη διαθέσει με τρόπο που δεν έχει τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, συντελείται η ιδιοποίηση.»

 

Εκτενής ανάλυση του άρθρου 255 με αναφορά και στην έννοια «fraudulently» γίνεται στην υπόθεση Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, όπου τέθηκαν τα εξής:

 

«Στο Άρθρο 255 του Κεφ. 154 το οποίο αφορά το αδίκημα της κλοπής ορίζεται και η έννοιά της. Στην υπόθεση Ζησιμίδης ν. Δημοκρατίας (1978) 2 C.L.R. 382, έγινε πλήρης ανάλυση της νομολογίας από το Larceny Act 1916 που ίσχυε στην Αγγλία μέχρι και το Theft Act 1968 που αντικατέστησε αυτό μεταγενέστερα. Στην υπόθεση αναφέρθηκε επίσης η R. v. Cockburn [1968] 1 All ER 466, στην οποία λέχθηκε ότι στοιχεία της κλοπής είναι (1) η λήψη της περιουσίας χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (2) χωρίς δικαίωμα κατοχής ή απόκτησης και (3) με πρόθεση αποστέρησης τελεσιδίκως της περιουσίας αυτής. Στην υπόθεση Ζησιμίδη αναφέρθηκε και η υπόθεση Πλατρίτης ν. Αστυνομίας (1967) 2 C.L.R. 174, όπου στη σελίδα 188 έγινε αναφορά και επεξήγηση της έννοιας «fraudulently» και όπου επίσης σημειώνεται η διαφορά ως προς την πρόθεση με το Larceny Act.

 

Από την ανάλυση προκύπτει ότι η λέξη «fraudulently» δείχνει πράξη σκόπιμη και με πρόθεση. Στην υπόθεση Ζησιμίδης επίσης αναφέρθηκε η προγενέστερη Αγγλική υπόθεση R. v. Feely [1973] 1 All ER 341. Η λέξη «fraudulently» είχε ήδη αντικατασταθεί στο Theft Act της Αγγλίας με τη λέξη «dishonestly» και είχε επεξηγηθεί από τα Αγγλικά Δικαστήρια ότι με τη νέα έννοια εισάγεται πλέον η αναγκαιότητα ύπαρξης και ηθικού στιγματισμού της πράξης ως μέρος της έννοιας της κλοπής. Οποιεσδήποτε αμφιβολίες διατυπώθηκαν στην Κυπριακή Νομολογία σχετικά με την πραγματική έννοια της λέξης «fraudulently», μετά την υπόθεση Feely, επεξηγήθηκαν από τη μεταγενέστερη υπόθεση Azinas a.o. v. Police (1981) 2 C.L.R. 9, όπου, μετά από ολοκληρωμένη ανάλυση της νομολογίας στις σελ. 82-85, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το «fraudulently» όπως είχε αποφασίσει και η Πλατρίτης, σημαίνει σκόπιμα και εκ προθέσεως. Αυτή η πρόθεση φανερώνεται μέσα από τα περιστατικά και γεγονότα της υπόθεσης που εκδικάζεται. Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε και μεταγενέστερα στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14, 26, όπου επίσης διαπιστώθηκε η μη άμεση αντιστοιχία του Κεφ. 154, ως προς το Larceny Act και μετέπειτα το Theft Act.

 

Όπως αναφέρεται στον Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice, 36η έκδ., σελ. 364, παρ. 1010, η πρόθεση στη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και κατά κανόνα ανευρίσκεται ως εξυπακουόμενο γεγονός μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα. Άτομο θεωρείται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεών του. Στη μεταγενέστερη έκδοση του Archbold του 2007, γίνεται πλήρης ανάλυση στις σελ. 1754-1756, παρ. 17-34 με 17-39.

 

Η έννοια του ιδιοκτήτη («owner»), περιλαμβάνει, σύμφωνα με το εδάφιο 2(γ) του Άρθρου 255 και τον ιδιοκτήτη μέρους ή αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο ή ιδιοκτησία οποιουδήποτε πράγματος δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής.»

 

Στην υπόθεση Κουμπαρή ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφεση 215/2018 ημερ.11/5/20, ECLI:CY:AD:2020:B151 επαναλήφθηκαν τα συστατικά στοιχεία της κλοπής με αναφορά και στο άρθρο 270 του Ποινικού Κώδικα.

 

«Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής, δυνάμει του άρθρου 255 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής υπό αντιπροσώπου, δυνάμει του άρθρου 270 του Ποινικού Κώδικα.

 

Τα συστατικά στοιχεία της κλοπής είναι:

(α) η απόκτηση κατοχής και αποκόμιση,

(β) οτιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής,

(γ) χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, με δόλιο τρόπο και χωρίς καλόπιστη αξίωση δικαιώματος και

(δ) με σκοπό, κατά τον χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα απ’ αυτό.

 

Αν αυτό που κλάπηκε είναι, μεταξύ άλλων, περιουσία εμπιστευμένη στον υπαίτιο, τότε διαπράττεται και το αδίκημα της κλοπής, υπό αντιπροσώπου, του άρθρου 270(β), που τιμωρείται με ανώτατη ποινή φυλάκισης δεκατεσσάρων χρόνων.».

 

Σχετική με τα περαιτέρω συστατικά στοιχεία του άρθρου 270 είναι και η υπόθεση Τουμαζή ν. Αστυνομίας (Αρ.2) (2012) 2 ΑΑΔ 794 όπου τέθηκε ότι:

 

«Η συγκεκριμένη πρόνοια του Άρθρου 270 που περιελήφθη στο κατηγορητήριο ήταν εκείνη του Άρθρου 270(β) που αφορά «περιουσία εμπιστευμένη στον υπαίτιο … για την ασφαλή φύλαξη από αυτό, ή χρήση, πληρωμή, ή παράδοση αυτής ή μέρους της ή οποιουδήποτε προϊόντος που απορρέει από τη διάθεση, για οποιοδήποτε σκοπό ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο». Τα περαιτέρω, επομένως, συστατικά στοιχεία, να τα αποκαλέσουμε έτσι, του αδικήματος του Άρθρου 270, το οποίο διαβάζεται πάντοτε μαζί με το Άρθρο 255, είναι (1) ότι η περιουσία πρέπει να εμπιστευθεί στον υπαίτιο (2) για ασφαλή φύλαξη, χρήση, πληρωμή ή παράδοση και (3) για οποιοδήποτε σκοπό ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο. Είναι αδιάφορο, ως προς οποιοδήποτε από αυτά τα στοιχεία, κατά πόσο η περιουσία έχει εμπιστευθεί από εκείνο ο οποίος προτίθεται να αγοράσει στο όνομά του το ακίνητο στην προκείμενη περίπτωση, ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως ο Νεοφύτου ο οποίος και ενεργούσε εκ μέρους της εταιρείας του, αφού η προϋπόθεση του εμπιστεύματος της περιουσίας είναι, εν πάση περιπτώσει, δεδομένη.»

 

Το ότι ο ΜΚ1 παρέδωσε τις €30.000 στον κατηγορούμενο 1 αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου. Εύρημα μας αποτελεί και το γεγονός ότι ενεγράφη εταιρεία με το όνομα X & Ψ Ltd, μέσω του ΜΚ13 με σκοπό την εμπορία τσιμέντων η οποία θα γινόταν με συνεργασία με την εταιρεία τσιμέντων ΤΙΤΑΝ στη Θεσσαλονίκη. Είναι για αυτό το λόγο που ο παραπονούμενος έδωσε τα χρήματα αυτά στον κατηγορούμενο 1 για να τα χρησιμοποιήσει ως προκαταβολή για την αγορά τσιμέντων. Το ίδιο πόσο, του λέχθηκε, θα συνείσφερε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Αγορά βέβαια τσιμέντων δεν υπήρξε αλλά ούτε και εμπορία τους αφού ως προέκυψε από την μαρτυρία του ΜΚ14, που ήταν γνωστός του κατηγορούμενου και φερόμενος μεσάζων για την συνεργασία με την ΤΙΤΑΝ, η εν λόγω εταιρεία δεν επέδειξε οποιοδήποτε ενδιαφέρον γεγονός για το οποίο ενημερώθηκε ο κατηγορούμενος 1. Τα χρήματα όμως που ο ΜΚ1 του έδωσε ουδέποτε του επιστράφηκαν. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι παράνομα τα οικειοποιήθηκε. Κατά τον χρόνο που του παραδόθηκε το ποσό ο κατηγορούμενος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του ΜΚ1 αφού του το εμπιστεύθηκε στα πλαίσια αγοράς και εμπορίας τσιμέντων από τρίτη εταιρεία. Να σημειώσουμε εδώ ότι η εμπίστευση περιουσίας δεν παραπέμπει σε ανάγκη αυστηρής απόδειξη σχέσης συμβατικού δικαίου. Είναι αρκετό από τα πραγματικά περιστατικά να προκύπτει η εμπίστευση (βλ. Τουμαζή ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφεση Αρ. 79/2013 ημερ. 11/1/17, ECLI:CY:AD:2017:B174. Από τη στιγμή που ο ΜΚ1 εμπιστεύθηκε στον κατηγορούμενο 1 το ποσό των €30.000 για συγκεκριμένο σκοπό ο οποίος δεν κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί και το ποσό αυτό το οικειοποιήθηκε χωρίς να το επιστρέψει στον ιδιοκτήτη του τότε το αδίκημα του άρθρου 270 έχει διαπραχθεί.

 

Παραμένουν προς κρίση οι υπόλοιπες δύο κατηγορίες που ο κατηγορούμενος 2 αντιμετωπίζει και αφορούν τα αδικήματα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις (κατηγορία 68) και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (κατηγορία 69). Δεν θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε εκ νέου τις αρχές που σχετίζονται και εφαρμόζονται για την εξέταση των δύο αναφερόμενων αδικημάτων δεδομένου ότι έχουν τεθεί κατά την εξέταση των αδικημάτων που στρέφονταν εναντίον του κατηγορούμενου 1.

 

Αναφορικά με το αδίκημα της κατηγορίας 68, αυτό που αποδίδεται στον κατηγορούμενο 2 είναι ότι με σκοπό  την καταδολίευση απέσπασε από τον ΜΚ1 το ποσό των €20.000. Οι ψευδείς παραστάσεις συνίσταντο στο ότι του παρουσίασε ότι το ποσό θα κατατίθετο ως εγγύηση για την απόλυση του κατηγορούμενου 1 που κρατείτο από την αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων. Έχουμε αναφέρει, κατά την εξέταση της κατηγορίας 1 τα γεγονότα που περιβάλλουν την απόσπαση του εν λόγω ποσού. Ο κατηγορούμενος 2 τηλεφώνησε στον ΜΚ1 και του ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος 1 συνελήφθηκε και απαιτείτο η καταβολή του ποσού των €30.000 ως εγγύηση στα Βρετανικές Βάσεις για να αφεθεί ελεύθερος. Το ποσό των €10.000 θα καταβαλλόταν από άλλο πρόσωπο και το υπόλοιπο από τον ΜΚ1. Παρά τον προβληματισμό του, ο ΜΚ1 ενέδωσε και μετά από συνάντηση του με τον κατηγορούμενο 2 σε συγκεκριμένο σημείο το οποίο ανέφερε στην κατάθεση του τεκμήριο 1, του έδωσε το ποσό. Τις €13.000 τις είχε ο ίδιος ενώ το υπόλοιπο των  €7.000 το δανείστηκε από τον ΜΚ12. Ούτε όμως σύλληψη του κατηγορούμενου 1 υπήρξε από τις Βρετανικές Βάσεις και συνεπώς ούτε και ανάγκη καταβολής του ποσού των €20.000. Υποστηρίχθηκε από την υπεράσπιση του κατηγορούμενου 2 ότι ο ΜΚ12 ανέφερε ότι όντως του ζητήθηκε από τον ΜΚ1 το ποσό των €7.000 για να το δώσει σε ένα δικηγόρο διότι «εμπέρτεψε»  ο κατηγορούμενος 1 αλλά αυτό έγινε το καλοκαίρι του 2019 σε αντίθεση με τα λεχθέντα του ΜΚ1 που έκανε λόγο για τον Μάρτιο του 2019. Να πούμε καταρχάς ότι αυτό που προκύπτει από τις καταθέσεις των ΜΚ1 και ΜΚ12, τεκμήρια 1 και 51 αντίστοιχα, είναι η έλλειψη βεβαιότητας ως προς το χρόνο που δόθηκαν τα χρήματα.  Ακόμη όμως και αυτό δεν ανατρέπει την ουσία του πράγματος ότι δηλαδή όντως απαιτήθηκε το εν λόγω ποσό, για τον λόγο που ο κατηγορούμενος 2 είπε στον ΜΚ1, ότι έγινε συνάντηση μεταξύ κατηγορούμενου 2 και ΜΚ1 σε συγκεκριμένο σημείο στη Λάρνακα, ότι καταβλήθηκε το ποσό και ότι ο κατηγορούμενος 1 ουδέποτε τελούσε υπό κράτηση από την αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων. Δεν έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος 2 παρέστησε ψευδώς στον ΜΚ1 ότι ο κατηγορούμενος 1 συνελήφθηκε από την αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων και απέσπασε από αυτόν το ποσό των €20.000 καταδολιεύοντας τον.

 

Όσον αφορά την κατηγορία 69 που αποδίδει στον κατηγορούμενο 2 ότι απέκτησε το ως άνω ποσό των €20.000 γνωρίζοντας ότι ήταν έσοδο από παράνομες δραστηριότητες δεν έχουμε παρά να πούμε ότι και αυτή η κατηγορία έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Ο εν λόγω κατηγορούμενος με τον τρόπο που εξηγήσαμε αμέσως πιο πάνω απέσπασε το ποσό μέσω ψευδών παραστάσεων γνωρίζοντας ότι ήταν έσοδο από την παράνομη αυτή συμπεριφορά του. Όλα τα στοιχεία που ανωτέρω παραθέσαμε με ασφάλεια σε αυτό το συμπέρασμα οδηγούν.

 

Καταληκτικά κρίνουμε ότι η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της και την ενοχή των κατηγορούμενων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Βρίσκουμε συνεπώς ένοχο τον κατηγορούμενο 1 στις κατηγορίες 1, 6-67 και 70 και τον κατηγορούμενο 2 ένοχο στις κατηγορίες 1, 68 και 69.

 

Μετά και την ως άνω κατάληξη μας κρίνουμε ορθό όπως καθηκόντως δώσουμε οδηγίες για αποστολή της απόφασης μας στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Από την μαρτυρία του ΜΚ1 προέκυψαν κάποιες σκιές όσον αφορά την ακρίβεια των δηλωθέντων εισοδημάτων του, τόσο του ίδιου όσο και της εταιρείας του Κλινικό Εργ. ΧΧ Λτδ στο τμήμα φορολογίας. Εναπόκειται στην κρίση του Γενικού Εισαγγελέα αν από τα κατατεθέντα στοιχεία υπάρχουν δεδομένα που χρήζουν περαιτέρω εξέτασης για την ύπαρξη τυχόν ποινικών αδικημάτων φορολογικής φύσεως.

 

(Υπ.) ………………………..

Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.

(Υπ.) ………………………..

Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.

(Υπ.) ………………………..

Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο